Παρασκευή, 31 Οκτ, 2025

OpenAI–AMD: Η νέα μεγάλη συμφωνία στην τεχνητή νοημοσύνη

Στον ταχύτατα εξελισσόμενο κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης, ο αγώνας δεν δίνεται πια μόνο στα μοντέλα και τα δεδομένα – δίνεται ολοένα και περισσότερο στα τσιπ, στην υποδομή και στον ενεργειακό αποδοτικό υπολογισμό. Στις αρχές Οκτωβρίου 2025, η OpenAI και η AMD ανακοίνωσαν μια συμφωνία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, που έχει τη δυναμική να αλλάξει τις ισορροπίες στην αγορά των πιταχυντών τσιπ τεχνητής νοημοσύνης. Ταυτόχρονα, η OpenAI ενισχύει και τη συνεργασία της με τη NVIDIA με μια άλλη συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας. Ποιο είναι, όμως, το νόημα όλων αυτών  τεχνικά, οικονομικά και στρατηγικά;

Η συμφωνία OpenAI–AMD

Η AMD θα προμηθεύει στην OpenAI GPUs/επιταχυντές συνολικής ισχύος έως 6 gigawatt κατά τη διάρκεια της συνεργασίας. Η πρώτη φάση θα καλύπτει περίπου 1 gigawatt που θα εγκατασταθεί από το β΄εξάμηνο του 2026, με τη χρήση της νέας σειράς τσιπ Instinct MI450 της AMD. Ως μέρος της συμφωνίας, η OpenAI αποκτά το δικαίωμα να αγοράσει έως και 160 εκατομμύρια μετοχές της AMD σε συμβολική τιμή (περίπου $0,01 ανά μετοχή) – δηλαδή θεωρητικά έως και ~10 % μετοχικό ποσοστό, με την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθούν ορισμένες μελλοντικές δεσμευτικές παραδόσεις και στόχοι. Η AMD εκτιμά ότι η συμφωνία αυτή – μαζί με επόμενες συνεργασίες πελατών τεχνητής νοημοσύνης – μπορεί να αποφέρει πάνω από $100 δισεκατομμύρια νέων εσόδων μέσα σε τέσσερα χρόνια.

Η OpenAI έχει ήδη το ρόλο του «early design partner» για την AMD στην ανάπτυξη των τσιπ MI450 – δηλαδή συμμετέχει από τα στάδια σχεδίασης, δοκιμών και βελτιώσεων, ώστε τα τσιπ να καλύπτουν ειδικές ανάγκες του όγκου εργασίας της τεχνητής νοημοσύνης.

Με άλλα λόγια, δεν αγοράζει απλώς προϊόντα τελικής μορφής – συνδιαμορφώνει το τεχνολογικό μέλλον της AMD για την τεχνητή νοημοσύνη.

Η AMD, μέσω της σειράς Instinct MI (και μελλοντικά MI400 / MI450), επιδιώκει να ενισχύσει την παρουσία της στους server που σχεδιάζονται ειδικά για κέντρα δεδομένων και τεχνητής νοημοσύνης. Στην ανακοίνωσή της για τη συνεργασία, η AMD τονίζει ότι ήδη μοντέλα της OpenAI τρέχουν πάνω σε τσιπ MI300X σε πλατφόρμες Azure, και πως η συνεργασία με την OpenAI είχε ρόλο στο σχεδιασμό των επόμενων γενεών. Η AMD επίσης παρέχει «day-0 support» για τα νεότερα ανοικτά μοντέλα της OpenAI (π.χ. gpt-oss), μέσω του λογισμικού οικοσυστήματός της (ROCm) ώστε η χρήση να γίνεται πιο ομαλά στα μηχανήματα της AMD.

Υπάρχουν ερωτήματα για την ευκολία ανάπτυξης rack-scale εγκαταστάσεων (δηλαδή για server μεγάλης κλίμακας) με νέα υλικά – ορισμένοι αναλυτές συγκρίνουν τη μετάβαση αυτή με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η NVIDIA σε παλαιότερες γενιές. Η AMD πρέπει να κλείσει το χάσμα στο λογισμικό (π.χ. υποστήριξη framework, εργαλεία, performance tuning) σε σχέση με το ισχυρό οικοσύστημα της NVIDIA (όπως το CUDA). Η αποστολή μεγάλου όγκου τσιπ και η κατασκευή υποδομών (κέντρα δεδομένων, ψύξη, ενέργεια) απαιτεί τεράστιες επενδύσεις και διαχείριση πολύπλοκων τεχνικών συναρμογών.

Η σχέση OpenAI-NVIDIA και οι διαφορές μεταξύ των δύο συμφωνιών

Τον Σεπτέμβριο του 2025, η OpenAI και η NVIDIA υπέγραψαν μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, με σκοπό την ανάπτυξη τουλάχιστον 10 gigawatt υποδομών τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιώντας συστήματα της NVIDIA. Η NVIDIA προτίθεται να επενδύσει έως $100 δισεκατομμύρια στην OpenAI όσο τα νέα συστήματα (π.χ. πλατφόρμα Vera Rubin) αναπτυχθούν και λειτουργήσουν. Η πρώτη φάση ανάπτυξης των συστημάτων της NVIDIA προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία στο β΄ εξάμηνο του 2026, με χρήση της πλατφόρμας Vera Rubin της NVIDIA.

 Πού διαφέρουν οι συμφωνίες με AMD και NVIDIA

Παράμετρος Συμβόλαιο με AMD Συμβόλαιο με NVIDIA
Μέγεθος υποδομής 6 gigawatt τουλάχιστον 10 gigawatt
Τύπος εξοπλισμού Instinct MI450 (και επόμενες γενιές) Πλατφόρμα Vera Rubin και άλλες GPU/NPU λύσεις
Οικονομικές δεσμεύσεις Δικαίωμα αγοράς μετοχών της AMD μέχρι 10 % Επένδυση μέχρι $100 δισεκατομμύρια από NVIDIA
Στρατηγικός ρόλος AMD θεωρείται πλέον «core strategic compute partner» Η NVIDIA παραμένει «preferred strategic compute and networking partner»
Εξάρτηση / πολυπλοκότητα Η OpenAI αποκτά επιπλέον επιλογές υλικού, μειώνοντας μονοπωλιακές εξαρτήσεις Συνεχίζεται χρήση ισχυρού και ώριμου οικοσυστήματος NVIDIA

Συνοπτικά, η συμφωνία με την AMD δεν αντικαθιστά τη σχέση με τη NVIDIA, αλλά της προσδίδει μεγαλύτερη ευελιξία, διαφοροποίηση κινδύνου και πρόσβαση σε ανταγωνιστικά τσιπ.

 Γιατί η OpenAI κάνει αυτό το «διπλό στοίχημα»

Η ανάπτυξη και λειτουργία μεγάλων γλωσσικών μοντέλων, η υποστήριξη real-time εφαρμογών και η συνεχής αύξηση του όγκου εργασίας απαιτούν απεριόριστη υπολογιστική ισχύ. Σε δηλώσεις της, η OpenAI υπογραμμίζει ότι «χρειάζεται όση υπολογιστική ισχύ μπορεί να αποκτήσει». Η συμφωνία με την AMD ενισχύει τις δυνατότητες της OpenAI να ανταποκρίνεται στη ζήτηση, χωρίς να εξαρτάται μονοσήμαντα από έναν προμηθευτή.

Εάν ένας μόνο προμηθευτής (π.χ. η NVIDIA) αντιμετωπίσει αδυναμίες – εφοδιαστικές, τιμολογιακές ή τεχνολογικές – η OpenAI κινδυνεύει να «κολλήσει». Με τη συνεργασία με την AMD, δημιουργεί ένα «δίχτυ ασφαλείας» και αποκτά ισχυρότερο διαπραγματευτικό ρόλο. Η συμμετοχή στην αρχική σχεδίαση των τσιπ (μέσω της εμπλοκής της στα αρχικά στάδια της παραγωγής) επιτρέπει στην OpenAI να καθοδηγήσει τις τεχνικές προδιαγραφές ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις δικές της ανάγκες (bandwidth, latency, μνήμη, υποστήριξη τύπων δεδομένων, κ.ά.) – έναν στρατηγικό πλεονέκτημα που μπορεί να μεταφραστεί σε αμοιβαία μεγαλύτερη αποδοτικότητα και ανταγωνιστικό κόστος. Η AMD έχει ισχυρό κίνητρο: καταπολεμά την κυριαρχία της NVIDIA στον χώρο των τσιπ τεχνητής νοημοσύνης και μπορεί να κατοχυρώσει μεγάλες ροές εσόδων στο μέλλον. Η δυνατότητα της OpenAI να αποκτήσει μετοχές της AMD σε συμβολική τιμή ενσωματώνει ένα στοιχείο επένδυσης στο τεχνολογικό οικοσύστημα – εφόσον η AMD επιτύχει υψηλή αποδοτικότητα και τιμές μετοχών.

Η απόδοση των MI450 – αν καταφέρουν να ανταγωνιστούν ή να ξεπεράσουν τις GPU της NVIDIA (ιδίως σε watt-per-performance) – θα είναι ένα κρίσιμο τεστ. Η εξέλιξη και η αποδοχή του λογισμικού υποστήριξης (ROCm, βιβλιοθήκες, προοπτικές βελτίωσης) είναι επίσης κρίσιμα στοιχεία. Η ικανότητα της AMD και της OpenAI να υλοποιήσουν τις υποδομές (ψύξη, ενέργεια, συνδεσιμότητα) σε μεγάλη κλίμακα χωρίς υπερβολικά κόστη θα καθορίσει την επιτυχία.

Η συνεργασία αυτή εντείνει τον ανταγωνισμό με την NVIDIA. Πλέον δεν έχουμε μόνο έναν κυρίαρχο παίκτη, αλλά δυνατότητα επιλογών για τους κορυφαίους χρήστες AI υποδομών. Οι νεότεροι κατασκευαστές τσιπ, οι νεοφυείς επιχειρήσεις και οι εξειδικευμένοι επιταχυντές ενδέχεται να βρουν χώρο να αναπτυχθούν περισσότερο, διότι η ζήτηση υπολογιστικής ισχύος είναι τεράστια. Η τιμολόγηση, η δομή των προσφορών και το κόστος ενέργειας θα γίνουν όλο και πιο κρίσιμοι παράγοντες ανταγωνισμού.

Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος των «υπερβολικών προσδοκιών» (hype). Είναι κρίσιμο οι τεχνικές δυνατότητες να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς, διαφορετικά οι επενδυτές ενδέχεται να αποσύρουν την υποστήριξή τους. Σημαντική πρόκληση αποτελεί επίσης η εξάρτηση από ενεργειακές υποδομές: τα 6 gigawatt υπολογιστικής ισχύος συνεπάγονται τεράστιες απαιτήσεις σε ενέργεια και ψύξη – παράγοντες που συχνά υποτιμώνται. Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος πιθανής αντιπαλότητας ή ασυνεχειών στην υλοποίηση της πολυτροπικής υπολογιστικής στοίβας (multimodal hardware stack), δηλαδή στη συνεργατική διαχείριση επεξεργαστών CPU, GPU και επιταχυντών.

Ουλφίλας, ο άνθρωπος που επινόησε το γοτθικό αλφάβητο βάσει του ελληνικού

Ο Ουλφίλας (ή Βουλφίλας) γεννήθηκε περίπου το 311 μ.Χ. σε περιοχή της Ρωμαϊκής Δακίας, με ρίζες στους αιχμάλωτους Καππαδόκες· πολλοί Καππαδόκες χριστιανοί είχαν αιχμαλωτισθεί από Γότθους και εγκαταστάθηκαν μεταξύ Όλτου, Δνείστερου και Δούναβη, και ο Ουλφίλας μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον. Η μητέρα του ήταν ελληνικής καταγωγής, ενώ ο πατέρας του πιθανότατα Γότθος. Απέκτησε χριστιανική παιδεία και σε ηλικία περίπου τριάντα ετών έγινε αναγνώστης (lector) της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί έμαθε ελληνικά και λατινικά, χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Αρειανό Ευσέβιο Νικομηδείας. Ο Ουλφίλας στάλθηκε ως ιεραπόστολος στους Γότθους και καθιέρωσε μεταξύ τους την αρειανική μορφή του χριστιανισμού. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Δακία λόγω διωγμών από τον Αθαναρίχο και εγκαταστάθηκε στη Μοισία, όπου συνέχισε το έργο του. Εκεί συνέλαβε την ιδέα να μεταφράσει τη Βίβλο στη γοτθική γλώσσα· για τον σκοπό αυτό δημιούργησε ένα νέο αλφάβητο.

Ο Ουλφίλας διδάσκει το Ευαγγέλιο στους Γότθους. Ξυλογραφία, 1890. Αγνώστου. (Public Domain)

 

Η δημιουργία του γοτθικού αλφαβήτου

Για να μεταφράσει τη Βίβλο στα γοτθικά, ο Ουλφίλας χρειαζόταν ένα γραπτό σύστημα που να αποδίδει τους ήχους της γοτθικής γλώσσας. Η οικειότητά του με τα ελληνικά έκανε το έργο σχετικά εύκολο: σύμφωνα με τη Νέα Εγκυκλοπαίδεια, η δημιουργία του αλφαβήτου ήταν «σχετικά απλή, με μόνο λίγα γράμματα να δανείζονται από ρουνικά ή λατινικά. Η πλειονότητα των γραμμάτων αντιστοιχούν ένα προς ένα στα ελληνικά γράμματα τόσο στην μορφή όσο και στην φωνητική αξία και ακολουθούν την ίδια σειρά και αριθμητική αξία.

Το γοτθικό αλφάβητο. (Public Domain)

 

Παρότι το γοτθικό αλφάβητο στηρίζεται στο ελληνικό, μερικά γράμματα έχουν αμφίβολη προέλευση και πιθανόν προήλθαν από λατινικούς ή ρουνικούς χαρακτήρες:

  • q  – ενδεχομένως προέρχεται από το ελληνικό δίγαμμα/stigma ή από ένα λατινικό μικρό γράμμα q
  • h – μπορεί να βασίζεται στο ελληνικό ήτα αλλά η μορφή του ίσως προήλθε από το λατινικό h
  • þ (thorn) – αποδίδει τον φθόγγο /θ/ και πιθανώς προέρχεται από ελληνικό θήτα ή από ρουνικό þ
  • j  – η μορφή του ίσως προέρχεται από λατινικό G ή από ελληνικό ξ, ενώ εξετάζεται και η επίδραση ρουνικού ᛃ
  • u – έχει πιθανή ρίζα στο ελληνικό όμικρον ή στο ρουνικό ᚢ
  • ƕ hwair – μπορεί να προέρχεται από ελληνικό ψι με ανακατάταξη φωνητικής αξίας ή από ελληνικό θήτα/
  • ō  – ενδεχομένως προήλθε από ελληνικό ωμέγα ή από ρουνικό ᛟ

Επιπλέον, τα γράμματα r, s και f εμφανίζονται να έχουν δανειστεί μορφικά από τα λατινικά αντί από τα ελληνικά, αν και ίσως επηρεάστηκαν και από τα αντίστοιχα ρουνικά γράμματα. Παρά τις μεμονωμένες αυτές επιρροές, ο ρόλος της ρουνικής είναι αμφιλεγόμενος· ο Snædal υποστηρίζει ότι η γνώση των ρούνων στους Ανατολικούς Γερμανούς ήταν περιορισμένη, ενώ άλλοι ερευνητές θεωρούν πιθανή κάποια χρήση ρουνικών στοιχείων.

Συγκριτικός πίνακας γοτθικού–ελληνικού αλφαβήτου

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα γράμματα του γοτθικού αλφαβήτου, τη φωνητική τους απόδοση, την αριθμητική αξία και τον αντίστοιχο ελληνικό χαρακτήρα. Σημειώνονται επίσης οι περιπτώσεις όπου η προέλευση είναι πιθανόν λατινική ή ρουνική.

Γοτθικό γράμμα Μεταγραφή Πιθανή ελληνική αντιστοιχία Αριθμητική αξία Σχόλια/προέλευση
𐌰 (a) a Α (άλφα) 1 Ελληνικό γράμμα
𐌱 (b) b Β (βήτα) 2 Ελληνικό γράμμα
𐌲 (g) g Γ (γάμμα) 3 Ελληνικό γράμμα
𐌳 (d) d Δ (δέλτα) 4 Ελληνικό γράμμα
𐌴 (e) e Ε (έψιλον) 5 Ελληνικό γράμμα
𐌵 (q) q/kʷ πιθ. δίγαμμα (Ϛ) ή λατ. q 6 Ασαφής προέλευση (πιθανώς ελληνική ή λατινική)
𐌶 (z) z Ζ (ζήτα) 7 Ελληνικό γράμμα
𐌷 (h) h Η (ήτα) 8 Μορφή ίσως από λατ. h
𐌸 (þ) th Θ (θήτα) 9 Μορφή ίσως από ελληνικό θήτα ή ρουνικό þ
𐌹 (i) i Ι (ιώτα) 10 Ελληνικό γράμμα
𐌺 (k) k Κ (κάππα) 20 Ελληνικό γράμμα
𐌻 (l) l Λ (λάμδα) 30 Ελληνικό γράμμα
𐌼 (m) m Μ (μυ) 40 Ελληνικό γράμμα
𐌽 (n) n Ν (νυ) 50 Ελληνικό γράμμα
𐌾 (j) j/y πιθανώς ξ ή λατ. G 60 Προέλευση πιθανώς ελληνική (ξ) ή λατινική/ρουνική
𐌿 (u) u οῦ (όμικρον /uː/) 70 Μορφή ίσως από ελληνικό ο/ω ή ρουνικό ᚢ
𐍀 (p) p Π (πι) 80 Ελληνικό γράμμα
𐍁 (90) Qοππα/Ϙ 90 Δεν έχει φωνητική αξία
𐍂 (r) r Ρ (ρω) 100 Μορφή πιθανώς από λατινικό r
𐍃 (s) s Σ (σίγμα) 200 Μερικές μορφές μοιάζουν με sigma· πιθανή λατινική/ρουνική επιρροή
𐍄 (t) t Τ (ταυ) 300 Ελληνικό γράμμα
𐍅 (w) w Υ (ύψιλον) 400 Ελληνικό γράμμα
𐍆 (f) f Ϝ / Φ 500 Μορφή ίσως από λατινικό ή ρουνικό χαρακτήρα
𐍇 (x) x/kʰ Χ (χι) 600 Ελληνικό γράμμα
𐍈 (ƕ) hw πιθ. Ψ ή Θ 700 Ειδικό γράμμα για το /hʷ/· προέλευση αμφίβολη
𐍉 (ō) o Ω (ωμέγα) 800 Μορφή ίσως από ελληνικό ω ή ρουνικό ᛟ
𐍊 (900) Σαμπί/Ϡ 900 Χρησιμοποιείται μόνο ως αριθμός

Ο πίνακας αποδεικνύει ότι το γοτθικό αλφάβητο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ελληνικό, διατηρώντας τη σειρά και τις αριθμητικές αξίες των γραμμάτων. Τα ειδικά γράμματα (q, þ, j, u, ƕ, ō) δημιουργήθηκαν για να αποδώσουν γοτθικούς φθόγγους που δεν υπήρχαν στα ελληνικά, δανειζόμενα στοιχεία από το ελληνικό, το λατινικό ή το ρουνικό σύστημα.

Η μετάφραση της Βίβλου και η χρήση της ελληνικής γλώσσας

Η μετάφραση της Βίβλου από τον Ουλφίλα αποτελεί το παλαιότερο μεγάλο λογοτεχνικό μνημείο γερμανικής γλώσσας. Σύμφωνα με τη Νέα Εγκυκλοπαίδεια, ο Ουλφίλας μετέφρασε «όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής εκτός από τα Βασιλείων, τα οποία παρέλειψε ως υπερβολικά πολεμικά». Για την Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποίησε τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Septuaginta), ενώ για την Καινή Διαθήκη χρησιμοποίησε «το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο». Το ίδιο αναφέρει και η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια: ο Ουλφίλας, αφού επινόησε το αλφάβητο, «παρήγαγε μια εκδοχή των Γραφών από την Παλαιά Διαθήκη της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα και από τα ελληνικά κείμενα της Καινής».

Τα περισσότερα σωζόμενα αποσπάσματα προέρχονται από τον Κώδικα Αργυρό (Codex Argenteus) του 6ου αιώνα και περιλαμβάνουν σημαντικά τμήματα των Ευαγγελίων και επιστολών του Παύλου. Η μετάφραση αυτή εμπλούτισε τη γοτθική γλώσσα με νεολογισμούς και συντακτικές κατασκευές βασισμένες στο ελληνικό πρωτότυπο. Στην απόδοση εβραϊκών ονομάτων και όρων, ο Ουλφίλας διατήρησε τον ελληνικό τύπο (π.χ. Iesus για τον Ιησού), ενώ εισήγαγε μεταφραστικά δάνεια από το ελληνικό λεξιλόγιο.

Τμήμα της Αργυρής Βίβλου του Ουλφίλας, 5oς αιώνας. (Public Domain)

 

Η μετάφραση δεν έγινε με απλή μεταφορά λέξη προς λέξη αλλά προσαρμόστηκε στο γοτθικό συντακτικό. Πολλές λέξεις δημιουργήθηκαν συνδυάζοντας γοτθικές ρίζες με ελληνικά προθήματα ή επιθήματα, αποκαλύπτοντας δημιουργικότητα στην αντιμετώπιση εννοιών που δεν υπήρχαν στον γοτθικό πολιτισμό. Επίσης, η έννοια των αριθμητικών γραμμάτων (γράμματα με αριθμητική αξία) στη γοτθική γραφή επηρεάστηκε άμεσα από την ελληνική παράδοση: κάθε γράμμα αντιπροσώπευε και έναν αριθμό, όπως στο ελληνικό σύστημα.

Οπτική και γλωσσολογική σύγκριση γοτθικού και ελληνικού αλφαβήτου

  1. Μορφή και διάταξη: Τα περισσότερα γοτθικά γράμματα είναι παραλλαγές ελληνικών κεφαλαίων (Α, Β, Γ, Δ, κλπ). Διατηρούν σχεδόν την ίδια σειρά, από το 𐌰 (a) ως το 𐍉 (ō), όπως το ελληνικό από Α έως Ω. Η αριθμητική αξία των γραμμάτων ευθυγραμμίζεται επίσης με την ελληνική παράδοση.
  2. Φωνητικές αντιστοιχίες: Οι περισσότεροι φθόγγοι έχουν άμεση αντιστοιχία: 𐌰 /a/ με το ελληνικό α, 𐌲 /g/ με το γ, 𐌴 /eː/ με το ε. Ωστόσο, ο Ουλφίλας πρόσθεσε γράμματα για ήχους που δεν υπήρχαν στα ελληνικά, όπως το 𐌸 (þ) για /θ/, το 𐌾 (j) για ημιφωνικό /j/ και το 𐍈 (ƕ) για διπλόφωνο /hʷ/.
  3. Δάνεια και καινοτομίες: Μερικά γράμματα δείχνουν επιρροές από λατινικά ή ρουνικά σύμβολα, ιδίως τα q, h, j, u, ƕ, ō και τα γράμματα r, s, f. Αυτό δείχνει ότι ο Ουλφίλας επέλεξε πρακτικά σχήματα για φθόγγους που δεν απαντώνται στο ελληνικό σύστημα.
  4. Διακοσμητικά στοιχεία: Στον Κώδικα Αργυρό τα γράμματα συχνά συνοδεύονται από τελείες ή παύλες για να δηλωθούν αριθμοί, καθώς και σημάδια όπως διάστιξη, πρακτικές που υπήρχαν επίσης στην ελληνιστική γραφή.

Ο Ουλφίλας ως γέφυρα ελληνικής και γοτθικής παράδοσης

Ο Ουλφίλας δεν ήταν απλώς εθνικός ηγέτης των Γότθων αλλά μεσολαβητής μεταξύ του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και των ανατολικών Γερμανών. Ως επίσκοπος, υιοθέτησε τον Αρειανισμό που είχε διαδοθεί από Έλληνες θεολόγους και διδασκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Με τη μετάφραση της Βίβλου έφερε την ελληνική θεολογική σκέψη στη γοτθική κοινωνία, χρησιμοποιώντας ελληνικά πρότυπα γραφής και λεξιλογίου. Οι επιρροές αυτές είναι εμφανείς στο αλφάβητο, στην αριθμητική αξία των γραμμάτων και στις πολλές ελληνικές λέξεις που εισήγαγε.

Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια σημειώνει ότι η γοτθική μετάφραση του Ουλφίλα «έφερε ίχνη της αναθεώρησης του Λουκιανού της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα και των συριακών εκδοχών της Καινής Διαθήκης», γεγονός που υποδηλώνει ότι ο ίδιος γνώριζε διαφορετικές ελληνικές παραδόσεις. Ο Ουλφίλας συνέβαλε επίσης στη διάδοση της αρειανικής διδασκαλίας μεταξύ των Γότθων, συμμετέχοντας σε συνόδους (π.χ. Κωνσταντινούπολη, 360) και γράφοντας θεολογικά κείμενα στα ελληνικά και λατινικά.

Ο Ουλφίλας αναδείχθηκε ως κεντρική μορφή στην ιστορία της μετάβασης των βαρβαρικών λαών στο χριστιανισμό. Η διπλή του καταγωγή – ελληνική από τη μητέρα του και γοτθική από το περιβάλλον του – του επέτρεψε να λειτουργήσει ως πολιτισμικός μεσίτης. Δημιούργησε ένα αλφάβητο που στηρίζεται κυρίως στο ελληνικό σύστημα, δανειζόμενος μόνο λίγα στοιχεία από λατινικά και ρουνικά γράμματα. Μετέφρασε την Αγία Γραφή χρησιμοποιώντας την ελληνική Μετάφραση των Εβδομήκοντα και τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα, εμπλουτίζοντας σημαντικά τη γοτθική γλώσσα. Η γλωσσολογική και οπτική σύγκριση των δύο αλφαβήτων αποκαλύπτει την απόλυτη εξάρτηση από την ελληνική παράδοση καθώς και τις στοχευμένες καινοτομίες που εισήγαγε ο Ουλφίλας για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της γοτθικής.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Ουλφίλας δεν δημιούργησε μόνο μια γραφή αλλά και μια γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους, επιτρέποντας στους Γότθους να ενταχθούν πολιτισμικά και θρησκευτικά στον ευρύτερο χώρο του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Παιδεραστία στο Ηνωμένο Βασίλειο – Οι πρώτες καταδίκες

Η αποκάλυψη ομαδικών περιστατικών σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων – και ειδικά οι ισχυρισμοί περί συγκάλυψης από κρατικούς ή θεσμικούς φορείς – παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά και φορτισμένα ζητήματα στη Βρετανία. Τα πρόσφατα γεγονότα και οι δικαστικές υποθέσεις αποκαλύπτουν ότι το πρόβλημα δεν ανήκει απλώς στο παρελθόν: εγείρει ερωτήματα για το σήμερα, για την ευθύνη των θεσμών και για τη δυνατότητα πραγματικής δικαιοσύνης.

Εθνική έρευνα και επιστροφή σε ανοιχτές υποθέσεις

Το 2025, υπό το βάρος των πιέσεων από θύματα και την κοινή γνώμη, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε την ενεργοποίηση μιας εθνικής έρευνας για την οργανωμένη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων (grooming gangs) – ένα βήμα το οποίο έως τότε είχε απορριφθεί.

Στο πλαίσιο της κίνησης αυτής, η κυβέρνηση υποσχέθηκε να ανοίξει και πάλι περισσότερες από 800 υποθέσεις που αρχικά είχαν εγκαταλειφθεί από τις αστυνομικές υπηρεσίες. Να ιδρύσει εθνική επιχείρηση υπό τη National Crime Agency (NCA), με στόχο τον συντονισμό των ερευνών σε ολόκληρη τη χώρα και να θέσει σε κίνηση τοπικές έρευνες για κακοποίηση παιδιών, παράλληλα με τη νέα εθνική στρατηγική.

