Τρίτη, 16 Σεπ, 2025

Βίλα Φαρνέζε: Ένα ασφαλές καταφύγιο με μυστικό κήπο

Από τον James H Smith

Στο 1504 χλμ βορειοδυτικά της Ρώμης, ο μελλοντικός πάπας καρδινάλιος Αλεσάντρο Φαρνέζε ίδρυσε την τοποθεσία στην Καπραρόλα της Ιταλίας, όπου χτίστηκε ένα κάστρο για την άμυνα κατά των εισβολών, αλλά οι οχυρώσεις δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Αφού έμεινε αδρανής η τοποθεσία μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, πήρε νέα ζωή από τον εγγονό του Αλεσάντρο.

Όταν η οικογένεια έχασε την εύνοια με την αλλαγή του παπισμού, η τοποθεσία επανασχεδιάστηκε ως καταφύγιο σε βίλα με κήπο.

Για το έργο επιλέχθηκε ο αρχιτέκτονας της ύστερης Αναγέννησης Τζιάκομο ντα Βινιόλα ο οποίος είχε εργαστεί στο παρελθόν σε σημαντικά έργα στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένης της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου.

Η βίλα είναι χτισμένη στην κορυφή μιας ηφαιστειακής οροσειράς ψηλά πάνω από την πόλη. Ο κεντρικός δρόμος ανεβαίνει σε μια περίτεχνη είσοδο που ξεκινά με μια καμπυλωτή διπλή σκάλα που οδηγεί σε ένα προαύλιο και στη συνέχεια σε μια άλλη διπλή σκάλα πριν φτάσει στην κύρια είσοδο.

Μια πενταγωνική εξωτερική πρόσοψη και μια κυλινδρική εσωτερική αυλή ορίζουν το κτίριο. Η βίλα έχει πέντε ορόφους, με τα κύρια δωμάτια στους κάτω ορόφους να βλέπουν σε μια αυλή. Τα διαμερίσματα τις οικογένεια Φαρνέζε βρίσκονται στους μεσαίους ορόφους, με θέα στην αυλή και έχουν άμεση πρόσβαση στους κήπους στο πίσω μέρος.

Οι κήποι προσφέρουν ένα μέρος αναψυχής και είναι προσβάσιμοι από τα διαμερίσματα μέσω δύο γεφυρών που διασχίζουν μια τάφρο. Οι κήποι που είναι σε αναγεννησιακό στυλ, εμπνευσμένο από τα κλασικά ιδανικά της τάξης και της ομορφιάς συνεχίζουν τη συμμετρία των πίσω όψεων. Ένα μονοπάτι οδηγεί από αυτούς τους κήπους κατά μήκος της κορυφογραμμής στον “giardino segreto”, ή μυστικό κήπο, και σε ένα μεγάλο καλοκαιρινό σπίτι στον κήπο, γνωστό ως καζίνο.

Μια διπλή εξωτερική σκάλα οδηγεί στην τοξωτή είσοδο η οποία πλαισιώνεται από προμάχωνες που προεξέχουν στα άκρα, που αρχικά σχεδιάστηκαν για να φιλοξενήσουν όπλα για περισσότερη άμυνα. Πέντε τοξωτά παράθυρα ορίζουν την μπροστινή πρόσοψη, γνωστή και ως δωμάτιο του Ηρακλή, προσφέροντας θέα στην πόλη. (marcociannarel/Shutterstock)

 

Η επιβλητική κυκλική αυλή αποτελεί το επίκεντρο κάθε δωματίου. Το κατώτερο επίπεδο θεμελιώνει τους κίονες ιονικού ρυθμού στο ανώτερο επίπεδο, οι οποίοι στη συνέχεια προβάλλονται κάθετα προς τον ουρανό. (Fabio Lotti/Shutterstock)

 

Η διάμετρος της αυλής είναι όσο και το ύψος της, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο αρμονικές αναλογίες. Το κυκλικό άνοιγμα επάνω πλαισιώνει τη θέα προς τον ουρανό. (Claudio Bottoni/Shutterstock)

 

Η κυλινδρική “Scala Regia”, ή Βασιλική Σκάλα, οδηγεί στους επάνω ορόφους και είναι επενδεδυμένη με δίδυμους δωρικούς κίονες και τοιχογραφίες, ζωγραφισμένες από τον Αντόνιο Τεμπέστα, οι τοιχογραφίες προβάλλουν στους επισκέπτες τις αρετές του καρδινάλιου Αλεξάνδρο Φαρνέζε, καθώς ανεβαίνουν τη σκάλα. (ClaudioBottoni/Shutterstock)

 

Η εντυπωσιακή πέτρινη σκάλα, επενδεδυμένη με τοιχογραφίες σε ιταλικό και φλαμανδικό στυλ, προσφέρει μια δελεαστική θέα σε ευφάνταστα τοπία. Οι σκάλες ανεβάζουν τους επισκέπτες στη στοά της αυλής του δεύτερου ορόφου που συνδέει το δωμάτιο του Ηρακλή, το παρεκκλήσι και τα διαμερίσματα της οικογένειας Φαρνέζε (Fabio Lotti/Shutterstock).

