Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Πιλότος ουκρανικού F-16 σκοτώθηκε αποκρούοντας ρωσική αεροπορική επίθεση

Ένας πιλότος F-16 της ουκρανικής πολεμικής αεροπορίας σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ευρείας κλίμακας ρωσικής επίθεσης, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν εκατοντάδες πυραύλων και drones, ανακοίνωσαν οι ουκρανικές αρχές στις 29 Ιουνίου.

Η επίθεση προκάλεσε ζημιές σε κατοικίες και υποδομές σε διάφορες περιοχές της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Κιέβου, ενώ 12 άτομα τραυματίστηκαν, σύμφωνα με τις τοπικές αρχές.

Καθώς η επίθεση εξελισσόταν, εκρήξεις ακούστηκαν σε όλο το Κίεβο αλλά και στη δυτική πόλη Λβιβ, όπου οι ρωσικές επιθέσεις είναι σαφώς σπανιότερες. Ο κυβερνήτης της περιφέρειας Λβιβ, Μαξίμ Κοζίτσκι, δήλωσε: «Οι αεροπορικές επιθέσεις στόχευσαν κρίσιμες υποδομές της πόλης».

Κατά τη διάρκεια της νυχτερινής εχθρικής επίθεσης, ξέσπασε πυρκαγιά στο Ντροχομπίκ προκαλώντας έκλυση καπνού, ανέφερε ο Κοζίτσκι σε ανάρτησή του στο Telegram στις 29 Ιουνίου. Ο ίδιος σημείωσε πως «το Ντροχομπίκ, άλλη μια πόλη της περιφέρειας Λβιβ, βρίσκεται νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας της περιφέρειας».

Επικαλούμενος τις ουκρανικές υγειονομικές αρχές, ο Κοζίτσκι ανέφερε ότι «κατεγράφη μικρή υπέρβαση στις τιμές του διοξειδίου του αζώτου, του διοξειδίου του θείου και του μονοξειδίου του άνθρακα μετά τη ρωσική επίθεση». Συμπλήρωσε, πάντως, ότι «δεν υπάρχει απειλή για τη ζωή των κατοίκων του Ντροχομπίκ».

Σύμφωνα με τον ουκρανικό στρατό, η Ρωσία εκτόξευσε 60 πυραύλους και περισσότερα από 450 drones εναντίον στόχων σε ολόκληρη τη χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Ιουνίου.

38 πύραυλοι και πάνω από 200 drones καταρρίφθηκαν προτού φτάσουν στους στόχους τους, ενώ δεκάδες ακόμη drones εξουδετερώθηκαν με ηλεκτρονικά αντίμετρα.

Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξήρε τον πιλότο του F-16 που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της ρωσικής επίθεσης, τον οποίο κατονόμασε ως Μαξίμ Οστόμενκο.

Σύμφωνα με τον Ζελένσκι, «ο Οστόμενκο πετούσε επιχειρησιακές αποστολές από το 2014, όταν οι ρωσόφιλοι αυτονομιστές κατέλαβαν περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας. Είχε εκπαιδευτεί σε τέσσερα διαφορετικά αεροσκάφη και είχε σημαντικές επιτυχίες στην άμυνα της χώρας». «Είναι οδυνηρό να χάνονται τέτοιοι άνθρωποι», είπε χαρακτηριστικά.

Ο Ουκρανός πρόεδρος κάλεσε τους Δυτικούς συμμάχους, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, να εντείνουν τη στήριξή τους, ειδικά σε ό,τι αφορά την αντιαεροπορική άμυνα.

Η ουκρανική αεροπορία επιβεβαίωσε σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα X ότι ο Οστόμενκο, αντισυνταγματάρχης γεννημένος το 1993, σκοτώθηκε σε αποστολή με F-16 κατά τη διάρκεια μαζικής εχθρικής αεροπορικής επίθεσης. «Ο Μαξίμ έκανε τα πάντα για να οδηγήσει το αεροσκάφος μακριά από κατοικημένη περιοχή», αναφέρεται στην ανάρτηση. «Δεν είχε χρόνο να εκτιναχθεί».

Από όταν η Ουκρανία άρχισε να επιχειρεί με F-16 πέρυσι, είναι γνωστό ότι τουλάχιστον τρία από τα μαχητικά πολλαπλών ρόλων έχουν χαθεί. Το Κίεβο διατηρεί απόρρητο το ακριβές μέγεθος του στόλου των αμερικανικής κατασκευής μαχητικών, τα οποία θεωρούνται πάντως καταλυτικά για την άμυνα του ουκρανικού εναέριου χώρου έναντι ρωσικών επιθέσεων.

Πυροσβέστες εργάζονται στο σημείο της ρωσικής πυραυλικής επίθεσης στο Ντνίπρο της Ουκρανίας, στις 21 Νοεμβρίου 2024. Υπηρεσία Τύπου της Κρατικής Υπηρεσίας Έκτακτης Ανάγκης της Ουκρανίας στην περιοχή Dnipropetrovsk/Handout via Reuters

 

Ρωσικές δυνάμεις στη Δνιπροπετρόφσκ

Στις 30 Ιουνίου, τα ρωσικά κρατικά μέσα μετέδωσαν πως οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν το πρώτο χωριό στην ανατολικοκεντρική περιφέρεια της Δνιπροπετρόφσκ, έπειτα από μήνες αργής αλλά σταθερής προέλασης.

Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων RIA, επικαλούμενο τον φιλορώσο αξιωματούχο Βλαντιμίρ Ρόγκοφ, μετέδωσε πως «οι ρωσικές δυνάμεις ελέγχουν πλέον το χωριό Νταχνόι, που βρίσκεται λίγο εντός των ορίων της Δνιπροπετρόφσκ».

Ρωσικά στρατεύματα, όπως αναφέρθηκε, εκδίωξαν ουκρανικές ένοπλες μονάδες από τον πρώτο οικισμό στην περιφέρεια Δνιπροπετρόφσκ της Ουκρανίας. «Πρόκειται για το χωριό Νταχνόι, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη εκκαθάριση περιοχής».

