Τετάρτη, 03 Δεκ, 2025

Σύνοδος Νομοθετών στις Βρυξέλλες: Στο επίκεντρο οι εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων στην Κίνα

Ειδικοί σχετικά με την πρακτική της εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων από κρατούμενους συνείδησης που εφαρμόζεται σε κινεζικά κρατικά νοσοκομεία μίλησαν πρόσφατα σε σύνοδο στις Βρυξέλλες, απευθυνόμενοι σε νομοθέτες από 28 χώρες για τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος και διατυπώνοντας παράλληλα συστάσεις για το τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις ώστε να αντιμετωπίσουν αυτή την αποτρόπαιη πρακτική.

Η Διακοινοβουλευτική Συμμαχία για την Κίνα (Inter-Parliamentary Alliance on China – IPAC), μια παγκόσμια ομάδα εκατοντάδων νομοθετών που συντονίζουν τις προσπάθειές τους για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που αποδίδουν στο Πεκίνο, πραγματοποίησε την πέμπτη ετήσια σύνοδό της στις Βρυξέλλες τον Νοέμβριο. Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στη σύνοδο ήταν το πώς μπορούν να προληφθούν οι εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων και η εμπορία οργάνων.

Ο Γουέιν Τζόρντας [Wayne Jordash], πρόεδρος του Global Rights Compliance, ενός διεθνούς ιδρύματος νομικού χαρακτήρα, ανέφερε στους νομοθέτες της συνόδου ότι τα κράτη έχουν «νομική ευθύνη», βάσει του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του διεθνούς ποινικού δικαίου και του δημόσιου διεθνούς δικαίου, να αξιοποιήσουν τις εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές τους αρμοδιότητες ώστε να «προλαμβάνουν, να μετριάζουν και να αποκαθιστούν» τις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων, μέσω εθνικών μέτρων και διεθνούς συνεργασίας.

Ο ίδιος υποστήριξε, σύμφωνα με απομαγνητοφώνηση της Διεθνούς Συμμαχίας για τον Τερματισμό της Κατάχρησης Μεταμοσχεύσεων στην Κίνα (The International Coalition to End Transplant Abuse in China – ETAC), ότι οι εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων δεν είναι απλώς ένα έγκλημα αλλά μια κατάφωρη παραβίαση της ανθρώπινης υπόστασης. Τόνισε επίσης ότι κράτη και επιχειρήσεις πρέπει να δείχνουν την αποφασιστικότητά τους μέσω επαγρύπνησης, δεσμευτικού δικαίου και εφαρμογής του, ότι η διαφάνεια πρέπει να είναι υποχρεωτική, ότι η δίωξη δεν πρέπει να τίθεται υπό διαπραγμάτευση και ότι η συνεργασία πρέπει να είναι ακλόνητη.

Απευθυνόμενος ευθέως στους νομοθέτες, ο Τζόρντας ανέφερε ότι το ζήτημα αποτελεί δοκιμασία της συλλογικής τους ηθικής αντοχής, θέτοντας το δίλημμα αν θα επιτρέψουν να συνεχιστεί αυτή η θηριωδία «στο σκοτάδι» ή αν θα ρίξουν φως που θα εξαλείψει την ατιμωρησία. Κατέληξε ότι η απάντηση πρέπει να είναι η δράση και ότι «η ώρα για δράση είναι τώρα».

Εδώ και χρόνια, η Κίνα αποτελεί κορυφαίο προορισμό του μεταμοσχευτικού τουρισμού, καθώς κινεζικά νοσοκομεία προσφέρουν ασυνήθιστα σύντομους χρόνους αναμονής για συμβατά όργανα. Αντιθέτως, σε δυτικές χώρες, ο τυπικός χρόνος αναμονής για μεταμόσχευση οργάνου είναι μήνες, αν όχι χρόνια. Ο όγκος των μεταμοσχεύσεων στην Κίνα καθίσταται εφικτός επειδή το κινεζικό καθεστώς αφαιρεί με τη βία όργανα από κρατούμενους συνείδησης, σύμφωνα με πολλαπλές αναφορές, μεταξύ των οποίων και εκείνη του China Tribunal του 2020.

Το ανεξάρτητο «λαϊκό δικαστήριο»

Το 2020, το China Tribunal — ένα ανεξάρτητο «λαϊκό δικαστήριο» με έδρα το Λονδίνο — αποφάνθηκε ότι το κινεζικό καθεστώς, επί χρόνια, αφαιρεί με τη βία όργανα από κρατούμενους συνείδησης, κατονομάζοντας τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ ως τα κύρια θύματα.

Του δικαστηρίου προήδρευε ο Σερ Τζόφρυ Νάις [Sir Geoffrey Nice], γνωστός κυρίως για τον ρόλο του στην εισαγγελική δίωξη στη δίκη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς για εγκλήματα πολέμου, στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του ΟΗΕ για την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Στη σύνοδο της IPAC, ο Νάις ανέφερε στους νομοθέτες ότι τα στοιχεία του δικαστηρίου περιελάμβαναν καμουφλαρισμένες τηλεφωνικές κλήσεις σε κινεζικά νοσοκομεία και στο ιατρικό τους προσωπικό, που, σύμφωνα με απομαγνητοφώνηση της ETAC, φέρονταν να προσφέρουν προς πώληση όργανα μέσα σε λίγες ημέρες ή περίπου σε μία εβδομάδα.

Προσέθεσε δε ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα, τα όργανα αυτά προέρχονταν από ανθρώπους που ήταν ακόμη ζωντανοί τη στιγμή της ζήτησης, όταν τα νοσοκομεία καλούνταν να διαθέσουν όργανα στους ασθενείς σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Τέλος, τόνισε ότι το δικαστήριο κατέληξε ότι οι διαρκείς πράξεις εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων από το κινεζικό καθεστώς συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Ο Σερ Τζόφρυ Νάις, ο οποίος προήδρευσε του China Tribunal, μιλά στην πέμπτη ετήσια σύνοδο της Διακοινοβουλευτικής Συμμαχίας για την Κίνα (IPAC). Βρυξέλλες, 7 Νοεμβρίου 2025. (Ευγενική παραχώρηση της IPAC)

 

Το Φάλουν Γκονγκ (ή Φάλουν Ντάφα) είναι μια πνευματική πρακτική που βασίζεται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας. Αφού παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό στην Κίνα το 1992, διαδόθηκε γρήγορα από στόμα σε στόμα, φθάνοντας, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, περί τους 70-100 εκατομμύρια ασκουμένους, πριν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας ξεκινήσει το 1999 μια σκληρή εκστρατεία για την εξάλειψη της ομάδας.

Οι διώξεις συνεχίζονται έως σήμερα, με πολλούς ασκούμενους σε φυλακές, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και κέντρα «πλύσης εγκεφάλου», όπου έχουν καταγραφεί αναφορές για καταναγκαστική εργασία, βασανιστήρια και θανάτους.

Το δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η Κίνα προχωρούσε επιλεκτικά σε ιατρικές εξετάσεις, όπως υπερηχογραφήματα και αιματολογικές εξετάσεις, σε ορισμένους κρατούμενους των εν λόγω χώρων — ιδίως σε ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ — προφανώς για να αξιολογηθεί η λειτουργία των οργάνων τους.

Ο Μάθιου Ρόμπερτσον, ερευνητής στο πεδίο των σπουδών για την Κίνα στο Victims of Communism Memorial Foundation, είπε στους νομοθέτες στη σύνοδο της IPAC ότι τέτοιες ιατρικές εξετάσεις πραγματοποιούνται και φέτος στην Κίνα, επικαλούμενος περιπτώσεις που, όπως ανέφερε, καταγράφηκαν από το Minghui.org, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με έδρα τις ΗΠΑ που παρακολουθεί τη δίωξη του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα.

Σύμφωνα με απομαγνητοφώνηση της ETAC, ο Ρόμπερτσον ανέφερε ότι αυτές οι εξετάσεις δεν έχουν ιατρική αιτιολόγηση, γίνονται χωρίς συναίνεση σε άτομα που έχουν φυλακιστεί λόγω των πεποιθήσεών τους, και ότι συνάδουν με τις ιατρικές εξετάσεις που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η υγεία των οργάνων, για σκοπούς μεταμόσχευσης.

Ο Μάθιου Ρόμπερτσον, ερευνητής σπουδών για την Κίνα στο Victims of Communism Memorial Foundation, μιλά στην πέμπτη ετήσια σύνοδο της Διακοινοβουλευτικής Συμμαχίας για την Κίνα (IPAC). Βρυξέλλες, 7 Νοεμβρίου 2025. (Ευγενική παραχώρηση της IPAC)

 

Σε μελέτη του 2022, που συνυπέγραψε ο Ρόμπερτσον και δημοσιεύθηκε στο American Journal of Transplantation, επισημαίνονται 71 κινεζικές επιστημονικές δημοσιεύσεις, στις οποίες αναφέρεται ότι γιατροί είχαν αφαιρέσει καρδιές και πνεύμονες από ανθρώπους για μεταμόσχευση χωρίς να έχει προηγηθεί εξέταση που να τεκμηριώνει τον εγκεφαλικό θάνατο, κάτι που, σύμφωνα με το άρθρο, υποδηλώνει ότι οι ‘δότες’ σκοτώθηκαν για τα όργανά τους.

Προώθηση νομοθεσίας

Στο κλείσιμο της συνάντησης της IPAC, οι νομοθέτες συμφώνησαν σε σειρά ενεργειών, μεταξύ των οποίων και η προώθηση νομοθεσίας με στόχο να «αποτραπεί η συνενοχή ατόμων, ιδρυμάτων και κυβερνήσεων» στην «απεχθή πρακτική» της εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων.

Όπως ανέφεραν σε ανακοίνωσή τους, αποδοκίμασαν κάθε τέτοια πράξη και επιβεβαίωσαν την αλληλεγγύη τους προς τα θύματα και τους επιζώντες.

Στο πλαίσιο αυτό, συμφώνησαν ότι η σχετική νομοθεσία θα προβλέπει απαγόρευση του μεταμοσχευτικού τουρισμού, επιβολή κυρώσεων σε όσους εμπλέκονται στις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων, υποχρεωτική αναφορά ύποπτων περιστατικών από επαγγελματίες υγείας, σύσταση μητρώων μεταμοσχεύσεων ώστε να διασφαλίζεται διαφάνεια, περιορισμούς στη δημόσια χρηματοδότηση ιδρυμάτων που συνεργάζονται με οντότητες συνδεδεμένες με τις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων, καθώς και υποχρέωση για τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά την ιατρική συνεργασία στον τομέα των μεταμοσχεύσεων.

Η ανακοίνωση των νομοθετών χαιρετίστηκε από δύο οργανώσεις υπεράσπισης με έδρα την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, το Consilium Institute και το Falun Dafa Information Center.

