Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχαν τηλεφωνική επικοινωνία την Τετάρτη, στο πλαίσιο των προσπαθειών του Τραμπ να μεσολαβήσει για ειρήνη μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, ενώ η περιορισμένη εκεχειρία παρουσιάζει ήδη σημάδια αστάθειας.
Τηλεφωνική επικοινωνία σε ταραγμένο κλίμα
«Μόλις ολοκλήρωσα μια πολύ καλή τηλεφωνική συνομιλία με τον Πρόεδρο Ζελένσκι της Ουκρανίας», ανέφερε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social μετά το τέλος της συνομιλίας που διήρκεσε περίπου μία ώρα.
Η επικοινωνία ακολούθησε την πολύωρη τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ Τραμπ και Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν την Τρίτη, κατά την οποία οι δύο ηγέτες συζήτησαν για μια 30ήμερη εκεχειρία όπου Ρωσία και Ουκρανία θα συμφωνούσαν να σταματήσουν τις επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές.
«Μεγάλο μέρος της συζήτησης βασίστηκε στην επικοινωνία που είχαμε χθες με τον Πρόεδρο Πούτιν, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία σε σχέση με τα αιτήματα και τις ανάγκες τους», δήλωσε ο Τραμπ αναφερόμενος στη συνομιλία του με τον Ζελένσκι.
Αλληλοκατηγορίες για παραβίαση της εκεχειρίας
Λίγες ώρες πριν από την τηλεφωνική επικοινωνία με την Ουάσιγκτον, ο Ζελένσκι κατηγόρησε τις ρωσικές δυνάμεις ότι είχαν ήδη παραβιάσει τη συμφωνία. Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στη Φινλανδία, ο Ουκρανός πρόεδρος ανέφερε ότι οι ρωσικές δυνάμεις εξαπέλυσαν περίπου 150 επιθετικά drones προς την Ουκρανία στις ώρες μετά την ολοκλήρωση της επικοινωνίας Τραμπ-Πούτιν, στοχεύοντας ουκρανικές ενεργειακές εγκαταστάσεις, συστήματα μεταφορών και νοσοκομεία.
Από την πλευρά τους, οι ρωσικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι ουκρανικές δυνάμεις είχαν επίσης στοχεύσει εγκατάσταση μεταφοράς πετρελαίου στην περιφέρεια Κρασνοντάρ της Ρωσίας την Τετάρτη, προκαλώντας πυρκαγιά σε δεξαμενή πετρελαίου.
Παρά τις αλληλοκατηγορίες για παραβίαση της εκεχειρίας, ο Τραμπ εμφανίστηκε αισιόδοξος, δηλώνοντας στο Truth Social: «Βρισκόμαστε σε πολύ καλό δρόμο».
Τα επόμενα βήματα για διευρυμένη εκεχειρία
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ζελένσκι είχε εκφράσει την υποστήριξή του σε μια πρόταση με αμερικανική υποστήριξη για 30ήμερη εκεχειρία που θα κάλυπτε όχι μόνο τις ενεργειακές υποδομές αλλά όλες τις πτυχές του συνεχιζόμενου πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας. Ο Πούτιν είχε εκφράσει προθυμία να συμμετάσχει στην ευρύτερη προσωρινή εκεχειρία, αλλά έθεσε ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο παρακολούθησης και εφαρμογής της συμφωνίας.
Μετά την τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν την Τρίτη, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι ο επόμενος γύρος διαπραγματεύσεων θα αφορά εκεχειρία στη θάλασσα και στη συνέχεια μια πιο ολοκληρωμένη εκεχειρία και τελικά μόνιμη ειρήνη.
«Αυτές οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν αμέσως στη Μέση Ανατολή», ανέφερε ο Λευκός Οίκος την Τρίτη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές στην Υεμένη στις 15 Μαρτίου, στο πλαίσιο επιχείρησης αποτροπής των επιθέσεων των Χούθι σε πλοία που διέρχονται από την περιοχή. Αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη απογειώθηκαν από το αεροπλανοφόρο USS Harry S. Truman και έπληξαν στόχους των Χούθι στη δυτική Υεμένη. Ήταν η πρώτη αμερικανική επίθεση κατά της οργάνωσης εδώ και δύο μήνες.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες. Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Μάικ Γουόλτς, δήλωσε στο Fox News Sunday ότι οι αεροπορικές επιδρομές προκάλεσαν τον θάνατο ηγετικών στελεχών των Χούθι και την καταστροφή πυραύλων και κρίσιμων στρατιωτικών υποδομών.
Ο εκπρόσωπος των Χούθι, Γιαχιά Σαρέε, ανακοίνωσε ότι 47 αμερικανικές επιθέσεις έπληξαν τις επαρχίες Σαναά, Σααντά, Αλ Μπάιντα, Χάτζα, Ντάμαρ, Μαρίμπ και Αλ Τζαούφ. Το υπουργείο Υγείας, που ελέγχεται από τους Χούθι, ανέφερε ότι 31 άμαχοι σκοτώθηκαν και 101 τραυματίστηκαν.
Οι απολογισμοί αυτοί δεν έχουν επιβεβαιωθεί ανεξάρτητα.
Ο αντιπτέραρχος των ΗΠΑ Αλέξους Γκρύνκεβιτς δήλωσε ότι, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, τα πλήγματα προκάλεσαν δεκάδες απώλειες μεταξύ των μαχητών των Χούθι, χωρίς επιβεβαιωμένες αναφορές για θύματα αμάχων.
Επαναφορά των Χούθι στη λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί τους Χούθι περιφερειακό σύμμαχο του Ιράν και αποφάσισε την εκ νέου καταχώρησή τους στη λίστα των ξένων τρομοκρατικών οργανώσεων, επικαλούμενη τις επιθέσεις τους με drone και πυραύλους κατά του Ισραήλ και πλοίων στη Μέση Ανατολή, από τον Οκτώβριο του 2023.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων με ανάρτησή του στις 15 Μαρτίου, απαιτώντας την άμεση διακοπή των επιθέσεων των Χούθι και προειδοποιώντας για περαιτέρω αντίποινα.
Οι Χούθι δήλωσαν ότι εξαπέλυσαν αντίποινα κατά των αμερικανικών δυνάμεων στη βόρεια Ερυθρά Θάλασσα, εκτοξεύοντας 18 βαλλιστικούς και πυραύλους κρουζ και ένα drone έως τις 16 Μαρτίου, καθώς και δύο ακόμη πυραύλους κρουζ και δύο drone έως τις 18 Μαρτίου.
Χούθι και Χαμάς
Οι Χούθι άρχισαν να επιτίθενται σε πλοία στη Μέση Ανατολή μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023. Δηλώνουν ότι στηρίζουν τη Χαμάς και ότι οι ενέργειές τους στοχεύουν στην άσκηση πίεσης στο Ισραήλ για τη διακοπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Λωρίδα της Γάζας.
Από τον Οκτώβριο του 2023 έως τον Ιανουάριο του 2025, οι Χούθι εξαπέλυσαν επιθέσεις με drone και πυραύλους κατά του Ισραήλ, καθώς και εναντίον περισσότερων από 100 εμπορικών πλοίων στην περιοχή. Δύο πλοία βυθίστηκαν. Τον Νοέμβριο του 2023, οι Χούθι πραγματοποίησαν αεροπορική επιδρομή με ελικόπτερα και κατέλαβαν το πλοίο Galaxy Leader, κρατώντας 25 μέλη του πληρώματος ως ομήρους.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέπτυξε πολεμικά πλοία για την προστασία της ναυσιπλοΐας και αργότερα προχώρησε σε άμεσα στρατιωτικά πλήγματα στην Υεμένη.
Αεροσκάφος εκτοξεύεται από το USS Dwight D. Eisenhower (CVN 69) κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην Ερυθρά Θάλασσα, στις 22 Ιανουαρίου 2024. (Kaitlin Watt/Ναυτικό των ΗΠΑ μέσω AP)
Οι επιθέσεις των Χούθι συνεχίστηκαν έως τον Ιανουάριο του 2025, όταν Ισραήλ και Χαμάς κατέληξαν σε προσωρινή εκεχειρία. Οι Χούθι σταμάτησαν τις επιχειρήσεις τους και απελευθέρωσαν το πλήρωμα του Galaxy Leader μετά από 459 ημέρες κράτησης.
Η εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς κλονίστηκε, καθώς οι δύο πλευρές διαφωνούν για τα επόμενα βήματα. Στις 2 Μαρτίου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου αποφάσισε τη διακοπή της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα. Στις 11 Μαρτίου, οι Χούθι ανακοίνωσαν ότι θα ξαναρχίσουν τις επιθέσεις εναντίον ισραηλινών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα.
Ο αναλυτής Μάικλ Χόρτον, από το Jamestown Foundation, δήλωσε ότι οι Χούθι χρησιμοποιούν τη σύγκρουση στη Γάζα για να ενισχύσουν την υποστήριξή τους στην Υεμένη. Ο Ντάνιελ Φλες, αναλυτής του Heritage Foundation, ανέφερε ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να αφήσουν τις ενέργειες των Χούθι χωρίς απάντηση.
Δορυφορική εικόνα που δείχνει το πλοίο Rubymar με σημαία Μπελίζ να γεμίζει νερό μετά από ζημιά που υπέστη από επίθεση των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, την 1η Μαρτίου 2024. (Maxar Technologies μέσω AP)
Ο Τραμπ αυξάνει το τίμημα για το Ιράν
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δήλωσε ότι εφ’ εξής η κυβέρνησή του θα θεωρεί τις ενέργειες των Χούθι συνδεδεμένες με το Ιράν. Σε ανάρτησή του στις 17 Μαρτίου ανέφερε ότι κάθε πυροβολισμός των Χούθι θα αποδίδεται στο Ιράν, το οποίο θα θεωρείται υπεύθυνο και θα υποστεί συνέπειες.
Ο Ντάνιελ Φλες δήλωσε ότι η προειδοποίηση προς το Ιράν αποτελεί αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής, υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει να καταστήσει σαφή τη στάση της απέναντι στους Χούθι και το Ιράν.
Οι Χούθι, ένα κυρίως σιιτικό ισλαμιστικό κίνημα των Ζαΐντι, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά αντιτιθέμενοι στη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης. Το 2014, η αντάρτικη φράξια των Χούθι κατέλαβε τη Σαναά, οδηγώντας τον τότε πρόεδρο της Υεμένης Αμπντραμπούχ Μανσούρ Χάντι να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα της Υεμένης. Αργότερα ο Χάντι ανακάλεσε την παραίτησή του και σχημάτισε εξόριστη κυβέρνηση στην πόλη-λιμάνι της Υεμένης, το Άντεν.
