Πέμπτη, 04 Δεκ, 2025

Οι εκθαμβωτικές λιβελούλες του Louis C. Tiffany

Το κόσμημα για τα μαλλιά που δημιούργησε ο Λούις Κόμφορτ Τίφφανυ, γύρω στα 1904, είναι ένα  αριστούργημα από πολλές απόψεις. Έχοντας ύψος μόλις 7 εκ., αποτελείται από δύο λιβελούλες που κάθονται πάνω σε σπόρους πικραλίδας. Η δύναμη του κομματιού προέρχεται από τη δεξιοτεχνία του, το θέμα και τα υλικά του.

Το έργο, που αποτελούσε μέρος της φημισμένης συλλογής Havemeyer, ήταν γνωστό στους μελετητές μόνο από φωτογραφίες αρχείου. Η τυχαία ανακάλυψή του από έναν επιμελητή του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης (The Met) οδήγησε στην προσθήκη του στη συλλογή του μουσείου.

Μια πολύτιμη κληρονομιά

Ο Τίφφανυ (Louis Comfort Tiffany, 1848-1933) ήταν άριστος σχεδόν σε όλα τα μέσα διακοσμητικών τεχνών. Οι πρώτες του καλλιτεχνικές προσπάθειες έγιναν στη ζωγραφική, αλλά σήμερα είναι γνωστός κυρίως για τα παράθυρα και τα λουλουδάτα αμπαζούρ του. Κυρίαρχα στοιχεία στο έργο του είναι η φύση και η εξερεύνηση του φωτός και του χρώματος.

Τα κοσμήματα ήταν μια από τις τελευταίες κατηγορίες με τις οποίες πειραματίστηκε, αν και η κατασκευή τους ήταν στο αίμα του: ο πατέρας του ήταν ο ιδρυτής της φημισμένης εταιρείας Tiffany & Co. Ο Λούις άρχισε να σχεδιάζει κοσμήματα το 1902, μετά το θάνατο του πατέρα του. Οι πρώτες του προσπάθειες εκτέθηκαν το 1904 στην Έκθεση της Λουιζιάνα, στο Σαιντ Λούις. Έδειξε 27 κομμάτια, μεταξύ των οποίων και ένα κολιέ με οπάλια που σήμερα βρίσκεται στο Met.

Κολιέ του Λούις Κ. Τίφφανι, περ. 1904. Οπάλια, χρυσός, σμάλτο, 45,7 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Για τη δημιουργία αυτού του κολιέ, όπως και για πολλά ακόμη από τα κοσμήματά του, ο Τίφφανυ απέφυγε τα πολύτιμα πετράδια και προτίμησε τα ημιπολύτιμα.

Το κριτήριο ήταν το χρώμα τους και η ικανότητά τους να διαχέουν και να μετασχηματίζουν το φως, όχι η εγγενής αξία τους. Τα οπάλια, με τη φλογερή λάμψη τους, ανάλογα με το πατενταρισμένο ιριδίζον γυαλί Favrile, ήταν από τα αγαπημένα του.

Το τμήμα Art Jewelry ήταν ανοιχτό από το 1907 μέχρι το θάνατό του το 1933. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, δημιούργησε περίπου 5.500 κοσμήματα.

Ένα άλλο πεδίο έκφρασης της δημιουργικής ιδιοφυΐας του Τίφφανυ ήταν η εσωτερική διακόσμηση. Ένα από τα θρυλικά του έργα ήταν η κατοικία των Λουιζίν και Χένρι Όσμπορν Χάβεμαγιερ στο Μανχάτταν, οι οποίοι ήταν σημαντικοί πατρώνες τόσο δικοί του όσο και της σύγχρονης γαλλικής τέχνης. Το ζευγάρι της Χρυσής Εποχής συγκέντρωσε μία από τις μεγαλύτερες συλλογές τέχνης στην Αμερική και ήταν γενναιόδωροι ευεργέτες του Μητροπολιτικού Μουσείου. Μετά το θάνατο της Λουιζίν το 1929, η έπαυλη κατεδαφίστηκε και μεγάλο μέρος του εσωτερικού της πωλήθηκε σε δημοπρασία. Ένα κομμάτι που σώθηκε, ένα ψηφοιδωτό με παγώνι που βρισκόταν πάνω από το μεγάλο τζάκι του φουαγιέ, βρίσκεται στο Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Το παγώνι ήταν ένα από τα κλασικά μοτίβα του Τίφφανυ.

Λούις Σ. Τίφαννυ, ψηφιδωτό με παγώνια, 1890-1891, στην είσοδο του σπιτιού του Χένρι Ο. Χάβεμαγιερ. Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Ανν Άρμπορ, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Οι  λιβελούλες

Ένα άλλο χαρακτηριστικό θέμα της δουλειάς του ήταν η λιβελούλα. Στο «Beautiful Creatures: Jewelry Inspired by the Animal Kingdom» (Όμορφα πλάσματα: Κοσμήματα εμπνευσμένα από το ζωικό βασίλειο), η Μάριον Φάζελ εξηγεί:

«Τα κοσμήματα με το μοτίβο της λιβελούλας έγιναν μόδα στη Δύση μετά την επανέναρξη του εμπορίου με την Ιαπωνία το 1853. Για χιλιάδες χρόνια, οι Ιάπωνες θαύμαζαν αυτά τα έντομα, τα οποία λειτουργούσαν ως σύμβολα του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Οι λιβελούλες απεικονίζονταν σε πολλά από τα εξαγωγικά προϊόντα της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των διακοσμητικών αντικειμένων […] που είδαν εκατομμύρια άνθρωποι όταν εκτέθηκαν στην […] Παγκόσμια Έκθεση του 1867, στο Παρίσι».

Εμπνευσμένος από την έκθεση, ενσωμάτωσε διάφορα στοιχεία ιαπωνικού στιλ στα σχέδια του και η πρώτη λιβελούλα του εμφανίστηκε σε ένα αμπαζούρ, το 1899. Οι λιβελούλες έγιναν δημοφιλείς και μεταξύ των Ευρωπαίων και Αμερικανών κοσμηματοπωλών.

Το κοσμήμα για τα μαλλιά με τις λιβελούλες είναι ένα από τα πιο εκπληκτικά κομμάτια του και ένα από τα σημαντικότερα της καλλιτεχνικής του καριέρας, το οποίο αποκρυσταλώνει μια εφήμερη στιγμή — λιβελούλες που ξεκουράζονται πάνω σε πικραλίδες πριν πετάξουν και πάλι — σε ένα στοχασμό για τον χρόνο. Οι πικραλίδες δεν απεικονίζονται σε πλήρη άνθιση, αλλά στο τέλος του κύκλου ζωής τους. Η μία μπάλα είναι ήδη μισή.

Κατά κανόνα, οι κοσμηματοποιοί προτιμούσαν πιο όμορφα λουλούδια, όπως το ρομαντικό τριαντάφυλλο και ο ποιητικός πανσές. Η επιλογή της πικραλίδας ήταν αρκετά πρωτότυπη, και αντικατοπτρίζει την εκτίμηση του καλλιτέχνη για την ομορφιά ενός κοινού ζιζανίου.

Λούις Κ. Τίφφανυ, στολίδι για τα μαλλιά, περ. 1904. Χρυσός, ασήμι, πλατίνα, μαύρα οπάλια, οπάλια boulder, δεμαντοειδείς γρανάτες, ρουμπίνια, σμάλτο, 7 εκ. Μουσείο Μητροπολιτικής Τέχνης (The Met), Νέα Υόρκη. (Ευγενική παραχώρηση του Met)

 

Η λάμψη και η ευκινησία των λιβελλουλών αποδίδεται με χρυσά στοιχεία και μαύρα οπάλια στην πλάτη, ροζ οπάλια στο κεφάλι και λεπτά φτερά από πλατίνα.

Πιστεύεται ότι όταν φοριόταν το κόσμημα, αυτά τα φτερά κουνιόντουσαν ελαφρώς όταν ο φορέας του γύριζε. Η πλατίνα έχει πολύ υψηλό σημείο τήξης και χρειάστηκαν αιώνες εφευρέσεων και καινοτόμων τεχνικών για να επιτραπεί η χρήση της στην κοσμηματοποιία. Μόνο γύρω στα 1900 άρχισε να χρησιμοποιείται ως βασικό υλικό στην κατασκευή κοσμημάτων υψηλής ποιότητας. Σε αυτές τις λιβελούλες ο Τίφφανυ χρησιμοποίησε το μέταλλο με έναν μοναδικό τρόπο: σχηματίζοντας το λεπτό περίγραμμα των φτερών χωρίς να χρησιμοποιήσει καθόλου πέτρες.

Η επιμελήτρια του Met, Άλις Κούνεϋ Φρέλινγκχόιζεν, είναι φίλη με τη δισέγγονη της Λουιζίν Χάβεμαγιερ, Λίντεν Χάβεμαγιερ Γουάις. Πριν από χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο καλοκαιρινό σπίτι της Γουάις, ο μικρός γιος της Φρέλινγκχόιζεν μαγεύτηκε από μια πεταλούδα που πετούσε. Για να τον ευχαριστήσει, η Γουάις έβγαλε ένα μικρό κουτί από την ντουλάπα της. Μέσα στο κουτί βρισκόταν το κοσμήμα για τα μαλλιά της εταιρίας Τίφανι. Η Φρέλινγκχόιζεν λέει πώς «σχεδόν λιποθύμησε» όταν το είδε. Η Γουάις το συνέδεε με τη γιαγιά της, που ήταν νύφη της Λουιζίν. Στην πραγματικότητα, αρχικά ανήκε στην ίδια τη Λουιζίν. Το 2002, η Γουάις το δώρισε στο Met, όπου το θαυμάζει το ευρύ κοινό.

Μικαελίνα Βωτιέ: Ο σπουδαίος ζωγράφος που τελικά αποδείχθηκε… γένους θηλυκού

Η Φλαμανδή ζωγράφος του 17ου αιώνα Μικαελίνα Βωτιέ (Michaelina Wautier, περ. 1614-1689) ήταν μία από τις μεγαλύτερες μπαρόκ καλλιτέχνιδες, παρόλο που τα έργα της έπεσαν στη λήθη για αιώνες μετά το θάνατό της.

Όσα σώθηκαν συχνά αποδίδονταν λανθασμένα σε άλλους καλλιτέχνες, όπως τον Άντονι βαν Ντάικ, τους μαθητές του Ρούμπενς και τον αδελφό της, τον καλλιτέχνη Σαρλ Βωτιέ (1609-1703). Ωστόσο, στα τέλη του 20ού αιώνα, νέες έρευνες αποκάλυψαν το έργο της.

Το 2018, διοργανώθηκε στην Αμβέρσα έκθεση που παρουσίασε για πρώτη φορά το έργο της στο κοινό, κερδίζοντας τον τίτλο της «πιο συναρπαστικής ανακάλυψης της τελευταίας δεκαετίας στην ιστορία της τέχνης». Τώρα, οι πίνακες της Βωτιέ παρουσιάζονται σε μία ιστορική έκθεση με τίτλο «Μικαελίνα Βωτιέ, ζωγράφος», στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης.

Η έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 22 Φεβρουαρίου 2026, συγκεντρώνει σχεδόν όλα τα γνωστά έργα της Βωτιέ: 29 πίνακες και ένα σχέδιο της, δάνεια από διεθνή μουσεία και ιδιωτικούς συλλέκτες. Μια έκδοση της έκθεσης θα είναι ανοιχτή στο Royal Academy of Arts στο Λονδίνο από τις 27 Μαρτίου 2025 έως τις 21 Ιουνίου 2026. Τα έργα της έκθεσης είναι μια απόδειξη του καλλιτεχνικού εύρους της Βωτιέ: νεκρές φύσεις με λουλούδια, πορτρέτα και ιστορική ζωγραφική.

Παραδοσιακά, η ιστορική ζωγραφική, το πιο διάσημο καλλιτεχνικό θέμα, ήταν προνόμιο των ανδρών καλλιτεχνών. Για τις γυναίκες  θεωρούνταν αποδεκτό να επικεντρώνονται σε ένα μόνο είδος, είτε σε μικρής κλίμακας νεκρές φύσεις είτε σε πορτρέτα. Ωστόσο, η Βωτιέ δείχνει επιδεξιότητα σε πολλά είδη, ακόμα και σε μεγάλου μεγέθους θρησκευτικούς και μυθολογικούς καμβάδες. Το μνημειώδες έργο της «Ο θρίαμβος του Βάκχου» είναι ένα από τα σημαντικότερα της μόνιμης συλλογής του Kunsthistorisches Museum.

"The Triumph of Bacchus," circa 1655–1659, by Michaelina Wautier. Oil on canvas; 106 9/10 inches by 140 inches. Picture Gallery, Kunsthistorisches Museum, Vienna. (Copyright Kunsthistorisches Museum)
Μικαελίνα Βωτιέ , «Ο θρίαμβος του Βάκχου», περ. 1655-1659. Λάδι σε καμβά 3,6 x 3,5 μ. Kunsthistorisches Museum, Βιέννη. (© Kunsthistorisches Museum)

 

«Invenit et fecit»

Υπάρχουν λίγα σωζόμενα αρχεία σχετικά με τη ζωή και την καριέρα της Μικελίνας Βωυτιέ, αλλά κανένα από το ίδιο της το χέρι. Οι ιστορικοί τέχνης εικάζουν ότι γεννήθηκε γύρω στα 1614 στο Μονς, μέρος του σημερινού Βελγίου. Λεπτομέρειες σχετικά με την εκπαίδευσή της παραμένουν άγνωστες. Οι πινελιές της, οι αναφορές της στην αρχαιότητα και οι πλούσιες λεπτομέρειες υποδηλώνουν ότι είχε πρόσβαση σε ακαδημαϊκούς πόρους και ήταν εξοικειωμένη με σημαντικά έργα Φλαμανδών αλλά και Ιταλών συναδέλφων της. Είναι πιθανό να συνόδευσε τον αδελφό της σε ένα εκπαιδευτικό ταξίδι στην Ιταλία.

Μικαελίνα Βωτιέ, αυτοπροσωπογραφία, περ. 1650. Λάδι σε καμβά, 119,4 x 101,6 εκ. Ιδιωτική συλλογή. (© Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Κάποια στιγμή, τα δύο αδέλφια μετακόμισαν στις Βρυξέλλες. Ζούσαν μαζί σε ένα σπίτι και πιθανότατα μοιράζονταν ένα εργαστήριο. Και οι δύο ήταν επιτυχημένοι καλλιτέχνες και μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων της πόλης που τους υιοθέτησε. Προστάτης τους ήταν ο αρχιδούκας Λεοπόλδος Βίλχελμ, κυβερνήτης των Ισπανικών Κάτω Χωρών. Γνωστός για τη συλλογή έργων τέχνης του, κατείχε τέσσερα έργα της Μικαελίνας, μεταξύ των οποίων και το «Ο θρίαμβος του Βάκχου», σύμφωνα με έναν κατάλογο του 1659.

Το όνομα της Μικαελίνας ήταν Μισέλ, αλλά στην καριέρα της χρησιμοποιούσε τη λατινική εκδοχή του ονόματός της, ίσως για να τονίσει την πολυμάθειά της. Σε δύο πίνακες, προσέθεσε τη φράση «invenit et fecit», που σημαίνει «επινοήθηκε και εκτελέστηκε», στην υπογραφή της. Στην αυτοπροσωπογραφία της (περ. 1650), απεικονίζει τον εαυτό της καθισμένο σε ένα καβαλέτο και κρατώντας μια παλέτα και πινέλα – τα εργαλεία του επαγγέλματός της. Εκπέμποντας αυτοπεποίθηση, κοιτάζει κατευθείαν τον θεατή.

Προσωπογραφίες και θρησκεία

Μικαελίνα Βωτιέ, «Η εκπαίδευση της Παναγίας», 1656. Λάδι σε καμβά, 152 x 119 εκ. Ιδιωτική συλλογή, Χάγη, Ολλανδία. (Ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Μουσείο Hoogsteder)

 

Η πρώτη αίθουσα της έκθεσης στο Kunsthistorisches περιλαμβάνει πίνακες με βιβλικά θέματα. Ένα σημαντικό έργο είναι η «Εκπαίδευση της Παναγίας» του 1656. Περιλαμβάνει την πιο εκτενή υπογραφή της (στο βάθρο της στήλης), ίσως ως απόδειξη της εκτίμησης που είχε για τον συγκεκριμένο πίνακα, που αναδεικνύει τη δεξιοτεχνία της στον χειρισμό του φωτός και της σκιάς. Ένας άλλος πίνακας της ίδιας ενότητας, με τίτλο «Δύο κορίτσια ως Αγίες Αγνή και Δωροθέα», ζωγραφίστηκε περίπου το ίδιο έτος και αποκαλύπτει το ταλέντο και την αγάπη της για τη χρήση ζωντανών χρωμάτων.

Μικαελίνα Βωτιέ, «Δύο κορίτσια ως Αγίες Αγνή και Δωροθέα», περ. 1655. Λάδι σε καμβά, 88 x 121 εκ. Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, Βέλγιο. (Public Domain)

 

Η δεύτερη αίθουσα φιλοξενεί τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε. Ένα εξαιρετικό δείγμα είναι το «Πορτρέτο του Μαρτίνο Μαρτίνι», του 1654.

Ο Μαρτίνι ήταν ένας Ιταλός Ιησουίτης ιεραπόστολος, λόγιος και χαρτογράφος, διάσημος για τη δημιουργία του πρώτου τυπωμένου άτλαντα της Κίνας, τον οποίο αφιέρωσε στον αρχιδούκα Λεοπόλδο Βίλχελμ. Ήταν ασυνήθιστο για έναν άνδρα της θέσης του να ζωγραφίσει το πορτρέτο του μια γυναίκα. Η Βωτιέ απεικονίζει τον Μαρτίνι με κινεζική αυλική ενδυμασία μαντσουριανής μόδας. Στην επάνω δεξιά γωνία του καμβά, το όνομα του μοντέλου είναι γραμμένο τόσο στα κινέζικα όσο και στην αντίστοιχη λατινική μεταγραφή. Το πρόσωπο του Μαρτίνι είναι ζωγραφισμένο με ευρείες πινελιές και αντανακλά ένα από τα ιδιαίτερα ταλέντα της Βαουτιέ: την ικανότητά της να παρατηρεί και να αποκαλύπτει την ψυχολογία του μοντέλου.

