Ο αριθμός των θυμάτων από τις φονικές πλημμύρες που σημειώθηκαν το σαββατοκύριακο στην πολιτεία του Τέξας ανήλθε τη Δευτέρα σε 104.
Στην ιδιαίτερα πληγείσα κομητεία Κερ, οι αρχές ανακοίνωσαν ότι έχουν εντοπιστεί τα πτώματα 84 ανθρώπων, ανάμεσά τους και 28 παιδιά. Άλλοι 19 θάνατοι έχουν καταγραφεί στις κομητείες Τράβις, Μπέρνετ, Κένταλ, Τομ Γκρην και Ουίλλιαμσον, ενώ οι αρμόδιοι προειδοποιούν ότι ο συνολικός απολογισμός αναμένεται να αυξηθεί.
Το Camp Mystic, χριστιανική κατασκήνωση κοριτσιών στην κομητεία Κερ, γνωστοποίησε τη Δευτέρα τον θάνατο 27 κατασκηνωτριών και στελεχών της κατασκήνωσης. Σε ανακοίνωση που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του, το Camp Mystic ανέφερε ότι «θρηνεί την απώλεια 27 μελών της κοινότητας μετά τη φονική πλημμύρα στον ποταμό Γκουαντελούπε», προσθέτοντας πως «οι καρδιές όλων είναι συντετριμμένες, όπως και των οικογενειών που βιώνουν αυτήν την αδιανόητη τραγωδία». Η διοίκηση της κατασκήνωσης ανέφερε επίσης ότι «προσεύχεται διαρκώς για τους πληγέντες».
Όπως ανακοινώθηκε, η κατασκήνωση βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις πολιτειακές και τοπικές αρχές, οι οποίες εξακολουθούν να διαθέτουν δυνάμεις για τον εντοπισμό των αγνοουμένων. Παράλληλα, ευχαρίστησε την τοπική κοινότητα και τα σωστικά συνεργεία για τη στήριξή τους, ζητώντας «σεβασμό και ιδιωτικότητα» για τις οικογένειες των θυμάτων, ενώ εξέφρασε την ευχή «ο Θεός να συνεχίσει να περιβάλει όλους με την παρουσία Του».
Διασώστες επιχειρούν σε δύσβατες περιοχές προκειμένου να εντοπίσουν αγνοούμενους, ανάμεσά τους και επιζώντες από την κατασκήνωση. Κοντά στο σημείο, συνεργεία χρησιμοποιούν βαριά μηχανήματα για την απομάκρυνση κορμών δέντρων και άλλων φερτών υλικών από τον ποταμό, με την ελπίδα να βρουν επιζώντες.
Μέχρι το απόγευμα της Κυριακής, περισσότερο από δύο ημέρες μετά τις καταστροφές στην κατασκήνωση, οι αρχές ανέφεραν ότι ακόμη αγνοούνταν αρκετά άτομα, μεταξύ αυτών κατασκηνώτριες και στελέχη του Camp Mystic.
Ο κυβερνήτης του Τέξας, Γκρεγκ Άμποτ, δήλωσε την Κυριακή ότι τουλάχιστον 41 άνθρωποι παραμένουν αγνοούμενοι σε όλη την πολιτεία, ενώ ο αριθμός αυτός ενδέχεται να αυξηθεί.
Η Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών του Τέξας εξέδωσε νέες προειδοποιήσεις, καλώντας το κοινό να αποφεύγει περιοχές με αυξημένη στάθμη υδάτων και να τηρεί τις συστάσεις.
Επιπλέον, η Στρατιωτική Υπηρεσία του Τέξας ανακοίνωσε ότι από τις επιχειρήσεις της έχουν διασωθεί συνολικά 520 άτομα, κυρίως μέσω εναέριων επιχειρήσεων με ελικόπτερα Black Hawk.
Ο κυβερνήτης προειδοποίησε ότι οι έντονες βροχοπτώσεις θα συνεχιστούν έως και την Τρίτη, αυξάνοντας τον κίνδυνο για νέες πλημμύρες, ιδίως σε περιοχές που έχουν ήδη κορεστεί από τα ύδατα.
Κατάλοιπα της πλημμύρας κατά μήκος της TX-39 κοντά στο Χαντ του Τέξας, στις 5 Ιουλίου 2025. (Eric Vryn/Getty Images)
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε την Κυριακή ομοσπονδιακή διακήρυξη κατάστασης μεγάλης καταστροφής για την κομητεία Κερ, δηλώνοντας ότι πιθανότατα θα επισκεφθεί την περιοχή την Παρασκευή. Όπως ανέφερε στους δημοσιογράφους, «θα το έκανα σήμερα, αλλά θα τους παρεμποδίζαμε», προσθέτοντας πως «πρόκειται για κάτι φρικτό, απολύτως φρικτό».
Από τη Ρώμη, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ εξέφρασε τη συμπαράστασή του προς τους πληγέντες. Κατά την καθιερωμένη κυριακάτικη ευλογία στο Βατικανό, ο πρώτος Αμερικανός ποντίφικας ανέφερε ότι «εκφράζει τα ειλικρινή του συλλυπητήρια σε όλες τις οικογένειες που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα, και ιδίως τις κόρες τους που βρίσκονταν στην καλοκαιρινή κατασκήνωση», προσευχόμενος για τα θύματα της πλημμύρας στον ποταμό Γκουαντελούπε.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ υποδέχθηκε το βράδυ της 7ης Ιουλίου τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο, σε δείπνο με επίκεντρο την επίτευξη μόνιμης ειρήνης με το Ιράν, την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και την επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ.
Στην έναρξη της συνάντησης, ο Νετανιάχου έδωσε στον Τραμπ αντίγραφο επιστολής που είχε στείλει στη Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ, προτείνοντάς τον για το Νόμπελ Ειρήνης, εκφράζοντας την άποψη ότι η υποψηφιότητα ήταν «απολύτως δικαιολογημένη». Ο Τραμπ φέρεται να απάντησε πως δεν το γνώριζε αυτό και χαρακτήρισε την κίνηση «πολύ σημαντική», ειδικά επειδή προερχόταν από τον Νετανιάχου.
Ήταν η τρίτη συνάντηση των δύο ηγετών μέσα στο 2025, σε μια περίοδο κατά την οποία η Ουάσιγκτον επιχειρεί να διαμεσολαβήσει για μια νέα συμφωνία ανταλλαγής ομήρων μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, στο πλαίσιο μιας εκεχειρίας.
Σύμφωνα με ισραηλινές εκτιμήσεις, περισσότεροι από πενήντα όμηροι παραμένουν στη Λωρίδα της Γάζας, εκ των οποίων οι είκοσι θεωρούνται ζωντανοί. Πριν αναχωρήσει για τις ΗΠΑ, ο Νετανιάχου είχε δηλώσει ότι η επιστροφή των ομήρων αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα.
Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, δήλωσε στις 7 Ιουλίου ότι ο βασικός στόχος του προέδρου για τη Μέση Ανατολή είναι η λήξη των εχθροπραξιών και η απελευθέρωση των ομήρων.
Η πρόσφατη πρόταση εκεχειρίας των ΗΠΑ, την οποία υποστηρίζει το Ισραήλ, έχει διαβιβαστεί στη Χαμάς από διαμεσολαβητές, ωστόσο η οργάνωση δεν έχει ακόμη απαντήσει θετικά. Ο Τραμπ εμφανίζεται αισιόδοξος, δηλώνοντας στις 6 Ιουλίου ότι ενδέχεται να επιτευχθεί συμφωνία εντός της εβδομάδας, σημειώνοντας πως «υπάρχουν πολλές πιθανότητες να προκύψει συμφωνία με τη Χαμάς, που θα αφορά αρκετούς από τους ομήρους».
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, εξέφρασε αισιοδοξία παρά τις τελευταίες αναφορές για απώλειες Ισραηλινών στρατιωτών. Τόνισε ότι υπάρχει η ευκαιρία για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας και ότι προσβλέπει σε άμεσες εξελίξεις.
Αναφερόμενος σε ενδεχόμενη μετακίνηση Παλαιστινίων, ο Νετανιάχου υποστήριξε ότι πρόκειται για ζήτημα «ελεύθερης επιλογής», διευκρινίζοντας πως όσοι επιθυμούν να παραμείνουν μπορούν να το κάνουν, ενώ εκείνοι που θέλουν να φύγουν πρέπει να έχουν τη δυνατότητα. Πρόσθεσε ότι το Ισραήλ συνεργάζεται στενά με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να βρεθούν χώρες που θα μπορούσαν να προσφέρουν στους Παλαιστίνιους ένα καλύτερο μέλλον και δήλωσε ότι η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.