Η Υεμένη παραμένει σε κατάσταση εμφυλίου από το 2014. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση έχει επίσης γίνει μια μάχη δι’ αντιπροσώπων σε μια ευρύτερη διαμάχη για περιφερειακή επιρροή μεταξύ του αραβικού συνασπισμού υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος έχει επικεντρωθεί στην αποτροπή της εξάπλωσης των εξτρεμιστικών ιδεολογιών, και του αντιδυτικού ισλαμιστικού καθεστώτος του Ιράν.
Λίγο αφότου ο Χάντι ανασύστησε την κυβέρνησή του στο Άντεν, η Σαουδική Αραβία σχημάτισε έναν συνασπισμό αραβικών κρατών του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου, του Μαρόκου, της Ιορδανίας, του Μπαχρέιν, του Σουδάν και του Κουβέιτ, για να υποστηρίξει στρατιωτικά την κυβέρνηση του Χάντι. Μέχρι το 2015, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν επίσης να παρέχουν όπλα, πληροφορίες και υλικοτεχνική υποστήριξη στον υπό σαουδαραβική ηγεσία στρατιωτικό συνασπισμό στην Υεμένη.
Από το 2015, οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν επανειλημμένα κατασχέσει πλοία που μετέφεραν όπλα στα ανοικτά των ακτών της Υεμένης, τα οποία, σύμφωνα με την εκτίμησή τους, κατευθύνονται από την Τεχεράνη σε περιοχές που ελέγχουν οι Χούθι, ωστόσο η Τεχεράνη έχει διαψεύσει την αποστολή τέτοιας στρατιωτικής βοήθειας προς την αντάρτικη παράταξη της Υεμένης.
Πλήρωμα της αμερικανικής ακτοφυλακής κατάσχει φορτίο ύποπτων ιρανικών εξαρτημάτων όπλων μετά από θαλάσσια επιδρομή στην Αραβική Θάλασσα, στις 28 Ιανουαρίου 2024. (Φωτογραφία της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ).
Στις 18 Μαρτίου, ο Ιρανός πρεσβευτής στον ΟΗΕ, Αμίρ Σαΐντ Ιραβανί, δήλωσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι το Ιράν δεν έχει εξοπλίσει τους Χούθι ούτε καθοδηγεί τις ενέργειές τους. Ο αναλυτής Χόρτον ανέφερε ότι το Ιράν παρέχει πληροφορίες και πιθανώς συμβουλές για την επιλογή στόχων, αλλά οι Υεμενίτες διοικητές λαμβάνουν τις περισσότερες αποφάσεις.
Τα επόμενα βήματα
Κατά το τελευταίο έτος της θητείας του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο αμερικανικός στρατός τοποθέτησε τέσσερεις διαφορετικές ομάδες κρούσης αεροπλανοφόρων για να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις των Χούτι και να πλήξουν στόχους στην Υεμένη. Ο αμερικανικός στρατός ανέπτυξε επίσης βομβαρδιστικά stealth B-2 Spirit για την καταστροφή υπόγειων χώρων αποθήκευσης όπλων.
Στην ενημέρωση Τύπου του Πενταγώνου στις 17 Μαρτίου, σχετικά με τα τελευταία αμερικανικά πλήγματα, ο Γκρύνκεβιτς αντιμετώπισε ερωτήσεις σχετικά με το πώς αυτές οι νέες επιχειρήσεις διαφέρουν από εκείνες που έγιναν επί Μπάιντεν. Ο στρατηγός της Πολεμικής Αεροπορίας είπε ότι δεν θα υπεισέλθει σε πολλές λεπτομέρειες λόγω επιχειρησιακών ανησυχιών για την ασφάλεια, αλλά δήλωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν πλέον ένα ευρύτερο σύνολο στόχων στην Υεμένη.
Δήλωσε επίσης ότι ο Τραμπ έχει μεταβιβάσει εξουσίες προς τα κάτω στους επιχειρησιακούς διοικητές που βρίσκονται επί τόπου, μειώνοντας τις απαιτήσεις για την έγκριση διαταγής νέων επιθέσεων. «Αυτό μας επιτρέπει να έχουμε έναν ρυθμό επιχειρήσεων ανάλογο με τις ευκαιρίες που βλέπουμε στο πεδίο της μάχης, προκειμένου να συνεχίσουμε να ασκούμε πίεση στους Χούθι», είπε.
Οι Χούθι ελέγχουν μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Υεμένης, όπου κατοικεί σχεδόν το 80% του πληθυσμού της χώρας των 32 εκατομμυρίων κατοίκων.
Μαχητές των Χούθι πραγματοποιούν συγκέντρωση κατά των αμερικανικών και βρετανικών επιδρομών, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Χούθι κοντά στη Σαναά της Υεμένης, στις 14 Ιανουαρίου 2024. (AP Photo)
Ο Χόρτον προειδοποίησε ότι οι απώλειες αμάχων από την εντατικοποίηση των αμερικανικών επιδρομών θα μπορούσαν να οδηγήσουν περισσότερους Υεμενίτες να υποστηρίξουν τους Χούθι. Υποστήριξε ότι οποιοδήποτε βιώσιμο σχέδιο για την αντιμετώπιση, τον περιορισμό και την ήττα των Χούτι θα πρέπει να καθοδηγείται από τους ίδιους τους Υεμενίτες.
Το Ιράν έδειξε ότι είναι ανοιχτό σε διάλογο με την Ουάσιγκτον, εφόσον οι συνομιλίες περιοριστούν σε ζητήματα που αφορούν το πυρηνικό του πρόγραμμα. Σύμφωνα με ανάρτηση της ιρανικής αποστολής στον ΟΗΕ, στις 9 Μαρτίου, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, η Τεχεράνη θα μπορούσε να εξετάσει τέτοιες συζητήσεις εάν ο στόχος είναι να διασκεδαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανή στρατιωτικοποίηση του πυρηνικού της προγράμματος.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε δύο ημέρες μετά τη δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ότι επεδίωξε να προσεγγίσει την ιρανική ηγεσία για να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία που θα αντικαταστήσει εκείνη από την οποία απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την πρώτη του θητεία.
Ο Τραμπ επανέλαβε πρόσφατα ότι το Ιράν δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αναφέροντας ότι δεν αποκλείει τη χρήση στρατιωτικής δράσης προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ωστόσο, στις 8 Μαρτίου, μία ημέρα μετά τη δήλωση του Τραμπ για επαφές με την Τεχεράνη, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, απέρριψε το ενδεχόμενο συνομιλιών με ξένες κυβερνήσεις και ηγέτες που, όπως είπε, επιδιώκουν να επιβάλουν νέους περιορισμούς στο Ιράν.
Τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε νέο μνημόνιο εθνικής ασφάλειας, διατάσσοντας την επαναφορά της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» απέναντι στο Ιράν, την οποία είχε εφαρμόσει και στην πρώτη του θητεία. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, ο στόχος της ανανεωμένης εκστρατείας οικονομικών κυρώσεων είναι η αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν και η αντιμετώπιση της προσπάθειας της Τεχεράνης να αναπτύξει πυραύλους και άλλες ασύμμετρες και συμβατικές στρατιωτικές δυνατότητες. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος υποστήριξε ότι μέσω αυτής της πίεσης επιδιώκει την αποδυνάμωση του δικτύου των ιρανικών πληρεξουσίων στη Μέση Ανατολή.
Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, σε ανάρτησή του στις 9 Μαρτίου, ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να διεξάγονται υπό πίεση ή απειλές, καθώς, όπως τόνισε, η διαπραγμάτευση είναι διαφορετική από την επιβολή και τις διαταγές. Ο ίδιος σημείωσε ότι το Ιράν διαβουλεύεται με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρωσία και την Κίνα — χώρες που παραμένουν συμβαλλόμενα μέρη της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 — σχετικά με την εύρεση τρόπων για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και της διαφάνειας στο πυρηνικό του πρόγραμμα, με αντάλλαγμα την άρση των «παράνομων κυρώσεων».
Αν και η ιρανική αποστολή στον ΟΗΕ διαβεβαίωσε ότι η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να ακούσει τις διεθνείς ανησυχίες περί απόκτησης πυρηνικών όπλων, ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα και πως τέτοιου είδους συνομιλίες «δεν θα γίνουν ποτέ». Σύμφωνα με τον Αραγτσί, το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας ήταν και θα παραμείνει αποκλειστικά ειρηνικό και συνεπώς δεν τίθεται θέμα «πιθανής στρατιωτικοποίησής» του.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει εκφράσει ανησυχία για τη συνεχιζόμενη παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου υψηλής καθαρότητας από το Ιράν. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου, ο οργανισμός εκτίμησε ότι η Τεχεράνη έχει συσσωρεύσει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%.
Για να παραχθεί υλικό κατάλληλο για πυρηνικά όπλα, το ουράνιο πρέπει να εμπλουτιστεί σε επίπεδο 90%.
Στην ίδια έκθεση, ο ΟΗΕ τόνισε ότι το Ιράν είναι το μοναδικό κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα που παράγει τέτοιου είδους υλικό, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση «ιδιαίτερα ανησυχητική».
Ο χρόνος για την Τεχεράνη μπορεί να είναι περιορισμένος όσον αφορά την προοπτική συνομιλιών. Σε συνέντευξή του στο Fox Business, στις 7 Μαρτίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι μπορούν να κάνουν μια συμφωνία που θα ήταν εξίσου καλή σαν να είχαν νικήσει στρατιωτικά, τόνισε ωστόσο ότι «ο χρόνος λιγοστεύει».
Το Κίεβο συμφώνησε να προχωρήσει σε 30ήμερη εκεχειρία με τη Μόσχα, στο πλαίσιο προσπαθειών για την επανέναρξη διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Αντιπροσωπείες από την Ουάσιγκτον και το Κίεβο εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση στις 11 Μαρτίου, στην οποία ανακοινώθηκε η προτεινόμενη 30ήμερη παύση των εχθροπραξιών, έπειτα από έναν εκτεταμένο γύρο συνομιλιών στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας.
