Η Γερμανία θα χορηγήσει επιπλέον βοήθεια 300 εκατομμυρίων ευρώ στη Συρία, ανακοίνωσε σήμερα η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, πριν από την έναρξη διάσκεψης δωρητών για τη χώρα αυτή στις Βρυξέλλες.
«Για αυτό το γιγάντιο έργο, η Γερμανία θα χορηγήσει στον ΟΗΕ και σε διάφορες οργανώσεις επιπρόσθετη βοήθεια 300 εκατομμυρίων ευρώ για τη διαδικασία ειρήνευσης και για τον συριακό λαό και στην περιοχή», δήλωσε η Γερμανίδα υπουργός πριν από σύνοδο των επικεφαλής της διπλωματίας των 27 χωρών μελών της ΕΕ.
Πάνω από τα μισά από τα κεφάλαια που θα χορηγηθούν θα ωφελήσουν τον λαό της Συρίας, δρομολογούμενα χωρίς να εμπλέκεται η μεταβατική κυβέρνηση της χώρας, σημείωσε η Μπέρμποκ.
Η χρηματοδότηση θα δοθεί στην παροχή τροφίμων, υπηρεσιών υγείας και καταλυμάτων έκτακτης ανάγκης, όπως και στη λήψη μέτρων προστασίας για τους ιδιαίτερα ευάλωτους, σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών.
Υποστήριξη θα λάβουν επίσης Σύροι πρόσφυγες και κοινότητες που τους φιλοξενούν στην Ιορδανία, τον Λίβανο, το Ιράκ και την Τουρκία, πρόσθεσε η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών.
Η Μπέρμποκ επανέλαβε εξάλλου την ανάγκη για μια συμπεριληπτική πολιτική διαδικασία για τη διασφάλιση ενός ειρηνικού μέλλοντος για τη Συρία.
«Ως Ευρωπαίοι, στεκόμαστε μαζί στο πλευρό του λαού της Συρίας, για μια ελεύθερη και ειρηνική Συρία», σημείωσε.
Επίσης κάλεσε τη μεταβατική κυβέρνηση της χώρας να ερευνήσει τον φόνο εκατοντάδων πολιτών σε χωριά αλαουιτών και να λογοδοτήσουν αυτοί που ευθύνονται.
Η επαρχία Λαττάκεια μετατράπηκε αυτόν τον μήνα σε θέατρο μαζικών εκτελέσεων αμάχων, στην πλειονότητά τους αλαουιτών, με έναυσμα επιθέσεις πιστών στον ανατραπέντα πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ εναντίον των δυνάμεων ασφαλείας των ντε φάκτο αρχών.
Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα τη Βρετανία, μέσα σε μερικές ημέρες σκοτώθηκαν πάνω από 1.200 άνθρωποι.
Εντείνεται η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα καθώς οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν ευρείας κλίμακας αεροπορικές επιδρομές κατά των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη, με την Ουάσινγκτον να επιβεβαιώνει ότι πολλά ηγετικά στελέχη της οργάνωσης σκοτώθηκαν κατά τις επιχειρήσεις.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι διέταξε τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις να πραγματοποιήσουν «αποφασιστική και ισχυρή» δράση εναντίον των Χούθι, επισημαίνοντας ότι «θα χρησιμοποιήσουμε συντριπτική θανατηφόρα δύναμη μέχρι να επιτύχουμε τον στόχο μας».
«Θα συνεχίσουμε αδιάκοπα»
Σε δηλώσεις του στο Fox News, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πιτ Χέγκσεθ ξεκαθάρισε ότι οι επιθέσεις θα συνεχιστούν «αδιάκοπα» μέχρι οι Χούθι να σταματήσουν τις επιθέσεις τους σε πλοία και αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.
«Αυτό θα συνεχιστεί μέχρι να πουν, τέλος στις επιθέσεις σε πλοία, τέλος στις επιθέσεις σε περιουσιακά στοιχεία», τόνισε ο Χέγκσεθ. «Δεν μας ενδιαφέρει τι συμβαίνει στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης, αυτό γίνεται για να σταματήσουν να βάλλουν εναντίον περιουσιακών στοιχείων σε έναν κρίσιμης σημασίας θαλάσσιο διάδρομο», πρόσθεσε.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Μάικλ Γουόλτς επιβεβαίωσε ότι από τα πλήγματα «εξοντώθηκαν πολλά ηγετικά στελέχη των Χούθι», χαρακτηρίζοντας την οργάνωση ως «ουσιαστικά Αλ Κάιντα με εξελιγμένα συστήματα αεράμυνας και πυραύλους κρουζ κατά πλοίων και drones υποστηριζόμενα από το Ιράν».
Ο αντίκτυπος στο παγκόσμιο εμπόριο
Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από την τελευταία φορά που αμερικανικό εμπορικό πλοίο μπόρεσε να διαπλεύσει με ασφάλεια τη Διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα ή τον Κόλπο του Άντεν – έναν από τους σημαντικότερους ναυτιλιακούς διαδρόμους του κόσμου.
Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο υπογράμμισε την απειλή για την παγκόσμια ναυτιλία, καθώς πολλά πλοία αναγκάζονται να παρακάμψουν το νότιο άκρο της Αφρικής. «Το 70% της παγκόσμιας ναυτιλίας εκτρέπεται τώρα γύρω από τη Νότια Αφρική, αυξάνοντας το κόστος των αγαθών, διαταράσσοντας τις παγκόσμιες οικονομίες και διακόπτοντας τις προμήθειες προς τις Ηνωμένες Πολιτείες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οι απειλές των Χούθι και η στάση του Ιράν
Σε απάντηση στα πλήγματα, ο αρχηγός των Χούθι, Αμπντέλ Μαλέκ αλ-Χούθι, ανακοίνωσε ότι οι δυνάμεις τους θα επιτίθενται πλέον και σε αμερικανικά εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, και όχι μόνο σε ισραηλινά.
«Οι Αμερικανοί θα είναι πλέον στόχος της απαγόρευσης της ναυσιπλοΐας όσο συνεχίζουν την επίθεσή τους. Η απόφασή μας δεν αφορούσε παρά τον ισραηλινό εχθρό, αλλά στο εξής, οι ΗΠΑ περιλαμβάνονται επίσης», δήλωσε.
Οι αντάρτες ισχυρίστηκαν επίσης ότι επιτέθηκαν στο αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Harry Truman στην Ερυθρά Θάλασσα με 18 πυραύλους και ένα drone, αν και η Ουάσινγκτον δεν έχει επιβεβαιώσει αυτόν τον ισχυρισμό.
Το Ιράν αρνείται την άμεση ανάμειξή του. Ο στρατηγός Χοσέιν Σαλάμι, επικεφαλής της παραστρατιωτικής Φρουράς της Επανάστασης του Ιράν, δήλωσε ότι η χώρα του «δεν παίζει κανένα ρόλο στον καθορισμό των εθνικών ή επιχειρησιακών πολιτικών» των συμμαχικών μαχητικών ομάδων στην περιοχή, σύμφωνα με κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Διεθνείς αντιδράσεις
Ο ΟΗΕ εξέφρασε «ανησυχία» και ζήτησε από τις ΗΠΑ και τους αντάρτες «τον τερματισμό κάθε στρατιωτικής δραστηριότητας».
Από την πλευρά της, η Μόσχα κάλεσε τις ΗΠΑ να σταματήσουν τις επιθέσεις. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αμερικανό ομόλογό του, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ υπογράμμισε «την ανάγκη για άμεση παύση της χρήσης ισχύος και τη σημασία που έχει όλες οι πλευρές να δεσμευτούν σε πολιτικό διάλογο προκειμένου να βρεθεί λύση που θα αποτρέψει περαιτέρω αιματοχυσία».
