Ο πρωθυπουργός της Μαλαισίας, Ανουάρ Ιμπραΐμ, ανακοίνωσε ότι οι ηγέτες της Ταϊλάνδης και της Καμπότζης κατέληξαν σε άμεση και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός, η οποία τίθεται σε ισχύ από τα μεσάνυχτα.
Ο πρωθυπουργός της Καμπότζης, Χουν Μανέ, και ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, Πχουμτάμ Βετσιατσάι, κατέληξαν στη συμφωνία αυτή κατόπιν συνομιλιών που πραγματοποιήθηκαν στην επίσημη κατοικία του πρωθυπουργού της Μαλαισίας, ο οποίος προεδρεύει αυτή την περίοδο του Συνδέσμου Κρατών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN).
Σε σύντομη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τις συζητήσεις, ο Χουν Μανέ και ο Πχουμτάμ εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τη συμφωνία και αντάλλαξαν χειραψία. Η ανακοίνωση έγινε περίπου έξι ώρες πριν από τα μεσάνυχτα, τοπική ώρα Ταϊλάνδης-Καμπότζης.
Η ένταση ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας κλιμακώθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν Καμποτζιανός στρατιώτης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια σύντομης ανταλλαγής πυροβολισμών σε αμφισβητούμενη παραμεθόρια περιοχή.
Σε ξεχωριστό περιστατικό, στις 23 Ιουλίου, αρκετοί Ταϊλανδοί στρατιώτες τραυματίστηκαν από καμποτζιανή νάρκη κατά μήκος των συνόρων. Την επόμενη ημέρα, 11 άνθρωποι αναφέρθηκαν νεκροί σε συγκρούσεις κατά τις οποίες ένοπλες δυνάμεις των δύο χωρών αντάλλαξαν πυρά στα σύνορα.
Σύμφωνα με τους αρμόδιους, στις 25 Ιουλίου, η Ταϊλάνδη ανέφερε ότι περίπου 58.000 κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους σε διάφορες επαρχίες εξαιτίας της σύρραξης.
Ο πρωθυπουργός Ανουάρ κάλεσε τις δύο πλευρές να επιδιώξουν ειρηνικό διάλογο και διπλωματική λύση. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχολίαζε στις 26 Ιουλίου μέσω της πλατφόρμας Truth Social ότι είχε συνομιλήσει με τους ηγέτες της Ταϊλάνδης και της Καμπότζης, προειδοποιώντας πως θα εξετάσει το ενδεχόμενο διακοπής των εμπορικών διαπραγματεύσεων αν δεν σταματήσει η βία.
Στις 27 Ιουλίου, ο Χουν Μανέ επανέλαβε τη δέσμευσή του, δηλώνοντας: «Θα επιδιώξουμε άμεση και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός» και επιβεβαίωσε τη συμμετοχή και των δύο χωρών σε συνομιλίες στη Μαλαισία.
Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις έχουν κοστίσει τη ζωή σε τουλάχιστον 35 ανθρώπους, ενώ περισσότεροι από 260.000 έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους εκατέρωθεν των συνόρων.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, εξέφρασε την ανησυχία του δηλώνοντας: «Θέλουμε αυτή η σύγκρουση να λήξει το συντομότερο δυνατόν», παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις.
Σε απάντηση της κλιμάκωσης, η Ταϊλάνδη προχώρησε στο κλείσιμο όλων των μεθοριακών περασμάτων με την Καμπότζη, επιτρέποντας τη διέλευση μόνο σε όσους επιστρέφουν στις οικίες τους.
Λίγο πριν αναχωρήσει από την Μπανγκόκ για τις διαπραγματεύσεις, ο Πχουμτάμ δήλωσε ότι εκπρόσωποι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας θα είναι παρόντες ως παρατηρητές.
Η Ταϊλάνδη θεωρείται μία από τις 19 μεγάλες μη-ΝΑΤΟϊκές συμμάχους των ΗΠΑ, μαζί με την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες και τη Νότια Κορέα, ενώ η Καμπότζη διατηρεί στενούς δεσμούς με την Κίνα.
Τον Απρίλιο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας εγκαινίασε εκσυγχρονισμένη ναυτική βάση στο Ρεάμ της Καμπότζης, ικανή να φιλοξενήσει αεροπλανοφόρο.
Τα σύνορα Ταϊλάνδης-Καμπότζης ιστορικά αποτελούν πηγή τριβών, με τις διαφορές να εντοπίζονται συχνά σε χάρτη του 1907, εποχής γαλλικής αποικιοκρατίας στην Καμπότζη.
Καμποτζιανά στρατιωτικά οχήματα απομακρύνονται από τα σύνορα Καμπότζης-Ταϊλάνδης στην περιοχή Σρέι Σναμ, επαρχία Σίεμ Ρέαπ. Καμπότζη, 28 Ιουλίου 2025. (Anton L. Delgado/AP)
Μετά την αναζωπύρωση των συγκρούσεων στις 24 Ιουλίου, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ εξέδωσε ανακοίνωση ζητώντας άμεση παύση των επιθέσεων, προστασία των αμάχων και ειρηνική διευθέτηση των διαφορών.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Ουάνγκ Γι, που συμμετείχε στη σύνοδο της ASEAN στην Κουάλα Λουμπούρ, στις 10 Ιουλίου, ανέφερε: «Η Κίνα είναι διατεθειμένη να διατηρήσει αντικειμενική και δίκαιη στάση και να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο για την αρμονική συνύπαρξη Ταϊλάνδης και Καμπότζης».
Ο εξόριστος πρίγκιπας του Ιράν, Ρεζά Παχλαβί, δήλωσε στις 26 Ιουλίου ότι μια «ενιαία αντιπολίτευση» κατά του ισλαμικού καθεστώτος που κυβερνά το Ιράν για πάνω από τέσσερις δεκαετίες άρχισε να συγκροτείται. Η δήλωση έγινε κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Εθνικής Συνεργασίας για τη Σωτηρία του Ιράν, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο με τη συμμετοχή εκατοντάδων ατόμων.
Η ομάδα επικοινωνίας του Παχλαβί χαρακτήρισε τη διοργάνωση ως «τη μεγαλύτερη και πιο ποικιλόμορφη συγκέντρωση Ιρανών αντιφρονούντων υπέρ της δημοκρατίας», σημειώνοντας ότι περισσότεροι από 500 συμμετέχοντες στόχευαν στη δημιουργία «της πιο ευρείας συμμαχίας που έχει ποτέ συγκροτηθεί εναντίον του καθεστώτος».
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του, σκοπός του συνεδρίου ήταν η χάραξη ενός «σχεδίου δράσης για τη δημοκρατική μετάβαση και ενός σχεδίου για την ανοικοδόμηση της χώρας».
Η πρωτοβουλία αυτή φέρεται να στοχεύει στη δημιουργία δυναμικής για αλλαγή καθεστώτος, εν μέσω δηλώσεων του Παχλαβί που άρχισαν να εντείνονται μετά τη σύντομη σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ τον Ιούνιο, η οποία φέρεται να έπληξε το ισλαμικό καθεστώς.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο Παχλαβί ανέφερε ότι «είμαστε μια ενωμένη αντιπολίτευση. Μαζί θα φέρουμε την ελευθερία και την ευημερία στο Ιράν».
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, ο Παχλαβί εμφανίστηκε ανάμεσα στο κοινό, κρατώντας παραλλαγή της ιρανικής σημαίας που φέρει το έμβλημα του χρυσού λιονταριού με τον ήλιο στο κέντρο. Είχε επαφές με οικογένειες που έχουν θρηνήσει θύματα του ισχύοντος καθεστώτος. Στη σκηνή, εκπρόσωποι διαφόρων πολιτικών και θρησκευτικών ομάδων δήλωσαν δημόσια τη στήριξή τους στην προσπάθεια ανατροπής του ισλαμιστικού καθεστώτος και εγκαθίδρυσης κοσμικής, δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Το γραφείο Τύπου του Παχλαβί ανέφερε πως οι συμμετέχοντες κάλυπταν όλο το ιδεολογικό φάσμα της ιρανικής πολιτικής – από τη δεξιά έως την αριστερά, βασιλόφρονες και ρεπουμπλικανοί – καθώς και πλήθος εθνοτικών, θρησκευτικών και κοινωνικών ομάδων, όπως Κούρδοι, σουνίτες μουσουλμάνοι, μειονότητες, γλωσσικές και φυλετικές κοινότητες.