Παράλληλα, η κυβέρνηση αποφάσισε την επανεξέταση των καταδικών ορισμένων θυμάτων που είχαν κατηγορηθεί για «προσέλκυση πελατών» (soliciting) για να εξακριβωθεί εάν αυτές οι καταδίκες έγιναν ενώ το άτομο ήταν θύμα εκμετάλλευσης.

Στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής βρέθηκε η δημοσίευση της έκθεσης Casey Audit (Ιούλιος 2025), στην οποία η βαρώνη Λουίζ Κέισυ [Baroness Louise Casey] ανέλυσε τα στοιχεία για την ομαδική σεξουαλική εκμετάλλευση. Η έκθεση κατήγγειλε ότι η εθνοτική κατανομή των δραστών αποφεύγεται συστηματικά, και σημείωσε ότι πολλά θύματα εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε δικαιοσύνη.

Μετά την έκθεση, ο πρωθυπουργός Κηρ Στάρμερ – υπό αυξανόμενη πίεση – συμφώνησε να ενεργοποιηθεί μια κρατικά θεσμοθετημένη δημόσια έρευνα (statutory public inquiry) για τις ευθύνες των αρμόδιων θεσμών και υπηρεσιών.

Η ιστορία των υποθέσεων αυτών δεν είναι απλώς ιστορία εγκληματικότητας – είναι ιστορία θεσμικής αποτυχίας. Οι κοινές γραμμές τα τελευταία χρόνια: Καθυστέρηση ή άρνηση διερεύνησης καταγγελιών, ιδίως όταν θύματα είχαν ήδη ‘προφίλ ρίσκου’ (π.χ. παιδιά στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας). Υπέρμετρος φόβος της κατηγορίας για ρατσιστική προκατάληψη, ειδικά όταν δράστες ανήκαν σε εθνικές ή εθνοτικές μειονότητες. Έλλειψη συνοχής στο θεσμικό πλαίσιο: οι αρμοδιότητες μοιράζονται ανάμεσα σε τοπικές αστυνομίες, δημοτικά συμβούλια, υπηρεσίες πρόνοιας, και εθνικές υπηρεσίες. Αθέτηση προηγούμενων δεσμεύσεων: πολλοί από τους μηχανισμούς και τις συστάσεις διεθνών εξετάσεων, που είχαν ανακοινωθεί, δεν υλοποιήθηκαν έγκαιρα.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται απλώς για αμέλεια, αλλά για σιωπηρή πολιτική επιλογή: η αποφυγή ενοχλητικών αποκαλύψεων που θα έβλαπταν το πολιτικό κύρος ή θα άνοιγαν συστημικές ευθύνες.

Ένα σχετικό παράδειγμα: η κυβέρνηση διέγραψε ή πάγωσε το σχέδιο εθνικής αποζημίωσης για θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, επικαλούμενη το κόστος, παρά τις υποσχέσεις της προηγούμενης κυβέρνησης.

Ακόμη, καταγγελίες αναφέρουν ότι οι υπόχρεοι φορείς – από δημοτικά συμβούλια μέχρι αστυνομικά τμήματα – δεν τήρησαν την υποχρέωση να αναφέρουν καταστάσεις κακοποίησης (όπου αυτή καθίσταται νόμιμη απαίτηση).

Παρά τις αντιστάσεις και τις  εμπλοκές, τα τελευταία χρόνια καταγράφονται σημαντικές καταδίκες – απόδειξη ότι η δικαιοσύνη δεν έχει ακόμη υποχωρήσει.

Υπόθεση Rochdale — Επιχείρηση Lytton (2023 – 2025)

Μέσα από την έρευνα Επιχείρηση Lytton, άνδρες που είχαν εμπλακεί σε οργανωμένη σεξουαλική κακοποίηση δύο εφήβων στο Ρότσντεϊλ [Rochdale] μεταξύ 2001 και 2006 καταδικάστηκαν τον Ιούνιο 2025. Την 1η Οκτωβρίου, ο 65χρονος αρχηγός της συμμορίας, Μοχάμμεντ Ζαχίντ [Mohammed Zahid], καταδικάστηκε σε 35 έτη φυλάκισης. Συνολικά οι καταδίκες έφτασαν τα 174 έτη.

Η δίκη κατέδειξε σοβαρές θεσμικές ανεπάρκειες: έγγραφα της αστυνομίας έδειχναν ότι είχαν υπάρξει προειδοποιήσεις για τη δράση της συμμορίας, αλλά δεν είχαν ενεργοποιηθεί επαρκώς οι μηχανισμοί παρέμβασης.

Υπόθεση Rotherham — Επιχείρηση Stovewood & συνεχείς καταδίκες

Στην πόλη Ρόδεραμ [Rotherham] λαμβάνει χώρα μία από τις πιο σημαίνουσες υποθέσεις μαζικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Από το 1997 έως το 2013, πάνω από 1.400 παιδιά (κυρίως κορίτσια ηλικίας 11–16 ετών) έχουν αναφερθεί ως θύματα.

Η Επιχείρηση Stovewood συνεχίζει να εξελίσσεται και να καταγράφει καταδίκες ως και σήμερα (2023–2025). Το 2023, ο Νηλ Κώτον [Neil Cawton] καταδικάστηκε σε 10 έτη φυλάκισης για κακοποίηση τεσσάρων παιδιών μεταξύ 2006–2012. Το 2024, ο 77χρονος Ντέιβιντ Σέυνορ [David Saynor] καταδικάστηκε σε 24 χρόνια για κακοποίηση πολλών θυμάτων στο πλαίσιο επιθέσεων που περιελάμβαναν μεταφορά τους με λιμουζίνες έξω από σχολεία και ιδρύματα. Τον Ιούλιο 2025, τρεις άνδρες – οι Κεσσούρ Αϊτζάμπ, Σατζήρ Χουσσεΐν και Μοχάμμεντ Μαχμούντ [Kessur Ajaib, Sageer Hussain και Mohammed Makhmood] – δικάστηκαν και βρέθηκαν ένοχοι για επαναλαμβανόμενη σεξουαλική κακοποίηση δύο εφήβων μεταξύ 1999–2002.

Οι δίκες αυτές παρατείνουν όχι μόνο τη δικαστική διαδικασία αλλά και την αναμέτρηση με το παρελθόν.

Άλλες γνωστές υποθέσεις είναι το σκάνδαλο Telford, που διερευνάται εδώ και δεκαετίες, με πιθανά θύματα περισσότερα από 1.000 κορίτσια – ωστόσο, ορισμένες κατηγορίες έμειναν στο σκοτάδι λόγω θεσμικής αδράνειας· επίσης, το κύκλωμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων Huddersfield είχε 42 καταδικασμένους δράστες ως το 2023, με πολλές αποκαλύψεις για αποτυχίες των κοινωνικών υπηρεσιών να προστατεύσουν γνωστά θύματα.

Προκλήσεις και «αγκάθια» στην εφαρμογή δικαιοσύνης

Παρά τις καταδίκες και τις ανακοινώσεις, η πορεία προς την πραγματική δικαιοσύνη είναι γεμάτη εμπόδια:

Χρονοβόρα διαδικασία: Πολλές δίκες αφορούν ιστορικά περιστατικά (20–30 χρόνια πριν), όπου αποδείξεις εξαφανίστηκαν ή μαρτυρίες έχουν αλλοιωθεί.

Αντίσταση θεσμών: Τοπικά συμβούλια και υπηρεσίες συχνά συμπορεύονται με τη «σιωπή για το καλό της κοινότητας».

Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις: Το κυβερνητικό σχέδιο εθνικής αποζημίωσης καταργήθηκε στο όνομα της μείωσης κόστους.

Ασάφεια στην καταγραφή δεδομένων: Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι απέφευγε να καταγράψει την εθνότητα των δραστών – γεγονός που εμπόδιζε την πλήρη κατανόηση του φαινομένου.

Σιωπή θυμάτων: Πολλά θύματα δεν προβαίνουν σε καταγγελία λόγω φόβου, στίγματος, ενοχής ή γιατί δεν είχαν επαρκή υποστήριξη.

Η ανακοίνωση της εθνικής έρευνας και η υποστήριξη της κυβέρνησης για επανεξέταση πολλών υποθέσεων δίνουν μια ελπίδα. Μένει να γίνει η μετάβαση από τις υποσχέσεις στην υλοποίηση.

Τσετσενία: Ο δήθεν σύμμαχος του Πούτιν

Η Τσετσενία αποτελεί συνώνυμο του πολέμου και της ανυπότακτης αντίστασης. Από τις αιματηρές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 μέχρι τον σημερινό ηγέτη της, Ραμζάν Καντίροφ, η ιστορία αυτού του μικρού ορεινού τόπου στον Καύκασο είναι γεμάτη βία, τραγωδίες και παράδοξες συμμαχίες. Σήμερα, η Τσετσενία είναι μία από τις 22 αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όμως πριν από λίγες δεκαετίες βρισκόταν στο επίκεντρο ενός περίπλοκου αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτό το άρθρο εξετάζει πώς ο τσετσενικός λαός πέρασε από τον αγώνα της ελευθερίας στην αμφίθυμη υποταγή – και γιατί ο στενός δεσμός του Καντίροφ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν ίσως δεν είναι τόσο ακλόνητος όσο φαίνεται.

Ιστορικές ρίζες αντίστασης

Η Τσετσενία βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά της οροσειράς του Μεγάλου Καυκάσου, σε μια από τις πιο δύσβατες και ορεινές περιοχές του κόσμου. Η γεωγραφική απομόνωση βοήθησε τους κατοίκους της να αποκρούουν εισβολείς επί αιώνες, διαμορφώνοντας έναν λαό περήφανο και μαχητικό. Αν και τμήμα της Ρωσίας σήμερα, οι Τσετσένοι διαφέρουν πολιτισμικά και θρησκευτικά: μιλούν μια γλώσσα του Καυκάσου (όχι συγγενική με τα σλαβικά ρώσικα) και στη μεγάλη τους πλειονότητα ασπάζονται το σουνιτικό Ισλάμ, σε αντίθεση με τον ορθόδοξο χριστιανισμό που κυριαρχεί στη Ρωσία. Η αίσθηση ξεχωριστής ταυτότητας έχει ενισχυθεί ιστορικά από τις συγκρούσεις με μεγαλύτερες δυνάμεις – αρχικά με την τσαρική Ρωσία και αργότερα με τη Σοβιετική Ένωση. Στο πέρασμα των αιώνων, οι Τσετσένοι έχτισαν μια κουλτούρα που εξυμνεί τον πολεμιστή-υπερασπιστή της πατρίδας, κάτι που παραμένει εμφανές μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Καντίροφ προβάλλει συχνά την εικόνα του σκληροτράχηλου άνδρα, συνεχίζοντας μια παράδοση επίδειξης δύναμης που έχει βαθιές ρίζες.

Χάρτης της Τσετσενίας του 1771. (Jacob von Staehlin/Public Domain)

 

Η παρουσία των Ρώσων στον Καύκασο ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όταν οι Τσάροι – από τον Μέγα Πέτρο ως την Αικατερίνη Β΄– επεδίωξαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία προς τον νότο, αναζητώντας διέξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Όμως οι λαοί του Καυκάσου, με αιχμή του δόρατος τους ορεσίβιους Τσετσένους, προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, εξεγέρσεις όπως αυτή του σεΐχη Μανσούρ και, αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, του ιμάμη Σαμίλ, κατέδειξαν ότι η υποταγή δεν θα ερχόταν εύκολα. Η αντίσταση αντλούσε δύναμη από τρία στοιχεία: το Ισλάμ ως ενοποιητική πίστη, την επιθυμία για ανεξαρτησία και μια γλωσσική-πολιτισμική συγγένεια ανάμεσα στους διάφορους λαούς του Καυκάσου που τους έφερνε πιο κοντά μεταξύ τους απ’ ό,τι με τους σλαβικής καταγωγής Ρώσους εισβολείς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρώσος συγγραφέας Λέων Τολστόι, ο οποίος υπηρέτησε στον Καύκασο, έγραφε με θαυμασμό για το αδάμαστο πνεύμα και τη γενναιότητα των Τσετσένων.

Τελικά, μετά από δεκαετίες μαχών, η τσαρική Ρωσία κατάφερε να επιβάλει την κυριαρχία της. Το 1873 προσαρτήθηκε επίσημα η περιοχή στην ρωσική αυτοκρατορία, όμως η δίψα των Τσετσένων για ανεξαρτησία δεν έσβησε. Ακόμη και κατά τη σοβιετική περίοδο, η φωτιά της εξέγερσης σιγόκαιγε: μεταξύ 1917 και 1937 σημειώθηκαν επανειλημμένες ταραχές και εξεγέρσεις στον Βόρειο Καύκασο. Μάλιστα, για ένα μικρό διάστημα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τμήματα της Τσετσενίας, του γειτονικού Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας βρέθηκαν de facto εκτός ελέγχου της Μόσχας, δημιουργώντας μια βραχύβια ομόσπονδη οντότητα. Αυτή η πρόκληση προς το καθεστώς προκάλεσε την οργή του Στάλιν.

Από τον Στάλιν στην εποχή της Περεστρόικα

Ο Ιωσήφ Στάλιν – Γεωργιανός στην εθνικότητα, καταγόμενος από τον πολυφυλετικό Καύκασο – γνώριζε καλά πόσο δύσκολα ελεγχόμενη ήταν η περιοχή. Εφάρμοσε λοιπόν την πάγια τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Στο πλαίσιο διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ανακάτεψε εθνοτικές ομάδες σε τεχνητά σχηματισμένες σοβιετικές δημοκρατίες, θρυμματίζοντας παραδοσιακές δομές. Για παράδειγμα, διέσπασε τουρκικής καταγωγής λαούς όπως οι Καρατσάι και οι Μπαλκάρ, εντάσσοντάς τους σε διαφορετικές αυτόνομες περιοχές μαζί με άλλες, άσχετες εθνότητες. Αυτές οι βίαιες συγκολλήσεις έπληξαν την πολιτισμική συνοχή και τη φυλετική δομή πολλών λαών του Καυκάσου, συμπεριλαμβανομένων των Τσετσένων.

Η κορύφωση της καταπίεσης ήρθε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944, με πρόσχημα τη συνεργασία των Τσετσένων με τους Ναζί εισβολείς – μια ανυπόστατη κατηγορία, καθώς δεν υπήρξε τέτοια συνεργασία – ο Στάλιν διέταξε ολοκληρωτικό εκτοπισμό του τσετσενικού πληθυσμού. Μέσα σε μία νύχτα του Φεβρουαρίου 1944, περίπου 400.000 έως 500.000 Τσετσένοι (σχεδόν ολόκληρος ο λαός) φορτώθηκαν βιαίως σε τρένα και στάλθηκαν εξορία στην παγωμένη Σιβηρία και στις στέπες του Καζακστάν. Η επιχείρηση ονομάστηκε κυνικά «Επιχείρηση Φακή». Οι κακουχίες του ταξιδιού και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα μέρη αυτά οδήγησαν σε μαζικούς θανάτους: εκτιμάται ότι περίπου 200.000 εξόριστοι – σχεδόν οι μισοί – πέθαναν από πείνα, κρύο και αρρώστιες. Μόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1957, επετράπη στους επιζώντες Τσετσένους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, που στο μεταξύ είχε ονομαστεί Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσετσενίας-Ινγκουσετίας.

Όταν οι Τσετσένοι γύρισαν στα πάτρια εδάφη, βρήκαν μια κοινωνία αλλαγμένη. Στη δεκαετία που είχαν λείψει, Ρώσοι και άλλοι σλαβικής καταγωγής πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Οι επαναπατρισμένοι Τσετσένοι αντιμετώπισαν συχνά εχθρότητα και διακρίσεις από αυτή τη νέα πλειοψηφική, ρωσόφωνη κοινότητα. Παρά τις δυσκολίες, διατήρησαν ζωντανή την εθνική τους ταυτότητα και τη μνήμη των διώξεων. Υπό την επιφάνεια της σοβιετικής «κανονικότητας», η δυσπιστία και η δυσαρέσκεια σιγόβραζαν. Και πράγματι, προς τα τέλη του 20ού αιώνα, αυτές οι ιστορικές αδικίες επρόκειτο να πυροδοτήσουν μια νέα μεγάλη ανάφλεξη.

Στο κατώφλι της ανεξαρτησίας

Όταν διαλύθηκε το 1991 η Σοβιετική Ένωση, όλες οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όδευσαν προς την ανεξαρτησία τους. Οι αυτόνομες περιοχές του Βόρειου Καυκάσου βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα: θα διεκδικούσαν κι αυτές την πλήρη ανεξαρτησία ή θα παρέμεναν εντός της νέας Ρωσικής Ομοσπονδίας; Οι περισσότερες επέλεξαν να παραμείνουν με τη Μόσχα, με μια σημαντική εξαίρεση: την Τσετσενία-Ινγκουσετία. Στην αυτόνομη αυτή δημοκρατία, γρήγορα επικράτησε το ρεύμα της απόσχισης, υπό την ηγεσία ενός απρόσμενου προσώπου.

Ο Τζοχάρ Ντουντάγεφ, ένας βετεράνος υποστράτηγος της σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, ανέλαβε δράση. Ο Ντουντάγεφ είχε γεννηθεί στην εξορία του Καζακστάν και μεγάλωσε με το όνειρο της πατρίδας. Υπηρέτησε πιστά στον σοβιετικό στρατό για δεκαετίες (μάλιστα έγινε ο πρώτος Τσετσένος που έφτασε στον βαθμό του στρατηγού, διοικώντας μια μονάδα στρατηγικών βομβαρδιστικών), γεγονός που υποδήλωνε ότι το σοβιετικό καθεστώς θεωρούσε την πίστη του δεδομένη. Κι όμως, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο Ντουντάγιεφ παραιτήθηκε από τον στρατό, επέστρεψε στην πατρίδα του και μετατράπηκε σε φλογερό εθνικιστή πολιτικό. Τον Οκτώβριο του 1991, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που άφησε η κατάρρευση της Μόσχας, κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Ιτσκερίας (όπως ονόμασαν οι ίδιοι οι Τσετσένοι το νέο κράτος τους).

Τζοχάρ Ντουντάγεφ, 27 Σεπτεμβρίου 1991. (Public Domain)

 

Η πρόκληση αυτή έθεσε τη Ρωσία σε συναγερμό. Ο τότε Ρώσος Πρόεδρος, Μπαρίς Γέλτσιν, αντιμετώπισε με μεγάλη ανησυχία την προσπάθεια απόσχισης. Για τη Μόσχα, η ανεξαρτησία της Τσετσενίας ήταν απαράδεκτη για τρεις βασικούς λόγους: οικονομία, γεωπολιτική, κύρος. Πρώτον, η Τσετσενία βρίσκεται πάνω στις διαδρομές κρίσιμων αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που συνδέουν την πλούσια σε ενέργεια Κασπία Θάλασσα με τη Μαύρη Θάλασσα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο έλεγχος αυτών των αγωγών ήταν στρατηγικής σημασίας – και μια ανεξάρτητη Τσετσενία θα αποτελούσε απρόβλεπτο παράγοντα. Δεύτερον, υπήρχε ο φόβος του ντόμινο: αν η Τσετσενία αποσχιζόταν επιτυχώς, θα μπορούσαν να τη μιμηθούν και άλλες μουσουλμανικές περιοχές του ρωσικού Νότου, αποσταθεροποιώντας ολόκληρο τον Καύκασο και δίνοντας σήμα στις υπόλοιπες δημοκρατίες ότι η Μόσχα έχανε τον έλεγχο. Η Ρωσία ήθελε να διαμηνύσει ότι, παρά την κατάρρευση της σοβιετικής υπερδύναμης, η επιρροή της στα σύνορά της (τη λεγόμενη «εγγύς γειτονιά») θα παρέμενε κραταιά. Και τρίτον, υπήρχε ζήτημα γοήτρου και σταθερότητας: το Κρεμλίνο δεν μπορούσε να ανεχθεί να ξηλωθεί η κληρονομιά των τσάρων και των σοβιετικών που με τόσο κόπο είχαν κατακτήσει και κρατήσει τον Καύκασο. Σε μια εποχή που η ίδια η Ρωσία δοκιμαζόταν από οικονομικό χάος και πολιτική αβεβαιότητα (με έναν πρόεδρο, τον Γέλτσιν, ασταθή και φημισμένο για την κλίση του στο αλκοόλ), μια στρατιωτική ήττα στο μέτωπο της Τσετσενίας θα ισοδυναμούσε με ταπείνωση.

Μπροστά σε αυτά τα διακυβεύματα, η ανεξαρτησία των Τσετσένων δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Ήδη το 1992, η Ινγκουσετία – το δυτικό τμήμα της παλιάς αυτόνομης περιοχής – αποσπάστηκε ειρηνικά από την Τσετσενία και επέστρεψε στον ρωσικό έλεγχο, αφήνοντας τον Ντουντάγιεφ να σηκώσει μόνος του τη σημαία της αντίστασης. Μέχρι το 1994, η κατάσταση εντός της Τσετσενίας είχε γίνει έκρυθμη. Ο Ντουντάγιεφ κυβερνούσε στην πρωτεύουσα Γκρόζνυ, αλλά αντιμετώπιζε εσωτερική αντιπολίτευση από φιλορωσικούς τοπικούς παράγοντες, τους οποίους η Μόσχα ενίσχυε υπογείως με χρήματα, όπλα και προπαγάνδα. Η αναρχία αυξανόταν και μικρές ένοπλες συγκρούσεις ξέσπαγαν. Τον Δεκέμβριο του 1994, ο Γέλτσιν – έχοντας αποτύχει να ανατρέψει τον Ντουντάγιεφ με πραξικόπημα μέσω φιλορώσων Τσετσένων – αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον εθνικό στρατό. Προκήρυξε επιχείρηση «αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης» και έστειλε τα τανκς στο Γκρόζνυ. Ξεκίνησε έτσι ο Α΄ Πόλεμος της Τσετσενίας.

Ο Πρώτος Πόλεμος της Τσετσενίας (1994–1996)

Η σύρραξη που ακολούθησε υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ρωσικός στρατός εισήλθε στη μικρή δημοκρατία με τη σιγουριά ότι θα κατέπνιγε την αντίσταση σε χρόνο μηδέν. Στα χαρτιά, η υπεροχή των Ρώσων ήταν συντριπτική: μια υπερδύναμη με ένοπλες δυνάμεις περίπου 2 εκατομμυρίων στρατιωτών απέναντι σε λίγες δεκάδες χιλιάδες Τσετσένων ανταρτών. Όμως η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Ο ρωσικός στρατός του 1994 ήταν ένας γίγαντας με πήλινα πόδια – εξοπλισμένος μεν με άρματα και αεροπορία, αλλά πεπαλαιωμένος, αποδιοργανωμένος και με στρατιώτες ανεπαρκώς εκπαιδευμένους (η τελευταία μεγάλη τους εμπειρία ήταν ο πόλεμος στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ’80, που κι εκείνος είχε λήξει με φιάσκο). Επιπλέον, η φύση του πολέμου στην Τσετσενία έμελλε να είναι ιδιαιτέρως δύσκολη: μάχες υψηλής έντασης μέσα σε πόλεις και χωριά, όπου οι αντάρτες γνώριζαν καλά το έδαφος και μπορούσαν να χτυπούν τα ευάλωτα ρωσικά στρατεύματα με ανταρτοπόλεμο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Ρώσοι σύντομα αναγκάστηκαν να θυμηθούν το παλιό ρητό: «για να νικήσεις έναν Τσετσένο, χρειάζεσαι έναν άλλον Τσετσένο». Δηλαδή, μόνο με προδοσία εκ των έσω ή με τη βοήθεια τοπικών συμμάχων θα μπορούσαν να επικρατήσουν.

Η προέλαση προς το Γκρόζνυ εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Οι Τσετσένοι αυτονομιστές, αν και ολιγάριθμοι, πολέμησαν λυσσαλέα. Ενέδρες, ελεύθεροι σκοπευτές και αντιαρματικά όπλα μέσα στους στενούς δρόμους της πρωτεύουσας προκάλεσαν βαριές απώλειες στους Ρώσους. Σε απάντηση, ο ρωσικός στρατός επέλεξε να ισοπεδώσει την πόλη με συνεχείς βομβαρδισμούς και πυροβολικό. Το άλλοτε ακμαίο Γκρόζνυ μετατράπηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες σε έναν σωρό από ερείπια. Χιλιάδες άμαχοι παγιδεύτηκαν στα υπόγεια, χωρίς νερό και τρόφιμα, ενώ γύρω τους τα κτήρια γκρεμίζονταν. Μέσα σε έναν μήνα από την εισβολή, ό,τι είχε απομείνει από την πόλη τελικά έπεσε στα χέρια των Ρώσων. Ωστόσο, η κατάληψη του Γκρόζνυ δεν έφερε το τέλος του πολέμου όπως ήλπιζε το Κρεμλίνο. Οι Τσετσένοι αντάρτες, αφού πολέμησαν όσο μπορούσαν στην πόλη, οπισθοχώρησαν οργανωμένα στα βουνά. Από εκεί συνέχισαν τον αγώνα με ανταρτοπόλεμο, ενώ η ρωσική δύναμη βρέθηκε καθηλωμένη να ελέγχει μια κατεστραμμένη πρωτεύουσα αλλά όχι την ύπαιθρο.

Τσετσένοι αντάρτες με ρωσικό ελικόπτερο Mi-8 που έχουν καταρρίψει, κοντά στο Γκρόζνυ. Τσετσενία, Δεκέμβριος 1994. (Mikhail Evstafiev/Public Domain)

 

Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν αιματηροί και για τις δύο πλευρές. Στα χαλάσματα του Γκρόζνυ, αλλά και σε άλλες μάχες, οι απώλειες συσσωρεύονταν. Υπολογίζεται ότι συνολικά σκοτώθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι, αριθμός που αντιστοιχούσε σχεδόν στο 10% του πληθυσμού της Τσετσενίας. Μεταξύ αυτών ήταν χιλιάδες άμαχοι, ενώ περίπου 200.000 Τσετσένοι έγιναν πρόσφυγες αναζητώντας καταφύγιο στις γειτονικές περιοχές, κυρίως στο Νταγκεστάν και την Ινγκουσετία. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια πολέμου, πάνω από το ένα τρίτο του τσετσενικού λαού είτε είχε σκοτωθεί είτε είχε εκτοπιστεί. Η φρίκη ήταν τέτοια που ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) χαρακτήρισε το αιματοκύλισμα «αδιανόητη καταστροφή». Για τη Ρωσία, η σύγκρουση αυτή έγινε ένα τραυματικό μάθημα: η παγκόσμια υπερδύναμη είχε ταπεινωθεί από έναν μικρό, φτωχό αλλά αποφασισμένο αντίπαλο, δημιουργώντας μνήμες ενός άλλου «Βιετνάμ».

Την άνοιξη του 1996, οι Τσετσένοι πέτυχαν ένα καίριο πλήγμα που άλλαξε τη ροή των γεγονότων. Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, ο Ντουντάγιεφ – ηγέτης και σύμβολο της αντίστασης – εντοπίστηκε από τις ρωσικές υπηρεσίες και σκοτώθηκε όταν ένας καθοδηγούμενος πύραυλος έπληξε το σημείο απ’ όπου συνομιλούσε μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. Την ηγεσία των αυτονομιστών ανέλαβε αμέσως ο στενός του συνεργάτης, ο στρατηγός Ασλάν Μασχάντοφ, ένας ικανός αξιωματικός που συνέχισε ακάθεκτος τον αγώνα. Μάλιστα, ο Μασχάντοφ προχώρησε σε μια τολμηρή κίνηση: αντεπιτέθηκε και ξαναμπήκε στο Γκρόζνυ τον Αύγουστο του 1996, την ώρα που οι ρωσικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να εφησυχάζουν.