Η Epoch Times δεν μπόρεσε να επαληθεύσει ανεξάρτητα τον ισχυρισμό, που δεν έχει επιβεβαιωθεί έως τώρα, ούτε από το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας ούτε από ουκρανικές πηγές.

Το 2022, η Ρωσία εισέβαλε και προσαρτήσε ουσιαστικά τέσσερις ουκρανικές περιφέρειες: Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα.

Το Κίεβο έχει δεσμευθεί να ανακτήσει με τη βία όλα τα χαμένα εδάφη, παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της Ουάσιγκτον για προσωρινή κατάπαυση πυρός.

Η Μόσχα δεν έχει προβάλλει επισήμως διεκδίκηση στη Δνιπροπετρόφσκ, η οποία συνορεύει με τις περιφέρειες Ντονέτσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα.

Με πληροφορίες από το Reuters

Το Βελιγράδι σταματά τις εξαγωγές όπλων αφότου η Ρωσία δήλωσε ότι τα σερβικά όπλα πήγαν στην Ουκρανία

Ο πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ανακοίνωσε την αναστολή των εξαγωγών όπλων και πυρομαχικών από το Βελιγράδι, έπειτα από καταγγελίες της Ρωσίας ότι σερβικό στρατιωτικό υλικό καταλήγει στην Ουκρανία μέσω τρίτων.

«Δεν εξάγουμε τίποτα αυτή τη στιγμή», δήλωσε ο Βούτσιτς σε δημοσιογράφους αυτή την εβδομάδα. «Τα έχουμε σταματήσει όλα τώρα και για να προχωρήσει κάτι θα απαιτηθούν ειδικές και συγκεκριμένες αποφάσεις. Θα δούμε ποια θα είναι τα επόμενα βήματα, πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της Σερβίας», ανέφερε χαρακτηριστικά στις 23 Ιουνίου, σύμφωνα με το βαλκανικό τμήμα του Radio Free Europe/Radio Liberty. «Τα σημαντικότερα κρατικά όργανα θα ενημερωθούν σχετικά», πρόσθεσε.

Την ίδια ημέρα, το σερβικό υπουργείο Άμυνας εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία γνωστοποιεί την αναστολή των εξαγωγών οπλισμού και στρατιωτικού εξοπλισμού που παράγεται στη Σερβία. Σύμφωνα με το υπουργείο, οποιαδήποτε μελλοντική εξαγωγή θα χρειάζεται την έγκριση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και των συναρμόδιων αρχών, ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση της νομοθεσίας που διέπει τη διάθεση στρατιωτικών ειδών σε ξένους αγοραστές.

Η απόφαση αυτή έρχεται ως απάντηση στους ισχυρισμούς της Ρωσικής Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών (SVR), η οποία υποστήριξε ότι σερβικές αμυντικές βιομηχανίες προωθούσαν οπλισμό στην Ουκρανία μέσω τρίτων. «Αυτό κατέστη δυνατό μέσω έμμεσων κυκλωμάτων προμήθειας», ανέφερε η SVR σε ανακοίνωσή της στις 23 Ιουνίου, που μετέδωσε το πρακτορείο TASS.

Η SVR διατείνεται ότι εξοπλισμός, κυρίως πυρομαχικά, που κατασκευάζεται στη Σερβία, αποστέλλεται σε χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ ως σετ εξαρτημάτων προς συναρμολόγηση, επιτρέποντας στην Ουκρανία να τον παραλάβει χωρίς να εμφανίζεται ως αγοραστής σερβικού στρατιωτικού υλικού. Κατά την υπηρεσία, η τελική συναρμολόγηση και εξοπλισμός γίνονται κυρίως στην Τσεχία και τη Βουλγαρία, δύο χώρες που ανήκουν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και προμηθεύουν στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία.

Αν και η Σερβία καταδίκασε την εισβολή της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία, απέφυγε να προσχωρήσει στις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας.

Οι καταγγελίες της Μόσχας δεν είναι πρωτόγνωρες· είναι η δεύτερη φορά που η SVR αναφέρεται στο θέμα. Σε προηγούμενη ανακοίνωσή της στις 29 Μαΐου, που επικαλέστηκε το TASS, κατηγόρησε τη σερβική αμυντική βιομηχανία για «προδοσία», υποστηρίζοντας πως «οι σερβικές εταιρείες συνεχίζουν να προμηθεύουν πυρομαχικά στο Κίεβο, παρά τη δηλωμένη ουδετερότητα του Βελιγραδίου».

«Τα σερβικά όπλα αποστέλλονται στην Ουκρανία μέσω ενός απλού κυκλώματος που βασίζεται σε πλαστά πιστοποιητικά τελικού χρήστη και ενδιάμεσες χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμπλέκονται χώρες του ΝΑΤΟ, πρωτίστως η Τσεχία, η Πολωνία και η Βουλγαρία», συμπλήρωσε η SVR, χωρίς ωστόσο να προσκομίσει αποδείξεις για τους ισχυρισμούς της.

Σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2023 η Σερβία εξήγαγε πυρομαχικά αξίας άνω των 27 εκατ. δολαρίων. Την ίδια περίοδο, σε δηλώσεις του στους Financial Times, ο Βούτσιτς ανέφερε: «Δεν μπορούμε να εξάγουμε στην Ουκρανία ούτε στη Ρωσία, αλλά έχουμε πολλές συμφωνίες με Αμερικανούς, Ισπανούς, Τσέχους και άλλους. Τι κάνουν αυτοί με αυτό, είναι δική τους υπόθεση».

Το Κίεβο δεν έχει ακόμη σχολιάσει τους ρωσικούς ισχυρισμούς ή την πρόσφατη απόφαση του Βελιγραδίου να παγώσει τις εξαγωγές όπλων.