Σύμφωνα με τους Χούθι, από τις αμερικανικές επιθέσεις έχουν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστον 53 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και παιδιά, αν και οι αριθμοί αυτοί δεν έχουν επαληθευτεί ανεξάρτητα, ενώ οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιήσει εκτιμήσεις για τον αριθμό των θυμάτων.
Το ισραηλινό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι ο στρατός ανταπέδωσε πυρά από τον Λίβανο την Κυριακή, ενώ οι λιβανικές αρχές ανέφεραν τέσσερις νεκρούς από ισραηλινούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς στο νότιο τμήμα της χώρας.
Σύμφωνα με το επίσημο λιβανικό πρακτορείο ειδήσεων ANI, το υπουργείο Υγείας του Λιβάνου ανέφερε ότι πλήγμα του ισραηλινού στρατού στην κοινότητα Αϊνάτα προκάλεσε τον θάνατο δύο ατόμων. Ο ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Ισραέλ Κατς, δήλωσε ότι οι δυνάμεις του στοχοποίησαν την περιοχή ως αντίποινα για πυροβολισμό που προερχόταν από την κηδεία μέλους της Χεζμπολά και χτύπησε αυτοκίνητο στο βόρειο Ισραήλ, στην κοινότητα Αβιβίμ.
Ο ισραηλινός στρατός υποστήριξε ότι η σφαίρα που έπληξε το όχημα στην Αβιβίμ πιθανότατα προερχόταν από λιβανικό έδαφος, παραβιάζοντας τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός της 27ης Νοεμβρίου, η οποία είχε τερματίσει την ένταση μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολά. Ο ισραηλινός υπουργός Άμυνας προειδοποίησε ότι κάθε παραβίαση της ανακωχής θα αντιμετωπίζεται με σκληρή αντίδραση.
Το λιβανικό υπουργείο Υγείας ανέφερε επίσης ότι ισραηλινό drone επιτέθηκε σε όχημα κοντά στη Γιατέρ, σκοτώνοντας έναν πολίτη και τραυματίζοντας άλλον έναν. Επιπλέον, άλλο ισραηλινό πλήγμα φέρεται να έπληξε όχημα στη Μαΐς αλ Τζάμπαλ, με αποτέλεσμα έναν ακόμη νεκρό.
Ο ισραηλινός στρατός υποστήριξε ότι οι επιθέσεις στόχευαν «τρομοκράτες της Χεζμπολά» που συμμετείχαν σε προετοιμασία τρομοκρατικών επιθέσεων. Αντίστοιχο πλήγμα σημειώθηκε και το Σάββατο, με τον στρατό του Ισραήλ να ανακοινώνει ότι έπληξε μέλος της Χεζμπολά στην περιοχή Κφαρ Κίλα.
Η ένταση μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολά κλιμακώθηκε μετά την επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023. Η Χεζμπολά, ως σύμμαχος της Χαμάς, άνοιξε δεύτερο μέτωπο εξαπολύοντας ρουκέτες και drones κατά του βόρειου Ισραήλ. Παρά την εκεχειρία της 27ης Νοεμβρίου, οι εχθροπραξίες συνεχίζονται, με τις δύο πλευρές να αλληλοκατηγορούνται για παραβιάσεις της ανακωχής.
Ένα ηγετικό στέλεχος της τρομοκρατικής οργάνωσης ISIS σκοτώθηκε σε κοινή επιχείρηση στο Ιράκ.
Ο Αμπντάλα Μάκι Μοσλέχ αλ Ριφάι, γνωστός και ως Αμπού Χαντίτζα, υπήρξε αναπληρωτής χαλίφης του ISIS και «ένας από τους πιο επικίνδυνους τρομοκράτες στο Ιράκ και τον κόσμο», σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιρακινού πρωθυπουργού Μοχάμεντ Σία αλ-Σουντανί.
«Οι Ιρακινοί συνεχίζουν τις αξιοσημείωτες νίκες τους απέναντι στις δυνάμεις του σκότους και της τρομοκρατίας», έγραψε ο αλ Σουντανί στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ.
Ο αλ Ριφάι σκοτώθηκε στις 15 Μαρτίου σε αεροπορικό πλήγμα στην επαρχία Ανμπάρ, στα δυτικά του Ιράκ, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τις ιρακινές υπηρεσίες πληροφοριών σε συνεργασία με τις δυνάμεις του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ εξήρε την επιχείρηση στην πλατφόρμα Truth Social, χαρακτηρίζοντάς την ως παράδειγμα της εξωτερικής του πολιτικής «ειρήνη μέσω ισχύος».
«Σήμερα, ο φυγάς ηγέτης του ISIS στο Ιράκ εξουδετερώθηκε», έγραψε την Παρασκευή. «Τον καταδιώξαμε αδιάκοπα, με συντονισμό ανάμεσα στους γενναίους μαχητές μας, την ιρακινή κυβέρνηση και την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν.»
Συνεχόμενα πλήγματα στο ISIS
Το πλήγμα αυτό αποτελεί το τρίτο σημαντικό πλήγμα κατά του ISIS τους τελευταίους μήνες, μετά από αμερικανικές επιχειρήσεις εναντίον ανώτερων ηγετών της οργάνωσης στη Σομαλία τον Φεβρουάριο και στη Συρία τον Δεκέμβριο του 2024.
Το ISIS («Ισλαμικό Κράτος Ιράκ και Συρίας»), το οποίο το 2015 και το 2016 είχε υπό τον έλεγχό του τεράστιες εκτάσεις στο Ιράκ και τη Συρία, αναγκάστηκε να στραφεί σε τακτικές ανταρτοπόλεμου μετά τις εδαφικές του απώλειες. Έκτοτε, έχει επεκτείνει την παρουσία του κυρίως στη βόρεια και κεντρική Αφρική, αυξάνοντας το μέγεθος και την επιρροή του.
Παρόλο που η οργάνωση έχει αποδυναμωθεί, παραμένει ένας σημαντικός παίκτης στο δίκτυο ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων που έχουν αναπτυχθεί στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, εκμεταλλευόμενες την αστάθεια των κυβερνήσεων.
Ανησυχία για πιθανή αναζωπύρωση
Η ιρακινή ηγεσία εκφράζει ανησυχία για μια πιθανή αναζωπύρωση του ISIS στη Μέση Ανατολή, εξαιτίας της αβεβαιότητας που επικρατεί στη Συρία και της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράκ ανακοίνωσαν πέρυσι μια συμφωνία για τη σταδιακή λήξη της στρατιωτικής αποστολής του διεθνούς συνασπισμού στο Ιράκ. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, οι αμερικανικές δυνάμεις αναμένεται να αρχίσουν να αποχωρούν από τη χώρα μέχρι τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, τερματίζοντας μια παρουσία που διήρκεσε περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία, η ιρακινή κυβέρνηση εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να εξαλείψει τους εναπομείναντες πυρήνες του ISIS χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ωστόσο, η ραγδαία πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη γειτονική Συρία και η πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα έχουν προκαλέσει νέες ανησυχίες για πιθανή αναβίωση εξτρεμιστικών οργανώσεων στην περιοχή.
Παρόλο που η νέα ηγεσία της Συρίας, υπό την τρομοκρατική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, έχει ξεκινήσει επιχειρήσεις κατά πυρήνων του ISIS από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, υπάρχει διάχυτος φόβος ότι η κατάρρευση της γενικότερης ασφάλειας στη Συρία θα μπορούσε να επιτρέψει στο ISIS να ανασυγκροτηθεί.
