Τετάρτη, 10 Σεπ, 2025

Παραβίαση διακομιστή της Microsoft έπληξε περίπου 100 οργανισμούς, λένε ερευνητές

Μια εκτεταμένη επιχείρηση κυβερνοκατασκοπείας που στόχευε λογισμικό διακομιστή της Microsoft έθεσε σε κίνδυνο περίπου 100 οργανισμούς μέχρι το σαββατοκύριακο, δήλωσαν τη Δευτέρα δύο από τους οργανισμούς που βοήθησαν στην αποκάλυψη της εκστρατείας.

Η Microsoft εξέδωσε το Σάββατο μια ειδοποίηση σχετικά με «ενεργές επιθέσεις» σε αυτο-φιλοξενούμενους διακομιστές SharePoint, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ευρέως από οργανισμούς για την κοινή χρήση εγγράφων και τη συνεργασία εντός οργανισμών. Τα στιγμιότυπα SharePoint που εκτελούνται από διακομιστές της Microsoft δεν επηρεάστηκαν.

Ονομαζόμενες «zero-day» επειδή αξιοποιούν μια προηγουμένως άγνωστη ψηφιακή αδυναμία, οι παραβιάσεις επιτρέπουν στους κατασκόπους να διεισδύουν σε ευάλωτους διακομιστές και ενδεχομένως να ανοίγουν μια κερκόπορτα για να εξασφαλίσουν συνεχή πρόσβαση στους οργανισμούς-θύματα.

Η Βαΐσα Μπερνάρντ, επικεφαλής στην Eye Security, μια εταιρεία κυβερνοασφάλειας με έδρα την Ολλανδία, η οποία ανακάλυψε την κυβερνοεπίθεση που στόχευε έναν από τους πελάτες της την Παρασκευή, δήλωσε ότι μια σάρωση στο διαδίκτυο που πραγματοποιήθηκε με το Ίδρυμα Shadowserver αποκάλυψε σχεδόν 100 θύματα συνολικά – και αυτό πριν γίνει ευρέως γνωστή η τεχνική πίσω από την παραβίαση.

«Είναι σαφές», είπε η Μπερνάρντ. «Ποιος ξέρει τι έχουν κάνει άλλοι αντίπαλοι έκτοτε για να τοποθετήσουν άλλες κερκόπορτες.»

Αρνήθηκε να κατονομάσει τους οργανισμούς που επηρεάστηκαν, λέγοντας ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές είχαν ειδοποιηθεί.

Το Ίδρυμα Shadowserver επιβεβαίωσε τον αριθμό εκατό. Ανέφερε ότι οι περισσότεροι οργανισμούς βρίσκονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία, και τα θύματα περιελάμβαναν κυβερνητικούς οργανισμούς.

Ένας άλλος ερευνητής είπε ότι, μέχρι στιγμής, η κατασκοπεία φαίνεται να είναι έργο ενός μόνο χάκερ ή μίας ομάδας χάκερ.

«Είναι πιθανό αυτό να αλλάξει γρήγορα», δήλωσε ο Ράφε Πίλλινγκ, διευθυντής πληροφοριών απειλών στη Sophos, μια βρετανική εταιρεία κυβερνοασφάλειας.

Η Microsoft δήλωσε ότι «παρέχει ενημερώσεις ασφαλείας και ενθαρρύνει τους πελάτες να τις εγκαταστήσουν», δήλωσε ένας εκπρόσωπος της εταιρείας σε δήλωση μέσω email.

Δεν ήταν σαφές ποιος βρισκόταν πίσω από τη συνεχιζόμενη παραβίαση, αλλά η Google της Alphabet, η οποία έχει ορατότητα σε μεγάλα τμήματα της διαδικτυακής κίνησης, δήλωσε ότι συνέδεσε τουλάχιστον μερικές από τις παραβιάσεις με έναν «κινεζικό παράγοντα απειλής».

Η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον δεν απάντησε αμέσως σε μήνυμα που ζητούσε σχόλια. Το Πεκίνο αρνείται συστηματικά ότι πραγματοποίησε επιχειρήσεις παραβίασης.

Το FBI δήλωσε την Κυριακή ότι γνώριζε τις επιθέσεις και συνεργαζόταν στενά με τους ομοσπονδιακούς και ιδιωτικούς εταίρους του, αλλά δεν έδωσε άλλες λεπτομέρειες. Το Εθνικό Κέντρο Κυβερνοασφάλειας της Βρετανίας δήλωσε ότι γνώριζε «έναν περιορισμένο αριθμό» στόχων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ένας ερευνητής που παρακολούθησε την εκστρατεία δήλωσε ότι η εκστρατεία φαινόταν αρχικά να στοχεύει ένα στενό σύνολο κυβερνητικών οργανισμών.

Το σύνολο των πιθανών στόχων παραμένει τεράστιο. Σύμφωνα με δεδομένα από τη Shodan, μηχανή αναζήτησης που βοηθά στην αναγνώριση εξοπλισμού που συνδέεται με το διαδίκτυο, πάνω από 8.000 διαδικτυακοί διακομιστές θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν ήδη παραβιαστεί από χάκερ. Η Shadowserver υπολόγισε τον αριθμό σε λίγο περισσότερους από 9.000, προειδοποιώντας παράλληλα ότι ο αριθμός ήταν ο ελάχιστος.

Σε αυτούς τους διακομιστές περιλαμβάνονται μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες, τράπεζες, ελεγκτές, εταιρείες υγειονομικής περίθαλψης και αρκετές πολιτειακές και διεθνείς κυβερνητικές οντότητες των ΗΠΑ.

«Το περιστατικό του SharePoint φαίνεται να έχει δημιουργήσει ένα ευρύ φάσμα παραβίασης σε μια σειρά διακομιστών παγκοσμίως», δήλωσε ο Ντάνιελ Καρντ της βρετανικής εταιρείας συμβούλων κυβερνοασφάλειας PwnDefend.

«Η υιοθέτηση μιας υποτιθέμενης προσέγγισης παραβίασης είναι σοφή και είναι επίσης σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η απλή εφαρμογή της ενημέρωσης κώδικα δεν είναι το μόνο που απαιτείται εδώ.»

Από τους James Pearson και Raphael Satter

Η Μόσχα επιδιώκει εξομάλυνση των σχέσεων με το Αζερμπαϊτζάν παρά τη διπλωματική κρίση

Η Ρωσία επιβεβαίωσε αυτή την εβδομάδα ότι οι σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν παραμένουν τεταμένες, εκφράζοντας ωστόσο την ελπίδα πως οι δύο χώρες, παρά τη δυσκολία της περιόδου, θα καταφέρουν σύντομα να γεφυρώσουν το χάσμα.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε στις 21 Ιουλίου – σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS – ότι οι δύο χώρες διατηρούν κοινά συμφέροντα και συνεργάζονται στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και του αμοιβαίου οφέλους. Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι υπάρχουν στιγμές που οι σχέσεις περνούν δοκιμασίες και χαρακτήρισε την τρέχουσα συγκυρία ως μία από αυτές, εκφράζοντας την ελπίδα πως η κατάσταση θα εξομαλυνθεί.

Η διμερής κρίση κλιμακώθηκε στις αρχές Ιουλίου, όταν οι αρχές του Μπακού συνέλαβαν αρκετούς Ρώσους υπηκόους, μεταξύ των οποίων δύο δημοσιογράφους του ρωσικού κρατικού πρακτορείου Sputnik. Οι συλληφθέντες παραμένουν υπό κράτηση, με τις κατηγορίες να μην έχουν αποσαφηνιστεί.

Οι συλλήψεις ερμηνεύτηκαν ευρέως ως απάντηση σε προηγούμενη σύλληψη από τη ρωσική αστυνομία, στις 27 Ιουνίου, αρκετών Ρώσων πολιτών αζερικής καταγωγής, οι οποίοι φέρονταν να εμπλέκονται σε οργανωμένο έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων ανθρωποκτονιών. Δύο από τους υπόπτους πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από το Μπακού, το οποίο απέδωσε ευθύνη στις ρωσικές αρχές.

