Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά θα μπορεί το κοινό να παρακολουθήσει τον κύκλο «Συμφωνικές βραδιές», τη σειρά συναυλιών της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών στο Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών.
Η συναυλία με τίτλο «Ταξίδι στον 20ο αιώνα» είναι η πρώτη συναυλία για τη σεζόν 2023-2024 και δίνεται στο πλαίσιο της συνεργασίας της Φιλαρμόνιας με το Ωδείο Αθηνών – συνεργασία που εγκαινιάστηκε στα τέλη του 2022 και έχει ήδη γίνει ένα σημαντικός θεσμός στα μουσικά πράγματα της Πρωτεύουσας.
Η συναυλία πραγματοποιείται απόψε, Παρασκευή 27 Οκτωβρίου, και περιλαμβάνει δύο έργα σημαντικών Ελλήνων συνθετών, του εν ζωή Δημήτρη Τερζάκη και του Πέτρου Πετρίδη (1892-1977). Στο πόντιουμ θα ανέβει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμόνιας, διακεκριμένος και διεθνούς φήμης αρχιμουσικός, Βύρων Φιδετζής. Η μελέτη, η καλλιτεχνική ερμηνεία και η προβολή του έργου των Ελλήνων συνθετών είναι ο κύριος καταστατικός στόχος της Φιλαρμόνιας από την ίδρυσή της και η ειδοποιός της διαφορά από τις άλλες ελληνικές ορχήστρες. Η Φιλαρμόνια και οι άνθρωποί της πιστεύουν ότι το έργο των δημιουργών της πατρίδας μας δεν ακούγεται και δεν προβάλλεται όσο συχνά του αξίζει.
Το 2ο Κοντσέρτο για Πιάνο του Πέτρου Πετρίδη θα ηχογραφηθεί μέσα στον Οκτώβριο στο στούντιο της ορχήστρας και θα εκδοθεί στη σειρά δίσκων ακτίνας της Φιλαρμόνιας, που αριθμεί ήδη πέντε δίσκους και ετοιμάζει άλλους πέντε. Σολίστ η Αλεξάνδρα Νομίδου. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης ένα έργο του Γάλλου συνθέτη Darius Milhaud, το Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο αρ. 1, με σολίστ τον Γιάννη Τσιτσελίκη και την 4η Συμφωνία του Honegger «Deliciae Basilenses». Κοινός παρονομαστής ο 20ος αιώνας, μία εποχή έντονων αναζητήσεων και αλλαγών στη μουσική των προηγούμενων αιώνων.
Το διεθνούς φήμης αριστούργημα του Γκέοργκ Φρήντριχ Χέντελ (Georg Friederich Händel, 1685-1759), «Σεμέλη», θα παρουσιαστεί στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» στις 3, 4, 8 και 10 Νοεμβρίου στις 19.00, με τη Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων και τη Χορωδία Δωματίου Αθηνών.
Το έργο αφηγείται την ιστορία της Σεμέλης, μιας ακόμη θνητής που ερωτεύεται ο Δίας. Η «Σεμέλη» είναι η πρώτη μεγάλη διεθνής συμπαραγωγή του νέου Ολύμπια, σε σκηνοθεσία και μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου.
Πρόκειται για ένα έργο σπάνιο, με έντονα κωμικό χαρακτήρα, που ανεβαίνει με σύγχρονη ματιά και μια εντυπωσιακή διανομή από διεθνείς τραγουδιστές με ειδίκευση στην παλαιά μουσική.
Η ελληνική μυθολογία είχε βρεθεί στο επίκεντρο του αφιερώματος «Hellas!» κι έτσι η «Σεμέλη» παρουσιάστηκε τον Μάιο του 2023 στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Händel του Γκέτιγκεν (Γερμανία), με το οποίο συνεργάζονται ο Δήμος Αθηναίων και το Θέατρο Ολύμπια. Μετά την πρεμιέρα στο Γκέτιγκεν τον Μάιο του 2023, η όπερα ανεβαίνει στη σκηνή του Ολύμπια, σε μια άκρως διασκεδαστική σκηνοθεσία του διεθνούς ακτινοβολίας Γιώργου Πέτρου, που τονίζει τα κωμικά, όσο και τα δραματικά στοιχεία της πλοκής ενός μουσικού δράματος βασισμένου στις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, που ο ίδιος ο συνθέτης χαρακτηρίζει ως «κοσμικό ορατόριο».
Κορυφαίοι τραγουδιστές με ειδίκευση στην παλαιά μουσική ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους, μεταξύ αυτών το νέο αστέρι της μπαρόκ σκηνής, η Ελβετή σοπράνο Μαρί Λυς.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Ολύμπια, Δημοτικού Μουσικού Θεάτρου Μαρία Κάλλας, Ολιβιέ Ντεκότ σημειώνει:
«Η “Σεμέλη” είναι η πρώτη μεγάλη διεθνής συμπαραγωγή του νέου Ολύμπια, σε σκηνοθεσία και μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, παγκοσμίως καταξιωμένου γνώστη της μουσικής του Χέντελ και καλλιτεχνικού διευθυντή του Διεθνούς Φεστιβάλ Händel του Göttingen.
Πρόκειται για ένα έργο σπάνιο, με έντονα κωμικό χαρακτήρα, που ανεβαίνει με σύγχρονη ματιά και μια εντυπωσιακή διανομή από διεθνείς τραγουδιστές με ειδίκευση στην παλαιά μουσική, όπως η Ελβετή σοπράνο Μαρί Λυς και ο Βρετανός τενόρος Τζέρεμυ Όβεντεν».
Από την πλευρά του και τον δικό του σημαίνοντα ρόλο στην παραγωγή, ο Γιώργος Πέτρου συμπληρώνει πως: «Μετά από την υπέροχη εμπειρία 5 παραστάσεων στο ιστορικό διεθνές φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτιγκεν, είμαι πολύ χαρούμενος που η ομάδα της “Σεμέλης” ξανασμίγει στην Αθήνα, στο θέατρο Ολύμπια.
»Η Σεμέλη επιστρέφει στην χώρα της με ένα λαμπρό διεθνές καστ και σημαντικές περγαμηνές του διεθνούς Τύπου. Με μεγάλη ανυπομονησία επίσης, περιμένω να ξαναδουλέψω με την Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, που έχει να αντιμετωπίσει ένα από τα δυσκολότερα έργα του 18ου αιώνα. Ελπίζουμε αυτό το αριστούργημα του Χέντελ να χαρίσει δυνατές συγκινήσεις στο αθηναϊκό κοινό μέσα από αυτό το ταξίδι στον μαγικό κόσμο της μπαρόκ όπερας.»
Μουσική διεύθυνση / Σκηνοθεσία: Γιώργος Πέτρου
Σκηνικά / Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνα Ψωμά
Διδασκαλία χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Σεμέλη: Marie Lys
Δίας: Jeremy Ovenden
Ινώ/Ήρα: Dara Savinova
Αθάμας: Rafał Tomkiewicz
Κάδμος/Ύπνος/Αρχιερέας: Gianluca Margheri
Ίρις/Έρωτας: Μαριλένα Στριφτόμπολα
Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων και Χορωδία Δωματίου Αθηνών
Συμπαραγωγή με το Internationale Händel-Festspiele Göttingen
Στα μέσα του φθινοπώρου, η πανσέληνος ανατέλλει πάνω από ένα ομιχλώδες τοπίο. Κάτω από τα καταπράσινα βουνά, κοπέλες χορεύουν με ανέμελη κομψότητα, με τις βεντάλιες τους να ρίχνουν τις σκιές τους υπό το φως του φεγγαριού. Μετακινούμενος μεταξύ ακινησίας και κίνησης, ο χορός αυτός αντλεί έμπνευση από την ταοϊστική ιδέα ότι «όλα τα πράγματα προέρχονται από ένα και συνυπάρχουν σε μια συνεχή κατάσταση ροής».
Οι σπουδαστές του Κολλεγίου Fei Tian χορογράφησαν, εκτέλεσαν και μοιράζονται μαζί μας το κομμάτι «Το φεγγάρι λάμπει πάνω από τα πράσινα βουνά» για τον εορτασμό του Φθινοπωρινού Φεστιβάλ, το οποίο κατέχει εξέχουσα θέση στην κινεζική παράδοση και είναι αφιερωμένο στη λατρεία του φεγγαριού και της Τσανγκ’ε, της θεάς του φεγγαριού.