Ο Σον Λιν, εκτελεστικός διευθυντής του Consilium Institute, ανέφερε σε δήλωσή του στις 12 Νοεμβρίου ότι καλούν όλες τις υπεύθυνες κυβερνήσεις να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν επειγόντως αυτά τα μέτρα, προσθέτοντας ότι η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ο τερματισμός των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων πρέπει να αποτελέσουν παγκόσμια προτεραιότητα για τις ιατρικές και νομικές κοινότητες.

Ο Σον Λιν, εκτελεστικός διευθυντής του Consilium Institute, μιλά στην πέμπτη ετήσια σύνοδο της Διακοινοβουλευτικής Συμμαχίας για την Κίνα (IPAC). Βρυξέλλες, 7 Νοεμβρίου 2025. (Ευγενική παραχώρηση της IPAC)

 

Το Falun Dafa Information Center ζήτησε, σύμφωνα με ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, στις 14 Νοεμβρίου, «επείγουσα νομοθεσία» για τον τερματισμό των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα The Epoch Times, ο Λιν χαρακτήρισε «σημαντική» την ανακοίνωση της IPAC για τις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων, λέγοντας ότι η συμμαχία ουσιαστικά επικύρωσε τα ευρήματα του δικαστηρίου.

Ο ίδιος ανέφερε ότι τα συμπεράσματα του China Tribunal έχουν πλέον αναγνωριστεί επισήμως από νομοθέτες από πολλές διαφορετικές χώρες. Πρόσθεσε ότι το πώς θα επιλέξει κάθε χώρα να προωθήσει το ζήτημα θα διαφέρει, όμως, όπως είπε, αυτό που έκανε η Διακοινοβουλευτική Συμμαχία για την Κίνα ήταν, ουσιαστικά, να προσφέρει ένα νομοθετικό πλαίσιο.

Κατά τον Λιν, εφόσον οι νομοθέτες είναι διατεθειμένοι να εισαγάγουν νομοθετικές πρωτοβουλίες, η διαδικασία θα έχει απήχηση σε ολόκληρη την κοινότητα των μεταμοσχεύσεων και της ιατρικής, ενώ ταυτόχρονα θα λειτουργήσει και αποτρεπτικά για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας.

Με τη συμβολή των Eva Fu και Sherry Dong

Η Ταϊβάν απαντά στις κινεζικές απειλές με επιπλέον αμυντικές δαπάνες 40 δισ. δολαρίων

Η Κίνα εντείνει τις στρατιωτικές της προετοιμασίες με στόχο την κατάληψη της Ταϊβάν έως το 2027, προειδοποίησε στις 26 Νοεμβρίου ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, ανακοινώνοντας παράλληλα ειδικό αμυντικό προϋπολογισμό ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής.

Σε συνέντευξη Τύπου στο προεδρικό μέγαρο, ο Λάι ανέφερε ότι ο προϋπολογισμός θα διατεθεί σε ορίζοντα οκταετίας, από το 2026 έως το 2033, για έργα όπως η κατασκευή του Taiwan Dome — ενός ανεπτυγμένου αντιαεροπορικού συστήματος με δυνατότητες ανίχνευσης υψηλού επιπέδου και αποτελεσματικής αναχαίτισης.

«Για την εθνική ασφάλεια δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού», τόνισε ο Λάι, σύμφωνα με τη μετάφραση των δηλώσεών του. «Η εθνική κυριαρχία και οι θεμελιώδεις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας. Δεν πρόκειται για ιδεολογική αντιπαράθεση ούτε για διαμάχη ένωσης ή ανεξαρτησίας. Είναι ένας αγώνας για τη δημοκρατική Ταϊβάν και τη μη υποταγή στην ‘Ταϊβάν της Κίνας’».

Όπως σημείωσε, πρωταρχικός στόχος του ειδικού προϋπολογισμού είναι η επίτευξη υψηλού επιπέδου ετοιμότητας συλλογικής άμυνας πριν το 2027, ώστε να αποτραπεί αποτελεσματικά η κινεζική απειλή. Τελικός στόχος, πρόσθεσε, είναι η οικοδόμηση μιας αμυντικής δύναμης ικανής να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη δημοκρατική υπόσταση της Ταϊβάν.

Ο υπουργός Άμυνας της Ταϊβάν, Γουέλινγκτον Κου, διευκρίνισε στη συνέντευξη ότι ο προϋπολογισμός θα διατεθεί επίσης για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως πυροβόλα ακριβείας, πυραύλους μακράς εμβέλειας και συστήματα που θα κατασκευάσουν από κοινού Ταϊβάν και Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Λάι υπογράμμισε ακόμη ότι «η ιστορία απέδειξε πως ο συμβιβασμός απέναντι στην επιθετικότητα οδηγεί μόνο σε ατέλειωτο πόλεμο και υποδούλωση».

Η ανακοίνωση αυτή γίνεται στον απόηχο κλιμάκωσης της προσπάθειας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας να διεισδύσει στη νήσο. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Υποθέσεων της Ενδοχώρας ανέφερε πως το 2024 ασκήθηκαν διώξεις για κινεζικές επιχειρήσεις διείσδυσης κατά 168 ατόμων, αριθμός αυξημένος σε σχέση με τα 86 άτομα του 2023 και τα 28 του 2022. Ταυτόχρονα, η στρατιωτική πίεση από την πλευρά της Κίνας έχει κλιμακωθεί: σύμφωνα με το ίδρυμα Jamestown Foundation, το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν κατέγραψε το 2024 3.070 διελεύσεις κινεζικών στρατιωτικών αεροσκαφών κατά μήκος της διαχωριστικής γραμμής του Στενού της Ταϊβάν, ενώ το 2023 ήταν 1.703.

Το ΚΚΚ επιμένει στον ισχυρισμό ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της κυρίως χώρας, το οποίο αποσχίσθηκε και πρέπει να επανενωθεί, παρότι δεν έχει ασκήσει ποτέ κυριαρχία επί της αυτοδιοικούμενης νήσου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον βασικό προμηθευτή όπλων για την άμυνα της Ταϊβάν, παρά την απουσία επίσημων διπλωματικών σχέσεων. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, το Πεντάγωνο επιβεβαίωσε την πώληση του συστήματος προηγμένης αντιαεροπορικής άμυνας National Advanced Surface-to-Air Missile System στην Ταϊβάν. Για το 2026, η κυβέρνηση Λάι σχεδιάζει αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3,32% του ΑΕΠ (30,3 δισ. δολάρια), με στόχο να φτάσουν το 5% έως το 2030.

Κατά τη συνέντευξη, ο Λάι ρωτήθηκε για τη συνεχιζόμενη διπλωματική κρίση μεταξύ Πεκίνου και Τόκυο, έπειτα από τη δήλωση της πρωθυπουργού της Ιαπωνίας, Σανάε Τακαΐτσι, στη Βουλή στις 7 Νοεμβρίου, ότι ενδεχόμενη επίθεση της Κίνας εναντίον της Ταϊβάν θα συνιστούσε απειλή για την επιβίωση της Ιαπωνίας.

«Η συνεχής εκδήλωση πολυμέτωπων απειλών και επιθέσεων κατά γειτονικών χωρών δεν αρμόζει σε μια υπεύθυνη μεγάλη δύναμη», απάντησε ο Λάι.

Ερωτηθείς αν ανησυχεί για την πιθανή επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα το επόμενο έτος, ο Λάι διαβεβαίωσε ότι οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Ταϊπέι είναι ακλόνητες.

«Πρόσφατα, πριν από το ταξίδι του στην Ασία, ο πρόεδρος Τραμπ τόνισε ρητά ότι ‘η Ταϊβάν είναι Ταϊβάν’ και ότι ο ίδιος προσωπικά σέβεται την Ταϊβάν. Αυτές οι δύο σύντομες φράσεις τα λένε όλα», σημείωσε, αναφερόμενος σε δηλώσεις του Τραμπ πριν από την περιοδεία του στην Ασία τον προηγούμενο μήνα.

Κατά τη διάρκεια της ασιατικής περιοδείας του, ο Τραμπ συναντήθηκε με τον Σι Τζινπίνγκ, στο περιθώριο της Συνόδου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στη Νότια Κορέα. Μετά από τηλεφωνική συνομιλία τους, στις 24 Νοεμβρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι αποδέχθηκε επίσημη πρόσκληση του Κινέζου ηγέτη για επίσκεψη στο Πεκίνο τον Απρίλιο του επόμενου έτους.

Η αντίδραση των ΗΠΑ

Ο ειδικός αμυντικός προϋπολογισμός πρέπει να εγκριθεί από το κοινοβούλιο της Ταϊβάν, όπου πλειοψηφεί η αντιπολίτευση. Η πρόεδρος του μεγαλύτερου αντιπολιτευόμενου κόμματος, Κουομιντάνγκ, Τσενγκ Λι-γουέν, απέφυγε να δηλώσει αν το κόμμα θα καταψηφίσει τον προϋπολογισμό, καλώντας ωστόσο τον Λάι να «απομακρυνθεί από το χείλος του γκρεμού».

«Εύχομαι η διεθνής κοινότητα να κατανοήσει ότι ο λαός της Ταϊβάν αγαπά και επιθυμεί την ειρήνη. Θέλουμε να μείνουμε μακριά από τις φλόγες του πολέμου, να αποφύγουμε τη σύρραξη», ανέφερε σε κομματική συνεδρίαση.

Ο Ρέιμοντ Γκρην, διευθυντής του American Institute in Taiwan — ουσιαστικά της αμερικανικής άτυπης πρεσβείας στο νησί — δήλωσε σε ανάρτησή του στο Facebook ότι η πρωτοβουλία του Λάι αποτελεί σημαντικό βήμα για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν, μέσω της ενίσχυσης της αποτροπής.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζουν την ταχεία απόκτηση κρίσιμων ασύμμετρων δυνατοτήτων από την Ταϊβάν, όπως προβλέπεται από τον Νόμο περί Σχέσεων με την Ταϊβάν και σύμφωνα με τη διαχρονική δέσμευση των αμερικανικών κυβερνήσεων», πρόσθεσε ο Γκρην. «Ολόκληρη η υφήλιος έχει συμφέρον να επιλυθούν οι διαφορές στο Στενό της Ταϊβάν ειρηνικά και χωρίς καταναγκασμούς».

Η εξαγγελία Λάι δημοσιοποιήθηκε αρχικά σε άρθρο άποψης στην εφημερίδα The Washington Post, στις 25 Νοεμβρίου. Ο γερουσιαστής Ρότζερ Γουίκερ, πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της αμερικανικής Γερουσίας, σχολίασε ότι ο προτεινόμενος προϋπολογισμός των 40 δισ. αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της αποφασιστικότητας και της δέσμευσης της Ταϊβάν για αυτοάμυνα.

«Ενθαρρύνουμε τους Ταϊβανούς βουλευτές να συνεργαστούν με τη διοίκηση Λάι σε ένα πνεύμα συναίνεσης, ώστε να εγκριθεί τάχιστα ο ειδικός προϋπολογισμός. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι οι πολιτικές διαφορές παραμερίζονται όταν πρόκειται για τις άμεσες ανάγκες άμυνας της χώρας», επισήμανε ο Γουίκερ.

