Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ λέει ότι οι ΗΠΑ καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για να εντοπίσουν την αιτία των αυξανόμενων ποσοστών αυτισμού

Ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ, είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξεκινήσει μια «μαζική» νέα προσπάθεια για να μάθουν τι έχει προκαλέσει την αύξηση των ποσοστών αυτισμού τα τελευταία χρόνια.

«Ξεκινήσαμε μια τεράστια προσπάθεια δοκιμών και έρευνας που θα συμμετάσχουν εκατοντάδες επιστήμονες από όλο τον κόσμο», είπε ο Κέννεντυ στις 10 Απριλίου κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου στην Ουάσιγκτον.

«Μέχρι τον Σεπτέμβριο θα γνωρίζουμε τι προκάλεσε την επιδημία αυτισμού και θα μπορέσουμε να εξαλείψουμε αυτές τις αιτίες».

Δεν είναι σαφές ποιοι ερευνητές εμπλέκονται. Το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS) δεν απάντησε αμέσως σε αίτημα για σχολιασμό.

Τα άτομα στο φάσμα του αυτισμού έχουν αναπτυξιακή αναπηρία και μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα όπως δυσκολία στην επικοινωνία και υποφέρουν από ζητήματα όπως επιληπτικές κρίσεις. Μερικοί μπορεί να επισκεφθούν θεραπευτές για να αναπτύξουν καλύτερες δεξιότητες ζωής.

Μελέτες έχουν εντοπίσει πιθανές αιτίες για τον αυτισμό, συμπεριλαμβανομένης της προγεννητικής χρήσης στεροειδών, του φθορίου και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

«Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί παράγοντες που έχουν εντοπιστεί που μπορεί να κάνουν ένα παιδί πιο πιθανό να έχει διαταραχή του φάσματος αυτισμού, συμπεριλαμβανομένων περιβαλλοντικών, βιολογικών και γενετικών παραγόντων», αναφέρει ο ιστότοπος του HHS.

Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) δήλωσαν ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό, αν και ο Κέννεντυ είπε ότι μπορεί να υπάρχει σύνδεση.

Ένα στα 36 παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει διαταραχή του φάσματος αυτισμού, σύμφωνα με το CDC. Αυτό είναι αυξημένο από ένα στα 150 το 2002.

Ορισμένοι ερευνητές λένε ότι η αύξηση του αυτισμού οφείλεται εν μέρει σε καλύτερες δυνατότητες διάγνωσης των επαγγελματιών υγείας.

Ο Κέννεντυ έκανε εκστρατεία για θέματα υγείας και περιβάλλοντος ως ανεξάρτητος υποψήφιος για πρόεδρος το 2024, αλλά αργότερα αποχώρησε από τον αγώνα. Αφού ο τότε πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έλαβε την έγκριση του Κέννεντυ, επέλεξε τον Κέννεντυ ως υποψήφιο για να ηγηθεί του HHS και να διερευνήσει την πιθανή σχέση μεταξύ εμβολίων και αυτισμού, με στόχο να κάνει την Αμερική ξανά υγιή (MAHA). Ο Κέννεντυ είπε στην Epoch Times στα τέλη του 2024 ότι θα ανανεώσει τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, τα οποία αποτελούν μέρος του HHS, για να διερευνήσουν τα αίτια του αυτισμού και των ασθενειών.

«Μαζί θα τερματίσουμε την επιδημία χρόνιων ασθενειών και θα κρατήσουμε τα παιδιά μας ασφαλή, υγιή και απαλλαγμένα από ασθένειες», είπε ο Τραμπ κατά την εναρκτήρια ομιλία του.

Τον Φεβρουάριο, αφότου η Γερουσία επιβεβαίωσε τον Κέννεντυ ως υπουργό Υγείας, ο Τραμπ ίδρυσε την Επιτροπή MAHA, η οποία δήλωσε ότι ο Λευκός Οίκος θα ερευνούσε τα «πρωταρχικά αίτια της κλιμακούμενης κρίσης υγείας στην Αμερική».

Ο Τραμπ είπε στις 10 Απριλίου ότι το γεγονός ότι τόσα πολλά παιδιά έχουν αυτισμό «είναι ένα φρικτό στατιστικό στοιχείο και πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί έξω που το κάνει αυτό».

Μιλώντας στον Κέννεντυ, είπε: «Λοιπόν, πιστεύετε ότι θα έχετε μια πολύ καλή ιδέα; Δεν θα υπάρξει μεγαλύτερη συνέντευξη Τύπου από αυτήν.»

Αλλαγές στη Δημόσια Υγεία των ΗΠΑ: Μαζικές περικοπές από τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ

Σε μια σαρωτική αναδιάρθρωση προχωράει το αμερικανικό υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS), όπως ανακοίνωσε στις 27 Μαρτίου ο νέος υπουργός Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ.

Η πρωτοβουλία προβλέπει συγχώνευση υπηρεσιών και σημαντική μείωση προσωπικού της τάξεως του 25%, με τον αριθμό των εργαζομένων να μειώνεται από 82.000 σε περίπου 62.000. Ο στόχος της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τον κ. Κέννεντυ, είναι η «αποτελεσματικότερη λειτουργία» του υπουργείου καθώς και η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών προς τους Αμερικανούς πολίτες.

«Θα εκσυγχρονίσουμε το υπουργείο, ώστε να γίνει πιο παραγωγικό και πιο αποτελεσματικό», τόνισε ο κ. Κέννεντυ στο μήνυμά του. Αναγνωρίζοντας πως «η μετάβαση αυτή θα είναι επώδυνη», πρόσθεσε ότι το HHS καλείται να «πετύχει περισσότερα, με λιγότερους πόρους».

Μείωση προσωπικού στις βασικές υπηρεσίες

Η νέα δομή προβλέπει δραματικές αλλαγές στις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες. Η Διοίκηση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) θα υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση προσωπικού, με περικοπή 3.500 θέσεων. Παράλληλα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) θα μειώσουν το δυναμικό τους κατά 2.400 εργαζόμενους, ενώ τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) κατά 1.200 και τα Κέντρα Υπηρεσιών Medicare και Medicaid κατά 300.