To Κολλέγιο Fei Tian είναι μια μη κερδοσκοπική εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προσφέροντας και μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, από το 2011. Αν και επικεντρώνεται στην κλασική κινεζική παράδοση, με τέχνες όπως ο παραδοσιακός κινεζικός χορός όπου πρωτοστατεί, η καλλιγραφία και η μουσική με παραδοσιακά όργανα όπως το έρχου, περιλαμβάνει και σπουδές στη ζωγραφική, την κλασική μουσική, τη σκηνογραφία και το design, καθώς και σε πιο πρακτικές κατευθύνσεις όπως η βιοϊατρική και η πληροφορική.
Η σχολή είναι θεμελιωμένη σε ισχυρές αξίες όπως η αριστεία (η φιλοδοξία για την υψηλότερη ποιότητα στις ακαδημαϊκές επιδόσεις), η ακεραιότητα (ακολουθούνται τα υψηλότερα ηθικά πρότυπα) και η προσφορά στην κοινότητα, με στόχο να έχει «θετικό αντίκτυπο στον κόσμο, παράγοντας μορφωμένα άτομα με ισχυρό ηθικό χαρακτήρα που θα χρησιμοποιούν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους για το γενικότερο καλό, την οικονομία και τα σύγχρονα ζητήματα».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Κολλέγιο Fei Tian είναι η φυσική συνέχεια της Ακαδημίας Τεχνών Fei Tian (Fei Tian Academy of the Arts), η οποία δραστηριοποιείται στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, περιλαμβάνοντας εκτός από τα καλλιτεχνικά μαθήματα και τα μαθήματα ενός συνηθισμένου σχολείου, και η οποία υφίσταται από το 2007 ως εξέλιξη της Ακαδημίας Χορού Fei Tian, που είχε ιδρυθεί το 2006 στη Νέα Υόρκη από ασκούμενους του Φάλουν Ντάφα με στόχο τη διατήρηση, προώθηση και ανάπτυξη των παραδοσιακών κινεζικών τεχνών μέσω διδασκαλίας και παραστάσεων.
Από την Ακαδημία Τεχνών και το Κολλέγιο Fei Tian προέρχονται πολλοί από τους χορευτές, χορογράφους και μουσικoύς του Θιάσου Παραστατικών Shen Yun (Shen Yun Performing Arts).
Η ονομασία Fei Tian (Φέι Τιεν) σημαίνει στην κινεζική γλώσσα «ουράνια όντα που πετούν και φέρνουν καλοσύνη στον κόσμο μέσω του τραγουδιού και του χορού τους».
Για να παρακολουθήσετε το κομμάτι «Το φεγγάρι λάμπει πάνω από τα πράσινα βουνά», πατήστε εδώ.
Την Τετάρτη, 18 Οκτωβρίου 2023, στις 7 μ.μ., ο Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Παπαγρηγορίου-Νάκας θα παρουσιάσει στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσό» (Πλατεία Καρύτση 8) τη μουσική έκδοση «Συμφωνική Ορθόδοξη Λειτουργία» (Missa Graeca) του αείμνηστου συνθέτη Δημήτρη Παπαποστόλου.
Επιμελητής της έκδοσης είναι ο Ευάγγελος Κατσιναβάκης, γλωσσολόγος (διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών), φιλόλογος και μουσικός, ο οποίος και τη συμπλήρωσε με μουσικολογική μελέτη, όπου σκιαγραφεί τις εξελικτικές τάσεις της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων και καθορίζει τη θέση της Συμφωνικής Ορθόδοξης Λειτουργίας εντός του σκιαγραφούμενου πλαισίου. Τονίζει πως ο Δημήτρης Παπαποστόλου συνδύασε με απόλυτη επιτυχία στη Συμφωνική Ορθόδοξη Λειτουργία μια αυθεντική ελληνική αρμονία με καινοφανή στην ορθόδοξη λειτουργική μουσική ρυθμικά στοιχεία και τη χαρακτηρίζει ως έργο με υψηλό επίπεδο συνθετικής έμπνευσης.
Η έκδοση περιλαμβάνει Εισαγωγικό Σημείωμα του Συνθέτη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, επισημαίνει: «Ο ήχος της Συμφωνικής Ορθόδοξης Λειτουργίας εκπορεύεται από την αρχαία ελληνική μουσική, εναγκαλίζεται με το βυζαντινό μέλος, προσπαθεί να καλύψει την πολιτιστική και πολιτισμική στασιμότητα που έφερε στην Ελλάδα η Φραγκοκρατία και Τουρκοκρατία για πέντε και πλέον αιώνες και δημιουργεί γέφυρες για να διαπεράσει τον ελληνικό ήχο μέσα από τις χαμένες για την πατρίδα μας ιστορικές “αναγεννήσεις”… Με αυτή την ευθύνη της συνέχειας, προσπάθησα μέσα στον θρησκευτικό ήχο να διαπεράσω αποχρώσεις και ανταύγειες της δημοτικής μας μουσικής. Προσδοκώ ότι ο πολύπτυχος αρμονικός μανδύας των ηχητικών χρωμάτων και ρυθμών που καθρεφτίζει το ρυθμικό φορτίο των αρχαιοελληνικών κειμένων, δεμένο άρρηκτα με την οκτάηχο, θα ενδύσει τον ψυχισμό του ακροατή».
Το βιβλίο προλογίζει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, τονίζοντας ότι η Συμφωνική Ορθόδοξη Λειτουργία του Δημήτρη Παπαποστόλου αγγίζει βαθιά την ψυχή, συγκινεί και ανυψώνει πνευματικά.
Η έκδοση συνοδεύεται από CD της Συμφωνικής Ορθόδοξης Λειτουργίας ερμηνευμένης από την καταξιωμένη διεθνώς Πειραματική Χορωδία του Δ.Π., μαζί με άλλες πέντε χορωδίες από διάφορα μέρη της Ελλάδας και από το οργανικό σύνολο του συνθέτη Pro Arte, αποτελούμενο από μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ.
Τον Δεκέμβριο του 1917, η Φινλανδία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία, έχοντας για χρόνια υπάρξει ένα «Μεγάλο Δουκάτο» της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αγωνιζόμενη να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα και τον πολιτισμό της εν μέσω πολιτικών «ρωσοποίησης». Ήταν η χρονιά που οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν τη Ρωσική Επανάσταση και η Φινλανδία δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτήν.
«Αγωνιστήκαμε 600 χρόνια για την ελευθερία μας και ανήκω στη γενιά που την πέτυχε», έγραψε ο συνθέτης Γιαν Σιμπέλιους. Η Φινλανδία, που βρισκόταν ανάμεσα στη Σουηδία και τη Ρωσία, ήταν επί αιώνες σε κατάσταση υποτέλειας. «Ελευθερία! Η “Φινλάντιά” μου είναι η ιστορία αυτού του αγώνα. Είναι το τραγούδι της μάχης μας, ο ύμνος της νίκης μας», έγραψε ο Σιμπέλιους.
Το «Φινλάντια» είχε γραφτεί ενώ ακόμα η Φινλανδία βρισκόταν υπό ρωσική κυριαρχία και ο συνθέτης Σιμπέλιους προσπάθησε να αποτυπώσει τη φινλανδική φωνή και πολιτισμό χωρίς να καταφύγει στη μίμηση λαϊκών μελωδιών.
Το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και έξω από τη χώρα. Το «Φινλάντια» έβαλε τη Φινλανδία στην παγκόσμια μουσική σκηνή, αναδεικνύοντας την καλλιτεχνική της συμβολή στον κλασικό κανόνα.
Το έργο – αρχικά γραμμένο χωρίς λόγια για ορχήστρα – συγκίνησε τόσο πολύ τους ακροατές του, ώστε έκτοτε έχει διασκευαστεί σε διάφορους ύμνους, όπως τα «Ακόμα είσαι η ψυχή μου», «Στο τραπέζι», «Χώρα των πεύκων» και «Το αποχαιρετιστήριο τραγούδι μας». Έχει θεωρηθεί ύμνος της νίκης και της ελευθερίας και ανεπίσημο εθνικό τραγούδι της Φινλανδίας.
Το θριαμβευτικό συμφωνικό ποίημα, το οποίο διαρκεί περίπου οκτώ λεπτά, εξακολουθεί να είναι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια που εκτελούνται συχνά.
Η φινλανδική ιστορία σε 7 μέρη
Το 1899, ο Γιαν Σιμπέλιους κλήθηκε να συνθέσει μουσική για την εκδήλωση «Εορτασμοί του Τύπου».
Η εκδήλωση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως εκδήλωση για τη συγκέντρωση χρημάτων για τις συντάξεις των εργαζομένων στις εφημερίδες, είχε ως σκοπό να χρηματοδοτήσει έναν ελεύθερο φινλανδικό Τύπο, ως αντίδραση στη ρωσική λογοκρισία.
