Σάββατο, 12 Ιούλ, 2025

Ο Τραμπ φέρεται να είχε απειλήσει με βομβαρδισμό Μόσχα και Πεκίνο

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, φέρεται να δήλωσε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης συγκέντρωσης κεφαλαίων το 2023 ότι είχε ξεχωριστά προειδοποιήσει τους ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας πως θα βομβάρδιζε τις πρωτεύουσές τους σε περίπτωση εισβολής σε γειτονικές χώρες, σύμφωνα με ηχητικό απόσπασμα που διέρρευσε και δημοσίευσε το CNN στις 8 Ιουλίου.

Το ηχητικό φέρεται να καταγράφει τον Τραμπ να αναφέρεται σε συνομιλίες που είχε κατά το παρελθόν με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και τον ηγέτη του κινεζικού καθεστώτος Σι Τζινπίνγκ, κατά τη διάρκεια μιας ιδιωτικής εκδήλωσης στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας για τις εκλογές του 2024.

Σύμφωνα με το απόσπασμα, ο Τραμπ φέρεται να είπε πως είχε πει στον Πούτιν ότι εάν προχωρούσε σε εισβολή στην Ουκρανία, εκείνος δεν θα είχε άλλη επιλογή παρά να βομβαρδίσει τη Μόσχα. Φέρεται μάλιστα να πρόσθεσε ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν τον πίστεψε αρχικά, αν και φάνηκε να τον πιστεύει «κατά 10%».

Κατά το ίδιο ηχητικό, ο Τραμπ φέρεται να ανέφερε ότι είχε μεταφέρει ανάλογο μήνυμα και στον Σι Τζινπίνγκ, σε περίπτωση κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν. Φέρεται να δήλωσε πως είπε στον Κινέζο ηγέτη ότι θα βομβάρδιζε το Πεκίνο, προσθέτοντας πως εκείνος τον θεώρησε τρελό, αλλά πάλι τον πίστεψε «κατά 10%», κάτι που – κατά τα λεγόμενα του Τραμπ – ήταν αρκετό.

Ο Τραμπ φέρεται επίσης να δήλωσε ότι δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τον Σι και ότι οι σχέσεις τους ήταν ομαλές. Το ηχητικό ντοκουμέντο περιλαμβάνεται στο βιβλίο των δημοσιογράφων Τζος Ντόσεϋ, Τάιλερ Πέιτζερ και Άιζακ Άρνσντορφ με τίτλο «2024: How Trump Retook the White House and the Democrats Lost America» («2024: Πώς ξαναπήρε ο Τραμπ τον Λευκό Οίκο και οι Δημοκρατικοί έχασαν την Αμερική»), το οποίο κυκλοφόρησε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.

Σύμφωνα με το CNN, τα αποσπάσματα προέρχονται από ηχογραφήσεις που έγιναν σε εκδηλώσεις χρηματοδότησης της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ στη Νέα Υόρκη και τη Φλόριντα μέσα στο 2024. Παραμένει ασαφές πότε ακριβώς φέρεται να έγιναν οι επίμαχες προειδοποιήσεις προς τον Πούτιν και τον Σι.

Η εφημερίδα The Epoch Times δεν κατάφερε να επαληθεύσει ανεξάρτητα την αυθεντικότητα των ηχογραφήσεων.

Σε ερώτηση που της τέθηκε μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Άννα Κέλλυ δήλωσε ότι, όπως έχει επανειλημμένως πει ο Τραμπ, η Ρωσία δεν τόλμησε να εισβάλει στην Ουκρανία όσο εκείνος βρισκόταν στην προεδρία. Σύμφωνα με την ίδια, αυτό συνέβη μόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τζο Μπάιντεν, και χάρη στην ηγεσία του σημερινού προέδρου, οι Ηνωμένες Πολιτείες επανήλθαν στον ρόλο της ηγέτιδας δύναμης του ελεύθερου κόσμου, ενώ η «ειρήνη μέσω ισχύος» αποκαταστάθηκε.

Η ίδια πρόσθεσε ότι ο Τραμπ εξελέγη βάσει της ατζέντας «Πρώτα η Αμερική» και εργάζεται για να υλοποιήσει τη λαϊκή εντολή.

Η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον δεν απάντησε σε σχετικό αίτημα σχολιασμού έως την ώρα δημοσίευσης. Από την πλευρά του Κρεμλίνου, ο εκπρόσωπος Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε – σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο TASS – ότι δεν είχε εξουσιοδότηση να σχολιάσει. Εξέφρασε αμφιβολίες για την αυθεντικότητα της πληροφορίας, λέγοντας πως στη σημερινή εποχή κυκλοφορούν πολλές ψεύτικες ειδήσεις και πως οι ψεύτικες ειδήσεις συχνά υπερτερούν των αληθινών, κάτι που λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την ανάλυση κάθε είδησης.

Ο Τραμπ έχει υποστηρίξει επανειλημμένα ότι ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, ο οποίος ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022, δεν θα είχε ξεσπάσει εάν εκείνος ήταν ακόμη πρόεδρος.

Οι διπλωματικές προσπάθειες των ΗΠΑ για την επίλυση της σύγκρουσης έχουν επιβραδυνθεί. Μιλώντας σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 8 Ιουλίου, ο Τραμπ φέρεται να εξέφρασε απογοήτευση για τη στάση του Πούτιν στις διαπραγματεύσεις, λέγοντας ότι δέχονται συνεχώς προσβλητικές ενέργειες από τον Ρώσο πρόεδρο, ο οποίος εμφανίζεται πάντα ευγενικός, αλλά στην πράξη η στάση του αποδεικνύεται κενή περιεχομένου.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πητ Χέγκσεθ προειδοποίησε στις 31 Μαΐου – μιλώντας στο φόρουμ Shangri-La Dialogue στη Σιγκαπούρη – ότι μια ενδεχόμενη κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν θα μπορούσε να «επίκειται», αν και όπως σημείωσε, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τις προθέσεις της Κίνας.

Υπενθύμισε ότι ο Σι έχει διατάξει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας να είναι έτοιμες για ενδεχόμενη επίθεση στην Ταϊβάν έως το 2027, προσθέτοντας ότι οποιαδήποτε προσπάθεια του κινεζικού καθεστώτος να καταλάβει την Ταϊβάν δια της βίας θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και τον υπόλοιπο κόσμο.

Σε γραπτή κατάθεσή του ενώπιον του Κογκρέσου τον Ιούνιο, ο Χέγκσεθ χαρακτήρισε το κινεζικό καθεστώς «καθοριστική απειλή», υποστηρίζοντας ότι το Πεκίνο προετοιμάζεται για πόλεμο στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής του να κυριαρχήσει πρώτα στην περιοχή και κατόπιν παγκοσμίως.

Κατά την άποψή του, αν η Κίνα πετύχει αυτόν τον στόχο, θα μπορούσε να υπονομεύσει την προσπάθεια επαναφοράς της παραγωγής στις ΗΠΑ και να στραγγαλίσει την αμερικανική οικονομία. Ο Χέγκσεθ κατέληξε ότι κάτι τέτοιο «δεν πρέπει να συμβεί και το υπουργείο του δεν θα το επιτρέψει».

Προειδοποίηση της Ταϊβάν για κινεζικές εφαρμογές λόγω σοβαρών απειλών κυβερνοασφάλειας

Το Εθνικό Γραφείο Ασφαλείας της Ταϊβάν εξέδωσε προειδοποίηση για σημαντικούς κινδύνους κυβερνοασφάλειας που συνδέονται με πέντε κινεζικές εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα, εστιάζοντας στον κίνδυνο υπερβολικής συλλογής προσωπικών δεδομένων.

Η ανακοίνωση έγινε μετά από εκτενή έρευνα σε συνεργασία με το Γραφείο Ερευνών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών, με τα ευρήματα να γνωστοποιούνται στις 2 Ιουλίου.

Οι εφαρμογές που εντοπίστηκαν είναι οι εξής:  

  • Douyin (το κινεζικό αντίστοιχο του TikTok)  
  • RedNote  
  • Weibo  
  • WeChat  
  • Baidu Cloud  

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Εθνικού Γραφείου Ασφαλείας, διαπιστώνονται σοβαρά ζητήματα ασφαλείας στις παραπάνω εφαρμογές, κυρίως όσον αφορά την υπερβολική συλλογή δεδομένων και πιθανές παραβιάσεις της ιδιωτικότητας.