Σύμφωνα με τη διοίκηση του HHS, πολλές από τις προς κατάργηση θέσεις χαρακτηρίστηκαν «πλεονάζουσες» ή «διπλές αρμοδιότητες». Η αναδιάρθρωση συνεπάγεται επίσης συγχώνευση των 28 υφιστάμενων υπηρεσιών σε 15. Η νέα δομή εκτιμάται ότι θα εξοικονομήσει 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Αντικρουόμενες αντιδράσεις

Ο εκπρόσωπος των Δημοκρατικών Τζέραλντ Κόνολι εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις των περικοπών. «Πρόκειται για σοβαρό λάθος. Ανησυχώ βαθύτατα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία και την ευημερία των Αμερικανών», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά της, η Ντορίν Γκρίνγουολντ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Δημόσιο Τομέα, προειδοποίησε ότι οι περικοπές θα έχουν «καταστροφική επίπτωση» στις διαδικασίες δημόσιας υγείας, χαρακτηρίζοντας «εξωπραγματικό» τον ισχυρισμό ότι τέτοιου βαθμού μειώσεις δεν θα επηρεάσουν κρίσιμες υπηρεσίες προς τους πολίτες.

Ωστόσο, υπήρξαν και θετικότερες αντιδράσεις, όπως του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Μπιλ Κάσιντι, ο οποίος εκτίμησε ότι η αναδιοργάνωση μπορεί να βελτιώσει σημαντικές διαδικασίες, όπως η ταχύτερη έγκριση φαρμάκων και η καλύτερη παροχή υπηρεσιών Medicare. «Αναμένω πως θα δω πρακτικά πώς αυτή η αναδιάρθρωση θα φέρει αυτά τα αποτελέσματα», πρόσθεσε.

Τα κίνητρα πίσω από την αναδιάρθρωση

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προκύπτει μετά από εντολή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για ένα ευρύ φάσμα περικοπών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που ζητούσε από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις και περιορισμό των εξόδων τους.

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ τόνισε επίσης την αναποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, παρά τη σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού του HHS κατά 38% μεταξύ 2021 και 2025, αναφέροντας ως παραδείγματα την αύξηση των χρόνιων νοσημάτων, την άνοδο των περιστατικών καρκίνου και το χαμηλό προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών σε σχέση με τους Ευρωπαίους. «Το υπουργείο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα απομονωμένα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι υπηρεσίες ενεργούν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους», σημείωσε καταγγελτικά ο υπουργός.

Οι επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης

Το εύρος των αλλαγών στο HHS είναι τέτοιο που, σύμφωνα με αναλυτές, εκτιμάται πως θα πυροδοτήσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Παράλληλα, παραμένει έντονη η ανησυχία για το εάν οι μαζικές απολύσεις θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ποιότητα της δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ και την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μελλοντικές κρίσεις δημόσιας υγείας.

Ανεξαρτήτως από πολιτικές ή συνδικαλιστικές αντιδράσεις, είναι βέβαιο πως η αναδιάρθρωση του γιγαντιαίου υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών θα αποτελέσει ένα μεγάλο «στοίχημα» για τη νέα κυβέρνηση Τραμπ και τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, η επιτυχία ή αποτυχία του οποίου θα έχει άμεσο αντίκτυπο για τους πολίτες.

Κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ενώπιον δικαιοσύνης για συνομιλίες στο Signal

Μήνυση κατατέθηκε στις 25 Μαρτίου από την αμερικανική ομάδα διαφάνειας «American Oversight» κατά των κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, για την πρόσφατη χρήση της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal. Σύμφωνα με το κείμενο της προσφυγής που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, οι εν λόγω αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη εφαρμογή για μηνύματα επιχειρησιακού περιεχομένου, τα οποία στη συνέχεια διαγράφηκαν, παραβαίνοντας έτσι την Ομοσπονδιακή Νομοθεσία περί Αρχείων (Federal Records Act).

Η «American Oversight» είχε υποβάλει νωρίτερα εφέτος στην κυβέρνηση αιτήματα βάσει του Νόμου για την Ελευθερία πρόσβασης στην Πληροφόρηση (Freedom of Information Act), ζητώντας από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες – μεταξύ των οποίων το Πεντάγωνο – πρόσβαση στα αρχεία των συνομιλιών μέσω Signal. Ωστόσο, λόγω της φύσης της εφαρμογής, που δεν μεταφέρει μηνύματα σε επίσημα κανάλια επικοινωνίας και αρχειοθέτησης, η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα θεωρείται αδύνατη.

Σε ξεχωριστό αίτημα προς το δικαστήριο, η οργάνωση ζητά την άμεση διακοπή κάθε ενέργειας που αφορά καταστροφή αρχείων του Signal, καθώς και την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να προχωρήσουν στην ανάκτηση των ήδη διαγραμμένων μηνυμάτων και στην ενημέρωση της υπηρεσίας Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ (National Archives).

Η επίμαχη συνομιλία περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, τον υπουργό Εξωτερικών και αναπληρωτή αρχειονόμο Μάρκο Ρούμπιο, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, καθώς και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες, με κεντρικό θέμα τις αμερικανικές επιχειρήσεις ενάντια σε Χούτι τρομοκράτες στη Μέση Ανατολή.

Η αποκάλυψη αυτών των συνομιλιών έγινε μετά την εισαγωγή στο chat του επικεφαλής σύνταξης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός για το οποίο ανέλαβε την ευθύνη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ. Για την έρευνα της διαρροής αποτελεί κεντρικό πρόσωπο και ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου Έλον Μασκ, ενώ εν μέσω των αντιδράσεων, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ήδη ότι πιθανότατα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα σταματήσουν τη χρήση του Signal.

Οι κυβερνητικοί δικηγόροι από την πλευρά τους αντέτειναν, σύμφωνα με έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί της «American Oversight» πως οι αξιωματούχοι δεν έπραξαν τα δέοντα για να αποτρέψουν τη διαγραφή των μηνυμάτων από το Signal «δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο» και ότι ήδη έχουν γίνει βήματα για ανάκτηση μέρους αυτών των μηνυμάτων.

Η υπόθεση ανατέθηκε στον ομοσπονδιακό δικαστή Τζέιμς Μπόσμπεργκ, ο οποίος πρόσφατα απασχόλησε την επικαιρότητα μέσω άλλων δικαστικών αποφάσεων εις βάρος της κυβέρνησης Τραμπ. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ, σχολιάζοντας την ανάθεση, ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση για τον πιθανό μεροληπτικό τρόπο επιλογής των δικαστών στην Ουάσινγκτον και ζήτησε την απομάκρυνση του δικαστή. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Τζον Ρόμπερτς, απάντησε ωστόσο πως «η απομάκρυνση δεν είναι αρμόδια απάντηση σε διαφωνίες σχετικά με δικαστικές αποφάσεις».

