Δευτέρα, 02 Δεκ, 2024

Μαστογραφία και πυκνότητα μαστού

Από τις 10 Σεπτεμβρίου, όλες οι γυναίκες που υποβάλλονται σε μαστογραφία για καρκίνο του μαστού θα ενημερώνονται για την πυκνότητα των μαστών τους, σύμφωνα με νέα ενημέρωση από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration – FDA) των ΗΠΑ.

Στις 9 Μαρτίου 2023, ο FDA εξέδωσε ενημέρωση απαιτώντας από όλες τις μονάδες μαστογραφίας να συμμορφωθούν. Η προϋπόθεση τέθηκε σε ισχύ τον περασμένο μήνα.

Ένας μαστός με πυκνό ιστό μπορεί να κάνει τον καρκίνο πιο δύσκολα ανιχνεύσιμο στη μαστογραφία, ανέφερε ο FDA σε δήλωση Τύπου. Όπως όλοι οι καρκινικοί όγκοι, ο ινοαδενικός ιστός εμφανίζεται λευκός στις μαστογραφίες. Σύμφωνα με τη δήλωση του FDA, περίπου οι μισές γυναίκες άνω των 40 στις ΗΠΑ έχουν μαστούς με πυκνό ιστό. Η πυκνότητα του μαστού έχει χαρακτηριστεί ως παράγοντας κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

Αντίθετα, οι μαστοί με λιγότερο πυκνό ιστό έχουν περισσότερο λίπος, το οποίο φαίνεται μαύρο στις μαστογραφίες. Έτσι, οι λευκά εικονιζόμενοι καρκινικοί όγκοι είναι πιο διακριτοί στην εξέταση.

Οι γυναίκες δεν μπορούν να γνωρίζουν αν οι μαστοί τους είναι πυκνοί εκτός και αν ελεγχθούν μέσω μαστογραφίας, είπε στους Epoch Times η καθηγήτρια Κάρλα Κερλικόβσκι, οι οποία μελετά την απεικόνιση και την επιδημιολογία του μαστού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο.

Παρόλα αυτά, «δεν είναι για όλες τις γυναίκες με πυκνούς μαστούς αυξημένος ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου», επεσήμανε.

Ποια η σημασία της εντολής για τις ασθενείς;

Πριν την εντολή του FDA, σε σχεδόν 40 Πολιτείες οι γυναίκες ήδη ενημερώνονταν για την πυκνότητα των μαστών τους, όταν έκαναν μαστογραφία.

«Η πυκνότητα των μαστών καταγράφεται από τη μαστογραφία», καθώς «η πυκνότητα των μαστών είναι όρος της ακτινολογίας», είπε η Κερλικόβσκι μέσω  e-mail.

Υπάρχουν τέσσερεις κατηγορίες εκτίμησης της πυκνότητας των μαστών που πρέπει να αναφερθούν:

  • Λιπώδης μαστός
  • Μαστός με διάσπαρτες περιοχές ινοαδενικής πυκνότητας
  • Ετερογενώς πυκνός μαστός (μπορεί να αποκρύψει μικρές μάζες)
  • Εξαιρετικά πυκνός μαστός (ελαττώνει την ευαισθησία της μαστογραφίας)

Περίπου το 40% των γυναικών έχουν ετερογενώς πυκνούς μαστούς, ενώ το 10% έχουν εξαιρετικά πυκνούς μαστούς.

Γυναίκες με εξαιρετικά πυκνούς μαστούς έχουν τον υψηλότερο κίνδυνο μη διάγνωσης καρκίνου, και 20% με 40% αυξημένο κίνδυνο να έχουν ήδη καρκίνο του μαστού. Μια γυναίκα με εξαιρετικά πυκνούς μαστούς η οποία δεν έχει προβεί ποτέ της σε προσυμπτωματικό έλεγχο έχει πάνω από 5% πιθανότητες να πεθάνει από καρκίνο του μαστού.

Περιορισμοί της μαστογραφίας

Ενώ σε γυναίκες με πυκνούς μαστούς υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να μην ανιχνευτεί ο καρκίνος, μελέτη του 2022 έδειξε ότι οι ψευδώς αρνητικές απαντήσεις από τις μαστογραφίες τείνουν να είναι ελάχιστες, ενώ οι ψευδώς θετικές – οι οποίες αποτελούν ψυχικό άχθος για τις γυναίκες – είναι πιο συνηθισμένες.

Σύμφωνα με τη μελέτη, στις ετήσιες ψηφιακές μαστογραφίες υπάρχουν 56% πιθανότητες ψευδώς θετικού αποτελέσματος ενώ στις διετείς ψηφιακές μαστογραφίες υπάρχουν 38% πιθανότητες ψευδώς αρνητικού αποτελέσματος.

Η Κερλικόβσκι, η οποία ηγήθηκε μίας μελέτης που έδειξε ότι η πυκνότητα των μαστών δεν επαρκεί από μόνη της για τον καθορισμό του γενικού κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, πρόσθεσε ότι η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν.

Εξήγησε ότι οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς οι οποίες βγαίνουν αρνητικές στον έλεγχο της μαστογραφίας θα πρέπει να κουβεντιάσουν με τον γιατρό τους για την πιθανότητα επιπλέον εξετάσεων, όπως π.χ. ενός υπέρηχου ή μίας μαγνητικής τομογραφίας.

Ωστόσο, η αυξημένη ευαισθησία των υπερήχων και της μαγνητικής τομογραφίας ενέχει τον κίνδυνο εμφάνισης ψευδώς θετικού αποτελέσματος.

Ο μέσος όρος κινδύνου για την ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού στη ζωή μίας γυναίκας είναι 13%, με την ηλικία να είναι ο ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου, ιδίως μετά την ηλικία των πενήντα, ενώ η πυκνότητα του ιστού των μαστών έχει την ίδια περίπου αξία ως παράγοντας κινδύνου με την ύπαρξη ενός συγγενή α΄βαθμού με καρκίνο του μαστού.

Άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου του μαστού περιλαμβάνουν τις γενετικές μεταλλάξεις BRCA1 ή BRCA2, όπως και την ακτινοθεραπεία θώρακος που έχει γίνει πριν την ηλικία των 30 ετών.

Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία συνιστά στις γυναίκες που έχουν τουλάχιστον 20% πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου του μαστού να κάνουν μαγνητική τομογραφία μαστών.

Της Marina Zhang

Αρχικό άρθρο: https://www.theepochtimes.com/health/fda-new-breast-cancer-screening-requirement-takes-effect-tuesday-5721169

Ο FDA προτείνει νέα διαδικασία έγκρισης εμβολίων για πανδημίες

Λόγω των ανησυχιών σχετικά με την γρίπη των πτηνών H5N1, η οποία έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να εξαπλωθεί στον άνθρωπο, η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration-FDA) πρότεινε μια νέα προσέγγιση για τα εμβόλια κατά των πανδημιών.

Κατά τη συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εμβολίων και Συναφών Βιολογικών Προϊόντων την Πέμπτη, ο  διευθυντής του Τμήματος Ιογενών Προϊόντων του FDA, Τζέρι Γουήερ, ζήτησε από τα 11 μέλη της επιτροπής να συζητήσουν αλλαγές στη διαδικασία αλλαγής στελέχους του εμβολίου κατά της γρίπης.

Σύμφωνα με το ισχύον σχέδιο, τα εμβόλια θα αναπτύσσονται πριν από μια πανδημία για να στοχεύουν συγκεκριμένους ιούς υψηλού κινδύνου.

Αυτά τα εμβόλια θα μπορούν να κυκλοφορήσουν εάν εμφανιστεί πανδημία, με την προϋπόθεση ότι είναι ασφαλή επειδή ακολουθούν καθιερωμένες διαδικασίες παρασκευής. Τα νέα εμβόλια της εποχικής γρίπης έχουν καθιερωμένη διαδικασία παρασκευής που παράγεται σε αυγά ή σε κυτταρικές σειρές.

Αυτά τα εμβόλια δεν θα χρειαστεί να υποβληθούν σε κλινική δοκιμή, καθώς θα παρασκευάζονται με τα ίδια πρότυπα που ισχύουν για τα εμβόλια της εποχικής γρίπης και υπάρχει υποτιθέμενο ιστορικό αποτελεσματικότητας και ασφάλειας για αυτά τα εμβόλια για την εποχική γρίπη, σύμφωνα με τον FDA.

Το νέο σχέδιο προτείνει ότι τα εμβόλια αυτά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας αλλά και να ενημερώνονται τακτικά.

Σε περίπτωση που ξεσπάσει πανδημία H5N1, τα εμβόλια H5N1 θα παρασκευάζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα τρέχοντα εμβόλια για την εποχική γρίπη και θα ενημερώνονται αναλόγως. Η νέα διαδικασία θα επιτρέπει επίσης την επικαιροποίηση των εμβολίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ανάλογα με τον ιό που κυκλοφορεί.