Στην αξιολόγησή του, το Γραφείο ανέφερε: «Οι πέντε εφαρμογές εξετάστηκαν βάσει 15 δεικτών σε πέντε κατηγορίες — συλλογή προσωπικών δεδομένων, υπερβολική χρήση δικαιωμάτων, μετάδοση και κοινοποίηση δεδομένων, εξαγωγή πληροφοριών συστήματος και πρόσβαση σε βιομετρικά δεδομένα».

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα:  

  • Το RedNote παραβίασε και τους 15 δείκτες.  
  • Τα Douyin και Weibo είχαν από 13 παραβάσεις το καθένα.  
  • Το WeChat είχε 10 παραβάσεις.  
  • Το Baidu Cloud είχε 9 παραβάσεις.  

Το Εθνικό Γραφείο Ασφαλείας υπογράμμισε: «Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι συγκεκριμένες κινεζικές εφαρμογές παρουσιάζουν κινδύνους κυβερνοασφάλειας που υπερβαίνουν κατά πολύ το εύλογο όριο που ακολουθούν συνηθισμένες εφαρμογές ως προς τις απαιτήσεις συλλογής δεδομένων».

Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι τα RedNote, Weibo και Douyin συλλέγουν χωρίς άδεια προσωπικά δεδομένα, περιλαμβανομένων ευαίσθητων πληροφοριών όπως δεδομένα τοποθεσίας, λίστες επαφών, περιεχόμενο πρόχειρου, στιγμιότυπα οθόνης και δεδομένα αποθηκευμένα στη συσκευή.

Το WeChat εμφάνισε παρόμοιες παραβάσεις, εξαιρουμένης της πρόσβασης σε δεδομένα πρόχειρου. Και οι πέντε εφαρμογές φάνηκε να αντλούν εσκεμμένα στοιχεία για τις εγκατεστημένες εφαρμογές και τις παραμέτρους της συσκευής. Πέραν του WeChat, οι υπόλοιπες παρατηρήθηκε ότι συλλέγουν και δεδομένα αναγνώρισης προσώπου.

Εντοπίστηκε επίσης πως όλες οι εφαρμογές μεταδίδουν πακέτα δεδομένων σε διακομιστές που εδρεύουν στην Κίνα, γεγονός που εντείνει την ανησυχία σχετικά με την πιθανή κατάχρηση προσωπικών δεδομένων από τρίτους. Το Εθνικό Γραφείο Ασφαλείας επισήμανε: «Αυτού του είδους οι μεταδόσεις δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες για την κατάχρηση των προσωπικών δεδομένων από τρίτους».

Με βάση τη νομοθεσία περί κυβερνοασφάλειας και εθνικής πληροφόρησης στην Κίνα, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να παραδίδουν δεδομένα χρηστών στις αρχές, όταν αυτό ζητείται για λόγους εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας ή για λόγους πληροφοριών. Αυτή η πρακτική εγείρει σοβαρούς φόβους για σημαντικές παραβιάσεις της ιδιωτικότητας των Ταϊβανών χρηστών, καθώς συγκεκριμένοι κινεζικοί φορείς ενδέχεται να συλλέγουν τα δεδομένα αυτά.

Τα ευρήματα ανέδειξαν ακόμη πως το RedNote είναι η μοναδική εφαρμογή που ανεβάζει αχρείαστα προσωπικά δεδομένα ακόμη κι όταν είναι ανενεργή. Επίσης, τόσο το RedNote όσο και το Weibo επικρίθηκαν για την επιβολή υποχρεωτικών αποδοχών σε παράλογους όρους απορρήτου. Ως απάντηση, το Εθνικό Γραφείο Ασφαλείας κάλεσε το κοινό να αποφεύγει τη λήψη εφαρμογών κινεζικής προέλευσης που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων ή των εταιρικών μυστικών.

Παράλληλα, η κυβέρνηση της Ταϊβάν έχει προχωρήσει σε απαγόρευση των Douyin, TikTok και RedNote σε υπηρεσιακές συσκευές και εντός δημόσιων υπηρεσιών. Οι αποκαλύψεις αυτές ενισχύουν τις ανησυχίες που εκφράζονται τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και διεθνώς για τους κινδύνους που εγκυμονούν οι κινεζικές εφαρμογές, ιδίως το TikTok, για την εθνική ασφάλεια.

Η αυστηρή εξέταση των κινεζικών εφαρμογών στην Ταϊβάν εντάθηκε τον περασμένο μήνα, έπειτα από δηλώσεις του Τζανγκ Γουέιγουέι, διευθυντή του Ινστιτούτου Κίνας του Πανεπιστημίου Φουντάν. Σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Ουχάν, ο Τζανγκ ισχυρίστηκε ότι η Ταϊβάν θα μπορούσε να διοικηθεί ευκολότερα σε σύγκριση με το Χονγκ Κονγκ, εάν ενοποιούνταν με την ηπειρωτική Κίνα, αφού οι νεαροί Ταϊβανοί επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από εφαρμογές όπως το RedNote.

Στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής ακρόασης και ως απάντηση στις δηλώσεις του Τζανγκ, ο Τσιου Τσουιτσίνγκ, επικεφαλής του Συμβουλίου Υποθέσεων της Ηπειρωτικής Κίνας στην Ταϊβάν, δήλωσε ότι εντείνονται οι υποψίες ότι τέτοιες εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένου του RedNote, αξιοποιούνται από το κινεζικό καθεστώς ως εργαλεία προπαγάνδας, στο πλαίσιο της στρατηγικής του Ενιαίου Μετώπου.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισθείσα επαρχία που πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο χρήσης στρατιωτικής βίας για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Αντίθετα με τις εδαφικές διεκδικήσεις του Πεκίνου, η Ταϊβάν λειτουργεί ως de facto ανεξάρτητη χώρα, με δική της κυβέρνηση, σύνταγμα, νόμισμα και στρατό.

Η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου, υπό την καθοδήγηση του αντίστοιχου τμήματος του ΚΚΚ, στοχεύει στην αφομοίωση κοινωνικών ομάδων, στη συλλογή πληροφοριών, στη διαμόρφωση πολιτικού κλίματος σε ξένες χώρες και στον επηρεασμό της κοινής γνώμης.

Η ΕΕ ασκεί πιέσεις στην Κίνα για στήριξη προς τη Ρωσία και περιορισμούς στις εξαγωγές σπανίων γαιών

Η Ευρωπαϊκή Ένωση απευθύνεται επειγόντως στην Κίνα σχετικά με τη στήριξή της στον συνεχιζόμενο πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και τους περιορισμούς που έχει επιβάλει στις εξαγωγές σπανίων γαιών.

Η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Κάγια Κάλλας, δήλωσε στον Κινέζο ομόλογό της, Ουάνγκ Γι, κατά τη συνάντησή τους στις Βρυξέλλες, ότι «το Πεκίνο θα πρέπει να άρει τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπανίων γαιών και να σταματήσει να ευνοεί τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία».

Οι συνομιλίες αυτές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του 13ου γύρου στρατηγικού διαλόγου στις 2 Ιουλίου, με στόχο τη διαμόρφωση του εδάφους για τη σύνοδο κορυφής ανάμεσα στους ηγέτες της ΕΕ και της Κίνας, που προγραμματίζεται αργότερα μέσα στον μήνα.

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αναμένεται να συναντηθούν με τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, και τον πρωθυπουργό, Λι Τσανγκ, στις 24 και 25 Ιουλίου.

Κατά τη συνάντησή της με τον Ουάνγκ, η Κάλλας τόνισε: «Η Κίνα θα πρέπει να δώσει τέλος στις στρεβλωτικές πρακτικές της, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις εξαγωγές σπανίων γαιών, που προκαλούν σοβαρούς κινδύνους για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και υπονομεύουν την αξιοπιστία των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού».

Παράλληλα, κάλεσε το Πεκίνο να προχωρήσει σε συγκεκριμένες λύσεις, προκειμένου «να εξισορροπηθούν οι οικονομικές σχέσεις, να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και να βελτιωθεί η αμοιβαιότητα στην πρόσβαση στις αγορές».

Επιπλέον, η Κάλλας επισήμανε πως η στήριξη που παρέχουν κινεζικές εταιρείες στην παράνομη πολεμική δραστηριότητα της Ρωσίας συνιστά κρίσιμο κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια: «Το Πεκίνο πρέπει να σταματήσει αμέσως κάθε υλική στήριξη προς το ρωσικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και να υποστηρίξει μια πλήρη και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός, καθώς και δίκαιη και διαρκή ειρήνη στην Ουκρανία, στη βάση του πλήρους σεβασμού του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

Η Κάλλας, πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας, ανέλαβε την τωρινή της θέση τον Δεκέμβριο, διαδεχόμενη τον Ζοζέπ Μπορέλ. Η πρώτη της επαφή με τον Ουάνγκ έγινε τον Φεβρουάριο, κατά τη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια.

