Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Στη «μαύρη λίστα» των ΗΠΑ για τα πνευματικά δικαιώματα παραμένει η Κίνα

Η Κίνα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας προτεραιότητας της Υπηρεσίας Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), όπως ανακοίνωσε η αμερικανική υπηρεσία στις 29 Απριλίου, επισημαίνοντας πως η πρόοδος της χώρας στην προστασία και επιβολή των πνευματικών δικαιωμάτων παρέμεινε «αναιμική» για το 2024.

Στη φετινή ετήσια έκθεση της USTR, οκτώ χώρες συμπεριλαμβάνονται πλέον στη λίστα προτεραιότητας για παραβάσεις και ελλείψεις στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς προστέθηκε και το Μεξικό. Οι λίστες αυτές καταρτίζονται κάθε χρόνο με βάση εκτενή ανάλυση των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ, που ξεπερνούν τους εκατό.

«Οι Αμερικανοί νιώθουν υπερήφανοι ως πρωτοπόροι της καινοτομίας και της δημιουργικότητας στον κόσμο,» τόνισε ο Αμερικανός Εμπορικός Αντιπρόσωπος, Τζέιμισον Γκριρ, σε επίσημη δήλωσή του. «Οι εμπορικοί μας εταίροι οφείλουν να ανταποκριθούν στις ανησυχίες που εντοπίζονται στην ειδική έκθεση 301 και να σταματήσουν την κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας από επιχειρήσεις και επαγγελματίες. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει αποδείξει ότι στηρίζει με συνέπεια την καινοτομία, και αυτή η έκθεση αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για τη λήψη μέτρων απέναντι σε όσους δεν τηρούν τους κανόνες.»

Η Κίνα περιλαμβάνεται συστηματικά στη λίστα προτεραιότητας από την πρώτη έκδοση της ειδικής έκθεσης το 1989. Σύμφωνα με τη φετινή αναφορά, υφίστανται «σοβαρές ανησυχίες» για πολλά διαχρονικά ζητήματα, όπως η αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας, τα εμπορικά μυστικά, η παραποίηση προϊόντων, η ψηφιακή πειρατεία, το νομικό πλαίσιο προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας, οι πατέντες, η καταχώριση εμπορικών σημάτων κακής πίστης και τα γεωγραφικά προϊόντα.

Η έκθεση τονίζει: «Η Κίνα οφείλει να διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού στην προστασία και την επιβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας, να σταματήσει να απαιτεί ή να ασκεί πίεση για μεταφορά τεχνολογίας σε κινεζικές εταιρείες, να ανοίξει την αγορά της σε ξένες επενδύσεις και να υιοθετήσει ανοιχτές, προσανατολισμένες στην αγορά πολιτικές.»

Η USTR υπενθύμισε ότι η συμφωνία της πρώτης φάσης του εμπορικού διαλόγου ΗΠΑ-Κίνας, που υπογράφτηκε τον Ιανουάριο του 2020 επί διοίκησης Τραμπ, εμπεριείχε συγκεκριμένες δεσμεύσεις από πλευράς Κίνας σχετικά με τα εμπορικά σήματα, τα πνευματικά δικαιώματα και τα φάρμακα. Ωστόσο, όπως τονίζεται, μεγάλο μέρος αυτών των δεσμεύσεων παραμένει ακόμα ανεφάρμοστο.

Παράλληλα, η Κίνα χαρακτηρίζεται ως «ο μεγαλύτερος παραγωγός προϊόντων-μαϊμού και ψηφιακής πειρατείας παγκοσμίως», καθώς το Τελωνείο των ΗΠΑ κατέσχεσε περισσότερα από 32 εκατομμύρια πλαστά προϊόντα μέσα στο 2024 — αξίας που θα ξεπερνούσε τα 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια εάν ήταν αυθεντικά. Εμπορεύματα με προέλευση την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ αντιστοιχούν περίπου στο 90% των συνολικών κατασχέσεων πλαστών ειδών.

Ανησυχία προκάλεσε στους Αμερικανούς και νέα ρύθμιση που εισήγαγε η Κινεζική κυβέρνηση τον Μάρτιο με τις «Διατάξεις για τη Διαχείριση Διαφορών Πνευματικής Ιδιοκτησίας με Ξένο Στοιχείο», οι οποίες, σύμφωνα με την USTR, νομιμοποιούν την πολιτική παρέμβαση σε τέτοιες υποθέσεις και δίνουν τη δυνατότητα στις κινεζικές αρχές να επιβάλλουν περιορισμούς σε ξένες επιχειρήσεις.

Στη λίστα προτεραιότητας της USTR, εκτός από την Κίνα, βρίσκονται και άλλες χώρες όπως η Αργεντινή, η Χιλή, η Ινδία, η Ινδονησία, η Ρωσία και η Βενεζουέλα. Αντίστοιχα, στην επιβλεπόμενη λίστα περιλαμβάνονται χώρες όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς και το Βιετνάμ.

Τον περασμένο μήνα, ο γερουσιαστής Τομ Κότον, επικεφαλής της αρμόδιας Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, σχολίασε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την Παγκόσμια Ημέρα Πνευματικής Ιδιοκτησίας λέγοντας: «Σε αυτή την Παγκόσμια Ημέρα Πνευματικής Ιδιοκτησίας να θυμάστε: η Κίνα δεν καινοτομεί — κλέβει. Από τα μικροτσιπ ως τη βιοτεχνολογία, κλέβουν αμερικανικές ιδέες για να ενισχύσουν τον στρατό τους. Θα συνεχίσω να το πολεμώ.»

Τον Ιανουάριο, ο ίδιος και άλλοι γερουσιαστές ανανέωσαν την πρότασή τους για ανάκληση του μόνιμου καθεστώτος εμπορικών σχέσεων κανονικότητας με την Κίνα.

Για περαιτέρω ανάλυση, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διαβάσουν σχετικά άρθρα για τις διαρκείς επιπτώσεις στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας που παραμένουν στο προσκήνιο.

Η Κίνα αναπτύσσει «στρατό» συμμαχικών ΜΚΟ κατά των επικριτών της στον ΟΗΕ

Το κινεζικό καθεστώς στέλνει ολοένα και περισσότερο ομάδες που παρουσιάζονται ως μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) στα Ηνωμένα Έθνη σε μια προσπάθεια να καταστείλει την κριτική για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττε, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) στις 28 Απριλίου.

Η δεκάμηνη έρευνα, μια συνεργασία μεταξύ της ICIJ και 42 οργανισμών μέσων ενημέρωσης, εξέτασε τη διεθνική καταστολή της Κίνας υπό τον Κινέζο επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ.

Μέρος της έκθεσης επικεντρώθηκε στην εκστρατεία υπονόμευσης του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, την οποία το κομμουνιστικό καθεστώς υλοποιεί μέσω «ενός αυξανόμενου στρατού κινεζικών ΜΚΟ».

«Από την επανεκλογή του Σι ως γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος το 2017 και ως προέδρου το επόμενο έτος, η Κίνα επιδιώκει μεγαλύτερη επιρροή στο σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ και αντιδρά στις διαφωνίες πιο επιθετικά», αναφέρει η έκθεση.

Η ICIJ διαπίστωσε ότι ο αριθμός των κινεζικών ΜΚΟ που κατέχουν συμβουλευτικό καθεστώς στον ΟΗΕ έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2018.

Οι ΜΚΟ μπορούν να συμμετέχουν σε συνεδριάσεις του ΟΗΕ, να κάνουν προφορικές δηλώσεις και να υποβάλουν γραπτές δηλώσεις πριν από τις συνόδους του ΟΗΕ μετά την απόκτηση συμβουλευτικού καθεστώτος, το οποίο χορηγείται από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ.

Μια ανάλυση της ICIJ σε 106 ΜΚΟ από την Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, το Μακάο και την Ταϊβάν διαπίστωσε ότι οι 59 εξ αυτών δεν είναι ανεξάρτητες αλλά «συνδέονται στενά» με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ). Η ICIJ αναφέρθηκε σε αυτές τις ΜΚΟ που υποστηρίζονται από το Πεκίνο ως «GONGO» ή «μη κυβερνητικές οργανώσεις που οργανώνονται από την κυβέρνηση».

Δέκα από αυτές τις GONGO λαμβάνουν περισσότερη από τη μισή χρηματοδότησή τους από το Πεκίνο, σημείωσε το ICIJ.

Σε τουλάχιστον 46 από αυτές τις ομάδες, διευθυντές, γραμματείς, αντιπρόεδροι ή άλλα υψηλόβαθμα στελέχη κατέχουν επίσης θέσεις στα τμήματα του κινεζικού καθεστώτος ή εντός του ΚΚΚ.

Επιπλέον, 53 από αυτές τις ΜΚΟ ορκίζονται πίστη στο ΚΚΚ στις ιστοσελίδες τους ή σε επίσημα έγγραφα. Μεταξύ αυτών, οι 12 συμφωνούν να αναθέσουν στο Κομμουνιστικό Κόμμα τη λήψη αποφάσεων όπως οι διορισμοί ηγεσίας.

«Το 2024, 33 κινεζικές ΜΚΟ εμφανίστηκαν περίπου 300 φορές στους καταλόγους ομιλητών στις συνόδους του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 2018, υπήρχαν μόνο τρεις από αυτές. Καμία δεν επέκρινε την Κίνα», αναφέρει η έκθεση.

