Παρασκευή, 13 Σεπ, 2024

Aλάτι: Ένας χρήσιμος σύμμαχος στην καταπολέμηση του καρκίνου

Θα μπορούσε κάτι τόσο κοινό όπως το μαγειρικό αλάτι να είναι το κλειδί για την ανάπτυξη της θεραπείας του καρκίνου;

Δύο νέες μελέτες, που δημοσιεύθηκαν στις 28 Αυγούστου στο περιοδικό Nature Immunology, διαπίστωσαν ότι τα αυξημένα επίπεδα αλατιού ενισχύουν σημαντικά τις αντικαρκινικές ικανότητες των κυττάρων του ανοσοποιητικού.

Μία από τις δύο μελέτες έδειξε, επίσης, ότι τα ποντίκια που ακολούθησαν μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι μείωσαν το μέγεθος των όγκων τους ως αποτέλεσμα.

«Μείναμε έκπληκτοι βλέποντας ότι το αλάτι βελτίωσε τη ζωντάνια τους, τον μεταβολισμό τους και τη λειτουργία καταπολέμησης [των όγκων], οδηγώντας σε μείωση της ανάπτυξης των όγκων στα ποντίκια», είπε στους Epoch Times μέσω email η Δρ Κριστίνα Ζιελίνσκι, επικεφαλής συγγραφέας μιας εκ των μελετών.

«Το αλάτι αποδείχθηκε πως είναι ένα απλό αλλά αγνοημένο στοιχείο», που ενισχύει την αποτελεσματικότητα των αντικαρκινικών κυττάρων, πρόσθεσε η Δρ Ζιελίνσκι, η οποία είναι  επικεφαλής του τμήματος Ανοσολογίας Λοιμώξεων στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Σίλλερ (Friedrich Schiller University) της Ιένας, στη Γερμανία.

Ενώ μελέτες υποδηλώνουν ότι μια προσέγγιση βασισμένη στο αλάτι θα μπορούσε να γίνει ένα πολύτιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση του καρκίνου, οι ερευνητές είπαν σε δήλωση Τύπου πως δεν συνιστούν την επιπρόσθετη κατανάλωση αλατιού στους ανθρώπους για να ενεργοποιήσουν μια ανοσολογική αντίδραση ενάντια στον καρκίνο.

Το αλάτι ενισχύει τα φονικά Τ κύτταρα

Ερευνητές από το Ινστιτούτο Λάιμπνιτς για την Έρευνα Φυσικών Προϊόντων και τη Λοιμώδη Βιολογία – στο Ινστιτούτο Χανς Κνολλ ανακάλυψαν ότι το νάτριο, ένα συστατικό του μαγειρικού αλατιού, ενισχύει σημαντικά τη δραστηριότητα των Τ κυττάρων. Τα Τ κύτταρα είναι ένα είδος κυττάρων του ανοσοποιητικού που καταπολεμούν τον καρκίνο.

Τα φονικά Τ κύτταρα, συγκεκριμένα τα CD8+ κύτταρα, είναι απαραίτητα για την αναγνώριση και την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Αναγνωρίζουν τα καρκινικά κύτταρα από τις καρκινικές πρωτεΐνες και απελευθερώνουν τοξικές ουσίες για να τα σκοτώσουν απευθείας.

Η μελέτη με επικεφαλής τη Δρα Ζιελίνσκι έδειξε ότι οι ανθρώπινοι καρκινικοί όγκοι μαστών έχουν υψηλότερα επίπεδα νατρίου σε σχέση με τους υγιείς ιστούς. Η προσθήκη αλατιού βοήθησε τα Τ κύτταρα να καταπολεμήσουν τον καρκίνο, οδηγώντας σε μεγαλύτερα ποσοστά επιβίωσης για τους ασθενείς.

Τ κύτταρα τα οποία επεξεργάστηκαν με αλάτι προστέθηκαν επίσης στους όγκους στις καλλιέργειες κυττάρων και στα ποντίκια. Οι ερευνητές βρήκαν ότι το αλάτι βοηθάει τα Τ κύτταρα να χρησιμοποιήσουν τη ζάχαρη και τα αμινοξέα καλύτερα, με αποτέλεσμα την επαύξηση της ικανότητας εξουδετέρωσης των καρκινικών όγκων.

«Μπορέσαμε να δείξουμε ότι το νάτριο ενισχύει την ανοσολογική αντίδραση των κυττάρων CD8+», είπε ο Τσανγκ-Φενγκ Τσου, συν-συγγραφέας της μελέτης, σε δήλωση Τύπου.

Περαιτέρω πειράματα έδειξαν ότι «οι παγκρεατικοί όγκοι συρρικνώθηκαν στα ποντίκια αφού τα εμβολιάσαμε με Τ κύτταρα στα οποία είχε γίνει προηγουμένως επεξεργασία με αλάτι», εξήγησε ο κος Τσου. Το αλάτι βελτίωσε τον μεταβολισμό και τα επίπεδα ενέργειας των Τ κυττάρων ενεργοποιώντας μια ειδική αντλία στα Τ κύτταρα.