Η εικόνα ήταν σχεδόν σουρεαλιστική: οι Ρώσοι, που νόμιζαν πως είχαν «κλειδώσει» τον έλεγχο της πόλης, βρέθηκαν ξαφνικά περικυκλωμένοι από τους αντάρτες μέσα στα ίδια τους τα φυλάκια. Όπως το έθεσε κάποιος, ήταν σαν «κλέφτης που μπαίνει σε ένα κατάστημα για να το λεηλατήσει, μόνο και μόνο για να κλειδωθεί μέσα από τον ιδιοκτήτη». Χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν και ουσιαστικά κρατήθηκαν όμηροι από τους Τσετσένους. Αυτή η ταπεινωτική κατάσταση ανάγκασε το Κρεμλίνο να διαπραγματευτεί. Το τέλος του πρώτου πολέμου σφραγίστηκε με τη Συμφωνία του Χασαβιούρτ (στο Χασαβιούρτ του Νταγκεστάν) τον Αύγουστο του 1996. Σύμφωνα με αυτήν, οι ρωσικές δυνάμεις θα αποσύρονταν προσωρινά από την Τσετσενία και το καθεστώς της περιοχής θα καθοριζόταν αργότερα, αφήνοντας δηλαδή μετέωρο το θέμα της ανεξαρτησίας. Οι αυτονομιστές πανηγύρισαν μια πύρρειο νίκη: είχαν κερδίσει χρόνο και de facto αυτονομία, όμως η χώρα τους ήταν ερείπια και η κυριαρχία τους διεθνώς μη αναγνωρισμένη. Ο πόλεμος σταμάτησε, αλλά η ειρήνη που ακολούθησε ήταν εύθραυστη και γεμάτη νέες προκλήσεις.

Μεταξύ πολέμων: Αναρχία και εξτρεμισμός

Τα αμέσως επόμενα χρόνια (1996–1999) η Τσετσενία προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της μέσα σε ένα σκηνικό χάους. Η οικονομία της περιοχής είχε καταστραφεί ολοσχερώς, οι υποδομές ήταν διαλυμένες και δεν υπήρχε διεθνής βοήθεια ή σχέδιο ανοικοδόμησης. Η Μόσχα αρνήθηκε να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις ή έστω τα μερίδια από τα έσοδα των αγωγών πετρελαίου που διέρχονταν παραδοσιακά από το έδαφος της Τσετσενίας. Αντιθέτως, οι Ρώσοι επιτάχυναν την κατασκευή ενός νέου αγωγού (του Μπακού–Νοβοροσίσκ), σχεδιασμένου επίτηδες να παρακάμπτει την Τσετσενία, στερώντας της και αυτό το εισόδημα.

Μέσα σε αυτό το κενό εξουσίας και χρημάτων, δύο φαινόμενα γιγαντώθηκαν στη μεταπολεμική Τσετσενία. Το πρώτο ήταν η έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος. Ορισμένοι πολέμαρχοι από την εποχή των πολέμων για την ανεξαρτησία, προκειμένου να επιβιώσουν, στράφηκαν σε εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκροτήθηκαν ένοπλες συμμορίες που ασχολούνταν με λαθρεμπόριο, διακίνηση πετρελαίου, αλλά και απαγωγές προσώπων έναντι λύτρων, μια ‘επιχείρηση’ που γρήγορα εξελίχθηκε σε μάστιγα. Πολιτικοί αντίπαλοι, επιχειρηματίες, ακόμη και ξένοι δημοσιογράφοι ή εργαζόμενοι σε ΜΚΟ έγιναν στόχοι απαγωγής. Υπολογίζεται πως μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια σημειώθηκαν πάνω από 1.300 απαγωγές στην Τσετσενία. Τα λύτρα και τα κέρδη από τις εγκληματικές δραστηριότητες χρηματοδοτούσαν τους πολεμάρχους, ενώ μέρος αυτών των χρημάτων διοχετευόταν και στο διεφθαρμένο ρωσικό στρατό μέσω του λεγόμενου «ρωσόφωνου υποκόσμου», δημιουργώντας μια νοσηρή συνενοχή μεταξύ ορισμένων Τσετσένων και Ρώσων μαφιόζων.

Μαχητές του Ντουντάγεφ προσεύχονται στην αιώνια φλόγα, έξω από το προεδρικό μέγαρο στο Γκρόζνυ. Τσετσενία, Δεκέμβριος 1994. ( Mikhail Evstafiev/Public Domain)

 

Το δεύτερο φαινόμενο που αναδύθηκε ήταν η είσοδος του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Ενώ ιστορικά το Ισλάμ των Τσετσένων ήταν μετριοπαθές και επηρεασμένο από τοπικές παραδόσεις, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να καταφθάνουν στη χώρα κηρύγματα και χρήματα από τον αραβικό κόσμο, ιδιαίτερα από σαλαφιστικούς κύκλους. Πλούσιοι δωρητές από τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου, καθώς και δίκτυα που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, έστειλαν οικονομική βοήθεια και ιεροκήρυκες του Ουαχαβιτισμού (μιας αυστηρής, φονταμενταλιστικής εκδοχής του σουνιτικού Ισλάμ). Το μήνυμά τους έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε μια νεολαία απογοητευμένη και θυμωμένη, που ζούσε ανάμεσα σε ερείπια, χωρίς μέλλον. Σύντομα άρχισαν να ξεφυτρώνουν ένοπλες ομάδες τζιχαντιστών εντός της Τσετσενίας, παράλληλα με τους εθνικιστές αντάρτες.

Καταλύτης σε αυτή τη μεταστροφή ήταν και ο ερχομός ορισμένων βετεράνων Τσετσένων της διασποράς. Πολλοί Τσετσένοι είχαν φύγει στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια, στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη κυρίως. Μετά τον πόλεμο, μερικοί επέστρεψαν για να βοηθήσουν. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν ορισμένοι που είχαν ζήσει σε αραβικές χώρες, όπως στην Ιορδανία, οι οποίοι έφεραν μαζί τους συνδέσμους με τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό. Αυτοί οι ‘μεσάζοντες’ ουσιαστικά λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ των Τσετσένων ανταρτών και των διεθνών τζιχαντιστικών δικτύων. Και μέσω αυτών, προσκλήθηκε στην Τσετσενία μια εμβληματική μορφή του παγκόσμιου τζιχάντ: ο εμίρης Χατάμπ.

Ο Χατάμπ (γνωστός και ως Σαμίρ Σαλάχ Αμπντουλλάγεβιτς αλ Σουβάιλιμ) ήταν ένας Άραβας μαχητής, βετεράνος του πολέμου του Αφγανιστάν, όπου πολέμησε τους Σοβιετικούς, και φημολογείται ότι είχε διασυνδέσεις με τους κύκλους του Οσάμα μπιν Λάντεν. Έφτασε στην Τσετσενία το 1995, αρχικά με το πρόσχημα του δημοσιογράφου, αλλά γρήγορα ενεπλάκη ενεργά στην εκπαίδευση των ντόπιων μαχητών. Με χρήματα και όπλα που διοχέτευε η Αλ Κάιντα και άλλοι υποστηρικτές μέσω των σαλαφιστών, ο Χατάμπ δημιούργησε ένα δίκτυο εντός της Τσετσενίας που προωθούσε μια ευρύτερη ατζέντα: όχι απλώς την ανεξαρτησία της Τσετσενίας, αλλά την κήρυξη γενικού τζιχάντ σε όλο τον Βόρειο Καύκασο, με στόχο την εκδίωξη της «άπιστης» Ρωσίας και την ίδρυση ενός ισλαμικού χαλιφάτου στην περιοχή. Ο Χατάμπ δεν έκρυβε τις προθέσεις του: σε αντίθεση με τον Μασχάντοφ και άλλους εθνικιστές που ενδιαφέρονταν κυρίως για μια αυτόνομη Τσετσενία, εκείνος έβλεπε τον αγώνα ως μέρος μιας παγκόσμιας τζιχαντιστικής επανάστασης.

Αυτή η ιδεολογική διαφοροποίηση δημιούργησε εντάσεις και υποψίες και μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο των Τσετσένων. Ορισμένοι παλαιότεροι αυτονομιστές ηγέτες, αν και μουσουλμάνοι, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ακραία ερμηνεία του Ισλάμ που έφερναν οι ξένοι μαχητές. Ωστόσο, άλλοι – ιδίως νεότεροι και πιο απελπισμένοι από τη φτώχεια και το χάος – προσχώρησαν με ενθουσιασμό. Ένας από τους πιο διαβόητους Τσετσένους πολεμάρχους, ο Σαμίλ Μπασάγεφ, σύμμαχος του Μασχάντοφ στον πρώτο πόλεμο, σταδιακά ευθυγραμμίστηκε με τον Χατάμπ. Μαζί συγκρότησαν ένα επικίνδυνο δίδυμο: ο Μπασάγεφ έφερνε την τοπική εμπειρία και φήμη ως ήρωας πολέμου, ενώ ο Χατάμπ έφερνε πόρους, διεθνείς επαφές και μια φλογερή ισλαμιστική ιδεολογία.

Το φιτίλι του Δεύτερου Πολέμου

Όπως αποδείχθηκε, όλο αυτό που συντελούνταν στην Τσετσενία ήταν ένα μπαρουτοβάρελο έτοιμο να εκραγεί. Χρειαζόταν μόνο μια σπίθα – κι αυτή δεν άργησε να έρθει. Την άνοιξη του 1999, στην γειτονική επαρχία του Νταγκεστάν, έκανε την εμφάνισή της μια ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση. Ένας ντόπιος κληρικός, ο Μπαγκάουντιν Μαγομέντοφ, αυτοανακηρύχθηκε «εμίρης» και κάλεσε σε τζιχάντ για την απελευθέρωση του Καυκάσου από τους Ρώσους, ανακοινώνοντας μάλιστα τη δημιουργία ενός υποτιθέμενου «Ισλαμικού Κράτους του Νταγκεστάν». Ο Μπασάγεφ και ο Χατάμπ βρήκαν εδώ την ευκαιρία που έψαχναν: συμμάχησαν με τους ντόπιους ισλαμιστές και, τον Αύγουστο του 1999, οδήγησαν εκατοντάδες ένοπλους μαχητές σε εισβολή στο Νταγκεστάν, καταλαμβάνοντας προσωρινά μερικά χωριά στα σύνορα με την Τσετσενία.

Αυτή η κίνηση ήταν η απόλυτη πρόκληση για τη Ρωσία και εξόργισε τη ρωσική ηγεσία. Δεν επρόκειτο πλέον για έναν αποσχιστικό ‘εμφύλιο’ εντός μιας επαρχίας, αλλά για ευθεία ισλαμιστική επίθεση σε ρωσικό έδαφος. Επιπλέον, το 1999, η Ρωσία δεν ήταν πια η παραπαίουσα δύναμη του 1994. Είχε νέο ηγεμόνα που αναζητούσε ένα θριαμβευτικό βάφτισμα του πυρός. Ο ανερχόμενος Βλαντίμιρ Πούτιν, πρώην αξιωματούχος της KGB, μόλις είχε γίνει πρωθυπουργός (και σύντομα θα γινόταν και πρόεδρος μετά την παραίτηση Γέλτσιν στο τέλος του έτους). Ο Πούτιν χρειαζόταν μια νίκη για να εδραιώσει το κύρος του ως δυναμικός ηγέτης της μεταγελτσινικής Ρωσίας. Η κατάσταση στον Καύκασο τού πρόσφερε ακριβώς αυτή την ευκαιρία.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν απονέμει βραβεύει στρατιώτες που πολέμησαν στην Τσετσενία. Γκουντέρμες, Τσετσενία, 2000. (Γραφείο Τύπου του Προέδρου/Public Domain)

 

Παράλληλα με την κρίση στο Νταγκεστάν, μια σειρά μυστηριωδών και φρικαλέων γεγονότων μέσα στη Ρωσία έγειραν την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1999, βομβιστικές επιθέσεις συγκλόνισαν τρεις ρωσικές πόλεις (τη Μόσχα, το Μπουϊνάκσκ και το Βόλντοντονσκ), με στόχο πολυκατοικίες και εκατοντάδες θύματα μεταξύ αθώων πολιτών. Ο τρόμος και η οργή κατέκλυσαν τη ρωσική κοινή γνώμη. Οι αρχές έσπευσαν να κατηγορήσουν τους Τσετσένους εξτρεμιστές γι’ αυτές τις επιθέσεις, παρουσιάζοντάς τες ως «απάντηση» των τρομοκρατών στην επέμβαση του στρατού στο Νταγκεστάν. Αυτό το κύμα τρόμου έδωσε στο Κρεμλίνο το τέλειο πρόσχημα να κηρύξει εκ νέου πόλεμο στην «παράνομη κυβέρνηση» της Τσετσενίας.

Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, ορισμένοι ερευνητές και επικριτές του Πούτιν υποστηρίζουν ότι τα πράγματα ίσως δεν είναι τόσο απλά. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι οι βομβιστικές αυτές ενέργειες ήταν προβοκάτσια από τις ίδιες τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, με στόχο να δικαιολογηθεί η επανέναρξη του πολέμου. Ένα περιστατικό στην πόλη Ριαζάν ενισχύει αυτές τις θεωρίες: εκεί, κάτοικοι ανέφεραν ύποπτες κινήσεις σε υπόγειο πολυκατοικίας και η αστυνομία ανακάλυψε έναν εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος – όπως αποκαλύφθηκε αργότερα – συνδεόταν με άτομα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB). Οι αρχές ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για άσκηση, όμως πολλοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα απέτρεψαν μια ακόμη τρομοκρατική επίθεση που είχε στηθεί ως προβοκάτσια. Όπως και να ’χει, το κλίμα στη Ρωσία το φθινόπωρο του 1999 ήταν τέτοιο που η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού στήριξε την ιδέα της αποφασιστικής δράσης. Η ανάμνηση της ταπεινωτικής ήττας του ’96, ο φόβος για τη διάλυση της χώρας και η δίψα για εκδίκηση μετά τις βόμβες δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου ο Πούτιν είχε λυμένα τα χέρια.

Ο Δεύτερος Πόλεμος και η επιστροφή της Μόσχας (1999–2000)

Τον Οκτώβριο του 1999, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τις βομβιστικές επιθέσεις, η Ρωσία εξαπέλυσε μαζική στρατιωτική επιχείρηση στην Τσετσενία, σηματοδοτώντας την έναρξη του Β΄ Πολέμου της Τσετσενίας. Αυτή τη φορά, το Κρεμλίνο είχε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και υιοθέτησε μια πιο μεθοδική και αδυσώπητη στρατηγική. Περίπου 30.000 στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στα βόρεια σύνορα της Τσετσενίας, οι οποίοι άρχισαν να προωθούνται σταδιακά, σχηματίζοντας έναν κλοιό από τρεις πλευρές (βορρά, ανατολή και δύση). Σε λίγες εβδομάδες, επιπλέον ενισχύσεις ανέβασαν τη δύναμη σε 50.000 άνδρες. Η προέλαση ήταν οργανωμένη και αργή, με προσεκτικό ‘σκούπισμα’ κάθε περιοχής που καταλαμβανόταν. Αντίθετα με τον πρώτο πόλεμο, που επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο Γκρόζνυ αφήνοντας την ύπαιθρο στα χέρια των ανταρτών, αυτή τη φορά οι Ρώσοι φρόντιζαν να εξουδετερώνουν κάθε αντίσταση σε χωριά και βουνά, σφίγγοντας τον κλοιό και ωθώντας τους αντάρτες όλο και πιο νότια προς τα γεωργιανά σύνορα.

Ρωσικά τανκς στο χωριό Κομσομόλσκογε της Τσετσενίας, ερειπωμένο μετά από δύο εβδομάδες μάχης. 21 Μαρτίου 2000. (Public Domain)

 

Η επίθεση συνοδεύτηκε από αδυσώπητους βομβαρδισμούς. Ο ρωσικός στρατός δεν δίστασε να ισοπεδώσει ολοσχερώς ολόκληρες κωμοπόλεις που θεωρήθηκαν προπύργια των ανταρτών. Οι αναφορές για μαζικές θηριωδίες είναι πολυάριθμες: ομαδικοί τάφοι με δεκάδες πτώματα, συνοπτικές εκτελέσεις υπόπτων ως αυτονομιστών στον δρόμο, άμαχοι που πέθαιναν από ασιτία και το ψύχος καθώς οι μάχες τούς εγκλώβιζαν και διέκοπταν κάθε ανεφοδιασμό. Μέσα σε μόλις εννέα μήνες σκληρού πολέμου, η αντίσταση των Τσετσένων κατέρρευσε. Το Γκρόζνυ – για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία – μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων. Στις 6 Φεβρουαρίου 2000, οι ρωσικές δυνάμεις ανακοίνωσαν την ‘απελευθέρωση’ της πρωτεύουσας. Δημοσιογράφοι που μπήκαν στην πόλη περιέγραφαν μια αποκάλυψη: η αείμνηστη Ρωσίδα ρεπόρτερ Άννα Πολιτκόφσκαγια, που κάλυπτε τον πόλεμο, τη χαρακτήρισε τότε «τερατώδες συνονθύλευμα από καμμένα σπίτια, ερείπια και τάφους». Το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές ήταν πάλι βαρύ, αν και μικρότερο από τον πρώτο πόλεμο. Περισσότεροι από 5.000 Ρώσοι στρατιώτες σκοτώθηκαν (επίσημα στοιχεία), ενώ οι απώλειες των Τσετσένων – μαχητών και αμάχων – είναι δύσκολο να υπολογιστούν, αλλά σίγουρα ήταν πολλές χιλιάδες. Αυτή τη φορά, όμως, η ρωσική κοινή γνώμη δεν συγκλονίστηκε το ίδιο όπως το 1994-96. Ο Πούτιν είχε φροντίσει να θέσει τα μεγάλα ρωσικά μέσα ενημέρωσης υπό κρατικό έλεγχο ή λογοκρισία, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως θρίαμβο κατά της τρομοκρατίας και αποφεύγοντας να δείξει τις εικόνες των φερέτρων.

Τον Μάιο του 2000, με τον πόλεμο ουσιαστικά κερδισμένο, η Μόσχα προχώρησε στο επόμενο βήμα: επανέφερε επίσημα την Τσετσενία υπό ομοσπονδιακή διοίκηση. Ο Πούτιν δεν αρκέστηκε στη στρατιωτική νίκη, αλλά ήθελε να εξασφαλίσει και ότι δεν θα υπάρξει τρίτος γύρος εξέγερσης. Για να το επιτύχει, χρειαζόταν έναν αξιόπιστο ντόπιο σύμμαχο, κάποιον από την ίδια την τσετσενική κοινωνία που θα μπορούσε να κυβερνήσει τη δημοκρατία ως εκπρόσωπος της Μόσχας και ταυτόχρονα να έχει κάποια απήχηση στους ντόπιους ώστε να περιορίσει το αντάρτικο. Η επιλογή του ήταν ένας άνθρωπος που είχε ήδη κάνει το μεγάλο άλμα από την ανταρσία στην υποταγή: ο φιλορώσος κληρικός Αχμάντ Καντίροφ.

Οι Καντίροφ: Από αντάρτες σε τοποτηρητές του Κρεμλίνου

Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν τυχαίος: είχε υπάρξει μουφτής (ανώτατος ισλαμικός κληρικός) των αυτονομιστών κατά τον πρώτο πόλεμο. Δηλαδή, αρχικά πολέμησε υπέρ της ανεξαρτησίας. Ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από πολλούς άλλους ηγέτες και διέφερε στο ότι εξέφραζε επιφυλάξεις για την αυξανόμενη επιρροή των φανατικών ισλαμιστών στην τσετσενική αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας του 1996-99, ο Καντίροφ ήρθε σε ρήξη με το στρατόπεδο των Μπασάγεφ-Χατάμπ και λοιπών τζιχαντιστών. Όταν ξεκίνησε ο δεύτερος πόλεμος το φθινόπωρο του 1999, ο Αχμάντ Καντίροφ πήρε μια τολμηρή (και για πολλούς προδοτική) απόφαση: άλλαξε στρατόπεδο και τάχθηκε στο πλευρό των Ρώσων. Μαζί του συμμάχησε και ο νεαρός γιος του, Ραμζάν Καντίροφ. Πατέρας και γιος συγκρότησαν μια ομάδα πιστών που λιποτάκτησαν από τις δυνάμεις των αυτονομιστών και σχημάτισαν μια νέα παραστρατιωτική δύναμη, υπό ρωσική αιγίδα, γνωστή ως Καντιροφτσού (δηλαδή «οι άνθρωποι του Καντίροφ»). Αυτή η ομάδα έμελλε να εξελιχθεί σε κάτι σαν προσωπική φρουρά της οικογένειας Καντίροφ, αλλά και δύναμη κρούσης της Μόσχας στην περιοχή.

Από τη σκοπιά του Πούτιν, ο Αχμάντ Καντίροφ ήταν η ιδανική λύση για την ‘εξημέρωση’ της Τσετσενίας. Γνώριζε εκ των έσω το αυτονομιστικό κίνημα, είχε το ισλαμικό κύρος του πρώην μουφτή και, το σημαντικότερο, είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στο Κρεμλίνο πολεμώντας στον δεύτερο πόλεμο στο πλευρό των ομοσπονδιακών δυνάμεων. Τον Ιούνιο του 2000, ο Πούτιν τον διόρισε προσωρινό επικεφαλής της διοίκησης στην Τσετσενία, ουσιαστικά ως νέο κυβερνήτη. Η αποστολή του Καντίροφ ήταν να φέρει την τάξη και να πείσει τον πληθυσμό να αποδεχτεί την επιστροφή της ρωσικής κυριαρχίας. Για να το καταφέρει, του δόθηκε πρωτοφανής ελευθερία κινήσεων και γενναία χρηματοδότηση για ανοικοδόμηση – ή, τουλάχιστον, έτσι διατεινόταν η Μόσχα.

Η πραγματικότητα ήταν ότι μεγάλο μέρος της σταθερότητας που πέτυχαν οι Καντίροφ βασίστηκε στη μέθοδο του καρότου και του μαστίγιου. Από τη μια, ο Αχμάντ Καντίροφ φρόντισε να εξαγοράσει την πίστη όσων πρώην ανταρτών ήταν διατεθειμένοι να συμβιβαστούν, εντάσσοντάς τους στη νέα δύναμη ασφαλείας ή στη διοίκηση. Από την άλλη, εφάρμοσε σκληρή καταστολή εναντίον όσων εξακολούθησαν τον αγώνα. Οι Καντιροφτσού έγιναν διαβόητοι για τις έκνομες μεθόδους τους: εξαφανίσεις υπόπτων, βασανισμοί και εκτελέσεις φέρονται να έγιναν καθημερινό φαινόμενο στα πρώτα χρόνια της νέας τάξης πραγμάτων. Παρά τις καταγγελίες οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Πούτιν έκλεινε τα μάτια όσο ο εκλεκτός του διατηρούσε την περιοχή ήρεμη.

Εν τω μεταξύ, η σκληροπυρηνική πτέρυγα των Τσετσένων αυτονομιστών δεν έμεινε άπραγη. Αφού έχασαν στον συμβατικό πόλεμο, στράφηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες που σόκαραν τη Ρωσία και τον κόσμο, σε μια προσπάθεια να πλήξουν τον εχθρό και να κρατήσουν ζωντανό τον αγώνα τους. Τον Οκτώβριο του 2002, μια ομάδα περίπου 40 βαριά οπλισμένων Τσετσένων ανταρτών εισέβαλε στο Θέατρο Ντουμπρόβκα της Μόσχας κατά τη διάρκεια παράστασης, παίρνοντας ως ομήρους 850 θεατές. Οι απαιτήσεις τους ήταν η απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία. Η ομηρία κράτησε δύο εφιαλτικά μερόνυχτα, με όλο τον κόσμο να παρακολουθεί. Τελικά, οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις Spetsnaz επέλεξαν μια αμφιλεγόμενη λύση: διοχέτευσαν αναισθητικό αέριο εντός της αίθουσας για να εξουδετερώσουν τους τρομοκράτες. Ωστόσο, η δόση και οι συνθήκες ήταν τέτοιες που προκάλεσαν τον θάνατο όχι μόνο όλων των δραστών, αλλά και 179 αθώων ομήρων. Το περιστατικό έληξε με βίαιη επέμβαση, αλλά το σοκ ήταν τεράστιο.

Μνημείο στο Μπεσλάν για τα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης σε σχολείο της πόλης. Βόρεια Οσετία, 5 Σεπτεμβρίου 2010. (Φωτ. Marte Lerberg Kopstad/Utenriksdepartementet/Public Domain)

 

Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2004, συνέβη κάτι ακόμα πιο φρικτό: η σφαγή του Μπεσλάν. Σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Οσετίας (μιας άλλης ρωσικής δημοκρατίας στον Καύκασο), την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, μια ομάδα Τσετσένων και Ινγκουσετιανών ενόπλων κατέλαβε ένα δημοτικό σχολείο γεμάτο παιδιά και γονείς, κρατώντας πάνω από 1.100 ομήρους. Οι απαιτήσεις τους σχετίζονταν με την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Μετά από τρεις ημέρες αγωνίας, οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας επέδραμαν στο σχολείο. Ακολούθησε χάος και αιματοχυσία: περίπου 330 άτομα σκοτώθηκαν, εκ των οποίων τα μισά ήταν μικρά παιδιά, κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών και τις εκρήξεις. Ήταν μια από τις πλέον μαύρες σελίδες στην ιστορία των σύγχρονων συγκρούσεων, με την ευθύνη να βαραίνει τόσο τους αδίστακτους τρομοκράτες όσο και τις ρωσικές αρχές για τον χειρισμό της κρίσης.

Μετά το Μπεσλάν, ο Πούτιν εμφανίστηκε ακόμη πιο ανυποχώρητος. «Δείξαμε αδυναμία, και άνθρωποι αθώοι πλήρωσαν τις συνέπειες», δήλωσε, εννοώντας ότι οποιαδήποτε ολιγωρία του κράτους απέναντι στους αυτονομιστές εκλαμβάνεται από αυτούς ως ευκαιρία να χτυπήσουν. Η Μόσχα σκλήρυνε περαιτέρω τη στάση της παντού. Στην Τσετσενία, όμως, η σύγκρουση είχε ήδη αρχίσει να φθίνει, όχι λόγω στρατιωτικού ήθους αλλά επειδή οι αντάρτες είχαν πια αποδεκατιστεί.

Το τέλος του πολέμου και η εποχή Ραμζάν Καντίροφ

Στο μεταξύ, ένα άλλο γεγονός ήρθε να επιβεβαιώσει το ότι οι Καντίροφ είχαν αναδειχθεί σε αναντικατάστατους συμμάχους του Κρεμλίνου: το Σύνταγμα του 2003. Τον Μάρτιο του 2003, κατόπιν πρωτοβουλίας της ρωσικής Δούμας, διεξήχθη δημοψήφισμα στην Τσετσενία (εν μέσω στρατιωτικής κατοχής βέβαια) για ένα νέο τοπικό σύνταγμα. Εκεί ορίστηκε ρητά ότι η Τσετσενική Δημοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τερματίζοντας και συνταγματικά κάθε συζήτηση περί ανεξαρτησίας. Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2003, έγιναν εκλογές και ο Αχμάντ Καντίροφ – χωρίς πραγματικούς αντιπάλους – ορκίστηκε πρόεδρος της Τσετσενίας, νομιμοποιώντας έτσι πλήρως τον ρόλο του με τη σφραγίδα της λαϊκής εντολής (αν και οι συνθήκες της εκλογής αμφισβητούνται από διεθνείς παρατηρητές).

