Κυριακή, 02 Νοέ, 2025

Η ιστορία των κλεμμένων κοσμημάτων του Λούβρου και των γυναικών που κάποτε τα φόρεσαν

Στις 19 Οκτωβρίου 2025, μια τολμηρή ληστεία διαπράχθηκε στο Λούβρο, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Στις 9:30 το πρωί, λίγο μετά το άνοιγμα του μουσείου και μέσα σε λιγότερο από οκτώ λεπτά, οι κλέφτες διέρρηξαν την Αίθουσα του Απόλλωνα, όπου φυλάσσονται πολύτιμα βασιλικά αντικείμενα. Δύο από τους ληστές μπήκαν από ένα παράθυρο, χρησιμοποιώντας μια ανυψωτική πλατφόρμα που βρισκόταν σε φορτηγό τοποθετημένο στην πρόσοψη του Λούβρου που βλέπει προς τον Σηκουάνα. Δύο συνεργοί τους περίμεναν στο δρόμο. Μόλις μπήκαν μέσα, οι εγκληματίες έσπασαν δύο γυάλινες βιτρίνες που περιείχαν τα γαλλικά στέμματα και έκλεψαν εννέα κοσμήματα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Μετά από λιγότερο από τέσσερα λεπτά στο μουσείο, διέφυγαν μέσω της ανυψωτικής πλατφόρμας του φορτηγού. Όλη η ομάδα διέφυγε με μοτοσικλέτες, κατευθυνόμενη προς έναν κοντινό αυτοκινητόδρομο.

Ένα από τα αντικείμενα που έκλεψαν, το στέμμα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, έπεσε στο δρόμο και έτσι ανακτήθηκε. Δυστυχώς, υπέστη ζημιά καθώς το έβγαζαν από τη βιτρίνα μέσα από ένα στενό άνοιγμα, αλλά οι ειδικοί πιστεύουν ότι μπορεί να αποκατασταθεί. Τα υπόλοιπα οκτώ κοσμήματα που εκλάπησαν, αξίας περίπου 90 εκατομμυρίων ευρώ, παραμένουν αγνοούμενα, ενώ όσο περνάει ο καιρός, λιγοστεύουν οι πιθανότητες να ανακτηθούν. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι τα πετράδια θα αφαιρεθούν από τις βάσεις τους, το μέταλλο θα λιώσει, πολλές πέτρες θα ξανακοπούν και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα θα κυκλοφορήσουν στη διεθνή αγορά κοσμημάτων, χωρίς να είναι πλέον δυνατό να ταυτοποιηθούν.

Το στέμμα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, στην Αίθουσα του Απόλλωνα. Λούβρο, Ιανουάριος του 2020. (Stephane de Sakutin /Getty Images)

 

Τα κλεμμένα κοσμήματα είναι ένα σμαραγδένιο κολιέ και σκουλαρίκια από ένα ταιριαστό σετ που ανήκε στην αυτοκράτειρα Μαρία Λουίζα, μια τιάρα με ζαφείρια, ένα κολιέ και ένα μονό σκουλαρίκι από το σετ κοσμημάτων της βασίλισσας Μαρί-Αμελί και της βασίλισσας Ορτάνς, καθώς και η καρφίτσα με φιόγκο, η τιάρα και η καρφίτσα-λειψανοθήκη της αυτοκράτειρας Ευγενίας.

Το γαμήλιο σετ της αυτοκράτειρας

Ρομπέρ Λεφέβρ, ολόσωμη προσωπογραφία της Μαρίας-Λουίζας της Αυστρίας, αυτοκράτειρας της Γαλλίας, 1812. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Glauco Lombardi, Πάρμα, Ιταλία. (Public Domain)

 

Η Μαρία Λουίζα (1791–1847), κόρη του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ανιψιά της βασίλισσας Μαρίας Αντουανέττας, έγινε η δεύτερη σύζυγος του αυτοκράτορα Ναπολέοντα, το 1810. Καθώς ο νέος της ρόλος απαιτούσε εντυπωσιακά κοσμήματα μεταξύ άλλων, ο Ναπολέων παρήγγειλε πολλά πολυτελή σετ, τα λεγόμενα parures, πριν και μετά το γάμο στον Γάλλο κοσμηματοπώλη Φρανσουά-Ρενιώ Νιτό (η εταιρεία του οποίου έγινε αργότερα γνωστή ως Chaumet και παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο διακεκριμένες οίκους κοσμημάτων του Παρισιού). Μερικά κομμάτια προορίζονταν για την προσωπική συλλογή της Μαρίας Λουίζας, ενώ άλλα για τα κοσμήματα του στέμματος.

Το κολιέ και τα σκουλαρίκια της αυτοκράτειρας Μαρίας Λουίζας από το σετ του γάμου της, τα οποία εκλάπησαν από την Αίθουσα του Απόλλωνα στο Λούβρο, στις 19 Οκτωβρίου 2025. (Stephane de Sakutin/Getty Images)

 

Ένα τέτοιο προσωπικό σετ κοσμημάτων, με εξαιρετικά σμαράγδια, προσφέρθηκε από τον Ναπολέοντα στη νύφη του με την ευκαιρία του γάμου τους. Αποτελούνταν από ένα διάδημα, ένα κολιέ, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και μια χτένα. Όταν ο Ναπολέων εξορίστηκε στην Έλβα, το 1814, η Μαρία Λουίζα επέστρεψε στη Βιέννη παίρνοντάς μαζί της τα κοσμήματά της, τα οποία αργότερα κληροδότησε σε διάφορους συγγενείς. Η σμαραγδένια σειρά κληροδοτήθηκε στον ξάδελφό της Λεοπόλδο Β΄, Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης. Οι απόγονοί του κράτησαν τα κοσμήματα μέχρι το 1953, οπότε τα πούλησαν στη Van Cleef & Arpels.

Ο κοσμηματοπώλης αφαίρεσε τα σμαράγδια από το διάδημα και τα επανατοποθέτησε, πουλώντας τα σε διαφορετικά άτομα, διασκορπίζοντας έτσι την ιστορία τους. Οι χαμένες πέτρες του διαδήματος αντικαταστάθηκαν με τυρκουάζ και το κομμάτι αποκτήθηκε από την Αμερικανίδα συλλέκτρια Μάρτζορι Μέρριγουέδερ Ποστ για το Σμιθσόνιαν. Σήμερα, βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ουάσιγκτον.

Το διάδημα της Μαρίας Λουίζας με τα τυρκουάζ πετράδια, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ουάσιγκτον. (Alvesgaspar/ CC BY-SA 4.0)

 

Το κολιέ, με 32 σμαράγδια και 1.138 διαμάντια, και τα σκουλαρίκια διατηρήθηκαν στην αρχική τους κατάσταση από την Van Cleef & Arpels. Πριν ενταχθούν στη συλλογή του Λούβρου, το 2004, βρίσκονταν στην κατοχή της βαρόνης Έλι ντε Ρότσιλντ.

Σμαραγδένιο κολιέ και σκουλαρίκια από το σετ κοσμημάτων της Μαρίας Λουίζας. Κατασκευαστής: Φρανσουά-Ρενιώ Νιτό, 1810. Σμαράγδια, διαμάντια, χρυσός. Το κολιέ έχει διαστάσεις 43 x 5,8 εκ. και τα σκουλαρίκια έχουν διαστάσεις 5,7 x 2,7 εκ. (Jean-Gilles Berizzi/Musée du Louvre)

 

Ζαφείρια και διαμάντια 

Το κλεμμένο σετ ζαφειριών έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια των αιώνων και έχει φορεθεί από πολλές βασίλισσες. Η πρώτη γνωστή ιδιοκτήτρια ήταν η βασίλισσα Ορτάνς της Ολλανδίας (1783-1837), θετή κόρη του Ναπολέοντα. Σύμφωνα με μια αβάσιμη ιστορία, τα πολύτιμα ζαφείρια της Κεϋλάνης ήταν μέρος της συλλογής της μητέρας της, της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας, και ίσως να χρονολογούνται ακόμη και από την εποχή της Μαρίας Αντουανέττας.

Το σετ ζαφειριών της βασίλισσας Μαρί-Αμελί και της βασίλισσας Ορτάνς, στην Αίθουσα του Απόλλωνα, στο Λούβρο, το 2020. (Stephane de Sakutin /Getty Images)

 

Το σετ αγόρασε από την Ορτάνς ο μελλοντικός βασιλιάς Λουδοβίκος-Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας για την Ιταλίδα σύζυγό του, βασίλισσα Μαρί-Αμελί (1782-1866). Με τη σειρά της, η βασίλισσα χάρισε τα κοσμήματα στα εγγόνια της όταν παντρεύτηκαν. Το σετ παρέμεινε στην οικογένεια της Ορλεάνης μέχρι το 1985, όταν το Λούβρο αγόρασε την τιάρα, το κολιέ, τα σκουλαρίκια, μια μεγάλη καρφίτσα και δύο μικρές καρφίτσες από τον Ανρί ντ’ Ορλεάν, κόμη του Παρισιού, για 5 εκατομμύρια φράγκα. Το ποσό ήταν μικρότερο από αυτό που θα είχαν αποφέρει στην ελεύθερη αγορά, αλλά ο κόμης ήθελε να παραμείνουν στη Γαλλία. Βρίσκονταν στο Λούβρο για 40 χρόνια, μέχρι τη ληστεία.

Η τιάρα περιλαμβάνει πέντε κύρια αρθρωτά στοιχεία, με το καθένα να είναι στολισμένο με ένα μεγάλο ζαφείρι. Το κομμάτι έχει συνολικά 24 ζαφείρια και 1.083 διαμάντια.

Η τιάρα με τα ζαφείρια της βασίλισσας Μαρί-Αμελί, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Διαμάντια και ζαφείρια από την Κεϋλάνη, 6,8 x 10,4 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Το κόσμημα για το κεφάλι μπορεί να αποσυναρμολογηθεί και να δώσει πολλές καρφίτσες. Αυτό φαίνεται σε ένα πορτρέτο της Μαρίας-Αμελίας, όπου τα κομμάτια της τιάρας κοσμούν τη φούστα του φορέματός της.

Λουί Ερσάν, ολόσωμη προσωπογραφία της Μαρί-Αμελί των Βουρβώνων, βασίλισσας της Γαλλίας, 1836. Λάδι σε καμβά, 224 x 158 εκ. Παλάτι των Βερσαλλιών, Γαλλία. (Public Domain)

 

Το κολιέ, με οκτώ ζαφείρια συμπληρωμένα με διαμάντια, είναι δειγμα εξαιρετικής χειροτεχνίας. Όλοι οι κρίκοι του είναι αρθρωτοί, που σημαίνει ότι κατασκευάστηκε με εύκαμπτα μέρη που επιτρέπουν την κίνηση. Αυτό το χαρακτηριστικό προσδίδει δυναμισμό στο κόσμημα. Τα σκουλαρίκια έχουν κρεμαστά ζαφείρια σε σχήμα briolette. Μόνο το ένα σκουλαρίκι εκλάπη.

Κολιέ και σκουλαρίκια από το σετ κοσμημάτων της βασίλισσας Μαρί-Αμελί και της βασίλισσας Ορτάνς, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Διαμάντια και ζαφείρια από την Κεϋλάνη. Το κολιέ έχει διαστάσεις 3,3 x 38,8 εκ. και τα σκουλαρίκια 5,1 x 2,3 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η εξαίσια τιάρα της Ευγενίας

Η κομψή Ισπανίδα αυτοκράτειρα Ευγενία (1826-1920) ήταν πρωτοπόρος της μόδας στα μέσα του 19ου αιώνα. Ως σύζυγος του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ; , γιου της βασίλισσας Ορτάνς και αδελφού του Ναπολέοντα Α΄, η Ευγενία αρεσκόταν στα πολυτελή φορέματα και κοσμήματα. Λίγο μετά το γάμο της, ο ζωγράφος της υψηλής κοινωνίας Φραντς Ξάβερ Βίντερχαλτερ δημιούργησε μια επίσημη ολόσωμη προσωπογραφία της. Το πρωτότυπο πιθανότατα χάθηκε κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς το 1871, αλλά σώζονται πολλά αντίγραφα.

Ολόσωμη προσωπογραφία της αυτοκράτειρας Ευγενίας με αυλική ενδυμασία, περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα (αντίγραφο του πίνακα του Φραντς Ξάβερ Βίντερχαλτερ). Λάδι σε καμβά, 207 x 158 εκ. Château de Compiègne, Γαλλία. (Public Domain)

 

Το έργο δείχνει την αυτοκράτειρα να φοράει μια υπέροχη τιάρα με μαργαριτάρια και διαμάντια που χρονολογείται από το 1853, την οποία κατασκεύασε ο αυλικός κοσμηματοπώλης Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ κατά παραγγελία του Ναπολέοντα Γ΄ για γαμήλιο δώρο στη μέλλουσα σύζυγό του. Ο Λεμονιέ χρησιμοποίησε μαργαριτάρια από ένα σετ κοσμημάτων που είχε αρχικά φτιαχτεί για τη Μαρία Λουίζα. Η τιάρα αποτελείται από 212 φυσικά μαργαριτάρια και 1.998 διαμάντια.

Η τιάρα που έφτιαξε για την αυτοκράτειρα Ευγενία ο Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ, το 1853. Μαργαριτάρια και διαμάντια, 5,8 x 18 x 18,5 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Το 1870, η Ευγενία εξορίστηκε στην Αγγλία και ο Ναπολέων Γ΄ την ακολούθησε τον επόμενο χρόνο. Όπως είχε κάνει και η Μαρία Λουίζα, φεύγοντας από τη Γαλλία πήρε μαζί της τα προσωπικά της κοσμήματα. Η τιάρα, που θεωρούνταν μέρος των κοσμημάτων του στέμματος, έμεινε πίσω. Το 1887, πραγματοποιήθηκε στο Λούβρο μια μνημειώδης δημοπρασία κοσμημάτων από τα κοσμήματα του στέμματος της χώρας. Η Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία, η κυβέρνηση που είχε αντικαταστήσει τη Β΄ Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Γ΄, ήταν επιφυλακτική ως προς το να κρατήσει αυτά τα ισχυρά σύμβολα της βασιλείας στην κατοχή της, καθώς θα μπορούσαν να εμπνεύσουν την αποκατάσταση της μοναρχίας. Σχεδόν όλα τα κοσμήματα της συλλογής πωλήθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της τιάρας της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Την τιάρα απέκτησε, το 1890, η γερμανική αριστοκρατική οικογένεια Thurn und Taxis, στην οποία παρέμεινε περνώντας από γενιά σε γενιά, πριν πωληθεί το 1992 στο Sotheby’s για 3.719.430 ελβετικά φράγκα (περίπου 360.000 ευρώ). Αγοράστηκε για να εκτεθεί στο Λούβρο.

Δύο σελίδες από τον κατάλογο της δημοπρασίας των κοσμημάτων της στέμματος, του 1887. Η μαργαριταρένια τιάρα διακρίνεται στην αριστερή σελίδα, πάνω δεξιά. (Public Domain)

 

Η ανακτηθείσα κορώνα της Ευγενίας εμφανίζεται επίσης στο πορτρέτο του Βίντερχαλτερ , τοποθετημένη πάνω σε ένα μαξιλαράκι. Η ζωγραφική της απόδοση ωστόσο διαφέρει από το πραγματικό αντικείμενο, καθώς όταν οΒίντερχαλτερ ζωγράφισε τον πίνακα, ο Λεμονιέ δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει την κορώνα. Ως αποτέλεσμα, ο Βίντερχαλτερ εργάστηκε βάσει των σχεδίων του κοσμηματοποιού. Οι οκτώ αψίδες σε σχήμα αετού της τελικής κορώνας είναι διανθισμένες με διαμαντένιες παλμέτες – αυτοκρατορικά σύμβολα αμφότερα. Στην κορυφή των αψίδων βρίσκεται ένας διαμαντένια σφαίρα με έναν σταυρό.

Η κορώνα της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Κατασκευή: Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ, 1855. Χρυσός, διαμάντια, σμαράγδια, δέρμα. 13 x 15 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η κορώνα είχε δημιουργηθεί και εκτεθεί στην Παγκόσμια Έκθεση του 1855. Η Γ΄ Δημοκρατία την επέστρεψε στην αυτοκράτειρα το 1875 και εκείνη την κληροδότησε στην πριγκίπισσα Μαρία-Κλοτίλδη Ναπολέοντα, κόρη του διορισμένου διαδόχου του αποθανόντος γιου της. Εντάχθηκε στη συλλογή του Λούβρου το 1988.

Καρφίτσα-φιόγκος

Μεγάλη καρφίτσα-φιόγκος της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Κατασκευή: Φρανσουά Κράμερ, 1855. Ασήμι, διαμάντια, χρυσός, 3,3 x 21 x 10,4 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η καρφίτσα σε σχήμα φιόγκου της Ευγενίας, κατασκευής Φρανσουά Κράμερ,  αποτελείται από 2.438 διαμάντια και έχει το εντυπωσιακό ύψος των 23 εκατοστών περίπου. Κατασκευάστηκε το 1855 και προσαρμόστηκε το 1864. Με ένα δεξιοτεχνικό σχέδιο, είναι μια γλυπτική ‘κορδέλα’, με ασύμμετρες πλεξούδες που τελειώνουν με φούντες με αρθρωτά κρόσσια και πέντε δέσμες διαμαντιών να κρέμονται ελεύθερα από την κορδέλα, «en pampille», που σημαίνει ότι καταλήγουν σε σχήμα παγοκρύσταλλου.

Πωλήθηκε επίσης στη δημοπρασία του 1887 (ήταν το νούμερο πέντε του καταλόγου), σε έναν κοσμηματοπώλη για λογαριασμό της «βασίλισσας» της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης της Χρυσής Εποχής, Κάρολαϊν Άστορ, για 42.200 φράγκα (πάνω από 7.000 ευρώ) της εποχής. Το 1902, αγοράστηκε από τον Δούκα του Ουέστμινστερ για τον γάμο της κόρης του με τον έβδομο Κόμη Μπόουτσαμπ. Η σύζυγος του όγδοου κόμη την πούλησε σε έναν έμπορο πολύτιμων λίθων της Νέας Υόρκης, το 1980. Όταν η συλλογή του εμπόρου επρόκειτο να πωληθεί το 2008 στο Christie’s, το Λούβρο ήταν αποφασισμένο να φέρει την καρφίτσα πίσω στη Γαλλία. Καθώς η δημοπρασία τελικά ακυρώθηκε, το μουσείο διαπραγματεύτηκε μια ιδιωτική πώληση του κομματιού για το ποσό των 10,7 εκατομμυρίων δολαρίων.

Βασιλική καρφίτσα-λειψανοθήκη

Καρφίτσα-λειψανοθήκη, 1855, του Πωλ-Αλφρεντ Μπαπστ. Διαμάντια και χρυσός, 16,5 x 4,9 εκ. (Stéphane Maréchalle/ Musée du Louvre)

 

Η καρφίτσα-λειψανοθήκη της Ευγενίας ήταν ένα από τα λίγα κοσμήματα της κορώνας που δεν δημοπρατήθηκαν από την Γ΄ Δημοκρατία. Αντ’ αυτού, προστέθηκε στη συλλογή του Λούβρου. Το όνομά της είναι λανθασμένο, καθώς δεν υπάρχει χώρος στο κομμάτι για να φιλοξενήσει ένα λείψανο. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η θήκη της καρφίτσας μπορεί να προοριζόταν για αυτή τη χρήση. Η καρφίτσα κατασκευάστηκε το 1855 από τον Άλφρεντ Μπαπστ, η οικογένεια του οποίου ήταν βασιλικοί κοσμηματοποιοί για γενιές. Κάτω από τη ροζέτα στην κορυφή της καρφίτσας υπάρχουν δύο μεγάλα διαμάντια σε σχήμα καρδιάς. Αυτές οι σημαντικές πέτρες μπορούν να αναχθούν στον καρδινάλιο Ζυλ Μαζαρέν. Ο Μαζαρέν, πρωθυπουργός της Γαλλίας, συγκέντρωσε μια θρυλική συλλογή από 18 σπάνια διαμάντια στα μέσα του 17ου αιώνα. Μετά το θάνατό του, τα άφησε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ και στα γαλλικά βασιλικά κοσμήματα. Τα διαμάντια με αριθμούς 17 και 18 χρησιμοποιήθηκαν από τον βασιλιά ως κουμπιά για τα παλτά του και, αιώνες αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν για την Ευγενία.

