Ένα ηγετικό στέλεχος της τρομοκρατικής οργάνωσης ISIS σκοτώθηκε σε κοινή επιχείρηση στο Ιράκ.
Ο Αμπντάλα Μάκι Μοσλέχ αλ Ριφάι, γνωστός και ως Αμπού Χαντίτζα, υπήρξε αναπληρωτής χαλίφης του ISIS και «ένας από τους πιο επικίνδυνους τρομοκράτες στο Ιράκ και τον κόσμο», σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιρακινού πρωθυπουργού Μοχάμεντ Σία αλ-Σουντανί.
«Οι Ιρακινοί συνεχίζουν τις αξιοσημείωτες νίκες τους απέναντι στις δυνάμεις του σκότους και της τρομοκρατίας», έγραψε ο αλ Σουντανί στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ.
Ο αλ Ριφάι σκοτώθηκε στις 15 Μαρτίου σε αεροπορικό πλήγμα στην επαρχία Ανμπάρ, στα δυτικά του Ιράκ, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τις ιρακινές υπηρεσίες πληροφοριών σε συνεργασία με τις δυνάμεις του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ εξήρε την επιχείρηση στην πλατφόρμα Truth Social, χαρακτηρίζοντάς την ως παράδειγμα της εξωτερικής του πολιτικής «ειρήνη μέσω ισχύος».
«Σήμερα, ο φυγάς ηγέτης του ISIS στο Ιράκ εξουδετερώθηκε», έγραψε την Παρασκευή. «Τον καταδιώξαμε αδιάκοπα, με συντονισμό ανάμεσα στους γενναίους μαχητές μας, την ιρακινή κυβέρνηση και την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν.»
Συνεχόμενα πλήγματα στο ISIS
Το πλήγμα αυτό αποτελεί το τρίτο σημαντικό πλήγμα κατά του ISIS τους τελευταίους μήνες, μετά από αμερικανικές επιχειρήσεις εναντίον ανώτερων ηγετών της οργάνωσης στη Σομαλία τον Φεβρουάριο και στη Συρία τον Δεκέμβριο του 2024.
Το ISIS («Ισλαμικό Κράτος Ιράκ και Συρίας»), το οποίο το 2015 και το 2016 είχε υπό τον έλεγχό του τεράστιες εκτάσεις στο Ιράκ και τη Συρία, αναγκάστηκε να στραφεί σε τακτικές ανταρτοπόλεμου μετά τις εδαφικές του απώλειες. Έκτοτε, έχει επεκτείνει την παρουσία του κυρίως στη βόρεια και κεντρική Αφρική, αυξάνοντας το μέγεθος και την επιρροή του.
Παρόλο που η οργάνωση έχει αποδυναμωθεί, παραμένει ένας σημαντικός παίκτης στο δίκτυο ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων που έχουν αναπτυχθεί στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, εκμεταλλευόμενες την αστάθεια των κυβερνήσεων.
Ανησυχία για πιθανή αναζωπύρωση
Η ιρακινή ηγεσία εκφράζει ανησυχία για μια πιθανή αναζωπύρωση του ISIS στη Μέση Ανατολή, εξαιτίας της αβεβαιότητας που επικρατεί στη Συρία και της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράκ ανακοίνωσαν πέρυσι μια συμφωνία για τη σταδιακή λήξη της στρατιωτικής αποστολής του διεθνούς συνασπισμού στο Ιράκ. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, οι αμερικανικές δυνάμεις αναμένεται να αρχίσουν να αποχωρούν από τη χώρα μέχρι τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, τερματίζοντας μια παρουσία που διήρκεσε περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία, η ιρακινή κυβέρνηση εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να εξαλείψει τους εναπομείναντες πυρήνες του ISIS χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ωστόσο, η ραγδαία πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη γειτονική Συρία και η πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα έχουν προκαλέσει νέες ανησυχίες για πιθανή αναβίωση εξτρεμιστικών οργανώσεων στην περιοχή.
Παρόλο που η νέα ηγεσία της Συρίας, υπό την τρομοκρατική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, έχει ξεκινήσει επιχειρήσεις κατά πυρήνων του ISIS από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, υπάρχει διάχυτος φόβος ότι η κατάρρευση της γενικότερης ασφάλειας στη Συρία θα μπορούσε να επιτρέψει στο ISIS να ανασυγκροτηθεί.
Συντονισμένες προσπάθειες συνεργασίας
Η είδηση της εξουδετέρωσης του αλ Ριφάι συνέπεσε με την επίσκεψη του νέου Σύρου υπουργού Εξωτερικών στο Ιράκ, ο οποίος δεσμεύτηκε για συνεργασία με την ιρακινή κυβέρνηση και τις Ηνωμένες Πολιτείες στη μάχη κατά του ISIS.
Ο Σύρος υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών, Άσαντ Χασάν αλ Σιμπανί, τόνισε τους ιστορικούς δεσμούς των δύο χωρών, επισημαίνοντας τη συμβολή τους στον αραβικό και ισλαμικό πολιτισμό και στην οικονομία.
Η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, είπε, θα «συμβάλει στη σταθερότητα της περιοχής, μειώνοντας την εξάρτησή μας από εξωτερικές δυνάμεις και δίνοντάς μας μεγαλύτερο έλεγχο στο μέλλον μας».
Ο Ιρακινός υπουργός Εξωτερικών, Φουάντ Χουσεΐν, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι το ISIS παραμένει «μια κοινή απειλή για τις κοινωνίες της Συρίας και του Ιράκ» και ότι οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να συνεργάζονται για την επιτήρηση και την εξάλειψη της παρουσίας της οργάνωσης στα σύνορά τους.
Ο Χουσεΐν πρόσθεσε ότι μια νέα επιχειρησιακή ομάδα, αποτελούμενη από το Ιράκ, την Ιορδανία, τον Λίβανο, τη Συρία και την Τουρκία, θα αναλάβει την καταπολέμηση του ISIS, μεταφέροντας έτσι την ευθύνη από τον αμερικανικό συνασπισμό σε μια πρωτοβουλία υπό την ηγεσία των περιφερειακών δυνάμεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν στις 13 Μαρτίου την επιβολή κυρώσεων στον Ιρανό υπουργό Πετρελαίου Μοχσέν Πακνετζάντ. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του, η Τεχεράνη έχει διαθέσει δισεκατομμύρια δολάρια σε ιρανικό πετρέλαιο προς τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, όπως τους «Φρουρούς της Επανάστασης» και τις «Δυνάμεις Επιβολής του Νόμου», που χαρακτηρίζονται ως βασικά εργαλεία καταστολής του ιρανικού καθεστώτος.
Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε ότι οι ιρανικές ένοπλες δυνάμεις λαμβάνουν περίπου 200.000 βαρέλια ιρανικού αργού πετρελαίου ημερησίως και ότι μέχρι το τέλος του έτους θα έχουν αποκομίσει πάνω από το ήμισυ των εσόδων από το ιρανικό πετρέλαιο. Το πετρέλαιο αποτελεί κρίσιμη πηγή εσόδων για το Ιράν.
Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε, επίσης, κυρώσεις σε τρεις εταιρείες που, όπως υποστηρίζει, μετέφεραν ιρανικό πετρέλαιο προς την Ασία. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες Shipload Maritime, με έδρα τη Σιγκαπούρη, καθώς και οι Gianira και Bintang, που εδρεύουν στην Ινδονησία, κατηγορούνται για συναλλαγές σχετικές με το ιρανικό πετρέλαιο. Σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση, η Shipload Maritime διαθέτει το πλοίο Malili, ενώ οι Bintang και Gianira ελέγχουν τα πλοία Celebes και Marina Vision, αντίστοιχα. Οι εν λόγω πλοιοκτήτες φέρονται να διευκόλυναν τη μεταφορά ιρανικού πετρελαίου μέσω δεξαμενόπλοιων που έχουν ήδη χαρακτηριστεί από τις ΗΠΑ εμπλεκόμενα στη διακίνηση ιρανικού πετρελαίου.
Επιπλέον, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στις εταιρείες Hong Kong Heshun Transportation Trading, Seasky Marine και Sun Science International, με έδρα το Χονγκ Κονγκ, κατηγορώντας τις ότι χρησιμοποιούν πλοία-βιτρίνα για να αποκρύψουν τη μεταφορά ιρανικών πετρελαϊκών προϊόντων στην Κίνα. Αναφέρεται ότι η Hong Kong Heshun Transportation Trading διαχειρίζεται το πλοίο Peace Hill, η Seasky Marine το Seasky και η Sun Science International το Corona Fun.
Το υπουργείο Οικονομικών έθεσε υπό κυρώσεις και άλλες οντότητες που φέρονται να εμπλέκονται στην ιρανική πετρελαϊκή βιομηχανία.
Το ιρανικό καθεστώς συνεχίζει να τροφοδοτεί συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, να προωθεί το πυρηνικό του πρόγραμμα και να υποστηρίζει τρομοκρατικές οργανώσεις, σύμφωνα με δήλωση της εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τάμι Μπρους. Η ίδια ανέφερε ότι το παράνομο εμπόριο πετρελαίου του Ιράν χρηματοδοτεί αυτές τις αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με την κα Μπρους οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν διευκολύνονται από ένα δίκτυο διακινητών ναυτιλιακών υπηρεσιών σε πολλές δικαιοδοσίες, οι οποίοι, μέσω παραπλάνησης και απόκρυψης, φορτώνουν και μεταφέρουν ιρανικό πετρέλαιο για πώληση σε αγοραστές στην Ασία.
