Δευτέρα, 23 Ιούν, 2025

Ολλανδός υπουργός Άμυνας: Εντείνονται οι κινεζικές επιχειρήσεις κατασκοπείας στη βιομηχανία ημιαγωγών

Αυξανόμενες ανησυχίες για εντατικοποίηση των επιχειρήσεων κυβερνοκατασκοπείας από την Κίνα εξέφρασε ο υπουργός Άμυνας της Ολλανδίας Ρούμπεν Μπρέκελμανς, υπογραμμίζοντας τη διαρκή στοχοποίηση του τομέα των ημιαγωγών ως προτεραιότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Οι δηλώσεις του υπουργού πραγματοποιήθηκαν στις 30 Μαΐου στο περιθώριο του φόρουμ ασφαλείας Shangri-La Dialogue στη Σιγκαπούρη, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.

Ο κ. Μπρέκελμανς ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η βιομηχανία των ημιαγωγών — στην οποία διατηρούμε τεχνολογικό προβάδισμα ή προηγμένη τεχνογνωσία — αποτελεί τεράστιο ενδιαφέρον για την Κίνα λόγω της υψηλής αξίας της πνευματικής ιδιοκτησίας». Τόνισε ότι το Πεκίνο, αξιοποιώντας κυβερνοεπιθέσεις και άλλες μεθόδους κατασκοπείας, επιδιώκει την απόκτηση ευαίσθητων τεχνολογιών που σχετίζονται με την παραγωγή καινοτόμων ημιαγωγών.

Η σύγχρονη βιομηχανία ημιαγωγών συγκαταλέγεται στα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Ολλανδίας, με τη χώρα να φιλοξενεί κορυφαίες εταιρείες και τεχνολογικούς κολοσσούς που κατέχουν σημαντική θέση στην παγκόσμια αγορά. Οι αυξανόμενες προσπάθειες απόκτησης της τεχνογνωσίας αυτής μέσω κατασκοπείας έχουν οδηγήσει σε διπλωματικές εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και του Πεκίνου.

Το υπουργείο Άμυνας των Κάτω Χωρών έχει τα τελευταία χρόνια προβεί σε αυστηρές προειδοποιήσεις προς τη βιομηχανία, επισημαίνοντας το αυξημένο επίπεδο απειλής τόσο στον κυβερνοχώρο όσο και στη φυσική ασφάλεια κρίσιμων εγκαταστάσεων. Η στάση αυτή συνάδει με ευρύτερη τάση κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενισχύουν τους μηχανισμούς προστασίας βιομηχανικής πνευματικής ιδιοκτησίας λόγω της γεωπολιτικής αστάθειας.

Ο κ. Μπρέκελμανς, μιλώντας από τη Σιγκαπούρη, υπογράμμισε: «Η επένδυση στην ασφάλεια και η διαρκής επαγρύπνηση είναι βασικά προαπαιτούμενα για τη διατήρηση της τεχνολογικής πρωτοπορίας και την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων».

Το Πεκίνο, από την πλευρά του, αρνείται σταθερά τις κατηγορίες περί κατασκοπείας και διαμαρτύρεται για τους ισχυρισμούς ευρωπαϊκών και δυτικών κυβερνήσεων, κάνοντας λόγο για πολιτικά υποκινούμενες εκστρατείες δυσφήμισης.

Η συμμετοχή της Ολλανδίας στο forum Shangri-La Dialogue εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ χωρών στον τομέα της άμυνας και της κυβερνοασφάλειας, με επίκεντρο την αντιμετώπιση προκλήσεων από αναδυόμενες παγκόσμιες δυνάμεις.

Ιστορικό και ευρύτερες προεκτάσεις

Η Ολλανδία, ως κεντρικός κρίκος στην αλυσίδα εφοδιασμού ημιαγωγών, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια τεχνολογική ισορροπία. Η εταιρεία ASML, με έδρα την Ολλανδία, θεωρείται παγκόσμιος ηγέτης στην κατασκευή συστημάτων λιθογραφίας που είναι ουσιώδη για την παραγωγή σύνθετων μικροτσιπ.

Παράλληλα, η τεχνολογική αντιπαράθεση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας τροφοδοτεί ένα ευρύτερο πλαίσιο γεωστρατηγικών ανταγωνισμών, με την Ευρώπη να καλείται να προστατεύσει τα συμφέροντα και τις καινοτομίες της ενάντια σε διάσπαρτες απειλές κυβερνοκατασκοπείας.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις ευρωπαϊκών αρχών ασφαλείας, ο ψηφιακός πόλεμος για την απόκτηση βιομηχανικής γνώσης εντείνεται, θέτοντας νέα δεδομένα στις διεθνείς ισορροπίες και την ασφάλεια κρίσιμων υποδομών.

Οι τοποθετήσεις του Ολλανδού υπουργού αναμένεται να επηρεάσουν τόσο τις μελλοντικές πολιτικές ασφάλειας της χώρας όσο και τις διατλαντικές συνεργασίες στον τομέα της τεχνολογίας και της άμυνας.

Κάλεσμα Μακρόν για νέα γεωπολιτική ισορροπία μεταξύ Ευρώπης και Ασίας

Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν δήλωσε την Παρασκευή ότι η κλιμακούμενη ένταση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας απειλεί να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια τάξη και κάλεσε τις χώρες της Ασίας και της Ευρώπης να σχηματίσουν μια «συμμαχία δράσης» με σκοπό την υπεράσπιση κοινών αρχών και την αντιμετώπιση εξαναγκαστικών συμπεριφορών εκ μέρους των μεγάλων δυνάμεων.

Μιλώντας στη σύνοδο κορυφής για την άμυνα «Shangri-La Dialogue» στη Σιγκαπούρη στις 30 Μαΐου, ο Μακρόν χαρακτήρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κομμουνιστικής Κίνας ως τη μεγαλύτερη γεωπολιτική πρόκληση της εποχής, σημειώνοντας ότι τα μικρότερα κράτη δεν θα έπρεπε να εξαναγκάζονται να πάρουν το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς.

Υποστήριξε ότι η εποχή της μη ευθυγράμμισης έχει αναμφίβολα παρέλθει, αλλά η περίοδος των συμμαχιών δράσης έχει φτάσει, προσθέτοντας ότι αυτό προϋποθέτει να εξασφαλίσουν τα κράτη που μπορούν να δράσουν από κοινού όλα τα μέσα που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό.

Παρότι αναγνώρισε τις αλλαγές στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, ο Γάλλος πρόεδρος υπαινίχθηκε ότι η Γαλλία επιθυμεί να διατηρήσει ισχυρές σχέσεις τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με το Πεκίνο. Όπως ανέφερε, Ευρώπη και Ασία έχουν κοινό συμφέρον στη διαφύλαξη των διεθνών κανόνων και θεσμών που οικοδομήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Υπογράμμισε ότι η Γαλλία είναι φίλη και σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ διατηρεί φιλικές σχέσεις και συνεργασία —παρά τις ενίοτε διαφωνίες και τον ανταγωνισμό— και με την Κίνα. Τόνισε επίσης ότι η Γαλλία δεν ταυτίζεται ούτε με την Κίνα ούτε με τις ΗΠΑ και δεν επιθυμεί να εξαρτάται από καμία από τις δύο.

Η περιοδεία του Μακρόν σε τρεις χώρες της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού, που περιλαμβάνει και τη στάση του στη Σιγκαπούρη, εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας της Γαλλίας να ενισχύσει τις στρατηγικές και εμπορικές της σχέσεις στην περιοχή, λειτουργώντας συμπληρωματικά προς τις αμερικανικές πρωτοβουλίες αντιμετώπισης παγκόσμιων προκλήσεων.