Τότε, η Κάλλας χαρακτήρισε την Κίνα ως τον «βασικό υποστηρικτή του πολέμου της Ρωσίας», υπογραμμίζοντας τον ρόλο του Πεκίνου ως του μεγαλύτερου προμηθευτή διπλής χρήσης αγαθών και ευαίσθητων τεχνολογιών που ενισχύουν τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Χωρίς τη στήριξη της Κίνας, η Ρωσία δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την στρατιωτική της επιθετικότητα με την ίδια ένταση», σημείωσε.

Απαντώντας στις ανησυχίες για τους ελέγχους εξαγωγών, η Κάλλας αποκάλυψε ότι η ΕΕ έχει θέσει 33 εταιρείες με έδρα την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ υπό ειδικούς περιορισμούς εξαγωγών και παρέπεμψε στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο σε έξι κινεζικές εταιρείες και έναν ιδιώτη, για παροχή κρίσιμων εξαρτημάτων στην πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης της Τετάρτης, η Κάλλας αναφέρθηκε και σε άλλα ευρύτερα ζητήματα, όπως η Ταϊβάν, η Μέση Ανατολή και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα. Σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν, επαναβεβαίωσε τη δέσμευση της ΕΕ στην πολιτική της «μίας Κίνας» και την αντίθεσή της σε κάθε μονομερή προσπάθεια αλλαγής του status quo.

Από κινεζικής πλευράς, σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας μετέφερε δήλωση του Ουάνγκ Γι, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ πρέπει να τηρεί την αρχή της ενιαίας Κίνας.

Μετά το πέρας των συνομιλιών, το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν εξέφρασε την εκτίμησή του για τις δηλώσεις Κάλλας και δεσμεύτηκε να ενισχύσει τις σχέσεις με ομοϊδεάτες εταίρους, όπως η ΕΕ.

Παράλληλα, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τόνισαν τη σημασία της αξιοποίησης του ρόλου της Κίνας ως κύριου αγοραστή πετρελαίου από το Ιράν, ώστε να ενθαρρυνθεί η Τεχεράνη να διαπραγματευτεί για τα πυρηνικά της προγράμματα και να μετριαστεί η ένταση στη Μέση Ανατολή.

Αν και η ανακοίνωση της ΕΕ δεν περιλάμβανε συγκεκριμένα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών, επισημάνθηκε ότι η Κάλλας και ο Ουάνγκ αναγνώρισαν τη σημασία της συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων ως θεμέλιο του παγκόσμιου καθεστώτος μη διάδοσης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, συμμετέχει στη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν του 2015, από την οποία οι ΗΠΑ αποχώρησαν το 2018.

Επιπλέον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε στις 30 Ιουνίου ότι δεν θα προσφέρει καμία παραχώρηση στο Ιράν, ούτε υπάρχουν σχέδια για νέες διαπραγματεύσεις, την ίδια στιγμή που οι αμερικανικές δυνάμεις έπληξαν τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.

Η Κίνα επέβαλε κυρώσεις σε πρώην Φιλιππινέζο γερουσιαστή – Έντονη αντίδραση της Μανίλα

Σε καθεστώς κυρώσεων υπήχθη από το Πεκίνο ο πρώην γερουσιαστής των Φιλιππίνων Φράνσις Τολοντίνο, εξαιτίας φερόμενης «σκανδαλώδους» συμπεριφοράς σε ζητήματα που αφορούν την Κίνα—απόφαση που προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις στη Μανίλα.

Ο Φράνσις Τολοντίνο, ο οποίος διετέλεσε Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Γερουσίας και έχασε πρόσφατα την επανεκλογή του, έχει διακριθεί για την υπεράσπιση των αξιώσεων της χώρας του στη Νότια Σινική Θάλασσα.

Υπήρξε συντάκτης δύο νομοσχεδίων με στόχο την ενίσχυση της θαλάσσιας κυριαρχίας της Μανίλας και τη θεσμοθέτηση διεθνών θαλάσσιων διαδρόμων, συγκεκριμένα του Νόμου για τις Θαλάσσιες Ζώνες των Φιλιππίνων και του Νόμου για τους Αρχιπελαγικούς Θαλάσσιους Διαδρόμους. Και τα δύο νομοσχέδια κυρώθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο.

Το Πεκίνο διεκδικεί σχεδόν ολόκληρη τη Νότια Σινική Θάλασσα, περιλαμβανομένων περιοχών που οι Φιλιππίνες αποκαλούν «Δυτική Θάλασσα των Φιλιππίνων».

Το Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο της Χάγης είχε αποφανθεί το 2016 ότι οι ευρείες θαλάσσιες διεκδικήσεις της Κίνας δεν θεμελιώνονται στο διεθνές δίκαιο, απόφαση που το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας απορρίπτει διαρκώς, συνεχίζοντας τις επεκτατικές ενέργειές του και προκαλώντας σφοδρή διεθνή κριτική.

Βάσει των κυρώσεων, ο Τολοντίνο απαγορεύεται να εισέλθει στην Κίνα, περιλαμβανομένων του Μακάο και του Χονγκ Κονγκ, σύμφωνα με το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών.

Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, «μια χούφτα φιλιππινέζων πολιτικών που τάσσονται κατά της Κίνας έχουν προβεί σε κακόβουλες δηλώσεις και ενέργειες σε ζητήματα που αφορούν την Κίνα, βλάπτοντας τα συμφέροντα της και τις διμερείς σχέσεις», χωρίς ωστόσο να παρατίθενται συγκεκριμένα παραδείγματα.

Ο Τολοντίνο απάντησε δημοσίως μέσω X (πρώην Twitter): «Αναγνωρίζω τις κυρώσεις που μου επέβαλε η Κίνα, επειδή υπερασπίστηκα τα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια και την κυριαρχία του φιλιππινέζικου λαού στη Δυτική Θάλασσα των Φιλιππίνων. Πολέμησα και θα συνεχίσω να μάχομαι για ό,τι δικαιωματικά ανήκει στο έθνος μας. Στηρίζω ακλόνητα το Ναυτικό των Φιλιππίνων, την Ακτοφυλακή και τους γενναίους ψαράδες μας που εξαρτώνται από αυτές τις θάλασσες για το βιοπορισμό τους. Καμία ξένη δύναμη δεν μπορεί να με φιμώσει ή να κλονίσει την αποφασιστικότητά μου να υπερασπιστώ την εθνική μας κυριαρχία».

Η υφυπουργός Επικοινωνίας των Φιλιππίνων, Κλερ Κάστρο, δήλωσε σε ενημέρωση Τύπου, επικαλούμενη το φιλιππινέζικο πρακτορείο ειδήσεων, ότι «κανένας Φιλιππινέζος που υπερασπίζεται τη χώρα δεν θα φιμωθεί». Πρόσθεσε δε: «Δεν πρόκειται να παραχωρήσουμε ούτε εκατοστό από το έδαφός μας σε ξένη δύναμη».

Το Υπουργείο Εξωτερικών των Φιλιππίνων επέκρινε το Πεκίνο για την επιβολή ταξιδιωτικής απαγόρευσης στον Τολοντίνο, σημειώνοντας: «Ενώ τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στις νόμιμες αρμοδιότητες της Κίνας, δεν συμβάλλουν στην αποκατάσταση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και τη βελτίωση των διμερών σχέσεων».

Ο προσωρινός πρόεδρος της Γερουσίας των Φιλιππίνων, Τζινγκόι Εστράδα, χαρακτήρισε άδικη την απόφαση του Πεκίνου και κάλεσε το υπουργείο Εξωτερικών να καλέσει για εξηγήσεις τον Κινέζο πρεσβευτή στη Μανίλα, Χουάνγκ Σιλιάν.

Όπως τόνισε ο ίδιος, «εδώ και χρόνια, παρά την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου που έκρινε υπέρ των αξιώσεών μας σε τμήματα της Δυτικής Θάλασσας των Φιλιππίνων, η Κίνα συνεχίζει να εκφοβίζει, να παρενοχλεί και να προβαίνει σε απάνθρωπες και προκλητικές πράξεις εις βάρος των επιστημόνων μας, των στελεχών και των ψαράδων μας. Είναι απαράδεκτο οι προσπάθειες υπεράσπισης της εθνικής μας κυριαρχίας να στιγματίζονται πλέον ως σκανδαλώδεις πράξεις».