Ο Τοντ Ντέιβις, εκτελών χρέη επικεφαλής του Κλάδου Ιολογίας, Επιτήρησης και Διάγνωσης του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για την επιτήρηση της ιολογίας, επιβεβαίωσε στη συνάντηση ότι επί του παρόντος δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ιός των πτηνών H5N1 έχει αποκτήσει μεταλλάξεις DNA για να προκαλέσει λοιμώξεις στον άνθρωπο, αν και έχουν αναφερθεί 16 περιπτώσεις σε ανθρώπους.

«Δεν έχουμε δει μεταλλάξεις που θα μείωναν την ευαισθησία στα αντιιικά φάρμακα», πρόσθεσε ο Ντέιβις.

Η Κριστίν Οσάνσκι, διευθύντρια του προγράμματος εμβολίων και βοηθητικών ουσιών για την πανδημία στην Αρχή Βιοϊατρικής Προηγμένης Έρευνας και Ανάπτυξης (Biomedical Advanced Research and Development Authority-BARDA), ανακοίνωσε ότι το Εθνικό Προ-Πανδημικό Απόθεμα Εμβολίων Γρίπης έχει επί του παρόντος συνεργασίες με τρεις φαρμακευτικές εταιρείες που θα ήταν σε θέση να παρασκευάσουν παραδοσιακά εμβόλια γρίπης με βάση το αυγό και τα κύτταρα σε περίπτωση πανδημίας.

«Τα εμβόλια με βάση το mRNA δεν αποτελούν μέρος των σημερινών δραστηριοτήτων ετοιμότητας», δήλωσε η Οσάνσκι, αν και υπάρχουν σχέδια για μελλοντικές πιθανές αντιδράσεις.

Η Οσάνσκι δήλωσε ότι υπάρχουν εργασίες για την παραγωγή εμβολίων που στοχεύουν τους ιούς Η5 από το 2022, όταν η νέα παραλλαγή Η5 βρέθηκε σε άγρια πτηνά και πουλερικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Επί του παρόντος βρίσκονται σε εξέλιξη τρεις κλινικές δοκιμές φάσης 2 για τη δοκιμή τριών διαφορετικών εμβολίων τύπου H5.

Οι δύο πρώτες κλινικές δοκιμές υπό την αιγίδα της GSK και της CSL Seqirus έχουν ολοκληρώσει την εγγραφή, ενώ η τρίτη δοκιμή, υπό την αιγίδα της BARDA για τη δοκιμή ενός νέου τύπου σύνθεσης εμβολίου, εξακολουθεί να προσλαμβάνει συμμετέχοντες.

Κανένα από τα εμβόλια δεν δοκιμάζει τον σημερινό ιό H5N1 που κυκλοφορεί και προκαλεί ανησυχία, δεδομένου ότι η τρέχουσα γρίπη των πτηνών δεν κυκλοφορούσε κατά τη διάρκεια της δοκιμής.

Οι δοκιμές φάσης 3, οι οποίες θα δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια αυτών των εμβολίων κατά της γρίπης, θα ξεκινήσουν το επόμενο έτος, δήλωσε η Οσάνσκι.

Εγκρίθηκε το πρώτο αυτοχορηγούμενο εμβόλιο κατά της γρίπης

Διχάζονται οι απόψεις των ειδικών σχετικά με την πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration – FDA) των ΗΠΑ να επεκτείνει την έγκριση του ρινικού σπρέι κατά της γρίπης FluMist, επιτρέποντας για πρώτη φορά την αυτοχορήγηση.

Φαρμακεία θα μπορούν να συνταγογραφούν το ρινικό εμβόλιο και το σπρέι μπορεί επίσης να χορηγηθεί από έναν τρίτο που παρέχει φροντίδα, δήλωσε η FDA την Παρασκευή.

«Για αυτούς που ενδιαφέρονται να το χρησιμοποιήσουν μόνοι τους ή να τους το χορηγήσει ένας φροντιστής, οι παραγωγοί του εμβολίου σκοπεύουν να κάνουν το εμβόλιο διαθέσιμο μέσω ενός διαδικτυακού φαρμακείου τρίτου μέρους», επεσήμανε η FDA.

Αυτά τα άτομα θα εξεταστούν, για να φανεί αν πληρούν τις προϋποθέσεις. Εάν τις πληρούν, το φαρμακείο θα συνταγογραφήσει και θα στείλει το εμβόλιο στη διεύθυνση που έδωσε το άτομο. Μπορούν επίσης να βρουν κάποιον πάροχο υγείας για να τους το χορηγήσει.

Ο Δρ Γουίλιαμ Σάφνερ, καθηγητής προληπτικής ιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Βαντερμπίλτ (Vanderbilt University Medical Center), είπε στους Epoch Times ότι η νέα έγκριση μπορεί να ενθαρρύνει τον εμβολιασμό, συγκεκριμένα σε άτομα που φοβούνται τις ενέσεις ή τον ενδομυϊκό εμβολιασμό.

«Πολλά νεαρά άτομα, συνηθισμένα στη χρήση του διαδικτύου και την παραλαβή διαφόρων ειδών μέσω αυτού, μπορεί να βρουν αυτήν τη διαδικασία πολύ ελκυστική», πρόσθεσε, από τη στιγμή δεν θα παραγγέλνουν το εμβόλιο ρινικού σπρέι όλοι οι ιατροί.

Η παιδίατρος Δρ Ρενάτα Μουν, μέλος του συμβουλίου του Αμερικανικού Κολεγίου Παιδιάτρων, διαφωνεί με την απόφαση της FDA.

Η FDA δηλώνει ότι ένα φαρμακείο θα μπορεί να συνταγογραφεί το εμβόλιο. «Επιτρέπεται πλέον στα φαρμακεία να ασκούν ιατρική;», αναρωτιέται η Δρ Μουν σε email που απέστειλε στους Epoch Times .

Υποστήριξε πως η νέα απόφαση ενθαρρύνει την παράκαμψη του διαλόγου για ενημερωμένη συναίνεση μεταξύ ιατρών και ασθενών.

Ο Δρ Σάφνερ είπε πως επί του παρόντος δεν είναι γνωστό εάν η αυτοχορήγηση ενέχει περισσότερους κινδύνους από τη χορήγηση του εμβολίου από έναν επαγγελματία υγείας.

Η AstraZeneca, η κατασκευάστρια εταιρεία του σπρέι, διεξήγαγε μια μελέτη το 2015 δείχνοντας πως το 100% των ενηλίκων μπορεί να χορηγήσει σωστά την πλήρη δόση, ύστερα από οδηγίες.

Το σπρέι θα είναι διαθέσιμο για τους καταναλωτές το φθινόπωρο του 2025, είπε εκπρόσωπος της εταιρείας στους Epoch Times.

Προφυλάξεις

Το FluMist είναι προς το παρόν το μοναδικό ρινικό εμβόλιο εγκεκριμένο από την FDA, η οποία το ενέκρινε το 2003 για χρήση σε άτομα ηλικίας 5 έως 49 ετών, ενώ το 2007 διεύρυνε τα όρια ηλικίας ώστε να περιλαμβάνονται και παιδιά ηλικίας 2 ετών.

Αντίθετα με τα περισσότερα ενδομυϊκά εμβόλια γρίπης, το FluMist περιέχει ζωντανούς εξασθενημένους ιούς παρά σκοτωμένους ιούς γρίπης.

Οι έγκυες γυναίκες, άτομα σε ανοσοκαταστολή ή άτομα που ζουν με ανοσοκατεσταλμένα άτομα βρίσκονται επομένως σε κίνδυνο πιθανής λοίμωξης και θα πρέπει να συμβουλευτούν τον πάροχο υγείας τους για το εάν θέλουν να λάβουν αυτό το εμβόλιο, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης του εμβολίου.

Άτομα με ιστορικό άσθματος, συνδρόμου Guillain-Barre ή τα οποία έχουν πρόβλημα με την καρδιά, τους νεφρούς, τους πνεύμονες ή έχουν διαβήτη θα πρέπει επίσης να συμβουλευτούν τον οικογενειακό ιατρό τους.

Το ρινικό εμβόλιο χορηγείται μέσω ψεκασμού μισής δόσης σε κάθε ρουθούνι ξεχωριστά.

Σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης του φαρμάκου, το FluMist δεν πρέπει να χρησιμοποιείται εάν υπάρχει αλλεργία στα αυγά, εάν κάποιος λαμβάνει ασπιρίνη ή φάρμακα που περιέχουν ασπιρίνη ή αν κάποιος είναι αλλεργικός σε άλλα μη ενεργά συστατικά του εμβολίου.

Οι πιο κοινές παρενέργειες είναι καταρροή ή βουλωμένη μύτη, πονόλαιμος και πυρετός.

Της Marina Zhang

 

Ένας στους πέντε ιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας χρησιμοποιεί ΤΝ

Έρευνα που διεξήχθη σε ιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο βρήκε πως πάνω από το 20% χρησιμοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) για διάγνωση και συστάσεις θεραπείας.

Το ChatGPT, το οποίο ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2022, ήταν το πιο δημοφιλές εργαλείο ανάμεσα στους ιατρούς.