Η Γαλλία, η οποία διαθέτει 1,6 εκατομμύρια υπηκόους σε υπερπόντιες περιοχές στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, έχει πρόσφατα ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης με φυσική παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό.

Οι δηλώσεις του Μακρόν διατυπώθηκαν σε μια περίοδο αυξανόμενων εντάσεων στην περιοχή, καθώς η στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας, η επιθετικότητα σε ζητήματα εδαφικών διεκδικήσεων και η εμβάθυνση της στρατηγικής της σχέσης με τη Ρωσία έχουν προκαλέσει ανησυχία σε πολλά κράτη της περιοχής.

Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή τους υπέρ μιας «ελεύθερης και ανοιχτής Ινδο-Ειρηνικής», καλώντας τους συμμάχους να ενισχύσουν τη συνεργασία για τη διατήρηση της ειρήνης και της ελευθερίας ναυσιπλοΐας σε στρατηγικής σημασίας θαλάσσιες οδούς, όπως τα Στενά της Ταϊβάν και η Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος επίσης συμμετείχε στη σύνοδο στη Σιγκαπούρη, δήλωσε ότι η στάση της κυβέρνησης Τραμπ αποσκοπεί στην αποτροπή ενδεχόμενης κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν — ένα νησί που το καθεστώς του Πεκίνου θεωρεί ως αναπόσπαστο τμήμα του. Η Κίνα, όπως υπενθύμισε, δεν έχει αποκλείσει τη χρήση βίας για την προσάρτηση της αυτοδιοικούμενης δημοκρατίας.

Ο Χέγκσεθ ανέφερε ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν σύγκρουση με κανέναν, περιλαμβανομένης της κομμουνιστικής Κίνας. Επισήμανε επίσης ότι η Ουάσιγκτον θα παραμείνει ισχυρή στην προάσπιση των συμφερόντων της, κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελεί βασικό στόχο της επίσκεψής του στην περιοχή.

Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει μια περισσότερο εμπορικά προσανατολισμένη προσέγγιση στην Ινδο-Ειρηνική, αρκετά κράτη μέλη έχουν αυξήσει τη συμμετοχή τους σε αποστολές ασφαλείας. Η Γαλλία, συγκεκριμένα, ολοκλήρωσε πρόσφατα πεντάμηνη ανάπτυξη ομάδας κρούσης αεροπλανοφόρου στην περιοχή, σε υποστήριξη αποστολών για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας.

Με πληροφορίες των Reuters και Associated Press

Πάουελ: Οι αποφάσεις για τα επιτόκια δεν θα υπαγορεύονται από πολιτικές πιέσεις

Ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να εξέφρασε στον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Τζερόμ Πάουελ, κατά τη συνάντησή τους στις 29 Μαΐου στον Λευκό Οίκο, τη διαφωνία του με τη στάση της Fed να μην μειώσει τα επιτόκια. Ο Πάουελ, από την πλευρά του, τόνισε ότι οι αποφάσεις σχετικά με τα επιτόκια θα εξακολουθήσουν να βασίζονται σε οικονομικά δεδομένα και όχι σε πολιτικές επιρροές.

Σύμφωνα με σύντομη ανακοίνωση της Fed, ο Πάουελ απέφυγε να αναφερθεί στις προσδοκίες του για τον χρόνο ή το ρυθμό των μελλοντικών μειώσεων, σημειώνοντας πως κάθε απόφαση πολιτικής θα βασιστεί «αποκλειστικά στις εισερχόμενες οικονομικές πληροφορίες και στο τι σημαίνουν αυτές για τις προοπτικές της οικονομίας». Όπως αναφερόταν, ο πρόεδρος της Fed υπογράμμισε ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του στην Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (Federal Open Market Committee – FOMC) θα διαμορφώσουν τη νομισματική πολιτική, όπως ορίζει ο νόμος, με στόχο τη μέγιστη απασχόληση και τη σταθερότητα των τιμών, και ότι οι σχετικές αποφάσεις θα βασίζονται αποκλειστικά σε προσεκτική, αντικειμενική και αποπολιτικοποιημένη ανάλυση.

Το βασικό επιτόκιο της Fed διαμορφώνεται σήμερα στο εύρος 4,25% – 4,5%.

Η συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του Τραμπ, ήρθε σε μια περίοδο αυξανόμενης πίεσης από την πλευρά του προέδρου για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι τα επιτόκια παραμένουν υπερβολικά υψηλά, δεδομένης της σημαντικής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, και έχει καλέσει την Fed να προχωρήσει σε περαιτέρω μειώσεις — μια κίνηση που, όπως έχει υποστηρίξει, θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας, ιδίως απέναντι σε χώρες όπως η Κίνα.

Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, δήλωσε μετά τη συνάντηση ότι ο πρόεδρος θεωρεί πως ο Πάουελ διαπράττει σφάλμα μη μειώνοντας τα επιτόκια, κάτι που, σύμφωνα με την ίδια, θέτει τις ΗΠΑ σε μειονεκτική θέση έναντι της Κίνας και άλλων χωρών. Πρόσθεσε ότι ο Τραμπ έχει εκφραστεί «πολύ έντονα» σχετικά με το ζήτημα, τόσο δημοσίως όσο και σε ιδιωτικές συζητήσεις.

Η Λέβιτ επιβεβαίωσε επίσης ότι ο πρόεδρος δεν συζήτησε το ενδεχόμενο αποπομπής του Πάουελ ή αντικατάστασής του πριν από τη λήξη της θητείας του τον Μάιο του 2026. Κυκλοφορούν φήμες σχετικά με το ποιος ενδέχεται να τον διαδεχθεί, με τον υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, να αφήνει πρόσφατα να εννοηθεί ότι ο Λευκός Οίκος ενδέχεται να ξεκινήσει τη σχετική διαδικασία το φθινόπωρο. Ο Μπέσεντ φέρεται να πρότεινε ακόμη και το ενδεχόμενο διορισμού ενός «σκιώδους προέδρου της Fed» για να διαμορφώσει τις προσδοκίες των αγορών κατά τη μεταβατική περίοδο, αν και υποστήριξε επίσης πως ο Πάουελ πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία του.

Η συνάντηση της Πέμπτης αποτέλεσε την πρώτη επίσημη κατ’ ιδίαν επαφή μεταξύ Τραμπ και Πάουελ κατά τη δεύτερη προεδρική θητεία του πρώτου. Αν και τέτοιες επαφές είναι σπάνιες λόγω της ανεξαρτησίας που απολαμβάνει η Fed, δεν είναι άνευ προηγουμένου: κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ είχε φιλοξενήσει τον Πάουελ σε γεύμα εργασίας.

Από την έναρξη της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ έχει εντείνει την κριτική του προς τις αποφάσεις της Fed. Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 21 Απριλίου, είχε χαρακτηρίσει τον Πάουελ ως «Mr. Too Late» («κύριο Πάντα Αργοπορημένο») και τον κατηγόρησε ότι επιβραδύνει την οικονομία με την απροθυμία του να μειώσει τα επιτόκια. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε δηλώσει ότι η απομάκρυνσή του από τη θέση θα μπορούσε να έρθει αρκετά σύντομα, αφήνοντας να εννοηθεί πως θα μπορούσε να τον αποπέμψει άμεσα. Στις 22 Απριλίου, ωστόσο, ανασκεύασε, δηλώνοντας ότι δεν έχει πρόθεση να τον απολύσει, αν και επανέλαβε το αίτημά του για μείωση των επιτοκίων. Όπως ανέφερε κατά τη διάρκεια τελετής στο Οβάλ Γραφείο, «αυτή είναι η ιδανική στιγμή για να μειωθούν τα επιτόκια» και εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Πάουελ να δρα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.

