Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Ιράν: Ο ανώτατος επικεφαλής Χαμενεΐ υπόσχεται ‘σθεναρά αντίποινα’ σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της χώρας του

Ο ανώτατος επικεφαλής του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, προειδοποίησε σήμερα για «σθεναρά αντίποινα» στην περίπτωση που η χώρα του δεχθεί επίθεση, μετά την απειλή του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για βομβαρδισμούς αν αποτύχει η διπλωματία στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης.

«Απειλούν να προκαλέσουν ζημιές (…), αν συμβεί αυτό, θα υπάρξουν ασφαλώς σθεναρά αντίποινα» από το Ιράν, σημείωσε ο Αλί Χαμενεϊ σε ομιλία που εκφώνησε στην Τεχεράνη με αφορμή το τέλος του Ραμαζανιού, του μήνα νηστείας για τους μουσουλμάνους.

Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν δεν έκανε καμία άμεση αναφορά στον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά η δήλωσή του φάνηκε ως απάντηση στις απειλές που έχει εκφράσει ο Αμερικανός πρόεδρος τις τελευταίες ημέρες.

Ο Τραμπ δήλωσε σε συνέντευξή του στο δίκτυο NBC που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες, Κυριακή, ότι «θα υπάρξουν βομβαρδισμοί» στο Ιράν αν δεν υπάρξει συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. «Αν δεν υπογράψουν συμφωνία, θα υπάρξουν βομβαρδισμοί», σημείωσε.

Οι δυτικές χώρες εκφράζουν εδώ και δεκαετίες υποψίες ότι η Τεχεράνη επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικό όπλο. Το Ιράν απορρίπτει τους ισχυρισμούς αυτούς και δηλώνει ότι το πρόγραμμά του έχει μόνον μη στρατιωτικούς σκοπούς, ιδίως εστιάζεται στο θέμα της ενέργειας.

Το Ιράν είχε συνάψει το 2015 συμφωνία με τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Κίνα, Ρωσία, ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία) και τη Γερμανία, με την οποία πλαισιώνονταν οι πυρηνικές του δραστηριότητες.

Ωστόσο το 2018, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία αυτή μονομερώς και επανέφερε τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί από τη χώρα του στο Ιράν.

Μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, δήλωσε επίσης ανοιχτός στον διάλογο με την Τεχεράνη και έγραψε σχετική επιστολή προς τους Ιρανούς ηγέτες.

Το Ιράν ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι απάντησε στην επιστολή αυτή μέσω του σουλτανάτου του Ομάν.

Ο Τραμπ ενίσχυσε παράλληλα την πολιτική του της άσκησης «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν, επιβάλλοντας επιπρόσθετες κυρώσεις με στόχο να μηδενιστούν οι εξαγωγές πετρελαίου της Τεχεράνης και οι πηγές εισοδημάτων της και απειλώντας με στρατιωτική δράση στην περίπτωση που η ιρανική κυβέρνηση αρνηθεί τις συνομιλίες.

Ο Αμερικανός πρόεδρος προειδοποίησε εξάλλου το Ιράν να σταματήσει να υποστηρίζει τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης, εναντίον των οποίων η Ουάσινγκτον διεξήγαγε αεροπορικές επιδρομές τις τελευταίες εβδομάδες.

«Κάθε πλήγμα των Χούθι θα θεωρείται από τώρα και στο εξής βολή που ρίχνεται από ιρανικά όπλα και τους ηγέτες του Ιράν και το Ιράν θα θεωρείται υπεύθυνο και θα υποστεί τις συνέπειες», οι οποίες θα είναι «τρομερές», είχε γράψει πριν από δύο εβδομάδες ο Ντόναλντ Τραμπ στο μέσο του κοινωνικής δικτύωσης Truth Social.

«Δεν υπάρχει παρά μόνον μία επικουρική δύναμη στην περιοχή, αυτή είναι το διεφθαρμένο και σφετεριστικό σιωνιστικό καθεστώς», δήλωσε σήμερα ο Αλί Χαμενεΐ, αναφερόμενος στο Ισραήλ, ορκισμένο εχθρό της ιρανικής κυβέρνησης και σύμμαχο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.

Οι δηλώσεις αυτές φαίνονται ως έμμεση απάντηση στις κατηγορίες ότι η Τεχεράνη υποστηρίζει τους Χούθι, οι οποίοι ελέγχουν μεγάλα τμήματα εδάφους στην Υεμένη, μεταξύ των οποίων την πρωτεύουσα Σαναά, και έχουν εξαπολύσει, από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στη Γάζα μετά την πρωτοφανή επίθεση μαχητών της Χαμάς στην ισραηλινή επικράτεια, δεκάδες πυραυλικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ και πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα, λέγοντας ότι δρουν σε αλληλεγγύη προς τους Παλαιστίνιους.

Το Ιράν και οι ΗΠΑ δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις από το 1980.

Ωστόσο υπάρχουν έμμεσες επαφές ανάμεσα στις δύο χώρες μέσω της πρεσβείας της Ελβετίας στην Τεχεράνη, η οποία εκπροσωπεί τα αμερικανικά συμφέροντα στο Ιράν.

Το σουλτανάτο του Ομάν έχει επίσης διαδραματίσει ρόλο μεσολαβητή στο παρελθόν όπως και το Κατάρ σε μικρότερο βαθμό. Η επιστολή του Τραμπ επιδόθηκε στο Ιράν μέσω των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν επανέλαβε χθες ότι η χώρα του αντιτίθεται σε άμεσες διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ υπό απειλή.