Συντονισμένες προσπάθειες συνεργασίας
Η είδηση της εξουδετέρωσης του αλ Ριφάι συνέπεσε με την επίσκεψη του νέου Σύρου υπουργού Εξωτερικών στο Ιράκ, ο οποίος δεσμεύτηκε για συνεργασία με την ιρακινή κυβέρνηση και τις Ηνωμένες Πολιτείες στη μάχη κατά του ISIS.
Ο Σύρος υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών, Άσαντ Χασάν αλ Σιμπανί, τόνισε τους ιστορικούς δεσμούς των δύο χωρών, επισημαίνοντας τη συμβολή τους στον αραβικό και ισλαμικό πολιτισμό και στην οικονομία.
Η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, είπε, θα «συμβάλει στη σταθερότητα της περιοχής, μειώνοντας την εξάρτησή μας από εξωτερικές δυνάμεις και δίνοντάς μας μεγαλύτερο έλεγχο στο μέλλον μας».
Ο Ιρακινός υπουργός Εξωτερικών, Φουάντ Χουσεΐν, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι το ISIS παραμένει «μια κοινή απειλή για τις κοινωνίες της Συρίας και του Ιράκ» και ότι οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να συνεργάζονται για την επιτήρηση και την εξάλειψη της παρουσίας της οργάνωσης στα σύνορά τους.
Ο Χουσεΐν πρόσθεσε ότι μια νέα επιχειρησιακή ομάδα, αποτελούμενη από το Ιράκ, την Ιορδανία, τον Λίβανο, τη Συρία και την Τουρκία, θα αναλάβει την καταπολέμηση του ISIS, μεταφέροντας έτσι την ευθύνη από τον αμερικανικό συνασπισμό σε μια πρωτοβουλία υπό την ηγεσία των περιφερειακών δυνάμεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν στις 13 Μαρτίου την επιβολή κυρώσεων στον Ιρανό υπουργό Πετρελαίου Μοχσέν Πακνετζάντ. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του, η Τεχεράνη έχει διαθέσει δισεκατομμύρια δολάρια σε ιρανικό πετρέλαιο προς τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, όπως τους «Φρουρούς της Επανάστασης» και τις «Δυνάμεις Επιβολής του Νόμου», που χαρακτηρίζονται ως βασικά εργαλεία καταστολής του ιρανικού καθεστώτος.
Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε ότι οι ιρανικές ένοπλες δυνάμεις λαμβάνουν περίπου 200.000 βαρέλια ιρανικού αργού πετρελαίου ημερησίως και ότι μέχρι το τέλος του έτους θα έχουν αποκομίσει πάνω από το ήμισυ των εσόδων από το ιρανικό πετρέλαιο. Το πετρέλαιο αποτελεί κρίσιμη πηγή εσόδων για το Ιράν.
Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε, επίσης, κυρώσεις σε τρεις εταιρείες που, όπως υποστηρίζει, μετέφεραν ιρανικό πετρέλαιο προς την Ασία. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες Shipload Maritime, με έδρα τη Σιγκαπούρη, καθώς και οι Gianira και Bintang, που εδρεύουν στην Ινδονησία, κατηγορούνται για συναλλαγές σχετικές με το ιρανικό πετρέλαιο. Σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση, η Shipload Maritime διαθέτει το πλοίο Malili, ενώ οι Bintang και Gianira ελέγχουν τα πλοία Celebes και Marina Vision, αντίστοιχα. Οι εν λόγω πλοιοκτήτες φέρονται να διευκόλυναν τη μεταφορά ιρανικού πετρελαίου μέσω δεξαμενόπλοιων που έχουν ήδη χαρακτηριστεί από τις ΗΠΑ εμπλεκόμενα στη διακίνηση ιρανικού πετρελαίου.
Επιπλέον, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στις εταιρείες Hong Kong Heshun Transportation Trading, Seasky Marine και Sun Science International, με έδρα το Χονγκ Κονγκ, κατηγορώντας τις ότι χρησιμοποιούν πλοία-βιτρίνα για να αποκρύψουν τη μεταφορά ιρανικών πετρελαϊκών προϊόντων στην Κίνα. Αναφέρεται ότι η Hong Kong Heshun Transportation Trading διαχειρίζεται το πλοίο Peace Hill, η Seasky Marine το Seasky και η Sun Science International το Corona Fun.
Το υπουργείο Οικονομικών έθεσε υπό κυρώσεις και άλλες οντότητες που φέρονται να εμπλέκονται στην ιρανική πετρελαϊκή βιομηχανία.
Το ιρανικό καθεστώς συνεχίζει να τροφοδοτεί συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, να προωθεί το πυρηνικό του πρόγραμμα και να υποστηρίζει τρομοκρατικές οργανώσεις, σύμφωνα με δήλωση της εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τάμι Μπρους. Η ίδια ανέφερε ότι το παράνομο εμπόριο πετρελαίου του Ιράν χρηματοδοτεί αυτές τις αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με την κα Μπρους οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν διευκολύνονται από ένα δίκτυο διακινητών ναυτιλιακών υπηρεσιών σε πολλές δικαιοδοσίες, οι οποίοι, μέσω παραπλάνησης και απόκρυψης, φορτώνουν και μεταφέρουν ιρανικό πετρέλαιο για πώληση σε αγοραστές στην Ασία.
Οι κυρώσεις αυτές εντάσσονται στην πολιτική της «μέγιστης πίεσης» του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κατά του Ιράν, με στόχο την αντιμετώπιση των επιβλαβών δραστηριοτήτων του, περιλαμβανομένης της υποστήριξης που παρέχει σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ. Ο Τραμπ είχε υπογράψει εκτελεστικό διάταγμα τον προηγούμενο μήνα, σηματοδοτώντας την επιστροφή των ΗΠΑ στη αυστηρή πολιτική απέναντι στο Ιράν.
Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε ότι το ιρανικό καθεστώς συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα έσοδα από τους τεράστιους πετρελαϊκούς του πόρους για να προωθεί τα «στενά και ανησυχητικά» του συμφέροντα, εις βάρος του ιρανικού λαού. Τόνισε δε ότι το υπουργείο θα καταπολεμήσει και θα διακόψει κάθε προσπάθεια του καθεστώτος να χρηματοδοτήσει τις αποσταθεροποιητικές του δραστηριότητες και να προωθήσει την επικίνδυνη ατζέντα του.
Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι θα υπερασπιστεί τη μειονότητα των Δρούζων στη νότια Συρία, εν μέσω των εξελίξεων που αφορούν τη νέα κυβέρνηση της χώρας. Η απόφαση αυτή ελήφθη ως αντίδραση στη μεταχείριση που επιφυλάσσει το νέο συριακό καθεστώς στην αλαουιτική μειονότητα.
Εκπρόσωπος του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου χαρακτήρισε τις πρόσφατες επιθέσεις κατά των Αλαουιτών στις παράκτιες περιοχές της Συρίας ως «σφαγή αμάχων». Σε ενημέρωση Τύπου στις 10 Μαρτίου, ο εκπρόσωπος Νταβίντ Μένσερ δήλωσε ότι το Ισραήλ είναι έτοιμο, αν χρειαστεί, να υπερασπιστεί τον πληθυσμό των Δρούζων στη Συρία από τις δυνάμεις του νέου καθεστώτος, τονίζοντας πως δεν θα επιτρέψει να βλαφθεί η κοινότητα.
Οι Δρούζοι, οι οποίοι ακολουθούν μια θρησκεία που προέρχεται από το Ισλάμ, έχουν κοινότητες και στο Ισραήλ και στον Λίβανο. Ο πληθυσμός των Δρούζων στο Ισραήλ περιλαμβάνει 24.000 άτομα που ζουν στα Υψίπεδα του Γκολάν, περιοχή που το Ισραήλ κατέλαβε κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 και αργότερα προσάρτησε. Η προσάρτηση αυτή αναγνωρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά όχι από τη διεθνή κοινότητα.