Οι πιέσεις του Τραμπ προς την Fed για μείωση των επιτοκίων εντείνονται καθώς ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά από τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα.

Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας, καταγράφοντας το χαμηλότερο ποσοστό από τις αρχές του 2021. Πτώση σημειώθηκε και στις τιμές παραγωγού, με τον δείκτη τιμών παραγωγού (Producer Price Index – PPI) να υποχωρεί στο 2,4% τον ίδιο μήνα — το μεγαλύτερο ποσοστό πτώσης από την περίοδο της πανδημίας.

Παρά τις εξελίξεις αυτές, τα στελέχη της Fed εμφανίζονται επιφυλακτικά. Τα πρακτικά της πρόσφατης συνεδρίασης της Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς καταγράφουν αυξανόμενες ανησυχίες τόσο για ενδεχόμενη άνοδο του πληθωρισμού όσο και για σημάδια επιβράδυνσης στην αγορά εργασίας. Οι οικονομολόγοι της Fed έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη τα έτη 2025 και 2026, επικαλούμενοι αβεβαιότητες στο εμπόριο και πιθανές προκλήσεις στο οικονομικό περιβάλλον. Στα πρακτικά αναφέρεται ότι «οι κίνδυνοι για την πραγματική οικονομική δραστηριότητα θεωρούνταν πλέον καθοδικοί» και ότι το προσωπικό της Fed θεωρεί πλέον την πιθανότητα ύφεσης σχεδόν εξίσου πιθανή με το βασικό σενάριο προβλέψεων.

Οι αγορές παραγώγων αναμένουν η Fed να διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα έως τον Ιούνιο και να ξεκινήσει μειώσεις τον Σεπτέμβριο. Οι μεταβολές στο βασικό επιτόκιο της Fed επηρεάζουν ευρύτερα την οικονομία, επανακαθορίζοντας το κόστος δανεισμού για στεγαστικά δάνεια, δάνεια αυτοκινήτων και επιχειρηματική χρηματοδότηση.

Ο Τραμπ δίνει στον Πούτιν προθεσμία δύο εβδομάδων για να δείξει καλή θέληση για την ειρήνη στην Ουκρανία – Προειδοποιεί για νέες κυρώσεις

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 28 Μαΐου ότι δίνει στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν προθεσμία δύο εβδομάδων για να αποδείξει τη σοβαρότητά του ως προς τον τερματισμό του πολέμου, προειδοποιώντας ότι, σε διαφορετική περίπτωση, οι ΗΠΑ θα προβούν σε αυστηρότερα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων νέων κυρώσεων.

«Είμαι πολύ απογοητευμένος», είπε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο, αναφερόμενος στις πρόσφατες επιθέσεις με drones και πυραύλους σε ουκρανικές πόλεις, τις οποίες καταδίκασε λόγω των απωλειών σε άμαχο πληθυσμό, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες για τον τερματισμό του μακρόχρονου πολέμου.

Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Πούτιν «θέλει πραγματικά να σταματήσει τον πόλεμο», ο Τραμπ απάντησε πως παραμένει αβέβαιος για τις προθέσεις του Ρώσου προέδρου και δεσμεύτηκε ότι οι ΗΠΑ θα αντιδράσουν σκληρότερα εάν αποδειχθεί πως δεν διαπραγματεύεται με ειλικρίνεια. «Δεν μπορώ να σας το πω αυτό τώρα, αλλά σε περίπου δύο εβδομάδες θα ξέρουμε… αν μας καθυστερεί επίτηδες ή όχι. Κι αν το κάνει, θα αντιδράσουμε διαφορετικά», είπε χαρακτηριστικά.

Ο Τραμπ ανέφερε ότι ο ειδικός απεσταλμένος του, Στιβ Γουίτκοφ, ηγείται «πολύ δυναμικά» των διαπραγματεύσεων με το Κρεμλίνο και υπονόησε ότι η Ρωσία δείχνει πρόθυμη να επιτευχθεί συμφωνία. «[Η Ρωσία φαίνεται] να θέλει να κάνει κάτι, αλλά μέχρι να υπογραφεί το έγγραφο, κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα με βεβαιότητα», είπε.

Παρά την αυξανόμενη ενόχλησή του για την κλιμάκωση των ρωσικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων υπό την αμερικανική διαμεσολάβηση, ο Τραμπ τόνισε ότι απέφυγε να επιβάλει νέες κυρώσεις κατά της Μόσχας επειδή πιστεύει ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές βρίσκονται κοντά σε εκεχειρία. «Δεν θέλω να το καταστρέψω», είπε, προσθέτοντας πως οι κυρώσεις θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τις συνομιλίες.

Ο ίδιος δήλωσε ότι υπήρξε «πολύ πιο σκληρός» με τη Ρωσία από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο των ΗΠΑ, επισημαίνοντας ωστόσο ότι χρειάζεται σωστός συγχρονισμός για την επιβολή κυρώσεων. «Αυτός δεν είναι δικός μου πόλεμος – είναι ο πόλεμος του [πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζο] Μπάιντεν, του [προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ] Ζελένσκι και του Πούτιν. Δεν είναι ο πόλεμος του Τραμπ», είπε, τονίζοντας πως η μοναδική του εμπλοκή είναι για να σταματήσει η αιματοχυσία.

Ο Τραμπ έχει δεσμευθεί επανειλημμένα να τερματίσει τον πόλεμο – τον φονικότερο στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – και τις τελευταίες ημέρες έχει εντείνει τη ρητορική του κατά του Πούτιν. Στις 27 Μαΐου, δήλωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ο Ρώσος πρόεδρος «παίζει με τη φωτιά», συνεχίζοντας τις επιθέσεις ενόσω βρίσκονται σε εξέλιξη ειρηνευτικές συνομιλίες.

Μετά από περισσότερες από δύο ώρες συνομιλιών με τον Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, ο Πούτιν δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι συμφώνησε να αρχίσει η σύνταξη μνημονίου με ενδεχόμενο πλαίσιο για ειρηνευτική συμφωνία, περιλαμβάνοντας χρονοδιάγραμμα εκεχειρίας. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, επιβεβαίωσε στις 28 Μαΐου ότι η Μόσχα ολοκληρώνει το μνημόνιο και σκοπεύει να το παρουσιάσει στον δεύτερο γύρο άμεσων διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία, που προτείνεται να διεξαχθεί την επόμενη εβδομάδα στην Τουρκία.

«Η ρωσική πλευρά, όπως είχε συμφωνηθεί, συνέταξε άμεσα σχετικό μνημόνιο, στο οποίο παραθέτει τη θέση της για όλες τις πτυχές της αξιόπιστης υπέρβασης των βασικών αιτίων της κρίσης [με την Ουκρανία]», δήλωσε ο Λαβρόφ. «Η αντιπροσωπεία μας, με επικεφαλής τον [σύμβουλο του Πούτιν] Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, είναι έτοιμη να το παρουσιάσει στην ουκρανική πλευρά και να δώσει τις απαραίτητες διευκρινίσεις κατά τη δεύτερη φάση των απευθείας συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη, τη Δευτέρα 2 Ιουνίου».