Ο Σιμπέλιους συνέθεσε ένα έργο επτά μουσικών ταμπλώ που περιέγραφαν την ιστορία του έθνους, με στόχο να γράψει μουσική που οι Φινλανδοί θα αναγνώριζαν ως δική τους, χωρίς να καταφεύγει στη μίμηση της λαϊκής μουσικής.
«Δεν θα ήθελα να πω ψέματα στην τέχνη», έγραψε στη σύζυγό του, Άινο. «Αλλά νομίζω ότι τώρα βρίσκομαι στο σωστό δρόμο. Τώρα αντιλαμβάνομαι αυτές τις φινλανδικές, καθαρά φινλανδικές τάσεις, στη μουσική λιγότερο ρεαλιστικά αλλά πιο αληθινά από ό,τι πριν».
Ξεκίνησε με ένα πρελούδιο και στη συνέχεια με ένα ταμπλώ με τίτλο «Το τραγούδι του Βάιναμοϊνεν», του ημίθεου ήρωα του φινλανδικού έπους Κάλεβαλα. Το δεύτερο ταμπλώ, «Οι Φινλανδοί βαπτίζονται από τον επίσκοπο Ερρίκο», απεικονίζει την εισαγωγή του χριστιανισμού στη Φινλανδία ήδη από τον όγδοο αιώνα. Το τρίτο ταμπλώ, «Σκηνή από την Αυλή του Δούκα Γιόχαν», αναφέρεται στον ηγεμόνα της Φινλανδίας στα τέλη της δεκαετίας του 1500. Η τέταρτη ενότητα, «Οι Φινλανδοί στον τριακονταετή πόλεμο», αναφέρεται σε μία από τις πιο μακροχρόνιες συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Το προτελευταίο κομμάτι, «Η Μεγάλη Εχθρότητα», αναφερόταν στη ρωσική κυριαρχία στη Φινλανδία, πριν από το θριαμβευτικό τέλος, «Η Φινλανδία ξυπνάει».
Το τελευταίο κομμάτι αποδείχθηκε πολύ πατριωτικό για να εμφανιστεί με το όνομα του εκείνη την εποχή και εκτελέστηκε με ονόματα όπως «Σκανδιναβικό χορωδιακό εμβατήριο» και «Αυτοσχεδιασμός», ώστε να περάσει από τον ρωσικό έλεγχο.
Το έργο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές και έναν χρόνο αργότερα, εμπνευσμένος από ανώνυμες επιστολές θαυμαστών, ο Σιμπέλιους επεξεργάστηκε τα δύο τελευταία μέρη σε ένα ξεχωριστό κομμάτι με τίτλο «Finlandia».
Το τραγούδι του θριάμβου
Το «Φινλάντια» ξεκινά με δυσοίωνη διάθεση, με την πομπή των χαμηλών πνευστών να συμβολίζει τις κακουχίες και την πίεση που είχε υποστεί η Φινλανδία για τόσους αιώνες. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα δίνει σύντομα τη θέση της σε μια πανηγυρική αλλά ελπιδοφόρα μελωδία από τα ξύλινα πνευστά, που αργότερα επαναλαμβάνεται από τα έγχορδα και την υπόλοιπη ορχήστρα, καθώς η μουσική γίνεται όλο και πιο θριαμβευτική, ιδίως στο μεσαίο τμήμα «Μοτίβο της νίκης» όπου θυμίζει φανφάρα.
Λέγεται ότι ο Σιμπέλιους εμπνεύστηκε από τη θέα των δέντρων και της γαλήνιας λίμνης της περιοχής Αουλάνκο. Η μουσική είναι κατά διαστήματα επιβλητική σαν εμβατήριο, ενώ σε άλλες στιγμές γίνεται σχεδόν ιερή. Ακόμα και ακροατές μακριά από τη Φινλανδία συντονίζονται με την αίσθηση πατριωτισμού και ελευθερίας που προκαλεί η μουσική.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τη Φιλαρμονική του Ελσίνκι, με την οποία έκανε περιοδεία σε όλη την Ευρώπη, μέχρι την Παγκόσμια Έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι την ίδια χρονιά.
Το ξεσηκωτικό συμφωνικό ποίημα έχει συγκινήσει πολλούς ακροατές – οι περισσότερες ηχογραφήσεις του «Φινλάντια» περιλαμβάνουν και χορωδία, που χρησιμοποιεί συνήθως τους μελοποιημένους στίχους του ποιητή B.A. Κοσκεννιέμι.
Οι «επίσημοι» στίχοι χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1937, όταν ο τραγουδιστής της όπερας Βάινο Σόλα έβαλε λόγια στο τραγούδι. Ο Κοσκεννιέμι έγραψε μια νέα σειρά στίχων το 1939, μετά τον Χειμερινό Πόλεμο, τον οποίο διεξήγαγε η Ρωσία εναντίον της Φινλανδίας. Ο Σιμπέλιους διασκεύασε τον ύμνο για χορωδία μόλις το 1948.
Ο συνθέτης ήταν λίγο μπερδεμένος από τη δημοτικότητα του έργου του ως ύμνου. «Είναι γραμμένο για ορχήστρα. Αλλά αν ο κόσμος θέλει να το τραγουδήσει, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς», έγραψε αργότερα.
Παρουσίαση από τη Συμφωνική Ορχήστρα Shen Yun
Τον Οκτώβριο, η Συμφωνική Ορχήστρα Shen Yun (Σεν Γιουν) επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, με δύο συναυλίες στο David Geffen Hall του Κέντρου Λίνκολν.
Στη συναυλία της 22ας Οκτωβρίου, το έργο του Σιμπέλιους θα παρουσιαστεί χωρίς χορωδία – το κοινό θα έχει τη δυνατότητα να το ακούσει στην αρχική του μορφή.
Εκτός από το «Φινλάντια», το πρόγραμμα περιλαμβάνει πρωτότυπες συνθέσεις του Σεν Γιουν καθώς και τη «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» του Ντβόρακ και το Κοντσέρτο για βιολί «Εραστές Πεταλούδων».
Ο Μίλεν Νάτσεφ θα διευθύνει την ορχήστρα, ενώ η Κάθριν Τζανγκ θα είναι η αρχιμουσικός.
Η Συμφωνική Ορχήστρα Shen Yun αποτελείται από μουσικούς που περιοδεύουν και παίζουν με τις οκτώ ομάδες χορού Shen Yun Performing Arts.
Ο κος Νάτσεφ ολοκλήρωσε τη 10η σεζόν του με το Shen Yun νωρίτερα φέτος. Έχει διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα σε γνωστές αίθουσες συναυλιών όπως το Κάρνεγκι Χολ, το Κέντρο Κένεντι, η Όπερα του Τόκιο και πολλές άλλες.
«Γρήγορα δεξιοτεχνικά περάσματα, συναίσθημα και στιβαρή τεχνική αξιοποιούνται όποτε χρειάζεται, εκείνο όμως που καθηλώνει στις ερμηνείες του Λουγκάνσκι είναι ο τρόπος του να εισχωρεί βαθιά στην ουσία, κάτω από την επιφάνεια.»
«Ένας από τους εκπληκτικότερους καλλιτέχνες της εποχής μας.»
«Πιανίστας απίστευτης ευαισθησίας που δίνει έμφαση στη μουσική και όχι στον εαυτό του.»
«Οι τεχνικές του δυνατότητες θα έκαναν την πλειονότητα των συναδέλφων του να χλωμιάσουν.»
Αυτά είναι μερικά μόνο από όσα έχει γράψει ο διεθνής Τύπος για τον βιρτουόζο σολίστ του πιάνου Νικολάι Λουγκάνσκι.
Γεννημένος το 1972 στη Μόσχα, ήταν ένα από τα παιδιά-θαύματα της μουσικής, που έπαιξε μια σονάτα του Μπετόβεν σε ηλικία 5 ετών, την οποία απομνημόνευσε απλώς ακούγοντάς την. Σπούδασε πιάνο στην Κεντρική Μουσική Σχολή της Μόσχας και στο Ωδείο της Μόσχας, με δασκάλους τους Τατιάνα Κέστνερ, Τατιάνα Νικολάιεβα και Σεργκέι Ντορένσκι.
Είναι πολλάκις βραβευμένος σε διαγωνισμούς πιάνου, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με σημαντικότερο το Ασημένιο Μετάλλιο στον Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι το 1994, όπου δεν δόθηκε το πρώτο βραβείο εκείνη τη χρονιά.
Έχει ηχογραφήσει δίσκους με αρκετές δισκογραφικές εταιρείες, με πιο πρόσφατη τη Harmonia Mundi, με την οποία έχει αποκλειστικό συμβόλαιο από το 2018. Επίσης, διδάσκει στο Ωδείο της Μόσχας.
