Τρίτη, 18 Νοέ, 2025

Νέος κύκλος κυρώσεων των ΗΠΑ για το ιρανικό πυραυλικό πρόγραμμα

Το Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε στις 12 Νοεμβρίου την επιβολή κυρώσεων σε 32 άτομα και οντότητες, σε μια σειρά από χώρες μεταξύ των οποίων η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, κατηγορώντας τους για λειτουργία δικτύων προμήθειας που στηρίζουν το πυραυλικό και το πρόγραμμα drones του Ιράν.

Πρόκειται για τον δεύτερο κύκλο μέτρων μη διάδοσης, μετά την επαναφορά από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εμπάργκο όπλων και άλλων κυρώσεων κατά του Ιράν στα τέλη Σεπτεμβρίου. Οι χώρες στις οποίες εδρεύουν οι υπό κυρώσεις οντότητες περιλαμβάνουν, εκτός από το Ιράν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Τουρκία, την Ινδία, τη Γερμανία και την Ουκρανία.

Όπως επισημαίνει το Υπουργείο Οικονομικών, το Ιράν αξιοποιεί διεθνή χρηματοπιστωτικά συστήματα για ξέπλυμα χρήματος, αγορά εξαρτημάτων για τα πυρηνικά και συμβατικά οπλικά του προγράμματα, και για στήριξη ένοπλων παρακλαδιών.

Ο Τζον Χάρλεϊ, υφυπουργός Οικονομικών για θέματα Τρομοκρατίας και Οικονομικής Πληροφόρησης, δήλωσε: «Με εντολή του Προέδρου Τραμπ, ασκούμε μέγιστη πίεση στο Ιράν για να τερματίσει την πυρηνική του απειλή». Πρόσθεσε επίσης ότι οι ΗΠΑ αναμένουν από τη διεθνή κοινότητα να εφαρμόσει πλήρως τις κυρώσεις του ΟΗΕ κατά του Ιράν, ώστε να αποκλειστεί η πρόσβασή του στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Ένα από τα δίκτυα που βρέθηκαν στο στόχαστρο ενέπλεκε μια τριμελή επιχείρηση που το υπουργείο περιγράφει ως «MVM Partnership», η οποία φέρεται να προμηθεύτηκε, εκ μέρους της Οργάνωσης Αμυντικών Βιομηχανιών του Ιράν, χημικά απαραίτητα για την κατασκευή προωθητικών καυσίμων βαλλιστικών πυραύλων από την Κίνα.

Τα χημικά, όπως αναφέρεται, περιλάμβαναν χλωρικό νάτριο, υπερχλωρικό νάτριο και σεβακικό οξύ. «Το υπερχλωρικό νάτριο, που παράγεται από χλωρικό νάτριο, χρησιμοποιείται για την παρασκευή υπερχλωρικού αμμωνίου, ενός χημικού που χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε πολλούς στερεούς πυραυλοκινητήρες», αναφέρει το υπουργείο. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η εν λόγω εταιρική σύμπραξη προμηθεύτηκε και μετέφερε εκατοντάδες τόνους αυτών των χημικών από την Κίνα από το 2023.

Επικεφαλής της «MVM» φέρονται οι Μάρκο Κλίνγκε, με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ματζίντ Νταλατκά, από το Ιράν, και Βαχίντ Καϊγιουμί, με έδρα την Τουρκία. Και οι τρεις, μαζί με εταιρείες που συνδέονται μαζί τους, μπήκαν στη «μαύρη λίστα». Επίσης, στην ίδια λίστα προστέθηκαν ο Μα Τζια, υπήκοος Κίνας, και 11 εταιρείες που φέρονται να βοηθούν την επίσης ιρανική εταιρεία Oje Parvas Mado Nafar .

Η εταιρεία Oje Parvas Mado Nafar, η οποία είχε ήδη μπει στο στόχαστρο κυρώσεων το 2021, κατασκευάζει τα μη επανδρωμένα ιρανικά επιθετικά drones «Σαχίντ-131» και «Σαχίντ-136». Το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ότι ο Μα στηρίζει τη δραστηριότητα της Oje Parvas Mado Nafar στην Κίνα, φροντίζοντας για ταξιδιωτικές ρυθμίσεις του προσωπικού της και συντονίζοντας συναντήσεις μεταξύ Ιρανών αμυντικών αξιωματούχων και προμηθευτών στην Κίνα. Επιπλέον, οι εταιρείες του με έδρα το Χονγκ Κονγκ έχουν διευκολύνει συναλλαγές πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το αμερικανικό Yπουργείο.

Το Υπουργείο Οικονομικών επέβαλε επίσης κυρώσεις σε δίκτυο που στηρίζει την Iran Aircraft Manufacturing Industrial Company, θυγατρική του ιρανικού Υπουργείου Άμυνας, η οποία παράγει στρατιωτικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. «Τα δίκτυα αυτά συνιστούν απειλή για αμερικανικό και συμμαχικό προσωπικό στη Μέση Ανατολή, καθώς και για τη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα», αναφέρει το Υπουργείο.

Σε ανακοίνωσή του για τα μέτρα του Υπουργείου Οικονομικών, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να εφαρμόσουν τις κυρώσεις που ίσχυαν πριν από το 2016.

Ο εκπρόσωπος Τόμας Πίγκοτ δήλωσε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων σε εταιρείες τρίτων χωρών, ώστε να αποκαλύπτουν, να εμποδίζουν και να αντιμετωπίζουν την ιρανική προμήθεια εξοπλισμού και υλικών για τα προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών, που θέτουν σε κίνδυνο την περιφερειακή ασφάλεια και τη διεθνή σταθερότητα».

Στον πρώτο γύρο κυρώσεων για τη μη διάδοση που ανακοινώθηκαν την 1η Οκτωβρίου, το Υπουργείο Οικονομικών κατονόμασε 21 εταιρείες και 17 άτομα που συμμετείχαν σε δίκτυα για την προμήθεια τεχνολογίας στην Τεχεράνη για αντιαεροπορικά συστήματα πυραύλων και για παράνομη αγορά αμερικανικού ελικοπτέρου.

Στις κυρώσεις αυτές στοχοποιήθηκε δίκτυο με έδρα το Ιράν, το Χονγκ Κονγκ και την Κίνα, που είχε προμηθεύσει, κατά παράβαση των κανόνων, αμερικανικά διπλής χρήσης ηλεκτρονικά εξαρτήματα σε ιρανική εταιρεία που παράγει εξοπλισμό για τον στρατό του Ιράν.

Στις 11 Νοεμβρίου, ο υφυπουργός Εξωτερικών του Ιράν Σαΐντ Κατιμπζαντέ δήλωσε: «Το Ιράν επιδιώκει μια ειρηνική πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Οι ΗΠΑ, μαζί με τους Ευρωπαίους συμμάχους και το Ισραήλ, έχουν κατηγορήσει το Ιράν ότι χρησιμοποιεί το πυρηνικό του πρόγραμμα ως κάλυψη για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, κατηγορία που απέρριψε η Τεχεράνη.

Τρεις ακόμη Κινέζοι ερευνητές κατηγορούνται για λαθρεμπορία βιολογικών υλικών στις ΗΠΑ

Σε νέες διώξεις προχώρησαν οι αμερικανικές αρχές εις βάρος τριών ακόμη Κινέζων ερευνητών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, στο πλαίσιο συνεχιζόμενης έρευνας για λαθρεμπόριο βιολογικών υλικών από την Κίνα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου.

Στις 4 Νοεμβρίου απαγγέλθηκαν ποινικές κατηγορίες στους Μπάι Σου, 28 ετών, ο Ζανγκ Φενγκφάν, 27, και Ζανγκ Τζιγιόνγκ, 30, που κατατέθηκαν στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της ανατολικής περιφέρειας του Μίσιγκαν. Οι δύο πρώτοι αντιμετωπίζουν την κατηγορία για συνωμοσία με σκοπό τη λαθραία εισαγωγή βιολογικών υλικών στις ΗΠΑ, ενώ ο Ζανγκ Τζιγιόνγκ κατηγορείται για ψευδείς δηλώσεις σε ομοσπονδιακούς πράκτορες.

Η Epoch Times δεν μπόρεσε να εντοπίσει τους συνηγόρους των κατηγορουμένων για σχόλιο.

Οι τρεις συλληφθέντες εντοπίστηκαν στο διεθνές αεροδρόμιο Τζον Φ. Κέννεντυ στις 16 Οκτωβρίου και τέθηκαν υπό κράτηση από τη Μεταναστευτική και Τελωνειακή Υπηρεσία, πριν προλάβουν να επιβιβαστούν σε πτήση για Κίνα.

Η υπόθεση συνδέεται με αυτήν της Χαν Τσανγκσιάν, επιστήμονα του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας Χουαζόνγκ της Κίνας. Η Χαν επρόκειτο να ξεκινήσει ερευνητικό έργο στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν τον Ιούνιο, με θεώρηση J-1, ωστόσο συνελήφθη κατά την άφιξή της στο αεροδρόμιο του Ντητρόιτ τον ίδιο μήνα με την κατηγορία ότι, πριν φτάσει στις ΗΠΑ, είχε αποστείλει στο πανεπιστήμιο πλάκες Petri με νηματώδεις σκώληκες του είδους C. elegans, ψευδόμενη στο τελωνείο για το περιεχόμενο στα συνοδευτικά έγγραφα.