Μικαελίνα Βωτιέ, προσωπογραφία του Μαρτίνι Μαρτίνι, 1654. Λάδι σε καμβά, 69,2 x 58,7 εκ. Συλλογή Κλες, Λονδίνο. (© Συλλογή Κλες)

 

Αλληγορίες και vanitas

Σημαντικό μέρος της έκθεσης είναι η διάσημη σειρά της Βωτιέ «Οι πέντε αισθήσεις», του 1650. Για πρώτη φορά εκτίθεται ολόκληρη η σειρά στην Ευρώπη. Κάθε έργο — «Όραση», «Ακοή», «Όσφρηση», «Γεύση», «Αφή» — απεικονίζει διαφορετικά αγόρια που εκτελούν καθημερινές δραστηριότητες. Αυτές οι φυσιοκρατικές σκηνές της παιδικής ηλικίας αποδίδονται με χιούμορ, ευαισθησία και οξυδερκή παρατήρηση.

Συνήθως, οι αλληγορίες των αισθήσεων είχαν ως πρωταγωνιστές εξιδανικευμένες γυναίκες. Χρησιμοποιώντας αγόρια, η καλλιτέχνις έκανε αυτό το θέμα δικό της: ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξαιρετικής της παραγωγής.

Μικαελίνα Βωτιέ, «Οι πέντε αισθήσεις: Όραση, Ακοή, Όσφρηση, Αφή, Γεύση» (από αριστερά προς τα δεξιά), 1650. Λάδι σε καμβά, 68 x 86 εκ. Συλλογή Ρόουζ-Μαρί και Έικ Βαν Ότερλου. (© Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστώνης)

 

Ακόμη και οι νεκρές φύσεις με λουλούδια της είναι μοναδικές. Το πολύχρωμο «Στεφάνι λουλουδιών με πεταλούδα» από το 1652 είναι ένα από τα δύο σωζόμενα έργα της σε αυτό το είδος. Η επιδεξιότητά της στην απεικόνιση λεπτομερών και ποικίλων λουλουδιών οδηγεί τους μελετητές να πιστεύουν ότι πρέπει να έχει ζωγραφίσει και άλλα έργα με άνθη. Ο συγκεκριμένος πίνακας απεικονίζει μια γιρλάντα κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο κρανία βοοειδών. Αυτό το μοτίβο μπορεί να ανιχνευθεί στην αρχαία ρωμαϊκή γλυπτική και αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της κλασικής εκπαίδευσης (;) της Βωτιέ.

Μικαελίνα Βωτιέ, «Στεφάνι λουλουδιών με πεταλούδα», 1652. Λάδι σε ξύλο, 42 x 57 εκ. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Ο πίνακας «Δύο αγόρια που κάνουν σαπουνόφουσκες», που χρονολογείται γύρω στα 1650-1655 και είναι δάνειο από το Μουσείο Τέχνης του Σηάτλ (SAM), ανήκει στο είδος των vanitas, των έργων που θυμίζουν το εύθραυστο και  εφήμερο της ζωής. Οι φούσκες, που μπορεί να σκάσουν ανά πάσα στιγμή, μαζί με  το σβησμένο κερί και την κλεψύδρα στο φόντο, αποτελούν αναφορά στην παροδικότητα της ύπαρξής μας.

Το SAM γράφει ότι «το ανοιχτό βιβλίο και το μισοκρυμμένο μουσικό όργανο μπορεί να αναφέρονται στην ιδέα ότι η τέχνη υπερβαίνει τη ζωή, κάτι που φυσικά είναι μέρος του νοήματος του ίδιου του πίνακα».

Μικαελίνα Βωτιέ, «Δύο αγόρια που φουσκώνουν σαπουνόφουσκες», περ. 1650-1655. Λάδι σε καμβά, 88 x 119 εκ. Δωρεά του Φλόyντ Νάραμορ, Μουσείο Τέχνης του Σηάτλ. (©  Μουσείο Τέχνης του Σηάτλ)

 

Ράχελ Ρόις: Καλλιτέχνις, φυσιοδίφης και πρωτοπόρος

Η Ράχελ Ρόις [Rachel Ruysch, 1664–1750] ήταν ανθογράφος της ολλανδικής χρυσής εποχής, γνωστή για τις νεκρές φύσεις της με λουλούδια, έντομα και ζώα, είδος με πλούσια παράδοση στην ολλανδική τέχνη. Όσο ζούσε, τα έργα της πωλούνταν σε τιμές υψηλότερες και από αυτά του Ρέμπραντ, που ανήκε στην προηγούμενη γενιά. Αν και μέσα στους επόμενους αιώνες η φήμη της εξασθένησε, αυτό φαίνεται να αλλάζει τώρα, με σύγχρονους μελετητές να τη χαρακτηρίζουν ως τη μεγαλύτερη πιθανώς γυναίκα ανθογράφο στην ιστορία της τέχνης, και μουσεία και ιδιωτικούς συλλέκτες να αναζητούν τους πίνακές της.

Τρία ιδρύματα, η Alte Pinakothek του Μονάχου, το Μουσείο Τέχνης του Τολέδο και το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης (MFA), συνεργάστηκαν για μια σημαντική έκθεση που συγκεντρώνει τριάντα πέντε έργα της, μαζί με έργα άλλων ανθογράφων της εποχής της, συνδέοντας το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι με το κοινωνικό-επιστημονικό περιβάλλον.

Η έκθεση «Rachel Ruysch: Artist, Naturalist, and Pioneer» (Ράχελ Ρόις: Καλλιτέχνις, φυσιοδίφης και πρωτοπόρος), που παρουσιάζει το MFA έως τις 7 Δεκεμβρίου 2025, αποκαλύπτει τη ζωή της, τις επιστημονικές της γνώσεις και την καλλιτεχνική της δεξιοτεχνία. Επιπλέον, παρέχει μια εικόνα της συναρπαστικής εποχής των εξερευνήσεων στην οποία έζησε και του ρόλου των γυναικών στον αλληλένδετο κόσμο της τέχνης και της επιστήμης.

Οι απαρχές μιας δημιουργικής καριέρας

“Bouquet of Flowers,” 1715, by Rachel Ruysch. Oil on canvas; 29 9/16 inches by 23 3/4 inches. Alte Pinakothek, Bavarian State Painting Collections. (Courtesy of the Museum of Fine Arts, Boston)
Ράχελ Ρόις, «Μπουκέτο λουλουδιών», 1715. Λάδι σε καμβά, 75,5 x 60,3 εκ. Alte Pinakothek, Συλλογές Ζωγραφικής του Κρατιδίου της Βαυαρίας. (Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Η Ρόις γεννήθηκε στη Χάγη της Ολλανδίας. Ο παππούς της από τη μεριά της μητέρας της ήταν ο  Πέτερ Ποστ, διακεκριμένος αρχιτέκτονας. Ο πατέρας της, ο Φρέντερικ Ρόις, ήταν διακεκριμένος λόγιος. Ως ειδικός στα αυτοφυή φυτά, διορίστηκε καθηγητής Βοτανικής στον Βοτανικό Κήπο του Άμστερνταμ το 1685. Ο κήπος είχε πολλά αυτοφυή αλλά και μη αυτοφυή φυτά, με τα δεύτερα να προέρχονται κυρίως από τις απομακρυσμένες ολλανδικές αποικίες. Ο Φρέντερικ ήταν επίσης ανατόμος, σχεδιαστής και ζωγράφος. Ο σχεδιασμός του εκθεσιακού χώρου του Μουσείου Καλών Τεχνών είναι εμπνευσμένος από την προσωπική του συλλογή.

Πιστεύεται ότι αυτή η συλλογή αποτέλεσε μια καθοριστική και γόνιμη πηγή έμπνευσης για τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες των θυγατέρων του, καθώς η αδελφή της Ράχελ, Άννα, ήταν επίσης ταλαντούχος ανθογράφος. Το έργο της είναι πολύ μικρότερο από αυτό της Ράχελ και οι ιστορικοί της τέχνης άρχισαν να μελετούν τη δουλειά της μόλις πρόσφατα, έχοντας εντοπίσει, μέχρι στιγμής, γύρω στους δέκα πίνακες. Η έκθεση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, περιλαμβάνει εκτός από τα έργα της Ράχελ και ορισμένα της αδελφής της, καθώς και έργα άλλων καλλιτέχνιδων της εποχής, όπως η Μαρία Σίβυλλα Μέριαν, επίσης πρωτοπόρος καλλιτέχνις, φυσιοδίφης και εντομολόγος.

Η οικογένεια της Ρόις την ενθάρρυνε να καλλιεργήσει το ταλέντο της και σε ηλικία 15 ετών ξεκίνησε να μελετά με τον μεγαλύτερο ζωγράφο νεκρών φύσεων του Άμστερνταμ, τον Βίλλεμ φαν Άελστ, με τον οποίο δούλεψε τρία χρόνια. Η καθοδήγηση και η επιρροή του είναι εμφανής στα πρώιμα έργα της, ενώ διακρίνονται και αναφορές στον Γιαν Ντάβιντς ντε Χεμ και τον Όττο Μαρσέους φαν Σρικ. Ο τελευταίος ειδικευόταν στο έδαφος του δάσους, απεικονίζοντας λουλούδια, ζώα και έντομα.

Αυτό το θέμα το εξερεύνησε η Ρόις σε πρώιμους πίνακές της, όπως το «Δάσος με κλασική κτίριο στο βάθος», όπου ήδη διακρίνεται το μοναδικό ταλέντο της στη σύνθεση, το χρώμα και την ακρίβεια των λεπτομερειών. Η απεικόνιση της σαύρας στο πρώτο πλάνο είναι τόσο ρεαλιστική που μπορεί να αναγνωριστεί ως είδος ενδημικό της Ολλανδίας. Οι μελετητές πιστεύουν ότι εκτός από τις βοτανικές μελέτες της, εντρύφησε και στην πανίδα, κάτι που εξηγεί το εύρος του νατουραλισμού των έργων της.

"Forest Floor With a Classical Façade Beyond," circa 1687, by Rachel Ruysch. Oil on canvas; 36 inches by 26 3/4 inches. (Courtesy of the Museum of Fine Arts, Boston)
Ράχελ Ρόις, «Δάσος με κλασικό κτίριο στο βάθος», περ. 1687. Λάδι σε καμβά, 91,4 x 67,9 εκ. Ιδιωτική συλλογή. (Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Ο συγκεκριμένος πίνακας χρονολογείται γύρω στα 1687. Στην έκθεση του MFA περιλαμβάνεται ως δάνειο από ιδιωτική συλλογή, καθώς πρόσφατα δημοπρατήθηκε από τον Οίκο Christie’s. Το σκοτεινό φόντο τονίζει τα ζωντανά χρώματα των φυτών, ενώ το αρχιτεκτονικό στοιχείο στο βάθος αποτελεί ίσως το πρώτο που ενσωματώνει η καλλιτέχνις σε νεκρή φύση. Το στυλ του κτιρίου θυμίζει το έργο του παππού της.

Ο κατάλογος του Οίκου Christie’s εξηγεί τη σημασία αυτού του έργου: «Ενώ ο πίνακας θυμίζει το έργο παλαιότερων ζωγράφων νεκρών φύσεων, η ιδιαίτερη διάταξη των φυτών σε αυτή την εικόνα προαναγγέλλει τα μεταγενέστερα έργα της Ρόις. […] Τα λουλούδια και τα φυτά είναι διατεταγμένα ουσιαστικά ως μπουκέτο, έτοιμα να τοποθετηθούν σε βάζο. Μετά από το 1690, το έργο της Ρόις χαρακτηρίζεται από αυτού του είδους τις συνθέσεις, κάτι που καθιστά τον συγκεκριμένο πίνακα ένα σημαντικό μεταβατικό έργο στο σύνολο της δημιουργίας της».

Το 1693, η Ρόις παντρεύτηκε τον πορτρετίστα Γιούριαν Πουλ. Απέκτησαν δέκα παιδιά, χωρίς αυτό να εμποδίσει τη μητέρα-ζωγράφο να συνεχίσει την επιτυχημένη καριέρα της.

Μια σπάνια συνεργασία

Στην έκθεση του MFA παρουσιάζεται και ένα σπάνιο έργο, δάνειο από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (The Met), το οποίο χρονολογείται έναν χρόνο πριν από το γάμο της. Πρόκειται για έναν πίνακα που δημιουργήθηκε από τη συνεργασία της Ρόις με τον πορτρετίστα Μίχελ φαν Μούσερ. Το Met απέκτησε τον πίνακα το 2023, και ήταν το πρώτο έργο της Ρόις που εντάχθηκε στη μόνιμη συλλογή του.

"Rachel Ruysch," 1692, by Rachel Ruysch and Michiel van Musscher. Oil on canvas; 30 inches by 25 inches. The Metropolitan Museum of Art, New York City. (Courtesy of the Museum of Fine Arts, Boston)
Ράχελ Ρόις και Μίχελ φαν Μούσερ, «Ράχελ Ρόις», 1692. Λάδι σε καμβά, 76 x 64 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Τα υπέροχα λουλούδια προέρχονται φυσικά από τη Ρόις, ενώ την ίδια αποτύπωσε ο φαν Μούσερ, μέσα στο εργαστήριό της που ήταν γεμάτο βιβλία, εργαλεία ζωγραφικής και σχέδια. Ένα συναρπαστικό στοιχείο του πίνακα είναι η πεταλούδα που κρέμεται από ένα μεγάλο ροζ λουλούδι στο κάτω μέρος. Σε αυτό το έργο, όπως και σε άλλα, η Ρόις πίεσε μια πραγματική πεταλούδα πάνω στη λαδομπογιά και στη συνέχεια την αφαίρεσε, αφήνοντας στην επιφάνεια του πίνακα τα υπολείμματα των φτερών της. Ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τη φύση τον 17ο και τον 18ο αιώνα.

Η πιο δημιουργική περίοδος

“Still Life With Fruits and Flowers,” 1714, by Rachel Ruysch. Oil on canvas; 38 3/16 inches by 48 1/2 inches. (Copyright Art Collections & Museums Augsburg/Courtesy of the Museum of Fine Arts, Boston)
Ράχελ Ρόις, «Νεκρή φύση με φρούτα και λουλούδια», 1714. Λάδι σε καμβά, 97 x 123 εκ. (© Art Collections & Museums Augsburg/Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Η αυγή του 18ου αιώνα σηματοδότησε το ζενίθ της καριέρας της Ρόις. Το 1701, έγινε μέλος της διάσημης καλλιτεχνικής εταιρείας Confrerie Pictura της Χάγης. Επτά χρόνια αργότερα, διορίστηκε αυλική ζωγράφος του εκλέκτορα του Παλατινάτου Γιόχαν Βίλχελμ στο Ντύσσελντορφ, στη Γερμανία, ο οποίος έγινε ο σημαντικότερος προστάτης της, αναθέτοντάς της έργα για την εκτενή συλλογή του. Απαλλάχθηκε από την υποχρέωση να ζει στην Αυλή του και, σε αντάλλαγμα για ένα σημαντικό ετήσιο εισόδημα, ήταν υποχρεωμένη να δημιουργεί μόνο έναν πίνακα τον χρόνο.

Ο εκλέκτορας έγινε και νονός του μικρότερου γιου της.

"Bouquet of Flowers,” 1708, by Rachel Ruysch. Oil on canvas; 36 3/10 inches by 27 5/8 inches. Alte Pinakothek, Bavarian State Painting Collections. (Courtesy of the Museum of Fine Arts, Boston)
Ράχελ Ρόις, «Μπουκέτο λουλουδιών», 1708. Λάδι σε καμβά, 91,7 x 69,8 εκ. Alte Pinakothek, Συλλογές Ζωγραφικής του Κράτους της Βαυαρίας. (Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Η Ρόις δημιουργούσε μόνο τρεις ή τέσσερις πίνακες κάθε χρόνο, λόγω της σχολαστικής, χρονοβόρου και επίμοχθης φύσης της δουλειάς της. Αυτά τα έργα, που πωλούνταν αδρά, κατέληξαν σε συλλογές σε όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για εντυπωσιακούς πίνακες, και λόγω μεγέθους αλλά και λόγω του πλούτου των συνθέσεων και της εκλεπτυσμένης πινελιάς της ώριμης πια ζωγράφου, που χαρακτηρίζονται επιπλέον από ζωντάνια και κίνηση. Ιδιαιτερότητα της Ρόις ήταν ο καινοτόμος τρόπος με τον οποίο συνδύαζε τον νατουραλισμό με τη θεατρικότητα.

Μετά το 1735, οι συνθέσεις της μίκρυναν και το φόντο έγινε πιο ανοιχτό. Επίσης, ήταν λιγότερο πυκνές, είχαν πιο απαλή παλέτα και ήταν πιο λεπτεπίλεπτες. Αυτή η εξέλιξη της τέχνης της απηχεί τη γενικότερη τάση της εποχής, που εγκαταλείπει τη μεγαλοπρέπεια του μπαρόκ και στρέφεται προς το γαλλικό ροκοκό, στυλ που εξέφρασε χαρακτηριστικά ο Ολλανδός ανθογράφος Γιαν φαν Χάισουμ. Στο τελευταίο μέρος της καριέρας της, η Ρόις πρόσθετε την ηλικία της μετά την υπογραφή της, υπερήφανη για τα προχωρημένα της χρόνια και τη διατήρηση του καλλιτεχνικού της ταλέντου: ζωγράφιζε μέχρι την ηλικία των 83 ετών.

"Posy of Flowers With a Beetle on a Stone Ledge," 1741, by Rachel Ruysch. Oil on canvas; 7 7/8 inches by 9 5/8 inches. Kunstmuseum Basel, Switzerland. (Courtesy of the Museum of Fine Arts, Boston)
Ράχελ Ρόις, «Μπουκέτο λουλουδιών με σκαθάρι σε πέτρινο περβάζι», 1741. Λάδι σε καμβά, 17,78 χ 22,86 εκ. . Kunstmuseum Basel, Ελβετία. (Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Το 1685, ο Ολλανδός ποιητής Ιερώνυμος Σβηρτς έκανε αναφορά σε αυτήν, σε ένα ποίημά του, αποκαλώντας τη «θεά των λουλουδιών» «για τις όμορφες πολύχρωμες γιρλάντες, τα μπουκέτα και τα στεφάνια σου/ ζωγραφισμένα με τη μοναδική σου ευφυΐα».