Οι κυρώσεις αυτές εντάσσονται στην πολιτική της «μέγιστης πίεσης» του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κατά του Ιράν, με στόχο την αντιμετώπιση των επιβλαβών δραστηριοτήτων του, περιλαμβανομένης της υποστήριξης που παρέχει σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ. Ο Τραμπ είχε υπογράψει εκτελεστικό διάταγμα τον προηγούμενο μήνα, σηματοδοτώντας την επιστροφή των ΗΠΑ στη αυστηρή πολιτική απέναντι στο Ιράν.
Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε ότι το ιρανικό καθεστώς συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα έσοδα από τους τεράστιους πετρελαϊκούς του πόρους για να προωθεί τα «στενά και ανησυχητικά» του συμφέροντα, εις βάρος του ιρανικού λαού. Τόνισε δε ότι το υπουργείο θα καταπολεμήσει και θα διακόψει κάθε προσπάθεια του καθεστώτος να χρηματοδοτήσει τις αποσταθεροποιητικές του δραστηριότητες και να προωθήσει την επικίνδυνη ατζέντα του.
Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι θα υπερασπιστεί τη μειονότητα των Δρούζων στη νότια Συρία, εν μέσω των εξελίξεων που αφορούν τη νέα κυβέρνηση της χώρας. Η απόφαση αυτή ελήφθη ως αντίδραση στη μεταχείριση που επιφυλάσσει το νέο συριακό καθεστώς στην αλαουιτική μειονότητα.
Εκπρόσωπος του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου χαρακτήρισε τις πρόσφατες επιθέσεις κατά των Αλαουιτών στις παράκτιες περιοχές της Συρίας ως «σφαγή αμάχων». Σε ενημέρωση Τύπου στις 10 Μαρτίου, ο εκπρόσωπος Νταβίντ Μένσερ δήλωσε ότι το Ισραήλ είναι έτοιμο, αν χρειαστεί, να υπερασπιστεί τον πληθυσμό των Δρούζων στη Συρία από τις δυνάμεις του νέου καθεστώτος, τονίζοντας πως δεν θα επιτρέψει να βλαφθεί η κοινότητα.
Οι Δρούζοι, οι οποίοι ακολουθούν μια θρησκεία που προέρχεται από το Ισλάμ, έχουν κοινότητες και στο Ισραήλ και στον Λίβανο. Ο πληθυσμός των Δρούζων στο Ισραήλ περιλαμβάνει 24.000 άτομα που ζουν στα Υψίπεδα του Γκολάν, περιοχή που το Ισραήλ κατέλαβε κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 και αργότερα προσάρτησε. Η προσάρτηση αυτή αναγνωρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά όχι από τη διεθνή κοινότητα.
Το Ισραήλ διατηρεί καλές σχέσεις με τη δική του δρουζική κοινότητα, πολλά μέλη της οποίας υπηρετούν στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις.
Οι Δρούζοι είχαν ευθυγραμμιστεί με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ κατά τη διάρκεια της πεντηκονταετούς διακυβέρνησής του και παραμένουν αβέβαιοι για τις συνέπειες της αλλαγής εξουσίας. Ο ανατραπείς πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, ανήκει στους Αλαουίτες, οι οποίοι ακολουθούν ένα παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ με στοιχεία γνωστικισμού, χριστιανισμού και εσωτερισμού.
Η ανακοίνωση του ισραηλινού πρωθυπουργικού γραφείου ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία το νέο συριακό καθεστώς προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία του σε περιοχές της χώρας όπου κυριαρχούν διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες.
Παραμένει ασαφές το πώς θα επηρεαστούν οι Δρούζοι της Συρίας από τη συμφωνία που υπέγραψε στις 10 Μαρτίου η νέα κυβέρνηση με τις κουρδικές Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (SDF), που μέχρι πρότινος ήλεγχαν τις πετρελαιοφόρες περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας.
Σύμφωνα με αυτήν τη συμφωνία, όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί στη βορειοανατολική Συρία, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών περασμάτων, των αεροδρομίων και των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, θα ενσωματωθούν στη διοίκηση του συριακού κράτους. Παράλληλα, ανεπιβεβαίωτες αναφορές έκαναν λόγο για αντίστοιχη συμφωνία στην επαρχία Σουγουέιντα, όπου πλειοψηφούν οι Δρούζοι, σύμφωνα με δημοσίευμα της Times of Israel, στις 11 Μαρτίου.
Με βάση αυτήν τη συμφωνία, οι δυνάμεις ασφαλείας των Δρούζων θα υπάγονται στο συριακό Υπουργείο Εσωτερικών, η αστυνομία θα προέρχεται από την τοπική κοινότητα, αλλά ο κυβερνήτης της επαρχίας και ο αρχηγός της αστυνομίας δεν θα είναι Δρούζοι. Οι Δρούζοι θα μπορούν να υπηρετούν στη δημόσια διοίκηση.
Η επαρχία Σουγουέιντα συνορεύει με την Ιορδανία, αλλά όχι με το Ισραήλ.
Η νέα κυβέρνηση της Συρίας σχηματίστηκε από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μιας σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση. Η HTS είχε συνδεθεί με την αλ Κάιντα και για ένα διάστημα με το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), πριν αποσχιστεί και από τις δύο ομάδες.
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων μαχών για τον έλεγχο των παράκτιων περιοχών όπου ζουν οι Αλαουίτες, η νέα κυβέρνηση της Συρίας φέρεται να σκότωσε 973 αμάχους και 250 Αλαουίτες μαχητές, ενώ περισσότεροι από 230 κυβερνητικοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πολλοί θεωρούν τις επιθέσεις αυτές ως πράξεις αντεκδίκησης.
Βίντεο που κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρονται να δείχνουν κυβερνητικούς στρατιώτες να φορτώνουν Αλαουίτες σε φορτηγά και να τους ποδοπατούν, ενώ άλλα καταγράφουν εκτελέσεις Αλαουιτών στους δρόμους.
Μέλη των συριακών δυνάμεων επιβαίνουν σε ένα όχημα στη Λαττάκεια της Συρίας, στις 7 Μαρτίου 2025. (Karam al-Masri/Reuters)
Η συριακή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διεξάγει έρευνα για τα γεγονότα.
Ο Ισραηλινός εκπρόσωπος Νταβίντ Μένσερ υπενθύμισε ότι το Ισραήλ είχε προειδοποιήσει τη διεθνή κοινότητα να κρίνει τη νέα κυβέρνηση της Συρίας από τις πράξεις της και όχι από τα λόγια της. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση επιβεβαιώνει τη βαρβαρότητα της τζιχαντιστικής διακυβέρνησης και της τρομοκρατίας.
Το Ισραήλ δεν θα ανεχθεί την παρουσία τρομοκρατικών στοιχείων και ένοπλων δυνάμεων που αποτελούν απειλή για τους πολίτες του στα νότια σύνορα της Συρίας, ενώ οι προσπάθειες του νέου καθεστώτος και των τρομοκρατικών οργανώσεων να εδραιωθούν στην περιοχή θα αποτραπούν.
Μαχητές της νέας συριακής κυβέρνησης γεμίζουν έναν εκτοξευτή πυραύλων στη Μπανίγια. Συρία, 7 Μαρτίου 2025. (Ali Haj Suleiman/Getty Images)
Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) κινήθηκαν γρήγορα προς τη βόρεια Συρία, καταλαμβάνοντας στρατιωτικές βάσεις κοντά στα σύνορα και εξουδετερώνοντας εγκαταστάσεις του πρώην καθεστώτος για να αποτρέψουν την κατάληψή τους από εχθρικές δυνάμεις.
Η ισραηλινή κυβέρνηση ενέκρινε επίσης πενταετές σχέδιο ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη στήριξη των Δρούζων και των Τσερκέζων στο βόρειο Ισραήλ, ενώ ανακοίνωσε πρωτοβουλία για την απασχόληση των Σύρων Δρούζων σε ισραηλινές πόλεις στα Υψίπεδα του Γκολάν.
Υπήρξε φυσικά μεγάλη αντιπαράθεση σχετικά με τη συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική. Είναι εύκολο να παραβλέπουμε το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία σοβαρή συζήτηση για την ειρήνη στην Ουκρανία από κανέναν πριν από την επιστροφή του ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, και ότι η επιστροφή των ομήρων της Γάζας έχει επιταχυνθεί από εκείνη την ημέρα και η βία έχει υποχωρήσει – αν και το Ισραήλ δεν έχει, όπως είχε ζητηθεί, αποσυρθεί εντελώς από την Γάζα.
Επίσης, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα ανεχθεί ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα και, ενώ εκφράζει έντονη προτίμηση να διαπραγματευτεί την απαραίτητη διαβεβαίωση ότι το Ιράν δεν θα επιχειρήσει να κάνει αυτό το βήμα, καθιστά εξίσου σαφές ότι είναι έτοιμος να το αποτρέψει με στρατιωτική επέμβαση. Παρά τον φλογερό ισχυρισμό του Αγιατολάχ Χαμενεΐ στις 8 Μαρτίου ότι δεν θα είχε άμεσες διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και η μπερδεμένη και αιματοβαμμένη θεοκρατία της Τεχεράνης δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι ο Τραμπ θα πράξει ό,τι υπόσχεται, και αν θέλουν να διαπραγματευτούν, αυτό δεν θα αλλάξει το αποτέλεσμα ούτε θα γλιτώσει την ιρανική κυβέρνηση από την αμηχανία που έφερε πάνω της.