Ο Τραμπ από την πλευρά του ανέφερε πως έχει λάβει «μεγάλη υποστήριξη» από χώρες της περιοχής και ότι «κάτι θετικό θα προκύψει».
Η τελευταία συμφωνία εκεχειρίας κατέρρευσε στις 18 Μαρτίου, λόγω διαφωνιών για την εφαρμογή της δεύτερης φάσης, η οποία προέβλεπε τον τερματισμό των συγκρούσεων και την απελευθέρωση των υπόλοιπων ομήρων. Πριν αναχωρήσει για την Ουάσιγκτον, ο Νετανιάχου είχε δηλώσει πως η προσπάθεια για την επίτευξη αυτής της συμφωνίας συνεχίζεται και εκτίμησε ότι ο Τραμπ μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο.
Συμφωνία με το Ιράν
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε λίγες εβδομάδες μετά από τα αμερικανικά πλήγματα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν στο Φορντό, το Ισφαχάν και τη Νατάνζ. Μετά τις επιθέσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμεσολάβησαν για μια εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Ιράν.
Ο Τραμπ δήλωσε πως η κυβέρνησή του εργάζεται σε πολλές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένης μιας «μόνιμης συμφωνίας» με το Ιράν. Τόνισε ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει η Τεχεράνη να εγκαταλείψει τις πυρηνικές φιλοδοξίες της και ισχυρίστηκε ότι οι αμερικανικές επιθέσεις «κατέστρεψαν πλήρως» τις ιρανικές εγκαταστάσεις, αναγκάζοντας το Ιράν να ξεκινήσει από την αρχή σε νέα τοποθεσία.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Νετανιάχου, ο Τραμπ δήλωσε ότι έχουν προγραμματιστεί συνομιλίες με το Ιράν και πως η ιρανική πλευρά δείχνει πρόθυμη για διάλογο, προσθέτοντας ότι πλέον είναι «πολύ διαφορετική» σε σχέση με δύο εβδομάδες πριν.
Σύμφωνα με την Άλισον Μάινορ, διευθύντρια του Ινστιτούτου N7 του Atlantic Council, στόχος του Τραμπ είναι να μετατρέψει τις πρόσφατες εκεχειρίες σε μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Σε πρόσφατη έκθεσή της, επεσήμανε ότι η επιτυχής επίτευξη εκεχειρίας στη Γάζα θα ενίσχυε τη δυναμική για την επανεκκίνηση των Συμφωνιών του Αβραάμ, οι οποίες υπεγράφησαν το 2020 και περιελάμβαναν την εξομάλυνση σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των χωρών της ευρύτερης περιοχής, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Σουδάν και το Μαρόκο.
Ο Τραμπ φέρεται να επιθυμεί την ένταξη της Συρίας στις εν λόγω συμφωνίες. Η Μάινορ υποστήριξε ότι η σημερινή συγκυρία αποτελεί ιστορική ευκαιρία για επανακαθορισμό των συροϊσραηλινών σχέσεων, ιδίως μετά την απόφαση του Τραμπ να άρει τις κυρώσεις κατά της Συρίας.
Στις 7 Ιουλίου, ο Τραμπ ανακάλεσε επίσης τον χαρακτηρισμό της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ ως ξένης τρομοκρατικής οργάνωσης. Η οργάνωση, υπό την ηγεσία του Αχμέντ αλ Σαρά, ανέλαβε την εξουσία τον Δεκέμβριο, ύστερα από την ανατροπή του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ. Ο αλ Σαρά έχει πλέον αναλάβει την προεδρία της χώρας.
Αντιθέτως, η προσπάθεια του Νετανιάχου για εξομάλυνση σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία φαίνεται να έχει παγώσει, τουλάχιστον μέχρι να επιλυθεί η σύγκρουση με τη Χαμάς. Το Ριάντ φέρεται να έχει θέσει ως προϋπόθεση τη σαφή πορεία προς την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Η κυβέρνηση Τραμπ, ωστόσο, αποφεύγει συστηματικά να διευκρινίσει αν η λύση των δύο κρατών εξακολουθεί να αποτελεί επίσημη θέση των ΗΠΑ.
Όταν ρωτήθηκε σχετικά, ο Τραμπ έδωσε τον λόγο στον Νετανιάχου, λέγοντας ότι πρόκειται για «τον πιο κατάλληλο άνθρωπο στον κόσμο» να απαντήσει στο διαχρονικό αυτό ερώτημα. Ο Νετανιάχου απάντησε πως οι Παλαιστίνιοι πρέπει να έχουν όλα τα δικαιώματα αυτοδιοίκησης, αλλά όχι τις εξουσίες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο το Ισραήλ, διευκρινίζοντας ότι η συνολική ευθύνη για την ασφάλεια θα παραμείνει στα χέρια του Ισραήλ.
Σχέσεις Τραμπ-Νετανιάχου
Ο Νετανιάχου διαμένει στο Blair House, την επίσημη κατοικία προσκεκλημένων του προέδρου των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το γραφείο του, πριν από τη συνάντηση με τον Τραμπ, είχε διαβουλεύσεις με τον Στηβ Γουίτκοφ και στη συνέχεια με τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο. Επίσης, αναμένεται να έχει επαφές με τον αντιπρόεδρο Τζ. Ντ. Βανς και τον πρόεδρο της Βουλής, Μάικ Τζόνσον.
Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα εκφράσει τη στήριξή του προς τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, ακόμα και στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας που αντιμετωπίζει στο Ισραήλ. Σε ανάρτησή του στο Truth Social, στις 28 Ιουνίου, χαρακτήρισε τη δίωξη του Νετανιάχου «πολιτικό κυνήγι μαγισσών» αντίστοιχο με αυτό που, όπως ισχυρίστηκε, είχε υποστεί ο ίδιος. Παρατήρησε ακόμη ότι κάτι τέτοιο υπονομεύει τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για το Ιράν και τη Χαμάς.
Ο Νετανιάχου απάντησε με δημόσια ευχαριστήρια ανάρτηση στην πλατφόρμα Χ, γράφοντας: «Μαζί θα κάνουμε τη Μέση Ανατολή σπουδαία ξανά!»
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε στις 3 Ιουλίου ότι σύντομα θα είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
«Θα μιλήσω με τον Πρόεδρο Πούτιν της Ρωσίας στις 10 π.μ. Ευχαριστώ», έγραψε ο Τραμπ στη δική του πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης στις 9:39 π.μ. τοπική ώρα.
Εδώ και μήνες, ο Τραμπ πιέζει τόσο τη Μόσχα, όσο και το Κίεβο να βάλουν τέλος στον πολύχρονο πόλεμο και να διαπραγματευθούν μια μόνιμη ειρήνη.
Κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε την πρόθεσή του να μιλήσει με τον Πούτιν, αναζητώντας τρόπους για εκεχειρία. Δεν σχολίασε αν εξακολουθεί να εξετάζει το ενδεχόμενο πρόσθετων κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας.
Κατά τη συνάντησή του με τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς στον Λευκό Οίκο, στις 5 Ιουνίου, ο Τραμπ προειδοποίησε:
«Αν Ρωσία και Ουκρανία δεν καταλήξουν σε ειρηνευτική συμφωνία, θα ακολουθήσω πολύ σκληρή στάση. Και μπορεί να αφορά και τις δύο χώρες, για να είμαι ειλικρινής», ανέφερε.
Παράλληλα, εκτίμησε πως Ρωσία και Ουκρανία ίσως να μην είναι ακόμη έτοιμες για ειρήνη.
«Βλέπεις δύο μικρά παιδιά να τσακώνονται άγρια», είπε ο Τραμπ. «Μισιούνται, μαλώνουν στο πάρκο, προσπαθείς να τα χωρίσεις και εκείνα δεν θέλουν. Μερικές φορές είναι καλύτερο να τα αφήσεις να μαλώσουν για λίγο και μετά να τα χωρίσεις».
Στις 27 Μαΐου, ο Τραμπ είχε προειδοποιήσει τον Πούτιν ότι «παίζει με τη φωτιά», καθώς οι προσπάθειές του για ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία παρέμεναν στάσιμες.
Είχε επίσης προειδοποιήσει πως η Μόσχα ενδέχεται να αντιμετωπίσει νέες κυρώσεις μετά από μια μεγάλης κλίμακας αεροπορική επιδρομή στο Κίεβο
Ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ, το περασμένο Σαββατοκύριακο, δήλωσε πως ο Τραμπ έχει στηρίξει την προώθηση του νομοσχεδίου για νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ο νόμος «Sanctioning Russia Act of 2025» προβλέπει πρωτογενείς και δευτερογενείς κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας, καθώς και δασμό 500% στα εισαγόμενα αγαθά από χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Το τελευταίο διάστημα, ο Τραμπ είχε δώσει σήματα για πιο σκληρή στάση απέναντι στο Κρεμλίνο. Ωστόσο, στη σύνοδο της G7 στον Καναδά, στις 16 Ιουνίου, εμφανίστηκε να μετριάζει τη ρητορική του, δηλώνοντας:
«Οι κυρώσεις κοστίζουν πολλά χρήματα».