Ο Ρώσος βιρτουόζος, που έχει συνδέσει το όνομα του με τον Σεργκέι Ραχμάνινοφ, καθώς θεωρείται από τους σημαντικότερους ερμηνευτές έργων για πιάνο του μεγάλου συνθέτη, θα ερμηνεύσει τις Παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα του Σοπέν, έργο 22, Études-Tableaux, έργο 33, Σονάτα για πιάνο αρ. 1 σε ρε ελάσσονα, έργο 28.
Το ρεσιτάλ πιάνου του Νικολάι Λουγκάνσκι πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το Έτος Ραχμάνινοφ για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη.
* * * * *
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις 20:30, στην Κεντρική Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», πλατεία Καρύτση 8, τηλ. 210 322 1917 – 5310.
Ο Βούδας είχε πει ότι «σε ένα σωρό από σκουπίδια … ο λωτός θα φυτρώσει». Πράγματι, τα σκουπίδια που οι άνθρωποι έχουν συσσωρεύσει στον κόσμο – βία, φθόνος, απληστία – υπήρξαν το έδαφος πάνω στο οποίο άλλοι άνθρωποι με τη σειρά τους δημιούργησαν μεγαλειώδη έργα τέχνης, τα οποία αντιπροσωπεύουν ένα ιδανικό, μια πραγματικότητα ανώτερη από τη δική μας, που καθοδηγεί και εμψυχώνει και δίνει νόημα και σκοπό στη ζωή μας.
Στις 9 ή στις 10 Οκτωβρίου 1813, στο μικροσκοπικό ιταλικό χωριουδάκι Λε Ρονκόλε, γεννήθηκε ο Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι. Οι σπόροι της ιδιοφυΐας του έμελλε να ριζώσουν και να ανθίσουν στο πικρό έδαφος της φτώχειας και της πολιτικής καταπίεσης.
Η μουσική βρίσκει τους δικούς της και κατέκτησε αμέσως τον μικρό Τζουζέπε, όταν ως 7χρονο παπαδάκι άκουσε για πρώτη φορά το εκκλησιαστικό όργανο του καθεδρικού ναού. Επηρεάστηκε τόσο έντονα που πάγωσε επί τόπου, με αποτέλεσμα ένας ιερέας που εκνευρίστηκε να τον σπρώξει βίαια, κάνοντας τον να πέσει από τα σκαλιά της Αγίας Τράπεζας. Το επεισόδιο αυτό έπεισε τον Κάρλο Βέρντι να στείλει τον γιο του για μαθήματα μουσικής – στον ίδιο μάλιστα οργανοπαίχτη του οποίου το παίξιμο προκάλεσε εκείνη την πτώση.
Ο Βέρντι και η όπερα
Μόλις 19 χρόνια αργότερα, η πρώτη του όπερα ανέβηκε στη Σκάλα, το μεγαλύτερο θέατρο της Ιταλίας. Είχε σημαντική επιτυχία, αλλά σημαδεύτηκε και από μία τραγωδία. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του πρώτου έργου του, ο νεαρός Βέρντι βίωσε τον θάνατο των δύο μικρών του κοριτσιών και, λίγο μετά την ολοκλήρωσή του, πέθανε η σύζυγός του, η οποία ήταν και η καλύτερη φίλη και η μούσα του ήδη από την παιδική του ηλικία.
Εκείνη την εποχή είχε συμβόλαιο για την παραγωγή μιας κωμωδίας – αποδείχθηκε η μόνη απόλυτη αποτυχία του. Ποτέ δεν συγχώρησε το κοινό που, αν και γνώριζε την τραγωδία και τη θλίψη του, γιουχάισε και σφύριξε στην πρεμιέρα. Η θλίψη έφερε έναν πρόωρο χειμώνα. Οι δημιουργικές δυνάμεις του συνθέτη αδρανοποιήθηκαν και αποφάσισε να μην ξαναγράψει ποτέ άλλη νότα, αλλά τι είναι τα σχέδια και οι αποφάσεις όταν ο Θεός, η ζωή ή η μοίρα έχει άλλα σχέδια;
Μετά από δύο χρόνια, τα αδρανή στοιχεία της ιδιοφυΐας του Βέρντι ξαναζωντάνεψαν. Ακολούθησε μια εκθαμβωτική άνοιξη, ένα γόνιμο καλοκαίρι και μια χρυσή συγκομιδή σπουδαίων έργων.
Ναμπούκο
Η τρίτη του όπερα και η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήρθε χάρη στην καλοσύνη του ιμπρεσάριου της Σκάλας Μπαρτολομέο Μερέλλι, ο οποίος αναγνώρισε τις τεράστιες δυνατότητες του συνθέτη. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ζοφερών ημερών σιωπής, ο Μερέλλι του πρότεινε πότε πότε πιθανά θέματα για μια νέα όπερα. Τελικά, παρουσιάστηκε το τέλειο θέμα: επίκαιρο, σπλαχνικό και πολιτικά εκρηκτικό.
Η Ιταλία, εκείνη την εποχή, διεξήγαγε έναν σκληρό αγώνα για την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία και την Αυστρία, και παρόλο που ο «Ναμπούκο» αφηγούνταν τη βιβλική ιστορία της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους, η ομοιότητα με τον δικό τους αγώνα ήταν ολοφάνερη για το ιταλικό κοινό.
Η ιστορία λέει ότι όταν, στην τρίτη πράξη της όπερας, οι Ισραηλίτες τραγούδησαν στην εξορία τους «Πήγαινε, σκέψη μου, με χρυσά φτερά. … Χαιρέτησε τον Ιορδάνη ποταμό και τους ερειπωμένους πύργους της Σιών», το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Οι ζητωκραυγές σήκωσαν την οροφή της Σκάλας. Η παράσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ο Βέρντι μεταφέρθηκε στους ώμους του κοινού στους γύρω δρόμους και έτσι επέστρεψε και στο θέατρο. Το ρεφρέν τραγουδήθηκε ξανά και το χειροκρότημα επαναλήφθηκε, ακολουθούμενο από μια δεύτερη μεταφορά γύρω από την πλατεία του θεάτρου. Το χορωδιακό «Va, pensiero», γνωστό σε κάθε Ιταλό, έγινε ο ύμνος του «Risorgimento», της ανεξαρτησίας και της ενοποίησης της Ιταλίας.
Είτε μια όπερα του Βέρντι ήταν επιτυχημένη είτε μια σχετική αποτυχία – και υπήρξαν πολλές τέτοιες – τα έργα του δεν ήταν ποτέ απλώς ψυχαγωγικά. «Θέλω την τέχνη, σε όποια μορφή κι αν εκδηλώνεται, όχι την ψυχαγωγία», έγραφε στον Γάλλο ιμπρεσάριο Καμίγ ντυ Λοκλ.
Στην «Κριτική της Κρίσης», ο Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ έγραψε: «Αν οι καλές τέχνες δεν διαπνέονται από ηθικά ιδεώδη, τότε μπορούν να χρησιμεύσουν μόνο ως επιπόλαιες διασκεδάσεις». Τα ηθικά στοιχεία της συμπόνιας, της συγχώρεσης, της εντιμότητας και του να ξεπερνάς την απελπισία είναι πράγματι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από κάθε έργο του Βέρντι.
Ριγκολέττο
Η μουσική, με την αλχημεία της, μπορεί να μετατρέψει μια ιδέα σε συναίσθημα. Όταν ακούει κανείς τον «Ριγκολέττο», νιώθει βαθιά την ιδέα ότι κάθε άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, όμορφος ή άχαρος, είναι πολύτιμος στα μάτια του Θεού. Η συμπόνια για τις δύο αβοήθητες ψυχές, που υποφέρουν από τα χέρια των προνομιούχων, ξυπνά μέσα μας, τουλάχιστον για μια στιγμή, το συναίσθημα που σίγουρα θα έφερνε ειρήνη σε αυτόν τον ταραγμένο κόσμο, αν μπορούσε να διατηρηθεί.
Ο «Ριγκολέττο», το ζενίθ της μέσης περιόδου του Βέρντι, είναι ένα σχεδόν τέλειο έργο. Δίνει την εντύπωση ότι, παρ’ όλη τη διανοητική μας προσπάθεια, υπάρχει κάτι σε αυτό που παραμένει πέρα από την πλήρη κατανόησή μας, που παραμένει ένα μυστήριο. Η χαρακτηριστική ομορφιά της τέχνης του Βέρντι, το μεγαλειώδες μελωδικό υλικό, η ζεστασιά, η γενναιοδωρία του πνεύματος και η αταλάντευτη ειλικρίνειά του έχουν μια εκφραστική δύναμη που συγκρίνεται ίσως, αλλά δεν ξεπερνιέται ποτέ στη μουσική μας παράδοση, ακόμη και από τον μεγάλο Μπαχ ή τον Μπετόβεν.