Στην Ουκρανία, χρειάστηκαν μόνο τρεις μέρες για τον πρόεδρο Ζελένσκι, μετά την ατυχή συνομιλία του στον Λευκό Οίκο, να πει ότι θα ήταν ευτυχής να υπογράψει τελικά τη συμφωνία για τα ορυκτά, μια υπογραφή που ήταν μια υπόθεση ταξιδιού από το Κίεβο στο Μόναχο, μέχρι την Ουάσιγκτον. Δεδομένου ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ απαιτεί τη συμφωνία όλων των μελών και ότι στην ένταξη της Ουκρανίας αντιτίθεται μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ουγγαρίας, ο Τραμπ υποστήριξε ότι οποιαδήποτε συζήτηση για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα πρέπει να αναβληθεί επ’ αόριστον.
Εν τω μεταξύ, με την ενίσχυση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας λόγω των αναποτελεσματικών περιορισμών που της επιβλήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ, ο Τραμπ ξεκίνησε τη διαδικασία να εισάγει τον Πούτιν στο παιχνίδι. Ο Τραμπ είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να φέρει αποτελεσματικά και τις δύο πλευρές στη συμφωνία. Η Ουκρανία δεν μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς την αμερικανική βοήθεια και ο πόλεμος θα μπορούσε γρήγορα να φτάσει σε σημείο αφόρητα επιβαρυντικό για τη Ρωσία, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες προμήθευαν στην Ουκρανία τα όπλα που θα έκαναν τον άμαχο ρωσικό πληθυσμό να βιώσει αυτόν τον πόλεμο όπως τον βιώνει ο άμαχος πληθυσμός της Ουκρανίας εδώ και τρία χρόνια.
Από ό,τι μπορεί να συναχθεί από δημόσιες δηλώσεις του Τραμπ και άλλων, η Ρωσία θα διατηρήσει τα περισσότερα από τα κεκτημένα της εντός της Ουκρανίας, αλλά θα αναγνωρίσει ξεκάθαρα τη νομιμότητα και την κυριαρχία της Ουκρανίας στα αναθεωρημένα σύνορά της. Θα υπάρχουν ειρηνευτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, μεταξύ άλλων από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μόνιμα στην Ουκρανία και σε περίπτωση επίθεσης η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο –πυρηνικές δυνάμεις και στενοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως επιβεβαίωσαν οι ηγέτες τους στην Ουάσιγκτον πριν από δύο εβδομάδες – θα είναι ελεύθερες να επικαλεστούν το άρθρο 5 της συμφωνίας του ΝΑΤΟ και να ζητήσουν άμεση στρατιωτική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με τη συμφωνία στρατηγικών ορυκτών, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν πολύ και εξελιγμένο προσωπικό στην Ουκρανία και όπως δήλωσε ο Τραμπ στη σχετικά δυσάρεστη ανταλλαγή απόψεων στο Οβάλ Γραφείο τον περασμένο μήνα, αυτό από μόνο του θα ήταν μια σημαντική δικλείδα ασφάλειας για την Ουκρανία.
Μία τέτοια ρύθμιση θα αποτελούσε ουσιαστική αναγνώριση της νομιμότητας της Ουκρανίας ως ανεξάρτητης χώρας – όχι όπως οι ισχνές και ξεχασμένες διαβεβαιώσεις που δόθηκαν όταν, το 1994, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν παρέδωσαν οικειοθελώς τα πυρηνικά όπλα που είχαν κληρονομήσει από τις ΗΠΑ. Όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση το 1991, η ρωσική κυβέρνηση διατήρησε σκόπιμα διφορούμενη στάση σχετικά με τον βαθμό στον οποίο αναγνωρισε την κυριαρχία των 14 άλλων λεγόμενων δημοκρατιών της ΕΣΣΔ.
Το Κρεμλίνο εξακολουθεί να ασκεί εκτεταμένη επιρροή σε ορισμένες από τις μουσουλμανικές ασιατικές δημοκρατίες και ουσιαστικά κυριαρχεί στη Λευκορωσία. Έχει πάρει βίαια δύο επαρχίες από τη Γεωργία και ουσιαστικά απέτρεψε την είσοδο της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Η Μολδαβία είναι μια πολιτικά αμφισβητούμενη περιοχή που επιζητεί κατά διαστήματα να ενωθεί με τη Ρουμανία, υπό ένα καθεστώς που είχε εν μέρει στο παρελθόν όταν ήταν γνωστή ως Βεσσαραβία. Ο Πούτιν εξακολουθεί να εκφοβίζει τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Εσθονία – υπάρχουν σημαντικές ρωσικές εθνοτικές μειονότητες στη Λετονία και την Εσθονία. Αλλά αυτό είναι ένα πολύ πιο περίπλοκο ζήτημα, δεδομένου ότι και οι τρεις χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ και υπάρχουν σημαντικές αναπτύξεις ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων εντός τους.
Είναι εύκολο να ξεχάσουμε, επειδή έχουμε τόσο καιρό συνηθίσει να θεωρούμε τη Ρωσία ως μία από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, ότι το ΑΕΠ της είναι στην πραγματικότητα μικρότερο από αυτό του Καναδά. Και ενώ είναι ένας ειδικός κατασκευαστής εξελιγμένων όπλων, αν και όχι όμοιος με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια χώρα που δεν έχει επιτύχει οικονομικά, μαστίζεται από τον αλκοολισμό και η προσπάθειά της να αναιρέσει ουσιαστικά τη νίκη της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο απορροφώντας την Ουκρανία ήταν ένα τρομερό φιάσκο. Υπήρξαν πάνω από 750.000 Ρώσοι θύματα και ο Πούτιν περιορίστηκε στην αναζήτηση όπλων από το Ιράν και μισθοφόρων από τη Βόρεια Κορέα. Αυτό, καθώς και η αποστασία του μισθοφορικού στρατού Βάγκνερ το 2023 και η πορεία του προς τη Μόσχα, υπό τις επευφημίες του άμαχου πληθυσμού, έχει αποκαλύψει τη Ρωσία ως μια αδιάφορη στρατιωτική δύναμη εκτός από το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
Εκτός από τις ταπεινώσεις που υπέστησαν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, η επιθετικότητα του Πούτιν, σε συνδυασμό με την ανυπομονησία του Τραμπ, φαίνεται τελικά να ώθησαν τη Δυτική Ευρώπη να φροντίσει καλύτερα για την άμυνά της. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί σοβαρή οπισθοδρόμηση για το Κρεμλίνο. Ο Τραμπ είναι σίγουρα στον σωστό δρόμο και μια ικανοποιητική ειρήνη θα πρέπει να επιτευχθεί αρκετά σύντομα.
Είναι πιο δύσκολο να προβλέψουμε τι θα συμβεί στη Μέση Ανατολή. Η πρόταση του Τραμπ να καταλάβει τη Γάζα και να την ανοικοδομήσει, να την αποστρατικοποιήσει, εκτοπίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού της, μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας βιώσιμης λύσης στο πρόβλημα της Μέσης Ανατολής. Η βασική δυσκολία προέκυψε όταν οι Βρετανοί, το 1917, παρά το γεγονός ότι η περιοχή διοικούνταν από την Τουρκία, υποσχέθηκαν μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη χωρίς να διακυβεύονται τα δικαιώματα των Αράβων. Αυτό έδειχνε πάντα προς μια λύση δύο κρατών, αλλά ήταν αδύνατο για το Ισραήλ να καταλήξει σε σοβαρή συμφωνία με μέρη που δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει ως εβραϊκό κράτος.
Οι Παλαιστίνιοι θα μπορούσαν να είχαν το κράτος τους οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά επέλεξαν να επιμείνουν για μια λύση ενός κράτους στην οποία θα εκδιώξουν, θα υποτάξουν ή θα σφαγιάσουν τους Εβραίους.
Οι αραβικές δυνάμεις, εν τω μεταξύ, δεν τρέφουν μεγάλη στοργή για τους Παλαιστίνιους, και προωθούν το θέμα μόνο για να αποσπάσουν την προσοχή των αραβικών μαζών από την κακή διακυβέρνηση που έχουν. Αλλά η ανάδειξη του Ιράν ως επιθετικού αντιπάλου των Αράβων έχει δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για την αραβο-ισραηλινή συνδιαλλαγή. Ίσως θα μπορούσε να επιτευχθεί ειρήνη στη βάση ενός παλαιστινιακού κράτους που θα ήταν μια πολύ βαθύτερη Γάζα ή μια στενή Δυτική Όχθη, με τα παλαιστινιακά τμήματα της Ιορδανίας και του Λιβάνου να προστίθενται σε αυτό. Τουλάχιστον υπάρχει κίνηση και η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ δεν πρέπει να είναι μακριά.
Αν και οι μέθοδοί του είναι ανορθόδοξες, ο πρόεδρος Τραμπ έχει ασκήσει θετική επιρροή σε αυτούς τους τομείς.