«Προκαταρκτικά στοιχεία υποδηλώνουν τις εντυπωσιακές ικανότητες αυτών των εργαλείων για την υποβοήθηση στην συγγραφή ενσυναίσθητων εγγράφων», λένε οι συγγραφείς. «Ωστόσο αυτά τα εργαλεία ενέχουν επίσης και περιορισμούς. Τείνουν να δημιουργούν εσφαλμένες πληροφορίες.»

Διεξήχθη έρευνα  σε πάνω από 1000 ιατρούς. Περίπου το 30% το χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή εγγράφων μετά τα ραντεβού των ασθενών τους και το 28% και το 25% το χρησιμοποιούσε για σύσταση διάγνωσης και επιλογών θεραπείας αντιστοίχως.

Η Σάρλοτ Μπλες, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα υγείας των γυναικών και των παιδιών στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, δήλωσε ότι εξεπλάγη από το ποσοστό των γιατρών πρωτοβάθμιας περίθαλψης που χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη στην εργασία τους.

Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μπλες δήλωσε στους Epoch Times ότι η εκτίμησή της είναι ότι οι Αμερικανοί «γιατροί μπορεί να χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία σε μεγαλύτερο αριθμό από ό,τι υποψιαζόμαστε».

Επισήμανε μια προηγούμενη μελέτη της οποίας ηγήθηκε, η οποία διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2023 σε ψυχιάτρους που ανήκουν στην Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση, η οποία διαπίστωσε ότι το 44% των ψυχιάτρων δήλωσε ότι χρησιμοποιεί το GPT 3.5 με έναν στους τρεις να δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει το GPT 4.0.

«Το ένστικτό μου λέει ότι οι γιατροί, όπως οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές σε άλλους τομείς, μπορεί να χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία στα κρυφά», είπε.

Οι συγγραφείς ανέφεραν ότι η μελέτη τους ενδεχομένως να μην είναι αντιπροσωπευτική των ιατρών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Τα ευρήματα δημοσιοποιήθηκαν την Τρίτη στο περιοδικό BMJ Health and Care Informatics.

Η έρευνα είναι η μεγαλύτερη που διεξήχθη πάνω στους ιατρούς που χρησιμοποιούν παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη, η οποία είναι ικανή να παράγει περιεχόμενο, στην κλινική πρακτική, λένε οι συγγραφείς.

Ύστερα την ενεργοποίηση του ChatGPT στα τέλη του 2022, το ενδιαφέρον στα chatbots που λειτουργούν με βάση το μεγάλο γλωσσικό μοντέλο (Large Language Models – LLM) έχει εκτιναχθεί στα ύψη, και η προσοχή εστιάζει αυξανόμενα στην κλινική δυνατότητα αυτών των εργαλείων.

Τα ευρήματά τους υποδεικνύουν ότι οι ιατροί «μπορούν να αντλήσουν αξία από αυτά τα εργαλεία, συγκεκριμένα με διοικητικά καθήκοντα και για να υποστηρίξουν την κλινική λογική. Παρόλα αυτά, προειδοποιούμε ότι αυτά τα εργαλεία έχουν περιορισμούς από την στιγμή που μπορούν να ενέχουν ανεπαίσθητα σφάλματα και προτιμήσεις», ανέφεραν οι συγγραφείς.

«Η ιατρική κοινότητα θα πρέπει να βρει τρόπους τόσο να εκπαιδεύσει τους ιατρούς και τους εκπαιδευόμενους καθώς και να καθοδηγήσει τους ασθενείς σχετικά με την ασφαλή υιοθέτηση αυτών των εργαλείων.»

 

Κίνδυνοι και καθοδήγηση

Το να συμβουλευόμαστε την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) μπορεί να διακινδυνεύσει τα δεδομένα των ασθενών και οι πληροφορίες που παρέχει η ΤΝ μπορεί να είναι εσφαλμένες, αναφέρουν οι συγγραφείς.

«Δεν είναι ξεκάθαρο το πώς οι διαδικτυακές εταιρίες πίσω από την παραγωγική ΤΝ χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συλλέγουν», λένε οι συγγραφείς.

Η Μπλες δήλωσε ότι οι γιατροί μπορούν να χρησιμοποιήσουν γεννητική τεχνητή νοημοσύνη ιατρικού επιπέδου, η οποία είναι συμβατή με τον Νόμο περί Φορητότητας και Λογοδοσίας της Ασφάλισης Υγείας (Health Insurance Portability and Accountability Act-HIPAA) για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των ασθενών, αν και αυτές οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης εξακολουθούν να ενέχουν τον κίνδυνο δημιουργίας λαθών και προκατειλημμένων συστάσεων.

Οι συγγραφείς παραθέτουν μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή του 2024 η οποία εξέτασε την ικανότητα του ChatGPT να καταχωρίσει τα ιστορικά των ασθενών.

Οι ιατροί θα λάμβαναν το ιστορικό των ασθενών και το ChatGPT θα το κατέγραφε. Οι συγγραφείς βρήκαν πως το 36% των εγγράφων είχε εσφαλμένες πληροφορίες.

«Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να εξετάσουμε την υιοθέτηση των ιατρών της παραγωγικής ΤΝ και το πώς μπορούμε να εφαρμόσουμε καλύτερα αυτά τα εργαλεία με ασφάλεια στην κλινική πρακτική», λένε οι συγγραφείς, προσθέτοντας ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει καμία καθοδήγηση πάνω στο πως οι ιατροί θα πρέπει να χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία.

«Η ιατρική κοινότητα θα πρέπει να βρει τρόπους να εκπαιδεύσει τους ιατρούς και τους εκπαιδευόμενους σχετικά με τα πιθανά πλεονεκτήματα αυτών των εργαλείων στην σύνοψη των πληροφοριών όπως επίσης και με τους κινδύνους.»

Η Μπλες δήλωσε ότι είναι απίθανο η συνήθης χρήση της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης να επηρεάσει αρνητικά την επάρκεια των γιατρών.

«Εάν χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία για να παίρνουν ιδέες πριν από κλινικές αποφάσεις ή ως δεύτερες γνώμες, αυτή μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα πολύτιμη χρήση αυτών των εργαλείων αυτή τη στιγμή».

Περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους παγκοσμίως εκτιμούν ότι θα έχουν προβλήματα υγείας από το νερό μέσα στα επόμενα 2 χρόνια

Μια έρευνα σε 141 χώρες διαπίστωσε ότι πάνω από το 52% των ερωτηθέντων «αναμένουν σοβαρό κίνδυνο από το πόσιμο νερό μέσα στα επόμενα δύο χρόνια», σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Nature Communications, ανέλυσε δεδομένα από περισσότερους από 148.000 ενήλικες από την παγκόσμια δημοσκόπηση κινδύνου του 2019 του Ιδρύματος Lloyd’s Register Foundation.

Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Northwestern και το UNC διαπίστωσαν ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το γεγονός ότι πάνω από το 97% του πληθυσμού έχει πρόσβαση σε καθαρό νερό, περίπου το 40% των ανθρώπων αναμένει να υποστεί πρόβλημα υγείας.

Το χαμηλότερο ποσοστό αναφέρθηκε στη Σιγκαπούρη (0,9 τοις εκατό) και το υψηλότερο στη Ζάμπια (54,3 τοις εκατό).

Τα ευρήματα έδειξαν ότι η πρόσβαση σε καθαρό νερό δεν έχει να κάνει με την κατασκευή περισσότερων υποδομών, «αλλά πολύ περισσότερο με τις αντιλήψεις του κοινού για την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη», δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Τζόσουα Ν. Μίλερ, μεταδιδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας.

Αλλά η αντίληψη των ανθρώπων μπορεί να μην είναι λανθασμένη, είπε.

 

Αντίληψη εναντίον Πραγματικότητας

Το μεγάλο ερώτημα με το εύρημα είναι αν οι αντιλήψεις των ανθρώπων είναι αληθινές, δήλωσε ο Μίλερ.

Επισημαίνει μια πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύθηκε στο Science από Ελβετούς ερευνητές, η οποία εκτιμά ότι 4,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό.

«Αρχικά πιστεύαμε ότι ήταν περίπου 2,2 δισεκατομμύρια, αλλά καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να συγκεντρώνουν περισσότερα δεδομένα και να προσπαθούν να κάνουν νέες εκτιμήσεις για την ποιότητα του νερού […] τώρα έχει διπλασιαστεί […] Έτσι, αυτό μου υποδηλώνει ότι οι αντιλήψεις των ανθρώπων είναι ήδη μπροστά από το πού βρισκόμαστε στον κόσμο της ποιότητας του νερού», δήλωσε ο Μίλερ.

«Οι άνθρωποι έχουν μια καλή αίσθηση μέσω της γεύσης και της όσφρησης και των ιστορικών εμπειριών από την εμπειρία προβλήματος από το νερό, γνωρίζοντας αν είναι ασφαλές ή όχι να πίνουν νερό.»

Από την άλλη πλευρά, ο Μίλερ τόνισε ότι οι αντιλήψεις των ανθρώπων οδηγούν σε συμπεριφορές που διαμορφώνουν τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα για την υγεία τους.

