Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Η Ρωσία προσφέρει βοήθεια στους Ταλιμπάν για την καταπολέμηση του ISIS – Στο επίκεντρο τα αφγανικά κοιτάσματα

Η Ρωσία προσφέρει στήριξη στην κυβέρνηση των Ταλιμπάν στην Καμπούλ για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), την ώρα που η Μόσχα εξετάζει τρόπους ενίσχυσης της οικονομικής της παρουσίας στο Αφγανιστάν.

Ο Ζαμίρ Καμπούλοφ, ειδικός απεσταλμένος του Ρώσου προέδρου για το Αφγανιστάν, ανέφερε σε συνέντευξή του στο κρατικό ρωσικό πρακτορείο Ria Novosti στις 2 Μαΐου ότι η Ρωσία ενδέχεται να συνεργαστεί στενότερα με το καθεστώς των Ταλιμπάν. Όπως δήλωσε, το Ισλαμικό Κράτος παραμένει κοινός εχθρός για τη Μόσχα και την Καμπούλ.

Ο Καμπούλοφ, ο οποίος έχει διατελέσει και πρέσβης της Ρωσίας στο Αφγανιστάν, εκτίμησε πως οι προσπάθειες των Ταλιμπάν στην καταπολέμηση του παραρτήματος του ISIS στο Αφγανιστάν είναι αξιόλογες. Σύμφωνα με τον ίδιο, η οργάνωση αποτελεί «κοινό εχθρό για τη Ρωσία και το Αφγανιστάν» και η Μόσχα σκοπεύει να παράσχει «κάθε δυνατή βοήθεια στις αφγανικές αρχές μέσω εξειδικευμένων δομών».

Από την πτώση της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ κυβέρνησης  στο Αφγανιστάν το καλοκαίρι του 2021, οι Ταλιμπάν προσπαθούν να εδραιώσουν τον έλεγχό τους στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, βρίσκονται συχνά σε σύγκρουση με το τοπικό παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους, γνωστό ως ISIS-Khorasan ή ISIS-K.

O ISIS έχει αναλάβει ευθύνη και για επιθέσεις εντός της Ρωσίας, μεταξύ των οποίων και η πολύνεκρη επίθεση στον συναυλιακό χώρο Crocus City Hall, τον Μάρτιο του 2024, κατά την οποία ένοπλοι άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους και προκάλεσαν πυρκαγιές, με απολογισμό 145 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.

Παρά τις αρχικές ρωσικές υποψίες περί ουκρανικής εμπλοκής στην επίθεση, το Κρεμλίνο έχει εντείνει τις εκκλήσεις για συνεργασία με την Καμπούλ με στόχο την αντιμετώπιση του ISIS.

Η Ρωσία είχε εντάξει στο παρελθόν τους Ταλιμπάν στον κατάλογο τρομοκρατικών οργανώσεων, ωστόσο αφαίρεσε τον χαρακτηρισμό τον προηγούμενο μήνα, εξέλιξη που ανοίγει τον δρόμο για στενότερη συνεργασία. Σε σχετική ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ στις 17 Απριλίου επισημάνθηκε ότι η άρση του χαρακτηρισμού «δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση μιας πλήρους εταιρικής σχέσης με την Καμπούλ, προς όφελος των λαών της Ρωσίας και του Αφγανιστάν».

Αναφορικά με το ενδεχόμενο πλήρους διπλωματικής αναγνώρισης του καθεστώτος των Ταλιμπάν, ο Καμπούλοφ σημείωσε ότι η συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών «συνεχίζεται ντε φάκτο», υπονοώντας ότι η απομάκρυνση των τελευταίων εμποδίων – όπως η άρση του χαρακτηρισμού της τρομοκρατικής οργάνωσης – μπορεί να οδηγήσει σε εξομάλυνση των σχέσεων.

Ο Καμπούλοφ αναφέρθηκε επίσης σε ενδεχόμενη διεύρυνση των εξαγωγών καυσίμων από τη Ρωσία προς το Αφγανιστάν, σημειώνοντας ότι το ζήτημα αυτό, καθώς και άλλες οικονομικές σχέσεις, θα βρεθούν στο επίκεντρο του Russia–Islamic World Kazan Forum, αργότερα εντός του μήνα.

Η Μόσχα φαίνεται να επιδιώκει και πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του Αφγανιστάν, καθώς η χώρα διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα σπάνιων γαιών και άλλων πολύτιμων ορυκτών. Ο Καμπούλοφ επεσήμανε ότι στο αφγανικό υπέδαφος υπάρχουν «υδρογονάνθρακες, πολύτιμοι λίθοι και σπάνιες γαίες», αλλά είναι πρόωρο να συζητηθούν συγκεκριμένες επενδυτικές προοπτικές χωρίς πρώτα να ολοκληρωθούν οι γεωλογικές έρευνες.

Υπογράμμισε επίσης ότι η εξόρυξη λιθίου, μεταξύ άλλων, απαιτεί μεγάλες ποσότητες νερού – κάτι που δεν αφθονεί στο Αφγανιστάν.

ΗΠΑ και Ουκρανία υπέγραψαν συμφωνία για τα ορυκτά

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ουκρανία υπέγραψαν στις 30 Απριλίου συμφωνία εταιρικής σχέσης που αφορά τα σπάνια μέταλλα και άλλους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας, σύμφωνα με δηλώσεις τόσο Αμερικανών όσο και Ουκρανών αξιωματούχων.

Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι η συμφωνία στέλνει ένα σαφές μήνυμα προς τη Ρωσία, υπογραμμίζοντας τη δέσμευση της κυβέρνησης Τραμπ σε μια ειρηνευτική διαδικασία με επίκεντρο μια ελεύθερη, κυρίαρχη και ευημερούσα Ουκρανία σε βάθος χρόνου. Παράλληλα, διευκρίνισε πως κανένα κράτος ή πρόσωπο που χρηματοδότησε ή προμήθευσε τον ρωσικό πολεμικό μηχανισμό δεν θα έχει δικαίωμα να επωφεληθεί από την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.

Η πρώτη αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ουκρανίας, Γιούλια Σβιριντένκο, επιβεβαίωσε ότι υπέγραψε τη συμφωνία εκ μέρους της Ουκρανίας στις 30 Απριλίου. Σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα Χ, σημείωσε ότι η Ουκρανία, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, δημιουργεί ένα Ταμείο που θα προσελκύσει διεθνείς επενδύσεις στη χώρα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εργάζεται εδώ και μήνες για τη σύναψη μιας συμφωνίας που θα επιτρέπει την πρόσβαση των ΗΠΑ στους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις συνάντησαν εμπόδια ήδη από την αρχή, καθώς κατά τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι διαφώνησαν μπροστά στα μέσα ενημέρωσης για τον τρόπο επίλυσης του συνεχιζόμενου πολέμου με τη Ρωσία. Οι διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο μερών συνεχίστηκαν και τις εβδομάδες που ακολούθησαν την επίσκεψη του Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον, με κύριο αντικείμενο τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας.

