Σάββατο, 27 Ιούλ, 2024

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης: εξίσου πιθανό ύστερα από COVID ή οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη

Οι πιθανότητες να αναπτύξουν οι άνθρωποι σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ύστερα από COVID-19 ή οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη, είναι περίπου οι ίδιες σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.

«Ο COVID-19 μπορεί να προκαλέσει ΜΕ/ΣΧΚ (μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή αλλιώς σύνδρομο χρόνιας κόπωσης), αλλά υπάρχουν και άλλες λοιμώδεις ασθένειες που επίσης οδηγούν σε ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Μπεθ Ούνγκερ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.

Η νέα μελέτη βρήκε πως 2% – 3% πρώην ασθενών COVID ανέπτυξαν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ, που συχνά συνδέονται με το σύνδρομο χρόνιου COVID, έναν χρόνο αφού κόλλησαν COVID-19. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στο 3% – 4% των ατόμων που ανέφεραν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ μετά από ασθένειες άσχετες με τον COVID.

Η ΜΕ/ΣΧΚ είναι μια κατάσταση χρόνιας κόπωσης η οποία χαρακτηρίζεται από μια σειρά συμπτωμάτων, που περιλαμβάνουν χρόνια κόπωση, προβλήματα ύπνου, ομίχλη εγκεφάλου, αδιαθεσία μετά την άσκηση και πολλά άλλα.

«Αν και τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης ασθενειών σαν τη ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από νόσηση με COVID μπορεί να θεωρούνται χαμηλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσα εκατομμύρια άτομα πέρασαν COVID-19, αυτό υποδηλώνει πως ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός ατόμων μπορεί να πάσχει από ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Τζόαν Έλμορ, επικεφαλής συν-συγγραφέας και καθηγήτρια ιατρικής στο τμήμα της γενικής εσωτερικής ιατρικής και έρευνας υπηρεσιών υγείας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA).

Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές από το CDC και το UCLA.

Παρόμοια ποσοστά 

Η μελέτη, που δημοσιοποιήθηκε στο JAMA Network Open, είναι μία από τις πολλές που υποδηλώνουν πως η συχνότητα εμφάνισης της ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19 ίσως να είναι μικρότερη από ό,τι νόμιζαν προηγουμένως.

Η μελέτη παρακολούθησε περισσότερα από 4.700 άτομα για 12 μήνες, με συνολική διάρκεια από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Αύγουστο του 2022.

Oι συμμετέχοντες εξετάζονταν κάθε τρεις μήνες σχετικά με τα συμπτώματα τους. Οι ερευνητές ακολούθησαν τα κριτήρια του Ινστιτούτου Ιατρικής του 2015 σχετικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ για να καθορίσουν εάν οι συμμετέχοντες έχουν όντως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης βασισμένοι στα συμπτώματα που ανέφεραν.

Κάποια από τα κριτήρια περιελάμβαναν μειωμένα επίπεδα δραστηριότητας για πάνω από έξι μήνες, κόπωση, ύπνο που δεν έφερνε ξεκούραση και αδιαθεσία μετά την άσκηση.

Από το σύνολο των συμμετεχόντων που μελετήθηκαν και οι οποίοι ανέπτυξαν συμπτώματα σαν αυτά του COVID, περίπου οι μισοί βγήκαν θετικοί στον COVID-19 και θεωρήθηκαν μολυσμένοι.

Τρεις μήνες μετά τη λοίμωξη, πάνω από το 3% και των δύο ομάδων, τόσο αυτών που ήταν θετικοί στον COVID-19  όσο και αυτών που ήταν αρνητικοί, ανέφεραν πως βίωσαν ασθένεια παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ.

Μετά από επανεξέταση, μέσα σε 12 μήνες μετά από την αρχική λοίμωξη, το 2,8% με 3,7% της ομάδας που ήταν θετικοί στον COVID-19 ανέφεραν συμπτώματα παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ, ενώ το 3,1% με 4,5% της ομάδας που ήταν αρνητικοί στον COVID-19 ανέφεραν παρόμοια συμπτώματα.

Αντικρουόμενα ευρήματα;

Προηγούμενες έρευνες υποδηλώνουν πως περίπου το 10% των ατόμων που νοσούν με COVID-19 θα αναπτύξουν σύνδρομο χρόνιου COVID, μια κατάσταση που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ.

