Δευτέρα, 07 Ιούλ, 2025

Η Ουκρανική ηγεσία στην Ουάσιγκτον: Αιτήματα για επιπρόσθετη βοήθεια και αυστηρότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας

Σημαντική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 3 Ιουνίου 2025 στην Ουάσιγκτον, όπου επικεφαλής ουκρανικής αντιπροσωπείας υπό τον διευθυντή του γραφείου του προέδρου της Ουκρανίας, Αντρίι Γερμάκ, είχε διαβουλεύσεις με τον αμερικανό ειδικό εκπρόσωπο για την Ουκρανία και τη Ρωσία, απόστρατο υποστράτηγο Κιθ Κέλογκ. Η συνάντηση ήρθε σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή του πολέμου στην Ουκρανία, με τις εχθροπραξίες να συνεχίζονται στην πρώτη γραμμή και την ουκρανική πλευρά να επιδιώκει αυξημένη διεθνή υποστήριξη.

Σύμφωνα με ανάρτηση του Αντρίι Γερμάκ στην εφαρμογή Telegram, οι συζητήσεις εστίασαν στις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης, στα αποτελέσματα των πρόσφατων διπλωματικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη, στην ανάγκη αυστηροποίησης των κυρώσεων κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και στην ενίσχυση της αμερικανικής και διεθνούς αμυντικής βοήθειας προς την Ουκρανία.

Όπως ανέφερε ο Γερμάκ, η ουκρανική αντιπροσωπεία παρουσίασε λεπτομερώς τα τρέχοντα δεδομένα από την πρώτη γραμμή, δίνοντας έμφαση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις υπό την πίεση των συνεχιζόμενων ρωσικών επιθέσεων. Το ζήτημα της ανάγκης για διαρκή και αυξημένη στρατιωτική υποστήριξη βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης, ενώ τέθηκε επιτακτικά και η επείγουσα ανάγκη για τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού προηγμένης τεχνολογίας.

Επιπλέον, στην ημερήσια διάταξη βρέθηκαν και τα αποτελέσματα των πρόσφατων συναντήσεων στην Κωνσταντινούπολη, όπου διεξήχθησαν επαφές μεταξύ ουκρανικής και διεθνούς πλευράς για την αναζήτηση διπλωματικών λύσεων στο ουκρανικό ζήτημα. Ο Γερμάκ υπογράμμισε τη σημασία συντονισμένων πιέσεων προς τη Μόσχα, τόσο μέσω κυρώσεων όσο και μέσα από ενισχυμένη διπλωματική απομόνωση της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή.

Έμφαση δόθηκε και στις προσπάθειες επαναπατρισμού των απαχθέντων παιδιών από τα ουκρανικά εδάφη που τελούν υπό ρωσικό έλεγχο. Το θέμα αυτό αποτελεί προτεραιότητα για την ουκρανική ηγεσία, η οποία ζητεί στήριξη από τις ΗΠΑ και άλλους διεθνείς εταίρους για την επιστροφή των παιδιών στις οικογένειές τους.

Ο απόστρατος υποστράτηγος και ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Κιθ Κέλογκ, έχει αναλάβει τον κεντρικό ρόλο στον συντονισμό των αμερικανικών προσπαθειών για τη διευθέτηση του ουκρανικού ζητήματος, δίνοντας έμφαση τόσο στην αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας όσο και στη διατήρηση της ενότητας της Δύσης απέναντι στη Μόσχα. Η παρουσία του σε διεθνή φόρα, όπως η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον περασμένο Φεβρουάριο, υπογραμμίζει τον αναβαθμισμένο ρόλο της αμερικανικής διπλωματίας στην περιοχή.

Η συνάντηση της ουκρανικής αντιπροσωπείας με τον αμερικανό ειδικό εκπρόσωπο σηματοδοτεί τη σταθερή δέσμευση της Ουάσιγκτον για στήριξη της Ουκρανίας σε στρατιωτικό, διπλωματικό και ανθρωπιστικό επίπεδο. Η έμφαση στις κυρώσεις αναδεικνύει την πεποίθηση της ουκρανικής ηγεσίας πως η περαιτέρω οικονομική πίεση, σε συνδυασμό με αυξημένη στρατιωτική βοήθεια, μπορεί να περιορίσει τις ρωσικές επιθέσεις και να διαμορφώσει όρους για μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Από την άλλη πλευρά, η συνέχιση του πολέμου ενισχύει τις ανησυχίες για κλιμάκωση στην περιοχή και φέρνει σε θέση ευθύνης τις ΗΠΑ και τους εταίρους τους, οι οποίοι καλούνται να ισορροπήσουν μεταξύ της ενίσχυσης της άμυνας της Ουκρανίας και της αποτροπής μιας ευρύτερης σύγκρουσης με τη Ρωσία.

Η διπλωματική κινητικότητα και η στενή συνεργασία ανάμεσα στην Ουκρανία και τις ΗΠΑ παραμένουν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση των συνθηκών στο ουκρανικό μέτωπο. Η συνάντηση στην Ουάσιγκτον επισημαίνει τόσο τη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων όσο και την ανάγκη για κοινή διεθνή δράση, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πολλαπλές προκλήσεις που προκαλεί η ρωσική εισβολή, από την άμυνα μέχρι την προστασία των παιδιών. Η έκβαση αυτών των διεργασιών, σε συνδυασμό με τα διαρκή αιτήματα για σκληρότερες κυρώσεις και ανθρωπιστική στήριξη, θα αποτελέσουν βαρόμετρο για την ανθεκτικότητα και την τελική επιτυχία των στόχων της Ουκρανίας.

Με την συμβολή του Άντριου Θόρνεμπρουκ

Μπιλ Γκέιτς: Δεσμεύεται να διαθέσει την περιουσία του για την Αφρική, μέσα στην επόμενη 20ετία

Το μεγαλύτερο μέρος των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων που σχεδιάζει να διαθέσει τα επόμενα είκοσι χρόνια το ίδρυμά του θα πάει στην Αφρική, δήλωσε ο Μπιλ Γκέιτς τη Δευτέρα, ρίχνοντας φως στους νέους στόχους ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Υπενθυμίζεται ότι τον προηγούμενο μήνα είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να δωρίσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιδρύματος Γκέιτς, ο ιδρυτής της Microsoft ανέφερε σε ομιλία του στην έδρα της Αφρικανικής Ένωσης στην Αντίς Αμπέμπα ότι είχε δεσμευθεί να διαθέσει την περιουσία του εντός των επόμενων δύο δεκαετιών, και ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων προορίζεται για την αντιμετώπιση προκλήσεων στην αφρικανική ήπειρο.

Τον Μάιο, ο Γκέιτς ανακοίνωσε ότι το ίδρυμά του θα τερματίσει τη λειτουργία του στις 31 Δεκεμβρίου 2045, με προγραμματισμένες δαπάνες έως και 200 δισ. δολάρια μέχρι τότε — ποσό που θα χρηματοδοτηθεί κυρίως μέσω της προσωπικής του δέσμευσης να δωρίσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό, ο οποίος προέβλεπε ότι το ίδρυμα θα συνέχιζε να λειτουργεί για αρκετές δεκαετίες μετά τον θάνατο του ίδιου και της πρώην συζύγου του, Μελίντα Φρεντς Γκέιτς.