Το Κίεβο ανακοίνωσε πλήγμα σε ρωσικό πετρελαϊκό σταθμό στο Ροστόφ

Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις έπληξαν με επιτυχία αποθήκη πετρελαίου στο νότιο Ροστόφ, περιοχή που τροφοδοτεί ρωσικές στρατιωτικές μονάδες οι οποίες επιχειρούν στην πρώτη γραμμή, σύμφωνα με ανακοίνωση του ουκρανικού Γενικού Επιτελείου.

Σε ανάρτηση της 23ης Ιουνίου, επίσημο κανάλι του Επιτελείου στο Telegram ανέφερε: «Επαλήθευτηκε πλήγμα σε σημαντική εγκατάσταση των Ρώσων εισβολέων».

Ειδικότερα, όπως μεταδίδεται, «μονάδες  ειδικών επιχειρήσεων των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, σε συνεργασία με τις πυραυλικές και πυροβολικές δυνάμεις, έπληξαν την εγκατάσταση αποθήκευσης πετρελαίου Atlas Plant στην περιοχή Ροστόφ».

Η συγκεκριμένη εγκατάσταση φέρεται να παρέχει καύσιμα και λιπαντικά σε ρωσικές στρατιωτικές μονάδες που συμμετέχουν στην ένοπλη επίθεση εναντίον της Ουκρανίας στις προσωρινά κατεχόμενες περιοχές του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ.

Το Γενικό Επιτελείο προσέθεσε ότι «η επίθεση προκάλεσε πυρκαγιά στην αποθήκη», επισημαίνοντας ότι τα αποτελέσματα του χτυπήματος βρίσκονται ακόμη υπό αξιολόγηση.

Η Μόσχα δεν έχει επιβεβαιώσει τον ουκρανικό ισχυρισμό, τον οποίο η Epoch Times δεν κατόρθωσε να επαληθεύσει ανεξάρτητα.

Την ίδια ημέρα, ο περιφερειάρχης του Ροστόφ, Γιούρι Σλιουσάρ, δήλωσε πως επίθεση ουκρανικού μη επανδρωμένου οχήματος προκάλεσε πυρκαγιά σε βιομηχανική εγκατάσταση στην περιοχή Καμένσκι, χωρίς ωστόσο να την κατονομάσει.

Σε ανάρτησή του στο Telegram έγραψε: «Η αεράμυνα συνεχίζει να αντιμετωπίζει επιθέσεις στα βόρεια της περιοχής Ροστόφ», ενώ συμπλήρωσε πως ουκρανικά μη επανδρωμένα καταρρίφθηκαν στις περιοχές Μιλορόβσκι, Καμένσκι, Ταράσοβσκι, Μπακόβσκι και Μιλούτινσκι.

Ο Σλιουσάρ ανέφερε επίσης: «Ως αποτέλεσμα της επίθεσης, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε βιομηχανική μονάδα στο Καμένσκι», διευκρινίζοντας ότι, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, δεν τραυματίστηκε κανείς εργαζόμενος και ότι η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο.

Η περιφέρεια του Ροστόφ, στη νοτιοδυτική Ρωσία, συνορεύει με τη νοτιοανατολική Ουκρανία. Το 2022, η Ρωσία εισέβαλε και προσάρτησε τέσσερις περιοχές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ, που συναποτελούν το ρωσόφωνο Ντονμπάς.

Το Κίεβο έχει δεσμευτεί να ανακτήσει το σύνολο των χαμένων εδαφών με στρατιωτική ισχύ. Όπως δήλωσε το Γενικό Επιτελείο της Ουκρανίας, «οι ουκρανικές δυνάμεις συνεχίζουν να λαμβάνουν όλα τα μέτρα για να αποδυναμώσουν το στρατιωτικό και οικονομικό δυναμικό των Ρώσων κατακτητών και να αναγκάσουν τη Ρωσική Ομοσπονδία να σταματήσει την ένοπλη επίθεση κατά της Ουκρανίας».

Τους τελευταίους μήνες, Ρωσία και Ουκρανία έχουν εντείνει τις επιθέσεις ενάντια σε κομβικές ενεργειακές υποδομές αμφότερων των χωρών, περιλαμβάνοντας πετρελαϊκές αποθήκες και διυλιστήρια, παρά τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να επιτύχει πρόσκαιρη εκεχειρία.

Κατεστραμμένο κτίριο στο Βίντνογιε, στην περιοχή της Μόσχας, στις 11 Μαρτίου 2025. (Stringer/Reuters)

 

Στις 24 Ιουνίου, το ρωσικό πρακτορείο TASS μετέδωσε ότι ουκρανικό μη επανδρωμένο όχημα έπληξε πολυώροφο κτίριο κατοικιών στα δυτικά προάστια της Μόσχας, τραυματίζοντας δύο άτομα και προκαλώντας πυρκαγιά σε διαμέρισμα.

Κατά το TASS, «επιβλήθηκαν προσωρινά περιοριστικά μέτρα στις πτήσεις προς και από τα αεροδρόμια Βνούκοβο και Σερεμέτιεβο», που στη συνέχεια ήρθησαν.

Το πρακτορείο, επικαλούμενο το ρωσικό υπουργείο Άμυνας, ανέφερε ακόμα ότι τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα κατέστρεψαν ή αναχαίτισαν 20 ουκρανικά drones σε έξι περιφέρειες της Ρωσίας. Το υπουργείο διευκρίνισε: «Δεκατέσσερα μη επανδρωμένα οχήματα καταρρίφθηκαν στην ευρύτερη περιοχή Κουρσκ, δύο στην ευρύτερη περιοχή της Μόσχας και από ένα στις περιφέρειες Μπέλγκοροντ, Μπριάνσκ, Οριόλ και Σμολένσκ».

Το τελευταίο διάστημα, η Ουκρανία έχει εξαπολύσει εκτεταμένες επιθέσεις με μη επανδρωμένα οχήματα βαθιά εντός ρωσικού εδάφους. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, το Κίεβο πραγματοποίησε επιχείρηση με μη επανδρωμένα, αποκαλούμενη «Ιστός Αράχνης», με στόχο στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη με δυνατότητα μεταφοράς πυρηνικών και στάθμευσης σε ρωσικές αεροπορικές βάσεις.