Το έργο της, εκτός από τεχνική αρτιότητα και απαράμιλλη επιδεξιότητα, χαρακτηρίζεται και από καινοτομία αφού η Ρόις ήταν από τις πρώτες ανθογράφους που ζωγράφισαν είδη που είχαν ανακαλυφθεί πρόσφατα από τους Ευρωπαίους, όπως κάκτους και πασιφλόρες. Επιπλέον, δεν δίσταζε να δημιουργεί φανταστικές συνθέσεις με λουλούδια από όλο τον κόσμο, αλλά και με διαφορετικές εποχές ανθοφορίας.

"A Still Life of Flowers in a Glass Vase on a Marble Table Before a Niche," 1742, by Rachel Ruysch. Oil on panel; 9 7/16 inches by 7 1/2 inches. Museum of Fine Arts, Boston. (Courtesy of the Museum of Fine Arts, Boston)
Ράχελ Ρόις, «Νεκρή φύση με λουλούδια σε γυάλινο βάζο, πάνω σε μαρμάρινο τραπέζι, μπροστά από μια κόγχη», 1742. Λάδι σε ξύλο, 23,5 x 19 εκ. Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. (Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης)

 

Η έκθεση «Rachel Ruysch: Artist, Naturalist, and Pioneer» θα παρουσιάζεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 2025. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εδώ.

Η ιστορία των κλεμμένων κοσμημάτων του Λούβρου και των γυναικών που κάποτε τα φόρεσαν

Στις 19 Οκτωβρίου 2025, μια τολμηρή ληστεία διαπράχθηκε στο Λούβρο, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Στις 9:30 το πρωί, λίγο μετά το άνοιγμα του μουσείου και μέσα σε λιγότερο από οκτώ λεπτά, οι κλέφτες διέρρηξαν την Αίθουσα του Απόλλωνα, όπου φυλάσσονται πολύτιμα βασιλικά αντικείμενα. Δύο από τους ληστές μπήκαν από ένα παράθυρο, χρησιμοποιώντας μια ανυψωτική πλατφόρμα που βρισκόταν σε φορτηγό τοποθετημένο στην πρόσοψη του Λούβρου που βλέπει προς τον Σηκουάνα. Δύο συνεργοί τους περίμεναν στο δρόμο. Μόλις μπήκαν μέσα, οι εγκληματίες έσπασαν δύο γυάλινες βιτρίνες που περιείχαν τα γαλλικά στέμματα και έκλεψαν εννέα κοσμήματα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Μετά από λιγότερο από τέσσερα λεπτά στο μουσείο, διέφυγαν μέσω της ανυψωτικής πλατφόρμας του φορτηγού. Όλη η ομάδα διέφυγε με μοτοσικλέτες, κατευθυνόμενη προς έναν κοντινό αυτοκινητόδρομο.

Ένα από τα αντικείμενα που έκλεψαν, το στέμμα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, έπεσε στο δρόμο και έτσι ανακτήθηκε. Δυστυχώς, υπέστη ζημιά καθώς το έβγαζαν από τη βιτρίνα μέσα από ένα στενό άνοιγμα, αλλά οι ειδικοί πιστεύουν ότι μπορεί να αποκατασταθεί. Τα υπόλοιπα οκτώ κοσμήματα που εκλάπησαν, αξίας περίπου 90 εκατομμυρίων ευρώ, παραμένουν αγνοούμενα, ενώ όσο περνάει ο καιρός, λιγοστεύουν οι πιθανότητες να ανακτηθούν. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι τα πετράδια θα αφαιρεθούν από τις βάσεις τους, το μέταλλο θα λιώσει, πολλές πέτρες θα ξανακοπούν και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα θα κυκλοφορήσουν στη διεθνή αγορά κοσμημάτων, χωρίς να είναι πλέον δυνατό να ταυτοποιηθούν.

Το στέμμα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, στην Αίθουσα του Απόλλωνα. Λούβρο, Ιανουάριος του 2020. (Stephane de Sakutin /Getty Images)

 

Τα κλεμμένα κοσμήματα είναι ένα σμαραγδένιο κολιέ και σκουλαρίκια από ένα ταιριαστό σετ που ανήκε στην αυτοκράτειρα Μαρία Λουίζα, μια τιάρα με ζαφείρια, ένα κολιέ και ένα μονό σκουλαρίκι από το σετ κοσμημάτων της βασίλισσας Μαρί-Αμελί και της βασίλισσας Ορτάνς, καθώς και η καρφίτσα με φιόγκο, η τιάρα και η καρφίτσα-λειψανοθήκη της αυτοκράτειρας Ευγενίας.

Το γαμήλιο σετ της αυτοκράτειρας

Ρομπέρ Λεφέβρ, ολόσωμη προσωπογραφία της Μαρίας-Λουίζας της Αυστρίας, αυτοκράτειρας της Γαλλίας, 1812. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Glauco Lombardi, Πάρμα, Ιταλία. (Public Domain)

 

Η Μαρία Λουίζα (1791–1847), κόρη του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ανιψιά της βασίλισσας Μαρίας Αντουανέττας, έγινε η δεύτερη σύζυγος του αυτοκράτορα Ναπολέοντα, το 1810. Καθώς ο νέος της ρόλος απαιτούσε εντυπωσιακά κοσμήματα μεταξύ άλλων, ο Ναπολέων παρήγγειλε πολλά πολυτελή σετ, τα λεγόμενα parures, πριν και μετά το γάμο στον Γάλλο κοσμηματοπώλη Φρανσουά-Ρενιώ Νιτό (η εταιρεία του οποίου έγινε αργότερα γνωστή ως Chaumet και παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο διακεκριμένες οίκους κοσμημάτων του Παρισιού). Μερικά κομμάτια προορίζονταν για την προσωπική συλλογή της Μαρίας Λουίζας, ενώ άλλα για τα κοσμήματα του στέμματος.

Το κολιέ και τα σκουλαρίκια της αυτοκράτειρας Μαρίας Λουίζας από το σετ του γάμου της, τα οποία εκλάπησαν από την Αίθουσα του Απόλλωνα στο Λούβρο, στις 19 Οκτωβρίου 2025. (Stephane de Sakutin/Getty Images)

 

Ένα τέτοιο προσωπικό σετ κοσμημάτων, με εξαιρετικά σμαράγδια, προσφέρθηκε από τον Ναπολέοντα στη νύφη του με την ευκαιρία του γάμου τους. Αποτελούνταν από ένα διάδημα, ένα κολιέ, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και μια χτένα. Όταν ο Ναπολέων εξορίστηκε στην Έλβα, το 1814, η Μαρία Λουίζα επέστρεψε στη Βιέννη παίρνοντάς μαζί της τα κοσμήματά της, τα οποία αργότερα κληροδότησε σε διάφορους συγγενείς. Η σμαραγδένια σειρά κληροδοτήθηκε στον ξάδελφό της Λεοπόλδο Β΄, Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης. Οι απόγονοί του κράτησαν τα κοσμήματα μέχρι το 1953, οπότε τα πούλησαν στη Van Cleef & Arpels.

Ο κοσμηματοπώλης αφαίρεσε τα σμαράγδια από το διάδημα και τα επανατοποθέτησε, πουλώντας τα σε διαφορετικά άτομα, διασκορπίζοντας έτσι την ιστορία τους. Οι χαμένες πέτρες του διαδήματος αντικαταστάθηκαν με τυρκουάζ και το κομμάτι αποκτήθηκε από την Αμερικανίδα συλλέκτρια Μάρτζορι Μέρριγουέδερ Ποστ για το Σμιθσόνιαν. Σήμερα, βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ουάσιγκτον.

Το διάδημα της Μαρίας Λουίζας με τα τυρκουάζ πετράδια, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ουάσιγκτον. (Alvesgaspar/ CC BY-SA 4.0)

 

Το κολιέ, με 32 σμαράγδια και 1.138 διαμάντια, και τα σκουλαρίκια διατηρήθηκαν στην αρχική τους κατάσταση από την Van Cleef & Arpels. Πριν ενταχθούν στη συλλογή του Λούβρου, το 2004, βρίσκονταν στην κατοχή της βαρόνης Έλι ντε Ρότσιλντ.

Σμαραγδένιο κολιέ και σκουλαρίκια από το σετ κοσμημάτων της Μαρίας Λουίζας. Κατασκευαστής: Φρανσουά-Ρενιώ Νιτό, 1810. Σμαράγδια, διαμάντια, χρυσός. Το κολιέ έχει διαστάσεις 43 x 5,8 εκ. και τα σκουλαρίκια έχουν διαστάσεις 5,7 x 2,7 εκ. (Jean-Gilles Berizzi/Musée du Louvre)

 

Ζαφείρια και διαμάντια 

Το κλεμμένο σετ ζαφειριών έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια των αιώνων και έχει φορεθεί από πολλές βασίλισσες. Η πρώτη γνωστή ιδιοκτήτρια ήταν η βασίλισσα Ορτάνς της Ολλανδίας (1783-1837), θετή κόρη του Ναπολέοντα. Σύμφωνα με μια αβάσιμη ιστορία, τα πολύτιμα ζαφείρια της Κεϋλάνης ήταν μέρος της συλλογής της μητέρας της, της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας, και ίσως να χρονολογούνται ακόμη και από την εποχή της Μαρίας Αντουανέττας.

Το σετ ζαφειριών της βασίλισσας Μαρί-Αμελί και της βασίλισσας Ορτάνς, στην Αίθουσα του Απόλλωνα, στο Λούβρο, το 2020. (Stephane de Sakutin /Getty Images)

 

Το σετ αγόρασε από την Ορτάνς ο μελλοντικός βασιλιάς Λουδοβίκος-Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας για την Ιταλίδα σύζυγό του, βασίλισσα Μαρί-Αμελί (1782-1866). Με τη σειρά της, η βασίλισσα χάρισε τα κοσμήματα στα εγγόνια της όταν παντρεύτηκαν. Το σετ παρέμεινε στην οικογένεια της Ορλεάνης μέχρι το 1985, όταν το Λούβρο αγόρασε την τιάρα, το κολιέ, τα σκουλαρίκια, μια μεγάλη καρφίτσα και δύο μικρές καρφίτσες από τον Ανρί ντ’ Ορλεάν, κόμη του Παρισιού, για 5 εκατομμύρια φράγκα. Το ποσό ήταν μικρότερο από αυτό που θα είχαν αποφέρει στην ελεύθερη αγορά, αλλά ο κόμης ήθελε να παραμείνουν στη Γαλλία. Βρίσκονταν στο Λούβρο για 40 χρόνια, μέχρι τη ληστεία.

Η τιάρα περιλαμβάνει πέντε κύρια αρθρωτά στοιχεία, με το καθένα να είναι στολισμένο με ένα μεγάλο ζαφείρι. Το κομμάτι έχει συνολικά 24 ζαφείρια και 1.083 διαμάντια.

Η τιάρα με τα ζαφείρια της βασίλισσας Μαρί-Αμελί, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Διαμάντια και ζαφείρια από την Κεϋλάνη, 6,8 x 10,4 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Το κόσμημα για το κεφάλι μπορεί να αποσυναρμολογηθεί και να δώσει πολλές καρφίτσες. Αυτό φαίνεται σε ένα πορτρέτο της Μαρίας-Αμελίας, όπου τα κομμάτια της τιάρας κοσμούν τη φούστα του φορέματός της.

Λουί Ερσάν, ολόσωμη προσωπογραφία της Μαρί-Αμελί των Βουρβώνων, βασίλισσας της Γαλλίας, 1836. Λάδι σε καμβά, 224 x 158 εκ. Παλάτι των Βερσαλλιών, Γαλλία. (Public Domain)

 

Το κολιέ, με οκτώ ζαφείρια συμπληρωμένα με διαμάντια, είναι δειγμα εξαιρετικής χειροτεχνίας. Όλοι οι κρίκοι του είναι αρθρωτοί, που σημαίνει ότι κατασκευάστηκε με εύκαμπτα μέρη που επιτρέπουν την κίνηση. Αυτό το χαρακτηριστικό προσδίδει δυναμισμό στο κόσμημα. Τα σκουλαρίκια έχουν κρεμαστά ζαφείρια σε σχήμα briolette. Μόνο το ένα σκουλαρίκι εκλάπη.

Κολιέ και σκουλαρίκια από το σετ κοσμημάτων της βασίλισσας Μαρί-Αμελί και της βασίλισσας Ορτάνς, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Διαμάντια και ζαφείρια από την Κεϋλάνη. Το κολιέ έχει διαστάσεις 3,3 x 38,8 εκ. και τα σκουλαρίκια 5,1 x 2,3 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η εξαίσια τιάρα της Ευγενίας

Η κομψή Ισπανίδα αυτοκράτειρα Ευγενία (1826-1920) ήταν πρωτοπόρος της μόδας στα μέσα του 19ου αιώνα. Ως σύζυγος του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ; , γιου της βασίλισσας Ορτάνς και αδελφού του Ναπολέοντα Α΄, η Ευγενία αρεσκόταν στα πολυτελή φορέματα και κοσμήματα. Λίγο μετά το γάμο της, ο ζωγράφος της υψηλής κοινωνίας Φραντς Ξάβερ Βίντερχαλτερ δημιούργησε μια επίσημη ολόσωμη προσωπογραφία της. Το πρωτότυπο πιθανότατα χάθηκε κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς το 1871, αλλά σώζονται πολλά αντίγραφα.

Ολόσωμη προσωπογραφία της αυτοκράτειρας Ευγενίας με αυλική ενδυμασία, περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα (αντίγραφο του πίνακα του Φραντς Ξάβερ Βίντερχαλτερ). Λάδι σε καμβά, 207 x 158 εκ. Château de Compiègne, Γαλλία. (Public Domain)

 

Το έργο δείχνει την αυτοκράτειρα να φοράει μια υπέροχη τιάρα με μαργαριτάρια και διαμάντια που χρονολογείται από το 1853, την οποία κατασκεύασε ο αυλικός κοσμηματοπώλης Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ κατά παραγγελία του Ναπολέοντα Γ΄ για γαμήλιο δώρο στη μέλλουσα σύζυγό του. Ο Λεμονιέ χρησιμοποίησε μαργαριτάρια από ένα σετ κοσμημάτων που είχε αρχικά φτιαχτεί για τη Μαρία Λουίζα. Η τιάρα αποτελείται από 212 φυσικά μαργαριτάρια και 1.998 διαμάντια.

Η τιάρα που έφτιαξε για την αυτοκράτειρα Ευγενία ο Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ, το 1853. Μαργαριτάρια και διαμάντια, 5,8 x 18 x 18,5 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Το 1870, η Ευγενία εξορίστηκε στην Αγγλία και ο Ναπολέων Γ΄ την ακολούθησε τον επόμενο χρόνο. Όπως είχε κάνει και η Μαρία Λουίζα, φεύγοντας από τη Γαλλία πήρε μαζί της τα προσωπικά της κοσμήματα. Η τιάρα, που θεωρούνταν μέρος των κοσμημάτων του στέμματος, έμεινε πίσω. Το 1887, πραγματοποιήθηκε στο Λούβρο μια μνημειώδης δημοπρασία κοσμημάτων από τα κοσμήματα του στέμματος της χώρας. Η Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία, η κυβέρνηση που είχε αντικαταστήσει τη Β΄ Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Γ΄, ήταν επιφυλακτική ως προς το να κρατήσει αυτά τα ισχυρά σύμβολα της βασιλείας στην κατοχή της, καθώς θα μπορούσαν να εμπνεύσουν την αποκατάσταση της μοναρχίας. Σχεδόν όλα τα κοσμήματα της συλλογής πωλήθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της τιάρας της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Την τιάρα απέκτησε, το 1890, η γερμανική αριστοκρατική οικογένεια Thurn und Taxis, στην οποία παρέμεινε περνώντας από γενιά σε γενιά, πριν πωληθεί το 1992 στο Sotheby’s για 3.719.430 ελβετικά φράγκα (περίπου 360.000 ευρώ). Αγοράστηκε για να εκτεθεί στο Λούβρο.

Δύο σελίδες από τον κατάλογο της δημοπρασίας των κοσμημάτων της στέμματος, του 1887. Η μαργαριταρένια τιάρα διακρίνεται στην αριστερή σελίδα, πάνω δεξιά. (Public Domain)

 

Η ανακτηθείσα κορώνα της Ευγενίας εμφανίζεται επίσης στο πορτρέτο του Βίντερχαλτερ , τοποθετημένη πάνω σε ένα μαξιλαράκι. Η ζωγραφική της απόδοση ωστόσο διαφέρει από το πραγματικό αντικείμενο, καθώς όταν οΒίντερχαλτερ ζωγράφισε τον πίνακα, ο Λεμονιέ δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει την κορώνα. Ως αποτέλεσμα, ο Βίντερχαλτερ εργάστηκε βάσει των σχεδίων του κοσμηματοποιού. Οι οκτώ αψίδες σε σχήμα αετού της τελικής κορώνας είναι διανθισμένες με διαμαντένιες παλμέτες – αυτοκρατορικά σύμβολα αμφότερα. Στην κορυφή των αψίδων βρίσκεται ένας διαμαντένια σφαίρα με έναν σταυρό.

Η κορώνα της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Κατασκευή: Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ, 1855. Χρυσός, διαμάντια, σμαράγδια, δέρμα. 13 x 15 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η κορώνα είχε δημιουργηθεί και εκτεθεί στην Παγκόσμια Έκθεση του 1855. Η Γ΄ Δημοκρατία την επέστρεψε στην αυτοκράτειρα το 1875 και εκείνη την κληροδότησε στην πριγκίπισσα Μαρία-Κλοτίλδη Ναπολέοντα, κόρη του διορισμένου διαδόχου του αποθανόντος γιου της. Εντάχθηκε στη συλλογή του Λούβρου το 1988.