Τον 20ό αιώνα, θρηνώντας για την απώλεια της γαλλικής ιστορίας από την πώληση του 1887, το Λούβρο άρχισε να αγοράζει τα βασιλικά κοσμήματα. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι τα οκτώ κλεμμένα κοσμήματα αφαιρέθηκαν από ένα μέρος που προοριζόταν ειδικά για την προστασία τους προς όφελος της δημόσιας έκθεσης. Η θλίψη που προκάλεσε αυτή η κλοπή δεν αφορά μόνο την απώλεια διαμαντιών, ζαφειριών, σμαραγδιών και μαργαριταριών, αλλά και τις ιστορίες που φέρουν τα συγκεκριμένα κοσμήματα, τα οποία αποτελούσαν ζωντανές μαρτυρίες της δεξιοτεχνίας, της ομορφιάς, της εξουσίας, της πολιτικής και του ρομαντισμού, αφού όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πλέον φύγει. Μέρος της γαλλικής πολιτιστικής κληρονομιάς, η κλοπή τους δεν είναι μόνο κλοπή από το Λούβρο και τον γαλλικό λαό, αλλά και από τους πολίτες του κόσμου που αγαπούν και εκτιμούν την ιστορία.

Αλληγορικές ερμηνείες των μεσαιωνικών «Ταπισερί με τους μονόκερους»

Το The Met Cloisters είναι ένα μουσείο γεμάτο με θησαυρούς μεσαιωνικής ευρωπαϊκής τέχνης. Μεταξύ των πιο εμβληματικών έργων του συγκαταλέγεται μία σειρά επτά ταπισερί, 3,5 επί 4 μέτρων, με τον γενικό τίτλο «Οι ταπισερί με τους μονόκερους», έργα ιδιαίτερα αγαπητά για την ομορφιά και τη δεξιοτεχνία τους. Η σειρά αποτελεί μία ενιαία αφηγηματική ενότητα η οποία μπορεί να ερμηνευθεί είτε υπό θρησκευτικό είτε από κοσμικό πρίσμα.

Και οι επτά ταπισερί πιθανώς σχεδιάστηκαν στο Παρίσι και υφάνθηκαν στις Βρυξέλλες, και χρονολογούνται μεταξύ 1495 και 1505. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η σειρά εξιστορεί ένα φανταστικό κυνήγι μονόκερου: άντρες με όπλα και λαγωνικά αναζητούν, καταδιώκουν, παγιδεύουν και τελικά σκοτώνουν το μυθικό ζώο, μέσα σε πλούσια δάση και κήπους.

Φυλλώματα και χρώματα

Η ταπισερί «Ο μονόκερως υπερασπίζεται τον εαυτό του», 1495-1505. Μαλλί, στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα. 3,5 μ x 4 μ. Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters. (Public Domain)

 

Οι συγγραφείς Πήτερ Μπαρνέτ και Νάνσυ Γου, στο βιβλίο «The Cloisters: Medieval Art and Architecture» («Το Cloisters: Μεσαιωνική Τέχνη και Αρχιτεκτονική»), περιγράφουν την ύφανση των ταπισερί, για την οποία χρησιμοποιούνταν μάλλινα νήματα, μεταξωτά αλλά και μεταλλικές κλωστές. Τα πλούσια χρώματα των νημάτων οφείλονται σε φυτικές βαφές: ρεζεντά (Reseda Luteola – κίτρινο), ριζάρι ή αλιζάρι («ερυθρόδανον το βαφικόν» – κόκκινο) και ισάτις (μπλε).

Η Κάσσια Σαιντ Κλαιρ [Kassia St. Clair], στο βιβλίο της «The Secret Lives of Color» («Οι μυστικές ζωές του χρώματος»), αναφέρει ότι το ριζάρι χρησιμοποιούνταν και ως βαφή για τα μεσαιωνικά γαμήλια ενδύματα. Η ισάτις, ιδανική για τον χρωματισμό των απορροφητικών ινών του μαλλιού, ήταν μια αξιόπιστη βαφή για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής απόχρωσης του μπλε. Ωστόσο, η Σαιντ Κλαιρ εξηγεί ότι όταν αναμιγνυόταν με λιγότερο σταθερά στοιχεία, όπως τα κίτρινα για την παρασκευή πράσινης βαφής, τα άλλα συστατικά έτειναν να ξεθωριάζουν με την πάροδο του χρόνου, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι σύνηθες τα φυλλώματα που απεικονίζονται σε ταπισερί να εμφανίζονται πλέον μπλε.

Ζωντανά δείγματα των φυτών που απεικονίζονται στις ταπισερί υπάρχουν στον βοτανικό κήπο του μουσείου, το Bonnefont Cloister. Οι Μπαρνέτ και Γου αναφέρουν ότι υπάρχουν 101 διαφορετικά είδη φυτών που αποδίδονται στον κύκλο των ταπισερί, με 84 να έχουν ταυτοποιηθεί, μεταξύ των οποίων φασκόμηλο, κατιφές, τριανταφυλλιά, πουρνάρι, κερασιά, ροδιά, χουρμαδιά, πορτοκάλι, ορχιδέα, ίριδα, γαϊδουράγκαθο της Αγίας Μαρίας και κρίνο της Παναγίας. Η εξαιρετική δεξιοτεχνία των ταπισερί, που αποδεικνύεται από τη ρεαλιστική αναπαράσταση των βοτάνων, εκτιμάται περαιτέρω όταν εξετάζει κανείς τα πολυτελή υφάσματα (μπροκάρ, βελούδο, δέρμα και γούνα) που αντιστοιχούν στις ενδυμασίες των ανθρώπων. Αυτά τα στοιχεία βοηθούν και στη χρονολόγηση των ταπισερί.

Η θρησκευτική προσέγγιση

Η μεσαιωνική τέχνη είναι συνήθως γεμάτη συμβολισμούς. Έτσι, η βαθύτερη διερεύνηση της εικονογραφίας στις «Ταπισερί με μονόκερους» οδηγεί τόσο σε θρησκευτικές όσο και σε ερωτικές ερμηνείες. Οι Μπαρνέτ και Γου θεωρούν ότι ο μονόκερως αντιπροσωπεύει τον Χριστό, με τις σκηνές του κυνηγιού να αποτελούν μεταφορά για τα Πάθη Του. Στην ταπισερί «Ο μονόκερως καθαρίζει το νερό», οι 12 κυνηγοί θα μπορούσαν να συμβολίζουν τους 12 αποστόλους και η τριανταφυλλιά πίσω από τον μονόκερω μπορεί να αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού.

Η ταπισερί «Ο μονόκερως καθαρίζει το νερό», 1495-1505. Μάλλινο στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα, 3,5 μ x 3,7 μ. Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters. (Public Domain)

 

Στην ταπισερί «Οι κυνηγοί επιστρέφουν στο κάστρο», υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διπλή αφήγηση, που απεικονίζει δύο στάδια της θανάτωσης του μονόκερου. Στο πρώτο, το μεγάλο πουρνάρι πάνω από το κεφάλι του μπορεί να θεωρηθεί ως αλληγορία για τον μαρτυρικό θάνατο του Χριστού πάνω στον σταυρό. Η επόμενη σκηνή, εξίσου πλούσια σε θρησκευτικούς συμβολισμούς, περιλαμβάνει μια αναφορά στο ακάνθινο στέμμα: το κέρατο του μονόκερου έχει κοπεί και παρουσιάζεται μπλεγμένο σε αγκαθωτά κλαδιά βελανιδιάς. Το σώμα του παρουσιάζεται στον άρχοντα και την αρχόντισσα ενός κάστρου και στους συνοδούς τους. Αυτή η ομαδοποίηση θα μπορούσε να είναι ένας υπαινιγμός στην Αποκαθήλωση, με την κυρία που κρατάει ένα κομποσκοίνι να παραπέμπει στην Παναγία, ο άρχοντας στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και οι άλλοι στις θλιμμένες άγιες γυναίκες.

Η ταπισερί «Οι κυνηγοί επιστρέφουν στο κάστρο», 1495-1505. Μάλλινο στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα. 3,5 x 3,8μ . Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters. (Public Domain)

 

Το έργο «Ο μονόκερως αναπαύεται σε έναν κήπο», που εντυπωσιάζει με το ολάνθιστο φόντο του, μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ως αναπαράσταση της ανάστασης του Χριστού: ο μονόκερως, που είχε προηγουμένως σκοτωθεί, επανέρχεται στη ζωή. Πράγματι, ορισμένα από τα φυτά που απεικονίζονται σε αυτή την ταπισερί παραπέμπουν στην Παναγία και στα Πάθη του Χριστού. Υπάρχει μια υποψία αίματος στο σώμα του μονόκερου, μια αναφορά στις βάναυσες πληγές που δέχτηκε. Μια πιο προσεκτική εξέταση των σταγόνων αποκαλύπτει ότι πρόκειται για μείγμα χυμού και σπόρων ροδιού. Τα ρόδια κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα συμβόλιζαν τον Χριστό, και πράγματι μια ροδιά υψώνεται πίσω από τον μονόκερω.

Η ταπισερί «Ο μονόκερος αναπαύεται σε έναν κήπο», 1495-1505. Μάλλινο στημόνι με μάλλινα μεταξωτά, μεταξωτά, ασημένια και επίχρυσα υφάσματα, 3,6 x 2,5 μ. Δωρεά του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ (1937), The Met Cloisters.( Public Domain)

 

Η κοσμική προσέγγιση

Μια εξίσου πιθανή ερμηνεία των «Ταπισερί με μονόκερους» είναι η κοσμική, με το κυνήγι να συμβολίζει το φλερτ και ο μονόκερως να αντιπροσωπεύει τον γαμπρό. Στο έργο «Ο μονόκερως ξεκουράζεται σε έναν κήπο», μπορεί κανείς να παραλληλίσει τον μονόκερω με έναν άνδρα παγιδευμένο σε γάμο. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, τα ρόδια που ξεχειλίζουν από σπόρους και χυμούς γίνονται αντιληπτά ως σύμβολα γονιμότητας, όπως και άλλα φυτά της εικόνας, όπως ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ταπισερί μπορεί να δημουργήθηκαν για να τιμήσουν έναν γάμο.

Οι ιστορικοί τέχνης πίστευαν κάποτε ότι υφάνθηκαν για τον γάμο της Άννας της Βρετάνης και του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ΄ της Γαλλίας, αν και αυτό θεωρείται πλέον λιγότερο πιθανό. Οι μελετητές αναρωτιούνται επίσης αν η κρυπτογράφηση «AE» στις ταπισερί είναι αναφορά στον Αδάμ και την Εύα ή κάποιο είδος συνθήματος.

Από τη Γαλλία στην Αμερική

Ο αρχικός ιδιοκτήτης των «Ταπισερί με τους μονόκερους» παραμένει αγνώστων στοιχείων. Η παλαιότερη γραπτή καταγραφή των ταπισερί, με ημερομηνία 1680, αποκαλύπτει ότι βρίσκονταν στην παρισινή κατοικία του Φρανσουά ΣΤ΄, δούκα Ντε Λα Ροσφουκώ. Οι ταπισερί αναφέρονται και πάλι σχεδόν 50 χρόνια αργότερα σε απογραφή ενός απογόνου των Ντε Λα Ροσφουκώ, αναφέροντας την παραμονή τους στο κάστρο της οικογένειας στο Βερτέιλ. Το 1790, με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, η αριστοκρατία καταργήθηκε στη Γαλλία και τα έργα τέχνης των ευγενών τέθηκαν στη διάθεση του λαού.

Οι ταπισερί απομακρύνθηκαν από τον πύργο κατά τη διάρκεια της Βασιλείας της Τρομοκρατίας· μια μαρτυρία αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τις πατάτες ενός χωρικού για να μην παγώσουν. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η οικογένεια Ντε Λα Ροσφουκώ ανέκτησε τις χαμένες «Ταπισερί με τους μονόκερους» από μια αγροτική οικογένεια και τις εγκατέστησε ξανά στο κάστρο της. Το 1923, πουλήθηκαν στον Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ, ο οποίος αργότερα τις δώρισε στο μουσείο, το σημερινό ασφαλές καταφύγιό τους.

Το παλαιότερο «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» αποκαθίσταται

Σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχουν μόνο επτά γνωστά «μαύρα βιβλία» – μεσαιωνικά εικονογραφημένα χειρόγραφα σε περγαμηνή, βαμμένα ή χρωματισμένα μαύρα. Τα υπάρχοντα δείγματα χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Όλα ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο τύπο χριστιανικού βιβλίου γνωστού ως Βιβλίο των Ωρών, που είναι μια συνοπτική συλλογή καθημερινών προσευχών ή λειτουργιών, που υποστήριζε και έτρεφε την πίστη.

Το Μουσείο & Βιβλιοθήκη της Ισπανικής Εταιρείας (Hispanic Society Museum & Library) της Νέας Υόρκης κατέχει το παλαιότερο από αυτά. Το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» του, επίσης γνωστό ως «Horae beatae marie secundum usum curie romane», χρονολογείται γύρω στα 1458. Αν και μόλις 13 x 10 εκ., είναι ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς του μουσείου λόγω της σπανιότητάς του. Ωστόσο, μέχρι τώρα, το κοινό δύσκολα έβρισκε την ευκαιρία να το θαυμάσει, καθώς είναι σε πολύ εύθραυστη και δεν εκτίθεται συχνά. Όπως όμως ανακοινώθηκε τον Απρίλιο, έχουν δρομολογηθεί οι εργασίες για τη συντήρησή του χάρη σε μια διπλή επιχορήγηση.

ZoomInImage
«Θεία Λειτουργία», από το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών του Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα», περίπου 1466-1477. Αυστριακή Εθνική Βιβλιοθήκη, Βιέννη. (Public Domain)

 

Για το πένθος μιας βασίλισσας

Οι μελετητές πιστεύουν ότι το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» του μουσείου είτε ανατέθηκε από τη Μαρία της Καστίλης (1401-1458), βασίλισσα και σύζυγο του Αλφόνσο Ε΄ της Αραγωνίας, μετά το θάνατο του συζύγου της το 1458 είτε της δόθηκε ως δώρο πένθους. Η θεωρία του πένθους υποστηρίζεται από το χρώμα της περγαμηνής.

Η Μαρία πέθανε τρεις μήνες μετά τον σύζυγό της, γι’ αυτό ίσως το χειρόγραφο έμεινε ημιτελές. Αν και το κείμενο είναι πλήρες – με τις σελίδες του να φέρουν περίτεχνα χρυσά περιγράμματα και χρυσά και ασημένια γοτθικά γράμματα – ωστόσο δεν υπάρχουν όλες οι μικρογραφίες στην αρχή κάθε λειτουργικής περιόδου.

Βίλλεμ Φρέλαντ, «Ο Άγιος Γεώργιος και ο Δράκος», φύλλο από τις αρχές της δεκαετίας του 1460. Getty Center, Λος Άντζελες. (Public Domain)

 

Ένα από τα φύλλα του περιέχει το καστιλιάνικο οικόσημο, μια αναφορά στην καταγωγή της Μαρίας. Η απουσία του οικοσήμου της Αραγωνία, από όπου καταγόταν ο σύζυγός της, ενισχύει την ιδέα ότι ήταν χήρα την εποχή της δημιουργίας του βιβλίου. Ο καλλιτέχνης ήταν πιθανώς Φλαμανδός, από τον κύκλο του Βίλλεμ Φρέλαντ (Willem Vrelant, απεβ. 1481/1482), ενός διακεκριμένου εικονογράφου που έζησε στη Μπρυζ το τρίτο τέταρτο της δεκαετίας του 1400.

Σαλόνι 18v–19r από ένα άλλο Μαύρο Βιβλίο των Ωρών (περ. 1480), από το εργαστήριο του Βίλλεμ Φρέλαντ. Morgan Library & Museum, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Στη Νέα Υόρκη βρίσκονται αρκετά τέτοια μικρά μαύρα βιβλία. Η Morgan Library & Museum κατέχει ένα που χρονολογείται γύρω στα 1480. Συγκρίνοντας τα στυλ, οι ειδικοί εικάζουν ότι το χειρόγραφο της Morgan πιθανώς δημιουργήθηκε στο ίδιο εργαστήριο με αυτό της Hispanic Society. Η ανάλυση της μαύρης βαφής που χρησιμοποιήθηκε στην περγαμηνή του βιβλίου της Hispanic Society δείχνει την παρουσία άνθρακα, όπως και στο βιβλίο της Μόργκαν, το οποίο επίσης χρειάζεται συντήρηση.

Χαρακτηριστικό του άνθρακα είναι ότι κάνει την επιφάνεια της περγαμηνής λεία και γυαλιστερή, αλλά δεν είναι κατάλληλος για ορισμένες χρωστικές του χειρογράφου. Επιπλέον, το μαύρο χρώμα της περγαμηνής του βιβλίου της Morgan ξεφλουδίζει σε ορισμένα σημεία.

Το όνειρο του Ά. Μ. Χάντιγκτον

Το κτήριο της Hispanic Society of America στην Audubon Terrace, στο Μανχάτταν. (Shannon McGee/CC BY-SA 2.0)

 

Η Hispanic Society έλαβε το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» ως δώρο από τον ιδρυτή της, Άρτσερ Μίλτον Χάντιγκτον (Archer Milton Huntington, 1870-1955), το 1933. Ο Χάντιγκτον το είχε αγοράσει από τον διάσημο βιβλιοπώλη του Λονδίνου Μπέρναρντ Κουάριτς, ο οποίος με τη σειρά του το είχε αποκτήσει το 1900.

Η κεντρική αίθουσα του Hispanic Museum and Library ακολουθά το ισπανικό αναγεννησιακό στυλ, με αρχιτεκτονικά στοιχεία από τερακότα ύψους 10,688 μ., που φέρουν περίτεχνα διακοσμητικά στοιχεία. (Mark B. Schlemmer/CC BY-SA 2.0)

 

Φιλάνθρωπος, μελετητής και συλλέκτης, ο Χάντιγκτον ίδρυσε το μουσείο το 1904. Ήταν η εκπλήρωση του ονείρου μιας ολόκληρης ζωής. Σε μια επιστολή του προς τη μητέρα του, το 1898, εξηγούσε:

«Η συλλογή μου είχε πάντα μία βάση – ξέρεις – ένα μουσείο. Το μουσείο θα πρέπει να αγγίζει ευρέως τις τέχνες, τη χειροτεχνία, τις επιστολές. Πρέπει να συμπυκνώνει την ψυχή της Ισπανίας μέσω έργων του χεριού και του πνεύματος. […] Θέλω να γνωρίσω την Ισπανία ως Ισπανία και να την εκφράσω έτσι – σε ένα μουσείο. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Αν μπορέσω να φτιάξω ένα μουσείο σαν ένα ποίημα, θα είναι εύκολο να το διαβάσει κανείς».