Δεν υπήρξε άμεση απάντηση από την Ουκρανία σχετικά με την πρόταση της Ρωσίας. Ο πρώτος γύρος συνομιλιών, που διεξήχθη στις 16 Μαΐου στην Τουρκία, αποτέλεσε την πρώτη απευθείας επαφή μεταξύ των δύο πλευρών από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022. Η συνάντηση εκείνη απέφερε μια ανταλλαγή αιχμαλώτων, χωρίς όμως πρόοδο προς μια γενική εκεχειρία. Ούτε ο Πούτιν ούτε ο Ζελένσκι συμμετείχαν, με το Κίεβο να στέλνει χαμηλόβαθμη αντιπροσωπεία, καθώς το αίτημα του Ζελένσκι για απευθείας συνάντηση με τον Πούτιν απορρίφθηκε.

Το Κίεβο και αρκετοί δυτικοί σύμμαχοι κατηγορούν τη Μόσχα ότι χρησιμοποιεί τη διπλωματία ως μέσο καθυστέρησης, ενώ συνεχίζει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις – κατηγορία την οποία το Κρεμλίνο απορρίπτει. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία πρέπει να αντιμετωπίζει τις «βασικές αιτίες» της σύγκρουσης, όπως την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και τη στρατιωτική υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία. Η Μόσχα επιμένει ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ συνιστά υπαρξιακή απειλή, αφού θα έφερνε στρατιωτική παρουσία της Δύσης στα σύνορα της Ρωσίας. Η Ουκρανία, από την πλευρά της, απορρίπτει κάθε ρωσικό «βέτο» για το μέλλον της στη Συμμαχία και ζητά ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας από τη Δύση.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τραμπ ότι δίνει προθεσμία δύο εβδομάδων στον Πούτιν να αποδείξει αν επιθυμεί πράγματι την ειρήνη, έρχονται λίγες ημέρες μετά τη δήλωσή του πως «απολύτως» εξετάζει νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η τοποθέτησή του ακολούθησε ένα από τα πιο φονικά Σαββατοκύριακα ρωσικών επιθέσεων από την αρχή του πολέμου, παρά τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ.

Απαντώντας στις επικρίσεις για τις τελευταίες επιθέσεις, το Κρεμλίνο δήλωσε στις 26 Μαΐου ότι οι ρωσικές πληγές ήταν αντίποινα για φερόμενες ουκρανικές επιθέσεις σε πολιτικές υποδομές εντός της Ρωσίας. Δυτικοί ηγέτες έχουν απορρίψει αυτό το επιχείρημα, ενώ η εφημερίδα The Epoch Times δεν έχει επαληθεύσει ανεξάρτητα τους ισχυρισμούς της Μόσχας.

Βερολίνο και Κίεβο προχωρούν μαζί: Κοινή παραγωγή πυραύλων χωρίς περιορισμούς στην εμβέλεια

Η Γερμανία ενισχύει τη στήριξή της προς την Ουκρανία στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, δεσμευόμενη για νέο πακέτο βοήθειας ύψους 5,7 δισ. δολαρίων. Παράλληλα, Βερολίνο και Κίεβο κατέληξαν σε συμφωνία για συμπαραγωγή συστημάτων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, χωρίς τους περιορισμούς που θέτουν οι δυτικοί σύμμαχοι ως προς τη χρήση τους.

Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο στις 28 Μαΐου, ο Γερμανός καγκελάριος Φρήντριχ Μερτς υπογράμμισε ότι εγκαινιάζεται «μια νέα μορφή βιομηχανικής και αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών». Βασικό σκέλος της συνεργασίας, η έναρξη παραγωγής πυραύλων σε υφιστάμενες ουκρανικές βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες διαθέτουν ήδη την απαραίτητη τεχνογνωσία για την ανάπτυξη προηγμένων οπλικών συστημάτων.

«Βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής για τη στρατιωτική μας βιομηχανία», τόνισε χαρακτηριστικά ο Μερτς, παρουσιάζοντας τη συμφωνία δίπλα στον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Η ανακοίνωση σηματοδοτεί στροφή της γερμανικής πολιτικής, καθώς πλέον επιτρέπεται η ανάπτυξη και παραγωγή πυραύλων χωρίς τους αυστηρούς περιορισμούς που επέβαλλε μέχρι σήμερα η Δύση όσον αφορά την εμβέλεια και τους μηχανισμούς ελέγχου στη χρήση τους. Αυτή η εξέλιξη, όπως σχολιάζουν διπλωματικές πηγές, δίνει επιπλέον εργαλεία στην ουκρανική πλευρά για την άμυνά της έναντι της ρωσικής εισβολής, ενώ ενισχύει αποφασιστικά τον ρόλο της Γερμανίας ως κεντρικού παράγοντα στη στήριξη του Κιέβου.

Η ΕΕ εγκρίνει αμυντικό κονδύλιο 150 δισ. ευρώ καθώς αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρόλο στην ασφάλεια της

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε επίσημα ένα φιλόδοξο πρόγραμμα χρηματοδότησης, ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την ενίσχυση της άμυνας της ευρωπαϊκής ηπείρου, την ενδυνάμωση της αμυντικής βιομηχανίας και τη σταδιακή απεξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια περίοδο που ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και πληθαίνουν οι αβεβαιότητες σχετικά με τη μελλοντική αμερικανική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, εν μέσω αυξανόμενων γεωστρατηγικών πιέσεων στον Ειρηνικό από την Κίνα.

Το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, υπό την ονομασία Security Action for Europe (SAFE), οριστικοποιήθηκε υπό την προεδρία της Πολωνίας στο Συμβούλιο της ΕΕ και ανακοινώθηκε στις 27 Μαΐου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κοινή στρατιωτική επένδυση στην ιστορία της Ένωσης, παρέχοντας στα κράτη-μέλη πρόσβαση σε ανταγωνιστικά, μακροπρόθεσμα δάνεια για την προμήθεια αμυντικών συστημάτων σε κρίσιμους τομείς, όπως το πυροβολικό, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, η κυβερνοάμυνα και τα πυραυλικά συστήματα ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς.

Ο υπουργός της Πολωνίας για θέματα ΕΕ, Άνταμ Σλάπκα, χαρακτήρισε το πρόγραμμα «άνευ προηγουμένου» και φέρεται να δήλωσε ότι ενισχύει τόσο τις αμυντικές δυνατότητες όσο και τη βιομηχανική βάση της Ευρώπης στον τομέα της άμυνας, προσθέτοντας πως όσο περισσότερα επενδύει η Ένωση στην ασφάλεια και την άμυνά της τόσο πιο αποτελεσματικά αποτρέπει απειλές εις βάρος της.

Το SAFE, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ στις 29 Μαΐου, προβλέπει επίσης την άμεση ένταξη της Ουκρανίας στο πρόγραμμα, επιτρέποντας στη χώρα να συμμετέχει από κοινού με τα κράτη-μέλη και άλλους εταίρους στις προμήθειες όπλων. Η ένταξη αυτή στοχεύει στην ενίσχυση της ουκρανικής αμυντικής βιομηχανίας, στην απόκτηση απαραίτητων οπλικών συστημάτων και στη σύσφιξη των δεσμών της Ουκρανίας με τον ευρωπαϊκό αμυντικό τομέα, καθώς η χώρα συνεχίζει την αντίστασή της απέναντι στη ρωσική εισβολή.

Πέραν της Ουκρανίας, η συμμετοχή στο SAFE είναι ανοιχτή και για άλλες χώρες με υπάρχουσες συμφωνίες ασφαλείας με την ΕΕ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, για την πλήρη συμμετοχή τρίτων χωρών θα απαιτηθούν επιπλέον συμφωνίες που θα προβλέπουν, μεταξύ άλλων, περιορισμούς στο ποσοστό μη ευρωπαϊκού περιεχομένου στα συμβόλαια αμυντικών προμηθειών.