Παράλληλα, η Ρωσία συνέχισε τις επιθέσεις με μη επανδρωμένα και πυραύλους κατά ουκρανικών πόλεων, με την πλέον πρόσφατη, στις 22 Ιουνίου, να προκαλεί τουλάχιστον 10 θανάτους στο Κίεβο, σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους.

Με πληροφορίες από το Reuters

Χωρίς νέες δεσμεύσεις για βοήθεια στην Ουκρανία ολοκληρώθηκε η σύνοδος της G7

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι αποχώρησε από τη σύνοδο κορυφής της G7, που φιλοξενήθηκε στον Καναδά στις 17 Ιουνίου, χωρίς να λάβει νέες δεσμεύσεις για αμερικανική βοήθεια και χωρίς να πραγματοποιηθεί η πολυαναμενόμενη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Ζελένσκι έγραψε: «Η διπλωματία βρέθηκε σε κρίση αφού δεν κατάφερα να συναντήσω τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Αλμπέρτα του Καναδά από τις 15 έως τις 17 Ιουνίου».

Στην Ομάδα των Επτά, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, συμμετέχουν η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία. Στις 16 Ιουνίου, ο Τραμπ αποχώρησε αιφνιδιαστικά από τη σύνοδο με προορισμό την Ουάσιγκτον, μία ημέρα νωρίτερα από το προγραμματισμένο, προκειμένου να ασχοληθεί με τη συνεχιζόμενη σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν. Σε προηγούμενες δηλώσεις του, ο Ζελένσκι είχε εκφράσει την ελπίδα να συναντηθεί με τον Τραμπ προκειμένου να συζητήσουν τη δυνατότητα αποστολής αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού στο Κίεβο. «Ένα από τα θέματα που πρόκειται να συζητήσω με τον πρόεδρο Τραμπ στην προγραμματισμένη μας συνάντηση αφορά το πακέτο άμυνας που η Ουκρανία είναι έτοιμη να αγοράσει», είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους στη Βιέννη, στις 16 Ιουνίου.

Αφού εντάχθηκε στη σύνοδο την επόμενη ημέρα, ο Ζελένσκι κάλεσε τους υπόλοιπους ηγέτες της G7 να συνεχίσουν να ασκούν πίεση προς τον πρόεδρο Τραμπ, ώστε «να αξιοποιήσει πραγματικά την επιρροή που διαθέτει, για να εξαναγκάσει τον Πούτιν να τερματίσει τον πόλεμο». Σε ανάρτησή του στις 17 Ιουνίου στην πλατφόρμα Χ, έγραψε: «Οι ΗΠΑ και ο πρόεδρος Τραμπ ήταν εκείνοι που πρότειναν κατάπαυση του πυρός, επανέναρξη της διπλωματίας, άμεσες συναντήσεις και διαπραγματεύσεις». Ωστόσο, παρατήρησε, αναχωρώντας για την Ουκρανία αργότερα την ίδια ημέρα, ότι «η Ρωσία έχει μπλοκάρει κάθε προσπάθεια».

Προτού φύγει, ο Ζελένσκι είχε συναντήσεις με τους υπόλοιπους ηγέτες της G7, μεταξύ των οποίων ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Κηρ Στάρμερ και ο νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε. Ο Ουκρανός πρόεδρος έλαβε επίσης διαβεβαιώσεις για βοήθεια από τον Καναδό πρωθυπουργό Μαρκ Κάρνεϋ, ο οποίος ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα χορηγήσει στρατιωτική βοήθεια ύψους 2 δισεκατομμυρίων καναδικών δολαρίων στο Κίεβο. Ο Καναδάς, που αυτή την περίοδο ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία της G7, παραμένει ένας από τους πιο σταθερούς υποστηρικτές της Ουκρανίας, αν και η δυνατότητά του να συμβάλει στην ουκρανική πολεμική προσπάθεια δεν συγκρίνεται με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, του μεγαλύτερου προμηθευτή στρατιωτικού εξοπλισμού του Κιέβου.

Αρχικά είχε κυκλοφορήσει η εκτίμηση ότι οι ηγέτες της G7 θα εξέδιδαν κοινή δήλωση για τη θέση τους για τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας, που βρίσκεται ήδη στον τέταρτο χρόνο. Ωστόσο, με τη λήξη της συνόδου στις 17 Ιουνίου, εκπρόσωπος του Κάρνεϋ δήλωσε πως ουδέποτε βρισκόταν στα σχέδια η κοινή δήλωση για το Ουκρανικό. Παρά ταύτα, ο Καναδός πρωθυπουργός, με την ιδιότητα του προεδρεύοντος της συνόδου, έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση με περίληψη των διαβουλεύσεων, όπου αναφέρεται: «Οι ηγέτες της G7 εξέφρασαν την υποστήριξή τους στις προσπάθειες του Προέδρου Τραμπ για την επίτευξη δίκαιης και διαρκούς ειρήνης στην Ουκρανία. Αναγνώρισαν ότι η Ουκρανία έχει δεσμευθεί σε άνευ όρων κατάπαυση του πυρός και συμφώνησαν ότι το ίδιο πρέπει να πράξει και η Ρωσία».

Στην ίδια ανακοίνωση τονίζεται ότι οι ηγέτες της G7 παραμένουν αποφασισμένοι να εξετάσουν όλα τα ενδεχόμενα για μεγιστοποίηση της πίεσης προς τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών κυρώσεων. Πριν αποχωρήσει από τη σύνοδο, ο Γερμανός καγκελάριος Φρήντριχ Μερτς εξέφρασε με συγκρατημένη αισιοδοξία την ελπίδα ότι «τις επόμενες ημέρες θα ληφθούν νέες αποφάσεις στην Αμερική σχετικά με την επιβολή επιπλέον κυρώσεων κατά της Ρωσίας».