Η γλυπτοθήκη στην κεντρική αιθουσατης Hispanic Society περιλαμβάνει αλαβάστρινα γλυπτά από ισπανικούς τάφους του 16ου αιώνα. (Ritu Manoj Jethani/Shutterstock)

 

Η συλλογή του ιδρύματος είναι εκτεταμένη τόσο σε γεωγραφικό εύρος – από την Ισπανία και την Πορτογαλία, μέχρι τη Λατινική Αμερική, τις Φιλιππίνες – όσο και σε καλλιτεχνικά μέσα. Υπάρχουν περισσότεροι από 900 πίνακες, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών έργων από κορυφαίους καλλιτέχνες της Ισπανίας – Βελάσκεθ, Γκόγια, Σορόγια και Ελ Γκρέκο – 6.000 σχέδια και ακουαρέλες, καθώς και γλυπτά, διακοσμητικές τέχνες και υφάσματα.

Ντιέγκο Βελάσκεθ, προσωπογραφία του Γκασπάρ ντε Γκουζμάν, κόμη-δούκα του Ολιβάρες, 1623. Λάδι σε καμβά, 221 x 138 εκ. Hispanic Society of America, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Δρομολογώντας το έργο αποκατάστασης

Η Bιβλιοθήκη περιλαμβάνει 250.000 έργα, από τον 11ο έως τον 20ό αιώνα. Το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» είναι ένα από τα πιο περιζήτητα αντικείμενα της συλλογής της. Το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Καλών Τεχνών (TEFAF) συνεργάστηκε με το Πρόγραμμα Συντήρησης Έργων Τέχνης της Τράπεζας της Αμερικής για την από κοινού υποστήριξη της αποκατάστασης του βιβλίου, χορηγώντας στην Ισπανική Εταιρεία 56.700 δολάρια για αυτόν τον σκοπό. Ένας από τους κύριους στόχους είναι να ελαφρύνει η πίεση που ασκείται στο εικονογραφημένο χειρόγραφο από τη δερμάτινη βιβλιοδεσία του.

Η διευθύντρια μάρκετινγκ της TEFAF, Αλίνα Άρκαρι, εξηγεί:

«Τον 19ο αιώνα, το ‘Μαύρο Βιβλίο των Ωρών’ της Εταιρείας ξαναδέθηκε με μια επιχρυσωμένη σκούρα μπλε δερμάτινη βιβλιοδεσία. Κατά τη διαδικασία, οι σελίδες κόπηκαν και οι άκρες επιχρυσώθηκαν. Ενώ η περγαμηνή, τα ασημένια και χρυσά γράμματα, καθώς και οι επιχρυσωμένες εικόνες στα 149 φύλλα, παραμένουν σε καλή κατάσταση, ορισμένες σελίδες χωρίς διακοσμήσεις παρουσιάζουν σημάδια φθοράς, ενώ η βιβλιοδεσία είναι εξαιρετικά σφιχτή, περιορίζοντας το άνοιγμα του τόμου σε 45 μοίρες το πολύ».

Το σύνολο του χειρογράφου θα αποδεσμευτεί και κάθε σελίδα θα φωτογραφηθεί ψηφιακά, ώστε το περιεχόμενο του βιβλίου να είναι πιο ορατό. Οι συντηρητές θα δημιουργήσουν επίσης ένα ασφαλέστερο περίβλημα για να αντικαταστήσουν την παλιά βιβλιοδεσία.

Τα Βιβλία των Ωρών ήταν από τα πιο προσωπικά αντικείμενα πολυτελείας που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Στόχευαν στην καλλιέργεια της πνευματικότητας και ευλάβειας του ιδιοκτήτη τους, ενώ παράλληλα φιλοξενούσαν στις σελίδες τους εξαιρετικά έργα τέχνης σε μικρή κλίμακα. Με ηλικία άνω των 550 ετών, το «Μαύρο Βιβλίο των Ωρών» της Ισπανικής Εταιρείας αποτελεί έναν πραγματικό θησαυρό.

Η αιώνια γοητεία των ελληνικών κρατήρων

Οι κρατήρες, κοίλα δοχεία σε διάφορα μεγέθη, έπαιζαν κεντρικό ρόλο στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων, όχι μόνο ως χρηστικά αντικείμενα, αλλά και ως φορείς πολιτισμικών στοιχείων με υψηλή αισθητική και καλλιτεχνική αξία. Εντός τους αναμειγνύονταν ο οίνος με νερό. Το μείγμα ονομαζόταν κεκραμμένος οίνος (εξ ου η σημερινή ονομασία ‘κρασί’), ποτό που πινόταν πιο ευχάριστα και με λιγότερο βλαβερές συνέπειες.

Ανάλογα με το σχήμα τους, οι κρατήρες διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες, : τους ελικοειδείς, τους κιονωτούς, τους καλυκόσχημους και τους κωδωνόσχημους. Ορισμένα έφεραν στην επιφάνειά τους ζωγραφικές παραστάσεις, με θέματα από τη μυθολογία, τα έπη ή την καθημερινότητα, από τις οποίες διακρίνονται σε μελανόμορφους και ερυθρόμορφους, ανάλογα με την τεχνοτροπία. Αυτές οι εικονογραφήσεις έχουν παράσχει πολλές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή και τον πολιτισμό στην αρχαία Ελλάδα.

Οι κρατήρες συνήθως κατασκευάζονταν από τερακότα, έναν σκληρό, κοκκινοκαφέ πηλό που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή αγγείων, προπλασμάτων και γλυπτών. Ο αγγειοπλάστης πρώτα διαμόρφωνε το σχήμα του αγγείου, συχνά σε ξεχωριστά μέρη, σε έναν τροχό. Αφού στέγνωναν τα κομμάτια, τα συναρμολογούσαν, προσθέτοντας τις λαβές στο τέλος. Ύστερα, το αγγείο ζωγραφιζόταν, αν και όχι πάντα.

Αττικός μελανόμορφος κρατήρας από τα Φάρσαλα, περ. 320 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Η ζωγραφισμένη σκηνή,  εμπνευσμένη από την Ιλιάδα, αναπαριστά μια μάχη για το σώμα ενός νεκρού πολεμιστή, πιθανώς του Πατρόκλου. (George E. Koronaios/CC BY-SA 4.0)

 

Από τις δύο ζωγραφικές  τεχνικής προηγήθηκε η μελανόμορφη και ακολούθησε η ερυθρόμορφη, που εφευρέθηκε γύρω στα 530 π.Χ. Στην πρώτη τεχνοτροπία υπήρχε χάραξη των σχεδίων και ένθεση ειδικού υλικού το οποίο μαύριζε κατά το ψήσιμο, ενώ στη δεύτερη κάλυπταν το φόντο. Η ερυθρόμορφη τεχνική τελικά επικράτησε της μελανόμορφης, καθώς επέτρεπε πιο φυσικές αλλά και περίτεχνες απεικονίσεις. Και οι δύο τεχνικές απαιτούσαν ψήσιμο σε τρεις φάσεις στον κλίβανο.

Κιονωτοί κρατήρες

Ερυθρόμορφος κιονωτός κρατήρας, περ. 500 π.Χ., που αποδίδεται στον «ζωγράφο του Γκέτιγκεν». Τερακότα, 34,1 × 33,3 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη.  (Public Domain)

 

Οι κιονωτοί κρατήρες χρονολογούνται στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., όταν άρχισαν να κατασκευάζονται στην Κόρινθο. Ο όρος προέρχεται από τα χερούλια του αγγείου που μοιάζουν με στήλες και ενώνονται με το χείλος του κρατήρα. Η μορφή αυτή διαδόθηκε και στην Αθήνα, όπου κατασκευαζόταν από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. έως τα τέλη του επόμενου αιώνα.

Ο ερυθρόμορφος κρατήρας του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης, που χρονολογείται περίπου στο 500 π.Χ., είναι ένα συναρπαστικό παράδειγμα της σταδιακής μετάβασης από τον μελανόμορφο στον ερυθρόμορφο. Η κύρια σκηνή απεικονίζει τον Ηρακλή να μάχεται τον Κύκνο, γιο του θεού Άρη, ο οποίος λήστευε τους ταξιδιώτες που κατευθύνονταν προς τους Δελφούς, και έχει γίνει με την ερυθρόμορφη τεχνοτροπία. Ωστόσο, για το διακοσμητικό σχέδιο στο λαιμό του κρατήρα, ο αγγειοπλάστης επέλεξε την παραδοσιακή – και τότε ήδη παρωχημένη – μελανόμορφη τεχνική. Η σκηνή απεικονίζει νεαρούς με σκύλους και ρόπαλα.

Λεπτομέρεια με το μελανόμορφο διακοσμητικό σχέδιο στον λαιμό του κρατήρα. (Public Domain)

 

Καλυκόσχημοι κρατήρες

Ερυθρόμορφος  καλυκόσχημος κρατήρας με σκηνή αναχώρησης, 470–460 π.Χ., από τον Αθηναίο ζωγράφο «Αλταμούρα». Τερακότα στον τροχό, 35,9 εκ. × 35,9 εκ. Μουσείο Τέχνης Walters, Βαλτιμόρη, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Αυτός ο τύπος κρατήρα έχει κυρτό σχήμα που ανοίγει προς τα πάνω και λαβές που βρίσκονται στο κάτω μέρος του σώματός του. Μοιάζει με τον κάλυκα ενός λουλουδιού, το εξωτερικό μέρος του λουλουδιού που αποτελείται από σέπαλα, όπου οφείλει και την ονομασία του. Η προέλευση του καλυκόσχημου κρατήρα χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ. Με την πάροδο του χρόνου, το σχήμα του επιμηκύνθηκε.

Εκτός από σκηνές της μυθολογίας και των επών, οι κρατήρες διακοσμούνταν και με εικόνες από την καθημερινή ζωή. Στο Μουσείο Τέχνης Walters, ο «Κρατήρας με σκηνή αναχώρησης», που χρονολογείται μεταξύ 470 π.Χ. και 460 π.Χ., απεικονίζει μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή ενός νεαρού πολεμιστή. Η μία πλευρά του αγγείου δείχνει τον πολεμιστή μπροστά από τον οικογενειακό του βωμό, την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει για τη μάχη, μετά από χρόνια εκπαίδευσης. Ο νέος φορά θώρακα και κρατά δόρυ. Στην άλλη πλευρά του βωμού, μια γυναίκα κρατά την ασπίδα και του δίνει το κράνος του. Η άλλη πλευρά του κρατήρα απεικονίζει έναν μεγαλύτερο άνδρα που στηρίζεται σε ραβδί. Οι επιμελητές πιστεύουν ότι το απλωμένο χέρι του μπορεί να αντικατοπτρίζει αυτό της γυναίκας και τη χειρονομία της προς τον πολεμιστή. Διακοσμητικά μοτίβα πλαισιώνουν και τις δύο πλευρές. Το κάτω περίγραμμα έχει μοτίβο με μαιάνδρους.

Νεαρός πολεμιστής και γυναίκα, δίπλα σε βωμό. Λεπτομέρεια από τον κρατήρα με τη σκηνή της αναχώρησης. Μουσείο Τέχνης Walters, Βαλτιμόρη, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Ελικοειδείς κρατήρες

Η ονομασία των ελικοειδών κρατήρων προέρχεται από το σπειροειδές σχήμα των λαβών τους. Οι έλικες είναι σπειροειδή μοτίβα, τα οποία απαντούν και στα ιωνικά κιονόκρανα. Κράτηρες αυτού του τύπου κατασκευάζονταν σε όλον τον αρχαιοελληνικό κόσμο, ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Μερικά από τα πιο περίτεχνα δείγματα κατασκευάστηκαν σε μια αποικία στη σημερινή Απουλία, στην Ιταλία. Τα έργα των καλλιτεχνών της Απουλίας διακρίνονται για την προσθήκη χρωμάτων (κυρίως κίτρινου και λευκού), τις πολύπλοκες συνθέσεις και τις περίτεχνες λεπτομέρειες.

Ερυθρόμορφος ελικοειδής κρατήρας, περ. 330-320 π.Χ. Κεραμικό με προσθήκη χρωστικής ουσίας, ύψος 73,7 εκ. Δωρεά των Νταγκ και Σάρον Τίντερ, Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, Ρίτσμοντ, ΗΠΑ.  (Troy Wilkinson/© Virginia Museum)

 

Ο ερυθρόμορφος ελικοειδής κρατήρας που βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια (VMFA) έχει μια εξαιρετική ιστορία.

Το αγγείο κατασκευάστηκε στη Νότια Ιταλία στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Από τότε και μέχρι το 1982, η τύχη του ήταν ένα απόλυτο μυστήριο. Εμφανίστηκε σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s το 1989 και πωλήθηκε σε ιδιώτη. Δυστυχώς, ο κρατήρας έσπασε και καταβλήθηκε η ασφαλιστική αποζημίωση. Η ασφαλιστική εταιρεία κατέσχεσε τα υπολείμματα: 35 μεγάλα θραύσματα και εκατοντάδες μικρά κομμάτια.

Όταν η εταιρεία εξαγοράστηκε από μια διεθνή εταιρεία, ένας υπάλληλος, ο Νταγκ Τίντερ, έκλεισε το γραφείο και αποφάσισε να πάρει τα σπασμένα κομμάτια στο σπίτι του. Πιστεύεται ότι του δόθηκε προφορική άδεια να το κάνει, αλλά δεν υπήρχε κάτι γραπτό. Το σπασμένο αρχαίο αγγείο έμεινε στο γκαράζ του Τίντερ στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια για πάνω από 30 χρόνια.

Το 2021, επικοινώνησε με το Μουσείο της Βιρτζίνια για να ρωτήσει αν θα ενδιαφερόταν να δεχτεί τον κρατήρα ως δωρεά. Ο επιμελητής Πήτερ Σερτζ ενθουσιάστηκε με την προσφορά, καθώς το μουσείο δεν είχε αντίστοιχο κομμάτι στη συλλογή του. Αφού εντόπισε την προέλευση του αγγείου στα 1982, ο κος Σερτζ αντιμετώπισε δύο εμπόδια πριν μπορέσει να συμφωνήσει για την απόκτηση του αγγείου από το μουσείο.

Πρώτα, επικοινώνησε με τη διεθνή ασφαλιστική εταιρεία για να βεβαιωθεί ότι δεν είχαν καμία αξίωση ιδιοκτησίας. Δεδομένου ότι δεν είχαν, το επόμενο βήμα του κου Σερτς ήταν να γράψει στην ιταλική κυβέρνηση, καθώς το μουσείο ακολουθούσε αυστηρές οδηγίες σχετικά με τις εισαγόμενες αρχαιότητες. Η κυβέρνηση δεν έθεσε καμία αντίρρηση και έδωσε το πράσινο φως για την απόκτηση. Όταν ο κος Τίντερ και η σύζυγός του, Σάρον, οριστικοποίησαν τη δωρεά, ο συντηρητής Σκάυλερ Τζένκινς αφιέρωσε σχεδόν 300 ώρες για τον καθαρισμό, τη συντήρηση και την ανακατασκευή του κρατήρα.

Η μία πλευρά του ερυθρόμορφου κρατήρα του Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια. (Troy Wilkinson/© Virginia Museum)

 

Με τα ζωντανά χρώματα και τα γοητευτικά μοτίβα του, ο ανακατασκευασμένος κρατήρας εντυπωσιάζει. Η μία πλευρά του έχει ως κεντρικό μοτίβο τον Πήγασο. Το άλογο βρίσκεται σε ένα ναΐσκο, μια τριπλή ταφική κατασκευή. Δεν υπάρχει γνωστό παράλληλο μοτίβο και οι μελετητές δεν είναι σίγουροι για τη σημασία του. Μία από τις μορφές που το περιβάλλουν είναι ο θεός Έρως. Στο λαιμό του κρατήρα υπάρχει η προτομή μίας γυναίκας ανάμεσα σε φυτικά μοτίβα.

Κωδωνόσχημοι κρατήρες

Κωδωνόσχημος ερυθρόμορφος κρατήρας, περίπου 450 π.Χ., στο στυλ του ζωγράφου των Νιοβιδών (συμβατικό όνομα), Αθήνα. Τερακότα,  38,4 x 41,2 εκ. Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Ο κωδωνόσχημος ερυθρόμορφος κρατήρας του Ινστιτούτου Τέχνης  του Σικάγο (Art Institute of Chicago) χρονολογείται στα 450 π.Χ. περίπου. Οι κωδωνόσχημοι κρατήρες  πήραν το όνομά τους από την ομοιότητά τους με το σχήμα ανεστραμμένης καμπάνας και έχουν μικρά ανασηκωμένα χερούλια τοποθετημένα λίγο πιο πάνω από το μέσο του σώματός τους. Δεν κατασκευάζονταν μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Καθώς ήταν ο τελευταίος τύπος κρατήρα, δεν υπάρχει μελανόμορφο δείγμα.

Πιστεύεται ότι οι ζωγραφισμένες μορφές αντιστοιχούν στον Αχιλλέα, τον οποίο δείχνουν στο σπίτι του με την οικογένειά του. Η μία πλευρά του αγγείου δείχνει τον πολεμιστή που επιστρέφει και δίνει το κράνος του στη μητέρα του, τη Θέτιδα, η οποία φοράει διάδημα. Είναι η κόρη του θεού της θάλασσας Νηρέα, ο οποίος επίσης απεικονίζεται στο αγγείο. Η γυναίκα στα δεξιά, ίσως μια Νηρηίδα ή νύμφη της θάλασσας, κάνει νόημα στον Αχιλλέα να της δώσει την ασπίδα του. Εδώ, ο καλλιτέχνης έχει χωρίσει δραματικά την εικόνα με τη διαγώνιο του δόρατος του Αχιλλέα.

Σκηνές από τον κωδωνόσχημο κρατήρα του Ινστιτούτου Τέχνης  του Σικάγο (περίπου 450 π.Χ.), που πιστεύεται ότι απεικονίζουν τον Αχιλλέα με την οικογένειά του. Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Στην άλλη πλευρά, κυριαρχούν οι κάθετες γραμμές στη σύνθεση. Αριστερά, ο Αχιλλέας κρατά ένα όρθιο δόρυ, του οποίου η μορφή επαναλαμβάνεται σε ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο, έναν μικρό κίονα. Πίσω του στέκεται μία Νηρηίδα, κρατώντας μια κορδέλα, ίσως για το κεφάλι. Αυτοί οι δύο ισορροπούνται από τις μορφές της Θέτιδας, που κρατά μια κανάτα για να γεμίσει το κύπελλο του Αχιλλέα, και του παππού του Αχιλλέα, που κρατά ένα μακρόστενο αντικείμενο.

 

Ποντόρμο: Μανιερισμός και πορτρέτα νεαρών δημοκρατικών

Ο Φλωρεντινός ζωγράφος του 16ου αιώνα Τζάκοπο ντα Ποντόρμο (1494–1557) ήταν ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του μανιερισμού. Αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα, που εμφανίστηκε μεταξύ της Υψηλής Αναγέννησης και της μπαρόκ περιόδου, εμπνεύστηκε από τα μεταγενέστερα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ. Δημοφιλής μεταξύ των Ιταλών ηγεμόνων και των διανοουμένων της Αυλής, ο μανιερισμός εξαπλώθηκε αργότερα σε όλη την Ευρώπη.