«Όταν δεν εμπιστευόμαστε το νερό της βρύσης, αγοράζουμε συσκευασμένο νερό, το οποίο είναι εξαιρετικά ακριβό και επιβαρύνει το περιβάλλον- πίνουμε σόδα ή άλλα ζαχαρούχα ποτά, τα οποία είναι σκληρά για τα δόντια και τη γραμμή της μέσης- και καταναλώνουμε πολύ επεξεργασμένα έτοιμα τρόφιμα ή πηγαίνουμε σε εστιατόρια για να αποφύγουμε το μαγείρεμα στο σπίτι, το οποίο είναι λιγότερο υγιεινό και πιο ακριβό», δήλωσε η Σέρα Λ. Γιανγκ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, σε δελτίο Τύπου.

«Τα άτομα που αυτοαναφέρουν ότι εκτίθενται σε μη ασφαλές νερό βιώνουν μεγαλύτερο ψυχολογικό στρες […] και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάθλιψης από ό,τι εκείνα που δεν το κάνουν», έγραψαν οι συγγραφείς στη μελέτη τους.

 

Διαφθορά, ο μεγαλύτερος παράγοντας

Η μελέτη του Nature Communications έδειξε ότι η αντίληψη του κοινού για τη διαφθορά είναι ο ισχυρότερος παράγοντας πρόβλεψης για τους κινδύνους από το πόσιμο νερό.

Αρκετοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι διάφορες χώρες έχουν διαφορετικά ποσοστά πρόβλεψης του κινδύνου.

Μεταξύ αυτών, η αντίληψη του κοινού για τη διαφθορά είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας, σύμφωνα με τη μελέτη, που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 50% των διαφορών μεταξύ των χωρών.

Επιπλέον, οι χώρες που είναι διεφθαρμένες τείνουν επίσης να διαθέτουν λιγότερο καθαρό νερό και να επενδύουν λιγότερο στις κοινότητες και τις υποδομές τους, δήλωσε ο Μίλερ.

Ωστόσο, η γνώμη των ανθρώπων για την κυβέρνηση δεν μπορεί να εξηγήσει όλες τις διαφορές.

Οι συγγραφείς διαπίστωσαν επίσης ότι τα δύο τρίτα των ατόμων που αναμένουν να υποστούν πρόβλημα υγείας από το νερό τα επόμενα δύο χρόνια δήλωσαν ότι η κυβέρνησή τους έκανε «καλή δουλειά» όσον αφορά την εγγύηση ασφαλούς πόσιμου νερού.

Άλλοι σημαντικοί παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν το ποσοστό πρόβλεψης προβλήματος μιας χώρας περιλαμβάνουν ένα υψηλό ποσοστό ατόμων που έχουν υποστεί πρόβλημα υγείας από το πόσιμο νερό και ή ένα υψηλό ποσοστό θανάτων που συνδέονται με το πόσιμο νερό.

 

Αυξανόμενες ανησυχίες για το νερό

Σε ατομικό επίπεδο, οι γυναίκες, οι μορφωμένοι και οι άνθρωποι που ανέφεραν οικονομικές δυσκολίες είχαν την τάση να αναμένουν πρόβλημα υγείας από το πόσιμο νερό.

«Νομίζω ότι οι άνθρωποι ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο για τα ζητήματα του νερού και άλλες περιβαλλοντικές απειλές», δήλωσε ο Μίλερ.

«Είναι απλά η μία έκθεση μετά την άλλη για τη δεινή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε», δήλωσε ο Μίλερ, απαριθμώντας τις αυξημένες πλημμύρες, τις ξηρασίες, την απορροή, τη μόλυνση και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που μολύνουν και καταστρέφουν τις υποδομές ύδρευσης.

Παρά την εκτεταμένη επεξεργασία και τον καθαρισμό του νερού για την απομάκρυνση των ρύπων, κάποια υπολείμματα παραμένουν.

Ταυτόχρονα, οι ερευνητές βρίσκουν νέες χημικές ουσίες και ουσίες στην παροχή νερού που μπορεί να εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία, οι οποίες απαιτούν περισσότερες μελέτες και τη θέσπιση νέων κανονισμών.

«Δεν θέλω να κακολογήσω τους παρόχους υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πραγματικά δύσκολο», δήλωσε ο Μίλερ. «Κάθε φορά που επιβάλλουμε έναν νέο περιορισμό ή ένα νέο όριο στο οποίο πρέπει να επιτύχουν την ποιότητα του νερού, αυτό σημαίνει μεγαλύτερο κόστος και είτε πρέπει να ζητήσουν από τους καταναλωτές να πληρώσουν περισσότερα είτε δεν πρόκειται να ανταποκριθούν στις κατευθυντήριες γραμμές. Και νομίζω ότι αυτή είναι η συνεχής ένταση που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση με τη θέσπιση νέων κανονισμών και γι’ αυτό μερικές φορές είναι πραγματικά αργή».

Αν και η έρευνα μπορεί να βρει μολυσματικές ουσίες που είναι δυνητικά επιβλαβείς, είναι δύσκολο για την κυβέρνηση να προβεί σε νέους κανονισμούς λόγω των επιπτώσεων στο κόστος.

«Πρέπει πραγματικά να υπολογίσουμε την αξία του νερού και το πόσο είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε γι’ αυτό», δήλωσε ο Μίλερ. «Υπάρχει ένας αυξανόμενος κατάλογος μολυσματικών παραγόντων για τους οποίους ανησυχούμε δυνητικά, και υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα αποδείξεων σχετικά με το πόσο επιβλαβείς είναι και σε ποιο όριο. Νομίζω, λοιπόν, ότι απαιτείται πολύ ξεκάθαρο μήνυμα για τη δημόσια υγεία σχετικά με το τι υπάρχει στο νερό μας και αν είναι επιβλαβές ή όχι».

Πρωτεΐνες στο αίμα: Δείκτης πρόβλεψης για πάνω από 60 ασθένειες

Πάνω από 60 ασθένειες μπορούν να προβλεφθούν απλά με τον έλεγχο των πρωτεϊνών στο αίμα, βρήκε μελέτη που δημοσιεύθηκε την Δευτέρα.

Οι πρωτεΐνες αυτές παρείχαν πιο ακριβείς προβλέψεις για 52 από τις 67 ασθένειες από τις παρούσες κλινικές εξετάσεις.

«Η μέτρηση μια πρωτεΐνης για έναν συγκεκριμένο λόγο, όπως την τροπονίνη για την διάγνωση εμφράγματος, είναι μια συνηθισμένη κλινική πρακτική. Είμαστε εξαιρετικά ενθουσιασμένοι σχετικά με την ευκαιρία να αναγνωρίσουμε νέους δείκτες για τον έλεγχο και την διάγνωση από τις χιλιάδες πρωτεΐνες που κυκλοφορούν στο ανθρώπινο αίμα και που πλέον μπορούν να μετρηθούν», είπε σε δήλωση τύπου η Κλώντια Λάνγκενμπεργκ, διευθύντρια του Precision Healthcare University Research Institute (PHURI) στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου.

Η μεταδιδακτορική ερευνήτρια Τζούλια Καράσκο-Ζανίνι-Σάντσεζ, η οποία είναι επίσης η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, είπε στους Epoch Times πως η μελέτη έγινε λόγω της προηγούμενης έρευνας της ομάδας της πάνω σε μια ασθένεια που σχετίζεται με εξασθενημένο έλεγχο γλυκόζης.

«[Η κατάσταση] είναι ουσιαστικά μια μορφή προδιαβήτη την οποία μπορείς μονάχα να ανιχνεύσεις όταν εκτελείς αυτό που λέμε δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη μέσω στόματος, αλλά όχι μέσω HBA1c (έλεγχο γλυκόζης αίματος) ή έλεγχο γλυκόζης σε νηστεία», είπε.

«Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με την πρωτεομική (μεγάλης κλίμακας μελέτη των πρωτεϊνών) για να προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε μια εξέταση […] η οποία να μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα της δοκιμασίας ανοχής γλυκόζης δια στόματος χωρίς να χρειάζεται να την διεξάγουμε γιατί συνήθως δεν γίνεται στην  κλινική πρακτική.»

Η κ. Καράσκο-Ζανίνι-Σάντσεζ είπε πως η προηγούμενη τους μελέτη τους έκανε να αναρωτηθούν εάν και άλλες ασθένειες θα μπορούσαν να προβλεφθούν με την χρήση πρωτεϊνών.

Είπε πως το παρών μοντέλο τους προβλέπει την ανάπτυξη ασθενειών σε βάθος 10 ετών.

«[Δέκα χρόνια] είναι κάπως ένα κάπως μακρύ χρονικό περιθώριο για κάποιες από τις ασθένειες που μελετάμε […] μια χρονική περίοδος πρόβλεψης τριών ή πέντε ετών θα ήταν πιο σχετική. Ωστόσο, τα δεδομένα δεν είναι αρκετά μεγάλα ακόμη, και για αυτό […] όλοι τους εκπαιδεύονται για περιστατικά σε βάθος δέκα ετών», είπε η πρώτη συγγραφέας.