Ο Τέρι Ρίμπον, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, πρότεινε η Μανίλα να απαντήσει με ίσους όρους, επιβάλλοντας αντίστοιχες ταξιδιωτικές απαγορεύσεις κατά υψηλόβαθμων Κινέζων αξιωματούχων που εμπλέκονται στη διασπορά ψευδών ειδήσεων ενάντια στα συμφέροντα των Φιλιππίνων στη Δυτική Θάλασσα.

Όπως δήλωσε: «Η ίδια πολιτική πρέπει να εφαρμοστεί και σε εν ενεργεία ή πρώην υψηλόβαθμους Κινέζους αξιωματούχους που έχουν προωθήσει παραπληροφόρηση».

Σε ακρόαση της Γερουσίας τον περασμένο Απρίλιο, ο Τολοντίνο κατέθεσε έγγραφα που κατηγορούν την κινεζική πρεσβεία στη Μανίλα για εκστρατεία παραπληροφόρησης μέσω τοπικής εταιρείας μάρκετινγκ.

Μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ τον Νοέμβριο, ο Τολοντίνο είχε εκφράσει την προσδοκία για στενότερες σχέσεις Ουάσιγκτον–Μανίλας, δηλώνοντας: «Η έμφαση του Τραμπ στην αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας θα πρέπει να συμβάλει και στη σταθερότητα των διεθνών εξελίξεων, κάτι που είναι προς όφελος των Φιλιππίνων. Αυτό που πραγματικά ελπίζω υπό τον Τραμπ 2.0 είναι ένα δυναμικότερο και πιο σταθερό κεφάλαιο στις διαχρονικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Φιλιππίνων».

Με πληροφορίες από το Associated Press

Οι ΗΠΑ δυσκολεύουν τα σχέδια εισβολής της Κίνας στην Ταϊβάν

Ο διοικητής του αμερικανικού Στρατού Ξηράς στον Ειρηνικό, στρατηγός Ρόναλντ Π. Κλαρκ, δήλωσε ότι ο αμερικανικός στρατός λαμβάνει μέτρα ώστε να καταστήσει πιο δύσκολη μια ενδεχόμενη κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν μέσω του Στενού της Ταϊβάν.

Μιλώντας στις 27 Ιουνίου σε εκδήλωση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies – CSIS), ο Κλαρκ ανέφερε ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας ενισχύει τις δυνατότητές του, αναπτύσσει νέες τακτικές και τεχνολογίες με ρυθμούς που δεν έχουν παρατηρηθεί ξανά, ενώ ταυτόχρονα αντλεί διδάγματα από τις τρέχουσες συγκρούσεις με στόχο την ενίσχυση της διακλαδικής επιχειρησιακής του ικανότητας.

Σύμφωνα με τον Κλαρκ, σημαντικό μέρος του αμερικανικού στρατιωτικού σχεδιασμού εστιάζει στο πώς μπορεί να αποτραπεί μια εισβολή δια θαλάσσης από την Κίνα. Το Στενό της Ταϊβάν, που χωρίζει την Ταϊβάν από την ηπειρωτική Κίνα, έχει πλάτος περίπου 130 χιλιομέτρων στο στενότερο σημείο του.

Όπως ανέφερε, η περιοχή πλέον επιτηρείται στενά και συνεχώς, ενώ πολλές χώρες συνεργάζονται για να αποτρέψουν ενδεχόμενη στρατιωτική επιχείρηση του Πεκίνου. Υποστήριξε επίσης ότι οι ΗΠΑ προχωρούν σε ενέργειες ώστε η Κίνα να αντιμετωπίσει μεγαλύτερες δυσκολίες, σε περίπτωση που επιχειρήσει να διασχίσει το Στενό για να εισβάλει στην Ταϊβάν.

Ο στρατηγός εκτίμησε ότι η πιθανότητα η Κίνα να καταφέρει να πραγματοποιήσει μια επιτυχή και ανεμπόδιστη απόβαση τέτοιας κλίμακας είναι «εξαιρετικά μικρή», προσθέτοντας ότι μεγάλο μέρος της στρατιωτικής προετοιμασίας των ΗΠΑ αφορά την περαιτέρω επιδείνωση αυτής της προοπτικής για το Πεκίνο.

Το Στενό της Ταϊβάν παραμένει εστία έντασης, καθώς το Πεκίνο θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισθείσα επαρχία που οφείλει να επανενταχθεί στην Κίνα, υπό το κομμουνιστικό καθεστώς.

Από την πλευρά της, η Ταϊβάν κυβερνάται αυτόνομα από το 1949, όταν το εθνικιστικό κόμμα Κουομιτάνγκ υποχώρησε στο νησί μετά την ήττα του στον εμφύλιο πόλεμο με τους Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ). Έκτοτε, δεν έχει υπογραφεί ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ η Ταϊβάν συνεχίζει να διεκδικεί τη νομιμότητα ως κυβέρνηση ολόκληρης της Κίνας.

Από το 1996, η Ταϊβάν διενεργεί τακτικά προεδρικές εκλογές ανά τετραετία, εκπροσωπώντας ένα εναλλακτικό μοντέλο διακυβέρνησης έναντι του κινεζικού. Παράλληλα, ενισχύει τις αμυντικές της δυνατότητες για την περίπτωση επίθεσης από την Κίνα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον κύριο προμηθευτή οπλικών συστημάτων της Ταϊβάν, έχοντας εγκρίνει πωλήσεις όπως μη επανδρωμένα αεροσκάφη, άρματα μάχης και πυραύλους κατά πλοίων και αεροσκαφών.

Η Ουάσιγκτον διατηρεί την πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας», αποφεύγοντας να δηλώσει ξεκάθαρα εάν θα επέμβει στρατιωτικά σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν.

Ο στρατηγός Κλαρκ ανέλαβε καθήκοντα επικεφαλής του Στρατού Ξηράς των ΗΠΑ στον Ειρηνικό τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, διαδεχόμενος τον στρατηγό Τσαρλς Α. Φλιν.

Τον περασμένο Μάιο, ο στρατηγός Τσαρλς Φλιν είχε δηλώσει ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το ΚΚΚ ότι η απειλή κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν δεν είναι πλέον μακρινή ή θεωρητική. Είχε υποστηρίξει ότι μια τέτοια επιχείρηση δεν θα αποτελούσε απλώς ζήτημα ναυτικής ή αεροπορικής ισχύος, καθώς – όπως εξήγησε – ο Στρατός Ξηράς του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας (PLA) θα ήταν η καθοριστική δύναμη στην επίθεση.

Σύμφωνα με τον Φλιν, εάν ο κινεζικός στρατός δεν μπορέσει να αποβιβαστεί, να ελιχθεί, να ελέγξει έδαφος και να υποτάξει τον πληθυσμό της Ταϊβάν, τότε δεν θα μπορέσει να επικρατήσει. Προσέθεσε ότι η αποτροπή της ίδιας της απόπειρας διέλευσης του Στενού μπορεί να αποτρέψει συνολικά τον πόλεμο.

Ο στρατηγός Κλαρκ ανέφερε από την πλευρά του ότι ο αμερικανικός Στρατός συνεργάζεται με τη Διοίκηση Ινδο-Ειρηνικού (Indo-Pacific Command – INDOPACOM) για την προώθηση εφοδίων στην περιοχή μέσω της δημιουργίας κοινών διαμετακομιστικών κέντρων θεάτρου επιχειρήσεων, με στόχο τη διατήρηση της επιχειρησιακής ικανότητας των αμερικανικών δυνάμεων σε περίπτωση παρατεταμένης σύρραξης.

Υποστήριξε ότι η ικανότητα των ΗΠΑ να αποκτήσουν πλεονεκτική θέση εξαρτάται από την παρουσία και δράση τους εντός της πρώτης και της δεύτερης αλυσίδας νησιών, μέσω εμπλοκής, επιχειρήσεων, δραστηριοτήτων και επενδύσεων στην περιοχή.

Η Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο της πρώτης αλυσίδας νησιών, η οποία εκτείνεται από το νησί Κιούσου της Ιαπωνίας, μέχρι τις Φιλιππίνες και τη Χερσόνησο της Μαλαισίας. Η δεύτερη αλυσίδα εκτείνεται από την Ιαπωνία έως το Γκουάμ και τη Μικρονησία.

Τον ίδιο μήνα, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, είχε προειδοποιήσει – μιλώντας στο φόρουμ Shangri-La στη Σιγκαπούρη – ότι ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ έχει διατάξει τον στρατό του να είναι σε θέση να εισβάλει στην Ταϊβάν έως το 2027.