Η «μανιεριστική» προσέγγιση, αντικατέστησε τις φυσιοκρατικές και αρμονικές απεικονίσεις της Αναγέννησης με το στυλιζάρισμα του εικαστικού χώρου, με εξιδανικευμένες φιγούρες, ζωντανά και ασυνήθιστα χρώματα, κομψές και εκλεπτυσμένες συνθέσεις. Ο Ποντόρμο επικεντρώθηκε κυρίως στα θρησκευτικά θέματα, δημιουργώντας τοιχογραφίες, σχέδια και πορτρέτα. Σήμερα είναι γνωστές μόνο δεκαπέντε προσωπογραφίες του, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τη χαρακτηριστική του ικανότητα να υποδηλώνει με ευαισθησία τον εσωτερικό κόσμο του μοντέλου, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την εκλεπτυσμένη δημόσια εικόνα του.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Η επίσκεψη του Καρμινιάνο», 1528. Λάδι σε ξύλο, 202 x 156 εκ. Ενορία των Αγίων Μιχαήλ και Φραγκίσκου, Καρμινιάνο, Ιταλία. (Public Domain)

 

Η ανάλυση των ελαιογραφιών του Ποντόρμο «Προσωπογραφία αλαβαρδιέρου (Φραντσέσκο Γκουάρντι;)» στο Getty Center του Λος Άντζελες, και «Προσωπογραφία ενός νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο (Κάρλο Νερόνι;)» σε ιδιωτική συλλογή, αποκαλύπτει τη μεγαλοφυΐα του καλλιτέχνη. Επιπλέον, αυτά τα έργα παρέχουν πληροφορίες για την πολιτική της Φλωρεντίας και τη σύγχρονη αγορά τέχνης.

Ένας Φλωρεντινός μανιεριστής

Ο καλλιτέχνης γεννήθηκε ως Τζάκοπο Καρούτσι στην πόλη Ποντόρμο της Τοσκάνης. Μαθήτευσε κοντά σε δύο γίγαντες της Αναγέννησης, τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Αντρέα ντελ Σάρτο. Εκτός από την επιρροή τους, ο Ποντόρμο απορρόφησε διδάγματα από τα μεταγενέστερα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και από καλλιτέχνες της Βόρειας Αναγέννησης, ειδικά από τα χαρακτικά του Άλμπρεχτ Ντύρερ. Αν και η καινοτόμος αισθητική του Ποντόρμο εξελίχθηκε καθώς προχωρούσε η καριέρα του, τα βασικά στοιχεία του στυλ του είναι εμφανή σε όλο το έργο του. Όπως εξηγεί το Getty Center στη βιογραφία του καλλιτέχνη, αυτά ήταν «η ψυχική ενέργεια πάνω από τη σωματικότητα, οι όμορφοι γραμμικοί ρυθμοί, η ασταμάτητη κίνηση, ο αμφίβολος χώρος [και] τα ζωντανά χρώματα. Για τον Ποντόρμο, το έργο τέχνης ήταν διακοσμητικό στοιχείο».

Το έργο «Ο Ιωσήφ με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο», που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, είναι ένας συναρπαστικός πίνακας με χρώματα που έχουν μια «υπερφυσική ιριδίζουσα λάμψη», που αποτελεί αναφορά στις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιξτίνα.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Ο Ιωσήφ με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο», 1515–1518. Λάδι σε ξύλο, 95,8 x 109,2 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Εκτός από αυτή την αναφορά στον προκάτοχό του, το έργο αυτό αντικατοπτρίζει τη συνέχεια της καλλιτεχνικής παράδοσης. Πιστεύεται ότι απεικονίζεται ο Ανιόλο Μπρονζίνο, μαθητής του Ποντόρμο, ο οποίος εξελίχθηκε σε διάσημο μανιεριστή. Στο προσκήνιο, καθισμένος στο κάτω σκαλοπάτι του παλατιού του Φαραώ, ο νεαρός Μπρονζίνο φοράει ένα μαύρο καπέλο και κρατά κάτω από τη μασχάλη του ένα καλάθι.

Η εικόνα ακολουθά το πρότυπο της συνεχούς αφήγησης, με πολλά διαδοχικά μέρη μιας ιστορίας να απεικονίζονται σε μία σύνθεση. Ο Ποντόρμο παρουσιάζει τέσσερις σκηνές από την ιστορία του Ιωσήφ στην Παλαιά Διαθήκη: ο Ιωσήφ παρουσιάζει τον πατέρα του, τον Ιακώβ, στον Φαραώ, ο Ιωσήφ κάθεται σε άμαξα ενώ ακούει τα θύματα της πείνας, ο Ιωσήφ ανεβαίνει τη σκάλα με τους γιους του για να επισκεφθεί τον ετοιμοθάνατο πατέρα του, και ο Ιακώβ ευλογεί τα εγγόνια του. Αυτός ο πίνακας αποτελεί υπόδειγμα της μοναδικής καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας και της ζωντανής φαντασίας του Ποντόρμο.

ZoomInImage
Ο Ανιόλο Μπρονζίνο, με καφέ ρούχα, στο έργο του Ποντόρμο «Ο Ιωσήφ με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο», 1515–1518. Λάδι σε ξύλο, 96 x 109 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Μαχητές για τη δημοκρατία

Τα πορτρέτα του Ποντόρμο είναι ιδιαίτερα περιζήτητα από ιδιώτες συλλέκτες και μουσεία. Το 1989, ένα από τα καλύτερα έργα ζωγραφικής παλαιών δασκάλων σε ιδιωτική αμερικανική συλλογή βγήκε σε δημοπρασία στο Christie’s.

Η «Προσωπογραφία αλαβαρδιέρου (Φραντσέσκο Γκουάρντι;)» έχει μια λαμπρή προέλευση που περιλαμβάνει μια αξιοσημείωτη φλωρεντινή οικογένεια, έναν Γάλλο καρδινάλιο, μια πριγκίπισσα των Βοναπάρτε και μια αμερικανική τραπεζική δυναστεία.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Προσωπογραφία αλαβαρδιέρου (Φραντσέσκο Γκουάρντι;)», 1529–1530. Λάδι σε ξύλο, 95,2 x 73 εκ. Getty Center, Λος Άντζελες. (Public Domain)

 

Οι επαγγελματίες του χώρου της τέχνης παρακολούθησαν στενά την πώληση. Πολλοί φοβούνταν ότι ο πίνακας θα χανόταν για άλλη μια φορά σε μια ιδιωτική συλλογή, μακριά από τα μάτια του κοινού. Ωστόσο, ο πίνακας κατακυρώθηκε στο Getty για το εκπληκτικό ποσό των 35,2 εκατομμυρίων δολαρίων, που τότε ήταν ρεκόρ για έναν πίνακα παλαιού δασκάλου. Μεταξύ των πλουσιότερων μουσείων του κόσμου, το Getty ήταν ένα από τα λίγα ιδρύματα που μπορούσαν να αγοράσουν τον πίνακα. Έτσι εξασφάλισε ότι το κοινό θα μπορούσε να απολαύσει αυτό το αριστούργημα.

Την εποχή της δημοπρασίας, ο πίνακας θεωρείτο πορτρέτο του δούκα Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων, μέλους της ισχυρής οικογένειας της Φλωρεντίας και ιστορικού ηγεμόνα της πόλης. Αν ήταν έτσι, θα είχε ζωγραφιστεί μετά τη σημαντική νίκη του νεαρού άνδρα στη μάχη του 1537. Οι Μέδικοι, μεγάλοι φιλότεχνοι, ήταν όντως προστάτες του Ποντόρμο, αλλά οι εικασίες για την ταυτότητα του μοντέλου κλίνουν πλέον υπέρ του Φραντσέσκο Γκουάρντι, για τον οποίο λίγα είναι γνωστά.

Αν πρόκειται για τον Γκουάρντι σε ηλικία 14 ή 15 ετών, τότε το πορτρέτο δημιουργήθηκε κάποια στιγμή μεταξύ 1529 και 1530, μια κρίσιμη περίοδο για την πόλη. Εκείνη την εποχή, η Φλωρεντία βρισκόταν υπό πολιορκία. Οι Μέδικοι είχαν εκδιωχθεί από την εξουσία και στη θέση τους είχε ιδρυθεί μια δημοκρατία. Ωστόσο, μετά από μια συμφωνία με τον Πάπα, ο οποίος ήταν μέλος της οικογένειας των Μεδίκων, ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διέθεσε ένα μεγάλο στρατό για την αποκατάσταση των Μεδίκων. Οι στρατιώτες που ήταν πιστοί στη Δημοκρατία της Φλωρεντίας, όπως ο έφηβος Γκουάρντι, την υπερασπίστηκαν γενναία, αλλά ηττήθηκαν και η κυριαρχία των Μεδίκων αποκαταστάθηκε.

Ο νεαρός στην εικόνα στέκεται μπροστά από ένα ακαθόριστο πράσινο τείχος οχύρωσης και κρατά μια αλαβάρδα, ένα όπλο μεταξύ πολεμικού τσεκουριού και δόρατος. Η τραχιά υφή του όπλου έρχεται σε αντίθεση με τα ωραία ρούχα του στρατιώτη. Το κόκκινο καπέλο του φέρει ένα μοντέρνο οβάλ έμβλημα με μια μυθολογική εικόνα από την ιστορία της νίκης του Ηρακλή επί του γίγαντα Ανταίου.

Ο Ποντόρμο απεικόνισε τον αλαβαρδιέρο ως έναν ηρωικό νεαρό με ροδαλά μάγουλα και ευλύγιστο σώμα. Παρά την έλλειψη στρατιωτικής εμπειρίας λόγω της ηλικίας του, ο στρατιώτης εκπέμπει αυτοπεποίθηση, κοιτάζοντας ψύχραιμα τον θεατή με το χέρι στη μέση. Ο Ποντόρμο μεταδίδει με συγκινητικό τρόπο την ευαλωτότητα του μοντέλου.

ZoomInImage
Ποντόρμο, προπαρασκευαστικό σχέδιο του αλαβαρδιέρου, δεκαετία του 1530. Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία. (Public Domain)

 

Ένα εξαιρετικό σχέδιο με κόκκινη κιμωλία που έκανε ο Ποντόρμο ως μελέτη για τον πίνακα βρίσκεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Σε σχέση με το τελικό έργο, το σχέδιο δείχνει τον αλαβαρδιέρο σε πιο μετωπική θέση.

Ένα ακόμη γνωστό πορτρέτο ενός νεαρού μαχητή υπέρ της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Φλωρεντίας είναι η «Προσωπογραφία νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο (Κάρλο Νερόνι;)», που χρονολογείται γύρω στα 1530. Για πάνω από 200 χρόνια, το πρωτότυπο έργο θεωρούνταν χαμένο και οι ειδικοί το γνώριζαν μόνο από έγγραφα και χαρακτικά.

Το 2008, ανακαλύφθηκε ξανά στην ιδιωτική συλλογή του Βρετανού αριστοκράτη Νίκολας Αλεξάντερ, κόμη του Κάλεντον, ο οποίος συμφώνησε να το εκθέσει στη Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου με μακροχρόνια δανειοδότηση.

ZoomInImage
Ποντόρμο, «Προσωπογραφία νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο (Κάρλο Νερόνι;)», περίπου 1530. Λάδι σε ξύλο, 92 x 73 εκ. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Το 2015, ο κόμης πούλησε το έργο στον Αμερικανό επενδυτή Τζ. Tόμιλσον Χιλ. Ο Χιλ, γνωστός συλλέκτης έργων τέχνης παλαιών και σύγχρονων καλλιτεχνών, είχε δει για πρώτη φορά το έργο στο μουσείο και είχε ενημερωθεί από έναν έμπορο τέχνης ότι ο ιδιοκτήτης ήθελε να το πουλήσει. Όπως ισχυρίζεται, αγόρασε το έργο για 48 εκατομμύρια δολάρια και, στη συνέχεια, υπέβαλε αίτηση για άδεια εξαγωγής.

Η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου ήταν απογοητευμένη που ένα τόσο σπάνιο έργο όπως ένα πορτρέτο του Ποντόρμο θα έφευγε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Τον Δεκέμβριο του 2015, η βρετανική κυβέρνηση επέβαλε προσωρινή απαγόρευση εξαγωγής του πίνακα, δίνοντας στο μουσείο χρόνο να συγκεντρώσει τα χρήματα για να καλύψει την τιμή αγοράς του Χιλ. Η απαγόρευση παρατάθηκε αρκετές φορές και σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, η Πινακοθήκη είχε συγκεντρώσει, σε λίρες, το ποσό που είχε πληρώσει ο Χιλ. Ωστόσο, μέχρι τότε είχε ήδη ξεκινήσει η μετά-Brexit εποχή.

Η μετατροπή του ποσού σε μετρητά, που ήταν το νόμισμα αγοράς που είχε χρησιμοποιήσει ο Χιλ, ήταν μόνο 37,35 εκατομμύρια δολάρια. Ο Χιλ αρνήθηκε να πουλήσει, καθώς αυτό θα σήμαινε απώλεια περίπου 10 εκατομμυρίων δολαρίων. Η κατάσταση του πίνακα παραμένει αβέβαιη. Ο Χιλ είναι ο επίσημος ιδιοκτήτης, αλλά δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση για μόνιμη άδεια εξαγωγής μέχρι το 2027.

Μια προσωρινή συμφωνία εξαγωγής επέτρεψε στον πρόσφατα αποκατεστημένο πίνακα να ταξιδέψει σε εκθέσεις στη Φλωρεντία, τη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες. Η έκθεση στο Λος Άντζελες πραγματοποιήθηκε στο Getty, επιτρέποντας στους επισκέπτες να δουν τον «Κάρλο Νερόνι (;)» μαζί με τον «Φραντσέσκο Γκουάρντι (;)». Και στις δύο περιπτώσεις, λίγα είναι γνωστά για τα μοντέλα.

Υπάρχουν στυλιστικές ομοιότητες μεταξύ των δύο πινάκων, όπως το ότι και οι δύο νέοι απεικονίζονται ως υπερήφανοι αριστοκράτες σε πλάγια στάση, με το χέρι στο ισχίο και κόκκινο καπέλο στο κεφάλι. Στο δελτίο Τύπου της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου που ανακοίνωνε την αποτυχία της αγοράς του πίνακα του Χιλ, το μουσείο εξήρε το έργο:

«Εκτελεσμένη με τολμηρό ελεύθερο σχέδιο, η «Προσωπογραφία νεαρού άνδρα με κόκκινο καπέλο» μεταδίδει τον χαρακτήρα και τα ιδανικά του μοντέλου μέσω της σύνθεσης, της στάσης και της δεξιοτεχνικής χρήσης του χρώματος. Η πινελιά εφαρμόζεται με γρήγορες, ενεργητικές κινήσεις.»

Ενώ ο στρατιώτης στην εικόνα του Getty έχει το όπλο του σε ετοιμότητα, ο άλλος πίνακας δείχνει τον νεαρό άνδρα να κρατά ένα μυστηριώδες γράμμα. Αναρωτιέται κανείς αν θέλει να δείξει την αλληλογραφία ή αν προσπαθεί να την κρύψει. Ίσως είναι ένα ερωτικό γράμμα. Σε συνδυασμό με το δαχτυλίδι στο άλλο του χέρι, μπορεί να ερμηνευτεί ως σημάδι ενός αρραβώνα. Πράγματι, ο Νερόνι παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου Φλωρεντινού τραπεζίτη το 1530. Οι ιστορικοί της τέχνης υποθέτουν ότι ο γάμος τους μπορεί να ήταν ο λόγος για την παραγγελία του πορτρέτου.

Ο Τζόρτζιο Βαζάρι, ιστορικός της τέχνης της Αναγέννησης και ζωγράφος, έγραψε ότι όταν ο Μιχαήλ Άγγελος είδε ένα πρώιμο έργο του νεαρού Ποντόρμο, είπε: «Αυτός ο νεαρός, κρίνοντας από ό,τι φαίνεται εδώ, θα γίνει τέτοιος που, αν ζήσει και συνεχίσει, θα υψώσει αυτή την τέχνη στους ουρανούς». Στις δύο προσωπογραφίες των νεαρών δημοκρατικών το ιδιαίτερο ταλέντο του καλλιτέχνη είναι ομοίως εμφανές. Το γεγονός ότι και οι δύο δημιουργήθηκαν σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, δείχνει την ικανότητα της τέχνης να ανθίζει ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες.

«Η εύρεση του Μωυσή»: Από τις εβραϊκές νωπογραφίες στον Άλμα-Ταντέμα

Η βιβλική αναφορά για αυτή την ιστορία προέρχεται από την «Έξοδο», το δεύτερο βιβλίο της Βίβλου. Στην αρχή, ο Φαραώ διατάζει να ρίξουν όλα τα αρσενικά νεογέννητα μωρά των Εβραίων στον Νείλο. Για να γλιτώσει τον γιο της από αυτό το πεπρωμένο, η μητέρα του Μωυσή τον βάζει σε ένα καλάθι από πάπυρο και τον αφήνει στα καλάμια της όχθης του ποταμού. Το μωρό βρίσκει και βγάζει από το νερό η ίδια η κόρη του βασιλιά.

Η πριγκίπισσα γνωρίζει ότι το βρέφος είναι εβραϊκής καταγωγής, αλλά το υιοθετεί ούτως ή άλλως, ονομάζοντάς το Μωυσή, που σημαίνει «αυτός που τραβήχτηκε έξω». Τη σκηνή παρακολουθεί από μακριά η αδελφή του Μωυσή. Εμφανίζεται και προσφέρεται να βρει μια τροφό για το μωρό. Η πριγκίπισσα δέχεται και η κοπέλα της παρουσιάζει τη μητέρα της.

Η εσωτερική διακόσμηση μιας από τις παλαιότερες γνωστές Συναγωγές στον κόσμο, της Συναγωγής της Δούρα-Ευρωπός, περιείχε νωπογραφίες από τη ζωή του Μωυσή στον δυτικό τοίχο, μία από τις οποίες απεικονίζει την εύρεση του Μωυσή. Η συναγωγή χρονολογείται στα μέσα του 3ου αιώνα και βρίσκεται στη σημερινή Συρία. Οι εκτενείς, πολύχρωμες τοιχογραφίες του κτηρίου είναι μοναδικές, χωρίς αντίστοιχο στην τέχνη της εβραϊκής αρχαιότητας. Η Συναγωγή ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια ανασκαφών από μια αρχαιολογική ομάδα του Yale και της Γαλλίας. Είχε μείνει πάνω από μία χιλιετία βυθισμένη στην άμμο. Τα έργα τέχνης μεταφέρθηκαν αργότερα στο Εθνικό Μουσείο της Δαμασκού.

ZoomInImage
Νωπογραφία, με θέμα την ανακάλυψη του Μωυσή, στη Συναγωγή της Δούρα-Ευρωπός. Μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. (Public Domain)

 

Ευρωπαϊκές απεικονίσεις

Οι χριστιανοί καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν για την ιστορία του Μωυσή, εν μέρει επειδή τη θεωρούσαν πρόδρομο της ιστορίας της φυγής στην Αίγυπτο, η οποία αποτελεί μέρος της Καινής Διαθήκης καθώς περιγράφει πώς ο Ιησούς και οι γονείς του πηγαίνουν στην Αίγυπτο για να σωθεί το θείο βρέφος από τη σφαγή των αρσενικών παιδιών που διέταξε ο βασιλιάς Ηρώδης στη Βηθλεέμ.

Υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ έλκονταν από το θέμα της εύρεσης του Μωυσή. Ο Βενετός καλλιτέχνης Παόλο Βερονέζε (1528–1588), μαζί με το εργαστήριό του, ζωγράφισε τουλάχιστον οκτώ παραλλαγές του θέματος. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η στενή σχέση της Γαληνοτάτης με το νερό ενίσχυε την προτίμηση των Βενετών για τη συγκεκριμένη ιστορία.

ZoomInImage
Πάολο Βερονέζε, «Η εύρεση του Μωυσή», περ. 1580. Λάδι σε καμβά, 56,5 × 43 εκ. Εθνικό Μουσείο Πράδο, Μαδρίτη. (Public Domain)

 

Η σπουδαιότερη εκδοχή του Βερονέζε βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης και χρονολογείται γύρω στο 1580. Οι μορφές  στο προσκήνιο βρίσκονται σε ένα ποιμενικό τοπίο. Αριστερά υπάρχει ένα ποτάμι που οδηγεί σε ένα αστικό τοπίο στο βάθος. Η πλούσια φύση, όπως και τα πολυτελή μπροκάρ φορέματα της κόρης του Φαραώ και τα κοστούμια των συνοδών της, αποκαλύπτουν ότι ο Βερονέζε προσάρμοσε το αρχαίο αιγυπτιακό σκηνικό της ιστορίας.