Αν και ο Μπέσσεντ διαμήνυσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ είναι έτοιμη να οριστικοποιήσει τη συμφωνία, άφησε να εννοηθεί πως υπάρχουν ακόμη διαφορές, καθώς, όπως είπε, η ουκρανική πλευρά προχώρησε το προηγούμενο βράδυ σε αιφνίδιες τροποποιήσεις, εκφράζοντας την ελπίδα ότι θα τις επανεξετάσει.

Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο Ουκρανός πρωθυπουργός, Ντένις Σμιχάλ, ανακοίνωσε μέσω τηλεμαραθωνίου ότι η Σβιριντένκο αναχωρούσε για την Ουάσιγκτον, προκειμένου να υπογράψει τη συμφωνία.

Η συμφωνία αναμένεται πλέον να υποβληθεί προς κύρωση στο ουκρανικό κοινοβούλιο.

Σε διαδοχικές αναρτήσεις της, η Σβιριντένκο επεσήμανε ότι η συμφωνία προβλέπει αμοιβαία επωφελείς όρους για τις δύο χώρες, ενώ οι ΗΠΑ επιβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους για μακροπρόθεσμη ειρήνη στην Ουκρανία και αναγνωρίζουν τη συμβολή της στη διεθνή ασφάλεια, μεταξύ άλλων μέσω της απόφασης να εγκαταλείψει τα πυρηνικά όπλα.

Η ίδια σημείωσε πως η ουκρανική κυβέρνηση θα διατηρήσει την πλήρη κυριότητα και τον έλεγχο των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών επιχειρήσεων.

Το Ταμείο θα λειτουργεί ως ισότιμη εταιρική σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες και δεν θα περιλαμβάνει όρους που να σχετίζονται με χρέη προς τις ΗΠΑ. Η αμερικανική συμμετοχή θα πραγματοποιηθεί μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Χρηματοδότησης (International Development Finance Corp. – DFC).

Όπως ανέφερε η Σβιριντένκο, η συμφωνία ευθυγραμμίζεται με το νομικό πλαίσιο της Ουκρανίας και εντάσσεται στους ευρύτερους στόχους της χώρας για ευρωπαϊκή ενοποίηση. Τόνισε επίσης ότι το κείμενο στέλνει μήνυμα στους διεθνείς εταίρους ότι η μακροπρόθεσμη συνεργασία με την Ουκρανία — σε ορίζοντα δεκαετιών — είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και αξιόπιστη.

Η χρηματοδότηση του Ταμείου θα προέρχεται αποκλειστικά από νέες άδειες για εξόρυξη κρίσιμων ορυκτών, πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ τα έσοδα και οι εισφορές δεν θα φορολογούνται από καμία από τις δύο χώρες. Επιπλέον, προβλέπεται μεταφορά τεχνογνωσίας και τεχνολογικής υποστήριξης από τις ΗΠΑ, με στόχο την προσέλκυση επιπλέον επενδύσεων.

Οι επενδύσεις θα αφορούν εξορυκτικά έργα, σχετικές υποδομές και επεξεργασία πρώτων υλών, με ρητή πρόβλεψη ότι όλα τα κεφάλαια θα επενδύονται αποκλειστικά εντός της Ουκρανίας.

Η Σβιριντένκο εκτίμησε ότι για την πρώτη δεκαετία, τα έσοδα και τα κέρδη του Ταμείου δεν θα διανέμονται αλλά θα επανεπενδύονται σε νέα έργα ή στην ανοικοδόμηση της χώρας, προσθέτοντας ότι οι συγκεκριμένοι όροι θα αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω διαπραγματεύσεων.

Πηγή με γνώση των διαπραγματεύσεων στον Λευκό Οίκο ανέφερε στην Epoch Times ότι πρόκειται όχι για ένα αλλά για τρία διαφορετικά έγγραφα, και ότι η ουκρανική πλευρά οφείλει να τα υπογράψει όλα ώστε η κυβέρνηση Τραμπ να θεωρήσει τη συμφωνία πλήρη. Η ίδια πηγή σημείωσε ότι η Σβιριντένκο είχε λάβει σύσταση να μην αναχωρήσει για τις ΗΠΑ, εφόσον δεν είχαν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις στο Κίεβο.

Ο Λευκός Οίκος δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει όλο το περιεχόμενο της συμφωνίας.

Ο πρόεδρος Τραμπ έχει επανειλημμένα παρουσιάσει τη συμφωνία για τα στρατηγικά ορυκτά ως μέσο μερικής αποζημίωσης των ΗΠΑ για τη στήριξή τους προς την Ουκρανία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από την πλευρά του, ο Σμιχάλ δήλωσε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι η εν λόγω συμφωνία δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για να καλυφθούν τα κόστη του πολέμου που επωμίστηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Ισπανία ανακοινώνει σχέδιο για αύξηση των αμυντικών δαπανών μέσα στο 2025

Ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσεθ, ανακοίνωσε στις 22 Απριλίου σχέδιο ύψους 10,5 δισ. ευρώ με στόχο την ευθυγράμμιση της χώρας με τον στόχο αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ έως τα τέλη του 2025.

Η συμμαχία είχε καθορίσει από το 2014 ως κατευθυντήρια γραμμή τη δέσμευση κάθε κράτους-μέλους να διαθέτει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ του για την άμυνα. Ωστόσο, αρκετά κράτη, μεταξύ αυτών και η Ισπανία, υπολείπονται του στόχου αυτού εδώ και μια δεκαετία.

Μόλις το προηγούμενο έτος, η πλειονότητα των 32 κρατών-μελών κατάφερε να φτάσει τον εν λόγω στόχο, εν μέσω της συνεχιζόμενης ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ουκρανία και της γενικότερης αστάθειας στο ανατολικό μέτωπο της Ευρώπης. Η Ισπανία συγκαταλεγόταν στις οκτώ χώρες που εξακολουθούν να δαπανούν λιγότερο, με τις αμυντικές της δαπάνες να ανέρχονται περίπου στο 1,3% του ΑΕΠ, το 2024.

Κατά την τοποθέτησή του, μετά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Σάντσεθ ανέφερε πως με το νέο σχέδιο η Ισπανία θα φτάσει το 2% του ΑΕΠ σε δαπάνες για την ασφάλεια και την άμυνα εντός του 2025. Υποστήριξε επίσης ότι αυτό θα επιτευχθεί χωρίς να υπάρξει αύξηση φόρων ή νέα επιβάρυνση του ελλείμματος.

Η κίνηση αυτή οφείλεται στην πίεση αφ’ ενός από πλευράς ΗΠΑ προς τις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ να ενισχύσουν τους στρατιωτικούς τους προϋπολογισμούς αφ’ ετέρου από τις τρέχουσες γεωπολιτικές συνθήκες.

Ο Σάντσεθ τόνισε ότι η αλλαγή στάσης του προέκυψε από τις ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως αν τον ρωτούσαν πριν από κάποια χρόνια για τις προτεραιότητες της κυβέρνησής του στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, η απάντησή του θα ήταν διαφορετική. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι αυτό δεν σημαίνει πως άλλαξαν οι αξίες ή οι στόχοι της κυβέρνησης, αλλά ότι έχει αλλάξει ο κόσμος γύρω μας.