Εργαζόμενοι στο Διεθνές Αεροδρόμιο Heydar Aliyev του Μπακού μεταφέρουν φέρετρο με το πτώμα ενός θύματος της συντριβής ενός αεροσκάφους του Αζερμπαϊτζάν στο Καζακστάν. Μπακού, 28 Δεκεμβρίου 2024. (Φωτογραφία AP)

 

Ο Πεσκόφ, αναφερόμενος στο θέμα, αναγνώρισε ότι στη Ρωσία διαμένει μια μεγάλη και κατά βάση νομοταγής – κατά τα λεγόμενά του – αζερική διασπορά, η οποία χαίρει σεβασμού. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι άτομα που εμπλέκονται σε παράνομες ενέργειες θα διώκονται σύμφωνα με τον νόμο.

Σε σχέση με τους Ρώσους υπηκόους που συνελήφθησαν στο Αζερμπαϊτζάν, ο Πεσκόφ υπογράμμισε ότι η Μόσχα αναμένει από το Μπακού να αντιμετωπίζει με σεβασμό τους Ρώσους πολίτες που διαμένουν ή εργάζονται στη χώρα.

Το Αζερμπαϊτζάν έχει προβεί και σε άλλες κινήσεις αντίδρασης, όπως η ακύρωση όλων των προγραμματισμένων ρωσικών πολιτιστικών εκδηλώσεων στο έδαφός του. Όταν ρωτήθηκε σχετικά, ο Πεσκόφ απάντησε πως οι συλλήψεις στο Γεκατερίνμπουργκ αφορούν αποκλειστικά την εφαρμογή του νόμου και δεν θα έπρεπε να αποτελούν αφορμή για τέτοιες ενέργειες.

Διπλωματική κρίση

Παρά την ένταση, το Αζερμπαϊτζάν διατηρούσε έως πρόσφατα γενικά φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία είχε αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο στη μακροχρόνια εδαφική διαμάχη μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας. Και οι δύο χώρες συμμετέχουν στην Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ), μια περιφερειακή ένωση υπό ρωσική επιρροή που απαρτίζεται από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.

Ενδεικτική της επιδείνωσης των σχέσεων υπήρξε η απόφαση του Αζερμπαϊτζάν να μην αποστείλει αντιπρόσωπο στη συνεδρίαση του Οικονομικού Συμβουλίου της ΚΑΚ που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στις 18 Ιουλίου.

Την επόμενη ημέρα, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ επανέλαβε την κατηγορία ότι η Ρωσία φέρει ευθύνη για την κατάρριψη επιβατηγού αεροσκάφους της Azerbaijan Airlines στα τέλη του προηγούμενου έτους. Υποστήριξε ότι η κυβέρνησή του γνωρίζει με ακρίβεια τι συνέβη και είναι σε θέση να το αποδείξει, ενώ εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι και οι ρωσικές αρχές γνωρίζουν τα πραγματικά περιστατικά.

Το αεροσκάφος, τύπου Embraer 190, συνετρίβη τον Δεκέμβριο του 2024 κατά τη διάρκεια πτήσης από το Μπακού προς το Γκρόζνι της νοτιοανατολικής Ρωσίας. Σύμφωνα με το Αζερμπαϊτζάν, η πτώση του προκλήθηκε από ρωσικά αντιαεροπορικά πυρά που εκτοξεύθηκαν κατά λάθος, με αποτέλεσμα να συντριβεί στο έδαφος του Καζακστάν και να σκοτωθούν και οι 38 επιβαίνοντες.

Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν είχε ζητήσει συγγνώμη για το «τραγικό περιστατικό», χωρίς όμως να αναγνωρίσει επίσημα την ευθύνη της Μόσχας. Ο Αλίεφ απαίτησε από τη Ρωσία να αναλάβει την ευθύνη για το δυστύχημα, να τιμωρήσει τους υπαίτιους, να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων και να καλύψει το κόστος του κατεστραμμένου αεροσκάφους. Όπως ανέφερε, αυτές είναι «τυπικές προσδοκίες στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας».

Σύμφωνα με αζερικά μέσα ενημέρωσης, ο Αλίεφ φέρεται να εξετάζει την υποβολή αγωγής κατά της Ρωσίας ενώπιον διεθνών δικαστικών οργάνων. Ερωτηθείς σχετικά, ο Πεσκόφ δήλωσε ότι μια τέτοια κίνηση αποτελεί «δικαίωμα του Αζερμπαϊτζάν», προσθέτοντας ότι η Μόσχα θα αναμείνει επίσημες αποφάσεις.

Η Τεχεράνη δηλώνει ότι η εκ νέου επιβολή διεθνών κυρώσεων θα περιπλέξει την «κατάσταση» αναφορικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα

Η εκ νέου επιβολή διεθνών κυρώσεων στο Ιράν θα καταστήσει πιο περίπλοκη την «κατάσταση» με το πυρηνικό του πρόγραμμα, δήλωσε σήμερα ο υφυπουργός Εξωτερικών Καζέμ Γαριμπαμπαντί σύμφωνα με κρατικά μέσα ενημέρωσης.

Ο Γαριμπαμπαντί μιλούσε εν όψει της συνάντησης την Παρασκευή με τρία ευρωπαϊκά κράτη, μια ομάδα γνωστή ως Ε3, η οποία απαρτίζεται από τις Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία.

Η E3 έχει δηλώσει ότι εάν δεν επιτευχθεί καμία πρόοδος έως τα τέλη Αυγούστου για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, θα ενεργοποιήσει τον μηχανισμό «snapback» – μια διαδικασία με την οποία θα επιβληθούν εκ νέου οι κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών στην Τεχεράνη, οι οποίες είχαν αρθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας του 2015 με αντάλλαγμα περιορισμούς στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

«Θα εκφράσουμε τη θέση μας αναφορικά με τα σχόλια της Ε3 για τον μηχανισμό snapback, που νομίζουμε ότι στερείται κάθε νομικής βάσης», δήλωσε ο Γαριμπαμπαντί, αναφερόμενος στη συνάντηση της Παρασκευής στην Κωνσταντινούπολη.

«Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθειά μας θα είναι να δούμε εάν μπορούμε να βρούμε κοινές λύσεις για να διαχειριστούμε την κατάσταση.»

Οι τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις, μαζί με την Κίνα και τη Ρωσία, είναι τα εναπομείναντα συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα – από την οποία οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν το 2018.

«Είναι επτά χρόνια που η πυρηνική συμφωνία δεν εφαρμόζεται από τους Ευρωπαίους ύστερα από την αποχώρηση των ΗΠΑ από αυτή. Πώς μπορούν να ισχυριστούν ότι το Ιράν δεν ακολουθεί τη συμφωνία όταν δεν το κάνουν οι ίδιοι;», πρόσθεσε ο Γαριμπαμπαντί.

Η Τεχεράνη αρνείται ότι στοχεύει στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων και δηλώνει ότι το πυρηνικό της πρόγραμμα έχει μόνο ειρηνικούς σκοπούς.

Σφοδρή κριτική από τον Πουαλιέβρ για επιλεκτική αυστηρότητα στη δίωξη των Λιτς και Μπάρμπερ

Ο αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος του Καναδά, Πιερ Πουαλιέβρ, επέκρινε δημόσια τους εισαγγελείς για την πρότασή τους να επιβληθούν ποινές κάθειρξης άνω των επτά ετών στους διοργανωτές του κινήματος Freedom Convoy («Κομβόι Ελευθερίας»), Ταμάρα Λιτς και Κρις Μπάρμπερ.