Με πληροφορίες από Reuters και Associated Press

ΗΠΑ–Κίνα: Οι ειδικοί προειδοποιούν για αλυσιδωτές κρίσεις αν το ΚΚΚ καταλάβει την Ταϊβάν

Ενδεχόμενη επικράτηση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ταϊβάν θα είχε σοβαρές γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τόνισαν τρεις εμπειρογνώμονες επί θεμάτων Κίνας σε ακρόαση της αμερικανικής Γερουσίας στις 20 Νοεμβρίου.

Η ακρόαση, που διοργάνωσε η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, εξέτασε την πορεία της αμερικανοταϊβανέζικης συνεργασίας μετά την ψήφιση του νόμου «Ενίσχυση της Ανθεκτικότητας της Ταϊβάν» ως τμήμα της Πράξης Εξουσιοδότησης Εθνικής Άμυνας για το 2023.

Από την πλευρά της ασφάλειας, η Λόρεν Ντίκι, ανώτερη σύμβουλος στο πρόγραμμα China Power του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, επισήμανε ότι «η απώλεια της Ταϊβάν ως αυτού του “αβύθιστου αεροπλανοφόρου” θα ήταν απολύτως μη αναστρέψιμη. Θα χάναμε την πρόσβασή μας στην πρώτη αλυσίδα νησιών και στην ευρύτερη περιοχή.

Προφανώς θα χάναμε έναν στενό, ζωντανό δημοκρατικό εταίρο». Η Ντίκι, που υπηρέτησε ως ανώτερη σύμβουλος στο Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ με αρμοδιότητα την πολιτική για την Ταϊβάν, επικαλέστηκε τη γνωστή φράση του στρατηγού Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, ο οποίος χαρακτήρισε την Ταϊβάν «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» κατά τον πόλεμο της Κορέας, για να αναδείξει τη στρατηγική της αξία ως φραγμό στην κομμουνιστική εξάπλωση.

Σε ερώτηση για το αν ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ θα ανακόψει τις φιλοδοξίες του εφόσον το Πεκίνο εξαπολύσει εισβολή στην Ταϊβάν, η Ντίκι απάντησε με σαφήνεια: «Η εκτίμησή μου είναι αρνητική».

Ο νόμος «Ενίσχυση της Ανθεκτικότητας της Ταϊβάν», που αρχικά ονομαζόταν «Πολιτική πράξη για την Ταϊβάν», κατατέθηκε στη Γερουσία τον Ιούνιο του 2022, λίγες μόλις ημέρες αφού ο υπουργός Άμυνας της Κίνας διακήρυξε ότι το Πεκίνο δεν θα διστάσει να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Ταϊβάν και να «συντρίψει κάθε προσπάθεια διατήρησης της Ταϊβάν ως ανεξάρτητου κράτους».

Κομβική πρόβλεψη του νόμου είναι ότι παρέχει στην Ταϊβάν ετήσιο χρηματοδοτικό πακέτο που περιλαμβάνει 2 δισ. δολάρια σε δάνεια και άλλα 2 δισ. δολάρια σε επιχορηγήσεις έως το 2027, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η αγορά οπλικών συστημάτων.

Ο Ρας Ντόσι, διευθυντής της Πρωτοβουλίας Κινεζικής Στρατηγικής στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, υπογράμμισε τη σοβαρότητα των οικονομικών συνεπειών, δηλώνοντας: «Το κόστος μιας κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν θα αντιστοιχούσε στο 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή σε μια δεύτερη Μεγάλη Ύφεση».

Στο γεωπολιτικό επίπεδο, ο Ντόσι εξέφρασε ανησυχία ότι το πλήγμα θα μπορούσε να σημάνει πως η Ασία δεν θα παραμένει ευνοϊκά διακείμενη προς τις ΗΠΑ. «Θα βρεθούμε αποκλεισμένοι από την Ασία, την ώρα που τα ασιατικά κράτη ευθυγραμμίζονται με την Κίνα», επισήμανε. Πρόσθεσε ότι «αν οι ασιατικές χώρες επιλέξουν να συνεργαστούν με την Κίνα, οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανασυγκρότηση της βιομηχανικής τους ισχύος χωρίς ασιατικές επενδύσεις».

Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, η Νότια Κορέα ανακοίνωσε ότι υπέγραψε μνημόνιο συναντίληψης με τις ΗΠΑ για στρατηγικές επενδύσεις ύψους 350 δισ. δολαρίων σε διάφορους τομείς της αμερικανικής οικονομίας. Τον Οκτώβριο, η Ιαπωνία δεσμεύτηκε να επενδύσει 490 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ στο πλαίσιο νέων συμφωνιών ασφαλείας και εμπορίου με την Ουάσιγκτον.

Η εταιρεία Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC), ο μεγαλύτερος κατασκευαστής μικροτσίπ στον κόσμο κατά παραγγελία, επενδύει 65 δισ. δολάρια για την ανέγερση τριών εργοστασίων μικροεπεξεργαστών στην Αριζόνα, ενώ τον Μάρτιο ανακοίνωσε επιπλέον επένδυση ύψους 100 δισ. δολαρίων.

Ο Ντόσι προειδοποίησε: «Αν η Κίνα καταφέρει να αποκλείσει την πρόσβαση των ΗΠΑ στην TSMC, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για την Αμερική», επισημαίνοντας ιδίως τη σημασία των μικροτσίπ με τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης που παράγονται για μεγάλες εταιρείες, όπως η NVIDIA.

Συμπλήρωσε: «Σχεδόν κάθε σημαντικό τσιπ της NVIDIA κατασκευάζεται στην Ταϊβάν. Αν το ΚΚΚ επικρατούσε στην Ταϊβάν, το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης θα βρισκόταν εξ ολοκλήρου στα χέρια του Πεκίνου. Αν χάναμε αυτήν την πρωτοκαθεδρία, ίσως χάνουμε ολόκληρο τον 21ο αιώνα».

Η Μπόνι Γκλέιζερ, διευθύντρια του προγράμματος για τον Ινδοειρηνικό στο German Marshall Fund των ΗΠΑ, εξήγησε πως η άσκηση βίας δεν υπήρξε έως τώρα κεντρικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του Πεκίνου.

Ωστόσο, προειδοποίησε ότι αυτό θα άλλαζε αν το ΚΚΚ καταλάμβανε με στρατιωτικά μέσα την Ταϊβάν, σημειώνοντας: «Πιστεύω ότι μια επιτυχημένη χρήση βίας για την κατάληψη της Ταϊβάν θα καθιστούσε τη στρατιωτική λύση πολύ κεντρικότερη στη στρατηγική της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, είτε πρόκειται για την Ιαπωνία, είτε για τη Νότια Σινική Θάλασσα, είτε για άλλες διεκδικήσεις, είτε πιθανώς για την Ινδία». Η Γκλέιζερ παρατήρησε ότι οι στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας βελτιώνονται συνεχώς και μάλιστα «πολύ μακριά από τα παράλιά της».

Η Επιτροπή Οικονομικής και Ασφαλείας ΗΠΑ-Κίνας, σε έκθεσή της που δημοσιεύθηκε νωρίτερα τον μήνα, προειδοποίησε ότι ο κινεζικός στρατός έχει ενισχύσει σημαντικά τις δυνατότητές του για αποκλεισμό ή αιφνιδιαστική εισβολή στην Ταϊβάν. Η έκθεση καταλήγει ότι το ΚΚΚ προχωρεί με ταχείς ρυθμούς προς τον στόχο να είναι έτοιμο για βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν.

Ο γερουσιαστής Τζιμ Ρις, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, τόνισε: «Η Ταϊβάν δεν θα είναι ο τελευταίος σταθμός της επιθετικότητας του κινεζικού καθεστώτος. Κάντε λάθος αν πιστεύετε το αντίθετο: η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα. Αν επιτρέψουμε να περάσει αναπάντητη η κραυγαλέα επιθετικότητα της Κίνας κατά της Ταϊβάν, οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές για τις συμμαχίες μας στον Ινδοειρηνικό και θα πλήξουν σοβαρά την ικανότητά μας να ανταγωνιστούμε την Κίνα σε παγκόσμιο επίπεδο».

ΗΠΑ: Κατηγορούνται Κινέζοι και Αμερικανοί για παράνομη εξαγωγή ημιαγωγών Nvidia στην Κίνα

Δύο Κινέζοι υπήκοοι και δύο Αμερικανοί πολίτες κατηγορήθηκαν για μια σκευωρία παράνομης εξαγωγής προηγμένων ημιαγωγών της Nvidia προς την Κίνα κατά παράβαση των αμερικανικών ελέγχων εξαγωγών, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης στις 20 Νοεμβρίου.

Ο Λι Τσαμ, 38 ετών, κάτοικος της Καλιφόρνια, και ο Τσεν Τζινγκ, 45 ετών, που ζει στη Φλόριντα με μη μεταναστευτική φοιτητική θεώρηση F-1, είναι οι δύο Κινέζοι υπήκοοι που κατηγορούνται για το παράνομο σχήμα εξαγωγών. Οι δύο Αμερικανοί πολίτες είναι ο Χο Χονγκ Νινγκ, 34 ετών, κάτοικος Φλόριντα και γεννημένος στο Χονγκ Κονγκ, και ο Μπράιαν Κέρτις Ρέιμοντ, 46 ετών, κάτοικος Χαντσβιλ, Αλαμπάμα.

Οι τέσσερις άνδρες αντιμετωπίζουν πολλαπλές κατηγορίες, ανάμεσά τους συνωμοσία για παραβίαση του Νόμου Μεταρρύθμισης Ελέγχου Εξαγωγών, λαθρεμπόριο και συνωμοσία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που αποσφραγίστηκε στις 19 Νοεμβρίου.

Οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι οι τέσσερις κατηγορούμενοι συνωμότησαν από τον Σεπτέμβριο 2023 έως και τον Νοέμβριο του τρέχοντος έτους για την παράνομη εξαγωγή προηγμένων μονάδων επεξεργασίας γραφικών (Graphics Processing Unit – GPU), οι οποίες έχουν εφαρμογές στην τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), μέσω τρίτων χωρών όπως η Μαλαισία και η Ταϊλάνδη.

Το κατηγορητήριο επισημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει περιορισμούς εξαγωγών στις  GPU τελευταίας γενιάς επειδή η Κίνα αναπτύσσει υπερυπολογιστικές δυνατότητες για στρατιωτικοποίηση, μεταξύ άλλων για σχεδιασμό και δοκιμή οπλικών συστημάτων, καθώς και για την εξέλιξη προηγμένων εργαλείων επιτήρησης.

Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας Τζον Α. Αϊζενμπεργκ, από τη Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας του υπουργείου Δικαιοσύνης, ανέφερε σε δήλωσή του ότι το κατηγορητήριο «καταλογίζει μια εσκεμμένη και παραπλανητική προσπάθεια μεταφόρτωσης ελεγχόμενων GPU της Nvidia προς την Κίνα μέσω πλαστογράφησης εγγράφων, δημιουργίας ψεύτικων συμβολαίων και παραπλάνησης των αμερικανικών αρχών».

Προσέθεσε ότι η Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας «δεσμεύεται να διαταράσσει τέτοιου είδους παράνομες αγορές ευαίσθητης αμερικανικής τεχνολογίας και να λογοδοτούν όσοι συμμετέχουν σε αυτή την παράνομη εμπορία».

Οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι το σχέδιο βασίστηκε στην εταιρεία Janford Realtor, με έδρα την Τάμπα και ιδιοκτησίας των Χο και Λι, η οποία δεν σχετιζόταν με τα κτηματομεσιτικά και λειτουργούσε ως εταιρεία βιτρίνα για την αγορά και την εξαγωγή των περιορισμένων GPU προς την Κίνα.

Η εταιρεία ηλεκτρονικών του Ρέιμοντ, με έδρα την Αλαμπάμα, φέρεται επίσης να συμμετείχε στο σχέδιο, προμηθεύοντας τις GPU που υπόκεινται σε περιορισμούς εξαγωγής στον Χο και σε άλλους για παράνομη εξαγωγή.

Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, περίπου 400 GPU Nvidia A100 εξήχθησαν σε δύο αποστολές προς την Κίνα μεταξύ Οκτωβρίου 2024 και Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους.

Δύο επόμενες αποστολές, που αφορούσαν 10 υπερυπολογιστές Hewlett Packard Enterprise με GPU Nvidia H100 και 50 επιπλέον H200 GPU, «αποτράπηκαν από τις αρχές και δεν ολοκληρώθηκαν».

Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι απαιτείτο άδεια για τις εξαγωγές, ωστόσο κανένας δεν ζήτησε ούτε εξασφάλισε σχετική άδεια, σύμφωνα με τους εισαγγελείς.

Στο κατηγορητήριο αναφέρεται επίσης ότι οι κατηγορούμενοι έλαβαν πάνω από 3,89 εκατ. δολάρια σε τραπεζικά εμβάσματα από την Κίνα για τη χρηματοδότηση του σχεδίου.

Ένα από αυτά τα εμβάσματα, τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, αφορούσε 1,15 εκατ. δολάρια που εστάλησαν από κινεζική εταιρεία με έδρα το Χονγκ Κονγκ σε λογαριασμό της Bank of America που ανήκε στην εταιρεία ηλεκτρονικών του Ρέιμοντ.

Ένα άλλο έμβασμα, τον Νοέμβριο πέρυσι, αφορούσε 237.248 δολάρια που εστάλησαν από άλλη κινεζική εταιρεία με έδρα το Χονγκ Κονγκ σε λογαριασμό της Bank of America που ανήκε στη Janford Realtor.

Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης, οι Χο και Τσεν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο της Μεσαίας Περιφέρειας Φλόριντα και ο Ρέιμοντ στη Βόρεια Περιφέρεια Αλαμπάμα στις 19 Νοεμβρίου. Ο Λι ήταν προγραμματισμένο να εμφανιστεί στο δικαστήριο της Βόρειας Περιφέρειας Καλιφόρνια στις 20 Νοεμβρίου.

Ο δικηγόρος του Τσεν αρνήθηκε να σχολιάσει όταν επικοινώνησε μαζί του η Epoch Times.

Η Epoch Times επικοινώνησε με τον δικηγόρο του Χο, αλλά δεν έλαβε απάντηση μέχρι τη δημοσίευση. Δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία με τους δικηγόρους των Ρέιμοντ και Λι για σχόλιο μέχρι τη δημοσίευση.

Εκπρόσωπος της Nvidia ανέφερε στην Epoch Times ότι το σύστημα εξαγωγών της εταιρείας είναι «αυστηρό και ολοκληρωμένο». «Ακόμη και μικρές πωλήσεις παλαιότερης γενιάς προϊόντων στη δευτερογενή αγορά υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο και εξέταση.»

Συμπλήρωσε ότι, σύμφωνα με την εταιρεία, «η προσπάθεια συγκρότησης κέντρων δεδομένων από λαθραία προϊόντα είναι ατελέσφορη τόσο τεχνικά όσο και οικονομικά», καθώς τα κέντρα δεδομένων είναι «τεράστια και πολύπλοκα συστήματα, γεγονός που καθιστά οποιοδήποτε λαθρεμπόριο εξαιρετικά δύσκολο και ριψοκίνδυνο», και ότι η Nvidia «δεν παρέχει υποστήριξη ή επισκευές για περιορισμένα προϊόντα».

Στις 20 Νοεμβρίου, ο βουλευτής Τζον Μούλεναρ (R-Mich.), πρόεδρος της Επιτροπής Επιλογής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, υποστήριξε ότι απαιτείται άμεση ψήφιση νομοσχεδίου για την ιχνηλάτηση ημιαγωγών.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Επιλογής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, ο βουλευτής Τζον Μούλενααρ (R-Mich.), κατά τη διάρκεια συνέντευξης στην Epoch Times. Ουάσιγκτον, 21 Οκτωβρίου 2025. (Madalina Kilroy/The Epoch Times)

 

Ο βουλευτής ανέφερε ότι η Κίνα «αναγνωρίζει την υπεροχή της αμερικανικής καινοτομίας στην τεχνητή νοημοσύνη και θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να καλύψει τη διαφορά», υπογραμμίζοντας ότι «γι’ αυτό είναι επειγόντως αναγκαίος ο διακομματικός Νόμος για την Ασφάλεια των Ημιαγωγών».

Το νομοσχέδιο θα απαιτούσε επαλήθευση τοποθεσίας για προηγμένους ημιαγωγούς τεχνητής νοημοσύνης, επιβολή υποχρεωτικής αναφοράς από τους κατασκευαστές ημιαγωγών σχετικά με πιθανές εκτροπές των προϊόντων τους και ανάθεση στο υπουργείο Εμπορίου της μελέτης επιπλέον αναγκαίων μέτρων.

Τον Αύγουστο, δύο Κινέζοι υπήκοοι, που κατοικούσαν στην Καλιφόρνια, κατηγορήθηκαν ότι απέστειλαν ημιαγωγούς δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων προς την Κίνα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της υπόθεσης, οι ημιαγωγοί περιελάμβαναν GPU Nvidia H100.

Με πληροφορίες από το Reuters

Νέος κύκλος κυρώσεων των ΗΠΑ για το ιρανικό πυραυλικό πρόγραμμα

Το Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε στις 12 Νοεμβρίου την επιβολή κυρώσεων σε 32 άτομα και οντότητες, σε μια σειρά από χώρες μεταξύ των οποίων η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, κατηγορώντας τους για λειτουργία δικτύων προμήθειας που στηρίζουν το πυραυλικό και το πρόγραμμα drones του Ιράν.

Πρόκειται για τον δεύτερο κύκλο μέτρων μη διάδοσης, μετά την επαναφορά από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εμπάργκο όπλων και άλλων κυρώσεων κατά του Ιράν στα τέλη Σεπτεμβρίου. Οι χώρες στις οποίες εδρεύουν οι υπό κυρώσεις οντότητες περιλαμβάνουν, εκτός από το Ιράν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Τουρκία, την Ινδία, τη Γερμανία και την Ουκρανία.

Όπως επισημαίνει το Υπουργείο Οικονομικών, το Ιράν αξιοποιεί διεθνή χρηματοπιστωτικά συστήματα για ξέπλυμα χρήματος, αγορά εξαρτημάτων για τα πυρηνικά και συμβατικά οπλικά του προγράμματα, και για στήριξη ένοπλων παρακλαδιών.

Ο Τζον Χάρλεϊ, υφυπουργός Οικονομικών για θέματα Τρομοκρατίας και Οικονομικής Πληροφόρησης, δήλωσε: «Με εντολή του Προέδρου Τραμπ, ασκούμε μέγιστη πίεση στο Ιράν για να τερματίσει την πυρηνική του απειλή». Πρόσθεσε επίσης ότι οι ΗΠΑ αναμένουν από τη διεθνή κοινότητα να εφαρμόσει πλήρως τις κυρώσεις του ΟΗΕ κατά του Ιράν, ώστε να αποκλειστεί η πρόσβασή του στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Ένα από τα δίκτυα που βρέθηκαν στο στόχαστρο ενέπλεκε μια τριμελή επιχείρηση που το υπουργείο περιγράφει ως «MVM Partnership», η οποία φέρεται να προμηθεύτηκε, εκ μέρους της Οργάνωσης Αμυντικών Βιομηχανιών του Ιράν, χημικά απαραίτητα για την κατασκευή προωθητικών καυσίμων βαλλιστικών πυραύλων από την Κίνα.

Τα χημικά, όπως αναφέρεται, περιλάμβαναν χλωρικό νάτριο, υπερχλωρικό νάτριο και σεβακικό οξύ. «Το υπερχλωρικό νάτριο, που παράγεται από χλωρικό νάτριο, χρησιμοποιείται για την παρασκευή υπερχλωρικού αμμωνίου, ενός χημικού που χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε πολλούς στερεούς πυραυλοκινητήρες», αναφέρει το υπουργείο. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η εν λόγω εταιρική σύμπραξη προμηθεύτηκε και μετέφερε εκατοντάδες τόνους αυτών των χημικών από την Κίνα από το 2023.

Επικεφαλής της «MVM» φέρονται οι Μάρκο Κλίνγκε, με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ματζίντ Νταλατκά, από το Ιράν, και Βαχίντ Καϊγιουμί, με έδρα την Τουρκία. Και οι τρεις, μαζί με εταιρείες που συνδέονται μαζί τους, μπήκαν στη «μαύρη λίστα». Επίσης, στην ίδια λίστα προστέθηκαν ο Μα Τζια, υπήκοος Κίνας, και 11 εταιρείες που φέρονται να βοηθούν την επίσης ιρανική εταιρεία Oje Parvas Mado Nafar .

Η εταιρεία Oje Parvas Mado Nafar, η οποία είχε ήδη μπει στο στόχαστρο κυρώσεων το 2021, κατασκευάζει τα μη επανδρωμένα ιρανικά επιθετικά drones «Σαχίντ-131» και «Σαχίντ-136». Το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ότι ο Μα στηρίζει τη δραστηριότητα της Oje Parvas Mado Nafar στην Κίνα, φροντίζοντας για ταξιδιωτικές ρυθμίσεις του προσωπικού της και συντονίζοντας συναντήσεις μεταξύ Ιρανών αμυντικών αξιωματούχων και προμηθευτών στην Κίνα. Επιπλέον, οι εταιρείες του με έδρα το Χονγκ Κονγκ έχουν διευκολύνει συναλλαγές πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το αμερικανικό Yπουργείο.