Η Χαν ομολόγησε αργότερα την ενοχή της για τρεις πράξεις λαθρεμπορίας και για ψευδείς δηλώσεις σε τελωνειακούς υπαλλήλους των ΗΠΑ και καταδικάστηκε με ποινή κάθειρξης που καλύφθηκε από τον χρόνο κράτησής της· απελάθηκε από τις ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με το ποινικό κατηγορητήριο.

«Η απόπειρα λαθραίας εισαγωγής βιολογικών υλικών με το πρόσχημα της έρευνας αποτελεί σοβαρό έγκλημα που απειλεί την εθνική και αγροτική ασφάλεια των ΗΠΑ», τόνισε σε δήλωσή της στις 5 Νοεμβρίου η γενική εισαγγελέας Παμ Μπόντι. «Θα παραμείνουμε σε επαγρύπνηση απέναντι σε τέτοιες απειλές από αλλοδαπούς που επωφελούνται από τη γενναιοδωρία της Αμερικής για να προωθήσουν κακόβουλα σχέδια».

Η μεταφορά των Ζανγκ Φενγκφάν και Ζανγκ Τζιγιόνγκ προς τις ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε με θεώρηση J-1 ως ερευνητών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ο Μπάι έφτασε στις ΗΠΑ τον Αύγουστο 2024 και ο συγκατοίκoς του, Ζανγκ Φενγκφάν, τον Σεπτέμβριο 2023, ενώ ο Ζανγκ Τζιγιόνγκ είχε φτάσει στη χώρα τον Σεπτέμβριο 2021.

Στις 5 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, ένα δέμα με αποστολέα τη Χαν και διεύθυνση παραλήπτη αυτή του διαμερίσματος του Μπάι στο Ανν Άρμπορ του Μίσιγκαν, κατασχέθηκε από την Τελωνειακή Υπηρεσία των ΗΠΑ καθώς είχε δηλωθεί εσφαλμένα ως «κείμενο».

Όπως σημειώνεται στο κατηγορητήριο, το πακέτο περιείχε χειρόγραφη σημείωση με λίστα 28 μορίων DNA ή πλασμιδίων, εκ των οποίων τα τέσσερα αφορούσαν το C. elegans. Οι εισαγγελείς ανέφεραν ότι η αποστολή αυτή αποτέλεσε αφορμή για μία από τις τρεις κατηγορίες λαθρεμπορίας στις οποίες η Χαν δήλωσε ένοχη.

Στις 31 Μαρτίου, υπάλληλοι της τελωνειακής υπηρεσίας επικοινώνησαν με τον Μπάι σχετικά με το κατασχεθέν δέμα, αλλά εκείνος αρνήθηκε να συνεργαστεί και απέφυγε κάθε συνάντηση ή διάλογο. Το κατηγορητήριο αναφέρει επίσης ότι μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 2024, η Χαν φέρεται να απέστειλε επιπλέον δέματα σε άτομο με το όνομα Ντύλαν Ζανγκ, που οι εισαγγελείς ταυτοποιούν ως τον Ζανγκ Φενγκφάν.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ένα από τα πακέτα, που δηλώθηκε αναληθώς ως «πλαστικές πλάκες», περιείχε οκτώ πλάκες Petri με γενετικώς τροποποιημένους σκώληκες C. elegans. Τα πακέτα που εστάλησαν στον Ζανγκ Φενγκφάν μεταξύ 23 και 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους αποτέλεσαν τη βάση για τις άλλες δύο από τις τρεις κατηγορίες λαθρεμπορίας που αντιμετώπισε η Χαν.

Κατά τους εισαγγελείς, ο Ζανγκ Τζιγιόνγκ είχε στείλει το 2019 πακέτο στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν με νηματώδεις σκώληκες σε πλάκες Petri, δηλώνοντας το περιεχόμενό του ως «πλαστικές πλάκες».

Μετά την απέλαση της Χαν, το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν διενήργησε εσωτερική έρευνα. Οι τρεις κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και στη συνέχεια απολύθηκαν από το πανεπιστήμιο.

Στις 8 Οκτωβρίου, το πανεπιστήμιο ακύρωσε τα αρχεία τους στο σύστημα πληροφοριών φοιτητών και επισκεπτών ανταλλαγής του υπουργείου Εθνικής Ασφαλείας, με αποτέλεσμα να πάψουν να πληρούν τους όρους της βίζας J-1. Ακολούθως, οι ομοσπονδιακές αρχές κίνησαν διαδικασία απέλασης από τη χώρα, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

Στο αεροδρόμιο Τζον Φ. Κέννεντυ, στις 16 Οκτωβρίου, οι τελωνειακές αρχές ανέκριναν τους τρεις κατηγορουμένους, οι οποίοι φέρονται να παραδέχθηκαν ότι η Χαν ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.

Οι εισαγγελείς σημειώνουν ότι η Χαν άρχισε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Χουαζόνγκ το 2020, με επιβλέποντα τον Λιου Τζιενφέν. Σύμφωνα με την προσωπική σελίδα του Λιου στον ιστότοπο του πανεπιστημίου, σήμερα διατελεί πρόεδρος της Σχολής Βιολογικών Επιστημών και Τεχνολογίας και επικεφαλής του βασικού εργαστηρίου μοριακής βιοφυσικής του υπουργείου Παιδείας της Κίνας. Το 2012, είχε λάβει κρατική επιχορήγηση ως διακεκριμένος επιστήμονας από το κρατικό Ίδρυμα Φυσικών Επιστημών Κίνας.

Ο Ζανγκ Φενγκφάν δήλωσε στους Αμερικανούς τελωνειακούς ότι επέστρεφε στην Κίνα για να συνεχίσει το δεύτερο έτος του διδακτορικού του στο Χουαζόνγκ, υπό την εποπτεία του Λιου.

Οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι έχουν σημειωθεί και άλλες σχετικές υποθέσεις λαθρεμπορίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν τους τελευταίους μήνες. Μεταξύ αυτών, η περίπτωση της Τζιαν Γιουνκίνγκ, μεταδιδακτορικής ερευνήτριας του πανεπιστημίου, η οποία κατηγορείται ότι συνωμότησε με τον σύντροφό της, Λιου Ζουνγιόνγκ, για να μεταφέρουν στις ΗΠΑ τον μύκητα Fusarium graminearum που μπορεί να προκαλέσει τεράστιες ζημιές σε σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και ρύζι, καθώς και σοβαρά προβλήματα υγείας σε ανθρώπους και ζώα.

Η Τζιαν και ο Λιου κατηγορήθηκαν τον Ιούνιο για απάτη με βίζα, συνωμοσία, ψευδείς δηλώσεις και λαθρεμπόριο παθογόνου οργανισμού στις ΗΠΑ.

Ο Τζον Μούλενααρ, πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, κάλεσε τις διοικήσεις των πανεπιστημίων να διεξάγουν εσωτερικούς ελέγχους ώστε να προασπίσουν την έρευνά τους από εχθρικές ενέργειες του Πεκίνου.

«Οι νέες κατηγορίες αποκαλύπτουν ένα οργανωμένο δίκτυο επιστημόνων που δρα παρανόμως στην πανεπιστημιούπολη του Μίσιγκαν. Πρόκειται για μέρος μιας ευρύτερης, συντονισμένης εκστρατείας που στοχεύει τα αμερικανικά πανεπιστήμια, υποκινούμενη από την προσπάθεια της Κίνας να αποκτήσει αμερικανική τεχνολογία», τόνισε στη σχετική ανακοίνωσή του ο Μούλενααρ.

Χιλιάδες ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συγκεντρώθηκαν στην Ταϊβάν για τη μεγάλη ετήσια εκδήλωση

Περίπου 5.000 άνθρωποι κατέκλυσαν ένα από τα πιο εμβληματικά ορόσημα της Ταϊπέι στις 18 Οκτωβρίου, ενώθηκαν σαν ψηφίδες ενός τεράστιου πίνακα, με σκοπό να μοιραστούν την πίστη τους και να ρίξουν φως στις συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας.

Η συγκέντρωση αποτέλεσε την ετήσια εκδήλωση σχηματισμού χαρακτήρων που διοργανώνουν οι τοπικοί ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ — παράδοση που ξεκίνησε στην Κίνα, προτού το κομμουνιστικό καθεστώς εξαπολύσει το 1999 σκληρή δίωξη κατά της πνευματικής αυτής άσκησης.

Φέτος, στην εκδήλωση στην Πλατεία Ελευθερίας της Ταϊπέι συμμετείχαν ασκούμενοι από τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τον Καναδά, την Ινδονησία, τη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη, το Χονγκ Κονγκ και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το σύμβολο του «Τροχού του Νόμου»

Ντυμένοι με μπλε, μαύρα, κόκκινα, λευκά και κίτρινα ρούχα, οι ασκούμενοι τοποθετήθηκαν σε απόλυτα ευθυγραμμισμένες σειρές, σχηματίζοντας την εικόνα του «Τροχού του Νόμου» («Φάλουν» στα κινεζικά). Το έμβλημα αυτό περιλαμβάνει τα παραδοσιακά βουδιστικά και ταοϊστικά σύμβολα «σριβάτσα» και «ταϊτζί» αντίστοιχα και αποτελεί το έμβλημα του Φάλουν Γκονγκ, γνωστού επίσης και ως Φάλουν Ντάφα.