«Αυτή η αντλία ενισχύει την είσοδο ασβεστίου στα κύτταρα, ενεργοποιώντας σήματα που ενισχύουν την ενεργοποίηση των Τ κυττάρων CD8+», πρόσθεσε η Δρ Ζιελίνσκι.

Μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι μειώνει τους όγκους

Μελέτη του Ερευνητικού Νοσοκομείου IRCCS Humanitas στην Ιταλία, με επικεφαλής τον Ενρίκο Λούλι, επίσης έδειξε ότι η προσθήκη αλατιού στις κυτταρικές καλλιέργειες μπορεί να ξυπνήσει τα Τ κύτταρα, αυξάνοντας τη μακροζωία τους και τη δράση τους κατά των όγκων.

Ποντίκια στα οποία δόθηκε περισσότερο αλάτι επίσης έδειξαν μειωμένη ανάπτυξη των όγκων λόγω της βελτιωμένης δραστηριότητας των Τ κυττάρων, βρήκαν οι ερευνητές.

Ο Λούλι δήλωσε σε δελτίο Τύπου πως η προσθήκη αλατιού εμποδίζει τη γρήγορη εξάντληση των  κυττάρων. Βελτιώνει επίσης τον μεταβολισμό και την ενέργεια των Τ κυττάρων, κάνοντας τα πιο αποτελεσματικά ενάντια στον καρκίνο.

Οι ερευνητές βρήκαν πως η προσθήκη αλατιού στα Τ κύτταρα είχε επίδραση παρόμοια με αυτήν της έκθεσης των κυττάρων σε φάρμακα ανοσοθεραπείας και βελτίωνε τη δραστηριότητα τους.

Η συν-συγγραφέας της μελέτης, ογκολόγος και ερευνήτρια Ανιέζε Λοζούρντο, είπε σε δήλωση Τύπου ότι τα υψηλότερα επίπεδα νατρίου στο αίμα συνδέονται με καλύτερη απόκριση στην καρκινική ανοσοθεραπεία.

Ωστόσο, οι συγγραφείς επεσήμαναν πως μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι «δεν μεταφράζεται ευθέως στους ανθρώπους λόγω των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει στο καρδιαγγειακό σύστημα».

Αντ΄αυτού, προτείνουν την έκθεση των Τ κύτταρων σε υψηλά επίπεδα αλατιού για σύντομο χρονικό διάστημα και τη μεταμόσχευσή τους στους ασθενείς ως μια μορφή καρκινικής θεραπείας.

«Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το χλωριούχο νάτριο έχει σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργικότητα των CD8 Τ λεμφοκυττάρων, κύτταρα κρίσιμα για την αντικαρκινική απόκριση», είπε ο Λούλι.

Σύμφωνα με την ομάδα, ενώ αυτά τα ευρήματα είναι πολλά υποσχόμενα, χρήζουν επιβεβαίωσης σε κλινικό περιβάλλον.

Η προσοχή είναι το κλειδί

Αυτά τα ευρήματα προσθέτουν σε ένα όλο και αυξανόμενο σώμα αποδείξεων που δείχνουν ότι το αλάτι ενισχύει την ανοσολογική απόκριση του σώματος κατά των καρκινικών κυττάρων. Μελέτη του 2019 από το Βέλγιο έδειξε ότι μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι στα ποντίκια μείωσε την ανάπτυξη των όγκων, σε σχέση με τα ποντίκια που δεν ακολούθησαν ανάλογη δίαιτα.

Παρόλα αυτά, χρειάζεται προσοχή. Παρά τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα, ο Δρ Λούλι δήλωσε πως αυξάνοντας απλά την πρόσληψη αλατιού μέσω της διατροφής δεν θα έχει τα ίδια αποτελέσματα και θα μπορούσε μάλιστα να αποβεί επιβλαβής.

Πρόσφατη μελέτη βρήκε ότι οι άνθρωποι που αλάτιζαν περισσότερο το φαγητό τους είχαν 41% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν γαστρικό καρκίνο σε σχέση με αυτούς που σπάνια ή ποτέ δεν πρόσθεταν αλάτι. Έρευνες δείχνουν επίσης πως η υπερβολική πρόσληψη αλατιού μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακή νόσο, χρόνια νεφρική νόσο, οστεοπόρωση και καρκίνο του στομάχου.

Ο Δρ Λούλι πρόσθεσε πως τα πλεονεκτήματα που παρατηρήθηκαν στις μελέτες είναι σχετικά με την επεξεργασία των συγκεντρώσεων του αλατιού έξω από το σώμα για την ενίσχυση της δραστηριότητας των κυττάρων του ανοσοποιητικού. Η Δρ Ζιελίνσκι συμφωνεί, προσθέτοντας πως η εστίαση βρίσκεται στην έκθεση των κυττάρων του ανοσοποιητικού σε υψηλότερες συγκεντρώσεις αλατιού σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον προτού εισαχθούν στους ασθενείς.

Και οι δύο ερευνητικές ομάδες εξερευνούν τώρα το πώς αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε ένα κλινικό περιβάλλον για την πρόοδο της ανοσοθεραπείας.