Το Υπουργείο Οικονομικών επέβαλε επίσης κυρώσεις σε δίκτυο που στηρίζει την Iran Aircraft Manufacturing Industrial Company, θυγατρική του ιρανικού Υπουργείου Άμυνας, η οποία παράγει στρατιωτικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. «Τα δίκτυα αυτά συνιστούν απειλή για αμερικανικό και συμμαχικό προσωπικό στη Μέση Ανατολή, καθώς και για τη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα», αναφέρει το Υπουργείο.

Σε ανακοίνωσή του για τα μέτρα του Υπουργείου Οικονομικών, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να εφαρμόσουν τις κυρώσεις που ίσχυαν πριν από το 2016.

Ο εκπρόσωπος Τόμας Πίγκοτ δήλωσε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων σε εταιρείες τρίτων χωρών, ώστε να αποκαλύπτουν, να εμποδίζουν και να αντιμετωπίζουν την ιρανική προμήθεια εξοπλισμού και υλικών για τα προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών, που θέτουν σε κίνδυνο την περιφερειακή ασφάλεια και τη διεθνή σταθερότητα».

Στον πρώτο γύρο κυρώσεων για τη μη διάδοση που ανακοινώθηκαν την 1η Οκτωβρίου, το Υπουργείο Οικονομικών κατονόμασε 21 εταιρείες και 17 άτομα που συμμετείχαν σε δίκτυα για την προμήθεια τεχνολογίας στην Τεχεράνη για αντιαεροπορικά συστήματα πυραύλων και για παράνομη αγορά αμερικανικού ελικοπτέρου.

Στις κυρώσεις αυτές στοχοποιήθηκε δίκτυο με έδρα το Ιράν, το Χονγκ Κονγκ και την Κίνα, που είχε προμηθεύσει, κατά παράβαση των κανόνων, αμερικανικά διπλής χρήσης ηλεκτρονικά εξαρτήματα σε ιρανική εταιρεία που παράγει εξοπλισμό για τον στρατό του Ιράν.

Στις 11 Νοεμβρίου, ο υφυπουργός Εξωτερικών του Ιράν Σαΐντ Κατιμπζαντέ δήλωσε: «Το Ιράν επιδιώκει μια ειρηνική πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Οι ΗΠΑ, μαζί με τους Ευρωπαίους συμμάχους και το Ισραήλ, έχουν κατηγορήσει το Ιράν ότι χρησιμοποιεί το πυρηνικό του πρόγραμμα ως κάλυψη για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, κατηγορία που απέρριψε η Τεχεράνη.

Τρεις ακόμη Κινέζοι ερευνητές κατηγορούνται για λαθρεμπορία βιολογικών υλικών στις ΗΠΑ

Σε νέες διώξεις προχώρησαν οι αμερικανικές αρχές εις βάρος τριών ακόμη Κινέζων ερευνητών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, στο πλαίσιο συνεχιζόμενης έρευνας για λαθρεμπόριο βιολογικών υλικών από την Κίνα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου.

Στις 4 Νοεμβρίου απαγγέλθηκαν ποινικές κατηγορίες στους Μπάι Σου, 28 ετών, ο Ζανγκ Φενγκφάν, 27, και Ζανγκ Τζιγιόνγκ, 30, που κατατέθηκαν στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της ανατολικής περιφέρειας του Μίσιγκαν. Οι δύο πρώτοι αντιμετωπίζουν την κατηγορία για συνωμοσία με σκοπό τη λαθραία εισαγωγή βιολογικών υλικών στις ΗΠΑ, ενώ ο Ζανγκ Τζιγιόνγκ κατηγορείται για ψευδείς δηλώσεις σε ομοσπονδιακούς πράκτορες.

Η Epoch Times δεν μπόρεσε να εντοπίσει τους συνηγόρους των κατηγορουμένων για σχόλιο.

Οι τρεις συλληφθέντες εντοπίστηκαν στο διεθνές αεροδρόμιο Τζον Φ. Κέννεντυ στις 16 Οκτωβρίου και τέθηκαν υπό κράτηση από τη Μεταναστευτική και Τελωνειακή Υπηρεσία, πριν προλάβουν να επιβιβαστούν σε πτήση για Κίνα.

Η υπόθεση συνδέεται με αυτήν της Χαν Τσανγκσιάν, επιστήμονα του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας Χουαζόνγκ της Κίνας. Η Χαν επρόκειτο να ξεκινήσει ερευνητικό έργο στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν τον Ιούνιο, με θεώρηση J-1, ωστόσο συνελήφθη κατά την άφιξή της στο αεροδρόμιο του Ντητρόιτ τον ίδιο μήνα με την κατηγορία ότι, πριν φτάσει στις ΗΠΑ, είχε αποστείλει στο πανεπιστήμιο πλάκες Petri με νηματώδεις σκώληκες του είδους C. elegans, ψευδόμενη στο τελωνείο για το περιεχόμενο στα συνοδευτικά έγγραφα.

Η Χαν ομολόγησε αργότερα την ενοχή της για τρεις πράξεις λαθρεμπορίας και για ψευδείς δηλώσεις σε τελωνειακούς υπαλλήλους των ΗΠΑ και καταδικάστηκε με ποινή κάθειρξης που καλύφθηκε από τον χρόνο κράτησής της· απελάθηκε από τις ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με το ποινικό κατηγορητήριο.

«Η απόπειρα λαθραίας εισαγωγής βιολογικών υλικών με το πρόσχημα της έρευνας αποτελεί σοβαρό έγκλημα που απειλεί την εθνική και αγροτική ασφάλεια των ΗΠΑ», τόνισε σε δήλωσή της στις 5 Νοεμβρίου η γενική εισαγγελέας Παμ Μπόντι. «Θα παραμείνουμε σε επαγρύπνηση απέναντι σε τέτοιες απειλές από αλλοδαπούς που επωφελούνται από τη γενναιοδωρία της Αμερικής για να προωθήσουν κακόβουλα σχέδια».

Η μεταφορά των Ζανγκ Φενγκφάν και Ζανγκ Τζιγιόνγκ προς τις ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε με θεώρηση J-1 ως ερευνητών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ο Μπάι έφτασε στις ΗΠΑ τον Αύγουστο 2024 και ο συγκατοίκoς του, Ζανγκ Φενγκφάν, τον Σεπτέμβριο 2023, ενώ ο Ζανγκ Τζιγιόνγκ είχε φτάσει στη χώρα τον Σεπτέμβριο 2021.

Στις 5 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, ένα δέμα με αποστολέα τη Χαν και διεύθυνση παραλήπτη αυτή του διαμερίσματος του Μπάι στο Ανν Άρμπορ του Μίσιγκαν, κατασχέθηκε από την Τελωνειακή Υπηρεσία των ΗΠΑ καθώς είχε δηλωθεί εσφαλμένα ως «κείμενο».

Όπως σημειώνεται στο κατηγορητήριο, το πακέτο περιείχε χειρόγραφη σημείωση με λίστα 28 μορίων DNA ή πλασμιδίων, εκ των οποίων τα τέσσερα αφορούσαν το C. elegans. Οι εισαγγελείς ανέφεραν ότι η αποστολή αυτή αποτέλεσε αφορμή για μία από τις τρεις κατηγορίες λαθρεμπορίας στις οποίες η Χαν δήλωσε ένοχη.

Στις 31 Μαρτίου, υπάλληλοι της τελωνειακής υπηρεσίας επικοινώνησαν με τον Μπάι σχετικά με το κατασχεθέν δέμα, αλλά εκείνος αρνήθηκε να συνεργαστεί και απέφυγε κάθε συνάντηση ή διάλογο. Το κατηγορητήριο αναφέρει επίσης ότι μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 2024, η Χαν φέρεται να απέστειλε επιπλέον δέματα σε άτομο με το όνομα Ντύλαν Ζανγκ, που οι εισαγγελείς ταυτοποιούν ως τον Ζανγκ Φενγκφάν.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ένα από τα πακέτα, που δηλώθηκε αναληθώς ως «πλαστικές πλάκες», περιείχε οκτώ πλάκες Petri με γενετικώς τροποποιημένους σκώληκες C. elegans. Τα πακέτα που εστάλησαν στον Ζανγκ Φενγκφάν μεταξύ 23 και 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους αποτέλεσαν τη βάση για τις άλλες δύο από τις τρεις κατηγορίες λαθρεμπορίας που αντιμετώπισε η Χαν.

Κατά τους εισαγγελείς, ο Ζανγκ Τζιγιόνγκ είχε στείλει το 2019 πακέτο στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν με νηματώδεις σκώληκες σε πλάκες Petri, δηλώνοντας το περιεχόμενό του ως «πλαστικές πλάκες».

Μετά την απέλαση της Χαν, το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν διενήργησε εσωτερική έρευνα. Οι τρεις κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και στη συνέχεια απολύθηκαν από το πανεπιστήμιο.

Στις 8 Οκτωβρίου, το πανεπιστήμιο ακύρωσε τα αρχεία τους στο σύστημα πληροφοριών φοιτητών και επισκεπτών ανταλλαγής του υπουργείου Εθνικής Ασφαλείας, με αποτέλεσμα να πάψουν να πληρούν τους όρους της βίζας J-1. Ακολούθως, οι ομοσπονδιακές αρχές κίνησαν διαδικασία απέλασης από τη χώρα, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

Στο αεροδρόμιο Τζον Φ. Κέννεντυ, στις 16 Οκτωβρίου, οι τελωνειακές αρχές ανέκριναν τους τρεις κατηγορουμένους, οι οποίοι φέρονται να παραδέχθηκαν ότι η Χαν ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.

Οι εισαγγελείς σημειώνουν ότι η Χαν άρχισε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Χουαζόνγκ το 2020, με επιβλέποντα τον Λιου Τζιενφέν. Σύμφωνα με την προσωπική σελίδα του Λιου στον ιστότοπο του πανεπιστημίου, σήμερα διατελεί πρόεδρος της Σχολής Βιολογικών Επιστημών και Τεχνολογίας και επικεφαλής του βασικού εργαστηρίου μοριακής βιοφυσικής του υπουργείου Παιδείας της Κίνας. Το 2012, είχε λάβει κρατική επιχορήγηση ως διακεκριμένος επιστήμονας από το κρατικό Ίδρυμα Φυσικών Επιστημών Κίνας.

Ο Ζανγκ Φενγκφάν δήλωσε στους Αμερικανούς τελωνειακούς ότι επέστρεφε στην Κίνα για να συνεχίσει το δεύτερο έτος του διδακτορικού του στο Χουαζόνγκ, υπό την εποπτεία του Λιου.

Οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι έχουν σημειωθεί και άλλες σχετικές υποθέσεις λαθρεμπορίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν τους τελευταίους μήνες. Μεταξύ αυτών, η περίπτωση της Τζιαν Γιουνκίνγκ, μεταδιδακτορικής ερευνήτριας του πανεπιστημίου, η οποία κατηγορείται ότι συνωμότησε με τον σύντροφό της, Λιου Ζουνγιόνγκ, για να μεταφέρουν στις ΗΠΑ τον μύκητα Fusarium graminearum που μπορεί να προκαλέσει τεράστιες ζημιές σε σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και ρύζι, καθώς και σοβαρά προβλήματα υγείας σε ανθρώπους και ζώα.