Οι Ολλανδοί, κατά τον 17ο αιώνα, ταυτίστηκαν επίσης με τη ιστορία του Μωυσή, βλέποντας μια παράλληλη σχέση μεταξύ της σκλαβιάς των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και της καταπιεστικής ισπανικής κυριαρχίας στο έδαφός τους, αλλά και μεταξύ του τρόπου με τον οποίο και οι δύο λαοί απελευθερώθηκαν, χάρη στους θαρραλέους ηγέτες τους.

ZoomInImage
Ρέμπραντ, «Η εύρεση του Μωυσή», περ, 1655. Καλάμι και καφέ μελάνι με λευκό αδιαφανές υδατόχρωμα. 18,7 × 23,5 εκ. Συλλογή Thaw, The Morgan Library and Museum, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Στο Morgan Library & Museum της Νέας Υόρκης βρίσκεται ένα σχέδιο με μελάνι του Ρέμπραντ (1606–1669), με τον τίτλο «Η εύρεση του Μωυσή». Χρονολογείται γύρω στο 1655 και είναι ένα από τα πολλά έργα του καλλιτέχνη με βιβλική θεματολογία. Στο κέντρο βλέπουμε την κόρη του Φαραώ, που στέκεται κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα. Κάτω δεξιά, ο Μωυσής διασώζεται από το νερό, ενώ η αδελφή του, μισοκρυμμένη, παρακολουθεί τα γεγονότα από το βάθος της σύνθεσης.

Ο Ιταλός μπαρόκ καλλιτέχνης Οράζιο Τζεντιλέσκι (Orazio Gentileschi, 1563–1639) δημιούργησε έναν μνημειώδη πίνακα με θέμα την εύρεση του Μωυσή, στις αρχές της δεκαετίας του 1630, ενώ εργαζόταν στην αγγλική Αυλή. Αφορμή για την παραγγελία ήταν πιθανώς η γέννηση του Καρόλου Β΄, διαδόχου του βασιλιά Καρόλου Α’ και της βασίλισσας Ερριέττας Μαρίας. Περίπου την ίδια εποχή, ο Τζεντιλέσκι έστειλε έναν παρόμοιο πίνακα με το ίδιο θέμα στον Φίλιππο Δ΄ της Ισπανίας για τη γέννηση του δικού του διαδόχου. Η βρετανική έκδοση αποτελεί σήμερα μέρος της συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου.

ZoomInImage
Οράζιο Τζεντιλέσκι, «Η εύρεση του Μωυσή», 1630. Λάδι σε καμβά, 256,5 × 300 εκ. Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. (Public Domain)

 

Οι κομψές εικόνες του Τζεντιλέσκι από την 12ετή παραμονή του στο Λονδίνο είναι γνωστές για τα πλούσια χρώματα και τις εξαιρετικά λεπτομερείς απεικονίσεις των υφασμάτων. Η «Εύρεση του Μωυσή», γράφει η Πινακοθήκη, «είναι το πιο φιλόδοξο έργο του και παρουσιάζει απαράμιλλη φινέτσα και ομορφιά».

Ο καλλιτέχνης τοποθετεί την ιστορία σε μια ύπαιθρο που μοιάζει περισσότερο με την Αγγλία παρά με την Αίγυπτο. Ο ποταμός στα δεξιά θυμίζει μάλλον τον Τάμεση παρά τον Νείλο. Εννέα γυναικείες φιγούρες σε φυσικό μέγεθος περιβάλλουν τον μικρό Μωυσή. Όπως στις απεικονίσεις του Βερονέζε και του Ρέμπραντ, η κόρη του Φαραώ ξεχωρίζει σαφώς από την ομάδα. Εδώ, είναι ντυμένη με ένα κίτρινο φόρεμα στολισμένο με κοσμήματα. Η αδελφή του Μωυσή γονατίζει μπροστά στην πριγκίπισσα, ενώ η μητέρα των δύο παιδιών στέκει προστατευτικά.

Η αγορά του πίνακα από την Εθνική Πινακοθήκη, το 2020, έγινε πρωτοσέλιδο, μετά από 20 χρόνια που τον κατείχε ως δάνειο. Η τιμή του έφτασε τις 29 εκατομμύρια λίρες στερλίνες. Αν και το ποσό είναι ιλιγγιώδες, έχει σημειωθεί ακόμα υψηλότερο για πίνακα με το ίδιο θέμα. Αυτός είναι το ομώνυμο έργο του Άλμα-Ταντέμα, το οποίο βγήκε σε δημοπρασία από τον Οίκο Sotheby’s το 2010 με εκτιμώμενη αξία 2 έως 4 εκατομμύρια λίρες στερλίνες και πωλήθηκε για ~26 εκατομμύρια λίρες στερλίνες.

Ένας ζωγράφος που αγαπούσε την κλασική αρχαιότητα

Ο Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα (1836–1912) γεννήθηκε σε ένα μικρό ολλανδικό χωριό στη βόρεια Ολλανδία. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν παιδί και η οικογένειά του αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Παρά την πίεση που του ασκήθηκε για να γίνει δικηγόρος, εκείνος ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει το πάθος του για την τέχνη. Αργότερα θυμήθηκε: «Αν έχω επιτύχει σε κάποιο βαθμό, είναι επειδή παρέμεινα πιστός στις ιδέες μου».

Ο Άλμα-Ταντέμα έλαβε ακαδημαϊκή εκπαίδευση στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας. Στη συνέχεια, είχε ως μέντορα έναν ιστορικό ζωγράφο που δίδασκε επίσης αρχαιολογία. Αυτό είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή του Άλμα-Ταντέμα, ο οποίος έγινε διάσημος για τα έργα του με θέμα την κλασική αρχαιότητα, τα οποία αντανακλούσαν την ενδελεχή μελέτη – μέσω ταξιδιών, επισκέψεων σε μουσεία και μιας εκτενούς βιβλιοθήκης – της τέχνης και των αντικειμένων της αρχαιότητας.

ZoomInImage
Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα, αυτοπροσωπογραφία, 1896. Λάδι σε καμβά, 66 εκ. x 53 εκ. Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία.(Public Domain)

 

Μετακόμισε στο Λονδίνο το 1870 και έγινε Βρετανός πολίτης, καθώς και μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Ο Άλμα-Ταντέμα κινήθηκε στην υψηλή κοινωνία: ήταν φίλος με τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα της Ουαλίας (μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδο VII και βασίλισσα Αλεξάνδρα), και τα έργα του συλλέχθηκαν από προσωπικότητες όπως ο Ουίλλιαμ Χένρι Βάντερμπιλτ και ο Χένρι Κλέι Φρικ. Η βασίλισσα Βικτωρία τον αναγόρευσε Ιππότη το 1899 και έξι χρόνια αργότερα τού απονεμήθηκε το Τάγμα της Αξίας. Μετά το θάνατό του, ως ύστατη τιμή, τάφηκε στον περίφημο καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο.

Λίγο καιρό αφότου απεβίωσε, οι όμορφοι πίνακές του, που χαρακτηρίζονταν από ακρίβεια, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, έντονα χρώματα και φυσικό φως, θεωρήθηκαν επιφανειακοί και παλιομοδίτικοι. Ο μοντερνισμός κυριάρχησε στον κόσμο της τέχνης και μόνο τη δεκαετία του 1960 επανήλθε η κριτική αναγνώριση του έργου του.

Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά αυτή την παρέκκλιση, οι πίνακες του Άλμα-Ταντέμα είχαν βαθιά επίδραση στον κινηματογράφο του Χόλλυγουντ. Ο κριτικός τέχνης και διευθυντής μουσείου Μάριο Αμάγια έγραψε ότι «η έμφαση του Άλμα-Ταντέμα στο προσωπικό δράμα, η ευρεία οπτική του και η τεράστια κλίμακα των έργων του έθεσαν τις βάσεις για την επική κινηματογραφική βιομηχανία». Μια σειρά ταινιών αντικατοπτρίζουν την επιρροή του, από το «Intolerance» του Ντ. Γ. Γκρίφφιθ, μέχρι την «Κλεοπάτρα» και τις «Δέκα Εντολές» του Σεσίλ ντε Μιλ, το «Μπεν Χουρ» του Ουίλλιαμ Ουάιλερ και τον «Μονομάχο» του Ρίντλεϋ Σκοτ.

Το επιστέγασμα μίας καριέρας

ZoomInImage
Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα, «Η εύρεση του Μωυσή», 1904. Λάδι σε καμβά, 136,5 x 213,3 εκ. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Ένα από τα πιο διάσημα έργα του Άλμα-Ταντέμα είναι η «Εύρεση του Μωυσή», η οποία χρονολογείται προς το τέλος της καριέρας του. Η έμπνευσή του προήλθε από ένα ταξίδι έξι εβδομάδων το 1902 που πραγματοποίησε ο καλλιτέχνης στην Αίγυπτο για τα εγκαίνια του φράγματος του Ασουάν, μετά από πρόσκληση του σερ Τζον Άιρντ, του μηχανικού του φράγματος. Ο Άιρντ ήταν εξέχων προστάτης των τεχνών και η συλλογή του αποτελείτο κυρίως από μεγάλα ακαδημαϊκά έργα, μεταξύ των οποίων και το μεγαλοπρεπές «Τα τριαντάφυλλα του Ηλιογάβαλου», του Άλμα-Ταντέμα επίσης.

Ο Άλμα-Ταντέμα εμπνεύστηκε καλλιτεχνικά από το ταξίδι του στην Αίγυπτο, σκιτσάροντας και  τραβώντας φωτογραφίες. Ο Άιρντ ήθελε να προσθέσει έναν άλλο πίνακα του Άλμα-Ταντέμα στη συλλογή του και επέλεξε την ιδέα του καλλιτέχνη για την «Εύρεση του Μωυσή». Ο καλλιτέχνης εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτόν τον πίνακα για  δύο χρόνια περίπου. Ο πίνακας που προέκυψε ήταν το αποκορύφωμα της σχολαστικής δεξιοτεχνίας του, που είχε καλλιεργήσει για δεκαετίες.

Το θέμα ήταν αρκετά ασυνήθιστο για τον Άλμα-Ταντέμα, καθώς σπάνια ζωγράφιζε βιβλικά ή ακόμη και μυθολογικά θέματα. Αν και το έργο του ήταν βαθιά ριζωμένο στην ιστορική ακρίβεια, πάντα διατηρούσε και ένα ποσοστό καλλιτεχνικής ελευθερίας, δημιουργώντας φανταστικές, συναρπαστικές συνθέσεις. Από αυτή την άποψη, η «Εύρεση του Μωυσή» του δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Άλμα-Ταντέμα τοποθετεί τον Μωυσή σε περίοπτη θέση, εντός μιας πομπής που περιλαμβάνει πολλά από τα αγαπημένα του μοντέλα, αναγνωρίσιμα από προηγούμενα έργα του, παρόλο που δεν αναπαριστούν με ακρίβεια το αρχαίο αιγυπτιακό περιβάλλον.

Παραδείγματος χάριν, η κόρη του Φαραώ, που έχει ως πρότυπο την κόρη του Άιρντ, φορά ένα διάδημα που είναι αντίγραφο ενός σπάνιου ασημένιου διαδήματος που βρίσκεται σήμερα στο Rijksmuseum van Oudheden του Λέιντεν. Άλλα αντικείμενα που έχουν αποδοθεί με ακρίβεια είναι τα περιδέραια και το βραχιόλι της, το κάθισμά της, καθώς και τα κοσμήματα που φορούν οι γυναίκες της ακολουθίας της.

ZoomInImage
Μπροστινή και πίσω όψη διαδήματος που βρέθηκε στη Θήβα της Αιγύπτου. Χρονολογείται στα 1647 π.Χ. κατά προσέγγιση. Ασήμι, χρυσός, ύαλος και φαγεντιανή· 180,34 × 17,48 εκ. Εθνικό Μουσείο Αρχαιοτήτων, Λέιντεν, Ολλανδία. (Rijksmuseum van Oudheden)

 

Ο κατάλογος του οίκου πλειστηριασμών Sotheby’s σημειώνει: «Τα περίτεχνα στοιχεία του πρώτου πλάνου έρχονται σε αντίθεση με τις ομάδες των Εβραίων σκλάβων που απεικονίζονται στην απέναντι όχθη, των οποίων οι θολές μορφές υποδηλώνουν την απόσταση αλλά και τη ζέστη της ημέρας, ενώ οι ροζ Πυραμίδες της Γκίζας σηματοδοτούν τον ορίζοντα».

Το μπροστινό πλάνο είναι γεμάτο με γαλανά και μπλε λουλούδια, χρώμα που παραπέμπει στο ιερό χρώμα της Αιγύπτου. Το καλάθι του Μωυσή είναι διακοσμημένο με νούφαρα και η πριγκίπισσα κρατά και η ίδια ένα. Νούφαρα είναι τυλιγμένα και γύρω από τις μεγάλες βεντάλιες από φτερά στρουθοκαμήλου που κουνούν οι σκλάβοι για να δροσίζουν την πριγκίπισσα, νούφαρα στολίζουν και τα κεφάλια των γυναικών συνοδών της, τονίζοντας το υδάτινο στοιχείο όπου βρέθηκε το καλάθι με το βρέφος.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το έργο «Η εύρεση του Μωυσή», 1904-1905, του Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα. (Public Domain)

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της τέχνης, ορισμένοι καλλιτέχνες αναπαράστησαν τα αρχικά στοιχεία της Εξόδου, ενώ άλλοι επανεξέτασαν την ιστορία με βάση την εποχή τους. Η διαχρονικότητα του θέματος της εύρεσης του Μωυσή αποδεικνύει τη σταθερή σημασία του για τους ανθρώπους σε διάφορες περιόδους. Ο οίκος Sotheby’s γράφει ότι ορισμένοι σύγχρονοι θεατές θεωρούν την εκδοχή του Άλμα-Ταντέμα ως «την πιο αυθεντική και πιστή ερμηνεία της διάσημης ιστορίας».

Το συγκεκριμένο έργο του Άλμα-Ταντέμα εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία το 1905 και ο Άιρντ πλήρωσε 5.250 λίρες, συν τα έξοδα του καλλιτέχνη. Το πόσο έπεσε η φήμη του Άλμα-Ταντέμα στις επόμενες δεκαετίες αποδεικνύεται από την τιμή που έπιασε το έργο όταν η οικογένεια του Άιρντ το δημοπράτησε το 1935: μόλις 820 λίρες. Ωστόσο, πλέον, τόσο ο Άλμα-Ταντέμα όσο και αυτό το ξεχωριστό έργο έχουν αποκατασταθεί και πάλι στη θέση που τους αξίζει.

Ρουά ματ: Η ιστορία των σκακιστικών πεσσών της νήσου Λούις

Οι μελετητές εντοπίζουν τις ρίζες του σκακιού στην Ινδία του 6ου αιώνα. Από εκεί, ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή και στη συνέχεια στην Ευρώπη, εξελισσόμενο κατά τη διάρκεια της πορείας του. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, το σκάκι ήταν ένα δημοφιλές παιχνίδι για την ελίτ της κοινωνίας, με βαθύτερες σημασίες: το παιχνίδι υποδήλωνε υψηλό βαθμό ευγένειας και ιπποσύνης. Ήταν επίσης ένας τρόπος ανάπτυξης και να επίδειξης στρατηγικών δεξιοτήτων, παρόμοιων με αυτές που απαιτούνται σε έναν πόλεμο.

Εκείνη την εποχή επίσης, στην Ευρώπη, εξελίχθηκε η μορφή των σκακιστικών κομματιών στις φιγούρες που χρησιμοποιούνται σήμερα. Για παράδειγμα, ο αξιωματικός προήλθε από το ινδικό κομμάτι του ελέφαντα, ενώ η βασίλισσα από το κομμάτι του βεζίρη ή συμβούλου του βασιλιά, με τη θλιμμένη έκφραση που είχε στο πρόσωπό της να προέρχεται από τις απεικονίσεις της Παναγίας που θρηνεί τον Υιό της.

Μεταξύ των παλαιότερων σωζόμενων σετ σκακιού με αμφότερους τους αξιωματικούς και τις βασίλισσες είναι τα κομμάτια σκακιού του Λούις, τα πιο διάσημα κομμάτια σκακιού στον κόσμο. Είναι γνωστά για την τεχνική τους, με περίτεχνα γλυπτά και εκφραστικά πρόσωπα. Επιπλέον, αντανακλούν ιστορικές εμπορικές διαδρομές, ενώ η προέλευσή τους είναι αρκετά μυστηριώδης. Τα αντίγραφά τους είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και έχουν εμφανιστεί ακόμη και στην πρώτη ταινία του Χάρρυ Πόττερ.

ZoomInImage
Διαφημιστική φωτογραφία από την ταινία του 2001 «Ο Χάρρυ Πόττερ και η Φιλοσοφική Λίθος». Οι (α-δ) Ρον Ουέσλυ, Ερμιόνη Γκρέιντζερ και Χάρρυ Πόττερ παίζουν σκάκι με ένα σετ σκακιστικών κομματιών Λιούις. (MovieStillsDB)

 

Ο θησαυρός της νήσου Λούις

Οι πεσσοί πήραν το όνομά τους από τη νήσο Λούις, που ανήκει στις Εξωτερικές Εβρίδες της Σκωτίας. Αποτελούσαν μέρος ενός θησαυρού που ανακαλύφθηκε στο νησί κάποια στιγμή πριν από τις 11 Απριλίου 1831. Την ημερομηνία αυτή, εκτέθηκαν στην Εταιρεία Αρχαιολόγων της Σκωτίας στο Εδιμβούργο, αλλά οι ακριβείς συνθήκες της ανακάλυψής τους παραμένουν ασαφείς, και οι εκδοχές περί αυτών αντικρουόμενες. Πιθανώς βρέθηκαν στην άμμο της Ουίγκ Στραντ, ενός κολπίσκου στα βορειοδυτικά του νησιού, αλλά το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που τα εντόπισαν παραμένουν ακαθόριστα.

ZoomInImage
Βασιλιάς και βασίλισσα από το σετ σκακιού Λούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λιούις της Σκωτίας. Χαυλιόδοντας θαλάσσιου ίππου, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Συνολικά, ο θησαυρός περιείχε ενενήντα τρία αντικείμενα, τα περισσότερα από τα οποία κατασκευασμένα από χαυλιόδοντα θαλάσσιου ίππου, ενώ μερικά είναι από δόντια φάλαινας: πενήντα εννέα σκακιστικά κομμάτια (οκτώ βασιλιάδες, οκτώ βασίλισσες, δώδεκα φρουροί που αντιστοιχούν σε πύργους, δεκαπέντε ίπποι, δεκαέξι αξιωματικοί), δεκαεννιά πιόνια, δεκατέσσερις επίπεδες, κυκλικές σκακιέρες και μία αγκράφα. Αυτά τα αντικείμενα σχηματίζουν τέσσερα πλήρη σετ σκακιού, με εξαίρεση έναν ιππότη, τέσσερις φρουρούς και σαράντα τέσσερα πιόνια. Η ποικιλία στο μέγεθος και το σχέδιο των κομματιών υποδηλώνει ότι ενδέχεται να έχουν σκαλιστεί από διαφορετικούς τεχνίτες στο ίδιο εργαστήριο.