Της  Cara Michelle Miller

 

Κάταγμα ισχίου: Πιο θανατηφόρο από ορισμένα είδη καρκίνου

Στα άτομα άνω των 50, ο κίνδυνος κατάγματος λόγω οστεοπόρωσης αυξάνεται σημαντικά, οδηγώντας σε υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι τα ποσοστά επιβίωσης των ηλικιωμένων ατόμων ύστερα από κάταγμα ισχίου είναι χαμηλότερα και από αυτά του καρκίνου του παχέος εντέρου, της δεύτερης κυριότερης αιτίας θανάτου από καρκίνο στις ΗΠΑ.

Το κάταγμα ισχίου, συχνά αποκαλούμενο και «ο σιωπηρός δολοφόνος των ηλικιωμένων», συμβαίνει όταν το μηριαίο οστό σπάει κοντά στην άρθρωση του ισχίου. Πρόσφατη έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Bone and Mineral Research Plus τον Μάιο, ανακάλυψε πως το ποσοστό επιβίωσης των ηλικιωμένων μειώνεται δραστικά ύστερα από κάταγμα, με τα κατάγματα ισχίου να έχουν τη χειρότερη πρόγνωση.

Χαμηλά ποσοστά επιβίωσης μετά από κάταγμα ισχίου

Η μελέτη εξέτασε 98.474 ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω, οι οποίοι υπέστησαν κάταγμα σε διάφορα σημεία, μεταξύ του 2011 και του 2015. Σε αντιστοιχία 1:1 με αυτούς  τους ασθενείς, εξετάστηκαν άτομα που δεν είχαν υποστεί κάταγμα, με βάση το φύλο, την ηλικία, το αν διαμένουν στην πόλη ή την εξοχή και τις όποιες ασθένειες συνδέονται με κίνδυνο κατάγματος. Ύστερα από παρακολούθηση έως και έξι ετών, οι ερευνητές εκτίμησαν το γενικό ποσοστό επιβίωσης των ασθενών με κάταγμα και το συνέκριναν με το σχετικό ποσοστό επιβίωσης των ατόμων χωρίς κάταγμα.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτοί που είχαν υποστεί κάταγμα ισχίου είχαν το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης, ακολουθούμενο από αυτούς με κάταγμα σπονδύλου. Το γενικό ποσοστό επιβίωσης ενός έτους για ασθενείς με κάταγμα ισχίου ήταν 67,7% για τους άντρες και 78,5% για τις γυναίκες. Για τους ασθενείς με κάταγμα σπονδύλου, το γενικό ποσοστό επιβίωσης ενός έτους ήταν 75,5% για τους άντρες και 84,9% για τις γυναίκες. Αντιθέτως, το γενικό ποσοστό επιβίωσης ενός έτους για τους συμμετέχοντες χωρίς κάταγμα παρέμεινε πάνω από 90% και για τα δύο φύλα.

Ανάμεσα στους ασθενείς με κάταγμα ισχίου, λιγότερο από το ένα τρίτο (32,3%) των αντρών και λιγότερο από το μισό (44,7%) των γυναικών επιβίωσαν για πάνω από πέντε χρόνια. Για τους ασθενείς με κάταγμα σπονδύλου, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών ήταν 37,6% για τους άντρες και 54,1% για τις γυναίκες.

Να σημειωθεί ότι οι ασθενείς ηλικίας 85 ετών και άνω είχαν τη χειρότερη πρόγνωση. Συγκεκριμένα, οι άντρες με κάταγμα ισχίου είχαν το χαμηλότερο γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών, με μόλις 17,9%, ενώ οι άντρες με κάταγμα σπονδύλου είχαν ποσοστό επιβίωσης 19,7%. Οι γυναίκες είχαν ελάχιστα μεγαλύτερο γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών, με 30% για κάταγμα ισχίου και 35,7% για κάταγμα σπονδύλου.

Επιπροσθέτως, η μελέτη βρήκε πως σε σχέση με τα άτομα χωρίς κάταγμα, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών ύστερα από κάταγμα ισχίου ήταν το χαμηλότερο, στο 49,9% για τους άντρες και 65% για τις γυναίκες. Για τα κατάγματα σπονδύλου, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο, στο 53,9% για τους άντρες και 72,7% για τις γυναίκες.

Η μελέτη επίσης έδειξε πως, ενώ το ποσοστό επιβίωσης ύστερα από κάταγμα ήταν γενικά υψηλότερο στις γυναίκες από ό,τι στους άντρες, οι γυναίκες διατρέχουν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο κατάγματος και είναι πιο πιθανό να πάθουν μεταγενέστερα κατάγματα. Αυτά τα μεταγενέστερα κατάγματα ευθύνονται για έως και τα δύο τρίτα των συνολικών θανάτων των γυναικών με κάταγμα.

Ο Ζακ Μπράουν, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας και καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Λαβάλ στον Καναδά, είπε σε δήλωση Τύπου ότι «τα ποσοστά επιβίωσης μειώθηκαν δραματικά εντός ενός μηνός ύστερα από οποιοδήποτε είδος κατάγματος, με το ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών να είναι ίδιο ή χειρότερο από αυτό κάποιων κοινών καρκίνων».