Τις Ηνωμένες Πολιτείες εκπροσώπησαν ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μάικ Ουόλτζ. Από την πλευρά της Ουκρανίας, στις συνομιλίες συμμετείχαν ο υπουργός Εξωτερικών, Αντρίι Συμπίχα, ο προεδρικός σύμβουλος, Αντρίι Γερμάκ, και ο υπουργός Άμυνας, Ρουστέμ Ουμέροφ.
Η συμφωνία της Τζέντας προβλέπει αρχικά μια 30ήμερη κατάπαυση του πυρός, με τη δυνατότητα παράτασης, εφόσον οι δύο πλευρές επιδιώξουν μια πιο μακροπρόθεσμη ειρηνευτική συμφωνία.
«Θα μεταφέρουμε τώρα αυτή την πρόταση στους Ρώσους και ελπίζουμε να πουν ναι», δήλωσε ο Ρούμπιο σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση.
ΗΠΑ και Ουκρανία επαναφέρουν τη συνεργασία τους
Η συνάντηση της Τρίτης έδωσε την ευκαιρία σε Ουάσινγκτον και Κίεβο να επανεκκινήσουν τις δια ζώσης διαπραγματεύσεις, μετά από μια έντονη αντιπαράθεση στις 28 Φεβρουαρίου, στο Οβάλ Γραφείο, μεταξύ του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, και του Ουκρανού ομολόγου του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Η διαφωνία αφορούσε την προθυμία της Ουκρανίας να διαπραγματευτεί και να κάνει συμβιβασμούς με τη Ρωσία.
Στις ημέρες που ακολούθησαν, ο Τραμπ διέταξε την αναστολή κάθε αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών.
Ωστόσο, μετά τις συνομιλίες στην Τζέντα, οι ΗΠΑ και η Ουκρανία ανακοίνωσαν ότι η Ουάσινγκτον θα άρει το «πάγωμα» στη διαμοίραση πληροφοριών και θα επαναφέρει τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο.
«Το πιο σημαντικό είναι να φύγουμε από εδώ με την ισχυρή αίσθηση ότι η Ουκρανία είναι έτοιμη να πάρει δύσκολες αποφάσεις», δήλωσε ο Ρούμπιο στις 10 Μαρτίου, καθ’ οδόν προς τη συνάντηση.
Ο ίδιος τόνισε ότι και η Ρωσία θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για δύσκολες αποφάσεις, προκειμένου να διευκολυνθεί μια μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία.
Αναζητώντας συμβιβασμό: Τι περιμένει η Ουάσιγκτον από το Κίεβο
Όταν ρωτήθηκε ποιες είναι οι συγκεκριμένες δύσκολες αποφάσεις που η κυβέρνηση Τραμπ αναμένει από την Ουκρανία, ο Ρούμπιο απάντησε ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση δεν μπορεί να επιλυθεί με στρατιωτικά μέσα.
«Οι Ρώσοι δεν μπορούν να κατακτήσουν ολόκληρη την Ουκρανία, αλλά ταυτόχρονα θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για την Ουκρανία, σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, να απωθήσει τους Ρώσους πίσω στα σύνορα του 2014», εξήγησε ο Ρούμπιο.
Προς το παρόν, μένει να φανεί πώς θα απαντήσει η Μόσχα στην πρόταση.
Επιθέσεις και από τις δύο πλευρές λίγο πριν τις συνομιλίες
Λίγες μόλις ώρες πριν από την έναρξη των συνομιλιών, οι ουκρανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν εκατοντάδες επιθετικά drones σε 10 διαφορετικές ρωσικές περιοχές. Οι ρωσικές αρχές ανέφεραν ότι κατέρριψαν 343 από αυτά, αλλά τρία άτομα σκοτώθηκαν και 18 τραυματίστηκαν, ανάμεσά τους και τρία παιδιά.
Σε ξεχωριστό περιστατικό, Ουκρανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η Ρωσία εξαπέλυσε 126 επιθετικά drones και έναν βαλλιστικό πύραυλο Iskander-M εναντίον της Ουκρανίας κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η ουκρανική Πολεμική Αεροπορία ανέφερε ότι κατέρριψε τον βαλλιστικό πύραυλο και 79 από τα drones, ενώ άλλα 35 drones δεν έφτασαν στους στόχους τους για αδιευκρίνιστους λόγους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο όπλων, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες αύξησαν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές ξένων όπλων την περίοδο 2020-2024, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Διεθνούς Ινστιτούτου Ειρηνευτικών Ερευνών της Στοκχόλμης (SIPRI), που δημοσιεύθηκε στις 10 Μαρτίου.
Σύμφωνα με την έκθεση του SIPRI, οι εισαγωγές όπλων στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 155% μέσα στα τέσσερα αυτά χρόνια. Μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής προέκυψε μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ως απάντηση στη ρωσική επίθεση, η Ουκρανία αύξησε τις εισαγωγές ξένων όπλων σχεδόν 100 φορές, καταγράφοντας αύξηση 9.627% από το 2020 έως το 2024.
Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν καταβάλει προσπάθειες τα τελευταία χρόνια να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και να ενισχύσουν τη βιομηχανία όπλων της ηπείρου. Ωστόσο, αν η Ευρώπη επιδιώκει να μειώσει την εξάρτησή της από την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, θα πρέπει να αναστρέψει μια τάση που τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει ευνοήσει κυρίως τους Αμερικανούς κατασκευαστές όπλων.
Κατά την περίοδο αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές όπλων από 35% σε 43%. Αν και η Σαουδική Αραβία παρέμεινε ο μεγαλύτερος μεμονωμένος αποδέκτης των αμερικανικών όπλων, για πρώτη φορά εδώ και δύο δεκαετίες το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών εξαγωγών όπλων κατευθύνθηκε προς την Ευρώπη. Συνολικά, οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων προς την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 233% μεταξύ 2020 και 2024, με την Ουκρανία να αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο αποδέκτη αμερικανικών όπλων αυτή την περίοδο.
Ο ανώτερος ερευνητής του SIPRI Πίτερ Βέζεμαν επεσήμανε ότι, αν και τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν λάβει μέτρα για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές όπλων και να ενισχύσουν τη βιομηχανία όπλων της ηπείρου, η διατλαντική σχέση προμήθειας όπλων έχει βαθιές ρίζες. Πρόσθεσε ότι οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ έχουν ακόμα σε παραγγελία σχεδόν 500 μαχητικά αεροσκάφη και πολλά άλλα οπλικά συστήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Γαλλία βρίσκεται στη δεύτερη θέση των παγκόσμιων εξαγωγέων όπλων, αλλά το μερίδιό της στην αγορά παραμένει στο ένα τέταρτο αυτού των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πτώση των ρωσικών εξαγωγών όπλων
Πριν από την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία το 2022, η Ρωσία ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο. Έκτοτε, έχει χάσει σημαντικούς πελάτες, ενώ η ρωσική αμυντική βιομηχανία έχει αναγκαστεί να αφιερώνει μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στην υποστήριξη των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την ανάλυση του SIPRI σχετικά με τις τετραετείς τάσεις στις πωλήσεις όπλων που έληξαν το 2021 – τον τελευταίο πλήρη χρόνο πριν από τη ρωσική εισβολή – η Ρωσία είχε συναλλαγές με 45 χώρες. Ωστόσο, τα νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι μεταξύ 2020 και 2024, οι κύριοι πελάτες της μειώθηκαν σε 33.
Ο Βέζεμαν σημείωσε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία επιτάχυνε περαιτέρω την πτώση των ρωσικών εξαγωγών όπλων, καθώς η Ρωσία χρειάζεται περισσότερα όπλα για το μέτωπο, οι εμπορικές κυρώσεις δυσχεραίνουν την παραγωγή και την πώληση όπλων, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ασκούν πιέσεις σε χώρες ώστε να μην αγοράζουν ρωσικά όπλα.
Η πτώση των ρωσικών εξαγωγών είχε ξεκινήσει πριν από την εισβολή του 2022. Σύμφωνα με το SIPRI, οι ρωσικές εξαγωγές όπλων τα έτη 2020 και 2021 ήταν σημαντικά μικρότερες από οποιοδήποτε άλλο έτος των δύο προηγούμενων δεκαετιών. Οι τρεις μεγαλύτεροι πελάτες της Ρωσίας είναι η Ινδία, η Κίνα και το Καζακστάν, οι οποίοι πλέον αντιπροσωπεύουν περίπου τα δύο τρίτα των ρωσικών εξαγωγών όπλων.
Περισσότερο αυτάρκες το Πεκίνο
Η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού υπήρξε και παραμένει μια σημαντική αγορά για τις πωλήσεις όπλων, με την Ασία και την Ωκεανία να αποτελούν τη μεγαλύτερη εισαγωγική περιοχή. Ωστόσο, η γενική τάση παρουσιάζει πτωτική πορεία. Συνολικά, το ποσοστό των εξαγωγών όπλων προς τα κράτη της περιοχής μειώθηκε από 41% την περίοδο 2015-2019 σε 33% την περίοδο 2020-2024.
Το Ινστιτούτο Διεθνών Ερευνών της Στοκχόλμης (SIPRI) διαπίστωσε ότι η Κίνα υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη μείωση των πωλήσεων όπλων στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει οδηγήσει τη χώρα στη μείωση των εισαγωγών ξένων όπλων κατά 64% από το 2015. Σύμφωνα με ανακοίνωση του SIPRI, η Κίνα βρέθηκε εκτός της δεκάδας των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων για πρώτη φορά από την περίοδο 1990-1994. Το Ινστιτούτο εκτίμησε ότι οι εισαγωγές όπλων της Κίνας πιθανότατα θα συνεχίσουν να μειώνονται, καθώς βελτιώνονται οι δυνατότητες εγχώριας στρατιωτικής παραγωγής.
Την περίοδο 2015-2019, η Κίνα ήταν ταυτόχρονα ο πέμπτος μεγαλύτερος εισαγωγέας και ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων. Στην τελευταία τετραετή περίοδο αναφοράς, το SIPRI κατέγραψε την Κίνα ως τον 16ο μεγαλύτερο εισαγωγέα ξένων όπλων και τον τέταρτο μεγαλύτερο εξαγωγέα. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων, κατατάχθηκαν επίσης ως ο ένατος μεγαλύτερος εισαγωγέας στην πιο πρόσφατη τετραετία.