Το σχέδιο του Σάντσεθ, πάντως, έχει προκαλέσει ήδη αντιδράσεις εντός της κυβέρνησης συνεργασίας που ηγείται. Το κόμμα Sumar, που στηρίζει την κυβέρνηση, εξέφρασε την αντίθεσή του, με ανακοίνωση στην οποία υποστηρίζει ότι η προσπάθεια συμμόρφωσης με τον στόχο του ΝΑΤΟ δεν βασίζεται σε ουσιαστική ανάλυση των αναγκών της Ισπανίας. Σύμφωνα με το ισπανικό μέσο ενημέρωσης El Diario, το Sumar θεωρεί ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών δεν συνάδει με τις προτεραιότητες της κοινωνίας.

Ο Ισπανός πρωθυπουργός δήλωσε ότι πιστεύει πως μπορεί να προωθήσει την εφαρμογή του σχεδίου του χωρίς την ανάγκη έγκρισης από το κοινοβούλιο.

Το ισπανικό σχέδιο ανακοινώθηκε λίγες ημέρες μετά από αντίστοιχη ανακοίνωση του Ιταλού υπουργού Οικονομικών, Τζανκάρλο Τζορτζέτι, για την πρόθεση της Ιταλίας να φτάσει και αυτή στον στόχο του 2% εντός του έτους. Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος Τραμπ έχει επανειλημμένα καλέσει για αύξηση του στόχου του ΝΑΤΟ ακόμη και στο 5% του ΑΕΠ.

Δώδεκα νεκροί από αμερικανική αεροπορική επιδρομή στη Σαναά, σύμφωνα με τους Χούθι

Τουλάχιστον 12 άνθρωποι σκοτώθηκαν και ακόμη 30 τραυματίστηκαν από αμερικανική αεροπορική επιδρομή στην πρωτεύουσα της Υεμένης, Σαναά, όπως ανακοίνωσαν υγειονομικές αρχές που ελέγχονται από το κίνημα των Χούθι.

Σύμφωνα με δήλωση του υπουργείου Υγείας που τελεί υπό τον έλεγχο των Χούθι, η επίθεση σημειώθηκε τη νύχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου, με τις αμερικανικές δυνάμεις να πλήττουν την αγορά στη συνοικία Φάρουα. Η εκτίμηση των απωλειών, πάντως, χαρακτηρίζεται προκαταρκτική και δεν έχει καταστεί δυνατό να επαληθευτεί ανεξάρτητα.

Το τηλεοπτικό δίκτυο Al-Masirah, που ανήκει στους Χούθι, μετέδωσε πλάνα τα οποία, όπως υποστήριξε, απεικονίζουν τις ζημιές από την επίθεση και τις προσπάθειες διάσωσης και περίθαλψης των τραυματιών. Σε ένα από τα βίντεο φαίνεται να περιλαμβάνεται και ένα μικρό παιδί ανάμεσα στα θύματα.

Η αμερικανική Κεντρική Διοίκηση δεν παρείχε περαιτέρω λεπτομέρειες για το πλήγμα στη Σαναά, ούτε δημοσιοποίησε δική της εκτίμηση για τις συνέπειες της επιχείρησης.

Οι ΗΠΑ πραγματοποιούν συστηματικές επιθέσεις κατά στόχων σε περιοχές της Υεμένης που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Χούθι για περισσότερο από έναν μήνα. Οι επιχειρήσεις εντάσσονται σε προσπάθεια να περιοριστεί η στρατιωτική ικανότητα της οργάνωσης και να αποτραπούν νέες επιθέσεις με drone και πυραύλους κατά του Ισραήλ ή της διεθνούς ναυσιπλοΐας στην περιοχή.

Οι Χούθι, που έχουν επαναταξινομηθεί πρόσφατα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση, άρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις το φθινόπωρο του 2023, μετά την έναρξη του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας. Υποστηρίζουν ότι ενεργούν «σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον παλαιστινιακό λαό» και δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν όσο διαρκούν οι εχθροπραξίες στην περιοχή.

Οι επιθέσεις των Χούθι συνεχίστηκαν με διαλείμματα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 και του 2024. Κατά το διάστημα αυτό, οι αμερικανικές δυνάμεις συμμετείχαν στην αναχαίτιση επιθέσεων κατά εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα και από τον Ιανουάριο 2024 άρχισαν να πλήττουν απευθείας θέσεις των Χούθι.

Όταν επιτεύχθηκε προσωρινή κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, οι Χούθι ανέστειλαν προσωρινά τις επιθέσεις τους και οι ΗΠΑ περιόρισαν τις στρατιωτικές τους ενέργειες. Όμως, στα μέσα Μαρτίου, καθώς η εκεχειρία στη Γάζα άρχισε να καταρρέει, οι Χούθι απείλησαν με επανάληψη των επιθέσεων. Ως απάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έδωσε εντολή για επανέναρξη των αεροπορικών πληγμάτων στις 15 Μαρτίου.

Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Υεμένης, Saba, μετέδωσε ότι ακολούθησαν νέες επιδρομές σε περιοχές των Αμράν, Χοντέιντα, Μαρίμπ και Σααντά, οι οποίες επίσης τελούν υπό τον έλεγχο των Χούθι. Από το 2014, οπότε και κατέλαβαν τη Σαναά, οι αντάρτες έχουν αποκτήσει επιρροή σε πολλούς κρατικούς θεσμούς, μεταξύ αυτών και το ειδησεογραφικό πρακτορείο Saba.

Οι Χούθι εξακολουθούν να ελέγχουν περιοχές όπου ζει περίπου το 80% του πληθυσμού των 32 εκατομμυρίων της Υεμένης.

Την περασμένη εβδομάδα, οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν επιθέσεις και στο λιμάνι Ρας Ίσα της Χοντέιντα. Σύμφωνα με την αμερικανική Κεντρική Διοίκηση, το λιμάνι συνεχίζει να προμηθεύει καύσιμα, διατηρώντας σημαντική πηγή εσόδων για την οργάνωση, παρά τον τρομοκρατικό χαρακτηρισμό της.

Τέλος, το πρακτορείο Saba μετέδωσε ότι από την αεροπορική επιδρομή της 17ης Απριλίου στο εν λόγω λιμάνι σκοτώθηκαν 80 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 150.

Συνάντηση Γουίτκοφ–Αραγτσί στη Ρώμη για τον δεύτερο γύρο συνομιλιών για τα πυρηνικά

Ο ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού προέδρου για τη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, έφθασε στη Ρώμη για τον δεύτερο γύρο συνομιλιών με τον Ιρανό Υπουργό Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επιδιώκει μια νέα συμφωνία για τον περιορισμό των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν.

Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη συμφωνία του 2015 για τον περιορισμό της πυρηνικής δραστηριότητας της Τεχεράνης, επανέφερε τις κυρώσεις και ζήτησε ένα νέο πλαίσιο ώστε να αποτραπεί η απόκτηση πυρηνικού όπλου από το Ιράν. Σε απάντηση, η Τεχεράνη απομακρύνθηκε από τις δεσμεύσεις της βάσει της συμφωνίας, η οποία προέβλεπε περιορισμό των αποθεμάτων ουρανίου και εμπλουτισμό έως 3,67%.

Σε έκθεσή του τον Φεβρουάριο, ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency-IAEA) των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε ότι το Ιράν διαθέτει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%. Για την παραγωγή πυρηνικού όπλου, απαιτείται εμπλουτισμός σε ποσοστό 90%.

Αφότου επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ επανεκκίνησε τις προσπάθειες για νέα συμφωνία, προειδοποιώντας πρόσφατα ότι θα καταφύγει σε στρατιωτική δράση εάν η Τεχεράνη δεν αποδεχτεί νέους όρους.

Ο Γουίτκοφ είχε πραγματοποιήσει έμμεσες συνομιλίες με τον Αραγτσί στις 12 Απριλίου στο Ομάν. Κατά την πρώτη εκείνη συνάντηση στη Μουσκάτ, ο Ομανός διπλωμάτης Μπάντρ αλ-Μπουσαΐντι μετέφερε μηνύματα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι το Ιράν δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποκτήσει πυρηνικό όπλο. Ωστόσο, Ουάσιγκτον και Τεχεράνη φαίνεται να διαφωνούν ως προς το ποιες άλλες πυρηνικές δραστηριότητες μπορεί να συνεχίσει το Ιράν.

Σε δήλωσή του στις 15 Απριλίου, ο Γουίτκοφ ανέφερε: «Το Ιράν πρέπει να σταματήσει και να εξαλείψει πλήρως το πρόγραμμα εμπλουτισμού και εξοπλισμού του με πυρηνικά».

Ο Αραγτσί, απαντώντας την επόμενη ημέρα, στις 16 Απριλίου, υποστήριξε ότι η Ουάσιγκτον δίνει αντιφατικά μηνύματα σχετικά με τους όρους των διαπραγματεύσεων. Δήλωσε χαρακτηριστικά ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου. «Είμαστε έτοιμοι να χτίσουμε εμπιστοσύνη σε σχέση με τις πιθανές ανησυχίες, αλλά το ζήτημα του εμπλουτισμού δεν είναι διαπραγματεύσιμο.» Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών ανέφερε επίσης ότι αναμένει από τον Γουίτκοφ να αποσαφηνίσει τους όρους της Ουάσιγκτον κατά τη συνάντηση της 19ης Απριλίου στη Ρώμη.

Σε άλλη τοποθέτησή του, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη Μόσχα την Παρασκευή, ο Αραγτσί τόνισε ότι μια νέα συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ είναι δυνατή «εφόσον δείξουν σοβαρότητα και δεν προβάλλουν μη ρεαλιστικές απαιτήσεις».

Ο Ιρανός ΥΠΕΞ επισκέφθηκε τη Ρωσία μετά τις συνομιλίες στο Ομάν. Το ιρανικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η Τεχεράνη σκοπεύει να διαβουλευτεί με όλα τα εναπομείναντα μέρη της συμφωνίας του 2015 — Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία και Ηνωμένο Βασίλειο — στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ.

Ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, δήλωσε ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να διευκολύνει τις συνομιλίες μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης. «Είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε, να μεσολαβήσουμε, να παίξουμε οποιονδήποτε ρόλο θεωρήσει χρήσιμο το Ιράν και αποδεκτό η Ουάσιγκτον», ανέφερε ο Λαβρόφ την Παρασκευή, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο TASS.

Στεκόμενος δίπλα στον Αραγτσί, στη συνέντευξη Τύπου, ο Λαβρόφ προσέθεσε ότι και η Ρωσία αναμένει περισσότερες λεπτομέρειες από την κυβέρνηση Τραμπ για τις απαιτήσεις που θα τεθούν στις συνομιλίες της Ρώμης.
«Αν δεν διατυπωθούν μη ρεαλιστικές και αδύνατες απαιτήσεις, είναι πιθανό να επιτευχθεί συμφωνία», δήλωσε ο Ρώσος ΥΠΕΞ.

Ο Τραμπ προσπαθεί ταυτόχρονα να διαπραγματευτεί νέα συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και να μεσολαβήσει σε μια ειρηνευτική διευθέτηση για τον πόλεμο Ρωσίας–Ουκρανίας. Η επίτευξη λύσης για την Ουκρανία παραμένει άπιαστος στόχος, με τον Αμερικανό πρόεδρο να προειδοποιεί την Παρασκευή ότι ενδέχεται να αποσυρθεί από την προσπάθεια, εάν δεν διαπιστώσει πρόοδο στις συνομιλίες μεταξύ Μόσχας και Κιέβου.

Η Μόσχα έχει ενισχύσει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Τεχεράνη από το 2022, καθώς αντιμετωπίζει διεθνείς κυρώσεις και διπλωματική απομόνωση λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.

Η ουκρανική Βουλή παρατείνει τον στρατιωτικό νόμο, καθυστερώντας τις εκλογές

Οι Ουκρανοί βουλευτές ψήφισαν στις 16 Απριλίου υπέρ της παράτασης του στρατιωτικού νόμου στη χώρα, διατηρώντας τις έκτακτες πολεμικές εξουσίες και αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο διενέργειας εκλογών τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο.

Η ουκρανική Βουλή, η Βερχόβνα Ράντα, είχε κηρύξει αρχικά στρατιωτικό νόμο στις 24 Φεβρουαρίου 2022, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στη χώρα. Έκτοτε, οι βουλευτές στο Κίεβο ανανεώνουν κάθε τρεις μήνες τον νόμο αυτό, για διάστημα που πλέον ξεπερνά τα τρία χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της ισχύος του στρατιωτικού νόμου, η κυβέρνηση του Κιέβου έχει το δικαίωμα να προχωρά σε επιστρατεύσεις, να περιορίζει ελευθερίες όπως η ελευθερία λόγου και του Τύπου, να απαγορεύει διαδηλώσεις και να θέτει περιορισμούς στην πολιτική δραστηριότητα.

Λόγω του στρατιωτικού νόμου, και ο κανονικός εκλογικός κύκλος της χώρας έχει προσωρινά παγώσει. Έτσι, η θητεία του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, η οποία κανονικά λήγει την περασμένη άνοιξη, έχει παραταθεί επ’ αόριστον. Αντιστοίχως, οι βουλευτές της Βερχόβνα Ράντα, που έπρεπε να ανανεώσουν την εντολή τους με εκλογές ήδη από το 2023, παραμένουν στις θέσεις τους.

Από τους παρόντες βουλευτές, οι 357 ψήφισαν υπέρ της παράτασης του στρατιωτικού νόμου για ακόμη 90 ημέρες, με έναν βουλευτή να ψηφίζει κατά, και τέσσερις να απέχουν. Μετά από αυτή την απόφαση, ο στρατιωτικός νόμος θα παραμείνει ενεργός έως τις 6 Αυγούστου.