Κάθε μικροσκοπικό γλυπτό εκπέμπει μια μοναδική γοητεία και την ανθρωπιά ενός εξατομικευμένου χαρακτήρα. Για παράδειγμα, οι ιππότες με την πανοπλία τους κρατούν ασπίδες μοναδικού σχεδιασμού και ιππεύουν άλογα με χαρακτήρα, που μοιάζουν με τα σημερινά ισλανδικά άλογα. Οι βασιλιάδες κάθονται σε θρόνους , έχοντας σπαθιά στα πόδια τους· μερικοί είναι ξυρισμένοι, άλλοι έχουν γένια και μακριά μαλλιά. Οι αξιωματικοί (επίσκοποι, στην αγγλική σκακιστική παράδοση) κρατούν ποιμαντικές ράβδους, αλλά μερικοί κρατούν επίσης βιβλία ή κάνουν τη χειρονομία της ευλογίας.

ZoomInImage
Ιππότης (Ίππος) από το σετ σκακιού Λούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λιούις της Σκωτίας. Δόντι σπερμοφάλαινας, 12ος αιώνας.  Ο ιππότης είναι πάνω σε άλογο και κρατά ένα δόρυ στο δεξί του χέρι και μια ασπίδα στο αριστερό. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Ο θησαυρός διασκορπίστηκε το 1831 από τον έμπορο τέχνης του Εδιμβούργου Τ.Α. Φόρεστ. Το Βρετανικό Μουσείο αγόρασε κομμάτια εκείνη τη χρονιά και την επομένη, φθάνοντας τον αριθμό των ογδόντα δύο αντικειμένων συνολικά. Τα άλλα έντεκα γνωστά κομμάτια πέρασαν από διάφορες ιδιωτικές συλλογές πριν αποκτηθούν από το Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας το 1888.

ZoomInImage
Τρεις Επίσκοποι (Αξιωματικοί) από το σετ σκακιού Λιούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λούις της Σκωτίας. Χαυλιόδοντας θαλάσσιου ίππου, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Σκανδιναβική προέλευση

Αν και τα σκακιστικά κομμάτια Λούις βρέθηκαν σε ένα νησί της Σκωτίας, πιστεύεται ότι έχουν σκαλιστεί αλλού, και ίσως είχαν διαφορετικό προορισμό.

Η γενικά αποδεκτή θεωρία είναι ότι κατασκευάστηκαν στη Νορβηγία, συγκεκριμένα στη δυτική πόλη Τρόντχαϊμ, γύρω στα 1150-1200 ή στις αρχές του 13ου αιώνα. Η πόλη ήταν καλλιτεχνικό κέντρο παιχνιδιών σκαλισμένων σε ελεφαντόδοντο θαλάσσιου ίππου, το οποίο προερχόταν πιθανώς από το εμπόριο με τη Γροιλανδία. Οι θρόνοι των σκακιστικών κομματιών παραπέμπουν σε σκαλίσματα που βρέθηκαν σε μεσαιωνικές νορβηγικές εκκλησίες.

ZoomInImage
Στην πίσω πλευρά της Βασίλισσας (α) και του Βασιλιά (δ) είναι σκαλισμένοι οι θρόνοι τους, με περίτεχνα μοτίβα που θυμίζουν γλυπτά νορβηγικών εκκλησιών. Από το σετ σκακιού Λιούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λούις της Σκωτίας. Χαυλιόδοντας θαλάσσιου ίππου, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Η σύνδεση αυτών των σκακιστικών κομματιών με τη σκανδιναβική παράδοση είναι εμφανής και στα πιόνια, που απεικονίζονται ως μπερσέρκερ, ξετρελλαμένοι πολεμιστές από τη νορβηγική μυθολογία. Ορισμένοι στρατιώτες δαγκώνουν την κορυφή των ασπίδων τους, όντας σε αλλόφρονη κατάσταση, ακριβώς πριν τη μάχη. Είναι από τα πιο εντυπωσιακά σκακιστικά κομμάτια.

ZoomInImage
Δύο στρατιώτες (πιόνια) από το σετ σκακιού Λιούις, που κατασκευάστηκε στη Σκανδιναβία και ανακαλύφθηκε στο νησί Λούις της Σκωτίας. Δόντι σπερμοφάλαινας, 12ος αιώνας. (National Museums Scotland/CC BY-SA 4.0)

 

Την εποχή που κατασκευάστηκαν τα σκακιστικά κομμάτια, η Νορβηγία είχε τον πολιτικό και εκκλησιαστικό έλεγχο της νήσου Λιούις (η οποία παραχωρήθηκε στη Σκωτία το 1266). Οι εμπορικές οδοί μεταξύ της Νορβηγίας και της Ιρλανδίας περνούσαν από τις Εξωτερικές Εβρίδες, γεγονός που οδηγεί ορισμένους ειδικούς στην υπόθεση ότι ο θησαυρός αποτελούσε μέρος εμπορεύματος που χάθηκε ή θάφτηκε στο νησί.

Άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι τα κομμάτια προορίζονταν για τους τοπικούς ηγέτες του νησιού, αν και τα περισσότερα από τα αυτά δεν παρουσιάζουν σημάδια χρήσης.

Τα σύγχρονα σκακιστικά σετ παράγονται κατά κανόνα σε αντίθετα χρώματα, συνήθως μαύρο και άσπρο, για να διακρίνονται τα κομμάτια των αντιπάλων. Αν και τα σκακιστικά κομμάτια του Λούις έχουν τώρα ένα απαλό χρώμα ελεφαντόδοντου, το Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας γράφει: «Η επιστημονική ανάλυση ορισμένων πεσσών έχει βρει ίχνη υδραργύρου. Αυτό υποδηλώνει ότι κάποια από αυτά μπορεί να ήταν κάποτε βαμμένα κόκκινα με κιννάβαρη (θειούχο υδράργυρο)».

Το χαμένο πιόνι

Το 2019 υπήρξε μια συναρπαστική εξέλιξη στα ιστορικά αρχεία του θησαυρού της νήσου Λούις. Ο οίκος Sotheby’s στο Λονδίνο δημοπράτησε ένα κομμάτι που αποδίδεται στο εργαστήριο σκακιστικών κομματιών Λούις για 927.423 δολάρια. Ο πεσσός είχε περάσει στην οικογένεια ενός αντικέρ από το Εδιμβούργο, ο οποίος το είχε αγοράσει για 5 λίρες το 1964 (~15ο ευρώ σήμερα). Έχοντας φυλάξει το πιόνι σε ένα συρτάρι για πολλά χρόνια, οι ιδιοκτήτες δεν γνώριζαν τη σημασία του μέχρι που το έφεραν στον οίκο δημοπρασιών για εκτίμηση.

ZoomInImage
Ένα πρόσφατα ανακαλυφθέν πιόνι από το σετ σκακιού Λούις, στον Οίκο δημοπρασιών Sotheby’s. Λονδίνο, 3 Ιουνίου 2019. (Tristan Fewings/Getty Images)

 

Αυτό το κομμάτι, ύψους 8,89 εκ., ήταν ο πρώτος πεσσός που εμφανίστηκε ως πιθανά σχετικό με τον θησαυρό από τη δημόσια έκθεση του 1831. Καθώς πιστεύεται ότι λείπουν τέσσερα κομμάτια από το σύνολο, ενισχύεται η θεωρία ότι το κομμάτι του Sotheby’s ήταν μέρος ενός από τα αρχικά σετ. Τα σκακιστικά κομμάτια Λούις και το κομμάτι αυτό έχουν ορισμένες ομοιότητες.

Ο κατάλογος του Sotheby’s εξηγεί ότι «υπάρχουν σαφείς ομοιότητες μεταξύ του νεοανακαλυφθέντος πιονιού και των πεσσών του θησαυρού, αποδεχόμενοι το γεγονός ότι όλα τα κομμάτια έχουν διαφορές μεταξύ τους». Η συγκριτική ανάλυση είναι πιο δύσκολη επειδή αυτό το πιόνι είναι πιο ταλαιπωρημένο από άλλα κομμάτια της συλλογής.

Το σκούρο χρώμα του φαίνεται αρχικά ασύμβατο αυτό των άλλων κομματιών, αλλά όταν δημοπρατήθηκε δεν είχε καθαριστεί, σε αντίθεση με τους πεσσούς των συλλογών του Εθνικού Μουσείου της Σκωτίας και του Βρετανικού Μουσείου. Όλα τα σκακιστικά κομμάτια του Λούις παρουσιάζουν ένα λεπτό, τυχαίο δίκτυο καναλιών. Η γενική επιστημονική άποψη είναι ότι αυτό  είναι αποτέλεσμα της ταφής τους σε παράκτια τοποθεσία. Το πιόνι έχει επίσης αυτό το χαρακτηριστικό, κάτι που ενισχύει τη σύνδεσή του με τον θησαυρό του Λιούις.

Το γεγονός ότι τα περίπου 800 ετών σκακιστικά κομμάτια της νήσου Λούις επέζησαν και ανακαλύφθηκαν μετά από αιώνες ταφής σε ένα απομακρυσμένο μέρος της Σκωτίας είναι εξαιρετικό. Το μυστήριο της προέλευσής τους και της ανακάλυψής τους τα καθιστά ακόμη πιο συναρπαστικά. Τα κομμάτια, με τη ζωντανή τους εμφάνιση, επιτρέπουν στο κοινό να ταξιδέψει νοερά στη μεσαιωνική Ευρώπη, αναρωτώμενο τι μπορεί να κρύβει μια αμμουδιά ή ένα συρτάρι…

Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ: Η «Ωντυμπόν της Ανθογραφίας»

Εξερευνήτρια, ορειβάτις, φωτογράφος, ζωγράφος, ανθογράφος είναι μερικές μόνο από τις ιδιότητες της. Πρωτοπόρος στους τομείς της επιστήμης, της τέχνης και της εξερεύνησης, η Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ (Mary Vaux Walcott, 1860–1940) είναι πιο γνωστή για την έκδοση, μεταξύ 1925 και 1928, μίας πεντάτομης σειράς εξαιρετικών υδατογραφιών με μελέτες των αγριολούλουδων της Βόρειας Αμερικής. Αυτό το αναγνωρισμένο και πρωτοποριακό έργο της της χάρισε το παρατσούκλι «Ωντυμπόν της Ανθογραφίας».

Τα σκίτσα και οι εικονογραφήσεις της, που φτάνουν σχεδόν τις 1.000, συνεχίζουν να εκτίθενται και να επανεκδίδονται. Η διαχρονική γοητεία και η σημασία τους έγκειται στον συνδυασμό της εξαιρετικής ομορφιάς τους και της επιστημονικής ακρίβειας.

Πρώτα χρώματα και ταξίδια

Η Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ στο Γκρέητ Φωλς, στον ποταμό Ποτόμακ, στις 30 Απριλίου 1914. (Public Domain)

 

Η Γουόλκοτ γεννήθηκε σε μια ευημερούσα οικογένεια Κουακέρων της Φιλαδέλφειας, η μεγαλύτερη από τρία αδέλφια. Όταν ήταν ακόμα παιδί, της δόθηκε ένα κουτί με χρώματα, το οποίο κράτησε για όλη της τη ζωή. Αυτό το σετ χρωμάτων ήταν το καταλυτικό στοιχείο για τις πρώτες της προσπάθειες στη ζωγραφική λουλουδιών και τοπίων. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ενασχόληση με την ανθογραφία θεωρούνταν κατάλληλο χόμπι για μια μορφωμένη νεαρή γυναίκα. Ωστόσο, οι κυρίες υποτίθεται ότι αντλούσαν έμπνευση από τους κήπους τους και όχι από απόκρημνες βουνοκορφές, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους.

Η Γουόλκοτ σκόπευε να φοιτήσει στο Κολλέγιο Μπρυν Μάουρ, αλλά ο απροσδόκητος θάνατος της μητέρας της την ανάγκασε να μείνει στο σπίτι για να φροντίσει τον πατέρα και τους αδελφούς της. Αν και έχασε την ευκαιρία για επίσημη ανώτερη εκπαίδευση, ένα νέο μονοπάτι άνοιξε μπροστά της: το 1887, οι Γουόλκοτ άρχισαν να πραγματοποιούν ετήσιες ερασιτεχνικές επιστημονικές ερευνητικές εκδρομές στα Βραχώδη Όρη του Καναδά, στις οποίες η Γουόλκοτ συμμετείχε ενεργά.

Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ, (α) «Ίρις (είδος Iris)» και (δ) «Άγρια τριανταφυλλιά και μπλε μάτι (είδος Rosa και είδος Sisyrinchium)», 1939. Ακουαρέλα σε χαρτί, 25,4 εκ. x 17,8 εκ. Smithsonian American Art Museum, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Στο πρώτο τους ταξίδι, οι Βωξ ταξίδεψαν 10.000 μίλια, χρησιμοποιώντας τόσο παραδοσιακά μέσα μεταφοράς (πεζοπορία, άλογα, πορθμεία, άμαξες) όσο και νέα (τον Καναδικό Σιδηρόδρομο του Ειρηνικού). Το ταξίδι ήταν γεμάτο περιπέτειες, καθώς επέζησαν από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα και έναν εκτροχιασμό. Όλα τα μέλη της οικογένειας ήταν έμπειροι φωτογράφοι, ειδικά η Μαίρη, η οποία έγινε γνωστή για την ικανότητά της να στήνει σκοτεινό θάλαμο ακόμη και σε έναν καταυλισμό στο βουνό. Άρχισαν να φωτογραφίζουν τον παγετώνα Ιλλεσιλλεγουέτ (Illecillewaet), τραβώντας ίσως τις πρώτες φωτογραφίες του. Η καταγραφή τους διήρκεσε πάνω από 40 χρόνια.

Η Γουόλκοτ κράτησε ένα ημερολόγιο ταξιδιού από αυτές τις περιπέτειες στον δυτικό Καναδά, συλλέγοντας και αποτυπώνοντας με τα χρώματά της εικόνες από αγριολούλουδα. Ανέβηκε ακόμη και στο όρος Στήβεν, που έχει ύψος πάνω από 3.048 μ. Η Γουόλκοτ πέτυχε περαιτέρω επιτεύγματα ως λάτρης της φύσης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, και το όρος Μαίρη Βωξ στο Εθνικό Πάρκο Τζάσπερ, στην Αλμπέρτα του Καναδά, πήρε το όνομά της προς τιμήν της.

Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ, Arnica alpina, 1905. Ακουαρέλα σε χαρτί. 0,25 εκ x 0,17εκ. Smithsonian American Art Museum, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιρινού ταξιδιού, η Γουόλκοτ ζωγράφισε μια σπάνια ανθισμένη άρνικα κατόπιν αιτήματος ενός βοτανολόγου. Το έργο της έτυχε θερμής υποδοχής και την ενέπνευσε να αφοσιωθεί στην ακαδημαϊκή βοτανική εικονογράφηση. Έψαξε παντού για σπάνια λουλούδια, καταβάλλοντας ακάματες προσπάθειες. Πάντα δούλευε επί τόπου, κάτι που δεν συνηθιζόταν. Ωστόσο, εκείνη το θεωρούσε απαραίτητο για να αποτυπώσει με ακρίβεια τα χρώματα. Παρά την έλλειψη άνεσης και τα κουνούπια, έπρεπε να δουλεύει γρήγορα, καθώς τα αγριολούλουδα ζουν μόνο μια μέρα ή μερικές φορές μόνο λίγες ώρες. Λεγόταν ότι η Γουόλκοτ δούλευε έως και 17 ώρες έξω.

Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ, (α) «Βρύα Κάμπιον» (Silene acaulis), 1924, και (δ) «Κάλμια των Βραχωδών Ορέων (Kalmia microphylla)». Ακουαρέλα σε χαρτί, 25,4 x 17,8 εκ. Smithsonian American Art Museum, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Οι βοτανικές ακουαρέλες της Γουόλκοτ είναι εξαιρετικές ως προς τις αποχρώσεις, τους τόνους, το φως, τις λεπτομέρειες, την κίνηση και τη σύνθεση. Αυτές οι ακριβείς απεικονίσεις είναι ασυνήθιστες για την εποχή, καθώς η καλλιτέχνιδα αποτύπωνε τα φυτά σε κλίμακα. Ορισμένες σελίδες με μικροσκοπικά δείγματα έχουν μεγάλα κενά περιθώρια, ενώ οι απεικονίσεις μεγάλων λουλουδιών μπορεί να είναι κομμένες στα άκρα.

Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ, (α) «Άνθος μανόλιας» (Magnolia tripetala), 1932, και (δ) «Άνθος ροδόδενδρου» (Rhododendron catawbiense), 1932. Ακουαρέλα σε χαρτί, 25,4 εκ. × 17,8 εκ. Smithsonian American Art Museum, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα μέλη της οικογένειας της Γουόλκοτ δεν μπορούσαν πλέον να επισκέπτονται κάθε καλοκαίρι τα Βραχώδη Όρη του Καναδά. Παρ’ όλα αυτά, η Μαίρη συνέχισε τις επιστημονικές της αποστολές, πηγαίνοντας με φίλους ή ταξιδεύοντας μόνη της, μια τολμηρή επιλογή για μια γυναίκα εκείνη την εποχή. Το 1914, παντρεύτηκε τον παλαιοντολόγο Τσαρλς Ντούλιτλ Γουόλκοτ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν.

Είχε έναν ευτυχισμένο γάμο. Περνούσε με τον σύζυγό της τα καλοκαίρια στα Βραχώδη Όρη, ο καθένας αφοσιωμένος στην έρευνά του, ενώ τον χειμώνα, στην Ουάσιγκτον, τον βοηθούσε στην καταλογογράφηση των απολιθωμάτων που είχε συλλέξει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ο γάμος τους ήταν μια πραγματική συνεργασία, όπου ο ένας υποστήριζε το έργο του άλλου.

Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν

Ως σύζυγος ενός επιφανούς κατοίκου της Ουάσιγκτον, η Γουόλκοτ ανέλαβε έναν νέο ρόλο: αυτόν της οικοδέσποινας της υψηλής κοινωνίας. Διακρίθηκε σε αυτό το περιβάλλον, διοργανώνοντας σημαντικές δεξιώσεις για διεθνείς αξιωματούχους και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Ήταν επίσης συχνή επισκέπτρια του Λευκού Οίκου. Από την εποχή που ο Χέρμπερτ Χούβερ ήταν υπουργός Εμπορίου και καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας του, η Γουόλκοτ ήταν στενή φίλη με τη σύζυγό του, Λου, επίσης Κουάκερος και γεωλόγος. Όταν οι Γουόλκοτ περνούσαν τους χειμώνες τους στην Ουάσινγκτον, η Μαίρη βοηθούσε τον σύζυγό της στην καταλογογράφηση των απολιθωμάτων του.

Το ζευγάρι ήταν αφοσιωμένο στο Σμιθσόνιαν και ήταν γενναιόδωροι ευεργέτες. Τα έσοδα από τα πέντε τεράστια τόμοι του «Άγρια λουλούδια της Βόρειας Αμερικής» δωρίστηκαν στο ίδρυμα. Το έργο, που περιλαμβάνει 400 ακουαρέλες από τους πίνακές της, δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1920 μετά από παρότρυνση συναδέλφων επιστημόνων.

Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ, «Cliffrose (Cowania stanshuriana)», 1934. Ακουαρέλα σε χαρτί, 25,4 εκ. x 17,8 εκ. Smithsonian American Art Museum, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Η έκδοση ήταν επίσης καινοτόμος λόγω της τεχνικής εκτύπωσης, η οποία έγινε γνωστή ως η μέθοδος Σμιθσόνιαν. Στρώσεις αδιάβροχης μελάνης απλώνονταν σε βαρύ χαρτί που αποτελείτο από ίνες βαμβακιού. Οι σελίδες δεν στέγνωναν εντελώς μεταξύ των εκτυπώσεων των επιμέρους χρωμάτων. Στη συνέχεια, οι σελίδες βυθίζονταν σε νερό για να αναδυθούν οι ίνες τους. Μετά, κάθε σελίδα στεγνωνόταν με το χέρι, γεγονός που έδινε στο τελικό προϊόν μια πιο τραχιά επιφάνεια που θύμιζε την αρχική ακουαρέλα. Αυτή η μέθοδος επέτρεπε την πιο ακριβή αναπαραγωγή των χρωμάτων και οι εκτυπώσεις δεν ξεθώριαζαν.