Καρφίτσα-φιόγκος

Μεγάλη καρφίτσα-φιόγκος της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Κατασκευή: Φρανσουά Κράμερ, 1855. Ασήμι, διαμάντια, χρυσός, 3,3 x 21 x 10,4 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η καρφίτσα σε σχήμα φιόγκου της Ευγενίας, κατασκευής Φρανσουά Κράμερ,  αποτελείται από 2.438 διαμάντια και έχει το εντυπωσιακό ύψος των 23 εκατοστών περίπου. Κατασκευάστηκε το 1855 και προσαρμόστηκε το 1864. Με ένα δεξιοτεχνικό σχέδιο, είναι μια γλυπτική ‘κορδέλα’, με ασύμμετρες πλεξούδες που τελειώνουν με φούντες με αρθρωτά κρόσσια και πέντε δέσμες διαμαντιών να κρέμονται ελεύθερα από την κορδέλα, «en pampille», που σημαίνει ότι καταλήγουν σε σχήμα παγοκρύσταλλου.

Πωλήθηκε επίσης στη δημοπρασία του 1887 (ήταν το νούμερο πέντε του καταλόγου), σε έναν κοσμηματοπώλη για λογαριασμό της «βασίλισσας» της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης της Χρυσής Εποχής, Κάρολαϊν Άστορ, για 42.200 φράγκα (πάνω από 7.000 ευρώ) της εποχής. Το 1902, αγοράστηκε από τον Δούκα του Ουέστμινστερ για τον γάμο της κόρης του με τον έβδομο Κόμη Μπόουτσαμπ. Η σύζυγος του όγδοου κόμη την πούλησε σε έναν έμπορο πολύτιμων λίθων της Νέας Υόρκης, το 1980. Όταν η συλλογή του εμπόρου επρόκειτο να πωληθεί το 2008 στο Christie’s, το Λούβρο ήταν αποφασισμένο να φέρει την καρφίτσα πίσω στη Γαλλία. Καθώς η δημοπρασία τελικά ακυρώθηκε, το μουσείο διαπραγματεύτηκε μια ιδιωτική πώληση του κομματιού για το ποσό των 10,7 εκατομμυρίων δολαρίων.

Βασιλική καρφίτσα-λειψανοθήκη

Καρφίτσα-λειψανοθήκη, 1855, του Πωλ-Αλφρεντ Μπαπστ. Διαμάντια και χρυσός, 16,5 x 4,9 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η καρφίτσα-λειψανοθήκη της Ευγενίας ήταν ένα από τα λίγα κοσμήματα της κορώνας που δεν δημοπρατήθηκαν από την Γ΄ Δημοκρατία. Αντ’ αυτού, προστέθηκε στη συλλογή του Λούβρου. Το όνομά της είναι λανθασμένο, καθώς δεν υπάρχει χώρος στο κομμάτι για να φιλοξενήσει ένα λείψανο. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η θήκη της καρφίτσας μπορεί να προοριζόταν για αυτή τη χρήση. Η καρφίτσα κατασκευάστηκε το 1855 από τον Άλφρεντ Μπαπστ, η οικογένεια του οποίου ήταν βασιλικοί κοσμηματοποιοί για γενιές. Κάτω από τη ροζέτα στην κορυφή της καρφίτσας υπάρχουν δύο μεγάλα διαμάντια σε σχήμα καρδιάς. Αυτές οι σημαντικές πέτρες μπορούν να αναχθούν στον καρδινάλιο Ζυλ Μαζαρέν. Ο Μαζαρέν, πρωθυπουργός της Γαλλίας, συγκέντρωσε μια θρυλική συλλογή από 18 σπάνια διαμάντια στα μέσα του 17ου αιώνα. Μετά το θάνατό του, τα άφησε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ και στα γαλλικά βασιλικά κοσμήματα. Τα διαμάντια με αριθμούς 17 και 18 χρησιμοποιήθηκαν από τον βασιλιά ως κουμπιά για τα παλτά του και, αιώνες αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν για την Ευγενία.

Τον 20ό αιώνα, θρηνώντας για την απώλεια της γαλλικής ιστορίας από την πώληση του 1887, το Λούβρο άρχισε να αγοράζει τα βασιλικά κοσμήματα. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι τα οκτώ κλεμμένα κοσμήματα αφαιρέθηκαν από ένα μέρος που προοριζόταν ειδικά για την προστασία τους προς όφελος της δημόσιας έκθεσης. Η θλίψη που προκάλεσε αυτή η κλοπή δεν αφορά μόνο την απώλεια διαμαντιών, ζαφειριών, σμαραγδιών και μαργαριταριών, αλλά και τις ιστορίες που φέρουν τα συγκεκριμένα κοσμήματα, τα οποία αποτελούσαν ζωντανές μαρτυρίες της δεξιοτεχνίας, της ομορφιάς, της εξουσίας, της πολιτικής και του ρομαντισμού, αφού όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πλέον φύγει. Μέρος της γαλλικής πολιτιστικής κληρονομιάς, η κλοπή τους δεν είναι μόνο κλοπή από το Λούβρο και τον γαλλικό λαό, αλλά και από τους πολίτες του κόσμου που αγαπούν και εκτιμούν την ιστορία.

Αλληγορικές ερμηνείες των μεσαιωνικών «Ταπισερί με τους μονόκερους»

Το The Met Cloisters είναι ένα μουσείο γεμάτο με θησαυρούς μεσαιωνικής ευρωπαϊκής τέχνης. Μεταξύ των πιο εμβληματικών έργων του συγκαταλέγεται μία σειρά επτά ταπισερί, 3,5 επί 4 μέτρων, με τον γενικό τίτλο «Οι ταπισερί με τους μονόκερους», έργα ιδιαίτερα αγαπητά για την ομορφιά και τη δεξιοτεχνία τους. Η σειρά αποτελεί μία ενιαία αφηγηματική ενότητα η οποία μπορεί να ερμηνευθεί είτε υπό θρησκευτικό είτε από κοσμικό πρίσμα.

Και οι επτά ταπισερί πιθανώς σχεδιάστηκαν στο Παρίσι και υφάνθηκαν στις Βρυξέλλες, και χρονολογούνται μεταξύ 1495 και 1505. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η σειρά εξιστορεί ένα φανταστικό κυνήγι μονόκερου: άντρες με όπλα και λαγωνικά αναζητούν, καταδιώκουν, παγιδεύουν και τελικά σκοτώνουν το μυθικό ζώο, μέσα σε πλούσια δάση και κήπους.

Φυλλώματα και χρώματα

Η ταπισερί «Ο μονόκερως υπερασπίζεται τον εαυτό του», 1495-1505. Μαλλί, στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα. 3,5 μ x 4 μ. Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters. (Public Domain)

 

Οι συγγραφείς Πήτερ Μπαρνέτ και Νάνσυ Γου, στο βιβλίο «The Cloisters: Medieval Art and Architecture» («Το Cloisters: Μεσαιωνική Τέχνη και Αρχιτεκτονική»), περιγράφουν την ύφανση των ταπισερί, για την οποία χρησιμοποιούνταν μάλλινα νήματα, μεταξωτά αλλά και μεταλλικές κλωστές. Τα πλούσια χρώματα των νημάτων οφείλονται σε φυτικές βαφές: ρεζεντά (Reseda Luteola – κίτρινο), ριζάρι ή αλιζάρι («ερυθρόδανον το βαφικόν» – κόκκινο) και ισάτις (μπλε).

Η Κάσσια Σαιντ Κλαιρ [Kassia St. Clair], στο βιβλίο της «The Secret Lives of Color» («Οι μυστικές ζωές του χρώματος»), αναφέρει ότι το ριζάρι χρησιμοποιούνταν και ως βαφή για τα μεσαιωνικά γαμήλια ενδύματα. Η ισάτις, ιδανική για τον χρωματισμό των απορροφητικών ινών του μαλλιού, ήταν μια αξιόπιστη βαφή για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής απόχρωσης του μπλε. Ωστόσο, η Σαιντ Κλαιρ εξηγεί ότι όταν αναμιγνυόταν με λιγότερο σταθερά στοιχεία, όπως τα κίτρινα για την παρασκευή πράσινης βαφής, τα άλλα συστατικά έτειναν να ξεθωριάζουν με την πάροδο του χρόνου, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι σύνηθες τα φυλλώματα που απεικονίζονται σε ταπισερί να εμφανίζονται πλέον μπλε.

Ζωντανά δείγματα των φυτών που απεικονίζονται στις ταπισερί υπάρχουν στον βοτανικό κήπο του μουσείου, το Bonnefont Cloister. Οι Μπαρνέτ και Γου αναφέρουν ότι υπάρχουν 101 διαφορετικά είδη φυτών που αποδίδονται στον κύκλο των ταπισερί, με 84 να έχουν ταυτοποιηθεί, μεταξύ των οποίων φασκόμηλο, κατιφές, τριανταφυλλιά, πουρνάρι, κερασιά, ροδιά, χουρμαδιά, πορτοκάλι, ορχιδέα, ίριδα, γαϊδουράγκαθο της Αγίας Μαρίας και κρίνο της Παναγίας. Η εξαιρετική δεξιοτεχνία των ταπισερί, που αποδεικνύεται από τη ρεαλιστική αναπαράσταση των βοτάνων, εκτιμάται περαιτέρω όταν εξετάζει κανείς τα πολυτελή υφάσματα (μπροκάρ, βελούδο, δέρμα και γούνα) που αντιστοιχούν στις ενδυμασίες των ανθρώπων. Αυτά τα στοιχεία βοηθούν και στη χρονολόγηση των ταπισερί.

Η θρησκευτική προσέγγιση

Η μεσαιωνική τέχνη είναι συνήθως γεμάτη συμβολισμούς. Έτσι, η βαθύτερη διερεύνηση της εικονογραφίας στις «Ταπισερί με μονόκερους» οδηγεί τόσο σε θρησκευτικές όσο και σε ερωτικές ερμηνείες. Οι Μπαρνέτ και Γου θεωρούν ότι ο μονόκερως αντιπροσωπεύει τον Χριστό, με τις σκηνές του κυνηγιού να αποτελούν μεταφορά για τα Πάθη Του. Στην ταπισερί «Ο μονόκερως καθαρίζει το νερό», οι 12 κυνηγοί θα μπορούσαν να συμβολίζουν τους 12 αποστόλους και η τριανταφυλλιά πίσω από τον μονόκερω μπορεί να αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού.

Η ταπισερί «Ο μονόκερως καθαρίζει το νερό», 1495-1505. Μάλλινο στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα, 3,5 μ x 3,7 μ. Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters. (Public Domain)

 

Στην ταπισερί «Οι κυνηγοί επιστρέφουν στο κάστρο», υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διπλή αφήγηση, που απεικονίζει δύο στάδια της θανάτωσης του μονόκερου. Στο πρώτο, το μεγάλο πουρνάρι πάνω από το κεφάλι του μπορεί να θεωρηθεί ως αλληγορία για τον μαρτυρικό θάνατο του Χριστού πάνω στον σταυρό. Η επόμενη σκηνή, εξίσου πλούσια σε θρησκευτικούς συμβολισμούς, περιλαμβάνει μια αναφορά στο ακάνθινο στέμμα: το κέρατο του μονόκερου έχει κοπεί και παρουσιάζεται μπλεγμένο σε αγκαθωτά κλαδιά βελανιδιάς. Το σώμα του παρουσιάζεται στον άρχοντα και την αρχόντισσα ενός κάστρου και στους συνοδούς τους. Αυτή η ομαδοποίηση θα μπορούσε να είναι ένας υπαινιγμός στην Αποκαθήλωση, με την κυρία που κρατάει ένα κομποσκοίνι να παραπέμπει στην Παναγία, ο άρχοντας στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και οι άλλοι στις θλιμμένες άγιες γυναίκες.

Η ταπισερί «Οι κυνηγοί επιστρέφουν στο κάστρο», 1495-1505. Μάλλινο στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα. 3,5 x 3,8μ . Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters. (Public Domain)

 

Το έργο «Ο μονόκερως αναπαύεται σε έναν κήπο», που εντυπωσιάζει με το ολάνθιστο φόντο του, μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ως αναπαράσταση της ανάστασης του Χριστού: ο μονόκερως, που είχε προηγουμένως σκοτωθεί, επανέρχεται στη ζωή. Πράγματι, ορισμένα από τα φυτά που απεικονίζονται σε αυτή την ταπισερί παραπέμπουν στην Παναγία και στα Πάθη του Χριστού. Υπάρχει μια υποψία αίματος στο σώμα του μονόκερου, μια αναφορά στις βάναυσες πληγές που δέχτηκε. Μια πιο προσεκτική εξέταση των σταγόνων αποκαλύπτει ότι πρόκειται για μείγμα χυμού και σπόρων ροδιού. Τα ρόδια κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα συμβόλιζαν τον Χριστό, και πράγματι μια ροδιά υψώνεται πίσω από τον μονόκερω.

Η ταπισερί «Ο μονόκερος αναπαύεται σε έναν κήπο», 1495-1505. Μάλλινο στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα, 3,6 x 2,5 μ. Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters.( Public Domain)

 

Η κοσμική προσέγγιση

Μια εξίσου πιθανή ερμηνεία των «Ταπισερί με μονόκερους» είναι η κοσμική, με το κυνήγι να συμβολίζει το φλερτ και ο μονόκερως να αντιπροσωπεύει τον γαμπρό. Στο έργο «Ο μονόκερως ξεκουράζεται σε έναν κήπο», μπορεί κανείς να παραλληλίσει τον μονόκερω με έναν άνδρα παγιδευμένο σε γάμο. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, τα ρόδια που ξεχειλίζουν από σπόρους και χυμούς γίνονται αντιληπτά ως σύμβολα γονιμότητας, όπως και άλλα φυτά της εικόνας, όπως ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ταπισερί μπορεί να δημουργήθηκαν για να τιμήσουν έναν γάμο.

Οι ιστορικοί τέχνης πίστευαν κάποτε ότι υφάνθηκαν για τον γάμο της Άννας της Βρετάνης και του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ΄ της Γαλλίας, αν και αυτό θεωρείται πλέον λιγότερο πιθανό. Οι μελετητές αναρωτιούνται επίσης αν η κρυπτογράφηση «AE» στις ταπισερί είναι αναφορά στον Αδάμ και την Εύα ή κάποιο είδος συνθήματος.

Από τη Γαλλία στην Αμερική

Ο αρχικός ιδιοκτήτης των «Ταπισερί με τους μονόκερους» παραμένει αγνώστων στοιχείων. Η παλαιότερη γραπτή καταγραφή των ταπισερί, με ημερομηνία 1680, αποκαλύπτει ότι βρίσκονταν στην παρισινή κατοικία του Φρανσουά ΣΤ΄, δούκα Ντε Λα Ροσφουκώ. Οι ταπισερί αναφέρονται και πάλι σχεδόν 50 χρόνια αργότερα σε απογραφή ενός απογόνου των Ντε Λα Ροσφουκώ, αναφέροντας την παραμονή τους στο κάστρο της οικογένειας στο Βερτέιλ. Το 1790, με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, η αριστοκρατία καταργήθηκε στη Γαλλία και τα έργα τέχνης των ευγενών τέθηκαν στη διάθεση του λαού.

Οι ταπισερί απομακρύνθηκαν από τον πύργο κατά τη διάρκεια της Βασιλείας της Τρομοκρατίας· μια μαρτυρία αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τις πατάτες ενός χωρικού για να μην παγώσουν. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η οικογένεια Ντε Λα Ροσφουκώ ανέκτησε τις χαμένες «Ταπισερί με τους μονόκερους» από μια αγροτική οικογένεια και τις εγκατέστησε ξανά στο κάστρο της. Το 1923, πουλήθηκαν στον Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ, ο οποίος αργότερα τις δώρισε στο μουσείο, το σημερινό ασφαλές καταφύγιό τους.

Το παλαιότερο «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» αποκαθίσταται

Σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχουν μόνο επτά γνωστά «μαύρα βιβλία» – μεσαιωνικά εικονογραφημένα χειρόγραφα σε περγαμηνή, βαμμένα ή χρωματισμένα μαύρα. Τα υπάρχοντα δείγματα χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Όλα ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο τύπο χριστιανικού βιβλίου γνωστού ως Βιβλίο των Ωρών, που είναι μια συνοπτική συλλογή καθημερινών προσευχών ή λειτουργιών, που υποστήριζε και έτρεφε την πίστη.

Το Μουσείο & Βιβλιοθήκη της Ισπανικής Εταιρείας (Hispanic Society Museum & Library) της Νέας Υόρκης κατέχει το παλαιότερο από αυτά. Το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» του, επίσης γνωστό ως «Horae beatae marie secundum usum curie romane», χρονολογείται γύρω στα 1458. Αν και μόλις 13 x 10 εκ., είναι ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς του μουσείου λόγω της σπανιότητάς του. Ωστόσο, μέχρι τώρα, το κοινό δύσκολα έβρισκε την ευκαιρία να το θαυμάσει, καθώς είναι σε πολύ εύθραυστη και δεν εκτίθεται συχνά. Όπως όμως ανακοινώθηκε τον Απρίλιο, έχουν δρομολογηθεί οι εργασίες για τη συντήρησή του χάρη σε μια διπλή επιχορήγηση.

ZoomInImage
«Θεία Λειτουργία», από το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών του Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα», περίπου 1466-1477. Αυστριακή Εθνική Βιβλιοθήκη, Βιέννη. (Public Domain)

 

Για το πένθος μιας βασίλισσας

Οι μελετητές πιστεύουν ότι το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» του μουσείου είτε ανατέθηκε από τη Μαρία της Καστίλης (1401-1458), βασίλισσα και σύζυγο του Αλφόνσο Ε΄ της Αραγωνίας, μετά το θάνατο του συζύγου της το 1458 είτε της δόθηκε ως δώρο πένθους. Η θεωρία του πένθους υποστηρίζεται από το χρώμα της περγαμηνής.

Η Μαρία πέθανε τρεις μήνες μετά τον σύζυγό της, γι’ αυτό ίσως το χειρόγραφο έμεινε ημιτελές. Αν και το κείμενο είναι πλήρες – με τις σελίδες του να φέρουν περίτεχνα χρυσά περιγράμματα και χρυσά και ασημένια γοτθικά γράμματα – ωστόσο δεν υπάρχουν όλες οι μικρογραφίες στην αρχή κάθε λειτουργικής περιόδου.