Πολιτική αντιπαράθεση και ανησυχίες για αυταρχισμό

Ο πρώην πρόεδρος της Ουκρανίας και νυν ηγέτης της μεγαλύτερης αντιπολιτευόμενης πολιτικής δύναμης, Πέτρο Ποροσένκο, αν και υπερψήφισε την παράταση, εξέφρασε τις ανησυχίες του για την ενίσχυση των εξουσιών του Ζελένσκι.

Μιλώντας στη Βερχόβνα Ράντα την Τρίτη, σε συζήτηση που προηγήθηκε της ψηφοφορίας, ο Ποροσένκο υποστήριξε ότι οι συνεχιζόμενες επιθέσεις της Ρωσίας, όπως οι πρόσφατοι φονικοί βομβαρδισμοί στη βορειοανατολική περιφέρεια Σούμι, καθιστούν απαραίτητη τη διατήρηση του στρατιωτικού νόμου. Ωστόσο, κατηγόρησε την κυβέρνηση Ζελένσκι ότι χρησιμοποιεί την κατάσταση αυτή για να αυξήσει τη δύναμή της και να εδραιώσει αυταρχικό καθεστώς.

«Η κυβέρνηση άρχισε να καταχράται τον στρατιωτικό νόμο, όχι μόνο για την υπεράσπιση της χώρας, αλλά και για την οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος», τόνισε ο Ποροσένκο.

Πιέσεις από τις ΗΠΑ για επιστροφή στις εκλογές και ένταση με τη Μόσχα

Την επανέναρξη των εκλογικών διαδικασιών στην Ουκρανία έχει ζητήσει επανειλημμένως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Τον Φεβρουάριο, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για την Ουκρανία και τη Ρωσία, απόστρατος αντιστράτηγος Κιθ Κέλογκ, είχε δηλώσει πως οι ΗΠΑ επιθυμούν την πραγματοποίηση προεδρικών και βουλευτικών εκλογών στην Ουκρανία έως το τέλος αυτής της χρονιάς.

Μάλιστα, ο Τραμπ και ο Ζελένσκι αντάλλαξαν κατηγορίες και αιχμές μεταξύ τους, με τον αμερικανό πρώην πρόεδρο να αποκαλεί σε κάποια στιγμή τον ουκρανό ηγέτη «δικτάτορα χωρίς εκλογές».

Από την πλευρά του, ο πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν έχει αμφισβητήσει δημόσια τη νομιμότητα της ουκρανικής κυβέρνησης να υπογράψει δεσμευτικές ειρηνευτικές συμφωνίες, αφού -όπως είπε- μια μελλοντική κυβέρνηση, που θα προκύψει από εκλογές, θα μπορούσε να αρνηθεί οποιαδήποτε δέσμευση έχει υπογράψει η σημερινή διοίκηση.

Μάλιστα, τον περασμένο μήνα, ο Πούτιν πρότεινε τη σύσταση μιας εξωτερικής διοίκησης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ως προσωρινής κυβέρνησης στην Ουκρανία, που θα εγγυάται την εφαρμογή μιας μελλοντικής ειρηνευτικής συμφωνίας. Ως πρότυπο ανέφερε το παράδειγμα του Ανατολικού Τιμόρ.

Σε δικές του τοποθετήσεις από τις ΗΠΑ, ο Τραμπ επανέλαβε την προεκλογική του υπόσχεση ότι, ως πρόεδρος, θα κατάφερνε άμεση ανακωχή εντός 24 ωρών. Ωστόσο, στην πράξη, η προσπάθεια ειρήνευσης έχει αποδειχθεί σαφώς πιο περίπλοκη και δύσκολη.

Ενώ Ρωσία και Ουκρανία συμφώνησαν πρόσφατα σε μια περιορισμένη παύση χτυπημάτων στις ενεργειακές υποδομές, αμοιβαίες κατηγορίες υποσκάπτουν τη συμφωνία. Σε πρόσφατη διαδικτυακή του ανάρτηση, ο Τραμπ άσκησε σκληρή κριτική στη Ρωσία γιατί οι διαπραγματεύσεις καθυστερούν: «Η Ρωσία πρέπει να κινηθεί πιο γρήγορα. Πάρα πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν, χιλιάδες κάθε εβδομάδα, σ’ έναν τρομερό, παράλογο πόλεμο – έναν πόλεμο που ποτέ δεν θα γινόταν αν ήμουν πρόεδρος!» υποστήριξε ο Τραμπ στις 11 Απριλίου.

Έναρξη διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ιράν στο Ομάν

Ανώτεροι διαπραγματευτές από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα συναντηθούν με τους Ιρανούς ομολόγους τους στο Ομάν, για διαπραγματεύσεις υψηλού κινδύνου σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τις οποίες έχει οργανώσει ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Τραμπ έχει εντείνει την πίεση προς την Τεχεράνη το τελευταίο διάστημα, απαιτώντας από το Ιράν να συμφωνήσει σε μια νέα συμφωνία που θα περιορίζει την πυρηνική του ανάπτυξη και θα εγκαταλείπει τις φιλοδοξίες του να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Στις 30 Μαρτίου, ο Αμερικανός πρόεδρος προειδοποίησε: «Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, θα υπάρξουν βομβαρδισμοί».

Το Ιράν είχε συνάψει το 2015 συμφωνία με πολλές παγκόσμιες δυνάμεις για τον περιορισμό της πυρηνικής του ανάπτυξης. Στο πλαίσιο του Κοινά Συμφωνηθέντος Σχεδίου Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action-JCPOA), το Ιράν συμφώνησε να περιορίσει τα αποθέματα ουρανίου και να αποφύγει τον εμπλουτισμό του πέρα από συγκεκριμένα επίπεδα.

Το 2018, κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015, επανέφερε οικονομικές κυρώσεις κατά του Ιράν και ζήτησε ένα νέο, πιο εκτενές πλαίσιο για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Από την πλευρά του, το Ιράν έχει απομακρυνθεί από τις δεσμεύσεις του και έχει ξαναρχίσει τις προσπάθειες για συσσώρευση και εμπλουτισμό ουρανίου. Ο Τραμπ δεν κατάφερε να ολοκληρώσει μια νέα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας.

Αρχικά, η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη συμφωνία του 2015, αλλά δεν επιτεύχθηκε συμφωνία για την επανείσοδο.

Οι Ιρανοί εκπρόσωποι είχαν δηλώσει ότι οι διαπραγματεύσεις στο Ομάν θα είναι έμμεσες, με τους Αμερικανούς και Ιρανούς διαπραγματευτές να επικοινωνούν μέσω μεσολαβητή. Ωστόσο, μιλώντας με δημοσιογράφους στις 11 Απριλίου, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, δήλωσε ότι οι αντιπροσωπείες θα συμμετάσχουν σε άμεσες συνομιλίες.