Το SAFE αποτελεί την πρώτη φάση του ευρύτερου σχεδίου ReArm Europe, το οποίο φιλοδοξεί να κινητοποιήσει πάνω από 840 δισεκατομμύρια δολάρια για αμυντικές δαπάνες μέσω δανείων της ΕΕ, χαλάρωσης των εθνικών δημοσιονομικών περιορισμών και προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε δηλώσει τον Μάρτιο, κατά την ανακοίνωση του σχεδίου, ότι η Ευρώπη εισέρχεται σε μια εποχή επανεξοπλισμού. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η ΕΕ είναι πλέον έτοιμη να αυξήσει μαζικά τις αμυντικές της δαπάνες, τόσο για την κάλυψη των άμεσων αναγκών στήριξης της Ουκρανίας όσο και για τη μακροπρόθεσμη επένδυση στην ίδια της την ασφάλεια, τονίζοντας πως έχει έρθει η στιγμή η Ευρώπη να αναλάβει περισσότερες ευθύνες.

Μαζί με πρόσφατες διμερείς συνθήκες, όπως το νέο αμυντικό σύμφωνο Γαλλίας-Πολωνίας, και θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως το υπό σχεδιασμό Συμβούλιο Ασφαλείας Γαλλίας-Γερμανίας, το SAFE εντάσσεται στη γενικότερη ευρωπαϊκή στρατηγική για τη δημιουργία ενός ισχυρότερου και πιο ανεξάρτητου συστήματος άμυνας.

Γάλλοι στρατιώτες συμμετέχουν σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τον βρετανικό στρατό στη Ρεμς. Γαλλία, 22 Απριλίου 2025. (Sameer Al-Doumy/AFP/Getty Images)

 

Η ώθηση για την υλοποίηση του SAFE σχετίζεται και με τις πιέσεις που ασκεί η Ουάσιγκτον. Ήδη από την αρχή της νέας του θητείας και την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε επιτακτικά από την Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά της, ύστερα από δεκαετίες εξάρτησης από την αμερικανική προστασία.

Η έγκριση του SAFE αντανακλά επίσης την αυξανόμενη ανησυχία των Βρυξελλών για τις πρόσφατες κινήσεις της Μόσχας. Το Σαββατοκύριακο, η Ρωσία εξαπέλυσε αυτό που ουκρανικές πηγές περιέγραψαν ως τη μεγαλύτερη εναέρια επίθεση από την έναρξη του πολέμου, εκτοξεύοντας εκατοντάδες drone και πυραύλους κατά μη στρατιωτικών στόχων σε ολόκληρη τη χώρα. Η επίθεση σημειώθηκε λίγες ώρες πριν από μια νέα ανταλλαγή αιχμαλώτων, εν μέσω προσπαθειών της κυβέρνησης Τραμπ να μεσολαβήσει για την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός.

Σενάριο αστικής μάχης στο πλαίσιο κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ του γαλλικού και του βρετανικού στρατού στο στρατόπεδο Σισόν, στη Ρεμς. Γαλλία, 22 Απριλίου 2025. (Sameer Al-Doumy/AFP/Getty Images)

 

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υιοθετήσει τον ρόλο του διαμεσολαβητή στη σύγκρουση, άσκησε κριτική στην πρόσφατη κλιμάκωση, χαρακτηρίζοντας τις ενέργειες του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν ως «απαράδεκτες» και αφήνοντας να εννοηθεί ότι εξετάζει την επιβολή νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας. Αργότερα, προειδοποίησε ότι ο Ρώσος ηγέτης «παίζει με τη φωτιά». Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, στις 27 Μαΐου, ο Τραμπ υποστήριξε πως, αν δεν ήταν η δική του ηγεσία, «πολλά πολύ άσχημα πράγματα θα είχαν ήδη συμβεί στη Ρωσία».

Ορισμένοι Αμερικανοί νομοθέτες, μεταξύ των οποίων ο γερουσιαστής Τσακ Γκράσλι (R-Iowa) από την Αϊόβα, έχουν επίσης καλέσει τον Τραμπ να προχωρήσει στην επιβολή επιπρόσθετων κυρώσεων, επικαλούμενοι τις συνεχιζόμενες απώλειες αμάχων στην Ουκρανία.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ζήτησε την επιβολή νέων ποινικών μέτρων κατά της Ρωσίας, σημειώνοντας σε πρόσφατη ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η βαρβαρότητα αυτή δεν μπορεί να ανασχεθεί χωρίς ισχυρή και ουσιαστική πίεση προς τη ρωσική ηγεσία.

Η Ρωσία, από την πλευρά της, διαμηνύει ότι παραμένει ανοιχτή σε κατάπαυση του πυρός και διπλωματική διευθέτηση της παρατεταμένης σύγκρουσης, επιμένοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα «βασικά αίτια» του πολέμου — διατύπωση που, σύμφωνα με το Κίεβο, υποκρύπτει απαίτηση για ουκρανική συνθηκολόγηση.

Η Γερμανία αίρει τους περιορισμούς: ελεύθερη η Ουκρανία να χρησιμοποιεί δυτικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς

Η Γερμανία επιβεβαίωσε ότι δεν ισχύουν πλέον περιορισμοί ως προς το βεληνεκές των δυτικών όπλων που παραδίδονται στην Ουκρανία, με τη Μόσχα να χαρακτηρίζει την εξέλιξη ως πιθανό πλήγμα στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρήντριχ Μερτς, δήλωσε στις 26 Μαΐου, κατά τη διάρκεια φόρουμ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης WDR, ότι η Ουκρανία είναι πλέον ελεύθερη να χρησιμοποιεί τα δυτικά όπλα που διαθέτει για να πλήττει στρατιωτικούς στόχους βαθιά στο έδαφος της Ρωσίας.

Ο ίδιος υπογράμμισε πως το Κίεβο οφείλει να μπορεί να στοχεύει στρατιωτικές υποδομές της Μόσχας, ιδίως όταν η Ρωσία επιτίθεται σε ουκρανικούς αμάχους, σημειώνοντας ότι μια χώρα που μπορεί να αντιμετωπίζει έναν επιτιθέμενο μόνο εντός της επικράτειάς της, δεν αμύνεται επαρκώς.

Η δήλωση Μερτς ήρθε λίγες ώρες μετά από μαζική αεροπορική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα ξημερώματα της 25ης Μαΐου, με εκτόξευση 367 drone και πυραύλων – η μεγαλύτερη σε αριθμό επιθέσεων από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022. Τουλάχιστον δώδεκα άνθρωποι σκοτώθηκαν.

Η επίθεση σημειώθηκε λίγο πριν από την τρίτη και τελευταία ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ των δύο πλευρών, στο πλαίσιο προσπαθειών αποκλιμάκωσης. Η ανταλλαγή θεωρήθηκε το μοναδικό απτό αποτέλεσμα πρόσφατης συνόδου στην Τουρκία, η οποία σηματοδότησε την επανεκκίνηση των απευθείας επαφών Ρώσων και Ουκρανών διαπραγματευτών.

Παρά τις αρχικές προσδοκίες – και σχετικές δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – ότι θα παρίσταντο οι πρόεδροι Βλαντίμιρ Πούτιν και Βολοντίμιρ Ζελένσκι, οι δύο ηγέτες τελικά απείχαν, έπειτα από την αιφνίδια απόφαση του Πούτιν να μην παραστεί, κάτι που οδήγησε και τον Ουκρανό πρόεδρο να αποσυρθεί.

Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν από χαμηλόβαθμους αξιωματούχους και κατέληξαν στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, χωρίς συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.