 

Η σκάλα κορυφώνεται με ένα μεγαλοπρεπή θόλο ζωγραφισμένο από τον Αντόνιο Τεμπέστα. Το οικόσημο των Φαρνέζε βρίσκεται στο κέντρο, περιτριγυρισμένο από αλληγορικές διακοσμήσεις. (DinoPh/Shutterstock)

 

Η μεγάλη τραπεζαρία, γνωστή ως Αίθουσα του Ηρακλή, είναι λεπτομερώς διακοσμημένη με τοιχογραφίες που απεικονίζουν τον μύθο του Ηρακλή που ακούσια δημιούργησε την κοντινή λίμνη Βίκο. Στο τέλος της αίθουσας υπάρχει μια σπηλιά με σιντριβάνι που περιβάλλεται από χερουβείμ και από ένα ψηφιδωτό αστικό τοπίο. Ο ήχος του νερού αντηχούσε κάποτε καταπραϋντικά μέσα στο δωμάτιο. (Massimo Santi/Shutterstock)

 

Η “Sala dei Fasti Farnesiani” (Αίθουσα των Πράξεων των Φαρνέζε) απεικονίζει τα κατορθώματα και τις ευγενείς πράξεις της οικογένειας Φαρνέζε, συμπεριλαμβανομένων σκηνών από την ίδρυση της πόλης Ορμπετέλλο και την ειρήνευση της πόλης του Ορβιέτο εκδιώκοντας τις δυνάμεις εισβολής. Οι τοιχογραφίες δείχνουν επίσης την οικογένεια Φαρνέζε ως ηγέτες στην υπηρεσία της εκκλησίας. (Claudio Bottoni/Shutterstock)

 

Στον θόλο του χειμερινού διαμερίσματος, μια τοιχογραφία απεικονίζει τις ουράνιες σφαίρες και τους κινούμενους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου την ώρα του χειμερινού ηλιοστασίου. (Jean-Pierre Dalbéra/CC0 2.0)

 

Βαθιά μέσα στους κήπους, ένα σιντριβάνι βρίσκεται στο κάτω μέρος της “σκάλας του νερού”, πάνω από την οποία το νερό ρέει σε μια πέτρινη στέρνα. (Daderot/CC0 1.0)

 

Το νερό ρέει σε μια ακολουθία στερνών και διακοσμητικών δελφινιών στην πλευρά της σκάλας από το θερινό σπίτι στον επίσημο κήπο-παρτέρι που βρίσκεται από κάτω. Αυτό το τμήμα της βεράντας είναι επενδεδυμένο από πέτρινες ερμές με κυπαρίσσια. (Claudio Caridi/Shutterstock)

 

Το θερινό σπίτι, γνωστό ως καζίνο, κατοικείτο συχνά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Δύο χαγιάτια, ένα σε κάθε πλευρά του σπιτιού, ήταν δημοφιλείς χώροι εστίασης που προσέφεραν απολαυστική θέα στον κήπο. (Ragemax/Shutterstock)

Η τέχνη του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου

Γράφει η Diana Barth

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Χάρη στην τύχη, η επίσκεψή μου στην οικογένειά μου στο Γιουτζίν του Όρεγκον συνέπεσε με μια εξαιρετική έκθεση χαρακτικών ιαπωνικού θεάτρου και άλλων αντικειμένων στο Μουσείο Τέχνης Jordan Schnitzer, σημαντικό κέντρο ασιατικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον στο Γιουτζίν.

Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το ιαπωνικό θέατρο, καθώς πριν από μερικά χρόνια είχα το προνόμιο ως ηθοποιός να παίξω έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα αυθεντικό έργο θεάτρου Καμπούκι, κάτω από την καθοδήγηση δυο διακεκριμένων ηθοποιών-σκηνοθετών του Καμπούκι από το Τόκιο: τον Ματσουμότο Κοσίρο Η΄ και τον συνάδελφό του, Νακαμούρα Ματαγκόρο Β΄.

Το έργο, «Κανίντσο», ήταν παραγωγή του Ινστιτούτου Προηγμένων Σπουδών Παραστατικών Τεχνών στη Νέα Υόρκη, με αυθεντικά κοστούμια από το Τόκιο.