Το Ισραήλ διατηρεί καλές σχέσεις με τη δική του δρουζική κοινότητα, πολλά μέλη της οποίας υπηρετούν στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις.
Οι Δρούζοι είχαν ευθυγραμμιστεί με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ κατά τη διάρκεια της πεντηκονταετούς διακυβέρνησής του και παραμένουν αβέβαιοι για τις συνέπειες της αλλαγής εξουσίας. Ο ανατραπείς πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, ανήκει στους Αλαουίτες, οι οποίοι ακολουθούν ένα παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ με στοιχεία γνωστικισμού, χριστιανισμού και εσωτερισμού.
Η ανακοίνωση του ισραηλινού πρωθυπουργικού γραφείου ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία το νέο συριακό καθεστώς προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία του σε περιοχές της χώρας όπου κυριαρχούν διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες.
Παραμένει ασαφές το πώς θα επηρεαστούν οι Δρούζοι της Συρίας από τη συμφωνία που υπέγραψε στις 10 Μαρτίου η νέα κυβέρνηση με τις κουρδικές Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (SDF), που μέχρι πρότινος ήλεγχαν τις πετρελαιοφόρες περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας.
Σύμφωνα με αυτήν τη συμφωνία, όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί στη βορειοανατολική Συρία, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών περασμάτων, των αεροδρομίων και των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, θα ενσωματωθούν στη διοίκηση του συριακού κράτους. Παράλληλα, ανεπιβεβαίωτες αναφορές έκαναν λόγο για αντίστοιχη συμφωνία στην επαρχία Σουγουέιντα, όπου πλειοψηφούν οι Δρούζοι, σύμφωνα με δημοσίευμα της Times of Israel, στις 11 Μαρτίου.
Με βάση αυτήν τη συμφωνία, οι δυνάμεις ασφαλείας των Δρούζων θα υπάγονται στο συριακό Υπουργείο Εσωτερικών, η αστυνομία θα προέρχεται από την τοπική κοινότητα, αλλά ο κυβερνήτης της επαρχίας και ο αρχηγός της αστυνομίας δεν θα είναι Δρούζοι. Οι Δρούζοι θα μπορούν να υπηρετούν στη δημόσια διοίκηση.
Η επαρχία Σουγουέιντα συνορεύει με την Ιορδανία, αλλά όχι με το Ισραήλ.
Η νέα κυβέρνηση της Συρίας σχηματίστηκε από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μιας σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση. Η HTS είχε συνδεθεί με την αλ Κάιντα και για ένα διάστημα με το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), πριν αποσχιστεί και από τις δύο ομάδες.
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων μαχών για τον έλεγχο των παράκτιων περιοχών όπου ζουν οι Αλαουίτες, η νέα κυβέρνηση της Συρίας φέρεται να σκότωσε 973 αμάχους και 250 Αλαουίτες μαχητές, ενώ περισσότεροι από 230 κυβερνητικοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πολλοί θεωρούν τις επιθέσεις αυτές ως πράξεις αντεκδίκησης.
Βίντεο που κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρονται να δείχνουν κυβερνητικούς στρατιώτες να φορτώνουν Αλαουίτες σε φορτηγά και να τους ποδοπατούν, ενώ άλλα καταγράφουν εκτελέσεις Αλαουιτών στους δρόμους.
Μέλη των συριακών δυνάμεων επιβαίνουν σε ένα όχημα στη Λαττάκεια της Συρίας, στις 7 Μαρτίου 2025. (Karam al-Masri/Reuters)
Η συριακή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διεξάγει έρευνα για τα γεγονότα.
Ο Ισραηλινός εκπρόσωπος Νταβίντ Μένσερ υπενθύμισε ότι το Ισραήλ είχε προειδοποιήσει τη διεθνή κοινότητα να κρίνει τη νέα κυβέρνηση της Συρίας από τις πράξεις της και όχι από τα λόγια της. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση επιβεβαιώνει τη βαρβαρότητα της τζιχαντιστικής διακυβέρνησης και της τρομοκρατίας.
Το Ισραήλ δεν θα ανεχθεί την παρουσία τρομοκρατικών στοιχείων και ένοπλων δυνάμεων που αποτελούν απειλή για τους πολίτες του στα νότια σύνορα της Συρίας, ενώ οι προσπάθειες του νέου καθεστώτος και των τρομοκρατικών οργανώσεων να εδραιωθούν στην περιοχή θα αποτραπούν.
Μαχητές της νέας συριακής κυβέρνησης γεμίζουν έναν εκτοξευτή πυραύλων στη Μπανίγια. Συρία, 7 Μαρτίου 2025. (Ali Haj Suleiman/Getty Images)
Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) κινήθηκαν γρήγορα προς τη βόρεια Συρία, καταλαμβάνοντας στρατιωτικές βάσεις κοντά στα σύνορα και εξουδετερώνοντας εγκαταστάσεις του πρώην καθεστώτος για να αποτρέψουν την κατάληψή τους από εχθρικές δυνάμεις.
Η ισραηλινή κυβέρνηση ενέκρινε επίσης πενταετές σχέδιο ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη στήριξη των Δρούζων και των Τσερκέζων στο βόρειο Ισραήλ, ενώ ανακοίνωσε πρωτοβουλία για την απασχόληση των Σύρων Δρούζων σε ισραηλινές πόλεις στα Υψίπεδα του Γκολάν.
Υπήρξε φυσικά μεγάλη αντιπαράθεση σχετικά με τη συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική. Είναι εύκολο να παραβλέπουμε το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία σοβαρή συζήτηση για την ειρήνη στην Ουκρανία από κανέναν πριν από την επιστροφή του ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, και ότι η επιστροφή των ομήρων της Γάζας έχει επιταχυνθεί από εκείνη την ημέρα και η βία έχει υποχωρήσει – αν και το Ισραήλ δεν έχει, όπως είχε ζητηθεί, αποσυρθεί εντελώς από την Γάζα.
Επίσης, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα ανεχθεί ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα και, ενώ εκφράζει έντονη προτίμηση να διαπραγματευτεί την απαραίτητη διαβεβαίωση ότι το Ιράν δεν θα επιχειρήσει να κάνει αυτό το βήμα, καθιστά εξίσου σαφές ότι είναι έτοιμος να το αποτρέψει με στρατιωτική επέμβαση. Παρά τον φλογερό ισχυρισμό του Αγιατολάχ Χαμενεΐ στις 8 Μαρτίου ότι δεν θα είχε άμεσες διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και η μπερδεμένη και αιματοβαμμένη θεοκρατία της Τεχεράνης δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι ο Τραμπ θα πράξει ό,τι υπόσχεται, και αν θέλουν να διαπραγματευτούν, αυτό δεν θα αλλάξει το αποτέλεσμα ούτε θα γλιτώσει την ιρανική κυβέρνηση από την αμηχανία που έφερε πάνω της.
Στην Ουκρανία, χρειάστηκαν μόνο τρεις μέρες για τον πρόεδρο Ζελένσκι, μετά την ατυχή συνομιλία του στον Λευκό Οίκο, να πει ότι θα ήταν ευτυχής να υπογράψει τελικά τη συμφωνία για τα ορυκτά, μια υπογραφή που ήταν μια υπόθεση ταξιδιού από το Κίεβο στο Μόναχο, μέχρι την Ουάσιγκτον. Δεδομένου ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ απαιτεί τη συμφωνία όλων των μελών και ότι στην ένταξη της Ουκρανίας αντιτίθεται μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ουγγαρίας, ο Τραμπ υποστήριξε ότι οποιαδήποτε συζήτηση για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα πρέπει να αναβληθεί επ’ αόριστον.