Το Ιράν έδειξε ότι είναι ανοιχτό σε διάλογο με την Ουάσιγκτον, εφόσον οι συνομιλίες περιοριστούν σε ζητήματα που αφορούν το πυρηνικό του πρόγραμμα. Σύμφωνα με ανάρτηση της ιρανικής αποστολής στον ΟΗΕ, στις 9 Μαρτίου, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, η Τεχεράνη θα μπορούσε να εξετάσει τέτοιες συζητήσεις εάν ο στόχος είναι να διασκεδαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανή στρατιωτικοποίηση του πυρηνικού της προγράμματος.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε δύο ημέρες μετά τη δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ότι επεδίωξε να προσεγγίσει την ιρανική ηγεσία για να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία που θα αντικαταστήσει εκείνη από την οποία απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την πρώτη του θητεία.
Ο Τραμπ επανέλαβε πρόσφατα ότι το Ιράν δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αναφέροντας ότι δεν αποκλείει τη χρήση στρατιωτικής δράσης προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ωστόσο, στις 8 Μαρτίου, μία ημέρα μετά τη δήλωση του Τραμπ για επαφές με την Τεχεράνη, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, απέρριψε το ενδεχόμενο συνομιλιών με ξένες κυβερνήσεις και ηγέτες που, όπως είπε, επιδιώκουν να επιβάλουν νέους περιορισμούς στο Ιράν.
Τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε νέο μνημόνιο εθνικής ασφάλειας, διατάσσοντας την επαναφορά της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» απέναντι στο Ιράν, την οποία είχε εφαρμόσει και στην πρώτη του θητεία. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, ο στόχος της ανανεωμένης εκστρατείας οικονομικών κυρώσεων είναι η αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν και η αντιμετώπιση της προσπάθειας της Τεχεράνης να αναπτύξει πυραύλους και άλλες ασύμμετρες και συμβατικές στρατιωτικές δυνατότητες. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος υποστήριξε ότι μέσω αυτής της πίεσης επιδιώκει την αποδυνάμωση του δικτύου των ιρανικών πληρεξουσίων στη Μέση Ανατολή.
Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, σε ανάρτησή του στις 9 Μαρτίου, ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να διεξάγονται υπό πίεση ή απειλές, καθώς, όπως τόνισε, η διαπραγμάτευση είναι διαφορετική από την επιβολή και τις διαταγές. Ο ίδιος σημείωσε ότι το Ιράν διαβουλεύεται με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρωσία και την Κίνα — χώρες που παραμένουν συμβαλλόμενα μέρη της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 — σχετικά με την εύρεση τρόπων για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και της διαφάνειας στο πυρηνικό του πρόγραμμα, με αντάλλαγμα την άρση των «παράνομων κυρώσεων».
Αν και η ιρανική αποστολή στον ΟΗΕ διαβεβαίωσε ότι η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να ακούσει τις διεθνείς ανησυχίες περί απόκτησης πυρηνικών όπλων, ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα και πως τέτοιου είδους συνομιλίες «δεν θα γίνουν ποτέ». Σύμφωνα με τον Αραγτσί, το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας ήταν και θα παραμείνει αποκλειστικά ειρηνικό και συνεπώς δεν τίθεται θέμα «πιθανής στρατιωτικοποίησής» του.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει εκφράσει ανησυχία για τη συνεχιζόμενη παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου υψηλής καθαρότητας από το Ιράν. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου, ο οργανισμός εκτίμησε ότι η Τεχεράνη έχει συσσωρεύσει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%.
Για να παραχθεί υλικό κατάλληλο για πυρηνικά όπλα, το ουράνιο πρέπει να εμπλουτιστεί σε επίπεδο 90%.
Στην ίδια έκθεση, ο ΟΗΕ τόνισε ότι το Ιράν είναι το μοναδικό κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα που παράγει τέτοιου είδους υλικό, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση «ιδιαίτερα ανησυχητική».
Ο χρόνος για την Τεχεράνη μπορεί να είναι περιορισμένος όσον αφορά την προοπτική συνομιλιών. Σε συνέντευξή του στο Fox Business, στις 7 Μαρτίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι μπορούν να κάνουν μια συμφωνία που θα ήταν εξίσου καλή σαν να είχαν νικήσει στρατιωτικά, τόνισε ωστόσο ότι «ο χρόνος λιγοστεύει».
Οι Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (SDF), που υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κυριαρχούνται από κουρδικά στοιχεία, υπέγραψαν συμφωνία με τη νέα κυβέρνηση της Δαμασκού τη Δευτέρα, επανεντάσσοντας τη βορειοανατολική περιοχή στην υπόλοιπη χώρα.
Ο SDF δημιουργήθηκε το 2015 με την υποστήριξη των ΗΠΑ και συνέβαλε στην ήττα του ISIS στην ανατολική Συρία μέχρι το 2019, δημιουργώντας τελικά μια αυτόνομη περιοχή πλούσια σε πετρέλαιο, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.
Ο προσωρινός πρόεδρος της Συρίας Άχμεντ αλ Σάρα και ο διοικητής του SDF Μαζλούμ Άμπντι επισημοποίησαν τη συμφωνία τη Δευτέρα, ενώ το κείμενο της συμφωνίας δημοσιεύθηκε στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Συρίας SANA.
Η παρούσα κυβέρνηση της Δαμασκού σχηματίστηκε από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μιας σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης που έχει χαρακτηριστεί ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η HTS προήλθε από το Μέτωπο αλ Νούσρα (ANF), τον συριακό κλάδο της αλ Κάιντα.
Σύμφωνα με το SANA, η συμφωνία αναγνωρίζει την κουρδική κοινότητα ως αναπόσπαστο μέρος του συριακού κράτους, με την εγγύηση των πολιτικών και συνταγματικών της δικαιωμάτων. Προβλέπει επίσης την ενσωμάτωση όλων των πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών της βορειοανατολικής Συρίας στη διοίκηση του συριακού κράτους, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών διαβάσεων, των αεροδρομίων και των πετρελαϊκών και ενεργειακών εγκαταστάσεων. Και οι δύο πλευρές στοχεύουν στην πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας έως το τέλος του 2025.
Οικοδομώντας ένα καλύτερο αύριο
Δεν έχει διευκρινιστεί εάν ο SDF θα διαλυθεί πλήρως, παραδίδοντας τα όπλα, ώστε να ενσωματωθεί σε έναν νέο συριακό στρατό. Ο Άμπντι δήλωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο, εργάζονται για να διασφαλίσουν μια μεταβατική φάση που θα αντανακλά τις προσδοκίες του λαού τους για δικαιοσύνη και σταθερότητα. Υπογράμμισε ότι δεσμεύονται να οικοδομήσουν ένα καλύτερο μέλλον που θα εγγυάται τα δικαιώματα όλων των Σύρων και θα εκπληρώνει τις επιδιώξεις τους για ειρήνη και αξιοπρέπεια, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία ως πραγματική ευκαιρία για τη δημιουργία μιας νέας Συρίας που θα αγκαλιάζει όλα τα στοιχεία της και θα διασφαλίζει την καλή γειτονία.
Η συμφωνία αυτή επετεύχθη λίγες ημέρες μετά την έκφραση ανησυχίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τις δολοφονίες μελών της αλαουιτικής μειονότητας στη βορειοδυτική Συρία από τις δυνάμεις της HTS. Στις 9 Μαρτίου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο κάλεσε τις συριακές αρχές να αναγκάσουν τους υπεύθυνους για αυτές τις σφαγές να λογοδοτήσουν, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ στέκονται στο πλευρό των θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών, των Δρούζων, των Αλαουιτών και των Κούρδων.
Στις 10 Μαρτίου, σε συνέντευξή του στο Reuters, ο αλ Σάρα δήλωσε ότι η Συρία είναι ένα κράτος δικαίου και ο νόμος εφαρμόζεται για όλους. Τόνισε ότι αγωνίστηκαν για να υπερασπιστούν τους καταπιεσμένους και δεν θα επιτρέψουν να χυθεί άδικα αίμα χωρίς τιμωρία ή λογοδοσία, ακόμα και μεταξύ των πιο κοντινών τους ανθρώπων.
Τον Δεκέμβριο, η HTS, με την υποστήριξη του SDF και του υποστηριζόμενου από την Τουρκία Εθνικού Στρατού της Συρίας (SNA), ανέτρεψε τον υποστηριζόμενο από τη Ρωσία πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο οποίος ανήκει στη μειονότητα των Αλαουιτών και κατέφυγε στη Μόσχα. Ακολούθησαν συγκρούσεις στον βορρά, με τον SNA να καταλαμβάνει την πόλη Μάνμπιτζ από τον SDF.
Η Τουρκία αντιτίθεται εδώ και καιρό στον SDF, λόγω των στενών δεσμών του με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιγράφει τον SDF ως έναν «πολυεθνικό συνασπισμό Κούρδων, Αράβων και χριστιανών μαχητών», κυριαρχούμενο από τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), οι οποίες ιδρύθηκαν το 2012 από βετεράνους του PKK, συμπεριλαμβανομένου του Μαζλούμ Άμπντι.
Στις 27 Φεβρουαρίου, ο φυλακισμένος ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν απηύθυνε έκκληση στην οργάνωση να καταθέσει τα όπλα, δηλώνοντας ότι κάθε σύγχρονη κοινότητα και πολιτική οντότητα που δεν έχει κατασταλεί δια της βίας πρέπει να ενταχθεί στο κράτος και την κοινωνία με δική της βούληση και να λάβει σχετική απόφαση. Πρόσθεσε επίσης ότι όλες οι ομάδες πρέπει να καταθέσουν τα όπλα και ότι το PKK πρέπει να διαλυθεί.