Κάτω από το έμβλημα, ασκούμενοι ντυμένοι στα κίτρινα σχημάτισαν τέσσερις κινεζικούς χαρακτήρες που σημαίνουν «Το Φάλουν περιστρέφεται αδιάκοπα».

Το Φάλουν Γκονγκ είναι μια πνευματική άσκηση βασισμένη στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό στην Κίνα το 1992 και εξαπλώθηκε γρήγορα από στόμα σε στόμα, φτάνοντας να αριθμεί, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του κινεζικού κράτους, περί τα 70 με 100 εκατομμύρια ασκούμενους έως το 1999.

Φοβούμενο ότι η δημοτικότητα του Φάλουν Γκονγκ απειλούσε την εξουσία του, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1999 μια βάναυση εκστρατεία εξάλειψης της άσκησης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 26 ετών, πολλοί ασκούμενοι φυλακίστηκαν, στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και «κέντρα πλύσης εγκεφάλου», όπου υπέστησαν βασανιστήρια, εξαναγκαστική εργασία, ακόμη και δολοφονήθηκαν μέσω χειρουργικής επέμβασης κατά την οποία αφαιρούνταν όργανά τους.

Πίστη, πνευματικότητα και ελευθερία

Η Χουάνγκ Τσουν-μέι, οργανώτρια της εκδήλωσης και αναπληρώτρια πρόεδρος της Ένωσης Φάλουν Ντάφα της Ταϊβάν, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η ίδια και άλλοι ασκούμενοι συμμετέχουν κάθε χρόνο, ελπίζοντας ότι περισσότεροι άνθρωποι θα γνωρίσουν το Φάλουν Γκονγκ, το οποίο, όπως ανέφερε, τους έχει ωφελήσει βαθιά τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Επεσήμανε ότι η άσκηση είναι ιδιαίτερα βολική, καθώς δεν παρεμβαίνει στην καθημερινή ζωή ή εργασία και μπορεί να εφαρμοστεί από άτομα κάθε ηλικίας και φύλου.

Η Χουάνγκ τόνισε ότι η επιλογή της Πλατείας Ελευθερίας —ενός από τα πιο πολυσύχναστα αξιοθέατα της Ταϊβάν— αναδεικνύει τη σαφή αντίθεση ανάμεσα στη ζωντανή δημοκρατία και ελευθερία της Ταϊβάν και τον αυστηρό έλεγχο που επιβάλλει το Κομμουνιστικό Κόμμα στην άλλη πλευρά του Στενού της Ταϊβάν.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συμμετέχουν σε ομαδική άσκηση στην Ταϊπέι της Ταϊβάν, στις 18 Οκτωβρίου 2025. (Sung Pi-lung/The Epoch Times)

 

Ο Γου Τσινγκ-σιανγκ, ο συνταξιούχος αρχιτέκτονας που σχεδίασε τη διάταξη του σχηματισμού, δήλωσε στην Epoch Times ότι ελπίζει οι τέσσερις κινεζικοί χαρακτήρες του σχηματισμού να προσελκύσουν την περιέργεια των θεατών και να τους οδηγήσουν να γνωρίσουν το Φάλουν Γκονγκ.

Πολλοί ντόπιοι και τουρίστες παρακολούθησαν τη διαδικασία του σχηματισμού. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο 50χρονος Ρεφέτ Γκιοκτσέ Μποζκούρτ, πολιτικός μηχανικός από την Τουρκία, ο οποίος χαρακτήρισε «απίστευτο» το γεγονός ότι οι ασκούμενοι οργάνωσαν μια τόσο μεγάλη εκδήλωση για να ευαισθητοποιήσουν το κοινό σχετικά με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Είπε ακόμη ότι θεωρεί την εκδήλωση «βαθιά πνευματική».

Μετά το τέλος του σχηματισμού, οι συμμετέχοντες παρέμειναν για να εξασκηθούν μαζί στις κινήσεις του Φάλουν Γκονγκ.

Συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο

Η Τσεν Χούι, 55 ετών, νοικοκυρά από την Ουάσιγκτον, ήταν μία από τους συμμετέχοντες. Ανέφερε ότι είχε επισκεφθεί δύο φορές την Ταϊβάν για εκδηλώσεις του Φάλουν Γκονγκ, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που έλαβε μέρος στον σχηματισμό χαρακτήρων. Εξήγησε ότι αποφάσισε να συμμετάσχει για να βιώσει από κοντά το βαθύ συναίσθημα που απορρέει από μια τόσο συλλογική δραστηριότητα.

Η Τσεν, η οποία άρχισε να εξασκείται το 1995 στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ της νότιας Κίνας, ανέφερε ότι η άσκηση έχει αλλάξει τον χαρακτήρα της και της έχει προσφέρει μια βαθιά αίσθηση ευεξίας.

Ένας άλλος συμμετέχων, ο Κιμ Τσανγκ-ροκ, 54 ετών, υπάλληλος εταιρείας ιατρικών προμηθειών από τη Νότια Κορέα, σημείωσε ότι αυτή ήταν η τρίτη φορά που συμμετείχε στη διοργάνωση. Επεσήμανε ότι «ο κόσμος χρειάζεται αλήθεια, καλοσύνη και ανεκτικότητα», προσθέτοντας ότι από τότε που το Φάλουν Γκονγκ παρουσιάστηκε στην Κίνα το 1992, έχει εξαπλωθεί σε περισσότερες από 100 χώρες.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συμμετέχουν σε ομαδική άσκηση στην Ταϊπέι της Ταϊβάν, στις 18 Οκτωβρίου 2025. (Sung Pi-lung/The Epoch Times)

 

Δύο Ταϊβανέζοι ασκούμενοι μοιράστηκαν επίσης τις εμπειρίες τους με την Epoch Times.

Η Γιαν Σιανγκ-λιν, 26 ετών, καθηγήτρια ιαπωνικής γλώσσας, δήλωσε ότι εκτιμά ιδιαίτερα το γεγονός πως οι γονείς της τη μεγάλωσαν σύμφωνα με τις αρχές του Φάλουν Γκονγκ, κάτι που, όπως είπε, διαμόρφωσε τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και τις ηθικές της αξίες. Ευχήθηκε η δική της εμπειρία να εμπνεύσει κι άλλους να διαβάσουν το κύριο βιβλίο της άσκησης, το «Τζούαν Φάλουν», το οποίο έχει μεταφραστεί σε 40 γλώσσες και είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο.

Ο Σάο Σουε-τι, 55 ετών, καθηγητής σε τοπικό σχολείο αναμορφωτηρίου, ανέφερε ότι ασκείται στο Φάλουν Γκονγκ τα τελευταία τρία χρόνια. Προειδοποίησε τον κόσμο να μην νομίζει πως η δίωξη δεν υφίσταται, μόνο επειδή δεν είναι ορατή σε όσους επισκέπτονται την Κίνα.

Όπως είπε, είχε επισκεφθεί την Κίνα πολλές φορές στα τέλη της δεκαετίας του 1980 λόγω της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πατέρα του στην επαρχία Φουτζιάν, και τότε η χώρα δεν του φαινόταν διαφορετική από τις άλλες. Τόνισε ότι σήμερα κάποιοι συνάδελφοί του έχουν παρόμοια άποψη, πιστεύοντας πως η Κίνα είναι μια «κανονική» χώρα, και πως δυσκολεύεται να τους πείσει ότι η εικόνα αυτή είναι απλώς ψευδαίσθηση.

Κατέληξε λέγοντας ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας «δεν είναι απλώς ένα πολιτικό κόμμα, αλλά κάτι σατανικό».

Η DJI παραμένει στη «μαύρη λίστα» των κινεζικών στρατιωτικών εταιρειών

Η κινεζική εταιρεία κατασκευής μη επανδρωμένων αεροσκαφών DJI θα παραμείνει στη μαύρη λίστα του Πενταγώνου για κινεζικές εταιρείες που συνεργάζονται με τον στρατό του Πεκίνου, μετά την απόφαση ενός ομοσπονδιακού δικαστή της Ουάσιγκτον, ο οποίος στις 26 Σεπτεμβρίου απέρριψε την αγωγή της DJI που αμφισβητούσε τον χαρακτηρισμό αυτό.

Στην 49σέλιδη γνωμοδότησή του, ο περιφερειακός δικαστής των Ηνωμένων Πολιτειών Πολ Φρίντμαν έκρινε ότι η διαπίστωση του Πενταγώνου πως η DJI συμβάλλει στη βιομηχανική βάση άμυνας της Κίνας «υποστηρίζεται από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία», παρότι «δεν μπορεί να συμπεράνει» ότι η DJI «ανήκει έμμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας».