Η Λώρεν Γουίσκ, μια από τις επικεφαλής συν-συγγραφέας, τόνισε πως τα ευρήματα της  συγκεκριμένης μελέτης δεν αντικρούουν παλαιότερα συμπεράσματα.

«Δεν σχολιάζουμε συγκεκριμένα την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID εδώ, αλλά μια ξεχωριστή κατάσταση η οποία έχει ξεκάθαρα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωσή της», είπε στους Epoch Times. «Νομίζω πως υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που επικαλύπτονται μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά δεν νομίζω πως μπορούμε να πούμε κάτι ουσιαστικό από αυτές τις εκτιμήσεις σχετικά με την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID.»

Πρόσθεσε πως ο υπάρχων ασαφής ορισμός του συνδρόμου χρόνιου COVID είναι βασικός παράγοντας στη δυσκολία της εκτίμησης της επικράτησης του συνδρόμου αυτού.

Παλαιότερη μελέτη του CDC, η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2024 και η οποία εκτίμησε τα ηλεκτρονικά δεδομένα υγείας περισσότερων από 4.500 ασθενών με COVID-19, βρήκε μια σημαντική αύξηση στη χρόνια κόπωση μετά τη λοίμωξη.

Η μελέτη έδειξε πως τα άτομα που κόλλησαν COVID-19 είχαν 68% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κόπωση και 330% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια κόπωση, σε σχέση με αυτούς που δεν κόλλησαν.

Η Δρ Έλμορ είπε πως η προηγούμενη μελέτη διαφέρει από τη νέα στο ότι βασίστηκε στα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας.

Η Δρ Ούνγκερ εξήγησε με παρόμοιο τρόπο τις διαφορές, προσθέτοντας πως οι δύο μελέτες δεν είναι συγκρίσιμες επειδή η προηγούμενη εξέτασε μονάχα τον ρυθμό κόπωσης και τα συμπτώματα της χρόνιας κόπωσης. Αντιθέτως, η παρούσα μελέτη ερεύνησε την επικράτηση της διάγνωσης ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19.

«Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η ‘κόπωση’ και η ‘χρόνια κόπωση’ είναι διαφορετικές από τη ΜΕ/ΣΧΚ. Για να διαγνωστεί κάποιος με ΜΕ/ΣΧΚ, το άτομο πρέπει να έχει μια ασθένεια που επηρεάζει πολλά συστήματα του σώματος… Τα συμπτώματα της ΜΕ/ΣΧΚ είναι κάτι παραπάνω από το να ‘νιώθει κάποιος κουρασμένος’, το οποίο είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται η κόπωση και η χρόνια κόπωση», τόνισε η Δρ Ούνγκερ.

Οι συγγραφείς έγραψαν στη μελέτη τους πως η ΜΕ/ΣΧΚ μπορεί να παραληφθεί στην κλινική διάγνωση, καθιστώντας τα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας πιθανώς αναξιόπιστα. Ωστόσο, σημείωσαν επίσης πως η έρευνά τους ίσως να υποτιμά τη συχνότητα εμφάνισης της κατάστασης σε ασθενείς που κόλλησαν COVID-19, καθώς ορισμένοι δεν αναφέρουν τα σωστά συμπτώματα, ενώ άλλοι μπορεί να βγουν αρνητικοί στη νόσο.

Η Δρ Έλμορ είπε πως δεν αποκλείεται τα μελλοντικά δεδομένα να αντικρούσουν τα τωρινά.

«Πιθανόν να υπάρξει μεταβλητότητα στους μελλοντικούς ρυθμούς συχνότητας εμφάνισης λόγω διαφορών στον πληθυσμό της μελέτης και τα είδη των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν τη ΜΕ/ΣΧΚ [μετά από COVID-19]», είπε στους Epoch Times.

Της Marina Zhang

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

 

Είναι πράγματι η LDL «κακή χοληστερίνη»;

Για δεκαετίες, η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας χοληστερόλη (low-density lipoprotein – LDL) αναφερόταν συνήθως ως η «κακή χοληστερίνη» λόγω του συσχετισμού της με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό.

Ωστόσο, νέα μελέτη που περιλαμβάνει πάνω από 4 εκατομμύρια άτομα από όλη την Κίνα αμφισβητεί αυτή την πεποίθηση, υποδηλώνοντας πως η LDL μπορεί να μην είναι τόσο επιβλαβής όσο νομίζαμε μέχρι τώρα – τουλάχιστον, όχι για όλους.