Στη μελέτη, οι ερευνητές σημείωσαν ότι, στις περιοχές όπου διέμεναν οι συμμετέχοντες, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για τους ασθενείς με καρκίνο που διεγνώσθησαν μεταξύ του 2012 και του 2016 ήταν 94% για τους άντρες με καρκίνο του προστάτη και 89% για γυναίκες με καρκίνο του μαστού.

Όσον αφορά τα πιο συνηθισμένα είδη καρκίνου στις ΗΠΑ, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για το μελάνωμα (καρκίνο του δέρματος) είναι περίπου στο 94%, ενώ το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, του δεύτερου κυριότερου καρκίνου που ευθύνεται για τους θανάτους στις ΗΠΑ, είναι γύρω στο 65%.

Συγκριτικά, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για κάταγμα ισχίου σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είναι χαμηλότερο από αυτό των καρκίνων που προαναφέρθηκαν.

Παράγοντες που συμβάλουν σε χαμηλά ποσοστά επιβίωσης σε ασθενείς με κάταγμα

Η έρευνα αποκάλυψε ότι, το έτος πριν το κάταγμά τους, το 32% με 45% των γυναικών ασθενών και το 7% με 14% των αντρών ασθενών είχαν λάβει θεραπεία για οστεοπόρωση, με υψηλότερα ποσοστά θεραπείας για αυτούς με κάταγμα σπονδύλου. Επιπλέον, οι ασθενείς με κάταγμα σπονδύλου ήταν πιο πιθανό να έχουν ιστορικό θεραπείας με οπιοειδή, τα οποία συνταγογραφούνται για τον πόνο που σχετίζεται με την οστεοπόρωση, σε σχέση με αυτούς που είχαν κάταγμα σε άλλα σημεία.

Εκτός από παλαιότερη θεραπεία για την οστεοπόρωση, οι ερευνητές μίλησαν επίσης και για άλλους λόγους που ευθύνονται για τα χαμηλά ποσοστά επιβίωσης των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω. Για παράδειγμα, τα μεταγενέστερα κατάγματα είναι ένας από τους πιθανούς βραχυπρόθεσμους παράγοντες για το μειωμένο ποσοστό επιβίωσης ενός έτους, καθώς το αρχικό κάταγμα αυξάνει τον κίνδυνο περαιτέρω καταγμάτων. Περιεγχειρητικές επιπλοκές σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση επίσης φαίνεται να αυξάνουν την θνησιμότητα τους πρώτους μήνες έπειτα από κάταγμα. Επιπλέον, η συνολική αδυναμία των ηλικιωμένων συνδέεται με μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας – αυτή η αδυναμία είναι πιθανό να αυξηθεί ύστερα από ένα κάταγμα, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η μελέτη εστίασε σε προγνώσεις για τους ασθενείς με κάταγμα και στις αντίστοιχες επεμβάσεις για τη βελτίωση του αποτελέσματος, αυξάνοντας έτσι τα ποσοστά επιβίωσης στους ηλικιωμένους με κάταγμα. Ο Δρ Μπράουν τόνισε σε δήλωση Τύπου πως «αυτές οι παρατηρήσεις υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για αλλαγή της στάσης μας προς αυτούς τους ασθενείς και για παροχή δευτερεύουσας προληπτικής παρέμβασης πριν το εξιτήριο από το νοσοκομείο, όπως συνιστάται από την Αμερικανική Εταιρεία Έρευνας Οστών και Μετάλλων (American Society for Bone and Mineral Research)».

Αυξημένα ποσοστά κατάγματος ισχίου ανάλογα με την ηλικία

Σύμφωνα με το Johns Hopkins Medicine, τα κατάγματα ισχίου είναι συνηθισμένα στις ΗΠΑ, με 350.000 αναφερόμενες περιπτώσεις ετησίως.

Σε πιο νεαρά άτομα, τα κατάγματα ισχίου συνήθως προκαλούνται από σοβαρό τραυματισμό, όπως ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Καθώς το άτομο μεγαλώνει, τα οστά του γίνονται πιο εύθραυστα. Μετά την ηλικία των 50 ετών, η περίπτωση κατάγματος ισχίου διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια. Επομένως, τα περισσότερα κατάγματα ισχίου συμβαίνουν σε αυτούς πάνω από 60 ετών, με την πτώση να είναι η πιο συνηθισμένη αιτία μεταξύ των ηλικιωμένων.

Πέντε προληπτικά βήματα για την μείωση του κινδύνου κατάγματος ισχίου

Το κάταγμα ισχίου στους ηλικιωμένους μπορεί να προκαλέσει διάφορες επιπλοκές, αυξάνοντας την πιθανότητα θανάτου και κάνοντας την ανάρρωση πιο δύσκολη, έχοντας προκαλέσει πιθανώς απώλεια της ανεξαρτησίας, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και κατάθλιψη.