Η παραπάνω νομική διαμάχη έχει ήδη τη δυναμική να προκαλέσει περαιτέρω πολιτικές και νομικές επιπλοκές για την κυβέρνηση Τραμπ εν όψει των προεδρικών εκλογών, αναδεικνύοντας το σοβαρό ζήτημα διαφάνειας και διαχείρισης ευαίσθητων πληροφοριών. Ο τρόπος χειρισμού της από το δικαστήριο αναμένεται να έχει σημαντικές συνέπειες τόσο για την κυβερνητική λειτουργία, όσο και για τις πρακτικές διαχείρισης επικοινωνιών των κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων στο μέλλον.

Σε έναν κόσμο όπου αυτά τα ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας κατέχουν κεντρικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση, η τελική έκβαση αυτής της δίκης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις διαχειρίζονται ευαίσθητα δεδομένα και επικοινωνιακές πρακτικές. Μέχρι τότε, η αμερικανική κοινή γνώμη θα παρακολουθεί τις εξελίξεις με έντονο ενδιαφέρον.

Το Atlantic δημοσιεύει νέα μηνύματα αξιωματούχων των ΗΠΑ από το Signal

Στις 26 Μαρτίου, το The Atlantic δημοσίευσε νέα μηνύματα από την ομαδική συνομιλία στο Signal, στην οποία συμμετείχαν κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων ο Αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο Υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ.

Στην ομάδα αυτή προστέθηκε και ο αρχισυντάκτης του The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός που –σύμφωνα με αξιωματούχους– αποτελεί αντικείμενο έρευνας, καθώς στις συνομιλίες γινόταν αναφορά σε επίθεση κατά των τρομοκρατών Χούθι στη Μέση Ανατολή. Το μέσο ενημέρωσης είχε αρχικά αρνηθεί να δημοσιεύσει όλα τα μηνύματα, υποστηρίζοντας ότι ορισμένα από αυτά, αν διαβάζονταν από εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών, θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια Αμερικανών στρατιωτικών και μυστικών υπηρεσιών.

Ωστόσο, μετά τις δηλώσεις του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και άλλων αξιωματούχων –συμπεριλαμβανομένης της Διευθύντριας Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τούλσι Γκάμπαρντ και του Διευθυντή της CIA Τζον Ράτκλιφ– ότι η ομάδα δεν είχε ανταλλάξει πολεμικά σχέδια ή διαβαθμισμένες πληροφορίες, το μέσο δημοσίευσε τελικά το σύνολο των φερόμενων μηνυμάτων. Το άρθρο έφερε τον τίτλο «Εδώ είναι τα σχέδια επίθεσης που οι σύμβουλοι του Τραμπ μοιράστηκαν στο Signal».

Τα μηνύματα περιλάμβαναν –μεταξύ άλλων– τον ισχυρισμό ότι ο Πιτ Χέγκσεθ ανέφερε την ακριβή ώρα πραγματοποίησης επιθέσεων με drone, καθώς και τη στιγμή απογείωσης των μαχητικών F-18.

«Οι δηλώσεις των Χέγκσεθ, Γκάμπαρντ, Ράτκλιφ και Τραμπ –σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς πολλών αξιωματούχων της κυβέρνησης ότι ψευδώς παρουσιάσαμε το περιεχόμενο των μηνυμάτων– μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το κοινό πρέπει να δει τα μηνύματα και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα», ανέφεραν ο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ και ο συν-συγγραφέας του άρθρου. «Υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που οι σύμβουλοι του Τραμπ αντάλλασσαν μέσω μη ασφαλών καναλιών επικοινωνίας, ιδιαίτερα τη στιγμή που ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη σημασία τους».

Αντιδράσεις από τον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο

Μετά τη δημοσίευση των μηνυμάτων, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολιν Λέβιτ, έγραψε στην πλατφόρμα X ότι «Το The Atlantic παραδέχθηκε: αυτά ΔΕΝ ήταν ‘πολεμικά σχέδια’». Παράλληλα, το Υπουργείο Άμυνας, υπό την ηγεσία του Πιτ Χέγκσεθ, δήλωσε ότι το μέσο «αναδιπλώθηκε γρήγορα» στο θέμα των πολεμικών σχεδίων.

Σημειώνεται ότι στο αρχικό άρθρο του The Atlantic αναφερόταν ότι η συνομιλία αφορούσε «πολεμικά σχέδια», ωστόσο η νέα έκδοση του ρεπορτάζ δεν περιλαμβάνει πλέον αυτή τη φράση.

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, από την πλευρά του, τόνισε ότι στο μέλλον η κυβέρνησή του πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιεί την εφαρμογή Signal για επικοινωνίες. «Μπορεί να βρεθούμε σε κατάσταση όπου θα είναι αναγκαία η ταχύτητα αντί για απόλυτη ασφάλεια, αλλά γενικά πιστεύω πως δεν θα τη χρησιμοποιούμε συχνά», ανέφερε στους δημοσιογράφους από τον Λευκό Οίκο στις 25 Μαρτίου.

Επιπλέον, ο Τραμπ δήλωσε ότι εξακολουθεί να στηρίζει τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Ουόλτζ, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη για την προσθήκη του Τζέφρι Γκόλντμπεργκ στη συνομιλία και δέχεται πιέσεις να παραιτηθεί.

«Εξετάζουμε πώς ακριβώς μπήκε σε αυτή την ομάδα», δήλωσε ο Μάικλ Ουόλτζ στους δημοσιογράφους, ενώ αργότερα, μιλώντας στο Fox News, ανέφερε ότι η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική του και όχι κάποιου συνεργάτη του.

Δημοκρατικοί: Απαραίτητη η διερεύνηση της υπόθεσης

Από την πλευρά τους, οι Δημοκρατικοί ζητούν έρευνα για τη χρήση του Signal από κυβερνητικούς αξιωματούχους για τη συζήτηση σχεδίων επίθεσης.

Ο ηγέτης της μειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ (D-N.Y.), δήλωσε στις 25 Μαρτίου από το βήμα της Γερουσίας ότι «ο υπουργός Άμυνας συντόνιζε πολεμικά σχέδια με έναν τόσο πρόχειρο και επικίνδυνο τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική μας ασφάλεια, τους στρατιώτες μας και κάθε Αμερικανό πολίτη».

«Έβαλαν σκόπιμα εξαιρετικά απόρρητες πληροφορίες σε μια μη διαβαθμισμένη συσκευή», πρόσθεσε.