Μεταξύ των παριστάμενων ήταν ακτιβιστές, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, αρχηγοί φυλών, πρώην πολιτικοί κρατούμενοι και αθλητές. Ο πρωταθλητής της πάλης Ταγιέμπ Αζμουντέ, μιλώντας στη διάρκεια του συνεδρίου, δήλωσε ότι «η επαρχία του Κουρδιστάν παραμένει μία από τις πιο παραμελημένες περιοχές του Ιράν», προσθέτοντας ότι «παρ’ όλα αυτά, εμείς οι Κούρδοι πάντοτε στηρίξαμε το Ιράν». Ο ίδιος τόνισε ότι, ως Ιρανός Κούρδος και αθλητής, «σηκώνω με υπερηφάνεια τη σημαία του Λιονταριού και του Ήλιου».
Ο Αζμουντέ επεσήμανε ότι οι συμμετέχοντες πιστεύουν στην εδαφική ακεραιότητα του Ιράν και επιδιώκουν «ένα ελεύθερο, ευημερούν και ενωμένο έθνος», στο οποίο η θρησκεία θα είναι διαχωρισμένη από την πολιτεία, η δικαιοσύνη θα εφαρμόζεται ισότιμα και οι διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες θα συνυπάρχουν με ισότητα.
Στο επίκεντρο της εκδήλωσης βρέθηκε και η προοπτική ηγετικού ρόλου του Παχλαβί σε μια μεταβατική κυβέρνηση. Υπενθυμίζεται ότι είναι γιος του τελευταίου Σάχη του Ιράν, Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί, ο οποίος ανατράπηκε κατά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979. Ο Ρεζά Παχλαβί είχε ονομαστεί επίσημα διάδοχος το 1967.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο ηγέτης της φυλής Μπακτιαρί, Ανσάν Χοσραβί, υπογράμμισε ότι ο Παχλαβί δεν αντιμετωπίζεται ως σύμβολο του παρελθόντος, αλλά ως «φορέας αποκατεστημένης εθνικής εμπιστοσύνης» και «γέφυρα προς ένα μέλλον στο οποίο το Ιράν θα σταθεί ξανά περήφανο». Όπως είπε, «δεν τον βλέπουμε ως σωτήρα, αλλά ως συνοδοιπόρο, που κατανοεί τον πόνο του έθνους και συμπορεύεται με τον λαό στον αγώνα για ελευθερία, δικαιοσύνη και κοσμικό κράτος».
Παράλληλα, αυξανόμενη φαίνεται να είναι και η εσωτερική αντίδραση εντός Ιράν. Σύμφωνα με δηλώσεις του Παχλαβί στο Politico, περισσότεροι από 50.000 αξιωματούχοι του κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού του Ιράν έχουν εγγραφεί σε ασφαλή πλατφόρμα με σκοπό τον συντονισμό για την ανατροπή του ισλαμικού καθεστώτος. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν έχουν ακόμη επαληθευτεί πλήρως.
Το γραφείο Τύπου του Παχλαβί δεν απάντησε σε αίτημα επιβεβαίωσης αυτών των αριθμών.
Σε ξεχωριστή ανακοίνωση πριν το συνέδριο, είχε αναφερθεί ότι ο Παχλαβί σκοπεύει να κινητοποιήσει στο εσωτερικό του Ιράν εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής και απεργιών, προκειμένου να προκληθούν αποσκιρτήσεις από το καθεστώς, μέσω της νεοσύστατης διαδικτυακής του πλατφόρμας, παράλληλα με την πίεση που συνεχίζει να ασκεί από το εξωτερικό.
«Ο ιρανικός λαός αξίζει ειρήνη, δημοκρατία και ελευθερία», ανέφερε ο Παχλαβί σε ανάρτησή του στο X, προσθέτοντας πως αυτός είναι ο σκοπός για τον οποίο μάχεται και ο λόγος για τον οποίο – κατά την άποψή του – πρέπει να πέσει το παρόν καθεστώς.
Δεκάδες υπουργοί από χώρες όλου του κόσμου συμμετέχουν από σήμερα σε διάσκεψη στον ΟΗΕ για το μεσανατολικό με στόχο την προώθηση της λύσης των δύο κρατών – ενός ισραηλινού και ενός παλαιστινιακού – αν και οι ΗΠΑ και το Ισραήλ απέχουν.
Μετά την ανακοίνωση την Πέμπτη του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν ότι το Παρίσι θα αναγνωρίσει επισήμως ένα παλαιστινιακό κράτος τον Σεπτέμβριο, η διάσκεψη, την οποία έχει συγκαλέσει η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και της οποίας συμπροεδρεύουν η Γαλλία και η Σαουδική Αραβία, ελπίζει να δώσει ώθηση στο ζήτημα.
Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Νοέλ Μπαρό δήλωσε σε συνέντευξή του χθες, Κυριακή, στην εφημερίδα La Tribune Dimanche ότι και άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα επιβεβαιώσουν «την πρόθεσή τους να αναγνωρίσουν το κράτος της Παλαιστίνης» στη διάρκεια της διάσκεψης, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποιες είναι αυτές.
«Θα απευθύνουμε έκκληση από τη Νέα Υόρκη ώστε και άλλες χώρες να μας ακολουθήσουν και να δημιουργήσουμε μια ακόμη πιο φιλόδοξη δυναμική, η οποία θα κορυφωθεί στις 21 Σεπτεμβρίου», στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, επεσήμανε ο Μπαρό.
Ωστόσο ο Βρετανός πρωθυπουργός Κγρ Στάρμερ επανέλαβε την Παρασκευή ότι η αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους «θα πρέπει να εντάσσεται σε ένα συνολικότερο σχέδιο», ενώ η Γερμανία δεν εξετάζει να κάνει αυτό το βήμα «βραχυπρόθεσμα».
Σύμφωνα με καταμέτρηση του AFP, τουλάχιστον οι 142 από τις 193 χώρες-μέλη του ΟΗΕ – περιλαμβανομένης της Γαλλίας – αναγνωρίζουν πλέον το παλαιστινιακό κράτος.
Εξάλλου, εδώ και πολλές δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας υποστηρίζει την αρχή της λύσης των δύο κρατών, ενός ισραηλινού και ενός παλαιστινιακού.
Όμως, έπειτα από 21 μήνες πολέμου στη Γάζα, την επέκταση των εβραϊκών οικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τις απειλές Ισραηλινών αξιωματούχων ότι θα προσαρτηθεί και αυτή η περιοχή στο Ισραήλ, αυξάνονται οι ανησυχίες ότι θα είναι αδύνατη η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.
Από αυτή την ανησυχία προέκυψε και η ιδέα της διοργάνωσης αυτής της διάσκεψης, στην οποία θα πάρουν μέρος ο Παλαιστίνιος πρωθυπουργός Μοχαμάντ Μουστάφα και πολλές δεκάδες υπουργοί από χώρες όλου του κόσμου.
Η διάσκεψη πραγματοποιείται σε μια περίοδο «που η προοπτική ύπαρξης του κράτους της Παλαιστίνης απειλείται περισσότερο από ποτέ, όμως είναι και περισσότερο από ποτέ αναγκαία», σχολίασε ο Μπαρό.
Πέρα από το ζήτημα αυτό, η διάσκεψη θα επικεντρωθεί σε τρεις άξονες: στις μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση της Παλαιστινιακής Αρχής, στον αφοπλισμό της Χαμάς και τον αποκλεισμό της από τη διακυβέρνηση των Παλαιστινίων και τέλος στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών χωρών που δεν το έχουν πράξει ακόμη.
Αυτή την εβδομάδα δεν αναμένονται ανακοινώσεις από τις αραβικές χώρες για την εξομάλυνση των σχέσεών τους με το Ισραήλ, όμως «για πρώτη φορά οι αραβικές χώρες θα καταδικάσουν τη Χαμάς και θα ζητήσουν τον αφοπλισμό της», σημείωσε ο Μπαρό.
Η διάσκεψη «προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να μετατραπεί το διεθνές δίκαιο και η διεθνής συναίνεση σε ένα ρεαλιστικό σχέδιο και να αποδειχθεί η αποφασιστικότητα να τερματιστούν μια και καλή η κατοχή και η σύγκρουση», είχε δηλώσει την προηγούμενη εβδομάδα ο Παλαιστίνιος πρεσβευτής στον ΟΗΕ Ριάντ Μανσούρ.
Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ δεν θα συμμετάσχουν στη διάσκεψη, η οποία ήταν αρχικά προγραμματισμένο να διεξαχθεί τον Ιούνιο, όμως αναβλήθηκε λόγω του πολέμου μεταξύ του Ισραήλ και το Ιράν.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε την Κυριακή ότι η κυβέρνηση του Ισραήλ θα κληθεί σύντομα να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για τα επόμενα βήματα στη Λωρίδα της Γάζας, έπειτα από την απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από τις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός.
Κατά τη διάρκεια συνάντησής του με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στη Σκωτία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ φέρεται να τόνισε ότι η κατάσταση στη Γάζα είναι «μπερδεμένη» και ότι, ενώ ο ίδιος έχει άποψη για το πώς θα έπρεπε να ενεργήσει το Ισραήλ, θεωρεί πως δεν είναι «σωστό» να το εκφράσει δημόσια.
Σε ερώτηση για το ενδεχόμενο περαιτέρω συγκρούσεων μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, ο Τραμπ υποστήριξε πως δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η παλαιστινιακή οργάνωση ενδέχεται να μην παραδώσει άλλους ομήρους που κρατά από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Όπως σημείωσε, όταν ο αριθμός των ομήρων μειωθεί σημαντικά, καθίσταται δύσκολη η επίτευξη συμφωνίας, διότι η Χαμάς ενδέχεται να θεωρήσει πως η πλήρης απελευθέρωσή τους θα οδηγήσει στην πολιτική της κατάρρευση. Πρόσθεσε επίσης ότι, παρότι οι συνομιλίες είχαν προχωρήσει, η στάση της Χαμάς «σκλήρυνε ξαφνικά» και πλέον αρνείται να επιστρέψει τους εναπομείναντες ομήρους.
Οι δηλώσεις του Τραμπ ακολούθησαν την ανακοίνωση του Αμερικανού ειδικού απεσταλμένου, Στηβ Γουίτκοφ, σύμφωνα με την οποία η Ουάσιγκτον αποσύρει την αποστολή της από τις διαπραγματεύσεις στην Ντόχα του Κατάρ, εκτιμώντας ότι η Χαμάς δεν διαπραγματεύεται καλή τη πίστει.
Όπως ανέφερε ο Γουίτκοφ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, αν και οι μεσολαβητές κατέβαλαν προσπάθειες, η παλαιστινιακή οργάνωση δεν εμφανίζεται συντονισμένη ούτε ειλικρινής. Υπογράμμισε επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν «εναλλακτικές επιλογές» για την επιστροφή των ομήρων και για τη δημιουργία ενός πιο σταθερού περιβάλλοντος στη Γάζα.
Ο Γουίτκοφ χαρακτήρισε τη στάση της Χαμάς «εγωιστική» και τόνισε πως η Ουάσιγκτον παραμένει προσηλωμένη στον τερματισμό της σύγκρουσης και στην επίτευξη μόνιμης ειρήνης στη Γάζα.
Στο μεταξύ, το Κατάρ και η Αίγυπτος επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να συνεχίσουν τις προσπάθειες μεσολάβησης. Σε κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών της Αιγύπτου, στις 25 Ιουλίου, οι δύο χώρες χαρακτήρισαν την αποχώρηση των ΗΠΑ από τις συνομιλίες ως «φυσιολογική εξέλιξη στο πλαίσιο των πολύπλοκων αυτών διαπραγματεύσεων».
Από την έναρξη της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι επιθυμεί ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, καθώς και λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, που διαρκεί πλέον πάνω από τρία χρόνια.
Σε ερώτηση για τις συνθήκες που επικρατούν στη Γάζα, με φωτογραφίες να απεικονίζουν υποσιτισμένα παιδιά και εκτεταμένες καταστροφές, ο Τραμπ φέρεται να απάντησε πως η κατάσταση είναι «φρικτή», προσθέτοντας ότι υπάρχουν καταγγελίες για υπεξαίρεση τροφίμων, χρημάτων και όπλων από διάφορους εμπλεκομένους.
Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξαν σε εμπορική συμφωνία, στις 27 Ιουλίου, στο Τέρνμπερρυ της Σκωτίας, όπου συναντήθηκαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθώς και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, για τις τελικές διαπραγματεύσεις πριν τη λήξη της προσθεμίας που είχε θέσει ο πρώτος για την 1η Αυγούστου.
Παρουσιάζοντας αδρά το πλαίσιο της συμφωνίας, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι η ΕΕ θα αγοράσει ενέργεια αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ και ότι οι δασμοί στις εισαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των δασμών στις εισαγωγές αυτοκινήτων, θα οριστούν στο 15%.
Ακόμη, η ΕΕ θα επενδύσει επιπλέον 600 δισεκατομμύρια δολάρια πέραν των τρεχουσών επενδύσεών της στις Ηνωμένες Πολιτείες και θα αγοράσει αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό.
Σε περίπτωση μη συμφωνίας, η ΕΕ αντιμετώπιζε την προοπτική δασμών 30% στις περισσότερες εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ, όπως είχε ανακοινώσει με επιστολή του προς τη φον ντερ Λάιεν ο Ντόναλντ Τραμπ, στις 12 Ιουλίου, ενώ τον Μάιο οι δασμοί είχαν οριστεί στο 50%.
Σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση, ο κύριος λόγος για την επιβολή των δασμών ήταν το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, το οποίο ανερχόταν σε σχέση με την ΕΕ στα 235,6 δισ. δολάρια, κατά 12,9% αυξημένο από το 2023.
«Το σημείο εκκίνησης ήταν μια ανισορροπία, ένα πλεόνασμα από την πλευρά μας και ένα έλλειμμα από την πλευρά των ΗΠΑ», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια της συνάντησης. «Και θέλαμε να εξισορροπήσουμε τις εμπορικές μας σχέσεις […] έτσι ώστε διατλαντικό το εμπόριο να συνεχίσει να λειτουργεί».
Από την πλευρά του, ο Τραμπ δήλωσε ότι οι δύο πλευρές «ήθελαν να καταλήξουν σε συμφωνία».
«Αυτές οι διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει πριν από μήνες, οπότε ξέραμε σε τι μπαίναμε», σημείωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, προσθέτοντας ότι η συμφωνία ήταν «ικανοποιητική» τόσο για την ΕΕ όσο και για τις ΗΠΑ.
Τόνισε δε ότι πρόκειται για μια «τεράστια συμφωνία με πολλές χώρες» (σ.σ. τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ) και αναγνώρισε ότι «δεν ήταν εύκολο» να επιτευχθεί μια ενιαία συμφωνία μεταξύ όλων τους, ωστόσο χαρακτήρισε τις νέες επενδύσεις της ΕΕ «ουσιαστικές».
«Όλες οι χώρες θα ανοίξουν τις αγορές τους στο εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες με μηδενικούς δασμούς», δήλωσε. «Και συμφώνησαν να αγοράσουν τεράστιες ποσότητες στρατιωτικού εξοπλισμού. Δεν γνωρίζουμε το ακριβές ποσό, αλλά είναι γεγονός ότι κατασκευάζουμε τον καλύτερο στρατιωτικό εξοπλισμό στον κόσμο, οπότε έτσι [πρέπει] να γίνει μέχρι να μας ξεπεράσει κάποιος, κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί».
Οι δασμοί για τα αυτοκίνητα θα περιοριστούν επίσης στο 15%. Ωστόσο, οι δασμοί για τον χάλυβα και το αλουμίνιο θα παραμείνουν ως έχουν, επειδή «αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο», επεσήμανε.
Τα περισσότερα αγαθά της ΕΕ που εξάγονται στις ΗΠΑ υπόκεινται σε δασμούς 10%, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 25% για τα αυτοκίνητα και στο 50% για τον χάλυβα και το αλουμίνιο.
Ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Χάουαρντ Λούτνικ δήλωσε ότι εντός δύο εβδομάδων οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ενημερώσουν για τα σχέδιά τους σχετικά με τους δασμούς για τα μικροτσίπ, υποδηλώνοντας ότι αυτό ήταν ένας βασικός λόγος για την επιθυμία της ΕΕ να διαπραγματευτεί με τον Τραμπ.