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 21 Ιουλίου, ο Πουαλιέβρ υποστήριξε ότι το αίτημα αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αντιμετώπιση που έχουν, όπως ανέφερε, βίαιοι παραβάτες οι οποίοι συχνά αφήνονται ελεύθεροι χωρίς συνέπειες λόγω του καναδικού συστήματος εγγυοδοσίας. Ειδικότερα σχολίασε ότι την ώρα που βίαιοι δράστες αφήνονται ελεύθεροι λίγες ώρες μετά τη σύλληψή τους και αντισημιτικές ομάδες βανδαλίζουν επιχειρήσεις και παρεμποδίζουν την κυκλοφορία χωρίς κυρώσεις, η Εισαγγελία ζητά επταετείς ποινές για κατηγορίες φθοράς ξένης περιουσίας.

Ανάλογες επισημάνσεις έκανε και ο βουλευτής των Συντηρητικών και πρώην δημοσιογράφος Άντριου Λώτον (Andrew Lawton), ο οποίος έχει γράψει βιβλίο για το «Κομβόι Ελευθερίας». Σε δική του ανάρτηση σημείωσε ότι η δίωξη κατά των δύο κατηγορουμένων υπήρξε, όπως τη χαρακτήρισε, «υπερβολική και εκδικητική», δεδομένου ότι επρόκειτο για «μια ειρηνική διαμαρτυρία διάρκειας τριών εβδομάδων, πριν από σχεδόν τρεισήμισι χρόνια».

Οι Λιτς και Μπάρμπερ υπήρξαν βασικά πρόσωπα της διαμαρτυρίας «Κομβόι Ελευθερίας», η οποία ξεκίνησε ως αντίδραση στην υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για τον κορωνοϊό και εξελίχθηκε σε ευρύτερη κινητοποίηση κατά των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Εκατοντάδες οχήματα συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της Οττάβας, κλείνοντας τους δρόμους επί τρεις εβδομάδες, ενώ αντίστοιχες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και σε άλλα σημεία της χώρας. Μερικοί κάτοικοι της Οττάβας είχαν εκφράσει παράπονα για συνεχή ηχορύπανση, ρύπανση από καυσαέρια, παρεμπόδιση κυκλοφορίας και περιστατικά παρενόχλησης.

Η καναδική κυβέρνηση επικαλέστηκε τον Νόμο Εκτάκτων Αναγκών στις 14 Φεβρουαρίου 2022, ενεργοποιώντας ειδικές εξουσίες για τη διάλυση της κινητοποίησης, τη σύλληψη διαδηλωτών και το πάγωμα τραπεζικών λογαριασμών. Οι δύο διοργανωτές συνελήφθησαν στις 17 Φεβρουαρίου, μία ημέρα πριν από την επέμβαση της αστυνομίας.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι Λιτς και Μπάρμπερ κατηγορήθηκαν για φθορά ξένης περιουσίας, παρεμπόδιση του έργου της αστυνομίας, υποκίνηση σε φθορά και εκφοβισμό, ενώ ο Μπάρμπερ αντιμετώπισε και κατηγορία για υποκίνηση σε παραβίαση δικαστικής απόφασης. Στις 3 Απριλίου 2025, η δικαστής Χέδερ Πέρκινς-ΜακΒέι έκρινε και τους δύο ενόχους για φθορά, ενώ ο Μπάρμπερ κρίθηκε επιπλέον ένοχος για υποκίνηση σε παραβίαση δικαστικής εντολής. Οι λοιπές κατηγορίες δεν τεκμηριώθηκαν επαρκώς, ενώ η κατηγορία της υποκίνησης σε φθορά τέθηκε στο αρχείο.

Αρχικά, οι εισαγγελείς είχαν προτείνει ποινές φυλάκισης διάρκειας δύο ετών για τους δύο κατηγορουμένους, καθώς και την κατάσχεση του φορτηγού του Μπάρμπερ, ονόματι «Big Red», με το οποίο ταξίδεψε από τη Σασκάτσεβαν στην Οττάβα. Ωστόσο, στις 19 Ιουλίου, η Λιτς δήλωσε σε ανάρτησή της ότι η Εισαγγελία ζητά πλέον κάθειρξη επτά ετών για την ίδια και οκτώ ετών για τον Μπάρμπερ.

Η εφημερίδα The Epoch Times απευθύνθηκε στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα του Οντάριο, χωρίς να λάβει άμεση απάντηση. Από την πλευρά της, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εισαγγελίας ανέφερε ότι το ζήτημα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα της επαρχίας.

Η Λιτς ανήρτησε αντίγραφο των εγγράφων του Εισαγγελέα για την επικείμενη διαδικασία καταλογισμού ποινής, όπου αναφέρεται ότι η πρόταση είναι «ανάλογη προς τη σοβαρότητα της αξιόποινης πράξης, την ηθική ευθύνη των δραστών και λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο ελαφρυντικά στοιχεία όσο και τις προσωπικές τους συνθήκες».

Η Εισαγγελία απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό ότι μια αυστηρότερη ποινή θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην πολιτική έκφραση, σημειώνοντας ότι πάντοτε είχε τονίσει τη σημασία της ελευθερίας έκφρασης για όλους τους Καναδούς, αλλά ότι η ελευθερία αυτή υπόκειται σε όρια.

Η ακροαματική διαδικασία για την επιβολή ποινής στον Μπάρμπερ έχει προγραμματιστεί για τις 23 Ιουλίου στο Δικαστικό Μέγαρο της Οττάβας. Αποκρινόμενος στη δήλωση Πουαλιέβρ στην πλατφόρμα X, ο Μπάρμπερ τον ευχαρίστησε, προσθέτοντας ότι οι κατηγορούμενοι «περίμεναν καιρό για να μιλήσουν δημόσια εκλεγμένοι αξιωματούχοι».

Του Matthew Horwood

Τουλάχιστον 19 νεκροί από συντριβή μαχητικού σε σχολικό συγκρότημα στο Μπανγκλαντές

Τουλάχιστον 19 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 164 τραυματίστηκαν στις 21 Ιουλίου, όταν εκπαιδευτικό μαχητικό αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας του Μπανγκλαντές συνετρίβη σε συγκρότημα κολεγίου και σχολείου στην πρωτεύουσα Ντάκα, σύμφωνα με στρατιωτικό εκπρόσωπο.

Όπως έγινε γνωστό, το αεροσκάφος τύπου F-7 BGI απογειώθηκε στις 13:06 τοπική ώρα από τη στρατιωτική βάση Κουρμιτόλα στο πλαίσιο προγραμματισμένης εκπαιδευτικής πτήσης, όμως παρουσίασε μηχανική βλάβη λίγο μετά την απογείωση. Ο αντισυνταγματάρχης Σάμι Ουντ Ντάουλα Τσόουντρι ανέφερε ότι ο πιλότος κατέβαλε «ηρωική προσπάθεια» να απομακρύνει το αεροσκάφος από κατοικημένες περιοχές, αλλά παρά τις προσπάθειές του, το μαχητικό κατέπεσε τελικά σε διώροφο κτίριο του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου Milestone School and College.

Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, ο πιλότος συγκαταλέγεται στους νεκρούς, ενώ έχει συσταθεί επιτροπή διερεύνησης για τα αίτια του δυστυχήματος.

Το F-7 BGI είναι η τελική και πιο προηγμένη έκδοση της σειράς μαχητικών Chengdu J-7/F-7 που κατασκευάζονται στην Κίνα. Το Μπανγκλαντές είχε υπογράψει σύμβαση για την απόκτηση 16 τέτοιων αεροσκαφών το 2011, με τις παραδόσεις να ολοκληρώνονται το 2013. Το συγκεκριμένο μοντέλο αποτελεί κινεζική εκδοχή του σοβιετικού MiG-21.