Την ίδια περίοδο, οι άλλοτε κραταιοί αντάρτες είχαν φτάσει στο ναδίρ τους. Ο ένας μετά τον άλλον, οι ηγέτες της αντίστασης έπεφταν. Τον Μάρτιο του 2005, ο Ασλάν Μασχάντοφ – ο πρώην πρόεδρος της αυτονομιστικής Τσετσενίας – εντοπίστηκε από τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις και σκοτώθηκε σε μια κρυψώνα στο χωριό Τουλστόι-Γιουρτ. Λίγο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2004, ο Σαμίλ Μπασάγεφ – ο άνθρωπος πίσω από το Μπεσλάν, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές – σκοτώθηκε κι αυτός, όταν ανατινάχθηκε η αυτοκινητοπομπή του (υπάρχουν εικασίες ότι επλήγη από κατευθυνόμενη βόμβα του ρωσικού στρατού). Στο προσκήνιο απέμεινε μόνο μια νέα γενιά εξτρεμιστών, με πιο διεθνιστική ισλαμιστική ιδεολογία. Ο Ντόκου Ουμάροφ, που ανέλαβε τα ηνία της αποδεκατισμένης αντίστασης το 2006, προσπάθησε να ενώσει τα υπολείμματα των Τσετσένων ανταρτών με άλλες ομάδες τζιχαντιστών στον Καύκασο, αυτοανακηρύσσοντας το 2007 ένα «Εμιράτο του Καυκάσου». Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια να δοθεί νέο στίγμα στον αγώνα – μετατοπίζοντας το ύφος από εθνικοαπελευθερωτικό σε ανοιχτά τζιχαντιστικό. Όμως αυτή η πρωτοβουλία δεν απέφερε ουσιαστικούς καρπούς, καθώς δεν απέκτησε μαζική υποστήριξη. Ο Ουμάροφ, κυνηγημένος στα βουνά χωρίς σημαντική δύναμη, πέθανε τελικά το 2013 υπό ασαφείς συνθήκες (φημολογείται ότι δηλητηριάστηκε, μια μέθοδος ‘εξουδετέρωσης’ αρκετά δημοφιλής στις ρωσικές υπηρεσίες).

Το 2007 έφερε μια αλλαγή φρουράς και μια συνέχιση δυναστείας ταυτόχρονα: τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, ο Ραμζάν Καντίροφ – σε ηλικία μόλις 30 ετών – ανέλαβε επίσημα πρόεδρος της Τσετσενίας, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν πια εν ζωή· είχε δολοφονηθεί το 2004 σε βομβιστική επίθεση σε στάδιο του Γκρόζνυ (την ευθύνη της οποίας ανέλαβε ο Μπασάγεφ). Όμως ο Ραμζάν είχε ήδη ασκήσει ουσιαστική εξουσία στο παρασκήνιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Μέσα στα χρόνια 2004-2007, ο νεαρός Καντίροφ – σκληραγωγημένος και ο ίδιος, έχοντας επιβιώσει από απόπειρες δολοφονίας και πολεμικές κακουχίες – καθάρισε το πεδίο από πιθανούς ανταγωνιστές, παγίωσε τον έλεγχο των δυνάμεών του και εξασφάλισε την εύνοια της Μόσχας. Όταν ανέλαβε και επίσημα, οι μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις είχαν ήδη σταματήσει. Σταδιακά, η Ρωσία περιόρισε τις δυνάμεις της στην περιοχή και το 2009 κήρυξε επισήμως το τέλος της «αντιτρομοκρατικής επιχείρησης» στην Τσετσενία, κρίνοντας ότι είχαν αποκατασταθεί οι συνθήκες ομαλότητας.

Πράγματι, εκείνη την περίοδο υπολογιζόταν ότι είχαν απομείνει ενεργοί λιγότεροι από 500 ένοπλοι αντάρτες, κρυμμένοι σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές και στα βουνά. Κάποιοι πιστεύουν ότι μικροί πυρήνες βρίσκονται ακόμη εν υπνώσει, έτοιμοι να αναδυθούν αν αλλάξουν οι συνθήκες. Προς το παρόν, όμως, όσο ο Καντίροφ κυβερνά και διατηρεί την υποστήριξη του Κρεμλίνου, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά την τάξη πραγμάτων. Το μοντέλο «τοπικός ισχυρός άνδρας με απόλυτες εξουσίες, πιστός στη Μόσχα» φαίνεται να έχει φέρει ένα τέλος στον κύκλο αίματος – με τίμημα τις ελευθερίες των πολιτών.

Ευρεία αυτονομία υπό τη σκιά του Κρεμλίνου

Σήμερα η Τσετσενία υπό τον Ραμζάν Καντίροφ απολαμβάνει ένα καθεστώς σχεδόν μοναδικό στη Ρωσία. Ο Καντίροφ κυβερνά ως μικρός «ηγεμόνας» στη δημοκρατία του, έχοντας εξασφαλίσει έναν άρρητο συμβιβασμό με τον Βλαντίμιρ Πούτιν: όσο παραμένει απόλυτα πιστός και κρατάει την περιοχή ήρεμη, θα έχει ελευθερία κινήσεων όπως κανένας άλλος τοπικός άρχοντας στη ρωσική επικράτεια. Και πράγματι, η ελευθερία δράσης που απολαμβάνει φαίνεται πρωτοφανής. Ο Καντίροφ έχει δικό του σώμα ασφαλείας (τους Καντιροφτσού), που λογοδοτεί περισσότερο στον ίδιο παρά στις ομοσπονδιακές αρχές. Επίσης, διαχειρίζεται τεράστια κονδύλια από τη Μόσχα (η Τσετσενία χρηματοδοτείται αδρά από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό ως αντιστάθμισμα για τις καταστροφές) με ελάχιστη διαφάνεια και έλεγχο.

Ο πρόεδρος της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ (κέντρο) μαζί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο τζαμί του Προφήτη Ίσα (ο Χριστός στο Ισλάμ). Μαζί τους είναι ο σύμβουλος του προέδρου της Τσετσενίας για την κατασκευή θρησκευτικών εγκαταστάσεων Αμρούντι Εντιλγκίρεφ και ο μουφτής της Τσετσενίας Σαλάχ Μεζίγεφ. Γκρόζνυ, 20 Αυγούστου 2024. (Public Domain)

 

Αυτή η ιδιότυπη «αυτοκρατορία εντός της αυτοκρατορίας» έχει επιτρέψει στον Καντίροφ να ξαναχτίσει το Γκρόζνυ από τα ερείπια, μεταμορφώνοντάς το από πόλη-φάντασμα του πολέμου σε μια βιτρίνα μεγαλεπήβολων έργων. Στην πρωτεύουσα υψώνονται πλέον σύγχρονοι ουρανοξύστες και μνημεία που δοξάζουν τη νέα τάξη. Το 2008 εγκαινιάστηκε ένα φαραωνικό τέμενος, το Μεγάλο Τζαμί Αχμάτ Καντίροφ, αφιερωμένο στον εκλιπόντα πατέρα του ηγέτη – ένα επιβλητικό οικοδόμημα με τέσσερις μιναρέδες, που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ισλαμικές ιερές δομές στην Ευρώπη. Ακόμη πιο φιλόδοξο είναι το έργο Πύργος Αχμάτ: ένας υπερ-ουρανοξύστης ύψους 435 μέτρων με 102 ορόφους, που αναμένεται να κυριαρχήσει στον ορίζοντα του Γκρόζνυ. Το κόστος του έργου εκτιμάται σε 1 δισεκατομμύριο δολάρια – και κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα από πού προέρχεται αυτή η χρηματοδότηση, γεγονός που προκαλεί ποικίλες εικασίες. Το σύνθημα πάντως που προβάλλεται παντού είναι ενδεικτικό: «Αχμάτ – Δύναμη» (Akhmat Sila, στα ρωσικά). Το όνομα του πατέρα του Καντίροφ έχει αναγορευθεί σε σύμβολο ισχύος και νομιμοποίησης της τοπικής εξουσίας.

Παράλληλα, ο Ραμζάν Καντίροφ έχει χτίσει και μια εικόνα ‘χαλίφη’ στο μικρό του βασίλειο. Διατηρεί ενεργή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ιδιαίτερα πριν αυτά απαγορευτούν διεθνώς, συνήθιζε να κοινοποιεί στο Instagram σκηνές από την προσωπική του ζωή, προπονήσεις πολεμικών τεχνών, συλλογές από γρήγορα αυτοκίνητα, ακόμα και τούς εξωτικούς ζωολογικούς του κήπους). Παρουσιάζεται ως ευσεβής μουσουλμάνος και ταυτόχρονα ως πιστός στρατιώτης του Πούτιν. Οι επικριτές του – που εντός Τσετσενίας σπάνια τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, αφού κινδυνεύουν άμεσα – τον κατηγορούν για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσωποπαγές καθεστώς. Έχουν γίνει διεθνώς γνωστές καταγγελίες για διώξεις και βασανισμούς αντιφρονούντων, και ‘εξαφανίσεις’ πολιτών,  θέματα για τα οποία ο Καντίροφ δέχθηκε ερωτήσεις σε συνεντεύξεις και αντέδρασε με χλευασμό ή άρνηση. Παρόλα αυτά, εντός της Ρωσίας ο λόγος του είναι νόμος στη δημοκρατία του, και το Κρεμλίνο τον αντιμετωπίζει με ένα μείγμα ανάγκης και καχυποψίας: είναι ταυτόχρονα πολύτιμος αλλά και επικίνδυνος αν ξεφύγει από τον έλεγχο.

Σκλαβοπάζαρα του τότε και του σήμερα

Το φαινόμενο της δουλείας – δηλαδή της εμπορίας και εκμετάλλευσης ανθρώπων ως αντικείμενα προς όφελος άλλων – έχει ρίζες βαθιά στην ιστορία, αλλά δυστυχώς επιβιώνει μέχρι και σήμερα σε νέες μορφές. Παρά την τυπική κατάργηση της δουλείας τον 19ο και 20ό αιώνα, εκτιμάται ότι πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα υπό καθεστώς σύγχρονης δουλείας, αριθμός τριπλάσιος από αυτόν των σκλάβων στο απόγειο του διατλαντικού δουλεμπορίου. Οι «αγορές σκλάβων» λοιπόν δεν αποτελούν μόνο εικόνες του παρελθόντος – έχουν μεταμορφωθεί σε δίκτυα εμπορίας ανθρώπων, εργασιακής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ακόμη και παράνομης εμπορίας ανθρώπινων οργάνων στις μέρες μας.

Από τα αρχαία σκλαβοπάζαρα στην κατάργηση της δουλείας

Αρχαιότητα: Η δουλεία ήταν πανάρχαιος και διαπολιτισμικός θεσμός, νόμιμος σχεδόν σε κάθε αρχαία κοινωνία. Ο άνθρωπος μπορούσε να μετατραπεί σε ιδιοκτησία ενός κυρίου, χάνοντας την ανθρώπινη υπόστασή του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δούλοι αποτελούσαν το 20%-40% του πληθυσμού μιας κοινωνίας – ενδεικτικό της κλίμακας του φαινομένου. Χαρακτηριστικά, στην αρχαία Αθήνα και τη Ρώμη υπήρχαν οργανωμένα σκλαβοπάζαρα και η οικονομία βασιζόταν στην εργασία πλήθους δούλων. Ακόμη και στη Βίβλο καταγράφεται η μαζική υποδούλωση λαών (π.χ. η αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο), ενώ ήδη από το 1780 π.Χ. ο Κώδικας του Χαμουραμπί περιείχε δεκάδες νόμους που ρύθμιζαν τη δουλεία – ένδειξη πόσο θεσμοθετημένη ήταν η ανθρώπινη εκμετάλλευση από τα βάθη της ιστορίας.

Μεσαίωνας: Το δουλεμπόριο συνεχίστηκε και σε μεταγενέστερες εποχές. Στο Βυζάντιο, στον αραβικό και τον οθωμανικό κόσμο, τα σκλαβοπάζαρα παρέμειναν ενεργά. Μάλιστα, η ίδια η λέξη «σκλάβος» (όπως και το αγγλικό slave) προέρχεται από το «Σλάβος» – καθώς πολλοί σλαβικοί λαοί αιχμαλωτίζονταν και πουλιούνταν ως δούλοι κατά τον Μεσαίωνα. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά από την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία άλλαζαν χέρια ως εμπορεύματα. Σε ισλαμικές αγορές αναφέρονται οι Σακάλιμπα, οι Ευρωπαίοι σκλάβοι, ενώ στην Ευρώπη η φεουδαρχία διατήρησε μορφές δουλείας (π.χ. δουλοπάροικοι). Η σκλαβιά ήταν τόσο κοινή αντίληψη, που τo 1204 μ.Χ. – μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους – υπήρχαν σκλαβοπάζαρα όπου πουλιούνταν αιχμάλωτοι ως λάφυρα πολέμου.

Νεότεροι χρόνοι: Από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα εξελίχθηκε η πιο εκτεταμένη και βάναυση μορφή δουλεμπορίου: το διατλαντικό εμπόριο σκλάβων. Ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις (με αφετηρία τους Πορτογάλους) δημιούργησαν εμπορικούς σταθμούς σκλάβων στη δυτική Αφρική, απ’ όπου εκατομμύρια Αφρικανοί απάγονταν και μεταφέρονταν με πλοία στην Αμερική . Υπολογίζεται ότι πάνω από 20.000.000 Αφρικανοί πουλήθηκαν ως σκλάβοι στις αποικίες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής εκείνη την περίοδο. Το ταξίδι με τα δουλεμπορικά πλοία ήταν φρικτό – περίπου το 20% των σκλάβων πέθαινε καθ’ οδόν από κακουχίες. Όσοι επιζούσαν κατέληγαν σε φυτείες και εργοστάσια, τροφοδοτώντας την οικονομική άνοδο της Ευρώπης και της Αμερικής με το αίμα και τον ιδρώτα τους. Με τον καιρό, σημειώθηκαν αντιδράσεις: εξεγέρσεις σκλάβων (π.χ. στην Αϊτή το 1791, στο Μπαρμπάντος το 1816) και άνοδος των κινημάτων κατάργησης της δουλείας. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, η Βρετανία και άλλες χώρες άρχισαν να απαγορεύουν το δουλεμπόριο, και σταδιακά τον 19ο αιώνα η δουλεία καταργήθηκε νομικά στις περισσότερες περιοχές (στις ΗΠΑ το 1865, στη Βραζιλία το 1888, κλπ). Η επίσημη κατάργηση σήμανε το τέλος των φανερών αγορών σκλάβων. Ωστόσο, δεν έσβησε εντελώς την ανθρώπινη εκμετάλλευση – απλώς την έσπρωξε στο σκοτάδι.

Σύγχρονη δουλεία και εμπορία ανθρώπων

Μέλη της εκστρατείας κατά της εμπορίας ανθρώπων, στις 30 Ιουλίου 2021, Παγκόσμια Ημέρα Κατά της Εμπορίας Ανθρώπων. (Public Domain)

 

Παρά τη νομική απαγόρευση, η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα σε διάφορες μορφές. Στην εποχή μας δεν βλέπουμε δημόσια σκλαβοπάζαρα, όμως τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων (human trafficking) λειτουργούν υπόγεια σε παγκόσμια κλίμακα. Θύματα είναι συνήθως οι πιο ευάλωτοι: γυναίκες και κορίτσια που εξαναγκάζονται στην πορνεία, παιδιά που ωθούνται σε επαιτεία, εγκληματικές δραστηριότητες ή παιδική εργασία, ακόμη και άνδρες που υποχρεώνονται σε καταναγκαστική εργασία ή στρατολόγηση (π.χ. αιχμάλωτοι πολέμου σε ορισμένες εμπόλεμες περιοχές). Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, περίπου 40,3 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε καθεστώς σύγχρονης σκλαβιάς διεθνώς – αριθμός σοκαριστικός, αν σκεφτούμε πόσο υπερβαίνει το σύνολο των Αφρικανών που υποδουλώθηκαν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας. Περισσότεροι από τους μισούς σύγχρονους σκλάβους (σχεδόν 25 εκατομμύρια) βρίσκονται σε καταναγκαστική εργασία, δουλεύοντας υπό απειλή ή εξαναγκασμό, ενώ εκατομμύρια άλλοι είναι παγιδευμένοι σε σεξουαλική εκμετάλλευση ή σε καταναγκαστικούς γάμους και οικιακή δουλεία.

Η εμπορία ανθρώπων συχνά περιγράφεται ως η σύγχρονη μορφή δουλεμπορίου. Πρόκειται για διεθνώς οργανωμένα εγκληματικά κυκλώματα που στρατολογούν, μεταφέρουν και πωλούν ανθρώπους για κέρδος – είτε για εργασία είτε για σεξ είτε για άλλους σκοπούς. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να έχουν απαχθεί ή να έχουν παρασυρθεί με ψεύτικες υποσχέσεις εργασίας και καλύτερης ζωής. Η βασική συνθήκη που τους καθιστά ευάλωτους είναι συνήθως η φτώχεια και η περιθωριοποίηση. Σε αντίθεση με την παλιά δουλεία, σήμερα η εκμετάλλευση γίνεται στη σκιά: τα θύματα συχνά φοβούνται να μιλήσουν, δεν έχουν χαρτιά ή δικαιώματα, και οι δουλέμποροι του 21ου αιώνα εκμεταλλεύονται αυτή τη θέση αδυναμίας με τη βία, την εξαπάτηση και τον εκφοβισμό.

Εμπόριο οργάνων: το νέο πρόσωπο του δουλεμπορίου

Μία από τις πιο ανατριχιαστικές σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης είναι η εμπορία ανθρωπίνων οργάνων. Με την πρόοδο της μεταμοσχευτικής ιατρικής τον 20ό αιώνα, έγινε εφικτή η μεταμόσχευση ζωτικών οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο – μια θεραπεία που σώζει ζωές. Όμως η ζήτηση για μοσχεύματα γρήγορα ξεπέρασε κατά πολύ την προσφορά διαθέσιμων οργάνων από εθελοντές δωρητές. Σήμερα, οι νόμιμες μεταμοσχεύσεις καλύπτουν μόλις το 10% των παγκόσμιων αναγκών των ασθενών που περιμένουν για μόσχευμα . Αυτό σημαίνει ότι χιλιάδες ασθενείς πεθαίνουν κάθε χρόνο αναμένοντας ένα όργανο που δεν βρίσκεται. Αυτό το συντριπτικό έλλειμμα δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για ένα διεθνές εγκληματικό εμπόριο: ανθρώπινα όργανα μπορούν πλέον να αγοραστούν, με το κατάλληλο τίμημα, στη μαύρη αγορά.

Το παράνομο εμπόριο οργάνων είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο – μια βρώμικη επιχειρηματική αλυσίδα που ενώνει πλούσιους ασθενείς με φτωχούς ή ευάλωτους «δωρητές». Παρόλο που σχεδόν όλες οι χώρες το απαγορεύουν ρητά, εκτιμάται ότι τα λαθραία μοσχεύματα αποτελούν έως και το 10% του συνόλου των μεταμοσχεύσεων παγκοσμίως . Τα κέρδη αυτού του αιματηρού εμπορίου είναι τεράστια – υπολογίζονται χονδρικά από 840 εκατομμύρια έως 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως . Για τους «αγοραστές» (συνήθως πλούσιους ασθενείς από ανεπτυγμένες χώρες), ένα νεφρό στη μαύρη αγορά μπορεί να κοστίσει από 50.000 μέχρι 120.000 δολάρια . Τα χρήματα αυτά διακινούνται μέσω ενός διεθνούς δικτύου μεσαζόντων – «μεσίτες» που εντοπίζουν πρόθυμους ή εξαπατημένους δότες, γιατρούς και ιδιωτικές κλινικές που πραγματοποιούν τις μεταμοσχεύσεις, συχνά σε χώρες με χαλαρούς ελέγχους. Ελάχιστα από αυτά τα χρήματα φτάνουν στον ίδιο τον «δότη» – το θύμα. Οι λεγόμενοι δότες προέρχονται σχεδόν πάντα από φτωχές και ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες αναπτυσσόμενων χωρών, και πολλές φορές έχουν παραπλανηθεί, εξαναγκαστεί ή πιεστεί να πουλήσουν τα όργανά τους .

Για παράδειγμα, έρευνες στο Μπαγκλαντές αποκάλυψαν ένα ανθηρό παράνομο δίκτυο εμπορίας νεφρών: πλούσιοι ασθενείς από το εξωτερικό έρχονταν σε επαφή με φτωχούς Μπαγκλαντεσιανούς μέσω μεσαζόντων. Οι απελπισμένοι αυτοί άνθρωποι – συχνά χρεωμένοι, άνεργοι ή πρόθυμοι να μεταναστεύσουν για μια καλύτερη ζωή – δέχονταν να πουλήσουν το ένα νεφρό τους πιστεύοντας σε ψεύτικες υποσχέσεις αμοιβής και βοήθειας. Όπως περιγράφει ανθρωπολογική μελέτη, οι μεσάζοντες παρουσίαζαν την πράξη αυτή ως «δωρεά» και ‘τάιζαν’ τα θύματα με έναν ολόκληρο «πακέτο εξαπάτησης»: ισχυρίζονταν ότι ο άνθρωπος έχει ένα «κοιμισμένο νεφρό» που περισσεύει, υπόσχονταν μεγάλα χρηματικά ποσά, ακόμη και ταξίδια ή βίζα για το εξωτερικό – πράγματα εντελώς ψευδή . Πολλοί από τους φτωχούς δότες δεν γνώριζαν καν τι είναι ακριβώς το νεφρό ή τι κινδύνους συνεπάγεται η αφαίρεσή του, πριν βρεθούν στο χειρουργείο. Μετά την εγχείρηση, αντί για την υποσχόμενη ανταμοιβή, αρκετοί έπεφταν θύματα νέας εκμετάλλευσης: κάποιοι «δωρητές» πληρώνονταν ένα μικρό μόνο μέρος των συμφωνημένων χρημάτων και στη συνέχεια εκδιώκονταν βίαια, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις όπου οι λήπτες και οι μπράβοι τους, χτύπησαν τους φτωχούς δότες όταν ζήτησαν τα «δεδουλευμένα». Άλλοι, όταν μετάνιωσαν και θέλησαν να αποσυρθούν, αναγκάστηκαν υπό την απειλή όπλων να προχωρήσουν στη «δωρεά». Τα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα που ακολούθησαν αυτού του είδους τις «δωρεές» οργάνων ήταν μεγάλα: χρόνια προβλήματα υγείας, αδυναμία για εργασία, κοινωνικός στιγματισμός και βαθιά κατάθλιψη – μια τραγική ειρωνεία, καθώς πούλησαν το όργανό τους ελπίζοντας να ξεφύγουν από τη φτώχεια, και βρέθηκαν τελικά σε χειρότερη εξαθλίωση.

Το παράδειγμα αυτό υπογραμμίζει πως η ματαιοδοξία και η απόγνωση συναντώνται στην αγορά των οργάνων: από τη μία, εύποροι ασθενείς που επιζητούν απελπισμένα να παρατείνουν τη ζωή τους, και από την άλλη άποροι άνθρωποι που νιώθουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πουλήσουν ένα κομμάτι από το σώμα τους. Πρόκειται στην ουσία για μια σύγχρονη εκδοχή δουλεμπορίου, όπου το «εμπόρευμα» δεν είναι πια ολόκληρος ο άνθρωπος, αλλά τα εσωτερικά του όργανα. Και όμως, πίσω από αυτή την αγοραπωλησία οργάνων, κρύβεται συχνά κάτι ακόμη χειρότερο από την οικονομική εκμετάλλευση ενός απελπισμένου πωλητή: σε ορισμένες περιπτώσεις, τα όργανα δεν πωλούνται εκούσια – αλλά αρπάζονται με τη βία. Σε αυτά τα σκοτεινά περιστατικά, δεν μιλάμε πια για συναλλαγή, αλλά για δολοφονία με σκοπό την αφαίρεση οργάνων.

Η περίπτωση της Κίνας: Εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ ζητούν τον τερματισμό των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων στην Κίνα. Νέα Υόρκη, 16 Μαΐου 2019. (Samira Bouaou/The Epoch Times)

 

Ένα από τα πιο διαβόητα παραδείγματα οργανωμένης σύγχρονης δουλείας είναι οι καταγγελίες για εξαναγκαστική αφαίρεση οργάνων κρατουμένων στην Κίνα. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες έναν από τους μεγαλύτερους τομείς μεταμοσχεύσεων οργάνων στον κόσμο – όμως πλήθος στοιχείων υποδεικνύουν ότι αυτός ο τομέας τροφοδοτείται από την κρατική εκμετάλλευση φυλακισμένων. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, είχε γίνει γνωστό ότι στην Κίνα αφαιρούνταν όργανα από εκτελεσμένους θανατοποινίτες για μεταμόσχευση, με την ανοχή (ή και σύμπραξη) των αρχών. Η πρακτική αυτή – που θεωρήθηκε καταχρηστική αλλά όχι εντελώς μυστική – υποτίθεται ότι θα περιοριζόταν. Όμως, γύρω στο 2000, συνέβη κάτι που εκτόξευσε το φαινόμενο: το Πεκίνο εξαπέλυσε μια ευρείας κλίμακας εκστρατεία καταστολής εναντίον του πνευματικού κινήματος διαλογισμού Φάλουν Γκονγκ. Εκατοντάδες χιλιάδες ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν σε όλη τη χώρα, πολλοί χωρίς δίκη, απλώς λόγω των πεποιθήσεών τους. Από εκείνο το σημείο και μετά το μεταμοσχευτικό πρόγραμμα της Κίνας γνώρισε ανεξήγητη άνθηση.

Διεθνείς εμπειρογνώμονες άρχισαν να παρατηρούν ανησυχητικά στοιχεία: τα κινεζικά νοσοκομεία διαφήμιζαν εξαιρετικά σύντομους χρόνους αναμονής για όργανα προς μεταμόσχευση – μερικές φορές μόλις λίγων ημερών ή εβδομάδων, για όργανα όπως καρδιά και ήπαρ, όταν σε άλλες χώρες οι ασθενείς περιμένουν χρόνια . Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι στην Κίνα τα όργανα ήταν διαθέσιμα κατά παραγγελία. Όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός βουλευτής Κρις Σμιθ, «μπορείς να αποκτήσεις όργανο σε μια βδομάδα, γιατί ‘απλώς’ σκοτώνουν κάποιον που ταιριάζει στα χαρακτηριστικά σου, ώστε να μη συμβεί απόρριψη». Οι σοκαριστικές αυτές καταγγελίες υποδηλώνουν ότι στην Κίνα υπάρχει μια κρυφή «δεξαμενή» ζωντανών δοτών, οι οποίοι θανατώνονται τη στιγμή που χρειάζεται να εξαχθούν τα όργανά τους για κάποιον ασθενή.

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι «δότες»-φαντάσματα; Πληθαίνουν οι αποδείξεις ότι πρόκειται κυρίως για κρατούμενους συνείδησης – ανθρώπους φυλακισμένους λόγω των πεποιθήσεων, της θρησκείας ή της εθνικότητάς τους. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, πολλοί από τους οποίους εξαφανίστηκαν σε στρατόπεδα εργασίας και δεν βρέθηκαν ποτέ. Καταγγελίες όμως αφορούν και Ουιγούρους μουσουλμάνους στην επαρχία Σιντζιάνγκ (όπου επίσης κρατούνται μαζικά σε στρατόπεδα «επανεκπαίδευσης»), Θιβετιανούς βουδιστές, ακόμη και χριστιανούς και άλλες μειονότητες . Έχουν περάσει χρόνια από τότε που ερευνητές και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων – μεταξύ των οποίων ένα Ανεξάρτητο Λαϊκό Δικαστήριο γνωστό ως China Tribunal στο Λονδίνο – εξέτασαν τα στοιχεία και κατηγόρησαν επίσημα το κινεζικό καθεστώς ότι διεξάγει αυτό το μακάβριο εμπόριο οργάνων κρατουμένων συνείδησης, αφαιρώντας τα χωρίς συναίνεση και θανατώνοντας τους «δότες» στη διαδικασία . Το ανεξάρτητο China Tribunal, μάλιστα, στο τελικό πόρισμά του το 2019 δήλωσε ομόφωνα ότι είναι «σίγουρο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» πως στην Κίνα πραγματοποιείται επί μακρόν αναγκαστική αφαίρεση οργάνων από κρατουμένους συνείδησης, σε πολύ μεγάλο αριθμό θυμάτων . Τα στοιχεία που εξέτασε το δικαστήριο περιελάμβαναν μαρτυρίες από πρώτο χέρι από πρώην κρατουμένους και ιατρικό προσωπικό: πολλοί κρατούμενοι υποβάλλονταν σε ύποπτες ιατρικές εξετάσεις (αιματολογικές, υπέρηχοι, ακτινογραφίες) μέσα στη φυλακή – εξετάσεις που στόχευαν προφανώς στον έλεγχο της υγείας των οργάνων τους . Συχνά, όταν δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν ποινή θανάτου επίσημα, οι κρατούμενοι «εξαφανίζονταν» και λίγο αργότερα τα σώματά τους παραδίδονταν στις οικογένειες με εμφανή σημάδια χειρουργικών επεμβάσεων.