Το Πακιστάν αναδείχθηκε ως ο κορυφαίος πελάτης για τις κινεζικές εξαγωγές όπλων, απορροφώντας περίπου το 63% των ξένων μεταφορών όπλων της Κίνας. Η Σερβία και η Ταϊλάνδη κατέλαβαν τη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα, αντιπροσωπεύοντας το 6,8% και το 4,6% των κινεζικών εξαγωγών όπλων. Το SIPRI διαπίστωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το 37% των συνολικών πωλήσεων όπλων στην Ασία και την Ωκεανία, ενώ η Ρωσία προμήθευσε το 17% και η Κίνα το 14%.
Παρότι η αυξανόμενη εγχώρια στρατιωτική παραγωγή της Κίνας μειώνει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ξένων όπλων, το SIPRI αξιολόγησε την άποψη ότι η αντίληψη περί αυξανόμενης κινεζικής απειλής επηρεάζει τις αποφάσεις εξοπλιστικών προμηθειών πολλών κρατών στην Ασία και την Ωκεανία.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο την Παρασκευή, αφότου η συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Βανς εξελίχθηκε σε έντονη αντιπαράθεση.
Οι δύο χώρες είχαν κανονίσει τη συνάντηση ως ευκαιρία για τον Ουκρανό ηγέτη να συναντηθεί με τον Τραμπ και να οριστικοποιήσει μια συμφωνία συνεργασίας που θα έδινε στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσβαση στον πλούτο των φυσικών πόρων της Ουκρανίας.
Ο Τραμπ έχει επιδιώξει να διαπραγματευτεί μια γρήγορη λήξη του συνεχιζόμενου πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας. Έχει επίσης προωθήσει τη συμφωνία για πρόσβαση στους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας ως τρόπο ανάκτησης μέρους των κεφαλαίων που έχουν ήδη συνεισφέρει οι Ηνωμένες Πολιτείες στην πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας.
Ακόμα και πριν από τη συνάντηση, ο Τραμπ και ο Ζελένσκι είχαν συγκρουστεί για τους στόχους της συμφωνίας φυσικών πόρων και τις ευρύτερες προσπάθειες του Τραμπ να προάγει τη διαπραγμάτευση μιας ειρηνικής διευθέτησης της σύγκρουσης. Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ χαρακτήρισε τον Ζελένσκι δικτάτορα, ενώ ο Ζελένσκι επέκρινε τις προσπάθειες του Τραμπ να εμπλέξει τη Μόσχα σε ειρηνευτικές συνομιλίες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο κύριος υποστηρικτής του Κιέβου από τότε που οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία το 2022, και έχουν διαθέσει περισσότερα από 174 δισεκατομμύρια δολάρια για την Ουκρανία. Ο Ζελένσκι, εν τω μεταξύ, έχει επιμείνει ότι μια συμφωνία για τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας θα πρέπει να περιλαμβάνει νέες εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ για την Ουκρανία.
Τα αντικρουόμενα οράματα του Τραμπ και του Ζελένσκι έγιναν εμφανή καθώς συζητήθηκαν μπροστά σε δημοσιογράφους, σε συνέντευξη Τύπου στο Οβάλ Γραφείο. Τελικά, ο Ζελένσκι αποχώρησε νωρίς από τον Λευκό Οίκο, και ο Τραμπ δήλωσε στην πλατφόρμα Truth Social ότι ο Ουκρανός ηγέτης «δεν είναι έτοιμος για Ειρήνη αν εμπλέκεται η Αμερική, επειδή αισθάνεται ότι η συμμετοχή μας του δίνει μεγάλο πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις».
«Δεν θέλω πλεονέκτημα, θέλω ειρήνη. Ασέβησε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στο πολύτιμο Οβάλ Γραφείο. Μπορεί να επιστρέψει όταν είναι έτοιμος για Ειρήνη», έγραψε ο Τραμπ.
Ο Ζελένσκι πιέζει για όπλα και εγγυήσεις ασφαλείας
Καθώς άνοιγε τη συνέντευξη Τύπου στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ αναγνώρισε κάποιες από τις παλαιότερες εντάσεις που είχε με τον Ζελένσκι, δηλώνοντας: «Είχαμε μια μικρή διαφωνία στις διαπραγματεύσεις, αλλά αυτό λύθηκε τέλεια».
Στη συνέχεια, στράφηκε στη συμφωνία για τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας, λέγοντας ότι θα συνεπαγόταν μια «μεγάλη δέσμευση από τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η συζήτηση εξελίχθηκε καθώς οι δύο ηγέτες απαντούσαν σε ερωτήσεις του Τύπου στο Οβάλ Γραφείο. Ο Τραμπ πίεσε για την οριστικοποίηση της συμφωνίας για τα ορυκτά πριν από περαιτέρω συζητήσεις σχετικά με εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία.
Ο Ζελένσκι, με τη σειρά του, ζητούσε επανειλημμένα πρόσθετη στρατιωτική υποστήριξη για την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών συστημάτων αεράμυνας. Ο Ουκρανός ηγέτης έθεσε την πιθανότητα η Ουκρανία να μοιραστεί τις άδειες παραγωγής των drone της σε αντάλλαγμα για άδειες παραγωγής αμερικανικών συστημάτων αεράμυνας.
«Ακόμη και μετά τον πόλεμο, χρειαζόμαστε το έθνος μας να είναι ήρεμο… γι’ αυτό χρειαζόμαστε αυτή την αεροπορική ασπίδα», είπε ο Ζελένσκι, επισημαίνοντας ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είναι μεν πρόθυμες να παράσχουν τις δικές τους εγγυήσεις ασφαλείας, αλλά χωρίς περαιτέρω εγγυήσεις από τις ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις δεν θα είναι «τόσο ισχυρές όσο χρειάζεται».
Ο Τραμπ έδειξε ότι θα ήταν πρόθυμος να υποστηρίξει περισσότερες αποστολές όπλων στην Ουκρανία και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι περισσότερες από αυτές τις αποστολές δεν θα χρειαστούν αν επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία με τη Μόσχα.
«Ελπίζω να μην χρειαστεί να στείλω πολλά γιατί, ελπίζω, θα το έχουμε τελειώσει», είπε ο Τραμπ.
Ο Ζελένσκι λέει «όχι στους συμβιβασμούς», αρνείται την κατάπαυση πυρός με τους όρους του Τραμπ
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης στο Οβάλ Γραφείο, ο Ζελένσκι έδειξε απροθυμία να συμβιβαστεί με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν για να επιτύχει κατάπαυση πυρός με τη Ρωσία. Ο Ουκρανός ηγέτης αναφέρθηκε στον Πούτιν ως «δολοφόνο και τρομοκράτη».
Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο Τραμπ δήλωσε ότι ο Ζελένσκι πιθανότατα θα πρέπει να κάνει συμβιβασμούς για να επιτύχει ειρήνη με τη Ρωσία. Απαντώντας στις δηλώσεις του Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ επανέλαβε: «Νομίζω ότι θα πρέπει πάντα να κάνετε συμβιβασμούς. Δεν γίνονται συμφωνίες χωρίς συμβιβασμούς, οπότε σίγουρα θα πρέπει να κάνετε κάποιους συμβιβασμούς, αλλά ελπίζουμε ότι δεν θα είναι τόσο μεγάλοι όσο νομίζουν ορισμένοι», είπε ο Τραμπ.
Ο Ζελένσκι αντέδρασε, λέγοντας ότι η Μόσχα είχε παραβιάσει 25 προηγούμενες προσπάθειες διαπραγμάτευσης μιας διευθέτησης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας πριν από την εισβολή του 2022.
«Δεν μπορούμε απλώς να μιλάμε για κατάπαυση του πυρός και να μιλάμε και να μιλάμε. Δεν θα λειτουργήσει», είπε ο Ουκρανός ηγέτης.
Ο Ζελένσκι είπε ότι ο Πούτιν ξεκίνησε τον πόλεμο, και μια ειρηνική διευθέτηση θα πρέπει να ακολουθεί την αρχή ότι αυτός που άρχισε τον πόλεμο πρέπει να πληρώσει για τις ζημιές.
Καθώς οι συζητήσεις συνεχίζονταν, ο Τραμπ αντιμετώπισε ερωτήσεις σχετικά με το αν ευθυγραμμιζόταν με τον Πούτιν μέσω της διαπραγματευτικής του στάσης. Ο Τραμπ είπε ότι δεν προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με κανέναν από τους δύο ηγέτες και ότι δεν γίνεται να καταδικάσει τις ενέργειες του Πούτιν και ταυτόχρονα να έχει παραγωγικές ειρηνευτικές συνομιλίες με τον Ρώσο ηγέτη.
«Θέλετε να πω τρομερά πράγματα για τον Πούτιν και μετά να πω ‘Γεια σου Βλαντίμιρ, πώς πάμε με τη συμφωνία;’ Αυτό δεν λειτουργεί», είπε ο Τραμπ.
Ξεσπά διαφωνία καθώς ο Ζελένσκι αντιπαρατίθεται με τον Βανς και αμφισβητεί την αμερικανική διπλωματία
Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν, ο Βανς υπερασπίστηκε τις προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να διαπραγματευτεί μια ειρηνική διευθέτηση. Ο Ζελένσκι απάντησε επισημαίνοντας παλαιότερες ανεπιτυχείς προσπάθειες διπλωματίας, αναφέροντας μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και ανταλλαγής αιχμαλώτων του 2019 μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Ο Ζελένσκι είπε ότι η Ρωσία δεν τήρησε ποτέ τους όρους αυτής της συμφωνίας.
«Για τι είδους διπλωματία μιλάτε, Τζ.Ντ.;» ρώτησε ο Ζελένσκι.
«Μιλάω για το είδος της διπλωματίας που θα τερματίσει την καταστροφή της χώρας σας», απάντησε ο Βανς. «Κύριε πρόεδρε, με όλο το σεβασμό, νομίζω ότι είναι ασεβές να έρχεστε στο Οβάλ Γραφείο και να προσπαθείτε να επιχειρηματολογείτε γι’ αυτό μπροστά στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης».
Μετά από κάποια αντιπαράθεση μεταξύ του Ζελένσκι και του Βανς σχετικά με την καταλληλότητα της προσέγγισης του Ζελένσκι στο να ζητά περισσότερη βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ουκρανός πρόεδρος υπονόησε ότι, αν και η σύγκρουση μπορεί να μην αποτελεί άμεσο πρόβλημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, «θα το αισθανθείτε στο μέλλον».