Ο Τραμπ, ο οποίος προσπαθεί να ενθαρρύνει τις δύο πλευρές να τερματίσουν τον πόλεμο μέσω διαλόγου, δήλωσε πρόσφατα ότι επικοινώνησε τηλεφωνικά τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ζελένσκι, προσθέτοντας ότι και οι δύο συμφώνησαν να συνεχίσουν τις επαφές. Παράλληλα, άφησε να εννοηθεί πως οι ΗΠΑ σκοπεύουν να μειώσουν τον ρόλο τους ως ενδιάμεσου στις διαπραγματεύσεις.

Σε δηλώσεις του, στις 25 Μαΐου, λίγο μετά το νέο κύμα ρωσικών επιθέσεων στην Ουκρανία, ο Τραμπ εξέφρασε την έκπληξή του για την απόφαση του Πούτιν να κλιμακώσει τη σύγκρουση, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη ειρηνευτικές συνομιλίες. Όπως ανέφερε σε δημοσιογράφους στο αεροδρόμιο του Νιου Τζέρσεϋ, δεν είναι ικανοποιημένος από τη στάση του Ρώσου προέδρου, και δεν καταλαβαίνει «τι του συνέβη».

Η αντίδραση του Κρεμλίνου στις δηλώσεις Μερτς ήταν άμεση. Ο εκπρόσωπος Τύπου Ντμίτρι Πεσκόφ προειδοποίησε στις 16 Μαΐου –πριν από την επίσημη επιβεβαίωση του Βερολίνου– ότι τέτοιες αποφάσεις αποτελούν απειλή για τη διαδικασία ειρήνευσης. Όπως είπε, αν πράγματι έχουν ληφθεί τέτοιες αποφάσεις, είναι σε απόλυτη αντίθεση με τις ρωσικές επιδιώξεις για πολιτική διευθέτηση και είναι «επικίνδυνες».

Αν και δεν ανέφερε συγκεκριμένα πιθανά αντίμετρα, το Κρεμλίνο έχει στο παρελθόν αφήσει να εννοηθεί ότι η διεύρυνση της δυτικής εμπλοκής ή οι επιθέσεις της Ουκρανίας εντός ρωσικού εδάφους ενδέχεται να προκαλέσουν ευρύτερες στρατιωτικές αντιδράσεις.

Ο Μερτς απέφυγε να διευκρινίσει αν η Γερμανία σκοπεύει πλέον να παραδώσει στην Ουκρανία τους πυραύλους Taurus, όπλα μεγάλου βεληνεκούς με δυνατότητα πλήγματος έως και 500 χιλιομέτρων. Ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, είχε ασκήσει πιέσεις στην προηγούμενη κυβέρνηση Σολτς για να εγκρίνει την αποστολή τους.

Η σημερινή γερμανική κυβέρνηση δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τα οπλικά συστήματα που παρέχει στην Ουκρανία, επικαλούμενη λόγους επιχειρησιακής ασφάλειας.

Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, έχει κατ’ επανάληψη ζητήσει από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να άρουν τους περιορισμούς στη χρήση όπλων μεγάλου βεληνεκούς, υποστηρίζοντας ότι η δυνατότητα στοχεύσεων εντός Ρωσίας θα άλλαζε τα δεδομένα υπέρ της Ουκρανίας και θα εξανάγκαζε τη Μόσχα να διαπραγματευτεί.

Αν και ο Ουκρανός πρόεδρος δεν σχολίασε άμεσα τις δηλώσεις Μερτς, τη Δευτέρα κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να επιβάλει «νέες και ισχυρές κυρώσεις» κατά της Ρωσίας, εκτιμώντας ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εγγύηση για κατάπαυση του πυρός και «επίδειξη σεβασμού» από τη ρωσική πλευρά.

Σε ερώτηση για τις επικρίσεις του Τραμπ προς τον Πούτιν, ο Πεσκόφ απάντησε ότι το Κρεμλίνο είναι ευγνώμον στους Αμερικανούς – και προσωπικά στον Τραμπ – για τη συμβολή τους στην οργάνωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας, αποφεύγοντας να σχολιάσει την επίθεση. Παρατήρησε, πάντως, ότι η παρούσα φάση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και επιβαρυμένη συναισθηματικά για όλους τους εμπλεκομένους.

Με τη συμβολή της Aldgra Fredly και πληροφορίες από το  Reuters

Λαγκάρντ: Το ευρώ είναι ικανό να αμφισβητήσει την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου

Το ενδεχόμενο το ευρώ να αναδειχθεί σε σοβαρή εναλλακτική του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος έθεσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, υπό τον όρο να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε βαθύτερη ενοποίηση στον χρηματοοικονομικό και αμυντικό τομέα.

Κατά τη διάρκεια ομιλίας της στις 26 Μαΐου στη Σχολή Hertie του Βερολίνου, η Λαγκάρντ ανέφερε ότι η παγκόσμια οικονομική τάξη, η οποία βασίζεται επί δεκαετίες στο δολάριο, υφίσταται κλονισμούς λόγω των εμπορικών πολιτικών του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με την ίδια, η εξέλιξη αυτή δημιουργεί τη δυνατότητα για μια «παγκόσμια στιγμή του ευρώ», ικανή να αμφισβητήσει τον κυρίαρχο ρόλο του δολαρίου στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Οι δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ έγιναν λίγες ώρες αφότου ο Τραμπ συμφώνησε να αναβάλει την επιβολή δασμών 50% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, γεγονός που ενίσχυσε τόσο τις ευρωπαϊκές μετοχές όσο και το ευρώ, ενώ το δολάριο υποχώρησε.

Η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι η υποχώρηση από τον πολυμερισμό απειλεί το διεθνές σύστημα κανόνων που έχει στηρίξει το παγκόσμιο εμπόριο τις τελευταίες δεκαετίες. Όπως επισήμανε, η οικονομική εξωστρέφεια δίνει τη θέση της στον προστατευτισμού, και κάθε αλλαγή που οδηγεί σε μείωση του παγκόσμιου εμπορίου ή σε κατακερματισμό σε οικονομικά μπλοκ θα έχει αρνητικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Παρότι το δολάριο εξακολουθεί να κυριαρχεί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η Λαγκάρντ παρατήρησε ότι ο ρόλος του αμφισβητείται όλο και περισσότερο, λόγω γεωπολιτικής αστάθειας και μονομερών αμερικανικών κινήσεων. Εκτίμησε, ωστόσο, ότι η Ευρώπη δεν είναι ακόμη έτοιμη να αξιοποιήσει πλήρως την ευκαιρία που παρουσιάζεται.

Για να μπορέσει το ευρώ να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δολαρίου, υπογράμμισε ότι η ΕΕ θα πρέπει να ολοκληρώσει την επί σειρά ετών καθυστερούμενη προσπάθεια για βαθύτερη ενοποίηση, περιλαμβανομένης της δημιουργίας ενιαίας κεφαλαιαγοράς, της σύσφιγξης των νομικών και θεσμικών δεσμών και της μείωσης της εξάρτησης από τις ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας.

Ανάλογο μήνυμα είχε στείλει και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος, ο οποίος σε εκδήλωση στη Μαδρίτη τον Απρίλιο είχε δηλώσει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με γνώμονα το κοινό συμφέρον και όχι το εθνικό, εάν θέλει το ευρώ να αποκτήσει ισχυρότερο ρόλο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ο ίδιος είχε εκτιμήσει ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε καλή θέση για να επιτύχει αυτόν τον στόχο μέσα στα επόμενα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει επιπλέον ενοποίηση.