Η Τζιαν και ο Λιου κατηγορήθηκαν τον Ιούνιο για απάτη με βίζα, συνωμοσία, ψευδείς δηλώσεις και λαθρεμπόριο παθογόνου οργανισμού στις ΗΠΑ.

Ο Τζον Μούλενααρ, πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, κάλεσε τις διοικήσεις των πανεπιστημίων να διεξάγουν εσωτερικούς ελέγχους ώστε να προασπίσουν την έρευνά τους από εχθρικές ενέργειες του Πεκίνου.

«Οι νέες κατηγορίες αποκαλύπτουν ένα οργανωμένο δίκτυο επιστημόνων που δρα παρανόμως στην πανεπιστημιούπολη του Μίσιγκαν. Πρόκειται για μέρος μιας ευρύτερης, συντονισμένης εκστρατείας που στοχεύει τα αμερικανικά πανεπιστήμια, υποκινούμενη από την προσπάθεια της Κίνας να αποκτήσει αμερικανική τεχνολογία», τόνισε στη σχετική ανακοίνωσή του ο Μούλενααρ.

Χιλιάδες ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συγκεντρώθηκαν στην Ταϊβάν για τη μεγάλη ετήσια εκδήλωση

Περίπου 5.000 άνθρωποι κατέκλυσαν ένα από τα πιο εμβληματικά ορόσημα της Ταϊπέι στις 18 Οκτωβρίου, ενώθηκαν σαν ψηφίδες ενός τεράστιου πίνακα, με σκοπό να μοιραστούν την πίστη τους και να ρίξουν φως στις συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας.

Η συγκέντρωση αποτέλεσε την ετήσια εκδήλωση σχηματισμού χαρακτήρων που διοργανώνουν οι τοπικοί ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ — παράδοση που ξεκίνησε στην Κίνα, προτού το κομμουνιστικό καθεστώς εξαπολύσει το 1999 σκληρή δίωξη κατά της πνευματικής αυτής άσκησης.

Φέτος, στην εκδήλωση στην Πλατεία Ελευθερίας της Ταϊπέι συμμετείχαν ασκούμενοι από τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τον Καναδά, την Ινδονησία, τη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη, το Χονγκ Κονγκ και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το σύμβολο του «Τροχού του Νόμου»

Ντυμένοι με μπλε, μαύρα, κόκκινα, λευκά και κίτρινα ρούχα, οι ασκούμενοι τοποθετήθηκαν σε απόλυτα ευθυγραμμισμένες σειρές, σχηματίζοντας την εικόνα του «Τροχού του Νόμου» («Φάλουν» στα κινεζικά). Το έμβλημα αυτό περιλαμβάνει τα παραδοσιακά βουδιστικά και ταοϊστικά σύμβολα «σριβάτσα» και «ταϊτζί» αντίστοιχα και αποτελεί το έμβλημα του Φάλουν Γκονγκ, γνωστού επίσης και ως Φάλουν Ντάφα.

Κάτω από το έμβλημα, ασκούμενοι ντυμένοι στα κίτρινα σχημάτισαν τέσσερις κινεζικούς χαρακτήρες που σημαίνουν «Το Φάλουν περιστρέφεται αδιάκοπα».

Το Φάλουν Γκονγκ είναι μια πνευματική άσκηση βασισμένη στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό στην Κίνα το 1992 και εξαπλώθηκε γρήγορα από στόμα σε στόμα, φτάνοντας να αριθμεί, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του κινεζικού κράτους, περί τα 70 με 100 εκατομμύρια ασκούμενους έως το 1999.

Φοβούμενο ότι η δημοτικότητα του Φάλουν Γκονγκ απειλούσε την εξουσία του, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1999 μια βάναυση εκστρατεία εξάλειψης της άσκησης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 26 ετών, πολλοί ασκούμενοι φυλακίστηκαν, στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και «κέντρα πλύσης εγκεφάλου», όπου υπέστησαν βασανιστήρια, εξαναγκαστική εργασία, ακόμη και δολοφονήθηκαν μέσω χειρουργικής επέμβασης κατά την οποία αφαιρούνταν όργανά τους.

Πίστη, πνευματικότητα και ελευθερία

Η Χουάνγκ Τσουν-μέι, οργανώτρια της εκδήλωσης και αναπληρώτρια πρόεδρος της Ένωσης Φάλουν Ντάφα της Ταϊβάν, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η ίδια και άλλοι ασκούμενοι συμμετέχουν κάθε χρόνο, ελπίζοντας ότι περισσότεροι άνθρωποι θα γνωρίσουν το Φάλουν Γκονγκ, το οποίο, όπως ανέφερε, τους έχει ωφελήσει βαθιά τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Επεσήμανε ότι η άσκηση είναι ιδιαίτερα βολική, καθώς δεν παρεμβαίνει στην καθημερινή ζωή ή εργασία και μπορεί να εφαρμοστεί από άτομα κάθε ηλικίας και φύλου.

Η Χουάνγκ τόνισε ότι η επιλογή της Πλατείας Ελευθερίας —ενός από τα πιο πολυσύχναστα αξιοθέατα της Ταϊβάν— αναδεικνύει τη σαφή αντίθεση ανάμεσα στη ζωντανή δημοκρατία και ελευθερία της Ταϊβάν και τον αυστηρό έλεγχο που επιβάλλει το Κομμουνιστικό Κόμμα στην άλλη πλευρά του Στενού της Ταϊβάν.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συμμετέχουν σε ομαδική άσκηση στην Ταϊπέι της Ταϊβάν, στις 18 Οκτωβρίου 2025. (Sung Pi-lung/The Epoch Times)

 

Ο Γου Τσινγκ-σιανγκ, ο συνταξιούχος αρχιτέκτονας που σχεδίασε τη διάταξη του σχηματισμού, δήλωσε στην Epoch Times ότι ελπίζει οι τέσσερις κινεζικοί χαρακτήρες του σχηματισμού να προσελκύσουν την περιέργεια των θεατών και να τους οδηγήσουν να γνωρίσουν το Φάλουν Γκονγκ.

Πολλοί ντόπιοι και τουρίστες παρακολούθησαν τη διαδικασία του σχηματισμού. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο 50χρονος Ρεφέτ Γκιοκτσέ Μποζκούρτ, πολιτικός μηχανικός από την Τουρκία, ο οποίος χαρακτήρισε «απίστευτο» το γεγονός ότι οι ασκούμενοι οργάνωσαν μια τόσο μεγάλη εκδήλωση για να ευαισθητοποιήσουν το κοινό σχετικά με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Είπε ακόμη ότι θεωρεί την εκδήλωση «βαθιά πνευματική».

Μετά το τέλος του σχηματισμού, οι συμμετέχοντες παρέμειναν για να εξασκηθούν μαζί στις κινήσεις του Φάλουν Γκονγκ.

Συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο

Η Τσεν Χούι, 55 ετών, νοικοκυρά από την Ουάσιγκτον, ήταν μία από τους συμμετέχοντες. Ανέφερε ότι είχε επισκεφθεί δύο φορές την Ταϊβάν για εκδηλώσεις του Φάλουν Γκονγκ, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που έλαβε μέρος στον σχηματισμό χαρακτήρων. Εξήγησε ότι αποφάσισε να συμμετάσχει για να βιώσει από κοντά το βαθύ συναίσθημα που απορρέει από μια τόσο συλλογική δραστηριότητα.

Η Τσεν, η οποία άρχισε να εξασκείται το 1995 στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ της νότιας Κίνας, ανέφερε ότι η άσκηση έχει αλλάξει τον χαρακτήρα της και της έχει προσφέρει μια βαθιά αίσθηση ευεξίας.

Ένας άλλος συμμετέχων, ο Κιμ Τσανγκ-ροκ, 54 ετών, υπάλληλος εταιρείας ιατρικών προμηθειών από τη Νότια Κορέα, σημείωσε ότι αυτή ήταν η τρίτη φορά που συμμετείχε στη διοργάνωση. Επεσήμανε ότι «ο κόσμος χρειάζεται αλήθεια, καλοσύνη και ανεκτικότητα», προσθέτοντας ότι από τότε που το Φάλουν Γκονγκ παρουσιάστηκε στην Κίνα το 1992, έχει εξαπλωθεί σε περισσότερες από 100 χώρες.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συμμετέχουν σε ομαδική άσκηση στην Ταϊπέι της Ταϊβάν, στις 18 Οκτωβρίου 2025. (Sung Pi-lung/The Epoch Times)

 

Δύο Ταϊβανέζοι ασκούμενοι μοιράστηκαν επίσης τις εμπειρίες τους με την Epoch Times.

Η Γιαν Σιανγκ-λιν, 26 ετών, καθηγήτρια ιαπωνικής γλώσσας, δήλωσε ότι εκτιμά ιδιαίτερα το γεγονός πως οι γονείς της τη μεγάλωσαν σύμφωνα με τις αρχές του Φάλουν Γκονγκ, κάτι που, όπως είπε, διαμόρφωσε τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και τις ηθικές της αξίες. Ευχήθηκε η δική της εμπειρία να εμπνεύσει κι άλλους να διαβάσουν το κύριο βιβλίο της άσκησης, το «Τζούαν Φάλουν», το οποίο έχει μεταφραστεί σε 40 γλώσσες και είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο.

Ο Σάο Σουε-τι, 55 ετών, καθηγητής σε τοπικό σχολείο αναμορφωτηρίου, ανέφερε ότι ασκείται στο Φάλουν Γκονγκ τα τελευταία τρία χρόνια. Προειδοποίησε τον κόσμο να μην νομίζει πως η δίωξη δεν υφίσταται, μόνο επειδή δεν είναι ορατή σε όσους επισκέπτονται την Κίνα.

Όπως είπε, είχε επισκεφθεί την Κίνα πολλές φορές στα τέλη της δεκαετίας του 1980 λόγω της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πατέρα του στην επαρχία Φουτζιάν, και τότε η χώρα δεν του φαινόταν διαφορετική από τις άλλες. Τόνισε ότι σήμερα κάποιοι συνάδελφοί του έχουν παρόμοια άποψη, πιστεύοντας πως η Κίνα είναι μια «κανονική» χώρα, και πως δυσκολεύεται να τους πείσει ότι η εικόνα αυτή είναι απλώς ψευδαίσθηση.

Κατέληξε λέγοντας ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας «δεν είναι απλώς ένα πολιτικό κόμμα, αλλά κάτι σατανικό».