SDF εναντίον ISIS
Από την ήττα του ISIS, ο SDF διαδραματίζει βασικό ρόλο στη συνεργασία με τις αμερικανικές δυνάμεις για την καταπολέμηση τζιχαντιστικών στοιχείων στην ανατολική Συρία. Στις 6 Μαρτίου, πραγματοποίησε επιδρομή στην πόλη Σαχίλ, όπου συνέλαβε τον Σαλάχ Μοχάμεντ αλ Αμπντουλάχ, που περιγράφηκε από την κεντρική διοίκηση των ΗΠΑ ως «ηγέτης πυρήνα του ISIS». Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, κατασχέθηκαν όπλα και πυρομαχικά. Η Centcom τόνισε ότι η επιχείρηση ήταν μέρος της συνεχιζόμενης εκστρατείας για την εξάλειψη του ISIS, με τις αμερικανικές δυνάμεις να παρέχουν τεχνική υποστήριξη και πληροφορίες στον SDF.
Παρά τη συμφωνία εκεχειρίας που απαιτούσε την πλήρη αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τον Λίβανο εδώ και περισσότερο από έναν μήνα, ο ισραηλινός στρατός παραμένει σε πέντε στρατηγικά σημεία ακριβώς βόρεια των συνόρων. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, οι θέσεις αυτές είναι κρίσιμες για την αποτροπή της επανεγκατάστασης της Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορα Ισραήλ–Λιβάνου.
Η παρουσία του Ισραήλ σε αυτές τις θέσεις προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο του Λιβάνου όσο και τις Σαουδικής Αραβίας, που έχουν ζητήσει από κοινού την αποχώρησή του. Ο νέος πρόεδρος του Λιβάνου δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου, στην εφημερίδα Asharq της Σαουδικής Αραβίας, ότι σχεδιάζει να ζητήσει από το Ριάντ την επανενεργοποίηση ενός πακέτου στρατιωτικής βοήθειας ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τον λιβανέζικο στρατό, το οποίο είχε διακοπεί εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.
Η Γαλλία, που επιβλέπει τη συμφωνία εκεχειρίας μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρότεινε να τοποθετηθούν δικά της στρατεύματα στις συγκεκριμένες θέσεις, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Παράλληλα, έχει προταθεί είτε ο έλεγχος των θέσεων από τον λιβανέζικο στρατό σε συνεργασία με τη Δύναμη Προσωρινής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο (United Nations Interim Force in Lebanon-UNIFIL) είτε η αναβάθμιση της αρμοδιότητας και του εξοπλισμού της UNIFIL, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τις θέσεις μόνη της.
Σύμφωνα με Ισραηλινούς στρατιωτικούς αναλυτές, μια ισραηλινή αποχώρηση δεν φαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον, δεδομένης της ελλιπούς εφαρμογής των όρων της εκεχειρίας από τον Λίβανο και τον ΟΗΕ. Η συμφωνία εκεχειρίας προβλέπει την ανάπτυξη του λιβανέζικου στρατού και της UNIFIL στο νότιο Λίβανο με σκοπό την αποτροπή της Χεζμπολάχ, αλλά, όπως δήλωσε στην Epoch Times ο Ισραηλινός απόστρατος ταγματάρχης του Ισραηλινού Στρατού (IDF), Έλιοτ Τσοντόφ, η ανάπτυξη αυτή δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να εμποδίσει την οργάνωση να επανασυσταθεί κοντά στα σύνορα.
Η επιφυλακτική στάση του Ισραήλ σχετίζεται με τα γεγονότα της αποχώρησης του από τον Λίβανο το 2006, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με αντάλλαγμα παρόμοιες δεσμεύσεις. Τότε, η UNIFIL και ο λιβανέζικος στρατός δεν κατάφεραν να παρέμβουν, επιτρέποντας στη Χεζμπολάχ να οχυρώσει τα σύνορα και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο σηράγγων σχεδιασμένο για επιθέσεις στο Ισραήλ – μια τακτική που η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς ακολούθησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Σήμερα, σύμφωνα με τον Τσοντόφ, ο ισραηλινός στρατός ακολουθεί πολιτική «μηδενικής ανοχής», τονίζοντας ότι οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα αποτρέπεται άμεσα, σε αντίθεση με την περίοδο 2006–2023. Ο ίδιος ανέφερε πως η UNIFIL διαθέτει αδύναμη εντολή και είναι μόνο «θεωρητικά ανεπτυγμένη», καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για ουσιαστική επιβολή της τάξης. Τόνισε ότι η αποστολή της UNIFIL είναι ειρηνευτική και όχι κατασταλτική, και επομένως δεν είναι σε θέση να λάβει επιθετικά μέτρα για την επιβολή της συμφωνίας.
Όσον αφορά τον λιβανέζικο στρατό, ο Τσοντόφ σημείωσε πως η δέσμευσή του στο σχέδιο της εκεχειρίας παραμένει αμφίβολη, ενώ περίπου το ένα τρίτο των αξιωματικών του ανήκει στη σιιτική κοινότητα. Αν και δεν είναι όλοι μέλη της Χεζμπολάχ, θεωρούνται ύποπτοι. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στο νότιο Λίβανο, ο οποίος συμμετέχει στην επιτηρούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιτροπή εκεχειρίας, συνελήφθη να παρέχει πληροφορίες στη Χεζμπολάχ, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς τον λιβανέζικο στρατό.
Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Ναουάφ Σαλάμ μαζί με στρατιώτες του λιβανέζικου στρατού, σε επίσκεψή του το νότιο χωριό Κιάμ κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ, στις 28 Φεβρουαρίου 2025. (Rabih Daher/AFP μέσω Getty Images)
Η νέα κυβέρνηση του Λιβάνου
Το Ισραήλ αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τη νέα κυβέρνηση του Λιβάνου, η οποία εξελέγη τον Ιανουάριο και ηγείται από τον πρόεδρο Ζοζέφ Αούν, πρώην αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, και τον πρωθυπουργό Ναουάφ Σαλάμ.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Τσοντόφ, ο Σαλάμ δεν θεωρείται φιλικά διακείμενος προς το Ισραήλ, καθώς το έχει χαρακτηρίσει «εχθρό» και το κατηγορεί συχνά για «γενοκτονία». Πριν την εκλογή του στη θέση του πρωθυπουργού, την οποία το Λίβανο αποδίδει σε σουνίτες μουσουλμάνους, ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και είχε προεδρεύσει σε ακρόαση της αγωγής της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για γενοκτονία.
Στις 28 Φεβρουαρίου, ο Σαλάμ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο, δηλώνοντας ότι ο λιβανέζικος στρατός αποτελεί τη μοναδική δύναμη που επιτρέπεται να υπερασπιστεί τη χώρα σε περίπτωση πολέμου. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη θέση του λιβανέζικου στρατού στις προσπάθειες αφοπλισμού της Χεζμπολάχ, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την οργάνωση, η οποία επί χρόνια υποστηρίζει ότι η διατήρηση του οπλισμού της είναι απαραίτητη για την άμυνα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν ποζάρει για μια φωτογραφία στο προεδρικό μέγαρο στην Μπαάμπντα, ανατολικά της Βηρυτού, στις 9 Ιανουαρίου 2025. (Fadel Itani/AFP μέσω Getty Images)
Την ίδια ημέρα, οι αρχές του αεροδρομίου της Βηρυτού κατάσχεσαν 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, που προορίζονταν για τη Χεζμπολάχ και τα οποία μετέφερε άνδρας που έφτασε από την Τουρκία. Αναφέρεται ότι ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε τέτοια κατάσχεση, η οποία αποτελεί μέρος των προσπαθειών της κυβέρνησης Αούν να περιορίσει τη ροή χρημάτων προς τη Χεζμπολάχ από το Ιράν.
Ο Μοσέ Ελάντ, Ισραηλινός ακαδημαϊκός και απόστρατος συνταγματάρχης του IDF, χαρακτήρισε την προσέγγιση του Αούν ως ενθαρρυντικά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνόδου του Αραβικού Συνδέσμου στο Κάιρο, ο Αούν εξέφρασε την αντίθεσή του στην ιδέα αραβικών επενδύσεων στη Γάζα χωρίς προηγούμενη απομάκρυνση της Χαμάς. Ο Ελάντ σημείωσε ότι ο Αούν αντιλαμβάνεται πως το Ισραήλ, ως νικητής του πολέμου, δεν θα ανεχτεί πλέον τη Χαμάς και θα επέμβει εκ νέου για να την εξουδετερώσει εάν χρειαστεί, ενώ παρόμοια είναι η στάση του Ισραήλ απέναντι και στη Χεζμπολάχ.
Ο Ελάντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός διοικητής της Τύρου μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου τη δεκαετία του 1980, καθώς και ως διοικητής στην περιοχή Μπιντ Τζμπέιλ, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, ανέφερε ότι ο IDF βρίσκεται υπό πίεση από τον ίδιο του τον πληθυσμό.
Προστασία των μεθοριακών κοινοτήτων
Μετά τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ στο πλαίσιο της υποστήριξης προς τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε επίσημα περίπου 60.000 κατοίκους από συνοριακές κοινότητες. Πολλοί ακόμη εγκατέλειψαν περιοχές που βρίσκονταν λίγο πιο μακριά από τη μεθόριο. Περίπου οι μισοί από τους εκτοπισμένους κατοίκους έχουν επιστρέψει, αλλά σύμφωνα με τον Ελάντ, όσοι ζουν δύο ή τρία χιλιόμετρα από τα σύνορα αισθάνονται ανασφάλεια και πιέζουν την κυβέρνηση και τον στρατό να μην αποσυρθούν μέχρι να εξασφαλιστεί πλήρως η περιοχή.