Ο Τσαρλς πέθανε πρώτος, το 1927. Όταν πέθανε η Μαίρη, το 1940, κληροδότησε 400.000 δολάρια στο ταμείο Σμιθσόνιαν που είχε ιδρύσει παλαιότερα μαζί με τον σύζυγό της. Σχεδόν 80 χρόνια αργότερα, ήρθαν στο φως νέες πληροφορίες για το έργο της. Μερικά από τα συλλεγμένα βοτανικά δείγματά της είχαν αποδοθεί λανθασμένα στον Τσαρλς. Το 2019, ένας ειδικευόμενος του Σμιθσόνιαν που εργαζόταν σε ένα πρόγραμμα ψηφιοποίησης συλλογών ανακάλυψε αυτό το λάθος.

Το 2022, οι Κήποι Σμιθσόνιαν ονόμασαν ένα υβρίδιο ορχιδέας προς τιμήν της: x Rhyncattleanthe Mary Vaux Walcott. Ήταν κατάλληλο, καθώς η Γουόλκοτ είχε αποτυπώσει πολλές ασυνήθιστες ορχιδέες. Το εκτεταμένο έργο της ανέδειξε την ποικιλία των λουλουδιών της Βόρειας Αμερικής, πλήθος εφήμερων αγριολούλουδων, εύθραυστων αλλά και ανθεκτικών, και τα πρόβαλλε στο ευρύ κοινό.

Η αστείρευτη περιέργεια, η τόλμη, η παραγωγικότητα, η ζωντάνια και η πρωτοτυπία της Γουόλκοτ διαπέρασαν την ανθογραφία, τις καλές τέχνες και τη φιλανθρωπική της δράση. Ήταν τόσο σπάνια όσο τα πιο σπάνια αγριολούλουδα που αναζητούσε και διατήρησε για τις μελλοντικές γενιές μέσω των ρεαλιστικών εικονογραφήσεών της.

The Mary Vaux Walcott orchid (x Rhyncattleanthe Mary Vaux Walcott) is a cross between x Rhyncattleanthe Carolina Orange D’Or "Lenette" and x Cattlianthe Trick or Treat "Orange Magic." Smithsonian Gardens. (Public Domain)
Η ορχιδέα Μαίρη Βωξ Γουόλκοτ (x Rhyncattleanthe Mary Vaux Walcott) είναι ένα υβρίδιο μεταξύ της x Rhyncattleanthe Carolina Orange D’Or «Lenette» και της x Cattlianthe Trick or Treat «Orange Magic». Κήποι Σμιθσόνιαν. (Public Domain)

 

Ο «Σάρτζεντ και το Παρίσι» στο Met

Ο Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ (1856–1925) ήταν ο πιο φημισμένος Αμερικανός προσωπογράφος της εποχής του. Στο απόγειο της καριέρας του, ζωγράφισε την αφρόκρεμα της κοινωνίας: τους τιτάνες της βιομηχανίας της Χρυσής Εποχής, τις πριγκίπισσες του αμερικανικού δολαρίου και τις αριστοκρατικές ομορφιές της εδουαρδιανής εποχής. Τα θεμέλια της καλλιτεχνικής του πρακτικής μπορούν να αναχθούν στην περίοδο που πέρασε στο Παρίσι, όπου έφτασε το 1874 σε ηλικία 18 ετών και παρέμεινε για μια δεκαετία. Αντλούσε έμπνευση από τον δάσκαλό του, τους σύγχρονους ζωγράφους, έναν ποικίλο κοινωνικό κύκλο δημιουργικών ανθρώπων και προστατών, καθώς και από την Ιστορία της Τέχνης.

Η έκθεση «Sargent and Paris», που παρουσιάζεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης έως τις 3 Αυγούστου, εξερευνά ακριβώς αυτή την παραγωγική και ουσιαστική περίοδο του έργου του. Η έκθεση κορυφώνεται με την παρουσίαση του βασικού πίνακα του Σάρτζεντ, «Madame X», αλλά η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι τοποθετεί το έργο στο πλαίσιο των πλούσιων πρώιμων παρισινών πορτρέτων του.

ZoomInImage
Ο Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ στο ατελιέ του, στο Παρίσι, μπροστά από το πορτρέτο της «Μαντάμ Χ». Φωτογραφία του Αντόλφ Ζιροντόν, περ. 1884. (Public Domain)

 

Εκπαίδευση στο Παρίσι

Ο Σάρτζεντ ήταν ένας πραγματικά διεθνής καλλιτέχνης. Γεννημένος στη Φλωρεντία από Αμερικανούς γονείς, η πατρική του πλευρά είχε τις ρίζες της σε μια από τις παλαιότερες οικογένειες που είχαν φτάσει στον Νέο Κόσμο ως άποικοι.

Πέρασε την παιδική του ηλικία ταξιδεύοντας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τους χειμώνες στη Ρώμη ή τη Νίκαια, τα καλοκαίρια σε παραθαλάσσια θέρετρα ή στις Άλπεις, και δεν επισκέφθηκε την Αμερική μέχρι τα 20 του χρόνια. Αν και δεν είχε λάβει επίσημη εκπαίδευση λόγω του περιπλανώμενου τρόπου ζωής της οικογένειάς του, μιλούσε άπταιστα τέσσερις γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Βυθίστηκε στην ευρωπαϊκή τέχνη, με τη μητέρα του να τον ενθαρρύνει να επισκέπτεται μεγάλα μουσεία και εκκλησίες και να σχεδιάζει κάθε μέρα.

Αποφασισμένος να γίνει καλλιτέχνης, ο Σάρτζεντ εγγράφηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένος από τη διδασκαλία.

Αυτός και οι γονείς του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το Παρίσι θα του πρόσφερε την καλύτερη εκπαίδευση στις τέχνες. Αφού μετακόμισε εκεί, η εκπαίδευσή του ήταν διττή: εντάχθηκε στο εργαστήριο του Καρολύς-Ντυράν (1837-1917), κορυφαίου Γάλλου προσωπογράφου, και εγγράφηκε και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ο Σάρτζεντ απέκτησε εμπειρία στην ενσωμάτωση των κλασικών παραδόσεων με τις ακαδημαϊκές πρακτικές της τέχνης των συγχρόνων του, αναπτύσσοντας ένα μοναδικό στυλ που συνέχισε να εξελίσσει καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του.

Τρία χρόνια μετά την άφιξή του στο Παρίσι, ο Σάρτζεντ παρουσίασε για πρώτη φορά έργα του στο Σαλόνι του Παρισιού. Η διάσημη ετήσια έκθεση με κριτική επιτροπή και κρατική χρηματοδότηση ήταν για τους αναδυόμενους αλλά και για τους καταξιωμένους καλλιτέχνες ο βασικός τρόπος εύρεσης χορηγών και αναγνώρισης από το κοινό και τους κριτικούς. Εν ολίγοις, ήταν καθοριστική για την καριέρα ενός καλλιτέχνη.

Ξεπερνώντας τον μέντορά του

Η πρώτη αίθουσα της έκθεσης του Met παρουσιάζει την προσωπογραφία μίας οικογενειακής φίλης, της αμερικανικής καταγωγής Φράνσις Σέρμπορν Ρίντλεϋ Γουώτς, το οποίο είχε υποβάλει ο Σάρτζεντ,  Η Γουώτς και ο Σάρτζεντ είχαν γνωριστεί ως παιδιά τη δεκαετία του 1860, όταν και οι δύο ζούσαν με τις οικογένειές τους στη Νίκαια. Η φιλία τους κράτησε μια ζωή.

ZoomInImage
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, προσωπογραφία της Φράνσις Σέρμπορν Ρίντλεϋ Γουώτς, 1877. Λάδι σε καμβά, 105,5 x 81,3 εκ. Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Αυτή η πρώιμη, αν και επαγγελματική, προσωπογραφία έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς. Σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας, το οποίο σημειώνει: «Οι γλυκές αποχρώσεις του δέρματος, τα λεπτεπίλεπτα παιχνίδια του φωτός και οι ανάλαφρες πινελιές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον πίνακα είναι αυτά που έκαναν τον Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ έναν από τους πιο περιζήτητους προσωπογράφους της εποχής του».

Η ιδιοφυΐα του Σάρτζεντ ήταν ήδη εμφανής, και όταν παρουσίασε δύο πίνακες τον επόμενο χρόνο, στο Σαλόνι του 1878, ο Τύπος έφτασε να υποδείξει ότι είχε ξεπεράσει τον μέντορά του, Καρολύς-Ντυράν.

ZoomInImage
Καρολύς-Ντυράν, La Dame au Gant (Κυρία με γάντι, προσωπογραφία της Μαντάμ Καρολύς-Ντυράν, το γένος Πολίν Κρουαζέτ), 1869. Λάδι σε καμβά, 226 x 162 εκ. Μουσείο Ορσέ, Παρίσι. (Ευγενική παραχώρηση του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης)

 

Το έργο που ο ίδιος ο Καρολύς-Ντυράν υπέβαλε στο Σαλόνι του 1869 περιλαμβάνεται στην έκθεση του Met και παρέχει το πλαίσιο για την πορεία του Σάρτζεντ. Αυτή η κομψή ολόσωμη προσωπογραφία της συζύγου του Ντυράν ως μοντέρνας γυναίκας έτυχε θερμότατης υποδοχής από τους κριτικούς, και έθεσε τα πρότυπα για ένα εξειδικευμένο είδος μεγάλων πινάκων με ιδανικές, μοντέρνες Παριζιάνες που προσωποποιούσαν την ομορφιά, τη χάρη, το στυλ, τη γοητεία και το μυστήριο.

Ένα άλλο έργο που αντιπροσωπεύει αυτό το θέμα είναι το εξαιρετικό «Γυναίκα που φοράει γάντια», επίσης γνωστό ως «Η Παριζιάνα», του Ελβετού καλλιτέχνη Σαρλ-Αλεξάντρ Ζιρόν (1850–1914), φίλου του Σάρτζεντ. Η γυναίκα φοράει ένα κομψό φόρεμα με κεντήματα και βελούδινα διακοσμητικά στοιχεία, που συμπληρώνεται από ένα καπελάκι με φτερά μαραμπού.

ZoomInImage
Σαρλ-Αλεξάντρ Ζιρόν , «Γυναίκα που φοράει γάντια» ή «Η Παριζιάνα», 1883. Λάδι σε καμβά, 198 x 88 εκ. Petit Palais, Παρίσι. (Public Domain)

 

Οικογένεια Παγιερόν

Σε όλο το έργο του, ο Σάρτζεντ ξεχώριζε για τις πολυτελείς απεικονίσεις των υφασμάτων, των οποίων τα χρώματα και τα μοτίβα ενίσχυαν τον τρόπο με τον οποίο ο θεατής αντιλαμβανόταν την προσωπικότητα του μοντέλου. Το πορτρέτο της Μαρί Μπουλόζ Παγιερόν (Μαντάμ Εντουάρ Παγιερόν), του 1879, ήταν το πρώτο του ολόσωμο πορτρέτο.

Με αστική ομορφιά, η Μαρί ανήκε σε έναν λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κύκλο μαζί με τον σύζυγό της, τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Εντουάρ, τον οποίο ο Σάρτζεντ επίσης ζωγράφισε. Στον πίνακά του, ο καλλιτέχνης απεικόνισε τη Μαρί στο εξοχικό της οικογένειας. Η προσωπογραφία αντανακλά τόσο τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής προσωπογραφίας, όπως η πλούσια απεικόνιση των ρούχων και των κοσμημάτων, όσο και την προσωπικότητα του Σάρτζεντ.

ZoomInImage
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, προσωπογραφία της Μαρί Μπουλόζ Παγιερόν (Μαντάμ Εντουάρ Παγιερόν), 1879. Λάδι σε καμβά, 210 χ 104 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Ο Εντουάρ ήταν ο σημαντικότερος πρώιμος προστάτης του Σάρτζεντ, οποίος μετά τη δική του προσωπογραφία του, του ανέθεσε και αυτές της συζύγου και των παιδιών του, Μαρί-Λουίζ και Εντουάρ, οι οποίοι ποζάρισαν για τον Σάρτζεντ τον επόμενο χρόνο.

Ο πίνακας που προέκυψε, ο οποίος έτυχε θερμής υποδοχής στο Σαλόνι του 1881, είναι ένα παράδειγμα της μοναδικής προσέγγισης του Σάρτζεντ στην απεικόνιση των παιδιών. Παραδοσιακά, τα παιδιά στον 19ο αιώνα απεικονίζονταν σε συναισθηματικές σκηνές. Οι απεικονίσεις της παιδικής ηλικίας του Σάρτζεντ ήταν πρωτοποριακές, καθώς αποτύπωνε τις αποχρώσεις της προσωπικότητας ενός νεαρού ατόμου. Σε αυτόν τον πίνακα, η τεταμένη, σχεδόν θυμωμένη φιγούρα της μικρής Μαρί-Λουίζ καταλαμβάνει το κέντρο της σκηνής.

ZoomInImage
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, Εντουάρ και Μαρί-Λουίζ Παγιερόν, 1881 Λάδι σε καμβά, 152 x 175 εκ. Κέντρο Τέχνης Ντε Μόιν, Αϊόβα, ΗΠΑ. (Ευγενική παραχώρηση του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης)

 

Ως ενήλικη, διηγήθηκε ότι το πορτρέτο χρειάστηκε 83 συναντήσεις, κάτι που μπορεί να είναι υπερβολή, και ότι εκείνη και ο Σάρτζεντ φιλονίκησαν για τα ρούχα και τα αξεσουάρ που θα φορούσε. Ο καλλιτέχνης επέμενε να φορέσει ένα κρεμ-λευκό μεταξωτό φόρεμα, που θα του επέτρεπε να δημιουργήσει απαλές σκιές.

Η Ισπανία και η Ανατολή

Η δεξιοτεχνία του Σάρτζεντ στη ζωγραφική του λευκού υπό διαφορετικές συνθήκες φωτισμού είναι εμφανής στο έργο «Καπνός από κεχριμπάρι».

Η σύνθεση δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του Σάρτζεντ στο Μαρόκο. Οι ανατολίτικες σκηνές όπως αυτή ήταν δημοφιλείς τότε στο παρισινό κοινό. Εκτός από τη Βόρεια Αφρική, ο Σάρτζεντ ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της γαλλικής περιόδου του. Επισκέφθηκε το Χάρλεμ της Ολλανδίας για να δει το έργο του Φρανς Χαλς, του οποίου η δεξιοτεχνία τον ενέπνευσε βαθιά. Ένα από τα πιο σημαντικά ταξίδια του ήταν στην Ισπανία, το 1879. Ο Καρολύς-Ντυράν ήταν ένθερμος θαυμαστής του Ντιέγκο Βελάσκεθ και παρότρυνε τους μαθητές του να μελετήσουν τον Ισπανό δάσκαλο.

ZoomInImage
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, «Καπνός από κεχριμπάρι», 1880. Λάδι σε καμβά, 140 x 90 εκ. Κληροδότημα του Clark Art Institute, στη Μασσαχουσέττη. (Ευγενική παραχώρηση του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης)

 

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαδρίτη, ο Σάρτζεντ αντέγραψε έργα του Βελάσκεθ στο Μουσείο Πράδο, μεταξύ των οποίων και το διάσημο «Las Meninas». Η εκδοχή του Σάρτζεντ περιλαμβάνεται στην έκθεση του Met. Βρίσκεται σε μια αίθουσα όπου εκτίθεται μόνο ένα ακόμη έργο, το «The Daughters of Edward Darley Boit» του ιδίου, σε φυσικό μέγεθος, του 1882. Ο πίνακας αυτός εκτέθηκε στο Σαλόνι της επόμενης χρονιάς και αντανακλά την επιρροή του Βελάσκεθ και του αριστουργήματός του. Ο τίτλος του έργου του Σάρτζεντ υποδηλώνει μια ομαδική προσωπογραφία, και ο καμβάς απεικονίζει πράγματι τις κόρες, ηλικίας 4 έως 14 ετών, των Αμερικανών ομογενών Έντουαρντ Ντάρλεϋ Μπόιτ και Μαίρη Λούις Κάσινγκ.

Ωστόσο, δύο από τα κορίτσια έχουν ασαφή χαρακτηριστικά, προσέγγιση ασυνήθιστη στην προσωπογραφία της εποχής, και όλα παρουσιάζονται εντελώς ασύνδετα. Τα παιδιά μοιράζονται τη σύνθεση με ένα σκοτεινό εσωτερικό που κυριαρχείται από δύο μεγάλα ιαπωνικά βάζα, εντείνοντας τον μυστηριώδη τόνο του πίνακα. Το έργο έχει ως σκηνικό την είσοδο του διαμερίσματος της οικογένειας στο Παρίσι, χώρος που θολώνει τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού.

ZoomInImage
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, «Οι κόρες του Έντουαρντ Ντάρλεϋ Μπόιτ», 1882. Λάδι σε καμβά, 220 x 220 εκ. Μουσείο Καλών Τεχνών, Βοστώνη. (Ευγενική παραχώρηση του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης)

 

Ένα άλλο πορτρέτο του Σάρτζεντ που συνδυάζει με εντυπωσιακό τρόπο προσωπικά και δημόσια στοιχεία είναι το πληθωρικό «Ο Δρ Πότσι στο σπίτι του».

Το μοντέλο ήταν ο πρωτοπόρος Γάλλος χειρουργός Δρ Σάμιουελ-Ζαν Πότσι, ο οποίος ήταν επίσης γνωστός για τη λαμπερή κοινωνική του ζωή. Αυτό το πορτρέτο σε φυσικό μέγεθος δείχνει τον γιατρό σε επίσημη πόζα, αλλά φορώντας μία κόκκινη ρόμπα. Ο πίνακας είναι μια εκθαμβωτική μελέτη του κόκκινου σε όλες του τις αποχρώσεις και αναπόφευκτα παραπέμπει στις προσωπογραφίες των πριγκήπων, Παπών και καρδιναλίων.

ZoomInImage
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, «Ο Δρ Πότσι στο σπίτι του», 1881. Λάδι σε καμβά, 200 x 101 εκ. Μουσείο Χάμμερ, Λος Άντζελες, ΗΠΑ. (Ευγενική παραχώρηση του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης)

 

Το 1883, ο Σάρτζεντ άνοιξε το δικό του εργαστήριο στο Παρίσι. Εκείνη τη χρονιά, άρχισε να εργάζεται σε μία προσωπογραφία της Βιρζινί Αμελί Αβενιό Γκωτρώ (Μαντάμ Πιερ Γκωτρώ), το οποίο δεν ήταν παραγγελία και το οποίο θα ονομάζονταν «Μαντάμ Χ».

Η Γκωτρώ γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη από γονείς γαλλικής καταγωγής. Μεγάλωσε στο Παρίσι και έγινε διάσημη για την ομορφιά της στην υψηλή κοινωνία. Το «Μαντάμ Χ» εκτέθηκε στο Σαλόνι του 1884 και, για πρώτη φορά, ένας πίνακας του Σάρτζεντ προκάλεσε εχθρότητα, χλευασμό και σκάνδαλο.

Αυτή η αρνητική αντίδραση ήταν ένας από τους λόγους που ο Σάρτζεντ έφυγε από το Παρίσι για το Λονδίνο τον Ιούνιο του 1884. Είχε επίσης κλείσει αρκετές παραγγελίες για πορτρέτα από τη νεόπλουτη βρετανική οικογένεια Βίκερς. Η πικρία για την υποδοχή του «Madame X» παρέμεινε και ο Σάρτζεντ εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία το 1886, αν και συνέχισε να ταξιδεύει πολύ και να εκθέτει στο Παρίσι.