Οι προσωπικές μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές. Η Χαν Γιου, κόρη ενός ασκούμενου του Φάλουν Γκονγκ, αφηγείται πως ο πατέρας της συνελήφθη υγιέστατος και πέθανε μυστηριωδώς μέσα σε δύο μήνες στη φυλακή. Όταν επετράπη στην οικογένεια να δει το άψυχο σώμα του, παρατήρησαν μια μεγάλη τομή που ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέβαινε ως την κοιλιά, πρόχειρα ραμμένη, και ύποπτες μελανιές στο πρόσωπο . Η Χαν προσπάθησε να ανοίξει τα ρούχα του πατέρα της για να ελέγξει την τομή, αλλά οι φρουροί την πέταξαν έξω με τη βία. Μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, οι συγγενείς πρόλαβαν να δουν ότι η κοιλιά του ήταν γεμάτη πάγο – τα όργανα έλειπαν . Αργότερα, ένας αξιωματούχος τούς είπε κυνικά ότι «τα όργανα του πατέρα σας χρησιμοποιήθηκαν ως ιατρικά δείγματα» και η οικογένεια κατάλαβε πως ουσιαστικά ο άνθρωπός τους δολοφονήθηκε για τα όργανά του. Παρόμοια περιστατικά έχουν καταγγελθεί από πολλές πλευρές: ξαφνικοί θάνατοι κρατουμένων χωρίς σαφή αιτία, σώματα με ραφές και χειρουργικά ίχνη, βεβιασμένες αποτεφρώσεις σορών από τις Αρχές και απόλυτη σιωπή όταν οι συγγενείς ζητούν εξηγήσεις .

Ένα πρόσφατο περιστατικό ανέδειξε ωμά τη σύνδεση μεταξύ εξουσίας, ματαιοδοξίας και του εμπορίου οργάνων. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2025, στη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στο Πεκίνο, ανοιχτό μικρόφωνο μετέδωσε μια συζήτηση μεταξύ του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ και του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Σι σχολίαζε ότι σήμερα οι άνθρωποι ζουν περισσότερο – «παλιά οι άνθρωποι σπάνια έφταναν τα 70· σήμερα στα 70 είσαι ακόμη παιδί», είπε – όταν ο Πούτιν, μέσω διερμηνέα, πρόσθεσε: «Με την πρόοδο της βιοτεχνολογίας, τα ανθρώπινα όργανα μπορούν να αντικαθίστανται συνεχώς, επιτρέποντάς μας να γινόμαστε όλο και νεότεροι. Ίσως φτάσουμε και στην αθανασία… Υπολογίζεται ότι αυτόν τον αιώνα ο άνθρωπος θα μπορεί να ζήσει έως τα 150» . Λίγο μετά χάθηκε το ηχητικό, αλλά τα λόγια καταγράφηκαν. Η συνομιλία αυτή –μεταξύ δύο εκ των ισχυρότερων ηγετών του κόσμου – αποτυπώνει κυνικά μια αντίληψη: ότι η συνεχής αντικατάσταση ανθρωπίνων οργάνων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επιμηκύνει δραματικά τη ζωή, ίσως και να προσφέρει κάτι σαν «αθανασία» στους ισχυρούς. Για ανθρώπους όπως η Χαν Γιου, που έχασε τον πατέρα της υπό αυτές τις συνθήκες, το να ακούει τον ανώτατο ηγέτη της Κίνας να μιλά για «αέναη αντικατάσταση οργάνων» είναι ανατριχιαστικό: «Από τα λεγόμενά του φαίνεται να υπονοεί ότι υπάρχει άφθονη προσφορά οργάνων σε αναμονή. Αναρωτιέμαι: πόσοι ακόμα άνθρωποι σαν τον πατέρα μου θα χάσουν τη ζωή τους;» είπε στην Epoch Times.

Συγκέντρωση για τον τερματισμό των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων στην Κίνα, έξω από το Αμερικανικό Συνέδριο Μεταμοσχεύσεων του 2024. Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, 2 Ιουνίου 2024. (Andrew Li/The Epoch Times)

 

Η διεθνής κατακραυγή για αυτές τις πρακτικές αυξάνεται. Το 2021, ομάδα ειδικών του ΟΗΕ εξέφρασε «εξαιρετική ανησυχία» για τις αξιόπιστες πληροφορίες περί στοχευμένης αφαίρεσης οργάνων από μέλη θρησκευτικών, εθνοτικών και άλλων μειονοτήτων στην Κίνα. Η Κίνα επισήμως αρνείται τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι από το 2015 έχει σταματήσει να χρησιμοποιεί όργανα εκτελεσθέντων και βασίζεται μόνο σε εθελοντικές δωρεές. Ωστόσο, δεν έχει δώσει επαρκείς εξηγήσεις για τους ασυνήθιστα σύντομους χρόνους αναμονής ούτε για την τεράστια αύξηση μεταμοσχεύσεων που καταγράφεται στις στατιστικές της. Ανεξάρτητοι ερευνητές σημειώνουν ότι τα επίσημα στοιχεία δωρητών δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν τον αριθμό των μεταμοσχεύσεων – το κενό εξακολουθεί να καλύπτεται από πηγές που η κυβέρνηση δεν εξηγεί. Το Ανεξάρτητο Δικαστήριο για την Κίνα χαρακτήρισε την αναγκαστική αφαίρεση οργάνων ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, καλώντας τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει πως όποιος συνεργάζεται ουσιαστικά με τη σημερινή ΛΔ Κίνας «συνεργάζεται με ένα εγκληματικό κράτος», όπως αναφέρει στο πόρισμά του.

Φτώχεια: αιτία ή εργαλείο της σύγχρονης σκλαβιάς;

Ένας από τους κύριους παράγοντες που οδηγούν ανθρώπους στα δίχτυα του trafficking (είτε για εργασία, σεξ ή όργανα) είναι αναμφίβολα η φτώχεια. Η ανέχεια, η έλλειψη ευκαιριών και η απόγνωση ωθούν τα θύματα να ρισκάρουν – να εμπιστευτούν ύποπτες υποσχέσεις δουλειάς στο εξωτερικό, να αποδεχτούν επικίνδυνες «ευκαιρίες» ή ακόμα και να πουλήσουν κάποιο όργανό τους. Όπως φάνηκε και στο παράδειγμα του Μπαγκλαντές, για τους φτωχούς ανθρώπους το δέλεαρ του χρήματος μπορεί να τους κάνει να παραβλέψουν τους κινδύνους: «Για τους 33 ανθρώπους που πουλήσανε το νεφρό τους, η απάντηση ήταν απλή: η φτώχεια» σημειώνει ερευνητής.

(Jay Directo/AFP/Getty Images)

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι: θα μπορούσε η φτώχεια αυτή καθαυτή να «χειραγωγηθεί» τεχνητά έτσι ώστε να εξυπηρετήσει τα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα; Με άλλα λόγια, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιοι επιτείνουν ή εκμεταλλεύονται σκόπιμα τη φτώχεια πληθυσμών, προκειμένου να έχουν ένα ανεξάντλητο απόθεμα φθηνών «ανθρώπινων πόρων» προς εκμετάλλευση; Η ιδέα αυτή αγγίζει τα όρια της συνωμοσίας, όμως ιστορικά παρατηρούμε ότι η σχέση οικονομικών συνθηκών και δουλείας είναι αμφίδρομη. Για παράδειγμα, τον Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή, οι τιμές και η διαθεσιμότητα των δούλων επηρεάζονταν από την ευρύτερη οικονομία: όταν ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο των ελεύθερων εργατών (και άρα οι μισθοί), οι δουλοκτήτες αντιδρούσαν ακόμα και εξαπολύοντας πολέμους για να αιχμαλωτίσουν φθηνούς δούλους και να ρίξουν το κόστος εργασίας. Αντίθετα, όταν σε κάποια περιοχή επικρατούσε εξαθλίωση και οι μισθοί ήταν ήδη πάρα πολύ χαμηλοί, οι μεγαλογαιοκτήμονες έβρισκαν ασύμφορη τη συντήρηση σκλάβων – προτιμούσαν τους εξαθλιωμένους ελεύθερους εργάτες που δούλευαν για ψίχουλα, χωρίς να χρειάζεται να τους αγοράσουν ή να τους ταΐζουν. Με άλλα λόγια, η ακραία φτώχεια από μόνη της μπορεί να καταστήσει περιττή τη «φόρμουλα» της δουλείας, επειδή δημιουργεί έναν πληθυσμό που δουλεύει αναγκαστικά για ελάχιστα, έτσι κι αλλιώς.

Στον σύγχρονο κόσμο, βλέπουμε παρόμοιες δυναμικές. Τα κυκλώματα trafficking ανθίζουν ιδιαίτερα σε περιοχές με οικονομική ανέχεια, πολιτική αστάθεια και διαφθορά – εκεί όπου οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι και απροστάτευτοι. Δεν υπάρχουν εύκολες αποδείξεις ότι κάποια κυβέρνηση ή οργάνωση προκαλεί επίτηδες τη φτώχεια αποκλειστικά για να παράξει σκλάβους ή «δότες» οργάνων. Ωστόσο, είναι αληθές ότι πολλοί ισχυροί παράγοντες επωφελούνται από τις υπάρχουσες ανισότητες και τη δυστυχία. Σε χώρες όπου το οργανωμένο έγκλημα συνεργάζεται με διεφθαρμένους αξιωματούχους, ουσιαστικά διαιωνίζεται μια κατάσταση ατιμωρησίας: οι έμποροι ανθρώπων μπορούν να δρουν ανεμπόδιστα, οπότε δεν υπάρχει πίεση για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα βγάλουν τον πληθυσμό από τη φτώχεια. Για τα κυκλώματα αυτά, μια δεξαμενή ανέργων, αγράμματων ή απελπισμένων ανθρώπων είναι πολύτιμη – είναι η πρώτη ύλη του «εμπορεύματος» τους. Έτσι, έμμεσα, η φτώχεια λειτουργεί σαν εργαλείο των σύγχρονων δουλεμπόρων. Την εκμεταλλεύονται και τη χειραγωγούν: φορτώνουν τα θύματα με χρέη (π.χ. μέσω δανείων-παγίδων), τα απομονώνουν από οποιαδήποτε βοήθεια και τα κρατούν σε συνθήκες τρόμου και επισφάλειας, ώστε να μην μπορούν να αποδράσουν από τον κύκλο εκμετάλλευσης.

Στην περίπτωση της εμπορίας οργάνων, όπως περιγράφει η εμπειρογνώμονας Μόνιρ Μονιρουζαμάν για την αγορά νεφρών στο Μπαγκλαντές, «όλη η διαδικασία στρατολόγησης είναι ένα πακέτο εξαπάτησης που χειραγωγεί τους φτωχούς ανθρώπους». Οι διακινητές υπόσχονται στους εξαθλιωμένους «δότες» χρήματα, ιατρική φροντίδα ακόμη και ταξίδια, εκμεταλλευόμενοι τα όνειρα που γεννά η φτώχεια. Τελικά, αφού πάρουν αυτό που θέλουν (το όργανο), τους εγκαταλείπουν και προχωρούν στους επόμενους. Από την άλλη πλευρά, οι παραλήπτες των παράνομων μοσχευμάτων συχνά εθελοτυφλούν ως προς την ηθική διάσταση. Κάποιοι αρνούνται να σκεφτούν ότι συμμετέχουν σε έγκλημα∙ βλέπουν απλώς μια «υπηρεσία υγείας» την οποία πληρώνουν. Σε μια περίπτωση, ένας εύπορος ασθενής διοργάνωσε ακόμη και φιλανθρωπική εκδήλωση για να συγκεντρώσει χρήματα και ταξίδεψε στο Πακιστάν να αγοράσει νεφρό, αντί να δεχτεί μεταμόσχευση από συγγενή – δικαιολογώντας το ότι «δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την υγεία της οικογένειάς του». Τέτοιες λογικές καταδεικνύουν μια ωμή ματαιοδοξία: την πίστη πως η ζωή των πλουσίων (ή των ‘σημαντικών’) αξίζει τόσο, που μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον ακόμη και εις βάρος της ζωής ενός φτωχού αγνώστου. Όπως περιέγραψε χαρακτηριστικά ένας αναλυτής, οι σύγχρονοι αυτοί ‘αγοραστές’ αντιμετωπίζουν το ανθρώπινο όργανο σαν εμπόρευμα παρόμοιο με έναν φορητό υπολογιστή – η τιμή ενός νεφρού στη μαύρη αγορά (περί τα 1.500 δολάρια στο Μπαγκλαντές) δεν τους κοστίζει περισσότερο από ένα λάπτοπ, συνεπώς θεωρούν εύλογο να το αγοράσουν.

Ομαδική φωτογραφία συνέδρων μετά από συνάντηση με τίτλο «BIMSTEC Υποομάδα Κατά της Εμπορίας Ανθρώπων» στην Ντάκα. Μπαγκλαντές, 6 Απριλίου 2025. (Public Domain)

 

Από τα σκλαβοπάζαρα της αρχαιότητας μέχρι τις σημερινές μυστικές κλινικές παράνομων μεταμοσχεύσεων, η ιστορία της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο φαίνεται να διατρέχει τους αιώνες με διαφορετικά προσωπεία αλλά την ίδια ουσία. Η ανθρώπινη ζωή, όταν υποτιμάται σε αντικείμενο προς πώληση, ανοίγει την πόρτα στη βαρβαρότητα. Οι μορφές μπορεί να αλλάζουν – από τους αλυσοδεμένους δούλους στις φυτείες, στις γυναίκες-«σκλάβες του σεξ» στους οίκους ανοχής και στους ανώνυμους κρατουμένους που «θερίζονται» για τα όργανά τους – αλλά ο πυρήνας είναι κοινός: η απληστία και η αδιαφορία για την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Στην περίπτωση της Κίνας, βλέπουμε πώς ένας σύγχρονος ολοκληρωτικός μηχανισμός μπορεί να επαναφέρει τη λογική των σκλαβοπάζαρων υπό το πέπλο της ιατρικής προόδου. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κρατικά ενορχηστρωμένο δουλεμπόριο, όπου τα θύματα όχι μόνο υποδουλώνονται, αλλά θανατώνονται για να αποσπαστεί από μέσα τους ό,τι θεωρείται πολύτιμο εμπόρευμα – ένα υγιές ζωτικό όργανο. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα εξυπηρετεί τη ματαιοδοξία εκείνων που πιστεύουν ότι μπορούν να νικήσουν το θάνατο εις βάρος άλλων. Όπως έχουν επισημάνει διεθνείς παρατηρητές, η ωμή, βιομηχανική αντιμετώπιση του ανθρώπινου σώματος σαν απλό απόθεμα ανταλλακτικών θυμίζει τις χειρότερες φρικαλεότητες του 20ού αιώνα.

Και όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά: η παγκόσμια ευαισθητοποίηση και αντίδραση. Η εποχή που ζούμε – όσο σκοτεινή κι αν μοιάζει ενίοτε – είναι επίσης μια εποχή όπου η πληροφορία και η φωνή των θυμάτων μπορούν να ταξιδέψουν μακριά. Δημοσιογραφικές έρευνες, εκθέσεις οργανισμών και το θάρρος των επιζησάντων έχουν αρχίσει να φέρνουν στο φως αυτές τις αθέατες αλυσίδες σκλαβιάς. Η διεθνής κοινότητα (ΟΗΕ, κοινοβούλια, ακτιβιστές) ασκεί πίεση: ζητά διαφάνεια, λογοδοσία και αυστηρές κυρώσεις για όσους διαπράττουν τέτοια εγκλήματα. Η μάχη μόνο εύκολη δεν είναι, καθώς τα οικονομικά συμφέροντα είναι τεράστια και οι εγκληματικές δομές περίπλοκες. Ωστόσο, το πρώτο βήμα για την καταπολέμηση αυτής της νέας μορφής δουλεμπορίου είναι ακριβώς αυτό: να αναγνωρίσουμε ότι συμβαίνει και να μην κοιτάζουμε αλλού.

Σε τελική ανάλυση, όσο υπάρχει ακραία φτώχεια και διαφθορά στον κόσμο, οι επίδοξοι δουλέμποροι θα βρίσκουν τρόπους να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. Η πρόκληση για τις σύγχρονες κοινωνίες είναι διττή: αφ’ ενός, να εξαρθρώσουν τα εγκληματικά δίκτυα εμπορίας ανθρώπων – είτε πρόκειται για σεξουαλική εκμετάλλευση, είτε για εργασιακή δουλεία είτε για εμπόριο οργάνων – και αφ’ ετέρου να θεραπεύσουν τη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή τη φτώχεια και την έλλειψη εκπαίδευσης που αφήνουν εκατομμύρια ανθρώπους ευάλωτους σε τέτοιες θηριωδίες. Μόνο έτσι θα κλείσει επιτέλους το μαύρο κεφάλαιο των σκλαβοπάζαρων, τόσο του τότε όσο και του σήμερα – μετατρέποντας το εμπόριο ανθρώπων από ζωντανή πραγματικότητα σε μια πραγματικά απαγορευμένη ανάμνηση της ιστορίας.

Οι ιστορικές επαφές μεταξύ Ρώμης και Κίνας

Για σχεδόν χίλια χρόνια, δύο από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της αρχαιότητας – η ρωμαϊκή και η κινεζική – συνυπήρχαν στον κόσμο, συνδεδεμένες μέσω πολύπλοκων δικτύων εμπορίου, διπλωματίας και πολιτισμικών ανταλλαγών που εκτείνονταν από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Αυτή η επική ιστορία επαφών και συνεργασιών δεν είναι απλώς μια αφήγηση γεωγραφικών αποστάσεων που γεφυρώθηκαν, αλλά ένα συναρπαστικό χρονικό του τρόπου με τον οποίο δύο μεγάλοι πολιτισμοί επηρέασαν έμμεσα και άμεσα τις τύχες του καθενός, δημιουργώντας τα θεμέλια της παγκόσμιας διασυνδεσιμότητας που γνωρίζουμε σήμερα.

Οι δρόμοι του μεταξιού, που συνέδεσαν αυτούς τους απομακρυσμένους κόσμους, δεν ήταν απλώς εμπορικές διαδρομές αλλά γέφυρες πολιτισμών που μετέφεραν όχι μόνο πολύτιμα αγαθά, αλλά και ιδέες, τεχνολογίες, θρησκείες και ναι, δυστυχώς, θανατηφόρες επιδημίες. Από τους Νεστοριανούς μοναχούς που έκλεψαν τα μυστικά της μεταξουργίας από την Κίνα μέχρι τις δραματικές συναντήσεις μεταξύ ρωμαϊκών και κινεζικών εκπροσώπων, η ιστορία αποκαλύπτει πόσο κοντά ήρθαν αυτές οι δύο υπερδυνάμεις στη δημιουργία άμεσων πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών.

Οι πρώτες επαφές: Από το μυστήριο στην πραγματικότητα

Η πρώτη πραγματική επαφή μεταξύ των δύο κόσμων ξεκίνησε με μια αποστολή που ξεκίνησε από την απόγνωση. Το 141 π.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Γου ανέλαβε την εξουσία, άρχισε έναν μνημειώδη πόλεμο εναντίον των Σιονγκνού, των νομάδων ιππέων που ήλεγχαν την βόρεια στέπα. Κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης, ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε ότι χρειάζονταν ξένοι σύμμαχοι για να ελέγξουν τη στέπα και να αντικαταστήσουν τις μεγάλες απώλειες που υπέστη το κινεζικό ιππικό.

Ο Γου θυμήθηκε τους Γιούεζι, ένα λαό που είχε νικηθεί και διωχθεί από τους Σιονγκνού. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσαν να έλθουν σε επαφή σε όποια απομακρυσμένη περιοχή της μακρινής δύσης είχαν καταφύγει μετά την ήττα τους. Αλλά ποια εδάφη εκτείνονταν στα δυτικά της Κίνας; Μόνο μια φαινομενικά ατελείωτη έρημος και στέπα που περιβάλλονταν από απρόσιτα βουνά.

Το 138 π.Χ., ο Ζανγκ Τσιαν, ένας εξαιρετικός διπλωμάτης, ξεκίνησε προς τα δυτικά σε άγνωστες περιοχές με σχεδόν εκατό ακολούθους, συμπεριλαμβανομένων συμβούλων, ένοπλων φρουρών και ξένων οδηγών. Η αποστολή του ήταν εξαιρετικής σπουδαιότητας. Έπειτα από δέκα χρόνια αιχμαλωσίας στα στρατόπεδα των Σιονγκνού, ο Ζανγκ Τσιαν και οι σύντροφοί του κατάφεραν να διαφύγουν, διασχίζοντας τα περάσματα των βουνών Παμίρ, για να εισέλθουν σε περαιτέρω άγνωστες περιοχές.

Στη γόνιμη κοιλάδα της Φεργκάνας, ο Ζανγκ Τσιαν έκανε μια εκπληκτική ανακάλυψη, που μεταμόρφωσε τις κινεζικές αντιλήψεις για τον κόσμο που κατοικούσαν. Οι άνθρωποι που ζούσαν στην κοιλάδα και τις περιοχές πέρα από αυτήν ήταν μέρος ενός άλλου προηγμένου πολιτισμού, εντελώς άγνωστου στους Κινέζους. Αυτοί οι παράξενοι πληθυσμοί δεν έμοιαζαν με τον λαό των Χαν, παρόλα αυτά είχαν δημιουργήσει έναν προηγμένο πολιτισμό βασισμένο στη γεωργία, τις πόλεις, τα βασίλεια και τις αυτοκρατορίες.

Η ελληνιστική κληρονομιά στην Κεντρική Ασία

Αυτό που ο Ζανγκ Τσιαν δεν γνώριζε ήταν ότι είχε φτάσει σε μια περιοχή που κυριαρχείτο από τους απογόνους των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 330 π.Χ., ο Αλέξανδρος είχε φτάσει στη Σογδιανή με τα στρατεύματά του. Στα βόρεια σύνορά της, ο πλατύς ποταμός Γαξάρτης φαινόταν να σηματοδοτεί το όριο του πολιτισμένου κόσμου.

Στον απομακρυσμένο αυτόν χώρο, στην άκρη του κόσμου, ο Αλέξανδρος άρχισε να κτίζει μια ελληνικού τύπου πρωτεύουσα και ένα στρατιωτικό κέντρο διοίκησης. Αυτή η απομακρυσμένη τοποθεσία, κατοικημένη από Έλληνες βετεράνους, θα στεκόταν ως πόλη στην άκρη του γνωστού πολιτισμού, ένα προπύργιο ενάντια στη γειτονική στέπα. Ιδρύθηκε το 330 π.Χ., και έγινε γνωστή ως Αλεξάνδρεια Εσχάτη – η Αλεξάνδρεια η πιο μακρινή.

Η Αλεξάνδρεια Εσχάτη υπήρχε για σχεδόν δύο αιώνες, όταν ο Ζανγκ Τσιαν άρχισε την κάθοδό του στην κοιλάδα της Φεργκάνας. Μέχρι τότε, η περιπλανώμενη ομάδα των διορισμένων από τη δυναστεία Χαν είχε περισσότερο την εμφάνιση φυγάδων παρά υπέροχων πρεσβευτών μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι εκείνης της εξελληνισμένης περιοχής μάντεψαν αμέσως την προέλευση τους.

Η γέννηση του Δρόμου του Μεταξιού

Η επίσημη επαφή μεταξύ της Κίνας και του ελληνιστικού κόσμου οδήγησε σε μια από τις πιο φιλόδοξες στρατιωτικές εκστρατείες της αρχαιότητας. Το 102 π.Χ., ο καλά πειθαρχημένος στρατός των Χαν βάδισε σε τάξεις μέσω της κοιλάδας της Φεργκάνας προς τη βαριά οχυρωμένη Αλεξάνδρεια Εσχάτη. Είχαν ταξιδέψει περισσότερα από χίλια μίλια διασχίζοντας τις εχθρικές περιοχές του Ταρίμ για να φτάσουν στον προορισμό τους.

Οι Κινέζοι αναζητούσαν ένα απίστευτο βραβείο σε αυτήν τη μακρινή περιοχή – έναν πόρο που θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας και τη μοίρα του πολιτισμού τους. Εκείνη την εποχή, τα κινεζικά άλογα θύμιζαν τις μικρές ράτσες που μοιάζουν με πόνι και απεικονίζονται στον Πήλινο Στρατό. Επομένως, τα μεγάλα ελληνο-βακτριανά άλογα που διατηρούσαν οι ελληνικοί στρατοί ήταν κάτι εντελώς νέο για αυτούς.

Τα άλογα της Αλεξάνδειας Εσχάτης κατάγονταν από τα άλογα που ο Αλέξανδρος και το επίλεκτο ιππικό του είχαν ιππεύσει στη νικηφόρο τους εκστρατεία κατά της περσικής αυτοκρατορίας. Αιώνες επιλεκτικής εκτροφής στη συνέχεια είχαν αναπτύξει περσικό και ευρωπαϊκό απόθεμα ενός δυνατού ζώου, που μπορούσε εύκολα να φέρει το βάρος θωρακισμένων αναβατών. Το κύρος και η σημασία αυτών των πολύτιμων αλόγων μπορούν να φανούν στην πίσω πλευρά των ελληνο-βακτριανών νομισμάτων.

Ο λεγόμενος Πόλεμος για τα Ουράνια Άλογα ήταν ένα γεγονός που συμβαίνει μία φορά σε μια γενιά. Ένας ολόκληρος πολιτισμός κινητοποίησε τεράστιους πόρους για να αναλάβει το τεράστιο έργο της βράχυνσης των αποστάσεων σε όλη την επιφάνεια της Γης. Μεταξύ 123 και 119 π.Χ., η αυτοκρατορία των Χαν κατέκτησε τον διάδρομο Χεσί [Hexi] και εγκαθίδρυσε νέες πόλεις σε όλη την περιοχή.

Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, τα δίκτυα που συνέδεσαν τις μέχρι τότε απομονωμένες κοινότητες σχημάτισαν μια νέα εμπορική λεωφόρο για την εμπορία μοναδικών και πολύτιμων προϊόντων. Αυτή ήταν η απαρχή των Δρόμων του Μεταξιού.

Για πάνω από μισή χιλιετία, το κινεζικό μετάξι ήταν το καλύτερο ύφασμα του αρχαίου κόσμου. Ήταν ελαφρύτερο, πιο δυνατό και πιο λείο από οποιοδήποτε άλλο ύφασμα κατασκευασμένο από φυτικές ίνες ή ζωικά προϊόντα. Ως φυσική ίνα, το καλύτερο μετάξι ήταν αδιάβροχο, ανακλούσε το φως και διατηρούσε μια ελαστικότητα που απουσίαζε από τα λινά, τα βαμβακερά και τα μάλλινα υφάσματα.