Μια ισραηλινή μονάδα πρώτης αντίδρασης σβήνει τις φλόγες μετά από επίθεση με ρουκέτα από τον Λίβανο, εν μέσω διασυνοριακών συγκρούσεων μεταξύ ισραηλινών στρατευμάτων και μαχητών της τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ στο Κιριάτ Σμονά του Ισραήλ, στις 4 Ιουνίου 2024. (Jalaa Marey/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ, από την πλευρά του, υποβάθμισε τη σημασία των πέντε θέσεων που εξακολουθεί να διατηρεί ο IDF σε λιβανέζικο έδαφος, οι οποίες βρίσκονται το πολύ μερικές εκατοντάδες μέτρα βόρεια της Γαλάζιας Γραμμής – της γραμμής απόσυρσης που καθορίστηκε από τον ΟΗΕ το 2000 – και σε ορισμένες περιπτώσεις μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από αυτήν. Ο ίδιος τις χαρακτήρισε «τακτικές προσαρμογές», μικρές στρατιωτικές μετακινήσεις προς τα εμπρός ή προς τα πίσω για την ενίσχυση της αμυντικής θέσης.
Οι θέσεις αυτές βρίσκονται σε υψώματα που επιτρέπουν στις ισραηλινές δυνάμεις να επιβλέπουν το βόρειο τμήμα του Λιβάνου και να εμποδίζουν τη Χεζμπολάχ να χρησιμοποιήσει αυτά τα σημεία για να κατασκοπεύσει το Ισραήλ. Κατανέμονται κατά μήκος των 120 χιλιομέτρων των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου, από τη Μεσόγειο μέχρι την περιοχή βόρεια της Μετούλα, της βορειότερης κοινότητας του Ισραήλ. Υπάρχει μια θέση σε λόφο απέναντι από τη Μετούλα, ενώ οι άλλες τέσσερεις βρίσκονται βόρεια των ισραηλινών συνοριακών κοινοτήτων Σλόμι, Ζαρίτ, Αβιβίμ και Μαργκαλιότ.
Λιβανέζος στρατιώτης παρακολουθεί τη συνοριακή περιοχή με τη βόρεια ισραηλινή πόλη Μετούλα, στις 8 Οκτωβρίου 2023. (Mahmoud Zayyat/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ επεσήμανε ότι το έδαφος του βόρειου Ισραήλ και του νότιου Λιβάνου αποτελεί ένα ενιαίο ορεινό σύμπλεγμα, το οποίο ανυψώνεται σταδιακά προς τον βορρά. Τόνισε επίσης ότι ούτε τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου που χαράχθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε η Γαλάζια Γραμμή λαμβάνουν υπόψη την τοπογραφία της περιοχής. Τα υψώματα που ελέγχει ο IDF επιτρέπουν την προστασία των βόρειων κοινοτήτων του Ισραήλ, οι οποίες περιβάλλονται από υψηλότερους λόφους και βουνά στα βόρεια.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο δηλώνει ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να κατανοήσουν τη θέση της Ουκρανίας για την επίλυση του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων πιθανών παραχωρήσεων που ενδέχεται να είναι διατεθειμένη να κάνει.
Συνάντηση κορυφής στην Τζέντα
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο έφτασαν στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, εν όψει συνομιλιών υψηλού επιπέδου μεταξύ των αντιπροσωπειών τους με στόχο τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Ο Ζελένσκι ανέφερε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι συναντήθηκε με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν τη Δευτέρα για να συζητήσουν «διμερή ζητήματα και τη συνεργασία με άλλους εταίρους».
Ο Ουκρανός ηγέτης δήλωσε ότι είχαν μια «λεπτομερή συζήτηση» σχετικά με τα βήματα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επίλυση του πολέμου και την επίτευξη διαρκούς ειρήνης. Τόνισε ότι η Σαουδική Αραβία διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στη διευκόλυνση της διπλωματίας.
«Έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων και της επιστροφής των παιδιών μας, που θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό βήμα στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στις διπλωματικές προσπάθειες», δήλωσε ο Ζελένσκι. «Σημαντικό μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στις μορφές των εγγυήσεων ασφαλείας.»
Ο Ζελένσκι ανέφερε ότι η ουκρανική αντιπροσωπεία θα παραμείνει στην Τζέντα για συνομιλίες με Αμερικανούς αξιωματούχους που έχουν προγραμματιστεί για την Τρίτη, επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση της Ουκρανίας για εποικοδομητικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι αμερικανικές θέσεις
Ο Ρούμπιο και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μάικ Γουόλτς επίσης συναντήθηκαν με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας και τον ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία των επικείμενων συνομιλιών για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας.
Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Τάμι Μπρους δήλωσε ότι η διμερής συνάντηση επικεντρώθηκε στην απειλή που θέτουν οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης, την κατάσταση στη Συρία και την ανοικοδόμηση στη Γάζα. Ο Ρούμπιο επιβεβαίωσε τη θέση των ΗΠΑ ότι «καμία λύση για την κατάσταση στη Γάζα δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη Χαμάς».
Πριν φτάσει στη Σαουδική Αραβία, ο Ρούμπιο δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να κατανοήσουν τη θέση της Ουκρανίας για την επίλυση του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πιθανών παραχωρήσεων που θα μπορούσε να προσφέρει στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
«Αυτό που θέλουμε να μάθουμε είναι εάν ενδιαφέρονται να ξεκινήσουν κάποιου είδους ειρηνευτική συζήτηση και ποιες είναι οι γενικές γραμμές των πραγμάτων που θα μπορούσαν να εξετάσουν, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας δαπανηρός και αιματηρός πόλεμος για τους Ουκρανούς», δήλωσε ο Ρούμπιο σε στρατιωτικό αεροπλάνο με προορισμό την Τζέντα.
«Έχουν υποφέρει πολύ και ο λαός τους έχει υποφέρει πολύ, και είναι δύσκολο μετά από κάτι τέτοιο να μιλάμε ακόμη και για παραχωρήσεις. Αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να τελειώσει αυτό και να αποτραπεί περισσότερη ταλαιπωρία», τόνισε.
Ο Ρούμπιο τόνισε ότι οι δύο πλευρές θα πρέπει να καταλήξουν σε κατανόηση προτού μπορέσουν να προχωρήσουν προς μια ειρηνευτική συμφωνία.
«Δεν θα θέσω καμία προϋπόθεση για το τι πρέπει ή χρειάζεται να κάνουν. Νομίζω ότι θέλουμε να ακούσουμε μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν και να το συγκρίνουμε με αυτό που θέλουν οι Ρώσοι και στη συνέχεια να δούμε πόσο μακριά είμαστε πραγματικά», είπε.
Η στάση του Τραμπ
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει διακόψει προσωρινά τη στρατιωτική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ουκρανία στο πλαίσιο της προώθησης μίας ειρηνευτικής συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου. Ο διευθυντής της CIA Τζον Ράτκλιφ ανακοίνωσε στις 5 Μαρτίου ότι ο Τραμπ είχε επίσης διατάξει παύση της συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών με την Ουκρανία.
Οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών από αμερικανικούς στρατιωτικούς δορυφόρους, βοηθούσαν την Ουκρανία να παρακολουθεί τις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων και να επιλέγει στόχους. Ο Ράτκλιφ δήλωσε ότι η παύση «στο στρατιωτικό μέτωπο και στο μέτωπο των πληροφοριών» είναι προσωρινή.
Η αναστολή της βοήθειας ήρθε μετά από μια αποτυχημένη συνάντηση στις 28 Φεβρουαρίου στο Οβάλ Γραφείο σχετικά με τη συμφωνία για τα ορυκτά μεταξύ ΗΠΑ-Ουκρανίας, η οποία έμεινε σε εκκρεμότητα. Η συνάντηση αποσκοπούσε στην υπογραφή της συμφωνίας για αμερικανικές επενδύσεις στην Ουκρανία για την από κοινού ανάπτυξη των τεράστιων πόρων σπάνιων γαιών του έθνους, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά τη δημόσια διαφωνία των δύο προέδρων, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους στις 9 Μαρτίου ότι πιστεύει ότι οι συνομιλίες αυτής της εβδομάδας μεταξύ των αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Ουκρανίας για τον τερματισμό της σύγκρουσης με τη Ρωσία θα «σημειώσουν πρόοδο». Όταν ρωτήθηκε αν θα εξέταζε το ενδεχόμενο να τερματίσει την αναστολή της ανταλλαγής πληροφοριών με την Ουκρανία, ο Τραμπ είπε: «Σχεδόν το έχουμε κάνει… Σχεδόν το έχουμε κάνει».
Περισσότεροι από 970 άμαχοι έχουν χάσει τη ζωή τους στα πιο αιματηρά επεισόδια μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, σύμφωνα με στοιχεία διεθνών παρατηρητών. Ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα καταδικάζουν τις σφαγές, ενώ οι μεταβατικές αρχές υπόσχονται διερεύνηση και λογοδοσία.