«Θα σας αφήσω να περιμένετε δύο εβδομάδες μέχρι να ανακοινώσετε το σχέδιό σας», είπε ο Λούτνικ στον Τραμπ. «Αλλά θα επαναφέρουμε την παραγωγή μικροτσίπ στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Λίγες ημέρες πριν τη συνάντηση, στις 24 Ιουλίου, τα κράτη-μέλη της ΕΕ ψήφισαν την έγκριση αντιμέτρων ύψους 109 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αμερικανικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων της σόγιας, των αμυγδάλων, των αυτοκινήτων και των φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία θα τίθεντο σε ισχύ στις 7 Αυγούστου σε περίπτωση μη συμφωνίας.
Μέχρι τώρα, η κυβέρνηση Τραμπ έχει συνάψει προσωρινές εμπορικές συμφωνίες με την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η συμφωνία με την Ιαπωνία περιλαμβάνει δασμό 15% στις ιαπωνικές εισαγωγές και δέσμευση από την Ιαπωνία να ανοίξει τις αγορές της στα αμερικανικά προϊόντα και να επενδύσει 550 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Β. Κορκίδης: Διαχειρίσιμη η συμφωνία για τους δασμούς που κατέληξαν ΗΠΑ και ΕΕ
«Θέλουμε να πιστεύουμε πως η συμφωνία επιβολής δασμών στα επίπεδα του 15% είναι μια διαχειρίσιμη κατάσταση και ελπίζουμε πως δεν θα δημιουργήσει απώλειες στο διμερές εμπόριο ΗΠΑ και ΕΕ.»
Αυτό σημείωσε, μεταξύ άλλων, σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλης Κορκίδης.
Αναλυτικά, ο κος Κορκίδης δήλωσε τα εξής: «Η ανακοίνωση ότι οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξαν σε συμφωνία για τους δασμούς, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης που είχε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ με την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σίγουρα φέρνει ανακούφιση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
»Στο διεθνές εμπόριο, η όποια συμφωνία, είναι πάντα καλύτερη από καμία συμφωνία και τη μονομερή επιβολή μέτρων και αντίμετρων. Το γεγονός ότι συμφωνήθηκε να επιβάλλεται ένας γενικός δασμός 15% σε όλα τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και των αυτοκινήτων, είναι ένα στοιχείο που επαναφέρει την ισορροπία στις αμερικανοευρωπαϊκές εμπορικές σχέσεις και φαίνεται να ικανοποιεί τα δύο μέρη. Ωστόσο, οι δασμοί στον χάλυβα και το αλουμίνιο παραμένουν στο 50%, ενώ δεν είναι ξεκάθαρο εάν τελικά θα υπαχθούν σε ξεχωριστούς δασμούς τα φαρμακευτικά προϊόντα και οι ημιαγωγοί. Η συμφωνία προβλέπει επίσης ότι η ΕΕ θα αγοράσει αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό και ενέργεια συνολικού ύψους 750 δισ. δολαρίων, ενώ παράλληλα θα κάνει σημαντικές επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων.
»Η ευρωπαϊκή πλευρά κάνει λόγο για μια εμπορική συμφωνία ‘all inclusive’ μεταξύ των δύο μεγάλων εμπορικών εταίρων που φέρνει σταθερότητα. Ανεξάρτητα με τις λεπτομέρειες και τις εξαιρέσεις, είναι σημαντικό πως μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις η συμφωνία επιτεύχθηκε σε λιγότερο από μία εβδομάδα πριν από την προθεσμία της 1ης Αυγούστου και της επιβολής υψηλότερων δασμών που θα είχαν σοβαρές επιπτώσεις. Θέλουμε να πιστεύουμε πως η συμφωνία επιβολής δασμών στα επίπεδα του 15% είναι μια διαχειρίσιμη κατάσταση και ελπίζουμε πως δεν θα δημιουργήσει απώλειες στο διμερές εμπόριο ΗΠΑ και ΕΕ.»
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ συνομίλησε σήμερα με τους ηγέτες της Καμπότζης και της Ταϊλάνδης, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες συγκρούονται από την Πέμπτη λόγω μιας συνοριακής διαφορές.
Από τις μάχες έχουν σκοτωθεί μέχρι στιγμής 33 άνθρωποι.
«Μόλις μίλησα με τον πρωθυπουργό της Καμπότζης για να σταματήσουμε τον πόλεμο με την Ταϊλάνδη. Αυτήν τη στιγμή τηλεφωνώ στον μεταβατικό πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης για να του ζητήσω επίσης κατάπαυση του πυρός και το τέλος του πολέμου που μαίνεται», έγραψε σε ανάρτησή του στον ιστότοπο Truth Social ο Τραμπ.
Σε ξεχωριστή ανάρτηση, λίγα λεπτά αργότερα, έκανε λόγο για μια «πολύ καλή συνομιλία» με τον Ταϊλανδ’ο πρωθυπουργό.
«Η Ταϊλάνδη, όπως και η Καμπότζη, θέλει κατάπαυση του πυρός και ΕΙΡΗΝΗ», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον Τραμπ, οι ηγέτες των δύο ασιατικών χωρών συμφώνησαν να συναντηθούν και να επιδιώξουν να συνάψουν ειρήνη. Πρόσθεσε ότι, μόλις γίνει αυτό, ο ίδιος «ανυπομονεί» να ολοκληρώσει τις εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των ΗΠΑ και των δύο χωρών.
Μια μακροχρόνια συνοριακή διαφορά ήταν η αφορμή, την περασμένη Πέμπτη, για την έναρξη εχθροπραξιών με τη συμμετοχή μαχητικών αεροσκαφών, αρμάτων, πυροβολικού και χερσαίων δυνάμεων.
Με επιτυχία αντιμετώπισαν την πρόκληση της πρότασης ανάκλησης 24 βουλευτές της αντιπολίτευσης και ένας δήμαρχος, κατά τη σχετική ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου στην Ταϊβάν.
Όπως ανακοίνωσε η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, το αποτέλεσμα αυτό διασφαλίζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ), συνιστώντας ταυτόχρονα πλήγμα για το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (ΔΠΚ) του προέδρου Λάι Τσινγκ-τε.
Το τεστ της ανάκλησης παρακολουθήθηκε στενά, καθώς εκτιμάται ότι επηρεάζει σημαντικά το πολιτικό τοπίο της χώρας. Οι πρωτοβουλίες εναντίον βουλευτών του ΚΜΤ παρουσιάστηκαν ως «αντικομμουνιστικές» ενέργειες, με στόχο όσους θεωρούνται φιλο-Κινέζοι και ευθυγραμμισμένοι με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ).
Το Πεκίνο επιμένει πως η Ταϊβάν αποτελεί αποσχισμένο έδαφός του και έχει κατ’ επανάληψη απειλήσει ακόμα και με χρήση βίας για την επίτευξη επανένωσης. Η άνοδος του ΔΠΚ στην εξουσία έφερε ρήξη στις σχέσεις των δύο πλευρών και διακοπή κάθε επίσημου διαύλου επικοινωνίας μεταξύ Ταϊπέι και Πεκίνου.
Ο πρόεδρος του ΚΜΤ, Έρικ Τσιου, χαιρέτισε την απόρριψη όλων των εκστρατειών ανάκλησης κατά των βουλευτών του κόμματός του, χαρακτηρίζοντάς τη «σημαντική νίκη για τον λαό της Ταϊβάν». «Ο λαός επέλεξε τη σταθερότητα και επιθυμεί η κυβέρνηση να επικεντρωθεί στο έργο της, αντί για ατέρμονες πολιτικές διαμάχες», δήλωσε ο Τσιου σε συνέντευξη Τύπου στην έδρα του ΚΜΤ, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Focus Taiwan.
Το ΔΠΚ, καθώς και διάφορες κοινωνικές οργανώσεις που στήριζαν την ανάκληση, επιδίωκαν την απομάκρυνση βουλευτών του ΚΜΤ σε εννέα πόλεις και περιφέρειες της χώρας.