Παράλληλα, είχε επικρίνει τους ηγέτες της G7 για τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την ομάδα – που αρχικά ονομαζόταν G8 – το 2014.
«Αυτό ήταν μεγάλο λάθος», ανέφερε στον Καναδό πρωθυπουργό Μαρκ Κάρνεϊ κατά τη διάρκεια της συνόδου. «Δεν θα είχατε αυτόν τον πόλεμο. Ο εχθρός είναι καλύτερα να κάθεται στο τραπέζι».
Με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι συναντήθηκε ο Τραμπ στις 25 Ιουνίου, στο πλαίσιο της συνόδου του ΝΑΤΟ στην Ολλανδία. Ερωτηθείς αν συζήτησαν ενδεχόμενη εκεχειρία, ο Τραμπ απάντησε:
«Όχι, απλώς ήθελα να δω πώς τα πάει. Ήταν ωραία, πραγματικά. Είχαμε κάποιες δύσκολες στιγμές», ανέφερε. «Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευγενικός».
Το ανακοινωθέν της φετινής συνόδου του ΝΑΤΟ αποτύπωσε αλλαγή στη γλώσσα που αφορά την Ουκρανία και τη Ρωσία. Ενώ στη διακήρυξη του 2024 αναφερόταν πως «το μέλλον της Ουκρανίας βρίσκεται στο ΝΑΤΟ», πλέον σημειώνεται:
«Οι σύμμαχοι επαναβεβαιώνουν τις διαρκείς κυρίαρχες δεσμεύσεις τους για στήριξη της Ουκρανίας, της οποίας η ασφάλεια ενισχύει και τη δική μας».
Ο Έρικ Τραμπ, αντιπρόεδρος του Οργανισμού Τραμπ και γιος του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι μια πρόσφατη επίσκεψή του στο εργοστάσιο της Ford Motor Company ενίσχυσε την πίστη του στην ιδιαίτερη δύναμη της Αμερικής.
«Περπατώ δίπλα στα F-150 που παράγονται. Κάθε 57 δευτερόλεπτα, ένα ακόμα F-150 έρχεται από την γραμμή παραγωγής του εργοστασίου», είπε ο Έρικ Τραμπ σε συνέντευξή του στην εκπομπή American Thought Leaders του Γιαν Γεκίλεκ, της 28ης Ιουνίου.
«Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι η Αμερική μπορεί να ξεπεράσει την Κίνα. Η Αμερική μπορεί να ξεπεράσει την Ασία. Η Αμερική μπορεί να ξεπεράσει όλα αυτά τα μέρη», συμπλήρωσε, σημειώνοντας ότι αν και η Κίνα καυχιέται για τη μεγάλη της οικονομία και για πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ πιο παραγωγικές.
«Η παραγωγικότητά μας δεν είναι απλώς μεγαλύτερη, αλλά είναι μεγαλύτερη ως παραγωγικότητα ανά άτομο», παρατήρησε. «Είναι πέντε φορές περισσότερο στην Αμερική. Το κάνουμε καλύτερα από οποιονδήποτε στον κόσμο», σκεπτόμενος, όπως είπε, το εξαιρετικό δυναμικό των Αμερικανών εργατών αν είναι εξοπλισμένοι με τα κατάλληλα εργαλεία, εκπαίδευση, και ευκαιρίες.
Οικοδομή στο Λος Άντζελες, στις 25 Ιανουαρίου 2024. (Mario Tama/Getty Images)
«Έχουμε το καλύτερο σύστημα», είπε. «Έχουμε την καλύτερη χώρα. Είμαστε οι πιο καινοτόμοι. Στέλνουμε πυραύλους στο διάστημα. Τους πιάνουμε με ξυλάκια τώρα.»
Ωστόσο, αναγνώρισε ότι δεκαετίες επιχειρηματικής μετανάστευσης είχαν το κόστος τους. Καθώς η παραγωγή μεταφερόταν στο εξωτερικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν όχι μόνο εργοστάσια, αλλά και πολλές από τις ικανότητες και τις γνώσεις που την είχαν κάνει κάποτε παγκόσμια κατασκευαστική δύναμη.
Πρακτικά μαθήματα
Η πίστη του Έρικ Τραμπ στην αναζωογόνηση της αμερικανικής παραγωγής διαμορφώνεται από τις αρχικές, πρακτικές εμπειρίες του.
«Ήμουν σε κατασκευαστικές δουλειές από την ηλικία των 11, με τον κατώτατο μισθό, δουλεύοντας σε οικοδομή, δουλεύοντας με ηλεκτρολόγους», είπε.
«Πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι κόβοντας χαλύβδινες ράβδους με φλογοβόλο ασετυλίνης. Μπορώ να λειτουργήσω κάθε είδους εκσκαφέα. Πέρασα κάθε καλοκαίρι της ζωής μου κάνοντας τέτοια πράγματα. Έχω κάλους στα χέρια μου που το αποδεικνύουν.»
Αν και αυτό μπορεί να ακούγεται ασυνήθιστο για κάποιον από πλούσια οικογένεια, ο Έρικ Τραμπ εξήγησε ότι αυτά τα νεανικά χρόνια διαμόρφωσαν τις αξίες του και την άποψή του για το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ.
«Ο πατέρας μου πίστευε στο να αρχίσουμε να δουλεύουμε από μικροί, ώστε να καταλάβουμε τι είναι το real estate», είπε.
Ακόμα και σήμερα, αστειεύεται, η γυναίκα του ανησυχεί γι΄ αυτόν όταν επισκευάζει πρίζες στο σπίτι.
«Αυτό έκανα κάθε καλοκαίρι της ζωής μου. […] Είναι σημαντικό να γειώσεις τα παιδιά με αυτόν τον τρόπο», είπε ο Έρικ Τραμπ.
Η ανατροφή του είναι αντίθετη από το ρεύμα που επικρατεί, με τις νέες γενιές να έχουν χάσει κάθε επαφή με τις πρακτικές δεξιότητες, όπως παρατηρεί:
«Δεν μπορούν να κρεμάσουν έναν πίνακα σε έναν τοίχο. Είναι ντροπή.»
Ο Έρικ Τραμπ (κ) με την γυναίκα του Λάρα Τραμπ (α) και τον γερουσιαστή Τζον Μπαράσσο (Ρ-Γουάιο.) πριν από το εναρκτήριο γεύμα στην Ουάσιγκτον, στις 20 Ιαν. 2025. (Kevin Dietsch/Getty Images)
Το κόστος της εξόδου επιχειρήσεων
Αυτή η άποψή του συνδέεται με την ευρύτερη κριτική του για τις αμερικανικές πολιτικές που στέλνουν στο εξωτερικό την παραγωγή.
Από τότε που η Κίνα εισήλθε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σχεδόν 25 χρόνια πριν, ο αμερικανικός κατασκευαστικός τομέας έχει υποστεί δραστικές αλλαγές, με πολλές κωμοπόλεις οι οποίες στηρίζονταν στα τοπικά εργοστάσια για να υποστηρίξουν το σπίτι τους, την εκπαίδευση των παιδιών τους, και το καθημερινό κόστος ζωής, να χάνονται κυριολεκτικά.
Ολόκληρες πόλεις στα Μεσοδυτικά και στη Ζώνη Σκουριάς καταστράφηκαν. Ο Έρικ Τραμπ θυμάται προεκλογικές ομιλίες σε «κλειστά, χαλασμένα εργοστάσια, εργοστάσια με φράχτες αλυσίδων γύρω τους, εργοστάσια χωρίς φώτα».
«Ήταν η βάση του βιομηχανικού συμπλέγματος για την Αμερική και για τις κατασκευές, τα καλύτερα χαλυβουργεία, τα καλύτερα χυτήρια, αυτές οι απίστευτες κατασκευές με τούβλα που έμειναν χωρίς ζωή», είπε. «Αυτό δεν είναι σωστό.»
Οι υπερβολικοί νόμοι της κυβέρνησης και η επιβολή βαριάς φορολογίας έχουν θέσει τις αμερικανικές εταιρείες σε μειονεκτική θέση όλα αυτά τα χρόνια, σημείωσε.
«Μπορούμε να κατασκευάσουμε τα καλύτερα προϊόντα στον κόσμο, εδώ στην Αμερική. Μπορούμε να το κάνουμε καλύτερα. Μπορούμε να καινοτομήσουμε. Είμαστε καλύτεροι επιχειρηματίες. […] Πρέπει να τα φέρουμε πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό αποτελεί σε μεγάλο βαθμό θέση και του πατέρα μου.»