Βία πρωτοφανούς κλίμακας
Ένα νέο κύμα βίας συγκλονίζει τη Συρία, όπου τουλάχιστον 973 άμαχοι έχουν σκοτωθεί στο δυτικό τμήμα της χώρας τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η μη κυβερνητική οργάνωση κάνει λόγο για «φόνους», «εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες» και επιχειρήσεις «εθνικής εκκαθάρισης» στις περιοχές γύρω από τη Λαττάκεια και την Ταρτούς.
Το κύμα αιματοχυσίας ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη, όταν φερόμενοι ως οπαδοί του ανατραπέντος προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ επιτέθηκαν σε δυνάμεις ασφαλείας στην πόλη Τζάμπλα, κοντά στη Λαττάκεια, η οποία αποτελεί λίκνο της σιιτικής μειονότητας των αλαουιτών. Η οικογένεια του πρώην προέδρου, που ανατράπηκε στις 8 Δεκεμβρίου από συμμαχία ανταρτών και τζιχαντιστών, προέρχεται από αυτή την κοινότητα.
Απολογισμός που συνεχώς αυξάνεται
Ο συνολικός απολογισμός των νεκρών από την έναρξη των συγκρούσεων υπολογίζεται σε περίπου 1.500 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 481 μελών των δυνάμεων ασφαλείας και ένοπλων οπαδών του Άσαντ. Οι προσωρινές αρχές στη Δαμασκό δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιήσει επίσημο απολογισμό.
Κάτοικος της Τζάμπλα, που μίλησε στο Γαλλικό Πρακτορείο υπό τον όρο της ανωνυμίας, ανέφερε ότι «πάνω από πενήντα άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι» του έχουν σκοτωθεί, με τα πτώματά τους να ρίχνονται σε ομαδικούς τάφους ή «να πετάγονται στη θάλασσα».
Η αντίδραση των μεταβατικών αρχών
Ο μεταβατικός πρόεδρος Άχμαντ αλ Σάρα, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε ισλαμικό τέμενος στη Δαμασκό, κάλεσε για την προάσπιση της «εθνικής ενότητας» και της «ειρήνης». Ανακοίνωσε τη συγκρότηση «ανεξάρτητης επιτροπής έρευνας» για τα «εγκλήματα σε βάρος πολιτών», υποσχόμενος ότι οι δράστες θα «οδηγηθούν ενώπιον της δικαιοσύνης».
«Θα απαιτήσουμε λογοδοσία χωρίς επιείκεια από οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται στην αιματοχυσία αμάχων ή υπερέβη τις κρατικές εξουσίες», δήλωσε ο αλ Σάρα, που ήταν μέχρι πρόσφατα επικεφαλής της σουνιτικής τρομοκρατικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ ας Σαμ (ΧΤΣ).
Συγκρούσεις και επιχειρήσεις
Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, έχουν σταλεί επιπλέον «ενισχύσεις» στην Κάντμους, στην επαρχία Ταρτούς, όπου οι δυνάμεις ασφαλείας «καταδιώκουν τους τελευταίους πιστούς του παλιού καθεστώτος». Το συριακό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων έκανε επίσης λόγο για «σφοδρές συγκρούσεις» στο Ταανίτα, ορεινό χωριό στον ίδιο τομέα, όπου φέρεται να είχαν καταφύγει πολλοί «εγκληματίες πολέμου» του προηγούμενου καθεστώτος.
Στο χωριό Μπισνάντα, στην επαρχία Λαττάκεια, φωτοειδησεογράφος του AFP κατέγραψε τις δυνάμεις ασφαλείας να πραγματοποιούν έρευνες σε σπίτια.
Διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχίες
Ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες έχουν καταδικάσει τις σφαγές αμάχων και έχουν καλέσει τις de facto συριακές αρχές να θέσουν τέλος σε αυτές. Ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης Ι’ δήλωσε στο κυριακάτικο κήρυγμά του ότι διαπράχθηκαν σφαγές «πολλών αθώων χριστιανών», τονίζοντας ότι τα θύματα ήταν στην πλειονότητά τους «αθώοι και άοπλοι άμαχοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών».
Οι αυτόνομες κουρδικές αρχές της Συρίας, που ελέγχουν μεγάλα τμήματα του ανατολικού και του βόρειου τμήματος της χώρας, καταδίκασαν τις πρακτικές που «μας ξαναγυρίζουν σε μαύρη εποχή την οποία δεν θέλει να ξαναζήσει ο συριακός λαός».
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της ισραηλινής διπλωματίας Γεδεών Σάαρ παρότρυνε την Ευρώπη να σταματήσει να προσφέρει «νομιμοποίηση» στην de facto συριακή κυβέρνηση με «καλώς εγνωσμένο τρομοκρατικό παρελθόν».
Ευάλωτη μεταβατική κυβέρνηση
Σύμφωνα με τον Άρον Λουντ του κέντρου μελετών Century International, η έκρηξη βίας αναδεικνύει πόσο «εύθραυστη» είναι η de facto κυβέρνηση, η οποία βασίζεται σε τζιχαντιστές που «θεωρούν τους αλαουίτες εχθρούς του θεού».
Στη Δαμασκό, οι δυνάμεις ασφαλείας επενέβησαν για να διαλύσουν καθιστική διαμαρτυρία εναντίον των σφαγών αμάχων, μετά από αντιδιαδήλωση με κεντρικό αίτημα «σουνιτικό κράτος» που χαρακτηρίστηκε από συνθήματα εναντίον των αλαουιτών.
Η πρόσκληση του ηγέτη του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) για τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία θα μπορούσε, αν υλοποιηθεί, να έχει σημαντικές συνέπειες για την περιοχή, σύμφωνα με Τούρκους ειδικούς.
Ο Οϊτούν Ορχάν, αναλυτής για τη Μέση Ανατολή στην Άγκυρα, ανέφερε στην Epoch Times ότι για πρώτη φορά ο ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν κάλεσε την οργάνωση να εγκαταλείψει την ιστορική της απαίτηση για κουρδική αυτονομία στην περιοχή. Προσέθεσε επίσης ότι ο Οτσαλάν απέρριψε τη χρήση βίας ως μέσο για την επίτευξη των στόχων της οργάνωσης.
Στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος παραμένει έγκλειστος σε φυλακή της Τουρκίας, εξέδωσε μια πολυαναμενόμενη δήλωση καλώντας τους μαχητές του PKK να παραδώσουν τα όπλα τους. Στη δήλωσή του, ανέφερε ότι «καλεί σε παραίτηση από τα όπλα», ενώ το μήνυμα μεταδόθηκε μέσω του κουρδικού κόμματος DEM.
Ο Αϊχάν Ντογκανέρ, πρώην Τούρκος διπλωμάτης που έχει υπηρετήσει στη Συρία και τον Λίβανο, ανέφερε ότι η δήλωση του Οτσαλάν είχε δημιουργήσει «ένα αίσθημα προσεκτικής αισιοδοξίας». Παρόλο που ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι η ειρηνική διαδικασία υποστηρίζεται από όλα τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις της τουρκικής κοινωνίας, σημείωσε ότι θα απαιτηθούν δύσκολες διαπραγματεύσεις για να γίνει πραγματικότητα.
Από τη δεκαετία του 1980, το PKK του Οτσαλάν διεξάγει ένοπλο αγώνα εναντίον του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον πολιτικών και στρατιωτικών στόχων. Η Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν το PKK τρομοκρατική οργάνωση.
Στις 1 Μαρτίου, η ηγεσία του PKK, που εδρεύει στην περιοχή του Καντίλ στο βόρειο Ιράκ, αντέδρασε θετικά στην πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό. Σε ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι «θα τηρήσουμε τις αναγκαίες συνθήκες της πρόσκλησης και θα την υλοποιήσουμε». Η ιστορική αυτή κίνηση προς τον τερματισμό της σύγκρουσης, σύμφωνα με το PKK, μπορεί να «επιτευχθεί μόνο υπό την πρακτική ηγεσία του Οτσαλάν».
Ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες στην πλευρά του PKK και επεσήμανε ότι η πιο σημαντική παράμετρος είναι η ηγεσία του Καντίλ, η οποία έχει συμφωνήσει με την πρόσκληση του Οτσαλάν. Ανέφερε ότι «μια περιθωριακή ομάδα εντός του PKK μπορεί να προκαλέσει αναταραχές», αλλά τόνισε ότι το 2025 δεν είναι δυνατόν το PKK να συνεχίσει τον αγώνα του με την ίδια φιλοσοφία.
Διαδηλωτές κρατούν φωτογραφία του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, σε συγκέντρωση για την παρακολούθηση ζωντανής ανάγνωσης της δήλωσής του στο Ντιγιάρμπακρ της Τουρκίας, στις 27 Φεβρουαρίου 2025. (Metin Yoksu/AP)
Ιστορικό βήμα
Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που ίδρυσε το PKK το 1978 με σκοπό την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή, είχε στη συνέχεια μετριάσει τις θέσεις του, καλώντας για κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας. Το 1999, ο Οτσαλάν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και έκτοτε κρατείται σε φυλακή κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
Παρά την πολυετή φυλάκισή του, ο Οτσαλάν εξακολουθεί να θεωρείται ο de facto ηγέτης του PKK. Σύμφωνα με τον Ορχάν, ο Οτσαλάν διατηρεί σημαντική «επιρροή και εξουσία» στους υποστηρικτές του κουρδικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων μελών του κόμματος DEM της Τουρκίας, έτσι το μήνυμά του αναμένεται να έχει αντίκτυπο.