Ο Χέγκσεθ είχε τονίσει ότι οποιαδήποτε απόπειρα της Κίνας να κατακτήσει την Ταϊβάν δια της βίας θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και για ολόκληρο τον κόσμο.

Η Κίνα αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της, δηλώνει ο Κάιλ Μπας

Ο Κάιλ Μπας, ιδρυτής και επικεφαλής επενδυτικός διευθυντής της Hayman Capital Management, εκτιμά πως η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη οικονομική της κρίση, από την οποία το κομμουνιστικό καθεστώς δεν θα καταφέρει να ανακάμψει.

Μιλώντας στις 26 Ιουνίου στην εκπομπή «American Thought Leaders» του Epοch TV, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να διασώσει την Κίνα από την οικονομική κατρακύλα. Αντιμετωπίζουν κρίση ακινήτων, τραπεζών, ανεργία στους νέους και τώρα οφείλουν να ανησυχούν και για τον ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών».

Ο Μπας αναφέρθηκε στους αμερικανικούς δασμούς και τη μείωση των εμπορικών ροών ως απειλές για το οικονομικό πλεονέκτημα της Κίνας, ιδίως σε σχέση με το εμπορικό της πλεόνασμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επικαλέστηκε στοιχεία των κινεζικών τελωνείων, σημειώνοντας πως «οι εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ κατέρρευσαν κατά 35% τον Μάιο σε σχέση με το προηγούμενο έτος». Πρόσθεσε: «Το άλλοτε ισχυρό χαρτί της Κίνας πλέον αμφισβητείται. Μάλιστα, με εκπλήσσει που η πτώση δεν ήταν ακόμη μεγαλύτερη».

Παράλληλα, επεσήμανε τη μαζική φυγή κεφαλαίων από την Κίνα, αποκαλύπτοντας πως το 2024 υπήρξε τεράστια εκροή άμεσων και χαρτοφυλακιακών ξένων επενδύσεων, ύψους περίπου 500 δισ. δολαρίων.

Υπογράμμισε, δε, το χάσμα μεταξύ του εμπορικού πλεονάσματος της Κίνας (περίπου 980 δισ. δολάρια) και του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών, που ανέρχεται στα 420 δισ.

Στο ζήτημα του χρέους, ο Μπας υπολόγισε ότι αν συνυπολογιστεί το κρατικό και το τοπικό χρέος, ο δείκτης χρέος προς ΑΕΠ φθάνει στο 350%. «Είναι δύσκολο να διαχειριστείς κάτι τέτοιο ενώ αντιμετωπίζεις τόσες οικονομικές προκλήσεις», σημείωσε.

Ενδεικτική της κρίσης θεωρεί και τη στάση της κινεζικής αγοράς ομολόγων. Όπως ανέφερε, «στις 27 Ιουνίου, η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου της Κίνας ήταν περίπου 1,64%, τη στιγμή που το αντίστοιχο αμερικανικό διαμορφώθηκε στο 4,26%. Η κινεζική κυβέρνηση μπορεί να επιχειρεί να αποκρύψει την πραγματικότητα, ωστόσο η αγορά ομολόγων λέει την αλήθεια: η Κίνα διανύει οικονομικό χειμώνα».

Η οικονομική καθίζηση δεν είναι κάτι νέο για τη δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Από το 2021, η κατάρρευση γιγάντων της αγοράς ακινήτων, όπως οι Evergrande και Country Garden, πυροδότησε την κρίση στην αγορά ακινήτων.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η ανεργία έφθασε το 5,7% —το υψηλότερο ποσοστό διετίας— και η ανεργία των νέων εκτοξεύθηκε στο 16,9%. Σύμφωνα με τον Μπας, «οι τιμές λιανικής υποχώρησαν για τέταρτο συνεχόμενο μήνα τον Μάιο, ενώ τα βιομηχανικά κέρδη συρρικνώθηκαν κατά 9,1% συγκριτικά με πέρυσι, αναδεικνύοντας τον κίνδυνο αποπληθωριστικών πιέσεων».

Παρά τις δυσκολίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να βασίζονται στην Κίνα για σημαντικές εισαγωγές, όπως σπάνιες γαίες και φαρμακευτικές πρώτες ύλες.

«Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας, το 70% των σπάνιων γαιών που εισήγαγε η χώρα μεταξύ 2020 και 2023 προήλθε από την Κίνα», ανέφερε ο Μπας.

Παρ’ όλα αυτά, τόνισε ότι οι ΗΠΑ διατηρούν το «απόλυτο πλεονέκτημα» χάρις στον έλεγχο του παγκόσμιου συστήματος δολαρίου. «Οι Κινέζοι δεν μπορούν να αγοράσουν προϊόντα παγκοσμίως χρησιμοποιώντας γουάν ή ρενμίνμπι, διότι κανείς δεν εμπιστεύεται ένα νόμισμα που δεν διαπραγματεύεται ή δεν θεωρείται αξιόπιστο», εξήγησε.

Ο Μπας προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να καταστήσουν σαφές πως θα διακόψουν την πρόσβαση της Κίνας στο σύστημα του δολαρίου με το πρώτο στρατιωτικό βήμα κατά της Ταϊβάν.

Όπως τόνισε: «Η αποτροπή είναι κάτι στο οποίο οφείλουμε όλοι να συμμετέχουμε για να αποτρέψουμε μια κινεζική στρατιωτική επιθετικότητα εναντίον της Ταϊβάν. Είναι προτιμότερο πρώτο βήμα σε σχέση με την αποστολή αμερικανικών αεροπλανοφόρων στο στενό της Ταϊβάν, που θα μας έφερνε σε ευθεία στρατιωτική σύγκρουση με την Κίνα. Σε ένα τέτοιο σενάριο, δεκάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες μας θα χάσουν τη ζωή τους».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας εξακολουθεί να θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισθείσα επαρχία και δεν έχει εγκαταλείψει την πρόθεση προσάρτησής της, παρά το γεγονός ότι το νησί λειτουργεί στην πράξη ως ανεξάρτητο κράτος με δικό του δημοκρατικό πολίτευμα και στρατό.

Στο ετήσιο φόρουμ Shangri-La που πραγματοποιήθηκε στη Σιγκαπούρη τον Μάιο, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, αναφέρθηκε στο χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει ο Σι Τζινπίνγκ για στρατιωτική δράση στην Ταϊβάν: «Είναι γνωστό δημοσίως πως έχει διατάξει τον στρατό του να είναι έτοιμος για εισβολή έως το 2027. Κάθε απόπειρα της κομμουνιστικής Κίνας να κατακτήσει την Ταϊβάν με τη βία θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή και ολόκληρο τον κόσμο».

Ο Μπας σημείωσε ακόμη ότι η απόφαση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να βομβαρδίσει τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Κίνας: «Εκτιμώ ότι αυτό επηρέασε βαθιά την κινεζική αντίληψη περί πολέμου». Πρόσθεσε ότι οι εξελίξεις στο Ιράν ίσως ωθήσουν την Κίνα να αναθεωρήσει τη στρατηγική της για την Ταϊβάν.

Τέλος, ο Μπας τόνισε πως η κατάληψη της Ταϊβάν από την Κίνα θα ισοδυναμούσε με υπαρξιακή κρίση εθνικής ασφάλειας για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ρούττε: Η Ρωσία θα απασχολεί την Ευρώπη ενώ η Κίνα θα βάλλει κατά της Ταϊβάν

Την ανησυχία του για την πιθανότητα να απασχολεί την Ευρώπη η Ρωσία, ώστε η Κίνα να έχει έναν αντίπαλο λιγότερο σε τυχόν στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Ταϊβάν, εξέφρασε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε.

Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στις 23 Ιουνίου, εν όψει της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, ο Ρούττε τόνισε: «Το ΝΑΤΟ διατηρεί στενούς δεσμούς με αρκετούς εταίρους του Ινδο-Ειρηνικού, όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία και η Νότια Κορέα, και όλοι συμμερίζονται την ανησυχία για τη μαζική στρατιωτική ενίσχυση του κινεζικού καθεστώτος».

Όπως σημείωσε, πριν από λίγα χρόνια καμία κινεζική επιχείρηση δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των δέκα ισχυρότερων αμυντικών βιομηχανιών του κόσμου, ενώ σήμερα υπάρχουν από τρεις έως πέντε. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «σαφώς δεν το κάνουν μόνο επειδή θέλουν να οργανώνουν μεγάλες παρελάσεις στο Πεκίνο. Και, βεβαίως, όλοι ανησυχούμε για την κατάσταση στην Ταϊβάν.»

Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο να παρέμβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες προς υπεράσπιση της Ταϊβάν εφόσον δεχθεί επίθεση από την Κίνα, ο Ρούττε εκτίμησε: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ηγέτης του κινεζικού καθεστώτος, Σι Τζινπίνγκ, θα ζητούσε βοήθεια από τον ‘μικρό εταίρο’ του, τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Πούτιν θα μας κρατούσε απασχολημένους στην Ευρώπη», διευκρίνισε, χωρίς να επεκταθεί.

Στο ίδιο πλαίσιο, διαβεβαίωσε πως «το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να μείνει απλός παρατηρητής ως συμμαχία. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να μην τρέφουμε αυταπάτες. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι, και για αυτό η αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι τόσο σημαντική», αναφερόμενος στο ενδεχόμενο του νέο στόχου για ελάχιστο ποσοστό 5% του ΑΕΠ κάθε μέλους προς την άμυνα.

«Γι’ αυτό, το ΝΑΤΟ δεν έχει δικαίωμα εξαίρεσης ούτε παράλληλα διμερή σύμφωνα. Όλοι πρέπει να συμβάλλουμε.»

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας θεωρεί την Ταϊβάν κινεζικό έδαφος και επιδιώκει την προσάρτησή της, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν την έχει κυβερνήσει. Μετά την επικράτηση του ΚΚΚ στην ηπειρωτική Κίνα, η Ταϊβάν λειτουργεί ως ντε φάκτο ανεξάρτητο κράτος με τη δική της δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, στρατό, σύνταγμα και νόμισμα.

Οι ΗΠΑ αποτελούν τον βασικότερο προμηθευτή οπλικών συστημάτων της Ταϊβάν, αν και οι δύο πλευρές δεν διατηρούν επίσημες διπλωματικές σχέσεις.

Τον Μάιο, στη Διάσκεψη Shangri-La στη Σιγκαπούρη, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Πητ Χέγκσεθ, προειδοποίησε για τις συνέπειες ενδεχόμενης επίθεσης της Κίνας κατά της Ταϊβάν και έδωσε χρονοδιάγραμμα για το πότε αυτή μπορεί να εκδηλωθεί.

«Είναι γνωστό ότι ο Σι έχει διατάξει τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις να είναι έτοιμες να εισβάλουν στην Ταϊβάν έως το 2027», δήλωσε τότε. «Οποιαδήποτε προσπάθεια του κομμουνιστικού καθεστώτος της Κίνας να κατακτήσει την Ταϊβάν δια της βίας θα είχε ολέθριες συνέπειες για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο.»

Τον Φεβρουάριο του 2022, ο Σι και ο Πούτιν ανακοίνωσαν τη μεταξύ τους «συνεργασία χωρίς όρια», λίγες εβδομάδες πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι δύο ηγέτες έχουν επιβεβαιώσει επανειλημμένα αυτή τη στρατηγική σχέση, με τη Μόσχα να συμφωνεί με την κινεζική στάση στο ζήτημα της Ταϊβάν, χαρακτηρίζοντας τη νήσο «αναπόσπαστο τμήμα της Κίνας» σε κοινή τους ανακοίνωση.

Στις αρχές Μαΐου, ο Σι και ο Πούτιν συναντήθηκαν εκ νέου στο Κρεμλίνο για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Ήταν η ενδέκατη επίσκεψη του Σι στη Ρωσία από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2013.

Ο Ρούττε, που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ολλανδίας από το 2010 έως το 2024 για σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια, ανέλαβε καθήκοντα γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, διαδεχόμενος τον Γενς Στόλτενμπεργκ.

Σε ομιλία του τον Δεκέμβριο του 2024, ανέφερε: «Η Κίνα εκφοβίζει την Ταϊβάν». Παράλληλα, επεσήμανε ότι αν ο Πούτιν βγει κερδισμένος από ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, «η Κίνα θα παρακολουθεί και ενδεχομένως θα επιχειρήσει να ‘δαγκώσει’ ένα κομμάτι της Ταϊβάν».

Το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη ομιλία του Ρούττε ιδιαίτερα σημαντική σε μια περίοδο όπου τα αυταρχικά καθεστώτα διευρύνουν τις φιλοδοξίες τους.

Στη σχετική του ανακοίνωση, ανέφερε ότι «η Ταϊβάν θα συνεχίσει να συνεργάζεται με ομοϊδεάτες εταίρους όπως η G7 και το ΝΑΤΟ για την από κοινού διαφύλαξη της ειρήνης, της σταθερότητας και της ευημερίας στα Στενά της Ταϊβάν και στην ευρύτερη περιοχή».

Δύο Κινέζες ερευνήτριες υπό κράτηση για λαθρεμπόριο βιολογικών υλικών στις ΗΠΑ

Δύο Κινέζες που κατηγορούνται για λαθρεμπόριο απαγορευμένων βιολογικών υλικών στις Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν υπό κράτηση, αφού παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους για ακροαματική διαδικασία σε ξεχωριστές δικαστικές εμφανίσεις στο Ντιτρόιτ στις 13 Ιουνίου.

Πρόκειται για την Χαν Τσενγκσουάν, υποψήφια διδάκτορα του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας Χουατζόνγκ της πόλης Γούχαν, και την Τζιάν Γιουντσίνγκ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν, οι οποίες φέρονται να εισήγαγαν λαθραία τα υλικά για χρήση στο ίδιο πανεπιστήμιο. Την Παρασκευή, οι δύο κατηγορούμενες γνωστοποίησαν ότι δεν θα αμφισβητήσουν το αίτημα των εισαγγελέων να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την πρόοδο της εκδίκασης της υπόθεσής τους.

«Πρόκειται για μια διαρκώς εξελισσόμενη κατάσταση με πολλούς παράγοντες», δήλωσε η συνήγορος της Χαν, Σάρα Γκάρμπερ, στον δικαστή, χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις και αρνήθηκε αργότερα να κάνει σχόλιο. Οι συνήγοροι της Τζιάν επίσης αρνήθηκαν να σχολιάσουν.

Η Χαν συνελήφθη στις 8 Ιουνίου, κατά την άφιξή της στο αεροδρόμιο του Ντιτρόιτ με απευθείας πτήση από την Κίνα. Είχε ταξιδέψει με βίζα ανταλλαγής επισκεπτών και σκόπευε να παραμείνει για ένα έτος στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος για νηματώδεις σκώληκες. Κατά τον έλεγχο στο αεροδρόμιο, φέρεται να έδωσε ψευδείς απαντήσεις στους τελωνειακούς υπαλλήλους σχετικά με δέματα που είχε στείλει σε άτομα σε εργαστήριο του πανεπιστημίου.

Τελικά παραδέχθηκε ότι τα δέματα περιείχαν βιολογικό υλικό σχετικό με τους νηματώδεις σκώληκες. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα δέματα δεν διέθεταν την απαραίτητη τεκμηρίωση και δεν είχαν εισαχθεί σύμφωνα με τους κανονισμούς του Υπουργείου Γεωργίας ή της Τελωνειακής Υπηρεσίας.

Σε ανάρτησή του στο X, στις 9 Ιουνίου, ο επικεφαλής του FBI, Κας Πατέλ, κατήγγειλε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, τονίζοντας σχετικά με την υπόθεση της Χαν: «Η υπόθεση αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας του FBI και των ομοσπονδιακών μας εταίρων για αυστηρή καταστολή αντίστοιχων επιχειρήσεων λαθρεμπορίας παθογόνων, καθώς το ΚΚΚ εργάζεται αδιάκοπα για την υπονόμευση των αμερικανικών ερευνητικών ιδρυμάτων».

Πολλοί Ρεπουμπλικανοί βουλευτές υιοθέτησαν σε αναρτήσεις τους τις ανησυχίες του Πατέλ.

«Ποτέ να μη ξεχνάτε ότι το ΚΚΚ προσπαθεί ενεργώς να υπονομεύσει τις ΗΠΑ και να καταστρέψει τη χώρα μας», έγραψε ο γερουσιαστής Τόμμυ Ταμπερβιλ (R-Ala.), μέλος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας.

Ο γερουσιαστής Τζον Έρνστ (R-Iowa) χαρακτήρισε τα αντικείμενα που φέρεται να διακίνησε η Χαν εν δυνάμει βιολογικά όπλα. «Η διατροφική ασφάλεια είναι εθνική ασφάλεια και εργάζομαι ώστε η Αμερική να παραμείνει προστατευμένη από την απειλή που συνιστά η κομμουνιστική Κίνα, ακόμη και μέσα στην ίδια μας τη χώρα», σημείωσε, ως μέλος της Επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας και Κυβερνητικών Υποθέσεων της Γερουσίας.