Επτά ακόμη βουλευτές του ΚΜΤ αναμένεται να αντιμετωπίσουν αντίστοιχες διαδικασίες προς τα τέλη Αυγούστου. Παρά την επικράτηση του ΔΠΚ στις προεδρικές εκλογές του περασμένου έτους, το ΚΜΤ, σε συνεργασία με το μικρότερο Κόμμα του Λαού της Ταϊβάν (TPP), διατηρεί επαρκή κοινοβουλευτική δύναμη ώστε να ορίζει την πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση.
Ο πρόεδρος του TPP, Χουάνγκ Κούο-τσάνγκ, επέκρινε τον πρόεδρο Λάι για τη στήριξη που παρείχε στις προσπάθειες ανάκλησης και ζήτησε δημόσια συγγνώμη. Χαρακτήρισε τη σχετική πρωτοβουλία διχαστική.
Η ψηφοφορία ανάκλησης πραγματοποιείται σε μια περίοδο όπου η Ταϊβάν πολλαπλασιάζει τις προσπάθειές της να θωρακιστεί απέναντι στην αυξανόμενη επιθετικότητα του Πεκίνου.
Ο πρόεδρος Λάι, που στα μάτια της Κίνας θεωρείται αυτονομιστής, έχει καλέσει επανειλημμένα τους πολίτες να συσπειρωθούν ενόψει των πιέσεων του ΚΚΚ. Σε διαδοχικές πανεθνικές ομιλίες στα τέλη Ιουνίου, προειδοποίησε ότι η πολύπλευρη διείσδυση της Κίνας απειλεί όχι μόνο την κυριαρχία της Ταϊβάν, αλλά και τα θεμέλια της δημοκρατίας της.
Η Meta, μητρική εταιρεία των Facebook, Instagram και WhatsApp, ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει όλες τις πολιτικές διαφημίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως τον Οκτώβριο, επικαλούμενη ως αιτία «μη εφαρμόσιμες» απαιτήσεις που επιβάλλονται από τον νέο κανονισμό της ΕΕ για την διαδικτυακή προεκλογική εκστρατεία.
Η ανακοίνωση, που έγινε στις 25 Ιουλίου, προηγήθηκε της εφαρμογής του κανονισμού για τη Διαφάνεια και τη Στόχευση Πολιτικών Διαφημίσεων (Transparency and Targeting of Political Advertising – TTPA), ο οποίος θέτει αυστηρούς περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο οι πλατφόρμες και οι διαφημιστές μπορούν να στοχεύουν τους ψηφοφόρους. Ο νόμος, που θα τεθεί σε ισχύ πριν από αρκετές εθνικές εκλογές και τις ευρωεκλογές του 2026, απαιτεί σαφή επισήμανση και δημόσια αρχειοθέτηση των πολιτικών διαφημίσεων και απαγορεύει τις εκστρατείες χρηματοδοτούμενες από το εξωτερικό εν όψει εκλογών.
Η Meta υποστήριξε ότι ο TTPA δημιουργεί «σημαντικές λειτουργικές προκλήσεις και νομικές αβεβαιότητες» που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της παροχής υπηρεσιών πολιτικής διαφήμισης στην ΕΕ Επιπλέον, τόνισε πως οι νέοι περιορισμοί θα μειώσουν τη σχετικότητα των διαφημίσεων και θα υπονομεύσουν το μοντέλο προσωποποιημένης διαφήμισης που στηρίζει μεγάλο μέρος της επιχειρηματικής της δραστηριότητας.
Η εταιρεία επεσήμανε ότι θεωρεί τα προσωποποιημένα διαφημιστικά μηνύματα κρίσιμα για μεγάλο εύρος διαφημιστών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιούν εκστρατείες ενημέρωσης των ψηφοφόρων για σημαντικά κοινωνικά ζητήματα που διαμορφώνουν τη δημόσια συζήτηση. Πρόσθεσε ότι κανονισμοί όπως ο TTPA υπονομεύουν σημαντικά την ικανότητά της να παρέχει αυτές τις υπηρεσίες, επηρεάζοντας όχι μόνο την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας των διαφημιστών αλλά και την πρόσβαση των ψηφοφόρων σε ολοκληρωμένες πληροφορίες.
Η Meta δήλωσε πως αντιμετωπίζει μια «ανέφικτη επιλογή» ανάμεσα στην παροχή ενός διαφημιστικού προϊόντος που δεν επιθυμούν ούτε οι χρήστες ούτε οι διαφημιστές και στη διακοπή των πολιτικών και κοινωνικών διαφημίσεων στο σύνολό τους, επιλέγοντας τελικά το δεύτερο.
Σε σχετική δήλωση, η εταιρεία σημείωσε ότι για άλλη μια φορά οι κανονιστικές υποχρεώσεις έχουν ως αποτέλεσμα την αφαίρεση δημοφιλών προϊόντων και υπηρεσιών από την αγορά, περιορίζοντας την επιλογή και τον ανταγωνισμό.
Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με την Meta, δεν ισχύει εκτός Ευρώπης και δεν θα εμποδίσει τους πολιτικούς, τους υποψηφίους ή τους χρήστες στην ΕΕ να αναρτούν πολιτικό περιεχόμενο.
Από την πλευρά τους, αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν δηλώσει ότι οι νέοι κανονισμοί κρίνονται απαραίτητοι για την αντιμετώπιση κρυφών εκστρατειών επιρροής και την προστασία των εκλογών από «παραπληροφόρηση».
Το 2024, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο και τον απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την τελική έγκριση, ο εισηγητής Σάντρο Γκόζι είχε χαρακτηρίσει τον TTPA βασικό εργαλείο προστασίας των δημοκρατικών και εκλογικών διαδικασιών της Ένωσης. Είχε τονίσει πως οι ψηφιακές τεχνολογίες καθιστούν τους πολίτες πιο ευάλωτους σε παραπληροφόρηση και ξένη παρέμβαση και ότι οι κανόνες αυτοί βοηθούν τους πολίτες να αναγνωρίζουν ποιος βρίσκεται πίσω από ένα πολιτικό μήνυμα και να κάνουν ενημερωμένες επιλογές στις κάλπες.
Ο Γκόζι σχολίασε αρνητικά την ανακοίνωση της Meta για την αναστολή των πολιτικών διαφημίσεων στην ΕΕ, χαρακτηρίζοντάς την ως ένδειξη άρνησης της εταιρείας να συμμορφωθεί με βασικά πρότυπα διαφάνειας. Συγκεκριμένα, έγραψε σε ανάρτησή του στο X ότι η απόφαση της Meta αποκαλύπτει «βαθιά αλλεργία στη διαφάνεια, την προστασία δεδομένων και τη δημοκρατική λογοδοσία».
Πρόσθεσε ότι η εταιρεία ισχυρίζεται πως μάχεται την παραπληροφόρηση ενώ ταυτόχρονα κερδίζει από αυτήν, και ότι η αποχώρησή της ανοίγει το δρόμο σε άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες που συμμορφώνονται με τους κανόνες.
Τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, και η Google είχε ανακοινώσει παρόμοια απόφαση, δηλώνοντας ότι θα διακόψει τις πολιτικές διαφημίσεις στην Ένωση ενόψει της εφαρμογής του TTPA. Τότε, η εταιρεία είχε εξηγήσει ότι το ευρύ πεδίο εφαρμογής και η ασαφής διατύπωση του νόμου την έκαναν αδύνατη τη συμμόρφωση, παρά τις επενδύσεις ετών σε εργαλεία διαφάνειας.
Κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, η Google είχε εκφράσει στους ευρωβουλευτές ανησυχίες, περιλαμβάνοντας προειδοποιήσεις ότι οι ευρείες ορισμοί των «πολιτικών διαφημίσεων» ενδέχεται να περιλάβουν κανονικό περιεχόμενο κοινωνικού ενδιαφέροντος, ότι οι τεχνικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να καθιστούν τη συμμόρφωση αδύνατη και ότι τα συστήματα σηματοδότησης από χρήστες θα μπορούσαν να καταχρηστούν για να φιμώσουν νόμιμο λόγο.
Παρόμοιες ανησυχίες διατύπωσε και η Civil Liberties Union for Europe (Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες στην Ευρώπη), μια οργάνωση υπεράσπισης δικαιωμάτων, που υποστήριξε ότι η αόριστη διατύπωση του νόμου ενδέχεται να περιορίσει την ελευθερία έκφρασης, ιδιαίτερα σε θέματα κοινωνικά και δημόσιας συζήτησης. Η οργάνωση τόνισε σε σχετική ανακοίνωση ότι ο πολύ ευρύς ορισμός θα μπορούσε να εμποδίσει τον πολιτικό διάλογο και το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης πολιτικών απόψεων και συμμετοχής στη δημόσια πολιτική συζήτηση.