Ο Ορχάν ωστόσο εξέφρασε την άποψη ότι είναι υπερβολικά αισιόδοξο να πιστεύει κανείς ότι η πρόσκληση του Οτσαλάν θα οδηγήσει στην πλήρη διάλυση του PKK και τον τερματισμό των ένοπλων δραστηριοτήτων του. Παρόλα αυτά, εκτίμησε ότι η κίνηση του Οτσαλάν θα δημιουργήσει μια σαφή διάκριση μεταξύ εκείνων που εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν τον ένοπλο αγώνα κατά του τουρκικού κράτους και αυτών που θα υποστηρίξουν μια καθαρά πολιτική προσέγγιση.
Η πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ και το Ιράν. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την κίνηση ως μια ευκαιρία για «να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα στην κατεύθυνση […] της κατάρριψης του τείχους της τρομοκρατίας».
Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτης του «Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης» και σύμμαχος του Ερντογάν, εξήρε την θετική ανταπόκριση της ηγεσίας του PKK στην πρόσκληση του Οτσαλάν, υπογραμμίζοντας ότι «σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον […] έχει ανοιχτεί ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία».
Την επόμενη μέρα, ο συνπρόεδρος του κόμματος DEM, Τουντζέρ Μπακιρχάν, δήλωσε ότι η ευκαιρία που δημιουργείται δεν πρέπει να «χαθεί». Αμέσως μετά την έκδοση της πρόσκλησης του Οτσαλάν, η αναπληρώτρια πρόεδρος του κόμματος DEM, Γκιουλιστάν Κιλίτς Κότσιγιτ, ανέφερε ότι ο αφοπλισμός του PKK θα πρέπει να συνοδευτεί από «δημοκρατικοποίηση» εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης. Η Κότσιγιτ τόνισε ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει […] να κάνει βήματα για δημοκρατικοποίηση τώρα», προσθέτοντας ότι «αυτό είναι το αίτημά μας ως πολίτες αυτής της χώρας».
Ο Ορχάν, ωστόσο, σημείωσε ότι η κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας ή κάποιο είδος «ομοσπονδιακού» συστήματος παραμένει «εκτός συζήτησης» για την Τουρκία. Ανέφερε, ωστόσο, ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να «χαλαρώσει την πίεση» προς τα κουρδικά πολιτικά κινήματα στην Τουρκία, εφόσον αυτά αποστασιοποιηθούν από το PKK.
Διαδηλωτές πραγματοποιούν συγκέντρωση που διοργανώνει το DEM κατά της συνεχιζόμενης απομόνωσης του φυλακισμένου ιδρυτή του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στο Ντιγιάρμπακιρ της Τουρκίας, στις 13 Οκτωβρίου 2024. (Ilyas Akengin/AFP μέσω Getty Images)
Επιπτώσεις της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας στην περιοχή
Η ειρηνευτική πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ο Μπαχτσελί, ο οποίος είναι αμετάκλητος εχθρός του ΡΚΚ, κάλεσε τον Οτσαλάν να δώσει εντολή στους υποστηρικτές του να καταθέσουν τα όπλα, αναφέροντας ότι οι τουρκικές αρχές θα εξετάσουν το ενδεχόμενο απελευθέρωσης του Οτσαλάν.
Μία ημέρα μετά την πρόταση του Μπαχτσελί, ένοπλοι του ΡΚΚ επιτέθηκαν στο γραφείο του τουρκικού αμυντικού ομίλου στην Άγκυρα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία αντέδρασε με δύο ημέρες αεροπορικών επιθέσεων σε θέσεις του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, ενώ πραγματοποίησε πλήγματα και σε θέσεις του ΡΚΚ στη βόρεια Συρία, περιοχή όπου το YPG, ο συριακός βραχίονας του ΡΚΚ, διατηρεί σημαντική παρουσία.
Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχει διεξάγει πολλές επιθέσεις στο βόρειο Ιράκ με στόχο την εξουδετέρωση του ΡΚΚ, ενώ έχει επίσης εισβάλει στη βόρεια Συρία, όπου οι τουρκικές δυνάμεις συνεχίζουν τις επιχειρήσεις κατά του YPG, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί ταυτόσημη με το ΡΚΚ.
Το Ιράκ και η Συρία, οι οποίες συνορεύουν με τη νοτιοανατολική Τουρκία, φιλοξενούν μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς. Η Τουρκία κατηγορεί το ΡΚΚ και το YPG ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια αυτόνομη περιοχή στην περιοχή, από την οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξαπολύουν επιθέσεις σε τουρκικούς στόχους.
Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, οι διασυνοριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζονται και στις δύο χώρες, παρά τη θετική αντίδραση του ΡΚΚ στην έκκληση του Οτσαλάν. Εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας δήλωσε στις 6 Μαρτίου ότι συνολικά 26 τρομοκράτες εξουδετερώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, περιλαμβανομένων αυτών στη βόρεια Ιρακ και Συρία.
Ο ίδιος εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα συνεχίσουν τις «δραστηριότητες σάρωσης και εκκαθάρισης στην περιοχή» και ότι θα «επιμείνουν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας μέχρι να μην παραμείνει ούτε ένας τρομοκράτης».
Ο Ντογανέρ σημείωσε ότι η Άγκυρα «φαίνεται να απαιτεί τη μονομερή αποστρατικοποίηση του ΡΚΚ». Πρόσθεσε ωστόσο ότι το ΡΚΚ θα απαιτήσει την απελευθέρωση του Οτσαλάν και άλλων κρατουμένων και ότι θα πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση. Τόνισε επίσης ότι «είναι αδύνατο για όλα τα μέρη να πετύχουν ακριβώς αυτό που θέλουν».
Ο Ορχάν ανέφερε ότι το ΡΚΚ δεν έχει δεσμευτεί πλήρως στην αποστρατικοποίηση, καθώς έχει δηλώσει μόνο κατάπαυση του πυρός. Στρατιωτικά, η Τουρκία θεωρεί ότι το ΡΚΚ βρίσκεται ήδη σε αδιέξοδο. Σημείωσε ότι η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για μια μονομερή κατάπαυση του πυρός και ότι «μέχρι το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα», η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί πίεση στην ομάδα.
Κούρδοι μαχητές του YPG συνομιλούν με μέλη των αμερικανικών δυνάμεων στην πόλη Νταρμπασίγια, στη Συρία, στις 29 Απριλίου 2017. (Rodi Said /Reuters)
Σύνθετες δυναμικές στη Συρία
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς το YPG συνεργάζεται στενά με τις αμερικανικές δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες στη βόρεια Συρία, όπου επιχειρεί υπό την αιγίδα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Το SDF ιδρύθηκε το 2015 με σκοπό να βοηθήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 2.000 στρατιώτες, στον αγώνα κατά του ISIS.
Το SDF είναι εξοπλισμένο, εκπαιδευμένο και υποστηριζόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες το θεωρούν «συνεργάτη αξιόπιστο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Αυτή η συνεργασία έχει προκαλέσει εντάσεις με την Άγκυρα, η οποία έχει επανειλημμένα καλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν να υποστηρίζουν την ομάδα.
Στις 27 Φεβρουαρίου, ο Μαζλούμ Αμπντί, διοικητής του SDF, καλωσόρισε την έκκληση του Οτσαλάν προς το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα, αναφέροντας ότι η κίνηση θα έχει θετικές συνέπειες για την περιοχή. Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι η έκκληση του Οτσαλάν αφορά μόνο το ΡΚΚ και όχι το SDF, επομένως «δεν έχει σχέση με εμάς στη Συρία».
Αντίθετα, στις δηλώσεις τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι όλες οι Κουρδικές ένοπλες ομάδες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του SDF, πρέπει να καταθέσουν τα όπλα. Ένας εκπρόσωπος του κυβερνώντος AKP δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου ότι «ανεξαρτήτως του ονόματος που χρησιμοποιεί, η τρομοκρατική οργάνωση [ΡΚΚ] πρέπει να καταθέσει τα όπλα και να αποστρατικοποιηθεί, μαζί με όλες […] τις παραφυάδες της στο Ιράκ και στη Συρία».
Ο Ορχάν ανέφερε ότι όλες αυτές οι ομάδες θεωρούνται από την Τουρκία «διαφορετικοί κλάδοι του ΡΚΚ». «Η Τουρκία θεωρεί το YPG και το ΡΚΚ ταυτόσημα», είπε. «Το YPG ιδρύθηκε από το ΡΚΚ και οι διοικητές του, συμπεριλαμβανομένου του Αμπντί, είναι κεντρικά μέλη του ΡΚΚ.» Ο Αμπντί, Σύρος Κούρδος, εντάχθηκε στο ΡΚΚ το 1990 και ήταν προσωπικός φίλος του Οτσαλάν πριν από τη σύλληψη του τελευταίου από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας το 1999.
Ο Ντογανέρ ανέφερε ότι η Άγκυρα επιθυμεί το ΡΚΚ και όλες οι συνδεδεμένες με αυτό οργανώσεις να καταθέσουν τα όπλα. Εκτός από το ΡΚΚ, το YPG και το SDF, η Άγκυρα θεωρεί το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης της Συρίας, την Ένωση Κουρδικών Κοινοτήτων και το Ιρανικό Κόμμα Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν ως «μέρη του ίδιου οργανισμού».