Η Λέβιτ επανέλαβε την άμεση προειδοποίηση για τις συνέπειες που ενδέχεται να προκύψουν εάν οι δύο πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία. «Ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές στους Ιρανούς, και η ομάδα εθνικής ασφάλειας του θα το επαναλάβει, ότι όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι και το Ιράν έχει μια επιλογή να κάνει», είπε. «Μπορείτε να συμφωνήσετε με την απαίτηση του προέδρου Τραμπ ή θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες.»

Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν, Εσμαήλ Μπαγκάι, δήλωσε ότι το Ιράν προσεγγίζει τις διαπραγματεύσεις στο Ομάν με σοβαρότητα και αξιολογεί τις προθέσεις της Ουάσιγκτον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. «Οι ΗΠΑ θα πρέπει να εκτιμήσουν αυτή την απόφαση που διαμορφώθηκε παρά την κυρίαρχη συγκρουσιακή ρητορική τους», έγραψε ο Μπαγκάι σε ανάρτησή του στις 11 Απριλίου στο X.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη αρχίσει να συγκεντρώνει στρατιωτικούς πόρους στη Μέση Ανατολή. Στις αρχές Απριλίου, ο εκπρόσωπος Τύπου του Πενταγώνου, Σον Πάρνελ, ανακοίνωσε ότι η ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου Carl Vinson κινείται προς την περιοχή ευθύνης του Κεντρικού Στρατηγείου των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Η Πολεμική Αεροπορία έχει επίσης μετακινήσει βομβαρδιστικά B-2 στο Ντιέγκο Γκαρσία, στον παρακείμενο Ινδικό Ωκεανό.

Η ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου Truman βρίσκεται ήδη στην περιοχή του Κεντρικού Στρατηγείου. Η συγκεκριμένη ομάδα υποστηρίζει μια ανανεωμένη εκστρατεία αεροπορικών επιθέσεων εναντίον των τρομοκρατών Χούθι στην Υεμένη από τις 15 Μαρτίου.

Οι Χούθι—οι οποίοι πρόσφατα κατηγορήθηκαν πάλι από την κυβέρνηση Τραμπ ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση—εκτοξεύουν πυραύλους και drone προς το Ισραήλ και προς στρατιωτικά και εμπορικά πλοία που δραστηριοποιούνται στη Ερυθρά Θάλασσα. Οι Υεμενίτες τρομοκράτες δηλώνουν ότι οι επιθέσεις αυτές γίνονται σε αλληλεγγύη προς τον παλαιστινιακό λαό και θα σταματήσουν όταν οι ισραηλινές δυνάμεις αποχωρήσουν από τη Γάζα.

Μετά την επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και της τρομοκρατικής ομάδας Χαμάς τον Ιανουάριο, οι επιθέσεις των Χούθι μειώθηκαν. Ωστόσο, αυτή η εκεχειρία κατέρρευσε τον Μάρτιο εξαιτίας διαφωνιών για το αν θα προχωρήσουν σε μια δεύτερη φάση εκεχειρίας. Οι Χούθι έχουν ξαναρχίσει τις επιθέσεις τους με drones και πυραύλους.

Η κυβέρνηση Τραμπ συνδέει τα μοτίβα των επιθέσεων των Χούθι με το Ιράν, το οποίο υποστηρίζει διάφορες τρομοκρατικές ομάδες που έχουν χαρακτηριστεί από τις ΗΠΑ ως ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις. «Κάθε σφαίρα που ρίχνεται από τους Χούθι θα θεωρείται, από εδώ και πέρα, ως σφαίρα που προέρχεται από τα όπλα και την ηγεσία του ΙΡΑΝ, και το ΙΡΑΝ θα λογοδοτήσει και θα υποστεί τις συνέπειες, οι οποίες θα είναι καταστροφικές!» έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social στις 17 Μαρτίου.

Οι προσπάθειες για την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν γίνονται επίσης καθώς η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να επανεκκινήσει τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα. «Κοιτάμε για άλλη μια εκεχειρία. Θα δούμε τι θα συμβεί», δήλωσε ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο στις 7 Απριλίου.

Οι ΗΠΑ δεσμεύονται για στενή συνεργασία με τον Παναμά για τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής στη Διώρυγα

Στεκόμενος πλάι στη Διώρυγα του Παναμά στις 8 Απριλίου, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ εξήρε ιδιαίτερα τη συνεργασία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Παναμά, δεσμευόμενος να περιορίσει την επιρροή της Κίνας στη στρατηγικής σημασίας θαλάσσια οδό.

«Η Κίνα δεν κατασκεύασε αυτή τη διώρυγα, η Κίνα δεν τη διαχειρίζεται και σίγουρα δεν θα της επιτρέψουμε ποτέ να την αξιοποιήσει ως όπλο», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Χέγκσεθ κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην πρόσφατα ανακαινισμένη Προβλήτα 3 στον τερματικό σταθμό του λιμανιού Ρόντμαν.

«Ενωμένοι, με τον Παναμά στο προσκήνιο, θα διατηρήσουμε τη διώρυγα ασφαλή και προσιτή για όλα τα έθνη, αξιοποιώντας την αποτρεπτική ισχύ του ισχυρότερου, πλέον αποτελεσματικού και πιο αξιόμαχου στρατού στον κόσμο», συμπλήρωσε ο Αμερικανός υπουργός.

Η αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη προστασίας της Διώρυγας του Παναμά από τις βλέψεις του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε διάφορες περιπτώσεις, μάλιστα, ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι Ηνωμένες Πολιτείες να διεκδικήσουν εκ νέου αυξημένο έλεγχο επί της Διώρυγας.

Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας εξέφρασε επίσης την ευγνωμοσύνη του στον πρόεδρο του Παναμά Χοσέ Ραούλ Μουλίνο για την πρόσφατη απόφασή του να μην ανανεώσει, τον περασμένο Φεβρουάριο, τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα υποδομών της Κίνας, γνωστό ως «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος».

«Η απόφαση του προέδρου Μουλίνο να αποσυρθεί από την πρωτοβουλία ‘Belt and Road’ δείχνει ξεκάθαρη αντίληψη των κινδύνων που συνιστά η Κίνα», δήλωσε ο κ. Χέγκσεθ.

Η Κίνα συνεχίζει να καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες, προκειμένου να διατηρήσει κάποιου είδους επιρροή στην περιοχή της Κεντρικής Αμερικής.

Ο όμιλος CK Hutchison Holdings, συμφερόντων του δισεκατομμυριούχου από το Χονγκ Κονγκ, Λι Κα-σινγκ, ανακοίνωσε πρόσφατα την πώληση των μεριδίων του σε μια σειρά διεθνών λιμενικών εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων και οι δύο στρατηγικής σημασίας τερματικοί σταθμοί στα δύο άκρα της Διώρυγας του Παναμά, σε μια κοινοπραξία υπό την ηγεσία της αμερικανικής επενδυτικής εταιρείας BlackRock.