Ο Φρίντμαν έγραψε ότι «η DJI αναγνωρίζει πως η τεχνολογία της μπορεί και πράγματι χρησιμοποιείται σε στρατιωτικές συγκρούσεις, αλλά υποστηρίζει ότι οι πολιτικές της απαγορεύουν μια τέτοια χρήση. Το εάν οι πολιτικές της DJI απαγορεύουν στρατιωτική χρήση είναι άσχετο. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η τεχνολογία της DJI έχει τόσο σημαντική θεωρητική όσο και πραγματική στρατιωτική εφαρμογή».

Με άλλα λόγια, ο Φρίντμαν κατέληξε ότι το Πεντάγωνο είχε προσκομίσει επαρκή στοιχεία ώστε να χαρακτηρίσει τη DJI ως «συμβάλλοντα στη στρατιωτικο-πολιτική σύντηξη» στη βάση της κινεζικής αμυντικής βιομηχανίας.

Η DJI, ιδιωτική εταιρεία με έδρα την πόλη Σενζέν της νότιας Κίνας, πουλάει περισσότερα από τα μισά εμπορικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Οκτώβριο του 2024, κατέθεσε αγωγή κατά του Πενταγώνου, μετά την απόφαση του τελευταίου να την εντάξει, μαζί με πολλές άλλες κινεζικές εταιρείες, στη λίστα με τις «κινεζικές στρατιωτικές εταιρείες» που δραστηριοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, βάσει του άρθρου 1260H του Νόμου Εθνικής Αμυντικής Εξουσιοδότησης του 2021.

Στην καταγγελία της, η DJI χαρακτήρισε την απόφαση του Πενταγώνου «παράνομη και εσφαλμένη» και υποστήριξε ότι «δεν ανήκει ούτε ελέγχεται από τον κινεζικό στρατό».

Ο Φρίντμαν εξήγησε ότι οι εταιρείες που περιλαμβάνονται στη λίστα του Πενταγώνου αποκλείονται από την πρόσβαση σε ορισμένες αμερικανικές επιχορηγήσεις, συμβάσεις, δάνεια και άλλα προγράμματα.

Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της απόφασης ήταν η αναγνώριση της DJI από τον κορυφαίο οικονομικό σχεδιαστή του κινεζικού καθεστώτος, την Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων (National Development and Reform Commission – NDRC), ως «Εθνικό Επιχειρηματικό Τεχνολογικό Κέντρο» (National Enterprise Technology Center – NETC). Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του δικαστή, οι κινεζικές εταιρείες που λαμβάνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό επωφελούνται από «χρηματικές επιδοτήσεις», «ειδική οικονομική στήριξη» από το υπουργείο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Κίνας και «μεγάλο αριθμό φορολογικών προνομίων».

Ο Φρίντμαν απέρριψε το επιχείρημα της DJI ότι το Πεντάγωνο δεν είχε προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι «επί του παρόντος λαμβάνει βοήθεια σε σχέση με τον χαρακτηρισμό NETC».

Έγραψε: «Λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό ιστορικό της DJI στη λήψη αυτών των άλλων μορφών βοήθειας από διάφορους κινεζικούς κρατικούς φορείς, είναι εύλογο να συναχθεί ότι η DJI λαμβάνει επίσης βοήθεια μέσω του προγράμματος NETC».

«Το γεγονός ότι η αναγνώριση NETC ενορχηστρώνεται από την NDRC—έναν θεσμό που έχει στενή σχέση με τον στρατιωτικό σχεδιασμό της Κίνας—είναι επαρκές για τους σκοπούς του άρθρου 1260H».

Ο δικαστής απέρριψε ορισμένες άλλες αιτιολογίες του Πενταγώνου για την ένταξη της DJI στη λίστα.

Για παράδειγμα, ο Φρίντμαν έγραψε ότι το Πεντάγωνο μπόρεσε να δείξει μόνο ότι μια κινεζική κρατική εταιρεία με το όνομα Chengtong «διαθέτει κάποιο αδιευκρίνιστο ποσοστό ιδιοκτησίας στην DJI», αλλά θα έπρεπε να παρέχει περισσότερα στοιχεία ώστε να αποδείξει ότι αυτή η ιδιοκτησία σημαίνει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας κατέχει έμμεσα τον κινεζικό κατασκευαστή μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

Σε κατάθεση που έγινε τον Απρίλιο, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ είπε στον Φρίντμαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «εδώ και καιρό εκφράζουν σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την απειλή για την εθνική ασφάλεια που θέτει η σχέση μεταξύ κινεζικών εταιρειών τεχνολογίας και του κινεζικού κράτους».

Σε δήλωση που εκδόθηκε την Παρασκευή, η DJI ανέφερε ότι ήταν απογοητευμένη από την απόφαση του δικαστή και ότι αξιολογεί τις νομικές της επιλογές. «Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε μία μόνο αιτιολογία που εφαρμόζεται σε πολλές εταιρείες που ποτέ δεν έχουν ενταχθεί στη λίστα.»

Η κινεζική εταιρεία κατασκευής lidar Hesai Group κατέθεσε επίσης αγωγή κατά του Πενταγώνου τον Μάιο του 2024, αμφισβητώντας την ένταξή της στη λίστα. Τον Ιούλιο, ο Φρίντμαν αποφάσισε υπέρ της αμερικανικής κυβέρνησης, αλλά η Hesai έχει από τότε ασκήσει έφεση.

Με πληροφορίες από το Reuters

Γερμανία: Εισαγγελία ζητά βαρύτατες ποινές για υπόθεση κατασκοπείας υπέρ της Κίνας

Σε μια πολύκροτη υπόθεση κατασκοπείας με επίκεντρο πρώην βοηθό Γερμανού βουλευτή, οι εισαγγελικές αρχές κατηγορούν τον βασικό κατηγορούμενο για συγκέντρωση κι αποστολή πληροφοριών στην Κίνα σχετικά με το Φάλουν Γκονγκ, όπως αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια πρόσφατης ακροαματικής διαδικασίας στο Δρέσδη.

Στις 16 Σεπτεμβρίου, η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Γερμανίας ζήτησε ποινή κάθειρξης επτάμισι ετών για τον Γκουό Τζιάν και δύο ετών και εννέα μηνών για την συγκατηγορούμενή του Γιακί Σιάο, κατά τη συνεδρίαση του Ανώτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Δρέσδης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αμφότεροι λειτούργησαν ως πράκτορες των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών, με τον Γκουό να διαδραματίζει τον ρόλο του εγκέφαλου της σπείρας.

Η εισαγγελία περιέγραψε τον Γκουό ως «πολύπλευρο πράκτορα, πάντα σε ετοιμότητα, υπερήφανο για την πολυετή του δράση ως κατάσκοπος». Ο Φάμπιαν Σέλχαους, εκπρόσωπος της εισαγγελίας, δήλωσε στη γερμανική έκδοση της Epoch Times πως ο Γκουό, ο οποίος απαρνήθηκε την κινεζική υπηκοότητα και πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 2011, υπήρξε «υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, ο οποίος μόνο προσποιήθηκε ότι ανήκει στην αντιπολίτευση για να διεισδύσει στους σχετικούς κύκλους εδώ».

Ο συνήγορος υπεράσπισης του Γκουό χαρακτήρισε υπερβολική την ποινή που πρότεινε η εισαγγελία. Παρότι ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά για τον Κινέζο χειριστή του, η εισαγγελία ανέφερε ότι ο Γκουό μιλούσε γι’ αυτόν με σεβασμό, αποκαλώντας τον «μεγάλο αδελφό» σε συζητήσεις με τη σύζυγό του.

Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, ο Γκουό και ο Κινέζος αξιωματούχος συζήτησαν για το Φάλουν Γκονγκ τουλάχιστον σε μια τηλεφωνική επικοινωνία την οποία υπέκλεψαν οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Σε αυτήν, ο Γκουό αναφέρθηκε σε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέρ του Φάλουν Γκονγκ, χωρίς ωστόσο να αποκαλυφθούν περαιτέρω λεπτομέρειες της συνομιλίας.

Το συγκεκριμένο ψήφισμα, που υιοθετήθηκε τον Ιανουάριο του 2024, καταδίκαζε τις διώξεις του Φάλουν Γκονγκ από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και ζητούσε διεθνή έρευνα για την καταστολή της θρησκευτικής ομάδας.

Επίσης, απαιτούσε την απελευθέρωση του Γιουάντα Ντινγκ, ασκούμενουτου Φάλουν Γκονγκ, ο οποίος κρατείται στην Κίνα από το 2023 και είναι πατέρας μόνιμου κατοίκου Γερμανίας. Κατά την επιμαχή τηλεφωνική συνομιλία, ο Γκουό ανέλυσε τις συζητήσεις γύρω από το ψήφισμα, ενώ οι απαντήσεις του Κινέζου αξιωματούχου παραμένουν αδιευκρίνιστες.

Η εισαγγελία υποστηρίζει ότι ο Γκουό είχε στην κατοχή του εκατοντάδες έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – ορισμένα χαρακτηρίζονται ως «ευαίσθητα»– με πρόθεση να τα διαθέσει στις κινεζικές μυστικές υπηρεσίες. Παράλληλα, φέρεται να κατασκόπευε αντιφρονούντες Κινέζους στη Γερμανία για λογαριασμό των ίδιων αξιωματούχων.

Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, είναι πνευματική άσκηση που βασίζεται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας.

Γνώρισε μεγάλη απήχηση στην Κίνα τη δεκαετία του 1990 και, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, μέχρι το τέλος της δεκαετίας τουλάχιστον 70 εκατομμύρια άνθρωποι το ασκούσαν.

Το 1999, το κινεζικό καθεστώς, θεωρώντας τον μαζικό χαρακτήρα του κινήματος απειλή, εξαπέλυσε εναντίον του εκστρατεία εξόντωσης.

Έκτοτε, εκατομμύρια πιστοί έχουν φυλακιστεί, εκατοντάδες χιλιάδες έχουν βασανιστεί, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός των νεκρών – ανάμεσά τους και θύματα της κρατικά ενορχηστρωμένης εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης Φάλουν Ντάφα.

Η δίωξη τονίζει ότι από το 2002 οι αρχές θεωρούν τον Γκουό ως επιχειρησιακό στέλεχος των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών. Με βάση ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας τον Απρίλιο, από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τη σύλληψή του τον Απρίλιο του 2024, ο Γκουό εκμεταλλεύτηκε τη θέση βοηθού βουλευτή του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για να συλλέγει πληροφορίες για τις διαβουλεύσεις και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς όφελος των κινεζικών υπηρεσιών, αποκτώντας περισσότερα από 500 έγγραφα, εκ των οποίων αρκετά άκρως απόρρητα.

Σύμφωνα με το ίδιο κατηγορητήριο, το διάστημα 2023-2024 ο Γκουό παρακολουθούσε τους Κινέζους αντιφρονούντες στη Γερμανία προσποιούμενος δημοσίως κριτική στάση έναντι του κινεζικού καθεστώτος, κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η Γιακί Σιάο, κινεζικής υπηκοότητας, εργαζόταν στην Port Ground GmbH –θυγατρικής της Mitteldeutsche Flughafen AG– που προσφέρει υπηρεσίες εξυπηρέτησης επιβατών, αεροσκαφών και φορτίων στα αεροδρόμια Λειψίας–Χάλλε και Δρέσδης. Πριν τη σύλληψή της τον Σεπτέμβριο του 2024 κατείχε θέση υπευθύνου εξυπηρέτησης πελατών.

Το αεροδρόμιο της Λειψίας–Χάλλε αποτελεί σημαντικό κόμβο για στρατιωτικές μεταφορές, εξυπηρετώντας τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, το ΝΑΤΟ και ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες, ενώ χρησιμοποιείται και από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ για επιχειρήσεις επ’ αρωγή της Βάσης Ράμσταϊν, μίας εκ των μεγαλύτερων αμερικανικών εγκαταστάσεων στη νοτιοδυτική Γερμανία.

Την περίοδο από τον Αύγουστο του 2023 έως τον Φεβρουάριο του 2024, η εισαγγελία κατηγορεί τη Σιάο ότι συνέδραμε τον Γκουό παρέχοντας του πληροφορίες για πτήσεις, φορτία και επιβάτες σχετικές με το έργο της, οι οποίες στη συνέχεια διαβιβάζονταν στις κινεζικές υπηρεσίες.

Ειδικότερα, η Σιάο φέρεται να αποκάλυψε στοιχεία για τη μεταφορά οπλισμού και εξοπλισμού, καθώς και προσωπικά δεδομένα εργαζομένων στη γερμανική αμυντική βιομηχανία.

Σε πολυάριθμες περιστάσεις, μεταξύ των οποίων οι ημερομηνίες 16 Αυγούστου, 8 Σεπτεμβρίου, 1 και 4 Νοεμβρίου, 15 Νοεμβρίου και 19 Φεβρουαρίου, η Σιάο φέρεται να απέστειλε στον Γκουό φωτογραφίες αεροσκαφών και στρατιωτικών οχημάτων μέσα στο αεροδρόμιο.

Οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν επιπλέον ότι ο Γκουό υπήρξε ο πρωτοστάτης της κατασκοπείας στο αεροδρόμιο και καθοδήγησε τη Σιάο, η οποία πολλές φορές εμφανιζόταν διστακτική και αρνούνταν να υπακούσει στις εντολές του. Παρότι ο Γκουό ήταν παντρεμένος, οι αρχές κάνουν λόγο και για ερωτική σχέση μεταξύ των δύο.

Στον Αύγουστο, οι δύο κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη, ενώ εκπρόσωπος του δικαστηρίου κατονόμασε ως εμπλεκόμενο βουλευτή τον Μαξιμιλιάν Κρα, πρώην ευρωβουλευτή και νυν εκπρόσωπο της AfD στη γερμανική ομοσπονδιακή βουλή.

Με την συμβολή των Έρικ Ρους, Εύα Φου και Reuters

Ομολογία ενοχής Κινέζου ακτιβιστή στη Νέα Υόρκη για κατασκοπεία υπέρ Πεκίνου

Ένας Κινέζος που διαμένει στη Νέα Υόρκη παραδέχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου πως κατασκόπευε άλλους ακτιβιστές για λογαριασμό της κινεζικής μυστικής υπηρεσίας.

Τη Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου, η Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε ότι ο Τόνγκ Γιουαντζούν, 68 ετών και πολιτογραφημένος Αμερικανός, υπήρξε διακεκριμένη προσωπικότητα της κοινότητας Κινέζων αντιφρονούντων στη Νέα Υόρκη.

Είχε συμμετάσχει σε διαδηλώσεις έξω από το κινεζικό προξενείο στο Μανχάταν και ίδρυσε την Οργάνωση Κεντρικής Ανατολικής ΗΠΑ του Κόμματος Δημοκρατίας της Κίνας με έδρα το Φλάσινγκ, στο Κουίνς.

Παρά το δημόσιο προφίλ του ως υπέρμαχος της δημοκρατίας και επικριτή του Πεκίνου, ο Τονγκ εργαζόταν μυστικά υπό την καθοδήγηση των κινεζικών υπηρεσιών πληροφοριών, συλλέγοντας στοιχεία για άλλους Κινέζους-Αμερικανούς αντιφρονούντες.

Σύμφωνα με τη συμφωνία ενοχής του που κατατέθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Τονγκ ομολόγησε την ενοχή του για συνωμοσία για δράση υπέρ ξένης κυβέρνησης χωρίς την ενημέρωση του Υπουργού Δικαιοσύνης των ΗΠΑ – αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης έως και πέντε έτη.

Για χρόνια, ο Τονγκ Γιουαντζούν εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που είχε κερδίσει στους κύκλους των φιλοδημοκρατικών ακτιβιστών στη Νέα Υόρκη και σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ, εκτελώντας μυστικά αποστολές που του ανέθεταν Κινέζοι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών και ενημερώνοντας το καθεστώς του Πεκίνου για πρόσωπα και γεγονότα που σχετίζονταν με τη δράση υπέρ της δημοκρατίας.

Όπως δήλωσε ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Τζέι Κλέιτον, «Οι μυστικές δραστηριότητες του Τονγκ παραβίασαν την εθνική κυριαρχία των ΗΠΑ και απείλησαν την ασφάλεια των Νεοϋορκέζων που ασκούν θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι. Η παραδοχή ενοχής του Τονγκ αποτελεί απόδειξη της αφοσίωσής μας στην προάσπιση των αμερικανικών αξιών έναντι της επιζήμιας ξένης επιρροής».

Η σύλληψη του Τονγκ έγινε στο Φλάσινγκ τον Αύγουστο του 2023. Του απαγγέλθηκαν κατηγορίες ότι λειτούργησε ως πράκτορας της Κίνας από το 2018 έως τον Ιούνιο του 2023, επιτελώντας εντολές του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας (MSS), της μυστικής υπηρεσίας του Πεκίνου.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, Κινέζος πράκτορας του MSS ανέθεσε στον Τονγκ να φωτογραφίζει και να καταγράφει τοπικές διαδηλώσεις κατά του κινεζικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης και εκδήλωσης το 2023 στο Μανχάταν στη μνήμη των θυμάτων της σφαγής στην Πλατεία Τιενανμέν.

Όπως αναφέρεται σε δικαστικά έγγραφα, ο Τονγκ παρείχε στον πράκτορα του MSS κατάλογο Κινέζων-Αμερικανών δικηγόρων που βοηθούσαν αντιφρονούντες να αποκτήσουν πολιτικό άσυλο και διευκόλυνε τη διείσδυσή του σε διαδικτυακή ομάδα επικοινωνίας στην οποία συμμετείχαν περίπου 140 άτομα, δημιουργώντας του προφίλ με αμερικανικό τηλεφωνικό αριθμό και προσθέτοντάς τον στην ομάδα.

Ο Τονγκ είχε αυτομολήσει στην Ταϊβάν το 2002 και στη συνέχεια έλαβε πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ, καθώς προηγουμένως είχε περάσει 12 χρόνια σε κινεζική φυλακή λόγω της συμμετοχής του στις φοιτητικές διαδηλώσεις της Πλατείας Τιενανμέν το 1989, σύμφωνα με την εφημερίδα Taipei Times.