Η Ράνα Σιου Ινμπόντεν, ανώτερη ερευνήτρια στο Κέντρο Strauss για τη Διεθνή Ασφάλεια και το Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν, αναφέρθηκε στην έκθεση λέγοντας ότι το Πεκίνο «σαφώς χρησιμοποιεί τις ΜΚΟ ως εργαλείο».

«Τις ενθαρρύνουν, τις βοηθούν, τις καθοδηγούν πώς να αποκτήσουν αυτό το [συμβουλευτικό] καθεστώς», δήλωσε η Ινμπόντεν. «Και στη συνέχεια, μόλις βρεθούν [στον ΟΗΕ], μπορείτε να δείτε πως οι δηλώσεις τους, είτε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είτε αλλού, εξυπηρετούν την [κινεζική] κυβέρνηση.»

Οι τακτικές της Κίνας

Οι αντιπρόσωποι των ομάδων που υποστηρίζονται από το Πεκίνο επιδιώκουν να «διαταράξουν και να πνίξουν» την κριτική κατά της Κίνας, να επαινέσουν το ΚΚΚ και να παρακολουθούν και να εκφοβίζουν όσους έρχονται στη Γενεύη για να καταθέσουν εναντίον της Κίνας.

«Είναι διαβρωτικό. Είναι ανέντιμο. Είναι ανατρεπτικό», δήλωσε η Μισέλ Τέιλορ, η οποία διετέλεσε πρέσβειρα των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ από τον Φεβρουάριο του 2022 έως τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, στα ευρήματα της ICIJ.

Ομάδες που υποστηρίζονται από το Πεκίνο «μεταμφιέζονται σε ΜΚΟ» ως μέρος της ευρύτερης προσπάθειας του ΚΚΚ «να συσκοτίσει τις δικές του παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να αναδιαμορφώσει την αφήγηση γύρω από τις ενέργειες και τις ενοχές της Κίνας», δήλωσε η Τέιλορ.

Η ICIJ και οι συνεργάτες της στα μέσα ενημέρωσης μίλησαν με 15 ακτιβιστές και δικηγόρους για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα, οι οποίοι «περιέγραψαν ότι παρακολουθούνταν ή παρενοχλούνταν από άτομα που θεωρούνταν ύποπτα για [σχέσεις με την] κινεζική κυβέρνηση», σύμφωνα με την έκθεση. Αυτά τα περιστατικά συνέβησαν τόσο εντός των Ηνωμένων Εθνών όσο και στη Γενεύη γενικότερα.

Κάποιοι ακτιβιστές δήλωσαν ότι συγγενείς τους τους είχαν προτρέψει να σταματήσουν τον δημόσιο ακτιβισμό τους ή τους είχαν προειδοποιήσει για τους κινδύνους των πράξεών τους, σύμφωνα με την ICIJ. Πιστεύουν δε ότι αυτό έγινε κατόπιν πίεσης από τις κινεζικές αρχές,

Η έκθεση αναφέρει ένα περιστατικό τον Μάρτιο του 2024, όταν ορισμένοι ακτιβιστές δικαιωμάτων αρνήθηκαν να πατήσουν το πόδι τους μέσα στα κτίρια του ΟΗΕ, φοβούμενοι ότι η παρουσία του Πεκίνου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίποινα εναντίον των οικογενειών τους στην Κίνα.

«Αντίθετα, συγκεντρώθηκαν για μια μυστική συνάντηση στον τελευταίο όροφο ενός ασήμαντου κτιρίου γραφείων κοντά. Ήταν εκεί για να συζητήσουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και το Χονγκ Κονγκ με τον ύπατο αρμοστή του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Φόλκερ Τουρκ», ανέφερε η ICIJ.

Τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, η Κίνα ήταν μεταξύ αρκετών χωρών που υποβλήθηκαν σε μια διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους που ονομάζεται «Παγκόσμια Περιοδική Αναθεώρηση» ενώπιον του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.

Η Ρουσάν Αμπάς, συνιδρύτρια της Εκστρατείας για τους Ουιγούρους με έδρα τις ΗΠΑ, δήλωσε στην ICIJ ότι αφού αυτή και άλλοι εκπρόσωποι ΜΚΟ εισήλθαν στο κτίριο του ΟΗΕ όπου διεξαγόταν η αξιολόγηση της Κίνας, «αυτοί οι Κινέζοι GONGO μας έβγαζαν φωτογραφίες».

«Δεν το ανέφερα [αυτό] στις αρχές του ΟΗΕ επειδή έχασα την εμπιστοσύνη μου σε αυτές, καθώς η Κίνα ενεργούσε […] σαν ο ΟΗΕ να ήταν η παιδική χαρά της», φέρεται να είπε η Αμπάς στην έκθεση.

Το ICIJ δήλωσε ότι οι ανεξάρτητοι οργανισμοί έχουν πλέον μεγαλύτερη ευθύνη να μιλήσουν για τις φρικαλεότητες λόγω της ανόδου του αυταρχισμού σε όλο τον κόσμο.

«Εάν η ισχύς της Κίνας συνεχίσει να παραμένει ανεξέλεγκτη από τις αρχές του ΟΗΕ, αυτό απειλεί την αξιοπιστία της προσπάθειας του θεσμού να παρακολουθεί και να καταγράφει παραβιάσεις και καταχρήσεις όχι μόνο στην Κίνα, αλλά σε όλο τον κόσμο», ανέφερε η ομάδα.

Οι ΗΠΑ ζητούν την έκδοση 2 υπόπτων που συνελήφθησαν στη Σερβία για σχέδιο που στόχευε καλλιτέχνη του Λος Άντζελες

Δύο ξένοι υπήκοοι συνελήφθησαν στις 24 Απριλίου στη Σερβία κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης των ΗΠΑ για φερόμενη πρόσληψη ατόμων για να παρενοχλήσουν, να εκφοβίσουν και να απειλήσουν έναν κάτοικο του Λος Άντζελες που είχε ασκήσει δημόσια κριτική στον επικεφαλής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Σι Τζινπίνγκ.

Ο Τσουί Γκουανγκχάι, 43, από την Κίνα, και ο Τζον Μίλλερ, 63, από το Ηνωμένο Βασίλειο, συνελήφθησαν από τις σερβικές αρχές επιβολής του νόμου, ανακοίνωσε το Γραφείο του Εισαγγελέα των ΗΠΑ για την Κεντρική Περιφέρεια της Καλιφόρνια σε ανακοίνωσή του.

Σύμφωνα με μια ποινική καταγγελία, ο Τσουί φέρεται να λειτουργούσε «για λογαριασμό της κυβέρνησης της ΛΔΚ» και ανέθεσε στον Μίλλερ να μεταβιβάζει καθήκοντα σε τρίτους. Το ΛΔΚ είναι ένα αρκτικόλεξο για το επίσημο όνομα της Κίνας, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Οι εισαγγελείς είπαν ότι ο Τσουί και ο Μίλλερ ξεκίνησαν τη συνωμοσία τους με στόχο τον κάτοικο του Λος Άντζελες τον Οκτώβριο του 2023, όταν φέρεται να στρατολόγησαν δύο άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες για να τον εμποδίσουν να ταξιδέψει στο Σαν Φρανσίσκο για να διαμαρτυρηθεί για την επίσκεψη του Σι για τη σύνοδο κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) το 2023.

Οι Τσουί και Μίλλερ δεν γνώριζαν ότι τα δύο άτομα ήταν εργαζόμενοι του FBI. Ο ένας ήταν μυστικός πράκτορας του FBI και ο άλλος «εμπιστευτική ανθρώπινη πηγή που εργαζόταν για το FBI», σύμφωνα με το δικαστικό έγγραφο.

Οι εισαγγελείς δεν κατονόμασαν τον κάτοικο του Λος Άντζελες και αναγνώρισαν το άτομο μόνο ως «θύμα» στο δικαστικό έγγραφο.

«Το θύμα είχε κάνει πολλαπλές δηλώσεις εκφράζοντας την αντίθεσή του στις πολιτικές και τις ενέργειες» του κινεζικού καθεστώτος και του Σι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσής του, αναφέρει το δικαστικό έγγραφο. Οι αναρτήσεις του θύματος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιελάμβαναν φωτογραφίες των καλλιτεχνικών του αγαλμάτων που απεικονίζουν τον Σι και τη σύζυγό του «γονατιστούς και με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη τους».

Τις εβδομάδες πριν από τη σύνοδο κορυφής της APEC, οι δύο κατηγορούμενοι φέρεται να έβαλαν τα δύο άτομα να επιτηρούν το θύμα, να εγκαταστήσουν μια συσκευή παρακολούθησης στο αυτοκίνητό του, να κόψουν τα ελαστικά του αυτοκινήτου και να αγοράσουν και να καταστρέψουν τα αγάλματά του.

Σύμφωνα με το έγγραφο του δικαστηρίου, ο Μίλλερ έδωσε εντολή στον μυστικό πράκτορα του FBI να πάει σε μια διεύθυνση κατοικίας του Λος Άντζελες για πληρωμή 5.000 δολαρίων αφού ο πράκτορας έδωσε φωτογραφίες των αγαλμάτων που καταστρέφονταν.

Το ταξίδι του Σι στο Σαν Φρανσίσκο το 2023 στιγματίστηκε από βία στους δρόμους, καθώς υποστηρικτές του ΚΚΚ επιτέθηκαν σε ειρηνικούς διαδηλωτές που βρίσκονταν εκεί για να διαμαρτυρηθούν για τις φρικαλεότητες και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττει το κινεζικό καθεστώς.