Ο Τσακ Σούμερ κάλεσε τη Γερουσία να ερευνήσει το ζήτημα, ενώ ζήτησε και από το Γραφείο Γενικού Επιθεωρητή του Υπουργείου Άμυνας να διεξαγάγει ανεξάρτητη έρευνα.

«Είναι πολύ σοβαρό για να μην μάθουμε ακριβώς τι συνέβη, γιατί συνέβη και πώς θα το αποτρέψουμε στο μέλλον», κατέληξε.

Ετοιμάζει απολύσεις μεγάλης κλίμακας το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ

Σε σχέδιο ευρείας κλίμακας απολύσεων προχωρά το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, στο πλαίσιο εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος που υπογράφηκε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 11 Φεβρουαρίου, με σκοπό τη «βελτιστοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού στον δημόσιο τομέα».

Το σχέδιο αυτό επιβεβαίωσε με επίσημη δήλωσή του στις 25 Μαρτίου ο Τρέβορ Νόρρις, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην κατάθεσή του ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου του Μέριλαντ, «οι μειώσεις προσωπικού που σχεδιάζονται θα αφορούν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και θα υλοποιηθούν μέσω της επίσημης διαδικασίας μείωσης προσωπικού (reductions in force – RIFs)».

Η κίνηση έρχεται σε συνέχεια της αρχικής απόλυσης 25.000 εργαζομένων που βρίσκονταν ακόμα σε δοκιμαστική περίοδο, οι 7.600 από τους οποίους ανήκαν στο υπουργείο Οικονομικών. Δικαστική απόφαση που εκδόθηκε πρόσφατα, ωστόσο, έκρινε παράνομες τις αρχικές αυτές απολύσεις, αιτιολογώντας ότι δεν δόθηκε η απαραίτητη προειδοποίηση στα πολιτειακά όργανα και δεν πραγματοποιήθηκε ατομική αξιολόγηση για κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά.

Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης, ο δικαστής Τζέημς Μπρένταρ, από το ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μέριλαντ, υποχρέωσε πρόσφατα τις κυβερνητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Οικονομικών, να επαναπροσλάβουν τους απολυθέντες υπαλλήλους και να απέχουν από επιπλέον μαζικές απολύσεις έως ότου τηρήσουν όλες τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες, μεταξύ των οποίων και η έγκαιρη προειδοποίηση στους ενδιαφερομένους.

Ο αξιωματούχος Νόρρις ξεκαθάρισε ότι οι νέες μειώσεις προσωπικού θα βασιστούν στο κριτήριο της αρχαιότητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα απολυθούν και πάλι, κυρίως οι εργαζόμενοι που μόλις επαναπροσλήφθηκαν λόγω της δικαστικής εντολής, σημειώνοντας ότι σε κάποιες περιπτώσεις η επιστροφή αυτών των εργαζομένων στα καθήκοντά τους μπορεί να αποδειχθεί «ιδιαίτερα προβληματική, τόσο για τους ίδιους όσο και για τον αντίστοιχο οργανισμό».

Παράλληλα, εκπρόσωποι άλλων υπηρεσιών δήλωσαν ότι πολλοί εργαζόμενοι που προσκλήθηκαν για επαναπρόσληψη είτε αρνήθηκαν είτε δεν απάντησαν στην πρόσκληση, ενώ άλλοι ενδέχεται να απολυθούν εκ νέου λόγω χαμηλών επιδόσεων.

Η νομική διαμάχη αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς οι γενικοί εισαγγελείς διαφόρων Πολιτειών ζητούν από το δικαστήριο τη λήψη προληπτικών μέτρων, προκειμένου να εμποδιστεί η κυβερνητική στρατηγική, την οποία χαρακτήρισαν ως «παραβίαση των νόμιμων διαδικασιών που πρέπει να τηρούνται στις μαζικές απολύσεις εργαζομένων».

Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αντέκρουσαν αυτούς τους ισχυρισμούς, αναφέροντας πως οι Πολιτείες δεν έχουν επαρκή νομική βάση για τα αιτήματα αυτά και υποστηρίζοντας ότι οι διαδικασίες μείωσης προσωπικού της κυβέρνησης έγιναν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νομοθετικές διατάξεις.

Η υπόθεση αυτή έχει φέρει στο προσκήνιο ένα θέμα κρίσιμης σημασίας για τη δημόσια διοίκηση στις ΗΠΑ, προμηνύοντας περαιτέρω πολιτικές και νομικές αντιπαραθέσεις.

Αναλυτές εκτιμούν πως η υλοποίηση των μειώσεων προσωπικού θα δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις, τόσο ανάμεσα στους εργαζόμενους όσο και στα συνδικάτα, καθώς και σε πολιτικό επίπεδο, με την αντιπολίτευση να θεωρεί αυτά τα μέτρα νομικά και ηθικά αμφισβητήσιμα.

Όπως αναμένεται, η διαμάχη στα δικαστήρια αναμένεται να συνεχιστεί με ένταση το επόμενο διάστημα, καθώς εκκρεμούν περισσότερες αποφάσεις που θα κρίνουν οριστικά την τύχη χιλιάδων ομοσπονδιακών εργαζομένων.

Νέες αποκαλύψεις για συνομιλίες αξιωματούχων στο Signal προκαλούν πολιτικές αντιδράσεις

Καταιγιστικές είναι οι εξελίξεις στην Ουάσιγκτον μετά την αποκάλυψη από το περιοδικό «The Atlantic» επιπλέον μηνυμάτων από ομαδική συνομιλία κορυφαίων αξιωματούχων των ΗΠΑ στην εφαρμογή Signal. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της 26ης Μαρτίου, στο chat συμμετείχαν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς, ο υπουργός Άμυνας Πητ Χέγκσεθ, η διευθύντρια των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών Τάλσι Γκάμπαρντ, καθώς και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Αρχικά, ο Λευκός Οίκος είχε χαρακτηρίσει ψευδείς τους ισχυρισμούς για κοινοποίηση απόρρητων πληροφοριών ή πολεμικών σχεδίων στην εν λόγω συνομιλία. Στην πρόσφατη όμως δημοσίευση, το Atlantic φέρεται να επιβεβαιώνει πως συγκεκριμένα μηνύματα ανέφεραν λεπτομέρειες, όπως ακριβείς χρόνους πραγματοποίησης επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) και μαχητικά F-18 εναντίον των Χούθι της Μέσης Ανατολής.

«Οι δηλώσεις που έγιναν από Χέγκσεθ, Γκάμπαρντ, Ράτκλιφ και Τραμπ, σε συνδυασμό με τις κατηγορίες ότι λέμε ψέματα, μας ώθησαν στην απόφαση να δημοσιεύσουμε αυτά τα μηνύματα για να βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του», δήλωσε ο αρχισυντάκτης του Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, ο οποίος μάλιστα είχε προστεθεί στη συνομιλία προκαλώντας σάλο.

Ο Λευκός Οίκος αντέδρασε έντονα, με την εκπρόσωπο Τύπου Κάρολαϊν Λέβιτ να επισημαίνει μέσω του X (πρώην Twitter) ότι «το Atlantic παραδέχθηκε πως τελικά αυτά δεν ήταν ‘πολεμικά σχέδια’». Αντίστοιχα, το Πεντάγωνο σε δικό του μήνυμα επέκρινε το περιοδικό για τη χρήση και στη συνέχεια απόσυρση της φράσης «πολεμικά σχέδια», υποστηρίζοντας ότι «αναδιπλώθηκαν πολύ γρήγορα».

Πολιτική θύελλα και κριτική από τους Δημοκρατικούς

Οι αποκαλύψεις έχουν εντείνει την πολιτική αντιπαράθεση στο Καπιτώλιο, με τον ηγέτη της Δημοκρατικής μειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, να ζητά άμεσα έρευνα για την υπόθεση. «Πρόκειται για ζήτημα υψίστης σοβαρότητας. Η χρήση ανοικτών εφαρμογών για την κοινοποίηση ευαίσθητων πληροφοριών θέτει σε κίνδυνο την εθνική μας ασφάλεια, τις ένοπλες δυνάμεις και κάθε Αμερικανό πολίτη», δήλωσε χαρακτηριστικά στη Γερουσία.

Παράλληλα, μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος απαίτησαν η Γενική Επιθεώρηση του υπουργείου Άμυνας (Department of Defense Office of Inspector General) να πραγματοποιήσει ανεξάρτητη έρευνα προκειμένου «να διαπιστωθεί πώς ακριβώς συνέβη αυτή η διαρροή, ποιες διαδικασίες δεν τηρήθηκαν και ποιοι ευθύνονται».

Κριτική για τη χρήση της εφαρμογής Signal

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε αρχικά υποστηρίξει πως δεν υπήρξε διαμοιρασμός απορρήτων δεδομένων, παραδέχθηκε εμμέσως πως η χρήση της εφαρμογής αυτής δεν ήταν πλήρως κατάλληλη. Μιλώντας στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, επεσήμανε πως κατά πάσα πιθανότητα «δεν θα χρησιμοποιήσουμε πολύ στο μέλλον την εφαρμογή Signal, εκτός αν είμαστε υποχρεωμένοι λόγω ειδικών περιστάσεων να το πράξουμε».

Το βάρος της ευθύνης για τη διαρροή ανέλαβε πάντως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Μάικλ Γουόλτς, αναγνωρίζοντας πως ήταν εκείνος που πρόσθεσε τον δημοσιογράφο Γκόλντμπεργκ στο γκρουπ, και αποτρέποντας έτσι την αναζήτηση ευθυνών σε υφιστάμενους υπηρεσιακούς παράγοντες.

Ανησυχίες και προοπτική

Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί όχι μόνο πλήττει το κύρος της κυβέρνησης Τραμπ σε επίπεδο χειρισμού απόρρητων δεδομένων αλλά θέτει και σοβαρά ερωτήματα για τη συνεχιζόμενη χρήση κοινών εφαρμογών για επικοινωνίες υψηλής σημασίας. Δείχνει επίσης πως η ενίσχυση των πρωτοκόλλων ασφαλείας καθώς και η σαφής καθοδήγηση των αξιωματούχων της κυβέρνησης ως προς τη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών αποτελεί πλέον μία κορυφαία προτεραιότητα.

Η υπόθεση θα συνεχίσει να απασχολεί έντονα τόσο τις αρχές ασφαλείας των ΗΠΑ όσο και την πολιτική σκηνή της χώρας, καθώς αναμένεται η έναρξη ανεξάρτητων ερευνών που ήδη αποφασίστηκαν, σε μία περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Τραμπ υπογράφει διάταγμα για παρεμπόδιση της ψήφου μη πολιτών στις ομοσπονδιακές εκλογές

Την υπογραφή προεδρικού διατάγματος ανακοίνωσε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στις 25 Μαρτίου 2025 στον Λευκό Οίκο, με στόχο την αυστηροποίηση των διαδικασιών διασφάλισης της συμμετοχής μόνο Αμερικανών πολιτών στις ομοσπονδιακές εκλογές. Το διάταγμα εστιάζει στον αποκλεισμό της ψήφου από μετανάστες χωρίς έγγραφα νομιμοποίησης ή άλλους μη πολίτες, ενισχύοντας τους ελέγχους εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους των πολιτειών.

«Εκλογική νοθεία. Έχετε ακούσει τον όρο; Με αυτό το μέτρο θα βάλουμε τέλος στο φαινόμενο, ελπίζω», δήλωσε ο Τραμπ την ώρα που υπέγραφε το προεδρικό διάταγμα.

Παράλληλα, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου προβλέπει την ενεργή εμπλοκή ομοσπονδιακών υπηρεσιών όπως του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης για τη διασταύρωση στοιχείων μεταξύ εκλογικών καταλόγων των πολιτειών και των ομοσπονδιακών βάσεων δεδομένων, με στόχο την επαλήθευσης του καθεστώτος υπηκοότητας των εγγεγραμμένων εκλογέων.

Ειδικότερα, ο πρόεδρος Τραμπ αναθέτει στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και στην υπουργό Κρίστι Νόεμ να συνεργαστεί με την υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, προκειμένου να παρασχεθούν στους κρατικούς και τοπικούς εκλογικούς αξιωματούχους όλα τα αναγκαία εργαλεία για την πιστοποίηση της υπηκοότητας και των στοιχείων κοινωνικής ασφάλισης των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.

Επιπλέον, η γενική εισαγγελέας Παμ Μπόντι καλείται από τον πρόεδρο να προχωρήσει στην άμεση δίωξη περιπτώσεων ατόμων που παρανόμως συμμετείχαν στις εκλογές είτε ως μη πολίτες είτε ψηφίζοντας επανειλημμένα στην ίδια εκλογική διαδικασία.

Το διάταγμα επεκτείνει τη λειτουργία της Ομοσπονδιακής Εκλογικής Επιτροπής (Election Assistance Commission), προσδιορίζοντας ότι στις αιτήσεις εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους μέσω αλληλογραφίας θα απαιτείται υποχρεωτική προσκόμιση τεκμηρίων Αμερικανικής υπηκοότητας, όπως το διαβατήριο των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, η εντολή του προέδρου Τραμπ επισημαίνει την ανάγκη συμμόρφωσης των πολιτειών ως προς την τήρηση των ημερομηνιών καταμέτρησης των ψήφων, απαιτώντας να μην προσμετρώνται ψηφοδέλτια που φθάνουν μετά την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών. Σε περιπτώσεις παραβάσεων της νομοθεσίας σχετικά με την ημερομηνία λήψης ψήφων, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δύναται να διακόπτει τη χρηματοδότηση προς τις εν λόγω πολιτείες.

Αντιδράσεις από τις πολιτείες και νομικές προσφυγές

Έντονος προβληματισμός επικρατεί ήδη μεταξύ αρκετών πολιτειών στις ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζουν τις νέες απαιτήσεις ως παρέμβαση στην αρμοδιότητά τους να διεξάγουν τις εκλογικές διαδικασίες. Στο παρελθόν, ανάλογες αποφάσεις του προέδρου Τραμπ είχαν προκαλέσει σειρά δικαστικών προσφυγών με αποφάσεις που συχνά μπλοκάριζαν τις οδηγίες του.

Ο ίδιος ο Τραμπ, αναγνωρίζοντας την πιθανότητα προσφυγής, πρόσθεσε στο διάταγμα ότι εάν οποιοδήποτε άρθρο της απόφασης κριθεί παράνομο από τα δικαστήρια, τα υπόλοιπα σημεία του διατάγματος δεν θα επηρεαστούν.

Ανάλυση και συνέπειες της απόφασης Τραμπ

Η υπογραφή του προεδρικού διατάγματος σηματοδοτεί μία ακόμη πολιτικά φορτισμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης Τραμπ σε σχέση με το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ και τη μετανάστευση, θέματα που έχουν προκαλέσει πολωμένες αντιδράσεις στο παρελθόν. Ενώ οι υποστηρικτές υπογραμμίζουν πως επιβάλλεται κάθαρση στην εκλογική διαδικασία και προστασία από την παρανομία, οι επικριτές κάνουν λόγο για ένα μέτρο που κινδυνεύει να οδηγήσει σε περιορισμό της πρόσβασης στις κάλπες ακόμα και για νόμιμους ψηφοφόρους, κυρίως όσων προέρχονται από μεταναστευτικές κοινότητες.

Με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογικές περιόδους, το προεδρικό διάταγμα αναμένεται να προκαλέσει κοινωνικές αντιπαραθέσεις καθώς και αναρίθμητες δικαστικές διαμάχες, μετατρέποντας ξανά το θέμα της εκλογικής διαδικασίας στις ΗΠΑ σε κρίσιμο πολιτικό και νομικό ζήτημα.

Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος προς την πλήρη εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος φαίνεται μακρύς και περίπλοκος, με κάθε πλευρά να ετοιμάζεται ήδη για τον επόμενο γύρο νομικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων.

Κέννεντυ: Το υπουργείο Υγείας αναλαμβάνει τα προγράμματα ειδικής αγωγής και σχολικής διατροφής

Το υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. Department of Health and Human Services – HHS) είναι έτοιμο να αναλάβει τη διαχείριση ενός προγράμματος που αφορά μαθητές με ειδικές ανάγκες, καθώς και ενός προγράμματος που σχετίζεται με τη σχολική διατροφή, δήλωσε στις 21 Μαρτίου ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ.

Όπως ανάρτησε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, το HHS είναι απολύτως προετοιμασμένο να αναλάβει την ευθύνη για την υποστήριξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες και την εποπτεία των διατροφικών προγραμμάτων που διαχειριζόταν έως τώρα το υπουργείο Παιδείας. Τόνισε, επίσης, ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται να εξασφαλίσει την πρόσβαση όλων των Αμερικανών στους απαραίτητους πόρους για την ευημερία τους, υπογραμμίζοντας ότι η φροντίδα των πιο ευάλωτων πολιτών αποτελεί εθνική προτεραιότητα.

Στις 20 Μαρτίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα, με το οποίο δόθηκε εντολή στον υπουργό Παιδείας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη σταδιακή κατάργηση του υπουργείου. Σύμφωνα με το διάταγμα, θα πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη παροχή κρίσιμων υπηρεσιών και προγραμμάτων.

Ο πρόεδρος δήλωσε στους δημοσιογράφους την επόμενη ημέρα ότι η διαχείριση των φοιτητικών δανείων θα μεταφερθεί στη Διοίκηση Μικρών Επιχειρήσεων (Small Business Administration-SBA), ενώ το HHS θα αναλάβει τα προγράμματα ειδικής αγωγής και διατροφής. Εκτίμησε ότι η αλλαγή αυτή θα είναι αποτελεσματική και πρόσθεσε ότι, μετά από αυτή τη μεταφορά αρμοδιοτήτων, το μόνο που απομένει είναι οι μαθητές να λαμβάνουν καθοδήγηση από ανθρώπους που τους αγαπούν και τους φροντίζουν, συμπεριλαμβανομένων των γονέων τους, οι οποίοι, όπως επισήμανε, θα έχουν πλέον ενεργό ρόλο στην εκπαίδευση των παιδιών, σε συνεργασία με τα σχολικά συμβούλια, τους κυβερνήτες και τις πολιτειακές αρχές.

Η ευθύνη της εποπτείας των σχολικών γευμάτων ανήκει επί του παρόντος στο υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ.

Νομοθετικό πλαίσιο και χρηματοδότηση

Σύμφωνα με τον Νόμο για την εκπαίδευση ατόμων με αναπηρίες (Individuals with Disabilities Education Act-IDEA), το υπουργείο Παιδείας παρέχει επιχορηγήσεις στα σχολεία για την εκπαίδευση παιδιών με αναπηρίες. Το 2021, περίπου 6,6 εκατομμύρια μαθητές πληρούσαν τα κριτήρια του νόμου, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση για την εφαρμογή του. Μόνο για το οικονομικό έτος 2024, διατέθηκαν 15 δισεκατομμύρια δολάρια στο πλαίσιο του προγράμματος, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου.

Η υπουργός Παιδείας Λίντα ΜακΜάχον δήλωσε στις 22 Μαρτίου στο Fox News ότι η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει ποιοι φορείς είναι καταλληλότεροι για τη διαχείριση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας. Ανέφερε ότι ορισμένα προγράμματα του IDEA επιστρέφουν στο HHS, καθώς εκεί είχαν αρχικά ενταχθεί. Υποστήριξε, επίσης, ότι η χρηματοδότηση του Τίτλου I, καθώς και η χρηματοδότηση του IDEA για παιδιά με αναπηρίες και ειδικές ανάγκες, προϋπήρχαν του υπουργείου Παιδείας και λειτουργούσαν αποτελεσματικά.

Κατά την ακρόασή της στη Γερουσία για την επικύρωση του διορισμού της, η ΜακΜάχον είχε δηλώσει ότι το HHS μπορεί να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά το IDEA. Τότε, είχε επισημάνει πως η διατήρηση της χρηματοδότησης για τα παιδιά με αναπηρίες αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα και πως είναι κρίσιμης σημασίας η απρόσκοπτη συνέχιση αυτών των προγραμμάτων.

Αντιδράσεις και νομικές αμφισβητήσεις

Ωστόσο, επικριτές της απόφασης υποστηρίζουν ότι η μεταφορά αρμοδιοτήτων παραβιάζει τη νομοθεσία. Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, εντός του υπουργείου Παιδείας προβλέπεται ειδικό Γραφείο Προγραμμάτων Ειδικής Αγωγής, το οποίο αποτελεί την αρμόδια υπηρεσία για τη διαχείριση και υλοποίηση του IDEA, καθώς και άλλων προγραμμάτων που σχετίζονται με την εκπαίδευση παιδιών με αναπηρίες.

Η γερουσιαστής Πάττυ Μάρρεϋ (D-Wash.) χαρακτήρισε την απόφαση «κατάφωρη παραβίαση της εκπαιδευτικής και δημοσιονομικής νομοθεσίας», σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα Bluesky.

Επιπλέον, ο Ντέρεκ Μπλακ, καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, δήλωσε μέσω του X ότι η μεταφορά της ειδικής αγωγής εκτός του υπουργείου Παιδείας είναι παράνομη και αντισυνταγματική.

Ο Τραμπ θα υπογράψει διαταγή για την κατάργηση του υπουργείου Παιδείας

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αναμένεται να υπογράψει εκτελεστικό διάταγμα στις 20 Μαρτίου που θα διευκολύνει τη διάλυση του υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ, κάνοντας ένα βήμα προς την εκπλήρωση μίας προεκλογικής υπόσχεσης.

Το διάταγμα, το οποίο προετοιμάζεται εδώ και εβδομάδες, θα υπογραφεί σε εκδήλωση του Λευκού Οίκου με παρόντες πολλούς Ρεπουμπλικανούς κυβερνήτες και επιτρόπους εκπαίδευσης των πολιτειών, όπως επιβεβαίωσε ο Λευκός Οίκος.

Ο Τραμπ θα ζητήσει από την πρόσφατα επιβεβαιωμένη υπουργό Παιδείας του, Λίντα ΜακΜάχον, να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προετοιμαστεί για το κλείσιμο του υπουργείου Παιδείας και να μεταβιβάσει την εξουσία του στις πολιτείες, σύμφωνα με ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου που έλαβε το NTD TV, αδελφό ΜΜΕ της Epoch Times.

Σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο, η εντολή στοχεύει επίσης να διασφαλίσει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν θα υπάρξει διακοπή στην παροχή υπηρεσιών, προγραμμάτων και παροχών στα οποία βασίζονται οι Αμερικανοί.

Υπάρχει ακόμη οδηγία για προγράμματα ή δραστηριότητες που λαμβάνουν εναπομείναντα κονδύλια του υπουργείου Παιδείας να απέχουν από την προώθηση του αποκαλούμενου DEI – «διαφορετικότητα, ισότητα, ένταξη» – και της ιδεολογίας φύλου.

Το υπουργείο Παιδείας δεν απάντησε αμέσως σε αίτημα για σχολιασμό.

Η ΜακΜάχον, που επιβεβαιώθηκε από τη Γερουσία στις 3 Μαρτίου, είπε στο πρώτο της μήνυμα προς τους υπαλλήλους, που είχε τον τίτλο «Η τελική αποστολή του υπουργείου μας», ότι «το όραμά της είναι ευθυγραμμισμένο με το όραμα του προέδρου: να στείλει την εκπαίδευση πίσω στις πολιτείες».

«Η δουλειά μας είναι να σεβαστούμε τη βούληση του αμερικανικού λαού και του προέδρου που εξέλεξαν, ο οποίος μας ανέθεσε να επιτύχουμε την εξάλειψη της γραφειοκρατικής πληγής εδώ στο υπουργείο Παιδείας – μία κρίσιμη αποστολή – γρήγορα και υπεύθυνα», δήλωσε.

Το υπουργείο Παιδείας απασχολούσε περίπου 4.200 εργαζομένους πριν από την πρόσφατη απόλυση περίπου 1.300, και την εξαγορά άλλων 600.

Η τρέχουσα μορφή του οργανισμού προέρχεται από έναν νόμο του 1979 που τον έκανε ανεξάρτητο χωρίζοντάς τον από το υπουργείο Υγείας, Παιδείας και Πρόνοιας.

Ο ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην εκπαίδευση, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, έχει αποτύχει για μαθητές, γονείς και δασκάλους.

Οι βαθμολογίες της Εθνικής Αξιολόγησης της Εκπαιδευτικής Προόδου (NAEP) δείχνουν ότι η επίδοση των μαθητών δεν έχει βελτιωθεί, παρά τα περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια που επενδύθηκαν από την ίδρυση του υπουργείου Παιδείας το 1979, σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο.

Ο Τραμπ υποσχέθηκε κατά την εκστρατεία να καταργήσει το υπουργείο Παιδείας, ισχυριζόμενος ότι είναι υπεύθυνο για την κατήχηση της νεολαίας της Αμερικής.

Στις 4 Φεβρουαρίου, ο Τραμπ ανέφερε παγκόσμιες κατατάξεις που έχουν τις Ηνωμένες Πολιτείες πίσω από πολλές άλλες χώρες, παρά το ότι ξοδεύουν τα περισσότερα ανά μαθητή. Τότε πρότεινε ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί με το Κογκρέσο και τα συνδικάτα καθηγητών για την κατάργηση της υπηρεσίας, αλλά δεν απέκλεισε επίσης το ενδεχόμενο έκδοσης εκτελεστικού διατάγματος.

Δικαστική εντολή για επαναπρόσληψη χιλιάδων απολυμένων ομοσπονδιακών υπαλλήλων

Δύο ομοσπονδιακοί δικαστές διέταξαν την κυβέρνηση Τραμπ στις 13 Μαρτίου να επαναπροσλάβει χιλιάδες εργαζόμενους που είχαν απολυθεί κατά τη δοκιμαστική περίοδο από δεκάδες ομοσπονδιακά υπουργεία και υπηρεσίες.

Ο δικαστής Ουίλιαμ Όλσαπ του Ομοσπονδιακού Περιφερειακού Δικαστηρίου του Σαν Φρανσίσκο αποφάνθηκε ότι η Υπηρεσία Προσωπικού (Office of Personnel Management-OPM) δεν είχε την εξουσία να διατάξει τις απολύσεις αυτές και ότι υπήρχαν αποδείξεις ότι η υπηρεσία είχε αθέμιτα καθοδηγήσει την απόλυση νεοεισερχόμενων υπαλλήλων. Σύμφωνα με την απόφαση, έξι υπουργεία – το Πεντάγωνο, το υπουργείο Υποθέσεων Βετεράνων, το υπουργείο Γεωργίας, το υπουργείο Ενέργειας, το υπουργείο Εσωτερικών και το υπουργείο Οικονομικών – οφείλουν να επαναπροσλάβουν τους υπαλλήλους που απολύθηκαν στις 14 Φεβρουαρίου κατόπιν οδηγιών της OPM και του υπηρεσιακού της διευθυντή.

Ο ακριβής αριθμός των εργαζομένων που επαναπροσλαμβάνονται δεν είναι σαφής, ωστόσο εκτιμάται ότι υπερβαίνει τους 9.100, σύμφωνα με δημόσιες δηλώσεις τριών από τα εμπλεκόμενα υπουργεία.

Παράλληλα, άλλος ομοσπονδιακός δικαστής, ο Τζέιμς Μπρένταρ από το Μέριλαντ, εξέδωσε προσωρινή διαταγή για την παύση των μαζικών απολύσεων σε 18 υπουργεία και ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Με την απόφασή του, τα υπουργεία υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν τους απολυμένους υπαλλήλους μέχρι τις 17 Μαρτίου. Η απόφαση αυτή ήρθε ως απάντηση σε αγωγή που κατέθεσαν 19 πολιτείες και η Περιφέρεια της Κολούμπια, οι οποίες υποστήριξαν ότι οι απολύσεις ήταν παράνομες.

Η απόφαση αφορά τα υπουργεία Γεωργίας, Εμπορίου, Παιδείας, Ενέργειας, Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, Εσωτερικής Ασφάλειας, Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, Εσωτερικών, Εργασίας, Μεταφορών, Οικονομικών και Υποθέσεων Βετεράνων. Επιπλέον, επηρεάζει υπηρεσίες όπως το Γραφείο Οικονομικής Προστασίας Καταναλωτών, η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος, η Ομοσπονδιακή Αρχή Ασφάλισης Καταθέσεων, η Γενική Υπηρεσία Διοίκησης, η Υπηρεσία Μικρών Επιχειρήσεων και η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ.

Ο Λευκός Οίκος και το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν προέβησαν άμεσα σε σχόλια για τις δικαστικές αποφάσεις.

Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 200.000 εργαζόμενοι σε δοκιμαστική περίοδο σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων νεοπροσληφθέντων υπαλλήλων και εργαζομένων που πρόσφατα έλαβαν προαγωγή.

Η OPM είχε επικοινωνήσει με τις υπηρεσίες σχετικά με την απόλυση εργαζομένων στη δοκιμαστική περίοδο. Την ημέρα της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου, ο υπηρεσιακός διευθυντής της OPM, Τσαρλς Ιζέλ, είχε δηλώσει ότι γενικά οι νεότεροι υπάλληλοι μπορούν να απολυθούν χωρίς να ενεργοποιηθούν τα δικαιώματά τους για έφεση. Στις 14 Φεβρουαρίου, η OPM είχε ενημερώσει τις υπηρεσίες να απομακρύνουν τους υπαλλήλους υπό δοκιμή που δεν θεωρούνταν «απολύτως απαραίτητοι». Δύο εβδομάδες αργότερα, η OPM ανέφερε ότι όταν οι υπηρεσίες δεν εκμεταλλεύονται την περίοδο δοκιμής, «οι υπάλληλοι που είναι ανεπαρκείς παραμένουν στον ομοσπονδιακό τομέα για υπερβολικά μεγάλο διάστημα, καθώς οι επόπτες είναι λιγότερο πιθανό να απολύσουν έναν εργαζόμενο που διαθέτει πλήρη δικαιώματα προσφυγής».

Τα συνδικάτα προσέφυγαν νομικά κατά της υπηρεσίας, ισχυριζόμενα ότι δεν είχε την εξουσία να διατάξει απολύσεις. Από την πλευρά τους, οι κυβερνητικοί δικηγόροι ανέφεραν ότι η OPM παρείχε μόνο οδηγίες και όχι εντολές. Σε αναθεωρημένες οδηγίες της στις 4 Μαρτίου, η OPM διευκρίνισε ότι οι ίδιες οι υπηρεσίες έχουν την τελική εξουσία και ευθύνη όσων αφορά τις αποφάσεις για το προσωπικό.

Τα συνδικάτα υποστήριξαν επίσης ότι οι απολύσεις παραβίαζαν την ομοσπονδιακή νομοθεσία, η οποία ορίζει συγκεκριμένες διαδικασίες για τις μαζικές απολύσεις. Σύμφωνα με τις καταγγελίες τους, οι υπάλληλοι ενημερώθηκαν ότι η OPM είχε διατάξει τις απολύσεις, ενώ πολλοί έλαβαν πρότυπα έγγραφα που ανέφεραν ως αιτία απόλυσης την «ανεπαρκή απόδοση».

Οι κυβερνητικοί δικηγόροι αντέτειναν ότι οι απολύσεις ήταν νόμιμες, καθώς οι ίδιες οι υπηρεσίες είχαν αξιολογήσει και αποφασίσει κατά πόσο οι υπάλληλοι υπό δοκιμή ήταν κατάλληλοι για συνέχιση της εργασίας τους.

Ο δικαστής Όλσαπ ανέφερε ότι υπήρχαν αποδείξεις πως ορισμένοι υπάλληλοι απολύθηκαν λόγω χαμηλής απόδοσης, παρότι είχαν λάβει θετική αξιολόγηση λίγους μήνες νωρίτερα. Χαρακτήρισε λυπηρό το γεγονός ότι η κυβέρνηση απέλυσε καλούς εργαζομένους, αποδίδοντας την απόλυσή τους σε χαμηλή απόδοση, παρότι – όπως είπε – γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν αληθές.

Με πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press