Έρευνα με επικεφαλής τον Δρα Λιανγκ Τσεν αποκαλύπτει μια πιο περίπλοκη εικόνα. Ενώ τα υψηλά επίπεδα LDL συνδέονται με την αύξηση της θνησιμότητας σε κάποιες ομάδες , δεν ενέχουν τους ίδιους κινδύνους για άλλους, όπως ανακάλυψαν. Η σχέση μεταξύ της LDL και της θνησιμότητας ποικίλει σημαντικά με βάση τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής πάθησης του ατόμου και τη γενική κατάσταση της υγείας του.

Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν την ανάγκη αναθεώρησης της μονόπλευρης προσέγγισης σχετικά με τη διαχείριση της χοληστερίνης. Ενδεχομένως οι εξατομικευμένες θεραπευτικές στρατηγικές να είναι πιο κατάλληλες για την αποτελεσματική διαχείριση της χοληστερίνης και τη βελτίωση της υγείας.

Σχετικά με τη μελέτη

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν μέλη του προγράμματος China Health Evaluation and Risk Reduction through Nationwide Teamwork (ChinaHEART), το οποίο περιελάμβανε άτομα ηλικίας 35 έως 75 ετών από διάφορες περιοχές της Κίνας.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, με βάση τον κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου (ΑΚΝ), μιας καρδιακής ασθένειας που προκαλείται από την συσσώρευση πλάκας στα τοιχώματα των αρτηριών:

  • Ομάδα χαμηλού κινδύνου: Άτομα χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου και με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης αυτής.
  • Ομάδα πρωτογενούς πρόληψης: Άτομα με παράγοντες υψηλού κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, χωρίς όμως κάποια ασθένεια.
  • Ομάδα δευτερογενούς πρόληψης: Άτομα με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα δεδομένα των συμμετεχόντων, περιλαμβανομένων των επιπέδων χοληστερίνης και διάφορες παραμέτρους του τρόπου ζωής τους, όπως το κάπνισμα και το ποτό. Έλαβαν, επίσης, υπ’ όψιν το ιατρικό ιστορικό, συμπεριλαμβάνοντας περιστατικά όπως ο διαβήτης και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Ο στόχος ήταν να καθορίσουν πώς τα διαφορετικά επίπεδα χοληστερίνης LDL επηρεάζουν τον κίνδυνο θνησιμότητάς τους από καρδιακή νόσο.

Ύστερα από επανεξέταση με μέσο όρο μια περίοδο 4,6 ετών, η μελέτη κατέγραψε σχεδόν 93.000 θανάτους, από τους οποίους περισσότεροι από 38.000 οφείλονταν σε καρδιαγγειακές επιπλοκές. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν σχέση μορφής U μεταξύ των επιπέδων χοληστερίνης LDL και θνησιμότητας στις ομάδες χαμηλού κινδύνου και πρωτογενούς πρόληψης, υποδεικνύοντας ότι τόσο τα πολύ υψηλά όπως και τα πολύ χαμηλά επίπεδα LDL σχετίζονται με την αυξημένη θνησιμότητα.

Στην ομάδα δευτερογενούς πρόληψης, ο συσχετισμός ήταν μορφής J, που σημαίνει ότι τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα LDL συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου, ενώ τα μέτρια επίπεδα συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας, «κανονικά» επίπεδα LDL θεωρούνται λιγότερο από 100 mg/dL. Επίπεδα πάνω από 160 mg/dL κατηγοριοποιούνται ως υψηλά, και αυτά κάτω από 70mg/dL θεωρούνται πολύ χαμηλά. Ωστόσο, η μελέτη βρήκε πως τα βέλτιστα επίπεδα LDL για τη μείωση του κινδύνου θνησιμότητας από καρδιαγγειακό νόσημα διαφέρει από ομάδα σε ομάδα:

  • Ομάδα χαμηλού κινδύνου: 8 mg/dL
  • Ομάδα πρωτογενούς πρόληψης: 0 mg/dL
  • Ομάδα δευτερογενούς πρόληψης: 8 mg/dL

Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας δηλώνει πως «διάφορες ερευνητικές μελέτες πάνω στην LDL έχουν δείξει πως ‘το λιγότερο είναι και καλύτερο’.» Ωστόσο, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν πως αυτό δεν είναι πάντα αληθές. Η μελέτη υποδεικνύει πως «άτομα με χαμηλότερη LDL-C με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν στη θνησιμότητα λόγω καρδιαγγειακής νόσου.»