Ο Μίλλερ φέρεται να ταξίδεψε στην Κίνα τον Ιούνιο του 2023, όπου συναντήθηκε με Κινέζους αξιωματούχους στο Πεκίνο και στην επαρχία Λιαονίνγκ της βόρειας Κίνας, καθώς και με τα αφεντικά του Τσουί στο Πεκίνο, αναφέρει το δικαστικό έγγραφο. Επιπλέον, ο Μίλλερ ισχυρίστηκε ότι «είχε προαχθεί» μετά τις συναντήσεις του με Κινέζους αξιωματούχους στην Κίνα.

Οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι πίστευαν ότι ο Μίλλερ γνώριζε ότι «ενεργούσε υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο» του κινεζικού καθεστώτος όταν αναφερόταν στον Σι ως «το αφεντικό» στις επικοινωνίες του με άλλους.

Υπήρχε ένα παρόμοιο σχέδιο την άνοιξη του 2025, είπαν οι εισαγγελείς, αφού το θύμα ανακοίνωσε το σχέδιό του να δημοσιοποιήσει ένα βίντεο στο διαδίκτυο που θα δείχνει δύο νέα καλλιτεχνικά αγάλματα του Σι και της συζύγου του. Οι Τσουί και Μίλλερ φέρεται να πλήρωσαν δύο άλλα άτομα, τα οποία «συνδέονταν και ενεργούσαν υπό τις οδηγίες του FBI», περίπου 36.500 δολάρια σε μια προσπάθεια να πείσουν το θύμα να μην προχωρήσει στο σχέδιό του.

Ο Μίλλερ φέρεται επίσης να ανέθεσε στην εμπιστευτική ανθρώπινη πηγή του FBI να οργανώσει διαδηλώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης μιας διαμαρτυρίας στην περιοχή του Λος Άντζελες κατά της επίσκεψης του προέδρου της Ταϊβάν στις 5 Απριλίου 2023, σύμφωνα με το δικαστικό έγγραφο.

Η εμπιστευτική ανθρώπινη πηγή του FBI στρατολόγησε στη συνέχεια «ένα τρίτο πρόσωπο για να εκτελέσει την αποστολή [του Μίλλερ]», αναφέρει το δικαστικό έγγραφο, ο οποίος στη συνέχεια «προσέλαβε ηθοποιούς για να παρουσιαστούν ως διαδηλωτές».

Ένας βιντεογράφος κατέγραψε τη διαμαρτυρία και την ανέβασε σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα αποθήκευσης στην οποία είχαν πρόσβαση οι διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των Τσουί και Μίλλερ.

Οι δύο κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν μέγιστη ποινή φυλάκισης πέντε ετών για συνωμοσία και πέντε ετών για διακρατική καταδίωξη.

Το γραφείο του εισαγγελέα των ΗΠΑ για την Κεντρική Περιφέρεια της Καλιφόρνια δήλωσε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα επιδιώξει την έκδοση των Τσουί και Μίλλερ.

Συγκεντρώσεις σε πόλεις των ΗΠΑ για την μνήμη της ειρηνικής έκκλησης του 1999 στην Κίνα

Πρόσφατα πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις σε αρκετές πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενθύμηση μιας ειρηνικής διαμαρτυρίας που έλαβε χώρα πριν από 26 χρόνια στην Κίνα, όπου το κομμουνιστικό καθεστώς δεν έχει καμία ανοχή στη δημόσια διαφωνία.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ πραγματοποίησαν εκδηλώσεις στο Λος Άντζελες, τη Φιλαδέλφεια, το Σιάτλ, το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη για να τιμήσουν αυτό που είναι πλέον γνωστό ως έκκληση της 25ης Απριλίου, μια εκδήλωση που έλαβε χώρα στο Πεκίνο, την πρωτεύουσα της Κίνας.

Στις 25 Απριλίου 1999, περίπου 10.000 ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ από διάφορα κοινωνικά στρώματα και από όλη την Κίνα συγκεντρώθηκαν κοντά στο Τζονγκ-ναν-χάι, το συγκρότημα υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Απαίτησαν την απελευθέρωση 45 συνασκουμένων τους που είχαν συλληφθεί ημέρες νωρίτερα στην πόλη Τιαντζίν και ζήτησαν την προστασία των δικαιωμάτων τους να ασκούν ελεύθερα την πίστη τους.

Κατά τη διάρκεια της έκκλησης της 25ης Απριλίου, ο τότε Κινέζος πρωθυπουργός Τζου Ρονγκτζί συναντήθηκε με αρκετούς εκπροσώπους του Φάλουν Γκονγκ στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ωστόσο, ο τότε ηγέτης του ΚΚΚ, Τζιάνγκ Τζεμίν, αγνόησε τη συμφιλιωτική στάση του Τζου απέναντι στο Φάλουν Γκονγκ και αποφάσισε να χαρακτηρίσει την έκκληση ως εγκληματική απειλή, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφοριών Φάλουν Ντάφα.

Η ειρηνική διαμαρτυρία έγινε μια από τις δικαιολογίες ώστε το κινεζικό καθεστώς να ξεκινήσει μια βάναυση δίωξη για την εξάλειψη της ομάδας στις 20 Ιουλίου 1999. Η προπαγάνδα του ΚΚΚ παρουσίασε την έκκληση της 25ης Απριλίου ως «πολιορκία» κατά του [κομμουνιστικού] κόμματος.

Λος Άντζελες

Το βράδυ στις 22 Απριλίου, σχεδόν 200 ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συγκεντρώθηκαν έξω από το Κινεζικό Προξενείο στο Λος Άντζελες για να τιμήσουν την έκκληση της 25ης Απριλίου. Ο καθένας τους κρατούσε ένα κερί στη μνήμη συνασκούμενων που είχαν διωχθεί μέχρι θανάτου από το κινεζικό καθεστώς.

Ο Τζενγκ Τσουντζού, πρόεδρος της τοπικής επιτροπής του Κινεζικού Δημοκρατικού Κόμματος στο Λος Άντζελες, δήλωσε στην εκδήλωση ότι οι Κινέζοι του εξωτερικού και οι κυβερνήσεις στη Δύση θα πρέπει να ανησυχούν για τη συνεχιζόμενη δίωξη κατά του Φάλουν Γκονγκ.

«Αν δεν είμαστε σε εγρήγορση και δεν αποτρέψουμε την αυταρχική δύναμη του ΚΚΚ να επεκταθεί σε όλο τον κόσμο … στο τέλος, θα εξαπλωθεί παγκοσμίως όπως ο COVID-19», είπε ο Τζενγκ.

Το Φάλουν Γκονγκ, επίσης γνωστό ως Φάλουν Ντάφα, είναι μια πνευματική άσκηση που περιέχει αργές ασκήσεις διαλογισμού και ηθικές διδασκαλίες, με επίκεντρο τις αρχές της αλήθειας, καλοσύνης, και ανεκτικότητας. Πάνω από 70 εκατομμύρια άτομα άρχισαν την άσκηση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στην Κίνα, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις.

Φοβούμενο ότι η εκμάθηση της άσκησης θα μπορούσε να απειλήσει την κυριαρχία του, το ΚΚΚ ξεκίνησε τη δίωξη.

Εκατοντάδες χιλιάδες ασκούμενοι έχουν υποβληθεί σε βασανιστήρια ενώ βρίσκονταν σε φυλάκιση, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφοριών Φάλουν Ντάφα, ενώ χιλιάδες έχουν σκοτωθεί ως αποτέλεσμα κακοποίησης κατά την αστυνομική κράτηση. Λόγω της αυστηρής λογοκρισίας στην Κίνα, ο πραγματικός αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερος.

Φιλαδέλφεια

Η Γκονγκ Τσινχουά, γιατρός παραδοσιακής κινεζικής ιατρικής, μίλησε σε μια συγκέντρωση στην Τσάιναταουν της Φιλαδέλφειας στις 19 Απριλίου. Θυμήθηκε ότι ήταν μάρτυρας των γεγονότων της 25ης Απριλίου 1999.

Η Γκονγκ είπε ότι ταξίδεψε στο Πεκίνο με την οικογένειά της και έφτασε πολύ νωρίς εκείνη την ημέρα.

«Οι ασκούμενοι ήταν όλοι εξαιρετικά ήσυχοι χωρίς να προκαλούν ενόχληση. Κάποιοι απλώς στέκονταν εκεί, ενώ άλλοι έκαναν τις ασκήσεις του Φάλουν Γκονγκ ή διάβαζαν», είπε η Γκονγκ.

«Το βράδυ, γνωρίζοντας ότι οι αρχές του ΚΚΚ είχαν υποσχεθεί να μην καταστείλουν το Φάλουν Γκονγκ και ότι θα απελευθέρωναν τους ασκούμενους της Τιαντζίν, το πλήθος διαλύθηκε ήσυχα».

Η Γκονγκ Τσινχουά μιλάει σε μια συγκέντρωση για την 26η επέτειο της έκκλησης της 25ης Απριλίου, στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια, στις 19 Απριλίου 2025. Yang Qian/The Epoch Times

 

Η Γκονγκ είπε ότι οι κινεζικές αρχές συνέλαβαν τους 45 ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στην Τιαντζίν για να δελεάσουν τους ασκούμενους από όλη τη χώρα να πάνε στο Πεκίνο για να κάνουν έκκληση.