Ωστόσο η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να έχει έμμεσες συνομιλίες με την Ουάσινγκτον, διευκρίνισε ο Πεζεσκιάν σε βιντεοσκοπημένες δηλώσεις του που μεταδόθηκαν από την κρατική τηλεόραση.

Η ισραηλινή απειλή κατοχής προκαλεί σπάνιες αντι-Χαμάς διαδηλώσεις στη Γάζα

Η ένταση στη Λωρίδα της Γάζας αναζωπυρώθηκε τις τελευταίες ημέρες, μετά την επανάληψη των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ισραήλ κατά της Χαμάς. Με βασικό μοχλό πίεσης την απειλή καταλήψεων παλαιστινιακών εδαφών, η ισραηλινή κυβέρνηση επιδιώκει να υποχρεώσει τη Χαμάς να απελευθερώσει τους ομήρους που κρατά από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023.

Στις 25 Μαρτίου, ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Ισραέλ Κατς, προειδοποίησε ευθέως πως η χώρα του εξετάζει «την κατάληψη εδαφών μαζί με την εξουδετέρωση μαχητών και τρομοκρατικών υποδομών ως την πλήρη παράδοση της Χαμάς». Ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε την επόμενη ημέρα στο κοινοβούλιο ότι «όσο η Χαμάς αρνείται να απελευθερώσει τους ομήρους μας, τόσο σκληρότερη θα γίνεται η καταπίεση που θα ασκούμε».

Η δύσκολη αυτή κατάσταση στη Γάζα πυροδότησε μεγάλες διαδηλώσεις Παλαιστινίων σε Γάζα και Μπέιτ Λαχίγια στα βόρεια εδάφη, ενώπιον του κινδύνου μιας μόνιμης απώλειας των περιοχών τους. Οι διαδηλωτές ζήτησαν τον άμεσο τερματισμό των συγκρούσεων, την απελευθέρωση των ομήρων και την απομάκρυνση της ίδιας της Χαμάς.

Ο στρατιωτικός αναλυτής Έλιοτ Χόντοφ εκτιμά ότι σκοπός του Ισραήλ είναι πρωτίστως πολιτικός και ψυχολογικός, προκειμένου να ασκηθεί μέγιστη πίεση στη Χαμάς. «Οι αεροπορικές επιδρομές και οι χερσαίες επιχειρήσεις μπορούν να σταματήσουν αμέσως, αν η Χαμάς επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Από την άλλη, ο καθηγητής Χαρέλ Χορέβ από το Κέντρο Μοσέ Νταγιάν του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ θεωρεί πως οι απειλές ισραηλινής εδαφικής κατάληψης έχουν ήδη προκαλέσει πολιτική κρίση στο εσωτερικό της Γάζας. «Τίποτα δεν είναι πιο ξεκάθαρο και σοβαρό από την απειλή μιας εδαφικής απώλειας», ανέφερε. Σύμφωνα με τον κ. Χορέβ, η κατάσταση για τους πολίτες της Γάζας επιδεινώνεται δραματικά κάθε φορά που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, με την προοπτική αυτή τη φορά να είναι πιθανώς μόνιμη.

Οι διαδηλώσεις Παλαιστινίων χαρακτηρίζονται από τους ειδικούς ως ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς είναι η πρώτη φορά σε σχεδόν δύο δεκαετίες κατοχής της Γάζας από τη Χαμάς που πολίτες τολμούν να εκφράσουν δημόσια την αντίθεσή τους στην οργάνωση. Ο κ. Χορέβ μάλιστα ανέφερε πρόσφατο μήνυμα τοπικού διοικητή της Χαμάς, που παραδέχεται ότι «ο πληθυσμός μας μισεί πλέον».

Πάντως, ειδικοί αμφισβητούν εάν οι διαδηλώσεις σηματοδοτούν πραγματική διάθεση συμβίωσης με το Ισραήλ. Σύμφωνα με τον κ. Χόντοφ, «οι πολίτες της Γάζας συμμετείχαν ενεργά στις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου και ουδέποτε βοήθησαν στην απελευθέρωση ομήρων ή σε ειδοποίηση ισραηλινών δυνάμεων».

Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία εκεχειρία, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο, λήφθηκε μετά από διεθνείς μεσολαβητικές προσπάθειες. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν τον Μάρτιο να επεκτείνουν την εκεχειρία και να οδηγήσουν σε περαιτέρω ανταλλαγές ομήρων, γεγονός που οδήγησε τελικά στην αναζωπύρωση της σύγκρουσης.

Οι πρόσφατες εξελίξεις δημιουργούν σοβαρές πιέσεις και στις Ηνωμένες Πολιτείες που μεσολαβούν στη διαδικασία διαπραγματεύσεων και εγείρουν φόβους για ευρύτερη αποσταθεροποίηση της περιοχής. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί τις εξελίξεις με ανησυχία, καλώντας και τις δύο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις, προς αποφυγή περαιτέρω ανθρωπιστικής κρίσης.

Η κλιμάκωση της έντασης και η επανάληψη των εχθροπραξιών στη Γάζα δοκιμάζουν επικίνδυνα τις αντοχές κατοίκων και των δύο πλευρών. Η άμεση αποκλιμάκωση και η επιστροφή σε επικοινωνία αποτελούν τη βασική πρόκληση για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και τη διεθνή κοινότητα.

Τετραμερής συνάντηση κορυφής Ελλάδας-Γαλλίας-Κύπρου-Λιβάνου στο Παρίσι

Σήμερα, Παρασκευή 28 Μαρτίου, πραγματοποιείται στο Παρίσι η πρώτη τετραμερής συνάντηση κορυφής μεταξύ Ελλάδας, Γαλλίας, Κύπρου και Λιβάνου, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη συνάντηση συμμετέχουν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, και ο πρόεδρος του Λιβάνου, Ζοζέφ Αούν.