Η μελέτη επίσης ανακάλυψε πως άτομα με διαβήτη ίσως να χρειάζονται πιο αυστηρό έλεγχο της χοληστερίνης από αυτούς που δεν έχουν. Βρήκε πως τα βέλτιστα επίπεδα LDL χοληστερίνης για τη μείωση θανάτου λόγω καρδιακής νόσου σε άτομα με διαβήτη είναι 87 mg/dL, ενώ για τους μη διαβητικούς είναι 114,6 mg/dL.

Οι συγγραφείς της μελέτης ομολόγησαν πως χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης LDL μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα σοβαρές επιπλοκές στην υγεία και όχι τόσο υψηλότερα ποσοστά θανάτου. Απέκλεισαν άτομα με χρόνιες παθήσεις από την ανάλυση τους, αλλά και πάλι βρήκαν μία σχέση μεταξύ χαμηλών επιπέδων LDL και υψηλών ρυθμών θανάτου. Αυτό υποδηλώνει πως άλλοι παράγοντες, όπως η αδυναμία, μπορεί να εμπλέκονται. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την πλήρη κατανόηση αυτών των σχέσεων.

Ο Δρ Τζακ Γούλφσον, καρδιολόγος και ιδιοκτήτης του Natural Heart Doctor, εξήγησε τα ευρήματα της μελέτης στους Epoch Times. Δήλωσε πως τα πολύ χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης LDL μπορεί να υποδεικνύουν ηπατική δυσλειτουργία, λόγω της οποίας το ήπαρ δεν μπορεί να παράγει αρκετή LDL. Αντιθέτως, πολύ υψηλά επίπεδα LDL υποδεικνύουν πως το σώμα δεν την καθαρίζει σωστά. Τελικά, και οι δύο περιπτώσεις είναι επικίνδυνες για την υγεία.

Εξελισσόμενες απόψεις πάνω στη χοληστερίνη

Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας περιγράφει τη χοληστερίνη ως μια κηρώδη ουσία απαραίτητη για την κατασκευή του κυτταρικού τοιχώματος και την παραγωγή ορμονών. Η χοληστερίνη ταξιδεύει μέσω του αίματος σε σωματίδια που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες – κυρίως λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) και λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL).

Η LDL, συχνά αποκαλούμενη και «κακή χοληστερίνη», μεταφέρει τη χοληστερίνη στα κύτταρα και τις αρτηρίες, όπου μπορεί να σχηματίσει πλάκες, στενεύοντας τις αρτηρίες και αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού. Αντιθέτως, η HDL, γνωστή και ως «καλή χοληστερίνη», μεταφέρει τη χοληστερίνη από τις αρτηρίες στο συκώτι για εξάλειψη, σύμφωνα με άρθρο της Δρ Έιμι Μπ. Μπατ, καρδιολόγου και Επικεφαλής Καινοτομίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Καρδιολογίας (Chief Innovation Officer at the American College of Cardiology).

Ο Δρ Γούλφσον αμφισβητεί την αντίληψη πως η LDL είναι καθαρά επιβλαβής. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ‘κακή χοληστερίνη’», είπε. «Όλα τα θηλαστικά έχουν LDL – εκτελεί διάφορες λειτουργίες. Όταν οξειδώνεται, μπορεί να θεωρηθεί «κακή», αλλά αυτό αντικατοπτρίζει μονάχα τη γενική οξειδωτική καταπόνηση», εξήγησε προσθέτοντας πως η παρουσία οξειδωμένης LDL (ox-LDL) μπορεί να υποδεικνύει υποκείμενα ζητήματα και να μην είναι από μόνη της το πρόβλημα.