Η κ. Καράσκο-Ζανίνι-Σάντσεζ, η οποία διεξήγαγε την έρευνα του διδακτορικού της πάνω στην πρωτεομική, είπε στους Epoch Times πως ήλπιζε ότι οι πρωτεομικές δοκιμές της μελέτης της θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αν ελέγξουν εξειδικευμένους πληθυσμούς με μεγαλύτερο κίνδυνο στην εν λόγω ασθένεια παρά ολόκληρο τον πληθυσμό.

 

52 αναγνωρισμένες ασθένειες

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Medicine, χρησιμοποίησε δεδομένα από την Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου και ανέλυσε πάνω από 3000 διαφορετικές πρωτεΐνες αίματος από 218 διαφορετικές ασθένειες.

Πάνω από 40.000 άτομα επιστρατεύθηκαν για να δώσουν δείγματα του αίματός τους για πρωτεομική ανάλυση.

Έπειτα αυτά τα άτομα παρακολουθήθηκαν για 10 χρόνια μέσω των ηλεκτρονικών υγειονομικών τους αρχείων για να φανεί τι είδους ασθένειες θα αναπτύξουν.

Για αυτούς που εν τέλει ανέπτυξαν διάφορες ασθένειες, μελετώντας τα επίπεδα πρωτεϊνών που είχαν πριν από 10 χρόνια, οι ερευνητές καθόρισαν το πρωτεϊνικό αποτύπωμα για πάνω από 60 ασθένειες.

Το κάθε πρωτεϊνικό αποτύπωμα αποτελείται από πέντε έως είκοσι διαφορετικές πρωτεΐνες.

Οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα κλινικό μοντέλο για να προβλέπουν τον κίνδυνο για διάφορες ασθένειες, το οποίο περιλαμβάνει πληροφορίες όπως ηλικία, φύλο και δείκτη μάζας σώματος, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες.

Εκτός από αυτό το μοντέλο, πρόσθεσαν το πρωτεϊνικό αποτύπωμα, τους βιοδείκτες της ασθένειας ή τις εκτιμήσεις γονιδιακού κινδύνου για να φτιάξουν άλλα τρία μοντέλα και να συγκρίνουν τα αποτελέσματα.

Με το μοντέλο πρωτεϊνικού αποτυπώματος, οι συγγραφείς βρήκαν σημαντικές βελτιώσεις στις προβλέψεις 52 ασθενειών. Περιλαμβάνουν την κοιλιοκάκη (δυσανεξία στη γλουτένη), την διατατική μυοκαρδιοπάθεια, την κίρρωση του ήπατος, το πολλαπλό μυέλωμα, την χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), την άνοια, το σύνδρομο Sjogren και τον καρκίνο του προστάτη, μεταξύ άλλων.

Οι συγγραφείς τόνισαν ότι το μοντέλο βιοδεικτών για τον καρκίνο του προστάτη, ο οποίος προς το παρόν ελέγχεται με την μέτρηση συγκεκριμένων αντιγόνων του προστάτη ενός ατόμου, είχε μικρότερη απόδοση από το μοντέλο πρωτεϊνικού αποτυπώματος.

Αναγνώρισαν επίσης ορισμένες πρωτεΐνες οι οποίες προέβλεπαν μονάχα μια ασθένεια. Για παράδειγμα, το 17ο μέλος της υπεροικογένειας υποδοχέα TNF, μια πρωτεΐνη που είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των Β κυττάρων, ήταν εξαιρετικά συγκεκριμένη για την πρόβλεψη του πολλαπλού μυελώματος.

 

Μοντέλο δείγματος μιας χρήσης

Τα δείγματα αίματος των συμμετεχόντων λήφθηκαν μόνο μια φορά στην αρχή της μελέτης. Η έκβαση της υγείας τους παρακολουθήθηκε μέσα από τα ηλεκτρονικά υγειονομικά τους αρχεία για 10 χρόνια.

Η κ. Καράσκο-Ζανίνι-Σάντσεζ είπε ότι είναι απίθανο τα επίπεδα των πρωτεϊνών στο αίμα να αλλάξουν τόσο δραστικά.

«Δεν υπάρχουν τόσες πολλές μελέτες με επανειλημμένα πρωτεομικά δείγματα. Αλλά αυτές που υπάρχουν δείχνουν πως υπάρχουν αρκετά σταθερά επίπεδα ή σταθερές μετρήσεις των πρωτεϊνών. Πολύ μεγάλες αλλαγές συνδέονται κυρίως με αλλαγές στους παράγοντες κινδύνου ή το περιβάλλον που μπορεί, αυτό καθεαυτό, να σας προδιαθέσει σε μια διαφορετική ασθένεια.»

Η κ. Καράσκο-Ζανίνι-Σάντσεζ οραματίζεται πως οι δοκιμές τους μπορεί να βοηθήσουν τους ιατρούς να έχουν καλύτερη κρίση κατά την διάγνωση και θεραπεία ομάδων υψηλού κινδύνου.

«Εάν σκεφτούμε να ελέγξουμε ολόκληρο τον πληθυσμό [για κοιλιοκάκη] … περίπου ένας στους 100 ανθρώπους θα αναπτύξει ουσιαστικά κοιλιοκάκη», είπε, προσθέτοντας πως πολλά άτομα ίσως χρειαστεί να ελεγχθούν για να βοηθήσουν μονάχα ένα άτομο.

Ωστόσο, σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμών, όπως αυτές με αυτοάνοσα, ο κίνδυνος ανάπτυξης κοιλιοκάκης είναι υψηλότερος.

«Αυτή είναι πάνω κάτω η γενική δομή που οραματιζόμαστε», είπε, «Έχει να κάνει απλά με το να βρούμε τον κατάλληλο πληθυσμό στον οποίο θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε αυτή την εξέταση ουσιαστικά.»

Η πρώτη συγγραφέας είπε πως οι ιατροί στις ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν την πρωτεομική δοκιμή για να ελέγξουν τους ασθενείς τους για ασθένειες κατά την διεξαγωγή προληπτικών ελέγχων.

Ο FDA εκδίδει προειδοποίηση σχετικά με την υπερβολική δόση στο φάρμακο για την απώλεια βάρους

Ορισμένοι ασθενείς έχουν αυτο-χορηγήσει λανθασμένες δόσεις σεμαγλουτίδης, το δραστικό συστατικό των Wegovy και Ozempic, δύο δημοφιλών φαρμάκων απώλειας βάρους και διαβήτη τύπου 2, αναφέρει ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration-FDA) σε προειδοποίηση την Παρασκευή.

Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι ασθενείς πήραν πέντε έως 20 φορές τη συνταγογραφούμενη δόση, με αρκετούς να χρειάζονται ιατρική φροντίδα ή νοσηλεία.

Στους ασθενείς αυτούς χορηγήθηκαν εκδόσεις του φαρμάκου από φαρμακεία σύνθεσης φαρμάκων και όχι από κατασκευαστές φαρμάκων, ανέφερε ο οργανισμός.

Τα δοσολογικά λάθη μπορεί να συνέβησαν λόγω της έλλειψης εμπειρίας των ασθενών με την αυτοδοσολογία, ενώ ορισμένα συνέβησαν λόγω λανθασμένων υπολογισμών των γιατρών στη δοσολογία.

Οι αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες υπερδοσολογίας σεμαγλουτίδης περιλαμβάνουν γαστρεντερικές επιδράσεις (π.χ. ναυτία, έμετος, κοιλιακό άλγος), λιποθυμία, πονοκέφαλο, ημικρανία, αφυδάτωση, οξεία παγκρεατίτιδα και πέτρες στη χολή, ανέφερε ο FDA.

 

Λανθασμένη δοσολογία

Ο νέος συναγερμός έρχεται μήνες μετά την προειδοποίηση του FDA για τα σκευάσματα σεμαγλουτίδης που κυκλοφορούν στην αγορά για την απώλεια βάρους και τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2.

Επί του παρόντος, η σεμαγλουτίδη διατίθεται μόνο ως επώνυμη συνταγή χωρίς εγκεκριμένες γενόσημες εκδόσεις. Δεδομένου όμως ότι το Ozempic και το Wegovy βρίσκονται σε έλλειψη, τα φαρμακεία μπορούν να παρασκευάσουν μια έκδοση του φαρμάκου εάν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

Ωστόσο, ο FDA δήλωσε ότι αυτές οι εκδόσεις διαφέρουν από τα εγκεκριμένα φάρμακα σεμαγλουτίδης, καθώς αυτά τα σκευάσματα «δεν υποβάλλονται σε έλεγχο πριν από την κυκλοφορία από τον FDA για την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα ή την ποιότητα».

Οι περισσότερες αναφορές προήλθαν από ασθενείς που δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη μέτρηση της προβλεπόμενης δόσης και οι οποίοι έλαβαν υπερβολική δόση ενώ χρησιμοποιούσαν σύριγγα πολλαπλών δόσεων.

Οι ασθενείς είχαν οδηγίες να χορηγήσουν πέντε μονάδες ή μια δόση 0,05 χιλιοστόλιτρου, αλλά αντλούσαν αντί αυτού 0,5 χιλιοστόλιτρα (50 μονάδες) σεμαγλουτίδης.