Παράλληλα, κάλεσε την Επιτροπή να περιορίσει την ερμηνεία της πολιτικής διαφήμισης σε επερχόμενες κατευθυντήριες οδηγίες, ώστε να διαφυλαχθεί ένας υγιής δημόσιος χώρος και να υποστηριχθεί η κοινωνία των πολιτών σε ένα όλο και πιο περιοριστικό περιβάλλον.
ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ—Οι αφρικανικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την κινεζική τεχνητή νοημοσύνη για να βρίσκουν, να φυλακίζουν, να βασανίζουν, ακόμη και να σκοτώνουν πολιτικούς αντιπάλους και ακτιβιστές υπέρ της δημοκρατίας, σύμφωνα με αρκετές έρευνες.
Οι ερευνητές λένε ότι το Πεκίνο εξάγει το μοντέλο του «κράτους επιτήρησης» στις αφρικανικές χώρες και τοποθετείται γρήγορα για να ελέγχει τις κρίσιμες υποδομές, τα δεδομένα και την ενέργεια που θα τροφοδοτήσουν τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης της ηπείρου στο μέλλον.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Κίνα θα έχει τεράστια επιρροή στην πολιτική και τη δημόσια ζωή στην Αφρική, επηρεάζοντας ενδεχομένως τα αποτελέσματα των εκλογών και επηρεάζοντας την κοινή γνώμη υπέρ του Πεκίνου και των συμμάχων του, σύμφωνα με τις μελέτες.
Ορισμένοι ακαδημαϊκοί λένε ότι αυτό συμβαίνει ήδη.
Μια έρευνα από έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που μελετά τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και άλλων τεχνολογιών για τη στόχευση ομάδων αντιφρονούντων παγκοσμίως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα «σε μεγάλο βαθμό αόρατο μοτίβο» μεταμορφώνει τις συγκρούσεις σε όλη την Αφρική. Το Ινστιτούτο Έρευνας Κατανεμημένης Τεχνητής Νοημοσύνης (DAIR) δήλωσε ότι η χρήση τεχνολογίας όπως το spyware για την καταδίωξη πολιτικών ακτιβιστών και η χρήση αναγνώρισης προσώπου για την παρακολούθηση διαδηλωτών αντιπροσωπεύει «ένα νέο είδος μισθοφορικής δύναμης» στην Αφρική, η οποία διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από εταιρείες που ελέγχονται από το Πεκίνο.
Ο Αντίο-Αντέτ Ντινίκα, ερευνητής και συνεργαζόμενος συνεργάτης στη Διεθνή Μεταπτυχιακή Σχολή Κοινωνικών Επιστημών της Βρέμης στη Γερμανία, ηγήθηκε του έργου Data Workers Inquiry του DAIR. Διερεύνησε περιστατικά σε χώρες όπως η Αιθιοπία, η Ρουάντα και η Ζιμπάμπουε.
Η έρευνα του Ντινίκα αποκάλυψε την ύπαρξη «ψηφιακών εργαστηρίων υπερβολικού φόρτου εργασίας με ελάχιστους μισθούς» σε αφρικανικές πόλεις και κωμοπόλεις, όπως στο Ναϊρόμπι της Κένυας, στην Άκρα της Γκάνας και στο Γκούλου της Ουγκάντα, όπου οι εργαζόμενοι πληρώνονται μόλις 1,50 δολάρια την ώρα για να διδάξουν σε συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης να αναγνωρίζουν πρόσωπα, να διαχειρίζονται περιεχόμενο και να αναλύουν πρότυπα συμπεριφοράς.
Το κινεζικό καθεστώς διαπράττει αυτό που ο Ντινίκα αποκάλεσε «ψηφιακό αποικισμό στην πιο ύπουλη μορφή του».
«Το αποκαλώ αποικισμό επιτήρησης, αυτήν τη διαδικασία με την οποία ξένες δυνάμεις εξάγουν δεδομένα και εργασία από αφρικανικούς πληθυσμούς για να δημιουργήσουν συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που τελικά αστυνομεύουν, καταστέλλουν και αποσταθεροποιούν αυτούς τους ίδιους πληθυσμούς», έγραψε.
«Σε αντίθεση με τον ιστορικό αποικισμό, ο οποίος βασιζόταν σε άρματα μάχης και σφαίρες, ο αποικισμός επιτήρησης λειτουργεί μέσω αλγορίθμων, πλατφορμών και βιομετρικών συμβάσεων, αναθέτοντας τον έλεγχο σε τρίτους, ενώ παράλληλα εδραιώνει την εξάρτηση».
Ο Ντινίκα αναφέρθηκε σε μια συμφωνία 240 εκατομμυρίων δολαρίων που υπογράφηκε από την κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε και την τεχνολογική εταιρεία CloudWalk, η οποία υποστηρίζεται από το Πεκίνο, το 2018, την πρώτη φορά που μια εταιρεία εισήλθε στην Αφρική με τεχνολογία επιτήρησης τεχνητής νοημοσύνης.
Η κινεζική εταιρεία βοήθησε τη Ζιμπάμπουε να κατασκευάσει ένα κέντρο δεδομένων, το οποίο τελικά περιελάμβανε ένα σύστημα αναγνώρισης προσώπου με τεχνητή νοημοσύνη.
Τον Δεκέμβριο του 2021, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ πρόσθεσε οκτώ κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας στον κατάλογο οντοτήτων του — έναν κατάλογο ξένων εταιρειών και ατόμων για τα οποία η κυβέρνηση των ΗΠΑ περιορίζει την εξαγωγή ευαίσθητης τεχνολογίας και αγαθών.
Ένας εργαζόμενος καθαρίζει μια κάμερα παρακολούθησης σε έναν δρόμο στο Ναϊρόμπι της Κένυας, στις 18 Ιανουαρίου 2019. Οι ειδικοί έχουν καταγράψει την αυξημένη χρήση κινεζικής τεχνολογίας παρακολούθησης στην Αφρική, επιτρέποντας στην αστυνομία να παρακολουθεί και να συλλαμβάνει διαδηλωτές. Yasuyoshi Chiba/AFP μέσω Getty Images
Μεταξύ των νέων προσθηκών ήταν το CloudWalk, με το οποίο «η κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε συμφώνησε στην εγκατάσταση ενός μαζικού δικτύου παρακολούθησης στη Ζιμπάμπουε», δήλωσε το Υπουργείο Οικονομικών εκείνη την εποχή.
«Η συμφωνία περιελάμβανε την απαίτηση η κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε να στέλνει εικόνες που αποκτά από το δίκτυο παρακολούθησης πίσω στα γραφεία του Cloudwalk στην Κίνα, έτσι ώστε το Cloudwalk να μπορεί να βελτιώσει την ικανότητα του λογισμικού αναγνώρισης προσώπου του να αναγνωρίζει άτομα με βάση την χρώση του δέρματος», δήλωσε το Υπουργείο Οικονομικών.
Η τεχνολογία που προέκυψε, σύμφωνα με τον Ντινίκα, χρησιμοποιείται πλέον από την Κίνα σε όλη την Αφρική και τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων χώρων στη Ζιμπάμπουε όπου συχνάζουν αντικυβερνητικοί διαδηλωτές.
Η Ζιμπάμπουε θεωρείται ένας από τους στενότερους εταίρους του Πεκίνου.
Ο εκπρόσωπος του προέδρου της Ζιμπάμπουε Έμερσον Μνανγκάγκουα, Νικ Μανγκουάνα, δήλωσε στην εφημερίδα Epoch Times ότι οι «εξαιρετικοί δεσμοί συνεργασίας» της Ζιμπάμπουε με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) και τον ηγέτη του, Σι Τζινπίνγκ, «σημαίνουν ότι η Ζιμπάμπουε διαθέτει πλέον ένα από τα πιο εξελιγμένα εργαλεία καταπολέμησης του εγκλήματος στην Αφρική».
Μια εκτενής μελέτη σχετικά με τη χρήση συστημάτων επιτήρησης τεχνητής νοημοσύνης από τη Ζιμπάμπουε από το Πανεπιστήμιο Χούμπολτ της Γερμανίας το 2024 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση της τεχνολογίας δεν έχει οδηγήσει σε ούτε μία δημόσια καταδίκη εγκληματία.