Το σημείο της συντριβής

Βίντεο από το σημείο του δυστυχήματος δείχνουν μεγάλη πυρκαγιά σε χώρο με γκαζόν και πυκνό καπνό να υψώνεται στον ουρανό, ενώ πλήθος κόσμου παρακολουθούσε από απόσταση.

Πυροσβέστες κατέβαλαν προσπάθειες να σβήσουν τη φωτιά στα συντρίμμια του αεροσκάφους, το οποίο φαίνεται να είχε προσκρούσει σε τοίχο του κτιρίου, προκαλώντας σημαντικές υλικές ζημιές, όπως μεταλλικά κάγκελα που διαλύθηκαν και άνοιγμα στην τοιχοποιία, σύμφωνα με πλάνα του πρακτορείου Reuters.

Ο επικεφαλής της μονάδας εγκαυμάτων του Ιατρικού Κολεγίου και Νοσοκομείου της Ντάκα, Μπιντάν Σάρκερ, δήλωσε ότι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο νεκρό ένα παιδί της τρίτης τάξης του δημοτικού, ενώ άλλοι τρεις τραυματίες ηλικίας 12, 14 και 40 ετών νοσηλεύονται.

Εικόνες από το σημείο δείχνουν επίσης ανθρώπους να φωνάζουν και να κλαίνε, την ώρα που άλλοι προσπαθούν να τους παρηγορήσουν.

Ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες, ο καθηγητής του σχολείου Μασούντ Ταρίκ, ανέφερε ότι τη στιγμή που πήγαινε να παραλάβει τα παιδιά του και έφτανε στην είσοδο, άκουσε μια έκρηξη πίσω του. Γυρίζοντας το κεφάλι, είδε μόνο φλόγες και καπνό.

Το περιστατικό σημειώνεται λίγο περισσότερο από έναν μήνα μετά την πολύνεκρη συντριβή αεροσκάφους της Air India πάνω σε φοιτητική εστία ιατρικής σχολής στην πόλη Αχμενταμπάντ της Ινδίας, όπου είχαν χάσει τη ζωή τους 241 από τους 242 επιβαίνοντες και 19 άνθρωποι στο έδαφος — το χειρότερο αεροπορικό δυστύχημα της τελευταίας δεκαετίας παγκοσμίως.

Των Ruma Paul και Sudipto Ganguly

Η Συρία επιβεβαιώνει την απομάκρυνση οικογενειών Bεδουίνων από τη Σουέιντα

Το υπουργείο Εσωτερικών της Συρίας επιβεβαίωσε στις 21 Ιουλίου την έναρξη της απομάκρυνσης οικογενειών Bεδουίνων από την πόλη Σουέιντα, έπειτα από τις συγκρούσεις μεταξύ μαχητών της κοινότητας των Δρούζων και φυλών Βεδουίνων.

Ο στρατηγός Αχμέντ αλ Νταλάτι, επικεφαλής των Δυνάμεων Εσωτερικής Ασφάλειας στη νότια επαρχία της Συρίας, φέρεται να δήλωσε στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων SANA ότι η κυβέρνηση θα διευκολύνει την αποχώρηση όσων επιθυμούν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Τόνισε επίσης πως θα παρασχεθεί η δυνατότητα επιστροφής σε όσους το επιθυμούν, στο πλαίσιο των προσπαθειών για εδραίωση της σταθερότητας και αποκατάσταση της ασφάλειας στην επαρχία Σουέιντα.

Η ανακοίνωση έγινε μία ημέρα μετά την αποχώρηση των Βεδουίνων μαχητών από τη Σουέιντα, εξέλιξη που επέτρεψε την είσοδο ανθρωπιστικών κομβόι στην πόλη και αποτέλεσε βήμα αποκλιμάκωσης της βίας, η οποία είχε εκτοπίσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.

Οι συγκρούσεις ξέσπασαν πριν από μία εβδομάδα ανάμεσα σε παραστρατιωτικές ομάδες των Δρούζων – θρησκευτικής και εθνοτικής μειονότητας με παρουσία σε Συρία, Λίβανο και Ισραήλ – και φυλές Βεδουίνων. Σύμφωνα με έκθεση που περιήλθε στην κατοχή της εφημερίδας The Epoch Times, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔOM) του ΟΗΕ εκτίμησε ότι 128.571 άτομα εκτοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, εκ των οποίων 43.000 μόνο στις 19 Ιουλίου.

Η κυβέρνηση της Συρίας, της οποίας ο προσωρινός πρόεδρος Αχμέντ αλ Σαρά έχει δεσμευθεί για την προστασία των δικαιωμάτων των Δρούζων, είχε αποστείλει στρατεύματα στην περιοχή, εντείνοντας τις εχθροπραξίες.

Η σύγκρουση κλιμακώθηκε και σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς στις 16 Ιουλίου το Ισραήλ προχώρησε σε αεροπορικές επιδρομές στη νότια Συρία και στη Δαμασκό, στοχεύοντας εγκαταστάσεις των κυβερνητικών δυνάμεων. Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις ανέφεραν ότι οι επιθέσεις είχαν ως σκοπό την προστασία των Δρούζων αμάχων.

Η εκεχειρία, η οποία επετεύχθη με τη διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών, της Τουρκίας και αραβικών κρατών και ανακοινώθηκε στις 18 Ιουλίου, διεκόπη προσωρινά στις 19 του μηνός, αλλά φάνηκε να τηρείται εκ νέου από τις 20 Ιουλίου.

Ο Σύρος υπουργός Εσωτερικών Άνας Χατάμπ φέρεται να δήλωσε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν αποκαταστήσει την ηρεμία στην περιοχή, ενώ Βεδουίνοι μαχητές και σύμμαχες φυλές είχαν υποχωρήσει στα περίχωρα της Σουέιντα, καθώς οι Αρχές είχαν αποκλείσει την πόλη.

Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία, Τομ Μπάρακ, ανέφερε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X στις 20 Ιουλίου ότι οι δύο πλευρές είχαν «φτάσει σε παύση και διακοπή των εχθροπραξιών», σημειώνοντας ότι το επόμενο βήμα θα ήταν η «ολοκληρωμένη ανταλλαγή ομήρων και κρατουμένων».

Η Δαμασκός προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε παραβίαση της εκεχειρίας θα θεωρηθεί προσβολή της εθνικής κυριαρχίας και θα αντιμετωπιστεί με νομικά μέτρα, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους ισχύοντες νόμους, όπως μετέδωσε το πρακτορείο SANA.

Ο Μπάρακ, που είναι και ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Συρία, συναντήθηκε στις 20 Ιουλίου με τον διοικητή των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, Μαζλούμ Aμπντί, με τον οποίο συζήτησαν για την κατάσταση στο πεδίο και την ανάγκη άμεσων βημάτων για την σταθεροποίηση της χώρας.

Η κατάσταση στην περιοχή

Σύμφωνα με το SANA, οι κυβερνητικές δυνάμεις επέβαλαν ζώνη ασφαλείας γύρω από τη Σουέιντα προκειμένου να διευκολύνουν την απομάκρυνση αμάχων και τη διανομή βοήθειας. Παράλληλα, κρατικοί αξιωματούχοι εργάζονται για την κάλυψη των ανθρωπιστικών αναγκών και την ανταπόκριση σε εκκλήσεις για προμήθειες και βασικές υπηρεσίες στην περιοχή.

Ο ΔΟΜ ανέφερε ότι η επαρχία αντιμετωπίζει διακοπές ρεύματος, ελλείψεις νερού και καυσίμων. Σε καταφύγια φιλοξενίας εκτοπισμένων παρατηρούνται σοβαρές ελλείψεις σε υπηρεσίες ύδρευσης, αποχέτευσης και υγιεινής, ενώ οι ανθρωπιστικοί εταίροι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν λόγω οδοφραγμάτων, προβλημάτων ασφαλείας και έλλειψης πόρων, εν μέσω παράλληλων κρίσεων όπως οι πυρκαγιές και η ξηρασία.