«Η προδοσία του Τονγκ προς τα ιδανικά των Ηνωμένων Πολιτειών και η συνεισφορά του στην καταστολή των φιλοδημοκρατικών ακτιβιστών από το κινεζικό καθεστώς είναι εκ διαμέτρου αντίθετες προς όσα δήθεν πρέσβευε», δήλωσε ο επικεφαλής του FBI στη Νέα Υόρκη, Κρίστοφερ Γκι Ρέγιες, επικαλούμενος σχετική ανακοίνωση της εισαγγελίας.

Η ανακοίνωση της ποινής του Τονγκ έχει οριστεί για τις 29 Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Ο συνήγορός του δεν κατέστη δυνατό να σχολιάσει. Η υπόθεση αναδεικνύει τη διαρκή προσπάθεια του κινεζικού καθεστώτος για εκστρατείες επιρροής στις ΗΠΑ που πλήττουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία — πρακτική γνωστή ως διασυνοριακή καταστολή. Ομοσπονδιακοί εισαγγελείς υπενθυμίζουν πως πολλαπλές παρόμοιες υποθέσεις έχουν έρθει στο φως τα τελευταία χρόνια.

Σε άλλες περιπτώσεις, πρώην λοχίας της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης, ο Μάικλ ΜακΜάχον, ο Ζανγκ Καντζιάνγκ –μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ– και ο Ζου Γιονγκ –συνταξιούχος από την Κίνα– καταδικάστηκαν φέτος για την εμπλοκή τους σε πιέσεις προς πρώην Κινέζο αξιωματούχο στο Νιου Τζέρσεϊ ώστε να επιστρέψει στην Κίνα.

Ο Ζου καταδικάστηκε σε δύο έτη φυλάκισης, ο Ζανγκ σε 16 μήνες και ο ΜακΜάχον σε 18 μήνες. Τον Αύγουστο του 2024, Κινεζοαμερικανός ακαδημαϊκός ονόματι Ουάνγκ Σιτζουν κρίθηκε ένοχος ότι για περισσότερα από δέκα χρόνια ζούσε διπλή ζωή ως κατάσκοπος του MSS, συγκεντρώνοντας στοιχεία για διαδηλωτές του Χονγκ Κονγκ υπέρ της δημοκρατίας, υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν και ακτιβιστές Ουιγούρων και Θιβετιανών.

Τον Απρίλιο του 2023, η Εισαγγελία Ανατολικής Περιφέρειας Νέας Υόρκης ανακοίνωσε τη σύλληψη και την απαγγελία κατηγοριών σε δύο κατοίκους της πόλης για φερόμενη λειτουργία παράνομου «αστυνομικού σταθμού» του Πεκίνου στο Μανχάταν για λογαριασμό του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Με την συμβολή του Associated Press

Η στρατηγική σημασία της Ταϊβάν για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την παγκόσμια ισορροπία

«Εάν η Ταϊβάν καταληφθεί δια της βίας από την Κίνα, θα προκληθεί ένα ντόμινο εξελίξεων, θα διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή και θα απειληθούν η ασφάλεια και η ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών», τόνισε ο Τσιού Τσουι-τσενγκ, επικεφαλής του Συμβουλίου Υποθέσεων της Ηπειρωτικής Κίνας της Ταϊβάν.

Μιλώντας στο συντηρητικό think tank Heritage Foundation στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Τσιού υπογράμμισε τη στρατηγική σημασία της Ταϊβάν για τα αμερικανικά συμφέροντα. Σημείωσε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) αποσκοπεί στην ενσωμάτωση της Ταϊβάν, επιδιώκοντας να μειώσει την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

«Το ΚΚΚ θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισμένη επαρχία που πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική Κίνα, παρόλο που το Πεκίνο δεν έχει κυβερνήσει ποτέ το νησί», εξήγησε ο Τσιού.

Παράλληλα, αναφέρθηκε στη διαρκή στρατιωτική υποστήριξη που λαμβάνει η Ταϊβάν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο του Νόμου για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν. Σύμφωνα με πληροφορίες από Αμερικανούς αξιωματούχους, υπάρχει εκτίμηση για πιθανή κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν έως το 2027.

«Η Ταϊβάν εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και στον υπουργό Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, που επανεπιβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους προς τη χώρα μας», δήλωσε ο Τσιού, αναφερόμενος στη διαβεβαίωση που εξασφάλισε ο Τραμπ από τον Σι Τζινπίνγκ ότι η Κίνα δεν θα εισέβαλε στην Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.

Στο ζήτημα της αποτροπής, ο Ρούμπιο επισήμανε: «Για να αποτραπεί μια τέτοια επίθεση, πρέπει το κόστος για την Κίνα να ξεπερνά το πιθανό όφελος. Η αποτροπή είναι το κλειδί», προσθέτοντας πως «η αποτροπή ξεκινά αναμφισβήτητα από τις ίδιες τις αμυντικές δυνατότητες της Ταϊβάν».

Ο Τσιού ανέδειξε τους στόχους της Ταϊβάν για την αύξηση του αμυντικού της προϋπολογισμού στο 3,32% του ΑΕΠ το επόμενο έτος και στο 5% ως το 2030.

Τόνισε τη σημασία της βιομηχανίας ημιαγωγών του νησιού, καθώς εκεί παράγεται το 90% των κορυφαίων μικροτσίπ παγκοσμίως. «Αν υποβαθμιστεί ο ρόλος της Ταϊβάν σε αυτόν τον τομέα, θα είναι τεράστια απώλεια για τη διεθνή κοινότητα, και ειδικά για τις ΗΠΑ και τη βιομηχανία τεχνολογίας τους», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, επεσήμανε τη σημασία της ειρήνης στην περιοχή, σημειώνοντας ότι «το 50% της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων διέρχεται από το στενό της Ταϊβάν».

Υπογράμμισε ακόμη ότι το ΚΚΚ εντείνει την πίεση προς τη χώρα του χρησιμοποιώντας εργαλεία οικονομικής εξάρτησης λόγω της διασύνδεσης των δύο οικονομιών.

«Οι στρατιωτικές παραβιάσεις του κινεζικού καθεστώτος, με μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία κοντά στην Ταϊβάν, είναι πλέον όλο και πιο συχνές», σημείωσε ο Τσιού. Μόνο το 2024, η Ταϊβάν έχει καταγράψει περισσότερες από 5.000 εξόδους κινεζικών αεροσκαφών, με σημαντικό αριθμό να διασχίζει τη νοητή γραμμή του στενού.

«Η στρατηγική σημασία της Ταϊβάν είναι αναντικατάστατη, και μια ασφαλής και ευημερούσα Ταϊβάν μπορεί να συμβάλει στην αναγέννηση της αμερικανικής ισχύος», κατέληξε ο Τσιού.

Κατά την πρόσφατη επίσκεψη Αμερικανών γερουσιαστών, η γερουσιάστρια Φίσερ δήλωσε στην ολομέλεια της Γερουσίας: «Μια ισχυρότερη Ταϊβάν σημαίνει ισχυρότερες Ηνωμένες Πολιτείες, και το αντίστροφο. Γι’ αυτό οι δύο χώρες μας οφείλουν να εργαστούν αποφασιστικά για την εμβάθυνση της συνεργασίας».

Καταδίκασε τις τακτικές του ΚΚΚ απέναντι στην Ταϊβάν ως απαράδεκτες, υπογραμμίζοντας ότι η Ταϊβάν αποτελεί δοκιμασία αξιοπιστίας για την αμερικανική προσήλωση στη διατήρηση μιας διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες.

«Αν η Ταϊβάν υποκύψει σε καταναγκασμούς, οι συνέπειες θα ξεπεράσουν κατά πολύ τα όρια του στενού της Ταϊβάν, καθώς θα κλονίσουν την αυτοπεποίθηση των συμμάχων μας και θα ενθαρρύνουν τους αντιπάλους μας ανά τον κόσμο», προειδοποίησε η Φίσερ.

Ταϊβάν: Νέο εγχειρίδιο πολιτικής άμυνας εν μέσω κινεζικής στρατιωτικής απειλής

Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ταϊβάν παρουσίασε ανανεωμένη έκδοση του εγχειριδίου πολιτικής άμυνας, το οποίο εκπαιδεύει τους πολίτες σε ζητήματα ασφαλείας σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, επιδημιών και στρατιωτικής επιθετικότητας από την Κίνα.

Στο κείμενο τονίζεται ότι είτε πρόκειται για φυσικές καταστροφές, επιδημίες, ακραία καιρικά φαινόμενα ή την απειλή κινεζικής εισβολής, οι προκλήσεις για τον λαό της Ταϊβάν δεν έχουν πάψει να υφίστανται.

Σύμφωνα με το εθνικό πρακτορείο ειδήσεων, Central News Agency, το εγχειρίδιο αναρτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου στον ιστότοπο της Υπηρεσίας Ολικής Στρατιωτικής Κινητοποίησης, ενώ στις 16 Σεπτεμβρίου έχει προγραμματιστεί συνέντευξη Τύπου για την παρουσίασή του.