Εν τω μεταξύ, με την ενίσχυση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας λόγω των αναποτελεσματικών περιορισμών που της επιβλήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ, ο Τραμπ ξεκίνησε τη διαδικασία να εισάγει τον Πούτιν στο παιχνίδι. Ο Τραμπ είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να φέρει αποτελεσματικά και τις δύο πλευρές στη συμφωνία. Η Ουκρανία δεν μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς την αμερικανική βοήθεια και ο πόλεμος θα μπορούσε γρήγορα να φτάσει σε σημείο αφόρητα επιβαρυντικό για τη Ρωσία, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες προμήθευαν στην Ουκρανία τα όπλα που θα έκαναν τον άμαχο ρωσικό πληθυσμό να βιώσει αυτόν τον πόλεμο όπως τον βιώνει ο άμαχος πληθυσμός της Ουκρανίας εδώ και τρία χρόνια.
Από ό,τι μπορεί να συναχθεί από δημόσιες δηλώσεις του Τραμπ και άλλων, η Ρωσία θα διατηρήσει τα περισσότερα από τα κεκτημένα της εντός της Ουκρανίας, αλλά θα αναγνωρίσει ξεκάθαρα τη νομιμότητα και την κυριαρχία της Ουκρανίας στα αναθεωρημένα σύνορά της. Θα υπάρχουν ειρηνευτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, μεταξύ άλλων από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μόνιμα στην Ουκρανία και σε περίπτωση επίθεσης η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο –πυρηνικές δυνάμεις και στενοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως επιβεβαίωσαν οι ηγέτες τους στην Ουάσιγκτον πριν από δύο εβδομάδες – θα είναι ελεύθερες να επικαλεστούν το άρθρο 5 της συμφωνίας του ΝΑΤΟ και να ζητήσουν άμεση στρατιωτική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με τη συμφωνία στρατηγικών ορυκτών, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν πολύ και εξελιγμένο προσωπικό στην Ουκρανία και όπως δήλωσε ο Τραμπ στη σχετικά δυσάρεστη ανταλλαγή απόψεων στο Οβάλ Γραφείο τον περασμένο μήνα, αυτό από μόνο του θα ήταν μια σημαντική δικλείδα ασφάλειας για την Ουκρανία.
Μία τέτοια ρύθμιση θα αποτελούσε ουσιαστική αναγνώριση της νομιμότητας της Ουκρανίας ως ανεξάρτητης χώρας – όχι όπως οι ισχνές και ξεχασμένες διαβεβαιώσεις που δόθηκαν όταν, το 1994, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν παρέδωσαν οικειοθελώς τα πυρηνικά όπλα που είχαν κληρονομήσει από τις ΗΠΑ. Όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση το 1991, η ρωσική κυβέρνηση διατήρησε σκόπιμα διφορούμενη στάση σχετικά με τον βαθμό στον οποίο αναγνωρισε την κυριαρχία των 14 άλλων λεγόμενων δημοκρατιών της ΕΣΣΔ.
Το Κρεμλίνο εξακολουθεί να ασκεί εκτεταμένη επιρροή σε ορισμένες από τις μουσουλμανικές ασιατικές δημοκρατίες και ουσιαστικά κυριαρχεί στη Λευκορωσία. Έχει πάρει βίαια δύο επαρχίες από τη Γεωργία και ουσιαστικά απέτρεψε την είσοδο της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Η Μολδαβία είναι μια πολιτικά αμφισβητούμενη περιοχή που επιζητεί κατά διαστήματα να ενωθεί με τη Ρουμανία, υπό ένα καθεστώς που είχε εν μέρει στο παρελθόν όταν ήταν γνωστή ως Βεσσαραβία. Ο Πούτιν εξακολουθεί να εκφοβίζει τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Εσθονία – υπάρχουν σημαντικές ρωσικές εθνοτικές μειονότητες στη Λετονία και την Εσθονία. Αλλά αυτό είναι ένα πολύ πιο περίπλοκο ζήτημα, δεδομένου ότι και οι τρεις χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ και υπάρχουν σημαντικές αναπτύξεις ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων εντός τους.
Είναι εύκολο να ξεχάσουμε, επειδή έχουμε τόσο καιρό συνηθίσει να θεωρούμε τη Ρωσία ως μία από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, ότι το ΑΕΠ της είναι στην πραγματικότητα μικρότερο από αυτό του Καναδά. Και ενώ είναι ένας ειδικός κατασκευαστής εξελιγμένων όπλων, αν και όχι όμοιος με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια χώρα που δεν έχει επιτύχει οικονομικά, μαστίζεται από τον αλκοολισμό και η προσπάθειά της να αναιρέσει ουσιαστικά τη νίκη της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο απορροφώντας την Ουκρανία ήταν ένα τρομερό φιάσκο. Υπήρξαν πάνω από 750.000 Ρώσοι θύματα και ο Πούτιν περιορίστηκε στην αναζήτηση όπλων από το Ιράν και μισθοφόρων από τη Βόρεια Κορέα. Αυτό, καθώς και η αποστασία του μισθοφορικού στρατού Βάγκνερ το 2023 και η πορεία του προς τη Μόσχα, υπό τις επευφημίες του άμαχου πληθυσμού, έχει αποκαλύψει τη Ρωσία ως μια αδιάφορη στρατιωτική δύναμη εκτός από το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
Εκτός από τις ταπεινώσεις που υπέστησαν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, η επιθετικότητα του Πούτιν, σε συνδυασμό με την ανυπομονησία του Τραμπ, φαίνεται τελικά να ώθησαν τη Δυτική Ευρώπη να φροντίσει καλύτερα για την άμυνά της. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί σοβαρή οπισθοδρόμηση για το Κρεμλίνο. Ο Τραμπ είναι σίγουρα στον σωστό δρόμο και μια ικανοποιητική ειρήνη θα πρέπει να επιτευχθεί αρκετά σύντομα.
Είναι πιο δύσκολο να προβλέψουμε τι θα συμβεί στη Μέση Ανατολή. Η πρόταση του Τραμπ να καταλάβει τη Γάζα και να την ανοικοδομήσει, να την αποστρατικοποιήσει, εκτοπίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού της, μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας βιώσιμης λύσης στο πρόβλημα της Μέσης Ανατολής. Η βασική δυσκολία προέκυψε όταν οι Βρετανοί, το 1917, παρά το γεγονός ότι η περιοχή διοικούνταν από την Τουρκία, υποσχέθηκαν μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη χωρίς να διακυβεύονται τα δικαιώματα των Αράβων. Αυτό έδειχνε πάντα προς μια λύση δύο κρατών, αλλά ήταν αδύνατο για το Ισραήλ να καταλήξει σε σοβαρή συμφωνία με μέρη που δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει ως εβραϊκό κράτος.
Οι Παλαιστίνιοι θα μπορούσαν να είχαν το κράτος τους οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά επέλεξαν να επιμείνουν για μια λύση ενός κράτους στην οποία θα εκδιώξουν, θα υποτάξουν ή θα σφαγιάσουν τους Εβραίους.
Οι αραβικές δυνάμεις, εν τω μεταξύ, δεν τρέφουν μεγάλη στοργή για τους Παλαιστίνιους, και προωθούν το θέμα μόνο για να αποσπάσουν την προσοχή των αραβικών μαζών από την κακή διακυβέρνηση που έχουν. Αλλά η ανάδειξη του Ιράν ως επιθετικού αντιπάλου των Αράβων έχει δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για την αραβο-ισραηλινή συνδιαλλαγή. Ίσως θα μπορούσε να επιτευχθεί ειρήνη στη βάση ενός παλαιστινιακού κράτους που θα ήταν μια πολύ βαθύτερη Γάζα ή μια στενή Δυτική Όχθη, με τα παλαιστινιακά τμήματα της Ιορδανίας και του Λιβάνου να προστίθενται σε αυτό. Τουλάχιστον υπάρχει κίνηση και η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ δεν πρέπει να είναι μακριά.