Αΐντα
Η «Αΐντα», που ολοκληρώθηκε όταν ο συνθέτης έγινε 58 ετών, είναι ίσως όχι μόνο το αριστούργημα της ύστερης περιόδου του, αλλά και το αποκορύφωμα της οπερατικής φόρμας. Οι χαρακτήρες, σε αντίθεση με τους περισσότερους ήρωες και ηρωίδες του παρελθόντος, γίνονται πολύ ζωντανοί λόγω της απλότητας των λόγων τους και της υπερβατικής ομορφιάς της μουσικής. Η ιστορία έχει μια συναρπαστική φόρα, καθώς το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο μέχρι το αμετάκλητο τέλος, και δεν χρειάζεται ούτε να αφαιρεθεί ούτε να προστεθεί έστω και μια νότα για να αυξηθεί η δραματική της δύναμη.
Το δράμα και η επίδειξη είναι, φυσικά, μέρος του είδους και τα στοιχεία αυτά είναι παρόντα εν αφθονία. Υπάρχουν παρελάσεις, χοροί, τρομπέτες και χορωδίες. Την πρεμιέρα παρακολούθησε ο λαμπερός beau monde, αξιωματούχοι και επώνυμοι από όλο τον κόσμο – ωστόσο, ο επίτιμος καλεσμένος, απαρατήρητος από τους περισσότερους, ήταν η αλήθεια.
Η αληθινή, ηλικίας χιλιάδων ετών, ιστορία αναφέρεται στον μοιραίο έρωτα μεταξύ ενός νεαρού άνδρα και μιας γυναίκας, ενώ οι δύο χώρες τους βρίσκονται σε πόλεμο. Το γεγονός ότι ήταν εξέχουσες προσωπικότητες, η κόρη ενός βασιλιά και ο διοικητής ενός στρατού, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η αγάπη του ενός για τον άλλον, ισχυρότερη από τις κυβερνήσεις και τους δικαστές που τους πήραν μεν τη ζωή, χωρίς όμως να μπορέσουν να σκοτώσουν την αγάπη τους.
Te Deum
Τα δύο τελευταία έργα του Βέρντι ήταν θρησκευτικά. Ήταν πάντα άνθρωπος της θρησκείας και όλες οι παραγωγές του, ακόμη και ο «Φάλσταφ», είναι στον πυρήνα τους θρησκευτικές. Το «Te Deum» («Θεέ μου, Σε δοξολογούμε») είναι ένα τραγούδι ευχαριστίας και μια προσευχή για απελευθέρωση. Το έργο αντικατοπτρίζει την άποψη του συνθέτη για τον κόσμο: ότι η ζωή είναι μια ευλογία και ένα θαύμα, ότι είναι όμορφη αν και συχνά σκληρή και ότι «ο Κριτής θα έρθει» («Judex Venturus») και η δικαιοσύνη θα αποδοθεί.
Ο Τζουζέπε Βέρντι ήταν ένας από τους μεγάλους καλλιτέχνες και οραματιστές μας, αλλά τελικά ήταν κι αυτός ένας θνητός, με το δικό του μερίδιο της χαράς και της λύπης. Η χαρά είναι εύκολη για μας, αλλά η θλίψη είναι σκληρή, ένα πικρό ποτήρι από το οποίο όλοι μας πρέπει να πιούμε. Η προσφυγή μας, η προσφυγή του Βέρντι, το μόνο μέσο που έχει ο καθένας μας, είτε είναι μεγάλος είτε ταπεινός, είναι να πούμε τις προσευχές μας και ο καθένας με τον τρόπο του να μετουσιώσει αυτές τις θλίψεις σε κάτι ανώτερο – σε κάτι καλό, σε κάτι όμορφο.
Συνιστώμενη ακρόαση
Δεν θα μάθουμε ποτέ τις πρακτικές εκτέλεσης του Μπαχ ή του Μπετόβεν, αλλά έχουμε απόλυτη γνώση του πώς ο Βέρντι ήθελε να παίζεται και να τραγουδιέται η μουσική του. Ο μεγάλος μαέστρος Αρτούρο Τοσκανίνι, ο οποίος έπαιζε βιολοντσέλο στις ορχήστρες που διηύθυνε ο Βέρντι, τον είχε προετοιμάσει για την ιταλική πρεμιέρα του «Te Deum».
Αναζητήστε ζωντανές ηχογραφήσεις, εύκολα διαθέσιμες, με τον Τοσκανίνι να διευθύνει τόσο το «Te Deum» όσο και την 4η πράξη του «Ριγκολέττο» με τη σπουδαία σοπράνο Ζίνκα Μιλάνοφ. Η Μιλάνοφ μπορεί επίσης να ακουστεί σε αυτό που ένας κριτικός αποκάλεσε την αριστοκράτισσα των ηχογραφήσεων της «Αΐντα», με τον τενόρο Γιούσι Μπγιόερλινγκ. Υπάρχει επίσης μια συγκλονιστική εκτέλεση του «Va, pensiero» υπό τη διεύθυνση του Λαμπέρτο Γκαρντέλλι.
Μετά από 15 χρόνια, το Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού ανοίγει αύριο το βράδυ και πάλι τις πόρτες του για να υποδεχθεί το κοινό. Και το κάνει με τον πιο μεγαλειώδη τρόπο, με τη συναυλία του κορυφαίου Έλληνα συνθέτη Σταύρου Ξαρχάκου. Tα έσοδα θα διατεθούν από τον δήμο Αθηναίων στους ανθρώπους που επλήγησαν από τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία.
Για να φτάσει στην αυριανή βραδιά, ο δήμος Αθηναίων ολοκλήρωσε ένα σύνθετο τεχνικό έργο και παραδίδει πλέον έναν αναβαθμισμένο πολιτιστικό χώρο, πλήρως ανακαινισμένο και ασφαλή, μέσα στην «καρδιά» της πρωτεύουσας. Παράλληλα, το πρόγραμμα της σεζόν καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών.
Η «αναγέννηση» του Θεάτρου του Λυκαβηττού
Στόχος του σχεδιασμού της «αναγέννησης» του Θεάτρου Λυκαβηττού τέθηκε από την πρώτη στιγμή το να διατηρηθεί στο ακέραιο η αυθεντική αρχική όψη του χαρακτηρισμένου ως διατηρητέου μνημείου-θεάτρου, δηλαδή όπως τη σχεδίασε το 1965 ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος. Στο πλαίσιο των εργασιών που υλοποιήθηκαν με στόχο την επαναλειτουργία του, περισσότερα από 200.000 κιλά νέας μεταλλικής κατασκευής αντικατέστησαν τα φθαρμένα από τον χρόνο τμήματα, ανακαινίζοντας τον εμβληματικό διάφανο σκελετό του κοίλου, με τα υποστυλώματα να ενισχύονται εσωτερικά ώστε να επιτευχθεί ο στόχος.
Όλες οι παρεμβάσεις στο μνημείο έγιναν σύμφωνα με την εγκεκριμένη από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων μελέτη αποκατάστασης και αντίστοιχα βάσει της εγκεκριμένης οικοδομικής άδειας. Τα 3.850 πλαστικά καθίσματα αφαιρέθηκαν και αντικαταστάθηκαν με ξύλινους πάγκους 3.950 θέσεων, έτοιμους να υποδεχθούν τους θεατές, τόσο αυτούς που θα επιστρέψουν στις θρυλικές κερκίδες του όσο και τη νέα γενιά που θα επισκεφθεί το Θέατρο για πρώτη φορά.
Πλέον, το Δημοτικό Θέατρο του Λυκαβηττού θα μπορεί να φιλοξενήσει εκδηλώσεις με 6.000 θεατές (καθήμενους και όρθιους).
Ακολουθώντας τις υποδομές που διαθέτουν τα σύγχρονα θέατρα των ευρωπαϊκών μητροπόλεων, οι ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες περιλαμβάνουν ένα νέο πυροσβεστικό δίκτυο και σύστημα πυρανίχνευσης, νέο δίκτυο οπτικών ινών για τον έλεγχο όλων των σημείων από κεντρικές μονάδες, καθώς και νέες καλωδιώσεις για φωτισμό, ήχο, δεδομένα και συστήματα ασφαλείας βάσει των σύγχρονων απαιτήσεων.