Βίλλεμ Φρέλαντ, «Ο Άγιος Γεώργιος και ο Δράκος», φύλλο από τις αρχές της δεκαετίας του 1460. Getty Center, Λος Άντζελες. (Public Domain)

 

Ένα από τα φύλλα του περιέχει το καστιλιάνικο οικόσημο, μια αναφορά στην καταγωγή της Μαρίας. Η απουσία του οικοσήμου της Αραγωνία, από όπου καταγόταν ο σύζυγός της, ενισχύει την ιδέα ότι ήταν χήρα την εποχή της δημιουργίας του βιβλίου. Ο καλλιτέχνης ήταν πιθανώς Φλαμανδός, από τον κύκλο του Βίλλεμ Φρέλαντ (Willem Vrelant, απεβ. 1481/1482), ενός διακεκριμένου εικονογράφου που έζησε στη Μπρυζ το τρίτο τέταρτο της δεκαετίας του 1400.

Σαλόνι 18v–19r από ένα άλλο Μαύρο Βιβλίο των Ωρών (περ. 1480), από το εργαστήριο του Βίλλεμ Φρέλαντ. Morgan Library & Museum, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Στη Νέα Υόρκη βρίσκονται αρκετά τέτοια μικρά μαύρα βιβλία. Η Morgan Library & Museum κατέχει ένα που χρονολογείται γύρω στα 1480. Συγκρίνοντας τα στυλ, οι ειδικοί εικάζουν ότι το χειρόγραφο της Morgan πιθανώς δημιουργήθηκε στο ίδιο εργαστήριο με αυτό της Hispanic Society. Η ανάλυση της μαύρης βαφής που χρησιμοποιήθηκε στην περγαμηνή του βιβλίου της Hispanic Society δείχνει την παρουσία άνθρακα, όπως και στο βιβλίο της Μόργκαν, το οποίο επίσης χρειάζεται συντήρηση.

Χαρακτηριστικό του άνθρακα είναι ότι κάνει την επιφάνεια της περγαμηνής λεία και γυαλιστερή, αλλά δεν είναι κατάλληλος για ορισμένες χρωστικές του χειρογράφου. Επιπλέον, το μαύρο χρώμα της περγαμηνής του βιβλίου της Morgan ξεφλουδίζει σε ορισμένα σημεία.

Το όνειρο του Ά. Μ. Χάντιγκτον

Το κτήριο της Hispanic Society of America στην Audubon Terrace, στο Μανχάτταν. (Shannon McGee/CC BY-SA 2.0)

 

Η Hispanic Society έλαβε το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» ως δώρο από τον ιδρυτή της, Άρτσερ Μίλτον Χάντιγκτον (Archer Milton Huntington, 1870-1955), το 1933. Ο Χάντιγκτον το είχε αγοράσει από τον διάσημο βιβλιοπώλη του Λονδίνου Μπέρναρντ Κουάριτς, ο οποίος με τη σειρά του το είχε αποκτήσει το 1900.

Η κεντρική αίθουσα του Hispanic Museum and Library ακολουθά το ισπανικό αναγεννησιακό στυλ, με αρχιτεκτονικά στοιχεία από τερακότα ύψους 10,688 μ., που φέρουν περίτεχνα διακοσμητικά στοιχεία. (Mark B. Schlemmer/CC BY-SA 2.0)

 

Φιλάνθρωπος, μελετητής και συλλέκτης, ο Χάντιγκτον ίδρυσε το μουσείο το 1904. Ήταν η εκπλήρωση του ονείρου μιας ολόκληρης ζωής. Σε μια επιστολή του προς τη μητέρα του, το 1898, εξηγούσε:

«Η συλλογή μου είχε πάντα μία βάση – ξέρεις – ένα μουσείο. Το μουσείο θα πρέπει να αγγίζει ευρέως τις τέχνες, τη χειροτεχνία, τις επιστολές. Πρέπει να συμπυκνώνει την ψυχή της Ισπανίας μέσω έργων του χεριού και του πνεύματος. […] Θέλω να γνωρίσω την Ισπανία ως Ισπανία και να την εκφράσω έτσι – σε ένα μουσείο. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Αν μπορέσω να φτιάξω ένα μουσείο σαν ένα ποίημα, θα είναι εύκολο να το διαβάσει κανείς».

Η γλυπτοθήκη στην κεντρική αιθουσατης Hispanic Society περιλαμβάνει αλαβάστρινα γλυπτά από ισπανικούς τάφους του 16ου αιώνα. (Ritu Manoj Jethani/Shutterstock)

 

Η συλλογή του ιδρύματος είναι εκτεταμένη τόσο σε γεωγραφικό εύρος – από την Ισπανία και την Πορτογαλία, μέχρι τη Λατινική Αμερική, τις Φιλιππίνες – όσο και σε καλλιτεχνικά μέσα. Υπάρχουν περισσότεροι από 900 πίνακες, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών έργων από κορυφαίους καλλιτέχνες της Ισπανίας – Βελάσκεθ, Γκόγια, Σορόγια και Ελ Γκρέκο – 6.000 σχέδια και ακουαρέλες, καθώς και γλυπτά, διακοσμητικές τέχνες και υφάσματα.

Ντιέγκο Βελάσκεθ, προσωπογραφία του Γκασπάρ ντε Γκουζμάν, κόμη-δούκα του Ολιβάρες, 1623. Λάδι σε καμβά, 221 x 138 εκ. Hispanic Society of America, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Δρομολογώντας το έργο αποκατάστασης

Η Bιβλιοθήκη περιλαμβάνει 250.000 έργα, από τον 11ο έως τον 20ό αιώνα. Το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» είναι ένα από τα πιο περιζήτητα αντικείμενα της συλλογής της. Το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Καλών Τεχνών (TEFAF) συνεργάστηκε με το Πρόγραμμα Συντήρησης Έργων Τέχνης της Τράπεζας της Αμερικής για την από κοινού υποστήριξη της αποκατάστασης του βιβλίου, χορηγώντας στην Ισπανική Εταιρεία 56.700 δολάρια για αυτόν τον σκοπό. Ένας από τους κύριους στόχους είναι να ελαφρύνει η πίεση που ασκείται στο εικονογραφημένο χειρόγραφο από τη δερμάτινη βιβλιοδεσία του.

Η διευθύντρια μάρκετινγκ της TEFAF, Αλίνα Άρκαρι, εξηγεί:

«Τον 19ο αιώνα, το ‘Μαύρο Βιβλίο των Ωρών’ της Εταιρείας ξαναδέθηκε με μια επιχρυσωμένη σκούρα μπλε δερμάτινη βιβλιοδεσία. Κατά τη διαδικασία, οι σελίδες κόπηκαν και οι άκρες επιχρυσώθηκαν. Ενώ η περγαμηνή, τα ασημένια και χρυσά γράμματα, καθώς και οι επιχρυσωμένες εικόνες στα 149 φύλλα, παραμένουν σε καλή κατάσταση, ορισμένες σελίδες χωρίς διακοσμήσεις παρουσιάζουν σημάδια φθοράς, ενώ η βιβλιοδεσία είναι εξαιρετικά σφιχτή, περιορίζοντας το άνοιγμα του τόμου σε 45 μοίρες το πολύ».

Το σύνολο του χειρογράφου θα αποδεσμευτεί και κάθε σελίδα θα φωτογραφηθεί ψηφιακά, ώστε το περιεχόμενο του βιβλίου να είναι πιο ορατό. Οι συντηρητές θα δημιουργήσουν επίσης ένα ασφαλέστερο περίβλημα για να αντικαταστήσουν την παλιά βιβλιοδεσία.

Τα Βιβλία των Ωρών ήταν από τα πιο προσωπικά αντικείμενα πολυτελείας που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Στόχευαν στην καλλιέργεια της πνευματικότητας και ευλάβειας του ιδιοκτήτη τους, ενώ παράλληλα φιλοξενούσαν στις σελίδες τους εξαιρετικά έργα τέχνης σε μικρή κλίμακα. Με ηλικία άνω των 550 ετών, το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» της Ισπανικής Εταιρείας αποτελεί έναν πραγματικό θησαυρό.

Η αιώνια γοητεία των ελληνικών κρατήρων

Οι κρατήρες, κοίλα δοχεία σε διάφορα μεγέθη, έπαιζαν κεντρικό ρόλο στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων, όχι μόνο ως χρηστικά αντικείμενα, αλλά και ως φορείς πολιτισμικών στοιχείων με υψηλή αισθητική και καλλιτεχνική αξία. Εντός τους αναμειγνύονταν ο οίνος με νερό. Το μείγμα ονομαζόταν κεκραμμένος οίνος (εξ ου η σημερινή ονομασία ‘κρασί’), ποτό που πινόταν πιο ευχάριστα και με λιγότερο βλαβερές συνέπειες.

Ανάλογα με το σχήμα τους, οι κρατήρες διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες, : τους ελικοειδείς, τους κιονωτούς, τους καλυκόσχημους και τους κωδωνόσχημους. Ορισμένα έφεραν στην επιφάνειά τους ζωγραφικές παραστάσεις, με θέματα από τη μυθολογία, τα έπη ή την καθημερινότητα, από τις οποίες διακρίνονται σε μελανόμορφους και ερυθρόμορφους, ανάλογα με την τεχνοτροπία. Αυτές οι εικονογραφήσεις έχουν παράσχει πολλές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή και τον πολιτισμό στην αρχαία Ελλάδα.

Οι κρατήρες συνήθως κατασκευάζονταν από τερακότα, έναν σκληρό, κοκκινοκαφέ πηλό που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή αγγείων, προπλασμάτων και γλυπτών. Ο αγγειοπλάστης πρώτα διαμόρφωνε το σχήμα του αγγείου, συχνά σε ξεχωριστά μέρη, σε έναν τροχό. Αφού στέγνωναν τα κομμάτια, τα συναρμολογούσαν, προσθέτοντας τις λαβές στο τέλος. Ύστερα, το αγγείο ζωγραφιζόταν, αν και όχι πάντα.

Αττικός μελανόμορφος κρατήρας από τα Φάρσαλα, περ. 320 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Η ζωγραφισμένη σκηνή,  εμπνευσμένη από την Ιλιάδα, αναπαριστά μια μάχη για το σώμα ενός νεκρού πολεμιστή, πιθανώς του Πατρόκλου. (George E. Koronaios/CC BY-SA 4.0)

 

Από τις δύο ζωγραφικές  τεχνικής προηγήθηκε η μελανόμορφη και ακολούθησε η ερυθρόμορφη, που εφευρέθηκε γύρω στα 530 π.Χ. Στην πρώτη τεχνοτροπία υπήρχε χάραξη των σχεδίων και ένθεση ειδικού υλικού το οποίο μαύριζε κατά το ψήσιμο, ενώ στη δεύτερη κάλυπταν το φόντο. Η ερυθρόμορφη τεχνική τελικά επικράτησε της μελανόμορφης, καθώς επέτρεπε πιο φυσικές αλλά και περίτεχνες απεικονίσεις. Και οι δύο τεχνικές απαιτούσαν ψήσιμο σε τρεις φάσεις στον κλίβανο.

Κιονωτοί κρατήρες

Ερυθρόμορφος κιονωτός κρατήρας, περ. 500 π.Χ., που αποδίδεται στον «ζωγράφο του Γκέτιγκεν». Τερακότα, 34,1 × 33,3 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη.  (Public Domain)

 

Οι κιονωτοί κρατήρες χρονολογούνται στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., όταν άρχισαν να κατασκευάζονται στην Κόρινθο. Ο όρος προέρχεται από τα χερούλια του αγγείου που μοιάζουν με στήλες και ενώνονται με το χείλος του κρατήρα. Η μορφή αυτή διαδόθηκε και στην Αθήνα, όπου κατασκευαζόταν από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. έως τα τέλη του επόμενου αιώνα.

Ο ερυθρόμορφος κρατήρας του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης, που χρονολογείται περίπου στο 500 π.Χ., είναι ένα συναρπαστικό παράδειγμα της σταδιακής μετάβασης από τον μελανόμορφο στον ερυθρόμορφο. Η κύρια σκηνή απεικονίζει τον Ηρακλή να μάχεται τον Κύκνο, γιο του θεού Άρη, ο οποίος λήστευε τους ταξιδιώτες που κατευθύνονταν προς τους Δελφούς, και έχει γίνει με την ερυθρόμορφη τεχνοτροπία. Ωστόσο, για το διακοσμητικό σχέδιο στο λαιμό του κρατήρα, ο αγγειοπλάστης επέλεξε την παραδοσιακή – και τότε ήδη παρωχημένη – μελανόμορφη τεχνική. Η σκηνή απεικονίζει νεαρούς με σκύλους και ρόπαλα.

Λεπτομέρεια με το μελανόμορφο διακοσμητικό σχέδιο στον λαιμό του κρατήρα. (Public Domain)

 

Καλυκόσχημοι κρατήρες

Ερυθρόμορφος  καλυκόσχημος κρατήρας με σκηνή αναχώρησης, 470–460 π.Χ., από τον Αθηναίο ζωγράφο «Αλταμούρα». Τερακότα στον τροχό, 35,9 εκ. × 35,9 εκ. Μουσείο Τέχνης Walters, Βαλτιμόρη, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Αυτός ο τύπος κρατήρα έχει κυρτό σχήμα που ανοίγει προς τα πάνω και λαβές που βρίσκονται στο κάτω μέρος του σώματός του. Μοιάζει με τον κάλυκα ενός λουλουδιού, το εξωτερικό μέρος του λουλουδιού που αποτελείται από σέπαλα, όπου οφείλει και την ονομασία του. Η προέλευση του καλυκόσχημου κρατήρα χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ. Με την πάροδο του χρόνου, το σχήμα του επιμηκύνθηκε.

Εκτός από σκηνές της μυθολογίας και των επών, οι κρατήρες διακοσμούνταν και με εικόνες από την καθημερινή ζωή. Στο Μουσείο Τέχνης Walters, ο «Κρατήρας με σκηνή αναχώρησης», που χρονολογείται μεταξύ 470 π.Χ. και 460 π.Χ., απεικονίζει μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή ενός νεαρού πολεμιστή. Η μία πλευρά του αγγείου δείχνει τον πολεμιστή μπροστά από τον οικογενειακό του βωμό, την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει για τη μάχη, μετά από χρόνια εκπαίδευσης. Ο νέος φορά θώρακα και κρατά δόρυ. Στην άλλη πλευρά του βωμού, μια γυναίκα κρατά την ασπίδα και του δίνει το κράνος του. Η άλλη πλευρά του κρατήρα απεικονίζει έναν μεγαλύτερο άνδρα που στηρίζεται σε ραβδί. Οι επιμελητές πιστεύουν ότι το απλωμένο χέρι του μπορεί να αντικατοπτρίζει αυτό της γυναίκας και τη χειρονομία της προς τον πολεμιστή. Διακοσμητικά μοτίβα πλαισιώνουν και τις δύο πλευρές. Το κάτω περίγραμμα έχει μοτίβο με μαιάνδρους.

Νεαρός πολεμιστής και γυναίκα, δίπλα σε βωμό. Λεπτομέρεια από τον κρατήρα με τη σκηνή της αναχώρησης. Μουσείο Τέχνης Walters, Βαλτιμόρη, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Ελικοειδείς κρατήρες

Η ονομασία των ελικοειδών κρατήρων προέρχεται από το σπειροειδές σχήμα των λαβών τους. Οι έλικες είναι σπειροειδή μοτίβα, τα οποία απαντούν και στα ιωνικά κιονόκρανα. Κράτηρες αυτού του τύπου κατασκευάζονταν σε όλον τον αρχαιοελληνικό κόσμο, ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Μερικά από τα πιο περίτεχνα δείγματα κατασκευάστηκαν σε μια αποικία στη σημερινή Απουλία, στην Ιταλία. Τα έργα των καλλιτεχνών της Απουλίας διακρίνονται για την προσθήκη χρωμάτων (κυρίως κίτρινου και λευκού), τις πολύπλοκες συνθέσεις και τις περίτεχνες λεπτομέρειες.

Ερυθρόμορφος ελικοειδής κρατήρας, περ. 330-320 π.Χ. Κεραμικό με προσθήκη χρωστικής ουσίας, ύψος 73,7 εκ. Δωρεά των Νταγκ και Σάρον Τίντερ, Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, Ρίτσμοντ, ΗΠΑ.  (Troy Wilkinson/© Virginia Museum)

 

Ο ερυθρόμορφος ελικοειδής κρατήρας που βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια (VMFA) έχει μια εξαιρετική ιστορία.

Το αγγείο κατασκευάστηκε στη Νότια Ιταλία στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Από τότε και μέχρι το 1982, η τύχη του ήταν ένα απόλυτο μυστήριο. Εμφανίστηκε σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s το 1989 και πωλήθηκε σε ιδιώτη. Δυστυχώς, ο κρατήρας έσπασε και καταβλήθηκε η ασφαλιστική αποζημίωση. Η ασφαλιστική εταιρεία κατέσχεσε τα υπολείμματα: 35 μεγάλα θραύσματα και εκατοντάδες μικρά κομμάτια.

Όταν η εταιρεία εξαγοράστηκε από μια διεθνή εταιρεία, ένας υπάλληλος, ο Νταγκ Τίντερ, έκλεισε το γραφείο και αποφάσισε να πάρει τα σπασμένα κομμάτια στο σπίτι του. Πιστεύεται ότι του δόθηκε προφορική άδεια να το κάνει, αλλά δεν υπήρχε κάτι γραπτό. Το σπασμένο αρχαίο αγγείο έμεινε στο γκαράζ του Τίντερ στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια για πάνω από 30 χρόνια.

Το 2021, επικοινώνησε με το Μουσείο της Βιρτζίνια για να ρωτήσει αν θα ενδιαφερόταν να δεχτεί τον κρατήρα ως δωρεά. Ο επιμελητής Πήτερ Σερτζ ενθουσιάστηκε με την προσφορά, καθώς το μουσείο δεν είχε αντίστοιχο κομμάτι στη συλλογή του. Αφού εντόπισε την προέλευση του αγγείου στα 1982, ο κος Σερτζ αντιμετώπισε δύο εμπόδια πριν μπορέσει να συμφωνήσει για την απόκτηση του αγγείου από το μουσείο.