Η συνάντηση πραγματοποιείται σε μία κρίσιμη συγκυρία, καθώς οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή διαμορφώνονται εκ νέου. Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι η παρουσία της Ελλάδας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπογραμμίζει τον ρόλο της ως παράγοντα σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, οι συμμετέχοντες αναμένεται να συζητήσουν θέματα ενεργειακής συνεργασίας, ασφάλειας και περιφερειακής σταθερότητας.

Διαρκής στήριξη προς την Ουκρανία

Παράλληλα, στο Παρίσι, διεξήχθη σύνοδος των συμμάχων της Ουκρανίας, στην οποία συμμετείχε και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Κατά τη διάρκεια της συνόδου, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες απέκλεισαν το ενδεχόμενο άρσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, προκρίνοντας αντιθέτως την ενίσχυσή τους. Ο πρόεδρος Μακρόν επανέλαβε τη δέσμευση των συμμάχων να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στη Μόσχα, ιδιαίτερα όσον αφορά τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου μέσω τρίτων χωρών.

Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, χαρακτήρισε την πιθανή άρση των κυρώσεων ως «σοβαρό σφάλμα», υπογραμμίζοντας ότι η ειρήνη απέχει ακόμα. Αντίστοιχα, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ, δήλωσε ότι είναι απαραίτητη η διατήρηση των κυρώσεων, τονίζοντας πως η Ρωσία «προσπαθεί να καθυστερήσει τις εξελίξεις».

Ελληνική διπλωματική δραστηριότητα

Η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή. Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφθηκε τον Λίβανο μετά την επίτευξη εκεχειρίας στη χώρα. Η επίσκεψη είχε ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα, καθώς ανέδειξε την πρόθεση της Ελλάδας να στηρίξει τη σταθερότητα και την ανοικοδόμηση του Λιβάνου.

Την Κυριακή, 30 Μαρτίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός μεταβαίνει στο Ισραήλ, όπου θα έχει συναντήσεις με τον πρόεδρο Ισαάκ Χέρτσογκ και τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου. Οι συζητήσεις αναμένεται να επικεντρωθούν στην εμβάθυνση των διμερών σχέσεων, με έμφαση στην αμυντική συνεργασία, καθώς και στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία.

Η σειρά αυτών των διπλωματικών επαφών αναδεικνύει τον αυξανόμενο ρόλο της Ελλάδας ως παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει τη σημασία της ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου σε ένα ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον.

Κυρ. Μητσοτάκης: Σημαντικές αυξήσεις αποδοχών στις Ένοπλες Δυνάμεις

Την ανάγκη να υπάρξει κατάπαυση του πυρός το συντομότερο δυνατόν στην Ουκρανία υπογράμμισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους λίγο μετά το τέλος της διεθνούς διάσκεψης κορυφής που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στο Παρίσι για το Oυκρανικό.

Ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι «η Ουκρανία έχει αποδεχθεί μία κατάπαυση του πυρός 30 ημερών την οποία δυστυχώς η Ρωσία δεν έχει ακόμα αποδεχτεί», επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως θα πρέπει να ασκηθούν πιέσεις προς τη Ρωσία για να σταματήσει τις επιθέσεις της κατά της Ουκρανίας, κυρίως δε κατά των κρίσιμων υποδομών, ούτως ώστε να μπορέσει να διαπραγματευθεί η Ουκρανία μία δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη.

Επίσης ανέφερε ότι συζητήθηκε το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας τις οποίες ενδεχομένως κάποιες άλλες χώρες είναι πρόθυμες να παράσχουν. Υπογράμμισε ωστόσο ότι ο κοινός τόπος είναι ότι η ισχυρότερη εγγύηση ασφαλείας που μπορεί να δοθεί «είναι η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της ίδιας της Ουκρανίας».

Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ακόμη ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες που είναι έτοιμες να στείλουν στρατεύματα και σημείωσε ότι θεωρεί αυτή τη συζήτηση ενδεχομένως λίγο διασπαστική, στο βαθμό που το βασικό ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι το πώς θα τελειώσει ο πόλεμος μία ώρα αρχύτερα.

Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στις συζητήσεις που θα γίνουν την ερχόμενη εβδομάδα στη Βουλή αναφορικά με το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας σημειώνοντας ότι ο βασικός στόχος είναι «να εντάξουμε αυτή τη συζήτηση στο πλαίσιο των γενικότερων μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών που συντελούνται σήμερα». Προσέθεσε ότι στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων θα παρουσιαστεί «το νέο μισθολόγιο και το νέο βαθμολόγιο των Ενόπλων Δυνάμεων», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι αυτό που μπορεί να πει στην παρούσα φάση είναι ότι έχει αποφασιστεί, σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών, να υπάρξουν σημαντικές αυξήσεις αποδοχών, οι οποίες χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξοικονομήσεις που έγιναν από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας στο πλαίσιο της νέας δομής. Υπογράμμισε δε ότι «δεν αρκεί μόνο να αγοράζουμε τα πιο σύγχρονα όπλα, αλλά πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων αμείβονται κατάλληλα έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσελκύσουμε νέα παιδιά στις τάξεις τους».