Η Ρώμη συναντά το μετάξι

Για μέρες, συγκεντρωμένα πλήθη είχαν φτάσει στη Ρώμη απεγνωσμένα για μια ματιά από τον θρίαμβο του ανώτατου στρατηγού τους, Ιουλίου Καίσαρα, που επέστρεφε από τις ένδοξες κατακτήσεις του στη Γαλλία. Εκείνοι που είχαν φτάσει νωρίς για να εξασφαλίσουν μια καλή θέση τους κατά μήκος της διαδρομής της παρέλασης συνάντησαν ένα παράξενο και απροσδόκητο θέαμα. Την ημέρα των εορτασμών το 46 π.Χ., οι λινές τέντες του Ρωμαϊκού Φόρουμ είχαν αντικατασταθεί από κατασκευές  από εξαιρετικό κινεζικό μετάξι, βαμμένο σε ζωηρά χρώματα, για να ενισχύσει τη μεγαλοπρέπεια του επερχόμενου θεάματος. Ο Καίσαρας είχε απλώσει τέντες σε όλη τη Ρωμαϊκή Αγορά και την Ιερά Οδό, ξεκινώντας από την πολυτελή κατοικία του και φθάνοντας μέχρι τα κτήρια του Καπιτωλίου.

Το μετάξι θεωρήθηκε ακόμη πιο θαυμαστό και από την παράσταση των μονομάχων που προσέφερε ο Καίσαρας, ρίχνοντας πολύχρωμες ανταύγειες πάνω στα πλήθη και την παρέλαση, βάφοντας τον κόσμο με αυτοκρατορικά μωβ, στρατιωτικά κόκκινα και χρυσαφένια κίτρινα. 

Αλλά δεν έβλεπαν  όλοι οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί στα πλήθη το μετάξι ως σύμβολο του ρωμαϊκού θριάμβου. Πολλοί στρατιώτες θεωρούσαν την επίδειξη ως απερίσκεπτη σπατάλη χρημάτων που θα μπορούσαν  να είχαν προστεθεί στα στρατιωτικά τους μπόνους. Λεγόταν ότι οι πρώτοι Ρωμαίοι που είδαν κινεζικό μετάξι ήταν οι καταδικασμένοι λεγεωνάριοι στη Μάχη των Καρρών, υπό τις διαταγές του Ρωμαίου στρατηγού Μάρκου Κράσσου.

Μόλις επτά χρόνια νωρίτερα, το 53 π.Χ., ο Κράσσος είχε οδηγήσει ένα ρωμαϊκό στράτευμα στη Μεσοποταμία. Ήταν το πρώτο στάδιο στην κατάκτηση της αντίπαλης Παρθικής Αυτοκρατορίας, που κυβερνούσε την Περσία. Καθώς ο  παρθικός στρατός άρχισε την ιππική του προέλαση μέσα από την έρημη πεδιάδα, με ένα συγκεκριμένο σήμα, ξαφνικά απέρριψαν τα θαμπά καλύμματά τους για να αποκαλύψουν αστραφτερές πανοπλίες. Ταυτόχρονα, ξεδίπλωσαν φωτεινά χρωματιστά μεταξωτά λάβαρα.

Ο Κράσσος και οι λεγεώνες του παρακολούθησαν με φρίκη καθώς οι Πάρθοι προχώρησαν με μεταξωτά εμβλήματα να κυματίζουν δραματικά πάνω από τα κεφάλια των ιππέων τοξοτών και των βαριά θωρακισμένων λογχοφόρων. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα Φλώρο, οι Πάρθοι προχώρησαν με τα λάβαρά τους να κυματίζουν με χρυσά και μεταξωτά εμβλήματα. Στη συνέχεια, χωρίς καμία καθυστέρηση, το ιππικό έκλεισε από όλες τις πλευρές, 

Τραϊανός και Γκαν Γινγκ

Το 97 μ.Χ., έχοντας διασχίσει τις καυτές ερήμους της νότιας Περσίας, ο Γκαν Γινγκ, πρεσβευτής των Χαν, στάθηκε τελικά στις  ακτές του Περσικού Κόλπου. Ο Γκαν Γινγκ είχε ήδη περάσει πολλές κοπιώδεις εβδομάδες διασχίζοντας την Εσωτερική Ασία στη μυστική του αποστολή. Οι κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών υπέδειξαν ότι μια νέα υπερδύναμη είχε αναδυθεί στη μακρινή δύση, ανάλογη της αυτοκρατορίας των Χαν σε μέγεθος πληθυσμού, ευημερία και στρατιωτική ικανότητα.

Πληροφοριοδότες ισχυρίστηκαν ότι η νέα αυτοκρατορία είχε δημιουργηθεί από υπάρχοντα βασίλεια, κατακτημένα από την εξουσία ενός μεγάλου ηγέτη, θυμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα είχε ενωθεί από τη δυναστεία Τσιν. Κατά συνέπεια, η νέα αυτοκρατορία της απόμακρης Δύσης έλαβε το όνομα Ντα Τσιν – που μεταφράζεται καλύτερα ως «μια άλλη μεγάλη Κίνα».

Ο Γκαν Γινγκ είχε σχεδόν φτάσει στον προορισμό του. Είχε σχεδόν βρει μια διαδρομή προς τη Ρώμη. Ακολουθώντας τον Ευφράτη βόρεια θα έφτανε στα βαριά στρατιωτικοποιημένα ρωμαϊκά σύνορα. Η Legio IV Scythica, η 4η Σκυθική Λεγεώνα, είχε την έδρα της στο Ζεύγμα. Από εκείνη τη συνοριακή πόλη, ο πρεσβευτής των Χαν θα μπορούσε να μεταφερθεί απευθείας στη Ρώμη.

Αλλά καθώς οι πολιτισμοί συνέκλιναν, ο Γκαν Γινγκ κοίταξε πέρα από τα νερά του Κόλπου. Η φαινομενικά ατελείωτη έκταση γέννησε έναν μεγάλο φόβο μέσα του. Τι γινόταν αν… δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω; Όταν ο Γκαν Γινγκ ρώτησε αν θα μπορούσε να πλεύσει προς το Ντα Τσιν, έλαβε συγκεχυμένες απαντήσεις από τους πολλούς ξένους εμπόρους και ναυτικούς που ήταν παρόντες. 

Ο Γκαν Γινγκ δεν είχε την αποφασιστικότητα του Ζανγκ Τσιαν. Φθάνοτνας στο άκρο του γνωστού κόσμου, το οποίο ο Ζανγκ Τσιαν προσπέλασε, αυτός γύρισε πίσω. Η απέραντη θάλασσα κάνει πολλούς ανθρώπους να σκέφτονται τη χώρα τους και να τη νοσταλγούν.

Ο Γκαν Γινγκ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι στεκόταν ακριβώς στην ίδια τοποθεσία όπου, μόλις δύο δεκαετίες αργότερα, θα στεκόταν ο αυτοκράτορας Τραϊανός της Ρώμης. Το 114 μ.Χ., ο Τραϊανός άρχισε την κατάκτηση της Παρθικής Αυτοκρατορίας, καταλαμβάνοντας την Αρμενία και τα μικρότερα βασίλεια της βόρειας Μεσοποταμίας. Οι  λεγεώνες βάδισαν στη Βαβυλωνία και το Βασίλειο του Χαρσάτσε παραδόθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Τη στιγμή της νίκης του, ο Τραϊανός ταξίδεψε στην ακτή του Περσικού Κόλπου και επιθεώρησε τα πλοία που αναχωρούσαν για την Ινδία. Ο αυτοκράτορας ήταν ήδη 60 ετών και ίσως άρχιζε να αισθάνεται την έναρξη της ασθένειας. Επιστρέφοντας στη Ρώμη, λίγο αργότερα, θα πάθαινε κάτι σαν εγκεφαλικό επεισόδιο, με αποτέλεσμα τον θάνατό του.

Η πρώτη άμεση επαφή: Ρωμαίοι πρεσβευτές στην Κίνα

Ξένοι είχαν φτάσει στα νότια σύνορα της Αυτοκρατορίας των Χαν. Εξαντλημένοι, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους αξιωματούχους του λιμένα χρησιμοποιώντας μια άγνωστη γλώσσα και είχαν μεταφερθεί αμέσως στην κινεζική πρωτεύουσα Λουοϊάνγκ για έρευνα. Η Κίνα διοικούνταν τότε από μια τεράστια δημόσια υπηρεσία και το συγκρότημα του παλατιού των Χαν έμοιαζε με μια αυτόνομη πόλη γεμάτη με μελετητές, αρχειοθέτες, υπουργούς και γραφειοκράτες. Σύμφωνα με το Βιβλίο των Ύστερων Χαν, αυτοί οι άνδρες, με τα παράξενα ενδύματά τους και τα κοντοκομμένα μαλλιά τους, ήταν Ρωμαίοι εκπρόσωποι του  Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου, και μετά από προσεκτική ανάκριση, στους ξένους εκπροσώπους χορηγήθηκε ακρόαση με τον αυτοκράτορα των Χαν και κλήθηκαν στην περίτεχνη Εσωτερική Αυλή.

Το 161 μ.Χ., η Παρθία κήρυξε πόλεμο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εξοντώνοντας μια λεγεώνα στην Αρμενία και αφήνοντας τον κυβερνήτη της Καππαδοκίας νεκρό στο πεδίο της μάχης. Μετά από μισό αιώνα ειρήνης και σταθερότητας, οι λεγεώνες είχαν βαρεθεί και προετοιμάζονταν για να εξαλείψουν τελικά την παρθική απειλή. Η Ρώμη πήγαινε σε πόλεμο και χρειαζόταν συμμάχους στα ανατολικά.

Για εκείνους που ήταν αρκετά θαρραλέοι να αναλάβουν ένα ταξίδι στο επικίνδυνο άγνωστο, η θάλασσα παρείχε μια άμεση διαδρομή προς τη μακρινή Ανατολή. Είχαν υπάρξει σημαντικές εξελίξεις από την εποχή του Περίπλου. Τα ρωμαϊκά πλοία έπλεαν τώρα γύρω από τη Σρι Λάνκα για να επισκεφθούν την ανατολική Ινδία και να διασχίσουν τον Κόλπο της Βεγγάλης.

Το θαλάσσιο ταξίδι από την Αίγυπτο στην Κίνα θα εκτεινόταν σε ένα τέταρτο της υδρογείου και θα διέσχιζε 8.000 μίλια θάλασσας. Οι άνδρες που επέλεξε ο Μάρκος Αυρήλιος πρέπει να είχαν αποδεχτεί την αποστολή με ανησυχία: το ταξίδι στο μακρινό άγνωστο και την εγκαθίδρυση άμεσων σχέσεων με μια μυστηριώδη, εξοπλισμένη με ατσάλι αυτοκρατορία. Έτσι, το 166 μ.Χ., ένα ρωμαϊκό πλοίο περιέπλευσε και διέσχισε τον Κόλπο της Ταϊλάνδης για να εισέλθει στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.Οι δύο μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του αρχαίου κόσμου επρόκειτο να έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή. Οι εξαντλημένοι Ρωμαίοι που έφτασαν στο λιμάνι θα είχαν δει πολυάριθμο στρατιωτικό προσωπικό, ντυμένο με παράξενες στολές και κρατώντας άγνωστα όπλα. Αυτοί οι ταραγμένοι ταξιδιώτες συνειδητοποίησαν ότι αυτοί δεν ήταν ένας απλός εμπορικός εταίρος, ένας ακόμη λαός που θα υποτασσόταν. Είχαν να κάνουν με μια τεράστια, στρατιωτικοποιημένη αυτοκρατορία, όπως ακριβώς ήταν και η Ρώμη.

Οι θανατηφόρες συνέπειες της σύνδεσης

Η συνάντηση ολοκληρώθηκε και οι Αντωνίνοι πρεσβευτές συνοδεύθηκαν πίσω στο πλοίο τους που περίμενε. Αν και οι Κινέζοι προετοιμάστηκαν για περαιτέρω επαφή, κανένας στόλος ρωμαϊκών πλοίων δεν ήρθε ποτέ. Κανείς δεν έφτασε, ούτε καν έμποροι σε αναζήτηση νέων επικερδών εμπορικών ευκαιριών.

Εάν αυτοί οι πρεσβευτές είχαν επιστρέψει με ασφάλεια στην Αίγυπτο, θα είχαν βρει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε μια πρωτοφανή, θανάσιμη κρίση. Το 165 μ.Χ., αφού οι λεγεώνες εισέβαλαν επιτυχώς στην Παρθική Αυτοκρατορία, κατέλαβαν την πρωτεύουσα Σελεύκεια και τη Βαβυλωνία. Αλλά κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών είχε ξεσπάσει μια άγνωστη ασθένεια μεταξύ των στρατευμάτων.

Μια προγονική μορφή ευλογιάς σκότωσε έως το ένα τρίτο των ανθρώπων στις πληγείσες περιοχές. Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από αρχεία παπύρων φόρου που αναφέρουν τη διαθέσιμη εργατική δύναμη σε ορισμένα αγροτικά χωριά. Ορισμένα αγροτικά κέντρα έχασαν πάνω από το 70% του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού τους, καθώς οι άνθρωποι έφευγαν από τις αγροτικές περιουσίες που απειλούνταν από τη μόλυνση.

Τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν υψηλότερα σε μεγάλες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Αλεξάνδρειας και της Ρώμης, οι οποίες είχαν υψηλές θερμοκρασίες για παρατεταμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ένας ακόμη κρίσιμος  παράγοντας για τα υψηλά ποσοστά μόλυνσης ήταν ότι η ρωμαϊκή κοινωνία ενθάρρυνε τα δημόσια λουτρά ως μαζική ψυχαγωγική δραστηριότητα.

Στην άλλη πλευρά του κόσμου, η ίδια ασθένεια είχε ήδη χτυπήσει την αυτοκρατορία των Χαν. Οι Κινέζοι την είχαν ονομάσει «βαρβαρικά στρογγυλοκέφαλα» επειδή η μόλυνση, που εξαπλώθηκε αρχικά από τους λαούς της στέπας, προκαλούσε την εμφάνιση πολυάριθμων οδυνηρών φουσκαλών στο δέρμα των ασθενών.

Οι κινεζικές καταγραφές επιβεβαιώνουν ότι το 162 μ.Χ. αυτή η πανδημία σκότωσε ή άφησε ανάπηρο το  ένα τρίτο των στρατευμάτων των Χαν στα βόρεια σύνορα. Από το 170 μ.Χ. και μετά, μια επαναστατική ταοϊστική αίρεση άρχισε να αποκτά επιρροή στην κινεζική κοινωνία. Αυτό το μαζικό κίνημα ηγείτο από μια αίρεση χαρισματικών ιατρών πίστης που σχεδίαζαν να καταλάβουν τη κυβερνητική εξουσία από τη δυναστεία των Χαν. Δήλωσαν ότι το καθεστώς των Χαν είχε χάσει την εύνοια  του Ουρανού και η εξέγερσή τους θα αποκαθιστούσε την υγεία, τη ζωτικότητα και την ευημερία στον κόσμο που κατέρρεε.

Οι υποστηρικτές αυτού του κινήματος φορούσαν ως διακριτικό γνώρισμα πέντε χρυσαφένιες κίτρινες λωρίδες υφάσματος γύρω από τα κεφάλια τους. Από εκεί πήραν την ονομασία «Κίτρινα Μαντίλια». «Ο Μπλε Ουρανός πέθανε. Ο Κίτρινος Ουρανός έρχεται», έλεγαν. Και το 184 μ.Χ., τα Κίτρινα Μαντίλια ηγήθηκαν μιας βίαιης λαϊκής εξέγερσης ενάντια στην κυβέρνηση των Χαν, στην οποία συμμετείχαν εκατομμύρια αγρότες και χιλιάδες στρατιώτες.

Το τέλος μιας εποχής: Η κατάρρευση των αυτοκρατοριών

Για να αποκαταστήσει την τάξη, το καθεστώς των Χαν έδωσε μεγαλύτερες πολιτικές, στρατιωτικές και φοροσυλλεκτικές εξουσίες στις επαρχιακές κυβερνήσεις, τους τοπικούς ηγέτες και τους εξέχοντες Κινέζους στρατηγούς. Αυτοί οι νέοι πολέμαρχοι κατέστειλαν την Εξέγερση των Κίτρινων Μαντιλιών, αλλά στη συνέχεια πολέμησαν για να διεκδικήσουν την εξουσία για τον εαυτό τους, χωρίζοντας έτσι την Κινεζική Αυτοκρατορία σε ανταγωνιστικές φατρίες που διοικούσαν μεγάλες περιοχές ως αυτοδιοικούμενα τμήματα.

Η Αυτοκρατορία κατακερματίστηκε, η Κίνα έπαψε να κοιτάζει προς τη μακρινή Δύση, και η μυστηριώδης γη του Ντα Τσιν έγινε θρύλος. Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης εποχής, η δυναστεία των Χαν κατέρρευσε, οι Πάρθοι ανατράπηκαν και η Κουσάν Αυτοκρατορία διαλύθηκε. Η Ρώμη επέζησε, αλλά η πανδημία σηματοδότησε την αρχή του τέλους. Τουλάχιστον της Δυτικής Αυτοκρατορίας.

Στην Ανατολή, οι ελληνόφωνες επαρχίες σχημάτισαν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου άκμασε ο Βυζαντινός πολιτισμός ως συγκερασμός ελληνικών, ρωμαϊκών και χριστιανικών παραδόσεων. Τον 6ο αιώνα, δύο καλόγεροι που επέστρεφαν από την Κίνα έφεραν στην Αυλή του Ιουστινιανού πληροφορίες που θα μπορούσαν να αλλάξουν ολόκληρη τη δυναμική της αρχαίας παγκόσμιας οικονομίας. Γιατί οι μοναχοί ισχυρίστηκαν ότι γνώριζαν τι ακριβώς ήταν το μετάξι και πώς κατασκεύαζαν υφάσματα από τις ίνες του. Είχαν παρακολουθήσει τη διαδικασία από κοντά και πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αναπαράγουν αυτές τις ειδικευμένες τεχνικές.

Στην κινεζική πόλη Σουρίντα, είχαν παρατηρήσει το ανατολίτικο μυστικό: την κατασκευή λεπτών υφασμάτων από ειδικά αιχμάλωτα έντομα, τους μεταξοσκώληκες. Με αυτοκρατορική υποστήριξη, οι μοναχοί προσφέρθηκαν να επιστρέψουν στη Σουρίντα για να φέρουν ορισμένα από τα πλάσματα που απαιτούνταν για τη δημιουργία αυτού του προϊόντος υψηλής αξίας.

Τα γκρίζα αυγά του μεταξοσκώληκα δεν ήταν μεγαλύτερα από το κεφάλι μιας καρφίτσας και τα μικροσκοπικά έντομα που εκκολάπτονταν ζύγιζαν μετά βίας μισό χιλιοστόγραμμο – ωστόσο, θα εξελίσσονταν σε μεγάλες προνύμφες πριν φτιάξουν τα κουκούλια τους. Αυτά ήταν που παρείχαν την ίνα για τη μεταξωτή κλωστή.

Οι μοναχοί επέστρεψαν στη Σουρίντα και έφεραν αυγά στο Βυζάντιο, εγκαθιδρύοντας την παραγωγή μεταξιού στη Δύση. Από αυτά, η Κωνσταντινούπολη ανέπτυξε τη δική της ζωηρή βιομηχανία μεταξιού, εμπλουτίζοντας την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετατοπίζοντας το ισοζύγιο της οικονομικής ισχύος από την Περσία.

Οι Δρόμοι του Μεταξιού συνέδεαν την ελληνική κληρονομιά στην Κεντρική Ασία με τις απομακρυσμένες φιλοδοξίες της Κίνας για σχεδόν χίλια χρόνια. Το ατσάλι των Πάρθων πολεμάρχων είχε εμποδίσει τη ρωμαϊκή επέκταση και είχε εξασφαλίσει ότι οι λεγεώνες τους ποτέ δεν  θα έφταναν στα απομακρυσμένα πεδία μαχών της Βακτριανής . 

Η Ρώμη, επομένως, δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει τις ανατολικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι ρωμαϊκές πόλεις και οι φρουριακές εταιρείες δεν εμφανίστηκαν ποτέ στα σύνορα της Φεργκάνας για να προκαλέσουν την κινεζική υπεροχή. Παρόλα αυτά, τα εμπορικά δίκτυα που εγκαθιδρύθηκαν μέσω των Δρόμων του Μεταξιού παρέδωσαν πόρους, και δημιούργησαν κέρδη και μια τεράστια διασυνδεδεμένη παγκόσμια οικονομία.

Αυτό έφερε τις τεράστιες αυτοκρατορίες της Ρώμης και της Κίνας σε ειρηνική επαφή μέσω του εμπορίου αντί μέσω πολέμου. Φυσικά, ένας διασυνδεδεμένος κόσμος ενέχει μεγάλες προκλήσεις, και οι ίδιες διαδρομές μέσω των οποίων μεταφέρονταν θαύματα από την ανατολή προς τη δύση και από τη δύση προς την ανατολή, ήταν επίσης και δίοδοι για καταστροφικές επιδημίες και κύματα χάους. 

Και ίσως τελικά αυτή να ήταν η αληθινή σημασία των αρχαίων Δρόμων του Μεταξιού, που συνέδεσαν τους πολιτισμούς της Κίνας των Χαν και της Αυτοκρατορικής Ρώμης. Τα προγονικά θεμέλια της διασυνδεσιμότητας του κόσμου μας.

Δεκτό το αίτημα Ρούτσι για τοξικολογικές εξετάσεις

Σημαντική δικαστική εξέλιξη σημειώνεται στην υπόθεση του απεργού πείνας Πάνου Ρούτσι, καθώς η Εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας έκανε δεκτό το αίτημά του για διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων στη σορό του γιου του, Ντένις Ρούτσι, ενός εκ των 57 θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών.

Η απόφαση έρχεται μετά από είκοσι δύο ημέρες απεργίας πείνας που διανύει ο κος Ρούτσι στο Σύνταγμα, ζητώντας να μάθει την αλήθεια για τον θάνατο του παιδιού του.

Αρχικά, η δικαιοσύνη είχε εγκρίνει μόνο την εκταφή της σορού για εξετάσεις DNA με σκοπό την ταυτοποίηση, απόφαση που δεν ικανοποίησε τον Πάνο Ρούτσι. Ο απεργός πείνας επέμεινε στο αίτημά του για πλήρεις τοξικολογικές και βιοχημικές εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθούν με ακρίβεια τα αίτια θανάτου του γιου του.

Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας βρήκε τον τρόπο να ικανοποιήσει το αίτημα χωρίς να προκληθεί νέα καθυστέρηση στη δίκη για την τραγωδία των Τεμπών; Θα σχηματιστεί ξεχωριστή δικογραφία που θα περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των εκταφών και των εξετάσεων, τα οποία θα προσκομιστούν στο δικαστήριο όταν ξεκινήσει η κύρια δίκη.

Η δικαστική απόφαση δεν αφορά αποκλειστικά την οικογένεια Ρούτσι, αλλά θα επιτρέπει τη διεξαγωγή αντίστοιχων εξετάσεων και σε άλλες σορούς θυμάτων για τις οποίες έχουν υποβληθεί παρόμοια αιτήματα από τους συγγενείς τους. Οι εξετάσεις θα διενεργηθούν από πραγματογνώμονες που περιλαμβάνονται στον επίσημο κατάλογο της Δικαιοσύνης, ενώ οι οικογένειες θα έχουν το δικαίωμα να ορίσουν δικούς τους τεχνικούς συμβούλους.

Η υπόθεση του Πάνου Ρούτσι έχει προκαλέσει έντονη κοινωνική συγκίνηση. Καθημερινά, πλήθος πολιτών συγκεντρώνεται στο Σύνταγμα για να εκφράσει τη συμπαράστασή του στον απεργό πείνας. Ακόμη και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος επισκέφθηκε τον Ρούτσι σήμερα, 6 Οκτωβρίου, δηλώνοντας: «Ένας άνθρωπος υποφέρει και ήρθα να τον δω».

Από πολιτικής πλευράς, ακόμη και στελέχη της κυβερνητικής παράταξης έχουν χαρακτηρίσει το αίτημα του Ρούτσι ως «δίκαιο και ηθικό». Ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας δήλωσε από το βήμα της Βουλής ότι «δεν διανοείται πώς μπορεί να απαγορευτεί το δικαίωμα ενός πατέρα να διερευνήσει το θάνατο του παιδιού του».

Επόμενα βήματα

Μετά την επίσημη ανακοίνωση της απόφασης, θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την εκταφή και τις εξετάσεις. Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, εάν από τα πορίσματα προκύψουν ποινικές ευθύνες για συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως ιατροδικαστές ή άλλους εμπλεκόμενους, τότε θα κινηθεί ξεχωριστή δικαστική διαδικασία.

Η εξέλιξη αυτή θεωρείται σημαντικό βήμα προς την ικανοποίηση των αιτημάτων των οικογενειών των θυμάτων που επιζητούν πλήρη διαφάνεια και απαντήσεις για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στην τραγωδία των Τεμπών.

Απολιγνιτοποίηση, ενεργειακές εισαγωγές και το παράδοξο των Σκοπίων

Ανάλυση 

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη (2019–σήμερα) εφάρμοσε μια φιλόδοξη στρατηγική για τον ενεργειακό μετασχηματισμό της Ελλάδας, επισπεύδοντας την κατάργηση του λιγνίτη ως καυσίμου ηλεκτροπαραγωγής. Ωστόσο, αυτή η πολιτική δημιούργησε ένα παράδοξο: ενώ η Ελλάδα έκλεισε τα λιγνιτικά της εργοστάσια, εξάγει λιγνίτη στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία (Σκόπια) και ταυτόχρονα εισάγει ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται εκεί από τον ίδιο ελληνικό λιγνίτη. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, είναι μια επιβάρυνση περίπου  56.000 €/ώρα για τους Έλληνες φορολογούμενους, οι οποίοι πληρώνουν για να ξανα-αναγοράσουν ακριβά το ρεύμα που προέρχεται από το εγχώριο καύσιμο. Στο παρόν άρθρο διερευνούμε γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης, ποιες είναι οι οικονομικές, γεωπολιτικές και περιβαλλοντικές πτυχές αυτής της απόφασης, και πώς αυτή οδήγησε στην ανάγκη εισαγωγών ενέργειας – ιδίως από τη Βόρεια Μακεδονία. Η ανάλυση τεκμηριώνεται με δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, επίσημα στοιχεία, καθώς και δεδομένα για τις εξαγωγές-εισαγωγές λιγνίτη και ηλεκτρικού ρεύματος.

Το σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη για κατάργηση του λιγνίτη

Αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ένα τολμηρό σχέδιο απολιγνιτοποίησης. Τον Σεπτέμβριο 2019, μιλώντας στον ΟΗΕ, δεσμεύτηκε ότι όλες οι λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ θα κλείσουν έως το 2028. Το χρονοδιάγραμμα αυτό ήταν σημαντικά μικρότερο από παλαιότερους σχεδιασμούς – η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία πλήρους απεξάρτησης από τον λιγνίτη. Αντίθετα, η τότε αντιπολίτευση (ΝΔ) είχε κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ για έλλειψη στρατηγικής και καθυστερήσεις, καθώς το μόνο που υπήρχε ήταν μια μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας που «θα ολοκληρωνόταν στα τέλη του 2020». Με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, το πλάνο επισπεύθηκε άμεσα.

Γιατί επελέγη η γρήγορη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων; Οι λόγοι ήταν τόσο περιβαλλοντικοί όσο και οικονομικοί. Η Ελλάδα έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τους ευρωπαϊκούς στόχους για το κλίμα (μείωση εκπομπών CO₂ 55% ως το 2030, κλιματική ουδετερότητα ως το 2050) και ο λιγνίτης είναι από τις πιο ρυπογόνες μορφές ενέργειας. Επιπλέον, το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ είχε εκτοξευθεί, καθιστώντας την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη οικονομικά ζημιογόνο. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο τότε υπουργός Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης, η ΔΕΗ έχανε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως από τη λιγνιτική δραστηριότητα («η επιχείρηση πέρυσι έχασε 200 εκατ. από τους λιγνίτες και φέτος 300 εκατ.») και γι’ αυτό κρίθηκε αναγκαία η επίσπευση του κλεισίματος των μονάδων. Με άλλα λόγια, οι παλαιοί λιγνιτικοί σταθμοί δεν ήταν μόνο «βρώμικοι» αλλά και ακριβοί στη λειτουργία τους, λόγω συνδυασμού χαμηλής απόδοσης και υψηλών τελών ρύπων.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι έως το 2023 θα αποσύρει όλες τις εν λειτουργία λιγνιτικές μονάδες πλην μίας, ενώ η νεότερη μονάδα Πτολεμαΐδα V – που τότε ολοκληρωνόταν – αρχικά σχεδιαζόταν να λειτουργήσει με λιγνίτη για λίγα χρόνια και να μετατραπεί σε μονάδα φυσικού αερίου έως το 2025 . Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν πολύ μπροστά από άλλες βαλκανικές χώρες: η Ελλάδα θα γινόταν η πρώτη στα Βαλκάνια με συγκεκριμένη ημερομηνία πλήρους απανθρακοποίησης του ενεργειακού της μίγματος .