Σε ερώτηση για τα αποτελέσματα της συνόδου, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, απάντησε: «Η G7, στην οποία η Ρωσία τυπικά αποτελεί μέλος, έχει πλέον χάσει κάθε σημασία για τη Μόσχα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη φθίνουσα συμμετοχή των χωρών της G7 στην παγκόσμια οικονομία και τις τάσεις που παρατηρούνται σε αυτές, η G7 φαντάζει εξαιρετικά αποδυναμωμένη και μάλλον αναποτελεσματική», είπε στους δημοσιογράφους σε συνέντευξη Τύπου, στις 17 Ιουνίου. Το 2017, η Ρωσία αποχώρησε από την Ομάδα των Εθνών, γνωστή τότε ως G8, μετά την αναστολή της συμμετοχής της τρία χρόνια νωρίτερα.

Με πληροφορίες από το Reuters

Δέκαδες νεκροί από ρωσικές επιθέσεις σε Κίεβο και Οδησσό – Κλιμακώνεται η σύγκρουση

Τουλάχιστον 14 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όταν οι ρωσικές δυνάμεις εξαπέλυσαν σειρά επιθέσεων με πυραύλους και drones εναντίον πολλαπλών στόχων στο Κίεβο τα ξημερώματα της 17ης Ιουνίου, σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους. Πάνω από 25 στόχοι, μεταξύ των οποίων κρίσιμες υποδομές, επλήγησαν σε διαδοχικά κύματα βομβαρδισμών, όπως ανακοίνωσαν οι αρμόδιες αρχές της ουκρανικής πρωτεύουσας.

Ο υπουργός Εσωτερικών της Ουκρανίας Ιχόρ Κλιμένκο ανέφερε ότι «14 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε όλη την πρωτεύουσα, ενώ ακόμη ένα άτομο σκοτώθηκε από ρωσικό πλήγμα στη νότια λιμενική πόλη της Οδησσού».

Ως «φρίκη» περιέγραψε την καταστροφή ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δηλώνοντας: «Η ρωσική επίθεση περιλάμβανε 32 πυραύλους και περισσότερα από 440 drones. Τέτοιου είδους επιθέσεις συνιστούν καθαρή τρομοκρατία. Ολόκληρος ο κόσμος, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη οφείλουν επιτέλους να απαντήσουν όπως αρμόζει σε μια πολιτισμένη κοινωνία απέναντι στους τρομοκράτες. Ο Πούτιν το πράττει απλώς επειδή μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο». Οι δηλώσεις του Ζελένσκι έγιναν από τον Καναδά, όπου συμμετέχει στη σύνοδο των G7, με σκοπό να ενισχύσει τη δυτική στήριξη προς την ουκρανική προσπάθεια.

Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας επιβεβαίωσε τις επιθέσεις στην ημερήσια ενημέρωσή του για τις 17 Ιουνίου, που αναρτήθηκε στον επίσημο λογαριασμό του στο Telegram. Όπως αναφέρεται, οι ρωσικές δυνάμεις πραγματοποίησαν ομαδικό πλήγμα με πυραύλους αέρος, ξηράς και θαλάσσης μεγάλης εμβέλειας, καθώς και με drones ακριβείας, εναντίον στρατιωτικών βιομηχανικών εγκαταστάσεων στις περιοχές Κιέβου και Ζαπορίζια. Το υπουργείο υπογράμμισε: «Ο στόχος της επίθεσης επετεύχθη. Όλοι οι προγραμματισμένοι στόχοι καταστράφηκαν».

Σε ξεχωριστή ανακοίνωση, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας ανέφερε ότι τα αντιαεροπορικά του συστήματα κατέρριψαν δεκάδες ουκρανικά drones σε δέκα ρωσικές περιφέρειες. «Από τις 23.30 στις 16 Ιουνίου έως τις 7 το πρωί στις 17 Ιουνίου, τα συστήματα αεράμυνας με ετοιμότητα εκτόξευσης αναχαίτισαν ή κατέστρεψαν 147 ουκρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη πάνω από τις περιοχές Μπέλγκοροντ, Κουρσκ, Μπριάνσκ, Βορονέζ, Τβερ, Λιπέτσκ, Οριόλ, Ταμπόφ, Τούλα και Μόσχα», αναφέρεται στην ανακοίνωση.

Η Epoch Times δεν στάθηκε δυνατόν να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα τους ισχυρισμούς καμίας πλευράς σχετικά με τη σύγκρουση, η οποία διανύει πλέον το τέταρτο έτος της, από τον Φεβρουάριο.

Χαμηλές προσδοκίες για ειρήνη

Παρά τις αμερικανικές διπλωματικές προσπάθειες για κατάπαυση του πυρός, Ρωσία και Ουκρανία εντείνουν τις επιδρομές σε κρίσιμες υποδομές, συμπεριλαμβανομένων ενεργειακών εγκαταστάσεων. Στις 15 Ιουνίου, η Ρωσία έπληξε διυλιστήριο πετρελαίου στην κεντρική ουκρανική περιφέρεια Πολτάβα, υποστηρίζοντας ότι τροφοδοτούσε με καύσιμα τις δυνάμεις στο μέτωπο.

Με ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο Ζελένσκι προειδοποίησε ότι η Ρωσία σχεδιάζει νέες επιθέσεις κατά του ενεργειακού συστήματος της Ουκρανίας.

Δύο γύροι διαπραγματεύσεων Ρωσίας–Ουκρανίας στην Κωνσταντινούπολη δεν οδήγησαν σε ουσιαστικά αποτελέσματα, πέρα από συμφωνίες για ανταλλαγή αιχμαλώτων και επαναπατρισμό σορών πεσόντων στρατιωτών. Στο πλαίσιο αυτής της τελευταίας συμφωνίας, η Ουκρανία παρέλαβε στις 16 Ιουνίου τις σορούς 1.245 στρατιωτικών. Ο Ουκρανός υπουργός Άμυνας Ρουστάμ Ουμάροφ δήλωσε: «Σήμερα ολοκληρώνεται το τελικό στάδιο επαναπατρισμού των νεκρών στρατιωτών. Από την περασμένη εβδομάδα, οπότε ξεκίνησε η εφαρμογή των συμφωνιών Κωνσταντινούπολης, καταφέραμε να επιστρέψουμε πάνω από 6.000 σορούς».

Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία παρέλαβε τις σορούς 78 στρατιωτών, σύμφωνα με τον Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες. Παρά τη συνεχιζόμενη βία και τις διασυνοριακές επιθέσεις, η Μόσχα δείχνει διαλλακτικότητα για νέο γύρο ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Εκπρόσωπος του Κρεμλίνου επισήμανε: «Τις επόμενες ημέρες θα πρέπει να ορίσουμε το πλαίσιο πιθανών όρων για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων», αναφερόμενος στις συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης.

Με την συμβολή του Reuters

Ευρωπαϊκές κυρώσεις και νέο πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο: Πόσο επηρεάζουν τη Μόσχα;

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε αυτή την εβδομάδα ένα 18ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, στοχεύοντας τους τομείς ενέργειας, τραπεζών και στρατιωτικοβιομηχανίας της χώρας. Προκειμένου να περιορίσει τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο, το πακέτο προτείνει και περαιτέρω μείωση του πλαφόν τιμής που έχει θεσπίσει το G7 για το ρωσικό πετρέλαιο, από τα 60 στα 45 δολάρια ανά βαρέλι.

Η ομάδα των χωρών του G7 περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 10 Ιουνίου, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε: «Η δική μου εκτίμηση είναι ότι μαζί, ως G7… Ξεκινήσαμε αυτή τη στρατηγική ως G7, είχε επιτυχία και θέλω να συνεχίσουμε αυτό το μέτρο ως G7».

Ο Τζούλιαν Ματνιέ, οικονομολόγος αγορών πετρελαίου στην αμερικανική Energy Intelligence Group, εκτιμά ότι οι Βρυξέλλες διεξάγουν έναν «πόλεμο φθοράς» εναντίον της Ρωσίας, προσθέτοντας συνεχώς νέα στρώματα κυρώσεων με την ελπίδα ότι, όταν φτάσουν στην κρίσιμη μάζα, θα καταστούν αποτελεσματικές. Το πακέτο κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένου του νέου πλαφόν, πρέπει να εγκριθεί από και τα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. για να τεθεί σε ισχύ. Εάν περάσει, θα σηματοδοτήσει τη δεύτερη φορά που το ρωσικό πετρέλαιο υπόκειται σε δυτικά πλαφόν τιμών. Στα τέλη του 2022, δέκα μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ανατολική Ουκρανία, το G7, μαζί με την Αυστραλία, επέβαλαν αρχικά πλαφόν 60 δολαρίων το βαρέλι στο ρωσικό πετρέλαιο – μια πολιτική υπό αμερικανική πρωτοβουλία.

Ο Φέρι Ντάουν-Μπάρκσλεϊ, πρόεδρος της ερευνητικής ομάδας Vienna Energy Research Group, ανέφερε στην Epoch Times:  «Τότε, η διεθνής τιμή του πετρελαίου κυμαινόταν γύρω στα 80 δολάρια το βαρέλι. Τώρα, βρίσκεται κάτω από τα 70».

Έτσι, η Ε.Ε. αποφάσισε να μειώσει το πλαφόν στα 45 δολάρια, ώστε η Ρωσία να εισπράττει αναλογικά λιγότερα έσοδα. Στις αρχές του 2023, το G7 επέβαλε αντίστοιχο πλαφόν και στα ρωσικά προϊόντα πετρελαίου, όπως το ντίζελ. Παράλληλα, οι δυτικές εταιρείες απαγορεύτηκε να παρέχουν βασικές υπηρεσίες, όπως μεταφορά, ασφάλιση και χρηματοδότηση, για φορτία ρωσικού πετρελαίου που πωλούνται πάνω από το νέο πλαφόν. Η στρατηγική αυτή είχε στόχο να πιέσει οικονομικά τη Μόσχα χωρίς να διαταράξει τη διεθνή αγορά ενέργειας, επιτρέποντας μεν τη συνέχιση των εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου, αλλά σε χαμηλότερες τιμές. Όπως σημειώνει ο Μπάρκσλεϊ, σκοπός του πλαφόν είναι να διατηρηθεί ο εφοδιασμός, αλλά φθηνότερος.

Αντιδρώντας, η Μόσχα απαγόρευσε στις αρχές του 2023 την πώληση ρωσικού πετρελαίου σε οποιαδήποτε χώρα ακολουθεί το δυτικό πλαφόν και ανακατεύθυνε τις εξαγωγές της, με εκπτώσεις, σε άλλους αγοραστές, κυρίως Κίνα και Ινδία, με τις οποίες διατηρεί καλές σχέσεις. Έτσι Κίνα και Ινδία αναδείχθηκαν στους μεγαλύτερους εισαγωγείς φθηνού ρωσικού πετρελαίου που προηγουμένως προοριζόταν για την Ευρώπη. Παρότι τα έσοδα της Ρωσίας μειώθηκαν λόγω χαμηλότερων τιμών, οι συνολικές ποσότητες εξαγωγών παρέμειναν σταθερές. Παράλληλα, η Ρωσία απέφυγε περαιτέρω τον περιορισμό του πλαφόν αξιοποιώντας ένα «σκιώδη στόλο» δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν πετρέλαιο με μεταφορές από πλοίο σε πλοίο ανοιχτά στη θάλασσα.

Ο Ματνιέ δήλωσε στην Epoch Times: «Το πλαφόν αποδείχθηκε στην πράξη αναποτελεσματικό, χάρη στον σκιώδη στόλο που εξακολουθεί να μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο σε Κίνα, Ινδία, Τουρκία κ.ά.».