Η Δρ Ντέμπορα Σέλμεϊερ, διευθύνουσα ιατρός στο Κέντρο Μεταβολισμού Οστών Johns Hopkins (Johns Hopkins Metabolic Bone Center), δήλωσε στην επίσημη ιστοσελίδα του Κέντρου ότι «οι πιο ηλικιωμένοι μπορεί να έχουν απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές κατά τη διάρκεια ή μετά την εγχείρηση για την αντιμετώπιση ενός κατάγματος ισχίου, όπως θρόμβους στο αίμα, μόλυνση και καρδιακή αρρυθμία». Έδωσε έμφαση στη σημασία λήψης όλων των πιθανών μέτρων πρόληψης ενός κατάγματος, και δη του κατάγματος του ισχίου. Τα παρακάτω βήματα αποτελούν σημαντικούς τρόπους μείωσης της πιθανότητας κατάγματος ισχίου:

  1. Ελέγξτε την οστική μάζα και διατηρείστε την δύναμη των οστών: Συνιστάται σε όλες τις γυναίκες 65 ετών και άνω, όπως επίσης και στις νεαρές γυναίκες με υψηλό κίνδυνο κατάγματος, να υποβληθούν σε μέτρηση οστικής μάζας. Η Δρ Σέλμεϊερ σημείωσε πως ο έλεγχος για οστεοπόρωση επιτρέπει στον ιατρό σας να αναπτύξει ένα σχέδιο αντιμετώπισης για να διατηρήσει τα οστά σας δυνατά και να αποτρέψει τα κατάγματα. Οι άντρες ηλικίας άνω των 70 ετών ή αυτοί που χρησιμοποιούν κορτικοστεροειδή φάρμακα, όπως πρεδνιζόνη, για εκτεταμένη χρονική περίοδο, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πάσχουν από λέπτυνση των οστών και θα πρέπει να μιλήσουν με τον ιατρό τους σχετικά με τον έλεγχο οστεοπόρωσης.
  2. Διατηρήστε τους μυς σας δυνατούς: Οι ασκήσεις που χτίζουν τη δύναμη, την αντοχή και την ισορροπία των μυών συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου των καταγμάτων που προκαλούνται από το γλίστρημα, το παραπάτημα ή την πτώση. Μια μελέτη βρήκε πως η συχνή άσκηση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο πτώσης στους ηλικιωμένους κατά 14,3%.
  3. Εξασφαλίστε επαρκή διατροφή για την υγεία των οστών: Οι γυναίκες κάτω των 50 ετών και οι άντρες κάτω των 70 ετών θα πρέπει να στοχεύουν στα 1.000 mg ασβεστίου ημερησίως, ενώ οι γυναίκες άνω των 50 ετών και οι άντρες άνω των 70 ετών θα πρέπει να στοχεύουν στα 1.200 mg ημερησίως. Η Δρ Σέλμεϊερ υπέδειξε πως η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου. Συνιστάται η λήψη 600 IU βιταμίνης D ημερησίως πριν την ηλικία των 70 ετών και 800 IU ημερησίως μετά την ηλικία των 70 ετών. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να μειώσει σημαντικά την πιθανότητα κατάγματος. Επιπροσθέτως, είναι σημαντική η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών πλούσιων σε κάλιο, όπως οι μπανάνες και το σπανάκι. Προηγούμενη μελέτη της Δρος Σέλμεϊερ και των συνεργατών της βρήκε ότι το κάλιο έχει θετική επίδραση στον μεταβολισμό του ασβεστίου. Οι πρωτεΐνες επίσης βοηθούν στη διατήρηση της μυϊκής μάζας και υποστηρίζεουν την ανάπτυξη των οστών.
  4. Ελέγξτε τα φάρμακα και την όρασή σας: Αν έχετε ζαλάδες, ίλιγγο, αδυναμία ή απώλεια ισορροπίας ενώ περπατάτε, συμβουλευτείτε τον ιατρό σας για να αναθεωρήσει τα φάρμακά σας, καθώς κάποια από αυτά μπορεί να έχουν παρενέργειες που αυξάνουν τον κίνδυνο πτώσης. Επιπλέον, σιγουρευτείτε πως ελέγχετε τακτικά τα μάτια σας και αναβαθμίστε τη συνταγή των γυαλιών σας εάν κριθεί απαραίτητο, καθώς η καθαρή όραση μπορεί να αποτρέψει τις πτώσεις.
  5. Βελτιώστε την ασφάλεια του σπιτιού: Καθώς οι περισσότερες πτώσεις συμβαίνουν στο σπίτι, κάποιες απλές αλλαγές μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο. Για παράδειγμα, διατηρείτε το πάτωμα και τα σκαλιά τακτικά και σκεφτείτε μήπως τοποθετήσετε κιγκλιδώματα στις σκάλες. Χρησιμοποιείτε αντιολισθητικά πατάκια στην μπανιέρα και το δάπεδο του μπάνιου, και τοποθετήστε μπάρες στο μπάνιο και το ντους. Αφαιρέστε τα χαλιά και βελτιώστε τον φωτισμό. Επιπλέον, το να περπατάτε ξυπόλυτοι ή με κάλτσες αυξάνει τον κίνδυνο πτώσης, οπότε και για το σπίτι συνιστάται η χρήση παπουτσιών που εφαρμόζουν καλά.

Της Ellen Wan

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Μαστογραφία: Απαραίτητη μετά τα 40 ή μετά τα 50;

Περίπου το 20% των γυναικών στα 40 τους θα καθυστερούσαν τον έλεγχο για καρκίνο του μαστού μέχρι περίπου την ηλικία των 50 ετών, εάν τους δινόταν η δυνατότητα ενημερωμένης επιλογής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.