Για τις λιγνιτικές περιοχές (στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη Αρκαδίας) που θα υφίσταντο τις οικονομικές συνέπειες, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εκπονήσει master plan δίκαιης μετάβασης, αξιοποιώντας και ευρωπαϊκούς πόρους του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές. Η ΔΕΗ, από την πλευρά της, στράφηκε σε επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με τον πρωθυπουργό να σημειώνει το 2024 ότι η μεταμόρφωση της ΔΕΗ σε έναν σύγχρονο, πράσινο ενεργειακό όμιλο υπήρξε «πραγματικά αξιοσημείωτη». Πράγματι, έως το 2023, η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη είχε υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο 50ετίας – μειωμένη κατά 87% σε σχέση με το ιστορικό της μέγιστο – ενώ το κενό καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από εκρηκτική άνοδο των ΑΠΕ. Σύμφωνα με στοιχεία του 2024, περίπου το 50% της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα προέρχεται πλέον από ΑΠΕ, διπλάσιο ποσοστό σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν .

Η ενεργειακή κρίση του 2021–22 και μερική αναδίπλωση

Η στρατηγική απεξάρτησης από τον λιγνίτη δοκιμάστηκε σκληρά κατά τη διετία 2021–2022, όταν η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση. Η απότομη άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου (λόγω πανδημίας, και εν συνεχεία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της μείωσης των ρωσικών ροών) εκτόξευσε και τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος. Χώρες που είχαν μειώσει τον άνθρακα στο μείγμα τους βρέθηκαν ευάλωτες. Παράλληλα, ορισμένες μεγάλες οικονομίες επανέφεραν προσωρινά τον άνθρακα: χαρακτηριστικά, η Γερμανία αύξησε κατά 30% την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη τον Οκτώβριο 2024 συγκριτικά με λίγους μήνες πριν, καθώς το ακριβό φυσικό αέριο έκανε τον φθηνότερο (για αυτούς) λιγνίτη πιο συμφέροντα. Η Ελλάδα, έχοντας κλείσει τις περισσότερες λιγνιτικές μονάδες της, ένιωσε έντονα την πίεση του κόστους.

Μπροστά στον κίνδυνο ενεργειακής ανεπάρκειας και «γονατίσματος» καταναλωτών και επιχειρήσεων από τις τιμές, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σε μερική αναθεώρηση του αρχικού πλάνου. Τον Απρίλιο του 2022 ανακοινώθηκε ότι η λειτουργία όλων των λιγνιτικών σταθμών παρατείνεται έως το 2028 – αντί να κλείσουν μέχρι το 2023 – και ότι η εγχώρια παραγωγή λιγνίτη θα αυξηθεί κατά 50% προσωρινά . Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, εγκαινιάζοντας ένα μεγάλο φωτοβολταϊκό πάρκο στην Κοζάνη, τόνισε πως «σε αυτό το νέο περιβάλλον […] η νέα μονάδα της Πτολεμαΐδας θα λειτουργήσει ως λιγνιτική ως το 2028» και αν χρειαστεί θα παραμείνουν σε εφεδρεία κάποιες εκ των νεότερων παλαιών μονάδων (π.χ. Μελίτη, Άγιος Δημήτριος 5) ανάλογα με τις ανάγκες. Διευκρίνισε όμως ότι αυτό το μέτρο είναι προσωρινό και δεν αναιρεί τον τελικό στόχο της κλιματικής ουδετερότητας .

Η μερική αυτή στροφή είχε ως αποτέλεσμα να επαναλειτουργήσουν ή να δουλεύουν περισσότερο ορισμένες λιγνιτικές μονάδες το 2022–23, καθώς και να ενισχυθεί η προμήθεια λιγνίτη από ιδιωτικά ορυχεία. Για παράδειγμα, το ορυχείο της Αχλάδας στη Φλώρινα – πάροχος του σταθμού Μελίτης – βρισκόταν σε διαδικασία εγκατάλειψης, αλλά τελικά παρέμεινε ενεργό με νέα σύμβαση έως το 2028, εξορύσσοντας εκατοντάδες χιλιάδες τόνους το 2023 . Εντούτοις, αυτές οι προσαρμογές δεν μπορούσαν άμεσα να αναπληρώσουν το χαμένο λιγνιτικό δυναμικό των προηγούμενων δεκαετιών. Η Ελλάδα εξακολούθησε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγωγές ρεύματος για να καλύψει τη ζήτηση – ειδικά σε περιόδους αιχμής ή όταν οι ΑΠΕ δεν επαρκούν. Το 2022 σημειώθηκε ρεκόρ εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας: περίπου 8,8 TWh εισαγόμενου ρεύματος (αύξηση 24% σε σχέση με το 2021), ενώ το 2023 οι εισαγωγές αυξήθηκαν περαιτέρω σε σχεδόν 10 TWh. Συγκριτικά, αυτό το νούμερο αντιστοιχεί περίπου στο 20% της ετήσιας κατανάλωσης ηλεκτρισμού της χώρας.

Εξαγωγή λιγνίτη στα Σκόπια και εισαγωγή ρεύματος: ένα ακριβό παράδοξο

Η στροφή στις ΑΠΕ και στο φυσικό αέριο με ταυτόχρονο κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών, οδήγησε σε μια ασυνήθιστη σχέση με τη γειτονική Βόρεια Μακεδονία (ΠΓΔΜ). Παρά το ιστορικό των πολιτικών τριβών μεταξύ των δύο χωρών, στον τομέα της ενέργειας αναπτύχθηκε μια συνεργασία από ανάγκη: η Ελλάδα διαθέτει άφθονα κοιτάσματα λιγνίτη που πλέον δεν καίει στις δικές της μονάδες, ενώ η Βόρεια Μακεδονία διατηρεί ενεργές λιγνιτικές μονάδες αλλά όχι αρκετό ποιοτικό λιγνίτη. Έτσι, υπογράφηκε μια διακρατική συμφωνία για μεταφορά ελληνικού λιγνίτη στα εκεί εργοστάσια, περίπου το 2022 .

Συγκεκριμένα, κάθε μήνα, περίπου 80.000 τόνοι λιγνίτη εξορύσσονται από ελληνικά ορυχεία και εξάγονται στα Σκόπια. Κάθε μέρα, δεκάδες φορτηγά διασχίζουν το τελωνείο της Νίκης στη Φλώρινα μεταφέροντας το φθηνό ελληνικό καύσιμο προς τη μονάδα REK Bitola (Μοναστήρι) – τον κύριο θερμοηλεκτρικό σταθμό της Β. Μακεδονίας – και σε μικρότερο βαθμό προς τον σταθμό Οσλομέι . Ο ελληνικός λιγνίτης πωλείται φτηνά στη γειτονική χώρα, σε τιμές περίπου € 28–30 ο τόνος. Για να έχουμε τάξη μεγέθους, αυτό αντιστοιχεί σε κόστος καυσίμου μόλις ~10 €/MWh παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.

Με την καύση αυτού του λιγνίτη, η Βόρεια Μακεδονία εξασφαλίζει την ηλεκτροπαραγωγή της (ενεργειακή επάρκεια), και μάλιστα διαθέτει πλεονάζον ρεύμα για εξαγωγή. Το παράδοξο είναι ότι μεγάλο μέρος αυτού του ρεύματος επιστρέφει πίσω στην… Ελλάδα, αλλά πλέον σε τιμές αγοράς, πολλαπλάσιες της αξίας του λιγνίτη. Όπως περιγράφεται γλαφυρά, «η Ελλάδα εξάγει λιγνίτη σε χαμηλή τιμή στα Σκόπια, αυτά αποκτούν επάρκεια, παράγουν ρεύμα και στη συνέχεια το εξάγουν στην Ελλάδα στις τιμές της αγοράς, δηλαδή πολύ ακριβά». Με άλλα λόγια, οι Σκοπιανοί και οι εργολάβοι κερδίζουν απο τη διαφορά τιμής, η οποία μεγαλώνει όσο αυξάνεται η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος.

Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα εισάγει πλέον σημαντικές ποσότητες ρεύματος από τη Βόρεια Μακεδονία. Το 2023, περίπου 26% των συνολικών εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας μας προήλθε από τη Β. Μακεδονία, με την ετήσια εισαγόμενη ενέργεια από εκεί να φτάνει τις 2,63 TWh. Αυτό αντιστοιχεί σε ένα σταθερό φορτίο ~300 MW καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα Σκόπια, από την πλευρά τους, κατέγραψαν έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων από την εξαγωγή ρεύματος – μόνο προς την Ελλάδα υπολογίζεται ότι εξήγαγαν ρεύμα αξίας άνω των  270 εκατ. το 2023, καθιστώντας μας τον μεγαλύτερο εισαγωγέα τους.

Ο λογαριασμός: € ~56.000/ώρα για τους Έλληνες καταναλωτές

Οι αριθμοί αυτοί μεταφράζονται σε βαρύ οικονομικό τίμημα για τους Έλληνες καταναλωτές και τη χώρα συνολικά. Αξίζει να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το περίφημο ποσό των 56.000 €/ώρα :

  • Με 2,63 TWh εισαγωγών από τη Β. Μακεδονία ετησίως , αν θεωρήσουμε μια μέση τιμή γύρω στα 180 €/MWh (μια συντηρητική εκτίμηση, δεδομένου ότι το ρεύμα συχνά ξεπέρασε τα 200 €/MWh στην κρίση), η δαπάνη για αυτές τις εισαγωγές είναι περίπου 473 εκατ. τον χρόνο.
  • Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου  54.000 €/ώρα (473 εκατ./8.760 ώρες). Σε περιόδους που η τιμή ήταν ακόμη υψηλότερη (π.χ. μέσα στο 2022, όπου σημειώθηκαν ακραίες τιμές στη χονδρεμπορική αγορά), ο αντίστοιχος ρυθμός καύσης χρήματος πλησίασε ή και ξεπέρασε τα  56.000 €/ώρα.

Με άλλα λόγια, κάθε ώρα που περνά η Ελλάδα πληρώνει δεκάδες χιλιάδες ευρώ – χονδρικά έναν μέσο ετήσιο μισθό κάθε λίγα λεπτά – για να αγοράζει από το εξωτερικό ηλεκτρική ενέργεια, ενώ θα μπορούσε να την έχει παραγάγει φθηνότερα εγχωρίως αν διέθετε σε λειτουργία τις δικές της λιγνιτικές μονάδες. Πρόκειται για μια έμμεση ‘αιμορραγία’ πόρων προς το εξωτερικό, η οποία μάλιστα έχει ως αφετηρία ένα εγχώριο προϊόν (λιγνίτη) που πωλείται φθηνά εκτός συνόρων.

Βεβαίως, σε αυτόν τον υπολογισμό δεν προσμετρώνται τα κόστη CO₂ που θα επιβάρυναν τη χώρα αν έκαιγε η ίδια τον λιγνίτη ούτε το γεγονός ότι η Ελλάδα λαμβάνει ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για την πράσινη μετάβαση. Ωστόσο, η εικόνα του παραλόγου παραμένει: ελληνικός λιγνίτης, που επί δεκαετίες ήταν «το πετρέλαιο της Ελλάδας» και εξασφάλιζε φθηνό ρεύμα στους πολίτες, τώρα καίγεται στα Σκόπια για να εισπράξει η γειτονική χώρα τα οφέλη, ενώ ο Έλληνας πολίτης πληρώνει πανάκριβα το ρεύμα αυτό στην τελική του μορφή.

Οικονομικές και γεωπολιτικές πτυχές της ενεργειακής εξάρτησης

Η οικονομική διάσταση του ζητήματος είναι εμφανής στους λογαριασμούς ρεύματος. Κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, η τιμή χονδρικής στην Ελλάδα εκτοξεύτηκε – π.χ. τον Νοέμβριο 2024 έφτασε στα 202,22 €/MWh, σημειώνοντας άλμα 72% μέσα σε δύο ημέρες . Αυτές οι αυξήσεις μετακυλίστηκαν στους καταναλωτές, απαιτώντας κρατικές επιδοτήσεις ύψους δισεκατομμυρίων για τη συγκράτηση των λογαριασμών. Πολλοί αναλυτές και αντιπολιτευόμενοι επέρριψαν ευθύνες στην πρόωρη εγκατάλειψη του λιγνίτη, υποστηρίζοντας ότι στέρησε τη χώρα από μια φθηνότερη εγχώρια πηγή σε μια περίοδο που το εισαγόμενο φυσικό αέριο έγινε πανάκριβο. Ενδεικτικά, ενώ η Γερμανία επωφελήθηκε από λιγνίτη κόστους ~3 €/MWh (λόγω φθηνής εγχώριας πρώτης ύλης) για να συγκρατήσει τις τιμές της , η Ελλάδα έβλεπε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας να αυξάνεται και τα χρήματα να ρέουν εκτός συνόρων.

Παράλληλα, αναδύεται και μια γεωπολιτική διάσταση. Η ενεργειακή αυτάρκεια αποτελεί στοιχείο εθνικής ασφάλειας. Με την απώλεια του λιγνίτη, η Ελλάδα βρέθηκε πιο εξαρτημένη όχι μόνο από το διεθνές εμπόριο καυσίμων (φυσικό αέριο, LNG κ.λπ.), αλλά και από τα γειτονικά διασυνδεδεμένα ηλεκτρικά grid. Η Βόρεια Μακεδονία, μια χώρα μικρότερη και παραδοσιακά ενεργειακά εξαρτώμενη, απέκτησε έναν ασυνήθιστο ρόλο: έγινε προμηθευτής ρεύματος για την Ελλάδα. Αυτό αλλάζει την οικονομική σχέση των δύο χωρών – πλέον η Ελλάδα συμβάλλει σημαντικά στα έσοδα του ενεργειακού τομέα της Β. Μακεδονίας – και της δίνει έναν μοχλό πίεσης σε περιόδους κρίσης: μια ενδεχόμενη διακοπή εξαγωγών ρεύματος από τα Σκόπια θα δημιουργούσε πρόβλημα στην Ελλάδα, ιδίως αν συμπέσει με υψηλή ζήτηση ή χαμηλή εγχώρια παραγωγή από ΑΠΕ.

Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η διασυνοριακή εμπορία ηλεκτρισμού δεν είναι κάτι το μεμπτό – αντίθετα, η ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ενθαρρύνει τις ροές από εκεί που υπάρχει πλεόνασμα προς εκεί που υπάρχει έλλειμμα, βελτιστοποιώντας το σύστημα. Η Ελλάδα, εδώ και χρόνια, τόσο εισάγει όσο και εξάγει ρεύμα, ανάλογα με τις συνθήκες. Μάλιστα, υπήρχαν περίοδοι (π.χ. Δεκέμβριος 2019) που η Ελλάδα ήταν καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας προς όλους τους γείτονές της, συμπεριλαμβανομένης της Β. Μακεδονίας, λόγω υψηλής παραγωγής (π.χ. φθηνού αερίου τότε ή ΑΠΕ) . Στο μέλλον, με την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ, η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι η Ελλάδα θα μετατραπεί σε καθαρό εξαγωγέα ηλεκτρισμού σε ετήσια βάση. Ήδη το 2024 υπήρξαν μήνες όπου η χώρα κατέγραψε καθαρή εξαγωγή. Η σχέση λοιπόν μπορεί να μην είναι μονόδρομη.

Ωστόσο, στην παρούσα φάση, η εικόνα ενεργειακής εξάρτησης είναι ξεκάθαρη και εγείρει ζητήματα στρατηγικής. Ειδικά από τη στιγμή που το καύσιμο (λιγνίτης) είναι ελληνικό, αρκετοί κάνουν λόγο για «ενεργειακό έγκλημα» ή «παράλογη ενέργεια» της κυβέρνησης, θεωρώντας ότι βιάστηκε να κλείσει τα εργοστάσια χωρίς να έχει εξασφαλίσει εναλλακτικές φθηνές πηγές. Άλλοι, βέβαια, επισημαίνουν ότι η Ελλάδα επωφελείται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο: λαμβάνει χρηματοδοτήσεις για την πράσινη μετάβαση, αποφεύγει πρόστιμα ρύπων και βελτιώνει τους περιβαλλοντικούς δείκτες της – ενώ οι γείτονες που καίνε τον δικό μας λιγνίτη επιβαρύνονται με τις εκπομπές και ίσως στο μέλλον πιεστούν κι εκείνοι να τις μειώσουν.

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις και αντιφάσεις

Στο περιβαλλοντικό πεδίο, η Ελλάδα εμφανίζει μια ανάμεικτη εικόνα προόδου και αντιφάσεων. Από τη μία, η δραστική μείωση της καύσης λιγνίτη έφερε άμεσα αποτελέσματα στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι συνολικές εκπομπές CO₂ της χώρας μειώθηκαν σημαντικά μετά το 2019, ιδίως στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, συμβάλλοντας στους κλιματικούς στόχους. Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές (αιολικά, φωτοβολταϊκά) επίσης μείωσε τους ατμοσφαιρικούς ρύπους και τη ρύπανση που ταλάνιζε για δεκαετίες τις λιγνιτικές περιοχές (σωματίδια, τέφρα, ρύπανση εδαφών). Οι κάτοικοι σε περιοχές όπως η Πτολεμαΐδα και η Μεγαλόπολη μπορούν πλέον να αναπνέουν κάπως καθαρότερο αέρα, και το τοπίο αρχίζει να αλλάζει – στα ορυχεία της ΔΕΗ εμφανίζονται φωτοβολταϊκά πάρκα εκεί που κάποτε ήταν κρατήρες εξόρυξης .

Από την άλλη πλευρά, τίθεται το ερώτημα: Μήπως απλώς «εξάγουμε» το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα; Ο ελληνικός λιγνίτης καίγεται ούτως ή άλλως, απλώς λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, εκπέμποντας CO₂ και ρύπους στην ατμόσφαιρα της Βαλκανικής. Η κλιματική αλλαγή δεν γνωρίζει σύνορα – το CO₂ από τα Σκόπια επηρεάζει εξίσου την ατμόσφαιρα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, επομένως, το όφελος του πλανήτη από την ελληνική απολιγνιτοποίηση ακυρώνεται εν μέρει όσο ο λιγνίτης μας απλώς καίγεται αλλού. Η Ελλάδα μπορεί να παρουσιάζει μειωμένες εγχώριες εκπομπές (κάτι που μετρά για τις ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις), αλλά συνολικά η περιβαλλοντική ουσία είναι πιο σύνθετη.

Επιπλέον, υπάρχει το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της στήριξης στις μεταλιγνιτικές περιοχές. Η απότομη απολιγνιτοποίηση προκάλεσε ανησυχίες για απώλεια θέσεων εργασίας και οικονομική ερήμωση στη Δυτική Μακεδονία. Το κράτος υποσχέθηκε σχέδια μετάβασης και νέα επενδυτικά έργα (φωτοβολταϊκά, αποθήκευση ενέργειας, βιομηχανία) για να απορροφηθούν οι εργαζόμενοι που έμειναν χωρίς αντικείμενο. Ωστόσο, η επιτυχία αυτών των σχεδίων μένει να αποδειχθεί στην πράξη – και εν τω μεταξύ, βλέπουμε το οξύμωρο φαινόμενο Έλληνες λιγνιτωρύχοι να εξορύσσουν λιγνίτη που δεν καίγεται ποτέ σε ελληνικό σταθμό, αλλά ταξιδεύει σε ξένη χώρα. Σε περιοχές όπως η Αχλάδα, κάτοικοι διαμαρτύρονται ότι υφίστανται ακόμα τη ρύπανση από την εξορυκτική δραστηριότητα, χωρίς όμως το αντίστοιχο όφελος του φθηνού ρεύματος – αντίθετα, αυτό το όφελος το λαμβάνουν οι γείτονες .

«Έξυπνα τούβλα»: Οι τοίχοι που αποθηκεύουν ηλεκτρική ενέργεια

Ερευνητές του Πανεπιστημίου Washington στο Σαιντ Λούις, στις ΗΠΑ, μετατρέπουν κοινά κόκκινα τούβλα σε μέσα αποθήκευσης ενέργειας. Ένα πείραμα «έξυπνου τοίχου» κατάφερε να αποθηκεύσει ρεύμα και να τροφοδοτήσει ένα λαμπάκι LED, ανοίγοντας τον δρόμο για κτήρια που λειτουργούν ως γιγάντιες μπαταρίες. Πώς λειτουργεί αυτή η καινοτομία, ποια τα πλεονεκτήματα και οι περιορισμοί της, και πώς συγκρίνεται με άλλες τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας όπως οι μπαταρίες λιθίου, οι υπερπυκνωτές και οι μπαταρίες στερεάς κατάστασης;

Τούβλα που αποθηκεύουν ενέργεια: Από φθηνό δομικό υλικό, «μπαταρία» τοίχου

Φανταστείτε να μπορείτε να φορτίσετε το κινητό σας ή να ανάψετε τα φώτα συνδέοντάς τα απευθείας… στον τοίχο του σπιτιού σας. Μια ομάδα χημικών στο Πανεπιστήμιο Washington στο Σαιντ Λούις των ΗΠΑ πέτυχε κάτι πρωτοφανές: έδειξε ότι τα κοινά κόκκινα τούβλα – ένα από τα φθηνότερα και πιο συνηθισμένα δομικά υλικά – μπορούν να μετατραπούν σε συσκευές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ερευνητές αγόρασαν απλά τούβλα από ένα κατάστημα οικοδομικών υλικών, κόστους μόλις ~$0,65 το καθένα, και τα μετέτρεψαν σε αυτό που αποκαλούν «έξυπνα τούβλα» – ουσιαστικά, σε υπερπυκνωτές που λειτουργούν σαν μια μορφή επαναφορτιζόμενης «μπαταρίας» .

Τι σημαίνει «τούβλο-υπερπυκνωτής»; Οι υπερπυκνωτές (supercapacitors) είναι ενεργειακές συσκευές παρόμοιες με τις μπαταρίες ως προς το ότι έχουν δύο ηλεκτρόδια και έναν ηλεκτρολύτη, αλλά αποθηκεύουν την ενέργεια διαφορετικά: όχι μέσω χημικών αντιδράσεων, αλλά ως στατικό ηλεκτρικό φορτίο στις επιφάνειες των ηλεκτροδίων. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να φορτίζονται και να εκφορτίζονται πολύ πιο γρήγορα από τις παραδοσιακές μπαταρίες, προσφέροντας έντονες αλλά σύντομες «εκρήξεις» ισχύος. Η ομάδα του Πανεπιστημίου Washington αξιοποίησε αυτή την αρχή και προσέθεσε αξία στα παραδοσιακά τούβλα, μετατρέποντάς τα σε αποθήκες ρεύματος. «Τα τούβλα υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά εμείς τους δώσαμε νέα αξία και λειτουργικότητα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής χημικός Τζούλιο Ντ’ Άρσυ [Julio D’Arcy].

Πώς μετατρέπεται ένα απλό τούβλο σε συσκευή αποθήκευσης – Η τεχνολογία του PEDOT

Για να μετατρέψουν το αδρανές κεραμικό τούβλο σε συσσωρευτή ηλεκτρικής ενέργειας, οι ερευνητές ανέπτυξαν μια ειδική επικάλυψη από αγώγιμο πολυμερές PEDOT [poly(3,4-αιθυλενοδιοξυθειοφαίνιο)]. Το πολυμερές αυτό σχηματίζει νανοΐνες που διεισδύουν στο πορώδες εσωτερικό του τούβλου, δημιουργώντας ένα είδος αγώγιμου δικτύου. Το δίκτυο αυτό παγιδεύεται μέσα στους πόρους του τούβλου και λειτουργεί σαν «σφουγγάρι ιόντων», αποθηκεύοντας και μεταφέροντας ηλεκτρικό φορτίο .

Το κλειδί για να επιτευχθεί αυτή η επίστρωση είναι η κόκκινη χρωστική του τούβλου – το οξείδιο του σιδήρου, δηλαδή η σκουριά. Οι επιστήμονες εκμεταλλεύτηκαν τη σκουριά που υπάρχει φυσικά (~8% του βάρους ενός καμένου τούβλου) ως χημικό αντιδραστήρα. Συγκεκριμένα, διοχέτευσαν ατμούς υδροχλωρικού οξέος μέσα στους πόρους του τούβλου σε θερμοκρασία ~160°C, ώστε το οξείδιο του σιδήρου να διαλυθεί απελευθερώνοντας ιόντα σιδήρου (Fe^3+). Στη συνέχεια, εισήγαγαν ατμούς ενός μονομερούς (του EDOT), το οποίο πολυμερίστηκε επάνω στη σκουριά – ουσιαστικά η παρουσία των ιόντων σιδήρου ενεργοποίησε την αντίδραση που μετέτρεψε το μονομερές σε αγώγιμο πολυμερές PEDOT, επενδύοντας το εσωτερικό του τούβλου . Με αυτόν τον τρόπο το τούβλο απέκτησε εσωτερικά ένα «πλαστικό» αγώγιμο στρώμα. Για την ολοκλήρωση της συσκευής, δύο τέτοια επικαλυμμένα κομμάτια τούβλου λειτουργούν ως ηλεκτρόδια, με έναν τζελ ηλεκτρολύτη ανάμεσά τους (ο οποίος δρα και ως «κονίαμα» συγκόλλησης), και όλο το σύνολο καλύπτεται με μονωτική εποξική ρητίνη ώστε να είναι αδιάβροχο και μονωμένο.

Το αποτέλεσμα; Ένα σκούρο μπλε «έξυπνο τούβλο» (από το κόκκινο έγινε μπλε, μετά την αντίδραση) που μπορεί να φορτιστεί με ηλεκτρική ενέργεια και να την αποθηκεύσει για μετέπειτα χρήση . Ουσιαστικά, το τούβλο αυτό λειτουργεί σαν υπερπυκνωτής: φορτίζεται σε μερικά λεπτά και κρατά το φορτίο του για λίγο, αλλά μπορεί να δώσει γρήγορα ρεύμα όταν συνδεθεί σε κάποιο κύκλωμα. Σε εργαστηριακό επίπεδο, τρία τέτοια «υπερ-τούβλα» συνδεδεμένα μαζί κατάφεραν να ανάψουν ένα μικρό πράσινο λαμπάκι LED για έως 10-15 λεπτά . Η πλήρης φόρτιση του πρωτότυπου επιτεύχθηκε μέσα σε ~13 λεπτά, και μάλιστα οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η συσκευή μπορεί να επαναφορτιστεί τουλάχιστον 10.000 φορές χωρίς σημαντική απώλεια απόδοσης – έναν αριθμό κύκλων κατά πολύ ανώτερο από τις συμβατικές επαναφορτιζόμενες μπαταρίες.