Κ. Μπακογιάννης: «Το Θέατρο του Λυκαβηττού είναι σύμβολο και μνημείο»
Στη σημασία της αποκατάστασης και απόδοσης των τοπόσημων της πόλης στις Αθηναίες και τους Αθηναίους αναφέρθηκε ο δήμαρχος Κώστας Μπακογιάννης, μιλώντας μέσα από τον χώρο του ανακαινισμένου θεάτρου. «Το θέατρο του λόφου της Αθήνας, είναι σύμβολο, είναι μνημείο», είπε αρχικά και στη συνέχεια τόνισε:
«Ήταν ένα δύσκολο και πολύπλοκο τεχνικά έργο, η μεθοδική αποκατάσταση της διάφανης μεταλλικής κατασκευής του, με απόλυτο σεβασμό στο σχέδιο και στο όραμα του Τάκη Ζενέτου. Το πάντρεμα της εμβληματικής μορφής του με τις σύγχρονες υποδομές, οι σχεδόν χειρουργικές παρεμβάσεις, πάνω στον μεταλλικό σκελετό. Το καταφέραμε όμως.
»Στις 15 Σεπτεμβρίου ανεβαίνουμε ξανά στον αγαπημένο μας λόφο. Στο πλήρως ανακαινισμένο, ασφαλές και αναβαθμισμένο θέατρό του. Ξαναφέρνουμε την Αθήνα στη θέση της, σημαίνει πως αποκαθιστούμε τα εμβληματικά σύμβολα, που της στέρησε η κρίση. Ξαναπαίρνουμε πίσω τα τοπόσημά μας. Αξιοποιούμε τον δημόσιο χώρο, με πρόγραμμα, όχι με αποσπασματικές μεμονωμένες ενέργειες. Τα τοπόσημα είναι η κοινή μας ταυτότητα».
Και ο κος Μπακογιάννης κατέληξε: «Είμαστε χαρούμενοι και είμαστε υπερήφανοι. Μετά από 15 χρόνια, είκοσι βραδιές με σπουδαίους καλλιτέχνες, ανοίγουν την αυλαία του Δημοτικού πλέον Θεάτρου του Λυκαβηττού. Ελάτε να γράψουμε όλοι μαζί τη νέα ιστορία του Λυκαβηττού».
Παράλληλα, ο δήμος Αθηναίων προχωρεί και στο έργο συνολικής προστασίας και ανάπλασης του λόφου του Λυκαβηττού. Στο πλαίσιο αυτό και με σεβασμό στην περιοχή και τους κατοίκους της, αποφασίστηκε η προσέγγιση με αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του Θεάτρου για τις ημέρες και ώρες των εκδηλώσεων, να επιτρέπεται μόνο σε ΑμεΑ, σε άτομα άνω των 60 ετών, καθώς και για επιβίβαση/αποβίβαση ταξί.
«Η νέα εποχή του Θεάτρου του Λυκαβηττού ας ξεκινήσει μ’ έναν όμορφο περίπατο στο πράσινο του αγαπημένου μας λόφου», είναι το μήνυμα που στέλνει η δημοτική Αρχή της Αθήνας.
Το φετινό πρόγραμμα ξεκινά με την εμβληματική συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου, και θα συνεχιστεί με μουσικές βραδιές έως τα μέσα Οκτωβρίου (αναλυτικά οι συναυλίες στο www.cultureisathens.gr).
Οι διάφοροι φωνητικοί τύποι της όπερας μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση ακόμη και στους επαγγελματίες τραγουδιστές. Για αιώνες, η ευρωπαϊκή παράδοση της κλασικής μουσικής έχει κατατάξει τις διαφορετικές φωνές της όπερας σε επτά κύριες κατηγορίες, που συνήθως ορίζονται από τη φωνητική έκταση του τραγουδιστή.
Εντός αυτών των επτά κατηγοριών φωνής, υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες, όπως λυρική, κολορατούρα ή δραματική, που σχετίζονται με παράγοντες όπως το βάρος ή το ηχόχρωμα. Το φωνητικό βάρος αναφέρεται στο πόσο ελαφριά ή βαριά μπορεί να τραγουδήσει ένας τραγουδιστής, ενώ το φωνητικό ηχόχρωμα αναφέρεται στην ποιότητα του ήχου. Αν και κάθε φωνή είναι μοναδική, αυτές οι φωνητικές κατηγορίες βοηθούν τους τραγουδιστές να επιλέξουν τα σωστά κομμάτια για τον τύπο της φωνής τους. Είναι επίσης ένας τρόπος να σέβονται το πρωτότυπο έργο του συνθέτη, καθώς κάθε συγκεκριμένος ρόλος προορίζεται συνήθως για ένα συγκεκριμένο είδος φωνής.
Τύποι γυναικείων φωνών
Η φωνή της σοπράνο είναι ίσως η πιο γνωστή και αναγνωρίσιμη από όλες τις φωνές της όπερας. Οι σοπράνο έχουν την υψηλότερη φωνή τραγουδιού από όλες και μπορούν εύκολα να πετύχουν υψηλές νότες. Δεδομένου ότι η υψηλή περιοχή μπορεί να ακουστεί πάνω από την ορχήστρα, αυτοί οι τύποι φωνών έχουν συχνά τους πιο εξέχοντες ρόλους και, ως εκ τούτου, είναι συχνά οι ηρωίδες, όπως η Βιολέτα στο «Λα Τραβιάτα» του Βέρντι ή η Ιουλιέτα στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Γκουνό.
Ορισμένες από τις πιο διάσημες τραγουδίστριες της όπερας ήταν σοπράνο, όπως η Μαρία Κάλλας και η Ρενάτα Τεμπάλντι, και πολλές από τις σημερινές διάσημες τραγουδίστριες είναι επίσης σοπράνο, όπως η Ρενέ Φλέμινγκ και η Νταϊάνα Νταμράου.
Με εύρος ελαφρώς χαμηλότερο από αυτό της σοπράνο, η μέτζο σοπράνο (μεσόφωνος) έχει πιο πλούσιο ήχο και συνήθως παίζει δευτερεύοντες ρόλους στις όπερες, με λίγες εξαιρέσεις, όπως η Κάρμεν στην «Κάρμεν» του Μπιζέ ή η Ροζίνα στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσσίνι.
Οι μεσόφωνοι συχνά υποδύονται κακοποιούς, μητέρες ή ακόμη και νεαρούς άνδρες (που ονομάζονται «ρόλοι με παντελόνι»), όπως ο Κερουμπίνο στους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Διάσημες μεσόφωνοι είναι οι Τζέσυ Νόρμαν, Σεσίλια Μπαρτολί και Τζόις Ντι Ντονάτο.
Η κοντράλτο είναι ο χαμηλότερος τύπος γυναικείας φωνής και επίσης ο σπανιότερος. Οι κοντράλτο συχνά υποδύονται μάγισσες, άνδρες ή σοφότερες ηλικιωμένες γυναίκες, αλλά τις περισσότερες φορές αυτοί οι ρόλοι ερμηνεύονται από μέτζο-σοπράνο με χαμηλότερη έκταση. Διάσημοι ρόλοι κοντράλτο περιλαμβάνουν την Έρντα από τον «Ρινόκερο» του Βάγκνερ και την Ουλρίκα από τον «Χορό με μάσκες» του Βέρντι.
Όσον αφορά τις διάσημες κοντράλτο, μερικές αξιοσημείωτες είναι η Καθλήν Φεριέ και η Νάταλι Στούτζμαν.
Τύποι ανδρικών φωνών
Ο κόντρα-τενόρος είναι ο σπανιότερος τύπος ανδρικής φωνής και ο υψηλότερος σε φωνητικό εύρος, ισοδύναμος με τη μέτζο-σοπράνο σε ύψος. Πολύ δημοφιλής κατά την εποχή του Μπαρόκ (περίπου 1600-1750), οι κόντρα-τενόροι ουσιαστικά εξαφανίστηκαν κατά τη ρομαντική εποχή (περίπου 1830-1900), αλλά επανέκαμψαν τον 20ό αιώνα χάρη σε συνθέτες όπως ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν, ο οποίος έγραψε ειδική μουσική για κόντρα-τενόρους.
Οι κόντρα τενόροι τραγουδούν επίσης ρόλους μπαρόκ, όπως ο Οτόνε στην «Αγριππίνα» του Χαίντελ, ή ρόλους καστράτων, καθώς η πρακτική αυτή έχει ευτυχώς καταργηθεί. Τον 17ο και 18ο αιώνα, ήταν σύνηθες να ευνουχίζονται οι άνδρες τραγουδιστές στον κόσμο της όπερας για να διατηρείται μια φωνή που θα μπορούσε να ανεβαίνει ομαλά από τις χαμηλές στις υψηλές περιοχές. Στις μέρες μας, οι κόντρα τενόροι αντικαθιστούν αυτούς τους τραγουδιστές χρησιμοποιώντας ένα φωνητικό φαλτσέτο, μια μέθοδο που τους επιτρέπει να τραγουδούν υψηλότερες νότες.