Η μελέτη βρήκε πως οι γυναίκες που επέλεξαν να καθυστερήσουν τη μαστογραφία (απεικονιστικός έλεγχος για τον πρώιμο εντοπισμό του καρκίνου του μαστού) είχαν καταταχθεί σε κατηγορία χαμηλού κινδύνου και ανησυχούσαν περισσότερο για τη ζημιά που θα μπορούσε να προκληθεί από την υπερδιάγνωση.

«Συνήθεις λόγοι για την αναβολή του ελέγχου περιλαμβάνουν την έλλειψη οικογενειακού ιστορικού, τον μικρό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου και τις ανησυχίες για τυχόν βλάβες από τους απεικονιστικούς ελέγχους», αναφέρουν στη μελέτη τους οι συγγραφείς, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.

«Αυτά τα δεδομένα υποδεικνύουν πως πολλές γυναίκες που θέλουν να αναβάλουν τον απεικονιστικό έλεγχο λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα αποδεικτικά στοιχεία και αποφασίζουν πως, για αυτές, οι ζημιές υπερτερούν των πλεονεκτημάτων στην ηλικία τους», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Η ενημέρωση επηρεάζει την απόφαση

Η έρευνα αξιολόγησε σχεδόν 500 γυναίκες ηλικίας 39 έως 49, στις οποίες δόθηκε ένα βοήθημα σχετικά με τη λήψη απόφασης για το εάν θα ήθελαν να συμμετάσχουν σε απεικονιστικό έλεγχο για τον καρκίνο του μαστού. Τα 2/3 των γυναικών είχαν ήδη υποβληθεί σε μαστογραφία.

Το βοήθημα που έλαβαν αποκάλυπτε τις πιθανές επιπλοκές της υπερδιάγνωσης. Για παράδειγμα, σημειώθηκε πως από τις 1.000 γυναίκες που ελέγχονται μεταξύ 40 και 49 ετών, οι 239 λαμβάνουν ψευδώς θετικό αποτέλεσμα, όπως και 220 γυναίκες ηλικίας 50 έως 59 ετών.

Το βοήθημα ανέφερε, επίσης, πως η έναρξη του απεικονιστικού ελέγχου στην ηλικία των 40 ετών θα μπορούσε να σώσει μια ακόμη ζωή από τα 1.000 άτομα που υποβάλλονται σε έλεγχο. Ωστόσο, δεν ανέφερε άλλα οφέλη της πρώιμης ανίχνευσης, όπως την πιθανότητα για λιγότερο εντατική θεραπεία σε περίπτωση που ανιχνευτεί καρκίνος.

Οι συμμετέχουσες στην έρευνα έλαβαν, επίσης, μια προσωπική βαθμολόγηση κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, με βάση τον υπολογισμό κινδύνου του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου (National Cancer Institute).

Οι περισσότερες γυναίκες που ερωτήθηκαν (το 57,2%) επέλεξαν να κάνουν μαστογραφία ακόμη και αφού ενημερώθηκαν για τα πλεονεκτήματα και τους πιθανούς κινδύνους.

Προτού διαβάσουν το βοήθημα επιλογής, το 8% είπε πως θα ήθελαν να καθυστερήσουν τη μαστογραφία τους. Αφού το διάβασαν, το 18% είπε πως θα ανέβαλαν τη μαστογραφία μέχρι να κλείσουν τα 50.

Οι περισσότερες γυναίκες που επέλεξαν να την καθυστερήσουν ήταν αυτές που κρίθηκαν πως διέτρεχαν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ενώ αυτές με τις περισσότερες πιθανότητες δεν θέλησαν να αναβάλουν την εξέταση.

Ωστόσο, οι συγγραφείς δεν παρατήρησαν αύξηση στον αριθμό των γυναικών που δήλωσαν πως δεν ήθελαν ποτέ να υποβληθούν σε μαστογραφία, αφού διάβασαν το βοήθημα.

Έκπληξη από τα δεδομένα της υπερδιάγνωσης

Παρόλο που η μαστογραφία μπορεί να σώσει ζωές, ενέχει και ορισμένους κινδύνους, περιλαμβανομένων των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, των μη αναγκαίων βιοψιών και της υπερδιάγνωσης.

Τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα είναι πολύ συχνά. Μια μελέτη έδειξε ότι 1 στις 10 γυναίκες που υποβάλλεται σε απεικονιστικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού για πρώτη φορά θα λάβει ψευδώς θετικό αποτέλεσμα.

Στις ΗΠΑ, η πιθανότητα να έχει πράγματι καρκίνο του μαστού μια γυναίκα που βγαίνει θετική στην εξέταση είναι περίπου 7%, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου. Ωστόσο, άλλες έρευνες δηλώνουν πως αυτό το ποσοστό θα μπορούσε να κυμαίνεται από 4% έως και 50%.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ότι οι γυναίκες ξαφνιάστηκαν από τα στατιστικά της υπερδιάγνωσης, με ποσοστό περίπου 37% να εκφράζει έκπληξη.

