Του Jeff Minick
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Τον Νοέμβριο του 1912, ο πιλότος Χάρυ Μπίνγκαμ Μπράουν ετοιμάστηκε να σπάσει το αμερικανικό ρεκόρ ύψους πτήσης με το αεροπλάνο του. Ακούγοντας ότι ζητούσε και μια γυναίκα να πετάξει μαζί του, η 26χρονη Ίζαμπελ Πάτερσον προσφέρθηκε αμέσως.
Απογειώθηκαν λοιπόν μαζί, κερδίζοντας ολοένα και μεγαλύτερο ύψος καθώς πετούσαν πάνω από το Στέιτεν Άιλαντ της Νέας Υόρκης και μετά πάνω από τον Ατλαντικό, μέχρι που ξεπέρασαν τα 1.524 μέτρα. Το πλήθος, δέκα χιλιάδες άτομα περίπου, που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει την πτήση, περιμένοντας ίσως ακόμα και μια εντυπωσιακή πτώση, περίμενε την επιστροφή του αεροσκάφους. Όταν έπεσε η νύχτα και το αεροπλάνο δεν είχε ακόμα γυρίσει, άναψαν μεγάλες φωτιές γύρω από το χωράφι, βοηθώντας τον Μπράουν να προσγειωθεί με ασφάλεια. Τον υποδέχτηκαν με επευφημίες για την επιτυχία της πτήσης του, αφού κατάφερε να σπάσει το ρεκόρ όπως επιδίωκε, ενώ παράλληλα η επιβάτις του κατέρριψε και αυτή το παγκόσμιο ρεκόρ υψηλότερης πτήσης από γυναίκα. Η Πάτερσον ήταν απολύτως ενθουσιασμένη κι όπως ομολόγησε αργότερα σε δημοσιογράφο, «ήταν η σπουδαιότερη εμπειρία της ζωής της!»
Αρκετά χρόνια μετά, όταν ήταν πια γνωστή δημοσιογράφος κι η ίδια και δημοφιλής συγγραφέας, έγραψε ότι «το αεροπλάνο εφευρέθηκε στις ΗΠΑ γιατί αυτή είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου ο κάθε ένας έχει το δικαίωμα [να αφεθεί] στην ησυχία του».
Για την Πάτερσον αυτό ήταν ένα ιερό και απαραβίαστο δικαίωμα και το υποστήριξε με πάθος σε όλη της τη ζωή, προειδοποιώντας ταυτόχρονα για τους κινδύνους και τις συνέπειες που θα υφίσταντο αν η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσιζε ποτέ να περιστείλει τις ατομικές ελευθερίες.
Λίγα λόγια για τη ζωή της
Η Ίζαμπελ Πάτερσον [Isabel Paterson, 1886-1961] γεννήθηκε στο Οντάριο του Καναδά. Η πολυμελής της οικογένεια – είχε οκτώ αδέλφια – μετακινούνταν συχνά από τον Καναδά στις ΗΠΑ και αντιστρόφως βγάζοντάς τα δύσκολα πέρα. Εξαιτίας της νομαδικής ζωής τους δεν κατάφερε να πάει στο σχολείο παρά μόνο για δυο χρόνια. Ωστόσο, χάρη στην αγάπη της για τα βιβλία και το διάβασμα, η Πάτερσον απέκτησε με τις δικές της προσπάθειες μιαν αξιόλογη μόρφωση.