Αν και οι μέθοδοί του είναι ανορθόδοξες, ο πρόεδρος Τραμπ έχει ασκήσει θετική επιρροή σε αυτούς τους τομείς.
Το Ιράν έδειξε ότι είναι ανοιχτό σε διάλογο με την Ουάσιγκτον, εφόσον οι συνομιλίες περιοριστούν σε ζητήματα που αφορούν το πυρηνικό του πρόγραμμα. Σύμφωνα με ανάρτηση της ιρανικής αποστολής στον ΟΗΕ, στις 9 Μαρτίου, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, η Τεχεράνη θα μπορούσε να εξετάσει τέτοιες συζητήσεις εάν ο στόχος είναι να διασκεδαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανή στρατιωτικοποίηση του πυρηνικού της προγράμματος.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε δύο ημέρες μετά τη δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ότι επεδίωξε να προσεγγίσει την ιρανική ηγεσία για να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία που θα αντικαταστήσει εκείνη από την οποία απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την πρώτη του θητεία.
Ο Τραμπ επανέλαβε πρόσφατα ότι το Ιράν δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αναφέροντας ότι δεν αποκλείει τη χρήση στρατιωτικής δράσης προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ωστόσο, στις 8 Μαρτίου, μία ημέρα μετά τη δήλωση του Τραμπ για επαφές με την Τεχεράνη, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, απέρριψε το ενδεχόμενο συνομιλιών με ξένες κυβερνήσεις και ηγέτες που, όπως είπε, επιδιώκουν να επιβάλουν νέους περιορισμούς στο Ιράν.
Τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε νέο μνημόνιο εθνικής ασφάλειας, διατάσσοντας την επαναφορά της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» απέναντι στο Ιράν, την οποία είχε εφαρμόσει και στην πρώτη του θητεία. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, ο στόχος της ανανεωμένης εκστρατείας οικονομικών κυρώσεων είναι η αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν και η αντιμετώπιση της προσπάθειας της Τεχεράνης να αναπτύξει πυραύλους και άλλες ασύμμετρες και συμβατικές στρατιωτικές δυνατότητες. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος υποστήριξε ότι μέσω αυτής της πίεσης επιδιώκει την αποδυνάμωση του δικτύου των ιρανικών πληρεξουσίων στη Μέση Ανατολή.
Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, σε ανάρτησή του στις 9 Μαρτίου, ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να διεξάγονται υπό πίεση ή απειλές, καθώς, όπως τόνισε, η διαπραγμάτευση είναι διαφορετική από την επιβολή και τις διαταγές. Ο ίδιος σημείωσε ότι το Ιράν διαβουλεύεται με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρωσία και την Κίνα — χώρες που παραμένουν συμβαλλόμενα μέρη της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 — σχετικά με την εύρεση τρόπων για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και της διαφάνειας στο πυρηνικό του πρόγραμμα, με αντάλλαγμα την άρση των «παράνομων κυρώσεων».
Αν και η ιρανική αποστολή στον ΟΗΕ διαβεβαίωσε ότι η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να ακούσει τις διεθνείς ανησυχίες περί απόκτησης πυρηνικών όπλων, ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα και πως τέτοιου είδους συνομιλίες «δεν θα γίνουν ποτέ». Σύμφωνα με τον Αραγτσί, το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας ήταν και θα παραμείνει αποκλειστικά ειρηνικό και συνεπώς δεν τίθεται θέμα «πιθανής στρατιωτικοποίησής» του.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει εκφράσει ανησυχία για τη συνεχιζόμενη παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου υψηλής καθαρότητας από το Ιράν. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου, ο οργανισμός εκτίμησε ότι η Τεχεράνη έχει συσσωρεύσει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%.
Για να παραχθεί υλικό κατάλληλο για πυρηνικά όπλα, το ουράνιο πρέπει να εμπλουτιστεί σε επίπεδο 90%.
Στην ίδια έκθεση, ο ΟΗΕ τόνισε ότι το Ιράν είναι το μοναδικό κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα που παράγει τέτοιου είδους υλικό, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση «ιδιαίτερα ανησυχητική».
Ο χρόνος για την Τεχεράνη μπορεί να είναι περιορισμένος όσον αφορά την προοπτική συνομιλιών. Σε συνέντευξή του στο Fox Business, στις 7 Μαρτίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι μπορούν να κάνουν μια συμφωνία που θα ήταν εξίσου καλή σαν να είχαν νικήσει στρατιωτικά, τόνισε ωστόσο ότι «ο χρόνος λιγοστεύει».
Οι Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (SDF), που υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κυριαρχούνται από κουρδικά στοιχεία, υπέγραψαν συμφωνία με τη νέα κυβέρνηση της Δαμασκού τη Δευτέρα, επανεντάσσοντας τη βορειοανατολική περιοχή στην υπόλοιπη χώρα.
Ο SDF δημιουργήθηκε το 2015 με την υποστήριξη των ΗΠΑ και συνέβαλε στην ήττα του ISIS στην ανατολική Συρία μέχρι το 2019, δημιουργώντας τελικά μια αυτόνομη περιοχή πλούσια σε πετρέλαιο, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.
Ο προσωρινός πρόεδρος της Συρίας Άχμεντ αλ Σάρα και ο διοικητής του SDF Μαζλούμ Άμπντι επισημοποίησαν τη συμφωνία τη Δευτέρα, ενώ το κείμενο της συμφωνίας δημοσιεύθηκε στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Συρίας SANA.
Η παρούσα κυβέρνηση της Δαμασκού σχηματίστηκε από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μιας σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης που έχει χαρακτηριστεί ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η HTS προήλθε από το Μέτωπο αλ Νούσρα (ANF), τον συριακό κλάδο της αλ Κάιντα.
Σύμφωνα με το SANA, η συμφωνία αναγνωρίζει την κουρδική κοινότητα ως αναπόσπαστο μέρος του συριακού κράτους, με την εγγύηση των πολιτικών και συνταγματικών της δικαιωμάτων. Προβλέπει επίσης την ενσωμάτωση όλων των πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών της βορειοανατολικής Συρίας στη διοίκηση του συριακού κράτους, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών διαβάσεων, των αεροδρομίων και των πετρελαϊκών και ενεργειακών εγκαταστάσεων. Και οι δύο πλευρές στοχεύουν στην πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας έως το τέλος του 2025.
Οικοδομώντας ένα καλύτερο αύριο
Δεν έχει διευκρινιστεί εάν ο SDF θα διαλυθεί πλήρως, παραδίδοντας τα όπλα, ώστε να ενσωματωθεί σε έναν νέο συριακό στρατό. Ο Άμπντι δήλωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο, εργάζονται για να διασφαλίσουν μια μεταβατική φάση που θα αντανακλά τις προσδοκίες του λαού τους για δικαιοσύνη και σταθερότητα. Υπογράμμισε ότι δεσμεύονται να οικοδομήσουν ένα καλύτερο μέλλον που θα εγγυάται τα δικαιώματα όλων των Σύρων και θα εκπληρώνει τις επιδιώξεις τους για ειρήνη και αξιοπρέπεια, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία ως πραγματική ευκαιρία για τη δημιουργία μιας νέας Συρίας που θα αγκαλιάζει όλα τα στοιχεία της και θα διασφαλίζει την καλή γειτονία.