Η Συριακή Ερυθρά Ημισέληνος δήλωσε ότι απέστειλε 32 φορτηγά με ανθρωπιστική βοήθεια στη Σουέιντα, στις 20 Ιουλίου. Ξεχωριστό κυβερνητικό κομβόι φέρεται να εμποδίστηκε να εισέλθει στην πόλη από παρατάξεις Δρούζων που είναι πιστές στον θρησκευτικό ηγέτη σεΐχη Χικμάτ αλ Χίτζρι.

Το υπουργείο Εξωτερικών της Συρίας ανέφερε ότι το κομβόι περιελάμβανε δύο ασθενοφόρα με προμήθειες από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς.

Ο σεΐχης Χίτζρι δεν απάντησε άμεσα στις κατηγορίες, ωστόσο σε δήλωσή του καλωσόρισε την ανθρωπιστική βοήθεια προς τη Σουέιντα και κατήγγειλε εκστρατείες δυσφήμησης εναντίον του. Τόνισε πως δεν υπάρχει καμία διαμάχη από πλευράς του σε θρησκευτική ή εθνοτική βάση, ενώ καυτηρίασε κάθε προσπάθεια υποκίνησης διχόνοιας και μίσους μεταξύ των νέων.

Ο ΔOM ανέφερε ότι περίπου 33.150 εκτοπισμένοι έχουν μετακινηθεί στη γειτονική επαρχία Ντερά και βρίσκονται σε επείγουσα ανάγκη στέγασης, τροφίμων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Της Evgenia Filimianova

Νέες επιθέσεις με ουκρανικά drone επηρεάζουν τις αεροπορικές και σιδηροδρομικές μεταφορές στη Δυτική Ρωσία

Ένα κύμα ουκρανικών επιθέσεων με drone σε στόχους εντός της δυτικής Ρωσίας επηρέασε για λίγο τις αεροπορικές μεταφορές στη Μόσχα και παρέλυσε τις σιδηροδρομικές μεταφορές στην περιοχή του Ροστόφ.

Σε μια επίθεση που διήρκεσε λιγότερο από οκτώ ώρες, 74 ουκρανικά drone «αναχαιτίστηκαν και εξουδετερώθηκαν» από τη ρωσική αεράμυνα, σύμφωνα με το ρωσικό υπουργείο Άμυνας.

Σε δήλωση που επικαλείται το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, το υπουργείο δήλωσε ότι 23 εισερχόμενα drone καταρρίφθηκαν με επιτυχία πάνω από την ευρύτερη περιοχή της Μόσχας, όπου ζουν περίπου 21,5 εκατομμύρια άνθρωποι.

Ποικίλος αριθμός drone καταρρίφθηκε επίσης πάνω από τις δυτικές περιοχές της Ρωσίας, Κουρσκ, Ροστόφ, Μπριάνσκ, Καλούγκα, Τούλα και Λίπετσκ, σύμφωνα με το υπουργείο.

Παρόλο που δεν αναφέρθηκαν σημαντικές ζημιές στην περιοχή της Μόσχας, η ρωσική αρχή πολιτικής αεροπορίας ανέστειλε προσωρινά τις πτήσεις σε πολλά αεροδρόμια. Βίντεο που δημοσίευσαν τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης δείχνει επιβάτες να περιμένουν σε μεγάλες ουρές στο αεροδρόμιο Sheremetyevo, ενώ άλλοι κοιμούνται στο πάτωμα λόγω καθυστερήσεων πτήσεων.

Σύμφωνα με το TASS, συντρίμμια drone που έπεσαν χτύπησαν σιδηροδρομική εγκατάσταση στη δυτική περιοχή του Ροστόφ, προκαλώντας πυρκαγιά και καθυστερήσεις σε 26 επιβατηγά τρένα.

«Η κυκλοφορία μέσω του σταθμού Καμενολόμνυ [στο Ροστόφ] προχωρά με μειωμένη ταχύτητα», ανέφερε το πρακτορείο ειδήσεων, σημειώνοντας ότι ομάδες έκτακτης ανάγκης είχαν σταλεί στην πληγείσα περιοχή.

Μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης, το Κίεβο δεν είχε ακόμη εκδώσει δήλωση σχετικά με τις αναφερόμενες επιθέσεις.

Οι νυχτερινές επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη από την Ουκρανία συνέπεσαν με μια ρωσική επίθεση —με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη— σε στόχους σε διάφορα μέρη της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας, Κιέβου.

Σύμφωνα με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν στα ρωσικά μπαράζ και τουλάχιστον 15 άλλοι τραυματίστηκαν.

«Εργασίες διάσωσης και έκτακτης ανάγκης βρίσκονται σε εξέλιξη στις πόλεις και τις κοινότητές μας μετά τη ρωσική επίθεση», έγραψε στο X.

«Έχουν αναφερθεί ζημιές στο Κίεβο και στην περιοχή [του Κιέβου], καθώς και στις περιοχές Χάρκοβο και Ιβάνο-Φρανκίφσκ».

Ο Ζελένσκι δήλωσε ότι ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη αναχαιτίστηκαν πάνω από τις περιοχές Σούμι, Χμελνίτσκι, Κιροβοχράντ, Νικολάιφ, Πολτάβα και Χερσώνα της Ουκρανίας.

Η βορειοανατολική πόλη του Χάρκοβο, το δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμιακό κέντρο της Ουκρανίας, επλήγη από 12 ρωσικά πλήγματα, προκαλώντας πυρκαγιά σε μια βιομηχανική εγκατάσταση, σύμφωνα με τον δήμαρχο της πόλης, Ιχόρ Τερέχοφ.

Ο Ρουσλάν Μαρτσίνκιφ, δήμαρχος του Ιβάνο-Φρανκίφσκ, που βρίσκεται στη δυτική Ουκρανία, δήλωσε ότι η πόλη του υπέστη τη μεγαλύτερη ρωσική επίθεση από την έναρξη της σύγκρουσης στις αρχές του 2022.

Η τελευταία ρωσική επίθεση περιελάμβανε 24 πυραύλους και περισσότερα από 425 μη επανδρωμένα αεροσκάφη, δήλωσε η Ουκρανική Πολεμική Αεροπορία, σημειώνοντας ότι 23 από τα τελευταία φαίνεται να έπληξαν τους στόχους τους.

Ρώσοι και Ουκρανοί διαπραγματευτές συμμετέχουν σε ειρηνευτικές συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Ιουνίου 2025. (Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών μέσω Getty Images)

 

«Διαμετρικά αντίθετοι» όροι εκεχειρίας

Το Σαββατοκύριακο, ο Ζελένσκι δήλωσε ότι είχε προσφέρει να πραγματοποιήσει έναν νέο γύρο συνομιλιών με Ρώσους διαπραγματευτές, τονίζοντας την ελπίδα του να εξασφαλίσει μια εκεχειρία.

«Πρέπει να γίνουν τα πάντα για να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός», είπε σε βιντεοσκοπημένη ομιλία του στις 19 Ιουλίου. «Η ρωσική πλευρά πρέπει να σταματήσει να κρύβεται από τις αποφάσεις».

Την επόμενη μέρα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ήλπιζε να καταλήξει σε «ειρηνικό συμπέρασμα» με το Κίεβο «το συντομότερο δυνατό».

Ωστόσο, ο Πεσκόφ δήλωσε ότι η προτεραιότητα της Μόσχας ήταν να «επιτύχει τους στόχους της» στη σύγκρουση, οι οποίοι, όπως είπε, παρέμειναν «σαφείς».

Στις 21 Ιουλίου, αναγνώρισε ότι η Μόσχα και το Κίεβο είχαν ανταλλάξει σχέδια υπομνημάτων για πιθανές συνομιλίες, αλλά περιέγραψε τους όρους που τέθηκαν στα σχέδια ως «διαμετρικά αντίθετους».