Η DJI παραμένει στη «μαύρη λίστα» των κινεζικών στρατιωτικών εταιρειών

Η κινεζική εταιρεία κατασκευής μη επανδρωμένων αεροσκαφών DJI θα παραμείνει στη μαύρη λίστα του Πενταγώνου για κινεζικές εταιρείες που συνεργάζονται με τον στρατό του Πεκίνου, μετά την απόφαση ενός ομοσπονδιακού δικαστή της Ουάσιγκτον, ο οποίος στις 26 Σεπτεμβρίου απέρριψε την αγωγή της DJI που αμφισβητούσε τον χαρακτηρισμό αυτό.

Στην 49σέλιδη γνωμοδότησή του, ο περιφερειακός δικαστής των Ηνωμένων Πολιτειών Πολ Φρίντμαν έκρινε ότι η διαπίστωση του Πενταγώνου πως η DJI συμβάλλει στη βιομηχανική βάση άμυνας της Κίνας «υποστηρίζεται από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία», παρότι «δεν μπορεί να συμπεράνει» ότι η DJI «ανήκει έμμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας».

Ο Φρίντμαν έγραψε ότι «η DJI αναγνωρίζει πως η τεχνολογία της μπορεί και πράγματι χρησιμοποιείται σε στρατιωτικές συγκρούσεις, αλλά υποστηρίζει ότι οι πολιτικές της απαγορεύουν μια τέτοια χρήση. Το εάν οι πολιτικές της DJI απαγορεύουν στρατιωτική χρήση είναι άσχετο. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η τεχνολογία της DJI έχει τόσο σημαντική θεωρητική όσο και πραγματική στρατιωτική εφαρμογή».

Με άλλα λόγια, ο Φρίντμαν κατέληξε ότι το Πεντάγωνο είχε προσκομίσει επαρκή στοιχεία ώστε να χαρακτηρίσει τη DJI ως «συμβάλλοντα στη στρατιωτικο-πολιτική σύντηξη» στη βάση της κινεζικής αμυντικής βιομηχανίας.

Η DJI, ιδιωτική εταιρεία με έδρα την πόλη Σενζέν της νότιας Κίνας, πουλάει περισσότερα από τα μισά εμπορικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Οκτώβριο του 2024, κατέθεσε αγωγή κατά του Πενταγώνου, μετά την απόφαση του τελευταίου να την εντάξει, μαζί με πολλές άλλες κινεζικές εταιρείες, στη λίστα με τις «κινεζικές στρατιωτικές εταιρείες» που δραστηριοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, βάσει του άρθρου 1260H του Νόμου Εθνικής Αμυντικής Εξουσιοδότησης του 2021.

Στην καταγγελία της, η DJI χαρακτήρισε την απόφαση του Πενταγώνου «παράνομη και εσφαλμένη» και υποστήριξε ότι «δεν ανήκει ούτε ελέγχεται από τον κινεζικό στρατό».

Ο Φρίντμαν εξήγησε ότι οι εταιρείες που περιλαμβάνονται στη λίστα του Πενταγώνου αποκλείονται από την πρόσβαση σε ορισμένες αμερικανικές επιχορηγήσεις, συμβάσεις, δάνεια και άλλα προγράμματα.

Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της απόφασης ήταν η αναγνώριση της DJI από τον κορυφαίο οικονομικό σχεδιαστή του κινεζικού καθεστώτος, την Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων (National Development and Reform Commission – NDRC), ως «Εθνικό Επιχειρηματικό Τεχνολογικό Κέντρο» (National Enterprise Technology Center – NETC). Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του δικαστή, οι κινεζικές εταιρείες που λαμβάνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό επωφελούνται από «χρηματικές επιδοτήσεις», «ειδική οικονομική στήριξη» από το υπουργείο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Κίνας και «μεγάλο αριθμό φορολογικών προνομίων».

Ο Φρίντμαν απέρριψε το επιχείρημα της DJI ότι το Πεντάγωνο δεν είχε προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι «επί του παρόντος λαμβάνει βοήθεια σε σχέση με τον χαρακτηρισμό NETC».

Έγραψε: «Λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό ιστορικό της DJI στη λήψη αυτών των άλλων μορφών βοήθειας από διάφορους κινεζικούς κρατικούς φορείς, είναι εύλογο να συναχθεί ότι η DJI λαμβάνει επίσης βοήθεια μέσω του προγράμματος NETC».

«Το γεγονός ότι η αναγνώριση NETC ενορχηστρώνεται από την NDRC—έναν θεσμό που έχει στενή σχέση με τον στρατιωτικό σχεδιασμό της Κίνας—είναι επαρκές για τους σκοπούς του άρθρου 1260H».

Ο δικαστής απέρριψε ορισμένες άλλες αιτιολογίες του Πενταγώνου για την ένταξη της DJI στη λίστα.

Για παράδειγμα, ο Φρίντμαν έγραψε ότι το Πεντάγωνο μπόρεσε να δείξει μόνο ότι μια κινεζική κρατική εταιρεία με το όνομα Chengtong «διαθέτει κάποιο αδιευκρίνιστο ποσοστό ιδιοκτησίας στην DJI», αλλά θα έπρεπε να παρέχει περισσότερα στοιχεία ώστε να αποδείξει ότι αυτή η ιδιοκτησία σημαίνει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας κατέχει έμμεσα τον κινεζικό κατασκευαστή μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

Σε κατάθεση που έγινε τον Απρίλιο, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ είπε στον Φρίντμαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «εδώ και καιρό εκφράζουν σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την απειλή για την εθνική ασφάλεια που θέτει η σχέση μεταξύ κινεζικών εταιρειών τεχνολογίας και του κινεζικού κράτους».

Σε δήλωση που εκδόθηκε την Παρασκευή, η DJI ανέφερε ότι ήταν απογοητευμένη από την απόφαση του δικαστή και ότι αξιολογεί τις νομικές της επιλογές. «Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε μία μόνο αιτιολογία που εφαρμόζεται σε πολλές εταιρείες που ποτέ δεν έχουν ενταχθεί στη λίστα.»

Η κινεζική εταιρεία κατασκευής lidar Hesai Group κατέθεσε επίσης αγωγή κατά του Πενταγώνου τον Μάιο του 2024, αμφισβητώντας την ένταξή της στη λίστα. Τον Ιούλιο, ο Φρίντμαν αποφάσισε υπέρ της αμερικανικής κυβέρνησης, αλλά η Hesai έχει από τότε ασκήσει έφεση.

Με πληροφορίες από το Reuters

Γερμανία: Εισαγγελία ζητά βαρύτατες ποινές για υπόθεση κατασκοπείας υπέρ της Κίνας

Σε μια πολύκροτη υπόθεση κατασκοπείας με επίκεντρο πρώην βοηθό Γερμανού βουλευτή, οι εισαγγελικές αρχές κατηγορούν τον βασικό κατηγορούμενο για συγκέντρωση κι αποστολή πληροφοριών στην Κίνα σχετικά με το Φάλουν Γκονγκ, όπως αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια πρόσφατης ακροαματικής διαδικασίας στο Δρέσδη.

Στις 16 Σεπτεμβρίου, η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Γερμανίας ζήτησε ποινή κάθειρξης επτάμισι ετών για τον Γκουό Τζιάν και δύο ετών και εννέα μηνών για την συγκατηγορούμενή του Γιακί Σιάο, κατά τη συνεδρίαση του Ανώτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Δρέσδης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αμφότεροι λειτούργησαν ως πράκτορες των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών, με τον Γκουό να διαδραματίζει τον ρόλο του εγκέφαλου της σπείρας.

Η εισαγγελία περιέγραψε τον Γκουό ως «πολύπλευρο πράκτορα, πάντα σε ετοιμότητα, υπερήφανο για την πολυετή του δράση ως κατάσκοπος». Ο Φάμπιαν Σέλχαους, εκπρόσωπος της εισαγγελίας, δήλωσε στη γερμανική έκδοση της Epoch Times πως ο Γκουό, ο οποίος απαρνήθηκε την κινεζική υπηκοότητα και πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 2011, υπήρξε «υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, ο οποίος μόνο προσποιήθηκε ότι ανήκει στην αντιπολίτευση για να διεισδύσει στους σχετικούς κύκλους εδώ».

Ο συνήγορος υπεράσπισης του Γκουό χαρακτήρισε υπερβολική την ποινή που πρότεινε η εισαγγελία. Παρότι ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά για τον Κινέζο χειριστή του, η εισαγγελία ανέφερε ότι ο Γκουό μιλούσε γι’ αυτόν με σεβασμό, αποκαλώντας τον «μεγάλο αδελφό» σε συζητήσεις με τη σύζυγό του.

Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, ο Γκουό και ο Κινέζος αξιωματούχος συζήτησαν για το Φάλουν Γκονγκ τουλάχιστον σε μια τηλεφωνική επικοινωνία την οποία υπέκλεψαν οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Σε αυτήν, ο Γκουό αναφέρθηκε σε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέρ του Φάλουν Γκονγκ, χωρίς ωστόσο να αποκαλυφθούν περαιτέρω λεπτομέρειες της συνομιλίας.

Το συγκεκριμένο ψήφισμα, που υιοθετήθηκε τον Ιανουάριο του 2024, καταδίκαζε τις διώξεις του Φάλουν Γκονγκ από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και ζητούσε διεθνή έρευνα για την καταστολή της θρησκευτικής ομάδας.

Επίσης, απαιτούσε την απελευθέρωση του Γιουάντα Ντινγκ, ασκούμενουτου Φάλουν Γκονγκ, ο οποίος κρατείται στην Κίνα από το 2023 και είναι πατέρας μόνιμου κατοίκου Γερμανίας. Κατά την επιμαχή τηλεφωνική συνομιλία, ο Γκουό ανέλυσε τις συζητήσεις γύρω από το ψήφισμα, ενώ οι απαντήσεις του Κινέζου αξιωματούχου παραμένουν αδιευκρίνιστες.

Η εισαγγελία υποστηρίζει ότι ο Γκουό είχε στην κατοχή του εκατοντάδες έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – ορισμένα χαρακτηρίζονται ως «ευαίσθητα»– με πρόθεση να τα διαθέσει στις κινεζικές μυστικές υπηρεσίες. Παράλληλα, φέρεται να κατασκόπευε αντιφρονούντες Κινέζους στη Γερμανία για λογαριασμό των ίδιων αξιωματούχων.

Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, είναι πνευματική άσκηση που βασίζεται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας.

Γνώρισε μεγάλη απήχηση στην Κίνα τη δεκαετία του 1990 και, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, μέχρι το τέλος της δεκαετίας τουλάχιστον 70 εκατομμύρια άνθρωποι το ασκούσαν.

Το 1999, το κινεζικό καθεστώς, θεωρώντας τον μαζικό χαρακτήρα του κινήματος απειλή, εξαπέλυσε εναντίον του εκστρατεία εξόντωσης.

Έκτοτε, εκατομμύρια πιστοί έχουν φυλακιστεί, εκατοντάδες χιλιάδες έχουν βασανιστεί, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός των νεκρών – ανάμεσά τους και θύματα της κρατικά ενορχηστρωμένης εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης Φάλουν Ντάφα.