Όπως ανέφερε σε δήλωσή του στις 8 Μαΐου, ο Γκέιτς άρχισε τα τελευταία χρόνια να επανεξετάζει αυτή την προσέγγιση, και κατέληξε — σε συνεργασία με το διοικητικό συμβούλιο — ότι είναι εφικτή η επίτευξη των στόχων του ιδρύματος σε μικρότερο χρονικό διάστημα, εφόσον εντατικοποιηθούν κρίσιμες επενδύσεις και προσφερθεί μεγαλύτερη σιγουριά στους συνεργάτες του ιδρύματος.

Η Μελίντα Φρεντς Γκέιτς αποχώρησε από το ίδρυμα το 2024, μετά το διαζύγιό τους, με δέσμευση να προσφέρει περίπου 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια στο πλαίσιο της συμφωνίας του διαζυγίου.

Σκοπός της επίσκεψης του Γκέιτς στην Αιθιοπία, σύμφωνα με ανακοίνωση της Αφρικανικής Ένωσης, ήταν η ενίσχυση των σχέσεων του ιδρύματος με τον οργανισμό. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στη βελτίωση των συστημάτων υγείας, την ενίσχυση της διατροφικής ασφάλειας και την επέκταση της τοπικής παραγωγής φαρμάκων και εμβολίων στην Αφρική.

Ο Γκέιτς αναφέρθηκε επίσης στα πρώτα του φιλανθρωπικά βήματα τη δεκαετία του 1990, επισημαίνοντας ότι το έργο του ιδρύματος στο πεδίο των εμβολιασμών ξεκίνησε όταν διάβασε ένα άρθρο σχετικά με τη μείωση των θανάτων από διάρροια σε παιδιά στην Αφρική μέσω του εμβολιασμού κατά του ροταϊού.

Υπενθύμισε ότι το ίδρυμα συμμετείχε στη δημιουργία της Συμμαχίας για τα Εμβόλια και την Ανοσοποίηση (Global Alliance for Vaccines and Immunization – GAVI), με στόχο την αγορά εμβολίων, και ότι επένδυσε σημαντικά κεφάλαια ώστε η τιμή του εμβολίου για τον ροταϊό να μειωθεί από τα 30 δολάρια σε κάτω από 2 δολάρια ανά δόση.

Η δράση του στον τομέα των εμβολίων έχει προκαλέσει αντικρουόμενες αντιδράσεις, από επαίνους μέχρι επικρίσεις και θεωρίες συνωμοσίας. Μεταξύ άλλων, κυκλοφόρησαν ισχυρισμοί ότι παιδιά στην Αφρική χρησιμοποιήθηκαν ως «πειραματόζωα» σε δοκιμές ή ότι τα εμβόλια για την COVID-19 περιείχαν συσκευές εντοπισμού. Ο Γκέιτς έχει απορρίψει κατηγορηματικά τέτοιους ισχυρισμούς, τονίζοντας ότι το έργο του ιδρύματος έχει μοναδικό στόχο τη διάσωση ζωών και τη μείωση του ανθρώπινου πόνου.

Στην ομιλία του στην Αντίς Αμπέμπα, υποστήριξε ότι παιδιά που γεννιούνται σε πολλές περιοχές της Αφρικής έχουν 50 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πριν από τα πέντε τους χρόνια σε σύγκριση με παιδιά σε άλλα μέρη του κόσμου. Όπως ανέφερε, από το 2000 και μετά, το ίδρυμα συνεργάζεται στενά με αφρικανικούς φορείς, μαθαίνοντας από την εμπειρία τους. Ορισμένες από τις καινοτομίες στις οποίες συνέβαλε, πρόσθεσε, είναι βασικές — όπως η καλύτερη οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας — ενώ άλλες είναι ιδιαίτερα σύνθετες.

Αναφέρθηκε ενδεικτικά στην ανάπτυξη νέων εμβολίων κατά της ελονοσίας, του HIV και της φυματίωσης, υπογραμμίζοντας τη σημασία της επιστημονικής έρευνας στον αγώνα για την υγεία.

Από τότε που αποχώρησε από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της Microsoft το 2000 και αργότερα από την προεδρία του ΔΣ το 2014, ο Γκέιτς έχει αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο ίδρυμά του. Έχει αναφέρει συχνά ότι εμπνέεται από άλλους μεγιστάνες και δωρητές, όπως ο Γουόρεν Μπάφετ. Παράλληλα, δεν λείπουν οι επικριτές, οι οποίοι θεωρούν ότι χρησιμοποιεί το ίδρυμά του ως φορολογικό καταφύγιο και ότι ασκεί υπερβολική επιρροή στη διεθνή πολιτική υγείας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, ο Γκέιτς απέκτησε σημαντική δημόσια παρουσία, με ορισμένες από τις δηλώσεις του για τα εμβόλια και τις στρατηγικές δημόσιας υγείας να προκαλούν έντονες αντιδράσεις.

Με τη συμβολή του Jack Phillips

Η Χαμάς απαντά στην αμερικανική πρόταση κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα

Η οργάνωση Χαμάς δήλωσε το Σάββατο ότι υπέβαλε επίσημη απάντηση στην πρόταση κατάπαυσης του πυρός που στηρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με την οποία θα διακοπεί ο πόλεμος στη Γάζα για τουλάχιστον 60 ημέρες και θα διασφαλιστεί η απελευθέρωση περίπου των μισών από τους εναπομείναντες ομήρους.

Σε ανακοίνωσή της στο κανάλι Telegram, η Χαμάς γνωστοποίησε ότι, στο πλαίσιο της συμφωνίας, θα προχωρήσει σε απελευθέρωση δέκα ζωντανών ομήρων καθώς και δεκαοκτώ σορών, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση από το Ισραήλ «συμφωνημένου αριθμού Παλαιστινίων κρατουμένων».

Αιτήματα για μόνιμη εκεχειρία και ανθρωπιστική πρόσβαση

Παράλληλα, η Χαμάς διατυπώνει την απαίτηση για μόνιμη κατάπαυση του πυρός, ευρεία πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα και πλήρη αποχώρηση των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων από την περιοχή. Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, η οργάνωση ζητά «ολοκληρωτικό τερματισμό των εχθροπραξιών» και την «παροχή εγγυήσεων» για την ομαλή διανομή βοήθειας στον άμαχο πληθυσμό.

Η πρόταση, η οποία διαμορφώθηκε ύστερα από διαπραγματεύσεις στις οποίες συμμετείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, προέβλεπε αρχικά αναστολή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα κατά τη διάρκεια της συμφωνημένης περιόδου, με στόχο την διευκόλυνση της απελευθέρωσης ομήρων και Παλαιστινίων κρατουμένων, καθώς και τη βελτίωση των ανθρωπιστικών συνθηκών στην περιοχή.

Διπλωματικές προσπάθειες και αντιδράσεις

Το Ισραήλ, από την πλευρά του, έχει επανειλημμένα τονίσει ότι απαιτείται η επιστροφή όλων των ομήρων, ενώ διατηρεί την επιφυλακτική στάση του ως προς τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις για εκεχειρία χωρίς την οριστική κατάρρευση της Χαμάς ως στρατιωτικής δύναμης.

Η διεθνής κοινότητα, με πρωταγωνιστικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, ασκεί πιέσεις και προς τα δύο μέρη να προχωρήσουν σε συμφωνία που θα επιτρέψει την αποκλιμάκωση της κρίσης, την αποκατάσταση της σταθερότητας και την αύξηση της πρόσβασης σε ανθρωπιστική βοήθεια. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει καλέσει επανειλημμένως για την εξεύρεση λύσης που θα διασφαλίζει την ασφάλεια των πολιτών και στις δύο πλευρές, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην απελευθέρωση των ομήρων.