Δύο προηγούμενοι γύροι συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη — στις 16 Μαΐου και στις 2 Ιουνίου — οδήγησαν σε σημαντικές ανταλλαγές κρατουμένων, αλλά δεν κατάφεραν να επιφέρουν σημαντικές εξελίξεις.

Επέκταση επιχειρήσεων στη Γάζα: Ισραηλινά άρματα μάχης εισήλθαν στην πόλη Ντειρ αλ Μπάλαχ

Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις ανακοίνωσαν στις 21 Ιουλίου την επέκταση των χερσαίων επιχειρήσεών τους στη Λωρίδα της Γάζας, με την είσοδο αρμάτων μάχης για πρώτη φορά στην πόλη Ντειρ αλ Μπάλαχ, στο κέντρο της παλαιστινιακής περιοχής.

Την προηγούμενη ημέρα, ο αραβόφωνος εκπρόσωπος του ισραηλινού στρατού, συνταγματάρχης Αβιχάι Αντραέι, είχε απευθύνει προειδοποίηση εκκένωσης προς τους κατοίκους της περιοχής, καλώντας τους να μετακινηθούν προς τα νότια, προς την περιοχή αλ Μαουάσι. Όπως ανήρτησε στην πλατφόρμα X, οι δυνάμεις του Ισραήλ συνέχιζαν με μεγάλη ένταση τις επιχειρήσεις τους με στόχο την καταστροφή των δυνατοτήτων του εχθρού και της τρομοκρατικής υποδομής, επεκτείνοντας τις δραστηριότητές τους σε περιοχές όπου δεν είχαν επιχειρήσει στο παρελθόν.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ισραηλινός στρατός προχώρησε και σε ρίψη φυλλαδίων σε συνοικίες στα νοτιοδυτικά της Ντειρ αλ Μπάλαχ, με τα οποία ζητούσε από τους πολίτες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Η κλιμάκωση των επιχειρήσεων προκάλεσε αντιδράσεις από τις οικογένειες των Ισραηλινών ομήρων, οι οποίες φέρονται να εξέφρασαν την ανησυχία ότι τέτοιες αποφάσεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των αγαπημένων τους προσώπων. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας The Times of Israel, το «Hostage and Missing Families Forum» («Φόρουμ Οικογενειών Ομήρων και Αγνοουμένων») ζήτησε από την κυβέρνηση και τη στρατιωτική ηγεσία να δώσουν άμεσες εξηγήσεις για τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων και για το πώς αυτές προστατεύουν τους ομήρους που εξακολουθούν να κρατούνται στη Γάζα.

Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου πραγματοποιήθηκε μαζική συγκέντρωση στο Τελ Αβίβ με αίτημα την επίτευξη συμφωνίας για την απελευθέρωση των ομήρων και τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε δηλώσει νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι τουλάχιστον 20 από τους 50 ομήρους που παραμένουν στη Γάζα θεωρούνται ακόμη εν ζωή.

Στις 20 Ιουλίου, τουλάχιστον 67 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν από ισραηλινά πυρά ενώ περίμεναν την είσοδο φορτηγών του ΟΗΕ με ανθρωπιστική βοήθεια, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της Χαμάς στη Γάζα. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ (World Food Programme – WFP) επιβεβαίωσε το περιστατικό, αναφέροντας σε ανάρτησή του στο Χ ότι κομβόι 25 φορτηγών είχε περάσει από το συνοριακό σημείο Ζικίμ. Καθώς πλησίαζε η αυτοκινητοπομπή, σημειώθηκαν πυρά από ισραηλινά άρματα, ελεύθερους σκοπευτές και άλλες πηγές, όπως αναφέρθηκε, με την υπηρεσία να εκφράζει βαθιά ανησυχία και θλίψη για την τραγική απώλεια ανθρώπινων ζωών και για τους πολλούς σοβαρά τραυματίες που προσπαθούσαν απλώς να προμηθευτούν τρόφιμα για να επιβιώσουν.

Από την πλευρά του, ο ισραηλινός στρατός υποστήριξε ότι τα στρατεύματά του είχαν προχωρήσει σε προειδοποιητικά πυρά προς συγκεντρωμένο πλήθος στη βόρεια Γάζα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί «άμεση απειλή». Πρόσθεσε ότι οι αρχικές εκτιμήσεις δείχνουν πιθανή υπερεκτίμηση του αριθμού των θυμάτων και ότι «σίγουρα δεν στοχεύει σκόπιμα φορτηγά με ανθρωπιστική βοήθεια».

Η Ουάσιγκτον καλεί τη Χαμάς να αποδεχθεί την πρόταση

Η επέκταση των ισραηλινών επιχειρήσεων συνέπεσε με δήλωση του ειδικού απεσταλμένου της κυβέρνησης Τραμπ για θέματα ομήρων, Άνταμ Μπόλερ, ο οποίος κάλεσε τη Χαμάς να αποδεχθεί την ισραηλινή πρόταση που έχει κατατεθεί στο πλαίσιο των έμμεσων διαπραγματεύσεων για εκεχειρία και απελευθέρωση ομήρων.

Σε συνέντευξή του στο CNN στις 20 Ιουλίου, ο Αμερικανός αξιωματούχος ανέφερε ότι το Ισραήλ έχει κάνει πολλές υποχωρήσεις και έχει ανασχεδιάσει τους χάρτες για να διευκολύνει την επίτευξη συμφωνίας. Όπως είπε, είναι ανάγκη να προχωρήσει η απελευθέρωση τουλάχιστον δέκα ομήρων, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και δύο νεκροί Αμερικανοί, και να εξασφαλιστεί η απομάκρυνση των υπολοίπων.

Από την πλευρά της Χαμάς, ο εκπρόσωπος της στρατιωτικής πτέρυγας του κινήματος, Άμπου Ουμπάιντα, δήλωσε σε τηλεοπτική του ομιλία ότι η οργάνωση επιθυμεί κατάπαυση του πυρός, αλλά ότι το Ισραήλ έχει απορρίψει τις προτάσεις για την απελευθέρωση ομήρων. Προειδοποίησε, μάλιστα, ότι αν το Ισραήλ συνεχίσει να αποφεύγει τη συμφωνία, δεν μπορεί να εγγυηθεί την επανάληψη επιμέρους συμφωνιών ή την πρόταση για την απελευθέρωση δέκα κρατουμένων.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς διεξάγονται έμμεσα στην Ντόχα του Κατάρ, με στόχο μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει εκεχειρία διάρκειας 60 ημερών και ανταλλαγή ομήρων.

Η Χαμάς επιμένει ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου, ενώ ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έχει καταστήσει σαφές ότι η σύρραξη θα λήξει μόνο όταν η τρομοκρατική οργάνωση αφοπλιστεί πλήρως και οι ηγέτες της εκδιωχθούν από τη Γάζα.

Με τη συμβολή του Jack Phillips και πληροφορίες από το Reuters

Ο τρίτος γύρος ειρηνευτικών συνομιλιών Ουκρανίας-Ρωσίας ορίζεται για τις 23 Ιουλίου στην Τουρκία, επιβεβαιώνει ο Ζελένσκι

Ένας τρίτος γύρος ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας θα πραγματοποιηθεί στην Τουρκία στις 23 Ιουλίου, ανακοίνωσε ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

«Σήμερα συζήτησα με τον [Γραμματέα Εθνικής Ασφαλείας] Ρουστέμ Ούμεροφ την προετοιμασία μιας ανταλλαγής [κρατουμένων] και μιας άλλης συνάντησης στην Τουρκία με τη ρωσική πλευρά», δήλωσε ο Ζελένσκι στην βραδινή του ομιλία στις 21 Ιουλίου μέσω του επίσημου καναλιού του στο Telegram.