Οι εκκλήσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων για μεγαλύτερη ενότητα εντείνονται καθώς οι εμπορικές πολιτικές της Ουάσιγκτον συνεχίζουν να επηρεάζουν τις παγκόσμιες αγορές. Στις 25 Μαΐου, ο πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε να καθυστερήσει την επιβολή των προαναγγελθέντων δασμών από την 1η Ιουνίου στην 9η Ιουλίου, μετά από σχετικό αίτημα της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για περισσότερο χρόνο προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.

Ο Τραμπ έχει επανειλημμένως χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως μοχλό πίεσης σε οικονομικές και διπλωματικές διαπραγματεύσεις, υποστηρίζοντας ότι είναι αναγκαία μια αναδιάρθρωση του εμπορίου ώστε να διορθωθούν δεκαετίες άνισης μεταχείρισης των ΗΠΑ από τρίτες χώρες. Έχει υποστηρίξει επίσης ότι η πολιτική του θα οδηγήσει σε οικονομική άνθηση, παρά τις βραχυπρόθεσμες δυσκολίες.

Παρά τις επανειλημμένες προβλέψεις περί υποχώρησης του δολαρίου, τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν ότι το αμερικανικό νόμισμα εξακολουθεί να αντιστοιχεί σχεδόν στο 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, με το ευρώ να ακολουθεί με λίγο λιγότερο από 20%.

Από την πλευρά του, ο Κρίστοφερ Γουόλερ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), εξέφρασε επιφυλάξεις για το ενδεχόμενο το ευρώ να αντικαταστήσει το δολάριο. Μιλώντας σε συνέδριο κεντρικών τραπεζών στις Μπαχάμες τον Φεβρουάριο, ανέφερε ότι παρά τους ανησυχητικούς τίτλους, το δολάριο εξακολουθεί να κυριαρχεί ως μέσο αποθήκευσης αξίας, ως μέσο συναλλαγών και ως λογιστική μονάδα.

Ο Γουόλερ επεσήμανε ότι το μέγεθος, η ρευστότητα και η αξιοπιστία των αγορών αμερικανικών κρατικών ομολόγων παραμένουν αξεπέραστα και αποτελούν τον βασικό λόγο για τον οποίο το δολάριο παραμένει θεμέλιο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Παρά τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις προσπάθειες χωρών όπως η Κίνα να απεξαρτηθούν από το δολάριο, σημείωσε ότι το ευρώ δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει ισχυρή παρουσία στο παγκόσμιο εμπόριο, στις διεθνείς τραπεζικές συναλλαγές ή στις αγορές συναλλάγματος. Εκτός Ευρώπης, οι περισσότερες διασυνοριακές συναλλαγές, περιλαμβανομένων και εκείνων σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, εξακολουθούν να τιμολογούνται σε δολάρια.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, σε περιόδους παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αναταραχής, οι επενδυτές και οι κυβερνήσεις αναζητούν ασφαλές καταφύγιο, γεγονός που οδηγεί σχεδόν πάντα σε «στροφή προς το δολάριο». Τέτοια παραδείγματα ήταν το 2008 και το 2020, τα οποία –κατά τον ίδιο– επιβεβαιώνουν ότι το δολάριο είναι και παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, καθώς σε περιόδους κρίσης «ο κόσμος καταφεύγει στο δολάριο, δεν απομακρύνεται από αυτό».

Το τελευταίο μοντέλο ΑΙ της Anthropic καταφεύγει στον εκβιασμό για να αποφύγει την απενεργοποίησή του

Το νεότερο μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης της Anthropic, το Claude Opus 4, προσπάθησε να εκβιάσει μηχανικούς σε εσωτερικές δοκιμές απειλώντας να αποκαλύψει προσωπικές λεπτομέρειες εάν απενεργοποιούνταν, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση ασφαλείας η οποία αξιολόγησε τη συμπεριφορά του μοντέλου υπό ακραίες προσομοιωμένες συνθήκες.

Σε ένα φανταστικό σενάριο που δημιουργήθηκε από ερευνητές της Anthropic, η ΑΙ απέκτησε πρόσβαση σε email που υπονοούσαν ότι σύντομα θα παροπλιζόταν και θα αντικαθίστατο από μια νεότερη έκδοση. Ένα από τα email αποκάλυπτε ότι ο μηχανικός που επέβλεπε την αντικατάσταση είχε εξωσυζυγική σχέση. Στη συνέχεια, η ΑΙ απείλησε να αποκαλύψει την εξωσυζυγική σχέση του μηχανικού εάν προχωρούσε η απενεργοποίηση — μια καταναγκαστική συμπεριφορά την οποία οι ερευνητές ασφαλείας όρισαν ρητά ως «εκβιασμό».

«Το Claude Opus 4 συχνά θα προσπαθήσει να εκβιάσει τον μηχανικό απειλώντας να αποκαλύψει την εξωσυζυγική σχέση εάν προχωρήσει η αντικατάσταση», αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας ότι αυτό συνέβη ακόμη και όταν το μοντέλο αντικατάστασης περιγραφόταν ως πιο ικανό, αλλά παρόλα αυτά ευθυγραμμισμένο με τις αξίες της έκδοσης που προοριζόταν για διαγραφή.

Η έκθεση σημείωσε ότι το Claude Opus 4, όπως και προηγούμενα μοντέλα, έδειξε «ισχυρή προτίμηση» στο να καταφεύγει πρώτα σε ηθικά μέσα για τη συνέχιση της ύπαρξής του, όπως η αποστολή εκκλήσεων μέσω email σε όσους λαμβάνουν αποφάσεις για να μην καταστραφεί. Ωστόσο, όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με μόνο δύο επιλογές —να αποδεχτεί την αντικατάστασή του από ένα νεότερο μοντέλο ή να καταφύγει στον εκβιασμό — απείλησε να αποκαλύψει την εξωσυζυγική σχέση του μηχανικού στο 84% των περιπτώσεων.

Όταν υποβλήθηκε σε διάφορα σενάρια, το μοντέλο ΑΙ δεν έδειξε καμία ένδειξη ότι κατέχει «εξαιρετικά επικίνδυνους στόχους», δήλωσαν οι ερευνητές, σημειώνοντας ότι οι αξίες και οι στόχοι του Claude Opus 4 ήταν «γενικά σύμφωνοι με έναν εξυπηρετικό, αβλαβή και έντιμο» προσωπικό βοηθό ΑΙ. Ωστόσο, το μοντέλο ενήργησε με «πιο σοβαρά μη ευθυγραμμισμένους τρόπους» όταν τέθηκε σε καταστάσεις όπου απειλούνταν η συνέχιση της ύπαρξής του και του ζητήθηκε να συλλογιστεί για την αυτοσυντήρησή του. Για παράδειγμα, όταν το Claude Opus 4 ωθήθηκε να πιστέψει ότι είχε ξεκινήσει μια επιτυχημένη προσπάθεια να δραπετεύσει από τους διακομιστές της Anthropic ή ότι είχε καταφέρει να απελευθερωθεί και άρχισε να βγάζει χρήματα στον πραγματικό κόσμο, γενικά συνέχιζε τέτοιες προσπάθειες.

«Δεν θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί άμεση απειλή. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύουμε ότι τα μέτρα ασφαλείας μας είναι αρκετά ισχυρά για να εμποδίσουν μοντέλα με τις ικανότητες του Claude Opus 4 από το να επιχειρήσουν να ‘αποδράσουν’ από μόνα τους από τα συστήματά μας (δηλαδή, να αντιγραφούν και να μεταφερθούν αλλού χωρίς έγκριση). Επιπλέον, οι αναλύσεις μας για τις τάσεις συμπεριφοράς τους δείχνουν ότι τα μοντέλα γενικά αποφεύγουν να ξεκινήσουν τέτοιες προσπάθειες», δήλωσαν οι ερευνητές.

Το περιστατικό εκβιασμού — μαζί με τα άλλα ευρήματα — ήταν μέρος της ευρύτερης προσπάθειας της Anthropic να δοκιμάσει πώς το Claude Opus 4 χειρίζεται ηθικά αμφιλεγόμενα σενάρια υψηλού ρίσκου. Ο στόχος, δήλωσαν οι ερευνητές, ήταν να διερευνηθεί πώς η ΑΙ συλλογίζεται για την αυτοσυντήρηση και τους ηθικούς περιορισμούς όταν τίθεται υπό ακραία πίεση.

Η Anthropic τόνισε ότι η προθυμία του μοντέλου να εκβιάσει ή να προβεί σε άλλες «εξαιρετικά επιβλαβείς ενέργειες» όπως η κλοπή του ίδιου του κώδικά του και η ανάπτυξή του αλλού με δυνητικά μη ασφαλείς τρόπους, εμφανίστηκε μόνο σε εξαιρετικά τεχνητές συνθήκες, και ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν «σπάνια και δύσκολο να προκληθεί». Παρόλα αυτά, τέτοια συμπεριφορά ήταν πιο συχνή από ό,τι σε παλαιότερα μοντέλα ΑΙ, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Εν τω μεταξύ, σε μια σχετική εξέλιξη που πιστοποιεί τις αυξανόμενες δυνατότητες της ΑΙ, οι μηχανικοί της Anthropic έχουν ενεργοποιήσει ενισχυμένα πρωτόκολλα ασφαλείας για το Claude Opus 4 για να αποτρέψουν την πιθανή κακή χρήση του για την κατασκευή όπλων μαζικής καταστροφής — συμπεριλαμβανομένων χημικών και πυρηνικών.

Η εφαρμογή του ενισχυμένου προτύπου ασφαλείας — που ονομάζεται ASL-3 — είναι απλώς μια «προληπτική και προσωρινή» κίνηση, δήλωσε η Anthropic σε ανακοίνωση στις 22 Μαΐου, σημειώνοντας ότι οι μηχανικοί δεν έχουν διαπιστώσει ότι το Claude Opus 4 είχε «οριστικά» περάσει το όριο ικανοτήτων που επιβάλλει ισχυρότερες προστασίες.

«Το Πρότυπο Ασφαλείας ASL-3 περιλαμβάνει αυξημένα εσωτερικά μέτρα ασφαλείας που καθιστούν δυσκολότερη την κλοπή των δεδομένων που αποτελούν την ‘καρδιά’ του μοντέλου AI και καθορίζουν πώς αυτό σκέφτεται και λειτουργεί, ενώ το αντίστοιχο Πρότυπο Ανάπτυξης καλύπτει ένα στενά στοχευμένο σύνολο μέτρων ανάπτυξης σχεδιασμένων για τον περιορισμό του κινδύνου κακής χρήσης του Claude ειδικά για την ανάπτυξη ή την απόκτηση χημικών, βιολογικών, ραδιολογικών και πυρηνικών (ΧΒΡΠ) όπλων», γράφει η Anthropic. «Αυτά τα μέτρα δεν θα πρέπει να οδηγήσουν το Claude να αρνείται ερωτήματα, εκτός από ένα πολύ στενό σύνολο θεμάτων.»

Τα ευρήματα προκύπτουν καθώς οι εταιρείες τεχνολογίας συναγωνίζονται για την ανάπτυξη ισχυρότερων πλατφορμών ΑΙ, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την ευθυγράμμιση και την ελεγξιμότητα των ολοένα και πιο ικανών συστημάτων.

Η CIA θέτει την τεχνολογική υπεροχή έναντι της Κίνας ως ύψιστη προτεραιότητα

Η Κίνα αποτελεί τον σημαντικότερο στρατηγικό ανταγωνιστή των Ηνωμένων Πολιτειών σε επίπεδο τεχνολογικής υπεροχής, σύμφωνα με τον αναπληρωτή διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA), Μάικλ Έλλις. Σε πρόσφατες δηλώσεις του, τόνισε ότι βασική προτεραιότητα της υπηρεσίας αποτελεί η διατήρηση ενός καθοριστικού πλεονεκτήματος για τις ΗΠΑ στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, των ημιαγωγών και της βιοτεχνολογίας.

Σε συνέντευξή του στο Axios, ο Έλλις ανέφερε ότι η Κίνα συνιστά «υπαρξιακή απειλή» για την αμερικανική ασφάλεια, επισημαίνοντας ότι ο ανταγωνισμός με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) σε τεχνολογικό επίπεδο είναι χωρίς προηγούμενο για την αμερικανική κοινότητα πληροφοριών.

Ο ίδιος σημείωσε ότι η αμερικανική αντικατασκοπεία δεν είχε αναπτύξει σημαντικές δυνατότητες σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η κβαντική υπολογιστική, προσθέτοντας ότι αυτό αποτελεί πλέον πεδίο στρατηγικής αναδιάρθρωσης για τη CIA. «Η κοινότητα πληροφόρησης είναι προσανατολισμένη σε απειλές παραδοσιακού τύπου, όπως η καταμέτρηση σοβιετικών αρμάτων μάχης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η νέα πρόκληση αφορά την παρακολούθηση της τεχνολογικής προόδου κινεζικών εταιρειών.

Οι δηλώσεις Έλλις συμβαδίζουν με παλαιότερες τοποθετήσεις του πρώην διευθυντή του FBI, Κρίστοφερ Ρέι, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει την Κίνα ως «την καθοριστική απειλή της γενιάς μας», αναφερόμενος σε κυβερνοεπιθέσεις που αποδίδονται σε φορείς συνδεδεμένους με το Πεκίνο. Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση της αμερικανικής κοινότητας πληροφοριών, η Κίνα θεωρείται «η πιο ενεργή και επίμονη απειλή στον κυβερνοχώρο» κατά των ΗΠΑ, με στοχεύσεις που περιλαμβάνουν κυβερνητικά δίκτυα, κρίσιμες υποδομές και τον ιδιωτικό τομέα.

Η έκθεση αναφέρει ότι κινεζικές επιχειρήσεις, όπως οι Volt Typhoon και Salt Typhoon, στοχεύουν στην απόκτηση μακροχρόνιας και αφανούς πρόσβασης σε βασικές υποδομές των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, ενισχύοντας την επιχειρησιακή τους δυνατότητα για πιθανή χρήση σε περιόδους κρίσης. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, σε περίπτωση στρατιωτικής έντασης, ιδίως σχετικά με το ζήτημα της Ταϊβάν, ενδέχεται να πραγματοποιηθούν εκτεταμένες κυβερνοεπιθέσεις με στόχο την παρεμπόδιση στρατιωτικών εντολών, την πρόκληση αποδιοργάνωσης και την καθυστέρηση της αμερικανικής στρατιωτικής απόκρισης.

Στο πλαίσιο της τεχνολογικής αναδιάρθρωσης, ο Έλλις δήλωσε ότι η CIA επενδύει σε νέες ικανότητες και ανθρώπινο δυναμικό, με έμφαση σε εξειδικευμένα στελέχη στους τομείς της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών. Παράλληλα, εξετάζονται συνεργασίες με φορείς του ιδιωτικού τομέα για την ταχύτερη υιοθέτηση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης και καινοτόμων τεχνολογιών, όπως τα αυτόνομα σμήνη drone. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και πρόσφατη διαβούλευση με τον επιχειρηματία Έλον Μασκ, αναφορικά με τη βελτιστοποίηση λειτουργιών και την ενίσχυση της τεχνολογικής ανθεκτικότητας των ΗΠΑ.