Ο τενόρος έχει την υψηλότερη ανδρική φωνή μετά τον κόντρα τενόρο και είναι η πιο συνηθισμένη ανδρική φωνή στην όπερα. Καθώς οι υψηλότερες φωνές τείνουν να ακούγονται νεότερες, οι τενόροι συνήθως υποδύονται τους νεαρούς ή ρομαντικούς ήρωες της όπερας, όπως ο Ζίγκφριντ στον «Κύκλο του δαχτυλιδιού» του Βάγκνερ ή ο Εντγκάρντο στη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι.
Τρεις είναι οι πιο διάσημοι τενόροι στον κόσμο: ο Λουτσιάνο Παβαρότι, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο και ο Χοσέ Καρέρας. Υπάρχουν, ωστόσο, και πολλοί άλλοι γνωστοί και εξαιρετικοί τενόροι, όπως ο Γιόνας Κάουφμαν και ο Χουάν Ντιέγκο Φλόρες.
Το εύρος του βαρύτονου βρίσκεται στη μέση της φυσικής ανδρικής φωνής. Οι βαρύτονοι τραγουδούν ποικίλους ρόλους, από μη αγαπημένους συζύγους έως κακοποιούς, όπως για παράδειγμα ο κόμης Αλμαβίβα στους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Η βαρύτονη φωνή απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στην όπερα του 19ου αιώνα, καθώς ο Βέρντι χρησιμοποίησε βαρύτονους στις πιο γνωστές όπερές του, συμπεριλαμβανομένων των «Ριγκολέττο», «Ναμπούκο» και «Οθέλλος». Διάσημοι βαρύτονοι είναι ο Ντήτριχ Φίσερ-Ντίσκαου, ο Χέρμαν Πρέι και ο Μπράιν Τέρφελ.
Η μπάσα φωνή είναι η χαμηλότερη ανδρική φωνή της όπερας. Συχνά συνδέεται με μορφές εξουσίας, όπως ο Σάραστρο στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ ή με χιουμοριστικούς χαρακτήρες όπως ο γιατρός Μπάρτολο στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσσίνι. Οι πιο φημισμένοι μπάσοι είναι οι Κουρτ Μολ, Μπόρις Κριστόφ, Ρουτζέρο Ραϊμόντι και Ρενέ Παπέ.
Το γερμανικό σύστημα Fach
Όταν οι κλασικοί τραγουδιστές γνωρίζουν τη φωνητική τους περιοχή και την κατηγορία τους, μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλες υπο-φωνητικές περιοχές εντός της κατηγορίας τους για να τελειοποιήσουν την τέχνη τους. Το σύστημα Fach είναι το πιο γνωστό και αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα από τις γερμανικές εταιρείες όπερας. Το σύστημα αυτό εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα συστήματα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική σήμερα.
Παρά τη δημοτικότητά του, το σύστημα Fach είναι μια από τις πιο συγκεχυμένες έννοιες στην όπερα, καθώς έχει πάνω από 25 υποκατηγορίες που συχνά μπορεί να επικαλύπτονται και οι οποίες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Το σύστημα αυτό κατατάσσει τους διαφορετικούς τύπους φωνών της όπερας ανάλογα με το εύρος, το βάρος (πόσο καλά προβάλλει η φωνή) και το ηχόχρωμα (την ποιότητα του ήχου).
Οι τραγουδιστές μπορεί να έχουν το ίδιο εύρος, αλλά όχι το ίδιο βάρος ή ηχόχρωμα και, ως εκ τούτου, δεν θα είναι κατάλληλοι να τραγουδήσουν τους ίδιους ρόλους. Δεν μπορούν όλες οι σοπράνο να τραγουδήσουν τη Βασίλισσα της Νύχτας στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ, έναν ρόλο κολορατούρας σοπράνο. Ή μάλλον, μπορούν, αλλά δεν θα ταιριάζει με τον τύπο της φωνής τους και αυτό μπορεί να βλάψει τη φωνή τους με την πάροδο του χρόνου.
Γενικά, οι σοπράνο εντάσσονται σε μία από τις πέντε αυτές κατηγορίες: soubrette, coloratura, lyric, spinto ή dramatic. Η soubrette ή ελαφριά σοπράνο έχει ελαφρύ και φωτεινό ήχο, ιδανικό για ρόλους που απαιτούν ελαφρότητα στην ερμηνεία τους, όπως η Σουζάνα στο έργο του Μότσαρτ «Οι Γάμοι του Φίγκαρο».
Η ελαφριά σοπράνο διαφέρει πολύ από την κολορατούρα σοπράνο, η οποία μπορεί εύκολα να τραγουδήσει υψηλές και γρήγορες νότες, που αντιπροσωπεύουν ακραία συναισθήματα, σε απαιτητικούς ρόλους όπως η Κονστάνσε στο «Απαγωγή από το σεράι» του Μότσαρτ.
Η λυρική σοπράνο έχει θερμότερο τόνο και ευρύτερο φωνητικό εύρος από την ελαφριά σοπράνο, και συχνά είναι η ηρωίδα, όπως η Μιμί στο «Λα μποέμ» του Πουτσίνι. Η spinto σοπράνο έχει μεγαλύτερη φωνητική κλίμακα από τη λυρική σοπράνο και συχνά ερμηνεύει πιο γενναίες ηρωίδες με μεγάλες κορυφώσεις, όπως η Λεονόρα στο «Ιλ Τροβατόρε» του Βέρντι.
Τέλος, η δραματική σοπράνο είναι ο πιο ισχυρός τύπος της φωνής της σοπράνο, με μεγαλύτερη φωνή και πιο δραματικούς ρόλους, όπως η «Ηλέκτρα» του Στράους.
Οι μεσόφωνοι μπορούν επίσης να είναι κολορατούρες, δραματικές ή λυρικές. Τα γενικά χαρακτηριστικά παραμένουν τα ίδια με αυτά των σοπράνο, αλλά οι μεσόφωνοι έχουν χαμηλότερη έκταση. Διάσημοι ρόλοι μεσόφωνου σε αυτές τις υποκατηγορίες περιλαμβάνουν την Αντζελίνα στο «Λα Τσενερεντόλα» του Ροσίνι (μεσόφωνος κολορατούρα), την Αζουτσένα στο «Ιλ Τροβατόρε» του Βέρντι (δραματική μεσόφωνος) και τον Κερουμπίνο στους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ (λυρική μεσόφωνος).
Όσον αφορά τις κοντράλτο, η διάκριση Fach γίνεται περισσότερο με βάση τον χαρακτήρα παρά τη φωνητική ποιότητα, κάτι που ισχύει και για τους κόντρα τενόρους.
Όσον αφορά τις ανδρικές φωνές, τις περισσότερες υποδιαιρέσεις τις έχουν οι τενόροι, όπως συμβαίνει με τις σοπράνο για τις γυναικείες φωνές. Υπάρχουν συνήθως τέσσερεις κοινοί τύποι τενόρων: λυρικός, spinto, δραματικός και heldentenor. Ο λυρικός τενόρος είναι συνήθως ο νεαρός άνδρας που είναι ερωτευμένος με την ηρωίδα και έχει ζεστή ποιότητα ήχου, όπως ο Αλφρέντο στην «Τραβιάτα» του Βέρντι.
Ο τενόρος spinto είναι παρόμοιος με τον λυρικό τενόρο σε έκταση, αλλά έχει υψηλότερες νότες και συχνά παίζει ηρωικούς ρόλους, όπως ο Δον Χοσέ στην «Κάρμεν» του Μπιζέ. Ο δραματικός τενόρος είναι ισχυρός και μπορεί να παράγει αρκετές υψηλές νότες με πλούσιο ήχο, όπως ακριβώς και η δραματική σοπράνο ή η μέτζο σοπράνο. Τέλος, ο χέλντεν τενόρος, γνωστός και ως τενόρος του Βάγκνερ, υποδύεται βαγκνερικούς ήρωες και έχει πιο ογκώδη φωνή.
Οι βαρύτονοι μπορούν επίσης να είναι λυρικοί ή δραματικοί, όπως ο Παπαγκένο στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ ή ο Σκάρπια στην «Τόσκα» του Πουτσίνι. Μπορούν επίσης να είναι βαρύτονοι χαρακτήρων, γνωστοί και ως «βαρύτονοι του Βέρντι». Πρόκειται για έναν τύπο φωνής που χαρακτηρίζει τις όπερες του Βέρντι και είναι ένας σπάνιος τύπος φωνής, καθώς αυτοί οι ρόλοι απαιτούν από τους τραγουδιστές να τραγουδούν τόσο χαμηλές όσο και υψηλές νότες, ενώ ενσαρκώνουν έναν δραματικό χαρακτήρα, όπως ο «Μάκβεθ» του Βέρντι.