Η συμφωνία αυτή επετεύχθη λίγες ημέρες μετά την έκφραση ανησυχίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τις δολοφονίες μελών της αλαουιτικής μειονότητας στη βορειοδυτική Συρία από τις δυνάμεις της HTS. Στις 9 Μαρτίου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο κάλεσε τις συριακές αρχές να αναγκάσουν τους υπεύθυνους για αυτές τις σφαγές να λογοδοτήσουν, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ στέκονται στο πλευρό των θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών, των Δρούζων, των Αλαουιτών και των Κούρδων.
Στις 10 Μαρτίου, σε συνέντευξή του στο Reuters, ο αλ Σάρα δήλωσε ότι η Συρία είναι ένα κράτος δικαίου και ο νόμος εφαρμόζεται για όλους. Τόνισε ότι αγωνίστηκαν για να υπερασπιστούν τους καταπιεσμένους και δεν θα επιτρέψουν να χυθεί άδικα αίμα χωρίς τιμωρία ή λογοδοσία, ακόμα και μεταξύ των πιο κοντινών τους ανθρώπων.
Τον Δεκέμβριο, η HTS, με την υποστήριξη του SDF και του υποστηριζόμενου από την Τουρκία Εθνικού Στρατού της Συρίας (SNA), ανέτρεψε τον υποστηριζόμενο από τη Ρωσία πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο οποίος ανήκει στη μειονότητα των Αλαουιτών και κατέφυγε στη Μόσχα. Ακολούθησαν συγκρούσεις στον βορρά, με τον SNA να καταλαμβάνει την πόλη Μάνμπιτζ από τον SDF.
Η Τουρκία αντιτίθεται εδώ και καιρό στον SDF, λόγω των στενών δεσμών του με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιγράφει τον SDF ως έναν «πολυεθνικό συνασπισμό Κούρδων, Αράβων και χριστιανών μαχητών», κυριαρχούμενο από τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), οι οποίες ιδρύθηκαν το 2012 από βετεράνους του PKK, συμπεριλαμβανομένου του Μαζλούμ Άμπντι.
Στις 27 Φεβρουαρίου, ο φυλακισμένος ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν απηύθυνε έκκληση στην οργάνωση να καταθέσει τα όπλα, δηλώνοντας ότι κάθε σύγχρονη κοινότητα και πολιτική οντότητα που δεν έχει κατασταλεί δια της βίας πρέπει να ενταχθεί στο κράτος και την κοινωνία με δική της βούληση και να λάβει σχετική απόφαση. Πρόσθεσε επίσης ότι όλες οι ομάδες πρέπει να καταθέσουν τα όπλα και ότι το PKK πρέπει να διαλυθεί.
SDF εναντίον ISIS
Από την ήττα του ISIS, ο SDF διαδραματίζει βασικό ρόλο στη συνεργασία με τις αμερικανικές δυνάμεις για την καταπολέμηση τζιχαντιστικών στοιχείων στην ανατολική Συρία. Στις 6 Μαρτίου, πραγματοποίησε επιδρομή στην πόλη Σαχίλ, όπου συνέλαβε τον Σαλάχ Μοχάμεντ αλ Αμπντουλάχ, που περιγράφηκε από την κεντρική διοίκηση των ΗΠΑ ως «ηγέτης πυρήνα του ISIS». Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, κατασχέθηκαν όπλα και πυρομαχικά. Η Centcom τόνισε ότι η επιχείρηση ήταν μέρος της συνεχιζόμενης εκστρατείας για την εξάλειψη του ISIS, με τις αμερικανικές δυνάμεις να παρέχουν τεχνική υποστήριξη και πληροφορίες στον SDF.
Παρά τη συμφωνία εκεχειρίας που απαιτούσε την πλήρη αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τον Λίβανο εδώ και περισσότερο από έναν μήνα, ο ισραηλινός στρατός παραμένει σε πέντε στρατηγικά σημεία ακριβώς βόρεια των συνόρων. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, οι θέσεις αυτές είναι κρίσιμες για την αποτροπή της επανεγκατάστασης της Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορα Ισραήλ–Λιβάνου.
Η παρουσία του Ισραήλ σε αυτές τις θέσεις προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο του Λιβάνου όσο και τις Σαουδικής Αραβίας, που έχουν ζητήσει από κοινού την αποχώρησή του. Ο νέος πρόεδρος του Λιβάνου δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου, στην εφημερίδα Asharq της Σαουδικής Αραβίας, ότι σχεδιάζει να ζητήσει από το Ριάντ την επανενεργοποίηση ενός πακέτου στρατιωτικής βοήθειας ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τον λιβανέζικο στρατό, το οποίο είχε διακοπεί εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.
Η Γαλλία, που επιβλέπει τη συμφωνία εκεχειρίας μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρότεινε να τοποθετηθούν δικά της στρατεύματα στις συγκεκριμένες θέσεις, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Παράλληλα, έχει προταθεί είτε ο έλεγχος των θέσεων από τον λιβανέζικο στρατό σε συνεργασία με τη Δύναμη Προσωρινής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο (United Nations Interim Force in Lebanon-UNIFIL) είτε η αναβάθμιση της αρμοδιότητας και του εξοπλισμού της UNIFIL, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τις θέσεις μόνη της.
Σύμφωνα με Ισραηλινούς στρατιωτικούς αναλυτές, μια ισραηλινή αποχώρηση δεν φαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον, δεδομένης της ελλιπούς εφαρμογής των όρων της εκεχειρίας από τον Λίβανο και τον ΟΗΕ. Η συμφωνία εκεχειρίας προβλέπει την ανάπτυξη του λιβανέζικου στρατού και της UNIFIL στο νότιο Λίβανο με σκοπό την αποτροπή της Χεζμπολάχ, αλλά, όπως δήλωσε στην Epoch Times ο Ισραηλινός απόστρατος ταγματάρχης του Ισραηλινού Στρατού (IDF), Έλιοτ Τσοντόφ, η ανάπτυξη αυτή δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να εμποδίσει την οργάνωση να επανασυσταθεί κοντά στα σύνορα.
Η επιφυλακτική στάση του Ισραήλ σχετίζεται με τα γεγονότα της αποχώρησης του από τον Λίβανο το 2006, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με αντάλλαγμα παρόμοιες δεσμεύσεις. Τότε, η UNIFIL και ο λιβανέζικος στρατός δεν κατάφεραν να παρέμβουν, επιτρέποντας στη Χεζμπολάχ να οχυρώσει τα σύνορα και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο σηράγγων σχεδιασμένο για επιθέσεις στο Ισραήλ – μια τακτική που η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς ακολούθησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Σήμερα, σύμφωνα με τον Τσοντόφ, ο ισραηλινός στρατός ακολουθεί πολιτική «μηδενικής ανοχής», τονίζοντας ότι οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα αποτρέπεται άμεσα, σε αντίθεση με την περίοδο 2006–2023. Ο ίδιος ανέφερε πως η UNIFIL διαθέτει αδύναμη εντολή και είναι μόνο «θεωρητικά ανεπτυγμένη», καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για ουσιαστική επιβολή της τάξης. Τόνισε ότι η αποστολή της UNIFIL είναι ειρηνευτική και όχι κατασταλτική, και επομένως δεν είναι σε θέση να λάβει επιθετικά μέτρα για την επιβολή της συμφωνίας.