Παράλληλα, η κινεζική Υπηρεσία Κρατικής Εποπτείας Αγοράς ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να εξετάσει σε βάθος αυτή τη συμφωνία πώλησης, επικαλούμενη ενδεχόμενες παραβάσεις των κινεζικών νόμων για τον ανταγωνισμό. Η εξέλιξη αυτή θέτει αμφιβολίες για το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της συμφωνίας.

Κατά την επίσκεψή του στη Διώρυγα, ο Χέγκσεθ έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα: «Θα πάρουμε πίσω τη Διώρυγα του Παναμά από την επιρροή της Κίνας».

Η αμερικανική πλευρά έχει ήδη κάνει σαφή βήματα για εμβάθυνση των σχέσεων με τον Παναμά, πέρα από την απομάκρυνση της χώρας από την κινεζική σφαίρα.

Ο υπουργός Άμυνας ανέφερε ότι το Σώμα Μηχανικών του Αμερικανικού Στρατού παρείχε πάνω από 5 εκατομμύρια δολάρια για την ανακαίνιση της προβλήτας 3, στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η εγκατάσταση αυτή βρίσκεται στον χώρο μιας πρώην ναυτικής βάσης των ΗΠΑ η οποία παραχωρήθηκε στον Παναμά το 1999.

«Η Προβλήτα 3 αποτελεί απτή απόδειξη της κοινής μας δέσμευσης με τον Παναμά για την ασφάλεια της διώρυγας», υπογράμμισε.

Ακόμη, ο υπουργός ανακοίνωσε πως ένα πλοίο της Αμερικανικής Ακτοφυλακής θα διασχίσει αυτήν την εβδομάδα τη Διώρυγα για να διεξάγει επιχειρήσεις κατά της διακίνησης ναρκωτικών στον ανατολικό Ειρηνικό. Ένα ακόμη αμερικανικό σκάφος βρίσκεται ήδη στον Παναμά, για κοινές εκπαιδεύσεις με τις ειδικές δυνάμεις της χώρας.

Τέλος, ο κ. Χέγκσεθ αναφέρθηκε και στην επικείμενη στρατιωτική άσκηση PANAMAX 2026, στην οποία θα συμμετέχουν οι ΗΠΑ, ο Παναμάς αλλά και άλλοι περιφερειακοί σύμμαχοι, ενισχύοντας περεταίρω τους στρατηγικούς δεσμούς της περιοχής.

Οι ΗΠΑ αποσύρουν στρατεύματα από κομβική βάση στην Πολωνία που στηρίζει την Ουκρανία

Στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, στρατεύματα των ΗΠΑ αποχωρούν από το αεροδρόμιο της Γιασιόνκα, βασικό logistics hub για τη μεταφορά βοήθειας στην Ουκρανία.

Οι αμερικανικές δυνάμεις πρόκειται να ξεκινήσουν τη σταδιακή απόσυρσή τους από τη Γιασιόνκα της Πολωνίας, βασικό κόμβο επιμελητείας μέσω του οποίου το ΝΑΤΟ προωθούσε βοήθεια προς την Ουκρανία ήδη από το 2022.

Την Κυριακή 7 Απριλίου 2025, η Διοίκηση Ευρώπης-Αφρικής του Αμερικανικού Στρατού ανακοίνωσε επίσημα τα σχέδια μεταφοράς προσωπικού και εξοπλισμού από τη συγκεκριμένη βάση σε άλλες περιοχές εντός πολωνικού εδάφους.

Οι Αμερικανοί στρατιώτες είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στο αεροδρόμιο της Γιασιόνκα, το οποίο βρίσκεται στη νοτιοανατολική Πολωνία, ήδη από τις πρώτες εβδομάδες του 2022, τη στιγμή που οι ρωσικές δυνάμεις συγκεντρώνονταν στα ανατολικά της Ουκρανίας.

Παρόλο που η εγκατάσταση δεν αποτελούσε μόνιμη στρατιωτική βάση, σύντομα εξελίχθηκε στον κύριο κόμβο για τη μεταφορά οπλισμού και ανθρωπιστικής βοήθειας στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις που αντιστέκονταν στη ρωσική εισβολή.

Η Πολωνία και άλλα μέλη του ΝΑΤΟ ενίσχυσαν σημαντικά τα μέτρα ασφαλείας της περιοχής, αναβαθμίζοντας τη σημασία της εγκατάστασης.

Ο Αμερικανός στρατηγός Κρίστοφερ Ντόναχιου, επικεφαλής των αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων Ευρώπης-Αφρικής, χαρακτήρισε την απόφαση μεταφοράς των αμερικανικών μονάδων ως μια κίνηση εξορθολογισμού και οικονομικής αποδοτικότητας των επιχειρήσεων.

«Τα τελευταία χρόνια έχουμε μεταφέρει δυνάμεις μας σε σταθερότερες εγκαταστάσεις εντός Πολωνίας», ανέφερε ο στρατηγός Ντόναχιου. «Μετά από τρία χρόνια παρουσίας στη Γιασιόνκα, μας δίνεται η δυνατότητα να προσαρμόσουμε την έκταση της παρουσίας μας και να εξοικονομήσουμε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως για τον Αμερικανό φορολογούμενο».

Παρά την προσπάθεια της Epoch Times να επικοινωνήσει με τη Διοίκηση Ευρώπης-Αφρικής για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης, δεν υπήρξε απάντηση μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης.

Από το 2022 οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν δημιουργήσει επίσημες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Πολωνία, με την ίδρυση της «Φρουράς του Αμερικανικού Στρατού στην Πολωνία» (Army Garrison Poland), η οποία αποτελείται από συνολικά 11 εγκαταστάσεις, κατανεμημένες σε τρεις στρατιωτικές περιοχές στα δυτικά της χώρας.

Η απόσυρση των δυνάμεων από το αεροδρόμιο της Γιασιόνκα έρχεται σε μία περίοδο που η κυβέρνηση Τραμπ έχει ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τη λήξη του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, υποδηλώνοντας την επιθυμία της για αναπροσανατολισμό της αμερικανικής παρουσίας και των επιχειρήσεων από την Ευρώπη.

Αν και οι προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχουν αλλάξει επανειλημμένα από τη στιγμή που ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο, ο Πολωνός υπουργός Άμυνας, Βλάντισλαβ Κοσίνιακ-Καμίς, επισήμανε μέσω ανάρτησής του στο Χ στις 8 Απριλίου πως η παρούσα αποχώρηση είναι μέρος ενός σχεδίου που έχει εκπονηθεί από τον Ιούλιο του 2024.

«Τα μέχρι πρότινος καθήκοντα των αμερικανικών στρατευμάτων στη Γιασιόνκα θα αναληφθούν από άλλους συμμάχους. Οι αμερικανικές δυνάμεις παραμένουν στην Πολωνία, αλλά σε άλλες τοποθεσίες», έγραψε ο κ. Κοσίνιακ-Καμίς. «Η αποστολή στη Γιασιόνκα γίνεται πλέον με συμμετοχή κυρίως νορβηγικών, γερμανικών, βρετανικών και πολωνικών στρατευμάτων καθώς και άλλων συμμαχικών δυνάμεων».