Μέχρι στιγμής, η ισραηλινή κυβέρνηση δεν έχει δημοσιοποιήσει επίσημη απάντηση στην πρόταση της Χαμάς. Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι εξετάζουν διεξοδικά το περιεχόμενο της απάντησης και των όρων που θέτει η παλαιστινιακή οργάνωση, ενώ η συζήτηση συνεχίζεται σε διπλωματικό επίπεδο τόσο στα Ηνωμένα Έθνη όσο και στις μεγάλες πρωτεύουσες.

Το ζήτημα της ανταλλαγής ομήρων με Παλαιστινίους κρατούμενους αποτελεί σταθερό σημείο έντασης στις διαπραγματεύσεις, ενώ ο ακριβής αριθμός των ατόμων που προβλέπεται να απελευθερωθούν, καθώς και οι προϋποθέσεις πλήρους εκεχειρίας παραμένουν υπό αμφισβήτηση.

Οι συνέπειες στην ανθρωπιστική κατάσταση στη Γάζα

Η ανθρωπιστική κρίση στη Λωρίδα της Γάζας έχει επιδεινωθεί σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες, με τους διεθνείς οργανισμούς να κάνουν λόγο για ανάγκη άμεσης και απρόσκοπτης πρόσβασης σε τρόφιμα, νερό, φάρμακα και άλλες βασικές υπηρεσίες για τον πληθυσμό. Οι αντιδράσεις της Χαμάς και του Ισραήλ στο αμερικανικής στήριξης σχέδιο θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της σύγκρουσης και τις προοπτικές για ειρήνη στην περιοχή.

Η κατάσταση παραμένει ρευστή, με την προσοχή της διεθνούς κοινότητας στραμμένη στην επίτευξη συμφωνίας που θα θέσει τέλος σε έναν από τους πλέον αιματηρούς κύκλους βίας στη Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια.

Με την συμβολή του Associated Press

Ολλανδός υπουργός Άμυνας: Εντείνονται οι κινεζικές επιχειρήσεις κατασκοπείας στη βιομηχανία ημιαγωγών

Αυξανόμενες ανησυχίες για εντατικοποίηση των επιχειρήσεων κυβερνοκατασκοπείας από την Κίνα εξέφρασε ο υπουργός Άμυνας της Ολλανδίας Ρούμπεν Μπρέκελμανς, υπογραμμίζοντας τη διαρκή στοχοποίηση του τομέα των ημιαγωγών ως προτεραιότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Οι δηλώσεις του υπουργού πραγματοποιήθηκαν στις 30 Μαΐου στο περιθώριο του φόρουμ ασφαλείας Shangri-La Dialogue στη Σιγκαπούρη, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.

Ο κ. Μπρέκελμανς ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η βιομηχανία των ημιαγωγών — στην οποία διατηρούμε τεχνολογικό προβάδισμα ή προηγμένη τεχνογνωσία — αποτελεί τεράστιο ενδιαφέρον για την Κίνα λόγω της υψηλής αξίας της πνευματικής ιδιοκτησίας». Τόνισε ότι το Πεκίνο, αξιοποιώντας κυβερνοεπιθέσεις και άλλες μεθόδους κατασκοπείας, επιδιώκει την απόκτηση ευαίσθητων τεχνολογιών που σχετίζονται με την παραγωγή καινοτόμων ημιαγωγών.

Η σύγχρονη βιομηχανία ημιαγωγών συγκαταλέγεται στα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Ολλανδίας, με τη χώρα να φιλοξενεί κορυφαίες εταιρείες και τεχνολογικούς κολοσσούς που κατέχουν σημαντική θέση στην παγκόσμια αγορά. Οι αυξανόμενες προσπάθειες απόκτησης της τεχνογνωσίας αυτής μέσω κατασκοπείας έχουν οδηγήσει σε διπλωματικές εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και του Πεκίνου.

Το υπουργείο Άμυνας των Κάτω Χωρών έχει τα τελευταία χρόνια προβεί σε αυστηρές προειδοποιήσεις προς τη βιομηχανία, επισημαίνοντας το αυξημένο επίπεδο απειλής τόσο στον κυβερνοχώρο όσο και στη φυσική ασφάλεια κρίσιμων εγκαταστάσεων. Η στάση αυτή συνάδει με ευρύτερη τάση κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενισχύουν τους μηχανισμούς προστασίας βιομηχανικής πνευματικής ιδιοκτησίας λόγω της γεωπολιτικής αστάθειας.

Ο κ. Μπρέκελμανς, μιλώντας από τη Σιγκαπούρη, υπογράμμισε: «Η επένδυση στην ασφάλεια και η διαρκής επαγρύπνηση είναι βασικά προαπαιτούμενα για τη διατήρηση της τεχνολογικής πρωτοπορίας και την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων».

Το Πεκίνο, από την πλευρά του, αρνείται σταθερά τις κατηγορίες περί κατασκοπείας και διαμαρτύρεται για τους ισχυρισμούς ευρωπαϊκών και δυτικών κυβερνήσεων, κάνοντας λόγο για πολιτικά υποκινούμενες εκστρατείες δυσφήμισης.

Η συμμετοχή της Ολλανδίας στο forum Shangri-La Dialogue εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ χωρών στον τομέα της άμυνας και της κυβερνοασφάλειας, με επίκεντρο την αντιμετώπιση προκλήσεων από αναδυόμενες παγκόσμιες δυνάμεις.

Ιστορικό και ευρύτερες προεκτάσεις

Η Ολλανδία, ως κεντρικός κρίκος στην αλυσίδα εφοδιασμού ημιαγωγών, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια τεχνολογική ισορροπία. Η εταιρεία ASML, με έδρα την Ολλανδία, θεωρείται παγκόσμιος ηγέτης στην κατασκευή συστημάτων λιθογραφίας που είναι ουσιώδη για την παραγωγή σύνθετων μικροτσιπ.

Παράλληλα, η τεχνολογική αντιπαράθεση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας τροφοδοτεί ένα ευρύτερο πλαίσιο γεωστρατηγικών ανταγωνισμών, με την Ευρώπη να καλείται να προστατεύσει τα συμφέροντα και τις καινοτομίες της ενάντια σε διάσπαρτες απειλές κυβερνοκατασκοπείας.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις ευρωπαϊκών αρχών ασφαλείας, ο ψηφιακός πόλεμος για την απόκτηση βιομηχανικής γνώσης εντείνεται, θέτοντας νέα δεδομένα στις διεθνείς ισορροπίες και την ασφάλεια κρίσιμων υποδομών.

Οι τοποθετήσεις του Ολλανδού υπουργού αναμένεται να επηρεάσουν τόσο τις μελλοντικές πολιτικές ασφάλειας της χώρας όσο και τις διατλαντικές συνεργασίες στον τομέα της τεχνολογίας και της άμυνας.

Κάλεσμα Μακρόν για νέα γεωπολιτική ισορροπία μεταξύ Ευρώπης και Ασίας

Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν δήλωσε την Παρασκευή ότι η κλιμακούμενη ένταση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας απειλεί να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια τάξη και κάλεσε τις χώρες της Ασίας και της Ευρώπης να σχηματίσουν μια «συμμαχία δράσης» με σκοπό την υπεράσπιση κοινών αρχών και την αντιμετώπιση εξαναγκαστικών συμπεριφορών εκ μέρους των μεγάλων δυνάμεων.