Ο πολίτης Ζιμπάμπουε, και ακτιβιστής υπέρ της δημοκρατίας, Έβαν Μαγουαρίρε, δήλωσε στην εφημερίδα Epoch Times: «Όταν σε συλλαμβάνει και σε φυλακίζει η αστυνομία, καυχιούνται ότι χρησιμοποιούν την τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης τους για να μας αναγνωρίζουν στις διαμαρτυρίες. Ο κινεζικός τεχνολογικός εξοπλισμός χρησιμοποιείται ως μορφή πολιτικού ελέγχου. Η αστυνομία λέει ότι μπορεί να μας παρακολουθεί οποτεδήποτε, οπουδήποτε, επειδή έχει επίσης αγοράσει συσκευές από τους Κινέζους για να παρακολουθεί το διαδίκτυο και τα τηλέφωνα».
Απαντώντας, ο Μανγκουάνα είπε ότι δεν θα σχολίαζε τη «φύση του μηχανισμού ασφαλείας μας και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται, επειδή αυτό θα τον καθιστούσε αναποτελεσματικό».
Τόνισε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας της Ζιμπάμπουε χρησιμοποιούν τεχνολογία «σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ζιμπάμπουε».
Κάμερες ασφαλείας τεχνητής νοημοσύνης με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου εμφανίζονται στην 14η Διεθνή Έκθεση της Κίνας για τη Δημόσια Ασφάλεια και Προστασία σε εκθεσιακό κέντρο στο Πεκίνο στις 24 Οκτωβρίου 2018. Nicolas Asfouri /AFP μέσω Getty Images
Το CloudWalk και η κινεζική πρεσβεία στη Ζιμπάμπουε αρνήθηκαν να σχολιάσουν.
Στην Αιθιοπία, η φιλοκινεζική κυβέρνηση χρησιμοποιεί κινεζικά «εργαλεία ανάλυσης συναισθημάτων» εναντίον του πληθυσμού Τιγκρέι της χώρας, δήλωσε ο Ντινίκα.
Είπε ότι αυτά τα εργαλεία επιτρέπουν στις αρχές να παρακολουθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις διαδικτυακές αναρτήσεις σε πραγματικό χρόνο, παρέχοντας ακόμη και πληροφορίες σχετικά με τον τόνο της επικοινωνίας.
Ο Ντινίκα εξήγησε ότι ένα από τα βασικά εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούν οι αιθιοπικές αρχές είναι μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης που ονομάζεται Επεξεργασία Φυσικής Γλώσσας.
«Μέσω αυτού, το σύστημα εκπαιδεύεται ώστε να κατανοεί το πλαίσιο και τις αποχρώσεις της γλώσσας Τιγκρέι. Μπορεί να ερμηνεύσει λεκτικά στοιχεία όπως ο σαρκασμός, και οι άνθρωποι Τιγκρέι έχουν εξαφανιστεί μόνο και μόνο βάσει αυτού», είπε.
Όταν οι αιθιοπικές αρχές βασίστηκαν στην κινεζική τεχνητή νοημοσύνη κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Τιγκρέι του 2020-2022, δεν αγόραζαν απλώς τεχνολογία, είπε ο Ντινίκα. «Ανέθετε σε εξωτερικούς συνεργάτες κρίσιμες λειτουργίες διακυβέρνησης με τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα».
Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι αλγόριθμοι που καθόριζαν ποιες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνιστούσαν «εθνοτική υποκίνηση» εκπαιδεύτηκαν από εργαζόμενους δεδομένων στην Κένυα, σύμφωνα με την έρευνά του.
Κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών της Γενιάς Ζ του 2024 στην Κένυα κατά της προτεινόμενης αύξησης φόρων, η κορυφαία εταιρεία τηλεπικοινωνιών της χώρας, Safaricom, «παράνομα» μοιράστηκε τα δεδομένα τοποθεσίας των πελατών με τις δυνάμεις ασφαλείας, σύμφωνα με την έκθεση του Ντινίκα.
Αυτό επέτρεψε στην αστυνομία να παρακολουθεί και να συλλαμβάνει διαδηλωτές, είπε.
Η Safaricom αρνήθηκε οποιοδήποτε επίπεδο συνεργασίας με τις κενυατικές αρχές.
Ο Ντινίκα είπε ότι η κυβέρνηση του προέδρου της Κένυας Γουίλιαμ Ρούτο χρησιμοποίησε «υποκλοπή δεδομένων» σε συνδυασμό με εργαλεία αναγνώρισης προσώπου και πλάνα από εκατοντάδες συστήματα CCTV που παρέχονται από την Κίνα για να δημιουργήσει αυτό που ονόμασε «ψηφιακό δίκτυο» που είχε ως αποτέλεσμα τις «εξαναγκαστικές εξαφανίσεις» 82 ατόμων, με 29 ακόμη να αγνοούνται.
Ο καθηγητής Γουίλεμ Γκραβέτ, ανώτερος λέκτορας νομικής στο Πανεπιστήμιο της Πρετόρια, έχει επίσης καταγράψει την αυξημένη χρήση κινεζικής τεχνολογίας στην Αφρική.
Ο πρόεδρος της Ζιμπάμπουε Έμερσον Μνανγκάγκουα (3ος από αριστερά) συνομιλεί με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κετσιάνγκ (3ος από δεξιά) κατά τη διάρκεια συνάντησης στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στο Πεκίνο στις 4 Απριλίου 2018. Ερευνητές προειδοποιούν ότι η εξαγωγή από την Κίνα των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης «κράτους επιτήρησης» στην Αφρική θα μπορούσε να δώσει στο Πεκίνο σημαντική επιρροή στην πολιτική και την κοινή γνώμη σε όλη την ήπειρο. Parker Song/AFP μέσω Getty Images
Η τεχνολογία περιλαμβάνει «wifi sniffers» που συλλέγουν τις μοναδικές διευθύνσεις συσκευών όπως φορητοί υπολογιστές και smartphones, είπε.
«Τα δεδομένα συνδέονται κρυφά από συσκευές εντός της εμβέλειας ενός συγκεκριμένου δικτύου. Αυτό επιτρέπει στις αρχές να διαβάζουν επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των email», δήλωσε ο Γκραβέτ στην εφημερίδα Epoch Times. «Η Κίνα θα το αποκαλέσει επιχείρηση, αλλά βοηθά αυτά τα καθεστώτα μερικές φορές, κυριολεκτικά, να εξαλείφουν την αντιπολίτευση. Τα δικαιώματα των πολιτών στην ιδιωτικότητα δεν υπάρχουν πλέον σε ορισμένα μέρη της Αφρικής».
Η Κίνα έχει εξελιχθεί σε ένα «κράτος επιτήρησης του εικοστού πρώτου αιώνα» με πρωτοφανείς ικανότητες λογοκρισίας και παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είπε.
«[Το κινεζικό καθεστώς] μόλις άρχισε να στέλνει το σχέδιο επιτήρησής του σε αυταρχικές κυβερνήσεις στην Αφρική», δήλωσε ο Γκραβέτ.
«Αυτό το σχέδιο είναι εμποτισμένο με τη δυνατότητα ανάπτυξης κοινωνιών επιτήρησης κατά την εικόνα της Κίνας, ιδιαίτερα σε αφρικανικές χώρες με κακές επιδόσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι είτε αδύναμοι είτε ακόμη στα σπάργανα. Οι συνέπειες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην αφρικανική ήπειρο είναι πιθανό να είναι τρομερές».
Μέσω περισσότερων από 800.000 καμερών, οι αρχές του ΚΚΚ έχουν τη δυνατότητα να κατασκοπεύουν «ολόκληρη την πόλη του Πεκίνου», σύμφωνα με τον Γκραβέτ.
«Όταν οι Αφρικανοί δικτάτορες το ακούν αυτό, πηδούν από χαρά», είπε. «Θέλουν τον απόλυτο έλεγχο σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για την παράνομη εξουσία τους».
Σύμφωνα με τον Ντινίκα, οι Αφρικανοί αναπτύσσουν γρήγορα «φόβους επιτήρησης».