Η Τεχεράνη απάντησε στην επιστολή Τραμπ για νέο πυρηνικό διάλογο

Το Ιράν απάντησε επίσημα στην επιστολή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, στην οποία είχε προτείνει νέες διαπραγματεύσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών Αμπάς Αραγκτσί, η απάντηση της Τεχεράνης διαβιβάστηκε στις ΗΠΑ μέσω του Ομάν, χωρίς όμως να αποκαλύπτονται περαιτέρω λεπτομέρειες για το περιεχόμενό της.

Ουσιαστική δεν ήταν η δημοσιοποίηση του περιεχομένου της ιρανικής επιστολής, ωστόσο σύμφωνα με κρατικά μέσα ενημέρωσης στην Τεχεράνη, η επιστολή περιλαμβάνει ξεκάθαρη παρουσίαση των θέσεων της χώρας σχετικά με το αίτημα Τραμπ για απευθείας διαπραγματεύσεις.

Η πρωτοβουλία Τραμπ, που ξεκίνησε με επιστολή προς τον ανώτατο ηγέτη του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, προέβλεπε έναν νέο γύρο απευθείας συνομιλιών ώστε να επιλυθούν ειρηνικά οι αυξανόμενες εντάσεις, που σχετίζονται κυρίως με την επέκταση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε εκφράσει νωρίτερα τον Μάρτιο ότι επιδιώκει ένα ειρηνικό διάλογο για την αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν, υπονοώντας όμως ταυτόχρονα ότι η στρατιωτική δράση παραμένει στο τραπέζι σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας.

«Ελπίζω να υπάρξει συμφωνία ειρήνης» δήλωσε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στις 7 Μαρτίου, προσθέτοντας χαρακτηριστικά: «Προτιμώ μια συμφωνία ειρήνης από την άλλη εναλλακτική. Αλλά και αυτή η εναλλακτική θα επιλύσει το πρόβλημα».

Παράλληλα, στα τέλη του 2024, έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας ανέφερε ότι το Ιράν αύξησε τα αποθέματα ουρανίου εμπλουτισμένου σχεδόν σε επίπεδο κατασκευής όπλων, γεγονός που ερμηνεύθηκε ως πίεση προς τις ΗΠΑ ενόψει της επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο πρόεδρος Τραμπ επανέφερε την στρατηγική «μέγιστης πίεσης» κατά του Ιράν, μέσω προεδρικού μνημονίου. Αυτή η πολιτική στοχεύει στην πλήρη αποκοπή των εξαγωγών πετρελαίου του Ιράν και στην αποτροπή της χρήσης διαύλων στο Ιράκ και τις χώρες του Κόλπου για παράνομη μεταφορά ιρανικού πετρελαίου.

Απ’ τη μεριά του, ο αγιατολάχ Χαμενεΐ απέρριψε ήδη από τις 8 Μαρτίου την πιθανότητα άμεσων συζητήσεων με την Ουάσιγκτον, δηλώνοντας πως το Ιράν δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί με «κυβερνήσεις που συμπεριφέρονται με εκφοβισμό». «Τέτοιες διαπραγματεύσεις δεν αποσκοπούν στην επίλυση ζητημάτων. Στόχος τους είναι να επιβάλλουν την κυριαρχία τους», τόνισε ο Χαμενεΐ.

H απάντηση της Τεχεράνης αναδεικνύει τα λεπτά στρατηγικά ισορροπήματα στην περιοχή, με την ιρανική πλευρά να διατηρεί μεν ανοιχτό έναν άτυπο δίαυλο επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, αλλά ο ανώτατος ηγέτης να απορρίπτει δημοσίως τον διάλογο ως εργαλείο επιβολής δυτικών πολιτικών.

Συγχρόνως, η πρόταση Τραμπ και η αντίδραση του Ιράν αναμένεται να απασχολήσουν έντονα τη διεθνή κοινότητα. Στην πιθανή κλιμάκωση ή αποκλιμάκωση των σχέσεων θα παίξουν σημαντικό ρόλο η στάση των υπόλοιπων μεγάλων δυνάμεων αλλά και οι κινήσεις που θα κάνουν το αμέσως επόμενο διάστημα οι ΗΠΑ και το Ιράν.

Το επόμενο βήμα στο σκάκι των διαπραγματεύσεων θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό εάν θα αποφευχθεί μια επικίνδυνη κλιμάκωση στην περιοχή ή αν οι δύο πλευρές θα προχωρήσουν σε βαθύτερη αντιπαράθεση. Η προσεκτική διαχείριση της κρίσης και η επικοινωνία μέσω τρίτων χωρών, όπως το Ομάν, φαίνεται πως θα αποτελέσουν κρίσιμο παράγοντα σταθερότητας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Το Ισραήλ προειδοποιεί για επέκταση των επιχειρήσεών του στη Γάζα αν δεν απελευθερωθούν οι όμηροι

Εκπρόσωπος του παλαιστινιακού ισλαμιστικού κινήματος Χαμάς, ο Άμπντελ Λατίφ αλ Κάνου, σκοτώθηκε σε ισραηλινό αεροπορικό πλήγμα στην Τζαμπάλια, στο βόρειο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Σεμπάμπ («Νεολαία»), που πρόσκειται στην παράταξη, τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα.

Η ισραηλινή κυβέρνηση δήλωσε την Τετάρτη ότι ενδέχεται να επεκτείνει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας εάν η Χαμάς δεν προχωρήσει στην απελευθέρωση των ομήρων που εξακολουθεί να κρατά. Οι επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού στη Γάζα επανεκκινήθηκαν στις 18 Μαρτίου.

Την ίδια ημέρα, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις εναντίον της Χαμάς σε διάφορες περιοχές της Γάζας, με εκατοντάδες πολίτες να διαμαρτύρονται στην πόλη της Γάζας και στην Μπέιτ Λάχια, κρατώντας πλακάτ και φωνάζοντας συνθήματα εναντίον της παλαιστινιακής οργάνωσης. Την Τρίτη είχε σημειωθεί η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής διαδήλωση κατά της Χαμάς από την έναρξη του πολέμου, με καλέσματα μέσω Telegram.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, χαρακτήρισε αυτές τις κινητοποιήσεις ως ένδειξη ότι η στρατηγική του Ισραήλ αποδίδει. Παράλληλα, κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι υποδαυλίζει αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Ισραήλ, οι οποίες επικεντρώνονται στην επανέναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης στη Γάζα και στην απομάκρυνση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ.

Χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν στην Ιερουσαλήμ έξω από το ισραηλινό κοινοβούλιο, ζητώντας προστασία της δημοκρατίας.

Στις 18 Μαρτίου, ο ισραηλινός στρατός ξεκίνησε νέες αεροπορικές και χερσαίες επιθέσεις στη Λωρίδα της Γάζας, έπειτα από δίμηνη κατάπαυση του πυρός. Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της Χαμάς, οι νεκροί Παλαιστίνιοι από την επανέναρξη των συγκρούσεων έχουν ξεπεράσει τους 830. Παράλληλα, αναφέρθηκε η εκτόξευση δύο ρουκετών από τη Γάζα προς το Ισραήλ, με την μία να αναχαιτίζεται και την άλλη να καταλήγει σε ακατοίκητη περιοχή.

Η ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα επιδεινώνεται, καθώς το Ισραήλ έχει κλείσει τις συνοριακές διελεύσεις από τις 2 Μαρτίου, περιορίζοντας την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο ΟΗΕ αναφέρει ότι τουλάχιστον 142.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν μέσα σε μία εβδομάδα, ενώ συνολικά ο πληθυσμός των 2,4 εκατομμυρίων κατοίκων έχει εκτοπιστεί τουλάχιστον μία φορά από την έναρξη του πολέμου.

Ο Νετανιάχου δήλωσε ότι η στρατιωτική πίεση θα ενταθεί όσο η Χαμάς δεν προχωρά σε απελευθέρωση ομήρων, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάληψης περισσότερων εδαφών. Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Ισραήλ Κατς, προειδοποίησε τους κατοίκους της Γάζας ότι η Χαμάς τους εκθέτει σε κίνδυνο και ότι νέες επιχειρήσεις θα πραγματοποιηθούν σύντομα.

Η Χαμάς προειδοποίησε ότι οι εναπομείναντες όμηροι κινδυνεύουν να σκοτωθούν εάν ο ισραηλινός στρατός επιχειρήσει να τους απελευθερώσει με στρατιωτικά μέσα. Σύμφωνα με το Ισραήλ, από τους 251 ομήρους που απήχθησαν στις 7 Οκτωβρίου 2023, 58 παραμένουν στη Γάζα, εκ των οποίων τουλάχιστον 34 έχουν χάσει τη ζωή τους.

 

 

Τουρκία: Έκρηξη πολιτικής αναταραχής μετά τη σύλληψη Ιμάμογλου

Νέες και εκτεταμένες κινητοποιήσεις πυροδότησε στην Τουρκία η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, πολιτικού αντιπάλου του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν για έκτη συνεχόμενη νύκτα την Δευτέρα 24 Μαρτίου, αψηφώντας την απαγόρευση συναθροίσεων που επέβαλε η κυβέρνηση.

Ο 54χρονος δήμαρχος Ιμάμογλου, κορυφαίο στέλεχος του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), συνελήφθη στις 19 Μαρτίου αντιμετωπίζοντας κατηγορίες διαφθοράς και σύνδεσης με τρομοκραία. Αν και οι κατηγορίες περί τρομοκρατίας έχουν πλέον απορριφθεί, παραμένει προφυλακισμένος στις φυλακές Σηλυβρίας με τις κατηγορίες οικονομικών αδικημάτων, τις οποίες αρνείται πλήρως.

Παρά την απουσία του Ιμάμογλου, το CHP πραγματοποίησε την Κυριακή 23 Μαρτίου εσωκομματικές εκλογές, ανακηρύσσοντας τον συλληφθέντα δήμαρχο ως επίσημο υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές του 2028. Η διαδικασία, στην οποία συμμετείχαν περίπου 1,7 εκατομμύρια μέλη αλλά και πολλά εκατομμύρια ανεξάρτητοι ψηφοφόροι, χαρακτηρίστηκε ως «ψήφος αλληλεγγύης» προς τον φυλακισμένο πολιτικό.

Έντονη καταδίκη από την αντιπολίτευση

Ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης Οζγκιούρ Οζέλ χαρακτήρισε τις κατηγορίες εις βάρος του Ιμάμογλου ως «αστήρικτες και αβάσιμες» και απηύθυνε έκκληση στους πολίτες να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις. Καλώντας σε μποϊκοτάζ επιχειρήσεων και ΜΜΕ που στηρίζουν τον Ερντογάν, ο κ. Οζέλ τόνισε χαρακτηριστικά: «Όποιον άδικα φυλακίζει ο Ταγίπ Ερντογάν, τον υπερασπιζόμαστε εμείς σε αυτή την πλατεία, για τη δημοκρατία και την Τουρκία».

Η απάντηση του Ερντογάν

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν κατηγόρησε το CHP για υποκίνηση βίας στις κινητοποιήσεις. «Παρακολουθήσαμε με έκπληξη τα γεγονότα που πυροδοτήθηκαν μετά την έκκληση του βασικού κόμματος της αντιπολίτευσης να βγει ο κόσμος στους δρόμους», δήλωσε μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στην Άγκυρα. Ο Τούρκος πρόεδρος χαρακτήρισε τις διαδηλώσεις «κίνημα βίας» που οδήγησε σε τραυματισμούς 123 αστυνομικών και καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. «Θα λογοδοτήσουν πολιτικά στο κοινοβούλιο και νομικά στα δικαστήρια», πρόσθεσε.

Χιλιάδες συλλήψεις και εντάσεις στους δρόμους

Σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών Αλί Γερλικαγιά, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί συνολικά 1.133 συλλήψεις κατά τις πρώτες πέντε ημέρες των διαδηλώσεων. Ο ίδιος κατηγόρησε μερίδα διαδηλωτών για «τρομοκρατία στους δρόμους» και απειλή για την εθνική ασφάλεια.

Διπλωματικές επιπτώσεις και αντίκτυπος στις σχέσεις με την ΕΕ

Η σύλληψη του Ιμάμογλου προκάλεσε έντονη διεθνή αντίδραση. Ειδικότερα, αναβλήθηκε η 82η συνάντηση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, καθώς, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση των Ευρωπαίων αξιωματούχων Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη, Μελίσσα Καμαρά και Τζοάνα Σόιρινγκ-Βίελγκους, «οι τρέχουσες συνθήκες δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή της συνάντησης». Συζητήσεις για το κράτος δικαίου, την ελευθερία έκφρασης και τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας αναμένεται να επηρεαστούν έντονα από τα πρόσφατα γεγονότα.

Στον απόηχο μίας δύσκολης περιόδου, με τον πρόεδρο Ερντογάν πλέον να μην μπορεί να είναι εκ νέου υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2028 λόγω συνταγματικών περιορισμών μετά τη θητεία του από το 2002, η πολιτική αντιπαράθεση στην Τουρκία αναμένεται να ενταθεί ακόμα περισσότερο. Το πολιτικό τοπίο γίνεται ολοένα και πιο πολωμένο, εντείνοντας τις ανησυχίες για τη σταθερότητα στη χώρα, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο.

ΗΠΑ και Ρωσία συμφωνούν σε αποκατάσταση της πρόσβασης της Μόσχας στις διεθνείς αγορές

Σε μία σημαντική εξέλιξη στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία κατέληξαν σε συμφωνία για την αποκατάσταση της πρόσβασης της Ρωσίας στις παγκόσμιες αγορές αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων, μετά από τριήμερες διμερείς συνομιλίες που ολοκληρώθηκαν στις 25 Μαρτίου, στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας.

Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν υπό τον συντονισμό του διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και αποτελούν συνέχεια προηγούμενων επαφών υψηλού επιπέδου μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, οι ΗΠΑ δεσμεύθηκαν να συμβάλλουν στην επαναφορά της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων. Ειδικότερα, οι Αμερικανοί συμφώνησαν να μειώσουν το κόστος ασφάλισης των πλοίων, καθώς και να βελτιώσουν την πρόσβαση της Ρωσίας σε λιμενικές υποδομές και συστήματα πληρωμών.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συμβάλουν στην αποκατάσταση της πρόσβασης της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές για εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση.

Σημαντικό στοιχείο της συμφωνίας αποτελούν επίσης οι δεσμεύσεις σχετικά με την ασφάλεια στη Μαύρη Θάλασσα. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο χώρες συμφώνησαν να «διασφαλίσουν την ασφαλή ναυσιπλοΐα», να «αποτρέψουν τη χρήση βίας» και «να αποφύγουν τη χρήση εμπορικών πλοίων για στρατιωτικούς σκοπούς».

Ωστόσο, παρά τις υποσχέσεις που ανακοινώθηκαν, το Κρεμλίνο ξεκαθάρισε ότι τα συμφωνηθέντα δεν θα υλοποιηθούν χωρίς την άρση συγκεκριμένων κυρώσεων που πλήττουν ιδιαίτερα ευαίσθητους κλάδους της ρωσικής οικονομίας. Οι όροι που θέτει η Ρωσία περιλαμβάνουν επανασύνδεση της τράπεζας Rosselkhozbank και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο διεθνές τραπεζικό σύστημα SWIFT, αναθεώρηση περιορισμών στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και την πρόσβαση ρωσικών πλοίων σε διεθνείς λιμένες, καθώς και την άρση των κυρώσεων σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς των τροφίμων και λιπασμάτων.

Η Ρωσία διεκδικεί επίσης την επανεκκίνηση των εξαγωγών γεωργικού εξοπλισμού προς τη χώρα, οι οποίες είχαν σταματήσει λόγω των κυρώσεων που επεβλήθησαν από τη Δύση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022.

Οι διαβουλεύσεις στο Ριάντ πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ευρύτερων προσπαθειών της κυβέρνησης Τραμπ να συμβάλει στον τερματισμό των συγκρούσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Σημειώνεται πως έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή 30ήμερη διακοπή πληγμάτων σε ενεργειακές εγκαταστάσεις από τις 18 Μαρτίου, η οποία ενδέχεται να παραταθεί, υπό την προϋπόθεση όμως της τήρησης των συμφωνηθέντων από τις δύο πλευρές.

Ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου Στιβ Γουίτκοφ υπογράμμισε ότι στόχος των συνομιλιών είναι η επίτευξη «πραγματικής προόδου», ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ασφάλεια της εμπορικής ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα.

Οι Ρώσοι αξιωματούχοι επανειλημμένα έχουν επικρίνει τις δυτικές κυρώσεις ως επιζήμιες για τις αναπτυσσόμενες χώρες, δεδομένου ότι η Ρωσία συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους προμηθευτές αγροτικών αγαθών και λιπασμάτων.

Το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο για να φανεί αν οι δεσμεύσεις των δύο κρατών θα εφαρμόζονται στην πράξη και αν θα οδηγήσουν σε ουσιαστική αποκλιμάκωση των εντάσεων και βελτίωση της διεθνούς σταθερότητας. Σημειώνεται, τέλος, ότι και οι δύο πλευρές εξήραν τη συμβολή της Σαουδικής Αραβίας στη διοργάνωση και τη φιλοξενία των κρίσιμων αυτών διαπραγματεύσεων.

Περισσότεροι από 1.130 διαδηλωτές έχουν συλληφθεί από την Τετάρτη στην Τουρκία

Το κύμα διαμαρτυριών συνεχίζεται στην Τουρκία μετά τη φυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, ενός από τους κύριους πολιτικούς αντιπάλους του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Παρά τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί, νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνται σε διάφορες πόλεις της χώρας.

Συλλήψεις και τραυματισμοί

Σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, από την Τετάρτη, ημέρα σύλληψης του Ιμάμογλου, έχουν συλληφθεί 1.133 άτομα σε διαδηλώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σε 55 από τις 81 επαρχίες της χώρας. Το υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε ότι 123 αστυνομικοί έχουν τραυματιστεί, ενώ δεν έχει διευκρινιστεί ο αριθμός των τραυματιών μεταξύ των διαδηλωτών.

Μεταξύ των συλληφθέντων βρίσκονται και τουλάχιστον δέκα δημοσιογράφοι, ανάμεσά τους και ένας φωτορεπόρτερ του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP), σύμφωνα με την Ένωση Υπεράσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (MLSA).

Αντιδράσεις της αντιπολίτευσης

Η αντιπολίτευση, ενισχυμένη από τις διαδηλώσεις, καλεί σε μποϊκοτάζ τηλεοπτικών σταθμών και επιχειρήσεων που, σύμφωνα με τον ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Οζγκιούρ Οζέλ, αγνοούν την κατάσταση. Ο Οζέλ επέκρινε την κάλυψη των γεγονότων από τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης και προειδοποίησε ότι θα δημοσιοποιήσει τα ονόματα επιχειρήσεων που, όπως ανέφερε, στηρίζουν έμμεσα την κυβέρνηση μέσω της διαφημιστικής τους πολιτικής.

Τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα έχουν περιορισμένη κάλυψη των διαδηλώσεων, ενώ ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν τη ζωντανή μετάδοσή τους. Παράλληλα, η τουρκική αρχή εποπτείας των ραδιοτηλεοπτικών μέσων (RTUK) έχει απειλήσει ορισμένους σταθμούς με την αφαίρεση των αδειών τους λόγω «μεροληπτικής» κάλυψης των γεγονότων.

Θέση της κυβέρνησης

Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι οι διαδηλώσεις έχουν εξελιχθεί σε «κίνημα βίας», κατηγορώντας το CHP ότι υποκινεί επεισόδια. Παράλληλα, ο υπουργός Εσωτερικών Αλί Γερλίκαγια έκανε λόγο για απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας, ενώ τόνισε ότι οι αρχές προχωρούν σε συλλήψεις για παράνομες ενέργειες.

Η υπόθεση Ιμάμογλου έχει προκαλέσει έντονες πολιτικές αντιδράσεις, ενώ παραμένει αβέβαιο το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στις επόμενες ημέρες, καθώς η αντιπολίτευση επιμένει στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων.

Οι Ισραηλινοί εκφράζουν ανησυχία για την αναζωπύρωση του πολέμου στη Γάζα από τον Νετανιάχου

Η ισραηλινή κυβέρνηση βρίσκεται σε περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης, καθώς η εκτελεστική εξουσία προχωρά σε πρωτοφανείς αποφάσεις που αφορούν τη Γενική Εισαγγελέα και τον επικεφαλής της υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας. Παράλληλα, η απόφαση επανέναρξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα δημιουργεί νέα ερωτήματα για τις προθέσεις της κυβέρνησης Νετανιάχου και τις επιπτώσεις που θα έχει στο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο της χώρας.

Αποπομπή Γενικής Εισαγγελέως και εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις

Την Κυριακή, η κυβέρνηση του Ισραήλ ψήφισε πρόταση δυσπιστίας κατά της Γενικής Εισαγγελέως, Γκάλι Μπαχαράβ-Μιαρά, γεγονός που σηματοδοτεί το πρώτο βήμα για την αποπομπή της. Η απόφαση αυτή έρχεται λίγο μετά την απόλυση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, γεγονός που έχει πυροδοτήσει έντονες διαμαρτυρίες. Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιαρίβ Λεβίν, η κίνηση αυτή δικαιολογείται από «σοβαρές και παρατεταμένες διαφωνίες» μεταξύ της κυβέρνησης και της νομικού συμβούλου, που, σύμφωνα με την εκτελεστική εξουσία, εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους.

Ισραηλινά στρατιωτικά οχήματα κινούνται στη βόρεια Λωρίδα της Γάζας, στις 20 Μαρτίου 2025, καθώς το Ισραήλ βομβαρδίζει τη Γάζα και προωθεί τις χερσαίες επιχειρήσεις του. (Gil Cohen-Magen/AFP μέσω Getty Images)

 

Η απόφαση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, όπου η κυβέρνηση Νετανιάχου αντιμετωπίζει εσωτερικές προκλήσεις. Ο πρωθυπουργός επιδιώκει να διατηρήσει τη συνοχή της κυβερνητικής του συμμαχίας και να αποφύγει πρόωρες εκλογές, ειδικά εν όψει της ανάγκης ψήφισης του προϋπολογισμού του 2025. Οι εντάσεις στο εσωτερικό της κυβερνητικής συμμαχίας είναι εμφανείς, καθώς η προσπάθεια στρατολόγησης των υπερορθόδοξων (Χαρεντί) στον στρατό προκαλεί αντιδράσεις, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ομάδα παραδοσιακά απολάμβανε απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία.

Η επιστροφή στον πόλεμο και οι πολιτικές προεκτάσεις

Η επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα, μετά την αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών και την άρνηση της Χαμάς να απελευθερώσει επιπλέον ομήρους, θεωρείται από πολλούς αναλυτές ως μία πολιτική κίνηση του Νετανιάχου. Ο Μάρτιν Ίντικ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή υπαγορεύεται περισσότερο από εσωτερικές πολιτικές ανάγκες παρά από στρατηγικούς στόχους εξωτερικής πολιτικής.

Παλαιστίνιοι διαφεύγουν από τη βόρεια Λωρίδα της Γάζας προς τον νότο, στις 20 Μαρτίου 2025. (Eyad Baba/AFP μέσω Getty Images)

 

Οι πρώτες επιθέσεις σημειώθηκαν στις 18 Μαρτίου, με την ισραηλινή αεροπορία να πλήττει στόχους στη Γάζα, προκαλώντας εκατοντάδες θανάτους. Στη συνέχεια, στις 19 Μαρτίου, ξεκίνησε μια «περιορισμένη χερσαία επιχείρηση» με στόχο την ανακατάληψη του Διαδρόμου Νετσαρίμ, ο οποίος είχε δημιουργηθεί για να αποκόψει τις μετακινήσεις της Χαμάς. Την επόμενη μέρα, ισραηλινές δυνάμεις εισήλθαν στη Ράφα, αιφνιδιάζοντας τις παλαιστινιακές δυνάμεις, καθώς πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Χαμάς και του Παλαιστινιακού Ισλαμικού Τζιχάντ σκοτώθηκαν στα σπίτια τους.

Εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους καθώς στήνουν καταυλισμό σε χωματερή στην περιοχή Yarmuk στην πόλη της Γάζας στις 20 Μαρτίου 2025. (Omar al-Qattaa/AFP μέσω Getty Images)

 

Αναλυτές επισημαίνουν ότι, αν και η επανέναρξη των εχθροπραξιών φαίνεται να εξυπηρετεί πολιτικά τον Νετανιάχου, δεν υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για το «μετά» τον πόλεμο. Ο Χάρελ Χορέβ, ειδικός στο Κέντρο Μοσέ Νταγιάν, τονίζει ότι χωρίς σαφή σχέδιο για τη διακυβέρνηση της Γάζας μετά την εξουδετέρωση της Χαμάς, το Ισραήλ ενδέχεται να βρεθεί ξανά παγιδευμένο σε έναν ατέρμονο κύκλο βίας.

Η στάση της ισραηλινής κοινωνίας

Αν και η αρχική έναρξη του πολέμου στη Γάζα είχε ευρεία στήριξη, αυτή τη φορά η κατάσταση είναι διαφορετική. Ο Μιχαήλ Μιλστάιν, ειδικός στις παλαιστινιακές υποθέσεις, επισημαίνει ότι πολλοί Ισραηλινοί δεν κατανοούν πώς η συνέχιση του πολέμου θα βοηθήσει στην απελευθέρωση των εναπομείναντων ομήρων. Μετά από εκατοντάδες ημέρες εφεδρικής υπηρεσίας, πολλοί στρατιώτες ενδέχεται να αρνηθούν νέα επιστράτευση, καθώς η κοινωνική υποστήριξη προς την κυβέρνηση μειώνεται.

Διαδηλωτές βάζουν φωτιά κατά τη διάρκεια διαδήλωσης κατά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και της κυβέρνησής του, στις 17 Αυγούστου 2024, στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ. (Amir Levy/Getty Images)

 

Παράλληλα, η υπόθεση «Qatargate», που αφορά καταγγελίες ότι δύο στενοί συνεργάτες του Νετανιάχου δέχθηκαν πληρωμές από το Κατάρ για να βελτιώσουν την εικόνα του στο Ισραήλ, έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Οι αντίπαλοι του πρωθυπουργού συνδέουν την αποπομπή του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, με την προσπάθεια παρεμπόδισης των ερευνών γύρω από την υπόθεση αυτή.

Οι προκλήσεις για την κυβέρνηση

Η πολιτική αβεβαιότητα στο Ισραήλ εντείνεται, καθώς η κυβέρνηση Νετανιάχου βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις: τη διαχείριση του πολέμου, την ψήφιση του προϋπολογισμού και τη διατήρηση της κυβερνητικής συμμαχίας. Οι διαδηλώσεις για την απελευθέρωση των ομήρων συνεχίζονται και πολλοί θεωρούν ότι λειτουργούν ως συνέχεια των αντι-κυβερνητικών κινητοποιήσεων του 2023.

Η ισραηλινή κυβέρνηση, έχοντας πλέον χάσει σημαντικό μέρος της διεθνούς στήριξης και αντιμετωπίζοντας εσωτερική κοινωνική και πολιτική ένταση, καλείται να βρει μια λύση που θα ισορροπεί μεταξύ στρατηγικών επιδιώξεων και πολιτικής επιβίωσης. Το αν θα το καταφέρει, παραμένει ανοιχτό ερώτημα.