Η δίωξη τονίζει ότι από το 2002 οι αρχές θεωρούν τον Γκουό ως επιχειρησιακό στέλεχος των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών. Με βάση ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας τον Απρίλιο, από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τη σύλληψή του τον Απρίλιο του 2024, ο Γκουό εκμεταλλεύτηκε τη θέση βοηθού βουλευτή του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για να συλλέγει πληροφορίες για τις διαβουλεύσεις και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς όφελος των κινεζικών υπηρεσιών, αποκτώντας περισσότερα από 500 έγγραφα, εκ των οποίων αρκετά άκρως απόρρητα.

Σύμφωνα με το ίδιο κατηγορητήριο, το διάστημα 2023-2024 ο Γκουό παρακολουθούσε τους Κινέζους αντιφρονούντες στη Γερμανία προσποιούμενος δημοσίως κριτική στάση έναντι του κινεζικού καθεστώτος, κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η Γιακί Σιάο, κινεζικής υπηκοότητας, εργαζόταν στην Port Ground GmbH –θυγατρικής της Mitteldeutsche Flughafen AG– που προσφέρει υπηρεσίες εξυπηρέτησης επιβατών, αεροσκαφών και φορτίων στα αεροδρόμια Λειψίας–Χάλλε και Δρέσδης. Πριν τη σύλληψή της τον Σεπτέμβριο του 2024 κατείχε θέση υπευθύνου εξυπηρέτησης πελατών.

Το αεροδρόμιο της Λειψίας–Χάλλε αποτελεί σημαντικό κόμβο για στρατιωτικές μεταφορές, εξυπηρετώντας τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, το ΝΑΤΟ και ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες, ενώ χρησιμοποιείται και από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ για επιχειρήσεις επ’ αρωγή της Βάσης Ράμσταϊν, μίας εκ των μεγαλύτερων αμερικανικών εγκαταστάσεων στη νοτιοδυτική Γερμανία.

Την περίοδο από τον Αύγουστο του 2023 έως τον Φεβρουάριο του 2024, η εισαγγελία κατηγορεί τη Σιάο ότι συνέδραμε τον Γκουό παρέχοντας του πληροφορίες για πτήσεις, φορτία και επιβάτες σχετικές με το έργο της, οι οποίες στη συνέχεια διαβιβάζονταν στις κινεζικές υπηρεσίες.

Ειδικότερα, η Σιάο φέρεται να αποκάλυψε στοιχεία για τη μεταφορά οπλισμού και εξοπλισμού, καθώς και προσωπικά δεδομένα εργαζομένων στη γερμανική αμυντική βιομηχανία.

Σε πολυάριθμες περιστάσεις, μεταξύ των οποίων οι ημερομηνίες 16 Αυγούστου, 8 Σεπτεμβρίου, 1 και 4 Νοεμβρίου, 15 Νοεμβρίου και 19 Φεβρουαρίου, η Σιάο φέρεται να απέστειλε στον Γκουό φωτογραφίες αεροσκαφών και στρατιωτικών οχημάτων μέσα στο αεροδρόμιο.

Οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν επιπλέον ότι ο Γκουό υπήρξε ο πρωτοστάτης της κατασκοπείας στο αεροδρόμιο και καθοδήγησε τη Σιάο, η οποία πολλές φορές εμφανιζόταν διστακτική και αρνούνταν να υπακούσει στις εντολές του. Παρότι ο Γκουό ήταν παντρεμένος, οι αρχές κάνουν λόγο και για ερωτική σχέση μεταξύ των δύο.

Στον Αύγουστο, οι δύο κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη, ενώ εκπρόσωπος του δικαστηρίου κατονόμασε ως εμπλεκόμενο βουλευτή τον Μαξιμιλιάν Κρα, πρώην ευρωβουλευτή και νυν εκπρόσωπο της AfD στη γερμανική ομοσπονδιακή βουλή.

Με την συμβολή των Έρικ Ρους, Εύα Φου και Reuters

Ομολογία ενοχής Κινέζου ακτιβιστή στη Νέα Υόρκη για κατασκοπεία υπέρ Πεκίνου

Ένας Κινέζος που διαμένει στη Νέα Υόρκη παραδέχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου πως κατασκόπευε άλλους ακτιβιστές για λογαριασμό της κινεζικής μυστικής υπηρεσίας.

Τη Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου, η Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε ότι ο Τόνγκ Γιουαντζούν, 68 ετών και πολιτογραφημένος Αμερικανός, υπήρξε διακεκριμένη προσωπικότητα της κοινότητας Κινέζων αντιφρονούντων στη Νέα Υόρκη.

Είχε συμμετάσχει σε διαδηλώσεις έξω από το κινεζικό προξενείο στο Μανχάταν και ίδρυσε την Οργάνωση Κεντρικής Ανατολικής ΗΠΑ του Κόμματος Δημοκρατίας της Κίνας με έδρα το Φλάσινγκ, στο Κουίνς.

Παρά το δημόσιο προφίλ του ως υπέρμαχος της δημοκρατίας και επικριτή του Πεκίνου, ο Τονγκ εργαζόταν μυστικά υπό την καθοδήγηση των κινεζικών υπηρεσιών πληροφοριών, συλλέγοντας στοιχεία για άλλους Κινέζους-Αμερικανούς αντιφρονούντες.

Σύμφωνα με τη συμφωνία ενοχής του που κατατέθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Τονγκ ομολόγησε την ενοχή του για συνωμοσία για δράση υπέρ ξένης κυβέρνησης χωρίς την ενημέρωση του Υπουργού Δικαιοσύνης των ΗΠΑ – αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης έως και πέντε έτη.

Για χρόνια, ο Τονγκ Γιουαντζούν εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που είχε κερδίσει στους κύκλους των φιλοδημοκρατικών ακτιβιστών στη Νέα Υόρκη και σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ, εκτελώντας μυστικά αποστολές που του ανέθεταν Κινέζοι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών και ενημερώνοντας το καθεστώς του Πεκίνου για πρόσωπα και γεγονότα που σχετίζονταν με τη δράση υπέρ της δημοκρατίας.

Όπως δήλωσε ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Τζέι Κλέιτον, «Οι μυστικές δραστηριότητες του Τονγκ παραβίασαν την εθνική κυριαρχία των ΗΠΑ και απείλησαν την ασφάλεια των Νεοϋορκέζων που ασκούν θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι. Η παραδοχή ενοχής του Τονγκ αποτελεί απόδειξη της αφοσίωσής μας στην προάσπιση των αμερικανικών αξιών έναντι της επιζήμιας ξένης επιρροής».

Η σύλληψη του Τονγκ έγινε στο Φλάσινγκ τον Αύγουστο του 2023. Του απαγγέλθηκαν κατηγορίες ότι λειτούργησε ως πράκτορας της Κίνας από το 2018 έως τον Ιούνιο του 2023, επιτελώντας εντολές του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας (MSS), της μυστικής υπηρεσίας του Πεκίνου.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, Κινέζος πράκτορας του MSS ανέθεσε στον Τονγκ να φωτογραφίζει και να καταγράφει τοπικές διαδηλώσεις κατά του κινεζικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης και εκδήλωσης το 2023 στο Μανχάταν στη μνήμη των θυμάτων της σφαγής στην Πλατεία Τιενανμέν.

Όπως αναφέρεται σε δικαστικά έγγραφα, ο Τονγκ παρείχε στον πράκτορα του MSS κατάλογο Κινέζων-Αμερικανών δικηγόρων που βοηθούσαν αντιφρονούντες να αποκτήσουν πολιτικό άσυλο και διευκόλυνε τη διείσδυσή του σε διαδικτυακή ομάδα επικοινωνίας στην οποία συμμετείχαν περίπου 140 άτομα, δημιουργώντας του προφίλ με αμερικανικό τηλεφωνικό αριθμό και προσθέτοντάς τον στην ομάδα.

Ο Τονγκ είχε αυτομολήσει στην Ταϊβάν το 2002 και στη συνέχεια έλαβε πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ, καθώς προηγουμένως είχε περάσει 12 χρόνια σε κινεζική φυλακή λόγω της συμμετοχής του στις φοιτητικές διαδηλώσεις της Πλατείας Τιενανμέν το 1989, σύμφωνα με την εφημερίδα Taipei Times.

«Η προδοσία του Τονγκ προς τα ιδανικά των Ηνωμένων Πολιτειών και η συνεισφορά του στην καταστολή των φιλοδημοκρατικών ακτιβιστών από το κινεζικό καθεστώς είναι εκ διαμέτρου αντίθετες προς όσα δήθεν πρέσβευε», δήλωσε ο επικεφαλής του FBI στη Νέα Υόρκη, Κρίστοφερ Γκι Ρέγιες, επικαλούμενος σχετική ανακοίνωση της εισαγγελίας.

Η ανακοίνωση της ποινής του Τονγκ έχει οριστεί για τις 29 Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Ο συνήγορός του δεν κατέστη δυνατό να σχολιάσει. Η υπόθεση αναδεικνύει τη διαρκή προσπάθεια του κινεζικού καθεστώτος για εκστρατείες επιρροής στις ΗΠΑ που πλήττουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία — πρακτική γνωστή ως διασυνοριακή καταστολή. Ομοσπονδιακοί εισαγγελείς υπενθυμίζουν πως πολλαπλές παρόμοιες υποθέσεις έχουν έρθει στο φως τα τελευταία χρόνια.

Σε άλλες περιπτώσεις, πρώην λοχίας της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης, ο Μάικλ ΜακΜάχον, ο Ζανγκ Καντζιάνγκ –μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ– και ο Ζου Γιονγκ –συνταξιούχος από την Κίνα– καταδικάστηκαν φέτος για την εμπλοκή τους σε πιέσεις προς πρώην Κινέζο αξιωματούχο στο Νιου Τζέρσεϊ ώστε να επιστρέψει στην Κίνα.

Ο Ζου καταδικάστηκε σε δύο έτη φυλάκισης, ο Ζανγκ σε 16 μήνες και ο ΜακΜάχον σε 18 μήνες. Τον Αύγουστο του 2024, Κινεζοαμερικανός ακαδημαϊκός ονόματι Ουάνγκ Σιτζουν κρίθηκε ένοχος ότι για περισσότερα από δέκα χρόνια ζούσε διπλή ζωή ως κατάσκοπος του MSS, συγκεντρώνοντας στοιχεία για διαδηλωτές του Χονγκ Κονγκ υπέρ της δημοκρατίας, υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν και ακτιβιστές Ουιγούρων και Θιβετιανών.

Τον Απρίλιο του 2023, η Εισαγγελία Ανατολικής Περιφέρειας Νέας Υόρκης ανακοίνωσε τη σύλληψη και την απαγγελία κατηγοριών σε δύο κατοίκους της πόλης για φερόμενη λειτουργία παράνομου «αστυνομικού σταθμού» του Πεκίνου στο Μανχάταν για λογαριασμό του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Με την συμβολή του Associated Press