Ο Τραμπ, που φάνηκε να προσβάλλεται από αυτή τη διατύπωση, παρενέβη:
«Δεν το ξέρετε αυτό», είπε. «Μην μας λέτε τι θα αισθανθούμε. Επειδή δεν είστε σε θέση να το υπαγορεύσετε αυτό».
Ο Τραμπ και ο Βανς λένε ότι ο Ζελένσκι στερείται διαπραγματευτικής ισχύος
Καθώς ο Ζελένσκι εξέφραζε τις αμφιβολίες του για την αποτελεσματικότητα της διπλωματίας, ο Τραμπ προειδοποίησε ξανά ότι ο Ζελένσκι στερείται διαπραγματευτικής ισχύος για να προωθήσει μια πιο σκληρή διαπραγματευτική στάση.
«Δεν έχετε τα χαρτιά αυτή τη στιγμή. Με εμάς, αρχίζετε να έχετε χαρτιά», είπε ο Τραμπ, με διακοπές από τον Ζελένσκι.
«Δεν παίζω χαρτιά. Είμαι πολύ σοβαρός», παρενέβη ο Ουκρανός ηγέτης.
«Παίζετε τζόγο με τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Παίζετε τζόγο με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», συνέχισε ο Τραμπ. «Και αυτό που κάνετε είναι πολύ ασεβές προς τη χώρα — αυτή τη χώρα — που σας υποστήριξε πολύ περισσότερο από ό,τι πολλοί είπαν ότι θα έπρεπε.»
Ο Τραμπ επαίνεσε τις ουκρανικές δυνάμεις που συνεχίζουν να πολεμούν σε έναν δύσκολο πόλεμο και απέδωσε μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας στην αμερικανική υποστήριξη.
«Αν δεν είχατε τον στρατιωτικό μας εξοπλισμό, αυτός ο πόλεμος θα είχε τελειώσει σε δύο εβδομάδες», είπε ο Τραμπ.
Ο Τραμπ απειλεί να αποσύρει την αμερικανική υποστήριξη αν ο Ζελένσκι δεν κάνει συμφωνία
Καθώς οι συζητήσεις παρέμεναν τεταμένες, ο Βανς πρότεινε οι συνομιλίες να συνεχιστούν κεκλεισμένων των θυρών, αντί μπροστά στον Τύπο. «Ας πάμε να συζητήσουμε αυτές τις διαφωνίες, αντί να προσπαθούμε να τις λύσουμε μπροστά στα αμερικανικά μέσα, ενώ κάνετε λάθος», είπε ο Βανς στον Ζελένσκι.
Ο Τραμπ είπε ότι ένας από τους λόγους που επέτρεψε την εξέλιξη της διαφωνίας μπροστά στα μέσα ενημέρωσης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ότι θεωρούσε πως ήταν καλό για το κοινό να δει πώς κατέρρεαν οι συνομιλίες.
Σε ένα από τα τελευταία του σχόλια προτού το προσωπικό του Λευκού Οίκου οδηγήσει τους δημοσιογράφους έξω από το Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ είπε στον Ζελένσκι: «Ο λαός σας είναι πολύ γενναίος, αλλά είτε θα κάνετε μια συμφωνία είτε αποχωρούμε».
«Αν αποχωρήσουμε, θα πολεμήσετε μόνοι σας», συνέχισε ο Τραμπ. «Δεν νομίζω ότι θα είναι πολύ ωραία, αλλά θα πολεμήσετε.»
Μετά το δημόσιο τμήμα της συνάντησης, ο Ζελένσκι κλήθηκε να αποχωρήσει νωρίς από τον Λευκό Οίκο χωρίς να υπογράψει τη συμφωνία οικονομικής συνεργασίας.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, ανακοίνωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αυξήσει τις αμυντικές του δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ έως το 2027, με στόχο να φτάσει το 3% μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Μιλώντας στο βρετανικό κοινοβούλιο στις 25 Φεβρουαρίου, ο Στάρμερ παρουσίασε το σχέδιό του για «τη μεγαλύτερη διαρκή αύξηση των αμυντικών δαπανών από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».
Σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο δαπανά περίπου 2,3% του ΑΕΠ του στην άμυνα, αποτελώντας ένα από τα λίγα μέλη του ΝΑΤΟ που καλύπτουν τον ελάχιστο στόχο του 2%. Οι χώρες της Συμμαχίας εξετάζουν αυξήσεις στις αμυντικές τους δαπάνες λόγω του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και των αυξανόμενων εκκλήσεων για ανάπτυξη ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ευρώπη.
Προηγούμενες βρετανικές κυβερνήσεις είχαν θέσει ως στόχο την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2,5% του ΑΕΠ, αλλά η ανακοίνωση του Στάρμερ επισπεύδει το χρονοδιάγραμμα. Ο προκάτοχός του, Ρίσι Σούνακ, είχε θέσει το 2030 ως έτος επίτευξης του στόχου αυτού. Σύμφωνα με τον Στάρμερ, η αύξηση των δαπανών στο 2,5% αντιστοιχεί σε επιπλέον 13,4 δισεκατομμύρια λίρες (περίπου 16,1 δισεκατομμύρια ευρώ) για τον στρατό της χώρας.
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η αύξηση αυτή απαιτεί «δύσκολες αποφάσεις». Για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι, η βρετανική κυβέρνηση θα μειώσει τις δαπάνες για διεθνή αναπτυξιακά προγράμματα. Αυτή τη στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει το 0,5% του ΑΕΠ του στη διεθνή ανάπτυξη, αλλά σύμφωνα με το νέο σχέδιο, το ποσοστό αυτό θα μειωθεί στο 0,3%.
Ο Στάρμερ χαρακτήρισε την απόφαση ‘δύσκολη’ και δήλωσε πως το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ανθρωπιστικό ρόλο σε περιοχές όπως το Σουδάν, η Ουκρανία και η Γάζα, αλλά και να υποστηρίζει πολυεθνικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και παγκόσμιων υγειονομικών προκλήσεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τη διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, εντείνουν τις πιέσεις προς τους Ευρωπαίους συμμάχους να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Στις 12 Φεβρουαρίου, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, τόνισε ότι η Ουάσιγκτον σκοπεύει να ανακατευθύνει στρατηγικά το ενδιαφέρον της από την Ευρώπη προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, λόγω της αυξανόμενης αντιπαλότητας με την Κίνα. Κατά την επίσκεψή του στο ΝΑΤΟ, ο Χέγκσεθ κάλεσε τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ.
Ο Στάρμερ αναμένεται να συναντηθεί με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, στις 27 Φεβρουαρίου. Έχει εκφράσει την προθυμία του να αναπτύξει βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ουκρανία, ως μέρος μιας ειρηνευτικής δύναμης που θα διασφαλίσει τη σταθερότητα μετά από ενδεχόμενη ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία. Παράλληλα, έχει υπογραμμίσει την ανάγκη για αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας προς την Ουκρανία, θεωρώντας ότι μόνο η Ουάσιγκτον μπορεί να αποτρέψει αποτελεσματικά μία νέα ρωσική επίθεση.
Τα ισραηλινά στρατεύματα ετοιμάζονται να παραμείνουν σε πέντε φυλάκια εντός των συνόρων του Λιβάνου, παρατείνοντας προσωρινά την παρουσία τους στη χώρα πέραν της προαναγγελθείσας προθεσμίας αποχώρησής τους, στις 18 Φεβρουαρίου.
Σε ανακοίνωση Τύπου που κοινοποιήθηκε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Epoch Times στις 17 Φεβρουαρίου, οι Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας (Israel Defense Forces – IDF) επιβεβαίωσαν ότι τα στρατεύματά τους θα τοποθετηθούν κυρίως σε σημεία εντός του Λιβάνου που έχουν θέα σε αρκετές κοινότητες των βόρειων ισραηλινών συνόρων. Τα σημεία αυτά βρίσκονται σε φυλάκια σε υψώματα του Λιβάνου με θέα α) την ισραηλινή συνοριακή κοινότητα της Σλόμι, β) τις ισραηλινές κοινότητες Αβίβιμ και Μαλάχι’α, γ) τις ισραηλινές κοινότητες Σαλούκ και Μαργκαλιότ, ενώ περιλαμβάνουν και δ) ένα φυλάκιο στο Τζαμπάλ Μπλατ και ε) ένα φυλάκιο στο Χαμάμες.
«Πρέπει να παραμείνουμε σε αυτά τα σημεία προς το παρόν για να υπερασπιστούμε τους Ισραηλινούς πολίτες, να βεβαιωθούμε ότι αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί και τελικά να τα παραδώσουμε στις ένοπλες δυνάμεις του Λιβάνου», δήλωσε στους δημοσιογράφους τη Δευτέρα ο αντισυνταγματάρχης Ναντάβ Σοσάνι, εκπρόσωπος του IDF.
Οι ισραηλινές χερσαίες δυνάμεις πέρασαν αρχικά στον νότιο Λίβανο τον Οκτώβριο του 2024, μετά από περίπου ένα χρόνο διασυνοριακών επιθέσεων από τη Χεζμπολάχ – μια σιιτική ισλαμιστική λιβανέζικη παράταξη που έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική ομάδα από το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και διάφορες άλλες χώρες. Η Χεζμπολάχ άρχισε να στοχεύει τις βόρειες περιοχές του Ισραήλ στις 8 Οκτωβρίου 2023, λίγες ώρες μετά τις επιθέσεις που πραγματοποίησε η Χαμάς σε όλο το νότιο Ισραήλ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τον τότε πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, είχαν συμβάλει στη μεσολάβηση για κατάπαυση του πυρός, που τέθηκε επίσημα σε ισχύ στις 27 Νοεμβρίου 2024. Η συμφωνία απαιτούσε από τη Χεζμπολάχ να αποσύρει τις μαχόμενες δυνάμεις της βόρεια του ποταμού Λιτάνι, και από τις κυβερνητικές δυνάμεις του Λιβάνου να επανακτήσουν τον έλεγχο των περιοχών νότια του ποταμού. Εάν οι όροι αυτοί ικανοποιούνταν, το Ισραήλ, όπως με τη σειρά του συμφώνησε, θα σταματούσε να πλήττει τον Λίβανο και θα απέσυρε τις χερσαίες δυνάμεις του από τον Λίβανο εντός 60 ημερών.
Τον περασμένο μήνα, η ισραηλινή κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της να καθυστερήσει την απόσυρση των χερσαίων στρατευμάτων της από τον νότιο Λίβανο πέραν της αρχικής προθεσμίας της 26ης Ιανουαρίου. Εξηγώντας την καθυστέρηση, το γραφείο του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε ότι περιμένουν ακόμη από τη Χεζμπολάχ να αποσυρθεί πλήρως βόρεια του ποταμού Λιτάνι και από τις ένοπλες δυνάμεις του Λιβάνου να ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους κατά μήκος των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου.
Η Epoch Times ρώτησε τον IDF πόσο καιρό προβλέπεται να παραμείνουν τα ισραηλινά στρατεύματα σε αυτά τα πέντε φυλάκια εντός του Λιβάνου και τη συνολική πρόοδο που έχει σημειώσει η κάθε πλευρά προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της για κατάπαυση του πυρός. Ο ισραηλινός στρατός αρνήθηκε να σχολιάσει.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν, πρώην στρατηγός του στρατού του Λιβάνου, σε δήλωση Τύπου τη Δευτέρα, εξέφρασε την ανησυχία του ότι οι ισραηλινές δυνάμεις θα επεκτείνουν και πάλι την παρουσία τους εντός των συνόρων του Λιβάνου. «Εργαζόμαστε διπλωματικά για να επιτύχουμε την πλήρη αποχώρηση του Ισραήλ και δεν θα δεχθώ να παραμείνει ούτε ένας Ισραηλινός στο λιβανέζικο έδαφος», τόνισε, επισημαίνοντας ότι οι δυνάμεις της χώρας του είναι έτοιμες να διεκδικήσουν τον έλεγχο των λιβανέζικων συνοριακών κοινοτήτων από τις οποίες οι ισραηλινές δυνάμεις πρέπει να αποσυρθούν. Την ίδια μέρα, το επίσημο Εθνικό Πρακτορείο Ειδήσεων του Λιβάνου (National News Agency – NNA) ανέφερε ότι τα κυβερνητικά στρατεύματα του Λιβάνου εμποδίστηκαν να εισέλθουν στη νότια πόλη Χούλα, όπου συνεχίζονται οι ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Οι ισραηλινές δυνάμεις συνέχισαν να διεξάγουν πλήγματα εναντίον υποπτευόμενων στόχων της Χεζμπολάχ και της Χαμάς σε ολόκληρο τον Λίβανο. Τη Δευτέρα, ο IDF ανακοίνωσε ότι ισραηλινά αεροσκάφη πραγματοποίησαν αεροπορική επιδρομή στην πόλη Σιδώνα του Λιβάνου, με στόχο ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μοχάμεντ Σαχίν, ύποπτος για συμμετοχή στη Χαμάς . Το NNA μετέδωσε ότι ένα τοπικό νοσοκομείο πραγματοποιούσε εξετάσεις DNA για την ταυτοποίηση ενός ατόμου που σκοτώθηκε στην αεροπορική επιδρομή.
Ο Χασάν Φαντλάλα, μέλος του κοινοβουλίου του Λιβάνου και προσκείμενος στη Χεζμπολάχ, κάλεσε τη νέα κυβέρνηση του Αούν να αντιμετωπίσει πιο άμεσα την ισραηλινή στρατιωτική παρουσία στο εσωτερικό της χώρας. «Το ερώτημα σήμερα είναι πώς αυτή η κυβέρνηση θέλει να αντιμετωπίσει την [ισραηλινή] κατοχή», είπε σε δήλωσή του ο Φαντλάλα στις 17 Φεβρουαρίου, που μεταδόθηκε από κανάλια μέσων ενημέρωσης που συνδέονται με τη Χεζμπολάχ.
«Όσο για εκείνους που δεν θέλουν αντίσταση, ποιο είναι το σχέδιό τους για την εκδίωξη των κατοχικών δυνάμεων; Και ανεξάρτητα από το τι θα περιληφθεί στην υπουργική δήλωση, πώς θα αντιμετωπίσουν αυτοί οι άνθρωποι την πραγματικότητα της ύπαρξης της κατοχής;».
Η Υπηρεσία Αντιπυραυλικής Άμυνας των ΗΠΑ αναζητά ήδη τεχνολογίες αιχμής για την αντιπυραυλική άμυνα μετά την υπογραφή εκτελεστικού διατάγματος από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ που ζητά ένα «Iron Dome για την Αμερική».
Το εκτελεστικό διάταγμα έδωσε στο υπουργείο Άμυνας 60 ημέρες για να αξιολογήσει το δίκτυο αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ και να το αναβαθμίσει με αισθητήρες υπερηχητικών όπλων, διαστημικούς αναχαιτιστές πυραύλων και άλλες αποκαλούμενες «μη κινητικές» δυνατότητες αντιπυραυλικής άμυνας.
Ο Τραμπ ανέθεσε επίσης στους στρατιωτικούς ηγέτες να επινοήσουν νέους τρόπους για να σταματήσουν τις εισερχόμενες απειλές νωρίτερα από ποτέ, ακόμη και πριν από την εκτόξευσή τους.
Τέσσερις ημέρες αφότου ο Τραμπ υπέγραψε τη διαταγή, η Υπηρεσία Αντιπυραυλικής Άμυνας δημοσίευσε αίτημα για πληροφορίες από γνώστες της βιομηχανίας όπλων σχετικά με τις πολλά υποσχόμενες εξελίξεις για την ικανοποίηση της έκκλησης του Τραμπ για μια καλύτερη αντιπυραυλική ασπίδα.
Η ταχεία μεταστροφή υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει επειγόντως προηγμένες νέες στρατηγικές άμυνες σε μια στιγμή αυξανόμενου ανταγωνισμού των ΗΠΑ με τη Ρωσία και την Κίνα.
Και τα δύο έθνη έχουν σημειώσει πρόοδο στην τεχνολογία των επιθετικών στρατηγικών όπλων τα τελευταία χρόνια και ο αμερικανικός στρατός αγωνίζεται να συμβαδίσει.
Ενώ η διαταγή του Τραμπ απαιτεί αρκετές νέες δυνατότητες αντιπυραυλικής άμυνας, μεγάλη έμφαση δίνεται στην αξιολόγηση των ήδη υπαρχόντων συστημάτων και στο κατά πόσον αυτά αναπτύσσονται με τον κατάλληλο τρόπο για την προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών και των αμερικανικών στρατευμάτων και συμμάχων που βρίσκονται σε εμπροσθοφυλακή.
Ο Ντάνιελ Φλες, ανώτερος πολιτικός αναλυτής του Κέντρου Εθνικής Ασφάλειας Allison στο Ίδρυμα Heritage, περιέγραψε τη διαταγή του Τραμπ ως μια ολιστική προσέγγιση που επεκτείνει τις δυνατότητες που έχει ήδη ο αμερικανικός στρατός.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπογράφει εκτελεστικά διατάγματα στην Capital One Arena στην Ουάσινγκτον στις 20 Ιανουαρίου 2025. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)
«Πού είναι τα κενά και πού πρέπει να αναπτύξουμε ή να επενδύσουμε;», δήλωσε ο Φλες στην Epoch Times.
Η τροχιά εκτόξευσης ενός στρατηγικού όπλου, όπως ένας πυρηνικός διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος (Intercontinental ballistic missile-ICBM), χωρίζεται γενικά σε τρεις φάσεις.
Η «φάση ώθησης» είναι το αρχικό στάδιο καθώς ένα όπλο χρησιμοποιεί το προωθητικό του κατά την εκτόξευση. Αφού ένας βαλλιστικός πύραυλος καταναλώσει το μεγαλύτερο μέρος του προωθητικού του κατά την εκτόξευση, αρχίζει την κύρια πορεία πτήσης του προς τον στόχο του, γνωστή ως «μέση πορεία».
Τέλος, αφού φθάσει στην κορυφή της τροχιάς του, ένας βαλλιστικός πύραυλος θα πέσει προς τον στόχο του σε αυτό που είναι γνωστό ως «τελική φάση» της τροχιάς του.
Το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ διαθέτει επί του παρόντος τόσο χερσαίες όσο και ναυτικές παραλλαγές του πυραύλου SM-3, οι οποίες μπορούν να αναχαιτίσουν εχθρικούς βαλλιστικούς πυραύλους στο διάστημα, στο ύψος της πτήσης τους στο μέσο της πορείας. Ο αμερικανικός στρατός διαθέτει επίσης επίγειους αναχαιτιστές για αναχαιτίσεις στο μέσο της πορείας.
Για αναχαιτίσεις βαλλιστικών πυραύλων στην τελική φάση της πτήσης, το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει τον πύραυλο SM-6 με βάση τα πλοία, ενώ ο Στρατός διαθέτει το σύστημα Terminal High Altitude Area Defense και νεότερες παραλλαγές του πυραυλικού συστήματος αεράμυνας Patriot.
Η μεσαία πορεία παρουσιάζει το μεγαλύτερο παράθυρο για αναχαίτιση, αλλά απαιτεί εξελιγμένους αναχαιτιστές ικανούς να προσεγγίζουν βαλλιστικούς πυραύλους σε μεγάλα ύψη, συμπεριλαμβανομένου του διαστήματος.
Οι αναχαιτιστές της τελικής φάσης δεν χρειάζεται να φτάσουν τόσο ψηλά όσο οι αναχαιτιστές μέσης πορείας, αλλά είναι ένα στενό και υψηλού κινδύνου παράθυρο για να σταματήσει ένας βαλλιστικός πύραυλος πριν φτάσει στον τελικό του στόχο.
Η φάση ώθησης παρουσιάζει μια ελκυστική ευκαιρία να σταματήσει μια πυραυλική απειλή, επειδή ο πύραυλος είναι λιγότερο ικανός να αποφύγει τους αναχαιτιστές ή να αναπτύξει αντιπερισπασμούς, αλλά η ανίχνευση μιας εκτόξευσης σε αυτό το πρώιμο στάδιο είναι δύσκολη, όπως και η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού συστήματος σε θέση να τη σταματήσει.
(Πάνω) Ο αμερικανικός στρατός πραγματοποιεί δοκιμαστική εκτόξευση ενός μη οπλισμένου διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου (ICBM) στην αεροπορική βάση Vandenberg, στην Καλιφόρνια, στις 3 Μαΐου 2017. (Κάτω) Ο αμερικανικός στρατός πυροδοτεί δοκιμαστικά έναν πύραυλο Patriot, έναν κινητό αναχαιτιστή πυραυλικής άμυνας που έχουν αναπτύξει οι Ηνωμένες Πολιτείες. (Ringo Chiu/AFP μέσω Getty Images, Στρατός των ΗΠΑ)
Μαζί με νέους και βελτιωμένους αισθητήρες για την παρακολούθηση της τροχιάς των όπλων καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης τους, η διαταγή του Τραμπ προβλέπει ένα δίκτυο διαστημικών αναχαιτιστικών συστημάτων που θα μπορούσαν να σταματήσουν τις απειλές στη φάση της ώθησής τους.
Οι ερευνητές των όπλων έχουν από καιρό εξετάσει τα λέιζερ υψηλής ισχύος ως μια πιθανή επιλογή για αναχαιτίσεις στη φάση ώθησης.
Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ισραήλ έχουν σημειώσει πρόοδο με τα λέιζερ για την αναχαίτιση μη επανδρωμένων αεροσκαφών και πυραύλων, αλλά μπορεί να χρειαστούν περισσότερες βελτιώσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση εξελιγμένων βαλλιστικών πυραύλων.
Η εντολή του Τραμπ θα μπορούσε ενδεχομένως να ανανεώσει την ανάπτυξη ενός αερομεταφερόμενου συστήματος λέιζερ για αναχαιτίσεις σε φάση ώθησης, όπως το αερομεταφερόμενο αεροσκάφος λέιζερ Boeing YAL-1 της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ που έχει τεθεί στο συρτάρι.
Συνέχεια του «Πόλεμου των Άστρων»
Το Iron Dome του Τραμπ για την Αμερική εμπνέεται άμεσα από τη Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία (Strategic Defense Initiative-SDI), ένα πρόγραμμα αντιπυραυλικής άμυνας που έθεσε σε εφαρμογή ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν το 1983.
«Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν προσπάθησε να οικοδομήσει μια αποτελεσματική άμυνα κατά των πυρηνικών επιθέσεων, και ενώ το πρόγραμμα αυτό οδήγησε σε πολλές τεχνολογικές προόδους, ακυρώθηκε προτού μπορέσει να υλοποιηθεί ο στόχος του», αναφέρει η διαταγή του Τραμπ.
Το SDI επεδίωκε πράγματι να αναπτύξει διαστημικές και μη κινητικές δυνατότητες αναχαίτισης, τις οποίες πολλοί επικριτές απέρριψαν ως αποκυήματα επιστημονικής φαντασίας. Η πρωτοβουλία αναφερόταν, συχνά περιπαικτικά, ως το πρόγραμμα «Πόλεμος των Άστρων» του Ρήγκαν.
Η ιδέα του Τραμπ για ένα δίκτυο διαστημικών αναχαιτιστών έχει μεγάλη ομοιότητα με τουλάχιστον μια ιδέα της SDI, με την κωδική ονομασία «Brilliant Pebbles», η οποία προέβλεπε την ανάπτυξη δυνητικά χιλιάδων μικρών δορυφόρων, ο καθένας από τους οποίους θα ήταν οπλισμένος με αναχαιτιστές που θα σταματούσαν τους εχθρικούς βαλλιστικούς πυραύλους στη φάση της ώθησης.
Ένας αντιβαλλιστικός αναχαιτιστικός πύραυλος Brilliant Pebble βγαίνει από το προστατευτικό του «σωσίβιο», το λευκό κέλυφος, το 1987. (Γραφείο Στρατηγικής Αμυντικής Πρωτοβουλίας/Υπηρεσία Αντιπυραυλικής Άμυνας/ Public Domain)
Ο Έρικ Γκόμεζ, ανεξάρτητος αναλυτής που στο παρελθόν ερευνούσε θέματα ελέγχου των εξοπλισμών και πυρηνικής σταθερότητας για το Ινστιτούτο Cato, δήλωσε ότι ένα βελτιωμένο στρώμα αισθητήρων με βάση το διάστημα για την παρακολούθηση βαλλιστικών πυραύλων είναι από τις πιο εφικτές τεχνολογικές εξελίξεις που περιγράφει η διαταγή του Τραμπ, ενώ οι αναχαιτιστές με βάση το διάστημα είναι από τις πιο δύσκολες να επιτευχθούν.
Ο Γκόμεζ εκτίμησε ότι η διαταγή του Τραμπ μπορεί να επιφέρει κάποια ανανέωση της έρευνας σχετικά με την τεχνολογία των διαστημικών αναχαιτιστικών συστημάτων, αλλά εξέφρασε αμφιβολίες ότι τα συστήματα αυτά θα είναι έτοιμα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Σημείωσε, ωστόσο, ότι ιδιωτικές επιχειρήσεις όπως η Space X έχουν αποδείξει την ικανότητα να θέτουν σε τροχιά εκτεταμένα δίκτυα δορυφόρων.
«Ιστορικά, μέρος του προβλήματος με αυτές είναι ότι η τεχνολογία ήταν πραγματικά δύσκολο να λειτουργήσει και το κόστος για την εκτόξευση ήταν υψηλό», δήλωσε ο Γκόμεζ στην Epoch Times.
«Τώρα το κόστος εκτόξευσης μειώνεται με εταιρείες όπως η Space X».
Η Space X διοικείται από τον Ίλον Μασκ, ο οποίος έχει υπάρξει στενός σύμμαχος του Τραμπ τους τελευταίους μήνες.
Ο Φλες, ομοίως, χαρακτήρισε τις διαστημικές δυνατότητες αναχαίτισης ως ένα πιο φουτουριστικό κομμάτι της διαταγής του Τραμπ, ενώ αναγνώρισε ότι οι πρόοδοι των ιδιωτικών επιχειρήσεων έχουν μειώσει το κόστος εκτόξευσης στο διάστημα τα τελευταία χρόνια.
Οι Γκόμεζ και Φλες σημείωσαν επίσης τις προκλήσεις που περιβάλλουν την αποτελεσματικότητα των μη κινητικών συστημάτων αναχαίτισης, όπως τα λέιζερ. Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες, όπως οι υδρατμοί, θα καθιστούσαν τα συστήματα αναχαίτισης με λέιζερ λιγότερο αποτελεσματικά σε μεγαλύτερες αποστάσεις.
Ένα αεροσκάφος θα μπορούσε δυνητικά να φέρει ένα λέιζερ υψηλής ισχύος σε αποτελεσματική εμβέλεια για να αναχαιτίσει μια πυραυλική απειλή κατά την εκτόξευσή της, αλλά ο Φλες σημείωσε ότι απαιτούνται αρκετά μεγάλα αεροσκάφη για να υποστηρίξουν ένα λέιζερ αρκετά ισχυρό ώστε να καταστρέψει έναν βαλλιστικό πύραυλο, και τα αεροσκάφη αυτά θα έπρεπε να πετούν σε τακτικές βάρδιες για να είναι σε θέση για έναν τέτοιο σκοπό.
Απεικόνιση ενός εναέριου συστήματος λέιζερ. (Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ)
Στην ομιλία του στις 23 Μαρτίου 1983, με την οποία ανακοίνωσε την Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία, ο Ρήγκαν αναγνώρισε πλήρως ότι η τεχνολογία που οραματιζόταν θα χρειαζόταν χρόνια, αν όχι δεκαετίες για να ωριμάσει. «Μιλάμε για μια διαδικασία που μπορεί να μην φθάσει σε καρποφορία πριν από την αλλαγή του αιώνα», είπε τότε ο Ρήγκαν.
Η θεωρία MAD
Καθώς η Σοβιετική Ένωση προστέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες ως πυρηνικά εξοπλισμένη δύναμη και εγκαινίασε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η θεωρία της πυρηνικής αποτροπής γρήγορα επικεντρώθηκε σε μια έννοια γνωστή ως Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (Mutual Assured Destruction-MAD).
Στην ουσία, η θεωρία MAD σήμαινε ότι αυτό που εμπόδιζε τους Σοβιετικούς να εξαπολύσουν πυρηνική επίθεση κατά των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν η γνώση ότι η Ουάσιγκτον θα απαντούσε στην επίθεση, παίρνοντας μαζί της και τους Σοβιετικούς.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αναπτύξουν τα μέσα για την αποτελεσματική και συνεπή αναχαίτιση της πλειοψηφίας των εχθρικών πυρηνικών επιθέσεων, μπορούν να απομακρυνθούν από ένα μοντέλο αποτροπής που βασίζεται στην αμοιβαία τρωτότητα.
Ακόμη και πριν από την SDI του Ρήγκαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούσαν τρόπους για να παρακάμψουν τη δυσχερή θέση της MAD.
Ο πρώτος αντιβαλλιστικός πύραυλος των ΗΠΑ, ο Nike Zeus, είδε την ανάπτυξη στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και συνεπαγόταν τη χρήση ενός πυρηνικού όπλου χαμηλής απόδοσης για να παρέχει αρκετή ακτίνα έκρηξης ώστε να καταστρέψει έναν εισερχόμενο εχθρικό βαλλιστικό πύραυλο.
Τα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας μπορεί να απομονώσουν ένα έθνος από τις συνέπειες μιας αμοιβαίας ανταλλαγής πυρηνικών χτυπημάτων με έναν αντίπαλο, αλλά η ανάπτυξη αυτών των αμυντικών συστημάτων θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τη δυσπιστία με πυρηνικά εξοπλισμένους ανταγωνιστές όπως η Ρωσία και η Κίνα.
«Εάν οι ΗΠΑ έχουν ένα σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας που είναι πολύ καλύτερο από το σοβιετικό, τότε θα μπορούσαμε ενδεχομένως να εξαπολύσουμε ένα πρώτο πλήγμα στη Σοβιετική Ένωση και να είμαστε σε καλύτερη θέση για να ακυρώσουμε τα αντίποινα», δήλωσε ο Γκόμεζ.
Το 1972, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση συνήψαν τη Συνθήκη για την Αντιβαλλιστική Πυραυλική Προστασία (Anti-Ballistic Missile-ABM), με την οποία και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να περιορίσουν τον αριθμό των όπλων που θα χρησιμοποιούσαν για να αντιμετωπίσουν μια πιθανή πυρηνική επίθεση από την άλλη πλευρά.
(Πάνω) Ένας ρωσικός εκτοξευτής διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων Yars κινείται κατά μήκος του δρόμου Garden Ring μπροστά από ένα τεράστιο γράμμα Z, τακτικό διακριτικό των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, προς την Κόκκινη Πλατεία για μια πρόβα παρέλασης στο κέντρο της Μόσχας στις 4 Μαΐου 2023. (Κάτω) Στρατιωτικά οχήματα που μεταφέρουν διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους DF-5B συμμετέχουν σε στρατιωτική παρέλαση στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο την 1η Οκτωβρίου 2019. (Kirill Kudryavtsev/AFP μέσω Getty Images, Greg Baker/AFP μέσω Getty Images).
Ο Γκόμεζ δήλωσε ότι η Συνθήκη ΑΒΜ είχε ως στόχο να θέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση σε ίση βάση όσον αφορά τις αμυντικές τους ικανότητες, ώστε να μειωθεί η πίεση που ασκείται σε κάθε πλευρά για την παραγωγή μεγαλύτερων επιθετικών δυνατοτήτων.
Η Συνθήκη ΑΒΜ ήταν ένα προϊόν των συνομιλιών του 1969 για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων, οι οποίες περιλάμβαναν επίσης μια ενδιάμεση συμφωνία για τον περιορισμό των επιθετικών πυρηνικών οπλοστασίων των δύο πλευρών.
Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους διέταξε τη μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη ΑΒΜ τον Δεκέμβριο του 2001, δηλώνοντας ότι η συμφωνία εμπόδιζε την ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να αναπτύσσει άμυνες κατά των επιθέσεων από τρομοκράτες και κακοποιά κράτη.
Ο Γκόμεζ δήλωσε ότι η διάβρωση των προηγούμενων συνθηκών ελέγχου των εξοπλισμών έχει ήδη εμπνεύσει τους ανταγωνιστές να αναπτύξουν νέες πυρηνικές επιθετικές δυνατότητες και προειδοποίησε ότι η νέα ώθηση του Τραμπ για διευρυμένες αμυντικές δυνατότητες θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω δυσπιστία.
Σημείωσε ότι η Ρωσία ανέπτυξε και επέδειξε πρόσφατα νέες επιθετικές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων τορπιλών με πυρηνική κεφαλή.
Η Ρωσία χτύπησε επίσης την Ουκρανία τον Νοέμβριο με μια νέα παραλλαγή βαλλιστικού πυραύλου μεσαίου βεληνεκούς, την οποία ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει καυχηθεί ότι τα σύγχρονα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας θα δυσκολευτούν να αναχαιτίσουν.
Η τέχνη της συμφωνίας
Η προσπάθεια του Τραμπ να ανανεώσει την αμερικανική αντιπυραυλική άμυνα θα μπορούσε να συνδυαστεί με τα σχέδια για την επίτευξη νέων συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα.
Έθιξε αυτή ακριβώς την προοπτική καθώς απηύθυνε εικονική ομιλία στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας στις 23 Ιανουαρίου.
«Θέλουμε να δούμε αν μπορούμε να αποπυρηνικοποιήσουμε, και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ πιθανό. Και μπορώ να σας πω ότι ο πρόεδρος Πούτιν ήθελε να το κάνει. Αυτός και εγώ θέλαμε να το κάνουμε. Είχαμε μια καλή συζήτηση με την Κίνα», δήλωσε ο Τραμπ μέσω βιντεοκλήσης.
«Θα συμμετείχαν και αυτό θα ήταν κάτι απίστευτο για τον πλανήτη».
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποχωρεί από το συνεδριακό κέντρο κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, στις 21 Ιανουαρίου 2020. (Fabrice Coffrini/AFP μέσω Getty Images).
Ο Ρήγκαν είχε απορρίψει τα αιτήματα του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να διακόψει το πρόγραμμα πυραυλικής άμυνας SDI, αλλά είχε προσφερθεί να μοιραστεί τεχνολογία από το πρόγραμμα με τους Σοβιετικούς ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης στην πορεία προς την αποπυρηνικοποίηση.
Η πλήρης αποπυρηνικοποίηση δεν επικράτησε ποτέ, αλλά ο Ρήγκαν και ο Γκορμπατσόφ συμφώνησαν στη Συνθήκη για τις Μεσαίας Εμβέλειας Πυρηνικές Δυνάμεις, με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση συμφώνησαν να καταργήσουν τους επίγειους πυραύλους με βεληνεκές μεταξύ 500 και 5.500 χιλιομέτρων.
«Αν αυτός είναι ο στόχος της κυβέρνησης, να υπάρξει μια συνθήκη ή συζήτηση για τη μείωση των εξοπλισμών, τότε αυτό μπορεί σίγουρα να βοηθήσει σε αυτό», δήλωσε ο Φλες για τη διαταγή του Τραμπ για την αντιπυραυλική άμυνα.
Ο Γκόμεζ εξέτασε επίσης την πιθανότητα το διάταγμα του Τραμπ για την αντιπυραυλική άμυνα να διευκολύνει περαιτέρω συνομιλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών, αλλά εξέφρασε αμφιβολίες ότι υπάρχει αρκετή εμπιστοσύνη για να γίνει μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και την Κίνα.
Ο Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν υπογράφουν συνθήκη για την εξάλειψη των αμερικανικών και σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων μεσαίου και μικρότερου βεληνεκούς, στη σύνοδο κορυφής της Ουάσιγκτον, στις 8 Δεκεμβρίου 1987. (-/AFP μέσω Getty Images).
Εκτίμησε ότι η Κίνα πιθανότατα θα επιθυμεί να συσσωρεύσει περισσότερες πυρηνικές κεφαλές, για να επιτύχει σχετική ισοτιμία με τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προτού ενταχθεί σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας μείωσης των πυρηνικών όπλων.
«Είμαι γενικά απαισιόδοξος για τις προοπτικές», δήλωσε ο Γκόμεζ.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι μίλησε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στις 12 Φεβρουαρίου, και οι δύο τους συμφώνησαν να «ξεκινήσουν αμέσως διαπραγματεύσεις» για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
«Μόλις είχα μια μακρά και εξαιρετικά παραγωγική τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν», ανακοίνωσε ο Τραμπ σε ανάρτηση που έκανε στις 12 Φεβρουαρίου στον λογαριασμό του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Truth. Το τηλεφώνημα σηματοδοτεί την πρώτη γνωστή συνομιλία του Τραμπ με τον Πούτιν από την ανάληψη των καθηκόντων του.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι ο ίδιος και ο Πούτιν συζήτησαν τρόπους να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. «Πρώτον, όπως συμφωνήσαμε και οι δύο, θέλουμε να σταματήσουμε τους εκατομμύρια θανάτους που λαμβάνουν χώρα στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας», έγραψε ο Τραμπ. Ο Τραμπ δήλωσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Πούτιν συμφώνησαν ότι οι προσπάθειες για την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων πρέπει να ξεκινήσουν αμέσως. Μιλώντας με δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο αργότερα την ίδια μέρα, ο Τραμπ δήλωσε ότι μπορεί σύντομα να συναντηθεί προσωπικά με τον Πούτιν στη Σαουδική Αραβία, αν και δεν έδωσε ακριβές χρονοδιάγραμμα για μια τέτοια συνάντηση.
Μετά τη συνομιλία του με τον Πούτιν, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα επικοινωνήσει αμέσως με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι για να τον ενημερώσει για την πρόοδο των συζητήσεων, όπως και έκανε. Σε ανάρτηση στο Truth Social, ο Τραμπ δήλωσε ότι η συνομιλία αυτή «πήγε πολύ καλά» και ότι ο Ζελένσκι θέλει επίσης να διαπραγματευτεί μια ειρηνευτική συμφωνία. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ συναντήθηκε επίσης προσωπικά με τον Ζελένσκι στο Κίεβο στις 12 Φεβρουαρίου. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο θα ηγηθούν μιας άλλης αμερικανικής αντιπροσωπείας που θα συναντηθεί με τον Ζελένσκι στη Γερμανία στις 14 Φεβρουαρίου.
Η τηλεφωνική συνομιλία των Πούτιν και Τραμπ πραγματοποιείται μία ημέρα αφότου η κυβέρνηση Τραμπ εξασφάλισε την απελευθέρωση του Μαρκ Φόγκελ, ο οποίος κρατείτο στη Ρωσία από το 2021 με την κατηγορία της κατοχής μαριχουάνας. Ο Τραμπ ευχαρίστησε τον Ρώσο ομόλογό του που συμφώνησε στην απελευθέρωση του Φόγκελ. Ανακοινώνοντας την απελευθέρωση του Φόγκελ την Τρίτη, ο Βαλτς δήλωσε ότι η ανταλλαγή κρατουμένων «αποτελεί ένδειξη καλής πίστης από τους Ρώσους και σημάδι ότι κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση για να τερματίσουμε τον βάναυσο και τρομερό πόλεμο στην Ουκρανία».
Το τηλεφώνημα μεταξύ Τραμπ και Πούτιν έγινε επίσης την ίδια ημέρα που ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ συναντήθηκε με το δίκτυο των διεθνών υποστηρικτών της Ουκρανίας στο Βέλγιο. Στη συνάντηση αυτή, ο Χέγκσεθ επανέλαβε τις εκκλήσεις της κυβέρνησης Τραμπ να διαπραγματευτεί τον τερματισμό του πολέμου. Ο Χέγκσεθ παρακίνησε την Ουκρανία αφ’ ενός να ανακτήσει όλα τα εδάφη που έχασε από τη Ρωσία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου αφ’ ετέρου να επιδιώξει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Ενώ ο Τραμπ έχει ζητήσει διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία. Αυτή την εβδομάδα ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι έχει κάνει βήματα για μια συμφωνία στην οποία η Ουκρανία θα προσφέρει την πρόσβαση στα ορυκτά σπάνιων γαιών της με αντάλλαγμα την αμερικανική βοήθεια. «Κανείς δεν θέλει την ειρήνη περισσότερο από την Ουκρανία. Μαζί με τις ΗΠΑ, χαράζουμε τα επόμενα βήματά μας για να σταματήσουμε τη ρωσική επιθετικότητα και να διασφαλίσουμε διαρκή, αξιόπιστη ειρήνη», ανέφερε ο Ζελένσκι σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X μετά τις συνομιλίες του με τον Τραμπ και τον Μπέσεντ.
Ο Ουκρανός ηγέτης ανακοίνωσε επίσης ότι ετοιμάζεται ένα έγγραφο που θα καλύπτει μια «εταιρική σχέση ασφαλείας, οικονομικής συνεργασίας και πόρων».