Πρόσφατη έρευνα έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της από την ποσότητα της LDL στο μέγεθος των σωματιδίων. Μεγαλύτερα σωματίδια LDL είναι λιγότερο βλαβερά από τα μικρότερα, πιο συμπαγή σωματίδια, τα οποία είναι πιο πιθανό να διαπεράσουν το αρτηριακό τοίχωμα και να σχηματίσουν πλάκα. Ειδικοί όπως ο Δρ Ρόναλντ Κράους, επικεφαλής επιστήμονας και διευθυντής της Έρευνας Αθηροσκλήρωσης στο Ερευνητικό Ινστιτούτο του Νοσοκομείου Παίδων του Όκλαντ (Atherosclerosis Research at Children’s Hospital Oakland Research Institute), έχει τονίσει πως τα μικρά, συμπαγή σωματίδια LDL είναι πιο πιθανό να σχηματίσουν αρτηριακή πλάκα από τα μεγαλύτερα, πιο ελαφριά σωματίδια. Ο Δρ Κράους, ο οποίος έχει δημοσιεύσει πάνω από 400 μελέτες πάνω σε αυτό το θέμα, υπογραμμίζει τη σημασία του μεγέθους των σωματιδίων κατά την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Η αναλογία HDL και LDL φαίνεται, επίσης, ως καλύτερο μέτρο πρόγνωσης κινδύνου καρδιακής νόσου, παρά τα επίπεδα LDL από μόνα τους. Μια υψηλή αναλογία υποδεικνύει μεγαλύτερο ποσοστό προστατευτικής HDL, μειώνοντας τον κίνδυνο καρδιαγγειακών περιστατικών, όπως σημειώνεται σε μελέτη του BMC του 2022 των Καρδιαγγειακών Διαταραχών (Cardiovascular Disorders).

Ο Δρ Γούλφσον προειδοποιεί κατά της μονόπλευρης προσέγγισης σχετικά με την καρδιαγγειακή υγεία και τη χοληστερίνη. «Το κάθε άτομο έχει τα δικά του ιδανικά επίπεδα», είπε. «Αυτό που είναι καλό για εσένα μπορεί να είναι υψηλό ή χαμηλό για μένα.»

Πρεσβεύει την εκτίμηση της φλεγμονής στο σώμα, την υποκείμενη αιτία της καρδιακής νόσου. Προτείνει τους δείκτες φλεγμονής και οξειδωτικού στρες, όπως τη C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, τη φωσφολιπάση Α2 και την οξειδωμένη LDL, ως καλύτερους παράγοντες πρόγνωσης κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, παρά την LDL μονάχα.

Καθώς η έρευνα προχωρά, μια πιο ειδικά σχεδιασμένη προσέγγιση σχετικά με τη διαχείριση της χοληστερίνης θα μπορούσε να βελτιώσει την αντιμετώπιση της καρδιαγγειακής υγείας.

Της Sheramy Tsai

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Μαστογραφία: Απαραίτητη μετά τα 40 ή μετά τα 50;

Περίπου το 20% των γυναικών στα 40 τους θα καθυστερούσαν τον έλεγχο για καρκίνο του μαστού μέχρι περίπου την ηλικία των 50 ετών, εάν τους δινόταν η δυνατότητα ενημερωμένης επιλογής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.

Η μελέτη βρήκε πως οι γυναίκες που επέλεξαν να καθυστερήσουν τη μαστογραφία (απεικονιστικός έλεγχος για τον πρώιμο εντοπισμό του καρκίνου του μαστού) είχαν καταταχθεί σε κατηγορία χαμηλού κινδύνου και ανησυχούσαν περισσότερο για τη ζημιά που θα μπορούσε να προκληθεί από την υπερδιάγνωση.

«Συνήθεις λόγοι για την αναβολή του ελέγχου περιλαμβάνουν την έλλειψη οικογενειακού ιστορικού, τον μικρό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου και τις ανησυχίες για τυχόν βλάβες από τους απεικονιστικούς ελέγχους», αναφέρουν στη μελέτη τους οι συγγραφείς, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.

«Αυτά τα δεδομένα υποδεικνύουν πως πολλές γυναίκες που θέλουν να αναβάλουν τον απεικονιστικό έλεγχο λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα αποδεικτικά στοιχεία και αποφασίζουν πως, για αυτές, οι ζημιές υπερτερούν των πλεονεκτημάτων στην ηλικία τους», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Η ενημέρωση επηρεάζει την απόφαση

Η έρευνα αξιολόγησε σχεδόν 500 γυναίκες ηλικίας 39 έως 49, στις οποίες δόθηκε ένα βοήθημα σχετικά με τη λήψη απόφασης για το εάν θα ήθελαν να συμμετάσχουν σε απεικονιστικό έλεγχο για τον καρκίνο του μαστού. Τα 2/3 των γυναικών είχαν ήδη υποβληθεί σε μαστογραφία.

Το βοήθημα που έλαβαν αποκάλυπτε τις πιθανές επιπλοκές της υπερδιάγνωσης. Για παράδειγμα, σημειώθηκε πως από τις 1.000 γυναίκες που ελέγχονται μεταξύ 40 και 49 ετών, οι 239 λαμβάνουν ψευδώς θετικό αποτέλεσμα, όπως και 220 γυναίκες ηλικίας 50 έως 59 ετών.