Πρώτα, επικοινώνησε με τη διεθνή ασφαλιστική εταιρεία για να βεβαιωθεί ότι δεν είχαν καμία αξίωση ιδιοκτησίας. Δεδομένου ότι δεν είχαν, το επόμενο βήμα του κου Σερτς ήταν να γράψει στην ιταλική κυβέρνηση, καθώς το μουσείο ακολουθούσε αυστηρές οδηγίες σχετικά με τις εισαγόμενες αρχαιότητες. Η κυβέρνηση δεν έθεσε καμία αντίρρηση και έδωσε το πράσινο φως για την απόκτηση. Όταν ο κος Τίντερ και η σύζυγός του, Σάρον, οριστικοποίησαν τη δωρεά, ο συντηρητής Σκάυλερ Τζένκινς αφιέρωσε σχεδόν 300 ώρες για τον καθαρισμό, τη συντήρηση και την ανακατασκευή του κρατήρα.

Η μία πλευρά του ερυθρόμορφου κρατήρα του Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια. (Troy Wilkinson/© Virginia Museum)

 

Με τα ζωντανά χρώματα και τα γοητευτικά μοτίβα του, ο ανακατασκευασμένος κρατήρας εντυπωσιάζει. Η μία πλευρά του έχει ως κεντρικό μοτίβο τον Πήγασο. Το άλογο βρίσκεται σε ένα ναΐσκο, μια τριπλή ταφική κατασκευή. Δεν υπάρχει γνωστό παράλληλο μοτίβο και οι μελετητές δεν είναι σίγουροι για τη σημασία του. Μία από τις μορφές που το περιβάλλουν είναι ο θεός Έρως. Στο λαιμό του κρατήρα υπάρχει η προτομή μίας γυναίκας ανάμεσα σε φυτικά μοτίβα.

Κωδωνόσχημοι κρατήρες

Κωδωνόσχημος ερυθρόμορφος κρατήρας, περίπου 450 π.Χ., στο στυλ του ζωγράφου των Νιοβιδών (συμβατικό όνομα), Αθήνα. Τερακότα,  38,4 x 41,2 εκ. Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Ο κωδωνόσχημος ερυθρόμορφος κρατήρας του Ινστιτούτου Τέχνης  του Σικάγο (Art Institute of Chicago) χρονολογείται στα 450 π.Χ. περίπου. Οι κωδωνόσχημοι κρατήρες  πήραν το όνομά τους από την ομοιότητά τους με το σχήμα ανεστραμμένης καμπάνας και έχουν μικρά ανασηκωμένα χερούλια τοποθετημένα λίγο πιο πάνω από το μέσο του σώματός τους. Δεν κατασκευάζονταν μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Καθώς ήταν ο τελευταίος τύπος κρατήρα, δεν υπάρχει μελανόμορφο δείγμα.

Πιστεύεται ότι οι ζωγραφισμένες μορφές αντιστοιχούν στον Αχιλλέα, τον οποίο δείχνουν στο σπίτι του με την οικογένειά του. Η μία πλευρά του αγγείου δείχνει τον πολεμιστή που επιστρέφει και δίνει το κράνος του στη μητέρα του, τη Θέτιδα, η οποία φοράει διάδημα. Είναι η κόρη του θεού της θάλασσας Νηρέα, ο οποίος επίσης απεικονίζεται στο αγγείο. Η γυναίκα στα δεξιά, ίσως μια Νηρηίδα ή νύμφη της θάλασσας, κάνει νόημα στον Αχιλλέα να της δώσει την ασπίδα του. Εδώ, ο καλλιτέχνης έχει χωρίσει δραματικά την εικόνα με τη διαγώνιο του δόρατος του Αχιλλέα.

Σκηνές από τον κωδωνόσχημο κρατήρα του Ινστιτούτου Τέχνης  του Σικάγο (περίπου 450 π.Χ.), που πιστεύεται ότι απεικονίζουν τον Αχιλλέα με την οικογένειά του. Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Στην άλλη πλευρά, κυριαρχούν οι κάθετες γραμμές στη σύνθεση. Αριστερά, ο Αχιλλέας κρατά ένα όρθιο δόρυ, του οποίου η μορφή επαναλαμβάνεται σε ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο, έναν μικρό κίονα. Πίσω του στέκεται μία Νηρηίδα, κρατώντας μια κορδέλα, ίσως για το κεφάλι. Αυτοί οι δύο ισορροπούνται από τις μορφές της Θέτιδας, που κρατά μια κανάτα για να γεμίσει το κύπελλο του Αχιλλέα, και του παππού του Αχιλλέα, που κρατά ένα μακρόστενο αντικείμενο.

 

Ποντόρμο: Μανιερισμός και πορτρέτα νεαρών δημοκρατικών

Ο Φλωρεντινός ζωγράφος του 16ου αιώνα Τζάκοπο ντα Ποντόρμο (1494–1557) ήταν ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του μανιερισμού. Αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα, που εμφανίστηκε μεταξύ της Υψηλής Αναγέννησης και της μπαρόκ περιόδου, εμπνεύστηκε από τα μεταγενέστερα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ. Δημοφιλής μεταξύ των Ιταλών ηγεμόνων και των διανοουμένων της Αυλής, ο μανιερισμός εξαπλώθηκε αργότερα σε όλη την Ευρώπη.

Η «μανιεριστική» προσέγγιση, αντικατέστησε τις φυσιοκρατικές και αρμονικές απεικονίσεις της Αναγέννησης με το στυλιζάρισμα του εικαστικού χώρου, με εξιδανικευμένες φιγούρες, ζωντανά και ασυνήθιστα χρώματα, κομψές και εκλεπτυσμένες συνθέσεις. Ο Ποντόρμο επικεντρώθηκε κυρίως στα θρησκευτικά θέματα, δημιουργώντας τοιχογραφίες, σχέδια και πορτρέτα. Σήμερα είναι γνωστές μόνο δεκαπέντε προσωπογραφίες του, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τη χαρακτηριστική του ικανότητα να υποδηλώνει με ευαισθησία τον εσωτερικό κόσμο του μοντέλου, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την εκλεπτυσμένη δημόσια εικόνα του.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Η επίσκεψη του Καρμινιάνο», 1528. Λάδι σε ξύλο, 202 x 156 εκ. Ενορία των Αγίων Μιχαήλ και Φραγκίσκου, Καρμινιάνο, Ιταλία. (Public Domain)

 

Η ανάλυση των ελαιογραφιών του Ποντόρμο «Προσωπογραφία αλαβαρδιέρου (Φραντσέσκο Γκουάρντι;)» στο Getty Center του Λος Άντζελες, και «Προσωπογραφία ενός νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο (Κάρλο Νερόνι;)» σε ιδιωτική συλλογή, αποκαλύπτει τη μεγαλοφυΐα του καλλιτέχνη. Επιπλέον, αυτά τα έργα παρέχουν πληροφορίες για την πολιτική της Φλωρεντίας και τη σύγχρονη αγορά τέχνης.

Ένας Φλωρεντινός μανιεριστής

Ο καλλιτέχνης γεννήθηκε ως Τζάκοπο Καρούτσι στην πόλη Ποντόρμο της Τοσκάνης. Μαθήτευσε κοντά σε δύο γίγαντες της Αναγέννησης, τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Αντρέα ντελ Σάρτο. Εκτός από την επιρροή τους, ο Ποντόρμο απορρόφησε διδάγματα από τα μεταγενέστερα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και από καλλιτέχνες της Βόρειας Αναγέννησης, ειδικά από τα χαρακτικά του Άλμπρεχτ Ντύρερ. Αν και η καινοτόμος αισθητική του Ποντόρμο εξελίχθηκε καθώς προχωρούσε η καριέρα του, τα βασικά στοιχεία του στυλ του είναι εμφανή σε όλο το έργο του. Όπως εξηγεί το Getty Center στη βιογραφία του καλλιτέχνη, αυτά ήταν «η ψυχική ενέργεια πάνω από τη σωματικότητα, οι όμορφοι γραμμικοί ρυθμοί, η ασταμάτητη κίνηση, ο αμφίβολος χώρος [και] τα ζωντανά χρώματα. Για τον Ποντόρμο, το έργο τέχνης ήταν διακοσμητικό στοιχείο».

Το έργο «Ο Ιωσήφ με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο», που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, είναι ένας συναρπαστικός πίνακας με χρώματα που έχουν μια «υπερφυσική ιριδίζουσα λάμψη», που αποτελεί αναφορά στις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιξτίνα.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Ο Ιωσήφ με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο», 1515–1518. Λάδι σε ξύλο, 95,8 x 109,2 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Εκτός από αυτή την αναφορά στον προκάτοχό του, το έργο αυτό αντικατοπτρίζει τη συνέχεια της καλλιτεχνικής παράδοσης. Πιστεύεται ότι απεικονίζεται ο Ανιόλο Μπρονζίνο, μαθητής του Ποντόρμο, ο οποίος εξελίχθηκε σε διάσημο μανιεριστή. Στο προσκήνιο, καθισμένος στο κάτω σκαλοπάτι του παλατιού του Φαραώ, ο νεαρός Μπρονζίνο φοράει ένα μαύρο καπέλο και κρατά κάτω από τη μασχάλη του ένα καλάθι.

Η εικόνα ακολουθά το πρότυπο της συνεχούς αφήγησης, με πολλά διαδοχικά μέρη μιας ιστορίας να απεικονίζονται σε μία σύνθεση. Ο Ποντόρμο παρουσιάζει τέσσερις σκηνές από την ιστορία του Ιωσήφ στην Παλαιά Διαθήκη: ο Ιωσήφ παρουσιάζει τον πατέρα του, τον Ιακώβ, στον Φαραώ, ο Ιωσήφ κάθεται σε άμαξα ενώ ακούει τα θύματα της πείνας, ο Ιωσήφ ανεβαίνει τη σκάλα με τους γιους του για να επισκεφθεί τον ετοιμοθάνατο πατέρα του, και ο Ιακώβ ευλογεί τα εγγόνια του. Αυτός ο πίνακας αποτελεί υπόδειγμα της μοναδικής καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας και της ζωντανής φαντασίας του Ποντόρμο.

ZoomInImage
Ο Ανιόλο Μπρονζίνο, με καφέ ρούχα, στο έργο του Ποντόρμο «Ο Ιωσήφ με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο», 1515–1518. Λάδι σε ξύλο, 96 x 109 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Μαχητές για τη δημοκρατία

Τα πορτρέτα του Ποντόρμο είναι ιδιαίτερα περιζήτητα από ιδιώτες συλλέκτες και μουσεία. Το 1989, ένα από τα καλύτερα έργα ζωγραφικής παλαιών δασκάλων σε ιδιωτική αμερικανική συλλογή βγήκε σε δημοπρασία στο Christie’s.

Η «Προσωπογραφία αλαβαρδιέρου (Φραντσέσκο Γκουάρντι;)» έχει μια λαμπρή προέλευση που περιλαμβάνει μια αξιοσημείωτη φλωρεντινή οικογένεια, έναν Γάλλο καρδινάλιο, μια πριγκίπισσα των Βοναπάρτε και μια αμερικανική τραπεζική δυναστεία.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Προσωπογραφία αλαβαρδιέρου (Φραντσέσκο Γκουάρντι;)», 1529–1530. Λάδι σε ξύλο, 95,2 x 73 εκ. Getty Center, Λος Άντζελες. (Public Domain)

 

Οι επαγγελματίες του χώρου της τέχνης παρακολούθησαν στενά την πώληση. Πολλοί φοβούνταν ότι ο πίνακας θα χανόταν για άλλη μια φορά σε μια ιδιωτική συλλογή, μακριά από τα μάτια του κοινού. Ωστόσο, ο πίνακας κατακυρώθηκε στο Getty για το εκπληκτικό ποσό των 35,2 εκατομμυρίων δολαρίων, που τότε ήταν ρεκόρ για έναν πίνακα παλαιού δασκάλου. Μεταξύ των πλουσιότερων μουσείων του κόσμου, το Getty ήταν ένα από τα λίγα ιδρύματα που μπορούσαν να αγοράσουν τον πίνακα. Έτσι εξασφάλισε ότι το κοινό θα μπορούσε να απολαύσει αυτό το αριστούργημα.

Την εποχή της δημοπρασίας, ο πίνακας θεωρείτο πορτρέτο του δούκα Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων, μέλους της ισχυρής οικογένειας της Φλωρεντίας και ιστορικού ηγεμόνα της πόλης. Αν ήταν έτσι, θα είχε ζωγραφιστεί μετά τη σημαντική νίκη του νεαρού άνδρα στη μάχη του 1537. Οι Μέδικοι, μεγάλοι φιλότεχνοι, ήταν όντως προστάτες του Ποντόρμο, αλλά οι εικασίες για την ταυτότητα του μοντέλου κλίνουν πλέον υπέρ του Φραντσέσκο Γκουάρντι, για τον οποίο λίγα είναι γνωστά.

Αν πρόκειται για τον Γκουάρντι σε ηλικία 14 ή 15 ετών, τότε το πορτρέτο δημιουργήθηκε κάποια στιγμή μεταξύ 1529 και 1530, μια κρίσιμη περίοδο για την πόλη. Εκείνη την εποχή, η Φλωρεντία βρισκόταν υπό πολιορκία. Οι Μέδικοι είχαν εκδιωχθεί από την εξουσία και στη θέση τους είχε ιδρυθεί μια δημοκρατία. Ωστόσο, μετά από μια συμφωνία με τον Πάπα, ο οποίος ήταν μέλος της οικογένειας των Μεδίκων, ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διέθεσε ένα μεγάλο στρατό για την αποκατάσταση των Μεδίκων. Οι στρατιώτες που ήταν πιστοί στη Δημοκρατία της Φλωρεντίας, όπως ο έφηβος Γκουάρντι, την υπερασπίστηκαν γενναία, αλλά ηττήθηκαν και η κυριαρχία των Μεδίκων αποκαταστάθηκε.

Ο νεαρός στην εικόνα στέκεται μπροστά από ένα ακαθόριστο πράσινο τείχος οχύρωσης και κρατά μια αλαβάρδα, ένα όπλο μεταξύ πολεμικού τσεκουριού και δόρατος. Η τραχιά υφή του όπλου έρχεται σε αντίθεση με τα ωραία ρούχα του στρατιώτη. Το κόκκινο καπέλο του φέρει ένα μοντέρνο οβάλ έμβλημα με μια μυθολογική εικόνα από την ιστορία της νίκης του Ηρακλή επί του γίγαντα Ανταίου.

Ο Ποντόρμο απεικόνισε τον αλαβαρδιέρο ως έναν ηρωικό νεαρό με ροδαλά μάγουλα και ευλύγιστο σώμα. Παρά την έλλειψη στρατιωτικής εμπειρίας λόγω της ηλικίας του, ο στρατιώτης εκπέμπει αυτοπεποίθηση, κοιτάζοντας ψύχραιμα τον θεατή με το χέρι στη μέση. Ο Ποντόρμο μεταδίδει με συγκινητικό τρόπο την ευαλωτότητα του μοντέλου.

ZoomInImage
Ποντόρμο, προπαρασκευαστικό σχέδιο του αλαβαρδιέρου, δεκαετία του 1530. Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία. (Public Domain)

 

Ένα εξαιρετικό σχέδιο με κόκκινη κιμωλία που έκανε ο Ποντόρμο ως μελέτη για τον πίνακα βρίσκεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Σε σχέση με το τελικό έργο, το σχέδιο δείχνει τον αλαβαρδιέρο σε πιο μετωπική θέση.

Ένα ακόμη γνωστό πορτρέτο ενός νεαρού μαχητή υπέρ της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Φλωρεντίας είναι η «Προσωπογραφία νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο (Κάρλο Νερόνι;)», που χρονολογείται γύρω στα 1530. Για πάνω από 200 χρόνια, το πρωτότυπο έργο θεωρούνταν χαμένο και οι ειδικοί το γνώριζαν μόνο από έγγραφα και χαρακτικά.

Το 2008, ανακαλύφθηκε ξανά στην ιδιωτική συλλογή του Βρετανού αριστοκράτη Νίκολας Αλεξάντερ, κόμη του Κάλεντον, ο οποίος συμφώνησε να το εκθέσει στη Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου με μακροχρόνια δανειοδότηση.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Προσωπογραφία νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο (Κάρλο Νερόνι;)», περίπου 1530. Λάδι σε ξύλο, 92 x 73 εκ. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Το 2015, ο κόμης πούλησε το έργο στον Αμερικανό επενδυτή Τζ. Tόμιλσον Χιλ. Ο Χιλ, γνωστός συλλέκτης έργων τέχνης παλαιών και σύγχρονων καλλιτεχνών, είχε δει για πρώτη φορά το έργο στο μουσείο και είχε ενημερωθεί από έναν έμπορο τέχνης ότι ο ιδιοκτήτης ήθελε να το πουλήσει. Όπως ισχυρίζεται, αγόρασε το έργο για 48 εκατομμύρια δολάρια και, στη συνέχεια, υπέβαλε αίτηση για άδεια εξαγωγής.

Η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου ήταν απογοητευμένη που ένα τόσο σπάνιο έργο όπως ένα πορτρέτο του Ποντόρμο θα έφευγε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Τον Δεκέμβριο του 2015, η βρετανική κυβέρνηση επέβαλε προσωρινή απαγόρευση εξαγωγής του πίνακα, δίνοντας στο μουσείο χρόνο να συγκεντρώσει τα χρήματα για να καλύψει την τιμή αγοράς του Χιλ. Η απαγόρευση παρατάθηκε αρκετές φορές και σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, η Πινακοθήκη είχε συγκεντρώσει, σε λίρες, το ποσό που είχε πληρώσει ο Χιλ. Ωστόσο, μέχρι τότε είχε ήδη ξεκινήσει η μετά-Brexit εποχή.