«Ο Ούμεροφ ανέφερε ότι η συνάντηση έχει προγραμματιστεί για την Τετάρτη. Περισσότερες λεπτομέρειες θα είναι διαθέσιμες αύριο».

Δύο γύροι διαπραγματεύσεων πραγματοποιήθηκαν φέτος στην πόλη της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι οδήγησαν σε συμφωνίες για την ανταλλαγή κρατουμένων και νεκρών του πολέμου. Ωστόσο, δεν έχουν επιφέρει καμία απτή πρόοδο προς τον τερματισμό του πολέμου, ο οποίος βρίσκεται τώρα στον τέταρτο χρόνο του.

Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο Ζελένσκι δήλωσε ότι η ομάδα του θα επικεντρωθεί σε τρία βασικά ζητήματα στην επερχόμενη συνάντηση: την επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου, την επιστροφή των απαχθέντων Ουκρανών παιδιών και τις προετοιμασίες για μια πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.

«Η ατζέντα από την πλευρά μας είναι σαφής», έγραψε στο X. «Είναι σαφές σε όλους ότι πραγματικά αποτελεσματικές συνομιλίες μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο σε επίπεδο εθνικών ηγετών».

Ο Ντμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπος του Πούτιν, δήλωσε στις 21 Ιουλίου ότι το Κρεμλίνο υποστηρίζει τη διεξαγωγή του επόμενου γύρου συνομιλιών, αν και δεν επιβεβαίωσε την ημερομηνία.

Ενώ ο Ζελένσκι ζήτησε επανειλημμένα μια συνάντηση σε επίπεδο ηγεσίας, ο Πούτιν μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει κανένα ενδιαφέρον να συναντηθεί προσωπικά με τον Ουκρανό ομόλογό του. Σύμφωνα με τον Πεσκόφ, δεν θα υπάρξει «καμία αλλαγή» στη ρωσική αντιπροσωπεία, πράγμα που σημαίνει ότι ο βοηθός του Πούτιν, Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, θα συνεχίσει να ηγείται των συνομιλιών εκ μέρους της Ρωσίας.

Στον τελευταίο γύρο συνομιλιών τον Ιούνιο, η Ρωσία παρουσίασε μια λίστα σκληρών απαιτήσεων ως όρους για τον τερματισμό του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης τεσσάρων νοτιοανατολικών επαρχιών όπου οι ρωσικές δυνάμεις διατηρούν μερικό έλεγχο. Τέτοιες παραχωρήσεις —εκτός από την Κριμαία, την οποία η Ρωσία προσάρτησε το 2014— θα ισοδυναμούσαν με την απώλεια περίπου 15% αυτού που το Κίεβο θεωρεί κυρίαρχο έδαφός του.

Επιπλέον, η Μόσχα επιμένει ότι η Ουκρανία πρέπει να αποκηρύξει τα σχέδιά της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, να διαλύσει και να καταστρέψει όλα τα όπλα που παρέχονται από τη Δύση και να απορρίψει όλες τις μορφές δυτικής στρατιωτικής βοήθειας. Ο Πούτιν επανέλαβε επίσης τον αόριστο στόχο του για «αποναζιστοποίηση» της Ουκρανίας, ισχυρισμό που χρησιμοποίησε για να κλιμακώσει τη μακροχρόνια σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο τον Φεβρουάριο του 2022.

Το Κίεβο απέρριψε αυτές τις απαιτήσεις ως απαράδεκτες. Ο Ζελένσκι απέκλεισε επίσης το ενδεχόμενο αναγνώρισης της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία, μια στάση που περιπλέκει περαιτέρω την ειρηνευτική διαδικασία.

Παρά τη μεγάλη απόσταση μεταξύ των απαιτήσεων των δύο πλευρών, οι ειρηνευτικές συνομιλίες απέκτησαν νέα δυναμική αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε στις 14 Ιουλίου ότι θα επιβάλει δασμούς 100% στις χώρες που θα συνεχίσουν να συνεργάζονται με τη Ρωσία, εάν δεν επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία εντός 50 ημερών.

Η απειλή του Τραμπ, εάν υλοποιηθεί, θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό οικονομικό πλήγμα στη Ρωσία, πιέζοντας βασικούς εμπορικούς εταίρους να σταματήσουν τις συναλλαγές τους σε κρίσιμους τομείς όπως η ενέργεια, η γεωργία και τα όπλα. Αυτό θα επηρέαζε ιδιαίτερα την Κίνα και την Ινδία, όπου τα διυλιστήρια εκμεταλλεύονται τις βαριές δυτικές κυρώσεις για να αγοράζουν εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού πετρελαίου την ημέρα σε μειωμένες τιμές.

Ωστόσο, η Μόσχα δήλωσε ότι οι πολεμικοί της στόχοι παραμένουν αμετάβλητοι. Επίσης, έσυρε μια γραμμή μεταξύ των δεσμεύσεών της με την Ουάσινγκτον και των διαπραγματεύσεών της με το Κίεβο, λέγοντας ότι τα δύο είναι ξεχωριστά ζητήματα.

«Η Ρωσία είναι έτοιμη να κινηθεί γρήγορα. Το πιο σημαντικό για εμάς είναι να επιτύχουμε τους στόχους μας. Οι στόχοι μας είναι σαφείς, προφανείς, δεν έχουν αλλάξει. Αλλά η διαδικασία δεν εξαρτάται μόνο από εμάς», δήλωσε ο Πεσκόφ σε συνέντευξή του στον Πάβελ Ζαρούμπιν του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα VGTRK, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Καναδάς: Εισαγγελείς ζητούν επτά χρόνια φυλάκιση για τη Λιτς και οκτώ για τον Μπάρμπερ

Η καναδική εισαγγελία επιδιώκει σημαντικά αυστηρότερες ποινές φυλάκισης για τους διοργανωτές του κινήματος «Freedom Convoy» («Κομβόι Ελευθερίας»), Ταμάρα Λιτς και Κρις Μπάρμπερ, απ’ ό,τι είχε αρχικά αναφερθεί, σύμφωνα με ανάρτηση της ίδιας της Λιτς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Όπως υπενθύμιζαν οι δύο κατηγορούμενοι από τον Απρίλιο, οι εισαγγελείς ζητούσαν τότε ποινές διετούς φυλάκισης. Ωστόσο, το πρωί της 19ης Ιουλίου, η Λιτς ανήρτησε στην πλατφόρμα X ότι οι δικηγόροι της Εισαγγελίας υπέβαλαν νέα έγγραφα στις νομικές ομάδες των δύο κατηγορουμένων ενόψει της επικείμενης ακροαματικής διαδικασίας για την επιβολή ποινών, που έχει προγραμματιστεί για τις 23 Ιουλίου στην Οττάβα.

Η ίδια ανέφερε ότι η Εισαγγελία ζητεί ποινή επτά ετών για εκείνη και οκτώ ετών για τον Μπάρμπερ, ενώ πρόσθεσε ότι δεν είχε ακόμη δει τα έγγραφα και θα έδινε περισσότερες λεπτομέρειες αφού τα παραλάβει. Ο Μπάρμπερ, αν και δεν σχολίασε άμεσα, αναδημοσίευσε την ανάρτηση της Λιτς.

Η εφημερίδα The Epoch Times επικοινώνησε με το Γραφείο της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας του Καναδά, αλλά μέχρι τη δημοσίευση δεν είχε λάβει απάντηση.