Το βοήθημα ανέφερε, επίσης, πως η έναρξη του απεικονιστικού ελέγχου στην ηλικία των 40 ετών θα μπορούσε να σώσει μια ακόμη ζωή από τα 1.000 άτομα που υποβάλλονται σε έλεγχο. Ωστόσο, δεν ανέφερε άλλα οφέλη της πρώιμης ανίχνευσης, όπως την πιθανότητα για λιγότερο εντατική θεραπεία σε περίπτωση που ανιχνευτεί καρκίνος.

Οι συμμετέχουσες στην έρευνα έλαβαν, επίσης, μια προσωπική βαθμολόγηση κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, με βάση τον υπολογισμό κινδύνου του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου (National Cancer Institute).

Οι περισσότερες γυναίκες που ερωτήθηκαν (το 57,2%) επέλεξαν να κάνουν μαστογραφία ακόμη και αφού ενημερώθηκαν για τα πλεονεκτήματα και τους πιθανούς κινδύνους.

Προτού διαβάσουν το βοήθημα επιλογής, το 8% είπε πως θα ήθελαν να καθυστερήσουν τη μαστογραφία τους. Αφού το διάβασαν, το 18% είπε πως θα ανέβαλαν τη μαστογραφία μέχρι να κλείσουν τα 50.

Οι περισσότερες γυναίκες που επέλεξαν να την καθυστερήσουν ήταν αυτές που κρίθηκαν πως διέτρεχαν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ενώ αυτές με τις περισσότερες πιθανότητες δεν θέλησαν να αναβάλουν την εξέταση.

Ωστόσο, οι συγγραφείς δεν παρατήρησαν αύξηση στον αριθμό των γυναικών που δήλωσαν πως δεν ήθελαν ποτέ να υποβληθούν σε μαστογραφία, αφού διάβασαν το βοήθημα.

Έκπληξη από τα δεδομένα της υπερδιάγνωσης

Παρόλο που η μαστογραφία μπορεί να σώσει ζωές, ενέχει και ορισμένους κινδύνους, περιλαμβανομένων των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, των μη αναγκαίων βιοψιών και της υπερδιάγνωσης.

Τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα είναι πολύ συχνά. Μια μελέτη έδειξε ότι 1 στις 10 γυναίκες που υποβάλλεται σε απεικονιστικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού για πρώτη φορά θα λάβει ψευδώς θετικό αποτέλεσμα.

Στις ΗΠΑ, η πιθανότητα να έχει πράγματι καρκίνο του μαστού μια γυναίκα που βγαίνει θετική στην εξέταση είναι περίπου 7%, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου. Ωστόσο, άλλες έρευνες δηλώνουν πως αυτό το ποσοστό θα μπορούσε να κυμαίνεται από 4% έως και 50%.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ότι οι γυναίκες ξαφνιάστηκαν από τα στατιστικά της υπερδιάγνωσης, με ποσοστό περίπου 37% να εκφράζει έκπληξη.

Σχεδόν το ίδιο ποσοστό γυναικών ανέφερε, επίσης, πως τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν σχετικά με την υπερδιάγνωση ήταν «πολύ διαφορετικά» από αυτό που πίστευαν προηγουμένως.

Από το 2009 μέχρι το 2022 που διεξήχθη η έρευνα, η Ειδική Ομάδα Προληπτικών Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. Preventive Services Task Force – USPSTF) συμβούλευε πως ο απεικονιστικός έλεγχος θα πρέπει να είναι ατομική απόφαση του καθενός για άτομα ηλικίας 40 έως 49 ετών. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2024, η USPSTF άλλαξε τις οδηγίες της, συστήνοντας τον διετή απεικονιστικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού σε όλες τις γυναίκες που έχουν κλείσει τα 40.

Της Marina Zhang

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Πώς η μουσική επηρεάζει τις διατροφικές μας συνήθειες

Η αργή και απαλή μουσική μάς κάνει να τρώμε πιο ήρεμα, να μασάμε το φαγητό μας πιο διεξοδικά και να παραμένουμε στο τραπέζι για περισσότερη ώρα, σύμφωνα με μια νέα έρευνα από την Ιταλία.

Στο Πανεπιστήμιο Γαστρονομικών Επιστημών στο Πολένζο, διεξήχθη ένα πείραμα για να καθορίσουν πώς ο ρυθμός της μουσικής επηρεάζει τη διατροφική συμπεριφορά των δειπνούντων μέσα από την πρόκληση συναισθημάτων.