Μιλώντας στη σύνοδο κορυφής για την άμυνα «Shangri-La Dialogue» στη Σιγκαπούρη στις 30 Μαΐου, ο Μακρόν χαρακτήρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κομμουνιστικής Κίνας ως τη μεγαλύτερη γεωπολιτική πρόκληση της εποχής, σημειώνοντας ότι τα μικρότερα κράτη δεν θα έπρεπε να εξαναγκάζονται να πάρουν το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς.

Υποστήριξε ότι η εποχή της μη ευθυγράμμισης έχει αναμφίβολα παρέλθει, αλλά η περίοδος των συμμαχιών δράσης έχει φτάσει, προσθέτοντας ότι αυτό προϋποθέτει να εξασφαλίσουν τα κράτη που μπορούν να δράσουν από κοινού όλα τα μέσα που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό.

Παρότι αναγνώρισε τις αλλαγές στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, ο Γάλλος πρόεδρος υπαινίχθηκε ότι η Γαλλία επιθυμεί να διατηρήσει ισχυρές σχέσεις τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με το Πεκίνο. Όπως ανέφερε, Ευρώπη και Ασία έχουν κοινό συμφέρον στη διαφύλαξη των διεθνών κανόνων και θεσμών που οικοδομήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Υπογράμμισε ότι η Γαλλία είναι φίλη και σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ διατηρεί φιλικές σχέσεις και συνεργασία —παρά τις ενίοτε διαφωνίες και τον ανταγωνισμό— και με την Κίνα. Τόνισε επίσης ότι η Γαλλία δεν ταυτίζεται ούτε με την Κίνα ούτε με τις ΗΠΑ και δεν επιθυμεί να εξαρτάται από καμία από τις δύο.

Η περιοδεία του Μακρόν σε τρεις χώρες της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού, που περιλαμβάνει και τη στάση του στη Σιγκαπούρη, εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας της Γαλλίας να ενισχύσει τις στρατηγικές και εμπορικές της σχέσεις στην περιοχή, λειτουργώντας συμπληρωματικά προς τις αμερικανικές πρωτοβουλίες αντιμετώπισης παγκόσμιων προκλήσεων.

Η Γαλλία, η οποία διαθέτει 1,6 εκατομμύρια υπηκόους σε υπερπόντιες περιοχές στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, έχει πρόσφατα ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης με φυσική παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό.

Οι δηλώσεις του Μακρόν διατυπώθηκαν σε μια περίοδο αυξανόμενων εντάσεων στην περιοχή, καθώς η στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας, η επιθετικότητα σε ζητήματα εδαφικών διεκδικήσεων και η εμβάθυνση της στρατηγικής της σχέσης με τη Ρωσία έχουν προκαλέσει ανησυχία σε πολλά κράτη της περιοχής.

Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή τους υπέρ μιας «ελεύθερης και ανοιχτής Ινδο-Ειρηνικής», καλώντας τους συμμάχους να ενισχύσουν τη συνεργασία για τη διατήρηση της ειρήνης και της ελευθερίας ναυσιπλοΐας σε στρατηγικής σημασίας θαλάσσιες οδούς, όπως τα Στενά της Ταϊβάν και η Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος επίσης συμμετείχε στη σύνοδο στη Σιγκαπούρη, δήλωσε ότι η στάση της κυβέρνησης Τραμπ αποσκοπεί στην αποτροπή ενδεχόμενης κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν — ένα νησί που το καθεστώς του Πεκίνου θεωρεί ως αναπόσπαστο τμήμα του. Η Κίνα, όπως υπενθύμισε, δεν έχει αποκλείσει τη χρήση βίας για την προσάρτηση της αυτοδιοικούμενης δημοκρατίας.

Ο Χέγκσεθ ανέφερε ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν σύγκρουση με κανέναν, περιλαμβανομένης της κομμουνιστικής Κίνας. Επισήμανε επίσης ότι η Ουάσιγκτον θα παραμείνει ισχυρή στην προάσπιση των συμφερόντων της, κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελεί βασικό στόχο της επίσκεψής του στην περιοχή.

Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει μια περισσότερο εμπορικά προσανατολισμένη προσέγγιση στην Ινδο-Ειρηνική, αρκετά κράτη μέλη έχουν αυξήσει τη συμμετοχή τους σε αποστολές ασφαλείας. Η Γαλλία, συγκεκριμένα, ολοκλήρωσε πρόσφατα πεντάμηνη ανάπτυξη ομάδας κρούσης αεροπλανοφόρου στην περιοχή, σε υποστήριξη αποστολών για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας.

Με πληροφορίες των Reuters και Associated Press

Πάουελ: Οι αποφάσεις για τα επιτόκια δεν θα υπαγορεύονται από πολιτικές πιέσεις

Ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να εξέφρασε στον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Τζερόμ Πάουελ, κατά τη συνάντησή τους στις 29 Μαΐου στον Λευκό Οίκο, τη διαφωνία του με τη στάση της Fed να μην μειώσει τα επιτόκια. Ο Πάουελ, από την πλευρά του, τόνισε ότι οι αποφάσεις σχετικά με τα επιτόκια θα εξακολουθήσουν να βασίζονται σε οικονομικά δεδομένα και όχι σε πολιτικές επιρροές.

Σύμφωνα με σύντομη ανακοίνωση της Fed, ο Πάουελ απέφυγε να αναφερθεί στις προσδοκίες του για τον χρόνο ή το ρυθμό των μελλοντικών μειώσεων, σημειώνοντας πως κάθε απόφαση πολιτικής θα βασιστεί «αποκλειστικά στις εισερχόμενες οικονομικές πληροφορίες και στο τι σημαίνουν αυτές για τις προοπτικές της οικονομίας». Όπως αναφερόταν, ο πρόεδρος της Fed υπογράμμισε ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του στην Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (Federal Open Market Committee – FOMC) θα διαμορφώσουν τη νομισματική πολιτική, όπως ορίζει ο νόμος, με στόχο τη μέγιστη απασχόληση και τη σταθερότητα των τιμών, και ότι οι σχετικές αποφάσεις θα βασίζονται αποκλειστικά σε προσεκτική, αντικειμενική και αποπολιτικοποιημένη ανάλυση.

Το βασικό επιτόκιο της Fed διαμορφώνεται σήμερα στο εύρος 4,25% – 4,5%.

Η συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του Τραμπ, ήρθε σε μια περίοδο αυξανόμενης πίεσης από την πλευρά του προέδρου για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι τα επιτόκια παραμένουν υπερβολικά υψηλά, δεδομένης της σημαντικής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, και έχει καλέσει την Fed να προχωρήσει σε περαιτέρω μειώσεις — μια κίνηση που, όπως έχει υποστηρίξει, θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας, ιδίως απέναντι σε χώρες όπως η Κίνα.

Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, δήλωσε μετά τη συνάντηση ότι ο πρόεδρος θεωρεί πως ο Πάουελ διαπράττει σφάλμα μη μειώνοντας τα επιτόκια, κάτι που, σύμφωνα με την ίδια, θέτει τις ΗΠΑ σε μειονεκτική θέση έναντι της Κίνας και άλλων χωρών. Πρόσθεσε ότι ο Τραμπ έχει εκφραστεί «πολύ έντονα» σχετικά με το ζήτημα, τόσο δημοσίως όσο και σε ιδιωτικές συζητήσεις.