«Οι πολίτες που συμμετέχουν σε διαμαρτυρίες, οι δημοσιογράφοι που ερευνούν υποθέσεις διαφθοράς και οι ακτιβιστές που οργανώνουν κοινότητες τροποποιούν τη συμπεριφορά τους όταν πιστεύουν ότι παρακολουθούνται. Αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός λόγω της αδιαφάνειας που περιβάλλει αυτά τα συστήματα. Οι πολίτες δεν γνωρίζουν ποιες κάμερες λειτουργούν, ποια δεδομένα συλλέγονται ή πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους. Η απλή πιθανότητα επιτήρησης γίνεται μια μορφή ελέγχου», είπε.
Σε μια άλλη έκθεση, το think tank διεθνών σχέσεων ODI Global ανέφερε ότι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Alibaba και η Huawei επεκτείνουν την παρουσία τους, προσφέροντας υπηρεσίες cloud και επενδύουν σε κέντρα δεδομένων σε όλη την Αφρική.
Για παράδειγμα, η Huawei σχεδιάζει να επενδύσει 430 εκατομμύρια δολάρια σε κέντρα δεδομένων στην Αφρική και η Alibaba παρέχει ήδη υπηρεσίες cloud στη Νότια Αφρική.
Μια κάμερα παρακολούθησης σε έναν δρόμο στο Ναϊρόμπι της Κένυας, στις 18 Ιανουαρίου 2019. Yasuyoshi Chiba/AFP μέσω Getty Images
«Όλα αυτά αποτελούν απειλή για τους Αφρικανούς, επειδή είναι γνωστό ότι οι κινεζικές εταιρείες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν με τις αρχές», είπε ο Γκραβέτ.
Η ODI Global δήλωσε ότι η Κίνα θα μπορούσε σύντομα να ασκήσει έλεγχο στις κρίσιμες υποδομές, τα δεδομένα και την ενέργεια που απαιτούνται για την τροφοδοσία των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης της Αφρικής.
«Τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη επηρεάζοντας τις ειδήσεις, τις πληροφορίες και την ψυχαγωγία στις οποίες έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τις εκλογικές διαδικασίες ή να στρέψει την κοινή γνώμη προς ορισμένες ξένες δυνάμεις και μακριά από άλλες», αναφέρει η έκθεση.
Υποδεικνύει ότι αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τις δυτικές επενδύσεις στην Αφρική.
«Αυτό κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα σημείο καμπής όπου οι δυτικές εταιρείες δεν θα έχουν πρόσβαση στον ίδιο τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης που τις κρατά αποκλεισμένες από επενδύσεις. Αυτό θα μπορούσε επίσης να περιορίσει την πρόσβασή τους σε κρίσιμες πρώτες ύλες που απαιτούνται για τις δικές τους τεχνολογίες επόμενης γενιάς, όπως οι μπαταρίες», αναφέρει η έκθεση.
Η Ουκρανία προετοιμάζει συμβόλαιο για την πώληση μη επανδρωμένων αεροσκαφών στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνολικής αξίας από 10 έως και 30 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με δηλώσεις του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Όπως ανέφερε στις 24 Ιουλίου, η συμφωνία βασίζεται σε προκαταρκτικές διευθετήσεις με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με ουκρανικά μέσα ενημέρωσης, ο Ζελένσκι δήλωσε ότι οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει ώστε η Ουάσιγκτον να προχωρήσει σε αγορές μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την Ουκρανία, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια σοβαρή συμφωνία.
Για την κατάρτιση του σχεδίου έχει αναθέσει αρμοδιότητες στον υπουργό Άμυνας, Ρουστέμ Ουμέροφ, στον πρωθυπουργό, Ντένις Σμιχάλ, και στον σύμβουλό του, Ολεξάντρ Καμισίν.
Παράλληλα με την προτεινόμενη πώληση, η Ουκρανία συνεχίζει να επεκτείνει και τη διεθνή παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Ο Ζελένσκι ανακοίνωσε ότι έχει συναφθεί νέα συμφωνία με τη Δανία για την από κοινού παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών μακράς εμβέλειας σε εργοστάσια της σκανδιναβικής χώρας. Τμήμα αυτών των μη επανδρωμένων αεροσκαφών θα χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ το υπόλοιπο θα ενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις της Δανίας. Αντίστοιχες συνεργασίες, πρόσθεσε, βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση με τη Νορβηγία και τη Γερμανία.
Η εφημερίδα The Epoch Times δεν έχει λάβει απάντηση για σχόλιο από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και το Πεντάγωνο μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου.
Η ανακοίνωση του Ουκρανού προέδρου ακολούθησε συνέντευξή του στη New York Post, όπου αποκάλυψε ότι βρίσκεται σε συνομιλίες με τον Τραμπ για μία «τεράστια συμφωνία», η οποία θα προέβλεπε αγορά ουκρανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών από τις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα την προμήθεια αμερικανικών οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία.
Ο Ζελένσκι υποστήριξε ότι η τεχνολογία που έχει αναπτύξει η Ουκρανία υπό συνθήκες πολέμου μπορεί να αξιοποιηθεί ευρύτερα, σημειώνοντας ότι «ο αμερικανικός λαός χρειάζεται αυτή την τεχνολογία στο οπλοστάσιό του».
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη έχουν εξελιχθεί σε κρίσιμο παράγοντα του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Αν και η σύρραξη ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 με κλασικές επιχειρήσεις ξηράς και αέρος, στη συνέχεια μετατράπηκε σε αντιπαράθεση με εκτεταμένη χρήση μη επανδρωμένων συστημάτων. Με δεδομένες τις απώλειες σε έμψυχο δυναμικό και εξοπλισμό και από τις δύο πλευρές, η καθημερινή χρήση εκατοντάδων μικρών, οικονομικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών έχει καταστεί στρατηγικής σημασίας, τόσο για την αναγνώριση στόχων όσο και για την προσβολή βαρέος εξοπλισμού.
Η Ρωσία έχει ενσωματώσει τις επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στον πυρήνα της στρατηγικής της, πλήττοντας πόλεις και κρίσιμες υποδομές στην Ουκρανία. Από την πλευρά της, η Ουκρανία έχει επιδείξει αυξανόμενες επιθετικές δυνατότητες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επιχείρηση «Ιστός Αράχνης» του περασμένου μήνα, κατά την οποία ισχυρίστηκε ότι εξαπέλυσε συγχρονισμένη επίθεση 117 μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε πέντε ρωσικές αεροπορικές βάσεις, καταστρέφοντας συνολικά 41 αεροσκάφη, ανάμεσά τους και ένα στρατηγικό βομβαρδιστικό τύπου Tu-95.
Η σημασία των μη επανδρωμένων αεροσκαφών αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον. Αναλυτές προειδοποιούν ότι κράτη αλλά και μη κρατικοί δρώντες σε όλο τον κόσμο στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη χαμηλού κόστους και υψηλής αποτελεσματικότητας για να επιτύχουν στρατηγικούς και τακτικούς στόχους. Στο πλαίσιο αυτό, εκφράζονται ανησυχίες ότι οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να χάσουν την τεχνολογική τους υπεροχή, εάν δεν ακολουθήσουν την παγκόσμια τάση.
Ανταποκρινόμενος σε αυτές τις προειδοποιήσεις, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, υπέγραψε στις 10 Ιουλίου οδηγία για την επιτάχυνση της εγχώριας παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών και την άρση γραφειοκρατικών εμποδίων. Σε σχετικό μήνυμα προς το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων, χαρακτήρισε τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη ως «τη μεγαλύτερη καινοτομία στο πεδίο μάχης της τελευταίας γενιάς» και τόνισε ότι ο αμερικανικός στρατός οφείλει να ανταποκριθεί στις εξελίξεις. Παράλληλα, κάλεσε όλες τις στρατιωτικές μονάδες να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους στη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Όπως ανέφερε ο Χέγκσεθ στο βιντεοσκοπημένο μήνυμά του: «Μας εμπιστεύτηκαν να ανασυγκροτήσουμε τις ένοπλες δυνάμεις και να προσαρμόσουμε τις δυνατότητές μας στις σύγχρονες απειλές. Ενώ οι αντίπαλοί μας έχουν παράξει εκατομμύρια φθηνά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, εμείς ήμασταν καθηλωμένοι σε ένα πλέγμα γραφειοκρατίας. Αυτό πλέον αλλάζει».