Τα αποτελέσματα δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Food Quality and Preference και δείχνουν ότι η μουσική έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει τους ανθρώπους να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες – ωφελώντας πιθανώς εκείνους με διατροφικές διαταραχές, όπως επίσης και αυτούς που κάνουν δίαιτα ή απλά επιθυμούν να περιορίσουν ή να μετριάσουν την πρόσληψη της τροφής τους.

Μουσική και διάθεση

Όλοι έχουμε δει τη διάθεσή μας να αλλάζει όταν ακούμε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, και οι επιστήμονες έχουν επανειλημμένα παρατηρήσει, επιβεβαιώσει και ποσοτικοποιήσει αυτό το φαινόμενο.

Μια πρόσφατη εφαρμογή μουσικής θεραπείας σε τρόφιμους γηροκομείου της Αυστραλίας βρήκε ότι η μουσική λειτούργησε «παρηγορητικά» και «καταπραϋντικά» για αυτούς, και ότι τους βοήθησε να ξεχάσουν τις έγνοιές τους. Το προσωπικό του νοσοκομείου είπε πως οι συνεδρίες μουσικής θεραπείας ηρέμησαν και ανέβασαν τη διάθεση των ηλικιωμένων ασθενών.

Η κλασική μουσική, συγκεκριμένα, φαίνεται να προωθεί την απελευθέρωση ενός νευροδιαβιβαστή, της ντοπαμίνης, οδηγώντας σε μειωμένο αίσθημα άγχους και στρες και έχει θετικό αποτέλεσμα στους παλμούς της καρδιάς και την πίεση.

Ιταλοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρικάρντο Μιλιαβάντα, ο οποίος κατέχει διδακτορικό στην οικογαστρονομία, την εκπαίδευση και την κοινωνία, ισχυρίζονται πως πέρα από τη δύναμη να επηρεάζει τη διάθεση, η μουσική έχει επίσης τη δύναμη να επηρεάζει και τη συμπεριφορά μας καθώς τρώμε, περιλαμβανομένης και «της γευστικής αντίληψης, της όρεξης και των διατροφικών επιλογών». Σημειώνουν δε πως υπάρχει ένα σύνολο ερευνών που δείχνουν ότι η μουσική που παίζουν τα εστιατόρια επηρεάζει την ποσότητα του φαγητού που τρώνε οι πελάτες, το πώς αντιλαμβάνονται τη γεύση του και το πόσο γρήγορα το τρώνε.

Αναφέρουν συγκεκριμένα μια έρευνα σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες αντιλαμβάνονταν την τροφή (σε αυτήν την περίπτωση το παγωτό σοκολάτα) πιο γλυκιά όταν την έτρωγαν ενώ άκουγαν μουσική που τους αρέσει.

Οι ερευνητές έχουν ονομάσει αυτό το φαινόμενο ως «ηχο-γευστική αλληλεπίδραση» και ισχυρίζονται ότι το είδος της μουσικής επηρεάζει τη «συναισθηματική γεύση» του φαγητού και του ποτού που απολαμβάνουν οι άνθρωποι ενώ την ακούνε – και κατ’ επέκταση το πώς οι άνθρωποι βιώνουν και περιγράφουν τη γεύση.

Ακόμα και ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για διατροφικές διαταραχές έδειξαν βελτίωση στις διατροφικές τους συνήθειες ενώ άκουγαν μουσική, σύμφωνα με έρευνα που εκδόθηκε τον Ιανουάριο στο Περιοδικό Διατροφικών Διαταραχών (Journal of Eating Disorders). Οι 51 γυναίκες που έλαβαν μέρος στη μελέτη ανέφεραν πως τόσο η ήρεμη μουσική πιάνου καθώς και η ποπ μουσική βελτίωσαν τη διάθεσή τους κατά τη διάρκεια των γευμάτων, διαδικασία συχνά αγχωτική για άτομα με διατροφικές διαταραχές.

Διαιτολόγοι που παρακολούθησαν τους ασθενείς ανέφεραν επίσης πως οι ασθενείς έδειξαν βελτιωμένη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των γευμάτων (αφήνοντας λιγότερο φαγητό στο πιάτο και εκτελώντας λιγότερες διατροφικές ‘τελετουργίες’) όταν έπαιζε ήρεμη μουσική.