Για την αντιστροφή της κατάστασης, ο Λευκός Οίκος εστίασε στη μείωση φόρων και κανονισμών, στην επιβολή δασμών και στην προσέλκυση τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ιδιωτικές επενδύσεις από εγχώριες και ξένες εταιρείες, με στόχο την επιστροφή της κατασκευής στην μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Εργαζόμενοι στο εργοστάσιο Τεχνολογίας Φακών στην Λιουγιάνγκ, επαρχία Χουνάν, στην Κίνα, στις 12 Μαρτίου 2015. Η εταιρεία δίνει γυαλί για οθόνες επαφής στην Apple, τη Samsung και άλλους τεχνολογικούς γίγαντες. Σύμφωνα με τον Έρικ Τραμπ, η υπερβολική νομοθεσία των ΗΠΑ και οι υψηλοί φόροι έχουν ωθήσει την παραγωγή στο εξωτερικό. (STR/AFP μέσω Getty Images)
Γεφυρώνοντας το χάσμα ικανοτήτων
Ωστόσο, μια κρίσιμη πρόκληση είναι η εύρεση προσωπικού με ικανότητες για πλήρωση αυτών των θέσεων. Ο Έρικ Τραμπ είπε πως πιστεύει ότι χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας στις ΗΠΑ, ειδικά η αντίληψη που έχουν οι νέοι για τις κατασκευαστικές δουλειές και τα πανεπιστήμια.
«Πολλοί νέοι επιδιώκουν να αποκτήσουν ένα πτυχίο από ένα δημοφιλές πανεπιστήμιο, ενώ υπάρχουν τόσες δουλειές εκεί έξω», είπε.
«Κάποιες από αυτές αποδίδουν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια ανά έτος. Εννοώ, καταπληκτικές καριέρες. Παρόλα αυτά, ο κόσμος τις αγνοεί σε αυτήν τη χώρα.»
Το 2024, μια έρευνα της Deloitte εκτίμησε ότι 3,8 εκατομμύρια νέες θέσεις στην παραγωγή θα άνοιγαν από το 2023 αλλά μόνο οι μισές θα πληρούνταν. Οι εταιρείες δεν μπορούν να βρουν τα κατάλληλα άτομα για την κάλυψη αυτών των θέσεων.
Οι δουλειές που αναμένεται να ξεχωρίζουν στον σύγχρονο κατασκευαστικό τομέα περιλαμβάνουν υψηλά τεχνικούς και εξειδικευμένους ρόλους, όπως στη ρομποτική, στην τεχνητή νοημοσύνη και στην τρισδιάστατη εκτύπωση. Σύμφωνα με ειδικούς, η νέα γενιά εργαζομένων δεν έχει επαρκείς ικανότητες για αυτούς τους ρόλους.
Διάφορες εταιρικές έρευνες τονίζουν τις ίδιες ανησυχίες και για το μέλλον: την εύρεση εργατών με τις ικανότητες για την διεκπεραίωση της δουλειάς.
Ο Έρικ Τραμπ επιδοκίμασε τον Μάικ Ρόου (τηλεοπτική προσωπικότητα) για την προώθηση τεχνικών σχολών και εποχιακής εκπαίδευσης.
«Αυτό που κάνει ο Μάικ Ρόου είναι αξιόλογο», είπε.
Την περασμένη άνοιξη, ο πρόεδρος υπέγραψε εκτελεστική εντολή για αλλαγή και εκσυγχρονισμό των αμερικανικών προγραμμάτων εργατικού δυναμικού.
Φοιτητές μηχανικής δοκιμάζουν λογισμικό σε ένα ρομπότ σε εργαστήριο του Virginia Tech, στο Μπλάκσμπουργκ. ΗΠΑ, 9 Απριλίου 2015. (Chip Somodevilla/Getty Images)
«Δεκαετίες αποτυχημένης πολιτικής ηγεσίας έχουν αφήσει την Αμερική με μια προσέγγιση αδιαφορίας για την προετοιμασία εργατικού δυναμικού, την οποία παλαιότερες διοικήσεις προώθησαν ως ‘πανεπιστήμιο για όλους’», δήλωσε ο Λευκός Οίκος.
«Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση επενδύει πάνω από $700 δισεκατομμύρια το έτος στην αμερικανική ανώτερη εκπαίδευση, αλλά μόνο το μισό των νέων αποφοίτων πανεπιστημίων βρίσκουν εργασία που απαιτεί πτυχίο πανεπιστημίου.»
Επιπλέον της επαναφοράς των κατασκευών στις Ηνωμένες Πολιτείες, εταιρείες που υποσχέθηκαν μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου στην οικονομία επίσης αναζητούν προγράμματα ανάπτυξης και εκπαίδευσης εργατικού δυναμικού. Αυτό είναι πιο έντονο στις ειδικές κατασκευές και στους τομείς υψηλής τεχνολογίας.
«Πρέπει να είμαστε ικανοί να χτίζουμε», είπε ο Έρικ Τραμπ. «Πρέπει να είμαστε ικανοί να κατασκευάζουμε. Πρέπει να είμαστε ικανοί να δημιουργούμε.»
Τελικά, είπε, αν η κυβέρνηση επιτρέψει στον καπιταλισμό να ανθήσει και αφήσει τους επιχειρηματίες να χτίσουν μεγάλες εταιρείες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ακμάσουν.
«Η Αμερική πάντα θα κερδίζει», είπε. «Θα κερδίζουμε πάντα, αν τους επιτρέψουμε να το κάνουν αυτό.»
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ—Καθώς οι επικεφαλής του ΝΑΤΟ στην Ολλανδία αυτήν την εβδομάδα συγκεντρώθηκαν για να αποκαλύψουν μια ιστορική συμφωνία αύξησης στρατιωτικών δαπανών, το Πεκίνο παρακολουθούσε νευρικά από την άλλη πλευρά του κόσμου.
Το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς εξέδωσε μια σειρά δηλώσεων, κατηγορώντας το ΝΑΤΟ για «δημιουργία σύγκρουσης» και επέκρινε τις προθέσεις της συμμαχίας.
Στην σύνοδο αυτού του έτους, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αυξήσουν τους στόχους τους για στρατιωτικές δαπάνες στο 5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), μια σημαντική αύξηση από το 2% που είχε τεθεί κατά την διάρκεια συνόδου στην Ουαλία το 2014.
Κατά την διάρκεια της συνόδου, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, προειδοποίησε για την υποστήριξη της Ρωσίας από το Πεκίνο, την γρηγορότερη στρατιωτική ενίσχυση του Πεκίνου, και την αυξανόμενη απειλή κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν.
Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) επέκρινε την αύξηση αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ.
«Οι χώρες του ΝΑΤΟ ήδη αποτελούν το 55% των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών το 2024. Παρόλα αυτά απαιτείται να αυξήσουν την αμυντική επένδυση στο 5% του ΑΕΠ για να χτίσουν ένα ‘πιο θανάσιμο ΝΑΤΟ’», είπε ένας εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, ο Γκουό Τζιακούν, κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου στις 26 Ιουνίου.
Το καθεστώς εμφανίστηκε να ανησυχεί από την στρατιωτική ενίσχυση του ΝΑΤΟ και τους βαθύτερους δεσμούς με Ινδο-Ειρηνικά έθνη τα πρόσφατα χρόνια, με τον Γκουό να κατηγορεί την συμμαχία για «Ψυχροπολεμική νοοτροπία.»
Το ΝΑΤΟ τα πρόσφατα χρόνια πήρε σκληρή στάση έναντι της αυξανόμενης απειλής της Κίνας.
Κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου στο τέλος της συνόδου του ΝΑΤΟ στις 25 Ιουνίου, ο Ρούτε είπε ότι η αύξηση σε αμυντικές δαπάνες δεν είχε αίτιο μόνο την έκκληση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αλλά επίσης την ανάγκη, αναφέροντας την μακροπρόθεσμη απειλή της Ρωσίας, την εμφάνιση νέων αντιπάλων, και τις αυξανόμενες ανησυχίες για την μεγάλη στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας.
Μιλώντας στο δημόσιο φόρουμ την πρώτη μέρα του συνεδρίου, ο Ρούτε επίσης περιέγραψε το Πεκίνο ως μια αναδυόμενη απειλή για το ΝΑΤΟ.
«Ίσως κάνουν περισσότερα με τις στρατιωτικές ικανότητές τους στο μέλλον. Και γνωρίζουμε τους κινδύνους που διατρέχουμε με την Ταϊβάν», είπε.