Όταν έφτασαν στην πρωτεύουσα στις 25 Απριλίου 1999, είπε, η αστυνομία «οργάνωνε επίσης σκόπιμα» τη συγκέντρωση των ασκούμενων στα πεζοδρόμια δύο δρόμων δίπλα στο Τζονγκ-ναν-χάι, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πραγματοποιούσαν «πολιορκία».

Περίπου 10.000 ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ κάνουν ειρηνική διαμαρτυρία έξω από το Τζονγκ-ναν-χάι, την κεντρική έδρα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στο Πεκίνο στις 25 Απριλίου 1999. (Ευγενική προσφορά του Minghui.org)

 

Χιλιάδες ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ στον δρόμο έξω από το Τζονγκ-ναν-χάι, την έδρα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, σε μια ειρηνική διαμαρτυρία, στο Πεκίνο της Κίνας, στις 25 Απριλίου 1999. (Goh Chai Hin/AFP μέσω Getty Images)

 

«Κάποιοι πιστεύουν ότι αν δεν είχε συμβεί το γεγονός της 25ης Απριλίου, η καταστολή του Φάλουν Γκονγκ θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αυτή η άποψη αντικατοπτρίζει την έλλειψη κατανόησης της συνωμοτικής φύσης του ΚΚΚ», είπε η Γκονγκ.

«Το ΚΚΚ συχνά στήνει παγίδες, όπως το να καλεί τους διανοούμενους να μιλήσουν κατά τη διάρκεια του Αντιδεξιού Κινήματος, για να ανοίξει το δρόμο για την καταστολή».

Άλλες πόλεις

Στις 20 Απριλίου, ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ στο Σιάτλ πραγματοποίησαν μια εκδήλωση για να τιμήσουν την 26η επέτειο της έκκλησης της 25ης Απριλίου, στο κέντρο του Westlake Park. Στο Σικάγο, μια ομάδα τοπικών ασκούμενων του Φάλουν Γκονγκ πραγματοποίησε την εκδήλωσή της μπροστά από το Κινεζικό Προξενείο στις 19 Απριλίου.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ μπροστά από το Κινεζικό Προξενείο για τον εορτασμό της 26ης επετείου της έκκλησης της 25ης Απριλίου, στο Σικάγο του Ιλινόις, στις 19 Απριλίου 2025. (The Epoch Times)

 

Στη Νέα Υόρκη, χιλιάδες ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συμμετείχαν σε μια παρέλαση στη γειτονιά Φλάσινγκ του Κουίνς στις 19 Απριλίου. Ο Σουν Γιε και η σύζυγός του, Γιουάν Τζινγκ, ήταν μεταξύ των συμμετεχόντων. Το ζευγάρι, και οι δύο οδοντίατροι, είχε τη δική του οδοντιατρική κλινική στην Κίνα πριν φτάσει πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Σουν, από τη βόρεια επαρχία Λιαονίνγκ, είπε ότι δεν είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην έκκληση πριν από 26 χρόνια επειδή ήταν απλώς μαθητής λυκείου εκείνη την εποχή.

Ο Σουν Γιε και η σύζυγός του, Γιουάν Τζινγκ, σε μια παρέλαση για την 26η επέτειο της έκκλησης της 25ης Απριλίου, στο Φλάσινγκ της Νέας Υόρκης, στις 19 Απριλίου 2025. (Sarah Lu/The Epoch Times)

 

«Αυτή είναι η πρώτη φορά που συμμετέχω σε μια εκδήλωση της 25ης Απριλίου. Το να μπορώ να έρθω σε αυτήν την ελεύθερη κοινωνία και να συμμετάσχω σε μια τόσο μεγάλη εκδήλωση, είμαι πολύ τυχερός», είπε ο Σουν.

«Ελπίζω οι άνθρωποι να θυμηθούν αυτό το κομμάτι της ιστορίας, να κατανοήσουν την αλήθεια για το Φάλουν Γκονγκ, και να συνεργαστούν για να σταματήσουν αυτή τη δίωξη».

Ο Φιλιππίνες χαλαρώνουν τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς για κρατικούς αξιωματούχους προς την Ταϊβάν

Με ιδιαίτερα θετικό τρόπο υποδέχθηκε η Ταϊβάν την απόφαση της κυβέρνησης των Φιλιππίνων να χαλαρώσει τα αυστηρά ταξιδιωτικά μέτρα που ίσχυαν εδώ και δεκαετίες για τους κρατικούς αξιωματούχους της προς την Ταϊβάν, αλλά και να επιτρέψει με μεγαλύτερη ευκολία τις επισκέψεις Ταϊβανών αξιωματούχων στη χώρα.

Η σχετική εντολή, γνωστή ως Εγκύκλιος Υπομνήματος Αριθ. 82, υπογράφηκε στις 15 Απριλίου από τον εκτελεστικό γραμματέα Λούκας Μπερσαμίν εκ μέρους του προέδρου της χώρας, Φερνινάντο Μάρκος Τζούνιορ. Η εγκύκλιος, που έγινε γνωστή στις 21 Απριλίου, αναφέρει πως οι αλλαγές στοχεύουν στην «αξιοποίηση ευκαιριών ανάπτυξης και επέκτασης σε τομείς προτεραιότητας για επενδύσεις στις Φιλιππίνες».

Αν και Μανίλα και Ταϊπέι δεν διατηρούν επίσημες διπλωματικές σχέσεις, οι δύο πλευρές έχουν αναπτύξει ένα άτυπο δίκτυο επικοινωνίας δια μέσω των αντίστοιχων οικονομο-πολιτιστικών γραφείων τόσο στην πρωτεύουσα της κάθε χώρας. Η συνεργασία των δύο χωρών, τα τελευταία χρόνια, εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης στρατιωτικής πίεσης από το Πεκίνο.

Με τη νέα εγκύκλιο, περιορίζονται σημαντικά οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί από το Προεδρικό Διάταγμα 313 της Κορασόν Ακίνο το 1987, με το οποίο απαγορευόταν σε κάθε Φιλιππινέζο αξιωματούχο να επισκεφθεί επίσημα την Ταϊβάν ή να πραγματοποιήσει επαφές με Ταϊβανούς αξιωματούχους χωρίς την έγκριση του Υπουργείου Εξωτερικών. Το διάταγμα εκείνο επαναλάμβανε τη διπλωματική αναγνώριση της Κίνας από τις Φιλιππίνες και υπογράμμιζε πως «η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας».

Με τις νέες ρυθμίσεις του Μάρκος, η απαγόρευση μετακινήσεων για επίσημους λόγους περιορίζεται πλέον μόνο στις εξής θέσεις: πρόεδρος, αντιπρόεδρος, υπουργός εξωτερικών και υπουργός άμυνας των Φιλιππίνων.

Όλοι οι υπόλοιποι κρατικοί αξιωματούχοι θα μπορούν πλέον να μεταβαίνουν στην Ταϊβάν για «οικονομικούς, εμπορικούς και επενδυτικούς σκοπούς», αλλά υποχρεούνται να χρησιμοποιούν απλό διαβατήριο, χωρίς τον επίσημο τίτλο της θέσης τους. Πριν από το ταξίδι τους, θα πρέπει να ενημερώνουν το Οικονομικό και Πολιτιστικό Γραφείο της Μανίλα στην Ταϊπέι (MECO) για τον σκοπό της επίσκεψης, ενώ υποχρεούνται μετά το πέρας να υποβάλλουν σχετική έκθεση τόσο στο MECO όσο και στο Υπουργείο Εξωτερικών της Φιλιππίνων.

Αντίστοιχα, υπηρεσίες και αξιωματούχοι της κυβέρνησης των Φιλιππίνων δύνανται να φιλοξενούν ταϊβανέζικες αντιπροσωπείες για λόγους εμπορίου ή επενδύσεων, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης στο MECO πέντε ημέρες πριν, ενώ απαιτείται και υποβολή απολογιστικής έκθεσης μετά την επίσκεψη.

Σημειώνεται όμως ρητά ότι «οποιαδήποτε υπογραφή συμφωνίας, μνημονίου συνεργασίας, ανταλλαγής ρηματικών διακοινώσεων ή παρόμοιων εγγράφων με ταϊβανικούς οργανισμούς θα πρέπει να γίνεται μόνο με προηγούμενη άδεια του ΥΠΕΞ».

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, Λιν Τσια-Λουνγκ, καλωσόρισε την απόφαση της Μανίλας, εκτιμώντας πως πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα που στηρίζει την προσπάθεια της Ταϊβάν για ενίσχυση της ουσιαστικής συνεργασίας με τις Φιλιππίνες. Όπως τόνισε το υπουργείο, η Ταϊβάν αποτελεί την όγδοη μεγαλύτερη αγορά εξαγωγών για τις Φιλιππίνες, ένατη ως εμπορικός εταίρος και δέκατη ως πηγή εισαγωγών.

Η Ταϊβάν, υπογραμμίζει το υπουργείο, θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τις Φιλιππίνες και άλλες δημοκρατικές χώρες της περιοχής για την περιφερειακή ευημερία, ειρήνη και σταθερότητα.

Σε σχετική ανακοίνωση στις 21 Απριλίου, το Οικονομικό και Πολιτιστικό Γραφείο της Μανίλας (MECO) επισήμανε πως η χαλάρωση των περιορισμών «θα μειώσει τα εμπόδια και θα ενισχύσει τη διαφάνεια ώστε να προσελκύσει περισσότερες ταϊβανέζικες επενδύσεις, προωθώντας ταυτόχρονα κοινούς στόχους, όπως ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού, καινοτομία και βιώσιμη ανάπτυξη.»

«Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τις διμερείς σχέσεις Φιλιππίνων-Ταϊβάν, και είναι η κατάλληλη στιγμή να προχωρήσουμε σε βαθύτερη και πιο παραγωγική συνεργασία που θα ωφελήσει όλες τις πλευρές, με διασφαλισμένες τις προτεραιότητες δημόσιου συμφέροντος,» προσθέτει το MECO.

Αξίζει να σημειωθεί πως, τον Ιανουάριο του 2024, η Κίνα αντέδρασε έντονα όταν ο πρόεδρος Μάρκος συνεχάρη, μέσω κοινωνικών δικτύων, τον νικητή των ταϊβανέζικων προεδρικών εκλογών. Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών κατηγόρησε τότε τον Μάρκος για «κραυγαλέα παρέμβαση στα εσωτερικά της Κίνας» και κάλεσε τον πρέσβη των Φιλιππίνων στο Πεκίνο για αυστηρό διάβημα.

Η Κίνα εξακολουθεί να θεωρεί την Ταϊβάν αναπόσπαστο μέρος της επικράτειάς της, χωρίς να αναγνωρίζει τη νομιμότητα της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της Ταϊβάν. Ωστόσο, στην πράξη, η Ταϊβάν λειτουργεί ως πλήρως αυτοδιοικούμενο κράτος, με δικό της στρατό, σύνταγμα και εθνικό νόμισμα.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατηγορεί κινεζική δορυφορική εταιρεία για υποστήριξη των Χούθι

Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών απέρριψε τον αυτοχαρακτηρισμό της Κίνας ως «παγκόσμιου ειρηνοποιού», κατηγορώντας μία κινεζική δορυφορική εταιρεία, που υποστηρίζεται από το Πεκίνο, ότι προσφέρει άμεση υποστήριξη στις επιθέσεις της τρομοκρατικής οργάνωσης Χούθι, η οποία στηρίζεται από το Ιράν, εναντίον αμερικανικών συμφερόντων.

Κατά την καθιερωμένη ενημέρωση της 17ης Απριλίου, η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τάμι Μπρους επιβεβαίωσε ότι: «Η εταιρεία Chang Guang Satellite Technology παρέχει άμεση υποστήριξη στους Χούθι. Αυτή η ενέργεια είναι απαράδεκτη».

Η ίδια τόνισε: «Η Κίνα προσπαθεί σταθερά να προβάλει τον εαυτό της ως παγκόσμιο ειρηνευτή. Ωστόσο, είναι προφανές ότι το Πεκίνο και κινεζικές εταιρείες παρέχουν ουσιώδη οικονομική και τεχνική υποστήριξη σε καθεστώτα όπως η Ρωσία, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, καθώς και στους proxy συμμάχους τους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας συνεχίζει να ενισχύει αυτά τα καθεστώτα, είτε μέσω της παροχής διπλής χρήσης τεχνολογίας στη Ρωσία για τη διατήρηση του πολέμου στην Ουκρανία, είτε μέσω της ανάπτυξης βαλλιστικών πυραύλων στη Βόρεια Κορέα, είτε μέσω της στήριξης της τρομοκρατίας από το Ιράν σε όλη τη Μέση Ανατολή».

Η Μπρους υπογράμμισε ότι η αμερικανική κυβέρνηση είχε πραγματοποιήσει ιδιωτικές επαφές με το Πεκίνο για το ζήτημα, αλλά η υποστήριξη της κινεζικής εταιρείας προς τους Χούθι συνεχίστηκε. «Οι πράξεις τους, όπως και η υποστήριξη του Πεκίνου προς την εν λόγω εταιρεία, αποτελούν ακόμη ένα παράδειγμα των κενών ισχυρισμών της Κίνας περί ειρήνης», δήλωσε χαρακτηριστικά. «Καλούμε τους εταίρους μας να κρίνουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και τις κινεζικές εταιρείες βάσει των πράξεών τους και όχι των κούφιων λόγων τους».

Παράλληλα, επισήμανε ότι προτεραιότητα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι η αποκατάσταση της ελευθερίας ναυσιπλοΐας στην Ερυθρά Θάλασσα. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να ανεχθούν καμία υποστήριξη προς ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις», δήλωσε.

Από τις 15 Μαρτίου, ο αμερικανικός στρατός πραγματοποιεί επιθέσεις κατά στόχων των Χούθι στην Υεμένη, κατ’ εντολή του προέδρου Τραμπ, ο οποίος έχει δεσμευθεί για χρήση «συντριπτικής φονικής δύναμης» προκειμένου να αποκατασταθεί η ελευθερία της ναυσιπλοΐας στην περιοχή.

Στις 17 Απριλίου, η Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι κατέστρεψε το λιμάνι καυσίμων Ρας Ίσα στην Υεμένη, αναφέροντας πως χρησιμοποιούνταν από τους Χούθι ως πηγή χρηματοδότησης και ανεφοδιασμού. Σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα Χ, η διοίκηση προειδοποίησε: «Οι Χούθι, τα ιρανικά αφεντικά τους και όσοι εν γνώσει τους διευκολύνουν τις τρομοκρατικές τους ενέργειες πρέπει να καταλάβουν ότι ο κόσμος δεν πρόκειται να αποδεχθεί το λαθρεμπόριο καυσίμων και πολεμικού υλικού προς τρομοκρατικές οργανώσεις».

Ο βουλευτής Τζο Γουίλσον (R-S.C.), μέλος των Επιτροπών Ενόπλων Δυνάμεων και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, αντέδρασε μέσω της ίδιας πλατφόρμας, γράφοντας: «Συνδέστε τις τελείες: ο εγκληματίας πολέμου Πούτιν, το ΚΚΚ και το τρομοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης συνεργάζονται για να στηρίξουν τους τρομοκράτες Χούθι κατά του λαού και της κυβέρνησης της Υεμένης. Κανόνας της βίας αντί του κράτους δικαίου».

Στενοί δεσμοί με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας

Σύμφωνα με έκθεση του 2024 από το China Aerospace Studies Institute, think tank της Αεροπορίας των ΗΠΑ, η εταιρεία Chang Guang Satellite Technology (CGST) «διατηρεί στενές σχέσεις με την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (PLA)».

Η έκθεση παρουσιάζει αποδείξεις για τις στρατιωτικές διασυνδέσεις της εταιρείας. Αναφέρεται ότι η ανάπτυξη των δορυφόρων παρατήρησης «Jilin» βασίστηκε στη στρατηγική «στρατιωτικής-πολιτικής σύντηξης» (Military-Civil Fusion-MCF) του Πεκίνου, όπως αυτή διατυπώθηκε από τις αρχές της επαρχίας Jilin και το Τμήμα Ανάπτυξης Εξοπλισμών της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής της Κίνας.

Στην επίσημη ιστοσελίδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται ότι η Κίνα χρησιμοποιεί τη στρατηγική MCF για να μετατρέψει τον PLA σε «στρατό παγκόσμιας κλάσης» μέχρι το 2049. Η στρατηγική περιλαμβάνει την απόκτηση τεχνογνωσίας, ερευνητικών αποτελεσμάτων και τεχνολογίας από στόχους ανά τον κόσμο με «μυστικό και αδιαφανή τρόπο».

Η ίδια έκθεση καταγράφει επίσης συνεργασία της CGST με τη Δύναμη Στρατηγικής Υποστήριξης (PLA Strategic Support Force-PLASSF) του PLA σε τουλάχιστον ένα μεγάλο έργο πολιτικού μηχανικού. Η PLASSF καταργήθηκε το 2024 στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης και αντικαταστάθηκε από τρεις νέους φορείς: τη Διαστημική Δύναμη, τη Δύναμη Κυβερνοχώρου και τη Δύναμη Πληροφοριακής Υποστήριξης του PLA. Η CGST εποπτεύεται από κομματική επιτροπή του ΚΚΚ με επικεφαλής τον γραμματέα Τζια Χονγκουάνγκ, κάτι που, σύμφωνα με την έκθεση, επιβεβαιώνει τους δεσμούς της εταιρείας με το Κόμμα.

Η έκθεση εξέτασε επίσης τις «κατευθυντήριες γραμμές του ΚΚΚ» που έχει αναρτήσει η εταιρεία στον ιστότοπό της, στις οποίες αναφέρεται ότι το κομματικό της τμήμα πρέπει να «υπηρετεί την κεντρική αποστολή του Κόμματος». «Λαμβάνοντας υπόψη την έμφαση που δίνεται στο ΚΚΚ και τον κεντρικό ρόλο της Κομματικής Επιτροπής στον κινεζικό ιστότοπο της εταιρείας, είναι αξιοσημείωτο ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στο ΚΚΚ στην αγγλόφωνη έκδοση του ιστότοπου», τονίζει η έκθεση.

Το 2023, η CGST υποδέχθηκε τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Τσιανγκ, ο οποίος κάλεσε την εταιρεία να «υλοποιήσει τις οδηγίες» του ηγέτη του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ. «Η εταιρεία είχε ισχυρή στήριξη από τον PLA στα πρώτα της χρόνια και οι δορυφόροι της έχουν σαφείς εφαρμογές στην ανίχνευση εχθρικών πλοίων στη θάλασσα», σημειώνεται.