Σενάρια στρατιωτικής απειλής

Μεγάλο μέρος του εγχειριδίου αφορά τις οδηγίες προς τους πολίτες για όταν η κινεζική στρατιωτική επιθετικότητα γίνει πραγματικότητα. Υπογραμμίζεται ότι σε ενδεχόμενη εισβολή οποιοσδήποτε ισχυρισμός πως η κυβέρνηση έχει παραδοθεί ή ότι το έθνος ηττήθηκε είναι ψευδής.

Επίσης, υπάρχει η προειδοποίηση ότι «εχθρικές ξένες δυνάμεις» μπορεί να χρησιμοποιήσουν ψεύτικους λογαριασμούς και ντόπιους συνεργάτες για να διασπείρουν παραπληροφόρηση, να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και να διαδώσουν θεωρίες συνωμοσίας, με σκοπό να υπονομεύσουν το ηθικό των πολιτών, τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε περίοδο κρίσης.

Το εγχειρίδιο επισημαίνει ακόμη ότι ορισμένες συσκευές κινεζικών εταιρειών με κάμερες  – όπως κάμερες ασφαλείας και αισθητήρες εικόνας  – ενδέχεται να μετατραπούν σε εργαλεία του εχθρού σε περίπτωση κρίσης.

Πιθανά πλήγματα και οδηγίες προστασίας

Το εγχειρίδιο καταγράφει πιθανά στρατιωτικά σενάρια, όπως δολιοφθορές σε κρίσιμες υποδομές και υποθαλάσσια καλώδια, έλεγχο ταϊβανέζικων πλοίων, επιβολή ζωνών απαγόρευσης πτήσεων στο όνομα στρατιωτικών ασκήσεων, πτήσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών στον εναέριο χώρο, διακοπή συγκοινωνιών και εμπορίου με την Κίνα, καθώς και γενικευμένη εισβολή.

Σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής, οι πολίτες καλούνται να καταφύγουν σε υπόγειους χώρους ή καταφύγια. Αν εντοπιστεί παρουσία εχθρικών δυνάμεων, συνιστάται η άμεση απομάκρυνση από την περιοχή ή η αναζήτηση καταφυγίου σε ασφαλή χώρο μακριά από παράθυρα. Τονίζεται ότι δεν πρέπει να βγάζουν φωτογραφίες και βίντεο ούτε να ανεβάζουν πληροφορίες για στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τους Ταϊβανούς στρατιώτες.

Το εγχειρίδιο παροτρύνει επίσης τους γονείς να συζητούν με τα παιδιά για το ενδεχόμενο στρατιωτικής απειλής και να ετοιμάζουν μαζί κιτ επιβίωσης.

Στο εξώφυλλο, που είναι φωτεινό πορτοκαλί, παρουσιάζονται σκίτσα προσώπων διαφορετικών ηλικιών και επαγγελμάτων, μαζί με σχέδια αντικειμένων πρώτης ανάγκης όπως μπαταρίες, ραδιόφωνο, σακίδιο και φακός.

Το εγχειρίδιο περιλαμβάνει προειδοποιήσεις για κινδύνους ασφαλείας που προέρχονται από κινεζικές εφαρμογές, όπως το DeepSeek, το WeChat, το TikTok, το Douyin και το RedNote, με το Douyin να αποτελεί την κινεζική εκδοχή του TikTok. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της Ταϊβάν είχε δημοσιεύσει έκθεση που κατονόμαζε πέντε εφαρμογές – Douyin, RedNote, Weibo, WeChat και Baidu Cloud – ως σημαντικούς κυβερνοκινδύνους, λόγω της υπερβολικής συλλογής δεδομένων.

Τόνωση του ηθικού και διεθνές πλαίσιο

Στο εγχειρίδιο επισημαίνεται ότι η ελευθερία και η δημοκρατία δεν προέκυψαν τυχαία, αλλά κερδήθηκαν με τις θυσίες και τους αγώνες αμέτρητων Ταϊβανών. Για τον λόγο αυτό, οι πολίτες δεν θα υποκύψουν στην επιθετικότητα και θα υπερασπιστούν με ψηλά το κεφάλι τη ζωή που έχουν κατακτήσει.

Η Κίνα εξακολουθεί να θεωρεί την Ταϊβάν μέρος της επικράτειάς της, παρότι δεν έχει ποτέ κυβερνήσει το νησί. Η Ταϊβάν, η οποία λειτουργεί ως de facto ανεξάρτητο κράτος, στηρίζεται κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες για την προμήθεια όπλων για την ενίσχυση της άμυνάς της.

Ο Σεν Γουέι-τσι, διευθυντής της Υπηρεσίας Ολικής Στρατιωτικής Κινητοποίησης, δήλωσε σε συνέντευξή του στο Central News Agency, που δημοσιεύθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου, ότι υπήρξαν δύο προηγούμενες εκδόσεις του εγχειριδίου, το 2022 και το 2023.

Ως προς το χρονοδιάγραμμα, ο ίδιος σημείωσε ότι η Γαλλία, η Φινλανδία, η Σουηδία και η Λιθουανία έχουν εκδώσει αντίστοιχα εγχειρίδια άμυνας για την προετοιμασία των πολιτών σε ενδεχόμενες κρίσεις, κάτι που ώθησε την Ταϊβάν να ακολουθήσει το παράδειγμα.

Ανέφερε επίσης ότι απέναντι στη διεύρυνση του αυταρχισμού, οι δημοκρατικές χώρες ενισχύουν την κοινωνική τους ανθεκτικότητα και η Ταϊβάν κάνει το ίδιο.

Με πληροφορίες από το Reuters

Ο Ρούμπιο συνομιλεί με τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών εν μέσω διμερών εντάσεων

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κινέζο ομόλογό του στις 10 Σεπτεμβρίου, συνεχίζοντας τον διάλογό τους που είχε ξεκινήσει κατά τη συνάντησή τους στη Μαλαισία τον Ιούλιο.

Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, ο Ρούμπιο υπογράμμισε τη σημασία της ανοιχτής και εποικοδομητικής επικοινωνίας σε μία σειρά διμερών ζητημάτων. Ο αναπληρωτής εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τόμμυ Πίγκοτ, δήλωσε σχετικά με τη συνομιλία: «Συζήτησαν επίσης άλλα παγκόσμια και περιφερειακά ζητήματα, στο πλαίσιο της συνέχισης των διαβουλεύσεων στην Κουάλα Λουμπούρ».

Τον Ιούλιο, ο Ρούμπιο είχε συναντηθεί με τον Ουάνγκ στο περιθώριο της περιφερειακής συνόδου του Συνδέσμου Κρατών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) στη Μαλαισία.

Τότε, ο Αμερικανός υπουργός είχε δηλώσει ότι «οι πιθανότητες μιας συνάντησης του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ είναι υψηλές», προσθέτοντας ωστόσο πως «δεν είχε οριστεί ημερομηνία».

Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας χαρακτήρισε την τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Ρούμπιο και Ουάνγκ «καίρια, αναγκαία και ουσιαστική».

Ο Ουάνγκ κατηγόρησε πρόσφατα τις ΗΠΑ για αρνητικές δηλώσεις και πράξεις, υποστηρίζοντας ότι ζημιώνουν τα συμφέροντα της Κίνας και πλήττουν τις διμερείς σχέσεις. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να επιδείξουν σύνεση λόγων και πράξεων σε ζητήματα που άπτονται των βασικών κινεζικών συμφερόντων, όπως η Ταϊβάν», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας θεωρεί την Ταϊβάν αναπόσπαστο τμήμα της επικρατείας του και αντιτίθεται σε οποιαδήποτε επίσημη επαφή της Ταϊπέι με ξένες κυβερνήσεις ή διεθνείς οργανισμούς.

Στα τέλη Αυγούστου, ο Ρότζερ Γουίκερ, πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας, και η γερουσιαστής Ντεμπ Φίσερ, μέλος της ίδιας επιτροπής, επισκέφθηκαν την Ταϊβάν και συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της χώρας, Λάι Τσινγκ-τιε.

Σε εβδομαδιαία έκθεσή του στις 8 Σεπτεμβρίου, ο Γουίκερ τόνισε τη σημασία της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, σημειώνοντας: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να στηρίζουν την Ταϊβάν με αμυντικό στρατιωτικό εξοπλισμό, βάσει του Νόμου για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν».

«Μια ελεύθερη Ταϊβάν διασφαλίζει τα ελεύθερα έθνη του Ειρηνικού και ενισχύει τα αμερικανικά αμυντικά στρατεύματα που σταθμεύουν στην περιοχή. Εάν η Κίνα επιτεθεί στην Ταϊβάν και οι ΗΠΑ δεν υπερασπιστούν το νησί, είναι πιθανό άλλα κράτη να διστάσουν να φιλοξενήσουν αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο μέλλον. Τελικά, οι δυνάμεις μας ενδέχεται να υποχωρήσουν μέχρι και στη Χαβάη ή το Γκουάμ, καθιστώντας την πατρίδα μας πιο ευάλωτη», επεσήμανε ο Γουίκερ.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε νέα πολιτική περιορισμού βίζας σε πολίτες της Κεντρικής Αμερικής που ενεργούν υπό την επιρροή του Πεκίνου, υποστηρίζοντας ότι ορισμένα άτομα υπονόμευαν το κράτος δικαίου στην περιοχή. Ο Ρούμπιο σχολίασε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται να αντιμετωπίσουν τη διεφθαρμένη επιρροή της Κίνας στην Κεντρική Αμερική και να σταματήσουν τις απόπειρές της να υπονομεύσει τη νομιμότητα».