Η μετατροπή του ποσού σε μετρητά, που ήταν το νόμισμα αγοράς που είχε χρησιμοποιήσει ο Χιλ, ήταν μόνο 37,35 εκατομμύρια δολάρια. Ο Χιλ αρνήθηκε να πουλήσει, καθώς αυτό θα σήμαινε απώλεια περίπου 10 εκατομμυρίων δολαρίων. Η κατάσταση του πίνακα παραμένει αβέβαιη. Ο Χιλ είναι ο επίσημος ιδιοκτήτης, αλλά δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση για μόνιμη άδεια εξαγωγής μέχρι το 2027.

Μια προσωρινή συμφωνία εξαγωγής επέτρεψε στον πρόσφατα αποκατεστημένο πίνακα να ταξιδέψει σε εκθέσεις στη Φλωρεντία, τη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες. Η έκθεση στο Λος Άντζελες πραγματοποιήθηκε στο Getty, επιτρέποντας στους επισκέπτες να δουν τον «Κάρλο Νερόνι (;)» μαζί με τον «Φραντσέσκο Γκουάρντι (;)». Και στις δύο περιπτώσεις, λίγα είναι γνωστά για τα μοντέλα.

Υπάρχουν στυλιστικές ομοιότητες μεταξύ των δύο πινάκων, όπως το ότι και οι δύο νέοι απεικονίζονται ως υπερήφανοι αριστοκράτες σε πλάγια στάση, με το χέρι στο ισχίο και κόκκινο καπέλο στο κεφάλι. Στο δελτίο Τύπου της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου που ανακοίνωνε την αποτυχία της αγοράς του πίνακα του Χιλ, το μουσείο εξήρε το έργο:

«Εκτελεσμένη με τολμηρό ελεύθερο σχέδιο, η «Προσωπογραφία νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο» μεταδίδει τον χαρακτήρα και τα ιδανικά του μοντέλου μέσω της σύνθεσης, της στάσης και της δεξιοτεχνικής χρήσης του χρώματος. Η πινελιά εφαρμόζεται με γρήγορες, ενεργητικές κινήσεις.»

Ενώ ο στρατιώτης στην εικόνα του Getty έχει το όπλο του σε ετοιμότητα, ο άλλος πίνακας δείχνει τον νεαρό άνδρα να κρατά ένα μυστηριώδες γράμμα. Αναρωτιέται κανείς αν θέλει να δείξει την αλληλογραφία ή αν προσπαθεί να την κρύψει. Ίσως είναι ένα ερωτικό γράμμα. Σε συνδυασμό με το δαχτυλίδι στο άλλο του χέρι, μπορεί να ερμηνευτεί ως σημάδι ενός αρραβώνα. Πράγματι, ο Νερόνι παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου Φλωρεντινού τραπεζίτη το 1530. Οι ιστορικοί της τέχνης υποθέτουν ότι ο γάμος τους μπορεί να ήταν ο λόγος για την παραγγελία του πορτρέτου.

Ο Τζόρτζιο Βαζάρι, ιστορικός της τέχνης της Αναγέννησης και ζωγράφος, έγραψε ότι όταν ο Μιχαήλ Άγγελος είδε ένα πρώιμο έργο του νεαρού Ποντόρμο, είπε: «Αυτός ο νεαρός, κρίνοντας από ό,τι φαίνεται εδώ, θα γίνει τέτοιος που, αν ζήσει και συνεχίσει, θα υψώσει αυτή την τέχνη στους ουρανούς». Στις δύο προσωπογραφίες των νεαρών δημοκρατικών το ιδιαίτερο ταλέντο του καλλιτέχνη είναι ομοίως εμφανές. Το γεγονός ότι και οι δύο δημιουργήθηκαν σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, δείχνει την ικανότητα της τέχνης να ανθίζει ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες.

«Η εύρεση του Μωυσή»: Από τις εβραϊκές νωπογραφίες στον Άλμα-Ταντέμα

Η βιβλική αναφορά για αυτή την ιστορία προέρχεται από την «Έξοδο», το δεύτερο βιβλίο της Βίβλου. Στην αρχή, ο Φαραώ διατάζει να ρίξουν όλα τα αρσενικά νεογέννητα μωρά των Εβραίων στον Νείλο. Για να γλιτώσει τον γιο της από αυτό το πεπρωμένο, η μητέρα του Μωυσή τον βάζει σε ένα καλάθι από πάπυρο και τον αφήνει στα καλάμια της όχθης του ποταμού. Το μωρό βρίσκει και βγάζει από το νερό η ίδια η κόρη του βασιλιά.

Η πριγκίπισσα γνωρίζει ότι το βρέφος είναι εβραϊκής καταγωγής, αλλά το υιοθετεί ούτως ή άλλως, ονομάζοντάς το Μωυσή, που σημαίνει «αυτός που τραβήχτηκε έξω». Τη σκηνή παρακολουθεί από μακριά η αδελφή του Μωυσή. Εμφανίζεται και προσφέρεται να βρει μια τροφό για το μωρό. Η πριγκίπισσα δέχεται και η κοπέλα της παρουσιάζει τη μητέρα της.

Η εσωτερική διακόσμηση μιας από τις παλαιότερες γνωστές Συναγωγές στον κόσμο, της Συναγωγής της Δούρα-Ευρωπός, περιείχε νωπογραφίες από τη ζωή του Μωυσή στον δυτικό τοίχο, μία από τις οποίες απεικονίζει την εύρεση του Μωυσή. Η συναγωγή χρονολογείται στα μέσα του 3ου αιώνα και βρίσκεται στη σημερινή Συρία. Οι εκτενείς, πολύχρωμες τοιχογραφίες του κτηρίου είναι μοναδικές, χωρίς αντίστοιχο στην τέχνη της εβραϊκής αρχαιότητας. Η Συναγωγή ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια ανασκαφών από μια αρχαιολογική ομάδα του Yale και της Γαλλίας. Είχε μείνει πάνω από μία χιλιετία βυθισμένη στην άμμο. Τα έργα τέχνης μεταφέρθηκαν αργότερα στο Εθνικό Μουσείο της Δαμασκού.

ZoomInImage
Νωπογραφία, με θέμα την ανακάλυψη του Μωυσή, στη Συναγωγή της Δούρα-Ευρωπός. Μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. (Public Domain)

 

Ευρωπαϊκές απεικονίσεις

Οι χριστιανοί καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν για την ιστορία του Μωυσή, εν μέρει επειδή τη θεωρούσαν πρόδρομο της ιστορίας της φυγής στην Αίγυπτο, η οποία αποτελεί μέρος της Καινής Διαθήκης καθώς περιγράφει πώς ο Ιησούς και οι γονείς του πηγαίνουν στην Αίγυπτο για να σωθεί το θείο βρέφος από τη σφαγή των αρσενικών παιδιών που διέταξε ο βασιλιάς Ηρώδης στη Βηθλεέμ.

Υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ έλκονταν από το θέμα της εύρεσης του Μωυσή. Ο Βενετός καλλιτέχνης Παόλο Βερονέζε (1528–1588), μαζί με το εργαστήριό του, ζωγράφισε τουλάχιστον οκτώ παραλλαγές του θέματος. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η στενή σχέση της Γαληνοτάτης με το νερό ενίσχυε την προτίμηση των Βενετών για τη συγκεκριμένη ιστορία.

ZoomInImage
Πάολο Βερονέζε, «Η εύρεση του Μωυσή», περ. 1580. Λάδι σε καμβά, 56,5 × 43 εκ. Εθνικό Μουσείο Πράδο, Μαδρίτη. (Public Domain)

 

Η σπουδαιότερη εκδοχή του Βερονέζε βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης και χρονολογείται γύρω στο 1580. Οι μορφές  στο προσκήνιο βρίσκονται σε ένα ποιμενικό τοπίο. Αριστερά υπάρχει ένα ποτάμι που οδηγεί σε ένα αστικό τοπίο στο βάθος. Η πλούσια φύση, όπως και τα πολυτελή μπροκάρ φορέματα της κόρης του Φαραώ και τα κοστούμια των συνοδών της, αποκαλύπτουν ότι ο Βερονέζε προσάρμοσε το αρχαίο αιγυπτιακό σκηνικό της ιστορίας.

Οι Ολλανδοί, κατά τον 17ο αιώνα, ταυτίστηκαν επίσης με τη ιστορία του Μωυσή, βλέποντας μια παράλληλη σχέση μεταξύ της σκλαβιάς των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και της καταπιεστικής ισπανικής κυριαρχίας στο έδαφός τους, αλλά και μεταξύ του τρόπου με τον οποίο και οι δύο λαοί απελευθερώθηκαν, χάρη στους θαρραλέους ηγέτες τους.

ZoomInImage
Ρέμπραντ, «Η εύρεση του Μωυσή», περ, 1655. Καλάμι και καφέ μελάνι με λευκό αδιαφανές υδατόχρωμα. 18,7 × 23,5 εκ. Συλλογή Thaw, The Morgan Library and Museum, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Στο Morgan Library & Museum της Νέας Υόρκης βρίσκεται ένα σχέδιο με μελάνι του Ρέμπραντ (1606–1669), με τον τίτλο «Η εύρεση του Μωυσή». Χρονολογείται γύρω στο 1655 και είναι ένα από τα πολλά έργα του καλλιτέχνη με βιβλική θεματολογία. Στο κέντρο βλέπουμε την κόρη του Φαραώ, που στέκεται κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα. Κάτω δεξιά, ο Μωυσής διασώζεται από το νερό, ενώ η αδελφή του, μισοκρυμμένη, παρακολουθεί τα γεγονότα από το βάθος της σύνθεσης.

Ο Ιταλός μπαρόκ καλλιτέχνης Οράζιο Τζεντιλέσκι (Orazio Gentileschi, 1563–1639) δημιούργησε έναν μνημειώδη πίνακα με θέμα την εύρεση του Μωυσή, στις αρχές της δεκαετίας του 1630, ενώ εργαζόταν στην αγγλική Αυλή. Αφορμή για την παραγγελία ήταν πιθανώς η γέννηση του Καρόλου Β΄, διαδόχου του βασιλιά Καρόλου Α’ και της βασίλισσας Ερριέττας Μαρίας. Περίπου την ίδια εποχή, ο Τζεντιλέσκι έστειλε έναν παρόμοιο πίνακα με το ίδιο θέμα στον Φίλιππο Δ΄ της Ισπανίας για τη γέννηση του δικού του διαδόχου. Η βρετανική έκδοση αποτελεί σήμερα μέρος της συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου.

ZoomInImage
Οράζιο Τζεντιλέσκι, «Η εύρεση του Μωυσή», 1630. Λάδι σε καμβά, 256,5 × 300 εκ. Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. (Public Domain)

 

Οι κομψές εικόνες του Τζεντιλέσκι από την 12ετή παραμονή του στο Λονδίνο είναι γνωστές για τα πλούσια χρώματα και τις εξαιρετικά λεπτομερείς απεικονίσεις των υφασμάτων. Η «Εύρεση του Μωυσή», γράφει η Πινακοθήκη, «είναι το πιο φιλόδοξο έργο του και παρουσιάζει απαράμιλλη φινέτσα και ομορφιά».

Ο καλλιτέχνης τοποθετεί την ιστορία σε μια ύπαιθρο που μοιάζει περισσότερο με την Αγγλία παρά με την Αίγυπτο. Ο ποταμός στα δεξιά θυμίζει μάλλον τον Τάμεση παρά τον Νείλο. Εννέα γυναικείες φιγούρες σε φυσικό μέγεθος περιβάλλουν τον μικρό Μωυσή. Όπως στις απεικονίσεις του Βερονέζε και του Ρέμπραντ, η κόρη του Φαραώ ξεχωρίζει σαφώς από την ομάδα. Εδώ, είναι ντυμένη με ένα κίτρινο φόρεμα στολισμένο με κοσμήματα. Η αδελφή του Μωυσή γονατίζει μπροστά στην πριγκίπισσα, ενώ η μητέρα των δύο παιδιών στέκει προστατευτικά.

Η αγορά του πίνακα από την Εθνική Πινακοθήκη, το 2020, έγινε πρωτοσέλιδο, μετά από 20 χρόνια που τον κατείχε ως δάνειο. Η τιμή του έφτασε τις 29 εκατομμύρια λίρες στερλίνες. Αν και το ποσό είναι ιλιγγιώδες, έχει σημειωθεί ακόμα υψηλότερο για πίνακα με το ίδιο θέμα. Αυτός είναι το ομώνυμο έργο του Άλμα-Ταντέμα, το οποίο βγήκε σε δημοπρασία από τον Οίκο Sotheby’s το 2010 με εκτιμώμενη αξία 2 έως 4 εκατομμύρια λίρες στερλίνες και πωλήθηκε για ~26 εκατομμύρια λίρες στερλίνες.

Ένας ζωγράφος που αγαπούσε την κλασική αρχαιότητα

Ο Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα (1836–1912) γεννήθηκε σε ένα μικρό ολλανδικό χωριό στη βόρεια Ολλανδία. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν παιδί και η οικογένειά του αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Παρά την πίεση που του ασκήθηκε για να γίνει δικηγόρος, εκείνος ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει το πάθος του για την τέχνη. Αργότερα θυμήθηκε: «Αν έχω επιτύχει σε κάποιο βαθμό, είναι επειδή παρέμεινα πιστός στις ιδέες μου».

Ο Άλμα-Ταντέμα έλαβε ακαδημαϊκή εκπαίδευση στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας. Στη συνέχεια, είχε ως μέντορα έναν ιστορικό ζωγράφο που δίδασκε επίσης αρχαιολογία. Αυτό είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή του Άλμα-Ταντέμα, ο οποίος έγινε διάσημος για τα έργα του με θέμα την κλασική αρχαιότητα, τα οποία αντανακλούσαν την ενδελεχή μελέτη – μέσω ταξιδιών, επισκέψεων σε μουσεία και μιας εκτενούς βιβλιοθήκης – της τέχνης και των αντικειμένων της αρχαιότητας.

ZoomInImage
Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα, αυτοπροσωπογραφία, 1896. Λάδι σε καμβά, 66 εκ. x 53 εκ. Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία.(Public Domain)

 

Μετακόμισε στο Λονδίνο το 1870 και έγινε Βρετανός πολίτης, καθώς και μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Ο Άλμα-Ταντέμα κινήθηκε στην υψηλή κοινωνία: ήταν φίλος με τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα της Ουαλίας (μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδο VII και βασίλισσα Αλεξάνδρα), και τα έργα του συλλέχθηκαν από προσωπικότητες όπως ο Ουίλλιαμ Χένρι Βάντερμπιλτ και ο Χένρι Κλέι Φρικ. Η βασίλισσα Βικτωρία τον αναγόρευσε Ιππότη το 1899 και έξι χρόνια αργότερα τού απονεμήθηκε το Τάγμα της Αξίας. Μετά το θάνατό του, ως ύστατη τιμή, τάφηκε στον περίφημο καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο.

Λίγο καιρό αφότου απεβίωσε, οι όμορφοι πίνακές του, που χαρακτηρίζονταν από ακρίβεια, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, έντονα χρώματα και φυσικό φως, θεωρήθηκαν επιφανειακοί και παλιομοδίτικοι. Ο μοντερνισμός κυριάρχησε στον κόσμο της τέχνης και μόνο τη δεκαετία του 1960 επανήλθε η κριτική αναγνώριση του έργου του.

Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά αυτή την παρέκκλιση, οι πίνακες του Άλμα-Ταντέμα είχαν βαθιά επίδραση στον κινηματογράφο του Χόλλυγουντ. Ο κριτικός τέχνης και διευθυντής μουσείου Μάριο Αμάγια έγραψε ότι «η έμφαση του Άλμα-Ταντέμα στο προσωπικό δράμα, η ευρεία οπτική του και η τεράστια κλίμακα των έργων του έθεσαν τις βάσεις για την επική κινηματογραφική βιομηχανία». Μια σειρά ταινιών αντικατοπτρίζουν την επιρροή του, από το «Intolerance» του Ντ. Γ. Γκρίφφιθ, μέχρι την «Κλεοπάτρα» και τις «Δέκα Εντολές» του Σεσίλ ντε Μιλ, το «Μπεν Χουρ» του Ουίλλιαμ Ουάιλερ και τον «Μονομάχο» του Ρίντλεϋ Σκοτ.

Το επιστέγασμα μίας καριέρας

ZoomInImage
Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα, «Η εύρεση του Μωυσή», 1904. Λάδι σε καμβά, 136,5 x 213,3 εκ. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Ένα από τα πιο διάσημα έργα του Άλμα-Ταντέμα είναι η «Εύρεση του Μωυσή», η οποία χρονολογείται προς το τέλος της καριέρας του. Η έμπνευσή του προήλθε από ένα ταξίδι έξι εβδομάδων το 1902 που πραγματοποίησε ο καλλιτέχνης στην Αίγυπτο για τα εγκαίνια του φράγματος του Ασουάν, μετά από πρόσκληση του σερ Τζον Άιρντ, του μηχανικού του φράγματος. Ο Άιρντ ήταν εξέχων προστάτης των τεχνών και η συλλογή του αποτελείτο κυρίως από μεγάλα ακαδημαϊκά έργα, μεταξύ των οποίων και το μεγαλοπρεπές «Τα τριαντάφυλλα του Ηλιογάβαλου», του Άλμα-Ταντέμα επίσης.

Ο Άλμα-Ταντέμα εμπνεύστηκε καλλιτεχνικά από το ταξίδι του στην Αίγυπτο, σκιτσάροντας και  τραβώντας φωτογραφίες. Ο Άιρντ ήθελε να προσθέσει έναν άλλο πίνακα του Άλμα-Ταντέμα στη συλλογή του και επέλεξε την ιδέα του καλλιτέχνη για την «Εύρεση του Μωυσή». Ο καλλιτέχνης εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτόν τον πίνακα για  δύο χρόνια περίπου. Ο πίνακας που προέκυψε ήταν το αποκορύφωμα της σχολαστικής δεξιοτεχνίας του, που είχε καλλιεργήσει για δεκαετίες.