Έφυγε από το σπίτι στην εφηβεία και έκανε πολλές δουλειές προκειμένου να επιβιώσει, καταλήγοντας σε μια θέση γραμματέως. Το 1910 παντρεύτηκε τον Κένεθ Πάτερσον, όμως ο γάμος τους δεν ήταν ευτυχής και δεν κράτησε για πολύ. Παρ΄όλο που αφότου χώρισαν δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του πρώην συζύγου της, δεν ξαναπαντρεύτηκε ούτε άλλαξε το επίθετο που είχε λάβει από αυτόν – πολλοί φίλοι της μάλιστα την αποκαλούσαν χαϊδευτικά ‘Πατ’. Όταν πέταξε μαζί με τον Μπράουν ήταν μια εκκολαπτόμενη συγγραφέας που είχε μόλις φτάσει στη Νέα Υόρκη, γεμάτη όνειρα και προσδοκίες από τη μεγάλη πόλη. Αφού δούλεψε για πολλούς εκδότες, κατέληξε στη Νιου Γιορκ Τρίμπιουν ως βοηθός του αρχισυντάκτη Άρθουρ Μπέρτον Ράσκοου, ο οποίος παρά την αρχική του αντιπάθεια για τους κάπως απότομους τρόπους της, αναγνώρισε και εκτίμησε τις ικανότητές της. Μετά από λίγο καιρό σε αυτήν τη θέση, άρχισε να γράφει τη δική της στήλη με τον τίτλο «Turns With a Bookworm» («Εναλλάξ με έναν βιβλιοφάγο»), την οποία διατήρησε για τα επόμενα εικοσιπέντε χρόνια και η οποία της χάρισε κάποια φήμη στον κόσμο των γραμμάτων.
Εν τω μεταξύ, απέκτησε και άλλες στήλες, έγραψε ευπώλητα μυθιστορήματα ενώ ολοκλήρωσε και το κορυφαίο της έργο, τον «Θεό της μηχανής». Το 1949, o τότε αρχισυντάκτης της εφημερίδας σταμάτησε τη στήλη της λέγοντας ότι η γράφουσα είχε αποσυρθεί. Η ίδια υποστηρίζει ότι απολύθηκε για τις πολιτικές πεποιθήσεις της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αφιερώθηκε στο γράψιμο, την κηπουρική και τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας της, ζώντας και πεθαίνοντας σε σχετική αφάνεια. Ο τάφος της βρίσκεται στο κοιμητήριο της Επισκοπικής Εκκλησίας της Αγ. Μαρίας στο Μπέρλιγκτον του Νιου Τζέρσεϋ.
Το δώρο της στην ελευθερία
Στην εισαγωγή του «Θεού της μηχανής» [«God of the Machine»], ο Στήβεν Κοξ, βιογράφος της Πάτερσον, γράφει: «Ο τάφος της Πάτερσον δεν ξεχωρίζει από τους άλλους. Η ζωή της όμως ναι. Και ο ‘Θεός της μηχανής’ είναι το σημαντικότερο μνημείο της.»
Το έργο αυτό, ένα εξαιρετικό αμάλγαμα φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής και οικονομικών επιστημών δεν τα πήγε και πολύ καλά όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1943. Ωστόσο, επηρέασε στοχαστές όπως τους συντηρητικούς Ουίλιαμ Φ. Μπάκλεϋ και Ράσελ Κερκ, ενώ συνεχίζει ακόμα και στις μέρες μας να προσελκύει αναγνωστικό κοινό. Δεδομένου ότι η συγγραφέας ήταν βασικά αυτοδίδακτη, το βιβλίο μάς αποκαλύπτει έναν τεράστιο πλούτο γνώσεων και μια ευρύτατη μόρφωση αποκτημένη από μελέτη, έρευνες και διάλογο, μοναδική στην αμερικανική λογοτεχνία. Η οξεία και σαρωτική κριτική του κατά του Μαρξισμού και του σοσιαλισμού, η εκτεταμένη χρήση μιας μηχανικής μεταφοράς που επεξηγεί τη σχέση ανάμεσα στην επιτυχία ή την αποτυχία μιας κοινωνίας και τις ατομικές ελευθερίες, όπως επίσης τα εγκώμια που πλέκει υπέρ των αμερικανικών θεσμών και πολιτικών εγγράφων – τα οποία η συγγραφέας φοβόταν ότι διαβρώνονταν από το ‘μεγάλο κράτος’ – καθιστούν τον «Θεό της μηχανής» ένα ιδιαίτερα αξιόλογο πόνημα, επίκαιρο ακόμα και σήμερα ως προειδοποίηση για τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού. Σήμερα μάλιστα ίσως να είναι ακόμα πιο καίριο.