Η CGST, σύμφωνα με το Ινστιτούτο, αποτελεί παράδειγμα των συνεχώς αυξανόμενων δυνατοτήτων της Κίνας στο διάστημα και της μείωσης του τεχνολογικού χάσματος με τις Ηνωμένες Πολιτείες — μια εξέλιξη που θα πρέπει να ανησυχεί τους Αμερικανούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.

Κάτοικος Μέριλαντ παραδέχεται την ενοχή του για σχέδιο που επέτρεψε κινεζική πρόσβαση σε απόρρητα συστήματα των ΗΠΑ

Ένας κάτοικος του Μέριλαντ παραδέχτηκε την ενοχή του σχετικά με τη συμμετοχή του σε απάτη, μέσω της οποίας οι συνεργοί του στην Κίνα απέκτησαν πρόσβαση σε ευαίσθητα κυβερνητικά συστήματα των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (FAA), σύμφωνα με ανακοίνωση των ομοσπονδιακών εισαγγελικών αρχών.

Πρόκειται για τον 40χρονο Μινχ Φουόνγκ Νγκοκ Βονγκ από την πόλη Μπούι στο Μέριλαντ, ο οποίος, στις 15 Απριλίου, δήλωσε ένοχος για κατηγορία συνομωσίας με σκοπό τη διαδικτυακή απάτη, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Γραφείου του Εισαγγελέα της Περιφέρειας του Μέριλαντ. Ο Βονγκ, γεννημένος στο Βιετνάμ, έχει λάβει αμερικανική υπηκοότητα και συνεργάστηκε με άλλα άτομα, συμπεριλαμβανομένου ενός συνεργού, γνωστού με το ψευδώνυμο «William James», ο οποίος βρισκόταν στην πόλη Σενγιάνγκ, στη βορειοανατολική Κίνα.

«Ο κ. Βονγκ έθεσε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και την ασφάλεια των πολιτών της, εμπλεκόμενος ενεργά σε αυτό το εγκληματικό σχέδιο. Οι ενέργειές του επέτρεψαν την πρόσβαση μη εξουσιοδοτημένων ατόμων σε απόρρητα κυβερνητικά δίκτυα και ζητήματα εθνικής άμυνας», δήλωσε η Κέλι Ο. Χέις, Ομοσπονδιακή Εισαγγελέας Μέριλαντ.

Σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές, στις 30 Ιανουαρίου 2023, ο συνεργός από την Κίνα κατέθεσε ψευδές βιογραφικό στο όνομα του Βονγκ, διεκδικώντας θέση προγραμματιστή διαδικτυακών εφαρμογών σε εταιρεία λογισμικού της Βιρτζίνια. Η θέση απαιτούσε ο υποψήφιος να είναι αποκλειστικά Αμερικανός πολίτης.

Η εν λόγω εταιρεία, που στο κατηγορητήριο αναφέρεται μόνο ως «Εταιρεία 1», παρείχε υπηρεσίες ανάπτυξης λογισμικού σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Στο ψεύτικο βιογραφικό αναφερόταν ότι ο Βονγκ κατείχε πτυχίο Επιστημών και 16 χρόνια εμπειρίας ως ανάπτυξη λογισμικού, κάτι που δεν ίσχυε, καθώς ο Βονγκ δεν είχε ούτε πτυχίο ούτε σχετική εμπειρία στον τομέα.

Τον επόμενο μήνα, ο συνεργός από την Κίνα πραγματοποίησε διαδικτυακή συνέντευξη για τη θέση, προσποιούμενος ότι ήταν ο Βονγκ. Στις 28 Μαρτίου 2023, ο ίδιος ο Βονγκ συμμετείχε προσωπικά μέσω βιντεοκλήσης σε συνέντευξη με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, παρουσιάζοντας το αμερικανικό του διαβατήριο και το δίπλωμα οδήγησης του Μέριλαντ, επιβεβαιώνοντας έτσι την υποτιθέμενη ταυτότητα και υπηκοότητα.

Μετά την πρόσληψή του στην εταιρεία, ο Βονγκ ανέλαβε καθήκοντα σε συμβόλαιο της FAA, η οποία του χορήγησε κάρτα προσωπικής ταυτοποίησης, που επέτρεπε την είσοδο στις εγκαταστάσεις και την πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα της υπηρεσίας. Το εν λόγω συμβόλαιο αφορούσε λογισμικό που χρησιμοποιείται από διάφορες υπηρεσίες της χώρας για τη διαχείριση απόρρητων πληροφοριών που σχετίζονται με την εθνική άμυνα.

Η εταιρεία τού έδωσε φορητό υπολογιστή εργασίας, στον οποίο ο Βονγκ εγκατέστησε λογισμικό απομακρυσμένης πρόσβασης, επιτρέποντας στον συνεργό του που διέμενε στην Κίνα να αποκτήσεις πρόσβαση στη συσκευή.

«Από την Κίνα, ο συνεργός εκτέλεσε εργασίες ανάπτυξης λογισμικού και συμμετείχε διαδικτυακά σε συσκέψεις με εκπροσώπους της FAA, προσποιούμενος ότι ήταν ο Βονγκ που εργαζόταν εξ αποστάσεως από το Μέριλαντ», αποκαλύπτει το κατηγορητήριο.

Ο Βονγκ έστειλε μέρος των χρημάτων από τα 28.000 δολάρια που εισέπραξε από την εταιρεία στον Κινέζο συνεργό και σε άλλους συμμετέχοντες στο σχέδιο. Ως μέρος της συμφωνίας ενοχής, παραδέχτηκε πως η συγκεκριμένη εταιρεία δεν ήταν η μοναδική που εξαπάτησε. Από το 2021 ως το 2024, αποκόμισε εργασιακές αμοιβές που ξεπερνούν τα 970.000 δολάρια χρησιμοποιώντας πλαστά πιστοποιητικά και στοιχεία, εξαπατώντας συνολικά τουλάχιστον 13 αμερικανικές εταιρείες.

Αρκετές από αυτές τις εταιρείες συνεργάστηκαν με κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, επιτρέποντας ακούσια στους συνεργάτες του στην Κίνα να αποκτούν πρόσβαση σε απόρρητα συστήματα.

«Το FBI προειδοποιεί ότι αντίστοιχα εγκλήματα αυξάνονται παγκοσμίως. Οι δράστες υποδύονται τεχνικούς πληροφορικής για να αποκτήσουν παράνομη πρόσβαση σε συστήματα και να υποκλέψουν ευαίσθητες πληροφορίες. Επιπλέον, οι πληρωμές από αυτές τις απάτες συχνά καταλήγουν να χρηματοδοτούν ξένους αντιπάλους», σημείωσε ο Ουίλιαμ ΝτελΜπάνιο, ειδικός πράκτορας επικεφαλής του FBI στη Βαλτιμόρη.

Ο Βονγκ αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης έως 20 ετών. Η ανακοίνωση της ποινής του είναι προγραμματισμένη για τις 28 Αυγούστου.

Η Epoch Times επικοινώνησε με τον δικηγόρο του κατηγορούμενου, αλλά δεν έλαβε απάντηση μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης.

Κίνα: Περιορισμοί θεωρήσεων σε Αμερικανούς αξιωματούχους για το Θιβέτ

Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 14 Απριλίου νέο κύμα περιορισμών θεωρήσεων για Αμερικανούς αξιωματούχους, ως απάντηση στις ενέργειες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των εμποδίων που συναντούν οι Αμερικανοί διπλωμάτες στην πρόσβασή τους σε θιβετιανές περιοχές της Κίνας.

Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ανακοίνωσε στις 31 Μαρτίου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν περιορισμούς θεωρήσεων σε αξιωματούχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας που «εμπλέκονται ουσιαστικά» στη διαμόρφωση ή εφαρμογή πολιτικών που περιορίζουν την πρόσβαση ξένων στην Αυτόνομη Περιοχή του Θιβέτ, σύμφωνα με τον Νόμο περί Αμοιβαίας Πρόσβασης στο Θιβέτ του 2018.

«Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση Αμερικανών διπλωματών, δημοσιογράφων και άλλων διεθνών παρατηρητών στην Αυτόνομη Περιοχή του Θιβέτ και σε άλλες θιβετιανές περιοχές της Κίνας, την ώρα που οι Κινέζοι διπλωμάτες και δημοσιογράφοι απολαμβάνουν ευρεία πρόσβαση στις Ηνωμένες Πολιτείες», ανέφερε ο Ρούμπιο σε δήλωσή του.

Υπογράμμισε ότι οι Αμερικανοί διπλωμάτες δεν μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες σε Αμερικανούς πολίτες που ταξιδεύουν στο Θιβέτ. «Αυτή η έλλειψη αμοιβαιότητας είναι απαράδεκτη και δεν θα γίνει ανεκτή», πρόσθεσε. «Καλώ το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας να αντιμετωπίσει άμεσα αυτό το ζήτημα και να επιτρέψει στους διπλωμάτες και άλλους φορείς ανεμπόδιστη πρόσβαση στην Αυτόνομη Περιοχή του Θιβέτ και σε λοιπές θιβετιανές περιοχές».

Την ίδια ημέρα, ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών Λιν Τζιαν κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για ανάμειξη στα εσωτερικά ζητήματα της Κίνας αναφορικά με το Θιβέτ και ανακοίνωσε ότι το Πεκίνο θα επιβάλει «αντίστοιχους περιορισμούς θεωρήσεων» σε Αμερικανούς αξιωματούχους που «επιδεικνύουν προκλητική συμπεριφορά» σε ζητήματα που σχετίζονται με το Θιβέτ.