Η Λέβιτ επιβεβαίωσε επίσης ότι ο πρόεδρος δεν συζήτησε το ενδεχόμενο αποπομπής του Πάουελ ή αντικατάστασής του πριν από τη λήξη της θητείας του τον Μάιο του 2026. Κυκλοφορούν φήμες σχετικά με το ποιος ενδέχεται να τον διαδεχθεί, με τον υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, να αφήνει πρόσφατα να εννοηθεί ότι ο Λευκός Οίκος ενδέχεται να ξεκινήσει τη σχετική διαδικασία το φθινόπωρο. Ο Μπέσεντ φέρεται να πρότεινε ακόμη και το ενδεχόμενο διορισμού ενός «σκιώδους προέδρου της Fed» για να διαμορφώσει τις προσδοκίες των αγορών κατά τη μεταβατική περίοδο, αν και υποστήριξε επίσης πως ο Πάουελ πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία του.

Η συνάντηση της Πέμπτης αποτέλεσε την πρώτη επίσημη κατ’ ιδίαν επαφή μεταξύ Τραμπ και Πάουελ κατά τη δεύτερη προεδρική θητεία του πρώτου. Αν και τέτοιες επαφές είναι σπάνιες λόγω της ανεξαρτησίας που απολαμβάνει η Fed, δεν είναι άνευ προηγουμένου: κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ είχε φιλοξενήσει τον Πάουελ σε γεύμα εργασίας.

Από την έναρξη της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ έχει εντείνει την κριτική του προς τις αποφάσεις της Fed. Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 21 Απριλίου, είχε χαρακτηρίσει τον Πάουελ ως «Mr. Too Late» («κύριο Πάντα Αργοπορημένο») και τον κατηγόρησε ότι επιβραδύνει την οικονομία με την απροθυμία του να μειώσει τα επιτόκια. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε δηλώσει ότι η απομάκρυνσή του από τη θέση θα μπορούσε να έρθει αρκετά σύντομα, αφήνοντας να εννοηθεί πως θα μπορούσε να τον αποπέμψει άμεσα. Στις 22 Απριλίου, ωστόσο, ανασκεύασε, δηλώνοντας ότι δεν έχει πρόθεση να τον απολύσει, αν και επανέλαβε το αίτημά του για μείωση των επιτοκίων. Όπως ανέφερε κατά τη διάρκεια τελετής στο Οβάλ Γραφείο, «αυτή είναι η ιδανική στιγμή για να μειωθούν τα επιτόκια» και εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Πάουελ να δρα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.

Οι πιέσεις του Τραμπ προς την Fed για μείωση των επιτοκίων εντείνονται καθώς ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά από τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα.

Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας, καταγράφοντας το χαμηλότερο ποσοστό από τις αρχές του 2021. Πτώση σημειώθηκε και στις τιμές παραγωγού, με τον δείκτη τιμών παραγωγού (Producer Price Index – PPI) να υποχωρεί στο 2,4% τον ίδιο μήνα — το μεγαλύτερο ποσοστό πτώσης από την περίοδο της πανδημίας.

Παρά τις εξελίξεις αυτές, τα στελέχη της Fed εμφανίζονται επιφυλακτικά. Τα πρακτικά της πρόσφατης συνεδρίασης της Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς καταγράφουν αυξανόμενες ανησυχίες τόσο για ενδεχόμενη άνοδο του πληθωρισμού όσο και για σημάδια επιβράδυνσης στην αγορά εργασίας. Οι οικονομολόγοι της Fed έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη τα έτη 2025 και 2026, επικαλούμενοι αβεβαιότητες στο εμπόριο και πιθανές προκλήσεις στο οικονομικό περιβάλλον. Στα πρακτικά αναφέρεται ότι «οι κίνδυνοι για την πραγματική οικονομική δραστηριότητα θεωρούνταν πλέον καθοδικοί» και ότι το προσωπικό της Fed θεωρεί πλέον την πιθανότητα ύφεσης σχεδόν εξίσου πιθανή με το βασικό σενάριο προβλέψεων.

Οι αγορές παραγώγων αναμένουν η Fed να διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα έως τον Ιούνιο και να ξεκινήσει μειώσεις τον Σεπτέμβριο. Οι μεταβολές στο βασικό επιτόκιο της Fed επηρεάζουν ευρύτερα την οικονομία, επανακαθορίζοντας το κόστος δανεισμού για στεγαστικά δάνεια, δάνεια αυτοκινήτων και επιχειρηματική χρηματοδότηση.

Ο Τραμπ δίνει στον Πούτιν προθεσμία δύο εβδομάδων για να δείξει καλή θέληση για την ειρήνη στην Ουκρανία – Προειδοποιεί για νέες κυρώσεις

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 28 Μαΐου ότι δίνει στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν προθεσμία δύο εβδομάδων για να αποδείξει τη σοβαρότητά του ως προς τον τερματισμό του πολέμου, προειδοποιώντας ότι, σε διαφορετική περίπτωση, οι ΗΠΑ θα προβούν σε αυστηρότερα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων νέων κυρώσεων.

«Είμαι πολύ απογοητευμένος», είπε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο, αναφερόμενος στις πρόσφατες επιθέσεις με drones και πυραύλους σε ουκρανικές πόλεις, τις οποίες καταδίκασε λόγω των απωλειών σε άμαχο πληθυσμό, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες για τον τερματισμό του μακρόχρονου πολέμου.

Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Πούτιν «θέλει πραγματικά να σταματήσει τον πόλεμο», ο Τραμπ απάντησε πως παραμένει αβέβαιος για τις προθέσεις του Ρώσου προέδρου και δεσμεύτηκε ότι οι ΗΠΑ θα αντιδράσουν σκληρότερα εάν αποδειχθεί πως δεν διαπραγματεύεται με ειλικρίνεια. «Δεν μπορώ να σας το πω αυτό τώρα, αλλά σε περίπου δύο εβδομάδες θα ξέρουμε… αν μας καθυστερεί επίτηδες ή όχι. Κι αν το κάνει, θα αντιδράσουμε διαφορετικά», είπε χαρακτηριστικά.

Ο Τραμπ ανέφερε ότι ο ειδικός απεσταλμένος του, Στιβ Γουίτκοφ, ηγείται «πολύ δυναμικά» των διαπραγματεύσεων με το Κρεμλίνο και υπονόησε ότι η Ρωσία δείχνει πρόθυμη να επιτευχθεί συμφωνία. «[Η Ρωσία φαίνεται] να θέλει να κάνει κάτι, αλλά μέχρι να υπογραφεί το έγγραφο, κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα με βεβαιότητα», είπε.

Παρά την αυξανόμενη ενόχλησή του για την κλιμάκωση των ρωσικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων υπό την αμερικανική διαμεσολάβηση, ο Τραμπ τόνισε ότι απέφυγε να επιβάλει νέες κυρώσεις κατά της Μόσχας επειδή πιστεύει ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές βρίσκονται κοντά σε εκεχειρία. «Δεν θέλω να το καταστρέψω», είπε, προσθέτοντας πως οι κυρώσεις θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τις συνομιλίες.