Τέλος, υπάρχουν συνήθως τρεις τύποι μπάσου: μπάσος-βαρύτονος, buffo και basso profundo. Ο μπάσος-βαρύτονος βρίσκεται ανάμεσα στον βαρύτονο και τον μπάσο και είναι ιδανικός για να τραγουδήσει βαγκνερικούς ρόλους, όπως ο Βόταν στο «Δαχτυλίδι». Σε αντίθεση με τον μπάσο-βαρύτονο, ο basso buffo ερμηνεύει κωμικούς ρόλους με εκτεταμένες γλωσσοδέτες, όπως ο Δον Μανίφικο στην «Λα Τσενερεντόλα» του Ροσσίνι. Όσο για τον basso-profundo, είναι ο χαμηλότερος τύπος φωνής στην όπερα, με χαρακτηριστικό ρόλο τον Σαράστρο στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ.
Ορισμένες φωνές είναι τόσο μοναδικές που δεν ταιριάζουν στο σύστημα Fach, ενώ κάποιες άλλες μπορούν να τραγουδήσουν ένα ευρύ φάσμα ρόλων.Αυτή ήταν και η περίπτωση της Μαρίας Κάλλας, μιας από τις πιο εξέχουσες μορφές της όπερας όλων των εποχών.
Ενώ το σύστημα Fach μπορεί να είναι χρήσιμο για ορισμένες ομάδες όπερας και τραγουδιστές, υπάρχει πάντα ένα ισχυρό στοιχείο υποκειμενικότητας. Η φωνή μπορεί να αλλάξει με την ηλικία, και μια λυρική σοπράνο μπορεί να γίνει δραματική σοπράνο ή ακόμη και να μετατραπεί σε μέτζο. Η ταξινόμηση της φωνής δεν είναι μια ακριβής επιστήμη.
Μια φιλόξενη διοργάνωση, το Διεθνές Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου «ΑΝΩ», έφερε και φέτος στην Ερμούπολη οργανίστες και μουσικούς διεθνούς εμβέλειας, δίνοντας την ευκαιρία σε ένα πολυπληθές ετερόκλητο κοινό να παρακολουθήσει μια σειρά συναυλιών με έργα περισσότερο ή λιγότερο γνωστών συνθετών από διάφορες μουσικές περιόδους μέχρι αυτοσχεδιασμούς κι ένα ευφυές πάντρεμα παλαιότερων και σύγχρονων έργων.
Στον Καθεδρικό Ναό Αγίου Γεωργίου στην Άνω Σύρο, το ρεσιτάλ του Τζιανλούκα Λιμπερτούτσι, οργανίστα του Βικαριάτου για την Πόλη του Βατικανού στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου της Ρώμης περιελάμβανε έργα γνωστών συνθετών, όπως Μπαχ, Βιβάλντι και Φρεσκομπάλντι, αλλά και λιγότερο γνωστών, καλύπτοντας σχεδόν όλες τις περιόδους της μουσικής, από το 1600 μέχρι σήμερα.
Πριν τη συναυλία, στο προαύλιο του ναού, το κοινό καλωσόριζε ένα σύνολο πνευστών από μέλη της Φιλαρμονικής του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης.
Εντυπωσιακή ήταν η διασκευασμένη εκτέλεση της Φραγκοσυριανής που γέμισε με το ξεχωριστό της ηχόχρωμα, συναίσθημα, την κατάμεστη αίθουσα του ναού.
Σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, φιλοξενήθηκε παράλληλα, σε συνεργασία με το Τσεχικό Κέντρο της Αθήνας, η έκθεση «Διάσημοι Τσέχοι Συνθέτες» (Σμέτανα / Ντβόρζακ / Γιάνατσεκ / Μαρτίνου) του Εθνικού Μουσείου της Πράγας παρουσιάζοντας τις σπουδαίες προσωπικότητες των 4 Τσέχων συνθετών, οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα της λεγόμενης τσεχικής κλασικής μουσικής με επιδράσεις πέρα από τα σύνορα της χώρας τους.
Η δεύτερη εκδήλωση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ήταν το αποτέλεσμα της σύμπραξης δύο εξαιρετικών μουσικών, του οργανίστα Μίχαου Μαρκουσέφσκι (Πολωνία) και της σολίστριας κόρνου Μαρτίνα Ράιτμαν (Γερμανία). Η συναυλία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Πολωνικής Δημοκρατίας και την Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα. Και αυτής της συναυλίας προηγήθηκε το καλωσόρισμα του κοινού με τρεις φανφάρες από σύνολο πνευστών μελών της Φιλαρμονικής του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, στο προαύλιο του ναού.
Οι άνθρωποι που έχουν εμφυσήσει πνοή στο Φεστιβάλ
Πολύτιμο στην όλη διαδικασία είναι ότι το Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου «ΑΝΩ» δεν είναι απλώς ένα ακόμη φεστιβάλ μεταξύ πολλών που φιλοξενούνται κάθε χρόνο στην πολιτιστικά δραστήρια Ερμούπολη.
Αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό που έκανε δειλά τα πρώτα του βήματα πριν από επτά χρόνια, εξελίσσεται και προχωρά με όραμα και καινοτομίες. Ο εκτελεστικός διευθυντής του Φεστιβάλ Χάρης Βεκρής, πάντα δημιουργικός και πρωτοπόρος, έχει καταφέρει με τους ανθρώπους που αναλαμβάνουν την καλλιτεχνική ευθύνη, αλλά και τη σταθερή στήριξη του σεβασμιότατου καθολικού Επισκόπου Σύρου π. Πέτρου Στεφάνου να δημιουργήσει έναν δυναμικό θεσμό που ωριμάζει παραγωγικά και ανεβαίνει διαρκώς επίπεδο.
Σε σύντομη τοποθέτησή του, ο κος Βεκρής αναφέρθηκε ταυτόχρονα στη συμβολή της διοργάνωσης στην προβολή και αναζωογόνηση του μεσαιωνικού οικισμού της Άνω Σύρου, επισημαίνοντας πως η προσπάθεια αυτή δεν διακόπηκε ούτε κατά την περίοδο της πανδημίας. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του «ΑΝΩ», ο μαέστρος Στέφανος Τσιαλής, ευχαρίστησε στη συνέχεια όλους τους εθελοντές του Φεστιβάλ για την ανεκτίμητη προσφορά τους στη στήριξη του θεσμού και δήλωσε ενθουσιασμένος που του δίνεται η ευκαιρία και τα εφόδια για να συμβάλει κι εκείνος στην ανάπτυξη της πολιτιστικής ζωής της ιδιαίτερης πατρίδας του. Πολύτιμο εργαλείο, για μια ακόμη φορά, ήταν τα σχόλια του συμβούλου προγράμματος του Φεστιβάλ Νίκου Κανελλόπουλου, μέσα από τα οποία το κοινό γνώρισε λεπτομέρειες για το πρόγραμμα που παρουσιάστηκε και το οποίο περιλάμβανε από συνθέσεις του W.A. Mozart, μέχρι τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και τον «Χάρι Πότερ».
Από τον Μότσαρτ στον Μορικόνε
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η εκδήλωση που φιλοξενήθηκε στο προαύλιο του Ησυχαστηρίου «Παναγία της Ελπίδος» της Ιεράς Μονής των Αδελφών του Ελέους, στην Ερμούπολη, όπου το σύνολο εγχόρδων «Athens Classical Players», αποτελούμενο από μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, παρουσίασε ένα ξεχωριστό πρόγραμμα με έργα των Μότσαρτ, Μπέλα Μπάρτοκ, Αράμ Χατσατουριάν, Νίκου Σκαλκώτα και Ένιο Μορικόνε. Άλλωστε και μόνο ο τίτλος της εκδήλωσης, «Από τον Μότσαρτ στον Μορικόνε», κινούσε το ενδιαφέρον. Το κοινό είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει μελωδικά σε μια μαγική ατμόσφαιρα από ένα ανοιχτό μπαλκόνι στο Αιγαίο.
Οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με έργα για εκκλησιαστικό όργανο και φωνή, στον Καθεδρικό Ναό Αγίου Γεωργίου Άνω Σύρου, με τον Τσέχο οργανίστα Κάρελ Μαρτίνεκ και τη συριανής καταγωγής υψίφωνο Χριστίνα Ασημακοπούλου.