Η οργάνωση «Free Tibet» («Ελευθερώστε το Θιβέτ»), με έδρα το Λονδίνο, αντέδρασε άμεσα μέσω της πλατφόρμας X, καταγγέλλοντας τις απειλές της Κίνας περί περιορισμών θεωρήσεων. «Όσοι καταγγέλλουν την βάναυση κατοχή του Θιβέτ από το καθεστώς της Κίνας δεν είναι ‘προκλητικοί’, αλλά απαραίτητοι», τόνισε. «Καμία απαγόρευση θεωρήσεων δεν μπορεί να φιμώσει την αλήθεια ή εκείνους που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Θιβετιανών».

Η οργάνωση «International Campaign for Tibet» («Διεθνής Εκστρατεία για το Θιβέτ»), με έδρα την Ουάσιγκτον, χαιρέτισε την ανακοίνωση του Ρούμπιο. Η πρόεδρος της ICT, Τέντσο Γκιάτσο, δήλωσε την 1η Απριλίου: «Επαινούμε την κυβέρνηση Τραμπ που δήλωσε ξεκάθαρα ότι η αποτυχία της Κίνας να σεβαστεί την αρχή της αμοιβαιότητας είναι ‘απαράδεκτη’ και δεν θα γίνει ανεκτή».

«Αυτός ο Νόμος [περί Αμοιβαίας Πρόσβασης στο Θιβέτ] σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τους περιορισμούς της Κίνας στην πρόσβαση στο Θιβέτ και ελπίζουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να τον αξιοποιούν ουσιαστικά, μέχρι η Κίνα να πάψει να απομονώνει τη Χώρα των Χιονιών», πρόσθεσε.

Σε έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το Κογκρέσο για την πρόσβαση των ΗΠΑ σε θιβετιανές περιοχές το 2023, αναφέρεται ότι οι Αμερικανοί διπλωμάτες δεν μπορούσαν να αγοράσουν εισιτήρια αεροπλάνου ή τρένου για να εισέλθουν στο Θιβέτ χωρίς προηγούμενη επίσημη έγκριση από τις κινεζικές αρχές. Οι διπλωματικές αρχές των ΗΠΑ υπέβαλαν τρία αιτήματα για επίσημο ταξίδι στην περιοχή, αλλά κανένα δεν εγκρίθηκε.

Στα προηγούμενα χρόνια, διπλωμάτες των ΗΠΑ επισκέφθηκαν θιβετιανές περιοχές στις κινεζικές επαρχίες Σιτσουάν, Κανσού, Τσινγκχάι και Γιουνάν. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι Κινέζοι αξιωματούχοι τους εμπόδισαν να εισέλθουν σε συγκεκριμένα μοναστήρια, έκλεισαν δρόμους και παρακολουθούσαν τις συνομιλίες τους.

Στις 14 Απριλίου, ο Γερουσιαστής Τοντ Γιανγκ (R-Ind.), μέλος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, ανάρτησε στο X: «Εδώ και δεκαετίες, το Πεκίνο υποστηρίζει ότι το Θιβέτ υπήρξε πάντα μέρος της Κίνας. Αυτό είναι εντελώς ψευδές».

Υπενθύμισε ότι ο νόμος που πρότεινε ο ίδιος, o Tibet–China Dispute Act (Νόμος για την Επίλυσης της Διαφοράς Θιβέτ–Κίνας), έχει πλέον τεθεί σε ισχύ, απορρίπτοντας αυτές τις ανακριβείς αξιώσεις και ενισχύοντας την ευθύνη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να συνεργαστεί με συμμάχους για μια δίκαιη επίλυση του ζητήματος του Θιβέτ.

Ο εν λόγω νόμος, αποτέλεσμα διακομματικής συνεργασίας, υπογράφηκε από τον τότε πρόεδρο Τζο Μπάιντεν τον Ιούλιο του περασμένου έτους. Η εξόριστη κυβέρνηση του Θιβέτ, η Κεντρική Θιβετιανή Διοίκηση στην Ινδία, είχε δηλώσει τότε ότι ο νόμος αυτός θα φέρει «ελπίδα και έμπνευση» στους Θιβετιανούς σε όλο τον κόσμο.

Το ΚΚΚ εισέβαλε στο Θιβέτ το 1949 και επέβαλε στους Θιβετιανούς μια συμφωνία 17 σημείων προκειμένου να νομιμοποιηθεί η κυριαρχία του. Παρά τις θεωρητικές υποσχέσεις για αυτονομία, το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας μετέτρεψε την περιοχή σε κράτος επιτήρησης και ίδρυσε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Στην ετήσια έκθεσή της για το 2025, η Επιτροπή των ΗΠΑ για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία, ανεξάρτητο ομοσπονδιακό όργανο, αναφέρει ότι το ΚΚΚ διαπράττει «πολιτιστική γενοκτονία» εις βάρος των Θιβετιανών Βουδιστών.

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το κινεζικό καθεστώς εκφοβίζει τις θιβετιανές κοινότητες της διασποράς μέσω παρακολούθησης, εξαναγκασμού και απειλών προς τις οικογένειές τους στην Κίνα, προκειμένου να τις φιμώσει.

Οι ΗΠΑ προειδοποιούν: Η Κίνα στοχεύει δημοσίους υπαλλήλους με ελκυστικές προσφορές εργασίας

Οι κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών στοχοποιούν ενεργούς και πρώην εργαζόμενους της Αμερικανικής κυβέρνησης, χρησιμοποιώντας «παραπλανητικές διαδικτυακές προτάσεις εργασίας», σύμφωνα με ανακοίνωση του Εθνικού Κέντρου Αντικατασκοπείας και Ασφαλείας (NCSC) που δημοσιεύτηκε στις 8 Απριλίου.

«Ξένες υπηρεσίες πληροφοριών, ιδιαίτερα αυτές της Κίνας, επιχειρούν να προσεγγίσουν και να στρατολογήσουν νυν και πρώην στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, εμφανιζόμενες ως εταιρείες συμβούλων, κυνηγοί στελεχών, δεξαμενές σκέψης και άλλοι φορείς, μέσα από διαδικτυακές κοινωνικές και επαγγελματικές πλατφόρμες», σημειώνει η ανακοίνωση.

Το NCSC τονίζει ότι αυτές οι προσφορές εργασίας και οι ηλεκτρονικές προσεγγίσεις έχουν γίνει «πιο προηγμένες και πιο περίτεχνες», στοχεύοντας ειδικά άτομα με εμπειρία στην αμερικανική κυβέρνηση, που ψάχνουν για νέες επαγγελματικές ευκαιρίες.

«Οι νυν και πρώην ομοσπονδιακοί υπάλληλοι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με αυτές τις προσεγγίσεις και να κατανοούν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από τυχόν εμπλοκή τους. Οι κάτοχοι διαβαθμισμένων αδειών υπενθυμίζεται ότι έχουν νομική υποχρέωση να προστατεύουν ευαίσθητες πληροφορίες και μετά την αποχώρησή τους από υπηρεσία της κυβέρνησης των ΗΠΑ», τονίζει το κέντρο.

Η προειδοποίηση αυτή έρχεται στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων προσπαθειών του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) να επηρεάσει και να διεισδύσει σε διάφορους τομείς της αμερικανικής κοινωνίας.

Προηγούμενες προειδοποιήσεις έχουν εκδοθεί επίσης από το FBI, το οποίο έχει σημειώσει στην ιστοσελίδα του ότι οι κινεζικές μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν ψεύτικα προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα, προκειμένου να προσεγγίσουν άτομα με πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες.

Ύποπτα σημάδια και ανησυχητικές πρακτικές

Το NCSC υπογραμμίζει την ανάγκη εγρήγορσης απέναντι σε διάφορες ενδείξεις, όπως για παράδειγμα θέσεις εργασίας που ακούγονται «υπερβολικά καλές για να είναι αληθινές». Τέτοιες προσφορές συχνά υπόσχονται ευέλικτα ωράρια εργασίας και ασυνήθιστα υψηλές αμοιβές.

Μια άλλη συνήθης πρακτική είναι η προσφορά «αποκλειστικών ευκαιριών εργασίας» με ταχεία διαδικασία πρόσληψης και άμεσης πληρωμής, η οποία ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες εβδομάδες αντί για πολλούς μήνες.

Το κέντρο συμβουλεύει τους υποψήφιους εργαζόμενους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν οι υποτιθέμενοι «στρατολόγοι» εκφράζουν υπερβολική προθυμία ή επιχειρούν να μεταφέρουν άμεσα τη συζήτηση από κάποια καθιερωμένη επαγγελματική πλατφόρμα επικοινωνίας σε έναν πιο ασφαλή ή λιγότερο παρακολουθούμενο τρόπο επικοινωνίας.

«Στην αρχή, οι στρατολόγοι ενδέχεται να ζητήσουν κάποιες αθώες και μη ευαίσθητες πληροφορίες. Στη συνέχεια όμως, μπορεί να απαιτήσουν αναφορές που περιέχουν μη δημοσιευμένα ή ευαίσθητα δεδομένα», επισημαίνει η ανακοίνωση.