Μέσω της διευθύντριας του τμήματος επικοινωνίας του Μουσείου, της Ντέμπι Γουίλιαμσον-Σμιθ, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με την Αν Ρόουζ Κιταγκάβα και τον Γκλιν Γουόλεϊ, συν-διοργανωτές της έκθεσης, που είχε τον τίτλο «Η τέχνη του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου».

Μέρος των καθηκόντων της Κιταγκάβα ως κύριας επιμελήτριας των συλλογών και της ασιατικής τέχνης και ως διευθύντριας των ακαδημαϊκών προγραμμάτων είναι η συντήρηση και μετάφραση των διακεκριμένων κινέζικων, κορεάτικων και ιαπωνικών συλλογών του μουσείου.

Ο καθηγητής Γουόλεϊ διδάσκει Γλώσσες και Λογοτεχνία της νοτιοανατολικής Ασίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Η έκθεση υποστηρίζει τα πρόσφατα μαθήματα που παρέδωσε πάνω στο παραδοσιακό ιαπωνικό θέατρο και στόχος της είναι να μεταφέρει στους σπουδαστές και στους επισκέπτες της την αίσθηση της ευγένειας, του μυστηρίου και της λαμπρότητας των θεατρικών μορφών Νο, Κυογκέν, Καμπούκι και Μπουνράκου.

«Η έκθεση του καθηγητή Γουόλεϊ μάς δείχνει ξεκάθαρα τη συναρπαστική συμβιωτική σχέση ανάμεσα στη σκηνή και τη σελίδα – την παράσταση όπως παίζεται και βιώνεται από τους θεατές σε σχέση με την ευφυή λογοτεχνία και τα καλλιτεχνικά μέσα που επιστρατεύονται για να ικανοποιήσουν αυτούς τους θεατές», λέει η Κιταγκάβα.

Το Μουσείο Τέχνης Jordan Schnitzer [Jordan Schnitzer Museum of Art (JSMA)] ιδρύθηκε το 1932 από την Γερτρούδη Μπας Γουόρνερ [Gertrude Bass Warner] ως Συλλογή Ανατολικής Τέχνης Μάρεϊ Γουόρνερ [Murray Warner Collection of Oriental Art]. Εκτός από τα σχεδόν 14.000 αντικείμενα καλών και διακοσμητικών τεχνών που φιλοξενεί κυρίως από την Κίνα, την Ιαπωνία και την Κορέα, στο μουσείο υπάρχουν επίσης και αμερικάνικα και ευρωπαϊκά έργα.

Για τη συγκεκριμένη έκθεση, οι δυο μόνιμες ιαπωνικές γκαλερί του JSMA, Preble/Murphy, εκθέτουν 72 αντικείμενα (περίπου τα μισά από τη μόνιμη συλλογή του μουσείου και τα άλλα μισά δανεισμένα από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές). Περιλαμβάνει, όχι μόνο εκτυπώσεις ξυλογραφίας που αναπαριστούν ηθοποιούς των τεσσάρων προαναφερθέντων μορφών του ιαπωνικού θεάτρου, αλλά και επιλεγμένα έργα ζωγραφικής, τυπωμένα βιβλία, σκαλισμένα μικροσκοπικά νετσούκε, ένα κομψό φόρεμα από το Νο, μια ξυλόγλυπτη μάσκα και τρεις υπέροχες μαριονέτες Μπουνράκου.

«Κοιμισμένος Σότζο». Νετσούκε από σκαλισμένο ελεφαντόδοντο, που απεικονίζει έναν Σότζο, χαρακτήρα της ιαπωνικής μυθολογίας (Victoria & Albert Museum, Λονδίνο). Τα νετσούκε ήταν μικρά σαν κουμπιά γλυπτά, που χρησιμοποιούνταν για να κλείνουν τα σακούλια-τσέπες, που κρέμονταν από τα παραδοσιακά ρούχα των ανθρώπων στην Ιαπωνία.

 

Υπάρχει επίσης μια οθόνη επαφής όπου οι θεατές μπορούν να δουν μικρά βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα πραγματικών παραστάσεων παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου αλλά και αρχείο ιστορικών φωτογραφιών.

Αυτή η εκτεταμένη και λεπτομερής έκθεση με συγκίνησε βαθιά, καθώς το περιεχόμενό της ανέσυρε με ένταση από τη μνήμη μου την προσωπική μου εμπειρία με το Καμπούκι και άλλα στοιχεία της ιαπωνικής παράδοσης.

Τέσσερεις μορφές δραματικής αναπαράστασης

Στο Νο, που χρησιμοποιεί μουσική, χορό και δραματική αναπαράσταση, η κίνηση είναι αργή, η γλώσσα ποιητική και συχνά οι παραστάσεις διαρκούν μια ολόκληρη ημέρα. Η τετράγωνη, ξύλινη σκηνή είναι συνήθως στημένη περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος και είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε τα βήματα των ηθοποιών να ακούγονται δυνατά. Όλοι οι ρόλοι, αντρικοί και γυναικείοι, παίζονται από άντρες.