Όσον αφορά τον λιβανέζικο στρατό, ο Τσοντόφ σημείωσε πως η δέσμευσή του στο σχέδιο της εκεχειρίας παραμένει αμφίβολη, ενώ περίπου το ένα τρίτο των αξιωματικών του ανήκει στη σιιτική κοινότητα. Αν και δεν είναι όλοι μέλη της Χεζμπολάχ, θεωρούνται ύποπτοι. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στο νότιο Λίβανο, ο οποίος συμμετέχει στην επιτηρούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιτροπή εκεχειρίας, συνελήφθη να παρέχει πληροφορίες στη Χεζμπολάχ, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς τον λιβανέζικο στρατό.
Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Ναουάφ Σαλάμ μαζί με στρατιώτες του λιβανέζικου στρατού, σε επίσκεψή του το νότιο χωριό Κιάμ κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ, στις 28 Φεβρουαρίου 2025. (Rabih Daher/AFP μέσω Getty Images)
Η νέα κυβέρνηση του Λιβάνου
Το Ισραήλ αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τη νέα κυβέρνηση του Λιβάνου, η οποία εξελέγη τον Ιανουάριο και ηγείται από τον πρόεδρο Ζοζέφ Αούν, πρώην αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, και τον πρωθυπουργό Ναουάφ Σαλάμ.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Τσοντόφ, ο Σαλάμ δεν θεωρείται φιλικά διακείμενος προς το Ισραήλ, καθώς το έχει χαρακτηρίσει «εχθρό» και το κατηγορεί συχνά για «γενοκτονία». Πριν την εκλογή του στη θέση του πρωθυπουργού, την οποία το Λίβανο αποδίδει σε σουνίτες μουσουλμάνους, ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και είχε προεδρεύσει σε ακρόαση της αγωγής της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για γενοκτονία.
Στις 28 Φεβρουαρίου, ο Σαλάμ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο, δηλώνοντας ότι ο λιβανέζικος στρατός αποτελεί τη μοναδική δύναμη που επιτρέπεται να υπερασπιστεί τη χώρα σε περίπτωση πολέμου. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη θέση του λιβανέζικου στρατού στις προσπάθειες αφοπλισμού της Χεζμπολάχ, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την οργάνωση, η οποία επί χρόνια υποστηρίζει ότι η διατήρηση του οπλισμού της είναι απαραίτητη για την άμυνα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν ποζάρει για μια φωτογραφία στο προεδρικό μέγαρο στην Μπαάμπντα, ανατολικά της Βηρυτού, στις 9 Ιανουαρίου 2025. (Fadel Itani/AFP μέσω Getty Images)
Την ίδια ημέρα, οι αρχές του αεροδρομίου της Βηρυτού κατάσχεσαν 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, που προορίζονταν για τη Χεζμπολάχ και τα οποία μετέφερε άνδρας που έφτασε από την Τουρκία. Αναφέρεται ότι ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε τέτοια κατάσχεση, η οποία αποτελεί μέρος των προσπαθειών της κυβέρνησης Αούν να περιορίσει τη ροή χρημάτων προς τη Χεζμπολάχ από το Ιράν.
Ο Μοσέ Ελάντ, Ισραηλινός ακαδημαϊκός και απόστρατος συνταγματάρχης του IDF, χαρακτήρισε την προσέγγιση του Αούν ως ενθαρρυντικά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνόδου του Αραβικού Συνδέσμου στο Κάιρο, ο Αούν εξέφρασε την αντίθεσή του στην ιδέα αραβικών επενδύσεων στη Γάζα χωρίς προηγούμενη απομάκρυνση της Χαμάς. Ο Ελάντ σημείωσε ότι ο Αούν αντιλαμβάνεται πως το Ισραήλ, ως νικητής του πολέμου, δεν θα ανεχτεί πλέον τη Χαμάς και θα επέμβει εκ νέου για να την εξουδετερώσει εάν χρειαστεί, ενώ παρόμοια είναι η στάση του Ισραήλ απέναντι και στη Χεζμπολάχ.
Ο Ελάντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός διοικητής της Τύρου μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου τη δεκαετία του 1980, καθώς και ως διοικητής στην περιοχή Μπιντ Τζμπέιλ, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, ανέφερε ότι ο IDF βρίσκεται υπό πίεση από τον ίδιο του τον πληθυσμό.
Προστασία των μεθοριακών κοινοτήτων
Μετά τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ στο πλαίσιο της υποστήριξης προς τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε επίσημα περίπου 60.000 κατοίκους από συνοριακές κοινότητες. Πολλοί ακόμη εγκατέλειψαν περιοχές που βρίσκονταν λίγο πιο μακριά από τη μεθόριο. Περίπου οι μισοί από τους εκτοπισμένους κατοίκους έχουν επιστρέψει, αλλά σύμφωνα με τον Ελάντ, όσοι ζουν δύο ή τρία χιλιόμετρα από τα σύνορα αισθάνονται ανασφάλεια και πιέζουν την κυβέρνηση και τον στρατό να μην αποσυρθούν μέχρι να εξασφαλιστεί πλήρως η περιοχή.
Μια ισραηλινή μονάδα πρώτης αντίδρασης σβήνει τις φλόγες μετά από επίθεση με ρουκέτα από τον Λίβανο, εν μέσω διασυνοριακών συγκρούσεων μεταξύ ισραηλινών στρατευμάτων και μαχητών της τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ στο Κιριάτ Σμονά του Ισραήλ, στις 4 Ιουνίου 2024. (Jalaa Marey/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ, από την πλευρά του, υποβάθμισε τη σημασία των πέντε θέσεων που εξακολουθεί να διατηρεί ο IDF σε λιβανέζικο έδαφος, οι οποίες βρίσκονται το πολύ μερικές εκατοντάδες μέτρα βόρεια της Γαλάζιας Γραμμής – της γραμμής απόσυρσης που καθορίστηκε από τον ΟΗΕ το 2000 – και σε ορισμένες περιπτώσεις μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από αυτήν. Ο ίδιος τις χαρακτήρισε «τακτικές προσαρμογές», μικρές στρατιωτικές μετακινήσεις προς τα εμπρός ή προς τα πίσω για την ενίσχυση της αμυντικής θέσης.
Οι θέσεις αυτές βρίσκονται σε υψώματα που επιτρέπουν στις ισραηλινές δυνάμεις να επιβλέπουν το βόρειο τμήμα του Λιβάνου και να εμποδίζουν τη Χεζμπολάχ να χρησιμοποιήσει αυτά τα σημεία για να κατασκοπεύσει το Ισραήλ. Κατανέμονται κατά μήκος των 120 χιλιομέτρων των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου, από τη Μεσόγειο μέχρι την περιοχή βόρεια της Μετούλα, της βορειότερης κοινότητας του Ισραήλ. Υπάρχει μια θέση σε λόφο απέναντι από τη Μετούλα, ενώ οι άλλες τέσσερεις βρίσκονται βόρεια των ισραηλινών συνοριακών κοινοτήτων Σλόμι, Ζαρίτ, Αβιβίμ και Μαργκαλιότ.
Λιβανέζος στρατιώτης παρακολουθεί τη συνοριακή περιοχή με τη βόρεια ισραηλινή πόλη Μετούλα, στις 8 Οκτωβρίου 2023. (Mahmoud Zayyat/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ επεσήμανε ότι το έδαφος του βόρειου Ισραήλ και του νότιου Λιβάνου αποτελεί ένα ενιαίο ορεινό σύμπλεγμα, το οποίο ανυψώνεται σταδιακά προς τον βορρά. Τόνισε επίσης ότι ούτε τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου που χαράχθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε η Γαλάζια Γραμμή λαμβάνουν υπόψη την τοπογραφία της περιοχής. Τα υψώματα που ελέγχει ο IDF επιτρέπουν την προστασία των βόρειων κοινοτήτων του Ισραήλ, οι οποίες περιβάλλονται από υψηλότερους λόφους και βουνά στα βόρεια.