Ο βουλευτής Νταν Κρένσο (R-Texas), μέλος της Διαρκούς Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής, υποστήριξε ότι η υπόθεση με τη Χαν αποτελεί κλασικό παράδειγμα της ασύμμετρης τακτικής πολέμου του ΚΚΚ. «Οι Κινέζοι συνταγματάρχες που συνέγραψαν το Unrestricted Warfare («Απεριόριστος Πόλεμος») μάς είχαν προειδοποιήσει ακριβώς πώς θα πολεμούσε το ΚΚΚ, χωρίς όπλα, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς κανόνες», έγραψε ο Κρένσο. «Το λαθρεμπόριο παθογόνων σε αμερικανικά εργαστήρια δεν είναι τυχαίο. Είναι μέρος στρατηγικής».

Η Τζιάν, που συνελήφθη στις 2 Ιουνίου, κατηγορείται ότι συνωμότησε με τον σύντροφό της, Λιου Ζουνγιόνγκ, για την εισαγωγή του μύκητα Fusarium graminearum στις ΗΠΑ — έναν ιό που μπορεί να καταστρέψει σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και ρύζι, προκαλώντας προβλήματα υγείας σε ανθρώπους και ζώα.

Ο Λιου δεν έλαβε άδεια εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες στο αεροδρόμιο του Ντιτρόιτ τον Ιούλιο του 2024 και απελάθηκε στην Κίνα, αφού οι αρχές βρήκαν «τέσσερις διαφανείς πλαστικές σακούλες με μικρά κομμάτια κοκκινωπού φυτικού υλικού» μέσα στο σακίδιό του, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Το ίδιο κατηγορητήριο αναφέρει ότι πράκτορες του FBI βρήκαν στο κινητό της Τζιάν ηλεκτρονικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφεται η ιδιότητα και αφοσίωσή της προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας.

Υπάρχουν προηγούμενες αναφορές για την υποχρέωση των Κινέζων διδακτορικών φοιτητών να υπογράφουν δήλωση πίστης στο ΚΚΚ ως προϋπόθεση για τη λήψη κρατικών υποτροφιών για σπουδές στο εξωτερικό.

Το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν δήλωσε ότι δεν εμπλέκεται στην υπόθεση και δεν έχει λάβει χρηματοδότηση από το Πεκίνο σχετική με τη δουλειά των τριών κατηγορουμένων. Σε ανακοίνωσή του αναφέρει: «Καταδικάζουμε απερίφραστα κάθε ενέργεια που σκοπεύει να βλάψει, να απειλήσει την εθνική ασφάλεια ή να υπονομεύσει τη δημόσια αποστολή του πανεπιστημίου μας».

Με πληροφορίες από το Associated Press

«State Organs»: Βραβείο ανθρωπιστικής προσφοράς για την ανάδειξη της παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα

Ένα ντοκιμαντέρ που αποκαλύπτει τη σκοτεινή πραγματικότητα της εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων στην Κίνα απέσπασε πρόσφατα διεθνή διάκριση για τον ρόλο του στην ανάδειξη των άνευ προηγουμένου παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ).

Το έργο με τίτλο «State Organs: Unmasking Transplant Abuse in China», σε σκηνοθεσία του βραβευμένου με Peabody Ρέιμοντ Ζανγκ, αναδεικνύει τη δραματική εικοσαετή αναζήτηση δύο οικογενειών για αγαπημένα τους πρόσωπα που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς στην Κίνα των αρχών της δεκαετίας του 2000. Καθ’ οδόν αποκαλύπτουν την ύπαρξη ενός κρατικά ενορχηστρωμένου κυκλώματος αφαίρεσης οργάνων, που στοχοποιεί αθώους πολίτες στο πλαίσιο ευρείας καταστολής.

Η ταινία τιμήθηκε πρόσφατα με το βραβείο «Outstanding Achievement» για το 2024 Humanitarian Award στον παγκόσμιο διαγωνισμό Accolade Global Film Competition, που απονέμεται κάθε χρόνο από το 2003 σε δημιουργούς που με το έργο τους έχουν δεσμευτεί στη θετική αλλαγή της κοινωνίας και ξεχωρίζουν για την κινηματογραφική τους ποιότητα.

«Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λέγαμε “ποτέ ξανά, ποτέ ξανά”. Τώρα, αυτό επαναλαμβάνεται και συμβαίνει ακόμη σήμερα», δήλωσε ο σκηνοθέτης Ρέιμοντ Ζανγκ σε ανακοίνωσή του στις 7 Ιουνίου για την τρέχουσα τιμητική διάκριση. «Η διαφορά είναι πως σήμερα, όσο έχουμε ακόμη χρόνο, μπορούμε να αποτρέψουμε αυτή τη νέα μορφή γενοκτονίας, έχουμε την ευκαιρία να αλλάξουμε την ιστορία που παίζεται μπροστά στα μάτια μας».

Η επιτροπή της Accolade χαρακτήρισε το «State Organs» «ισχυρό ντοκιμαντέρ» και «συγκλονιστική μαρτυρία για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης αυτής της δεινής θηριωδίας». Στην ανακοίνωση των φετινών βραβείων τονίζεται: «Μέσα από προσωπικές μαρτυρίες, σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό και δυνατή αφήγηση, το ντοκιμαντέρ δίνει φωνή σε όσους έχουν φιμωθεί και αγνοηθεί, καταγράφοντας τον απροσποίητο πόνο, την ανθεκτικότητα και το θάρρος των οικογενειών που αγωνίζονται για δικαιοσύνη».

Το θέμα της εξαναγκασμένης αφαίρεσης οργάνων στην Κίνα, δηλαδή της απόσπασης οργάνων χωρίς συναίνεση των θυμάτων, είχε αναδειχθεί το 2019 από το ανεξάρτητο China Tribunal στο Λονδίνο, το οποίο κατέληξε, μετά από πολυετή έρευνα, ότι το καθεστώς της Κίνας έχει διαπράξει συστηματικά την πρακτική αυτή «σε μαζική κλίμακα», με κύριους στόχους μέλη της πνευματικής ομάδας Φάλουν Γκονγκ.

Το Φάλουν Γκονγκ (ή Φάλουν Ντάφα) είναι πνευματική άσκηση που στηρίζεται σε διαλογιστικές πρακτικές και στις αρχές της αλήθειας, συμπόνιας και ανεκτικότητας. Προτού το ΚΚΚ εξαπολύσει εκστρατεία καταστολής εναντίον του το 1999, εκατομμύρια άνθρωποι στην Κίνα (τουλάχιστον 70 εκατ., σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις) ασκούσαν συστηματικά τη Φάλουν Γκονγκ, το οποία εισήχθη στη δημόσια ζωή το 1992 από τον Λι Χονγκτζί.

Η καταστολή συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με στοιχεία του Falun Dafa Information Center, εκατομμύρια ασκούμενοι έχουν κρατηθεί σε φυλακές, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και λοιπές εγκαταστάσεις, πάνω από 100.000 έχουν βασανιστεί ή κακοποιηθεί, ενώ χιλιάδες έχουν πεθάνει από κακομεταχείριση κατά την κράτηση.

Το «State Organs» έχει ήδη λάβει διεθνείς διακρίσεις, όπως το βραβείο Σκηνοθεσίας και Μουσικής στην κατηγορία μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ στα Leo Awards 2023, καθώς και τον τίτλο του Καλύτερου Ντοκιμαντέρ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Manhattan Film Festival 2024. Τον Μάρτιο 2024 το Accolade είχε απονείμει στην ταινία και το Award of Excellence.

Από το 2023, το ντοκιμαντέρ έχει γνωρίσει θετικές αντιδράσεις από το κοινό μετά από προβολές σε Ταϊβάν, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Σαν Φρανσίσκο και Νέα Υόρκη. Η βουλευτής της Νέας Πόλης της Ταϊπέι, Έβαλιν Τσεν, μετά την παρακολούθηση της ταινίας στην Ταϊπέι δήλωσε: «Η εξαναγκαστική αφαίρεση οργάνων του κινεζικού καθεστώτος αποτελεί δολοφονία και πρόκληση για όλη την ανθρωπότητα». Παράλληλα, κάλεσε τους Ταϊβανέζους να μην ταξιδεύουν στην Κίνα για μεταμοσχεύσεις, υπογραμμίζοντας: «Η δημοκρατία και οι ελευθερίες της Ταϊβάν δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να ‘ξεπλύνουν’ τα εγκλήματα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, ούτε το νησί να γίνει πύλη του παράνομου εμπορίου οργάνων».