Το χαρακτικό από το “The Fulling Block”, ένα δράμα του Νο, μας δείχνει μια γυναίκα που χτυπά ύφασμα (fulling) για να το μαλακώσει. Όταν ο σύζυγός της φεύγει μακριά για δουλειές, αυτή μαραζώνει και τελικά πεθαίνει.

Ένα δείγμα από το Κυογκέν (κωμικά κομμάτια που παίζονται στα διαλείμματα μιας παράστασης Νο) ξεχωρίζει για το λόγο ότι είναι δημιουργημένο από μια Σκοτσέζα, την Ελίζαμπεθ Κιθ, η οποία έζησε στην Ιαπωνία για ένα διάστημα και μελέτησε τις τεχνικές τους.

«Η κυρία Κιθ ήταν μια πολύ σοβαρή καλλιτέχνις, και η απεικόνισή της του ηθοποιού Σιγκεγιάμα είναι κομψή, ακριβής και με λεπτές αποχρώσεις», λέει η Κιταγκάβα.

Το Μπουνράκου, με ρίζες που φτάνουν πίσω στον 16ο αιώνα, μοιράζεται πολλά στοιχεία, όπως και έργα ρεπερτορίου, με το Καμπούκι. Αντί όμως για ηθοποιούς επί σκηνής, χρησιμοποιεί μεγάλες μαριονέτες που τις χειρίζονται ειδικευμένοι κουκλοπαίκτες. Το δείγμα της έκθεσης από το Μπουνράκου δείχνει τους ηθοποιούς Μοντζούρο και Τζιχέι να παίζουν δύο μαριονέτες φυσικού (ανθρώπινου) μεγέθους.

Το Καμπούκι, αναμφισβήτητα η πιο ζωντανή και δραματική από τις τέσσερεις θεατρικές μορφές, στην αρχή της ιστορίας του παιζόταν από ανθρώπους του περιθωρίου, που χόρευαν υπαινικτικούς χορούς και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε δημοφιλή στυλοβάτη του πρώιμου σύγχρονου ιαπωνικού πολιτισμού.

Είναι αρκετά ενδιαφέρον το ότι το Καμπούκι πρωτοπαρουσιάστηκε το 1603 από μια γυναίκα, την Ιζούμο νο Οκούνι, με όλους τους ρόλους να παίζονται από γυναίκες. Αργότερα, αυτό άλλαξε και άντρες ηθοποιοί έπαιζαν όλους τους ρόλους.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, είχα παίξει σε ένα έργο Καμπούκι στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που στον θίασό μας υπήρχαν και άντρες και γυναίκες ηθοποιοί, κάποιους αντρικούς ρόλους τους ανέλαβαν γυναίκες. Η περίπλοκη λογοτεχνία των έργων Καμπούκι, που είναι μέχρι και σήμερα μέρος του ρεπερτορίου του, αριθμεί περί τα 250 έργα.

Στο «Για-νο-νε», ο Ιτσικάβα Νταντζούρο Θ΄ μοιάζει να εκτελεί μια μίε, μια αυστηρή πόζα που χρησιμοποιεί ο ηθοποιός για να τονίσει ένα σημαντικό στοιχείο στη δράση του έργου και στην οποία συχνά τα μάτια αλληθωρίζουν.

Η μίε συνήθως γίνεται είτε πάνω στο κέντρο της σκηνής κοιτώντας το κοινό, είτε στο χαναμίτσι, πλατφόρμα που οδηγεί από το πίσω μέρος του θεάτρου πάνω στην καθαυτό σκηνή.

Ο επιβλητικός Ματσουμότο Κοσίρο Ε΄ απεικονίζεται στο έργο Καμπούκι «Πολύτιμο άρωμα και το τριφύλλι του Σεν-ντάι». Ένα άλλο χαρακτικό δείχνει τον Νακαμούρα Σικάν Β΄ (έναν οναγκάτα, ηθοποιό γυναικείων ρόλων) με ένα εξαίσιο κυματιστό φόρεμα ως Οχάτσου. Ίσως σας ενδιαφέρει η παρατήρηση ότι ο δεύτερος σκηνοθέτης του έργου όπου είχα παίξει, ήταν και αυτός οναγκάτα.

Σε ένα εντυπωσιακό χαρακτικό, ο Ματσουμότο Κοσίρο Ζ΄ αναπαριστά τον κακό Ικίου από το «Συμπλήρωμα στη συλλογή πορτρέτων Σούνσεν».

Η Νταϊάνα Μπαρθ γράφει για το περιοδικό τέχνης Millenium. Για περισσότερες πληροφορίες: diabarth@juno.com

[give_form id=”3924″]