Το κεφάλαιο «Ο ανθρωπιστής με την γκιλοτίνα» ξεκινά έτσι: «Το περισσότερο κακό στον κόσμο προκαλείται από τους λεγόμενους καλούς ανθρώπους και όχι κατά λάθος ή από παράλειψη. Είναι το αποτέλεσμα των σκόπιμων πράξεών τους, όλων όσων έκαναν ακολουθώντας υψηλά ιδανικά για να επιτύχουν ενάρετους στόχους.»
Ένας σύγχρονος σχολιαστής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ακριβώς αυτές τις φράσεις στην αρχή ενός άρθρου για τις αποτυχημένες μεθόδους που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID ή για την πανωλεθρία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ή για τον πληθωρισμό της αγοράς.
Ένα άλλο απόσπασμα από το βιβλίο που απηχεί σύγχρονα ζητήματα, όπως αυτά τίθενται από τις διδασκαλικές ενώσεις και πολλά πανεπιστήμια είναι το παρακάτω: «Ένα υποχρεωτικό εκπαιδευτικό μοντέλο που στηρίζεται οικονομικά στη φορολόγηση αντικατοπτρίζει σε μικροκλίμακα το ολοκληρωτικό κράτος. … Μπορούμε να περιμένουμε την πιο εκδικητική αντιπάθεια από τους παιδαγωγούς απέναντι σε κάθε υπόνοια απομάκρυνσής τους από τη θέση εξουσίας που κατέχουν– ο όρος «αντιδραστικότητα» είναι από τους πιο ήπιους που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να την περιγράψουμε.»
Αλλά και για τις σύγχρονες οικονομικές δυσπραγίες, η ματιά της Πάτερσον είναι ιδιαιτέρως εύστοχη και διεισδυτική: «Η φτώχεια μπορεί να προκληθεί από τους νόμους. Αλλά δεν μπορείς να την απαγορεύσεις δια νόμου.» Η καταλυτική επίδραση των κυβερνητικών πολιτικών στην ευημερία της χώρας είναι ολοφάνερα γύρω μας.
Μέντορας
Όσοι γνωρίζουν την ιστορία της Πάτερσον, εκτιμούν και την επίδρασή της σε άλλους συγγραφείς. Συγκεκριμένα, η επιρροή της ήταν έντονη στη σκέψη της Άυν Ραντ [Ayn Rand] και Ρόουζ Ουάιλντερ Λέην [Rose Wilder Lane].
Ταυτόχρονα με τον «Θεό της μηχανής», το 1943, εκδόθηκε και το μυθιστόρημα της Ραντ «Η πηγή» [«The Fountainhead»]. Όπως γράφει ο Στήβεν Κοξ, οι δυο γυναίκες είχαν συχνές συναντήσεις κατά τις οποίες «η Ραντ ήταν η μαθήτρια που καθόταν στα πόδια της δασκάλας της που τη δίδασκε». Στο αντίτυπο της «Πηγής» που δώρισε στη μέντορά της, η Ραντ έγραψε: «Ήσουν μια ανεπανάληπτη γνωριμία στη ζωή μου». Αν και αυτή η σχέση τους δεν συνεχίστηκε για πολύ, ποτέ δεν έπαψαν να εκτιμούν και να επαινούν η μια τη δουλειά της άλλης.
Η Ρόουζ Ουάιλντερ Λέην, κόρη της Λώρας Ίνγκαλς Ουάιλντερ, ήταν επίσης φίλη της Ίζαμπελ Πάτερσον με την οποία μοιραζόταν πολλά κοινά σημεία. Και οι δυο πέρασαν φτωχικά παιδικά χρόνια στη Δύση, και οι δυο απογοητεύτηκαν από τους συζύγους τους, και οι δυο πίστευαν με πάθος στην αξία της σκληρής δουλειάς και της προσωπικής προσπάθειας.