‘Πιάνοντας τον ρυθμό’

Νέα έρευνα στην Ιταλία εξέτασε την ιδιαίτερη επίδραση του ρυθμού, ανεξάρτητα από το είδος της μουσικής, την ένταση ή άλλους παράγοντες. Οι ερευνητές επέλεξαν να απομονώσουν αυτό το κομμάτι επειδή, όπως γράφουν και οι ίδιοι, «ανάμεσα στις διάφορες τεχνικές μεταβλητές, ο ρυθμός της μουσικής είναι αυτό που φαίνεται να επηρεάζει τη διατροφική συμπεριφορά περισσότερο, επηρεάζοντας την ταχύτητα με την οποία τρώει και πίνει κανείς όπως επίσης και τη διάρκεια του γεύματος».

Ο κος Μιλιαβάντα και οι ερευνητές του μοίρασαν τυχαία 124 εξεταζόμενους σε δύο ομάδες: μια που άκουγε μουσική με γρήγορο ρυθμό στους 145 χτύπους ανά λεπτό (BPM) και σε άλλη μια που άκουγε μουσική με ρυθμό 85 χτύπους ανά λεπτό, ενώ έτρωγαν φοκάτσα.

Παρατήρησαν τη συμπεριφορά τους κατά την διάρκεια του γεύματος αναλύοντας το βίντεο που κατέγραψαν, μετρώντας τα υπολείμματα στο πιάτο και δίνοντας τους ένα ερωτηματολόγιο.

Αυτοί που άκουγαν τη μουσική με τον γρήγορο ρυθμό ανέφεραν πως ένιωθαν πιο «δραστήριοι, γεμάτοι ενέργεια και ενθουσιώδεις» από αυτούς που άκουγαν την πιο αργή μουσική. Αυτοί στην ομάδα με την πιο αργή μουσική ανέφεραν πως ένιωθαν πιο «ήρεμοι και γαλήνιοι» σε σχέση με την άλλη ομάδα.

Οι ερευνητές βρήκαν πως εκτός του ότι ένιωθαν πιο ήρεμοι, αυτοί που άκουγαν την πιο αργή μουσική πήραν τον χρόνο τους για να φάνε και να μασήσουν την τροφή τους πιο διεξοδικά από αυτούς που άκουγαν τη γρήγορη μουσική. Αυτό, γράφουν οι ερευνητές, «επιβεβαιώνει την επίδραση του ρυθμού της μουσικής στη διατροφική συμπεριφορά».

Αναφέρουν πως «συγκεκριμένα, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι η μουσική με αργό ρυθμό μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των μασημάτων και της διάρκεια της μάσησης». Η μάσηση της τροφής, που συχνά παραβλέπεται ως μέρος μιας υγιούς διατροφικής διαδικασίας, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της πέψης. Βοηθάει στην αφομοίωση των θρεπτικών συστατικών και ακόμη και στην υγεία του εγκεφάλου, σύμφωνα με ερευνητές.

Αντιθέτως, καθώς ο ρυθμός της μουσικής αυξάνεται, φαίνεται να αυξάνεται και η κατανάλωση της τροφής από τους εξεταζόμενους ενώ μειώνεται ο χρόνος που απαιτείται για να καταναλωθεί αυτή. Ωστόσο, δεν υπήρξε διαφορά στον συνολικό όγκο τροφής που καταναλώθηκε στις δύο ομάδες.

Το να μασάμε την τροφή πιο αργά και διεξοδικά – αυξάνοντας έτσι τον χρόνο του γεύματος – επηρεάζει το πόσο γρήγορα αισθανόμαστε «γεμάτοι» ή ικανοποιημένοι, και ίσως είναι μια καλή μέθοδος για απώλεια βάρους.

Όπως το έθεσαν και οι ερευνητές, «ο μεγαλύτερος χρόνος παραμονής της τροφής στο στόμα λόγω της μάσησης επιτρέπει στις αισθητηριακές ιδιότητες της τροφής να αλληλεπιδράσουν με τους αισθητήριους δέκτες, ενεργώντας ως αισθητήρια σινιάλα σχετικά με τον κορεσμό». Το αίσθημα του κορεσμού μειώνει το αίσθημα της πείνας ύστερα από ένα γεύμα και μπορεί να εμποδίσει την υπερκατανάλωση τροφής στο επόμενο γεύμα, σημείωσαν, οδηγώντας σε βελτιωμένες διατροφικές συνήθειες που θα διατηρηθούν σε βάθος χρόνου.

Της Susan C. Olmstead

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε