Σε διπλό μέτωπο κλιμακώνει την ένταση ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, προαναγγέλλοντας αντίποινα τόσο στη Λωρίδα της Γάζας όσο και στη Δυτική Όχθη, μετά από μια σειρά επεισοδίων που πυροδότησαν νέα κρίση στην περιοχή.
«Θα ενεργήσουμε με αποφασιστικότητα», δήλωσε ο Νετανιάχου σε βιντεοσκοπημένη ανακοίνωση, κατηγορώντας τη Χαμάς για «βάρβαρη και τρομακτική παραβίαση» της συμφωνίας, μετά την αποτυχία παράδοσης της σορού της Σίρι Μπίμπας. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κατήγγειλαν ότι αντί της σορού της Μπίμπας, η Χαμάς παρέδωσε το πτώμα μιας «άγνωστης» γυναίκας.
Παράλληλα, μετά από έκτακτη σύσκεψη με τον υπουργό Άμυνας, τον αρχηγό του γενικού επιτελείου εθνικής άμυνας, τον διευθυντή της Σιν Μπετ και τον αρχηγό της αστυνομίας, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός διέταξε «εντατική επιχείρηση εναντίον κέντρων τρομοκρατίας» στη Δυτική Όχθη.
Η απόφαση ήρθε μετά από εκρήξεις σε τρία σταθμευμένα λεωφορεία κοντά στο Τελ Αβίβ, ενώ οι αρχές εξουδετέρωσαν άλλους δύο εκρηκτικούς μηχανισμούς. Δεν αναφέρθηκαν τραυματισμοί από τα περιστατικά, τα οποία η αστυνομία χαρακτήρισε ως τρομοκρατικές ενέργειες.
Η υπόθεση της οικογένειας Μπίμπας έχει συγκλονίσει το Ισραήλ. Ο Αριέλ και ο Κφιρ Μπίμπας, τεσσάρων ετών και 8,5 μηνών αντίστοιχα, απήχθησαν μαζί με τους γονείς τους από το κιμπούτς Νιρ Οζ στις 7 Οκτωβρίου 2023. Ενώ ο πατέρας Γιαρντέν Μπίμπας απελευθερώθηκε αυτόν τον μήνα, οι ισραηλινές αρχές κατηγορούν τη Χαμάς για τη «βάρβαρη δολοφονία» των δύο παιδιών κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Η Χαμάς από την πλευρά της ισχυρίζεται ότι τα παιδιά σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια ισραηλινών βομβαρδισμών.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε την Παρασκευή 14 Ιουνίου κυρώσεις κατά ισραηλινής ομάδας εξτρεμιστών που εμποδίζει τις αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας:
«Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ορίζει σήμερα την Τζαβ 9 [υποκείμενη σε κυρώσεις], ως μια βίαιη εξτρεμιστική ισραηλινή ομάδα που εμποδίζει, παρενοχλεί και καταστρέφει αυτοκινητοπομπές που μεταφέρουν σωτήρια ανθρωπιστική βοήθεια σε Παλαιστίνιους πολίτες στη Γάζα», ανακοίνωσε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών σε ανακοίνωση Τύπου την Παρασκευή.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέφερε ότι οι υποστηρικτές της Τζαβ 9 παρεμποδίζουν, εδώ και μήνες, τις παραδόσεις ανθρωπιστικής βοήθειας, κλείνοντας δρόμους, επιτιθέμενοι σε φορτηγά διανομής και πετώντας έξω τις προμήθειες βοήθειας που αυτά μεταφέρουν. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημείωσε ένα συγκεκριμένο περιστατικό στις 13 Μαΐου, κατά το οποίο μέλη της Τζαβ 9 φέρονται να λεηλάτησαν και να έβαλαν φωτιά σε δύο φορτηγά κοντά στη Χεβρώνα, που ήταν καθ’ οδόν προς τη Λωρίδα της Γάζας με ανθρωπιστική βοήθεια.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα επιβάλει κυρώσεις στην Τζαβ 9 βάσει των αρχών που προβλέπονται σε εκτελεστικό διάταγμα του Φεβρουαρίου, το οποίο στοχεύει σε ομάδες και άτομα που θεωρείται ότι αποτελούν απειλή για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, του Ισραήλ και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής. Το εκτελεστικό διάταγμα εξουσιοδοτεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παγώσει περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ που ανήκουν σε ομάδες και άτομα στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις και εμποδίζει άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες να συνεισφέρουν κεφάλαια και πόρους σε αυτές τις ομάδες και τα άτομα στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις. Το εκτελεστικό διάταγμα κλείνει επίσης τις νόμιμες οδούς εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες για τα μέλη των ομάδων που έχουν υποστεί κυρώσεις.
Εκτός από την ανακοίνωση των κυρώσεων, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε ότι αναμένει επίσης από την κυβέρνηση του Ισραήλ να ενεργήσει έτσι ώστε να αποτραπεί η διακοπή της ροής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Λωρίδα της Γάζας από οποιαδήποτε ομάδα.
«Δεν θα ανεχθούμε πράξεις δολιοφθοράς και βίας που στοχεύουν αυτή την ουσιαστική ανθρωπιστική βοήθεια», δήλωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. «Θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας ώστε να αποδοθούν ευθύνες σε όσους επιχειρούν ή αναλαμβάνουν τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις και αναμένουμε και παροτρύνουμε τις ισραηλινές αρχές να πράξουν το ίδιο.»
Γάζα, Τζαβ 9 και Χαμάς
Πολλοί ισραηλινοί ‘ακτιβιστές’ έχουν λάβει μέτρα για να εμποδίσουν τις παραδόσεις ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς οι ισραηλινές δυνάμεις συνεχίζουν τη στρατιωτική τους εκστρατεία εκεί για να εξαλείψουν τη Χαμάς – μια ομάδα που έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ – και να απελευθερώσουν αιχμαλώτους που συνελήφθησαν από τη Χαμάς κατά τη διάρκεια της συντονισμένης επίθεσης που εξαπέλυσε σε όλο το νότιο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου.
Η Τζαβ 9, που μεταφράζεται περίπου ως «Διαταγή 9», είναι μία από τις κύριες ισραηλινές οργανώσεις που συμμετέχουν στις προσπάθειες διακοπής των ανθρωπιστικών παραδόσεων στη Λωρίδα της Γάζας. Στο προφίλ της ομάδας στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης X αναφέρεται: «Καμία βοήθεια δεν περνάει – μέχρι να επιστρέψει ο τελευταίος από τους απαχθέντες!».
Η ομάδα υποστηρίζει ότι η ανθρωπιστική βοήθεια που παραδίδεται στη Λωρίδα της Γάζας δεν πηγαίνει στην πραγματικότητα στους αμάχους της εμπόλεμης περιοχής, αλλά παραλαμβάνεται από τη Χαμάς.
Ενώ υπάρχουν πολλοί ισχυρισμοί ότι η Χαμάς εκτρέπει τις ανθρωπιστικές παραδόσεις προς όφελός της, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ανεξάρτητα πόσο διαδεδομένο μπορεί να είναι αυτό, εν μέσω των συνεχιζόμενων μαχών στη Λωρίδα της Γάζας.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλλιβαν καταδίκασε την επίθεση της 13ης Μαΐου σε αυτοκινητοπομπή βοήθειας στη Χεβρώνα μετά από λίγες μόνο ώρες από το περιστατικό, χαρακτηρίζοντάς την «εντελώς απαράδεκτη», και ανέφερε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν αναζητά λύσεις για την αντιμετώπιση των αναταραχών.
Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν εξακολουθεί γενικά να υποστηρίζει την ισραηλινή κυβέρνηση στη στρατιωτική εκστρατεία της στη Λωρίδα της Γάζας, ωστόσο πιέζει όλο και περισσότερο για κατάπαυση του πυρός και παροτρύνει την ισραηλινή κυβέρνηση να επιτρέψει μεγαλύτερη ροή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Λωρίδα της Γάζας.
Ο Γιαΐρ Λαπίντ, ο διορισμένος ηγέτης της αντιπολίτευσης στο νομοθετικό σώμα του Ισραήλ, την Κνέσετ, καταδίκασε επίσης τις ενέργειες της Τζαβ 9 σε δήλωσή του στις 15 Μαΐου, υποστηρίζοντας ότι η συμπεριφορά της ομάδας υπονομεύει την ισραηλινή ασφάλεια και στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Χαμάς.
Άλλες αμερικανικές κυρώσεις κατά Ισραηλινών
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιβάλει κυρώσεις σε αρκετούς Ισραηλινούς τους τελευταίους μήνες, κυρίως σε εποίκους της Δυτικής Όχθης που ενεπλάκησαν σε βίαια περιστατικά στην περιοχή, η οποία έχει αμφισβητούμενο πολιτικό καθεστώς και κοινή εποπτεία από την ισραηλινή κυβέρνηση και την παλαιστινιακή αρχή.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση του εκτελεστικού διατάγματος του προέδρου Μπάιντεν τον Φεβρουάριο, με το οποίο εγκρίθηκαν νέες κυρώσεις κατά Ισραηλινών, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατονόμασε τους πρώτους τέσσερεις Ισραηλινούς υπηκόους που θα υποβάλλονταν σε κυρώσεις βάσει του νέου αυτού εκτελεστικού διατάγματος: Ντέιβιντ Χάι Χάσνταϊ, Αϊνάν Ταντζίλ, Σαλόμ Ζίκερμαν και Γινόν Λέβι.
Τον Απρίλιο, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε πρόσθετες κυρώσεις με στόχο το Mount Hebron Fund και το Shlom Asiraich – δύο οργανώσεις συγκέντρωσης χρημάτων που, σύμφωνα με το υπουργείο, συνδέονται με τον κο Λεβί και τον κο Χάσνταϊ.
Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι θα υπερασπιστεί τη μειονότητα των Δρούζων στη νότια Συρία, εν μέσω των εξελίξεων που αφορούν τη νέα κυβέρνηση της χώρας. Η απόφαση αυτή ελήφθη ως αντίδραση στη μεταχείριση που επιφυλάσσει το νέο συριακό καθεστώς στην αλαουιτική μειονότητα.
Εκπρόσωπος του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου χαρακτήρισε τις πρόσφατες επιθέσεις κατά των Αλαουιτών στις παράκτιες περιοχές της Συρίας ως «σφαγή αμάχων». Σε ενημέρωση Τύπου στις 10 Μαρτίου, ο εκπρόσωπος Νταβίντ Μένσερ δήλωσε ότι το Ισραήλ είναι έτοιμο, αν χρειαστεί, να υπερασπιστεί τον πληθυσμό των Δρούζων στη Συρία από τις δυνάμεις του νέου καθεστώτος, τονίζοντας πως δεν θα επιτρέψει να βλαφθεί η κοινότητα.
Οι Δρούζοι, οι οποίοι ακολουθούν μια θρησκεία που προέρχεται από το Ισλάμ, έχουν κοινότητες και στο Ισραήλ και στον Λίβανο. Ο πληθυσμός των Δρούζων στο Ισραήλ περιλαμβάνει 24.000 άτομα που ζουν στα Υψίπεδα του Γκολάν, περιοχή που το Ισραήλ κατέλαβε κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 και αργότερα προσάρτησε. Η προσάρτηση αυτή αναγνωρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά όχι από τη διεθνή κοινότητα.
Το Ισραήλ διατηρεί καλές σχέσεις με τη δική του δρουζική κοινότητα, πολλά μέλη της οποίας υπηρετούν στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις.
Οι Δρούζοι είχαν ευθυγραμμιστεί με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ κατά τη διάρκεια της πεντηκονταετούς διακυβέρνησής του και παραμένουν αβέβαιοι για τις συνέπειες της αλλαγής εξουσίας. Ο ανατραπείς πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, ανήκει στους Αλαουίτες, οι οποίοι ακολουθούν ένα παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ με στοιχεία γνωστικισμού, χριστιανισμού και εσωτερισμού.
Η ανακοίνωση του ισραηλινού πρωθυπουργικού γραφείου ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία το νέο συριακό καθεστώς προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία του σε περιοχές της χώρας όπου κυριαρχούν διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες.
Παραμένει ασαφές το πώς θα επηρεαστούν οι Δρούζοι της Συρίας από τη συμφωνία που υπέγραψε στις 10 Μαρτίου η νέα κυβέρνηση με τις κουρδικές Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (SDF), που μέχρι πρότινος ήλεγχαν τις πετρελαιοφόρες περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας.
Σύμφωνα με αυτήν τη συμφωνία, όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί στη βορειοανατολική Συρία, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών περασμάτων, των αεροδρομίων και των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, θα ενσωματωθούν στη διοίκηση του συριακού κράτους. Παράλληλα, ανεπιβεβαίωτες αναφορές έκαναν λόγο για αντίστοιχη συμφωνία στην επαρχία Σουγουέιντα, όπου πλειοψηφούν οι Δρούζοι, σύμφωνα με δημοσίευμα της Times of Israel, στις 11 Μαρτίου.
Με βάση αυτήν τη συμφωνία, οι δυνάμεις ασφαλείας των Δρούζων θα υπάγονται στο συριακό Υπουργείο Εσωτερικών, η αστυνομία θα προέρχεται από την τοπική κοινότητα, αλλά ο κυβερνήτης της επαρχίας και ο αρχηγός της αστυνομίας δεν θα είναι Δρούζοι. Οι Δρούζοι θα μπορούν να υπηρετούν στη δημόσια διοίκηση.
Η επαρχία Σουγουέιντα συνορεύει με την Ιορδανία, αλλά όχι με το Ισραήλ.
Η νέα κυβέρνηση της Συρίας σχηματίστηκε από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μιας σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση. Η HTS είχε συνδεθεί με την αλ Κάιντα και για ένα διάστημα με το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), πριν αποσχιστεί και από τις δύο ομάδες.
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων μαχών για τον έλεγχο των παράκτιων περιοχών όπου ζουν οι Αλαουίτες, η νέα κυβέρνηση της Συρίας φέρεται να σκότωσε 973 αμάχους και 250 Αλαουίτες μαχητές, ενώ περισσότεροι από 230 κυβερνητικοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πολλοί θεωρούν τις επιθέσεις αυτές ως πράξεις αντεκδίκησης.
Βίντεο που κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρονται να δείχνουν κυβερνητικούς στρατιώτες να φορτώνουν Αλαουίτες σε φορτηγά και να τους ποδοπατούν, ενώ άλλα καταγράφουν εκτελέσεις Αλαουιτών στους δρόμους.
Μέλη των συριακών δυνάμεων επιβαίνουν σε ένα όχημα στη Λαττάκεια της Συρίας, στις 7 Μαρτίου 2025. (Karam al-Masri/Reuters)
Η συριακή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διεξάγει έρευνα για τα γεγονότα.
Ο Ισραηλινός εκπρόσωπος Νταβίντ Μένσερ υπενθύμισε ότι το Ισραήλ είχε προειδοποιήσει τη διεθνή κοινότητα να κρίνει τη νέα κυβέρνηση της Συρίας από τις πράξεις της και όχι από τα λόγια της. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση επιβεβαιώνει τη βαρβαρότητα της τζιχαντιστικής διακυβέρνησης και της τρομοκρατίας.
Το Ισραήλ δεν θα ανεχθεί την παρουσία τρομοκρατικών στοιχείων και ένοπλων δυνάμεων που αποτελούν απειλή για τους πολίτες του στα νότια σύνορα της Συρίας, ενώ οι προσπάθειες του νέου καθεστώτος και των τρομοκρατικών οργανώσεων να εδραιωθούν στην περιοχή θα αποτραπούν.
Μαχητές της νέας συριακής κυβέρνησης γεμίζουν έναν εκτοξευτή πυραύλων στη Μπανίγια. Συρία, 7 Μαρτίου 2025. (Ali Haj Suleiman/Getty Images)
Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) κινήθηκαν γρήγορα προς τη βόρεια Συρία, καταλαμβάνοντας στρατιωτικές βάσεις κοντά στα σύνορα και εξουδετερώνοντας εγκαταστάσεις του πρώην καθεστώτος για να αποτρέψουν την κατάληψή τους από εχθρικές δυνάμεις.
Η ισραηλινή κυβέρνηση ενέκρινε επίσης πενταετές σχέδιο ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη στήριξη των Δρούζων και των Τσερκέζων στο βόρειο Ισραήλ, ενώ ανακοίνωσε πρωτοβουλία για την απασχόληση των Σύρων Δρούζων σε ισραηλινές πόλεις στα Υψίπεδα του Γκολάν.
Το Ιράν εκτέλεσε τουλάχιστον 975 ανθρώπους τον τελευταίο χρόνο σε μια «αποτρόπαιη κλιμάκωση» της εφαρμογής της θανατικής ποινής, ανακοίνωσαν σήμερα δύο οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η «Ανθρώπινα Δικαιώματα Ιράν» (IHR), η οποία εδρεύει στη Νορβηγία, και η γαλλική οργάνωση «Μαζί Κατά της Θανατικής Ποινής».
Αμφότερες υποστηρίζουν ότι ο αριθμός αυτός είναι ο υψηλότερος από το 2008 που ξεκίνησε η πρώτη να κρατάει αρχεία.
Σε κοινή τους έκθεση, οι δύο οργανώσεις υποστηρίζουν ότι ο αριθμός αυτός «αποκαλύπτει μια φρικτή κλιμάκωση της χρήσης της θανατικής ποινής από την Ισλαμική Δημοκρατία το 2024» και κατηγορούν το Ιράν ότι χρησιμοποιεί την θανατική ποινή ως «βασικό εργαλείο πολιτικής καταστολής».
«Οι εκτελέσεις αυτές εντάσσονται στον πόλεμο που έχει κηρύξει η Ισλαμική Δημοκρατία εναντίον των ίδιων των πολιτών της για να διατηρηθεί στην εξουσία», λέει ο διευθυντής της IHR Μαχμούντ Αμιρί-Μογκαντάμ.
«Πέντε άνθρωποι εκτελούνταν κατά μέσο όρο καθημερινά κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους, καθώς κλιμακωνόταν η απειλή του πολέμου μεταξύ Ιράν και Ισραήλ», εξηγεί.
Ο περυσινός αριθμός αναλογεί σε μια αύξηση 17% επί των 834 εκτελέσεων που καταγράφηκαν το 2023, σημειώνει η έκθεση.
Από τους 975 εκτελεσθέντες, τέσσερεις απαγχονίστηκαν δημοσίως και 31 ήταν γυναίκες – επίσης ο υψηλότερος αριθμός των τελευταίων 17 ετών.
Εκτελέσεις για τις διαδηλώσεις
Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που υποστηρίζουν ότι το Ιράν πραγματοποιεί τις περισσότερες εκτελέσεις μετά την Κίνα, κατηγορούν τις αρχές ότι χρησιμοποιούν τη θανατική ποινή για να προκαλέσουν φόβο στους πολίτες, κυρίως μετά τις διαδηλώσεις που ξέσπασαν σε εθνικό επίπεδο το 2022.
Η θανατική ποινή παραμένει βασικός πυλώνας του δικαστικού συστήματος που βασίζεται στη σαρία και θεσπίστηκε μετά την επανάσταση του 1979, με την οποία εκδιώχθηκε ο υποστηριζόμενος από τη Δύση σάχης.
Τα εγκλήματα που τιμωρούνται με θάνατο περιλαμβάνουν την ανθρωποκτονία, τον βιασμό και εγκλήματα για ναρκωτικά αλλά και πιο αόριστα διατυπωμένες κατηγορίες όπως ‘διαφθορά επί της γης’ και ‘εξέγερση’, οι οποίες, σύμφωνα με τους ακτιβιστές, χρησιμοποιούνται κατά των αντιφρονούντων.
Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις δι’απαγχονισμού, κυρίως μέσα σε φυλακές αλλά κάποιες φορές και σε δημόσιο χώρο, παρότι και άλλες μέθοδοι θανάτωσης παραμένουν στη νομοθεσία.
Δύο από τις εκτελέσεις του περασμένου χρόνου συνδέονται με τις διαδηλώσεις σε εθνικό επίπεδο που ξέσπασαν τον Σεπτέμβριο του 2022 μετά τον θάνατο της υπό κράτηση Μαχσά Αμινί, μιας Ιρανής κουρδικής καταγωγής που συνελήφθη από την αστυνομία ηθών για φερόμενη παραβίαση του αυστηρού ενδυματολογικού κώδικα που επιβάλλεται στις γυναίκες στο Ιράν.
Ο 23χρονος Μοχάμεντ Γκομπαντλού εκτελέστηκε τον Ιανουάριο του 2024 με την κατηγορία ότι σκότωσε έναν αστυνομικό με το αυτοκίνητό του στη διάρκεια διαδήλωσης διαμαρτυρίας τον Οκτώβριο του 2022.
Οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα υποστηρίζουν ότι η δίκη του ήταν προβληματική, με τους δικαστές να αγνοούν τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσίασε η υπεράσπιση ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από διπολική διαταραχή.
Ο 34χρονος Γκολαμρεζά Ρασαΐ εκτελέστηκε κρυφά τον Αύγουστο κατηγορούμενος ότι σκότωσε έναν Φρουρό της Επανάστασης στη διάρκεια διαδήλωσης διαμαρτυρίας του 2022.
Ακτιβιστές λένε ότι η κατάθεσή του αποσπάστηκε με βασανιστήρια.
Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι υπάρχουν ενδείξεις πως το Ιράν πιθανόν να πραγματοποίησε περισσότερες εκτελέσεις τον περασμένο χρόνο, τις οποίες δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν προκειμένου να τις συμπεριλάβουν στην έκθεσή τους.
Υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πληροφορίες για επιπλέον 39 εκτελέσεις το 2024, τις οποίες δεν μπόρεσαν να διασταυρώσουν από άλλες πηγές.
Ήδη, μέσα σε αυτόν τον χρόνο, το Ιράν έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 121 εκτελέσεις, σύμφωνα με καταμέτρηση της IHR.
Οι τουρκικές αρχές έχουν συλλάβει δεκάδες άτομα για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι έχουν δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας στις 18 Φεβρουαρίου.
Τις τελευταίες ημέρες έχουν συλληφθεί συνολικά 282 ύποπτοι σε πολλές επαρχίες, μεταξύ άλλων στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, σύμφωνα με τον Τούρκο υπουργό Εσωτερικών Αλί Γερλικαγιά. «Είμαστε αποφασισμένοι να εξαλείψουμε την τρομοκρατία σε όλες τις μορφές της και να διασφαλίσουμε την ειρήνη, την ενότητα και την ασφάλεια του έθνους μας», είπε σε δηλώσεις του, τις οποίες επικαλείται το κρατικό τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.
Σε δήλωση που αναρτήθηκε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, ο Γερλικαγιά δήλωσε ότι τα άτομα που συνελήφθησαν ήταν ύποπτα για βοήθεια στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της ομάδας, τη διανομή υλικού υπέρ του PKK και τη συμμετοχή σε «βίαιες διαμαρτυρίες». Σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών, η καταστολή πραγματοποιήθηκε σε συντονισμό με τη Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας της Τουρκίας, τις δικαστικές αρχές και τις τοπικές αστυνομικές αρχές. Κατά τη διενέργεια των επιδρομών, οι δυνάμεις ασφαλείας κατέσχεσαν έναν αριθμό παράνομων πυροβόλων όπλων, συμπεριλαμβανομένων δύο πολυβόλων τύπου AK-47, είπε.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, το PKK διεξάγει ένοπλη εξέγερση κατά του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας συχνές επιθέσεις τόσο σε στρατιωτικούς όσο και σε πολιτικούς στόχους. Από καιρό θεωρείται τρομοκρατική ομάδα από την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Τον Οκτώβριο του 2024, ένοπλοι του PKK επιτέθηκαν στην έδρα τουρκικής αμυντικής οργάνωσης στην Άγκυρα, αφήνοντας πίσω τους πέντε νεκρούς, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία απάντησε με αεροπορικές επιδρομές σε θέσεις του PKK στο βόρειο Ιράκ, όπου εδρεύει η οργάνωση, και στη βόρεια Συρία, όπου το συριακό παρακλάδι της οργάνωσης – το YPG – διατηρεί σημαντική παρουσία.
Το πρόσφατο κύμα συλλήψεων έρχεται εν μέσω συνομιλιών μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων και του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, με στόχο τον τερματισμό της ένοπλης εξέγερσης της ομάδας που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες.
Η αντιπολίτευση αντιδρά
Σύμφωνα με ορισμένα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των συλληφθέντων περιλαμβάνονται αρκετά μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης και δημοσιογράφοι.
Το πρακτορείο ειδήσεων Bianet της Τουρκίας, που πρόσκειται στην αντιπολίτευση, ανέφερε ότι μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και μέλη του φιλοκουρδικού κόμματος DEM, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Επανίδρυσης και του Εργατικού Κόμματος. Μια μικρή μερίδα των κομμάτων της αντιπολίτευσης καταδίκασαν τις συλλήψεις και απαίτησαν την άμεση απελευθέρωση ορισμένων κρατουμένων, ανέφερε το Bianet.
Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το συνδικάτο των Τούρκων δημοσιογράφων κατήγγειλε επίσης το κύμα συλλήψεων, υποστηρίζοντας ότι αρκετοί δημοσιογράφοι είχαν συλληφθεί άδικα. «Δεν δεχόμαστε ότι [οι δημοσιογράφοι] τίθενται υπό κράτηση μέσω κατ’ οίκον επιδρομών αντί να κληθούν στο αστυνομικό τμήμα», ανέφερε το συνδικάτο. Σύμφωνα με τους επικριτές, η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να δικαιολογήσει τις συλλήψεις προσώπων και ομάδων της αντιπολίτευσης κατηγορώντας τους ψευδώς ότι έχουν διασυνδέσεις με το PKK.
Η κυβέρνηση αρνείται τους ισχυρισμούς, λέγοντας ότι οι συλλήψεις είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας.
Στις 15 Φεβρουαρίου, οι τουρκικές αρχές απομάκρυναν έναν τοπικό δήμαρχο στην ανατολική επαρχία Βαν, διορίζοντας αργότερα έναν περιφερειακό κυβερνήτη στη θέση του. Ο δήμαρχος, μέλος του κόμματος DEM, καταδικάστηκε για «παροχή βοήθειας σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση» – μια αναφορά στο PKK. Σε ανακοίνωσή του, το κόμμα DEM, το οποίο κατέχει 57 έδρες στο 600μελές κοινοβούλιο της Τουρκίας, χαρακτήρισε την αιφνίδια απομάκρυνση του δημάρχου ως «πλήγμα στη θέληση του λαού».
Από τις αρχές του περασμένου έτους που διεξήχθησαν οι τοπικές εκλογές, οκτώ δήμαρχοι που πρόσκεινται στο κόμμα DEM έχουν απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους μετά από καταδίκες που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Μέσα στην ίδια περίοδο, δύο δήμαρχοι που πρόσκεινται στο CHP, το κύριο κόμμα της τουρκικής αντιπολίτευσης, έχουν επίσης απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους υπό παρόμοιες συνθήκες. Την περασμένη εβδομάδα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδίκασε την απομάκρυνση των δημάρχων που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση ως «παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας».
Η Άγκυρα, ωστόσο, απορρίπτει τις επικρίσεις, λέγοντας ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έχει διασυνδέσεις με την τρομοκρατία δεν θα έπρεπε να του ανατίθεται η ανάληψη κυβερνητικών θέσεων.
Μετά τη μοιραία συντριβή του ελικοπτέρου στο οποίο επέβαινε ο Ιρανός προέδρος Εμπραχίμ Ραϊσί, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι, συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας στο Καζακστάν για να συζητήσουν την κατάσταση στη Μέση Ανατολή.
Το ελικόπτερο του κου Ραϊσί συνετρίβη στις 19 Μαΐου και ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαΐου.
Αργότερα την ίδια ημέρα, ο κος Γουάνγκ συναντήθηκε με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ, σε διάσκεψη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης στην Αστάνα του Καζακστάν.
Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης είναι ένας ευρασιατικός οργανισμός για την πολιτική, την οικονομία, την ασφάλεια και την άμυνα υπό την ηγεσία της Κίνας και της Ρωσίας.
Σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές του ΚΚ Κίνας, οι δύο υπουργοί Εξωτερικών αντάλλαξαν απόψεις για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Ο κος Γουάνγκ είπε στον κο Λαβρόφ ότι οι δύο χώρες θα πρέπει να προετοιμαστούν για περισσότερες διμερείς συναλλαγές εντός του έτους, να συνεχίσουν να διευρύνουν την αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους και να εδραιώσουν τα βασικά θεμέλια της συνεργασίας.
Μετά το θάνατο του κου Ραϊσί, τόσο ο ηγέτης του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ όσο και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσαν ότι έχασαν έναν «καλό φίλο» και εξήραν το ρόλο του κου Ραϊσί στην ανάπτυξη της στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών.
Στα μέσα Μαρτίου, η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν διεξήγαγαν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στην Αραβική Θάλασσα. Η Κίνα είναι, επίσης, ο μεγαλύτερος αγοραστής του ιρανικού πετρελαίου.
Ο Τσουνγκ Τσιχ-τουνγκ, βοηθός ερευνητής στο Ινστιτούτο Έρευνας Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, δήλωσε στους Epoch Times στις 21 Μαΐου ότι οι υπουργοί Εξωτερικών της Κίνας και της Ρωσίας ανταλλάσσουν συνήθως πληροφορίες μέσω τέτοιων συναντήσεων και ότι σίγουρα μοιράστηκαν τις απόψεις των χωρών τους σχετικά με το θάνατο του κου Ραϊσί σε αυτήν τη συνάντηση.
Ο Σου Τζε-γιουν, διευθυντής του Τμήματος Αμυντικής Στρατηγικής και Πόρων στο Ινστιτούτο Έρευνας Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, δήλωσε στους Epoch Times ότι ο θάνατος του κου Ραϊσί θα οδηγήσει σε ορισμένες αλλαγές στο εσωτερικό του Ιράν.
«Εξάλλου, υπάρχουν διάφορες δυνάμεις στο εσωτερικό του Ιράν, οπότε μετά τον θάνατο του προέδρου, ο οποίος ήταν μάλλον σινόφιλος και ρωσόφιλος, πρέπει να εκλεγεί νέος πρόεδρος», δήλωσε ο κου Σου.
«Σε αυτή την κατάσταση, αν αλλάξει η διπλωματική κατεύθυνση του Ιράν, σίγουρα δεν θα είναι καλά νέα για το Πεκίνο και τη Μόσχα, ιδίως για τον πρώτο που χρειάζεται πολύ πετρέλαιο από το Ιράν».
Ο κος Τσουνγκ είπε ότι το Ιράν, όπως και η Ρωσία, αντιμετωπίζει σοβαρές κυρώσεις από τη Δύση και ότι το ΚΚΚ έχει υιοθετήσει την ίδια αμφίπλευρη προσέγγιση στην αντιμετώπιση των σχέσεων με το Ιράν, όπως και με τη Ρωσία:
«Το ΚΚΚ χρησιμοποιεί το Ιράν για να μεσολαβεί σε ζητήματα με τις αραβικές χώρες και να δείχνει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή. Οι δυτικές χώρες ελπίζουν, επίσης, ότι μέσω της επιρροής της στο Ιράν, η Κίνα μπορεί να έχει και μία ‘επιρροή’ στις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και στο ζήτημα των πυρηνικών όπλων.
»Αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθεί ότι, ακόμη και αν το ΚΚΚ και το Ιράν έχουν ενιαίο μέτωπο, το ΚΚΚ δεν θέλει να επηρεαστεί αρνητικά από το Ιράν, επειδή θέλει να κάνει συμφωνίες με τις δυτικές χώρες. Το ΚΚΚ δεν θέλει να υπονομεύονται οι συναλλαγές του με τις δυτικές χώρες από το Ιράν.»
Ο κος Σου δήλωσε ότι, λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση των ενταλμάτων σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό και τους ηγέτες της Χαμάς στις 20 Μαΐου, ο νέος Ιρανός πρόεδρος είναι πιθανό να σκεφτεί διαφορετικά και να έχει μια ελαφρώς πιο μαλακή στάση απέναντι στη Δύση.
«Αλλά δεν θα απομακρυνθεί από τη συνεργασία με το ΚΚΚ και τη Ρωσία», είπε. «Μπορεί απλώς να αμβλύνει λίγο την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, αυτό είναι όλο.»
Ιρανικό στρατιωτικό σκάφος περιπολεί καθώς ένα πολεμικό πλοίο εισέρχεται στα ιρανικά ύδατα πριν από την έναρξη κοινής ναυτικής άσκησης του Ιράν, της Ρωσίας και της Κίνας στον Ινδικό Ωκεανό, στις 12 Μαρτίου 2024. (Ιρανικός στρατός μέσω AP)
Ούτε ο κος Τσουνγκ πιστεύει ότι η στρατηγική εταιρική σχέση και συμμαχία μεταξύ του ΚΚΚ, του Ιράν και της Ρωσίας θα αλλάξει:
«Αυτές οι τρεις χώρες είναι ουσιαστικά απομονωμένες από τη διεθνή κοινότητα. Συμμαχούν για ‘ζεστασιά’. Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο πρόεδρος του Ιράν, αυτό δεν θα αλλάξει.»
Του Alex Wu, με τη συμβολή των Zhang Hong και Luo Ya
Η πρόσκληση του ηγέτη του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) για τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία θα μπορούσε, αν υλοποιηθεί, να έχει σημαντικές συνέπειες για την περιοχή, σύμφωνα με Τούρκους ειδικούς.
Ο Οϊτούν Ορχάν, αναλυτής για τη Μέση Ανατολή στην Άγκυρα, ανέφερε στην Epoch Times ότι για πρώτη φορά ο ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν κάλεσε την οργάνωση να εγκαταλείψει την ιστορική της απαίτηση για κουρδική αυτονομία στην περιοχή. Προσέθεσε επίσης ότι ο Οτσαλάν απέρριψε τη χρήση βίας ως μέσο για την επίτευξη των στόχων της οργάνωσης.
Στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος παραμένει έγκλειστος σε φυλακή της Τουρκίας, εξέδωσε μια πολυαναμενόμενη δήλωση καλώντας τους μαχητές του PKK να παραδώσουν τα όπλα τους. Στη δήλωσή του, ανέφερε ότι «καλεί σε παραίτηση από τα όπλα», ενώ το μήνυμα μεταδόθηκε μέσω του κουρδικού κόμματος DEM.
Ο Αϊχάν Ντογκανέρ, πρώην Τούρκος διπλωμάτης που έχει υπηρετήσει στη Συρία και τον Λίβανο, ανέφερε ότι η δήλωση του Οτσαλάν είχε δημιουργήσει «ένα αίσθημα προσεκτικής αισιοδοξίας». Παρόλο που ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι η ειρηνική διαδικασία υποστηρίζεται από όλα τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις της τουρκικής κοινωνίας, σημείωσε ότι θα απαιτηθούν δύσκολες διαπραγματεύσεις για να γίνει πραγματικότητα.
Από τη δεκαετία του 1980, το PKK του Οτσαλάν διεξάγει ένοπλο αγώνα εναντίον του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον πολιτικών και στρατιωτικών στόχων. Η Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν το PKK τρομοκρατική οργάνωση.
Στις 1 Μαρτίου, η ηγεσία του PKK, που εδρεύει στην περιοχή του Καντίλ στο βόρειο Ιράκ, αντέδρασε θετικά στην πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό. Σε ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι «θα τηρήσουμε τις αναγκαίες συνθήκες της πρόσκλησης και θα την υλοποιήσουμε». Η ιστορική αυτή κίνηση προς τον τερματισμό της σύγκρουσης, σύμφωνα με το PKK, μπορεί να «επιτευχθεί μόνο υπό την πρακτική ηγεσία του Οτσαλάν».
Ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες στην πλευρά του PKK και επεσήμανε ότι η πιο σημαντική παράμετρος είναι η ηγεσία του Καντίλ, η οποία έχει συμφωνήσει με την πρόσκληση του Οτσαλάν. Ανέφερε ότι «μια περιθωριακή ομάδα εντός του PKK μπορεί να προκαλέσει αναταραχές», αλλά τόνισε ότι το 2025 δεν είναι δυνατόν το PKK να συνεχίσει τον αγώνα του με την ίδια φιλοσοφία.
Διαδηλωτές κρατούν φωτογραφία του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, σε συγκέντρωση για την παρακολούθηση ζωντανής ανάγνωσης της δήλωσής του στο Ντιγιάρμπακρ της Τουρκίας, στις 27 Φεβρουαρίου 2025. (Metin Yoksu/AP)
Ιστορικό βήμα
Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που ίδρυσε το PKK το 1978 με σκοπό την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή, είχε στη συνέχεια μετριάσει τις θέσεις του, καλώντας για κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας. Το 1999, ο Οτσαλάν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και έκτοτε κρατείται σε φυλακή κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
Παρά την πολυετή φυλάκισή του, ο Οτσαλάν εξακολουθεί να θεωρείται ο de facto ηγέτης του PKK. Σύμφωνα με τον Ορχάν, ο Οτσαλάν διατηρεί σημαντική «επιρροή και εξουσία» στους υποστηρικτές του κουρδικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων μελών του κόμματος DEM της Τουρκίας, έτσι το μήνυμά του αναμένεται να έχει αντίκτυπο.
Ο Ορχάν ωστόσο εξέφρασε την άποψη ότι είναι υπερβολικά αισιόδοξο να πιστεύει κανείς ότι η πρόσκληση του Οτσαλάν θα οδηγήσει στην πλήρη διάλυση του PKK και τον τερματισμό των ένοπλων δραστηριοτήτων του. Παρόλα αυτά, εκτίμησε ότι η κίνηση του Οτσαλάν θα δημιουργήσει μια σαφή διάκριση μεταξύ εκείνων που εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν τον ένοπλο αγώνα κατά του τουρκικού κράτους και αυτών που θα υποστηρίξουν μια καθαρά πολιτική προσέγγιση.
Η πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ και το Ιράν. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την κίνηση ως μια ευκαιρία για «να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα στην κατεύθυνση […] της κατάρριψης του τείχους της τρομοκρατίας».
Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτης του «Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης» και σύμμαχος του Ερντογάν, εξήρε την θετική ανταπόκριση της ηγεσίας του PKK στην πρόσκληση του Οτσαλάν, υπογραμμίζοντας ότι «σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον […] έχει ανοιχτεί ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία».
Την επόμενη μέρα, ο συνπρόεδρος του κόμματος DEM, Τουντζέρ Μπακιρχάν, δήλωσε ότι η ευκαιρία που δημιουργείται δεν πρέπει να «χαθεί». Αμέσως μετά την έκδοση της πρόσκλησης του Οτσαλάν, η αναπληρώτρια πρόεδρος του κόμματος DEM, Γκιουλιστάν Κιλίτς Κότσιγιτ, ανέφερε ότι ο αφοπλισμός του PKK θα πρέπει να συνοδευτεί από «δημοκρατικοποίηση» εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης. Η Κότσιγιτ τόνισε ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει […] να κάνει βήματα για δημοκρατικοποίηση τώρα», προσθέτοντας ότι «αυτό είναι το αίτημά μας ως πολίτες αυτής της χώρας».
Ο Ορχάν, ωστόσο, σημείωσε ότι η κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας ή κάποιο είδος «ομοσπονδιακού» συστήματος παραμένει «εκτός συζήτησης» για την Τουρκία. Ανέφερε, ωστόσο, ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να «χαλαρώσει την πίεση» προς τα κουρδικά πολιτικά κινήματα στην Τουρκία, εφόσον αυτά αποστασιοποιηθούν από το PKK.
Διαδηλωτές πραγματοποιούν συγκέντρωση που διοργανώνει το DEM κατά της συνεχιζόμενης απομόνωσης του φυλακισμένου ιδρυτή του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στο Ντιγιάρμπακιρ της Τουρκίας, στις 13 Οκτωβρίου 2024. (Ilyas Akengin/AFP μέσω Getty Images)
Επιπτώσεις της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας στην περιοχή
Η ειρηνευτική πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ο Μπαχτσελί, ο οποίος είναι αμετάκλητος εχθρός του ΡΚΚ, κάλεσε τον Οτσαλάν να δώσει εντολή στους υποστηρικτές του να καταθέσουν τα όπλα, αναφέροντας ότι οι τουρκικές αρχές θα εξετάσουν το ενδεχόμενο απελευθέρωσης του Οτσαλάν.
Μία ημέρα μετά την πρόταση του Μπαχτσελί, ένοπλοι του ΡΚΚ επιτέθηκαν στο γραφείο του τουρκικού αμυντικού ομίλου στην Άγκυρα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία αντέδρασε με δύο ημέρες αεροπορικών επιθέσεων σε θέσεις του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, ενώ πραγματοποίησε πλήγματα και σε θέσεις του ΡΚΚ στη βόρεια Συρία, περιοχή όπου το YPG, ο συριακός βραχίονας του ΡΚΚ, διατηρεί σημαντική παρουσία.
Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχει διεξάγει πολλές επιθέσεις στο βόρειο Ιράκ με στόχο την εξουδετέρωση του ΡΚΚ, ενώ έχει επίσης εισβάλει στη βόρεια Συρία, όπου οι τουρκικές δυνάμεις συνεχίζουν τις επιχειρήσεις κατά του YPG, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί ταυτόσημη με το ΡΚΚ.
Το Ιράκ και η Συρία, οι οποίες συνορεύουν με τη νοτιοανατολική Τουρκία, φιλοξενούν μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς. Η Τουρκία κατηγορεί το ΡΚΚ και το YPG ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια αυτόνομη περιοχή στην περιοχή, από την οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξαπολύουν επιθέσεις σε τουρκικούς στόχους.
Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, οι διασυνοριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζονται και στις δύο χώρες, παρά τη θετική αντίδραση του ΡΚΚ στην έκκληση του Οτσαλάν. Εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας δήλωσε στις 6 Μαρτίου ότι συνολικά 26 τρομοκράτες εξουδετερώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, περιλαμβανομένων αυτών στη βόρεια Ιρακ και Συρία.
Ο ίδιος εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα συνεχίσουν τις «δραστηριότητες σάρωσης και εκκαθάρισης στην περιοχή» και ότι θα «επιμείνουν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας μέχρι να μην παραμείνει ούτε ένας τρομοκράτης».
Ο Ντογανέρ σημείωσε ότι η Άγκυρα «φαίνεται να απαιτεί τη μονομερή αποστρατικοποίηση του ΡΚΚ». Πρόσθεσε ωστόσο ότι το ΡΚΚ θα απαιτήσει την απελευθέρωση του Οτσαλάν και άλλων κρατουμένων και ότι θα πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση. Τόνισε επίσης ότι «είναι αδύνατο για όλα τα μέρη να πετύχουν ακριβώς αυτό που θέλουν».
Ο Ορχάν ανέφερε ότι το ΡΚΚ δεν έχει δεσμευτεί πλήρως στην αποστρατικοποίηση, καθώς έχει δηλώσει μόνο κατάπαυση του πυρός. Στρατιωτικά, η Τουρκία θεωρεί ότι το ΡΚΚ βρίσκεται ήδη σε αδιέξοδο. Σημείωσε ότι η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για μια μονομερή κατάπαυση του πυρός και ότι «μέχρι το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα», η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί πίεση στην ομάδα.
Κούρδοι μαχητές του YPG συνομιλούν με μέλη των αμερικανικών δυνάμεων στην πόλη Νταρμπασίγια, στη Συρία, στις 29 Απριλίου 2017. (Rodi Said /Reuters)
Σύνθετες δυναμικές στη Συρία
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς το YPG συνεργάζεται στενά με τις αμερικανικές δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες στη βόρεια Συρία, όπου επιχειρεί υπό την αιγίδα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Το SDF ιδρύθηκε το 2015 με σκοπό να βοηθήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 2.000 στρατιώτες, στον αγώνα κατά του ISIS.
Το SDF είναι εξοπλισμένο, εκπαιδευμένο και υποστηριζόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες το θεωρούν «συνεργάτη αξιόπιστο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Αυτή η συνεργασία έχει προκαλέσει εντάσεις με την Άγκυρα, η οποία έχει επανειλημμένα καλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν να υποστηρίζουν την ομάδα.
Στις 27 Φεβρουαρίου, ο Μαζλούμ Αμπντί, διοικητής του SDF, καλωσόρισε την έκκληση του Οτσαλάν προς το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα, αναφέροντας ότι η κίνηση θα έχει θετικές συνέπειες για την περιοχή. Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι η έκκληση του Οτσαλάν αφορά μόνο το ΡΚΚ και όχι το SDF, επομένως «δεν έχει σχέση με εμάς στη Συρία».
Αντίθετα, στις δηλώσεις τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι όλες οι Κουρδικές ένοπλες ομάδες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του SDF, πρέπει να καταθέσουν τα όπλα. Ένας εκπρόσωπος του κυβερνώντος AKP δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου ότι «ανεξαρτήτως του ονόματος που χρησιμοποιεί, η τρομοκρατική οργάνωση [ΡΚΚ] πρέπει να καταθέσει τα όπλα και να αποστρατικοποιηθεί, μαζί με όλες […] τις παραφυάδες της στο Ιράκ και στη Συρία».
Ο Ορχάν ανέφερε ότι όλες αυτές οι ομάδες θεωρούνται από την Τουρκία «διαφορετικοί κλάδοι του ΡΚΚ». «Η Τουρκία θεωρεί το YPG και το ΡΚΚ ταυτόσημα», είπε. «Το YPG ιδρύθηκε από το ΡΚΚ και οι διοικητές του, συμπεριλαμβανομένου του Αμπντί, είναι κεντρικά μέλη του ΡΚΚ.» Ο Αμπντί, Σύρος Κούρδος, εντάχθηκε στο ΡΚΚ το 1990 και ήταν προσωπικός φίλος του Οτσαλάν πριν από τη σύλληψη του τελευταίου από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας το 1999.
Ο Ντογανέρ ανέφερε ότι η Άγκυρα επιθυμεί το ΡΚΚ και όλες οι συνδεδεμένες με αυτό οργανώσεις να καταθέσουν τα όπλα. Εκτός από το ΡΚΚ, το YPG και το SDF, η Άγκυρα θεωρεί το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης της Συρίας, την Ένωση Κουρδικών Κοινοτήτων και το Ιρανικό Κόμμα Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν ως «μέρη του ίδιου οργανισμού».
Η Νορβηγία, η Ισπανία και η Ιρλανδία ανακοίνωσαν στις 22 Μαΐου ότι θα αναγνωρίσουν επίσημα ένα παλαιστινιακό κράτος. Ως αποτέλεσμα, το Ισραήλ ανακάλεσε αμέσως τους πρεσβευτές του από τα τρία αυτά κράτη.
Η επίσημη αναγνώριση θα πραγματοποιηθεί στις 28 Μαΐου, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της Νορβηγίας Γιόνας Γκαρ Στόρε.
«Εν μέσω ενός πολέμου, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, πρέπει να κρατήσουμε ζωντανή τη μόνη εναλλακτική λύση που προσφέρει πολιτική λύση τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και για τους Παλαιστινίους: Δύο κράτη, που θα ζουν δίπλα-δίπλα, σε ειρήνη και ασφάλεια» , ανέφερε ο κος Στόρε σε δήλωσή του.
Ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ δήλωσε σε ομιλία του στο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων ότι ο Ισραηλινός ομόλογός του, Μπενιαμίν Νετανιάχου, δεν έχει «ένα ειρηνευτικό σχέδιο για την Παλαιστίνη» και ότι η συνεχιζόμενη ισραηλινή επίθεση στη Γάζα υπονομεύει τη δυνατότητα λύσης δύο κρατών.
«Η καταπολέμηση της Χαμάς είναι νόμιμη μετά την 7η Οκτωβρίου, αλλά ο Νετανιάχου δημιουργεί τόση δυσαρέσκεια. […] Η επιθετικότητα αυξάνει μόνο το μίσος, επιδεινώνοντας τις προοπτικές ασφάλειας για το Ισραήλ και ολόκληρη την περιοχή» , επεσήμανε.
«Η μόνη λύση είναι η ύπαρξη δύο κρατών, ενός ισραηλινού και ενός παλαιστινιακού, με αμοιβαίες εγγυήσεις ασφαλείας», είπε ο κος Σάντσεθ, υποστηρίζοντας ότι η αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους είναι απαραίτητη για να «ενδυναμωθεί η Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή εναντίον της Χαμάς, μιας τρομοκρατικής ομάδας που πρέπει να εξαφανιστεί».
Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Σάιμον Χάρις δήλωσε ότι αναμένει ότι και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, αναγνωρίζοντας ένα παλαιστινιακό κράτος.
«Το όνειρο της Ιρλανδίας είναι ότι τα παιδιά του Ισραήλ και της Παλαιστίνης της 28ης Μαΐου 2024 θα μεγαλώσουν σε ειρηνική γειτνίαση», ανέφερε σε δήλωσή του. «Θέλουμε να ευχαριστήσουμε και είναι τιμή μας που αναγνωρίζουμε την Παλαιστίνη ταυτόχρονα με τους φίλους μας στην Ισπανία και τη Νορβηγία. Ελπίζουμε ότι και άλλοι θα κάνουν το ίδιο στο επόμενο κύμα».
Η ιρλανδική κυβέρνηση ζήτησε επίσης την άνευ όρων απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνται από τη Χαμάς και την «πλήρη, ασφαλή και ανεμπόδιστη» ανθρωπιστική πρόσβαση στη Γάζα.
Το Ισραήλ απειλεί με «σοβαρές συνέπειες»
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις παραπάνω δηλώσεις, το Ισραήλ ανακοίνωσε στις 22 Μαΐου ότι θα ανακαλέσει τους πρεσβευτές του από τη Νορβηγία, την Ιρλανδία και την Ισπανία.
«Στέλνω ένα σαφές και ξεκάθαρο μήνυμα στην Ιρλανδία και τη Νορβηγία: Το Ισραήλ δεν θα παραμείνει σιωπηλό απέναντι σε εκείνους που υπονομεύουν την κυριαρχία του και θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά του», έγραψε ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Ισραέλ Κατζ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, πριν βγει η ανακοίνωση της Ισπανίας.
«Αυτό το διαστρεβλωμένο βήμα των δύο χωρών είναι μια αδικία στη μνήμη των θυμάτων [της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου], ένα πλήγμα στις προσπάθειες για την επιστροφή των 128 ομήρων και μια ώθηση στους τζιχαντιστές της Χαμάς και του Ιράν, η οποία υπονομεύει την ευκαιρία για ειρήνη και αμφισβητεί το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα.»
Προειδοποίησε, επίσης, τις άλλες χώρες να μην ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα:
«Το Ισραήλ δεν θα παραμείνει σιωπηλό – θα υπάρξουν περαιτέρω σοβαρές συνέπειες», είπε. «Εάν η Ισπανία προχωρήσει και εκείνη στην αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους, θα ληφθούν παρόμοια μέτρα και εναντίον της.»
«Η ιρλανδο-νορβηγική ανοησία δεν μας αποθαρρύνει – είμαστε αποφασισμένοι να επιτύχουμε τους στόχους μας: να αποκαταστήσουμε την ασφάλεια των πολιτών μας, να διαλύσουμε τη Χαμάς και να φέρουμε τους ομήρους στην πατρίδα. Δεν υπάρχουν πιο δίκαιοι σκοποί από αυτούς.»
Τον Οκτώβριο του 2014, η Σουηδία έγινε το πρώτο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναγνώρισε ένα παλαιστινιακό κράτος. Η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σλοβακία ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία.
Επανεξετάζοντας την προσέγγιση του Όσλο
Η Νορβηγία, η οποία ηγήθηκε των δηλώσεων της 22ας Μαΐου, διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στις ειρηνευτικές συνομιλίες Ισραήλ-Παλαιστίνης στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Αυτές οι ειρηνευτικές συνομιλίες, καθοδηγούμενες από αυτό που ο κος Στόρε περιέγραψε ως μια στρατηγική σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση της παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης θα ακολουθούσε μια ειρηνευτική συμφωνία, οδήγησαν τελικά στις συμφωνίες του Όσλο, ένα σύνολο συμφωνιών που έκτοτε καταρρέουν σιγά-σιγά.
Οι Συμφωνίες του Όσλο δημιούργησαν την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή και της έδωσαν τον έλεγχο σε τμήματα της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Το παλαιστινιακό κυβερνητικό όργανο έχασε τον έλεγχο της Γάζας από τη Χαμάς μετά από μάχες το 2007 και σήμερα ελέγχει μόνο το 40% περίπου της Δυτικής Όχθης. Το υπόλοιπο της Δυτικής Όχθης βρίσκεται στα χέρια του Ισραήλ.
Στο Ισραήλ, η δυναμική των Συμφωνιών του Όσλο εκτροχιάστηκε σε μεγάλο βαθμό αφότου ο βασικός υπογράφων, ο τότε πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν, χαρακτηρίστηκε προδότης και δολοφονήθηκε το 1995. Ο διάδοχός του, ο τότε υπηρεσιακός πρωθυπουργός Σιμόν Πέρες, ηττήθηκε στις εκλογές του επόμενου έτους και αντικαταστάθηκε από τον κο Νετανιάχου, ο οποίος έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για το όραμα των προκατόχων του για παλαιστινιακή κρατική οντότητα δίπλα στο Ισραήλ.
Αναγνωρίζοντας την αποτυχία της προσέγγισης του Όσλο, ο κος Στόρε υποστήριξε ότι η Νορβηγία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες πρέπει «να σκεφτούν διαφορετικά και να δράσουν ανάλογα», καθώς πιέζουν για μια λύση δύο κρατών στη σύγκρουση.
«Δεν μπορούμε πλέον να περιμένουμε την επίλυση της σύγκρουσης πριν αναγνωρίσουμε το κράτος της Παλαιστίνης», είπε.
Η Ρωσία καταδίκασε τον νέο γύρο ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών στη Συρία – τον δεύτερο σε λιγότερο από μία εβδομάδα – που σύμφωνα με τις πληροφορίες σκότωσε αρκετούς αμάχους και έναν Ιρανό αξιωματικό στις 3 Ιουνίου.
«Η Μόσχα καταδικάζει σθεναρά αυτές τις επιθετικές ενέργειες, οι οποίες συνιστούν κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας της Συρίας και των βασικών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.
Περιγράφοντας τα πλήγματα ως «απαράδεκτα», το υπουργείο κάλεσε την ηγεσία του Ισραήλ να «εγκαταλείψει αυτή τη φαύλη πρακτική που απειλεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή».
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Ιουνίου, ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη έπληξαν πολλαπλές θέσεις κοντά στην πόλη Χαλέπι, στα βορειοδυτικά της Συρίας.
Σύμφωνα με το συριακό πρακτορείο ειδήσεων SANA, οι αεροπορικές επιδρομές άφησαν πίσω τους «έναν αριθμό αμάχων» νεκρούς και προκάλεσαν σημαντικές υλικές ζημιές.
Τα ιρανικά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν αργότερα ότι ένα μέλος του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης της Τεχεράνης σκοτώθηκε επίσης στην επίθεση.
Οι Epoch Times δεν μπόρεσαν να επαληθεύσουν ανεξάρτητα τις αναφορές, ενώ το Ισραήλ, από την πλευρά του, δεν έχει αναγνωρίσει τα πλήγματα.
Από τότε που ξέσπασε η εμφύλια σύγκρουση στη Συρία το 2011, το Ιράν διατηρεί στρατιωτική παρουσία στη ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα, υποστηρίζοντας την κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
Το 2015, η Ρωσία, η οποία θεωρεί το Ιράν ως βασικό περιφερειακό της σύμμαχο, ανέπτυξε επίσης δυνάμεις στη Συρία μετά από πρόσκληση της Δαμασκού.
Ο τελευταίος γύρος αεροπορικών επιδρομών ήταν η δεύτερη αναφερόμενη ισραηλινή επίθεση σε θέσεις στη Συρία σε λιγότερο από μία εβδομάδα.
Στις 29 Μαΐου, το Ισραήλ φέρεται να πραγματοποίησε σειρά αεροπορικών επιδρομών σε στόχους στην κεντρική Συρία και στην παράκτια πόλη Μπανίγια.
Σύμφωνα με το SANA, οι επιθέσεις είχαν στόχο ένα κτίριο κατοικιών στην πόλη Μπανίγια, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένα παιδί και να τραυματιστούν 10 κάτοικοι.
Το πρακτορείο επικαλείται στρατιωτική πηγή που υποστήριξε ότι η αεροπορική επίθεση του Ισραήλ προήλθε «από την κατεύθυνση του λιβανέζικου εδάφους».
Μια ιρανική σημαία κρέμεται από τα ερείπια της ιρανικής πρεσβείας στη Δαμασκό, που καταστράφηκε από το ισραηλινό χτύπημα την 1η Απριλίου 2024. (Firas Makdesi/REUTERS)
Το Ισραήλ, σύμφωνα με την πάγια πολιτική του, απέφυγε να σχολιάσει το περιστατικό.
Ένας αξιωματούχος του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, ωστόσο, εμφανίστηκε αργότερα να επιβεβαιώνει τα πλήγματα.
«Δύο ζεύγη ισραηλινών F-16 πραγματοποίησαν πλήγματα σε εγκαταστάσεις στρατιωτικής υποδομής στην επαρχία Χομς [της Συρίας] με […] πυραύλους», ανέφερε ο υποστράτηγος Γιούρι Ποπόφ σε δήλωσή του στις 30 Μαΐου.
«Το ένα έπεσε στην πόλη Μπανίγια, σκοτώνοντας ένα παιδί, τραυματίζοντας 10 πολίτες και προκαλώντας ζημιές σε ένα κτίριο κατοικιών», διευκρίνησε.
Από την ίδρυσή του το 1948, το Ισραήλ έχει εμπλακεί σε τρεις μεγάλες συγκρούσεις με τη Συρία, με την οποία παραμένει ακόμη τεχνικώς σε εμπόλεμη κατάσταση.
Από το 2011 δε, πραγματοποιεί πλήγματα σε συριακούς στόχους με αυξανόμενη συχνότητα.
Στα τέλη του περασμένου έτους, τα διεθνή αεροδρόμια της Δαμασκού και του Χαλεπίου δέχθηκαν ταυτόχρονη επίθεση από ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι διάδρομοι προσγείωσης και να ακυρωθούν οι προγραμματισμένες πτήσεις.
Το Ισραήλ κατηγορεί το Ιράν – και τη λιβανέζικη σύμμαχό του, Χεζμπολάχ – ότι οργανώνουν διασυνοριακές επιθέσεις κατά του Ισραήλ από το εσωτερικό του συριακού εδάφους.
Φόβοι για κλιμάκωση
Οι επιθέσεις σε στόχους στο εσωτερικό της Συρίας έχουν αυξηθεί από τον Οκτώβριο, όταν το Ισραήλ ξεκίνησε μια ευρεία επίθεση – η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη – κατά της Λωρίδας της Γάζας.
Την 1η Απριλίου, ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη έπληξαν το προξενείο του Ιράν στη Δαμασκό, σκοτώνοντας επτά υψηλόβαθμους Ιρανούς στρατιωτικούς και έξι Σύρους υπηκόους.
Ήταν η πρώτη φορά που μια ξένη διπλωματική αποστολή στη Συρία δέχθηκε επίθεση, σηματοδοτώντας μια δραματική αλλαγή στον πόλεμο του Ισραήλ με τους περιφερειακούς εχθρούς του.
Η επίθεση στο προξενείο καταδικάστηκε από τα περισσότερα κράτη της περιοχής, περιλαμβανομένων του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Πακιστάν.
Ακόμη και αξιωματούχοι των ΗΠΑ, οι οποίοι συνήθως υπερασπίζονται το δικαίωμα του Ισραήλ στην «αυτοάμυνα», εξέφρασαν ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις της επίθεσης.
«Ανησυχούμε για οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει επέκταση της σύγκρουσης [μεταξύ του Ισραήλ και των εχθρών του]», είχε δηλώσει τότε εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Η Μόσχα, από την πλευρά της, χαρακτήρισε την επίθεση ως «απολύτως απαράδεκτη», με τη ρωσική πρεσβεία στην Τεχεράνη να κάνει λόγο για «σοβαρή παραβίαση των διεθνών κανόνων».
Δύο εβδομάδες αργότερα, η Τεχεράνη απάντησε στο χτύπημα στο προξενείο της, εκτοξεύοντας περισσότερα από 300 μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους εναντίον στρατιωτικών στόχων στο Ισραήλ.
Το ιρανικό μπαράζ δεν προκάλεσε θύματα, με τους περισσότερους εισερχόμενους πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη να αναχαιτίζονται από το αμυντικό σύστημα «Σιδερένιος Θόλος» του Ισραήλ.
Η Τεχεράνη, εν τω μεταξύ, δεν έχει ακόμη απαντήσει στην επίθεση του Ισραήλ της 3ης Ιουνίου κοντά στο Χαλέπι, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες σκότωσε έναν Ιρανό στρατιωτικό αξιωματικό.
Αλλά την ίδια ημέρα, η ομάδα Χεζμπολάχ του Λιβάνου ισχυρίστηκε ότι εκτόξευσε μια μοίρα μη επανδρωμένων αεροσκαφών εναντίον ενός στρατιωτικού στρατηγείου στο βόρειο Ισραήλ.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι εκτόξευσε δεκάδες ρουκέτες σε θέσεις στα κατεχόμενα από το Ισραήλ υψίπεδα του Γκολάν.
Σύμφωνα με την ομάδα, τα πυρά εξαπολύθηκαν σε αντίποινα για προηγούμενη ισραηλινή επίθεση που σκότωσε ένα μέλος της Χεζμπολάχ και δύο Λιβανέζους πολίτες.
Στις 4 Ιουνίου, ο ισραηλινός στρατός και οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης αγωνίστηκαν να περιορίσουν τεράστιες πυρκαγιές στα βόρεια της χώρας που προκλήθηκαν από τη διασυνοριακή επίθεση της Χεζμπολάχ.
«[Οι ισραηλινές] δυνάμεις έχουν αποκτήσει τον έλεγχο των θέσεων της πυρκαγιάς και, σε αυτό το στάδιο, δεν κινδυνεύει καμία ανθρώπινη ζωή», ανέφερε ο στρατός σε ανακοίνωσή του.
Παρά τη συμφωνία εκεχειρίας που απαιτούσε την πλήρη αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τον Λίβανο εδώ και περισσότερο από έναν μήνα, ο ισραηλινός στρατός παραμένει σε πέντε στρατηγικά σημεία ακριβώς βόρεια των συνόρων. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, οι θέσεις αυτές είναι κρίσιμες για την αποτροπή της επανεγκατάστασης της Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορα Ισραήλ–Λιβάνου.
Η παρουσία του Ισραήλ σε αυτές τις θέσεις προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο του Λιβάνου όσο και τις Σαουδικής Αραβίας, που έχουν ζητήσει από κοινού την αποχώρησή του. Ο νέος πρόεδρος του Λιβάνου δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου, στην εφημερίδα Asharq της Σαουδικής Αραβίας, ότι σχεδιάζει να ζητήσει από το Ριάντ την επανενεργοποίηση ενός πακέτου στρατιωτικής βοήθειας ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τον λιβανέζικο στρατό, το οποίο είχε διακοπεί εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.
Η Γαλλία, που επιβλέπει τη συμφωνία εκεχειρίας μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρότεινε να τοποθετηθούν δικά της στρατεύματα στις συγκεκριμένες θέσεις, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Παράλληλα, έχει προταθεί είτε ο έλεγχος των θέσεων από τον λιβανέζικο στρατό σε συνεργασία με τη Δύναμη Προσωρινής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο (United Nations Interim Force in Lebanon-UNIFIL) είτε η αναβάθμιση της αρμοδιότητας και του εξοπλισμού της UNIFIL, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τις θέσεις μόνη της.
Σύμφωνα με Ισραηλινούς στρατιωτικούς αναλυτές, μια ισραηλινή αποχώρηση δεν φαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον, δεδομένης της ελλιπούς εφαρμογής των όρων της εκεχειρίας από τον Λίβανο και τον ΟΗΕ. Η συμφωνία εκεχειρίας προβλέπει την ανάπτυξη του λιβανέζικου στρατού και της UNIFIL στο νότιο Λίβανο με σκοπό την αποτροπή της Χεζμπολάχ, αλλά, όπως δήλωσε στην Epoch Times ο Ισραηλινός απόστρατος ταγματάρχης του Ισραηλινού Στρατού (IDF), Έλιοτ Τσοντόφ, η ανάπτυξη αυτή δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να εμποδίσει την οργάνωση να επανασυσταθεί κοντά στα σύνορα.
Η επιφυλακτική στάση του Ισραήλ σχετίζεται με τα γεγονότα της αποχώρησης του από τον Λίβανο το 2006, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με αντάλλαγμα παρόμοιες δεσμεύσεις. Τότε, η UNIFIL και ο λιβανέζικος στρατός δεν κατάφεραν να παρέμβουν, επιτρέποντας στη Χεζμπολάχ να οχυρώσει τα σύνορα και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο σηράγγων σχεδιασμένο για επιθέσεις στο Ισραήλ – μια τακτική που η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς ακολούθησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Σήμερα, σύμφωνα με τον Τσοντόφ, ο ισραηλινός στρατός ακολουθεί πολιτική «μηδενικής ανοχής», τονίζοντας ότι οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα αποτρέπεται άμεσα, σε αντίθεση με την περίοδο 2006–2023. Ο ίδιος ανέφερε πως η UNIFIL διαθέτει αδύναμη εντολή και είναι μόνο «θεωρητικά ανεπτυγμένη», καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για ουσιαστική επιβολή της τάξης. Τόνισε ότι η αποστολή της UNIFIL είναι ειρηνευτική και όχι κατασταλτική, και επομένως δεν είναι σε θέση να λάβει επιθετικά μέτρα για την επιβολή της συμφωνίας.
Όσον αφορά τον λιβανέζικο στρατό, ο Τσοντόφ σημείωσε πως η δέσμευσή του στο σχέδιο της εκεχειρίας παραμένει αμφίβολη, ενώ περίπου το ένα τρίτο των αξιωματικών του ανήκει στη σιιτική κοινότητα. Αν και δεν είναι όλοι μέλη της Χεζμπολάχ, θεωρούνται ύποπτοι. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στο νότιο Λίβανο, ο οποίος συμμετέχει στην επιτηρούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιτροπή εκεχειρίας, συνελήφθη να παρέχει πληροφορίες στη Χεζμπολάχ, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς τον λιβανέζικο στρατό.
Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Ναουάφ Σαλάμ μαζί με στρατιώτες του λιβανέζικου στρατού, σε επίσκεψή του το νότιο χωριό Κιάμ κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ, στις 28 Φεβρουαρίου 2025. (Rabih Daher/AFP μέσω Getty Images)
Η νέα κυβέρνηση του Λιβάνου
Το Ισραήλ αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τη νέα κυβέρνηση του Λιβάνου, η οποία εξελέγη τον Ιανουάριο και ηγείται από τον πρόεδρο Ζοζέφ Αούν, πρώην αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, και τον πρωθυπουργό Ναουάφ Σαλάμ.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Τσοντόφ, ο Σαλάμ δεν θεωρείται φιλικά διακείμενος προς το Ισραήλ, καθώς το έχει χαρακτηρίσει «εχθρό» και το κατηγορεί συχνά για «γενοκτονία». Πριν την εκλογή του στη θέση του πρωθυπουργού, την οποία το Λίβανο αποδίδει σε σουνίτες μουσουλμάνους, ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και είχε προεδρεύσει σε ακρόαση της αγωγής της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για γενοκτονία.
Στις 28 Φεβρουαρίου, ο Σαλάμ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο, δηλώνοντας ότι ο λιβανέζικος στρατός αποτελεί τη μοναδική δύναμη που επιτρέπεται να υπερασπιστεί τη χώρα σε περίπτωση πολέμου. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη θέση του λιβανέζικου στρατού στις προσπάθειες αφοπλισμού της Χεζμπολάχ, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την οργάνωση, η οποία επί χρόνια υποστηρίζει ότι η διατήρηση του οπλισμού της είναι απαραίτητη για την άμυνα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν ποζάρει για μια φωτογραφία στο προεδρικό μέγαρο στην Μπαάμπντα, ανατολικά της Βηρυτού, στις 9 Ιανουαρίου 2025. (Fadel Itani/AFP μέσω Getty Images)
Την ίδια ημέρα, οι αρχές του αεροδρομίου της Βηρυτού κατάσχεσαν 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, που προορίζονταν για τη Χεζμπολάχ και τα οποία μετέφερε άνδρας που έφτασε από την Τουρκία. Αναφέρεται ότι ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε τέτοια κατάσχεση, η οποία αποτελεί μέρος των προσπαθειών της κυβέρνησης Αούν να περιορίσει τη ροή χρημάτων προς τη Χεζμπολάχ από το Ιράν.
Ο Μοσέ Ελάντ, Ισραηλινός ακαδημαϊκός και απόστρατος συνταγματάρχης του IDF, χαρακτήρισε την προσέγγιση του Αούν ως ενθαρρυντικά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνόδου του Αραβικού Συνδέσμου στο Κάιρο, ο Αούν εξέφρασε την αντίθεσή του στην ιδέα αραβικών επενδύσεων στη Γάζα χωρίς προηγούμενη απομάκρυνση της Χαμάς. Ο Ελάντ σημείωσε ότι ο Αούν αντιλαμβάνεται πως το Ισραήλ, ως νικητής του πολέμου, δεν θα ανεχτεί πλέον τη Χαμάς και θα επέμβει εκ νέου για να την εξουδετερώσει εάν χρειαστεί, ενώ παρόμοια είναι η στάση του Ισραήλ απέναντι και στη Χεζμπολάχ.
Ο Ελάντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός διοικητής της Τύρου μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου τη δεκαετία του 1980, καθώς και ως διοικητής στην περιοχή Μπιντ Τζμπέιλ, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, ανέφερε ότι ο IDF βρίσκεται υπό πίεση από τον ίδιο του τον πληθυσμό.
Προστασία των μεθοριακών κοινοτήτων
Μετά τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ στο πλαίσιο της υποστήριξης προς τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε επίσημα περίπου 60.000 κατοίκους από συνοριακές κοινότητες. Πολλοί ακόμη εγκατέλειψαν περιοχές που βρίσκονταν λίγο πιο μακριά από τη μεθόριο. Περίπου οι μισοί από τους εκτοπισμένους κατοίκους έχουν επιστρέψει, αλλά σύμφωνα με τον Ελάντ, όσοι ζουν δύο ή τρία χιλιόμετρα από τα σύνορα αισθάνονται ανασφάλεια και πιέζουν την κυβέρνηση και τον στρατό να μην αποσυρθούν μέχρι να εξασφαλιστεί πλήρως η περιοχή.
Μια ισραηλινή μονάδα πρώτης αντίδρασης σβήνει τις φλόγες μετά από επίθεση με ρουκέτα από τον Λίβανο, εν μέσω διασυνοριακών συγκρούσεων μεταξύ ισραηλινών στρατευμάτων και μαχητών της τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ στο Κιριάτ Σμονά του Ισραήλ, στις 4 Ιουνίου 2024. (Jalaa Marey/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ, από την πλευρά του, υποβάθμισε τη σημασία των πέντε θέσεων που εξακολουθεί να διατηρεί ο IDF σε λιβανέζικο έδαφος, οι οποίες βρίσκονται το πολύ μερικές εκατοντάδες μέτρα βόρεια της Γαλάζιας Γραμμής – της γραμμής απόσυρσης που καθορίστηκε από τον ΟΗΕ το 2000 – και σε ορισμένες περιπτώσεις μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από αυτήν. Ο ίδιος τις χαρακτήρισε «τακτικές προσαρμογές», μικρές στρατιωτικές μετακινήσεις προς τα εμπρός ή προς τα πίσω για την ενίσχυση της αμυντικής θέσης.
Οι θέσεις αυτές βρίσκονται σε υψώματα που επιτρέπουν στις ισραηλινές δυνάμεις να επιβλέπουν το βόρειο τμήμα του Λιβάνου και να εμποδίζουν τη Χεζμπολάχ να χρησιμοποιήσει αυτά τα σημεία για να κατασκοπεύσει το Ισραήλ. Κατανέμονται κατά μήκος των 120 χιλιομέτρων των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου, από τη Μεσόγειο μέχρι την περιοχή βόρεια της Μετούλα, της βορειότερης κοινότητας του Ισραήλ. Υπάρχει μια θέση σε λόφο απέναντι από τη Μετούλα, ενώ οι άλλες τέσσερεις βρίσκονται βόρεια των ισραηλινών συνοριακών κοινοτήτων Σλόμι, Ζαρίτ, Αβιβίμ και Μαργκαλιότ.
Λιβανέζος στρατιώτης παρακολουθεί τη συνοριακή περιοχή με τη βόρεια ισραηλινή πόλη Μετούλα, στις 8 Οκτωβρίου 2023. (Mahmoud Zayyat/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ επεσήμανε ότι το έδαφος του βόρειου Ισραήλ και του νότιου Λιβάνου αποτελεί ένα ενιαίο ορεινό σύμπλεγμα, το οποίο ανυψώνεται σταδιακά προς τον βορρά. Τόνισε επίσης ότι ούτε τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου που χαράχθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε η Γαλάζια Γραμμή λαμβάνουν υπόψη την τοπογραφία της περιοχής. Τα υψώματα που ελέγχει ο IDF επιτρέπουν την προστασία των βόρειων κοινοτήτων του Ισραήλ, οι οποίες περιβάλλονται από υψηλότερους λόφους και βουνά στα βόρεια.