«Σε μία αναφερόμενη περίπτωση, ήταν δύσκολο για τον ασθενή να λάβει σαφήνεια σχετικά με τις οδηγίες δοσολογίας από τον πάροχο τηλεϊατρικής, ο οποίος συνταγογράφησε τη σεμαγλουτίδη, με αποτέλεσμα ο ασθενής να πραγματοποιήσει διαδικτυακή αναζήτηση για ιατρικές συμβουλές και να λάβει ο ασθενής πέντε φορές την προβλεπόμενη δόση», έγραψε ο FDA.

Ορισμένοι πάροχοι υπολόγισαν επίσης λανθασμένα τη δόση κατά τη μετατροπή των μονάδων.

Ενας πάροχος σκόπευε να συνταγογραφήσει δόση 0,25 χιλιοστογραμμάρια ή πέντε μονάδες, αλλά συνταγογράφησε 25 μονάδες αντ’ αυτού, με αποτέλεσμα την οι ασθενείς να κάνουν εμετό.

Ένας άλλος πάροχος συνταγογράφησε 20 μονάδες αντί για δύο, προκαλώντας ναυτία και εμετό σε τρεις ασθενείς.

 

Τα σύνθετα φάρμακα μπορεί να περιέχουν άλλα συστατικά

Ορισμένοι κατασκευαστές σκευασμάτων ενσωματώνουν πρόσθετα συστατικά, όπως κυανοκοβαλαμίνη (βιταμίνη Β12), πυριδοξίνη (βιταμίνη Β6), λεβοκαρνιτίνη (L-καρνιτίνη) και νικοτιναμιδικό αδενινικό δινουκλεοτίδιο (NAD), στις ενώσεις τους με σεμαγλουτίδη.

Ο FDA έλαβε επίσης αναφορές ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο παρασκευαστής μπορεί να χρησιμοποιεί μορφές άλατος της σεμαγλουτίδης, όπως η νατριούχος ή η οξική σεμαγλουτίδη.

Οι μορφές άλατος είναι δραστικά συστατικά διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποιούνται στα εγκεκριμένα φάρμακα, τα οποία περιέχουν τη βασική μορφή της σεμαγλουτίδης.

Ο FDA δήλωσε ότι δεν γνωρίζει καμία βάση για τη παρασκευή με τη χρήση της μορφής άλατος.

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης: εξίσου πιθανό ύστερα από COVID ή οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη

Οι πιθανότητες να αναπτύξουν οι άνθρωποι σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ύστερα από COVID-19 ή οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη, είναι περίπου οι ίδιες σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.

«Ο COVID-19 μπορεί να προκαλέσει ΜΕ/ΣΧΚ (μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή αλλιώς σύνδρομο χρόνιας κόπωσης), αλλά υπάρχουν και άλλες λοιμώδεις ασθένειες που επίσης οδηγούν σε ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Μπεθ Ούνγκερ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.

Η νέα μελέτη βρήκε πως 2% – 3% πρώην ασθενών COVID ανέπτυξαν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ, που συχνά συνδέονται με το σύνδρομο χρόνιου COVID, έναν χρόνο αφού κόλλησαν COVID-19. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στο 3% – 4% των ατόμων που ανέφεραν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ μετά από ασθένειες άσχετες με τον COVID.

Η ΜΕ/ΣΧΚ είναι μια κατάσταση χρόνιας κόπωσης η οποία χαρακτηρίζεται από μια σειρά συμπτωμάτων, που περιλαμβάνουν χρόνια κόπωση, προβλήματα ύπνου, ομίχλη εγκεφάλου, αδιαθεσία μετά την άσκηση και πολλά άλλα.

«Αν και τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης ασθενειών σαν τη ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από νόσηση με COVID μπορεί να θεωρούνται χαμηλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσα εκατομμύρια άτομα πέρασαν COVID-19, αυτό υποδηλώνει πως ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός ατόμων μπορεί να πάσχει από ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Τζόαν Έλμορ, επικεφαλής συν-συγγραφέας και καθηγήτρια ιατρικής στο τμήμα της γενικής εσωτερικής ιατρικής και έρευνας υπηρεσιών υγείας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA).

Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές από το CDC και το UCLA.

Παρόμοια ποσοστά 

Η μελέτη, που δημοσιοποιήθηκε στο JAMA Network Open, είναι μία από τις πολλές που υποδηλώνουν πως η συχνότητα εμφάνισης της ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19 ίσως να είναι μικρότερη από ό,τι νόμιζαν προηγουμένως.

Η μελέτη παρακολούθησε περισσότερα από 4.700 άτομα για 12 μήνες, με συνολική διάρκεια από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Αύγουστο του 2022.

Oι συμμετέχοντες εξετάζονταν κάθε τρεις μήνες σχετικά με τα συμπτώματα τους. Οι ερευνητές ακολούθησαν τα κριτήρια του Ινστιτούτου Ιατρικής του 2015 σχετικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ για να καθορίσουν εάν οι συμμετέχοντες έχουν όντως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης βασισμένοι στα συμπτώματα που ανέφεραν.

Κάποια από τα κριτήρια περιελάμβαναν μειωμένα επίπεδα δραστηριότητας για πάνω από έξι μήνες, κόπωση, ύπνο που δεν έφερνε ξεκούραση και αδιαθεσία μετά την άσκηση.

Από το σύνολο των συμμετεχόντων που μελετήθηκαν και οι οποίοι ανέπτυξαν συμπτώματα σαν αυτά του COVID, περίπου οι μισοί βγήκαν θετικοί στον COVID-19 και θεωρήθηκαν μολυσμένοι.

Τρεις μήνες μετά τη λοίμωξη, πάνω από το 3% και των δύο ομάδων, τόσο αυτών που ήταν θετικοί στον COVID-19  όσο και αυτών που ήταν αρνητικοί, ανέφεραν πως βίωσαν ασθένεια παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ.

Μετά από επανεξέταση, μέσα σε 12 μήνες μετά από την αρχική λοίμωξη, το 2,8% με 3,7% της ομάδας που ήταν θετικοί στον COVID-19 ανέφεραν συμπτώματα παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ, ενώ το 3,1% με 4,5% της ομάδας που ήταν αρνητικοί στον COVID-19 ανέφεραν παρόμοια συμπτώματα.

Αντικρουόμενα ευρήματα;

Προηγούμενες έρευνες υποδηλώνουν πως περίπου το 10% των ατόμων που νοσούν με COVID-19 θα αναπτύξουν σύνδρομο χρόνιου COVID, μια κατάσταση που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ.

Η Λώρεν Γουίσκ, μια από τις επικεφαλής συν-συγγραφέας, τόνισε πως τα ευρήματα της  συγκεκριμένης μελέτης δεν αντικρούουν παλαιότερα συμπεράσματα.

«Δεν σχολιάζουμε συγκεκριμένα την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID εδώ, αλλά μια ξεχωριστή κατάσταση η οποία έχει ξεκάθαρα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωσή της», είπε στους Epoch Times. «Νομίζω πως υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που επικαλύπτονται μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά δεν νομίζω πως μπορούμε να πούμε κάτι ουσιαστικό από αυτές τις εκτιμήσεις σχετικά με την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID.»

Πρόσθεσε πως ο υπάρχων ασαφής ορισμός του συνδρόμου χρόνιου COVID είναι βασικός παράγοντας στη δυσκολία της εκτίμησης της επικράτησης του συνδρόμου αυτού.

Παλαιότερη μελέτη του CDC, η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2024 και η οποία εκτίμησε τα ηλεκτρονικά δεδομένα υγείας περισσότερων από 4.500 ασθενών με COVID-19, βρήκε μια σημαντική αύξηση στη χρόνια κόπωση μετά τη λοίμωξη.

Η μελέτη έδειξε πως τα άτομα που κόλλησαν COVID-19 είχαν 68% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κόπωση και 330% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια κόπωση, σε σχέση με αυτούς που δεν κόλλησαν.

Η Δρ Έλμορ είπε πως η προηγούμενη μελέτη διαφέρει από τη νέα στο ότι βασίστηκε στα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας.

Η Δρ Ούνγκερ εξήγησε με παρόμοιο τρόπο τις διαφορές, προσθέτοντας πως οι δύο μελέτες δεν είναι συγκρίσιμες επειδή η προηγούμενη εξέτασε μονάχα τον ρυθμό κόπωσης και τα συμπτώματα της χρόνιας κόπωσης. Αντιθέτως, η παρούσα μελέτη ερεύνησε την επικράτηση της διάγνωσης ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19.

«Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η ‘κόπωση’ και η ‘χρόνια κόπωση’ είναι διαφορετικές από τη ΜΕ/ΣΧΚ. Για να διαγνωστεί κάποιος με ΜΕ/ΣΧΚ, το άτομο πρέπει να έχει μια ασθένεια που επηρεάζει πολλά συστήματα του σώματος… Τα συμπτώματα της ΜΕ/ΣΧΚ είναι κάτι παραπάνω από το να ‘νιώθει κάποιος κουρασμένος’, το οποίο είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται η κόπωση και η χρόνια κόπωση», τόνισε η Δρ Ούνγκερ.