Το θέμα ήταν αρκετά ασυνήθιστο για τον Άλμα-Ταντέμα, καθώς σπάνια ζωγράφιζε βιβλικά ή ακόμη και μυθολογικά θέματα. Αν και το έργο του ήταν βαθιά ριζωμένο στην ιστορική ακρίβεια, πάντα διατηρούσε και ένα ποσοστό καλλιτεχνικής ελευθερίας, δημιουργώντας φανταστικές, συναρπαστικές συνθέσεις. Από αυτή την άποψη, η «Εύρεση του Μωυσή» του δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Άλμα-Ταντέμα τοποθετεί τον Μωυσή σε περίοπτη θέση, εντός μιας πομπής που περιλαμβάνει πολλά από τα αγαπημένα του μοντέλα, αναγνωρίσιμα από προηγούμενα έργα του, παρόλο που δεν αναπαριστούν με ακρίβεια το αρχαίο αιγυπτιακό περιβάλλον.

Παραδείγματος χάριν, η κόρη του Φαραώ, που έχει ως πρότυπο την κόρη του Άιρντ, φορά ένα διάδημα που είναι αντίγραφο ενός σπάνιου ασημένιου διαδήματος που βρίσκεται σήμερα στο Rijksmuseum van Oudheden του Λέιντεν. Άλλα αντικείμενα που έχουν αποδοθεί με ακρίβεια είναι τα περιδέραια και το βραχιόλι της, το κάθισμά της, καθώς και τα κοσμήματα που φορούν οι γυναίκες της ακολουθίας της.

ZoomInImage
Μπροστινή και πίσω όψη διαδήματος που βρέθηκε στη Θήβα της Αιγύπτου. Χρονολογείται στα 1647 π.Χ. κατά προσέγγιση. Ασήμι, χρυσός, ύαλος και φαγεντιανή· 180,34 × 17,48 εκ. Εθνικό Μουσείο Αρχαιοτήτων, Λέιντεν, Ολλανδία. (Rijksmuseum van Oudheden)

 

Ο κατάλογος του οίκου πλειστηριασμών Sotheby’s σημειώνει: «Τα περίτεχνα στοιχεία του πρώτου πλάνου έρχονται σε αντίθεση με τις ομάδες των Εβραίων σκλάβων που απεικονίζονται στην απέναντι όχθη, των οποίων οι θολές μορφές υποδηλώνουν την απόσταση αλλά και τη ζέστη της ημέρας, ενώ οι ροζ Πυραμίδες της Γκίζας σηματοδοτούν τον ορίζοντα».

Το μπροστινό πλάνο είναι γεμάτο με γαλανά και μπλε λουλούδια, χρώμα που παραπέμπει στο ιερό χρώμα της Αιγύπτου. Το καλάθι του Μωυσή είναι διακοσμημένο με νούφαρα και η πριγκίπισσα κρατά και η ίδια ένα. Νούφαρα είναι τυλιγμένα και γύρω από τις μεγάλες βεντάλιες από φτερά στρουθοκαμήλου που κουνούν οι σκλάβοι για να δροσίζουν την πριγκίπισσα, νούφαρα στολίζουν και τα κεφάλια των γυναικών συνοδών της, τονίζοντας το υδάτινο στοιχείο όπου βρέθηκε το καλάθι με το βρέφος.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το έργο «Η εύρεση του Μωυσή», 1904-1905, του Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα. (Public Domain)

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της τέχνης, ορισμένοι καλλιτέχνες αναπαράστησαν τα αρχικά στοιχεία της Εξόδου, ενώ άλλοι επανεξέτασαν την ιστορία με βάση την εποχή τους. Η διαχρονικότητα του θέματος της εύρεσης του Μωυσή αποδεικνύει τη σταθερή σημασία του για τους ανθρώπους σε διάφορες περιόδους. Ο οίκος Sotheby’s γράφει ότι ορισμένοι σύγχρονοι θεατές θεωρούν την εκδοχή του Άλμα-Ταντέμα ως «την πιο αυθεντική και πιστή ερμηνεία της διάσημης ιστορίας».

Το συγκεκριμένο έργο του Άλμα-Ταντέμα εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία το 1905 και ο Άιρντ πλήρωσε 5.250 λίρες, συν τα έξοδα του καλλιτέχνη. Το πόσο έπεσε η φήμη του Άλμα-Ταντέμα στις επόμενες δεκαετίες αποδεικνύεται από την τιμή που έπιασε το έργο όταν η οικογένεια του Άιρντ το δημοπράτησε το 1935: μόλις 820 λίρες. Ωστόσο, πλέον, τόσο ο Άλμα-Ταντέμα όσο και αυτό το ξεχωριστό έργο έχουν αποκατασταθεί και πάλι στη θέση που τους αξίζει.

Ρουά ματ: Η ιστορία των σκακιστικών πεσσών της νήσου Λούις

Οι μελετητές εντοπίζουν τις ρίζες του σκακιού στην Ινδία του 6ου αιώνα. Από εκεί, ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή και στη συνέχεια στην Ευρώπη, εξελισσόμενο κατά τη διάρκεια της πορείας του. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, το σκάκι ήταν ένα δημοφιλές παιχνίδι για την ελίτ της κοινωνίας, με βαθύτερες σημασίες: το παιχνίδι υποδήλωνε υψηλό βαθμό ευγένειας και ιπποσύνης. Ήταν επίσης ένας τρόπος ανάπτυξης και να επίδειξης στρατηγικών δεξιοτήτων, παρόμοιων με αυτές που απαιτούνται σε έναν πόλεμο.

Εκείνη την εποχή επίσης, στην Ευρώπη, εξελίχθηκε η μορφή των σκακιστικών κομματιών στις φιγούρες που χρησιμοποιούνται σήμερα. Για παράδειγμα, ο αξιωματικός προήλθε από το ινδικό κομμάτι του ελέφαντα, ενώ η βασίλισσα από το κομμάτι του βεζίρη ή συμβούλου του βασιλιά, με τη θλιμμένη έκφραση που είχε στο πρόσωπό της να προέρχεται από τις απεικονίσεις της Παναγίας που θρηνεί τον Υιό της.

Μεταξύ των παλαιότερων σωζόμενων σετ σκακιού με αμφότερους τους αξιωματικούς και τις βασίλισσες είναι τα κομμάτια σκακιού του Λούις, τα πιο διάσημα κομμάτια σκακιού στον κόσμο. Είναι γνωστά για την τεχνική τους, με περίτεχνα γλυπτά και εκφραστικά πρόσωπα. Επιπλέον, αντανακλούν ιστορικές εμπορικές διαδρομές, ενώ η προέλευσή τους είναι αρκετά μυστηριώδης. Τα αντίγραφά τους είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και έχουν εμφανιστεί ακόμη και στην πρώτη ταινία του Χάρρυ Πόττερ.

ZoomInImage
Διαφημιστική φωτογραφία από την ταινία του 2001 «Ο Χάρρυ Πόττερ και η Φιλοσοφική Λίθος». Οι (α-δ) Ρον Ουέσλυ, Ερμιόνη Γκρέιντζερ και Χάρρυ Πόττερ παίζουν σκάκι με ένα σετ σκακιστικών κομματιών Λιούις. (MovieStillsDB)

 

Ο θησαυρός της νήσου Λούις

Οι πεσσοί πήραν το όνομά τους από τη νήσο Λούις, που ανήκει στις Εξωτερικές Εβρίδες της Σκωτίας. Αποτελούσαν μέρος ενός θησαυρού που ανακαλύφθηκε στο νησί κάποια στιγμή πριν από τις 11 Απριλίου 1831. Την ημερομηνία αυτή, εκτέθηκαν στην Εταιρεία Αρχαιολόγων της Σκωτίας στο Εδιμβούργο, αλλά οι ακριβείς συνθήκες της ανακάλυψής τους παραμένουν ασαφείς, και οι εκδοχές περί αυτών αντικρουόμενες. Πιθανώς βρέθηκαν στην άμμο της Ουίγκ Στραντ, ενός κολπίσκου στα βορειοδυτικά του νησιού, αλλά το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που τα εντόπισαν παραμένουν ακαθόριστα.

ZoomInImage
Βασιλιάς και βασίλισσα από το σετ σκακιού Λούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λιούις της Σκωτίας. Χαυλιόδοντας θαλάσσιου ίππου, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Συνολικά, ο θησαυρός περιείχε ενενήντα τρία αντικείμενα, τα περισσότερα από τα οποία κατασκευασμένα από χαυλιόδοντα θαλάσσιου ίππου, ενώ μερικά είναι από δόντια φάλαινας: πενήντα εννέα σκακιστικά κομμάτια (οκτώ βασιλιάδες, οκτώ βασίλισσες, δώδεκα φρουροί που αντιστοιχούν σε πύργους, δεκαπέντε ίπποι, δεκαέξι αξιωματικοί), δεκαεννιά πιόνια, δεκατέσσερις επίπεδες, κυκλικές σκακιέρες και μία αγκράφα. Αυτά τα αντικείμενα σχηματίζουν τέσσερα πλήρη σετ σκακιού, με εξαίρεση έναν ιππότη, τέσσερις φρουρούς και σαράντα τέσσερα πιόνια. Η ποικιλία στο μέγεθος και το σχέδιο των κομματιών υποδηλώνει ότι ενδέχεται να έχουν σκαλιστεί από διαφορετικούς τεχνίτες στο ίδιο εργαστήριο.

Κάθε μικροσκοπικό γλυπτό εκπέμπει μια μοναδική γοητεία και την ανθρωπιά ενός εξατομικευμένου χαρακτήρα. Για παράδειγμα, οι ιππότες με την πανοπλία τους κρατούν ασπίδες μοναδικού σχεδιασμού και ιππεύουν άλογα με χαρακτήρα, που μοιάζουν με τα σημερινά ισλανδικά άλογα. Οι βασιλιάδες κάθονται σε θρόνους , έχοντας σπαθιά στα πόδια τους· μερικοί είναι ξυρισμένοι, άλλοι έχουν γένια και μακριά μαλλιά. Οι αξιωματικοί (επίσκοποι, στην αγγλική σκακιστική παράδοση) κρατούν ποιμαντικές ράβδους, αλλά μερικοί κρατούν επίσης βιβλία ή κάνουν τη χειρονομία της ευλογίας.

ZoomInImage
Ιππότης (Ίππος) από το σετ σκακιού Λούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λιούις της Σκωτίας. Δόντι σπερμοφάλαινας, 12ος αιώνας.  Ο ιππότης είναι πάνω σε άλογο και κρατά ένα δόρυ στο δεξί του χέρι και μια ασπίδα στο αριστερό. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Ο θησαυρός διασκορπίστηκε το 1831 από τον έμπορο τέχνης του Εδιμβούργου Τ.Α. Φόρεστ. Το Βρετανικό Μουσείο αγόρασε κομμάτια εκείνη τη χρονιά και την επομένη, φθάνοντας τον αριθμό των ογδόντα δύο αντικειμένων συνολικά. Τα άλλα έντεκα γνωστά κομμάτια πέρασαν από διάφορες ιδιωτικές συλλογές πριν αποκτηθούν από το Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας το 1888.

ZoomInImage
Τρεις Επίσκοποι (Αξιωματικοί) από το σετ σκακιού Λιούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λούις της Σκωτίας. Χαυλιόδοντας θαλάσσιου ίππου, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Σκανδιναβική προέλευση

Αν και τα σκακιστικά κομμάτια Λούις βρέθηκαν σε ένα νησί της Σκωτίας, πιστεύεται ότι έχουν σκαλιστεί αλλού, και ίσως είχαν διαφορετικό προορισμό.

Η γενικά αποδεκτή θεωρία είναι ότι κατασκευάστηκαν στη Νορβηγία, συγκεκριμένα στη δυτική πόλη Τρόντχαϊμ, γύρω στα 1150-1200 ή στις αρχές του 13ου αιώνα. Η πόλη ήταν καλλιτεχνικό κέντρο παιχνιδιών σκαλισμένων σε ελεφαντόδοντο θαλάσσιου ίππου, το οποίο προερχόταν πιθανώς από το εμπόριο με τη Γροιλανδία. Οι θρόνοι των σκακιστικών κομματιών παραπέμπουν σε σκαλίσματα που βρέθηκαν σε μεσαιωνικές νορβηγικές εκκλησίες.

ZoomInImage
Στην πίσω πλευρά της Βασίλισσας (α) και του Βασιλιά (δ) είναι σκαλισμένοι οι θρόνοι τους, με περίτεχνα μοτίβα που θυμίζουν γλυπτά νορβηγικών εκκλησιών. Από το σετ σκακιού Λιούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λούις της Σκωτίας. Χαυλιόδοντας θαλάσσιου ίππου, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Η σύνδεση αυτών των σκακιστικών κομματιών με τη σκανδιναβική παράδοση είναι εμφανής και στα πιόνια, που απεικονίζονται ως μπερσέρκερ, ξετρελλαμένοι πολεμιστές από τη νορβηγική μυθολογία. Ορισμένοι στρατιώτες δαγκώνουν την κορυφή των ασπίδων τους, όντας σε αλλόφρονη κατάσταση, ακριβώς πριν τη μάχη. Είναι από τα πιο εντυπωσιακά σκακιστικά κομμάτια.

ZoomInImage
Δύο στρατιώτες (πιόνια) από το σετ σκακιού Λιούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λούις της Σκωτίας. Δόντι σπερμοφάλαινας, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Την εποχή που κατασκευάστηκαν τα σκακιστικά κομμάτια, η Νορβηγία είχε τον πολιτικό και εκκλησιαστικό έλεγχο της νήσου Λιούις (η οποία παραχωρήθηκε στη Σκωτία το 1266). Οι εμπορικές οδοί μεταξύ της Νορβηγίας και της Ιρλανδίας περνούσαν από τις Εξωτερικές Εβρίδες, γεγονός που οδηγεί ορισμένους ειδικούς στην υπόθεση ότι ο θησαυρός αποτελούσε μέρος εμπορεύματος που χάθηκε ή θάφτηκε στο νησί.

Άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι τα κομμάτια προορίζονταν για τους τοπικούς ηγέτες του νησιού, αν και τα περισσότερα από τα αυτά δεν παρουσιάζουν σημάδια χρήσης.

Τα σύγχρονα σκακιστικά σετ παράγονται κατά κανόνα σε αντίθετα χρώματα, συνήθως μαύρο και άσπρο, για να διακρίνονται τα κομμάτια των αντιπάλων. Αν και τα σκακιστικά κομμάτια του Λούις έχουν τώρα ένα απαλό χρώμα ελεφαντόδοντου, το Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας γράφει: «Η επιστημονική ανάλυση ορισμένων πεσσών έχει βρει ίχνη υδραργύρου. Αυτό υποδηλώνει ότι κάποια από αυτά μπορεί να ήταν κάποτε βαμμένα κόκκινα με κιννάβαρη (θειούχο υδράργυρο)».

Το χαμένο πιόνι

Το 2019 υπήρξε μια συναρπαστική εξέλιξη στα ιστορικά αρχεία του θησαυρού της νήσου Λούις. Ο οίκος Sotheby’s στο Λονδίνο δημοπράτησε ένα κομμάτι που αποδίδεται στο εργαστήριο σκακιστικών κομματιών Λούις για 927.423 δολάρια. Ο πεσσός είχε περάσει στην οικογένεια ενός αντικέρ από το Εδιμβούργο, ο οποίος το είχε αγοράσει για 5 λίρες το 1964 (~15ο ευρώ σήμερα). Έχοντας φυλάξει το πιόνι σε ένα συρτάρι για πολλά χρόνια, οι ιδιοκτήτες δεν γνώριζαν τη σημασία του μέχρι που το έφεραν στον οίκο δημοπρασιών για εκτίμηση.

ZoomInImage
Ένα πρόσφατα ανακαλυφθέν πιόνι από το σετ σκακιού Λούις, στον Οίκο δημοπρασιών Sotheby’s. Λονδίνο, 3 Ιουνίου 2019. (Tristan Fewings/Getty Images)

 

Αυτό το κομμάτι, ύψους 8,89 εκ., ήταν ο πρώτος πεσσός που εμφανίστηκε ως πιθανά σχετικό με τον θησαυρό από τη δημόσια έκθεση του 1831. Καθώς πιστεύεται ότι λείπουν τέσσερα κομμάτια από το σύνολο, ενισχύεται η θεωρία ότι το κομμάτι του Sotheby’s ήταν μέρος ενός από τα αρχικά σετ. Τα σκακιστικά κομμάτια Λούις και το κομμάτι αυτό έχουν ορισμένες ομοιότητες.

Ο κατάλογος του Sotheby’s εξηγεί ότι «υπάρχουν σαφείς ομοιότητες μεταξύ του νεοανακαλυφθέντος πιονιού και των πεσσών του θησαυρού, αποδεχόμενοι το γεγονός ότι όλα τα κομμάτια έχουν διαφορές μεταξύ τους». Η συγκριτική ανάλυση είναι πιο δύσκολη επειδή αυτό το πιόνι είναι πιο ταλαιπωρημένο από άλλα κομμάτια της συλλογής.

Το σκούρο χρώμα του φαίνεται αρχικά ασύμβατο αυτό των άλλων κομματιών, αλλά όταν δημοπρατήθηκε δεν είχε καθαριστεί, σε αντίθεση με τους πεσσούς των συλλογών του Εθνικού Μουσείου της Σκωτίας και του Βρετανικού Μουσείου. Όλα τα σκακιστικά κομμάτια του Λούις παρουσιάζουν ένα λεπτό, τυχαίο δίκτυο καναλιών. Η γενική επιστημονική άποψη είναι ότι αυτό  είναι αποτέλεσμα της ταφής τους σε παράκτια τοποθεσία. Το πιόνι έχει επίσης αυτό το χαρακτηριστικό, κάτι που ενισχύει τη σύνδεσή του με τον θησαυρό του Λιούις.

Το γεγονός ότι τα περίπου 800 ετών σκακιστικά κομμάτια της νήσου Λούις επέζησαν και ανακαλύφθηκαν μετά από αιώνες ταφής σε ένα απομακρυσμένο μέρος της Σκωτίας είναι εξαιρετικό. Το μυστήριο της προέλευσής τους και της ανακάλυψής τους τα καθιστά ακόμη πιο συναρπαστικά. Τα κομμάτια, με τη ζωντανή τους εμφάνιση, επιτρέπουν στο κοινό να ταξιδέψει νοερά στη μεσαιωνική Ευρώπη, αναρωτώμενο τι μπορεί να κρύβει μια αμμουδιά ή ένα συρτάρι…