Η διεθνής αναγνώριση του «State Organs» αναδεικνύει τη σημασία της τεκμηριωμένης κινηματογραφικής μαρτυρίας σε υποθέσεις σοβαρών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ενισχύει τις πιέσεις για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και δράση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η βράβευση της ταινίας ενδέχεται να ενθαρρύνει τις συζητήσεις γύρω από το ρυθμιστικό πλαίσιο των μεταμοσχεύσεων διεθνώς και να συμβάλει στην άσκηση πίεσης προς την Κίνα για τη λογοδοσία και την προστασία των θυμάτων.

Η καταγγελλόμενη πρακτική, εάν συνεχιστεί απρόσκοπτα, αποτελεί σοβαρή πρόκληση στη διεθνή κοινότητα, ιδίως στους τομείς της ιατρικής ηθικής, του δικαίου και της πολιτικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αναγνώριση της ταινίας από σημαντικούς θεσμούς και φεστιβάλ μπορεί να συμβάλει στην κινητοποίηση πολιτικών, κοινωνικών φορέων και διεθνών οργανισμών προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και της θεσμικής καταδίκης τέτοιων φαινομένων.

Καθώς το «State Organs» προετοιμάζεται για επερχόμενες πρεμιέρες σε Ολλανδία, Σουηδία και Γαλλία, το κύμα αντήχησης που προκαλεί η ταινία αναμένεται να πυροδοτήσει έναν νέο γύρο προβληματισμού γύρω από το κρίσιμο ζήτημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Η κινηματογραφική αυτή μαρτυρία υπενθυμίζει πόσο απαραίτητη είναι η διεθνής επαγρύπνηση, η υπεύθυνη ενημέρωση και η διοχέτευση κοινωνικής και πολιτικής βούλησης προς την πραγμάτωση των αξιών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της δικαιοσύνης.

FBI: Η Κίνα χρησιμοποιεί σκόπιμα τη φαιντανύλη για να υπονομεύσει τις ΗΠΑ

Η Κίνα έχει θέσει σε εφαρμογή ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο αποσταθεροποίησης των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω της επιδείνωσης της κρίσης φαιντανύλης, σύμφωνα με τον διευθυντή του FBI, Κας Πατέλ.

Σε συνέντευξή του στον Τζο Ρόγκαν, που δημοσιεύθηκε στις 6 Ιουνίου, ο Πατέλ ανέφερε ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε επιδείξει ιδιαίτερα αποτελεσματική δράση κατά των κυκλωμάτων διακίνησης ναρκωτικών και στην ενίσχυση των ελέγχων στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Ωστόσο, όπως σημείωσε, η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στη δράση του κινεζικού καθεστώτος, που εξάγει χημικές πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαιντανύλης.

Ο Πατέλ υποστήριξε ότι οι κινεζικές εξαγωγές δεν αποφέρουν μεγάλα οικονομικά κέρδη, γεγονός που – κατά την εκτίμησή του – υποδηλώνει ότι πρόκειται για στοχευμένη στρατηγική. Όπως είπε, το Πεκίνο αντιμετωπίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αντίπαλο και επιχειρεί να τις «γονατίσει» μέσω της εξάπλωσης των οπιοειδών. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο απώτερος στόχος είναι η αποδυνάμωση ολόκληρων γενεών νέων Αμερικανών, που διαφορετικά θα μπορούσαν να υπηρετήσουν ως αστυνομικοί, στρατιώτες ή εκπαιδευτικοί.

Ο επικεφαλής του FBI εκτίμησε ότι η μαζική απώλεια δεκάδων χιλιάδων ζωών κάθε χρόνο εξυπηρετεί αυτό το σχέδιο. Σύμφωνα με στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), το 2024 καταγράφηκαν 48.422 θάνατοι στις ΗΠΑ που σχετίζονται με τη φαιντανύλη.

Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε πρόσθετους δασμούς 20% στις κινεζικές εισαγωγές, επικαλούμενη την εμπλοκή του Πεκίνου στην παραγωγή των οπιοειδών.

Ο Πατέλ υποστήριξε ακόμη ότι η Κίνα παραπλάνησε τη διεθνή κοινότητα, ισχυριζόμενη ότι αποσύρθηκε από το εμπόριο φαιντανύλης, ενώ στην πραγματικότητα συνεχίζει να εξάγει δεκάδες άλλες πρόδρομες χημικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή της. Όπως ανέφερε, το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη μία ουσία που οι κινεζικές αρχές ανακοίνωσαν ότι σταματούν να διαθέτουν, καθώς υπάρχουν ακόμη 14 άλλα χημικά που συνεχίζουν να εξάγονται.

Δικτύωση μέσω Ινδίας και Καναδά

Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Πατέλ δήλωσε ότι το FBI ξεκίνησε μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με στόχο κινεζικές εταιρείες που εμπλέκονται στην παραγωγή πρόδρομων ουσιών. Ως αποτέλεσμα, οι κινεζικές επιχειρήσεις στράφηκαν στην αποστολή των χημικών σε Ινδία και Καναδά.

Όπως είπε, οι ουσίες μεταφέρονται στον Καναδά, όπου παρασκευάζεται η φαιντανύλη και στη συνέχεια διανέμεται μέσω διεθνών διαύλων, καθώς οι αμερικανικές επιχειρήσεις καταστολής έχουν καταστήσει τη διακίνηση από τον νότο δυσκολότερη.

Ο Πατέλ αποκάλυψε ότι είχε πρόσφατη επικοινωνία με την ινδική κυβέρνηση και ότι πράκτορες του FBI εργάζονται επί τόπου σε συνεργασία με τις ινδικές αρχές για τον εντοπισμό των εταιρειών που συμμετέχουν στην παραγωγή. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν να επιβάλουν κυρώσεις, να προχωρήσουν σε συλλήψεις και να ασκήσουν διώξεις τόσο στο αμερικανικό όσο και στο ινδικό έδαφος, όπου αυτό είναι δυνατό.

Τον Μάιο, η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ (Drug Enforcement Administration – DEA) δημοσίευσε την ετήσια έκθεσή της για τις απειλές που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, στην οποία αναφέρονται νέες εγκαταστάσεις παραγωγής φαιντανύλης υψηλής τεχνολογίας στον Καναδά. Αν και ο όγκος των ουσιών από τον Καναδά παραμένει μικρός σε σύγκριση με εκείνον που προέρχεται από το Μεξικό, η DEA προειδοποίησε ότι οι καναδικές εγκαταστάσεις έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν πιθανά κενά στην παροχή, εάν υπάρξει διακοπή της ροής από το Μεξικό.

Τον Ιανουάριο, δύο ινδικές φαρμακευτικές εταιρείες — η Raxuter Chemicals και η Athos Chemicals — κατηγορήθηκαν για εγκληματική συνωμοσία με στόχο τη διανομή και εισαγωγή πρόδρομων ουσιών στις ΗΠΑ, στο Μεξικό και σε άλλες χώρες. Ο Μπχαβές Λαθίγια, ιδρυτής και στέλεχος της Raxuter, συνελήφθη στη Νέα Υόρκη και του απαγγέλθηκαν παρόμοιες κατηγορίες.

Σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές, οι εταιρείες προέβησαν σε παραπλανητικές ενέργειες, όπως η ψευδής επισήμανση δεμάτων, η παραποίηση τελωνειακών εγγράφων και ψευδείς δηλώσεις σε συνοριακούς ελέγχους.

Τον Μάιο, οι ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ προχώρησαν στη μεγαλύτερη επιχείρηση κατάσχεσης φαιντανύλης στην ιστορία της DEA, με 16 συλλήψεις και κατασχέσεις άνω των 400 κιλών ναρκωτικών σε πέντε πολιτείες.

Ο Πατέλ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την παρασκευή ψευδεπίγραφων χαπιών που περιέχουν φαιντανύλη, με μορφή που θυμίζει καραμέλες ή ζελεδάκια, καθιστώντας τα ιδιαίτερα ελκυστικά για νεαρότερες ηλικίες. Τρεις Κινέζοι υπήκοοι και μία εταιρεία με έδρα την Κίνα κατηγορήθηκαν τον ίδιο μήνα για την εισαγωγή μηχανημάτων παραγωγής τέτοιων χαπιών στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Πατέλ διαβεβαίωσε ότι έχει δεσμευθεί προσωπικά απέναντι στον πρόεδρο και στους Αμερικανούς πολίτες να θέσει τέλος στους θανάτους από φαιντανύλη. Όπως ανέφερε, πρόκειται για μια παγκόσμια επιχείρηση ευρείας κλίμακας που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.