Η Λιτς και ο Μπάρμπερ υπήρξαν από τους βασικούς διοργανωτές του Κομβόι Ελευθερίας, της διαμαρτυρίας που ξεκίνησε στα τέλη Ιανουαρίου 2022 ενάντια στην ομοσπονδιακή υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κατά της COVID-19 και εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο κίνημα κατά των υγειονομικών περιορισμών. Εκατοντάδες οχήματα είχαν σταθμεύσει για σχεδόν τρεις εβδομάδες στο κέντρο της Οττάβας, ενώ αντίστοιχες διαμαρτυρίες εμφανίστηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Η καναδική κυβέρνηση απάντησε στις κινητοποιήσεις ενεργοποιώντας τον Νόμο Έκτακτης Ανάγκης στις 14 Φεβρουαρίου 2022, δίνοντας αυξημένες εξουσίες στην αστυνομία για συλλήψεις και δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών συμμετεχόντων. Οι δύο διοργανωτές συνελήφθησαν στις 17 Φεβρουαρίου, μία ημέρα πριν ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις εκκένωσης από την αστυνομία.

Η ποινική δίκη της Λιτς και του Μπάρμπερ ξεκίνησε στις 5 Σεπτεμβρίου 2023 και, αν και αρχικά είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει 16 ημέρες, οι διαδικαστικές καθυστερήσεις και η πολυπλοκότητα των νομικών επιχειρημάτων την παρέτειναν για πάνω από έναν χρόνο.

Ο βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος Ντιν Άλισον επέκρινε τη στάση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι αντιμετωπίζει τους πραγματικούς εγκληματίες πιο επιεικώς από τους δύο διοργανωτές του Κομβόι. Σε ανάρτησή του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι κλοπές αυτοκινήτων, διαρρήξεις, ακόμα και ανθρωποκτονίες δεν φαίνεται να προκαλούν την ίδια αντίδραση των αρχών.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απέφυγε να σχολιάσει τη δικαστική διαδικασία, ωστόσο οι Συντηρητικοί έχουν κατηγορήσει τους Φιλελεύθερους ότι δεν προχώρησαν σε αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα ώστε να αυστηροποιηθούν οι όροι αποφυλάκισης υπό όρους και οι ποινές για βίαια εγκλήματα. Από την πλευρά τους, οι Φιλελεύθεροι έχουν δεσμευθεί να καταθέσουν σύντομα σχετική νομοθεσία.

Ετυμηγορία

Οι δύο διοργανωτές κατηγορούνταν για πρόκληση δημόσιας όχλησης, υποκίνηση σε όχληση, εκφοβισμό, παρεμπόδιση αστυνομικών δυνάμεων και υποκίνηση άλλων σε παρόμοιες ενέργειες. Επιπλέον, ο Μπάρμπερ κατηγορούνταν για παρακίνηση σε παραβίαση δικαστικής απόφασης μέσω βίντεο στο TikTok, στο οποίο φαινόταν να ενθαρρύνει το κορνάρισμα των οδηγών σε περίπτωση προσέγγισης αστυνομικών, παρά το σχετικό δικαστικό περιοριστικό μέτρο.

Στην απόφαση που εκδόθηκε στις 3 Απριλίου 2025, οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για πρόκληση όχλησης, ενώ ο Μπάρμπερ κρίθηκε επίσης ένοχος για υποκίνηση σε παραβίαση δικαστικής εντολής. Η Δικαστής Χέδερ Πέρκινς-ΜακΒέι από το Δικαστήριο Δικαιοσύνης του Οντάριο απόρριψε τις υπόλοιπες κατηγορίες λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ενώ η κατηγορία της υποκίνησης σε όχληση αποσύρθηκε μετά από αίτημα της Εισαγγελίας.

Δώδεκα ημέρες αργότερα, στις 15 Απριλίου, ο Μπάρμπερ ανέφερε μέσω Facebook ότι η Εισαγγελία ζητούσε ποινές φυλάκισης δύο ετών για εκείνον και τη Λιτς, ενώ έκανε γνωστό ότι προτίθετο να κατασχέσει ή να δημοπρατήσει το φορτηγό του, γνωστό ως «Big Red», το οποίο ηγήθηκε της πορείας από τη Σασκάτσεβαν προς την Οττάβα. Η Λιτς επιβεβαίωσε αργότερα την ίδια ημέρα ότι είχε κατατεθεί και σχετική αίτηση για τη δήμευση του οχήματος.

Το Epoch Times προσπάθησε τότε να επικοινωνήσει με την Εισαγγελία, αλλά δεν έλαβε απάντηση έως τη δημοσίευση του ρεπορτάζ.

Αίτηση αναστολής διαδικασίας

Στις 16 Απριλίου, η δικηγόρος του Μπάρμπερ, Νταϊάν Μάγκας, υπέβαλε αίτηση αναστολής της διαδικασίας στο Ποινικό Δικαστήριο του Οντάριο, επικαλούμενη «επίσημα προκληθείσα εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου». Υποστήριξε ότι ο εντολέας της είχε λάβει εσφαλμένες νομικές συμβουλές από προηγούμενους δικηγόρους, αστυνομικούς και ανώτερο δικαστικό λειτουργό σχετικά με τη νομιμότητα της διαμαρτυρίας.

Η αίτηση ανέφερε ότι ο ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας της Οττάβα, Ράσελ Λούκας, είχε καταθέσει πως η αστυνομία είχε εκ των προτέρων γνώση για την έλευση του Κομβόι και είχε εγκρίνει το πλάνο στάθμευσης των διαδηλωτών στο κέντρο της πόλης. Σύμφωνα με την υπεράσπιση, στους οδηγούς φορτηγών και στους αστυνομικούς είχαν δοθεί χάρτες που υποδείκνυαν τη στάθμευση επί της οδού Ουέλλινγκτον, ενώ ο Μπάρμπερ είχε λάβει σαφή εντολή να σταθμεύσει εκεί.

Η Μάγκας υποστήριξε επίσης ότι μετά από δύο ακροαματικές διαδικασίες σχετικά με την απαγόρευση κορναρίσματος, ο Μπάρμπερ είχε ενημερωθεί από τον τότε δικηγόρο του ότι ο δικαστής είχε επιτρέψει τη συνέχιση της διαμαρτυρίας, εφόσον αυτή διεξαγόταν ειρηνικά. Του είχε επίσης μεταφερθεί ότι σε περίπτωση παραβίασης της εντολής, θα επρόκειτο για αστικό αδίκημα και όχι για ποινικό.

Απόρριψη της αίτησης

Στις 16 Μαΐου, οι εισαγγελείς απέρριψαν τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, λέγοντας ότι δεν υπάρχει αποδεικτικό στοιχείο πως ο Μπάρμπερ αναρωτήθηκε για τη νομιμότητα των πράξεών του. Υποστήριξαν ότι κανένας αστυνομικός ή δημόσιος λειτουργός δεν κατέθεσε πως του ζητήθηκε συμβουλή από τον ίδιο και ότι δεν υπήρξε άμεση επικοινωνία με τον ανώτερο δικαστή. Επίσης, ανέφεραν ότι ο δικηγόρος του Μπάρμπερ δεν αποτελεί κατάλληλο κρατικό φορέα ώστε να εκπροσωπεί γνώμη δικαστή.

Στις 17 Ιουλίου, το Κέντρο Δικαιοσύνης για τις Συνταγματικές Ελευθερίες (Justice Centre for Constitutional Freedoms – JCCF) ανακοίνωσε ότι η αίτηση της υπεράσπισης για αναστολή της διαδικασίας απορρίφθηκε, προσθέτοντας ότι η επόμενη ακρόαση θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στην επιμέτρηση της ποινής του Μπάρμπερ.

Το Κέντρο παρέχει επίσης νομική υποστήριξη σε ξεχωριστή υπόθεση, όπου δύο κάτοικοι της Οτάβας, ένα εστιατόριο και ένα τοπικό συνδικάτο έχουν καταθέσει ομαδική αγωγή ύψους 290 εκατομμυρίων δολαρίων εναντίον των Λιτς, Μπάρμπερ και άλλων συμμετεχόντων στο Κομβόι Ελευθερίας από τον Φεβρουάριο του 2022.

Με τη συμβολή του Matthew Horwood