Ο στρατηγός Ντόναχιου ανέφερε ακόμη πως οι αμερικανικές δυνάμεις βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με την Πολωνία και τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ, καθώς προχωρά η διαδικασία αποχώρησης.

Από την πλευρά του, ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας στην Πολωνία, Ντάνιελ Λότον, ευχαρίστησε τους κατοίκους της Γιασιόνκα για τη φιλοξενία τους τα τελευταία τρία χρόνια: «Η υποστήριξή σας ανέδειξε τη στενή σύνδεση μεταξύ των εθνών μας, ενισχύοντας τη συνεργασία ΗΠΑ-Πολωνίας. Καθώς προσαρμοζόμαστε στις νέες ανάγκες, η μετάβαση αυτή μας βοηθάει στη διατήρηση της στενής μας συνεργασίας με πιο αποδοτική αξιοποίηση των πόρων».

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα ζητήσει από τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν σημαντικά τη στρατιωτική τους δαπάνη. Η Πολωνία, από το 2024 και έπειτα, είχε ήδη ανεβάσει τις αμυντικές της δαπάνες πάνω από το 4% του ΑΕΠ της—την υψηλότερη αναλογία εντός της συμμαχίας—εκφράζοντας μάλιστα τον προηγούμενο Ιανουάριο στήριξη στο αίτημα Τραμπ για αύξηση του στόχου στο 5%.

Ρούμπιο: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα γνωρίζει «εντός εβδομάδων» αν η Ρωσία σκέφτεται σοβαρά την ειρήνη

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ φαίνεται να δίνει μόλις λίγες εβδομάδες προθεσμία στη Ρωσία για να αποδείξει ότι επιθυμεί ουσιαστικά την ειρηνική επίλυση του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτό διεμήνυσε σήμερα από την έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος τόνισε πως η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να πέσει «στην παγίδα ατέρμονων διαπραγματεύσεων για τις διαπραγματεύσεις».

«Θα γνωρίζουμε σύντομα αν η Ρωσία είναι σοβαρή σχετικά με την ειρήνη», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ρούμπιο, προσθέτοντας: «Θέμα εβδομάδων είναι, όχι μηνών».

Η θέση της κυβέρνησης των ΗΠΑ έρχεται σε μία περίοδο αυξανόμενης αμφισβήτησης ως προς την ειλικρίνεια της Ρωσίας από Ευρωπαίους ηγέτες. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ντέιβιντ Λάμι, και ο Γάλλος ομόλογός του, Ζαν-Νοέλ Μπαρό, εξέφρασαν πρόσφατα ανοικτά την άποψη ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιχειρεί να παρατείνει τις συνομιλίες χωρίς λόγο.

Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Αναλένα Μπέρμποκ, ήταν ιδιαίτερα αιχμηρή, χαρακτηρίζοντας τις ρωσικές εξαγγελίες περί διαπραγματεύσεων «τίποτα άλλο παρά κενές υποσχέσεις», κατηγορώντας μάλιστα τη Μόσχα ότι επιχειρεί να κερδίσει χρόνο προβάλλοντας συνεχώς νέες αξιώσεις.

Η δεύτερη θητεία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται πλέον στο τρίτο μήνα της και, παρά τις προσπάθειες, η επίτευξη συνολικής εκεχειρίας δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρότεινε ευρεία εκεχειρία τριάντα ημερών. Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι ήταν θετικός προς αυτήν την πρόταση, όμως ο Πούτιν εξέφρασε προβληματισμό για το κατά πόσον αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί πρακτικά, ιδιαίτερα αν, όπως είπε, οι δυτικοί υποστηρικτές του Κιέβου συνέχιζαν να εφοδιάζουν τη χώρα με όπλα καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεχειρίας.

Προς το παρόν, Μόσχα και Κίεβο έχουν συμφωνήσει μόνο σε μία περιορισμένη ανακωχή, η οποία αφορά την αποχή από χτυπήματα σε ενεργειακές υποδομές. Ωστόσο,  αλληλοκατηγορούνται για συνεχιζόμενες επιθέσεις, εγείροντας ερωτήματα για τη βιωσιμότητα ακόμη και αυτής της περιορισμένης συμφωνίας.

Ο Μάρκο Ρούμπιο, σχολιάζοντας τις αναφορές για παραβιάσεις της ανακωχής, τις χαρακτήρισε «συνήθεις σε περιπτώσεις κατάπαυσης του πυρός». Επιπλέον, επεσήμανε πως ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες για την επίτευξη εκεχειρίας και στη Μαύρη Θάλασσα, αν και η Ρωσία επιμένει σε άρση ή χαλάρωση ορισμένων κυρώσεων — κάτι στο οποίο οι Ευρωπαίοι αντιτίθενται έντονα.

Σε περίπτωση κατάρρευσης των συνομιλιών, η Ουάσιγκτον προετοιμάζει ήδη νέα μέτρα. «Οι νομοθέτες μας συντάσσουν νομοθεσία για νέες οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας», σημείωσε ο Ρούμπιο, προσθέτοντας ότι οι Αμερικανοί διαπραγματευτές έχουν διαβιβάσει αυτές τις πιθανές συνέπειες στους Ρώσους ομολόγους τους «με τον πιο ευγενικό τρόπο».

Πιο αισιόδοξος φάνηκε να είναι ο ειδικός απεσταλμένος του Πούτιν και επικεφαλής του Ρωσικού Ταμείου Άμεσων Επενδύσεων, Κίριλ Ντμίτριεφ. Ο Ρώσος αξιωματούχος έκανε λόγο για «κάποια» πρόοδο στις πρόσφατες συζητήσεις στην Ουάσιγκτον.

Παρόλα αυτά, η ασταθής κατάσταση στο «διπλωματικό μέτωπο» συνεχίζει να εγείρει προβληματισμούς και επιφυλάξεις εντός της διεθνούς κοινότητας. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ είχε τονίσει πριν από λίγες ημέρες πως ο ομόλογός του, Βλαντίμιρ Πούτιν, πιθανώς χρησιμοποιεί τακτικές για να καθυστερήσει αυτές τις συνομιλίες. Η γρήγορη επίτευξη ειρήνης αποτελούσε κεντρικό μέρος της προεκλογικής ατζέντας του Τραμπ και είχε δηλώσει επανειλημμένα ότι θα μπορούσε να «τερματίσει τη σύγκρουση μέσα σε 24 ώρες».

Σχεδόν δεκαπέντε μήνες μετά την έναρξη των αιματηρών συγκρούσεων στην Ουκρανία, οι συνομιλίες βρίσκονται τώρα σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής. Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν σήμερα από τον Μάρκο Ρούμπιο, όλα θα ξεκαθαρίσουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Αν η Ρωσία επιλέξει να συνεχίσει να καθυστερεί, αναμένονται νέες κυρώσεις, σε μία προσπάθεια να κλιμακωθεί η πίεση προς τη Μόσχα.

Με πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press