Το NCSC αναφέρεται επίσης στην υπόθεση του υποκελευστή του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, Τόμας Ζάο, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 27 μηνών τον Ιανουάριο του 2024. Ο Ζάο πούλησε σε αξιωματικό των κινεζικών υπηρεσιών πληροφοριών απόρρητες πληροφορίες με αντάλλαγμα περίπου 15.000 δολάρια, έπειτα από προσέγγιση που έγινε αρχικά μέσω κοινωνικών δικτύων.

Μεταξύ άλλων υποθέσεων κατασκοπείας αναφέρονται και δύο πρώην πράκτορες της CIA, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι επειδή κατασκόπευαν υπέρ της Κίνας. Ο ένας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ετών το 2024, ενώ ο άλλος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 ετών το 2019.

Όπως τονίζει το NCSC, για την αποφυγή τέτοιων απειλών, συστήνεται στους πολίτες να επιβεβαιώνουν πάντα την ταυτότητα των ατόμων πριν αποδεχθούν αιτήματα σύνδεσης στο διαδίκτυο, και να είναι προσεκτικοί με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ανεπιθύμητη προσοχή.

Προειδοποιήσεις και από τις Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις

Παρόμοιες προειδοποιήσεις έχουν εκδοθεί και από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Η βάση Fort Eisenhower στη Γεωργία εξέδωσε τον Ιούνιο του 2024 σχετική ανακοίνωση, καλώντας τους στρατιώτες να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στις προσφορές εργασίας.

«Ξένες δυνάμεις κάνουν ευρεία χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και προσφορών θέσεων εργασίας, που μπορεί να φαίνονται νόμιμες, για να αποσπάσουν ευαίσθητες πληροφορίες από στελέχη του στρατού και τις οικογένειές τους», ανέφερε η ανακοίνωση.

Η Αμερικανική Ακτοφυλακή επίσης προειδοποίησε τον Μάιο του 2024, σημειώνοντας ότι πράκτορες ξένων χωρών όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα προσεγγίζουν προσωπικό της μέσω LinkedIn, Indeed και Facebook, προσπαθώντας να αποκτήσουν πληροφορίες για επιχειρήσεις και τεχνολογία.

Ο Αρχικελευστής Χιθ Τζόουνς της Αμερικανικής Ακτοφυλακής κάλεσε το προσωπικό να αντιμετωπίζει με επαγρύπνηση τέτοιες ύποπτες προσεγγίσεις και να τις αναφέρει άμεσα: «Οι μέθοδοι των αντιπάλων μας εξελίσσονται συνεχώς, και η εγρήγορσή σας συνιστά βασικό παράγοντα προστασίας της ευρύτερης στρατιωτικής κοινότητας».

Η G7 καταδικάζει τις κινεζικές στρατιωτικές ασκήσεις γύρω από την Ταϊβάν

Οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της G7 καταδίκασαν τις πρόσφατες στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν, χαρακτηρίζοντάς τες ως «προκλητικές ενέργειες» που απειλούν την παγκόσμια ασφάλεια.

Σε κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 6 Απριλίου, οι επικεφαλής της διπλωματίας από τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες δήλωσαν ότι τόσο οι ίδιες οι χώρες όσο και η ευρύτερη διεθνής κοινότητα έχουν συμφέρον στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στα Στενά της Ταϊβάν.

Τόνισαν επίσης την αντίθεσή τους σε κάθε μονομερή ενέργεια που απειλεί την ειρήνη και τη σταθερότητα, είτε με τη χρήση βίας είτε μέσω εξαναγκασμού.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει θέσει ως στόχο την κατάληψη της Ταϊβάν, υποστηρίζοντας ότι το αυτοδιοικούμενο νησί αποτελεί μέρος της κινεζικής επικράτειας. Στο πλαίσιο αυτό, το Πεκίνο ασκεί πίεση στην Ταϊβάν μέσω διπλωματικών, οικονομικών και στρατιωτικών μέσων, επικαλούμενο λόγους εθνικού συμφέροντος.

Οι πρόσφατες κινεζικές στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας διήρκεσαν δύο ημέρες και ολοκληρώθηκαν στις 2 Απριλίου. Σε αυτές συμμετείχαν το πολεμικό ναυτικό, η ακτοφυλακή, δυνάμεις ξηράς, αέρος και πυραυλικές μονάδες, ενώ περιλάμβαναν και βολές μακράς εμβέλειας με πραγματικά πυρά στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.

Οι υπουργοί της G7 προειδοποίησαν ότι οι ολοένα και πιο συχνές και αποσταθεροποιητικές ενέργειες του Πεκίνου αυξάνουν την ένταση στα Στενά και θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια ασφάλεια και ευημερία. Πρόσθεσαν ότι οι χώρες της G7 συνεχίζουν να ενθαρρύνουν την ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσω εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών.

Εκπρόσωπος της κινεζικής πρεσβείας στον Καναδά κατηγόρησε τις χώρες της G7 για παρέμβαση στα εσωτερικά της Κίνας, με αφορμή την κοινή δήλωσή τους για την Ταϊβάν. Ο ίδιος ανέφερε ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας αποτελούν «αυστηρή τιμωρία» κατά του προέδρου της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, και «αυστηρή προειδοποίηση» προς τις δυνάμεις που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία του νησιού.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας χαρακτηρίζει τον πρόεδρο Λάι και την προκάτοχό του, Τσάι Ινγκ-γουέν, «αποσχιστές», καθώς και οι δύο έχουν ταχθεί υπέρ της υπεράσπισης της κυριαρχίας της Ταϊβάν.

Το αντιπροσωπευτικό γραφείο της Ταϊβάν στον Καναδά εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τις χώρες της G7 μέσω ανάρτησης στην πλατφόρμα X. Υποστήριξε ότι η αποφασιστικότητα που επιδεικνύουν οι δημοκρατίες αποτελεί την καλύτερη αποτροπή, καθώς η ειρήνη είναι κοινό συμφέρον και κανείς δεν ωφελείται από τη σύγκρουση.

Στο στόχαστρο οι «υπολογισμένες κλιμακώσεις» του Πεκίνου

Οι τελευταίες στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας προκάλεσαν ευρεία διεθνή καταδίκη. Στις 4 Απριλίου, η Διακοινοβουλευτική Συμμαχία για την Κίνα (Inter-Parliamentary Alliance on China), που αποτελείται από βουλευτές διαφόρων χωρών, εξέδωσε δήλωση με την οποία καταδίκασε έντονα τις ενέργειες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν.

Η Συμμαχία σημείωσε ότι επί μακρόν οι «υπολογισμένες κλιμακώσεις» του Πεκίνου γύρω από την Ταϊβάν περνούσαν απαρατήρητες, όμως πλέον δεν μπορεί να παραμένει αδρανής καθώς διαβρώνεται το status quo, με συνέπειες για τον λαό της Ταϊβάν και τη διεθνή σταθερότητα.

Τόνισε επίσης ότι η ασφάλεια της Ταϊβάν και η ασφάλεια της παγκόσμιας οικονομίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και ζήτησε ένα διεθνώς συμφωνημένο πακέτο συντονισμένων οικονομικών και πολιτικών μέτρων, ώστε να αποτραπεί περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση από το Πεκίνο.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, ο Ιάπωνας ομόλογός του Ιουάγια Τακέσι και ο Νοτιοκορεάτης υπουργός Εξωτερικών Τσο Τάε-γιουλ συναντήθηκαν πρόσφατα στις Βρυξέλλες. Σε κοινή τους δήλωση καταδίκασαν τις κινεζικές ασκήσεις και υπογράμμισαν τη σημασία της διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας στα Στενά της Ταϊβάν ως αναπόσπαστου στοιχείου της ασφάλειας και ευημερίας της διεθνούς κοινότητας.

Έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies-CSIS) που δημοσιεύτηκε πέρυσι, ανέφερε ότι μια σύγκρουση στα Στενά της Ταϊβάν θα είχε εκτεταμένες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, καθώς το συγκεκριμένο θαλάσσιο πέρασμα αντιπροσώπευε περισσότερο από το ένα πέμπτο του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου το 2022—περίπου 2,45 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ο Ντέιβιντ Περντού, υποψήφιος του Ντόναλντ Τραμπ για τη θέση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κίνα, κατά την ακρόασή του στη Γερουσία στις 3 Απριλίου, δήλωσε στη γραπτή του κατάθεση ότι θα υποστήριζε τον Νόμο για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν ως πρεσβευτής.

Ο Περντιού ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προσηλωμένες σε μια ειρηνική λύση που να είναι αποδεκτή από τους λαούς και των δύο πλευρών των Στενών, και εξέφρασε την αντίθεση της Ουάσιγκτον σε κάθε μονομερή αλλαγή του υφιστάμενου καθεστώτος.

Οι ΗΠΑ και η Ταϊβάν δεν διατηρούν επίσημες διπλωματικές σχέσεις, καθώς η Ουάσιγκτον τερμάτισε τους δεσμούς με την Ταϊπέι υπέρ του Πεκίνου το 1979. Ωστόσο, η σχέση τους παραμένει στενή μέσω του Νόμου για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν, ο οποίος υπογράφηκε από τον τότε πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ και επιτρέπει την πώληση αμυντικού εξοπλισμού στην Ταϊβάν. Ο νόμος προέβλεψε επίσης την ίδρυση του Αμερικανικού Ινστιτούτου στην Ταϊβάν, το οποίο λειτουργεί ως ντε φάκτο πρεσβεία των ΗΠΑ στο νησί.