Η Πάτερσον διάβασε το έργο της Λέην «Credo» (1936) στο φύλλο της εφημερίδας όπου είχε δημοσιευτεί – η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους και η επιρροή, η ενθάρρυνση και οι ιδέες της πρώτης επηρέασαν έντονα τη δεύτερη και στερέωσαν την πίστη της στον ατομισμό, παρ’ όλο που η φιλία μεταξύ τους δεν διατηρήθηκε.
Στο νέο του βιβλίο «Οι Ερινύες της Ελευθερίας: Πώς ανακάλυψαν την ελευθερία η Ίζαμπελ Πάτερσον, η Άυν Ραντ και η Ρόουζ Ουάλντερ Λέην σε μια εποχή σκοτεινή»1 , ο συγγραφέας Τίμοθυ Σάντφερ εξηγεί ότι ο τίτλος του έργου οφείλεται σε μια περιγραφή του Ουίλιαμ Φ. Μπάκλεϋ των τριών γυναικών ως «τρεις ερινύες του σύγχρονου φιλελευθερισμού».
Η κληρονομιά
Η Ίζαμπελ Πάτερσον είχε απότομο χαρακτήρα κι αυτό της είχε κοστίσει πολλούς φίλους και θέσεις εργασίες. Παραδείγματος χάριν, όταν έγραφε για το Buckley’s National Review στις αρχές της κυκλοφορίας του, απαιτούσε υψηλό μισθό ενώ παράλληλα αρνούνταν την επιμέλεια στα άρθρα της. Παρά τους καυγάδες και την τελική τους ρήξη, ο Μπάκλεϋ ομολόγησε μετά τον θάνατό της ότι «ήταν μια σπουδαία γυναίκα κι ας είχε τόσο κακή συμπεριφορά».
Ο Μπάκλεϋ ορθώς τη χαρακτήρισε «σπουδαία» παρόλο που η παρουσία της στοιχειώνει την αμερικανική λογοτεχνία με κάπως ομιχλώδη τρόπο. Η ισόβια και ακλόνητη αφοσίωσή της στην υπεράσπιση του ατόμου αντί του κράτους και το πάθος της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία έχουν σημαδέψει τον αμερικανικό πολιτισμό.
Παρά την ανησυχία της για την ανάπτυξη και την ισχυροποίηση της κυβέρνησης, προς το τέλος της ζωής της η Πάτερσον τίμησε και αγάπησε τη θετή της πατρίδα. Στην κατακλείδα της στον «Θεό της μηχανής» συνοψίζει: «Όποιος είχε τη μεγάλη τύχη να γεννηθεί Αμερικανός πολίτης έλαβε τη σπουδαιότερη κληρονομιά που θα μπορούσε να λάβει ένας άνθρωπος. Δικοί του είναι οι καρποί κάθε ηρωικής και πνευματικής προσπάθειας χιλιάδων χρόνων και πολιτισμών. Αν προδώσουμε αυτή την πολύτιμη κληρονομιά, αν οπισθοδρομήσουμε και υποδουλωθούμε ξανά, τότε θα ήταν καλύτερα να χαθεί η ανθρωπότητα από το πρόσωπο της γης».
Ας μείνουν τα λόγια της Πάτερσον μια ζωντανή προειδοποίηση για όλους μας σήμερα
Ο Τζεφ Μίνικ ζει στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Έχει γράψει δυο μυθιστορήματα («Αμάντα Μπελ» και «Σκόνη στα φτερά τους») και δυο βιβλία με μη μυθιστορηματικό περιεχόμενο («Μαθαίνοντας καθ’ οδόν» και «Οι ταινίες κάνουν τον άνθρωπο»).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Freedom’s Furies: How Isabel Paterson, Rose Wilder Lane, and Ayn Rand Found Liberty in an Age of Darkness» του Timothy Sandefur, Cato Books, 2022.