Σχεδόν το ίδιο ποσοστό γυναικών ανέφερε, επίσης, πως τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν σχετικά με την υπερδιάγνωση ήταν «πολύ διαφορετικά» από αυτό που πίστευαν προηγουμένως.

Από το 2009 μέχρι το 2022 που διεξήχθη η έρευνα, η Ειδική Ομάδα Προληπτικών Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. Preventive Services Task Force – USPSTF) συμβούλευε πως ο απεικονιστικός έλεγχος θα πρέπει να είναι ατομική απόφαση του καθενός για άτομα ηλικίας 40 έως 49 ετών. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2024, η USPSTF άλλαξε τις οδηγίες της, συστήνοντας τον διετή απεικονιστικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού σε όλες τις γυναίκες που έχουν κλείσει τα 40.

Της Marina Zhang

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Πώς η μουσική επηρεάζει τις διατροφικές μας συνήθειες

Η αργή και απαλή μουσική μάς κάνει να τρώμε πιο ήρεμα, να μασάμε το φαγητό μας πιο διεξοδικά και να παραμένουμε στο τραπέζι για περισσότερη ώρα, σύμφωνα με μια νέα έρευνα από την Ιταλία.

Στο Πανεπιστήμιο Γαστρονομικών Επιστημών στο Πολένζο, διεξήχθη ένα πείραμα για να καθορίσουν πώς ο ρυθμός της μουσικής επηρεάζει τη διατροφική συμπεριφορά των δειπνούντων μέσα από την πρόκληση συναισθημάτων.

Τα αποτελέσματα δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Food Quality and Preference και δείχνουν ότι η μουσική έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει τους ανθρώπους να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες – ωφελώντας πιθανώς εκείνους με διατροφικές διαταραχές, όπως επίσης και αυτούς που κάνουν δίαιτα ή απλά επιθυμούν να περιορίσουν ή να μετριάσουν την πρόσληψη της τροφής τους.

Μουσική και διάθεση

Όλοι έχουμε δει τη διάθεσή μας να αλλάζει όταν ακούμε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, και οι επιστήμονες έχουν επανειλημμένα παρατηρήσει, επιβεβαιώσει και ποσοτικοποιήσει αυτό το φαινόμενο.

Μια πρόσφατη εφαρμογή μουσικής θεραπείας σε τρόφιμους γηροκομείου της Αυστραλίας βρήκε ότι η μουσική λειτούργησε «παρηγορητικά» και «καταπραϋντικά» για αυτούς, και ότι τους βοήθησε να ξεχάσουν τις έγνοιές τους. Το προσωπικό του νοσοκομείου είπε πως οι συνεδρίες μουσικής θεραπείας ηρέμησαν και ανέβασαν τη διάθεση των ηλικιωμένων ασθενών.

Η κλασική μουσική, συγκεκριμένα, φαίνεται να προωθεί την απελευθέρωση ενός νευροδιαβιβαστή, της ντοπαμίνης, οδηγώντας σε μειωμένο αίσθημα άγχους και στρες και έχει θετικό αποτέλεσμα στους παλμούς της καρδιάς και την πίεση.

Ιταλοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρικάρντο Μιλιαβάντα, ο οποίος κατέχει διδακτορικό στην οικογαστρονομία, την εκπαίδευση και την κοινωνία, ισχυρίζονται πως πέρα από τη δύναμη να επηρεάζει τη διάθεση, η μουσική έχει επίσης τη δύναμη να επηρεάζει και τη συμπεριφορά μας καθώς τρώμε, περιλαμβανομένης και «της γευστικής αντίληψης, της όρεξης και των διατροφικών επιλογών». Σημειώνουν δε πως υπάρχει ένα σύνολο ερευνών που δείχνουν ότι η μουσική που παίζουν τα εστιατόρια επηρεάζει την ποσότητα του φαγητού που τρώνε οι πελάτες, το πώς αντιλαμβάνονται τη γεύση του και το πόσο γρήγορα το τρώνε.

Αναφέρουν συγκεκριμένα μια έρευνα σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες αντιλαμβάνονταν την τροφή (σε αυτήν την περίπτωση το παγωτό σοκολάτα) πιο γλυκιά όταν την έτρωγαν ενώ άκουγαν μουσική που τους αρέσει.

Οι ερευνητές έχουν ονομάσει αυτό το φαινόμενο ως «ηχο-γευστική αλληλεπίδραση» και ισχυρίζονται ότι το είδος της μουσικής επηρεάζει τη «συναισθηματική γεύση» του φαγητού και του ποτού που απολαμβάνουν οι άνθρωποι ενώ την ακούνε – και κατ’ επέκταση το πώς οι άνθρωποι βιώνουν και περιγράφουν τη γεύση.

Ακόμα και ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για διατροφικές διαταραχές έδειξαν βελτίωση στις διατροφικές τους συνήθειες ενώ άκουγαν μουσική, σύμφωνα με έρευνα που εκδόθηκε τον Ιανουάριο στο Περιοδικό Διατροφικών Διαταραχών (Journal of Eating Disorders). Οι 51 γυναίκες που έλαβαν μέρος στη μελέτη ανέφεραν πως τόσο η ήρεμη μουσική πιάνου καθώς και η ποπ μουσική βελτίωσαν τη διάθεσή τους κατά τη διάρκεια των γευμάτων, διαδικασία συχνά αγχωτική για άτομα με διατροφικές διαταραχές.