Οι συγγραφείς έγραψαν στη μελέτη τους πως η ΜΕ/ΣΧΚ μπορεί να παραληφθεί στην κλινική διάγνωση, καθιστώντας τα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας πιθανώς αναξιόπιστα. Ωστόσο, σημείωσαν επίσης πως η έρευνά τους ίσως να υποτιμά τη συχνότητα εμφάνισης της κατάστασης σε ασθενείς που κόλλησαν COVID-19, καθώς ορισμένοι δεν αναφέρουν τα σωστά συμπτώματα, ενώ άλλοι μπορεί να βγουν αρνητικοί στη νόσο.

Η Δρ Έλμορ είπε πως δεν αποκλείεται τα μελλοντικά δεδομένα να αντικρούσουν τα τωρινά.

«Πιθανόν να υπάρξει μεταβλητότητα στους μελλοντικούς ρυθμούς συχνότητας εμφάνισης λόγω διαφορών στον πληθυσμό της μελέτης και τα είδη των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν τη ΜΕ/ΣΧΚ [μετά από COVID-19]», είπε στους Epoch Times.

Της Marina Zhang

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

 

Μαστογραφία: Απαραίτητη μετά τα 40 ή μετά τα 50;

Περίπου το 20% των γυναικών στα 40 τους θα καθυστερούσαν τον έλεγχο για καρκίνο του μαστού μέχρι περίπου την ηλικία των 50 ετών, εάν τους δινόταν η δυνατότητα ενημερωμένης επιλογής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.

Η μελέτη βρήκε πως οι γυναίκες που επέλεξαν να καθυστερήσουν τη μαστογραφία (απεικονιστικός έλεγχος για τον πρώιμο εντοπισμό του καρκίνου του μαστού) είχαν καταταχθεί σε κατηγορία χαμηλού κινδύνου και ανησυχούσαν περισσότερο για τη ζημιά που θα μπορούσε να προκληθεί από την υπερδιάγνωση.

«Συνήθεις λόγοι για την αναβολή του ελέγχου περιλαμβάνουν την έλλειψη οικογενειακού ιστορικού, τον μικρό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου και τις ανησυχίες για τυχόν βλάβες από τους απεικονιστικούς ελέγχους», αναφέρουν στη μελέτη τους οι συγγραφείς, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.

«Αυτά τα δεδομένα υποδεικνύουν πως πολλές γυναίκες που θέλουν να αναβάλουν τον απεικονιστικό έλεγχο λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα αποδεικτικά στοιχεία και αποφασίζουν πως, για αυτές, οι ζημιές υπερτερούν των πλεονεκτημάτων στην ηλικία τους», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Η ενημέρωση επηρεάζει την απόφαση

Η έρευνα αξιολόγησε σχεδόν 500 γυναίκες ηλικίας 39 έως 49, στις οποίες δόθηκε ένα βοήθημα σχετικά με τη λήψη απόφασης για το εάν θα ήθελαν να συμμετάσχουν σε απεικονιστικό έλεγχο για τον καρκίνο του μαστού. Τα 2/3 των γυναικών είχαν ήδη υποβληθεί σε μαστογραφία.

Το βοήθημα που έλαβαν αποκάλυπτε τις πιθανές επιπλοκές της υπερδιάγνωσης. Για παράδειγμα, σημειώθηκε πως από τις 1.000 γυναίκες που ελέγχονται μεταξύ 40 και 49 ετών, οι 239 λαμβάνουν ψευδώς θετικό αποτέλεσμα, όπως και 220 γυναίκες ηλικίας 50 έως 59 ετών.

Το βοήθημα ανέφερε, επίσης, πως η έναρξη του απεικονιστικού ελέγχου στην ηλικία των 40 ετών θα μπορούσε να σώσει μια ακόμη ζωή από τα 1.000 άτομα που υποβάλλονται σε έλεγχο. Ωστόσο, δεν ανέφερε άλλα οφέλη της πρώιμης ανίχνευσης, όπως την πιθανότητα για λιγότερο εντατική θεραπεία σε περίπτωση που ανιχνευτεί καρκίνος.

Οι συμμετέχουσες στην έρευνα έλαβαν, επίσης, μια προσωπική βαθμολόγηση κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, με βάση τον υπολογισμό κινδύνου του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου (National Cancer Institute).

Οι περισσότερες γυναίκες που ερωτήθηκαν (το 57,2%) επέλεξαν να κάνουν μαστογραφία ακόμη και αφού ενημερώθηκαν για τα πλεονεκτήματα και τους πιθανούς κινδύνους.

Προτού διαβάσουν το βοήθημα επιλογής, το 8% είπε πως θα ήθελαν να καθυστερήσουν τη μαστογραφία τους. Αφού το διάβασαν, το 18% είπε πως θα ανέβαλαν τη μαστογραφία μέχρι να κλείσουν τα 50.

Οι περισσότερες γυναίκες που επέλεξαν να την καθυστερήσουν ήταν αυτές που κρίθηκαν πως διέτρεχαν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ενώ αυτές με τις περισσότερες πιθανότητες δεν θέλησαν να αναβάλουν την εξέταση.

Ωστόσο, οι συγγραφείς δεν παρατήρησαν αύξηση στον αριθμό των γυναικών που δήλωσαν πως δεν ήθελαν ποτέ να υποβληθούν σε μαστογραφία, αφού διάβασαν το βοήθημα.

Έκπληξη από τα δεδομένα της υπερδιάγνωσης

Παρόλο που η μαστογραφία μπορεί να σώσει ζωές, ενέχει και ορισμένους κινδύνους, περιλαμβανομένων των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, των μη αναγκαίων βιοψιών και της υπερδιάγνωσης.

Τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα είναι πολύ συχνά. Μια μελέτη έδειξε ότι 1 στις 10 γυναίκες που υποβάλλεται σε απεικονιστικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού για πρώτη φορά θα λάβει ψευδώς θετικό αποτέλεσμα.

Στις ΗΠΑ, η πιθανότητα να έχει πράγματι καρκίνο του μαστού μια γυναίκα που βγαίνει θετική στην εξέταση είναι περίπου 7%, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου. Ωστόσο, άλλες έρευνες δηλώνουν πως αυτό το ποσοστό θα μπορούσε να κυμαίνεται από 4% έως και 50%.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ότι οι γυναίκες ξαφνιάστηκαν από τα στατιστικά της υπερδιάγνωσης, με ποσοστό περίπου 37% να εκφράζει έκπληξη.

Σχεδόν το ίδιο ποσοστό γυναικών ανέφερε, επίσης, πως τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν σχετικά με την υπερδιάγνωση ήταν «πολύ διαφορετικά» από αυτό που πίστευαν προηγουμένως.

Από το 2009 μέχρι το 2022 που διεξήχθη η έρευνα, η Ειδική Ομάδα Προληπτικών Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. Preventive Services Task Force – USPSTF) συμβούλευε πως ο απεικονιστικός έλεγχος θα πρέπει να είναι ατομική απόφαση του καθενός για άτομα ηλικίας 40 έως 49 ετών. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2024, η USPSTF άλλαξε τις οδηγίες της, συστήνοντας τον διετή απεικονιστικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού σε όλες τις γυναίκες που έχουν κλείσει τα 40.

Της Marina Zhang

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος: Αιτία και πιθανή αντιστροφή του

Ασθενείς με λύκο έχουν ανισορροπία σε μια κρίσιμη χημική δίοδο στα σώματά τους, σύμφωνα με μελέτη του περιοδικού Nature που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.

Οι ερευνητές βρήκαν πως αυτή η ανισορροπία παράγει πιο πολλά κύτταρα που προκαλούν την ασθένεια τα οποία προάγουν τον λύκο. Εάν αυτή η χημική ανισορροπία μπορεί να αποκατασταθεί, πιστεύουν ότι ο λύκος μπορεί να αντιστραφεί.

Οι παρούσες αντιμετωπίσεις κατά του λύκου συχνά στοχεύουν τα συμπτώματα ή καταστέλλουν ευρέως το ανοσοποιητικό σύστημα, οδηγώντας σε παρενέργειες. Οι ερευνητές πιστεύουν πως στοχεύοντας αυτή την συγκεκριμένη χημική ανισορροπία που αναγνωρίστηκε θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τον λύκο χωρίς συστηματικές ανοσοκατασταλτικές παρεμβάσεις.

Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ) είναι μια αυτοάνοση πάθηση που προκαλεί το σώμα να επιτίθεται στους ίδιους του τους ιστούς και τα όργανα, συμπεριλαμβανομένων των αρθρώσεων, του δέρματος, των νεφρών, των κυττάρων του αίματος, του εγκεφάλου, της καρδιάς και των πνευμόνων.

Προς το παρόν δεν υπάρχει θεραπεία για τον λύκο.

 

Ένας εκπληκτικός «μοριακός διακόπτης»

Η χημική ουσία που οι ερευνητές αναγνώρισαν είναι ο υποδοχέας υδρογονάνθρακα αρυλίου (Aryl Hydrocarbon Receptor – AHR).