Στις 2 Σεπτεμβρίου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε με ψηφοφορία 407-4 το νομοσχέδιο «Stop Chinese Fentanyl Act». Το νομοσχέδιο, που εισήγαγε ο Άντυ Μπαρ, δίνει εξουσία στην αμερικανική κυβέρνηση να επιβάλει κυρώσεις σε Κινέζους υπηκόους και εταιρείες που εμπλέκονται στην παραγωγή, πώληση, χρηματοδότηση ή μεταφορά συνθετικών οπιοειδών ή των πρόδρομων χημικών τους.

Στις 3 Σεπτεμβρίου, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε την παραπομπή τριών Αμερικανών, είκοσι δύο Κινέζων υπηκόων και τεσσάρων κινεζικών εταιρειών για φερόμενη διευκόλυνση της μεταφοράς παράνομων ουσιών από την Κίνα, που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαιντανύλης.

Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών επέβαλε ταυτόχρονα κυρώσεις σε δύο από τους κατηγορουμένους και σε μία εκ των κινεζικών εταιρειών.

Σε ξεχωριστή εξέλιξη, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πητ Χέγκσεθ, συνομίλησε τηλεφωνικά με τον Κινέζο υπουργό Άμυνας, Ντονγκ Τζουν, στις 9 Σεπτεμβρίου.

Σύμφωνα με το Πεντάγωνο, ο Χέγκσεθ διαμήνυσε στον Ντονγκ πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαφυλάξουν με αποφασιστικότητα τα συμφέροντά τους στον Ινδο-Ειρηνικό».

Γιατί η Ταϊβάν επικρίνει τη στρατιωτική επίδειξη ισχύος του Πεκίνου

Η κινεζική κομμουνιστική ηγεσία δαπανά πάνω από πέντε δισεκατομμύρια δολάρια για να τιμήσει μια νίκη σε έναν πόλεμο στον οποίο είχε ελάχιστη συμμετοχή, κατήγγειλε κυβερνητικός αξιωματούχος της Ταϊβάν την 1η Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση που διοργανώθηκε στην Κίνα για την επέτειο.

Η Σινγιού Τσενγκ, αναπληρώτρια υπουργός στο Συμβούλιο Υποθέσεων της Ηπειρωτικής Κίνας – την ταϊβανέζικη κυβερνητική υπηρεσία που διαχειρίζεται τις σχέσεις με το Πεκίνο – δήλωσε: «Η στρατιωτική παρέλαση που προγραμματίζει το Πεκίνο για τις 3 Σεπτεμβρίου, με αφορμή την ήττα της Ιαπωνίας στον Β΄ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο, θα κοστίσει πάνω από 36 δισ. γουάν. Είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν πάνω από 150 δισ. νέα δολάρια Ταϊβάν για να διοργανώσουν μια στρατιωτική επίδειξη, αδιαφορώντας για τα οικονομικά, εργασιακά και κοινωνικά προβλήματα της Κίνας». Η Τσενγκ εξέφρασε απορία για το πώς αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι Κινέζοι πολίτες αυτή την κατάσταση.

Τον Μάρτιο, η Κίνα ανακοίνωσε πως ο προϋπολογισμός άμυνας για το 2025 θα φτάσει περίπου τα 1,8 τρισ. γουάν. Ωστόσο, αναλυτές αμυντικών θεμάτων εκτιμούν πως το επίσημο νούμερο υπολείπεται των πραγματικών στρατιωτικών δαπανών του Πεκίνου.

Η εκτίμηση της Τσενγκ συνάδει με τα στοιχεία του ταϊβανέζικου κρατικού πρακτορείου ειδήσεων, που επικαλούμενο ανώνυμους αξιωματούχους εθνικής ασφάλειας είχε αποκαλύψει ότι τα 36 δισ. γουάν αφορούν και κρατικές αποζημιώσεις σε εργοστάσια, εργοτάξια και άλλες επιχειρήσεις του Πεκίνου που υποχρεώθηκαν σε παύση λειτουργίας πριν και κατά τη διάρκεια της παρέλασης.

Ο Β΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος ξέσπασε το 1937, δύο χρόνια πριν από την επίσημη έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ιαπωνία παραδόθηκε στις Συμμαχικές Δυνάμεις τον Αύγουστο του 1945, με την υπογραφή της συνθήκης παράδοσης στο αμερικανικό πλοίο USS Missouri, στον κόλπο του Τόκυο, στις 2 Σεπτεμβρίου 1945.

Τον αγώνα κατά των Ιαπώνων εισβολέων είχε αναλάβει κυρίως η εθνικιστική κυβέρνηση της Κίνας, η αποκαλούμενη τότε Δημοκρατία της Κίνας, ενώ και κομμουνιστικές δυνάμεις συμμετείχαν σε επιχειρήσεις αντίστασης.

Το 1949, μετά από εμφύλιες συρράξεις κατά τις οποίες επικράτησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας αποσύρθηκε στην Ταϊβάν. Την ίδια χρονιά, το ΚΚΚ ίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην ενδοχώρα. Τόσο η Ταϊβάν όσο και η ηπειρωτική Κίνα γιορτάζουν την ήττα της Ιαπωνίας στις 3 Σεπτεμβρίου.

Η Τσενγκ καταδίκασε τη φετινή παρέλαση σημειώνοντας πως είναι παράλογη από ιστορικής, πολιτικής και νομικής σκοπιάς. «Γνωρίζουμε όλοι πως το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν συνέβαλε στη νίκη. Εκμεταλλεύτηκε απλώς τον πόλεμο προς ίδιον όφελος», ανέφερε.

Προσέθεσε: «Όταν η Δημοκρατία της Κίνας πολεμούσε την Ιαπωνία, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν υπήρχε καν». Υπογράμμισε ότι, με βάση τον αριθμό των θυμάτων στις εθνικιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις, διαφαίνεται ποια πλευρά έδωσε τον πραγματικό αγώνα εναντίον του ιαπωνικού στρατού.

Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Άμυνας της Ταϊβάν, πάνω από τρία εκατομμύρια στρατιωτικοί και αξιωματούχοι των Εθνικιστών έχασαν τη ζωή τους στον οκταετή πόλεμο.

Η Epoch Times δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει αντίστοιχα στοιχεία για τις κομμουνιστικές απώλειες.

Η Τσενγκ εκτίμησε ότι το κινεζικό καθεστώς αξιοποιεί την παρέλαση για να προβάλει την στρατιωτική του ισχύ, με σκοπό την ενίσχυση της επιρροής της Κίνας σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. «Μέσα από τη στρατιωτική παρέλαση και τον συνασπισμό της με αυταρχικά καθεστώτα όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, διαμορφώνει μια διεθνή τάξη αντίθετη προς το δημοκρατικό στρατόπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης», σχολίασε.

Μεταξύ των 26 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων που αναμένεται να παραστούν στην παρέλαση περιλαμβάνονται ο Κιμ Γιονγκ-ουν, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Παζεσκιαν.

Η Τσενγκ επεσήμανε ακόμη πως η παρέλαση επιδιώκει να προωθήσει τον κινεζικό εθνικισμό, να ενισχύσει την εσωτερική αυτοπεποίθηση και να εκτρέψει την προσοχή από τον σινοαμερικανικό ανταγωνισμό, την οικονομική ύφεση και άλλα προβλήματα.

Την 1η Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος του εθνικιστικού κόμματος Κουομιντάνγκ, Έρικ Τσου, δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Οι κομμουνιστές πολέμησαν πράγματι στον πόλεμο, αλλά ηγέτης στον αγώνα ήταν η Δημοκρατία της Κίνας και το δικό μας κόμμα. Αυτή η ιστορία είναι σαφής και δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί».

Στις 2 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τι, τόνισε ενώπιον στελεχών του υπουργείου Άμυνας: «Η επιθετικότητα θα αποτύχει», με αναφορά στις ταϊβανέζικες νίκες κατά των κομμουνιστικών κινεζικών δυνάμεων το 1958, κατά τη δεύτερη κρίση στα στενά της Ταϊβάν.

Ο Λάι επεσήμανε: «Γνωρίζουμε όλοι ότι το τρέχον κλίμα ασφαλείας είναι πιο τεταμένο από ποτέ. Τα τελευταία χρόνια, οι Κινέζοι κομμουνιστές διεξάγουν διαρκώς επιχειρήσεις υψηλής έντασης με στρατιωτικά αεροσκάφη και πλοία γύρω από τα στενά της Ταϊβάν».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ουδέποτε κυβέρνησε την Ταϊβάν, ωστόσο τη θεωρεί αποσχισμένη επαρχία και έχει δεσμευθεί να προχωρήσει ακόμη και σε χρήση βίας για την προσάρτηση του νησιού. Στην πράξη, όμως, η Ταϊβάν λειτουργεί ως de facto ανεξάρτητο κράτος, με δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, δικό της Σύνταγμα και στρατιωτικές δυνάμεις.

Με πληροφορίες από το Reuters