Διαιτολόγοι που παρακολούθησαν τους ασθενείς ανέφεραν επίσης πως οι ασθενείς έδειξαν βελτιωμένη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των γευμάτων (αφήνοντας λιγότερο φαγητό στο πιάτο και εκτελώντας λιγότερες διατροφικές ‘τελετουργίες’) όταν έπαιζε ήρεμη μουσική.

‘Πιάνοντας τον ρυθμό’

Νέα έρευνα στην Ιταλία εξέτασε την ιδιαίτερη επίδραση του ρυθμού, ανεξάρτητα από το είδος της μουσικής, την ένταση ή άλλους παράγοντες. Οι ερευνητές επέλεξαν να απομονώσουν αυτό το κομμάτι επειδή, όπως γράφουν και οι ίδιοι, «ανάμεσα στις διάφορες τεχνικές μεταβλητές, ο ρυθμός της μουσικής είναι αυτό που φαίνεται να επηρεάζει τη διατροφική συμπεριφορά περισσότερο, επηρεάζοντας την ταχύτητα με την οποία τρώει και πίνει κανείς όπως επίσης και τη διάρκεια του γεύματος».

Ο κος Μιλιαβάντα και οι ερευνητές του μοίρασαν τυχαία 124 εξεταζόμενους σε δύο ομάδες: μια που άκουγε μουσική με γρήγορο ρυθμό στους 145 χτύπους ανά λεπτό (BPM) και σε άλλη μια που άκουγε μουσική με ρυθμό 85 χτύπους ανά λεπτό, ενώ έτρωγαν φοκάτσα.

Παρατήρησαν τη συμπεριφορά τους κατά την διάρκεια του γεύματος αναλύοντας το βίντεο που κατέγραψαν, μετρώντας τα υπολείμματα στο πιάτο και δίνοντας τους ένα ερωτηματολόγιο.

Αυτοί που άκουγαν τη μουσική με τον γρήγορο ρυθμό ανέφεραν πως ένιωθαν πιο «δραστήριοι, γεμάτοι ενέργεια και ενθουσιώδεις» από αυτούς που άκουγαν την πιο αργή μουσική. Αυτοί στην ομάδα με την πιο αργή μουσική ανέφεραν πως ένιωθαν πιο «ήρεμοι και γαλήνιοι» σε σχέση με την άλλη ομάδα.

Οι ερευνητές βρήκαν πως εκτός του ότι ένιωθαν πιο ήρεμοι, αυτοί που άκουγαν την πιο αργή μουσική πήραν τον χρόνο τους για να φάνε και να μασήσουν την τροφή τους πιο διεξοδικά από αυτούς που άκουγαν τη γρήγορη μουσική. Αυτό, γράφουν οι ερευνητές, «επιβεβαιώνει την επίδραση του ρυθμού της μουσικής στη διατροφική συμπεριφορά».

Αναφέρουν πως «συγκεκριμένα, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι η μουσική με αργό ρυθμό μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των μασημάτων και της διάρκεια της μάσησης». Η μάσηση της τροφής, που συχνά παραβλέπεται ως μέρος μιας υγιούς διατροφικής διαδικασίας, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της πέψης. Βοηθάει στην αφομοίωση των θρεπτικών συστατικών και ακόμη και στην υγεία του εγκεφάλου, σύμφωνα με ερευνητές.

Αντιθέτως, καθώς ο ρυθμός της μουσικής αυξάνεται, φαίνεται να αυξάνεται και η κατανάλωση της τροφής από τους εξεταζόμενους ενώ μειώνεται ο χρόνος που απαιτείται για να καταναλωθεί αυτή. Ωστόσο, δεν υπήρξε διαφορά στον συνολικό όγκο τροφής που καταναλώθηκε στις δύο ομάδες.

Το να μασάμε την τροφή πιο αργά και διεξοδικά – αυξάνοντας έτσι τον χρόνο του γεύματος – επηρεάζει το πόσο γρήγορα αισθανόμαστε «γεμάτοι» ή ικανοποιημένοι, και ίσως είναι μια καλή μέθοδος για απώλεια βάρους.

Όπως το έθεσαν και οι ερευνητές, «ο μεγαλύτερος χρόνος παραμονής της τροφής στο στόμα λόγω της μάσησης επιτρέπει στις αισθητηριακές ιδιότητες της τροφής να αλληλεπιδράσουν με τους αισθητήριους δέκτες, ενεργώντας ως αισθητήρια σινιάλα σχετικά με τον κορεσμό». Το αίσθημα του κορεσμού μειώνει το αίσθημα της πείνας ύστερα από ένα γεύμα και μπορεί να εμποδίσει την υπερκατανάλωση τροφής στο επόμενο γεύμα, σημείωσαν, οδηγώντας σε βελτιωμένες διατροφικές συνήθειες που θα διατηρηθούν σε βάθος χρόνου.

Της Susan C. Olmstead

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε