Παρασκευή, 31 Οκτ, 2025

Η επισφαλής κατάσταση των Ελληνορθόδοξων της Συρίας και η σιωπή της Ελλάδας

Οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας – γνωστοί ιστορικά και ως «Ρωμιοί» της Ανατολής – έχουν παρουσία αιώνων στη Μέση Ανατολή. Ήδη από τη βυζαντινή εποχή, η περιοχή της Αντιόχειας υπήρξε κέντρο της Ορθοδοξίας και έδρα του αρχαίου Πατριαρχείου Αντιοχείας, ενός εκ των σημαντικότερων του χριστιανικού κόσμου.

Μετά τα πρώτα σχίσματα του 5ου και του 6ου αιώνα, οι ορθόδοξοι της περιοχής παρέμειναν πιστοί στο Βυζάντιο – εξ ου και ονομάστηκαν «Μελχίτες», δηλαδή αυτοκρατορικοί (πιστοί στον βασιλέα/αυτοκράτορα). Ακόμα και υπό την αραβική-μουσουλμανική κατάκτηση, συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται «αλ Ρουμ», την αραβική λέξη για τον «Ρωμιό», δηλώνοντας την καταγωγή τους από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Καθ’ όλη την Οθωμανική περίοδο, οι πιστοί του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου (καθώς και οι αντίστοιχοι Ελληνοκαθολικοί) αντιμετωπίζονταν συλλογικά ως το «Ρωμιό μιλέτι», δηλαδή το έθνος των Ρωμιών, ανεξαρτήτως εθνότητας. Αυτό τους εξασφάλιζε μεν θρησκευτική συνοχή, αλλά δεν τους προστάτευσε πάντοτε από διώξεις. Χαρακτηριστικά, κατά τον 19ο αιώνα σημειώθηκαν σφαγές εναντίον χριστιανών στη Συρία, όπως η μεγάλη σφαγή στη Δαμασκό το 1860, όπου χιλιάδες Ελληνορθόδοξοι και άλλοι Χριστιανοί σφαγιάστηκαν από φανατικούς ένοπλους.

Τέτοια γεγονότα, μαζί με γενικότερες αναταραχές, προκάλεσαν μεγάλα μεταναστευτικά κύματα: εκτιμάται πως κοντά στο ένα εκατομμύριο χριστιανοί της περιοχής έφυγαν για τις ΗΠΑ μεταξύ 1899-1919, ενώ και προς τον Λίβανο και άλλες ασφαλέστερες περιοχές κατέφυγαν αρκετοί. Παρά τις δοκιμασίες, μια σημαντική κοινότητα Ελληνορθόδοξων παρέμεινε στη Συρία. Στις αρχές του 20ού αιώνα, υπό το γαλλικό καθεστώς εντολής και αργότερα στο ανεξάρτητο συριακό κράτος, οι Ρωμιοί της Συρίας ενσωματώθηκαν στην κοινωνία, διατηρώντας όμως την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας – τρίτο στην ιεραρχία των Ορθόδοξων Πατριαρχείων μετά της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξανδρείας – παραμένει το κέντρο τους. Πολλοί Ελληνορθόδοξοι ήταν αστοί, μορφωμένοι και σχετικά ευκατάστατοι, και συνεισέφεραν στις επιστήμες, το εμπόριο και το κράτος, Μέχρι την έναρξη του εμφύλιου πολέμου το 2011, οι χριστιανοί αποτελούσαν περίπου το 10% του συριακού πληθυσμού (περί το 1,2 εκατομμύριο), με την πλειονότητα εξ αυτών να είναι μέλη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Με άλλα λόγια, η παρουσία τους στη συριακή γη ήταν αδιάλειπτη εδώ και αιώνες, αποτελώντας ζωντανό σύνδεσμο ανάμεσα στο ελληνορωμαϊκό παρελθόν και το σύγχρονο αραβικό κράτος.

Η άνοδος του τζιχαντισμού και η μεταμόρφωση ενός ηγέτη του

Η δεκαετία του 2010 υπήρξε καταστροφική για τη Συρία, με τον εμφύλιο πόλεμο να ανοίγει την πόρτα στην ακρότητα και τη βία. Ισλαμιστικές ριζοσπαστικές οργανώσεις εκμεταλλεύτηκαν το χάος για να εδραιωθούν. Το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS) κατέλαβε εκτεταμένα εδάφη, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς τρόμου, όπου οι μη μουσουλμανικές μειονότητες – και ειδικά οι χριστιανοί – βρέθηκαν αντιμέτωπες με διωγμούς, βίαιους εξισλαμισμούς, ακόμη και τον θάνατο. Αντίστοιχα, το παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία (Μέτωπο αλ Νούσρα) και άλλες τζιχαντιστικές ομάδες εξαπέλυσαν επιθέσεις σε πόλεις και χωριά. Δύο ορθόδοξοι Μητροπολίτες στο Χαλέπι, ο Παύλος και ο Γιοχάννα, έπεσαν θύματα απαγωγής από ένοπλους τζιχαντιστές τον Απρίλιο του 2013 και έκτοτε αγνοούνται, ένα γεγονός χαρακτηριστικό του κινδύνου που διέτρεξαν οι χριστιανικές ηγεσίες. Από το 2011 μέχρι σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους λόγω του πολέμου και της στοχευμένης βίας – υπολογίζεται ότι 300.000 έως 900.000 άτομα αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες την περίοδο 2011-2017. Αυτή η μαζική έξοδος αποψίλωσε κοινότητες που υπήρχαν επί γενεές.

Καθώς ο συριακός εμφύλιος πλησίαζε προς ένα είδος παγωμένης σύρραξης, με τον χάρτη να έχει χαραχτεί σε ζώνες επιρροής, ένας εκ των κύριων τζιχαντιστικών παικτών επιχειρεί μια ασυνήθιστη μεταμόρφωση. Ο Αμπού Μοχάμεντ αλ Γκολάνι, άλλοτε ηγέτης του Μετώπου αλ Νούσρα και νυν επικεφαλής της οργάνωσης Χαϊγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (Hay’at Tahrir al-Sham – HTS) στο βορειοδυτικό θύλακα του Ιντλίμπ, παίρνει την απόφαση να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Τον Δεκέμβριο του 2024, ο άνθρωπος που συνδέθηκε με την Αλ Κάιντα εμφανίστηκε δημόσια φορώντας κοστούμι και πουκάμισο, συνομιλώντας με απεσταλμένους της Δύσης – μόλις μία εβδομάδα αφότου καταγράφηκε από κάμερα να μπαίνει με παραλλαγή και αυτόματο όπλο στη Δαμασκό.  Η εντυπωσιακή «μεταμόρφωση ενός τζιχαντιστή σε πολιτική φιγούρα» συνέβη μέσα σε λίγους μήνες: ο Γκολάνι απαρνήθηκε δημοσίως τον τζιχαντισμό και τις φωτογραφίες με τους αποκεφαλισμούς, αυτοπαρουσιάστηκε ως αντάρτης πολιτικός, και δηλώνει πλέον ότι προσβλέπει στην ηγεσία της νέας Συρίας – με τις ευλογίες μάλιστα και της Δύσης, πολιτικοί της οποίας δείχνουν να αποδέχονται αυτή την εξέλιξη. Ωστόσο, καθώς δεν έχει αποκηρύξει τους σκληροπυρηνικούς στόχους του, ο Γκολάνι αποκαλείται και «ο τζιχαντιστής με το κοστούμι». Πράγματι, η HTS παραμένει επίσημα στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων και ο ίδιος ο Γκολάνι εξακολουθεί να είναι επικηρυγμένος τρομοκράτης. Παρ’ όλα αυτά, με την αρωγή της Τουρκίας εμφανίζεται σαν ο νέος ισχυρός άνδρας στη Συρία, κερδίζοντας ακροάσεις με δυτικούς διπλωμάτες. Δεν είναι τυχαίο ότι του αποδίδεται πλέον το κοσμικό όνομα Αχμέντ αλ Σαρά και ότι του ζητείται να συμμετάσχει σε διεθνείς διαβουλεύσεις ως «de facto ηγέτης της Συρίας».

Παρά την εικόνα του μετριοπαθούς πολιτικού ηγέτη που επιχειρεί να εδραιώσει ο Γκολάνι/αλ Σαρά, στέλνοντας μήνυμα στη Δύση ότι «δεν υπάρχει λόγος φόβου, θέλουμε ειρήνη» και μια «νέα εποχή» για τη Συρία, οι αυτόχθονες χριστιανοί της Συρίας, διατηρούν τις επιφυλάξεις τους και ο φόβος τους για τον ισλαμιστικό ριζοσπαστισμό δεν μειώνεται από ενδυματολογικά τεχνάσματα. Για τους Ελληνορθόδοξους, οι τζιχαντιστές – είτε εμφανίζονται με ραστίνα είτε με γραβάτα – παραμένουν θανάσιμη απειλή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χριστιανικές κοινότητες κατονομάζουν ανοιχτά τους κινδύνους: μιλούν για «τους τζιχαντιστές του ‘τζιχαντιστή με το κοστούμι’», εννοώντας τους φανατικούς μαχητές του Γκολάνι, από τους οποίους ζητούν προστασία, ενώ παράλληλα, εξακολουθούν να απειλούνται και από υπολείμματα του ISIS σε ορισμένες περιοχές. 

Κίνδυνοι για τους Ελληνορθόδοξους, αυτοάμυνα και γεωπολιτικός κατακερματισμός

Η καθημερινότητα για τους εναπομείναντες Ελληνορθόδοξους της Συρίας σήμερα ισορροπεί σε ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο. «Ο φόβος και ο τρόμος επικρατούν παντού, οι δολοφονίες, οι καταστροφές είναι καθημερινό φαινόμενο, η ζωή τους κρέμεται από μια κλωστή», περιγράφει ο Μητροπολίτης Λαττάκειας Αθανάσιος, μεταφέροντας την αγωνία των χριστιανών.

Αυτή η μαρτυρία προέρχεται από τη συνέντευξη που έδωσε ο ίδιος τον Μάρτιο 2025, όταν πλέον σε μεγάλα τμήματα της βόρειας Συρίας είχε εγκαθιδρυθεί ένα «νέο καθεστώς» τζιχαντιστικής κοπής. Οι χριστιανικές κοινότητες, που ζούσαν αδιάλειπτα στην περιοχή επί γενεές, βρέθηκαν ξαφνικά υπό την εξουσία φονταμενταλιστών οι οποίοι, παρά τη ρητορική περί «ανεκτικότητας», δεν κρύβουν τον ακραίο ισλαμιστικό τους προσανατολισμό. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης δηλώνει πως τόσο η Ελληνική Πολιτεία όσο και η Εκκλησία της Ελλάδος τούς έχουν εγκαταλείψει εδώ και χρόνια, χωρίς ούτε υλική ούτε ηθική στήριξη. Σε τέτοιες συνθήκες, οι Ελληνορθόδοξοι προσπαθούν να επιβιώσουν μόνοι, «χωρίς καμιά βοήθεια», όπως λέει. Τα προβλήματα είναι αναρίθμητα: έλλειψη τροφίμων, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και προπάντων έλλειψη ασφάλειας έναντι των ένοπλων ομάδων που λυμαίνονται τις περιοχές τους.

Μπροστά στον υπαρξιακό αυτό κίνδυνο, οι κοινότητες των Ρωμιών δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια. Αφότου οι εκκλήσεις τους προς τη διεθνή κοινότητα έπεσαν στο κενό, άρχισαν να σχεδιάζουν την αυτοάμυνα τους. Ήδη έχουν ανακοινώσει ότι αναζητούν τρόπους να εξοπλιστούν και να οργανωθούν σε ομάδες αυτοπροστασίας, ώστε να μπορούν να φυλάξουν τους ναούς, τις γειτονιές και τις οικογένειές τους από τυχόν επιδρομές. Πρόκειται για μια εξέλιξη-ορόσημο: οι ειρηνικές χριστιανικές κοινότητες αισθάνονται πλέον πως δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πάρουν την ασφάλειά τους στα δικά τους χέρια. Στον Λίβανο, αντίστοιχα, οι εκεί χριστιανοί (μεταξύ των οποίων και πολλοί ομόδοξοι) έχουν αφυπνίσει τη συλλογική μνήμη – κυκλοφορούν ακόμη και αφίσες με σταυροφόρους, θέλοντας να θυμίσουν την παλαιά μαχητική χριστιανική τους ταυτότητα. Οι Λιβανέζοι χριστιανοί «φόρεσαν την πανοπλία του χριστιανού ιππότη», αντιδρώντας κι αυτοί στις αγριότητες των τζιχαντιστών. Το μήνυμα είναι σαφές: οι ιστορικές ταυτότητες και οι αρχαίες κοινότητες της περιοχής δεν προτίθενται να σφαγιαστούν αμαχητί.

Ωατόσο, ακόμη κι αν οργανωθούν τοπικές χριστιανικές πολιτοφυλακές, ίσως να μη σταθούν ικανές να αντιμετωπίσουν μόνες τους την αντάρα ενός κατακερματισμένου μετώπου. Η Συρία τού σήμερα δεν είναι ένα ενιαίο κράτος  αλλά μια επικράτεια μοιρασμένη σε ζώνες επιρροής και εθνο-θρησκευτικά θυλάκια. Η χώρα έχει ήδη διαιρεθεί: οι Κούρδοι κρατούν τον βορειοανατολικό τομέα, οι δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος (αλαουίτες σύμμαχοι του Άσαντ) ελέγχουν τμήμα της δυτικής Συρίας, οι αντικαθεστωτικοί σουνίτες (με επικεφαλής τον Τζολάνι) επεκτείνονται σε βορρά και κέντρο, ενώ η Τουρκία έχει στρατιωτική παρουσία στα σύνορα. Το πιθανότερο σενάριο, όπως το περιγράφουν διεθνείς αναλυτές αλλά και οι ίδιες οι τοπικές ηγεσίες, είναι μια μερική ομοσπονδοποίηση ή ακόμα και de facto διχοτόμηση της χώρας. Ο αρχηγός των κουρδικών δυνάμεων ήδη δηλώνει πως η μόνη ρεαλιστική λύση είναι ένα ομοσπονδιακό μοντέλο, διαφορετικά ίσως οι περιοχές θα κινηθούν προς πλήρη ανεξαρτησία. Με άλλα λόγια, η προοπτική μιας ενιαίας Συρίας ξεμακραίνει, και στη θέση της αναδύονται μικρότερες οντότητες.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, οι μειονότητες που δεν αποκτούν κάποιο προστάτη ή έναν δικό τους ασφαλή θύλακα κινδυνεύουν να αφανιστούν ή να ξεριζωθούν. Οι Δρούζοι, για παράδειγμα, ήδη έχουν κινηθεί ταχύτατα διπλωματικά και στρατιωτικά: φτιάχνουν πολιτοφυλακές και εξασφαλίζουν την ανεπίσημη υποστήριξη του Ισραήλ. Οι Κούρδοι απολαύουν εδώ και καιρό της αμερικανικής προστασίας, σε κάποιο βαθμό. Οι αλαουίτες στηρίζονται στο Ιράν και τη Ρωσία για να μην κατασπαραχθούν. Οι χριστιανοί απευθύνονται στην Ελλάδα – αλλά αυτή είναι απούσα, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται. Αυτό το κενό αφήνει τους Ελληνορθόδοξους ευάλωτους: αν η Συρία κοπεί σε ζώνες επιρροής, οι άοπλοι χριστιανοί κινδυνεύουν να βρεθούν στη μέση δραματικών εξελίξεων – δηλαδή νέων κύκλων βίας εναντίον τους. 

Το κενό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής – Διεθνείς αντιδράσεις

Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των Ρωμιών της Ανατολής, η πατρίδα-μητρόπολη, η Ελλάδα, ανταποκρίνεται χλιαρά. Ήδη εδώ και χρόνια, κληρικοί και λαϊκοί από τη Συρία και την ευρύτερη περιοχή απευθύνονται στην Αθήνα για διπλωματική και άλλη βοήθεια. Τα αιτήματα έγιναν κραυγή αγωνίας μετά το 2014, όταν φάνηκαν οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος με το ISIS. Όμως, όπως παρατηρούν πολλοί, η ανταπόκριση της ελληνικής πολιτείας ήταν – και εξακολουθεί να είναι – πενιχρή. Παρά την ιστορική σχέση με τους ανά τον κόσμο ορθοδόξους, η Αθήνα δεν συμμετέχει ενεργά σε καμία από τις βασικές διασκέψεις και πρωτοβουλίες που αφορούν την περιοχή – «λείπει από όλα τα τραπέζια», όπως λέγεται γλαφυρά.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να θεωρηθεί περιθωριακός παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που μακροπρόθεσμα αποδυναμώνει και τις συμμαχίες της. Οι σύμμαχοι μπορεί να μην την έχουν διαγράψει, αλλά χάνει την ισχύ της όταν δεν είναι ενεργή. Δεν είναι λίγοι οι διεθνείς παίκτες που σχολιάζουν – δημοσίως ή παρασκηνιακά – αυτή την ελληνική απουσία. Ακόμη και Ισραηλινοί αξιωματούχοι παρότρυναν την Αθήνα «να αναλάβει τους χριστιανούς» της περιοχής. Σε συνάντηση μάλιστα του Ισραηλινού ΥΠΕΞ με τον Έλληνα ομόλογό του, το θέμα τέθηκε ωμά: «Εμείς (το Ισραήλ) έχουμε αναλάβει τους δικούς μας συμμάχους (Κούρδους, Δρούζους, κλπ), κάποιος πρέπει να προστατεύσει τους χριστιανούς – αναλάβετε εσείς». Παρόμοιο μήνυμα έχουν στείλει κατά καιρούς και Αμερικανοί διπλωμάτες, υπογραμμίζοντας ότι δεν μπορεί η Ελλάδα «να συνεχίσει έτσι» απαθής. Όλα αυτά δείχνουν πως η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει μεν τον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η Ελλάδα ως φυσικός προστάτης των ομόδοξων κοινοτήτων, απορεί δε γιατί δεν τον παίζει.

Μέχρι στιγμής, η ελληνική πλευρά περιορίζεται σε κάποιες τυπικές δηλώσεις που δεν έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα. Ακόμη και όταν στο παρασκήνιο Έλληνες αξιωματούχοι επιχειρούν δειλά να θίξουν το ζήτημα στους μεγάλους (π.χ. σε επαφές στο περιθώριο διεθνών συνόδων), δεν υπάρχει συνέχεια ή συνολικό σχέδιο. Έτσι, το κενό παραμένει. Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες της διασποράς και οι φιλέλληνες στο εξωτερικό εκφράζουν ανοιχτά την απογοήτευσή τους. Σε ανοικτή επιστολή του στην εφημερίδα Καθημερινή, ο ομογενής δικηγόρος Ανέστης Κωνσταντινίδης μεταφέρει την «κραυγή αγωνίας και φόβου» του Μητροπολίτη Λαττάκειας και επιτίθεται με αιχμές: «Είναι συγκλονιστική η θλίψη του Μητροπολίτου ότι η Ελληνική Πολιτεία αλλά και η Εκκλησία, τους έχει εγκαταλείψει από χρόνια». Ο ίδιος καλεί τόσο την εκκλησιαστική ηγεσία όσο και την κυβέρνηση να μην παραμείνουν απαθείς: ζητά από την Εκκλησία της Ελλάδος να διαθέσει έσοδα υπέρ των δοκιμαζόμενων αδελφών στη Συρία και από το κράτος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του «πριν είναι αργά». Παρόμοιες φωνές ακούγονται και από τη νέα γενιά – πολλοί νέοι Ελληνοαμερικανοί, λ.χ., ευαισθητοποιήθηκαν από τις ειδήσεις περί διωγμών και πίεσαν φορείς στην Ουάσιγκτον να λάβουν θέση για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής.

Γεννάται έτσι το ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα, με τόσο βαθιές ιστορικές ρίζες στην Ανατολή, είναι απούσα; Είναι θέμα αδράνειας, έλλειψης στρατηγικής ή φόβος μήπως εμπλακεί σε περίπλοκες περιπέτειες; Ό,τι κι αν ισχύει, το βέβαιο είναι πως το κενό αυτό δεν περνά απαρατήρητο και, όπως επισημαίνουν αναλυτές, αφήνει χώρο σε άλλους παίκτες (Τουρκία, Ρωσία, ακόμη και τις μοναρχίες του Κόλπου) να εμφανιστούν ως ισχυροί παίκτες της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι τουρκικά ΜΜΕ ήδη θριαμβολογούν για μια «νέα κυβέρνηση στη Δαμασκό» φιλική προς την Άγκυρα, με την οποία μάλιστα συζητούν και συμφωνίες θαλάσσιων ζωνών – σχολιάζοντας ότι «η Ελλάδα ανησυχεί για τις κινήσεις της Τουρκίας» χωρίς όμως να μπορεί να αντιδράσει.  Εάν η Αθήνα δεν ανασυνταχθεί, κινδυνεύει να μείνει θεατής των εξελίξεων, ακόμη κι όταν αυτές αφορούν άμεσα τους ομοθρήσκους και εν δυνάμει φυσικούς συμμάχους της.

Η ιστορία της Rolex: Από τον Χανς Βίλσντορφ σε σύμβολο πολυτέλειας

Η Rolex είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο πολυτελές brand ρολογιών παγκοσμίως, όμως ελάχιστοι γνωρίζουν τη συναρπαστική ιστορία πίσω από το στέμμα. Εντυπωσιακό είναι, για παράδειγμα, ότι οι ρίζες της εταιρείας βρίσκονται στο Λονδίνο – όχι στην Ελβετία, όπως θα υπέθεταν πολλοί. Το παρόν άρθρο ακολουθεί αφηγηματικά τη διαδρομή της Rolex από την ίδρυσή της το 1905 από τον Χανς Βίλσντορφ , μέχρι τη μετεξέλιξή της σε σύμβολο πολυτέλειας και status, φωτίζοντας τις καινοτομίες, τις στρατηγικές marketing και τις επιλογές που έχτισαν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και κερδοφόρους οίκους ωρολογοποιίας στον κόσμο.

Ίδρυση στο Λονδίνο και το όραμα του Χανς Βίλσντορφ

Η ιστορία ξεκινά το 1905 στο Λονδίνο της Αγγλίας, όταν ο νεαρός Γερμανός επιχειρηματίας Χανς Βίλσντορφ [Hans Wilsdorf], μαζί με τον κουνιάδο του, Άλφρεντ Ντέιβις [Alfred Davis], ίδρυσαν την εταιρεία Wilsdorf & Davis. Η νεοσύστατη επιχείρηση ειδικευόταν στην εισαγωγή ελβετικών μηχανισμών υψηλής ποιότητας (από τον οίκο Hermann Aegler) και την τοποθέτησή τους σε καλαίσθητες κάσες ρολογιών, που στη συνέχεια πωλούνταν σε κοσμηματοπωλεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή, συνηθιζόταν να χαράσσουν οι έμποροι το δικό τους όνομα στο καντράν – τα πρώτα αυτά ρολόγια έφεραν μάλιστα τα αρχικά ‘W&D’ χαραγμένα στο εσωτερικό της κάσας, ως διακριτικό της Wilsdorf & Davis.

File:Hans Wilsdorf.jpg
Χανς Βίλσντορφ (Public Domain)

 

Ο Χανς Βίλσντορφ όμως είχε μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Οραματιζόταν ένα ρολόι χειρός που θα συνδύαζε την κομψότητα με την ακρίβεια ενός χρονομέτρου τσέπης – την εποχή εκείνη τα ρολόγια χειρός θεωρούνταν λιγότερο ακριβή και αρχικά ήταν δημοφιλή κυρίως ως γυναικεία κοσμήματα. Ο Βίλσντορφ πίστευε βαθιά ότι το μέλλον ανήκει στα ρολόγια χειρός και έθεσε ως στόχο να βελτιώσει την αξιοπιστία τους. Ήδη το 1908 κατοχυρώνει ως εμπορικό σήμα το όνομα ‘Rolex’, θέλοντας μια επωνυμία σύντομη, εύηχη σε οποιαδήποτε γλώσσα και αρκετά μικρή ώστε να χωρά στο καντράν. Το όνομα δεν σήμαινε κάτι συγκεκριμένο – κατά μία θεωρία προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις horlogerie exquise (εκλεκτή ωρολογοποιία) αν και ο Βίλσντορφ δεν το επιβεβαίωσε ποτέ. Αυτό που είχε σημασία για εκείνον ήταν να γίνει η λέξη Rolex συνώνυμο ποιότητας και ακρίβειας, κάτι που πράγματι πέτυχε όπως απέδειξε η ιστορία .

Ήδη πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Βίλσντορφ φρόντισε να τεκμηριώσει την ακρίβεια των ρολογιών του. Το 1910, ένα ρολόι χειρός Rolex έγινε το πρώτο στον κόσμο που έλαβε επίσημο ελβετικό πιστοποιητικό χρονομέτρου ακριβείας (Certificate of Chronometric Precision) από το παρατηρητήριο της Βιέννης. Λίγα χρόνια μετά, το 1914, ένα μικρό Rolex 25mm πέτυχε τη μέγιστη διάκριση χρονομέτρου (Class A) στο περίφημο Αστεροσκοπείο Kew της Αγγλίας. Αυτά τα επιτεύγματα – πρωτοφανή για ρολόγια χειρός εκείνης της εποχής – έδωσαν στο νεαρό brand τεράστια αξιοπιστία και διαφημίστηκαν εδραιώνοντας τη φήμη της Rolex ως συνώνυμο της χρονομετρικής ακρίβειας.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομική κατάσταση στη Βρετανία ήταν δυσμενής για την ωρολογοποιία (φορολογία πολυτελείας σε εισαγόμενα πολύτιμα μέταλλα, κλπ), οπότε ο Βίλσντορφ πήρε μια καθοριστική απόφαση: το 1919 μετέφερε την έδρα της εταιρείας στη Γενεύη της Ελβετίας. Η Rolex απέκτησε ελβετική ταυτότητα, ενώ ο ίδιος ο Βίλσντορφ – αν και γερμανικής καταγωγής – ενσωμάτωσε το όραμά του στην καρδιά της ελβετικής ωρολογοποιίας. Έως τότε η εταιρεία είχε ήδη μετονομαστεί επίσημα σε Rolex Watch Co. Ltd. (1915) και αργότερα σε Montres Rolex S.A. στη Γενεύη, πριν καταλήξει στο απλό Rolex S.A. που διατηρεί μέχρι σήμερα. Ο Χανς Βίλσντορφ είχε κατοχυρώσει επίσης από το 1925 το διάσημο πλέον στέμμα ως λογότυπο της μάρκας , συμβολίζοντας την ‘κορωνίδα’ της ωρολογοποιίας.

Το πρώτο αδιάβροχο ρολόι: Η επανάσταση του Oyster

Στη δεκαετία του 1920, η Rolex αντιμετώπισε μια μεγάλη πρόκληση της εποχής: την προστασία του ευαίσθητου μηχανισμού ενός ρολογιού από τη σκόνη και το νερό που μπορούσαν εύκολα να εισχωρήσουν από την κορώνα κουρδίσματος και το καντράν. Ο Βίλσντορφ, πάντα προσηλωμένος στην πρακτική αξιοπιστία, οραματίστηκε ένα εντελώς στεγανό ρολόι χειρός. Το 1926 η εταιρεία παρουσίασε τελικά τη λύση: ένα επαναστατικό αδιάβροχο και αεροστεγές περίβλημα ρολογιού που ονόμασε Oyster (στρείδι) . H Rolex δεν εφηύρε εξ ολοκλήρου την ιδέα – απέκτησε ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για βιδωτή κορώνα και κάσα από τους εφευρέτες Πωλ Περρεγκώ και Ζωρζ Περέ [Paul Perregaux & Georges Peret] – όμως τελειοποίησε και προώθησε μαζικά την εφεύρεση αυτή. Το Oyster διέθετε βιδωτή πλάτη, στεφάνωμα και κορώνα που σφράγιζαν ερμητικά, προστατεύοντας τον μηχανισμό από κάθε εισροή νερού ή σκόνης. Ήταν το πρώτο πρακτικά αξιόπιστο αδιάβροχο ρολόι χειρός παραγωγής και αποτέλεσε κομβική καινοτομία για την ωρολογοποιία.

Ο Βίλσντορφ δεν αρκέστηκε στην τεχνική πατέντα, αλλά ανέδειξε το Oyster με ευφυή προβολή. Ως επίδειξη, τοποθέτησε Rolex Oyster σε ενυδρεία βιτρινών, αφήνοντας τα ρολόγια βυθισμένα στο νερό μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοινού. Το μεγαλύτερο διαφημιστικό κόλπο ήρθε το 1927, όταν η νεαρή Βρετανίδα κολυμβήτρια Μερσέντες Γκλάιτσε [Mercedes Gleitze] επιχείρησε να διαπλεύσει τη Μάγχη. Ο Βίλσντορφ της έδωσε ένα Oyster να φορέσει στο εγχείρημα – κρεμασμένο στο λαιμό της – και πράγματι, μετά από περισσότερες από 10 ώρες στα παγωμένα νερά, το ρολόι λειτουργούσε άψογα. Η Μερσέντες Γκλάιτσε έγινε έτσι η πρώτη ‘πρέσβειρα’ του brand, χρόνια πριν εισαχθεί ο όρος brand ambassador στο marketing. Η Rolex, πανηγυρίζοντας το κατόρθωμα, δημοσίευε ολοσέλιδες διαφημίσεις στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Daily Mail επί έναν μήνα, διακηρύσσοντας ότι το Oyster βγήκε νικητής από τη δοκιμασία της Μάγχης.

File:Mercedes Gleitze NZ crop portrait.jpg
H Μερσέντες Γκλάιτσε με το Rolex Oyster στον λαιμό της, τον Δεκέμβριο του 1930. (Public Domain)

 

Με αυτή τη μεγαλοφυή κίνηση, ο Βίλσντορφ ουσιαστικά εφηύρε το μοντέλο της διαφήμισης μέσω επιτευγμάτων. Σύνδεσε το όνομα Rolex με έννοιες όπως η αντοχή, η αξιοπιστία και η ανθρώπινη αποφασιστικότητα. Όπως επισημαίνουν σύγχρονοι αναλυτές, ο τρόπος που μετέτρεψε τον άθλο της Γκλάιτσε σε αφήγημα αντοχής και ακρίβειας, ουσιαστικά θεμελίωσε την έννοια του ‘πρεσβευτή ρολογιών’ στη βιομηχανία. Ακολούθως, η Rolex εμπλούτισε τη διαφημιστική της μυθολογία με ένα ‘πάνθεον ηρώων’: από τον θρυλικό Βρετανό οδηγό ταχύτητας Σερ Μάλκολμ Κάμπελ [Sir Malcolm Campbell], που έσπασε ρεκόρ οδηγώντας τη Bluebird με ένα Rolex στον καρπό του, μέχρι την αποστολή του Έβερεστ το 1953, όπου οι Έντμουντ Χίλλαρυ και Τένζιγκ Νόργκεϋ [Edmund Hillary & Tenzing Norgay] φορούσαν Rolex όταν κατακτούσαν την υψηλότερη κορυφή του κόσμου. Κάθε τέτοια ιστορία ενίσχυε την εικόνα της Rolex ως ρολογιού που συνοδεύει τις μεγαλύτερες ανθρώπινες προκλήσεις.

«Perpetual» – Ο αυτόματος μηχανισμός και η κατοχύρωση της ακρίβειας

Το 1931 η Rolex πέτυχε άλλη μια πρωτιά που θα άλλαζε την ωρολογοποιία: κατοχύρωσε έναν μηχανισμό αυτόματης περιέλιξης (αυτόματου κουρδίσματος) τον οποίο ονόμασε Perpetual Rotor (Αέναος Ρότορας). Επρόκειτο για ένα ημικυκλικό βαρυκεντρισμένου ρότορα που περιστρέφεται ελεύθερα 360° με την κίνηση του χεριού, κουρδίζοντας συνεχώς το ελατήριο του ρολογιού. Μέχρι τότε, τα αυτόματα ρολόγια είχαν πιο περιορισμένη διαδρομή βάρους (π.χ. ο μηχανισμός Harwood του 1924 κινούταν 270°) και λιγότερη αποτελεσματικότητα. Ο Perpetual ρότορας της Rolex έκανε το κούρδισμα αδιάκοπο και αόρατο για τον χρήστη – το ρολόι πλέον ‘φόρτιζε’ μόνο του απ’ την κίνηση του σώματος, καθιστώντας περιττό το καθημερινό χειροκίνητο κούρδισμα. Το πρώτο Oyster με αυτό τον μηχανισμό ονομάστηκε συμβολικά Oyster Perpetual, σηματοδοτώντας ότι ο συνδυασμός ενός στεγανού Oyster με αυτόματο μηχανισμό προσέφερε ένα ρολόι μόνιμης λειτουργίας. Η επινόηση αυτή της Rolex, το 1931, ουσιαστικά καθιέρωσε το πρότυπο για όλα τα αυτόματα ρολόγια χειρός που ακολούθησαν .

Την ίδια περίοδο, η Rolex συνέχισε να επενδύει στη χρονομετρική ακρίβεια. Ο Βίλσντορφ φρόντιζε πολλά από τα ρολόγια που έβγαιναν από το εργοστάσιο να περνούν από επίσημους ελέγχους χρονομέτρησης και να λαμβάνουν πιστοποίηση Chronometer. Ήδη από τα 1920s η λέξη «Chronometer» εμφανιζόταν στα καντράν ορισμένων Rolex, ως ένδειξη της εγγυημένης ακρίβειάς τους. Το 1945 η Rolex παρουσίασε το μοντέλο Datejust, το πρώτο αυτόματο ρολόι χειρός με πιστοποιημένο χρονόμετρο που διέθετε αυτόματη ένδειξη ημερομηνίας στο καντράν. Η καινοτομία αυτή – αν και τεχνικά δεν αφορούσε την ακρίβεια, αλλά την πρακτικότητα – ήταν μέρος της ευρύτερης φιλοσοφίας του Βίλσντορφ να προσφέρει στον κάτοχο του ρολογιού ό,τι πιο εξελιγμένο και αξιόπιστο υπήρχε. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως η στεγανότητα (Oyster), η πιστοποίηση χρονομέτρου, ο αυτόματος μηχανισμός κουρδίσματος (Perpetual) και αργότερα η ημερομηνία, έγιναν στάνταρντ εξοπλισμός ενός Rolex – συμβάλλοντας καθοριστικά στη μοναδική φήμη αντοχής και ποιότητας που απέκτησε η μάρκα.

File:Rolex Daytona 126500LN Panda Replica.jpg
To Rolex Daytona «Panda» με λευκό καντράν, μαύρα υποκαντράν, κεραμική στεφάνη, κυρτό κρύσταλλο από ζαφείρι, κίνηση κλώνου 4131, κασετίνα από γυαλισμένο ατσάλι, βιδωτά κουμπιά, κορώνα και μπρασελέ Oyster. (Public Domain)

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Rolex δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες της ούτε στη δεκαετία του 1930. Παρόλο που ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε πολλές εμπορικές δραστηριότητες, ο Βίλσντορφ ήταν ενεργός και διορατικός. Μάλιστα, στα χρόνια 1935-1940 η εταιρεία παρείχε ειδικές εκδόσεις καταδυτικών ρολογιών για τις υποβρύχιες μονάδες του Ιταλικού Ναυτικού (Decima Flottiglia MAS) – ρολόγια που κατασκεύαζε η Rolex και διένειμε μέσω του οίκου Panerai στη Φλωρεντία. Τα εν λόγω μοντέλα, πρόγονοι του σημερινού Panerai, χρησιμοποιήθηκαν σε τολμηρές επιχειρήσεις βατραχανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό υπογραμμίζει πως ήδη από τότε τα Rolex θεωρούνταν ‘εργαλεία’ ακριβείας για σκληρή χρήση, ανταποκρινόμενα σε ακραίες συνθήκες – μια φήμη που θα εδραιωνόταν ολοκληρωτικά στα μεταπολεμικά χρόνια.

Πολεμικά χρόνια, μεγάλα ρίσκα και άνοιγμα στην Αμερική

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η φήμη της Rolex ως αξιόπιστου ρολογιού εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο με έναν απροσδόκητο τρόπο. Πιλότοι της βρετανικής RAF προτιμούσαν να αγοράζουν Rolex αντικαθιστώντας τα μέτρια υπηρεσιακά τους ρολόγια. Ωστόσο, όταν συλλαμβάνονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου, τα Rolex τους κατάσχονταν από τους Γερμανούς. Μαθαίνοντας το γεγονός, ο Χανς Βίλσντορφ έκανε κάτι πρωτοφανές: προσφέρθηκε να αντικαταστήσει κάθε Rolex που είχε αφαιρεθεί από αιχμάλωτους Συμμάχους αξιωματικούς, στέλνοντας νέα ρολόγια στα στρατόπεδα και ζητώντας να πληρωθεί μόνο μετά το τέλος του πολέμου, και μόνο εφόσον ο αξιωματικός ήταν ικανοποιημένος. Ο Βίλσντορφ επέβλεπε αυτό το πρόγραμμα προσωπικά και μέσω του Ερυθρού Σταυρού έστειλε πάνω από 3.000 ρολόγια σε αιχμαλώτους, με τη σιωπηρή συναίνεση των γερμανικών αρχών. Το γεγονός αυτό ανέβασε το ηθικό των αιχμαλώτων – ήταν μια έμπρακτη δήλωση εμπιστοσύνης ότι οι Σύμμαχοι τελικά θα νικήσουν, αλλιώς η Rolex δεν θα πληρωνόταν ποτέ.

Μετά τον πόλεμο, αυτή η γενναιόδωρη πράξη λειτούργησε και ως πανέξυπνο στρατηγικό βήμα: πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στην Ευρώπη έμαθαν για την κίνηση της Rolex και γύρισαν στην πατρίδα με βαθύ σεβασμό για τη μάρκα. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, το έδαφος ήταν στρωμένο για την είσοδο της Rolex στην τεράστια αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εταιρεία έγινε σύμβολο του νικηφόρου Συμμάχου, με αποτέλεσμα να αγκαλιαστεί από το αμερικανικό κοινό ως προϊόν υψηλού κύρους και αξιοπιστίας. Πράγματι, η μεταπολεμική ζήτηση για Rolex στις ΗΠΑ εκτοξεύτηκε, μετατρέποντας την Αμερική σε μία από τις σημαντικότερες αγορές της εταιρείας.

File:Dwight-eisenhower-gold-watch-1.jpg
To Rolex Datejust του Αμερικανού προέδρου Ντουάιτ Ντ. Άιζενχάουερ (θητεία 1953-1961). Στο πίσω μέρος φαίνονται χαραγμένα τα αρχικά του: DDE. (Public Domain)

 

Την ίδια περίοδο, ο Χανς Βίλσντορφ πήρε μια ακόμη διορατική απόφαση σχετικά με το μέλλον της εταιρείας του. Το 1944, όταν πέθανε η αγαπημένη του σύζυγος, εκείνος ίδρυσε το Hans Wilsdorf Foundation – ένα ιδιωτικό κοινωφελές ίδρυμα – και μεταβίβασε σε αυτό το σύνολο των μετοχών του στη Rolex. Με αυτή την κίνηση, εξασφάλισε ότι μετά τον θάνατό του (ο ίδιος απεβίωσε το 1960) η Rolex θα παρέμενε ανεξάρτητη, δεν θα έπεφτε σε χέρια κερδοσκόπων ή αγοραστών και ένα μέρος των κερδών της θα διατίθεται σε φιλανθρωπίες, σύμφωνα με το όραμα και τις αξίες του. Μέχρι σήμερα, η Rolex ανήκει εξολοκλήρου στο Ίδρυμα Hans Wilsdorf, ένα ιδιωτικό τραστ που συνεχίζει τη μακροπρόθεσμη προσέγγιση του ιδρυτή, απαλλαγμένο από την πίεση μετόχων. Αυτός είναι και ένας λόγος που η εταιρεία φημίζεται για τη μυστικότητα και την υπομονετική της στρατηγική: δεν δημοσιοποιεί οικονομικά στοιχεία, επανεπενδύει τα κέρδη της και ακολουθεί τον δικό της ρυθμό ανάπτυξης, όπως ακριβώς θα ήθελε ο Βίλσντορφ.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στη δεκαετία του 1950, η Rolex επιδόθηκε σε έναν δημιουργικό οργασμό, παρουσιάζοντας μοντέλα ρολογιών που έμελλε να γίνουν εμβληματικά. Το 1953 λανσαρίστηκε το Submariner, ένα αδιάβροχο ρολόι καταδύσεων με αντοχή έως 100 μέτρα βάθος, σχεδιασμένο για επαγγελματίες δύτες. Την ίδια χρονιά, ο Σερ Έντμουντ Χίλλαρυ και Τένζιγκ Νόργκεϋ φορούσαν πρωτότυπα Rolex Oyster όταν έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι που πάτησαν στην κορυφή του Έβερεστ – γεγονός που ενέπνευσε το μοντέλο Explorer που κυκλοφόρησε λίγο αργότερα για να τιμήσει την κατάκτηση. Το 1954 παρουσιάστηκε το GMT-Master, ένα ρολόι με ένδειξη διπλής ώρας σχεδιασμένο σε συνεργασία με την Pan Am για τις ανάγκες των πιλότων υπερατλαντικών πτήσεων. Το 1956 ήρθε το Day-Date, το πρώτο ρολόι χειρός που εμφάνιζε γραπτώς την ημέρα της εβδομάδας μαζί με την ημερομηνία. Όλα αυτά τα μοντέλα – Datejust, Explorer, Submariner, GMT-Master, Day-Date – σχεδιάστηκαν ως ‘εργαλεία’ για συγκεκριμένες επαγγελματικές ή αθλητικές χρήσεις, από τον δύτη και τον πιλότο ως τον επιστήμονα και τον αρχηγό κράτους. Κάθε ένα, όμως, χάρη στην κομψότητα και το κύρος της Rolex, ξεπέρασε τον αρχικό του ρόλο και αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό.

File:Watch, wrist (AM 2014.7.70-10).jpg
To Rolex Oyster Perpetual που δόθηκε στον Σερ Έντμουντ Χίλλαρυ από τη Rolex Bosecks of Calcutta μετά την κατάκτηση του Έβερεστ, το 1953. Μουσείο Αναμνηστικών Πολέμου, Ώκλαντ, Νέα Ζηλανδία. (Public Domain)

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Rolex είχε ισχυρούς ανταγωνιστές και συνοδοιπόρους σε αυτή την πορεία, και συχνά ο ανταγωνισμός λειτούργησε ως υγιής πρόκληση για νέες καινοτομίες. Για παράδειγμα, ενώ το Submariner διαφημίστηκε ως το πρώτο ρολόι κατάδυσης ευρείας παραγωγής, η Omega είχε ήδη παρουσιάσει από το 1932 ένα δικό της αδιάβροχο μοντέλο, το Marine, που άντεχε πίεση αντίστοιχη βάθους 135 μέτρων – ξεπερνώντας μάλιστα τις επιδόσεις του πρώτου Submariner. Στον τομέα της ακρίβειας, η Omega επίσης πρωτοστατούσε σε διαγωνισμούς χρονομέτρησης στα αστεροσκοπεία, κερδίζοντας τίτλους, ενώ αργότερα έγινε διάσημη ως ο κατασκευαστής του πρώτου ρολογιού που πήγε στο φεγγάρι (Speedmaster, 1969). Η Panerai, που κατά τις δεκαετίες του ’30 και ’40 στηρίχθηκε στη Rolex για μηχανισμούς και κάσες, εξελίχθηκε μεταπολεμικά σε ανεξάρτητο οίκο, λανσάροντας από τη δεκαετία του ‘90 πολυτελή καταδυτικά ρολόγια που τιμούν την ίδια κληρονομιά αντοχής. Όμως, η Rolex χάρη στην έμφαση στην ποιότητα και το ισχυρό της brand, κατάφερε μεταπολεμικά να ηγηθεί της αγοράς των μηχανικών ρολογιών υψηλής ποιότητας, δημιουργώντας ουσιαστικά την κατηγορία των πολυτελών sport ρολογιών.

Από εργαλείο ακριβείας σε σύμβολο πολυτέλειας

Παρά τις επιτυχίες της, η μεγαλύτερη δοκιμασία για τη Rolex (και συνολικά τη ελβετική ωρολογοποιία) ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την λεγόμενη Quartz Crisis. Η εμφάνιση των οικονομικών και υπερ-ακριβών (σε ακρίβεια) ρολογιών quartz από την Ιαπωνία έφερε την ελβετική βιομηχανία στα πρόθυρα κατάρρευσης. Εταιρείες έκλειναν ή συγχωνεύονταν, προσπαθώντας να ανταγωνιστούν τους νέους ηλεκτρονικούς μηχανισμούς. Ωστόσο, η Rolex υιοθέτησε μια εντελώς διαφορετική στρατηγική: αντί να ανταγωνιστεί τα quartz στην τιμή ή την ακρίβεια, διπλασίασε την έμφαση στην παράδοση, τη δεξιοτεχνία και το κύρος που αντιπροσώπευαν τα μηχανικά της ρολόγια. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε την ‘αδυναμία’ των μηχανικών ρολογιών (λιγότερη ακρίβεια, υψηλότερο κόστος) σε προτέρημα, προβάλλοντας τα ως κομψοτεχνήματα για γνώστες, ως σύμβολα στάτους και διαχρονικής αξίας.

File:Sparkling Rolex (26376948898).jpg
Sparkling Rolex, 2017 (Thomas Quine/Public Domain)

 

Ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η Rolex άρχισε να αναβαθμίζει τα μοντέλα της με πολύτιμα υλικά και πολυτελείς λεπτομέρειες. Χαρακτηριστικό ορόσημο ήταν η κυκλοφορία του πρώτου Submariner από χρυσό 18Κ (και αργότερα δίχρωμου χρυσοχάλυβα), σηματοδοτώντας μια φιλοσοφική μετατόπιση: το θρυλικό ‘ρολόι-εργαλείο’ του δύτη μεταμορφωνόταν πλέον και σε κόσμημα πολυτελείας. Το ίδιο συνέβη και με άλλα επαγγελματικά μοντέλα, όπως το GMT-Master, που απέκτησαν εκδόσεις από χρυσό και πολυτελείς προσθήκες. Το μήνυμα ήταν σαφές: αυτά τα ρολόγια δεν είναι πλέον μόνο εργαλεία για επαγγελματίες, αλλά σύμβολα κοινωνικού κύρους που τυχαίνει να διατηρούν εξαιρετική μηχανική κατασκευή.

Η μετάβαση αυτή δεν έγινε σε μια νύχτα – μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Rolex είχε πλέον εδραιωθεί ως luxury brand. Τα ρολόγια της αντιμετωπίζονταν περισσότερο ως διαχρονικά κομμάτια υψηλής ωρολογοποιίας και λιγότερο ως πρακτικά όργανα. Τη δεκαετία του 1990 είδαμε μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα μηχανικά ρολόγια διεθνώς, καθώς το κοινό αναζητούσε την αυθεντικότητα και την παράδοση ενάντια στην ψηφιακή μαζικότητα. Τα vintage Rolex άρχισαν να ανεβαίνουν σε αξία, δημιουργώντας μια ολόκληρη κουλτούρα συλλεκτών – χαρακτηριστικά, παλιά σπάνια μοντέλα όπως το Rolex ‘Paul Newman’ Daytona απέκτησαν μυθική φήμη και πουλήθηκαν σε δημοπρασίες για εκατομμύρια δολάρια.

Rolex Datejust, # 1603  (Public Domain)

 

Η Rolex, από την πλευρά της, εκμεταλλεύτηκε την άνοδο του status των προϊόντων της ελέγχοντας αυστηρά την παραγωγή και τη διανομή. Παράγει σχετικά μεγάλους αριθμούς ρολογιών (σήμερα πάνω από 1 εκατομμύριο κομμάτια τον χρόνο) σε σύγκριση με άλλους οίκους πολυτελείας, όμως η ζήτηση είναι τόσο υψηλή που κάθε νέο μοντέλο εμφανίζεται σπάνιο. Η εταιρεία δημιούργησε λίστες αναμονής στα καταστήματα και περιβάλλει τις κινήσεις της με μυστικότητα – όλα αυτά ενισχύουν το αίσθημα αποκλειστικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις κανείς αγοράσει ένα δημοφιλές Rolex σε τιμή καταστήματος, η αξία του ρολογιού μεταπωλητικά συχνά εκτινάσσεται. Αυτό το ελεγχόμενο ‘σπάνιο’ σε συνδυασμό με το αδιαμφισβήτητο κύρος του ονόματος, κάνει τη Rolex μοναδική περίπτωση στον χώρο: πουλά ένα είδος πολυτέλειας ευρείας κυκλοφορίας (με πάνω από ένα εκατομμύριο πελάτες ετησίως) χωρίς όμως το brand να χάνει την αύρα της υψηλής αποκλειστικότητας.

Σε επίπεδο marketing, η Rolex από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, συνέχισε στην πεπατημένη του Βίλσντορφ: συνέδεσε το όνομά της με ό,τι καλύτερο. Έγινε επίσημος χρονομέτρης σε κορυφαίες διοργανώσεις (όπως τα τουρνουά τένις Grand Slam, μεταξύ των οποίων το Wimbledon από το 1978, και αγώνες γκολφ ή ιστιοπλοΐας παγκόσμιου κύρους). Συγκρότησε ένα περίφημο ‘ρόστερ’ πρεσβευτών – τους αποκαλούμενους Rolex Testimonees – αποτελούμενο από θρύλους του αθλητισμού, της τέχνης και των επιστημών. Ονόματα όπως ο Ρότζερ Φέντερερ, ο Τάιγκερ Γουντς, ο βιολονίστας Γιο-Γιο Μα ή σκηνοθέτες και αστέρες του Hollywood, έχουν κατά καιρούς αποτελέσει μέλη της οικογένειας Rolex. Η εταιρεία μάλιστα, το 2025, λάνσαρε και ειδική ψηφιακή πλατφόρμα «Rolex Family» για να προβάλει όλους αυτούς τους διακεκριμένους πρεσβευτές και το έργο τους. Φυσικά, αυτοί οι διάσημοι δεν «διαφημίζουν» απλώς τα ρολόγια – αποτελούν μέρος μιας προσεκτικά δομημένης εικόνας ότι η Rolex συντροφεύει τους κορυφαίους των κορυφαίων σε κάθε τομέα, από την επιστήμη μέχρι τις τέχνες και τον αθλητισμό.

Η κληρονομιά του Χανς Βίλσντορφ και το διαχρονικό στέμμα

Σε όλη αυτή την πορεία των 120 και πλέον ετών, το διαρκές νήμα που διαπερνά την ιστορία της Rolex είναι το όραμα και η διορατικότητα του ιδρυτή της. Ο Χανς Βίλσντορφ ξεκίνησε ως ένας ‘outsider’ – ούτε Ελβετός ήταν ούτε από οικογένεια ωρολογοποιών – όμως κατάφερε να αφουγκραστεί τις ανάγκες και τις ευκαιρίες της εποχής του: πίστεψε στο ρολόι χειρός όταν οι άλλοι το θεωρούσαν μόδα, επένδυσε στην ακρίβεια όταν οι περισσότεροι ήταν ικανοποιημένοι με τη μέτρια απόδοση, πόνταρε στην ποιότητα και στην επωνυμία σε μια εποχή που τα ρολόγια πωλούνταν ανώνυμα από κοσμηματοπώλες. Η εμμονή του στην τελειότητα – «να φτιάχνουμε μονάχα ρολόγια που δεν χαλάνε ποτέ», έλεγε – γέννησε επινοήσεις που καθόρισαν την ωρολογοποιία: το αδιάβροχο Oyster, το αυτόματο Perpetual, το μοντέρνο χρονόμετρο χειρός. Η δε ευφυΐα του στο marketing έκανε τη μάρκα Rolex συνώνυμη της περιπέτειας, της επιτυχίας και του κύρους.

 

File:Rolex Geneva 13.jpg
Τα γραφεία της Rolex στη Γενεύη. Ελβετία, 2020. (Public Domain)

 

Σήμερα, η Rolex εξακολουθεί να ακμάζει ακολουθώντας τις θεμελιώδεις αρχές του Βίλσντορφ. Παραμένει μια από τις πιο αξιόπιστες, αναγνωρίσιμες και πολιτισμικά σημαντικές μάρκες διεθνώς, ταυτισμένη με την έννοια του status symbol. Παράγει κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες ρολόγια σε ιδιόκτητες υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις στην Ελβετία, έχοντας κάθετα ενσωματώσει την παραγωγή της (από τα μηχανήματα έως το χυτήριο χρυσού της). Κάθε ρολόι που φέρει το στέμμα περνά αυστηρούς ελέγχους ποιότητας και ακριβείας, ώστε να ανταποκρίνεται στη φήμη «εφ’ όρου ζωής» που συνοδεύει τη μάρκα. Κι ενώ τεχνικά ένα Rolex δεν θα ανταγωνιστεί ποτέ ένα ψηφιακό ρολόι των 20 ευρώ στην ακριβέστατη μέτρηση του χρόνου, ο ίδιος ο Βίλσντορφ θα συμφωνούσε ότι η αίσθηση ενός Rolex υπερβαίνει τη χρηστική αξία: είναι ένα μικρό κομμάτι μηχανικής τέχνης, φορτωμένο με ιστορίες από τους βυθούς των ωκεανών και τις κορυφές των βουνών, μέχρι τις αίθουσες ισχύος και τα κόκκινα χαλιά.

Το μέγεθος της επιτυχίας αποτυπώνεται και οικονομικά: η Rolex παραμένει ιδιωτική εταιρεία του Ιδρύματος Wilsdorf, γεγονός που της επιτρέπει να επανεπενδύει μακροπρόθεσμα. Η αξία του brand εκτιμάται σε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια και κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στα κορυφαία παγκοσμίως. Ωστόσο, η εταιρεία δεν μετρά την αξία της μόνο σε νούμερα, αλλά και σε πολιτισμική επιρροή. Έχει διαμορφώσει όσο καμία άλλη τον χώρο της υψηλής ωρολογοποιίας: έθεσε στάνταρντ ποιότητας που όλοι ακολουθούν, έδειξε ότι τα μηχανικά ρολόγια μπορούν να θριαμβεύσουν στην ψηφιακή εποχή ως είδη πολυτελείας, και ενέπνευσε σεβασμό ακόμα και στους ανταγωνιστές της.

File:Le pont Hans Wilsdorf 1.jpg
Η γέφυρα Xans Wilsdorf, στη Γενεύη. Ελβετία, 7 Νοεμβρίου 2012. (Patrick Nouhailler/Public Domain)

 

Εν τέλει, η ιστορία της Rolex είναι μια ιστορία διαρκούς εξέλιξης με θεμέλιο μια σταθερή φιλοσοφία. Από το ορφανό παιδί στη Βαυαρία του 19ου αιώνα που ήταν ο Χανς Βίλσντορφ, μέχρι τον κολοσσό της σύγχρονης πολυτέλειας, μεσολαβεί ένα όραμα: να δημιουργηθεί «ένα ρολόι που θα κρατάει για πάντα». Αυτό το perpetual spirit – πνεύμα διαρκούς τελειότητας – είναι που κάνει τη Rolex κάτι παραπάνω από έναν κατασκευαστή ρολογιών. Είναι ένας ζωντανός θρύλος που συνεχίζει να γράφεται στον καρπό εκείνων που αναγνωρίζουν όχι μόνο την ώρα, αλλά και την αξία τού να κρατάς τον χρόνο στα χέρια σου.

Οι παράνομες τουρκικές κατοχές: Κύπρος, Συρία, Ιράκ — Ιστορική αναδρομή και σημερινή κατάσταση

Η Τουρκία έχει διεξάγει και διατηρεί στρατιωτικές κατοχές σε τρεις κρίσιμες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής για περισσότερο από πέντε δεκαετίες. Από την εισβολή στην Κύπρο το 1974 έως τις σύγχρονες επιχειρήσεις στη Συρία και το Ιράκ, οι τουρκικές ενέργειες έχουν προκαλέσει εκτεταμένες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, μαζικούς εκτοπισμούς πληθυσμών και διαρκείς ανθρωπιστικές κρίσεις. Η διεθνής κοινότητα έχει καταδικάσει επανειλημμένα αυτές τις ενέργειες ως παράνομες κατοχές που παραβιάζουν την κυριαρχία των κρατών και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

Η εισβολή και κατοχή της Κύπρου (1974–σήμερα)

 

File:Cyprus districts named.png
Χάρτης της Κύπρου που αποτυπώνει τη διαίρεση του νησιού. Με σκούρο χρώμα εικονίζονται τα κατεχόμενα εδάφη. (Golbez/Public Domain)

 

Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εξαπέλυσε μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, η οποία διεξήχθη σε δύο φάσεις και οδήγησε στην κατάληψη και κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού.

Η πρώτη φάση της εισβολής ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου, όταν τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Κερύνεια, καταλαμβάνοντας το 3% της κυπριακής επικράτειας πριν από την κήρυξη κατάπαυσης του πυρός στις 22 Ιουλίου. Παρά την κατάρρευση της ελληνικής χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατικής κυβέρνησης στην Κύπρο, η Τουρκία προχώρησε στη δεύτερη φάση της εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974, επεκτείνοντας την κατοχή στο 36% του νησιού.

Οι ανθρωπιστικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής ήταν καταστροφικές: γύρω στους 6.000 νεκρούς και 2.000 αγνοούμενους, ενώ περίπου 150.000 Ελληνοκύπριοι—πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου—εκτοπίστηκαν από το βόρειο τμήμα του νησιού, όπου αποτελούσαν το 80% του πληθυσμού. Στη συνέχεια, περίπου 60.000 Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν από το νότο προς το βόρειο τμήμα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέδειξε την Τουρκία ένοχη για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκτοπισμών, στέρησης ελευθερίας, κακομεταχείρισης και στέρησης της ζωής. Η τουρκική πολιτική βίαιου εκτοπισμού του ενός τρίτου του ελληνικού πληθυσμού του νησιού και της εγκατάστασης Τούρκων από την ηπειρωτική Τουρκία χαρακτηρίστηκε ως παράδειγμα εθνοκάθαρσης.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε μια σειρά ψηφισμάτων καταδικάζοντας την τουρκική εισβολή. Το Ψήφισμα 353 (1974) ζήτησε την άμεση απόσυρση όλου του ξένου στρατιωτικού προσωπικού, ενώ τα Ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) χαράκτηρισαν την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) ως άκυρη και παράνομη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην απόφασή του για την υπόθεση Κύπρος κατά Τουρκίας (2001), βρήκε την Τουρκία ένοχη για 14 παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της επέβαλε αποζημίωση 90 εκατομμυρίων ευρώ το 2014.

Πενήντα ένα χρόνια μετά την εισβολή, η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής. Η «ΤΔΒΚ» αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, ενώ η διεθνής κοινότητα θεωρεί την περιοχή ως κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στα κατεχόμενα εξακολουθούν να σταθμεύουν 40.000 τουρκικά στρατεύματα, παρά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που ζητούν την απόσυρσή τους.

Η Τουρκία έχει εγκαταστήσει περισσότερους από 120.000 εποίκους από την ηπειρωτική Τουρκία στα κατεχόμενα, παραβιάζοντας το Άρθρο 49 της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης που απαγορεύει τη μεταφορά πολιτικού πληθυσμού σε κατεχόμενα εδάφη. Αυτή η πολιτική έχει καταδικαστεί ως μορφή αποικισμού που στοχεύει στην παράνομη αλλαγή της δημογραφικής δομής της Κύπρου.

Οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία (2016–σήμερα)

File:Turkish Northern Syria (2).svg
Χάρτης της τουρκικής παρέμβασης στη Συρία. Πράσινο: Εδάφη που αποκτήθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) με την «Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη». Μπλε: Εδάφη που αποκτήθηκαν από τις κουρδικές δυνάμεις (YPG) με την «Επιχείρηση Κλαδί Ελιάς». Καφέ: Εδάφη που αποκτήθηκαν από τις συριακές δυνάμεις (SDF) με την «Επιχείρηση Πηγή Ειρήνης». (Randam/Public Domain)

 

Στις 24 Αυγούστου 2016, η Τουρκία ξεκίνησε την πρώτη απευθείας στρατιωτική παρέμβασή της στη Συρία με την «Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη». Αν και επισήμως στόχευε το Ισλαμικό Κράτος, η επιχείρηση είχε επίσης ως στόχο να εμποδίσει τις κουρδικές δυνάμεις YPG από την επέκταση δυτικά του ποταμού Ευφράτη.

Η επιχείρηση οδήγησε στην τουρκική κατάληψη μιας περιοχής μεταξύ των πόλεων Τζαραμπουλούς και Αζάζ, δημιουργώντας την πρώτη τουρκική «ζώνη ασφαλείας» στη βόρεια Συρία. Οι τουρκικές δυνάμεις, σε συνεργασία με συμμαχικούς συριακούς αντάρτες, κατέλαβαν σημαντικό έδαφος από το ISIS και εμπόδισαν τη σύνδεση των κουρδικών καντονιών.

Στις 20 Ιανουαρίου 2018, η Τουρκία εξαπέλυσε την «Επιχείρηση Κλαδί Ελιάς» εναντίον της κουρδικής περιοχής Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία. Η επιχείρηση στόχευε τις κουρδικές δυνάμεις YPG, τις οποίες η Τουρκία θεωρεί ως προέκταση του PKK.

Η επιχείρηση διήρκεσε από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο 2018 και οδήγησε στον εκτοπισμό περίπου 300.000 Κούρδων πολιτών από την περιοχή. Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 395–510 άμαχοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Οι τουρκικές δυνάμεις κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένων αδιάκριτων βομβαρδισμών και κακομεταχείρισης αμάχων.

Στις 9 Οκτωβρίου 2019, η Τουρκία εκκίνησε την «Επιχείρηση Πηγή Ειρήνης» στη βορειοανατολική Συρία, μετά την απόφαση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από την περιοχή. Η επιχείρηση στόχευε τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» βάθους 30 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων.

Οι ανθρωπιστικές συνέπειες της επιχείρησης ήταν σοβαρές. Πάνω από 300.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τις πόλεις Τελ Αμπυάντ, Ρας αλ Αΐν και άλλες περιοχές. Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 146 άμαχοι σκοτώθηκαν, ενώ 510 μαχητές των SDF έχασαν τη ζωή τους.

Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, τον Δεκέμβριο 2024, η Τουρκία επεκτείνει περαιτέρω την επιρροή της στη Συρία. Τούρκοι αξιωματούχοι συζητούν τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων και την εκπαίδευση του νέου συριακού στρατού, ενισχύοντας την παρουσία της Τουρκίας στη χώρα. Η Τουρκία εξακολουθεί να απειλεί με νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των κουρδικών δυνάμεων, με τον υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν να προειδοποιεί για «αναγκαία μέτρα» εάν οι YPG δεν συμμορφωθούν με τις τουρκικές απαιτήσεις.

Οι τουρκικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και την περιοχή του Κουρδιστάν

File:Iraqi Kurdistan in Iraq (disputed hatched).svg
Χάρτης που αποτυπώνει την παρουσία των Κούρδων στο Ιράκ, τον Οκτώβριο του 2017. Με κόκκινο χρώμα εικονίζονται αυτές που είναι αναγνωρισμένες ως μέρη του κουρδικού λαού, ενώ με ροζ οι διαφιλονικούμενες. (Rob984/Public Domain)

 

Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στο βόρειο Ιράκ χρονολογείται από τη δεκαετία του 1990, αλλά έχει επιταχυνθεί σημαντικά από το 2015, μετά την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας με το PKK. Αρχικά οι τουρκικές επιχειρήσεις ήταν προσωρινές, αλλά τεχνολογικές εξελίξεις στην αμυντική βιομηχανία, ειδικά στον τομέα των μη επανδρωμένων, επέτρεψαν τη διατήρηση μόνιμης παρουσίας. Από το 2018, η Τουρκία έχει εντείνει δραματικά την επέκτασή της στην περιοχή του Κουρδιστάν του Ιράκ. Σύμφωνα με έρευνα του BBC, μέχρι τον Δεκέμβριο 2024, η Τουρκία είχε κατασκευάσει τουλάχιστον 136 μόνιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο βόρειο Ιράκ, με το 89% αυτών να έχει κατασκευαστεί από το 2018.

Η τουρκική στρατιωτική παρουσία έχει δημιουργήσει αυτό που οι ντόπιοι αποκαλούν «Απαγορευμένη Ζώνη»—μια λωρίδα 20 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων όπου η Τουρκία ασκεί πραγματικό έλεγχο. Η τουρκική στρατιωτική ανάλυση δείχνει ότι η Τουρκία ελέγχει πλέον πάνω από 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ιρακινού εδάφους μέσω του εκτεταμένου δικτύου στρατιωτικών βάσεών της. Οι τουρκικές δυνάμεις έχουν κατασκευάσει περίπου 660 χιλιόμετρα δρόμων που συνδέουν αυτές τις εγκαταστάσεις, προκαλώντας αποδάσωση και αφήνοντας σημαντικό αποτύπωμα στο ορεινό τοπίο της περιοχής.

Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον πολιτικό πληθυσμό. Περισσότερα από 20.000 στρέμματα γεωργικής γης έχουν καεί λόγω των τουρκικών βομβαρδισμών, κυρίως σε χωριά της περιοχής Αμεντί. Στο χωριό Σαργκάλ, περίπου το 55% της γεωργικής γης έχει καταστραφεί. Τουλάχιστον 602 χωριά βρίσκονται υπό την απειλή εκτοπισμού, με 162 να έχουν ήδη εκτοπιστεί. Αγρότες αναφέρουν ότι δεν μπορούν να πλησιάσουν τα κτήματά τους λόγω της παρουσίας τουρκικών δυνάμεων, με μη επανδρωμένα να τους παρακολουθούν και απειλές βολών.

Παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Όλες οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως την απαγόρευση της χρήσης βίας (Άρθρο 2(4) του Χάρτη του ΟΗΕ) και την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Η Τουρκία έχει παραβιάσει επανειλημμένα την κυριαρχία της Κύπρου, της Συρίας και του Ιράκ. Το Συμβούλιο της Ευρώπης καταδίκασε την τουρκική στρατιωτική παρέμβαση στο βόρειο Ιράκ το 1995 ως αντίθετη προς το Διεθνές Δίκαιο, εκφράζοντας ανησυχία για την ασφάλεια του πολιτικού πληθυσμού.

Διεθνείς οργανισμοί όπως η Human Rights Watch έχουν τεκμηριώσει σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πιθανά εγκλήματα πολέμου από τουρκικές δυνάμεις και τις συμμαχικές τους ομάδες. Στη βόρεια Συρία, αναφέρθηκαν απαγωγές, λεηλασίες, βασανιστήρια και σεξουαλική βία.

Η πολιτική εγκατάστασης τουρκικών εποίκων στην Κύπρο και η προσπάθεια «δημογραφικής διόρθωσης» στη Συρία χαρακτηρίζονται ως μορφές εθνοκάθαρσης που στοχεύουν στην αλλαγή της εθνικής σύνθεσης των κατεχόμενων περιοχών.

Το 2024–2025 σηματοδοτεί μια νέα φάση επεκτατισμού για την Τουρκία. Στο Ιράκ, η κατασκευή νέων στρατιωτικών βάσεων συνεχίζεται, με την Τουρκία να στοχεύει στη δημιουργία μιας γραμμής ασφαλείας από το Σιλατζέ έως το Μπατίφα.

Στη Συρία, η πτώση του Άσαντ έχει ανοίξει νέες ευκαιρίες για την τουρκική επιρροή. Η Τουρκία συζητά τη δημιουργία αεροπορικής βάσης στην κεντρική Συρία και την εκπαίδευση του νέου συριακού στρατού.

Παρά τις επανειλημμένες καταδίκες, η διεθνής κοινότητα δεν έχει επιβάλει αποτελεσματικές κυρώσεις στην Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδίκασε πρόσφατα τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή της βόρειας Κύπρου για 51 χρόνια και ζήτησε την εξέταση τιμωρητικών μέτρων.

Οι ΗΠΑ έχουν άρει σταδιακά το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο από το 2019, μια κίνηση που επικρίθηκε από την Τουρκία ως προκλητική ενέργεια που υπονομεύει τις ειρηνευτικές προσπάθειες.

Οι παράνομες τουρκικές κατοχές στην Κύπρο, τη Συρία και το Ιράκ αντιπροσωπεύουν μια συστηματική πολιτική επεκτατισμού που έχει προκαλέσει ανυπολόγιστη ανθρώπινη δυστυχία και αστάθεια στην περιοχή.

Από το 1974 έως σήμερα, πάνω απο 14.000τμ χιλιομετρα παράνομης κατοχής,με πάνω απο 290 στρατιώτικες βάσεις και πάνω από 750.000 ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί από τις κατοικίες τους, ενώ χιλιάδες έχουν χάσει τη ζωή τους.

Η Τουρκία έχει μετατρέψει τμήματα τριών κυρίαρχων κρατών σε de facto προτεκτοράτα, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να τερματίσει αυτές τις παραβιάσεις και να εξασφαλίσει την επιστροφή των εκτοπισμένων πληθυσμών στις εστίες τους.

Η επίλυση αυτών των κρίσεων απαιτεί συντονισμένη διεθνή δράση, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών κυρώσεων, διπλωματικής πίεσης και της ενίσχυσης των διεθνών δικαστηρίων που έχουν καταδικάσει τις τουρκικές ενέργειες. Μόνο μέσω αποφασιστικής δράσης μπορεί να αποκατασταθεί η νομιμότητα και η δικαιοσύνη σε αυτές τις πολύπαθες περιοχές.

Διακρίσεις εκκολαπτόμενων Ελλήνων επιστημόνων στο EUCYS 2025

Ο 36ος Ευρωπαϊκός Διαγωνισμός Νέων Επιστημόνων (European Union Contest for Young ScientistsEUCYS 2025) διεξήχθη στη Ρίγα της Λετονίας από τις 15 έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2025, συγκεντρώνοντας τη συμμετοχή 131 νεαρών επιστημόνων από 36 χώρες. Ανάμεσά τους ήταν και η ελληνική αποστολή, αποτελούμενη από τους μαθητές Ερμή Τάτση (Πυθαγόρειο ΓΕΛ Σάμου), Κωνσταντίνο Καμπάνη (Pierce–Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος) και Αλέξανδρο Τζιώρα (Αμερικανική Γεωργική Σχολή).

Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, η Ελλάδα πανηγύρισε μια διπλή διάκριση: ένα 2ο Βραβείο και ένα ειδικό Βραβείο ISEF 2026, ενώ και η τρίτη ελληνική συμμετοχή απέσπασε εξαιρετικά σχόλια από την κριτική επιτροπή. Συγκεκριμένα, ο 16χρονος Ερμής Τάτσης κατέκτησε το 2ο Ευρωπαϊκό Βραβείο, ενώ ο συνομήλικός του Κωνσταντίνος Καμπάνης τιμήθηκε με το βραβείο πρόκρισης στο Regeneron International Science and Engineering Fair (ISEF) του 2026, εξασφαλίζοντας θέση στον διεθνή διαγωνισμό επιστήμης και μηχανικής στις ΗΠΑ. Ο τρίτος εκπρόσωπος, Αλέξανδρος Τζιώρας, μολονότι δεν έλαβε επίσημο βραβείο, απέσπασε ιδιαίτερα θετικά σχόλια από τους κριτές για την εργασία του.

Ο Ερμής Τάτσης, 16 ετών, μαθητής του Πυθαγορείου Λυκείου Σάμου, κατέκτησε ένα από τα τέσσερα Δεύτερα Βραβεία του EUCYS 2025. Η ερευνητική εργασία του είχε τίτλο «Σχεδίαση και αξιολόγηση υβριδικού κινητήρα ώσης χωρίς στρόβιλο με επιτόπια παραγωγή υδρογόνου από αλουμίνιο», η οποία αντιστοιχεί στο αγγλικό Hybrid turbineless propulsion engine with on-board aluminum-based hydrogen production. Το έργο αυτό επικεντρώνεται σε ένα πρωτοποριακό σύστημα προώθησης που παράγει υδρογόνο επί τόπου, χρησιμοποιώντας αλουμίνιο ως καύσιμο, χωρίς τη χρήση στροβίλου. Η καινοτομία και η ποιότητα της έρευνάς του τού χάρισαν μια θέση μεταξύ των κορυφαίων συμμετοχών, και την απονομή του 2ου βραβείου από τη διεθνή κριτική επιτροπή.

Ο Κωνσταντίνος Καμπάνης, επίσης 16 ετών και μαθητής στο Pierce–Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, τιμήθηκε με το βραβείο Regeneron ISEF 2026. Αυτή η ειδική διάκριση του εξασφαλίζει τη συμμετοχή στη διεθνούς κύρους έκθεση επιστημών και μηχανικής Regeneron ISEF, που θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο του 2026 στην Αριζόνα των ΗΠΑ. Το ερευνητικό έργο του Καμπάνη είχε θέμα τον «Σχεδιασμό και κατασκευή ενός χαμηλού κόστους και κλιμακούμενου ιονικού προωθητήρα» (Design and construction of a low-cost and scalable ion thruster). Με άλλα λόγια, ασχολήθηκε με την ανάπτυξη ενός οικονομικά προσιτού και επεκτάσιμου συστήματος διαστημικής προώθησης με τη χρήση ιόντων. Η πρωτότυπη αυτή κατασκευή ξεχώρισε στον διαγωνισμό, με αποτέλεσμα ο Καμπάνης να κερδίσει το «εισιτήριο» για το ISEF 2026 μέσω του ευρωπαϊκού βραβείου του.

Ο Αλέξανδρος Τζιώρας, μαθητής της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, συμμετείχε στον EUCYS 2025 με εργασία στον τομέα της εφαρμογής τεχνητής νοημοσύνης στην ιατρική. Το πρότζεκτ του, με θέμα την «Πρόβλεψη καρδιαγγειακών παθήσεων με τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης», διερευνούσε πώς οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης μπορούν να βοηθήσουν στην πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης καρδιακών νοσημάτων. Αν και η εργασία του δεν έλαβε κάποιο από τα επίσημα βραβεία, ο Τζιώρας απέσπασε εξαιρετικά θετικά σχόλια από την κριτική επιτροπή για την παρουσίαση και το περιεχόμενό της. Η θετική αυτή ανταπόκριση υπογραμμίζει την ποιότητα της προσπάθειάς του.

Η επιτυχία των Ελλήνων μαθητών στο EUCYS 2025 προκάλεσε και επίσημες αντιδράσεις. Η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Δόμνα Μιχαηλίδου —υπό την αιγίδα της οποίας διεξάγεται ο εθνικός προκριματικός διαγωνισμός— συνεχάρη τους διακριθέντες. Δήλωσε χαρακτηριστικά: «Οι νέοι μας απέδειξαν ότι η Ελλάδα έχει μέλλον στην επιστήμη και την καινοτομία. Η διπλή αυτή διάκριση μας γεμίζει περηφάνια και δείχνει τι μπορεί να πετύχει η νέα γενιά όταν της δίνουμε ευκαιρίες. Θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε τα παιδιά μας, γιατί η δύναμή τους είναι η Ελλάδα τού αύριο».

Ο Ευρωπαϊκός Διαγωνισμός Νέων Επιστημόνων αποτελεί έναν σημαντικό θεσμό που δίνει την ευκαιρία σε μαθητές 14–20 ετών να αναδείξουν τη δημιουργικότητα και την επιστημονική τους σκέψη σε διεθνές επίπεδο. Η επόμενη διοργάνωση, EUCYS 2026, προγραμματίζεται να φιλοξενηθεί στο Κίελο της Γερμανίας.

Η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τον FTSE Russell

Ανάλυση

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ελληνική αγορά με βάση την απόδοσή της βρίσκεται στην τρίτη θέση για το 2025, πίσω μόνο από τη Σεούλ και το Βιετνάμ. Μετά από έντεκα διαδοχικούς ανοδικούς μήνες, ο Γενικός Δείκτης σημείωσε συνολικά άνοδο ~47% έως τις αρχές φθινοπώρου, ενώ ειδικά στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου κατέγραψε κέρδη 38,41%. Ο τραπεζικός δείκτης – που αποτελεί περίπου το μισό της χρηματιστηριακής αγοράς – εκτοξεύθηκε κατά ~99% την ίδια περίοδο, ανεβάζοντας την κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. σε περίπου € 137 δισ. (περίπου 50-60% του ΑΕΠ).

Αν αναλογιστούμε ότι πριν από μια δεκαετία, στο απόγειο της κρίσης χρέους, το ελληνικό χρηματιστήριο είχε υποβιβαστεί στην κατηγορία των αναδυόμενων αγορών, γίνεται φανερό ότι η σημερινή επιστροφή του στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος συνιστά ένα εντυπωσιακό επίτευγμα. Ενδεικτικά, από το 2015 που ο FTSE Russell ανακοίνωσε την υποβάθμιση της Ελλάδας σε «αναδυόμενη αγορά», ο γενικός δείκτης του Χ.Α. έχει σημειώσει άνοδο σχεδόν 300% – μια θεαματική ανάκαμψη που επισφραγίζει την ολοκλήρωση του κύκλου της κρίσης.

Τι τροφοδοτεί το ράλι;

Το συνεχιζόμενο ράλι της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς δεν είναι τυχαίο, αλλά στηρίζεται σε πολλαπλούς καταλύτες που έχουν ενισχύσει την επενδυτική εμπιστοσύνη:

Ελκυστικές αποτιμήσεις: Παρά τη μεγάλη άνοδο, οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών παραμένουν συγκριτικά χαμηλές. Η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. εξακολουθεί να αντιστοιχεί μόλις στο ~50-55% του ΑΕΠ , επίπεδο που θεωρείται ελκυστικό συγκριτικά με άλλες ανεπτυγμένες αγορές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της HSBC, το ελληνικό χρηματιστήριο διαπραγματεύεται με δείκτη P/E γύρω στο 9x, δηλαδή με γενναία έκπτωση ~35% έναντι των ευρωπαϊκών αγορών. Με απλά λόγια, οι ελληνικές μετοχές θεωρούνται ‘φθηνές’ σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, γεγονός που προσελκύει αγοραστικό ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η HSBC πρόσφατα υποβάθμισε τη σύστασή της σε «ουδέτερη», εκτιμώντας πως πολλές από τις θετικές προοπτικές έχουν ήδη αποτυπωθεί στις τρέχουσες τιμές.

Οικονομική ανάκαμψη και δημοσιονομική σταθερότητα: Η Ελλάδα παρουσιάζει πλέον μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική και βελτιωμένες μακροοικονομικές βάσεις. Η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ τα δημόσια οικονομικά έχουν εξυγιανθεί σε μεγάλο βαθμό. Μετά από χρόνια λιτότητας, το δημόσιο χρέος ακολουθεί καθοδική τροχιά – σύμφωνα με τη Wood & Co προβλέπεται δραστική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ από ~154% το 2024 σε ~101% έως το 2030 . Αυτή η βελτίωση των μεγεθών ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ελληνική οικονομία και μειώνει τον αντιληπτό κίνδυνο της χώρας.

Επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα (Investment Grade): Καταλύτης-ορόσημο ήταν η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης το 2023, ύστερα από ~13 χρόνια υποβαθμίσεων. Η αναβάθμιση αυτή άλλαξε το «αφήγημα» της χώρας στις διεθνείς αγορές: τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έγιναν αποδεκτά σε ευρύτερες κατηγορίες επενδυτών και επέδειξαν αξιοσημείωτη αντοχή ακόμη και σε διεθνείς αναταράξεις. Η αναγνώριση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της Ελλάδας λειτούργησε ως ψήφος εμπιστοσύνης, ανοίγοντας τον δρόμο για αυξημένες ροές κεφαλαίων τόσο στην αγορά ομολόγων όσο και στο χρηματιστήριο. Πράγματι, αναλυτές επισημαίνουν ότι η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας υπήρξε η βασική θρυαλλίδα της πρόσφατης μεταμόρφωσης του Χ.Α., διευρύνοντας σημαντικά τη βάση των δυνητικών επενδυτών .

Ισχυρή εταιρική κερδοφορία και μερίσματα: Το επενδυτικό αφήγημα υποστηρίζεται και από τα θετικά εταιρικά αποτελέσματα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφάνισαν συνολικά υψηλές κερδοφορίες – τα καθαρά κέρδη των εισηγμένων το α΄ εξάμηνο του 2025 υποχώρησαν οριακά (-0,7%) σε σχέση με τα περσινά ιστορικά υψηλά. Παράλληλα, οι μερισματικές αποδόσεις είναι δελεαστικές: τα μερίσματα που αναμένεται να διανεμηθούν φέτος εκτιμώνται άνω των € 5,4 δισ., επίπεδο που προσεγγίζει ρεκόρ δεκαετιών (ξεπερνώντας ακόμα και το προηγούμενο υψηλό του 2007). Η προοπτική γενναιόδωρων μερισμάτων και υγιούς κερδοφορίας ενθαρρύνει τόσο τους ντόπιους όσο και τους ξένους επενδυτές να τοποθετηθούν στην αγορά.

Διαρθρωτικές αλλαγές και διεθνές ενδιαφέρον: Τέλος, μια σειρά από εξελίξεις έχουν δημιουργήσει νέο δυναμισμό γύρω από την ελληνική κεφαλαιαγορά. (α) Προσδοκία αναβάθμισης: Είναι γνωστό ότι εδώ και έναν χρόνο συζητείται η επαναφορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών. Η ίδια η προσμονή της αναβάθμισης από τον FTSE Russell (και ενδεχομένως και από άλλους δείκτες στο μέλλον) έβαλε την Ελλάδα ξανά στο ‘ραντάρ’ πολλών διεθνών χαρτοφυλακίων και τόνωσε εκ των προτέρων τη συναλλακτική δραστηριότητα. (β) Στρατηγικές κινήσεις όπως η εξαγορά της ΕΧΑΕ από τον Euronext: Η δημόσια πρόταση που υπέβαλε ο ευρωπαϊκός όμιλος Euronext για την αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών το 2025, έφερε την ελληνική αγορά στο προσκήνιο μεγάλων χρηματιστηριακών κέντρων. Η επικείμενη ένταξη της ΕΧΑΕ στην οικογένεια του Euronext (που διαχειρίζεται επτά χρηματιστήρια στην Ευρώπη) συνδέει την Αθήνα με ένα δίκτυο ~1.800 εταιρειών και συνολικής κεφαλαιοποίησης άνω των € 6 τρισ., δημιουργώντας νέες ευκαιρίες και αυξημένη ρευστότητα. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να ενισχύσει την ολοκλήρωση της ελληνικής αγοράς με τις ευρωπαϊκές και να βελτιώσει περαιτέρω το βάθος και τη ρευστότητά της, διευκολύνοντας την προσέλκυση μεγάλων επενδυτών.

Η αναβάθμιση σε «ανεπτυγμένη αγορά»

Η απόφαση της FTSE Russell να επαναταξινομήσει την Ελλάδα ως ανεπτυγμένη αγορά επισφραγίζει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας μετά την κρίση. Την 7η Οκτωβρίου 2025, ο διεθνής οίκος FTSE Russell ανακοίνωσε επίσημα ότι η Ελλάδα πληροί πλέον όλα τα απαιτούμενα κριτήρια για να επανενταχθεί στην κατηγορία των Ανεπτυγμένων Αγορών. Πρόκειται για την πρώτη φορά από το 2013 (όταν και οι μεγάλοι δείκτες μάς είχαν υποβαθμίσει σε αναδυόμενη αγορά εν μέσω κρίσης) που το Χρηματιστήριο Αθηνών επιστρέφει στο «κλαμπ των ανεπτυγμένων». Η αναβάθμιση αυτή θα τεθεί επίσημα σε ισχύ με το άνοιγμα των συναλλαγών τη Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2026, κατά την αναθεώρηση των δεικτών του FTSE σε παγκόσμιο επίπεδο. Σημειώνεται ότι βάσει κανονισμών του FTSE μεσολαβεί πάντοτε ένα διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών από την ανακοίνωση έως την υλοποίηση της αλλαγής κατηγορίας – εν προκειμένω, δόθηκε σχεδόν ένας χρόνος ώστε η επενδυτική κοινότητα να προετοιμαστεί κατάλληλα.

Η εξέλιξη αυτή έχει τεράστια συμβολική, αλλά και πρακτική σημασία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ίδιο το Χρηματιστήριο Αθηνών, η αναβάθμιση από τον FTSE Russell συνιστά μια «μεγάλη διεθνή αναγνώριση» της προόδου και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τη διαρκώς αυξανόμενη ελκυστικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς για τους ξένους επενδυτές. Πράγματι, η απόφαση του FTSE Russell λειτουργεί ως ψήφος εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, επισφραγίζοντας την οικονομική επιστροφή της χώρας μετά τη δεκαετή περίοδο ύφεσης και αβεβαιότητας.

Σε πρακτικό επίπεδο, η επαναταξινόμηση της Ελλάδας στις ανεπτυγμένες αγορές αναμένεται να διευρύνει σημαντικά τον κύκλο των διεθνών επενδυτών που μπορούν να τοποθετηθούν στο ελληνικό χρηματιστήριο. Πολλά μεγάλα θεσμικά χαρτοφυλάκια και index funds ανά τον κόσμο ακολουθούν συγκεκριμένα benchmark indices – και αρκετά εξ αυτών μέχρι τώρα είτε αδυνατούσαν είτε εμποδίζονταν από το καταστατικό τους να επενδύσουν σε αγορές χαρακτηρισμένες ως «αναδυόμενες». Με τη μετάταξη στις ανεπτυγμένες αγορές, η Ελλάδα μπαίνει πλέον στον χάρτη ενός πολύ ευρύτερου φάσματος κεφαλαίων. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, Γ. Κοντόπουλο, η εξέλιξη αυτή «αναμένεται να διευρύνει αισθητά τη δεξαμενή διεθνών επενδυτών που θα επιλέξουν να επενδύσουν στην ελληνική κεφαλαιαγορά, προσελκύοντας σημαντικές εισροές κεφαλαίων από κεφάλαια που παρακολουθούν δείκτες ανεπτυγμένων αγορών». Με άλλα λόγια, αρκετά μεγάλα funds που αναγκαστικά αγνοούσαν το Χ.Α. όσο βρισκόταν στις αναδυόμενες, τώρα θα μπορούν – ή και θα υποχρεούνται, λόγω αναδιάρθρωσης δεικτών – να το συμπεριλάβουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Αυτό δυνητικά σημαίνει φρέσκα κεφάλαια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ προς τις ελληνικές μετοχές μέσα στα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη ρευστότητα και την αποτίμησή τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη και άλλοι δείκτες ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το παράδειγμα του FTSE Russell. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες Stoxx έχουν δρομολογήσει την αναβάθμιση της ελληνικής κατάταξης τον Απρίλιο του 2026, ενώ ο S&P Dow Jones Indices αναμένεται να κάνει το ίδιο τον Σεπτέμβριο του 2026. Ο δε MSCI – που το 2013 είχε επίσης υποβιβάσει την Ελλάδα σε επίπεδο αναδυόμενης αγοράς – προς το παρόν δεν έχει ακόμη θέσει την Ελλάδα σε «λίστα ελέγχου» για επαναφορά στις ανεπτυγμένες (λόγω αυστηρών κριτηρίων μεγέθους και ρευστότητας), ωστόσο αρκετοί εκτιμούν ότι κι αυτό είναι θέμα χρόνου αν συνεχιστεί η ανοδική πορεία και βελτιωθεί περαιτέρω η εμπορευσιμότητα της αγοράς. Με άλλα λόγια, μέσα στο προσεχές έτος η Ελλάδα θα έχει το ένα πόδι στις αναδυόμενες και το άλλο στις ανεπτυγμένες αγορές, έως ότου και οι τελευταίοι μεγάλοι οίκοι ευθυγραμμιστούν με τη νέα πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή έγινε – και μάλιστα με τον πλέον εμφατικό τρόπο.

Προκλήσεις και προοπτικές μετά την αναβάθμιση

Η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε ανεπτυγμένη αγορά σαφώς ανοίγει νέες προοπτικές, όμως συνοδεύεται και από ορισμένες προκλήσεις που αξίζει να επισημανθούν. Στο άμεσο βραχυπρόθεσμο διάστημα, η μετάταξη αυτή μπορεί να προκαλέσει ανακατανομές κεφαλαίων και μεταβλητότητα λόγω της αλλαγής των δεικτών. Ορισμένα funds που επενδύουν αποκλειστικά σε αναδυόμενες αγορές θα αναγκαστούν να μειώσουν θέσεις σε ελληνικές μετοχές (αφού η Ελλάδα παύει να ανήκει στην κατηγορία τους), πριν ακόμα ενεργοποιηθούν πλήρως οι εισροές από τα funds ανεπτυγμένων αγορών. Δεν είναι τυχαίο ότι η JP Morgan εξέφρασε επιφυλάξεις, σημειώνοντας ότι δεν βλέπει θετικά την απόφαση του FTSE Russell.

Σύμφωνα με ανάλυση του οίκου, η μετάταξη ενδέχεται να επιφέρει εκροές περίπου € 112,8 εκατ. από τα παθητικά κεφάλαια των αναδυόμενων αγορών, ενώ το βάρος της Ελλάδας στους σχετικούς δείκτες θα μειωθεί από ~0,70% (στον FTSE Emerging Index) μόλις στο ~0,27% στους δείκτες ανεπτυγμένων αγορών . Η JP Morgan είχε μάλιστα προειδοποιήσει ήδη από τον Ιούνιο ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να αποδυναμώσει τη ‘ζωντάνια’ της αγοράς, καθώς η Ελλάδα θα αποτελέσει πολύ μικρό ποσοστό στους τεράστιους δείκτες των ανεπτυγμένων, κινδυνεύοντας να περάσει απαρατήρητη από μερίδα επενδυτών. Εν μέρει για αυτούς τους λόγους, είδαμε πρόσφατα και τη Morgan Stanley Capital International (MSCI) να αποφασίζει να μην προχωρήσει (ακόμα) σε ανάλογη αναβάθμιση της Ελλάδας, κρίνοντας πως το ελληνικό χρηματιστήριο υπολείπεται σε μέγεθος και ρευστότητα σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια .

Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι τα παραπάνω ζητήματα θα είναι προσωρινά και ότι η συνολική επίδραση της αναβάθμισης θα είναι καθαρά θετική σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η Ελλάδα θα ενταχθεί στους δείκτες ανεπτυγμένων αγορών σημαίνει ότι αποκτά πρόσβαση σε μια «θάλασσα» κεφαλαίων πολλαπλάσιου μεγέθους από ό,τι στις αναδυόμενες. Ενδεικτικά, η συνολική κεφαλαιοποίηση και τα διαθέσιμα κεφάλαια στις ανεπτυγμένες αγορές παγκοσμίως εκτιμώνται σε $70+ τρισεκατομμύρια, έναντι μόλις ~$8 τρισ. στις αναδυόμενες . Ακόμη λοιπόν και μια πολύ μικρή ανακατανομή χαρτοφυλακίων υπέρ της Ελλάδας μέσα σε αυτό το τεράστιο σύμπαν, αρκεί για να έχει αισθητό αντίκτυπο στις αποτιμήσεις στο Χ.Α. Επιπλέον, οι μετοχές των ελληνικών εταιρειών ήδη διαπραγματεύονται με σημαντική έκπτωση που τις έκανε ελκυστικές στους αναδυόμενους δείκτες – έκπτωση η οποία αναμένεται τώρα να μειωθεί καθώς θα αξιολογούνται δίπλα σε ανεπτυγμένες εταιρείες. Χαρακτηριστικά, στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές αγορές οι δείκτες τιμής προς κέρδη (P/E) είναι κατά 40-50% υψηλότεροι κατά μέσο όρο σε σχέση με τις αναδυόμενες . Αυτή η διαφορά υποδηλώνει ότι οι ελληνικές μετοχές έχουν περιθώριο για ανατίμηση ώστε να συγκλίνουν προς τις πολλαπλάσιες αποτιμήσεις των ανεπτυγμένων ομολόγων τους. Ήδη παρατηρείται σύγκλιση σε ορισμένους δείκτες: για παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δείκτη P/BV γύρω στο 1,3-1,4, που πλησιάζει πλέον τον μέσο όρο ~1,6 των ευρωπαϊκών τραπεζών .

Συνοψίζοντας, η ψήφος εμπιστοσύνης του FTSE Russell σηματοδοτεί ότι η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα. Μέσα σε δέκα χρόνια, η χώρα πέρασε από την απομόνωση και την απαξίωση στην ανάκτηση της επενδυτικής αξιοπιστίας και πλέον στην επανένταξή της στο παγκόσμιο «ταμπλό» των ανεπτυγμένων αγορών. Το ελληνικό χρηματιστήριο του 2025 είναι αγνώριστο σε σχέση με εκείνο του 2015 – με ισχυρές αποδόσεις, βελτιωμένη ρευστότητα, διεθνείς συμμετοχές και μεγάλες προοπτικές περαιτέρω ανόδου. Η αναβάθμιση από τον FTSE Russell εδραιώνει αυτή την εικόνα και ανοίγει τον δρόμο για περισσότερες ευκαιρίες: περισσότερα ξένα κεφάλαια, υψηλότερες αποτιμήσεις και, τελικά, μεγαλύτερη εμβάθυνση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Αν και η μετάβαση ενδέχεται να συνοδευτεί από προσωρινές αναταράξεις, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα επιστρέφει δυναμικά στο διεθνές επενδυτικό στερέωμα – και αυτό το ταξίδι, όπως όλα δείχνουν, έχει ακόμη δρόμο μπροστά του.

Ρωσία και Κίνα: Μια συμμαχία συμφέροντος με ημερομηνία λήξης

Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί η εικόνα μιας αδιάρρηκτης συμμαχίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα, ιδίως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι δύο αυταρχικές δυνάμεις εμφανίζονται ως στενοί συνεργάτες, ωστόσο πίσω από τις κοινές δηλώσεις και τις στρατιωτικές επιδείξεις ισχύος, κρύβεται μια σχέση που περισσότερο θυμίζει σύγκλιση συμφερόντων παρά στρατηγική φιλία – και που μακροπρόθεσμα είναι πιθανό να οδηγήσει σε νέα ρήξη.

Λίγο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Βλαντίμιρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ ανακοίνωσαν ότι οι χώρες τους μοιράζονται μια «εταιρική σχέση χωρίς όρια». Αργότερα, το Πεκίνο απέφυγε να καταδικάσει ανοιχτά τη Μόσχα, επιλέγοντας ουδετερότητα στα ψηφίσματα του ΟΗΕ και κατηγορώντας τη Δύση για την παράταση της σύγκρουσης μέσω στρατιωτικής υποστήριξης προς το Κίεβο.

Η οικονομική συνεργασία των δύο χωρών ενισχύθηκε θεαματικά. Μετά τη μείωση των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας προς την Ευρώπη, η Κίνα κάλυψε μέρος του κενού, αυξάνοντας κατά περίπου 60% τις αγορές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα χρήματα αυτά αποτελούν ζωτική πηγή χρηματοδότησης για τη ρωσική πολεμική μηχανή.

Στο στρατιωτικό επίπεδο, Ρωσία και Κίνα πραγματοποιούν κοινές ασκήσεις και περιπολίες, όπως εκείνες κοντά στις ζώνες αεράμυνας της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας – κίνηση που συνέπεσε συμβολικά με επίσκεψη του τότε Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στην Ασία. Η εικόνα που προβάλλουν οι δύο κυβερνήσεις είναι αυτή ενός ενιαίου μετώπου απέναντι στην αμερικανική επιρροή σε Ευρώπη και Ινδο-Ειρηνικό.

Σε επίπεδο γεωστρατηγικής, η προσωρινή αυτή συμμαχία έχει λογική. Και οι δύο δυνάμεις αισθάνονται περικυκλωμένες από αμερικανικά συμφέροντα και συμμαχίες: Η Ρωσία βλέπει το ΝΑΤΟ να έχει επεκταθεί μέχρι τα σύνορά της, χάνοντας σταδιακά τον έλεγχο του ευρασιατικού πεδίου από τη Γερμανία έως την Ουκρανία. Η Κίνα θεωρεί ότι οι ΗΠΑ την περιορίζουν μέσω των συμμαχιών τους με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Ινδία, ενώ η υποστήριξή τους στην Ταϊβάν λειτουργεί ως συμβολικό και στρατηγικό εμπόδιο στη φιλοδοξία του Πεκίνου για επανένωση.

Η κάθε πλευρά προσφέρει στην άλλη αυτό που της λείπει. Η Ρωσία διαθέτει τεράστια αποθέματα πρώτων υλών, ενεργειακών και ορυκτών, αλλά πάσχει από έλλειψη κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού. Η Κίνα, αντίθετα, έχει πλούσιο κεφάλαιο και ανθρώπινο δυναμικό, αλλά λίγες φυσικές πηγές ενέργειας και εξάρτηση από τις θαλάσσιες οδούς μέσω του στενού της Μαλάκκας (Ταϊλάνδη και Σιγκαπούρη) – τις οποίες θα μπορούσε εύκολα να μπλοκάρει ο αμερικανικός στόλος σε περίπτωση σύγκρουσης.

Από αυτή την άποψη, η ενεργειακή εξάρτηση της Κίνας από τη Ρωσία και η χρηματοδοτική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα συνθέτουν μια σχέση αμοιβαίου συμφέροντος. Η Μόσχα εξασφαλίζει ρευστότητα, ενώ το Πεκίνο μειώνει τους κινδύνους ενεργειακής ασφυξίας.

Ιστορική δυσπιστία

Παρά τη σημερινή συνεργασία, η ιστορία της σχέσης των δύο χωρών είναι γεμάτη συγκρούσεις, καθώς η Ρωσία και η Κίνα ήρθαν αντιμέτωπες πολλές φορές – από τις μογγολικές εισβολές έως τις συνοριακές μάχες του 20ού αιώνα.

Ιδιαίτερα βαθιά χαραγμένο στη συλλογική μνήμη της Κίνας παραμένει το ζήτημα της «Εξωτερικής Μαντζουρίας», μιας τεράστιας περιοχής που παραχώρησε το 1860 η δυναστεία Τσινγκ στη Ρωσία, την εποχή που η Κίνα βρισκόταν σε κρίση και πολεμούσε ήδη σε δύο μέτωπα. Η απώλεια αυτής της γης – όπου σήμερα βρίσκονται στρατηγικά ρωσικά λιμάνια όπως το Βλαδιβοστόκ – θεωρείται από πολλούς Κινέζους εθνικιστές ως ένα ακόμη «άνισο σύμφωνο» της περιόδου της ταπείνωσης από ξένες δυνάμεις.

Η μνήμη αυτή πυροδότησε νέες εντάσεις τη δεκαετία του 1960, όταν οι δύο κομμουνιστικές υπερδυνάμεις συγκρούστηκαν ένοπλα στα σύνορα του ποταμού Ουσούρι. Η σύγκρουση, που άφησε δεκάδες νεκρούς, έφερε τις δύο χώρες στο χείλος του πυρηνικού πολέμου και αποκάλυψε πόσο εύθραυστη ήταν η ιδεολογική τους συγγένεια.

Η συνοριακή διαφορά επιλύθηκε μόλις το 1991, όμως η δυσπιστία παρέμεινε. Η Ρωσία, σήμερα, γνωρίζει καλά ότι η ίδια επικαλέστηκε «ιστορικά δικαιώματα» για να δικαιολογήσει την προσάρτηση της Κριμαίας. Το ίδιο επιχείρημα, σε μια διαφορετική συγκυρία, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Κίνα για τις «χαμένες περιοχές» του βορρά.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, πέντε νέες χώρες προέκυψαν στην Κεντρική Ασία. Ενώ ιστορικά ανήκαν στη ρωσική σφαίρα επιρροής, η οικονομική διείσδυση της Κίνας τις έχει φέρει πιο κοντά στο Πεκίνο παρά στη Μόσχα.

Μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος», η Κίνα χρηματοδότησε αγωγούς φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν, που σήμερα καλύπτουν περίπου το 15% των ενεργειακών της αναγκών. Οι ίδιες χώρες εξάγουν πια το μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους προς την Κίνα, υπονομεύοντας τη θέση της Ρωσίας ως παραδοσιακού αγοραστή και κυρίαρχου παράγοντα στην περιοχή.

Παράλληλα, το Πεκίνο έχει αποκτήσει και στρατιωτικό αποτύπωμα, όπως με τη μόνιμη παρουσία κινεζικών δυνάμεων στο Τατζικιστάν, δίπλα στα σύνορα με το Αφγανιστάν και το Σιντζιάνγκ. Το γεγονός ότι μια πρώην σοβιετική δημοκρατία επέτρεψε κινεζική στρατιωτική παρουσία χωρίς την έγκριση της Μόσχας θεωρήθηκε από πολλούς στη Ρωσία ως σημάδι απώλειας επιρροής.

Η Μόσχα, απορροφημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ, αδυνατεί να ανταγωνιστεί την οικονομική δύναμη της Κίνας στην περιοχή που άλλοτε θεωρούσε «πίσω αυλή» της.

Πέρα από την ενέργεια, ένα ακόμη ζήτημα μπορεί να αποδειχθεί πυριτιδαποθήκη στο μέλλον είναι το νερό. Η Κίνα, με το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά μόλις το 7% των επιφανειακών αποθεμάτων γλυκού νερού, αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα λειψυδρίας, ιδιαίτερα στη βόρεια πεδιάδα όπου ζουν πάνω από 400 εκατομμύρια άνθρωποι.

Η κλιματική αλλαγή εντείνει αυτή την κρίση. Οι ξηρασίες στον ποταμό Γιανγκτσέ και η ραγδαία μείωση των υδάτων στη βόρεια Κίνα απειλούν τη γεωργία και τη βιομηχανία. Οι φυσικές πηγές νερού προς τον νότο, στα Ιμαλάια, ελέγχονται από χώρες όπως η Ινδία και το Νεπάλ, με τις οποίες το Πεκίνο έχει τεταμένες σχέσεις.

Έτσι, το βλέμμα της Κίνας στρέφεται προς βορρά, όπου δεσπόζει η λίμνη Βαϊκάλη στη Σιβηρία – η μεγαλύτερη δεξαμενή γλυκού νερού του πλανήτη. Το ενδιαφέρον κινεζικών εταιρειών για επενδύσεις γύρω από τη λίμνη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη ρωσική κοινή γνώμη, και τα σχέδια για αγωγούς νερού ματαιώθηκαν. Όμως, η δημογραφική και οικονομική ανισορροπία στην περιοχή είναι προφανής: λιγότεροι από οκτώ εκατομμύρια Ρώσοι ζουν στην Άπω Ανατολή, ενώ στις γειτονικές κινεζικές επαρχίες κατοικούν πάνω από εκατό εκατομμύρια άνθρωποι.

Η Σιβηρία είναι πλούσια σε πόρους αλλά φτωχή σε πληθυσμό, ενώ η Κίνα είναι το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η ανισορροπία γεννά μακροχρόνια ανησυχία στη Μόσχα, καθώς η εξάρτησή της από κινεζικές επενδύσεις και εργατικό δυναμικό αυξάνεται.

Η Ρωσία, αποκομμένη από τη Δύση και βυθισμένη σε έναν δαπανηρό πόλεμο, εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την Κίνα. Το Πεκίνο, με μεγαλύτερη οικονομία και μεγαλύτερη διεθνή επιρροή, κρατά πια το πάνω χέρι στη σχέση.

Για το Πεκίνο, η σημερινή κατάσταση είναι ιδανική: η Μόσχα αποσπά την προσοχή της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη, προσφέρει φθηνή ενέργεια, και παραχωρεί χώρο επιρροής στην Κεντρική Ασία.

Αν όμως αλλάξει το πολιτικό σκηνικό στη Ρωσία ή αν η Κίνα εκτιμήσει ότι έχει ισχυροποιηθεί αρκετά, η «εταιρική σχέση χωρίς όρια» μπορεί να μετατραπεί σε ζήτημα κυριαρχίας. Ένα εξασθενημένο ρωσικό κράτος, εξαρτημένο οικονομικά από την Κίνα, θα δυσκολευτεί να αντισταθεί σε μελλοντικές πιέσεις ή ακόμη και σε εδαφικές διεκδικήσεις, όσο απίθανες κι αν φαίνονται σήμερα.

Η παρούσα συνεργασία Ρωσίας–Κίνας στηρίζεται περισσότερο στην κοινή τους αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες παρά σε βαθύτερη στρατηγική εμπιστοσύνη. Ο κοινός εχθρός ενώνει – αλλά μόνο προσωρινά. Η ιστορική καχυποψία, οι δημογραφικές ανισορροπίες, ο ανταγωνισμός στην Κεντρική Ασία και οι μελλοντικές ανάγκες της Κίνας σε νερό και ενέργεια δείχνουν ότι η σχέση αυτή δύσκολα θα αντέξει στον χρόνο.

Προς το παρόν, η Μόσχα χρειάζεται το Πεκίνο περισσότερο απ’ ό,τι το αντίθετο. Αλλά όσο η Κίνα ενισχύεται και η Ρωσία αποδυναμώνεται, η λεγόμενη «συμμαχία χωρίς όρια» κινδυνεύει να αποδειχθεί μια προσωρινή σύμπτωση συμφερόντων, προάγγελος ενός νέου ανταγωνισμού που θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει το γεωπολιτικό μέλλον της Ευρασίας.

Κατάρ: Η μικροσκοπική δύναμη που ανατρέπει τους κανόνες

Το Κατάρ, μια μικρή, άνυδρη χερσόνησος που προβάλλει στον Περσικό Κόλπο από τη Σαουδική Αραβία, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης διεθνούς σκηνής. Παρά τον πληθυσμό του, που δεν ξεπερνά τα 2,8 εκατομμύρια, εκ των οποίων μόλις 320.000 είναι πολίτες, το κράτος αυτό κατέχει θέση υπερδύναμης στον παγκόσμιο ενεργειακό, οικονομικό και διπλωματικό χάρτη.

Η οικονομική του ισχύς είναι δυσανάλογη του μεγέθους του. Για χρόνια, το Κατάρ κατατάσσεται ανάμεσα στις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ παγκοσμίως. Το κυρίαρχο επενδυτικό ταμείο του διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία άνω των 450 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κατέχοντας μετοχές-κλειδιά σε ομίλους όπως η Volkswagen, αλλά και πλήρη ιδιοκτησία σε σύμβολα της παγκόσμιας οικονομίας, όπως τα πολυκαταστήματα Harrods και το Shard στο Λονδίνο. Παράλληλα, ελέγχει τον ποδοσφαιρικό σύλλογο Paris Saint-Germain, ενώ είναι ο μεγαλύτερος μεμονωμένος ιδιοκτήτης ακινήτων στη βρετανική πρωτεύουσα.

Η πορεία προς τον πλούτο δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, το Κατάρ ήταν μια φτωχή περιοχή με ελάχιστους φυσικούς πόρους. Η οικονομία του βασιζόταν στην αλιεία και την αναζήτηση μαργαριταριών, ενώ ο πληθυσμός του παρέμενε περιορισμένος. Αυτό άρχισε να αλλάζει το 1939, όταν ανακαλύφθηκαν τα πρώτα κοιτάσματα πετρελαίου. Ωστόσο, οι ποσότητες ήταν μικρές σε σύγκριση με τα τεράστια αποθέματα της Σαουδικής Αραβίας και του Κουβέιτ.

Η καθοριστική ανατροπή ήρθε το 1971 με την ανακάλυψη του North Field, του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου στον κόσμο, το οποίο το Κατάρ μοιράζεται με το Ιράν. Το κοίτασμα αυτό περιέχει περίπου το ένα πέμπτο των συνολικών αποθεμάτων φυσικού αερίου του πλανήτη και μεταμόρφωσε το εμιράτο από ενεργειακό παρατηρητή σε παγκόσμιο πρωταγωνιστή.

Τις πρώτες δεκαετίες, οι Καταριανοί δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν άμεσα αυτόν τον πλούτο. Το φυσικό αέριο, σε αντίθεση με το πετρέλαιο, είναι δύσκολο στη μεταφορά. Η λύση ήρθε μέσα από τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), που επιτρέπει τη μετατροπή του αερίου σε υγρή μορφή για να μεταφέρεται με ειδικά ψυγεία-δεξαμενόπλοια σε παγκόσμιες αγορές.

Στη δεκαετία του 1990, ο εμίρης Χαμάντ μπιν Χαλίφα αλ Θάνι ανέλαβε την εξουσία και επένδυσε μαζικά στην ανάπτυξη της βιομηχανίας LNG, σε συνεργασία με δυτικούς κολοσσούς όπως η ExxonMobil και η Shell. Μέσα σε δέκα χρόνια, το Κατάρ μετατράπηκε στον μεγαλύτερο εξαγωγέα LNG παγκοσμίως, κατακτώντας την ασιατική αγορά – κυρίως την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν – και δημιουργώντας τεράστια πλεονάσματα.

Η εκτίναξη των εσόδων από το φυσικό αέριο μετέτρεψε το Κατάρ σε ένα από τα πλουσιότερα κράτη ανά κάτοικο στη Γη. Ωστόσο, αυτή η επιτυχία συνοδεύτηκε από υπερεξάρτηση: έως και το 85% των εξαγωγών, το 60% του ΑΕΠ και το 70% των κρατικών εσόδων προέρχονται από το LNG και το πετρέλαιο. Αντιλαμβανόμενο τον κίνδυνο, το εμιράτο επιδόθηκε σε έντονη οικονομική διαφοροποίηση, δημιουργώντας έναν από τους πιο δραστήριους κρατικούς επενδυτικούς οργανισμούς παγκοσμίως, το Qatar Investment Authority, και επεκτείνοντας την Qatar Airways και το δίκτυο των Al Jazeera ως εργαλεία ήπιας ισχύος και διεθνούς προβολής.

Γεωπολιτικά, το Κατάρ βρίσκεται σε μια εύθραυστη περιοχή, ανάμεσα σε ισχυρούς και συχνά ανταγωνιστικούς γείτονες. Η συνεργασία του με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε στρατηγική: η βάση Al Udeid φιλοξενεί πάνω από 11.000 στρατιωτικούς και λειτουργεί ως βασικός κόμβος επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή. Το 2022, η Ουάσιγκτον αναγνώρισε επίσημα το Κατάρ ως μεγάλο μη-ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο, ενισχύοντας τη διεθνή του θέση.

Από την άλλη, το Κατάρ έχει κατηγορηθεί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως στη μεταχείριση των εκατομμυρίων μεταναστών εργατών που έχτισαν τα γήπεδα και τις υποδομές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022. Αναφορές έκαναν λόγο για εξαναγκαστική εργασία, κατασχέσεις διαβατηρίων και θανάτους χιλιάδων εργατών υπό εξαντλητικές συνθήκες.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010, το Κατάρ έχασε προσωρινά την πρωτιά στις εξαγωγές LNG από την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 άλλαξε ριζικά το ενεργειακό σκηνικό: η Ευρώπη, αποκόπτοντας τις προμήθειες ρωσικού αερίου, στράφηκε προς νέους προμηθευτές. Το Κατάρ βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο, με νέες συμφωνίες για παροχή LNG προς την ΕΕ και τη Γερμανία, ενισχύοντας τα έσοδά του και τη γεωπολιτική του βαρύτητα.

Ο χρυσός στα $4.000 – Τι φοβούνται οι αγορές;

Η τιμή του χρυσού ξεπέρασε για πρώτη φορά στην ιστορία το επίπεδο των 4.000 δολαρίων ανά ουγγιά, σηματοδοτώντας ένα νέο ρεκόρ όλων των εποχών. Το πολύτιμο μέταλλο κατέγραψε ένα εντυπωσιακό ράλι ως «ασφαλές καταφύγιο» εν μέσω έντονων οικονομικών και γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων παγκοσμίως , ενώ παράλληλα οι επενδυτές στοιχηματίζουν σε επικείμενες μειώσεις επιτοκίων από τη Fed των ΗΠΑ. Με άνοδο περίπου 50% μέχρι στιγμής φέτος, ο χρυσός οδεύει προς το μεγαλύτερο ετήσιο κέρδος από το 1979 . Ήδη αποτελεί ένα από τα πλέον κερδοφόρα επενδυτικά προϊόντα του 2025, ξεπερνώντας σε απόδοση τα διεθνή χρηματιστήρια και ακόμη και τα κρυπτονομίσματα.

Γεωπολιτικές κρίσεις και αβεβαιότητα

Οι κλυδωνισμοί στη διεθνή σκηνή αποτέλεσαν βασικό καταλύτη για την εκτόξευση του χρυσού. Ο παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία – σε φάση νέας κλιμάκωσης – και οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή (π.χ. μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας) εντείνουν τους φόβους για ευρύτερες συγκρούσεις και ενεργειακά σοκ, ωθώντας ολοένα και περισσότερους επενδυτές προς «καταφύγια» όπως ο χρυσός . Παράλληλα, εστίες πολιτικής αστάθειας σε μεγάλες οικονομίες – από την κυβερνητική παράλυση (shutdown) της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στις ΗΠΑ μέχρι κοινωνικές αναταραχές στη Γαλλία και την Ιαπωνία – έχουν επιτείνει την αβεβαιότητα, ενισχύοντας τη φυγή προς το πολύτιμο μέταλλο .

Αυτές οι γεωπολιτικές κρίσεις επαναβεβαιώνουν τον ρόλο του χρυσού ως ασφαλούς καταφυγίου. Κάθε έξαρση κινδύνου αυξάνει την ελκυστικότητα του χρυσού ως αντιστάθμισμα: χαρακτηριστικά, αναλυτές σημειώνουν ότι «ο χρυσός ευημερεί σε περιβάλλον όπου οι κανόνες του παιχνιδιού βρίσκονται σε αναταραχή». Ένα πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη διακοπή λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που άφησε μετέωρα κρίσιμα οικονομικά δεδομένα και ενέτεινε τη νευρικότητα, ωθώντας κεφάλαια προς περιουσιακά στοιχεία «ανοσίας» σε πολιτικές δυσλειτουργίες, όπως ο χρυσός .

Νομισματική πολιτική και πληθωρισμός

Την ίδια στιγμή, οι τάσεις στη νομισματική πολιτική και ο πληθωρισμός διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο ράλι. Παρά την ελαφριά αποκλιμάκωση, ο παγκόσμιος πληθωρισμός παραμένει υψηλός και εξακολουθεί να υπερβαίνει τις αποδόσεις πολλών ομολόγων, γεγονός που καθιστά τον χρυσό ελκυστικό αντιστάθμισμα έναντι της διάβρωσης της αγοραστικής δύναμης. Ιστορικά ο χρυσός προστατεύει τους επενδυτές σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων – κάτι που επιβεβαιώθηκε και τα τελευταία χρόνια της ανόδου του πληθωρισμού.

Ταυτόχρονα, διαφαίνεται μια στροφή των μεγάλων κεντρικών τραπεζών προς πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, εξέλιξη που επίσης ευνοεί το πολύτιμο μέταλλο. Οι αγορές ήδη προεξοφλούν ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) θα ξεκινήσει σύντομα τη μείωση των επιτοκίων: ενδεικτικά, έχει τιμολογηθεί μια πρώτη μείωση 25 μονάδων βάσης στο αμέσως επόμενο συμβούλιο, καθώς και άλλη μία μέχρι το τέλος του έτους . Η προοπτική αυτής της αλλαγής – δηλαδή χαμηλότερα επιτόκια στο προσεχές μέλλον – ενισχύει την ελκυστικότητα του χρυσού, αφού μειώνει το κόστος ευκαιρίας κατοχής ενός μη αποδοτικού περιουσιακού στοιχείου. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι ένας συνδυασμός επικείμενης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής και επίμονων πληθωριστικών ανησυχιών συνθέτει μια «τέλεια καταιγίδα» παραγόντων που ενδυναμώνουν την αγορά χρυσού.

Ένας ακόμη κρίσιμος παράγοντας πίσω από την αύξηση της τιμής του χρυσού είναι οι κινήσεις των ίδιων των κεντρικών τραπεζών και η φθίνουσα εμπιστοσύνη στο δολάριο. Το 2024, οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως πρόσθεσαν πάνω από 1.200 τόνους χρυσού στα αποθέματά τους – τη μεγαλύτερη ετήσια συσσώρευση εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια. Η τάση αυτή συνεχίστηκε το 2025, με αρκετές χώρες να αυξάνουν θεαματικά τα εθνικά αποθέματα χρυσού. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Πολωνίας: η κεντρική της τράπεζα αγόρασε 67 τόνους μέσα στο 2025 και αύξησε τον στόχο της ώστε ο χρυσός να αποτελεί πλέον το 30% των συνολικών συναλλαγματικών αποθεμάτων της (από ~20% προηγουμένως). Ο διοικητής Άνταμ Γκλαπίνσκι μάλιστα δήλωσε πως «ο χρυσός διατηρεί την αξία του ακόμα και όταν καταρρέει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα», συνοψίζοντας τη λογική όσων θέλουν να θωρακίσουν τα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα με απτά περιουσιακά στοιχεία.

Αντίστοιχα, κεντρικές τράπεζες σε μεγάλες αναδυόμενες αγορές όπως η Ινδία και η Τουρκία επιτάχυναν τις αγορές χρυσού. Η Τράπεζα της Ινδίας πρόσθεσε 30 τόνους μέσα στο 2024, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αγόρασε 40 τόνους το ίδιο διάστημα (συν επιπλέον 2 τόνους τον Αύγουστο 2025). Αυτές οι κινήσεις αντικατοπτρίζουν ευρύτερες ανησυχίες για τη σταθερότητα των νομισμάτων και τον κίνδυνο υπερβολικής έκθεσης στο δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, δηλαδή στην κυριαρχία του δολαρίου. Παράλληλα, η πρόσφατη υποχώρηση της ισοτιμίας του δολαρίου έναντι άλλων νομισμάτων – όπως αποτυπώνεται στη διολίσθηση του δείκτη DXY – κάνει τον χρυσό φθηνότερο για τους μη Αμερικανούς αγοραστές, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στη ζήτησή του. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές χώρες βλέπουν στρατηγικά τον χρυσό ως αντίβαρο στην υπεροχή του δολαρίου, μειώνοντας την εξάρτησή τους από το αμερικανικό νόμισμα σε ένα ολοένα πιο πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα.

Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Νίκολας Φραππέλ [Nicholas Frappell], επικεφαλής αγορών της ABC Refinery, ο χρυσός «επωφελείται από ανησυχίες για ένα πιο αδύναμο δολάριο και την πολιτική κατάσταση με το αδιέξοδο του shutdown στις ΗΠΑ, καθώς και από τη γενική γεωπολιτική αβεβαιότητα». Η συγκυρία αυτή – ένα ασθενέστερο δολάριο μαζί με διάχυτη αβεβαιότητα – διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τη διάθεση των επενδυτών για το πολύτιμο μέταλλο, υποστηρίζοντας τη δυναμική του ράλι.

Τι φοβούνται οι αγορές;

Η εκτόξευση του χρυσού σε ιστορικά υψηλά υποδηλώνει ότι οι αγορές προεξοφλούν ή φοβούνται ορισμένα δυσοίωνα σενάρια. Πίσω από αυτή τη «φυγή προς την ασφάλεια» κρύβεται η ανησυχία για έναν πιθανό στασιμοπληθωρισμό – τον επικίνδυνο συνδυασμό επίμονου πληθωρισμού με οικονομική ύφεση – ή γενικότερα για μια απότομη επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, εξελίξεις που θα υπονόμευαν τις μετοχές και τα λοιπά ριψοκίνδυνα επενδυτικά στοιχεία. Επιπλέον, οι επενδυτές θωρακίζονται απέναντι και στο ενδεχόμενο απρόβλεπτων σοκ: υπάρχει διάχυτος φόβος για σενάρια τύπου «μαύρου κύκνου», όπως μια στάση πληρωμών του αμερικανικού δημόσιου χρέους ή μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη στη Μέση Ανατολή – γεγονότα που, έστω και ως πιθανότητες, κάνουν το καταφύγιο του χρυσού να φαντάζει απαραίτητο.

Δεν λείπει, τέλος, και ένας διαφορετικού τύπου φόβος στις αγορές: ο φόβος απώλειας ευκαιρίας (FOMO). Η ασταμάτητη άνοδος του χρυσού έχει δημιουργήσει τάση υστεροβουλίας – καθώς οι τιμές ανεβαίνουν, όλο και περισσότεροι επενδυτές σπεύδουν να αγοράσουν από τον φόβο μην «χάσουν το τρένο», ενισχύοντας έτσι περαιτέρω το ράλι. Αυτός ο αυτοτροφοδοτούμενος μηχανισμός υποδηλώνει ότι το ψυχολογικό κλίμα της αγοράς έχει γίνει έντονα αισιόδοξο για τον χρυσό, αλλά εγκυμονεί και κινδύνους υπερβολών.

Το τρέχον άλμα του χρυσού θυμίζει προηγούμενες ιστορικές εξάρσεις της τιμής του σε περιόδους κρίσεων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μέσα σε συνθήκες υψηλότατου πληθωρισμού, ύφεσης και γεωπολιτικών αναταράξεων (περίοδος πετρελαϊκών σοκ, ιρανική επανάσταση, σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν), ο χρυσός σημείωσε ράλι που κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 1980 σε περίπου 850 δολάρια/ουγγιά – επίπεδο ρεκόρ για την εποχή . Η εκτίναξη αυτή συνοδεύτηκε τότε από δραματική πτώση τα επόμενα χρόνια: η τιμή διολίσθησε πάνω από 50% έως το 1982, πέφτοντας κοντά στα $300, καθώς η αμερικανική Fed αύξησε απότομα τα επιτόκια, τιθασσεύοντας τον πληθωρισμό και αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη στο δολάριο. Παρόμοιο μοτίβο επαναλήφθηκε μετά το 2011: η τιμή του χρυσού είχε φτάσει σε νέο υψηλό (~1.900 δολ./ουγγιά τον Σεπτέμβριο 2011) υπό το βάρος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και των ανησυχιών για τα χρέη, όμως στη συνέχεια υποχώρησε κατά ~45% μέχρι το 2015, όταν σταθεροποιήθηκαν οι οικονομίες και οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να σφίγγουν ξανά την πολιτική τους.

Με άλλα λόγια, τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι τα απότομα ράλι του χρυσού συχνά ακολουθούνται από έντονες διορθώσεις μόλις υποχωρήσουν οι παράγοντες κρίσης και αντιστραφεί η νομισματική πολιτική. Ήδη ο τρέχων κύκλος ανόδου έχει συγκριθεί με την περίοδο 1979–1980, καθώς σε πραγματικούς όρους η τιμή έχει υπερβεί το ρεκόρ εκείνης της εποχής. Αναλυτές επισημαίνουν ότι εάν ο πληθωρισμός αποκλιμακωθεί σημαντικά ή οι κεντρικές τράπεζες υιοθετήσουν ξανά πιο «σφιχτή» στάση, το σημερινό ράλι θα μπορούσε να ανακοπεί από μια αντίστοιχα απότομη διόρθωση. Αντίθετα, σε περίπτωση νέων σοβαρών κρίσεων, δεν αποκλείεται ο χρυσός να οδηγηθεί σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα – ένα ενδεχόμενο που αποτυπώνεται και στις αισιόδοξες προβλέψεις ορισμένων ειδικών.

Για τους επενδυτές που είχαν τοποθετηθεί στον χρυσό, το ράλι αυτό απέφερε πλουσιοπάροχα κέρδη, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του χρυσού ως ασφαλιστικής δικλείδας έναντι μεγάλων αναταράξεων. Πολλοί αναλυτές τονίζουν ότι ο χρυσός έχει πλέον επανακάμψει ως το απόλυτο αποθεματικό αξίας σε περιόδους κρίσεων – όχι απλώς ένα πολυτελές καταφύγιο, αλλά μια αναγκαία επιλογή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, η τιμή-ρεκόρ των $4.000 αποτελεί «μαρτυρία της ευθραυστότητας της μετα-πανδημικής παγκόσμιας τάξης». Καθώς τόσο οι κεντρικές τράπεζες όσο και οι επενδυτές αναζητούν καταφύγιο από γεωπολιτικές καταιγίδες και πληθωριστικούς αντίθετους ανέμους, το κίτρινο μέταλλο επαναβεβαιώνει τη θέση του ως το υπέρτατο μέσο διαφύλαξης αξίας – για πολλούς πρόκειται όχι απλώς για μια επένδυση, αλλά για «στοίχημα στην ανθεκτικότητα ενός συστήματος όπου η εμπιστοσύνη στα χαρτονομίσματα φθίνει».

Πράγματι, μεγάλοι διεθνείς χρηματοοικονομικοί οίκοι προβλέπουν ότι το ράλι του χρυσού μπορεί να έχει και συνέχεια τα επόμενα χρόνια. Η UBS εμφανίζεται ξεκάθαρα αισιόδοξη (bullish) για τον χρυσό, εκτιμώντας ότι η άνοδος μπορεί να συνεχιστεί έως τα $4.000/ουγγιά. Αντίστοιχα, η Goldman Sachs προβλέπει τιμή ~$3.700 στο τέλος του 2025 και ~$4.000 μέσα στο 2026 – με τολμηρό ενδεχόμενο ακόμα και για $5.000 έως το 2027 υπό ευνοϊκές προϋποθέσεις – ενώ και η J.P. Morgan προβλέπει επίπεδα περί τα $4.000 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2026 . Αυτές οι προβλέψεις αντανακλούν την πεποίθηση ορισμένων ειδικών ότι οι παράγοντες που ώθησαν το χρυσό σε ιστορικά υψηλά (όπως ο πληθωρισμός, η χαλαρή πολιτική και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι) θα συνεχίσουν να υφίστανται σε μεγάλο βαθμό.

Ωστόσο, οι υπέρογκες αυτές αποτιμήσεις δεν στερούνται κινδύνων. Για τις διεθνείς αγορές, ένα τόσο απότομο ράλι του χρυσού αποτελεί δίκοπο μήνυμα: από τη μία, υποδηλώνει ισχυρή διάθεση προστασίας και αντιστάθμισης κινδύνου (risk-off) από τους επενδυτές – που μπορεί να σημαίνει ευαλωτότητα ή επερχόμενη πίεση στις αγορές μετοχών και ομολόγων. Από την άλλη, αντικατοπτρίζει και τον φόβο ότι οι παραδοσιακές αξίες (όπως τα νομίσματα) χάνουν την αξιοπιστία τους. Αν η διεθνής κατάσταση ομαλοποιηθεί ή οι κεντρικές τράπεζες αποφασίσουν τελικά να διατηρήσουν πιο σφιχτή πολιτική για να τιθασεύσουν πλήρως τον πληθωρισμό, ο χρυσός θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπος με ισχυρές πιέσεις και ρευστοποιήσεις κερδών – ένα μοτίβο που, όπως είδαμε, έχει συμβεί ιστορικά μετά από περιόδους απότομης ανόδου . Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες συγκαταλέγονται πλέον στους μεγαλύτερους αγοραστές χρυσού θέτει πιθανώς ένα «πάτωμα» στην αγορά: το στρατηγικό ενδιαφέρον για χρυσό από θεσμικούς παίκτες λειτουργεί υποστηρικτικά, καθώς – όπως σημειώνει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού – η ζήτηση από κεντρικές τράπεζες δεν αποτελεί πια μια περιθωριακή ιστορία, αλλά τον ακρογωνιαίο λίθο της bull market του χρυσού .

Για τη νομισματική πολιτική, η εικόνα αυτή είναι πολύπλοκη. Από τη μία πλευρά, η άνοδος του χρυσού αντανακλά τις προσδοκίες ότι σύντομα θα χρειαστεί χαλάρωση των επιτοκίων – ενδεχομένως επειδή οι κεντρικές τράπεζες ανησυχούν για την προοπτική ύφεσης ή χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Από την άλλη, όμως, η πρωτοφανής αυτή ζήτηση για χρυσό υπογραμμίζει ότι οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές ως προς τον πληθωρισμό και τείνουν να μην εμπιστεύονται πλήρως το δολάριο και τα λοιπά νομίσματα. Οι ιθύνοντες της νομισματικής πολιτικής ενδέχεται να συνεκτιμήσουν αυτά τα μηνύματα: μια σταθεροποίηση ή και πτώση της τιμής του χρυσού θα ερμηνευόταν ως ένδειξη εξομάλυνσης της κατάστασης, ενώ αντιθέτως μια περαιτέρω ανοδική πορεία του πολύτιμου μετάλλου θα πιστοποιούσε ότι οι αγορές εξακολουθούν να βρίσκονται «υπό τον φόβο» μεγάλων κινδύνων. Σε κάθε περίπτωση, το ρεκόρ των $4.000 ανά ουγγιά λειτουργεί ως υπενθύμιση της εύθραυστης ισορροπίας στην παγκόσμια οικονομία: οι επενδυτές αναζητούν σιγουριά σε έναν κόσμο αβεβαιότητας, και ο χρυσός – το παλαιότερο ασφαλές καταφύγιο – επιβεβαιώνει τη διαχρονική αξία του ως δείκτη του φόβου αλλά και της ανάγκης για προστασία απέναντι στο άγνωστο. 

Ο ταχύτερος επεξεργαστής τεχνητής νοημοσύνης από το ΑΠΘ

Οι ερευνητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) πέτυχαν μια σημαντική παγκόσμια πρωτιά στην υπολογιστική τεχνητής νοημοσύνης. Κατασκεύασαν τον ταχύτερο επεξεργαστή τεχνητής νοημοσύνης (AI) στον κόσμο, έναν επεξεργαστή που αποτελείται από φωτονικούς νευρώνες και λειτουργεί με φως αντί για ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτή η επαναστατική συσκευή αξιοποιεί την ισχύ του φωτός για να εκτελεί πράξεις νευρωνικών δικτύων σε ασύλληπτες ταχύτητες, επιτυγχάνοντας επιδόσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα σημερινά συμβατικά chips. 

Πώς λειτουργεί ένας φωτονικός επεξεργαστής νευρωνικών δικτύων

Σε έναν συμβατικό επεξεργαστή, οι υπολογισμοί γίνονται με ηλεκτρικά σήματα μέσω τρανζίστορ. Αντίθετα, ο νέος επεξεργαστής του ΑΠΘ εκτελεί υπολογισμούς με φωτεινά σήματα – ουσιαστικά πρόκειται για έναν φωτονικό νευρωνικό υπολογιστή. Οι “φωτονικοί νευρώνες” είναι δομικά στοιχεία σε οπτικά κυκλώματα που μιμούνται τη λειτουργία των τεχνητών νευρώνων, αλλά αντί για ρεύμα χρησιμοποιούν φωτόνια (σωματίδια φωτός) για τη μεταφορά και επεξεργασία πληροφορίας. Αυτό απαιτεί μια πρωτότυπη αρχιτεκτονική φωτονικών νευρώνων, η οποία μπορεί να υλοποιεί βασικές αλγεβρικές πράξεις -όπως πολλαπλασιασμούς και προσθέσεις, που βρίσκονται στον πυρήνα των νευρωνικών δικτύων- σε εξαιρετικά υψηλές ταχύτητες.

Για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα, η ομάδα του ΑΠΘ συνδύασε φωτονικά ολοκληρωμένα κυκλώματα (π.χ. οδηγώντας λέιζερ και οπτικούς διαμορφωτές για τη μετατροπή δεδομένων σε φως) με ειδικές τεχνικές εκπαίδευσης νευρωνικών δικτύων προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του φωτός. Με απλά λόγια, επειδή η επεξεργασία γίνεται αναλογικά στο οπτικό πεδίο, οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης έπρεπε να τροποποιηθούν ώστε να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς του φωτός (π.χ. την περιορισμένη ακρίβεια ή το θόρυβο σε οπτικά σήματα). Το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού ήταν η πειραματική επίδειξη ενός πλήρως λειτουργικού φωτονικού επεξεργαστή νευρωνικού δικτύου.

Κλειδί της λειτουργίας ενός φωτονικού επεξεργαστή είναι ότι οι οπτικές διάταξες μπορούν να πραγματοποιούν πράξεις πολύ πιο γρήγορα από τα ηλεκτρονικά στοιχεία. Ο συγκεκριμένος επεξεργαστής υλοποιεί τις θεμελιώδεις πράξεις ενός νευρωνικού δικτύου, δηλαδή τον πολλαπλασιασμό και άθροιση πολλών αριθμών (πράξεις που αντιστοιχούν στις συνάψεις και συναρτήσεις ενεργοποίησης των νευρώνων), χρησιμοποιώντας φωτοενεργά στοιχεία. Για παράδειγμα, ένας οπτικός πολλαπλασιαστής μπορεί να είναι ένας διαμορφωτής φωτός που κωδικοποιεί το σήμα εισόδου (αριθμητική τιμή) ως διακύμανση στην ένταση μιας ακτίνας laser, ενώ ένα οπτικό άθροισμα μπορεί να επιτυγχάνεται συνδυάζοντας πολλαπλές φωτεινές ακτίνες σε έναν ανιχνευτή φωτός. Όλες αυτές οι διεργασίες συμβαίνουν μέσα σε οπτικούς αγωγούς (οδηγούς φωτός) πάνω σε ένα φωτονο-ηλεκτρονικό τσιπ, χωρίς να μεσολαβούν (κατά το κρίσιμο μέρος της επεξεργασίας) ηλεκτρικά σήματα.

Ταχύτητα υπεράνω ανταγωνισμού: 50 GHz και πέρα

Η χρήση φωτός αντί για ηλεκτρισμό χαρίζει στο σύστημα εκπληκτική ταχύτητα. Ο φωτονικός επεξεργαστής του ΑΠΘ κατάφερε να λειτουργήσει με συχνότητα ρολογιού έως 50 GHz – δηλαδή να εκτελεί 50 δισεκατομμύρια υπολογισμούς το δευτερόλεπτο. Συγκριτικά, οι ταχύτεροι συμβατικοί επεξεργαστές AI σήμερα, όπως οι μονάδες GPU της NVIDIA ή οι εξειδικευμένες TPU της Google, λειτουργούν περίπου στο 1–2 GHz. Αυτό σημαίνει ότι ο οπτικός επεξεργαστής είναι πάνω από 25 φορές ταχύτερος από κορυφαίες GPU αρχιτεκτονικές. Στην πράξη, πράξεις που θα χρειάζονταν δεκάδες μικροδευτερόλεπτα σε μια GPU μπορούν να γίνουν μέσα σε λίγα νανοδευτερόλεπτα στο οπτικό chip.

Αυτές οι επιδόσεις είναι πρωτοφανείς και αναδεικνύουν πώς το φως μπορεί να ξεπεράσει τα φυσικά όρια της ηλεκτρονικής. Οι σύγχρονοι ηλεκτρονικοί επεξεργαστές AI, που βασίζονται σε τρανζίστορ, έχουν προσεγγίσει τα εγγενή όριά τους: είναι δύσκολο να τους αυξήσουμε πολύ περισσότερο τη συχνότητα, επειδή πάνω από ~2–3 GHz αρχίζουν να εμφανίζονται φυσικοί περιορισμοί όπως αυξημένη κατανάλωση και θερμότητα. Αντίθετα, το φως μπορεί να διαμορφωθεί και να μεταδοθεί σε πολύ υψηλότερες συχνότητες – όπως απέδειξε το πείραμα με τα 50 GHz – χωρίς αντίστοιχη επιβάρυνση.

Εντυπωσιακό είναι ότι ο επεξεργαστής του ΑΠΘ δεν προσφέρει μόνο ταχύτητα αλλά και ακρίβεια. Σε ανάλογες προσπάθειες, ερευνητές του MIT πρόσφατα κατασκεύασαν ένα ολοκληρωμένο φωτονικό chip που εκτέλεσε όλες τις βασικές πράξεις ενός νευρωνικού δικτύου οπτικά, επιτυγχάνοντας ακρίβεια κλασικών συστημάτων σε ένα καθήκον ταξινόμησης, ολοκληρώνοντας τους υπολογισμούς σε λιγότερο από μισό νανοδευτερόλεπτο. Η εργασία αυτή καταδεικνύει ότι οι οπτικοί επεξεργαστές μπορούν όχι μόνο να είναι ταχύτεροι αλλά και αξιόπιστοι και ακριβείς, κάτι κρίσιμο για πρακτικές εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης.

Ενεργειακή αποδοτικότητα: Μεγάλες δυνατότητες εξοικονόμησης

Εκτός από την ασυναγώνιστη ταχύτητα, ένας από τους σπουδαιότερους λόγους που οι επιστήμονες στρέφονται στη φωτονική είναι η χαμηλή κατανάλωση ενέργειας. Ο φωτονικός επεξεργαστής του ΑΠΘ πέτυχε την ίδια υπολογιστική εργασία καταναλώνοντας έως και 10 φορές λιγότερη ενέργεια σε σύγκριση με έναν τυπικό επεξεργαστή GPU.

Τα ηλεκτρονικά κυκλώματα καταναλώνουν ενέργεια κυρίως λόγω της αντίστασης των υλικών και της φόρτισης/εκφόρτισης χωρητικοτήτων όταν τα τρανζίστορ μεταβάλλουν κατάσταση (0/1). Αυτές οι διεργασίες παράγουν και θερμότητα, που είναι «χαμένη» ενέργεια και περιορίζει την περαιτέρω αύξηση ταχύτητας (λόγω υπερθέρμανσης). Αντιθέτως, στα οπτικά κυκλώματα, το φως διαδίδεται χωρίς ηλεκτρική αντίσταση, συνεπώς η θερμότητα και οι απώλειες μπορούν να είναι πολύ μικρότερες. Η χρήση φωτονίων μειώνει τις ενεργειακές απώλειες ανά πράξη, προσφέροντας καλύτερη ενεργειακή αποδοτικότητα.

Επιπλέον, το φως ως φορέας πληροφορίας δεν παρουσιάζει ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές μέσα σε οπτικούς αγωγούς όπως παρουσιάζει το ηλεκτρικό ρεύμα σε μεταλλικούς αγωγούς. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε πολλά οπτικά σήματα κοντά το ένα στο άλλο ή να διακινούνται ταυτόχρονα σε διαφορετικά μήκη κύματος, χωρίς να “διαρρέουν” το ένα στο άλλο (μικρότερη εμπλοκή σημάτων). Έτσι, αφενός αποφεύγεται η σπατάλη ενέργειας για διόρθωση σφαλμάτων ή θωράκιση των γραμμών, αφετέρου ανοίγει ο δρόμος για μεγαλύτερη παράλληλη επεξεργασία. Θεωρητικά, πολλαπλές δέσμες φωτός (σε ξεχωριστά μήκη κύματος) μπορούν να επεξεργάζονται πληροφορίες στο ίδιο chip χωρίς αλληλοεπικάλυψη, αυξάνοντας δραστικά το bandwidth των δεδομένων που επεξεργάζεται ο επεξεργαστής σε κάθε κύκλο.

Συνοπτικά, οι βασικές καινοτομίες του φωτονικού υπολογισμού που φέρνουν αυτά τα πλεονεκτήματα είναι:

  • Εξαιρετικά υψηλές συχνότητες λειτουργίας: Το φως επιτρέπει  δεκάδες GHz, πολύ πέρα από τα όρια των ηλεκτρονικών .
  • Μικρότερη ενεργειακή δαπάνη ανά πράξη: Λιγότερες απώλειες και θερμότητα, με αποτέλεσμα έως 10× καλύτερη αποδοτικότητα.
  • Ελαχιστοποίηση παρεμβολών: Τα οπτικά σήματα δεν προκαλούν ηλεκτρομαγνητικό θόρυβο μεταξύ τους, επιτρέποντας πιο πυκνή ολοκλήρωση κυκλωμάτων και ενδεχομένως περισσότερα παράλληλα κανάλια.
  • Υψηλή υπολογιστική πυκνότητα: Συνδυάζοντας τα παραπάνω, ένας φωτονικός επεξεργαστής μπορεί να πετύχει μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ ανά επιφάνεια chip σε σχέση με τη συμβατική τεχνολογία, όπως καταδεικνύουν και οι μετρήσεις από τα πειράματα του ΑΠΘ.

Γιατί έχει σημασία – το τέλος των ορίων της μικροηλεκτρονικής

Η επίτευξη αυτών των επιδόσεων δεν είναι απλώς ένα ακαδημαϊκό ορόσημο, αλλά απαντά σε μια πιεστική ανάγκη στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι παραδοσιακές τεχνικές μικροηλεκτρονικής (βασισμένες στη σμίκρυνση τρανζίστορ) πλησιάζουν πια στα φυσικά τους όρια. Εδώ και δεκαετίες, ο νόμος του Moore (διπλασιασμός τρανζίστορ ανά δύο χρόνια) επέτρεψε διαρκώς ταχύτερους επεξεργαστές. Όμως, καθώς τα τρανζίστορ αγγίζουν διαστάσεις μερικών νανομέτρων, δεν μπορούν να μικρύνουν πολύ περισσότερο χωρίς φαινόμενα κβαντικού tunneling και υπερβολική θερμότητα. Οι μηχανικοί έχουν αρχίσει να συναντούν «τείχος» στο πόσο μπορούν να αυξήσουν τη συχνότητα και να μειώσουν περαιτέρω την τάση λειτουργίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ξεκινήσει μια παγκόσμια προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικών αρχιτεκτονικών για μελλοντικούς υπολογιστές. Η φωτονική υπολογιστική είναι μία από τις πιο υποσχόμενες λύσεις. Όπως το θέτει ο μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΑΠΘ Μιλτιάδης Μόραλης-Πέγιος, «η χρήση του φωτός, το οποίο ως ηλεκτρομαγνητικό κύμα είναι πιο γρήγορο και δεν έχει παρεμβολές στα οπτικά κυκλώματα σε σχέση με το ηλεκτρικό ρεύμα, μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της μικροηλεκτρονικής». Με απλά λόγια, το φως ανοίγει ένα νέο μονοπάτι όπου οι υπολογιστές δεν θα επιβραδύνονται πλέον από την αντίσταση των μετάλλων και τη θερμότητα, επιτρέποντας συνέχιση της εκθετικής ανόδου των επιδόσεων.

Το πεδίο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την τεχνητή νοημοσύνη. Τα μοντέλα βαθιάς μάθησης γίνονται ολοένα μεγαλύτερα και πιο περίπλοκα, απαιτώντας τεράστιους πόρους. Ήδη σήμερα, η εκπαίδευση και λειτουργία προχωρημένων AI (όπως μεγάλα γλωσσικά μοντέλα τύπου GPT) απαιτεί εξειδικευμένα data centers με χιλιάδες ενεργοβόρους επεξεργαστές. Η κατανάλωση ρεύματος και η ταχύτητα επεξεργασίας αποτελούν περιοριστικούς παράγοντες: οι υποδομές ηλεκτροδότησης και ψύξης δοκιμάζονται, ενώ το ενεργειακό κόστος και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της AI αυξάνονται. Οι φωτονικοί επεξεργαστές θα μπορούσαν να προσφέρουν λύση σε αυτό το πρόβλημα, παρέχοντας την απαιτούμενη υπολογιστική ισχύ με κλάσμα της ενέργειας. Ερευνητές του χώρου αναφέρουν ότι τέτοιες τεχνολογίες θα καταστήσουν εφικτή την μάθηση σε πραγματικό χρόνο (real-time) σε περιπτώσεις όπου σήμερα είναι αδύνατο. Για παράδειγμα, φωτονικά chips θα μπορούσαν να μάθουν και να λαμβάνουν αποφάσεις μέσα σε νανοδευτερόλεπτα, κάτι που ανοίγει δρόμο για εφαρμογές από την αυτόνομη οδήγηση μέχρι την άμεση ανίχνευση κυβερνοεπιθέσεων.

Μελλοντικές εφαρμογές και προοπτικές

Αν και η τεχνολογία βρίσκεται ακόμα σε ερευνητικό στάδιο, ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι θα έχει πρακτικό αντίκτυπο στο εγγύς μέλλον. Η ομάδα του ΑΠΘ, σε συνεργασία με ειδικούς της βιομηχανίας, διερευνά συγκεκριμένες εφαρμογές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στον τομέα της κυβερνοασφάλειας δεδομένων (data center cybersecurity): αξιοποιώντας τον υπέρ-ταχύ επεξεργαστή τους, οι ερευνητές σε συνεργασία με την NVIDIA κατάφεραν να ανιχνεύσουν επιθέσεις τύπου DDoS σε πραγματικό χρόνο, με ταχύτητα γραμμής (line-rate) στα data centers της NVIDIA. Με άλλα λόγια, μπόρεσαν να παρακολουθούν και να αναλύουν τεράστιες ροές δεδομένων που διέρχονται από δικτυακούς διακόπτες, εντοπίζοντας κακόβουλα πακέτα προτού αυτά προκαλέσουν ζημιά. Πρόκειται για μια εφαρμογή όπου η άμεση απόκριση είναι κρίσιμη· τα ηλεκτρονικά συστήματα συχνά δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν terabit ροές σε πραγματικό χρόνο, αλλά ο οπτικός επεξεργαστής μπορεί να ανταποκριθεί λόγω της ασυναγώνιστης ταχύτητάς του.

Άλλες πιθανές εφαρμογές περιλαμβάνουν οποιοδήποτε πεδίο απαιτεί μαζικούς, παράλληλους υπολογισμούς με ελάχιστη καθυστέρηση. Για παράδειγμα:

  • Στην αυτόνομη οδήγηση, όπου οχήματα θα επεξεργάζονται αισθητηριακά δεδομένα (LiDAR, ραντάρ, κάμερες) σχεδόν στιγμιαία, αντιδρώντας άμεσα σε απρόβλεπτες συνθήκες.
  • Στην επιστημονική έρευνα (αστρονομία, φυσική σωματιδίων), όπου τεράστιοι όγκοι δεδομένων από ανιχνευτές μπορούν να αναλύονται ταχύτερα, επιτρέποντας πιο λεπτομερή εξερεύνηση φαινομένων σε πραγματικό χρόνο.
  • Στις τηλεπικοινωνίες υψηλής ταχύτητας, όπου η ενσωμάτωση φωτονικών νευρωνικών μονάδων σε δρομολογητές θα μπορούσε να βελτιστοποιεί την κίνηση και την ποιότητα υπηρεσίας με μηδενική σχεδόν καθυστέρηση.

Επιπλέον, καθώς η τεχνολογία ωριμάζει, αναμένεται να βρει θέση και σε κατανεμημένα συστήματα AI αιχμής (edge AI) – δηλαδή σε συσκευές και αισθητήρες που βρίσκονται «στο πεδίο» (όπως drones, έξυπνες συσκευές, ρομπότ), δίνοντάς τους τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα χωρίς να στηρίζονται σε cloud υποδομές. Το γεγονός ότι τα φωτονικά τσιπ μπορούν να κατασκευαστούν με υλικά συμβατά με τη βιομηχανία ημιαγωγών (π.χ. πυρίτιο και πυριτιούχο γερμάνιο στο υπάρχον πειραματικό σύστημα ) σημαίνει ότι είναι εφικτή η μαζική παραγωγή τους σε υφιστάμενα εργοστάσια μικροηλεκτρονικής, διευκολύνοντας την μελλοντική εμπορική αξιοποίηση.

Διεθνής ανταπόκριση και ο ρόλος της Ελλάδας

Η επιτυχία των ερευνητών του ΑΠΘ έχει τύχει διεθνούς αναγνώρισης. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους έχουν δημοσιευτεί σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά, όπως το Nature Communications, το Journal of Lightwave Technology, το IEEE Journal of Selected Topics in Quantum Electronics και το SPIE Advanced Photonics . Παράλληλα, έγκυρα διεθνή μέσα τεχνολογίας και επιστήμης (ScienceX, PIC Magazine, Compound Semiconductor, Nanowerk κ.ά.) παρουσίασαν την είδηση, υπογραμμίζοντας τη σημασία της εξέλιξης.

Στο μεγαλύτερο συνέδριο οπτικών επικοινωνιών παγκοσμίως, το Optical Fiber Communication Conference (OFC) που διεξήχθη τον Μάρτιο του 2023 στις ΗΠΑ, μέρος της δουλειάς παρουσιάστηκε μέσω τριών επιστημονικών εργασιών. Εντυπωσιακά, οι τρεις κύριοι συγγραφείς αυτών των εργασιών – οι υποψήφιοι διδάκτορες του ΑΠΘ Απόστολος Τσακυρίδης, Γεώργιος Γιαμουγιάννης και Χρήστος Παππάς – επιλέχθηκαν όλοι στους επτά φιναλίστ για το διεθνές βραβείο OFC Corning Student Award (ανάμεσα σε 350 φοιτητές παγκοσμίως) . Τελικά, οι τρεις από τους επτά καλύτερους νέους ερευνητές του κόσμου στο συνέδριο προέρχονταν από το Τμήμα Πληροφορικής του ΑΠΘ, κάτι που καταδεικνύει το επίπεδο αριστείας της ομάδας.

Η Ελλάδα, μέσω του ΑΠΘ, βρίσκεται λοιπόν στην πρωτοπορία ενός ταχέως αναπτυσσόμενου τεχνολογικού κλάδου. Η συγκεκριμένη ερευνητική περιοχή – τα φωτονικά νευρωνικά δίκτυα και η υπολογιστική νοημοσύνη με φως – ουσιαστικά άρχισε να απογειώνεται την τελευταία πενταετία. Το ΑΠΘ κατάφερε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους τρεις κορυφαίους παίκτες διεθνώς, δίπλα σε δύο εκ των πλέον διακεκριμένων αμερικανικών πανεπιστημίων: το MIT και το Princeton . Αυτό είναι αξιοσημείωτο επίτευγμα, δεδομένου ότι ανταγωνίζεται ιδρύματα με πολύ μεγαλύτερη παράδοση και πόρους στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας.

Μια σημαντική πτυχή της επιτυχίας είναι η διεπιστημονική συνεργασία και η στρατηγική χρηματοδότηση. Η έρευνα στο ΑΠΘ βασίστηκε στη σύμπραξη δύο ομάδων: της ομάδας Ασύρματων και Φωτονικών Συστημάτων & Δικτύων (WinPhoS) στο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας και Καινοτομίας, και της ομάδας Υπολογιστικής Νοημοσύνης & Βαθιάς Μάθησης (CIDL) του Τμήματος Πληροφορικής. Επιστημονικοί υπεύθυνοι ήταν ο αν. καθηγητής Νίκος Πλέρος (φωτονικά συστήματα) και ο καθηγητής Αναστάσιος Τέφας (τεχνητή νοημοσύνη). Αυτή η συνέργεια οπτικής τεχνολογίας και AI αλγορίθμων ήταν κρίσιμη για την επιτυχία. Επιπλέον, η δουλειά τους έχει προσελκύσει σημαντική χρηματοδότηση: τόσο από ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα (Horizon Europe) και εθνικά κονδύλια, όσο και από ιδιωτικούς φορείς. Ξεχωρίζει η υποστήριξη από την αμερικανική startup Celestial AI με έδρα την Silicon Valley. Η Celestial AI, η οποία αναπτύσσει επίσης οπτικές τεχνολογίες (Photonic Fabric) για την υποδομή AI, επένδυσε στην έρευνα αυτή αναγνωρίζοντας τις δυνατότητές της. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις το 2025 η Celestial AI συγκέντρωσε νέα χρηματοδότηση που αποτίμησε την εταιρεία σε $2,5 δισεκατομμύρια , ένδειξη του τεράστιου ενδιαφέροντος της βιομηχανίας για τις φωτονικές λύσεις. Η εμπλοκή μιας τέτοιας εταιρείας υποδηλώνει ότι τα αποτελέσματα του ΑΠΘ δεν θα μείνουν στο εργαστήριο, αλλά ενδέχεται να μετατραπούν σε εμπορικές εφαρμογές στο μέλλον.

Η Κίνα και το καλώδιο Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ

Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, γνωστό και ως Great Sea Interconnector (GSI) ή EuroAsia Interconnector, στοχεύει να ενώσει τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας των τριών χωρών με υποθαλάσσιο καλώδιο υψηλής τάσης. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο έργο μήκους περίπου 1.200 χιλιομέτρων, συνολικού κόστους περί τα 1,9 δισ. ευρώ, το οποίο έχει ανακηρυχθεί Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος της ΕΕ και χρηματοδοτείται με ευρωπαϊκή συνδρομή 658–800 εκατ. ευρώ. Η διασύνδεση αυτή θα άρει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και του Ισραήλ, επιτρέποντας την αμφίδρομη ροή ηλεκτρισμού και την αξιοποίηση πλεονάζουσας παραγωγής από συμβατικές και ανανεώσιμες πηγές. Οι ηγέτες Κύπρου και Ισραήλ έχουν υπογραμμίσει ότι το ηλεκτρικό καλώδιο θα αναδείξει τις χώρες τους ως φυσικές γέφυρες μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, ενισχύοντας την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής. Πέρα από τα τεχνικά οφέλη, το GSI εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για «πράσινη μετάβαση» και μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Σημαντική σημείωση: Η όδευση του καλωδίου διέρχεται από την Ανατολική Μεσόγειο, όπου εμπλέκονται και άλλοι «παίκτες». Ήδη η πρόοδος του έργου έχει επιβραδυνθεί λόγω ενστάσεων της Τουρκίας ως προς τη διαδρομή: η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι το καλώδιο διέρχεται από θαλάσσιες ζώνες δικής της αρμοδιότητας και ότι απαιτείται η συγκατάθεσή της. Η Τουρκία έχει εκδώσει ακόμη και Navtex και έχει πραγματοποιήσει έρευνες (π.χ. με το σκάφος «Πίρι Ρέις») στις επίμαχες θαλάσσιες περιοχές, προσθέτοντας γεωπολιτική πίεση στο εγχείρημα. Αυτό καταδεικνύει ότι η ηλεκτρική διασύνδεση δεν είναι απλώς ένα τεχνικό έργο, αλλά και εργαλείο γεωπολιτικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου οι ισορροπίες είναι εύθραυστες.

Η εμπλοκή της Κίνας μέσω State Grid και η χρηματοδοτική διαμάχη

Καταλυτικός παράγοντας στις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το έργο υπήρξε η State Grid Corporation of China, ο κινεζικός ενεργειακός κολοσσός που κατέχει το 24% του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας). Η παρουσία της State Grid ως στρατηγικού επενδυτή στον ελληνικό διαχειριστή ηλεκτρικού δικτύου ανάγεται στο 2017, όταν στο πλαίσιο ιδιωτικοποίησης και μνημονιακών δεσμεύσεων η Ελλάδα πούλησε το 24% του ΑΔΜΗΕ στη κινεζική εταιρεία έναντι ~320 εκατ. ευρώ. Η συμφωνία αυτή χαιρετίστηκε τότε ως «ορόσημο» συνεργασίας Ελλάδας–Κίνας στον ενεργειακό τομέα, με το Πεκίνο να επιδιώκει ενεργό ρόλο στα ελληνικά δίκτυα και υποδομές. Πράγματι, ήδη από το 2017, δημοσιεύματα ανέφεραν ότι η State Grid ενδιαφερόταν να εμπλακεί άμεσα και στο ίδιο το έργο της διασύνδεσης Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας. Η ΕΕ, ωστόσο, αντιμετώπισε με ανησυχία την κινεζική διείσδυση σε κρίσιμες ενεργειακές υποδομές: η Κομισιόν ζήτησε από τις ρυθμιστικές αρχές ανάλυση των κινδύνων που συνεπάγεται η συμμετοχή μιας κρατικής κινεζικής εταιρείας στο ελληνικό δίκτυο, ιδίως τυχόν επιπτώσεις στην ασφάλεια εφοδιασμού της ΕΕ.

Η πρόσφατη κρίση γύρω από το GSI ξέσπασε με αφορμή μια διαφωνία για την κατανομή των δαπανών του έργου. Μέχρι σήμερα, ο ΑΔΜΗΕ έχει πραγματοποιήσει επενδυτικές δαπάνες ύψους περίπου 251 εκατ. ευρώ για το έργο. Όμως, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) σε απόφασή της (31/7/2024) αναγνώρισε προς ανάκτηση μόλις 82 εκατ. ευρώ, εγκρίνοντας την καταβολή 25 εκατ. ευρώ το 2025 και αντίστοιχες ετήσιες δόσεις ως το 2029. Αυτή η ρύθμιση βασίστηκε σε Διακρατικό Πλαίσιο Συμφωνίας μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας: συμφωνήθηκε ότι κατά την πενταετία κατασκευής η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταβάλει 125 εκατ. ευρώ (25 εκατ. κατ’ έτος) ως προκαταβολή, ενώ όλες οι υπόλοιπες δαπάνες του έργου θα καλυφθούν μετά την ολοκλήρωσή του μέσω των τιμολογίων ρεύματος (κατανεμημένες κατά 63% στους Κύπριους και κατά 37% στους Έλληνες καταναλωτές). Η πρόβλεψη αυτή αποτελούσε εξαίρεση από τη συνήθη πρακτική της ΡΑΕΚ – καθώς, γενικά, οι ρυθμιζόμενες επενδύσεις αποπληρώνονται μετά τη λειτουργία τους – και στόχο είχε να ελαφρύνει την άμεση επιβάρυνση των Κυπρίων καταναλωτών.

Παρά τη συμφωνία, παρουσιάστηκε σοβαρή εμπλοκή όταν ο ΑΔΜΗΕ, υπό την πίεση του Κινέζου μετόχου του, αποφάσισε να διεκδικήσει διαφορετικούς όρους. Σύμφωνα με πληροφορίες του EnergyPress, η State Grid άσκησε πίεση στη διοίκηση του ΑΔΜΗΕ να υποβάλει ένσταση κατά της απόφασης της ΡΑΕΚ, θεωρώντας απαράδεκτο να αναγνωριστεί μόνο μέρος των δαπανών. Η κινεζική πλευρά προειδοποίησε μάλιστα ότι αν δεν κινηθεί νομικά ο ΑΔΜΗΕ, θα μπορούσε εκ των υστέρων να κατηγορηθεί η διοίκηση ότι δεν προστάτευσε τα συμφέροντα της εταιρείας. Ουσιαστικά, η μη αμφισβήτηση της απόφασης θα άφηνε έκθετο τον Διαχειριστή για το υπόλοιπο ποσό (169 εκατ. ευρώ) που δεν αναγνωρίζεται ρυθμιστικά – κάτι που μελλοντικά ένα νέο Δ.Σ. ή ο ίδιος ο Κινέζος μέτοχος θα μπορούσαν να καταλογίσουν στην σημερινή διοίκηση. Με αυτήν τη λογική, ο ΑΔΜΗΕ θεώρησε μονόδρομο την άσκηση ένστασης, κάνοντας χρήση των συμβατικών δικαιωμάτων του.

Παράλληλα, η State Grid έδωσε σαφή εντολή να «παγώσουν» οι περαιτέρω δαπάνες: μέχρι να καταβληθεί η πρώτη δόση των 25 εκατ. ευρώ από την Κυπριακή Δημοκρατία, ο ΑΔΜΗΕ δεν πρέπει να προβεί σε καμία νέα δαπάνη για το καλώδιο. Η κινεζική αυτή «γραμμή» προκάλεσε έντονη ενόχληση στη Λευκωσία. Από κυπριακής πλευράς τονίζεται ότι η διαφορά μεταξύ 82 και 251 εκατ. θα αξιολογηθεί μετά την ολοκλήρωση του έργου, όταν ο ΑΔΜΗΕ θα προσκομίσει όλα τα απαραίτητα τιμολόγια και δικαιολογητικά δαπανών. Εν ολίγοις, η Κύπρος εμμένει ότι δεν πρόκειται να πληρώσει περισσότερα εν μέσω κατασκευής, πέραν όσων έχουν συμφωνηθεί προκαταβολικά – στάση που βρίσκει σύμφωνη και την πρακτική των ρυθμιστικών αρχών γενικότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και η συμφωνημένη πρώτη δόση των 25 εκατ. δεν είχε εκταμιευθεί ως τις αρχές Οκτωβρίου 2025, καθώς ‘μπλοκαρίστηκε’ από τον Κύπριο υπουργό Οικονομικών Μάκη Κεραυνό, ο οποίος συνέδεσε την πληρωμή με την υλοποίηση των δεσμεύσεων του ΑΔΜΗΕ (π.χ. διενέργεια απαραίτητων θαλάσσιων ερευνών μεταξύ Κρήτης–Κύπρου).

Η αντιπαράθεση αυτή προσέλαβε και νομική διάσταση. Η ένσταση του ΑΔΜΗΕ βρίσκεται πλέον ενώπιον της ΡΑΕΚ και, εάν απορριφθεί, ο Διαχειριστής έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο Κύπρου. Το κλίμα πολώθηκε περαιτέρω από δημοσιεύματα και διαρροές: κυπριακές εφημερίδες μιλούσαν για «κήρυξη πολέμου» από τον ΑΔΜΗΕ , ενώ ο ΑΔΜΗΕ από την πλευρά του εξέδωσε οργισμένη διάψευση για το ότι διεκδικεί άμεσα όλο το ποσό των 251 εκατ., διευκρινίζοντας πως αξιώνει μόνο τα συμφωνημένα 25 εκατ. του 2025. Πάντως, πέρα από τις δημόσιες δηλώσεις, η ουσία παραμένει ότι υπάρχει αδιέξοδο χρηματοδότησης. Ο ανάδοχος κατασκευής του καλωδίου, η γαλλική Nexans, έχει μείνει απλήρωτος από τον Ιούλιο 2025 και σύμφωνα με πληροφορίες έχει προειδοποιήσει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να παγώσει τις εργασίες, κάτι που γνωρίζουν καλά τόσο στις Βρυξέλλες όσο και σε Αθήνα–Λευκωσία. Προσθέτοντας ακόμα μια πινελιά στο περίπλοκο σκηνικό, έχει γίνει γνωστό ότι και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διερευνά πτυχές της χρηματοδότησης του έργου – εξέλιξη που εγγράφεται στις γενικότερες ανησυχίες για τη διαχείριση των κονδυλίων και ίσως επιδρά στην καθυστέρηση.

Διπλωματικός πυρετός Αθήνας–Λευκωσίας και απόπειρα εκτόνωσης

Η διαφωνία για το καλώδιο δεν άργησε να μεταφερθεί στο πολιτικό επίπεδο Ελλάδας–Κύπρου. Στις αρχές Οκτωβρίου 2025, ο Έλληνας υπουργός Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου προέβη σε δηλώσεις που εμμέσως επέκριναν τη Λευκωσία για τις καθυστερήσεις. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι το έργο έχει βαλτώσει λόγω της «διαρκούς αμφισβήτησης της βιωσιμότητάς του» από πλευράς Κυπρίων. Η εν λόγω τοποθέτηση, η οποία υπονοεί ότι η κυπριακή κυβέρνηση δεν στηρίζει επαρκώς το έργο και, κατ’ επέκταση, ανακόπτει την πορεία του, προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της Λευκωσίας. Λίγες ώρες αργότερα, ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης παρενέβη δημόσια για να ρίξει τους τόνους. Σε δηλώσεις του ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει κρίση στις σχέσεις Αθήνας–Λευκωσίας παρά μόνο «τεχνοκρατικές διαφορές» σχετικά με το έργο. Τόνισε ότι η διασύνδεση είναι στρατηγικής σημασίας και ότι η Κυπριακή Δημοκρατία τη στηρίζει απόλυτα και επιθυμεί την υλοποίησή της.

Ο Χριστοδουλίδης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, αποκαλύπτοντας ενέργειες για άρση του αδιεξόδου. Ανέφερε ότι έχει επιτευχθεί συμφωνία ώστε να υπάρξει πρόσθετη εκταμίευση 25 εκατ. ευρώ – πέραν των 25 εκατ. της αρχικής δόσης – συνολικά δηλαδή 50 εκατ. ευρώ προκαταβολικά. Αυτό το ποσό θα διατεθεί άμεσα, ώστε ο ΑΔΜΗΕ να μπορέσει να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς τους κατασκευαστές και να συνεχιστεί ανεμπόδιστα η κατασκευή του έργου. Αν και δεν δόθηκαν λεπτομέρειες, φαίνεται πως η λύση που προκρίνεται είναι να διπλασιαστεί η προκαταβολή της κυπριακής πλευράς (πιθανώς με συνδρομή και κοινοτικών κονδυλίων) για να καθησυχαστεί ο ΑΔΜΗΕ και ο Κινέζος μέτοχός του. Ουσιαστικά, η Λευκωσία δείχνει διατεθειμένη να βάλει ‘το χέρι στην τσέπη’ νωρίτερα, προκειμένου να μην τιναχθεί το έργο στον αέρα.

Την ίδια στιγμή, η κυπριακή ηγεσία έστειλε μήνυμα και προς την Τουρκία. Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης δήλωσε κατηγορηματικά ότι Κύπρος και Ελλάδα δεν πρόκειται να αποδεχθούν καμία τουρκική αμφισβήτηση που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο.

Στο εσωτερικό μέτωπο Ελλάδας–Κύπρου, οι ηγεσίες εργάστηκαν για να αποτρέψουν μια διπλωματική ρήξη. Το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου με τη συμμετοχή της ηγεσίας του υπουργείου Ενέργειας και της διοίκησης του ΑΔΜΗΕ. Η σύσκεψη αυτή, στην οποία έσπευσε και ο ίδιος ο υπουργός Παπασταύρου επιστρέφοντας εκτάκτως από προγραμματισμένο ταξίδι, είχε ως στόχο να καθοριστεί η στάση της Αθήνας. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική κυβέρνηση διεμήνυσε ότι δεν επιθυμεί επ’ ουδενί να θέσει ‘στο ζύγι’ τις αδελφικές σχέσεις με την Κύπρο για χάρη οποιουδήποτε έργου. Οι πολιτικοί δεσμοί Αθήνας–Λευκωσίας θεωρούνται αδιατάρακτοι και υπερβαίνουν τις επιχειρηματικές διαφωνίες. Ωστόσο, δεν έκρυψε και την ενόχλησή της: φέρεται ότι η αναφορά Χριστοδουλίδη περί ‘εκβιασμού’ από πλευράς ΑΔΜΗΕ (σχολιάζοντας τις κινήσεις του Διαχειριστή) κρίθηκε ατυχής στην Αθήνα και προκάλεσε δυσφορία στα ανώτατα κλιμάκια. Μετά τη σύσκεψη, κατεβλήθη προσπάθεια συντονισμένων δηλώσεων αποκλιμάκωσης και από τις δύο πλευρές, ώστε να επανέλθει η εμπιστοσύνη. Πράγματι, εντός ολίγων ημερών οι τόνοι έπεσαν και το θέμα επανήλθε σε πιο τεχνική διαχείριση.

Γεωπολιτικές διαστάσεις: ΗΠΑ εναντίον Κίνας και ο νέος διάδρομος IMEC

Πίσω από την αντιπαράθεση για τα οικονομικά του καλωδίου, διακρίνεται ένα ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο ρόλος της Κίνας στην ελληνική ενεργειακή πολιτική δεν περνά απαρατήρητος από τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους. Η επένδυση της State Grid στον ΑΔΜΗΕ – όπως και άλλες κινεζικές επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς (λιμάνι Πειραιά, τηλεπικοινωνίες) – έχει σημάνει συναγερμό σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες τα τελευταία χρόνια. Ιδίως οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν πλέον την κινεζική παρουσία ως στοιχείο προς περιορισμό: δεν είναι τυχαίο ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι θεωρούν το Πεκίνο «εχθρό νούμερο ένα» και πιέζουν για την απομάκρυνσή του από κρίσιμες περιοχές επιρροής.

Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται ένα εναλλακτικό σχέδιο μεγάλης κλίμακας, ανταγωνιστικό προς τον κινεζικό «Δρόμο του Μεταξιού» (BRI). Πρόκειται για τον λεγόμενο Ινδο-Μεσανατολικό Οικονομικό Διάδρομο (India–Middle East–Europe Economic Corridor ή IMEC), μια πρωτοβουλία που ανακοίνωσαν οι ηγέτες των ΗΠΑ, Ινδίας, ΕΕ και αραβικών κρατών στη σύνοδο της G20 το 2023. Ο IMEC φιλοδοξεί να διασυνδέσει εμπορικά και ενεργειακά την Ινδία με τη Μέση Ανατολή και τη Ευρώπη μέσω ενός πλέγματος υποδομών (σιδηροδρομικών, λιμενικών, ψηφιακών αλλά και ενεργειακών) που θα παρακάμπτει την κυριαρχία της Κίνας. Στη σχεδιαζόμενη αυτή διαδρομή, η Ανατολική Μεσόγειος κατέχει κεντρική θέση, και εδώ ακριβώς συναντώνται οι γεωπολιτικές προεκτάσεις του καλωδίου GSI.

Τον Μάιο 2025, σε τριμερή συνάντηση κορυφής στην Ιερουσαλήμ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο Κύπριος πρόεδρος Χριστοδουλίδης συμφώνησαν να προχωρήσουν εντός του έτους στην επίσημη συμφωνία διασύνδεσης Κύπρου–Ισραήλ. Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο: το κοινό ανακοινωθέν τους χαρακτήρισε την ηλεκτρική διασύνδεση ως «σημαντικό βήμα για την υλοποίηση του οράματος IMEC υπό την ηγεσία των ΗΠΑ». Δηλαδή, το καλώδιο εντάσσεται ρητά πια στον υπό διαμόρφωση νέο οικονομικό διάδρομο. Μάλιστα, στις συνομιλίες τους, τόσο ο Νετανιάχου όσο και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έχουν εμπλέξει ενεργά την Ινδία στο πρότζεκτ, με τον ίδιο τον Ναρέντρα Μόντι να ενημερώνεται για την πρόοδο του σχεδίου. Οι ΗΠΑ λοιπόν και οι σύμμαχοί τους βλέπουν το GSI όχι απλώς ως ένα ενεργειακό έργο, αλλά ως κρίκο μιας αλυσίδας που θα ενισχύσει τη δική τους γεωοικονομική αρχιτεκτονική απέναντι στην Κίνα.

Από την άλλη πλευρά, για το Πεκίνο ο κινεζικός ‘άξονας’ περνά επίσης από την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, μέσω επενδύσεων και διμερών συμφωνιών. Η Κίνα έχει επανειλημμένα εκφράσει το ενδιαφέρον της να συμμετέχει στα ενεργειακά σχέδια της περιοχής: ήδη από το 2017, όπως προαναφέρθηκε, η State Grid φερόταν να αναζητά τρόπο εμπλοκής στο EuroAsia Interconnector. Η δε ελληνική κυβέρνηση στο παρελθόν είχε επιδείξει διάθεση συνεργασίας, ακόμα και μπλοκάροντας ευρωπαϊκές δηλώσεις επικριτικές προς το Πεκίνο, ώστε να διατηρήσει τις διμερείς σχέσεις εύρυθμες. Τώρα όμως, η συγκυρία αλλάζει: η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ καλείται να ευθυγραμμιστεί με μια πιο προσεκτική στάση έναντι της Κίνας, ειδικά σε τομείς κρίσιμων υποδομών. Η ευαίσθητη ισορροπία φαίνεται ξεκάθαρα στο θέμα του GSI. Η Κίνα, μέσω του ποσοστού της στον ΑΔΜΗΕ, μπορεί να καθυστερήσει ή να επηρεάσει την εξέλιξη ενός έργου που οι Δυτικοί θεωρούν στρατηγικό δικό τους επίτευγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι παρατηρούνται τριβές: οι αμερικανικές πιέσεις για ‘εκκαθάριση’ ανεπιθύμητων επιρροών συγκρούονται με τα συμφέροντα ενός μετόχου που λογοδοτεί στο Πεκίνο.

Εν τω μεταξύ, και άλλοι διεθνείς παράγοντες παρακολουθούν στενά. Η Τουρκία, όπως αναφέρθηκε, αντιδρά στην υλοποίηση του έργου χωρίς τη δική της συμμετοχή ή συναίνεση, προβάλλοντας γεωγραφικές διεκδικήσεις. Η Ρωσία επίσης θα έβλεπε ενδεχομένως με σκεπτικισμό μια νέα ενεργειακή ‘γέφυρα’ στην Ανατ. Μεσόγειο που ενισχύει την ευρωπαϊκή ενεργειακή απεξάρτηση από ρωσικούς πόρους. Το καλώδιο GSI  εξελίσσεται σε κόμβο όπου τέμνονται πολλαπλά συμφέροντα: η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, οι περιφερειακές συμμαχίες Ισραήλ–Ελλάδας–Κύπρου, ο ανταγωνισμός Δύσης–Κίνας, αλλά και οι φιλοδοξίες περιφερειακών δυνάμεων όπως η Τουρκία.

Η υπόθεση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ καταδεικνύει πώς ένα έργο υποδομής μπορεί να μετατραπεί σε σκακιέρα γεωπολιτικής. Ο ρόλος της Κίνας στην ελληνική ενεργειακή σκακιέρα, μέσω της συμμετοχής της στον ΑΔΜΗΕ, ανέδειξε πτυχές που ξεπερνούν τα επιχειρηματικά συμφραζόμενα και αγγίζουν την υψηλή στρατηγική. Η εξάρτηση από έναν μέτοχο συνδεδεμένο με μια ανταγωνιστική υπερδύναμη ενέχει ρίσκα: όταν τα συμφέροντα της εταιρείας και του κράτους-μετόχου της δεν συμβαδίζουν με τα συμφέροντα των συμμάχων της Ελλάδας, ανακύπτουν διλήμματα πολιτικής.

Στην περίπτωση του GSI, αυτό εκφράστηκε ως σύγκρουση προτεραιοτήτων. Η Κίνα (μέσω State Grid) προέταξε τη διασφάλιση της επένδυσής της και του οικονομικού οφέλους, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ρήξη με τους Κυπρίους και επιβράδυνση του έργου. Οι δε Δυτικοί εταίροι (ΗΠΑ, ΕΕ) προέταξαν τη γεωπολιτική αξία του διαδρόμου, πιέζοντας να προχωρήσει πάση θυσία – χαρακτηριστική η ένταξη του έργου στο αφήγημα του IMEC υπό αμερικανική ηγεσία. 

Μέχρι στιγμής, οι κινήσεις αποκλιμάκωσης – όπως η διπλή προκαταβολή των 50 εκατ. ευρώ από τη Λευκωσία – δείχνουν ότι υπάρχει βούληση να σωθεί το έργο και να καμφθούν οι αντιστάσεις. Η επόμενη περίοδος θα είναι κρίσιμη. Εάν το καλώδιο προχωρήσει, θα αποτελέσει πρότυπο συνεργασίας σε μια περιοχή όπου συγκρούονται Ανατολή και Δύση, αλλά και τεστ για το κατά πόσον η παρουσία της Κίνας στην ελληνική οικονομία μπορεί να συνυπάρξει με τις ευρωατλαντικές στρατηγικές. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, η ενεργειακή διασύνδεση της Ανατολικής Μεσογείου, πέρα από ένα απλό σύρμα μεταφοράς ρεύματος, είναι ένας διάδρομος ισχύος. Και στον διάδρομο αυτόν, κάθε παίκτης, από την Αθήνα και τη Λευκωσία μέχρι το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον, διεκδικεί το δικό του μερίδιο επιρροής.