Ο Ρούτε πρότεινε ότι αν οι εντάσεις αυξηθούν στον Ειρηνικό της Ασία, ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ ίσως θυμηθεί «τον παλιό του συνάδελφο στο Κρεμλίνο» για την ισχυρή στήριξη της Κίνας από την Ρωσία και αναγκάσει την Ρωσία να κρατά την Δύση απασχολημένη με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σε απάντηση, ο Γκουό κατηγόρησε το ΝΑΤΟ για «υποκίνηση σύγκρουσης.» Ισχυρίστηκε ότι κάποιοι εντός του ΝΑΤΟ ψάχνουν δικαιολογίες για αύξηση στρατιωτικών δαπανών και επέκταση της παρουσίας της συμμαχίας στην ασιατική περιοχή του Ειρηνικού.
Στην σύνοδο της Χάγης, τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να δώσουν τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ τους ετησίως σε βασικές αμυντικές υποχρεώσεις έως το 2035.
Επίσης, οι χώρες μέλη θα δαπανήσουν ένα επιπλέον 1,5% του ΑΕΠ τους ετησίως για επένδυση σε κρίσιμες υποδομές, διαδικτυακή ασφάλεια, πολιτική ετοιμότητα, και καινοτομία, και για ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας.
Σύμφωνα με τον Τραμπ, η επένδυση σε κρίσιμες υποδομές σημαίνει και δημιουργία ασφαλών αλυσίδων εφοδιασμού για παραγωγή απαιτούμενων ορυκτών, ζωτικών στον αμυντικό τομέα.
«Η κρίση της Ουκρανίας έχει επίσης φέρει στο προσκήνιο την άμεση ανάγκη επανοικοδόμησης της αμυντικής μας βιομηχανίας, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες και μεταξύ των συμμαχικών εθνών. Δεν μπορούμε να εξαρτόμαστε από ξένους αντιπάλους για κρίσιμα ορυκτά», είπε ο Τραμπ σε συνέντευξη τύπου μετά την σύνοδο.
Η Κίνα κυριαρχεί στις αλυσίδες εφοδιασμού σπανίων γαιών, έχοντας το 70% της παγκόσμιας παραγωγής και σχεδόν το 90% της ικανότητας επεξεργασίας, σύμφωνα με έρευνα του 2023 του Ινστιτούτου Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης.
Το κινεζικό καθεστώς έχει μετατρέψει αυτήν την κυριαρχία σε στρατηγικό όπλο κατά άλλων χωρών τα πρόσφατα χρόνια.
Τον Απρίλιο, το Πεκίνο άρχισε περιορισμούς εξαγωγών για κρίσιμα στοιχεία σπανίων γαιών, μέταλλα, και μαγνήτες ως απάντηση στους αμοιβαίους δασμούς του Τραμπ.
Το Πεκίνο έχει εντείνει τους ελέγχους εξαγωγών για επτά στοιχεία σπανίων γαιών—σαμάριο, γαδολίνιο, τέρβιο, δυσπρόσιο, λουτέτιο, σκάνδιο, και ύτριο—δυσκολεύοντας τις αλυσίδες εφοδιασμού που είναι κρίσιμες για την άμυνα της Αμερικής, την διαστημική και την κατασκευή αυτοκινήτων.
Οι τελευταίοι περιορισμοί ακολουθούν μια απαγόρευση εξαγωγών του Δεκεμβρίου 2024 για τρία βασικά στοιχεία—αντιμόνιο, γάλλιο, και γερμάνιο—που τέθηκε ως αντίποινα στους τεχνολογικούς περιορισμούς του προέδρου Τζο Μπάιντεν που στόχευαν το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς.
Ο Τραμπ είπε πως η Κίνα έχει συμφωνήσει να άρει τους περιορισμούς εξαγωγών σε μαγνήτες και αναγκαίες σπάνιες γαίες μετά τον διάλογο στο Λονδίνο στις αρχές Ιουνίου.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ολοκλήρωσε στις 25 Ιουνίου μια έντονη, 24ωρη επίσκεψη στην Ολλανδία, με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, εξασφαλίζοντας την αποδοχή της αύξησης των αμυντικών δαπανών από πλευράς των συμμάχων.
Σε αντίθεση με την περσινή σύνοδο στην Ουάσιγκτον – που φιλοξενήθηκε από τον τότε πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, λίγο μετά από την προεκλογική τηλεοπτική του αναμέτρηση με τον Τραμπ – η φετινή συνάντηση ήταν διαφορετική τόσο σε τόνο όσο και σε προτεραιότητες.
Το ενδιαφέρον συγκέντρωσαν, μεταξύ άλλων, οι δηλώσεις Τραμπ για την κατάπαυση πυρός στη Μέση Ανατολή, οι αναφορές σε διαρροή απόρρητης έκθεσης για τις αμερικανικές επιδρομές στο Ιράν, καθώς και η στάση του σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Ιστορικό ορόσημο»
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της συνόδου, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν στην αύξηση των αμυντικών δαπανών με στόχο το 5% του ΑΕΠ, πρόταση που ο Τραμπ προωθούσε εδώ και χρόνια.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, χαρακτήρισε τη νέα συμφωνία – η οποία έλαβε την ονομασία «Αμυντική Δέσμευση της Χάγης» – ως «ιστορικό ορόσημο», προσθέτοντας ότι πρόκειται για επίτευγμα που «κανείς δεν πίστευε πως ήταν εφικτό».
Η επίσημη δήλωση της συνόδου ανέφερε πως τα μέλη της Συμμαχίας δεσμεύτηκαν να δαπανούν τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ τους σε βασικές αμυντικές ανάγκες έως το 2035, με υποχρέωση υποβολής ετήσιων σχεδίων για την πορεία επίτευξης του στόχου.
Επιπλέον, συμφωνήθηκε η επιπρόσθετη ετήσια διάθεση 1,5% του ΑΕΠ για υποδομές, κυβερνοασφάλεια, πολιτική ετοιμότητα, καινοτομία και ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης.
Ο Τραμπ υποστήριξε ότι η συνολική ενίσχυση των αμυντικών δαπανών θα προσθέσει πάνω από 1 τρισ. δολάρια ετησίως στη συλλογική άμυνα του ΝΑΤΟ. Τόνισε επίσης ότι τα κονδύλια θα πρέπει να διατεθούν για στρατιωτικό εξοπλισμό και όχι για γραφειοκρατικά έξοδα, προσθέτοντας – με αναφορά στη στήριξη της αμερικανικής βιομηχανίας – ότι ελπίζει ο εξοπλισμός αυτός να κατασκευάζεται στις ΗΠΑ, καθώς, όπως είπε, πρόκειται για τον «καλύτερο στον κόσμο».
Το Ιράν στη σκιά της Συνόδου
Αν και η σύνοδος αποτελούσε ιδανική ευκαιρία για την προβολή των πρόσφατων αμερικανικών επιδρομών, οι οποίες, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, κατέστρεψαν τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, μεγάλο μέρος των δηλώσεων του Τραμπ επικεντρώθηκε στη διάψευση των αναφορών που αμφισβητούσαν την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, ο Τραμπ επέκρινε μέσα ενημέρωσης όπως το CNN, τα οποία αναφέρθηκαν σε διαρροή απόρρητης έκθεσης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, σύμφωνα με την οποία οι επιδρομές δεν κατέστρεψαν κρίσιμα τμήματα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Αντίθετα, δήλωση εκπροσώπου του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών, την οποία επικαλέστηκε ο Τραμπ, έκανε λόγο για «σοβαρές ζημιές» στις εγκαταστάσεις.
Κατά τη συνάντησή του με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε, το πρωί της 25ης Ιουνίου, ο Τραμπ φέρεται να υποστήριξε πως οι αμερικανικές επιδρομές συνέβαλαν στον τερματισμό της σύγκρουσης Ισραήλ–Ιράν, συγκρίνοντάς τες μάλιστα με τις ατομικές βομβιστικές επιθέσεις σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι σχέσεις Τραμπ-Ρούττε στο επίκεντρο
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η ‘χημεία’ μεταξύ του Τραμπ και του νέου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ. Ο Ρούττε εξήρε την ηγεσία του Αμερικανού προέδρου στην ενίσχυση των αμυντικών δαπανών των συμμάχων και χαιρέτισε την, όπως είπε, «αποφασιστική του δράση» έναντι του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, ο Τραμπ παρομοίασε τη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν με «καβγά ανάμεσα σε δύο παιδιά στο προαύλιο σχολείου», λέγοντας πως «τα αφήνεις να παλέψουν για 2-3 λεπτά και μετά τα σταματάς».