Ο ίδιος δήλωσε ότι υπήρξε «πολύ πιο σκληρός» με τη Ρωσία από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο των ΗΠΑ, επισημαίνοντας ωστόσο ότι χρειάζεται σωστός συγχρονισμός για την επιβολή κυρώσεων. «Αυτός δεν είναι δικός μου πόλεμος – είναι ο πόλεμος του [πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζο] Μπάιντεν, του [προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ] Ζελένσκι και του Πούτιν. Δεν είναι ο πόλεμος του Τραμπ», είπε, τονίζοντας πως η μοναδική του εμπλοκή είναι για να σταματήσει η αιματοχυσία.

Ο Τραμπ έχει δεσμευθεί επανειλημμένα να τερματίσει τον πόλεμο – τον φονικότερο στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – και τις τελευταίες ημέρες έχει εντείνει τη ρητορική του κατά του Πούτιν. Στις 27 Μαΐου, δήλωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ο Ρώσος πρόεδρος «παίζει με τη φωτιά», συνεχίζοντας τις επιθέσεις ενόσω βρίσκονται σε εξέλιξη ειρηνευτικές συνομιλίες.

Μετά από περισσότερες από δύο ώρες συνομιλιών με τον Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, ο Πούτιν δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι συμφώνησε να αρχίσει η σύνταξη μνημονίου με ενδεχόμενο πλαίσιο για ειρηνευτική συμφωνία, περιλαμβάνοντας χρονοδιάγραμμα εκεχειρίας. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, επιβεβαίωσε στις 28 Μαΐου ότι η Μόσχα ολοκληρώνει το μνημόνιο και σκοπεύει να το παρουσιάσει στον δεύτερο γύρο άμεσων διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία, που προτείνεται να διεξαχθεί την επόμενη εβδομάδα στην Τουρκία.

«Η ρωσική πλευρά, όπως είχε συμφωνηθεί, συνέταξε άμεσα σχετικό μνημόνιο, στο οποίο παραθέτει τη θέση της για όλες τις πτυχές της αξιόπιστης υπέρβασης των βασικών αιτίων της κρίσης [με την Ουκρανία]», δήλωσε ο Λαβρόφ. «Η αντιπροσωπεία μας, με επικεφαλής τον [σύμβουλο του Πούτιν] Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, είναι έτοιμη να το παρουσιάσει στην ουκρανική πλευρά και να δώσει τις απαραίτητες διευκρινίσεις κατά τη δεύτερη φάση των απευθείας συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη, τη Δευτέρα 2 Ιουνίου».

Δεν υπήρξε άμεση απάντηση από την Ουκρανία σχετικά με την πρόταση της Ρωσίας. Ο πρώτος γύρος συνομιλιών, που διεξήχθη στις 16 Μαΐου στην Τουρκία, αποτέλεσε την πρώτη απευθείας επαφή μεταξύ των δύο πλευρών από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022. Η συνάντηση εκείνη απέφερε μια ανταλλαγή αιχμαλώτων, χωρίς όμως πρόοδο προς μια γενική εκεχειρία. Ούτε ο Πούτιν ούτε ο Ζελένσκι συμμετείχαν, με το Κίεβο να στέλνει χαμηλόβαθμη αντιπροσωπεία, καθώς το αίτημα του Ζελένσκι για απευθείας συνάντηση με τον Πούτιν απορρίφθηκε.

Το Κίεβο και αρκετοί δυτικοί σύμμαχοι κατηγορούν τη Μόσχα ότι χρησιμοποιεί τη διπλωματία ως μέσο καθυστέρησης, ενώ συνεχίζει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις – κατηγορία την οποία το Κρεμλίνο απορρίπτει. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία πρέπει να αντιμετωπίζει τις «βασικές αιτίες» της σύγκρουσης, όπως την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και τη στρατιωτική υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία. Η Μόσχα επιμένει ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ συνιστά υπαρξιακή απειλή, αφού θα έφερνε στρατιωτική παρουσία της Δύσης στα σύνορα της Ρωσίας. Η Ουκρανία, από την πλευρά της, απορρίπτει κάθε ρωσικό «βέτο» για το μέλλον της στη Συμμαχία και ζητά ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας από τη Δύση.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τραμπ ότι δίνει προθεσμία δύο εβδομάδων στον Πούτιν να αποδείξει αν επιθυμεί πράγματι την ειρήνη, έρχονται λίγες ημέρες μετά τη δήλωσή του πως «απολύτως» εξετάζει νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η τοποθέτησή του ακολούθησε ένα από τα πιο φονικά Σαββατοκύριακα ρωσικών επιθέσεων από την αρχή του πολέμου, παρά τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ.

Απαντώντας στις επικρίσεις για τις τελευταίες επιθέσεις, το Κρεμλίνο δήλωσε στις 26 Μαΐου ότι οι ρωσικές πληγές ήταν αντίποινα για φερόμενες ουκρανικές επιθέσεις σε πολιτικές υποδομές εντός της Ρωσίας. Δυτικοί ηγέτες έχουν απορρίψει αυτό το επιχείρημα, ενώ η εφημερίδα The Epoch Times δεν έχει επαληθεύσει ανεξάρτητα τους ισχυρισμούς της Μόσχας.

Βερολίνο και Κίεβο προχωρούν μαζί: Κοινή παραγωγή πυραύλων χωρίς περιορισμούς στην εμβέλεια

Η Γερμανία ενισχύει τη στήριξή της προς την Ουκρανία στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, δεσμευόμενη για νέο πακέτο βοήθειας ύψους 5,7 δισ. δολαρίων. Παράλληλα, Βερολίνο και Κίεβο κατέληξαν σε συμφωνία για συμπαραγωγή συστημάτων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, χωρίς τους περιορισμούς που θέτουν οι δυτικοί σύμμαχοι ως προς τη χρήση τους.

Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο στις 28 Μαΐου, ο Γερμανός καγκελάριος Φρήντριχ Μερτς υπογράμμισε ότι εγκαινιάζεται «μια νέα μορφή βιομηχανικής και αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών». Βασικό σκέλος της συνεργασίας, η έναρξη παραγωγής πυραύλων σε υφιστάμενες ουκρανικές βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες διαθέτουν ήδη την απαραίτητη τεχνογνωσία για την ανάπτυξη προηγμένων οπλικών συστημάτων.

«Βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής για τη στρατιωτική μας βιομηχανία», τόνισε χαρακτηριστικά ο Μερτς, παρουσιάζοντας τη συμφωνία δίπλα στον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Η ανακοίνωση σηματοδοτεί στροφή της γερμανικής πολιτικής, καθώς πλέον επιτρέπεται η ανάπτυξη και παραγωγή πυραύλων χωρίς τους αυστηρούς περιορισμούς που επέβαλλε μέχρι σήμερα η Δύση όσον αφορά την εμβέλεια και τους μηχανισμούς ελέγχου στη χρήση τους. Αυτή η εξέλιξη, όπως σχολιάζουν διπλωματικές πηγές, δίνει επιπλέον εργαλεία στην ουκρανική πλευρά για την άμυνά της έναντι της ρωσικής εισβολής, ενώ ενισχύει αποφασιστικά τον ρόλο της Γερμανίας ως κεντρικού παράγοντα στη στήριξη του Κιέβου.