Ευρήματα και δυνατότητες: Από ένα LED για λίγα λεπτά, σε φωτισμό ανάγκης για ώρες

Η έρευνα αυτή, που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2020 στο Nature Communications, λειτούργησε ως απόδειξη ότι τα δομικά υλικά ενός σπιτιού μπορούν να αποκτήσουν και δεύτερο ρόλο: εκτός από το να στηρίζουν την οικία, να λειτουργούν και ως αποθήκες ρεύματος. Ένας τοίχος φτιαγμένος από τέτοια ενεργειακά τούβλα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ταυτόχρονα ως στατικός τοίχος και ως «μπαταρία» που αποθηκεύει ρεύμα, π.χ. από ηλιακά πάνελ . Οι πρώτοι υπολογισμοί της ομάδας του Ντ’ Άρσυ δείχνουν ότι 50 «έξυπνα τούβλα» συνδεδεμένα μαζί θα μπορούσαν να αποθηκεύσουν αρκετή ενέργεια για να τροφοδοτήσουν φωτισμό ανάγκης (π.χ. φώτα ασφαλείας) για περίπου πέντε ώρες . Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν τα τούβλα φορτίζονται στη διάρκεια της ημέρας μέσω φωτοβολταϊκών στοιχείων στην οροφή ή στους τοίχους και εκφορτίζονται όταν χρειάζεται (π.χ. σε μια διακοπή ρεύματος) για να ανάψουν τα φώτα ασφαλείας.

Βεβαίως, προς το παρόν οι δυνατότητες αυτές είναι περιορισμένες σε μικρές εφαρμογές. Όπως παραδέχονται οι ερευνητές, η ενεργειακή χωρητικότητα των πρωτότυπων «τούβλων-υπερπυκνωτών» φτάνει μόλις το ~1% της χωρητικότητας μιας αντίστοιχου μεγέθους μπαταρίας ιόντων λιθίου . Με άλλα λόγια, για να αποθηκεύσουμε την ίδια ενέργεια που παρέχει μια μικρή μπαταρία, θα χρειαζόμασταν πολλές δεκάδες τέτοια τούβλα. Πράγματι, το επίτευγμα με το λαμπάκι LED είναι ένα εντυπωσιακό πρώτο αποτέλεσμα, όμως αφορά πολύ μικρή ποσότητα ρεύματος (τάξης μερικών βατ και για λίγα λεπτά) .

Οι επιστήμονες εργάζονται ήδη για να βελτιώσουν αυτή τη χωρητικότητα. Ένας τρόπος είναι η ανάμιξη άλλων μετάλλων στο υλικό του τούβλου – για παράδειγμα προσθήκη ιόντων μαγγανίου – ώστε να εμπλουτιστεί το τούβλο με υλικά που μπορούν να αποθηκεύσουν περισσότερα ιόντα και να αυξήσουν την ενεργειακή πυκνότητα . Επιπλέον, με τεχνικές βελτιστοποίησης της σύνθεσης του πολυμερούς και της διείσδυσής του, ελπίζουν να επιτύχουν μεγαλύτερη αποθήκευση ενέργειας ανά τούβλο. Ο ίδιος ο Ντ’ Άρσυ δήλωσε ότι το τρέχον επίτευγμα επαρκεί για «να ανάψεις φώτα ανάγκης σε έναν διάδρομο ή αισθητήρες μέσα στους τοίχους», όμως το επόμενο βήμα είναι «να αποθηκεύσουμε αρκετό ρεύμα ώστε να τροφοδοτήσουμε απευθείας μεγαλύτερες συσκευές – όπως ένα λάπτοπ – από τους τοίχους του σπιτιού» .

Πλεονεκτήματα των «έξυπνων τούβλων»

Παρά τις περιορισμένες επιδόσεις προς το παρόν, η ιδέα των ενεργειακών τούβλων παρουσιάζει ορισμένα σαφή πλεονεκτήματα που τη διαφοροποιούν από τις κλασικές μπαταρίες και υπερπυκνωτές:

  • Χαμηλό κόστος και ευκολία κλιμάκωσης: Τα βασικά υλικά είναι πολύ φθηνά και κοινά – ένα απλό τούβλο στοιχίζει λιγότερο από ένα δολάριο  και οι χημικές διεργασίες που χρησιμοποιούνται (ατμοί οξέος και μονομερούς) είναι σχετικά απλές, κατάλληλες να επεκταθούν σε μαζική παραγωγή. Ο Ντ’ Άρσυ αναφέρει ότι ένα επικαλυμμένο τούβλο σήμερα κοστίζει περίπου τρεις φορές περισσότερο από ένα απλό (δηλ. ~$2 αντί $0,65) λόγω της διαδικασίας, αλλά πιστεύει πως με την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα το κόστος αυτό θα πέσει σημαντικά. Εφόσον τα τούβλα είναι από τα φθηνότερα δομικά υλικά παγκοσμίως, η προοπτική «τούβλων-μπαταριών» θα μπορούσε να είναι οικονομικά προσιτή ευρέως – κάτι που ο Ντ’ Άρσυ τονίζει ως στόχο, ώστε η τεχνολογία να είναι προσβάσιμη σε όλους, ακόμα και στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
  • Ενσωμάτωση στην κατασκευή – εξοικονόμηση χώρου: Σε αντίθεση με τις ξεχωριστές μπαταρίες ή τις μεγάλες μονάδες αποθήκευσης που απαιτούν ειδικό χώρο, εδώ η αποθήκευση ενέργειας ενσωματώνεται σε υπάρχοντα στοιχεία της κατασκευής (τους τοίχους). Αυτό σημαίνει εξοικονόμηση χώρου και βάρους – δεν χρειάζεται να εγκαταστήσουμε ξεχωριστές μπαταρίες στους χώρους, αφού οι ίδιοι οι τοίχοι λειτουργούν ως τέτοιες. Όπως σημείωσε ανεξάρτητη ειδικός, η ιδέα θυμίζει τις «έξυπνες υφασμάτινες ίνες», όπου ενσωματώνονται ηλεκτρονικές λειτουργίες σε ρούχα: έχει αξία να ενσωματώνουμε αποθήκευση ενέργειας σε κοινά υλικά για να μη πιάνει έξτρα όγκο ή βάρος στον σχεδιασμό .
  • Ασφάλεια και σταθερότητα: Τα «τούβλα-υπερπυκνωτές» δεν περιέχουν εύφλεκτα υγρά ούτε πιεσμένα δοχεία όπως οι κλασικές μπαταρίες. Είναι ουσιαστικά στερεά υλικά (κεραμικό με πολυμερές) χωρίς κίνδυνο διαρροής ή έκρηξης. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να τοποθετηθούν πολλά μαζί (π.χ. σε έναν τοίχο) χωρίς τον κίνδυνο υπερθέρμανσης ή έκρηξης που υπάρχει αν στοιβάξουμε πολλές συμβατικές μπαταρίες. Μάλιστα ο ερευνητής Χονγκμίν Ουάνγκ [Hongmin Wang] τόνισε πως το πλεονέκτημα είναι ότι «ο καθένας μπορεί να φτιάξει έναν υπερπυκνωτή όσο μεγάλο θέλει, απλώς στοιβάζοντας τούβλα, κάτι που με τις μπαταρίες είναι δύσκολο λόγω κινδύνου έκρηξης». Επιπλέον, σε δοκιμές, οι επικαλυμμένοι τοίχοι αποδείχθηκαν ανθεκτικοί: λειτούργησαν ακόμα και βυθισμένοι κάτω από νερό (χάρη στην προστατευτική εποξική επίστρωση), διατηρώντας ένα LED αναμμένο επί 10 λεπτά , γεγονός που υποδηλώνει αντοχή σε υγρασία ή ακραίες συνθήκες.
  • Ταχύτητα φόρτισης και διάρκεια ζωής: Όπως όλοι οι υπερπυκνωτές, έτσι και οι ενεργειακοί τοίχοι μπορούν να φορτιστούν πολύ γρήγορα. Η φόρτισή τους με ηλιακή ενέργεια θα μπορούσε να γίνει μέσα σε λίγα λεπτά ή ώρες (ανάλογα την πηγή), και το σημαντικότερο: αντέχουν εκατοντάδες χιλιάδες κύκλους φόρτισης-εκφόρτισης χωρίς σοβαρή υποβάθμιση. Σε αντίθεση με μια τυπική μπαταρία που αρχίζει να «γερνάει» μετά από μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες κύκλους, οι υπερπυκνωτές μπορούν να επαναφορτίζονται αδιάλειπτα. Αυτό καθιστά θεωρητικά τους τοίχους-υπερπυκνωτές ιδανικούς για μακροχρόνια χρήση δεκαετιών, χωρίς ανάγκη αντικατάστασης του συστήματος αποθήκευσης.

Μειονεκτήματα και προκλήσεις της τεχνολογίας

Φυσικά, η προσέγγιση αυτή συνοδεύεται και από σημαντικές προκλήσεις και περιορισμούς, που πρέπει να αντιμετωπιστούν προτού δούμε «έξυπνα τούβλα» στα κτήριά μας:

  • Πολύ περιορισμένη ενεργειακή πυκνότητα: Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ποσότητα ενέργειας που μπορεί να αποθηκεύσει ένα τέτοιο τούβλο είναι μικρή. Σε όρους ενεργειακής πυκνότητας, υπολογίζεται ότι είναι περίπου 100 φορές μικρότερη (1%) από εκείνη μιας σύγχρονης μπαταρίας λιθίου αντίστοιχου μεγέθους. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι για εφαρμογές υψηλής κατανάλωσης (π.χ. τροφοδοσία οικιακών συσκευών) η απαιτούμενη επιφάνεια τοίχου με «έξυπνα τούβλα» θα ήταν πολύ μεγάλη. Η τεχνολογία, στην παρούσα φάση, ενδείκνυται περισσότερο για μικρή κατανάλωση – όπως φωτισμός LED, αισθητήρες, συστήματα έκτακτης ανάγκης – παρά για αντικατάσταση μιας πλήρους μπαταρίας σπιτιού.
  • Αυτοεκφόρτιση και χρόνος παροχής: Οι υπερπυκνωτές τείνουν να αποφορτίζονται πιο γρήγορα από τις μπαταρίες όταν αποσυνδεθούν από την πηγή ενέργειας, λόγω «διαρροής» του στατικού φορτίου. Αυτό σημαίνει ότι ένα ενεργειακό τούβλο θα διατηρήσει το φορτίο του για περιορισμένο χρόνο (ώρες ή λίγες ημέρες), σε σύγκριση με μια μπαταρία που μπορεί να το κρατήσει για εβδομάδες. Επίσης, παρέχουν ρεύμα για σχετικά σύντομη διάρκεια (λεπτά ή ώρες το πολύ, ανάλογα με το φορτίο) πριν αδειάσουν – δεν είναι σχεδιασμένα για συνεχή παροχή ενέργειας μεγάλης διάρκειας.
  • Μη φέρουσα κατασκευή: Μια πρακτική ανησυχία είναι ότι τα τροποποιημένα αυτά τούβλα ίσως να μην διαθέτουν την ίδια μηχανική αντοχή με τα παραδοσιακά τούβλα. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι ενεργειακοί αυτοί τοίχοι είναι αρκετά ανθεκτικοί για διακοσμητικά χωρίσματα ή επενδύσεις, αλλά όχι για φέρουσες τοιχοποιίες που στηρίζουν βάρος . Η διαδικασία εμποτισμού με πολυμερές και η ανάγκη για κενά (πόρους) στο εσωτερικό ίσως μειώνουν την αντοχή, οπότε τουλάχιστον με τη σημερινή μορφή τους τα «έξυπνα τούβλα» δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους βασικούς δομικούς τοίχους ενός κτηρίου, παρά μόνο να προστεθούν ως επιπλέον στρώση ή μη φέρον στοιχείο.
  • Ανάγκη προστασίας και συντήρησης: Η ύπαρξη αγώγιμου υλικού και ηλεκτρολύτη μέσα στα τούβλα σημαίνει ότι πρέπει να προστατεύονται από το περιβάλλον. Η ομάδα χρησιμοποίησε εποξική ρητίνη για να σφραγίσει τα τούβλα, καθιστώντας τα αδιάβροχα . Αυτό όμως προσθέτει μια επιπλέον διαδικασία και κόστος, και ενδεχομένως απαιτεί προσοχή κατά την εγκατάσταση (π.χ. αποφυγή τρυπήματος του τοίχου που θα έβλαπτε τη μόνωση και το κύκλωμα). Επίσης, παρότι το πολυμερές PEDOT είναι σταθερό, η μακροχρόνια γήρανση του υλικού σε πραγματικές συνθήκες (μεταβολές θερμοκρασίας, υγρασία, μηχανικές καταπονήσεις) μένει να μελετηθεί. Θα χρειαστεί να δούμε αν η απόδοση των ενεργειακών τούβλων παραμένει υψηλή μετά από χρόνια χρήσης ή αν χρειάζονται συντήρηση/αντικατάσταση.
  • Πολυμερές και περιβαλλοντικό αποτύπωμα: Ένα μέρος του οράματος των «πράσινων» τεχνολογιών είναι η βιωσιμότητα. Τα τούβλα είναι πράγματι φθηνά και άφθονα, αλλά η διαδικασία περιλαμβάνει συνθετικό πολυμερές και χημικά (όπως το οξύ). Θα πρέπει να αξιολογηθεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα αυτής της τεχνολογίας – πόσο οικολογική είναι η παραγωγή των «έξυπνων τούβλων» και η διάθεσή τους μετά το πέρας ζωής τους, σε σύγκριση π.χ. με την παραγωγή μιας κλασικής μπαταρίας. Το θετικό είναι ότι χρησιμοποιεί ως βάση ένα υλικό που ήδη υπάρχει παντού (τούβλο) αντί για σπάνια μέταλλα, όμως η προσθήκη πλαστικού και άλλων ουσιών ίσως εγείρει ζητήματα ανακύκλωσης. Αυτά είναι θέματα που θα αντιμετωπιστούν καθώς η τεχνολογία ωριμάζει.

Σε κάθε περίπτωση, οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι η καινοτομία βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και δεν προορίζεται να αντικαταστήσει άμεσα τις υπάρχουσες λύσεις αποθήκευσης. Περισσότερο λειτουργεί συμπληρωματικά και διευρύνει το πεδίο: μας δείχνει ότι μπορούμε να σκεφτούμε «έξω από κουτάκια» (ή μάλλον, μέσα στο τούβλο!) όταν αναζητούμε τρόπους αποθήκευσης καθαρής ενέργειας.

Σύγκριση με τις μπαταρίες ιόντων λιθίου – το σημερινό στάνταρ

Οι επαναφορτιζόμενες μπαταρίες ιόντων λιθίου είναι σήμερα η κυρίαρχη τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας σε φορητές ηλεκτρονικές συσκευές, ηλεκτρικά οχήματα αλλά και σε σταθερές εγκαταστάσεις (από power banks μέχρι μεγάλα συστήματα backup). Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι η υψηλή ενεργειακή πυκνότητα: μια μπαταρία λιθίου μπορεί να αποθηκεύει πολύ ενέργεια σε μικρό όγκο και βάρος, συνήθως της τάξης των 100-200 Wh ανά κιλό μάζας . Αυτό επιτρέπει σε ένα μικρό πακέτο να τροφοδοτεί π.χ. ένα smartphone επί ώρες ή ένα αυτοκίνητο επί εκατοντάδες χιλιόμετρα.

Σε σύγκριση, τα «τούβλα-υπερπυκνωτές» έχουν ενεργειακή πυκνότητα μόλις ~1-2 Wh/kg (δηλ. κάτω από το 1/100 μιας μπαταρίας), συνεπώς δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις μπαταρίες λιθίου στο πόση ενέργεια αποθηκεύουν. Ωστόσο, οι μπαταρίες λιθίου έχουν και μειονεκτήματα: βασίζονται σε χημικές αντιδράσεις που είναι σχετικά αργές (παίρνει ώρα να φορτίσει κανείς μια μπαταρία πλήρως) και φθείρονται με τη χρήση. Μια τυπική μπαταρία λιθίου αρχίζει να χάνει σημαντικό μέρος της χωρητικότητάς της μετά από 500-1.000 κύκλους φόρτισης/εκφόρτισης ή μερικά χρόνια χρήσης. Επίσης, οι μπαταρίες αυτές περιέχουν εύφλεκτο υγρό ηλεκτρολύτη – έναν οργανικό διαλύτη – ο οποίος μπορεί να υπερθερμανθεί και να προκαλέσει ανάφλεξη ή και έκρηξη αν η μπαταρία υποστεί ζημιά ή κακομεταχείριση. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά συσκευών ή οχημάτων όπου μπαταρίες λιθίου πήραν φωτιά. Επιπλέον, ο υγρός ηλεκτρολύτης περιορίζει την ταχύτητα φόρτισης (γιατί ζεσταίνεται αν σπρώξουμε πολύ ρεύμα πολύ γρήγορα).

Αντίθετα, τα τούβλα-υπερπυκνωτές δεν έχουν εύφλεκτα υλικά και φορτίζονται ταχύτατα – μέσα σε λεπτά – χωρίς κίνδυνο υπερθέρμανσης. Φυσικά, πληρώνουν το τίμημα σε χωρητικότητα. 

Ένα ακόμη θέμα είναι ότι οι μπαταρίες λιθίου στηρίζονται σε σχετικά σπάνια ή ακριβά υλικά (λίθιο, κοβάλτιο ή νικέλιο στα ηλεκτρόδια, χαλκός, αλουμίνιο κτλ.), και η παραγωγή τους έχει οικολογικό και γεωπολιτικό αντίκτυπο. Τα τούβλα από την άλλη είναι φτιαγμένα από ποικίλα υλικά (άργιλο, οξείδια μετάλλων) και το πολυμερές PEDOT βασίζεται σε άνθρακα. Άρα, δυνητικά, η μαζική υιοθέτηση τους ίσως μειώσει την εξάρτηση από ορυκτά για μπαταρίες.

Σύγκριση με τους υπερπυκνωτές – ταχύτητα έναντι ενέργειας

Οι υπερπυκνωτές είναι μια ξεχωριστή κατηγορία αποθήκευσης που ήδη χρησιμοποιείται σε ορισμένες εφαρμογές – συνήθως όπου χρειάζονται πολύ γρήγορες φορτίσεις/εκφορτίσεις και πολλοί κύκλοι. Για παράδειγμα, σε ορισμένα υβριδικά λεωφορεία ή σε συστήματα ανάκτησης ενέργειας πέδησης (φρεναρίσματος) χρησιμοποιούνται υπερπυκνωτές για να αποθηκεύουν και να δίνουν πίσω ενέργεια μέσα σε δευτερόλεπτα. Οι υπερπυκνωτές έχουν τεράστια ισχύ εξόδου και μπορούν να φορτίσουν/εκφορτίσουν σχεδόν στιγμιαία, αλλά το μειονέκτημά τους είναι – παρόμοια με ό,τι είδαμε στα τούβλα – η πολύ μικρότερη ενεργειακή πυκνότητα σε σχέση με τις μπαταρίες. Τυπικά, ένας κλασικός υπερπυκνωτής διπλής στοιβάδας (EDLC) έχει ενεργειακή πυκνότητα μόνο 5-10 Wh/kg, δηλαδή κλάσμα μόλις 5-10% μιας μπαταρίας λιθίου. Αυτό ακριβώς αντικατοπτρίζεται και στην περίπτωση των ενεργειακών τούβλων (που στην ουσία είναι υπερπυκνωτές με ηλεκτρόδια από τούβλο/PEDOT): αποθηκεύουν λίγη ενέργεια, αλλά μπορούν να την παρέχουν γρήγορα.

Τα τούβλα-υπερπυκνωτές, λοιπόν, δεν προσφέρουν κάποια πρωτοφανή απόδοση σε σχέση με άλλους υπερπυκνωτές – μάλιστα οι κλασικοί εμπορικοί υπερπυκνωτές (με ηλεκτρόδια από ενεργό άνθρακα) ίσως επιτυγχάνουν και ελαφρώς υψηλότερη ενεργειακή πυκνότητα από τα τούβλα PEDOT. Η καινοτομία έγκειται περισσότερο στη μορφή και στη χρήση τους: το ότι ενσωματώνονται σε δομικό υλικό. Ένα πλεονέκτημα είναι πως σε αντίθεση με τους περισσότερους υπερπυκνωτές που είναι μικρές, ξεχωριστές συσκευές, εδώ μπορούμε να έχουμε υπερπυκνωτές πολύ μεγάλου μεγέθους απλώς φτιάχνοντας μεγαλύτερους τοίχους. Η δυνατότητα κλίμακας είναι μεγάλη: θεωρητικά, όλο το κέλυφος ενός κτηρίου θα μπορούσε να δρα ως μια ενιαία μονάδα υπερπυκνωτή, αποθηκεύοντας ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και προσφέροντάς την πίσω στο δίκτυο ή στο σπίτι όποτε χρειάζεται.

Επίσης, τα τούβλα αξιοποιούν το υπάρχον υλικό (σκουριά) για να συνθέσουν το ενεργό αγώγιμο υλικό (πολυμερές). Αντίθετα, οι παραδοσιακοί υπερπυκνωτές απαιτούν ειδικά κατασκευασμένα ηλεκτρόδια (π.χ. νανοπορώδη άνθρακα, γραφένιο κλπ) που παράγονται  βιομηχανικά. Εδώ έχουμε μια έξυπνη χημική αξιοποίηση ενός απορρίμματος (σκουριάς) για να φτιαχτεί επιτόπου το ενεργό υλικό. Αυτό το καθιστά ενδιαφέρον για βιώσιμες κατασκευές, όμως απομένει να αποδειχθεί αν μπορεί να φτάσει την απόδοση των καλύτερων υπερπυκνωτών της αγοράς.

Τέλος, όσον αφορά τη διάρκεια ζωής, οι υπερπυκνωτές γενικά υπερτερούν των μπαταριών – διαρκούν 10-20 χρόνια ή εκατοντάδες χιλιάδες κύκλους. Τα «έξυπνα τούβλα» αναμένονται επίσης να έχουν παρόμοια καλή διάρκεια (όπως έδειξαν και οι 10.000 κύκλοι χωρίς απώλεια). Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να συνδυαστούν ιδανικά με μπαταρίες: ο υπερπυκνωτής (τούβλα) να αναλαμβάνει τα «βαριά καθήκοντα» των συχνών φορτίσεων/εκφορτίσεων και των στιγμιαίων αιχμών, ενώ η μπαταρία λιθίου να κάνει τη μακροχρόνια αποθήκευση. Έτσι, ο κάθε τύπος συσκευής λειτουργεί εκεί που αποδίδει καλύτερα, επεκτείνοντας και τη ζωή της μπαταρίας (λιγότερη καταπόνηση από αιφνίδια φορτία).

Μπαταρίες στερεάς κατάστασης: Το μέλλον των μπαταριών

Μια άλλη τεχνολογία που αναπτύσσεται ραγδαία και συχνά αναφέρεται ως το μέλλον στις μπαταρίες είναι οι μπαταρίες στερεάς κατάστασης. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εξελιγμένη μορφή μπαταριών ιόντων λιθίου, όπου όμως ο υγρός ηλεκτρολύτης έχει αντικατασταθεί από ένα στερεό υλικό (π.χ. ένα κεραμικό, γυαλί ή στερεό πολυμερές). Αυτή η αλλαγή φέρνει πολλαπλά οφέλη: οι στερεοί ηλεκτρολύτες δεν είναι εύφλεκτοι, άρα οι μπαταρίες γίνονται πολύ πιο ασφαλείς (δεν κινδυνεύουν να πάρουν φωτιά). Επίσης, αντέχουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες και επιτρέπουν να χρησιμοποιηθεί καθαρό μεταλλικό λίθιο ως άνοδος, ανεβάζοντας έτσι τη θεωρητική ενεργειακή πυκνότητα. Πράγματι, τα πρωτότυπα στερεών μπαταριών εμφανίζουν δυνατότητα να αποθηκεύουν περισσότερη ενέργεια σε μικρότερο όγκο/βάρος σε σχέση με τις συμβατικές μπαταρίες, ενώ μπορούν και να φορτίζουν πολύ πιο γρήγορα – σε μερικά λεπτά, ακόμη και  έως 80% σε 12 ή και 3 λεπτά, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες . Επιπλέον, λόγω της χημικής σταθερότητας των στερεών υλικών, οι μπαταρίες αυτές φαίνεται πως διαρκούν πολύ περισσότερο: εκτιμήσεις κάνουν λόγο για λειτουργική ζωή 15-20 χρόνων (σε χρήση σε όχημα) προτού αρχίσει η αξιοσημείωτη υποβάθμιση, έναντι ~5-8 ετών για μια τυπική μπαταρία λιθίου σήμερα .

Πώς συγκρίνονται, όμως, όλα αυτά με τα «τούβλα-μπαταρίες»; Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι μπαταρίες στερεάς κατάστασης είναι μια ανταγωνιστική τεχνολογία στις μπαταρίες λιθίου, δηλαδή στο ίδιο πεδίο με αυτές – στοχεύουν να αντικαταστήσουν τις συμβατικές μπαταρίες σε συσκευές και οχήματα, προσφέροντας μεγαλύτερη αυτονομία, ταχύτερη φόρτιση και ασφάλεια. Δεν ανταγωνίζονται άμεσα τους υπερπυκνωτές, μιας και έχουν διαφορετικό ρόλο (οι μεν για μεγάλη ενεργειακή αποθήκευση, οι δε για γρήγορη παροχή ισχύος).

Σε σχέση με τα τούβλα, οι μπαταρίες στερεάς κατάστασης είναι πολύ πιο πυκνές σε ενέργεια (θα έχουν πιθανώς ακόμα μεγαλύτερη πυκνότητα και από τις σημερινές μπαταρίες λιθίου). Όμως, φυσικά, πρόκειται για περίπλοκες, υψηλής τεχνολογίας συσκευές, που απαιτούν προηγμένα υλικά (κρυσταλλικούς ηλεκτρολύτες, λεπτές μεμβράνες, κλπ) και εξελιγμένη βιομηχανική παραγωγή. Βρίσκονται ακόμη κυρίως σε στάδιο ερευνών και πιλοτικών εργοστασίων – δηλαδή δεν έχουν μπει ακόμα μαζικά στην αγορά, λόγω προκλήσεων στην κατασκευή και κόστους. Καμία σχέση λοιπόν με την απλότητα ενός τούβλου. Τα «έξυπνα τούβλα» απευθύνονται σε μια διαφορετική φιλοσοφία: χαμηλή τεχνολογία, χαμηλό κόστος, εύκολη ενσωμάτωση παντού, αλλά με θυσία στην απόδοση.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν οι μπαταρίες στερεάς κατάστασης είναι ο «πολυτελής διάδοχος» των μπαταριών λιθίου για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και συσκευές, τα ενεργειακά τούβλα είναι μια εναλλακτική συμπληρωματική λύση για αποθήκευση ενέργειας, διάχυτη στο περιβάλλον μας. Ίσως στο μέλλον ένα σπίτι να έχει τόσο μια προηγμένη μπαταρία (στερεάς κατάστασης) στο υπόγειο για να αποθηκεύει μεγάλα ποσά ρεύματος όσο και τους τοίχους του εξοπλισμένους με ενεργειακά τούβλα που θα λειτουργούν ως υποστηρικτικό σύστημα: θα φορτίζονται και θα εκφορτίζονται γρήγορα για να εξισορροπούν τις ανάγκες, θα παρέχουν ρεύμα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και θα βελτιώνουν συνολικά την ενεργειακή απόδοση του κτηρίου.

Κλείνει ο πρώτος ΛΟΑΤΚΙ+ εκδοτικός οίκος στην Ελλάδα

Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα της Ελλάδας. Ο «Πολύχρωμος Πλανήτης», ο πρώτος και μοναδικός εκδοτικός οίκος και βιβλιοπωλείο που στήριζε τις μειονοτικές φωνές και τη ΛΟΑΤΚΙ+ λογοτεχνία στη χώρα, ανακοίνωσε την παύση της λειτουργίας του.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Θάνου Βέσση, το κλείσιμο οφείλεται σε «οικονομικούς αλλά και άλλους αντικειμενικούς λόγους», που υπερβαίνουν τη θέλησή του.

Η παύση της λειτουργίας του «Πολύχρωμου Πλανήτη» συμβολίζει το τέλος μιας εποχής. Μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, τα βιβλία του «Πολύχρωμου Πλανήτη» προσφέρονται με εκπτώσεις από 60% έως 80%, σε μια τελευταία προσπάθεια του Θάνου Βέσση να διασώσει τα βιβλία από την ανακύκλωση.