Ο Ρούττε φέρεται να απάντησε με χιούμορ ότι «τότε πρέπει να επέμβει ο μπαμπάς με αυστηρή γλώσσα». Η στιχομυθία έγινε γρήγορα ευρέως γνωστή, με αρκετούς να κατηγορούν τον επικεφαλής του ΝΑΤΟ για υπερβολική φιλοφρόνηση προς τον Τραμπ. Ο Ρούττε υπερασπίστηκε τις δηλώσεις του, χαρακτηρίζοντας τον Τραμπ «καλό φίλο» και δηλώνοντας ότι θεωρεί πως «του αξίζουν τα εύσημα».
Συνάντηση με Ζελένσκι
Ένα ακόμη σημείο ενδιαφέροντος της συνόδου αποτέλεσε η κατ’ ιδίαν συνάντηση του Τραμπ με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στις 25 Ιουνίου. Όταν ρωτήθηκε εάν συζητήθηκε ενδεχόμενο κατάπαυσης του πυρός, ο Τραμπ απάντησε ότι ήθελε απλώς να μάθει πώς τα πηγαίνει ο Ουκρανός ηγέτης.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του, η συνάντηση ήταν «πολύ καλή» και, παρά τις δύσκολες στιγμές που υπήρξαν στο παρελθόν, ο Ζελένσκι ήταν «ιδιαίτερα ευγενικός».
Ο Τραμπ εξέφρασε την πρόθεσή του να συνομιλήσει με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, προκειμένου να διερευνηθούν τρόποι διαμεσολάβησης για κατάπαυση του πυρός, χωρίς ωστόσο να κάνει αναφορά στο ενδεχόμενο επιβολής νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας.
Παρότι αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες προσδοκούσαν την υλοποίηση της προηγούμενης υπόσχεσής του για δευτερογενείς κυρώσεις κατά του Κρεμλίνου, το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται να παραμένει προς το παρόν σε εκκρεμότητα.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η διαφοροποίηση στο κοινό ανακοινωθέν της Συνόδου. Η διατύπωση του 2024, «Το μέλλον της Ουκρανίας είναι στο ΝΑΤΟ», αντικαταστάθηκε φέτος από τη φράση: «Οι σύμμαχοι επιβεβαιώνουν τη διαρκή κυριαρχική τους δέσμευση να στηρίζουν την Ουκρανία, της οποίας η ασφάλεια συμβάλλει στη δική μας».
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, καταφθάνει στη Χάγη στις 24 Ιουνίου για μια καθοριστική σύνοδο του ΝΑΤΟ με σκοπό τη δέσμευση των συμμάχων για πρωτοφανείς αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες—αίτημα που προωθεί αδιάλειπτα εδώ και χρόνια. Η φετινή σύνοδος αναμένεται να υιοθετήσει έναν φιλόδοξο νέο στόχο: οι χώρες-μέλη να δαπανούν το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα, υπερδιπλασιάζοντας το σημερινό όριο του 2%.
Το ταχύτατο 24ωρο πέρασμά του από την Ολλανδία πραγματοποιείται εν μέσω σφοδρών γεωπολιτικών εντάσεων στην Μέση Ανατολή. Η σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ εισέρχεται στη 10η ημέρα της, ενώ η ένταση κλιμακώθηκε ακόμη περισσότερο μετά από αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο σε τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, με στόχο την ανάσχεση της πυρηνικής φιλοδοξίας της Τεχεράνης. Υπό το βάρος αυτής της κρίσης, ο Αμερικανός πρόεδρος περιορίζει τη συμμετοχή του και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως έκανε και μια εβδομάδα νωρίτερα στη σύντομη εμφάνισή του στη σύνοδο των G7 στον Καναδά.
Παρά τη συμπιεσμένη ατζέντα, αναμένεται να τεθούν επί τάπητος κι άλλα φλέγοντα ζητήματα: ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η μελλοντική αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη. Το ενδιαφέρον εστιάζεται επίσης στις συναντήσεις του Τραμπ με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν—τον οποίο επέκρινε για τις θέσεις του ως προς το Ιράν—και με την πρωθυπουργό της Δανίας Μέτε Φρέντερικσεν, η οποία έχει εκφράσει τις επιφυλάξεις της για το ενδιαφέρον του Τραμπ να αποκτήσει τη Γροιλανδία.
Νέος στόχος αμυντικών δαπανών
Η φετινή σύνοδος στη Χάγη επικεντρώνεται κυρίως στην υιοθέτηση ενός νέου στόχου για τις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών. Ο Τραμπ έχει εδώ και καιρό επικρίνει τους Ευρωπαίους συμμάχους του για το «άδικο μερίδιο» που επωμίζονται εντός της Συμμαχίας. Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, έχει εντείνει την πίεση προς τους εταίρους για σημαντική αύξηση των συνεισφορών.
Σε απάντηση, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, πρότεινε να αυξηθεί ο ελάχιστος στόχος από το 2% στο 5% του ΑΕΠ ετησίως. Η πρότασή του διαρθρώνεται σε δύο σκέλη: το 3,5% να διατίθεται απευθείας σε αμυντικές δαπάνες και το υπόλοιπο 1,5% σε υποδομές και αμυντική βιομηχανία.
Η πρόταση έχει ήδη κερδίσει έδαφος, με όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ—μεταξύ αυτών και η Γερμανία—να τάσσονται υπέρ. Η φετινή σύνοδος αναμένεται να επικυρώσει τον νέο αυτό στόχο, με τις ενστάσεις να επικεντρώνονται στο χρονοδιάγραμμα και τον τρόπο υλοποίησής του. Ανώτατος Αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε σε δημοσιογράφους: «Ο πρόεδρος σκοπεύει να εξασφαλίσει μια ιστορική δέσμευση για το 5% στις αμυντικές δαπάνες από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, που θα ενισχύσει τη στρατιωτική ισχύ της Συμμαχίας και θα διασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα στην Ευρώπη και παγκοσμίως».
Ο ίδιος ανέφερε ακόμη: «Ο Τραμπ θα πιέσει τους συμμάχους στη σύνοδο να ενισχύσουν τις βιομηχανικές δυνατότητες και τις εφοδιαστικές αλυσίδες για την παραγωγή των κρίσιμων ορυκτών, των υποδομών, των οπλικών συστημάτων και των άλλων προϊόντων που είναι απαραίτητα στην άμυνα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, σήμερα 23 από τις 32 χώρες–μέλη πληρούν το ήδη υπάρχον όριο του 2% (το οποίο θεσπίστηκε το 2014 μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία). Το νέο φιλόδοξο 5% αντανακλά την αυξανόμενη πεποίθηση ότι η Ευρώπη οφείλει να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στην ασφάλειά της. Όπως σημειώνουν οι αναλυτές του Brookings Institution, Τζέιμς Γκολντγκάιερ και Σόφι Ρόουζ: «Οι Ευρωπαίοι έχουν αντιληφθεί πως στο μέλλον θα πρέπει να κρατήσουν οι ίδιοι στα χέρια τους την ασφάλεια και την άμυνά τους. Η παραδοχή αυτή ενισχύει το ΝΑΤΟ και δη έπρεπε να είχε συμβεί και νωρίτερα».
Το χρονοδιάγραμμα παραμένει αμφιλεγόμενο: ορισμένοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ προκρίνουν ως ορίζοντα το 2035, ενώ αρκετές χώρες—λόγω αμεσότερων κινδύνων—ζητούν νωρίτερη υλοποίηση. Όπως επισημαίνει η Σάρα Μάλερ, λέκτορας διεθνών σχέσεων, «Οι Βαλτικές πιέζουν για το 2030, όμως οι περισσότερες χώρες προτιμούν μεταγενέστερο στόχο. Ωστόσο, η ομάδα του Τραμπ δείχνει αποφασισμένη να επιταχύνει τις διαδικασίες».
Η Ισπανία αντιστέκεται στον νέο στόχο του ΝΑΤΟ
Καθώς το ΝΑΤΟ επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ προανήγγειλε την προηγούμενη εβδομάδα πως η χώρα του δεν θα δεσμευτεί στον προτεινόμενο στόχο του 5% επί του ΑΕΠ. Όπως ανέφερε στις 21 Ιουνίου, «Είχα καταλήξει σε συμφωνία με το ΝΑΤΟ για εξαίρεση από τον στόχο του 5%». Η Ισπανία ξόδεψε φέτος σχεδόν 1,3% του ΑΕΠ της για την άμυνα, καταγράφοντας το χαμηλότερο σχετικό ποσοστό μεταξύ των μελών.
Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμμάχων—όπως υπογράμμισε και ο Αμερικανός μόνιμος αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, Μάθιου Γουίτακερ, σε συνέδριο ασφάλειας στην Εσθονία τον Μάιο. Η πρόσφατη πρόταση τοποθέτησης της υποστρατηγού της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, Αλέξης Γκρίνκεβιτς, ως ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη δείχνει παράλληλα τη συνέχιση της αμερικανικής δέσμευσης στις πυρηνικές αποτρεπτικές δυνατότητες της Συμμαχίας.