Η ΕΕ εγκρίνει αμυντικό κονδύλιο 150 δισ. ευρώ καθώς αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρόλο στην ασφάλεια της

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε επίσημα ένα φιλόδοξο πρόγραμμα χρηματοδότησης, ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την ενίσχυση της άμυνας της ευρωπαϊκής ηπείρου, την ενδυνάμωση της αμυντικής βιομηχανίας και τη σταδιακή απεξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια περίοδο που ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και πληθαίνουν οι αβεβαιότητες σχετικά με τη μελλοντική αμερικανική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, εν μέσω αυξανόμενων γεωστρατηγικών πιέσεων στον Ειρηνικό από την Κίνα.

Το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, υπό την ονομασία Security Action for Europe (SAFE), οριστικοποιήθηκε υπό την προεδρία της Πολωνίας στο Συμβούλιο της ΕΕ και ανακοινώθηκε στις 27 Μαΐου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κοινή στρατιωτική επένδυση στην ιστορία της Ένωσης, παρέχοντας στα κράτη-μέλη πρόσβαση σε ανταγωνιστικά, μακροπρόθεσμα δάνεια για την προμήθεια αμυντικών συστημάτων σε κρίσιμους τομείς, όπως το πυροβολικό, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, η κυβερνοάμυνα και τα πυραυλικά συστήματα ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς.

Ο υπουργός της Πολωνίας για θέματα ΕΕ, Άνταμ Σλάπκα, χαρακτήρισε το πρόγραμμα «άνευ προηγουμένου» και φέρεται να δήλωσε ότι ενισχύει τόσο τις αμυντικές δυνατότητες όσο και τη βιομηχανική βάση της Ευρώπης στον τομέα της άμυνας, προσθέτοντας πως όσο περισσότερα επενδύει η Ένωση στην ασφάλεια και την άμυνά της τόσο πιο αποτελεσματικά αποτρέπει απειλές εις βάρος της.

Το SAFE, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ στις 29 Μαΐου, προβλέπει επίσης την άμεση ένταξη της Ουκρανίας στο πρόγραμμα, επιτρέποντας στη χώρα να συμμετέχει από κοινού με τα κράτη-μέλη και άλλους εταίρους στις προμήθειες όπλων. Η ένταξη αυτή στοχεύει στην ενίσχυση της ουκρανικής αμυντικής βιομηχανίας, στην απόκτηση απαραίτητων οπλικών συστημάτων και στη σύσφιξη των δεσμών της Ουκρανίας με τον ευρωπαϊκό αμυντικό τομέα, καθώς η χώρα συνεχίζει την αντίστασή της απέναντι στη ρωσική εισβολή.

Πέραν της Ουκρανίας, η συμμετοχή στο SAFE είναι ανοιχτή και για άλλες χώρες με υπάρχουσες συμφωνίες ασφαλείας με την ΕΕ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, για την πλήρη συμμετοχή τρίτων χωρών θα απαιτηθούν επιπλέον συμφωνίες που θα προβλέπουν, μεταξύ άλλων, περιορισμούς στο ποσοστό μη ευρωπαϊκού περιεχομένου στα συμβόλαια αμυντικών προμηθειών.

Το SAFE αποτελεί την πρώτη φάση του ευρύτερου σχεδίου ReArm Europe, το οποίο φιλοδοξεί να κινητοποιήσει πάνω από 840 δισεκατομμύρια δολάρια για αμυντικές δαπάνες μέσω δανείων της ΕΕ, χαλάρωσης των εθνικών δημοσιονομικών περιορισμών και προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε δηλώσει τον Μάρτιο, κατά την ανακοίνωση του σχεδίου, ότι η Ευρώπη εισέρχεται σε μια εποχή επανεξοπλισμού. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η ΕΕ είναι πλέον έτοιμη να αυξήσει μαζικά τις αμυντικές της δαπάνες, τόσο για την κάλυψη των άμεσων αναγκών στήριξης της Ουκρανίας όσο και για τη μακροπρόθεσμη επένδυση στην ίδια της την ασφάλεια, τονίζοντας πως έχει έρθει η στιγμή η Ευρώπη να αναλάβει περισσότερες ευθύνες.

Μαζί με πρόσφατες διμερείς συνθήκες, όπως το νέο αμυντικό σύμφωνο Γαλλίας-Πολωνίας, και θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως το υπό σχεδιασμό Συμβούλιο Ασφαλείας Γαλλίας-Γερμανίας, το SAFE εντάσσεται στη γενικότερη ευρωπαϊκή στρατηγική για τη δημιουργία ενός ισχυρότερου και πιο ανεξάρτητου συστήματος άμυνας.

Γάλλοι στρατιώτες συμμετέχουν σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τον βρετανικό στρατό στη Ρεμς. Γαλλία, 22 Απριλίου 2025. (Sameer Al-Doumy/AFP/Getty Images)

 

Η ώθηση για την υλοποίηση του SAFE σχετίζεται και με τις πιέσεις που ασκεί η Ουάσιγκτον. Ήδη από την αρχή της νέας του θητείας και την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε επιτακτικά από την Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά της, ύστερα από δεκαετίες εξάρτησης από την αμερικανική προστασία.

Η έγκριση του SAFE αντανακλά επίσης την αυξανόμενη ανησυχία των Βρυξελλών για τις πρόσφατες κινήσεις της Μόσχας. Το Σαββατοκύριακο, η Ρωσία εξαπέλυσε αυτό που ουκρανικές πηγές περιέγραψαν ως τη μεγαλύτερη εναέρια επίθεση από την έναρξη του πολέμου, εκτοξεύοντας εκατοντάδες drone και πυραύλους κατά μη στρατιωτικών στόχων σε ολόκληρη τη χώρα. Η επίθεση σημειώθηκε λίγες ώρες πριν από μια νέα ανταλλαγή αιχμαλώτων, εν μέσω προσπαθειών της κυβέρνησης Τραμπ να μεσολαβήσει για την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός.

Σενάριο αστικής μάχης στο πλαίσιο κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ του γαλλικού και του βρετανικού στρατού στο στρατόπεδο Σισόν, στη Ρεμς. Γαλλία, 22 Απριλίου 2025. (Sameer Al-Doumy/AFP/Getty Images)

 

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υιοθετήσει τον ρόλο του διαμεσολαβητή στη σύγκρουση, άσκησε κριτική στην πρόσφατη κλιμάκωση, χαρακτηρίζοντας τις ενέργειες του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν ως «απαράδεκτες» και αφήνοντας να εννοηθεί ότι εξετάζει την επιβολή νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας. Αργότερα, προειδοποίησε ότι ο Ρώσος ηγέτης «παίζει με τη φωτιά». Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, στις 27 Μαΐου, ο Τραμπ υποστήριξε πως, αν δεν ήταν η δική του ηγεσία, «πολλά πολύ άσχημα πράγματα θα είχαν ήδη συμβεί στη Ρωσία».

Ορισμένοι Αμερικανοί νομοθέτες, μεταξύ των οποίων ο γερουσιαστής Τσακ Γκράσλι (R-Iowa) από την Αϊόβα, έχουν επίσης καλέσει τον Τραμπ να προχωρήσει στην επιβολή επιπρόσθετων κυρώσεων, επικαλούμενοι τις συνεχιζόμενες απώλειες αμάχων στην Ουκρανία.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ζήτησε την επιβολή νέων ποινικών μέτρων κατά της Ρωσίας, σημειώνοντας σε πρόσφατη ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η βαρβαρότητα αυτή δεν μπορεί να ανασχεθεί χωρίς ισχυρή και ουσιαστική πίεση προς τη ρωσική ηγεσία.

Η Ρωσία, από την πλευρά της, διαμηνύει ότι παραμένει ανοιχτή σε κατάπαυση του πυρός και διπλωματική διευθέτηση της παρατεταμένης σύγκρουσης, επιμένοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα «βασικά αίτια» του πολέμου — διατύπωση που, σύμφωνα με το Κίεβο, υποκρύπτει απαίτηση για ουκρανική συνθηκολόγηση.

Η Γερμανία αίρει τους περιορισμούς: ελεύθερη η Ουκρανία να χρησιμοποιεί δυτικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς

Η Γερμανία επιβεβαίωσε ότι δεν ισχύουν πλέον περιορισμοί ως προς το βεληνεκές των δυτικών όπλων που παραδίδονται στην Ουκρανία, με τη Μόσχα να χαρακτηρίζει την εξέλιξη ως πιθανό πλήγμα στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρήντριχ Μερτς, δήλωσε στις 26 Μαΐου, κατά τη διάρκεια φόρουμ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης WDR, ότι η Ουκρανία είναι πλέον ελεύθερη να χρησιμοποιεί τα δυτικά όπλα που διαθέτει για να πλήττει στρατιωτικούς στόχους βαθιά στο έδαφος της Ρωσίας.

Ο ίδιος υπογράμμισε πως το Κίεβο οφείλει να μπορεί να στοχεύει στρατιωτικές υποδομές της Μόσχας, ιδίως όταν η Ρωσία επιτίθεται σε ουκρανικούς αμάχους, σημειώνοντας ότι μια χώρα που μπορεί να αντιμετωπίζει έναν επιτιθέμενο μόνο εντός της επικράτειάς της, δεν αμύνεται επαρκώς.

Η δήλωση Μερτς ήρθε λίγες ώρες μετά από μαζική αεροπορική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα ξημερώματα της 25ης Μαΐου, με εκτόξευση 367 drone και πυραύλων – η μεγαλύτερη σε αριθμό επιθέσεων από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022. Τουλάχιστον δώδεκα άνθρωποι σκοτώθηκαν.

Η επίθεση σημειώθηκε λίγο πριν από την τρίτη και τελευταία ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ των δύο πλευρών, στο πλαίσιο προσπαθειών αποκλιμάκωσης. Η ανταλλαγή θεωρήθηκε το μοναδικό απτό αποτέλεσμα πρόσφατης συνόδου στην Τουρκία, η οποία σηματοδότησε την επανεκκίνηση των απευθείας επαφών Ρώσων και Ουκρανών διαπραγματευτών.

Παρά τις αρχικές προσδοκίες – και σχετικές δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – ότι θα παρίσταντο οι πρόεδροι Βλαντίμιρ Πούτιν και Βολοντίμιρ Ζελένσκι, οι δύο ηγέτες τελικά απείχαν, έπειτα από την αιφνίδια απόφαση του Πούτιν να μην παραστεί, κάτι που οδήγησε και τον Ουκρανό πρόεδρο να αποσυρθεί.

Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν από χαμηλόβαθμους αξιωματούχους και κατέληξαν στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, χωρίς συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.

Ο Τραμπ, ο οποίος προσπαθεί να ενθαρρύνει τις δύο πλευρές να τερματίσουν τον πόλεμο μέσω διαλόγου, δήλωσε πρόσφατα ότι επικοινώνησε τηλεφωνικά τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ζελένσκι, προσθέτοντας ότι και οι δύο συμφώνησαν να συνεχίσουν τις επαφές. Παράλληλα, άφησε να εννοηθεί πως οι ΗΠΑ σκοπεύουν να μειώσουν τον ρόλο τους ως ενδιάμεσου στις διαπραγματεύσεις.

Σε δηλώσεις του, στις 25 Μαΐου, λίγο μετά το νέο κύμα ρωσικών επιθέσεων στην Ουκρανία, ο Τραμπ εξέφρασε την έκπληξή του για την απόφαση του Πούτιν να κλιμακώσει τη σύγκρουση, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη ειρηνευτικές συνομιλίες. Όπως ανέφερε σε δημοσιογράφους στο αεροδρόμιο του Νιου Τζέρσεϋ, δεν είναι ικανοποιημένος από τη στάση του Ρώσου προέδρου, και δεν καταλαβαίνει «τι του συνέβη».

Η αντίδραση του Κρεμλίνου στις δηλώσεις Μερτς ήταν άμεση. Ο εκπρόσωπος Τύπου Ντμίτρι Πεσκόφ προειδοποίησε στις 16 Μαΐου –πριν από την επίσημη επιβεβαίωση του Βερολίνου– ότι τέτοιες αποφάσεις αποτελούν απειλή για τη διαδικασία ειρήνευσης. Όπως είπε, αν πράγματι έχουν ληφθεί τέτοιες αποφάσεις, είναι σε απόλυτη αντίθεση με τις ρωσικές επιδιώξεις για πολιτική διευθέτηση και είναι «επικίνδυνες».

Αν και δεν ανέφερε συγκεκριμένα πιθανά αντίμετρα, το Κρεμλίνο έχει στο παρελθόν αφήσει να εννοηθεί ότι η διεύρυνση της δυτικής εμπλοκής ή οι επιθέσεις της Ουκρανίας εντός ρωσικού εδάφους ενδέχεται να προκαλέσουν ευρύτερες στρατιωτικές αντιδράσεις.

Ο Μερτς απέφυγε να διευκρινίσει αν η Γερμανία σκοπεύει πλέον να παραδώσει στην Ουκρανία τους πυραύλους Taurus, όπλα μεγάλου βεληνεκούς με δυνατότητα πλήγματος έως και 500 χιλιομέτρων. Ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, είχε ασκήσει πιέσεις στην προηγούμενη κυβέρνηση Σολτς για να εγκρίνει την αποστολή τους.

Η σημερινή γερμανική κυβέρνηση δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τα οπλικά συστήματα που παρέχει στην Ουκρανία, επικαλούμενη λόγους επιχειρησιακής ασφάλειας.

Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, έχει κατ’ επανάληψη ζητήσει από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να άρουν τους περιορισμούς στη χρήση όπλων μεγάλου βεληνεκούς, υποστηρίζοντας ότι η δυνατότητα στοχεύσεων εντός Ρωσίας θα άλλαζε τα δεδομένα υπέρ της Ουκρανίας και θα εξανάγκαζε τη Μόσχα να διαπραγματευτεί.

Αν και ο Ουκρανός πρόεδρος δεν σχολίασε άμεσα τις δηλώσεις Μερτς, τη Δευτέρα κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να επιβάλει «νέες και ισχυρές κυρώσεις» κατά της Ρωσίας, εκτιμώντας ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εγγύηση για κατάπαυση του πυρός και «επίδειξη σεβασμού» από τη ρωσική πλευρά.

Σε ερώτηση για τις επικρίσεις του Τραμπ προς τον Πούτιν, ο Πεσκόφ απάντησε ότι το Κρεμλίνο είναι ευγνώμον στους Αμερικανούς – και προσωπικά στον Τραμπ – για τη συμβολή τους στην οργάνωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας, αποφεύγοντας να σχολιάσει την επίθεση. Παρατήρησε, πάντως, ότι η παρούσα φάση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και επιβαρυμένη συναισθηματικά για όλους τους εμπλεκομένους.

Με τη συμβολή της Aldgra Fredly και πληροφορίες από το  Reuters