Ο AHR είναι μια πρωτεΐνη κλειδί που σχετίζεται με την ανισορροπία των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος στους ασθενείς με λύκο. Ρυθμίζει την ανταπόκριση του σώματος σε περιβαλλοντικούς ρίπους, βακτήρια και μεταβολίτες. Ενώ ο AHR είναι παρών σε όλα τα κύτταρα, δεν είναι πάντοτε ενεργοποιημένος.

Οι ερευνητές βρήκαν πως οι ασθενείς με λύκο έχουν μειωμένη δραστηριότητα AHR. Αυτή η μείωση οδηγεί σε αύξηση των ωοθυλακικών και των περιφερειακών βοηθητικών Τ κυττάρων, τα οποία εμπλέκονται σε περίπτωση φλεγμονής και αυτοανοσίας.

Ωστόσο, όταν η δραστηριότητα του AHR αυξάνεται, αυτά τα Τ κύτταρα είναι αναπρογραμματισμένα να είναι Τ κύτταρα που στηρίζουν την επούλωση των πληγών και την προστασία.

Ο Δρ. Τζέιχιουκ Τσόι, αναπληρωτής καθηγητής δερματολογίας στην Ιατρική Σχολή Feinberg του Northwestern University Feinberg School of Medicine, και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, εξήγησε στους Epoch Times πως ο AHR μπορεί να συγκριθεί με ένα «μοριακό διακόπτη» που καθορίζει την μοίρα των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.

Αναπτύσσοντας θεραπευτικές μεθόδους που στοχεύουν τον AHR σε μη αποκρινόμενα Τ κύτταρα, οι ερευνητές πιστεύουν πως θα μπορέσουν να αντιστρέψουν τον λύκο.

Ο Δρ. Τσόι και ο Δρ. Ντίπακ Ράο, αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, εξέφρασαν την έκπληξή τους κατά την ανακάλυψη πως ο AHR θα μπορούσε να είναι ζωτικής σημασίας στην αντιστροφή της αυτοανοσίας, δεδομένου ότι ο υποδοχέας αυτός δεν ήταν γνωστό πως είχε κάποια συσχέτιση με αυτό.

Ο Δρ. Ράο, ο οποίος είναι επίσης επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, πρόσθεσε ότι αρχικά ήταν έκπληκτοι που βρήκαν πως ένα Τ κύτταρο το οποίο σχετίζεται με την επούλωση πληγών θα ήταν το ακριβώς αντίθετο ενός αυτοάνοσου Τ κυττάρου.

«Αυτοί οι δύο πληθυσμοί Τ κυττάρων με αυτές τις δύο λειτουργίες δεν είναι εμφανώς συνδεδεμένοι ή συσχετισμένοι», είπε. Πρόσθεσε πως δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει πως όταν τα επουλωτικά Τ κύτταρα αυξάνονται, τα αυτοάνοσα Τ κύτταρα μειώνονται, και αντιστρόφως.

 

Τα Τ κύτταρα οδηγούν την αυτοανοσία

Τα ωοθυλακικά και τα περιφερειακά βοηθητικά Τ κύτταρα είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην διάδοση του λύκου, είπε ο Δρ. Ράο στους Epoch Times.

Στον λύκο, το σώμα του ασθενούς παράγει αυτοαντισώματα, αντισώματα του επιτίθενται στους ίδιους του τους ιστούς. Τα Β κύτταρα παράγουν αυτά τα αυτοαντισώματα υπό την καθοδήγηση των μη ανταποκρινόμενων αυτοάνοσων Τ κυττάρων.

Επομένως, με το να μετατρέπουμε αυτά τα αυτοάνοσα Τ κύτταρα σε κύτταρα που συμβάλουν στην επούλωση των ουλών, η παραγωγή των αυτοαντισωμάτων μειώνεται, με αποτέλεσμα την μείωση της αυτοανοσίας.

«Είναι σχεδόν σαν ένα ρεύμα, όπου αν μπλοκάρεις ένα μέρος, τότε μπλοκάρεται και η συνέχεια του ρεύματος», εξήγησε ο Δρ. Τσόι.

Τόνισε τα ευρήματα της μελέτης που επιδεικνύουν πως η προσθήκη AHR στα μη αποκρινόμενα Τ κύτταρα στις κυτταρικές καλλιέργειες τα μεταμορφώνει σε κύτταρα επούλωσης πληγών. Αυτά τα αναπρογραμματισμένα κύτταρα δεν μπορούν πλέον να βοηθήσουν τα Β κύτταρα να φτιάξουν αυτοαντισώματα.

Ο Δρ. Ράο πρόσθεσε πως αυτά τα μη αποκρινόμενα Τ κύτταρα είναι επίσης παρόντα σε άλλες αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, εγείροντας το ερώτημα του αν φάρμακα που στοχεύουν αυτά τα κύτταρα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε αυτές τις περιπτώσεις.

 

Αντιμετώπιση χωρίς ανοσοκαταστολή

Η μελέτη πήρε δείγματα από 19 ασθενείς με λύκο και σύγκρινε τα κύτταρα του ανοσοποιητικού τους με αυτά από 19 υγιή άτομα.

Παρά το μικρό αρχικό μέγεθος του δείγματος, οι συγγραφείς είπαν στους Epoch Times πως πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους έχουν εφαρμογή σε όλους τους ασθενείς επειδή έχουν επιβεβαιωθεί μέσω γενετικών μελετών.

Ο Δρ. Τσόι εξήγησε πως τα ευρήματα τους επιβεβαιώθηκαν επίσης από τις κλινικές δοκιμές TULIP της AstraZeneca. Αυτές οι δοκιμές έλεγξαν το anifrolumab, ένα φάρμακο που αλληλεπιδρά με τις διόδους AHR, και βρήκαν πως έλεγχε επιτυχώς τα συμπτώματα του λύκου.

Οι παρούσες μέθοδοι αντιμετώπισης του λύκου συνταγογραφούνται για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων ή προκαλούν ευρείες ανοσοκατασταλτικές επιδράσεις μειώνοντας την δραστηριότητα των Τ και Β κυττάρων.

Ωστόσο, όταν τα μη αποκρινόμενα Τ κύτταρα στοχεύονται συγκεκριμένα με το AHR, οι ασθενείς μπορεί να βιώσουν αντιστροφή της ασθένειας χωρίς να διακινδυνεύεται η γενική ανοσία τους.

Επιπροσθέτως, η αύξηση στα κύτταρα που συμμετέχουν στη επούλωση των πληγών και του «τείχους προστασίας» μπορεί να βοηθήσουν στην ανακούφιση των γαστρεντερολογικών προβλημάτων σε ασθενείς με λύκο.

«Έχουν υπάρξει αρκετές μελέτες που υποδηλώνουν ανωμαλίες στην λειτουργία του «προστατευτικού τείχους» ή της ακεραιότητας αυτού σε ασθενείς με λύκο, ειδικά στο έντερο», είπε ο Δρ. Ράο. «Επομένως μπορεί κάποιος να φανταστεί πως θα μπορούσε να υπάρχει μια θετική επίδραση σε αυτό».

Προς το παρόν, η ομάδες του Δρ. Τσόι και Δρ. Ράο εργάζονται για να αναγνωρίσουν συγκεκριμένες θεραπευτικές μεθόδους που στοχεύουν επιλεκτικά μονάχα τα μη ανταποκρινόμενα Τ κύτταρα.

Εφόσον ο AHR βρίσκεται σε όλα τα κύτταρα, μια ευρεία χορήγηση θεραπείας στοχευμένης στο AHR θα μπορούσε να προκαλέσει συστηματικά δυσμενή αποτελέσματα, κάτι που οι συγγραφείς προσπαθούν να αποφύγουν.

Επί του παρόντος, υπάρχουν ήδη φάρμακα στην αγορά που ενεργοποιούν τον AHR, όπως το toparinof , μια τοπική αλοιφή εγκεκριμένη για την αντιμετώπιση της ψωρίασης.

 

Μείζον περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να συμβάλουν στο λύκο

Οι ερευνητές δεν ξέρουν γιατί ο AHR συμβάλει στην πρόοδο του λύκου. Είναι επίσης άγνωστο προς το παρόν γιατί κάποιοι άνθρωποι παθαίνουν λύκο ενώ άλλοι όχι, παρόλο που οι ερευνητές πιστεύουν πως είναι ένας συνδυασμός γενετικής και περιβαλλοντικής έκθεσης σε τοξίνες και λοιμώξεις.

Δεδομένου του ρόλου του AHR στην ανταπόκριση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, ο Δρ. Τσόι είπε πως τα ευρήματά τους μπορεί να υποδηλώνουν πως μείζονες περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλουν στην ανάπτυξη του λύκου.

Πιθανόν ο AHR, «ο οποίος συνήθως ενσωματώνει πληροφορίες από έξω ή από το περιβάλλον[…] λειτουργεί λάθος σε ασθενείς με λύκο», και οι ασθενείς να μπορούν να επιλύσουν το θέμα του λύκου με αλλαγές στον τρόπο ζωής τους και μόνο, υποθέτει ο Δρ. Τσόι.

«Νομίζω πως αυτό χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, αλλά είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα την οποία μπορούμε να αναλογιστούμε», είπε.