Την ίδια στιγμή, πλήθος αναλυτών αναμένει μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη το φετινό καλοκαίρι. Αυξάνονται οι φωνές, κυρίως από συντηρητικούς κύκλους, υπέρ ενός περιορισμένου αποτυπώματος και ταυτόχρονης μεταφοράς δυνάμεων και μέσων στην ευρύτερη περιοχή της Ινδο-Ειρηνικής, ως ανάχωμα στην ανερχόμενη ισχύ της Κίνας. Όπως γράφουν οι Γκολντγκάιερ και Ρόουζ: «Οι υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής θεωρούν την Κίνα τη μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και υποστηρίζουν πως οι Ευρωπαίοι οφείλουν να αναλάβουν το κύριο βάρος της αποτροπής της Ρωσίας».
Αμερικανοί αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του Γουίτακερ, έχουν αφήσει να εννοηθεί πως βρίσκεται σε εξέλιξη αξιολόγηση της δύναμης των ΗΠΑ στην Ευρώπη, με πιθανές ανακοινώσεις αποχωρήσεων στρατευμάτων μετά τη σύνοδο. Όπως τονίζει η Μάλερ, «Η επικείμενη ανακοίνωση θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον – όλοι θα περιμένουν να δουν πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί το νέο σχέδιο του Πενταγώνου για την ευρωπαϊκή ήπειρο».
Δανία και Γροιλανδία
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά στη φετινή σύνοδο η συνάντηση του Τραμπ με την πρωθυπουργό της Δανίας Μέτε Φρέντερικσεν, δεδομένης της έντασης που πυροδότησε το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη Γροιλανδία. Πιθανή επαναφορά στους αμερικανικούς προβληματισμούς για την πιθανή ανεξαρτησία της Γροιλανδίας και την αυξανόμενη επιρροή Ρωσίας και Κίνας στην Αρκτική.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, τόσο η κυβέρνηση Τραμπ όσο και αυτή του Τζο Μπάιντεν εξέφραζαν ανησυχία για την τάση της αυτόνομης δανικής επικράτειας προς ανεξαρτησία. Οι εξελίξεις στην Αρκτική, με αφορμή την κλιματική αλλαγή, εντείνουν τον ανταγωνισμό και την ένταση ξένων δυνάμεων. Όπως επισημαίνει ο Μπέργκμαν, «Η συνάντηση Φρέντερικσεν-Τραμπ θα πρέπει να παρακολουθηθεί στενά. Η Δανή πρωθυπουργός δεν έχει επισκεφθεί ακόμη την Ουάσιγκτον, ενώ η διμερής σχέση έχει δεχθεί πλήγματα—γεγονός ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς πως η Δανία υπήρξε διαχρονικά μεταξύ των πλέον φιλοαμερικανικών κρατών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Κυρώσεις κατά της Ρωσίας
Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι καλούν τον Τραμπ να υλοποιήσει προηγούμενες απειλές του για αυστηρότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω της συνεχιζόμενης σύρραξης στην Ουκρανία. Αν και πρόσφατα άφησε να διαφανεί μια σκληρότερη στάση, στη σύνοδο των G7 εμφανίστηκε διστακτικός: «Οι κυρώσεις μας κοστίζουν πολλά χρήματα», δήλωσε, ενώ άσκησε κριτική στους ηγέτες των G7 για τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το τότε G8 το 2014: «Ήταν τεράστιο λάθος, δεν θα είχατε αυτόν τον πόλεμο, θα είχατε τον αντίπαλο στο ίδιο τραπέζι».
Την ίδια στιγμή ακύρωσε προγραμματισμένη συνάντηση με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προκειμένου να επικεντρωθεί εκ νέου στην κρίση με το Ιράν. Η Μάλερ σχολιάζει: «Δεν περιμένω να υπάρξουν σημαντικές ανακοινώσεις για την Ουκρανία — προτεραιότητα του προέδρου παραμένει η λήξη του πολέμου μέσω συνομιλιών Μόσχας και Κιέβου».
Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 18 Ιουνίου πως εξακολουθεί να εξετάζει επιλογές για την αντιμετώπιση της κλιμακούμενης έντασης με το Ιράν, ωστόσο δεν έχει λάβει ακόμη τελική απόφαση.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους πριν από συνάντηση με την ομάδα εθνικής ασφάλειας στον Λευκό Οίκο, αναφέρθηκε στην εξαήμερη ανταλλαγή πληγμάτων μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, σημειώνοντας ότι έχει ορισμένες ιδέες για το πώς πρέπει να προχωρήσει, αλλά, όπως είπε, του αρέσει να παίρνει τις τελικές αποφάσεις «ένα δευτερόλεπτο πριν την ώρα τους».
Παρατήρησε πως ειδικά σε συνθήκες πολέμου «τα πράγματα αλλάζουν» και ότι «μπορεί να περάσουν από το ένα άκρο στο άλλο», και εκτίμησε ότι το ιρανικό καθεστώς ενδέχεται να καταρρεύσει, προσθέτοντας ωστόσο πως έχει σχέδιο για κάθε ενδεχόμενο: «Έχω σχέδιο για τα πάντα, αλλά θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, εξέφρασε τη λύπη του που η Τεχεράνη καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις και δεν κατέληξε σε συμφωνία εντός 60 ημερών, παρά τις προειδοποιήσεις του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ευκαιρία για μια δίκαιη συμφωνία έχει πλέον χαθεί, κάτι που δυσχεραίνει τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Ο πρόεδρος υποστήριξε επίσης ότι τώρα οι Ιρανοί «μετανιώνουν» και επιθυμούν μία συνάντηση, αλλά πλέον είναι αργά. Θέλουν να έρθουν στον Λευκό Οίκο, είπε, αλλά αμφέβαλε αν οι ηγέτες της Τεχεράνης μπορούν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, λόγω των αναταραχών. «Δεν είναι εύκολο να φύγουν. Δεν μπορούν να βγουν», σχολίασε.
«Λίγες εβδομάδες»
Στις 13 Ιουνίου, το Ισραήλ εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας αεροπορικές και μη επανδρωμένες επιθέσεις κατά του Ιράν, τις οποίες Ισραηλινοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν ως «προληπτικό πλήγμα» για την αποτροπή της Τεχεράνης από την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Οι επιθέσεις προκάλεσαν ζημιές σε πυρηνικές εγκαταστάσεις και στο πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, με ανώτερους στρατιωτικούς και επιστήμονες να συγκαταλέγονται μεταξύ των νεκρών.
Ως απάντηση, το Ιράν εκτόξευσε βαλλιστικούς πυραύλους και drone κατά του Ισραήλ, με τις επιθέσεις να συνεχίζονται επί έξι ημέρες. Ορισμένα από τα πλήγματα κατάφεραν να διαπεράσουν την ισραηλινή αεράμυνα, με αποτέλεσμα νεκρούς αμάχους, τραυματίες και καταστροφές.
Οι ισραηλινές αρχές εδώ και καιρό υποστηρίζουν ότι το Ιράν εμπλουτίζει ουράνιο με σκοπό την κατασκευή πυρηνικών όπλων, κάτι που θεωρούν υπαρξιακή απειλή.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι, κατά την άποψή του, το Ιράν απείχε μόλις «λίγες εβδομάδες» από την απόκτηση πυρηνικών όπλων και επανέλαβε ότι δεν επιθυμεί οι ΗΠΑ να εμπλακούν σε πόλεμο. Ωστόσο, η προοπτική να αποκτήσει το Ιράν πυρηνικά, ίσως καταστήσει αναγκαία την ανάληψη δράσης. «Θα πρέπει να επιλέξουμε αν θα πολεμήσουμε για να μην αποκτήσουν πυρηνικά», δήλωσε.
Σημειωτέον ότι στις 9 Ιουνίου, ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency – ΙΑΕΑ) είχε εκφράσει σοβαρή ανησυχία για τη ραγδαία συσσώρευση εμπλουτισμένου ουρανίου από το Ιράν.
Αντίδραση στις απειλές Χαμενεΐ
Το πρωί της 18ης Ιουνίου, ο Τραμπ ρωτήθηκε από δημοσιογράφους σχετικά με τη δήλωση του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος προειδοποίησε ότι τυχόν αμερικανικά πλήγματα κατά της χώρας του θα έχουν «ανεπανόρθωτες συνέπειες» για τις ΗΠΑ και δήλωσε ότι η Τεχεράνη δεν θα υποκύψει στις εκκλήσεις για άνευ όρων παράδοση.