ZoomInImage
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, προσωπογραφία της κυρίας Άλμπερτ Βίκερς (Έντιθ Φόστερ), 1884. Λάδι σε καμβά, 208 x 99 εκ. Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, Ρίτσμοντ, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Η προσωπογραφία της κυρίας Άλμπερτ Βίκερς (Έντιθ Φόστερ) εκτέθηκε στο Σαλόνι του 1885. Η προσωπογραφία «La Carmencita» του 1890, που απεικονίζει την ισπανίδα χορεύτρια του φλαμένκο Κάρμεν Ντάουσετ Μορένο, αγοράστηκε από το γαλλικό κράτος το 1892. Ο πίνακας αυτός είναι το τελευταίο έργο της έκθεσης του Met, και το μουσείο γράφει: «Η απόκτησή του ανακήρυξε ουσιαστικά τον Σάρτζεντ, σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών, ως έναν από τους μεγάλους δασκάλους της εποχής του και σηματοδότησε την τελική αποδοχή του στο Παρίσι».

Η έκθεση «Ο Σάρτζεντ και το Παρίσι» αναδεικνύει το βάθος των φιλικών σχέσεων, των χορηγιών, των τεχνικών δεξιοτήτων και της δημιουργικότητας που ανέπτυξε ο Σάρτζεντ κατά τη δεκαετία που έζησε στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Εκτός από τα πορτρέτα με λάδι, δημιούργησε σκίτσα και ακουαρέλες και ζωγράφισε σκηνές της καθημερινής ζωής, θαλασσινά και αστικά τοπία, μερικά από τα οποία εκτίθενται επίσης στην έκθεση. Αυτά τα πρώιμα έργα διαμόρφωσαν την τεράστια επιτυχία που γνώρισε ο Σάρτζεντ στη δεκαετία του 1890. Ωστόσο, η σε βάθος εξέταση του έργου του στο Παρίσι από το Met επιβεβαιώνει την εκτίμηση του Χένρυ Τζέημς, φίλου του και Αμερικανού συγγραφέα που ζούσε επίσης στο εξωτερικό, ότι τα έργα του Σάρτζεντ από αυτή την περίοδο «προσφέρουν το ελαφρώς παράδοξο θέαμα ενός ταλέντου που, στο κατώφλι της καριέρας του, δεν έχει τίποτα πια να μάθει».

Ο «Δούκας του Ουέλλιγκτον» του Γκόγια και η κλοπή που συγκλόνισε τη Βρετανία

Η βασίλισσα Βικτώρια περιέγραψε τον Άρθουρ Ουέλσλυ, 1ο Δούκα του Ουέλιγκτον (1769–1852) ως «τον μεγαλύτερο άνδρα που έβγαλε ποτέ αυτή η χώρα». Ο δούκας, στρατιωτικός ήρωας, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του Ηνωμένου Βασιλείου, με πολλές γλυπτικές και ζωγραφικές αναπαραστάσεις της μορφής του. Η πιο διάσημη είναι το πορτρέτο που φιλοτέχνησε ο Ισπανός Φρανσίσκο ντε Γκόγια, ζωγραφισμένο με λάδι πάνω σε ξύλο. Όπως αρμόζει σε μια εικόνα της βρετανικής ιστορίας, το έργο «Ο Δούκας του Ουέλλιγκτον» κατέληξε στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου το 1961. Εκτέθηκε στις αρχές Αυγούστου του ίδιου έτους και κλάπηκε μόλις 19 ημέρες αργότερα!

Επρόκειτο για μία από τις πιο μπερδεμένες ληστείες έργων τέχνης του 20ού αιώνα και συγκλόνισε τη χώρα. Εικόνα του έργου εμφανίστηκε ακόμη και στην κρυψώνα του κακού στην ταινία του Τζέημς Μποντ «Δρ No». Ευτυχώς, το έργο ανακτήθηκε άθικτο το 1965 και το 2020, η ταινία «The Duke» ανέλαβε να μεταφέρει την περιπέτειά του στη μεγάλη οθόνη.

Κερδίζοντας επάξια το δουκικό αξίωμα

Ο Άρθουρ Ουέλσλυ γεννήθηκε στο Δουβλίνο, έκτος από τα εννέα παιδιά μιας αριστοκρατικής αγγλοϊρλανδικής οικογένειας. Φοίτησε για σύντομο χρονικό διάστημα στο φημισμένο σχολείο τον, πριν ο θάνατος του πατέρα του φέρει οικονομική δυσπραγία στην οικογένεια. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά θεωρήθηκε ότι είχε περιορισμένες δυνατότητες και ένα αβέβαιο μέλλον.

ZoomInImage
Τόμας Λώρενς, ολόσωμη προσωπογραφία του Άρθουρ Ουέλσλυ, 1ου Δούκα του Ουέλιγκτον, 1814-1815. Λάδι σε καμβά, 314 x 88 εκ. Βασιλική Συλλογή, Ηνωμένο Βασίλειο. (Public Domain)

 

Η μητέρα του πίστευε ότι έπρεπε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα, οπότε το 1787 κατατάχθηκε στον βρετανικό στρατό. Αφού πέρασε κάποιο διάστημα στην Ευρώπη, στάλθηκε στην Ινδία, όπου πήρε μέρος σε μάχες και απέκτησε άμεση εμπειρία στη στρατηγική, την πειθαρχία, τη διπλωματία και τη συλλογή πληροφοριών, δεξιότητες που αποδεικνύονταν ζωτικές κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων.

Παρά τη δύσκολη αρχή, η φήμη του Ουέλσλυ αυξήθηκε χάρη στις νίκες του κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ιβηρικής Χερσονήσου (1808-1814), μιας σειράς μαχών για την απομάκρυνση των ναπολεόντειων δυνάμεων από την Ιβηρική Χερσόνησο. Ως ανταμοιβή, έλαβε τον τίτλο του ευγενή της Βρετανίας, αρχικά ως υποκόμης και στη συνέχεια ως κόμης, καθώς οι συγκρούσεις εξελίσσονταν. Ο Ναπολέων παραιτήθηκε για πρώτη φορά το 1814 και ο Ουέλσλυ έλαβε τον υψηλότερο τίτλο της ευγενείας, αυτόν του δούκα. Όταν ο Ναπολέων επέστρεψε στην εξουσία από την εξορία του στο νησί της Έλβα, ο Ουέλσλυ ανέλαβε τη διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων εναντίον των Γάλλων.

Τελικά, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι έληξαν με την επικράτηση του Ουέλσλυ στη μάχη του Βατερλώ, όπου νίκησε οριστικά τον Ναπολέοντα. Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως πρωθυπουργός για δύο θητείες και όταν πέθανε η κηδεία του έγινε με κρατικά έξοδα. Τάφηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου.

Η προσωπογραφία από τον Γκόγια ζωγραφίστηκε μετά την απελευθέρωση της Μαδρίτης, το καλοκαίρι του 1812.

Ο διάσημος ζωγράφος της ισπανικής Αυλής

Ο Φρανσίσκο ντε Γκόγια (1746–1828) ήταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος της Ισπανίας στα τέλη του 18ου αιώνα. Γεννημένος από πατέρα επιχρυσοχόο και μητέρα από ευγενή οικογένεια που είχε πέσει σε δυσχέρεια, ανήλθε κοινωνικά γινόμενος ένας παγκοσμίου φήμης αυλικός ζωγράφος.

ZoomInImage
Βισέντε Λόπεζ Πορτάνα, προσωπογραφία του Φρανσίσκο ντε Γκόγια, 1826. Λάδι σε καμβά, 99 x 76 εκ. Εθνικό Μουσείο Πράδο, Μαδρίτη. (Public Domain)

 

Σε ηλικία 14 ετών, ο Γκόγια έγινε μαθητευόμενος ζωγράφος και αργότερα μετακόμισε στη Μαδρίτη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Με τον γάμο του, έγινε κουνιάδος του Φρανσίσκο Μπαγιέου, του κορυφαίου Ισπανού αυλικού καλλιτέχνη της εποχής. Η νέα σχέση του Γκόγια τον βοήθησε να εξασφαλίσει μια θέση στο βασιλικό εργοστάσιο ταπισερί. Εκεί, η καριέρα του πήρε ανοδική πορεία.

Ο καλλιτέχνης ήταν ιδιοφυΐα σε διάφορα μέσα, όπως η ζωγραφική, το σχέδιο και η χαρακτική. Παρά τα ευρύτατα ενδιαφέροντά του, είναι πιο γνωστός για τα πορτρέτα του, ειδικά τα αριστοκρατικά και βασιλικά. Ο Γκόγια υπηρέτησε ως αυλικός ζωγράφος τριών Ισπανών βασιλέων: του Καρόλου Γ’, του Καρόλου Δ’ και του Φερδινάνδου Ζ’. Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ισπανίας, ο Γκόγια ζωγράφισε πολλούς Γάλλους ηγέτες, αλλά μετά την απελευθέρωση αποτίμησε την ισπανική αντίσταση και την αντίποινα των Γάλλων σε μια σειρά πινάκων. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μπορντώ της Γαλλίας.

«Ο Δούκας του Ουέλλιγκτον»

Το πιο διάσημο πορτρέτο του Γκόγια για τους απελευθερωτές της Ισπανίας είναι ο «Δούκας του Ουέλλιγκτον», που χρονολογείται μεταξύ 1812 και 1814, στο οποίο συναντώνται ο πιο διακεκριμένος καλλιτέχνης και ο πιο φημισμένος στρατιωτικός ήρωας. Εκτός από το συγκεκριμένο έργο, ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης τον δούκα και σε προπαρασκευαστικά σκίτσα για ένα μεγάλο ιππικό πορτρέτο. Οι μελετητές πιστεύουν ότι ο Γκόγια ζωγράφισε το έργο της Εθνικής Πινακοθήκης εκ του φυσικού, αν και έκανε μεταγενέστερες αλλαγές που αλλοίωσαν τη στάση του Ουέλσλυ και πρόσθεσε τα νέα μετάλλια και τα στρατιωτικά παράσημα που του απονεμήθηκαν.

ZoomInImage
Φρανσίσκο ντε Γκόγια, «Ο Δούκας του Ουέλλιγκτον», 1812–1814. Λάδι σε ξύλο, 63 × 50 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Ο «Δούκας του Ουέλλιγκτον» είναι μία προσωπογραφία τριών τετάρτων με απλή σύνθεση, που δείχνει τον Ουέλλιγκτον σε όρθια στάση. Το απέριττο σκούρο φόντο οδηγεί το βλέμμα του θεατή στο πρόσωπο του μεγάλου άνδρα και στα παράσημα της πορφυρής στρατιωτικής του στολή. Είναι ενδιαφέρον ότι η έκφραση του προσώπου του δεν είναι νικηφόρα. Φαίνεται σοβαρός και στωικός, και η Εθνική Πινακοθήκη σημειώνει ότι φαίνεται σαν να είναι κουρασμένος από τη μάχη.

Ενώ ορισμένοι επιμελητές υποθέτουν ότι ο Γκόγια ζωγράφισε τον πίνακα με μεγάλη ταχύτητα και ενέργεια, άλλοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η εκτεθειμένη καφέ στρώση ασταριού ήταν σκόπιμη από τον καλλιτέχνη για να δημιουργήσει ισχυρότερο κοντράστ. Αν και για τις διακοσμήσεις του Ουέλσλυ χρησιμοποιήθηκε χαλαρή πινελιά, αυτές είναι ακόμα αναγνωρίσιμες: στο στήθος του βρίσκονται τα παράσημα του Τάγματος του Μπαθ (πάνω), του Σαν Φερνάντο της Ισπανίας (κάτω δεξιά) και του Πύργου και του Ξίφους της Πορτογαλίας (κάτω αριστερά). Ο Γκόγια έπρεπε να κάνει κάποιες προσαρμογές, όπως να μετακινήσει μερικά από τα χρυσά κουμπιά και τα μετάλλια, για να συμπεριλάβει την μπλε ζώνη του Πύργου και του Ξίφους στον δεξί του ώμο και τη ροζ κορδέλα του Τάγματος του Μπαθ από πάνω.

Ο Γκόγια προσέθεσε αργότερα το Τάγμα του Χρυσού Δέρατος γύρω από το λαιμό του, καθώς και τον Στρατιωτικό Χρυσό Σταυρό με μια καρφίτσα με τρία κούμπωμα και ένα λιοντάρι στο κέντρο, που κρέμεται από μια ροζ και μπλε κορδέλα.

Η μεγάλη ληστεία

Το πορτρέτο έζησε μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια μετά την απομάκρυνσή του από τα χέρια του πρώτου ιδιοκτήτη του, του Δούκα του Ουέλλιγκτον. Κατέληξε στη συλλογή του Δούκα του Ληντς και παρέμεινε στην οικογένεια μέχρι που ο Τζον Όσμπορν, 11ος Δούκας του Ληντς, το πούλησε μέσω του Οίκου Sotheby’s το 1961 στον Αμερικανό συλλέκτη Τσαρλς Ράιτσμαν για 140.000 λίρες, 2 εκατομμύρια λίρες σε σημερινές τιμές (περίπου 2.350.000 ευρώ). Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση δεν ήθελε ένα τόσο ιστορικό έργο τέχνης να φύγει από τη χώρα. Το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με το φιλανθρωπικό ίδρυμα Wolfson Foundation, ισοφάρισε την προσφορά του πλειοδότη και εξασφάλισε το έργο για τη χώρα. Το πορτρέτο του Γκόγια έγινε διάσημο σε εθνικό επίπεδο, προσελκύοντας πλήθη επισκεπτών στην Πινακοθήκη.

ZoomInImage
Ο Τζιμ Μπρόντμπεντ υποδύεται τον 60χρονο ταξιτζή Κέμπτον Μπάντον που επιστρέφει τον πίνακα του Γκόγια στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, στην ταινία «The Duke» του Ρότζερ Μίτσελ (2020). (MovieStillsDB)

 

Ωστόσο, το πρωί της 21ης Αυγούστου 1961, το πορτρέτο εξαφανίστηκε. Δεν βρέθηκαν στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος που να οδηγούν στον δράστη και η αστυνομία βρέθηκε σε αδιέξοδο. Οι εικασίες έδιναν και έπαιρναν, με θεωρίες που περιελάμβαναν έναν εγκληματικό εγκέφαλο, έναν επαγγελματία κλέφτη έργων τέχνης, έναν τολμηρό αριστοκράτη και μια συμμορία.

Κανείς δεν σκέφτηκε ότι ο «Δούκας του Ουέλλινγκτον» ζούσε σε μια ντουλάπα στο Νιουκάσλ απόν Τάυν, στο σπίτι του Kέμπτον Μπάντον. Ο Μπάντον ήταν συνταξιούχος οδηγός λεωφορείου, εκκεντρικός κάτοικος της περιοχής και ακτιβιστής. Ένα από τα αγαπημένα του θέματα ήταν η διαμαρτυρία κατά του ετήσιου τέλους τηλεόρασης στη Βρετανία. Θεωρούσε ότι ήταν πολύ υψηλό, ειδικά για τους ηλικιωμένους, τους βετεράνους και τους φτωχούς. Πράγματι, το 1960 είχε εκτίσει τρεις σύντομες ποινές φυλάκισης για άρνηση πληρωμής του τέλους.

Τον Μάιο του 1965, ο Μπάντον επέστρεψε τον πίνακα ανώνυμα. Έξι εβδομάδες αργότερα, πήγε στη Σκότλαντ Γυάρντ και ομολόγησε ότι ήταν ο κλέφτης. Χρησιμοποίησε τη δίκη του και την προσοχή των μέσων ενημέρωσης που συγκέντρωσε για να μιλήσει ανοιχτά για τα τέλη τηλεόρασης. Ο Μπάντον καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλάκιση, αλλά όχι για την κλοπή του έργου. Επειδή είχε επιστρέψει τον πίνακα, κρίθηκε ένοχος μόνο για την κλοπή της κορνίζας του πίνακα, η οποία είχε χαθεί.

ZoomInImage
Ο Άρθουρ Λούκας, επικεφαλής της Συντήρησης της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, αποκαθιστά το πορτρέτο του Δούκα του Ουέλλιγκτον του Φρανσίσκο ντε Γκόγια, μετά την επιστροφή του κλεμμένου πίνακα στην πινακοθήκη, στις 9 Δεκεμβρίου 1965. (Dennis Oulds/Getty Images)

 

Κατά τη διάρκεια της δίκης του, ο Μπάντον εξήγησε ότι δεν συμφωνούσε με το γεγονός ότι η κυβέρνηση ξόδεψε ένα τόσο μεγάλο ποσό για έναν πίνακα. Περιέγραψε στο δικαστήριο τη διαδικασία της απόδρασής του με το έργο.

Όταν επισκέφθηκε τη γκαλερί νωρίς το πρωί, πρόσεξε στον  δρόμο μια σκάλα παρατημένη από τους εργάτες που έκαναν ανακαίνιση. Χρησιμοποίησε αυτήν τη σκάλα για να μπει από ένα ξεκλείδωτο παράθυρο στην τουαλέτα των ανδρών. Η στιγμή ήταν ιδανική, καθώς το σύστημα συναγερμού απενεργοποιούνταν κάθε πρωί όταν έφτανε το προσωπικό καθαρισμού.

Η ανατροπή

Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Η βρετανική κυβέρνηση αποκάλυψε μια ανατροπή στην υπόθεση της κλοπής του πίνακα του Γκόγια το 2012. Τα Εθνικά Αρχεία δημοσίευσαν ένα αρχείο που περιείχε την ομολογία του γιου του Μπάντον, Τζον Μπάντον, ο οποίος ήταν ο πραγματικός ένοχος. Ο νεότερος Μπάντον είχε συλληφθεί στο παρελθόν και του είχαν πάρει τα δακτυλικά του αποτυπώματα για ένα μικροαδίκημα. Ανησυχώντας ότι η αστυνομία θα είχε τα αποτυπώματά του από την κλοπή του Γκόγια (δεν τα είχε), ο Τζον παραδέχτηκε ότι ήταν αυτός, και όχι ο πατέρας του, που είχε διαπράξει το έγκλημα.

Για την αστυνομία, αυτό το σενάριο ήταν αληθοφανές: η νεαρή ηλικία και η ευκινησία του γιου, τον έκαναν πιο κατάλληλο για να μπει και να βγει από το παράθυρο της τουαλέτας από τον ηλικιωμένο και βαρύ πατέρα του. Ο Τζον αποκάλυψε ότι δεν ήταν προμελετημένο, αλλά ότι όλα έγιναν αυθόρμητα, γύρω στις 5:50 π.μ. Τα είπε όλα στον πατέρα του, ο οποίος φύλαξε τον πίνακα και επέμεινε να αναλάβει όλη την ευθύνη. Μετά από αυτή την ομολογία, θεωρήθηκε πολύ περίπλοκο και ενοχλητικό να διωχθεί ο γιος και να κατηγορηθεί ο πατέρας για ψευδορκία, οπότε η υπόθεση θάφτηκε για δεκαετίες.

Ο Δούκας του Ουέλλιγκτον ήταν μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές προσωπικότητες της ιστορίας. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, πραγματοποιώντας κατορθώματα θρυλικά για τη λαμπρότητα και την ανδρεία τους. Ωστόσο, το πορτρέτο του Γκόγια τον απεικονίζει όχι μόνο ως έναν λατρεμένο ηγέτη, αλλά και ως έναν ευάλωτο, κουρασμένο άνθρωπο. Παρά τη σκανδαλώδη ληστεία που έγινε μέρος της ιστορίας του, είναι ένα φημισμένο και βαθύ έργο από μόνο του.