Ως απάντηση, ο πρόεδρος ευχήθηκε «Καλή τύχη», ενώ σε ερώτηση για το πότε εξαντλείται η υπομονή του με το Ιράν, απάντησε ότι «έχει ήδη εξαντληθεί. Γι’ αυτό κάνουμε ό,τι κάνουμε».
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Χαμενεΐ ανέφερε πως «ο πρόεδρος των ΗΠΑ μάς απειλεί με ανοησίες» και ότι «ο ιρανικός λαός δεν τρομάζει από τέτοιες απειλές».
Ο Τραμπ έχει ήδη καλέσει την Τεχεράνη σε παράδοση, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ γνωρίζουν τη θέση του Χαμενεΐ και μπορούν να τον πλήξουν με αεροπορικό χτύπημα.
Επιβεβαιώσεις για τις πυρηνικές εγκαταστάσεις
Ο IAEA επιβεβαίωσε ότι δύο εγκαταστάσεις κατασκευής φυγοκεντρητών στο Ιράν υπέστησαν ζημιές από τις ισραηλινές επιθέσεις, ενώ μία ημέρα νωρίτερα είχε ανακοινώσει ότι επλήγη και η μονάδα εμπλουτισμού στο Νατάνζ.
Πριν από την ισραηλινή επίθεση, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ είχαν πραγματοποιήσει επαφές με Ιρανούς ομολόγους τους, στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Οι ΗΠΑ ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία του 2015 για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, όμως το 2018 ο Τραμπ απέσυρε τη χώρα του, θεωρώντας ότι η συμφωνία δεν κάλυπτε επαρκώς τα ζητήματα ασφάλειας και δεν διασφάλιζε τα αμερικανικά συμφέροντα.
Ο Τραμπ ανέφερε ότι η καταστροφή του υπόγειου εργοστασίου εμπλουτισμού Φορντό δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα συμφωνία, αν και δεν έχει αποφασίσει ακόμη αν θα διατάξει επίθεση κατά της εγκατάστασης. Όπως τόνισε, το πλήγμα θα απαιτούσε βόμβες διάτρησης σκυροδέματος και ειδικά βομβαρδιστικά, μέσα που διαθέτουν μόνο οι ΗΠΑ.
Προετοιμασίες εκκένωσης Αμερικανών πολιτών
Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρέσβης στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι, ανακοίνωσε ότι η αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ εργάζεται για την επιχείρηση εκκένωσης μέσω αέρος και θαλάσσης για Αμερικανούς πολίτες.
Όπως ανέφερε στην πλατφόρμα Χ, όσοι επιθυμούν να αποχωρήσουν από το Ισραήλ θα πρέπει να εγγραφούν στο πρόγραμμα Smart Traveler Enrollment του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Με τη συμβολή των Jack Phillips, Ryan Morgan και Jackson Richman
Με ανακοίνωση του, τη Δευτέρα, ο Λευκός Οίκος ενημέρωσε για την πρόωρη αποχώρηση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ από τη σύνοδο G7 και την επιστροφή του στην Ουάσιγκτον.
«Ο πρόεδρος Τραμπ τα πήγε καλά στην G7, υπογράφοντας μια μεγάλη εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο και τον πρωθυπουργό Κηρ Στάρμερ. Πολλά επιτεύχθηκαν, αλλά λόγω αυτού που γίνεται στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος Τραμπ θα φύγει σήμερα, μετά το δείπνο με τους ηγέτες των κρατών», έγραψε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ.
Μετά την ομαδική φωτογράφηση της Συνόδου, και ο ίδιος δήλωσε στους δημοισιογράφους ότι πρέπει να επιστρέψει. «Πιθανώς βλέπετε αυτό που βλέπω, και θα πρέπει να είμαι πίσω το συντομότερο δυνατόν», είπε.
Η απόφαση του Τραμπ να αποχωρήσει άμεσα από τη σύνοδο θυμίζει μία παρόμοια περίπτωση κατα την πρώτη του θητεία, όταν έφυγε νωρίς από τη σύνοδο του 2018, στο Σαρλεβουά του Καναδά. Εκείνη η συνάντηση είχε σταματήσει με διαφωνίες για εμπορικές διαφορές, με τον Τραμπ να αρνείται να συμφωνήσει με την τελική απόφαση της συνόδου. Τώρα, ο Λευκός Οίκος αναφέρει τις κλιμακούμενες εντάσεις στη Μέση Ανατολή ως αιτία της πρώιμης αναχώρησης του.
Ο Τραμπ επιδοκίμασε την πρόοδο της συνόδου G7 τη Δευτέρα, λέγοντας ότι οι επικεφαλής «ολοκλήρωσαν πολλά πράγματα».
Από τον Καναδά, όπου βρισκόταν για τη σύνοδο κορυφής των G7, o πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως η θέση του Ιράν είναι δυσμενής και θα πρέπει να ξαναρχίσει τον διάλογο «πριν να είναι πολύ αργά».
Η σύγκρουση με το Ισραήλ ξεκίνησε όταν ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν εναέρια χτυπήματα με πυραύλους και με μη επανδρωμένα οχήματα κατά του Ιράν στις 13 Ιουνίου, με την αιτιολογία της αποτροπής παραγωγής πυρηνικών όπλων στο Ιράν. Η ισραηλινές απρόσμενες επιθέσεις χάλασαν πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και τμήματα του προγράμματος βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, και σκότωσαν κορυφαίους Ιρανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους και επικεφαλής Ιρανούς πυρηνικούς επιστήμονες.
Το Ιράν ανταπέδωσε, στοχεύοντας το Ισραήλ με βαλλιστικούς πυραύλους και μη επανδρωμένα οχήματα. Τα πυρά συνεχίστηκαν για τέσσερις ημέρες, και κάποια έσπασαν το δίκτυο της ισραηλινής αεράμυνας, προκαλώντας καταστροφές, θανάτους, και τραυματισμούς.
«Είναι οδυνηρό και για τα δύο μέρη, αλλά το Ιράν δεν θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, και θα πρέπει να μιλήσουν – θα πρέπει να μιλήσουν άμεσα, πριν να είναι πολύ αργά,» είπε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στην αρχή της ετήσιας συνόδου G7.
Πριν την απρόσμενη επίθεση του Ισραήλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εμπλακεί σε γύρους ομιλιών με Ιρανούς αξιωματούχους για την επίτευξη συμφωνίας για τον περιορισμό της πυρηνικής ανάπτυξης του Ιράν. Ο Τραμπ είχε αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την προηγούμενη συμφωνία το 2018, λέγοντας ότι δεν αντιμετώπιζε επαρκώς θέματα ασφαλείας και δεν προστάτευε τα αμερικανικά συμφέροντα.
Ιρανοί επικεφαλής είπαν επανειλημμένα ότι διατηρούν ένα ειρηνικό πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, αλλά συνέχισαν να παράγουν ουράνιο εμπλουτισμένο σε υψηλό βαθμό από το 2018.
Τον Φεβρουάριο, η Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας των Ηνωμένων Εθνών αξιολόγησε ότι το Ιράν είχε συσσωρεύσει περίπου 275 χιλιοστόγραμμα ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%. Για την παραγωγή πυρηνικών όπλων, χρειάζεται ουράνιο εμπλουτισμένο κατά 90%.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των πρόσφατων συνομιλιών, Αμερικανοί και Ιρανοί αξιωματούχοι εμφανίζονταν σε ασυμφωνία για το αν το Ιράν θα συνέχιζε να εμπλουτίζει ουράνιο.
Τις ώρες πριν το ισραηλινό χτύπημα στο Ιράν, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει ότι μια συμφωνία διαφαινόταν «στον ορίζοντα», προσθέτοντας: «Όσο πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει μια συμφωνία, δεν θέλω να μπει [το Ισραήλ]».
Είπε ακόμη σε δημοσιογράφους, τη Δευτέρα, ότι το Ιράν καθυστέρησε πολύ στο ζήτημα της συμφωνίας.
«Θα ήθελαν να μιλήσουν, αλλά θα έπρεπε να το κάνουν αυτό πριν. Είχα 60 μέρες, και αυτοί είχαν 60 μέρες, και την 61η μέρα, είπα: ‘Δεν έχουμε συμφωνία’», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Ο έκτος κύκλος ομιλιών ΗΠΑ-Ιράν, που είχε προγραμματιστεί να διεξαχθεί στο Ομάν στις 14 Ιουνίου, ακυρώθηκε μετά το απρόσμενο χτύπημα του Ισραήλ.
Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλέκονται στην επίθεση.
Όταν ρωτήθηκε ο Τραμπ για το τι θα ανάγκαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν στρατιωτικά στη σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ, αρνήθηκε να απαντήσει.