Το πετρελαιοφόρο Eagle S είναι αγκυροβολημένο κοντά στο λιμάνι Kilpilahti στο Πόρβοο, στον Κόλπο της Φινλανδίας, στις 7 Ιανουαρίου 2025. Φωτογραφία: ANTTI AIMO-KOIVISTO/Lehtikuva/AFP μέσω Getty Images

 

Παρ’ όλα αυτά, πρόσθεσε: «Τον προηγούμενο μήνα, τα έσοδα της Ρωσίας από πετρέλαιο και αέριο ήταν μειωμένα κατά 35% σε σχέση με πέρσι και 14% χαμηλότερα τον Μάιο 2025 σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2024. Είναι όμως δύσκολο να ξεχωρίσουμε τι οφείλεται στις κυρώσεις και τι στη μείωση των διεθνών τιμών».

Ερωτηθείς για τη νέα πρόταση μείωσης στο πλαφόν, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, υποβάθμισε τη σημασία της για τη ρωσική οικονομία. Ο Πεσκόφ δήλωσε στις 11 Ιουνίου στους δημοσιογράφους: «Η Ρωσία δεν ζει υπό περιορισμούς μόλις μία μέρα. Λειτουργούμε εδώ και πολύ καιρό σε τέτοιες συνθήκες, τις οποίες συνεχίζουμε να θεωρούμε παράνομες».

Πρόσθεσε ότι η Ρωσία απέκτησε πολύτιμη εμπειρία και έχει πλέον τη δυνατότητα να περιορίζει τις αρνητικές επιπτώσεις τέτοιων μέτρων. Προειδοποίησε, ωστόσο, πως νέα μείωση του πλαφόν δεν θα συμβάλει στη σταθεροποίηση των διεθνών αγορών ενέργειας, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο TASS.

Ο Ματνιέ, ερωτηθείς αν εκτιμά ότι περαιτέρω μείωση του πλαφόν θα επηρεάσει σημαντικά την παγκόσμια αγορά ενέργειας, απάντησε: «Δεν το πιστεύω, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Οι αποφάσεις του OPEC-plus έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα και νομίζω ότι η Ρωσία το γνωρίζει πολύ καλά».

Ο OPEC-plus, που ιδρύθηκε το 2016, περιλαμβάνει τα 12 μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (OPEC) μαζί με 10 ακόμα εξαγωγικές χώρες εκτός OPEC, ανάμεσά τους και η Ρωσία.

Η Ρωσία ήδη έχει απαντήσει στη σκλήρυνση των κυρώσεων της Ε.Ε. ενισχύοντας τα μέτρα προστασίας των δεξαμενόπλοιών της απέναντι σε πιθανές απόπειρες του ΝΑΤΟ να περιορίσει τη ναυσιπλοΐα του σκιώδους στόλου στη Βαλτική, σύμφωνα με τον Ματνιέ. Σύμφωνα με φινλανδικές αρχές, η Ρωσία ξεκίνησε να συνοδεύει δεξαμενόπλοια στον Φινλανδικό Κόλπο.

Η Ρωσία εξακολουθεί να εξάγει σήμερα 1,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα από τα δύο λιμάνια της στη Βαλτική, το Πριμόρσκ και το Ουστ-Λούγκα. Πρακτικά, σχεδόν όλη αυτή η ποσότητα κατευθύνεται πλέον σε Ινδία, Κίνα και Τουρκία – τους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικού αργού.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει ήδη ζητήσει να μειωθεί το πλαφόν για το ρωσικό πετρέλαιο ακόμα και στα 30 δολάρια το βαρέλι. Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του στις 10 Ιουνίου τόνισε: «Η ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει τον πόλεμο ισοδυναμεί με την ικανότητά της να πουλά πετρέλαιο και να παρακάμπτει χρηματοοικονομικά εμπόδια. Πρέπει να γίνουν τα πάντα ώστε η τιμή του ρωσικού πετρελαίου να πέσει κάτω από τα όρια αντοχής τους».

Αν και τα περισσότερα μέλη του G7 έχουν ταχθεί υπέρ της νέας μείωσης του πλαφόν, παραμένει ασαφές αν οι Ηνωμένες Πολιτείες – που επιδιώκουν επαναπροσέγγιση με τη Μόσχα – θα συνταχθούν μαζί τους. Όπως σημείωσε ο Μπάρκσλεϊ: «Το προηγούμενο πλαφόν επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ. Οι κυρώσεις και τα πλαφόν που επιβάλλει η Ε.Ε. θα έχουν σαφώς πιο περιορισμένα αποτελέσματα. Τώρα τα βλέμματα είναι στραμμένα στις ΗΠΑ».

Στις 13 Ιουνίου, οι τιμές του πετρελαίου κατέγραψαν άλμα περίπου 6%, φτάνοντας στα 74 δολάρια το βαρέλι, έπειτα από μονομερή επίθεση του Ισραήλ σε ιρανικούς στρατιωτικούς στόχους και εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας.  

Με πληροφορίες από το Reuters

Ρωσικό πλήγμα σε ουκρανικό διυλιστήριο: Ενεργειακός πόλεμος στην κεντρική Ουκρανία

Ρωσικές δυνάμεις έπληξαν σημαντικό διυλιστήριο πετρελαίου στην κεντρική Ουκρανία, όπως επιβεβαίωσαν τόσο το ρωσικό υπουργείο Άμυνας όσο και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Σύμφωνα με ανακοίνωση στις 15 Ιουνίου, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εξαπέλυσαν μαζικό και υψηλής ακρίβειας πλήγμα με μακράς εμβέλειας όπλα από αέρος και θαλάσσης, καθώς και μη επανδρωμένα αεροσκάφη κρούσης, κατά του διυλιστηρίου στην Κρεμεντσούκα. Η Κρεμεντσούκα αποτελεί βιομηχανικό κέντρο στην κεντρική περιφέρεια Πολτάβα της Ουκρανίας.

Το ρωσικό υπουργείο υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο διυλιστήριο τροφοδοτεί με καύσιμα τις ουκρανικές δυνάμεις που επιχειρούν στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς, προσθέτοντας: «Ο στόχος των πληγμάτων επιτεύχθηκε».

Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι επιβεβαίωσε ότι το διυλιστήριο αποτέλεσε στόχο, καταδικάζοντας τα πλήγματα σε βιντεοσκοπημένο διάγγελμά του στις 15 Ιουνίου. «Δυστυχώς, υπήρξαν ζημιές σε ενεργειακή υποδομή», ανέφερε. «Αυτό αποτελεί εμπαιγμό της Ρωσίας προς κάθε ενέργεια της διεθνούς κοινότητας για τον τερματισμό του πολέμου», συνέχισε ο Ζελένσκι, υποστηρίζοντας ότι το χτύπημα πραγματοποιήθηκε μετά από αμερικανική έκκληση προς την Ουκρανία να μην στοχοποιεί ρωσικές ενεργειακές εγκαταστάσεις.

Σε ξεχωριστή ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο Ουκρανός πρόεδρος προειδοποίησε ότι η Ρωσία σχεδιάζει περαιτέρω επιθέσεις στον ενεργειακό τομέα της Ουκρανίας, οι οποίες ενδέχεται να περάσουν απαρατήρητες διεθνώς, καθώς η παγκόσμια προσοχή εστιάζεται στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

Η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022 και ουσιαστικά προσαρτήθηκε μεγάλες εκτάσεις της ανατολικής και νοτιοανατολικής χώρας, συμπεριλαμβανομένου του Ντονμπάς, όπου ανήκουν οι περιφέρειες Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ. Τους τελευταίους μήνες, τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο έχουν εντείνει τα χτυπήματα σε καίριες ενεργειακές υποδομές, μεταξύ των οποίων και διυλιστήρια πετρελαίου, παρά τις αμερικανικές προσπάθειες για κατάπαυση του πυρός. Αμφότερες οι πλευρές προβάλλουν ισχυρισμούς για προέλαση στο πεδίο των μαχών.

Ο επικεφαλής της αναγνωρισμένης από την Μόσχα Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ, Ντένις Πουσίλιν, δήλωσε ότι οι ρωσικές δυνάμεις βρίσκονται κοντά στην «απελευθέρωση» της πόλης Ποκρόφσκ, έπειτα από εδαφικές κερδισμένες στην όμορη ουκρανική περιοχή του Δνεπροπετρόφσκ. «Παρατηρούμε να ανοίγονται πολλαπλά σημεία πρόσβασης στη Δνεπροπετρόφσκ, γεγονός που μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε στρατηγικά τα κεκτημένα μας και να προχωρήσουμε δυναμικά προς την απελευθέρωση της Κρασνοαρμίσκ», δήλωσε ο Πουσίλιν, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Η Ποκρόφσκ, σημαντικός μεταφορικός κόμβος στην περιφέρεια του Ντονέτσκ, βρίσκεται στη συμβολή διαφόρων οδικών αρτηριών που τη συνδέουν με άλλες κρίσιμες πόλεις και κωμοπόλεις της περιοχής. Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν ως επί το πλείστον περικυκλώσει την Ποκρόφσκ από ανατολάς και νότον, ωστόσο η πόλη –από την οποία έχουν αποχωρήσει οι περισσότεροι κάτοικοι– παραμένει υπό ουκρανικό έλεγχο. Στις 14 Ιουνίου, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι ο ρωσικός στρατός κατέλαβε το χωριό Ζελένι Γιακούτ, νοτιοδυτικά της Ποκρόφσκ.

Ένα κτίριο που φέρεται να έχει υποστεί ζημιές από τα ρωσικά πλήγματα στο Ποκρόβσκ της Ουκρανίας, στις 25 Ιανουαρίου 2025. Anton Shynkarenko/Reuters

 

Την ίδια ημέρα, ο Ζελένσκι δήλωσε ότι οι ουκρανικές δυνάμεις πέτυχαν επιτυχημένες επιχειρήσεις στην περιοχή της Ποκρόφσκ, χωρίς να δώσει περαιτέρω στοιχεία. Παράλληλα, υποστήριξε πως οι ουκρανικές δυνάμεις ανέκτησαν το χωριό Αντρίβκα, στη βορειοανατολική περιοχή της Σούμι, όπου οι Ρώσοι επιδιώκουν να δημιουργήσουν ζώνη ασφαλείας ώστε να αποτρέψουν διασυνοριακές επιθέσεις στο ρωσικό έδαφος. «Με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις, απευθύνουμε ιδιαίτερες ευχαριστίες στους στρατιώτες του 225ου Ανεξάρτητου Συντάγματος Εφόδου για τις επιθετικές επιχειρήσεις στην περιοχή Σούμι και, ειδικότερα, για την απελευθέρωση της Αντρίβκα», ανέφερε ο Ζελένσκι σε νεότερο διάγγελμά του.

Η Μόσχα δεν έχει επιβεβαιώσει ούτε σχολιάσει τον ισχυρισμό του Ουκρανού προέδρου σχετικά με την ανακατάληψη της Αντρίβκα από τις ουκρανικές δυνάμεις. Ο Ζελένσκι εκτιμά ότι η Ρωσία έχει συγκεντρώσει περίπου 53.000 στρατιώτες στην περιφέρεια της Σούμι, η οποία συνορεύει σε μήκος περίπου 560 χιλιομέτρων με τις ρωσικές περιοχές Κουρσκ, Μπέλγκοροντ και Μπριάνσκ. Η εφημερίδα The Epoch Times δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα τους ισχυρισμούς καμίας πλευράς, σε μια διένεξη που εισήλθε στο τέταρτο έτος τον περασμένο Φεβρουάριο.

Με την συμβολή του Reuters

Οι παγκόσμιες δυνάμεις επιδιώκουν αυξημένη επιρροή στην Κεντρική Ασία: Η σημασία των φυσικών πόρων και οι νέοι εμπορικοί δρόμοι

Καθώς η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια και στρατηγικούς φυσικούς πόρους εντείνεται, οι πέντε χώρες της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Κιργιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν και Τατζικιστάν) μετατρέπονται σταδιακά σε επίκεντρο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των σημαντικότερων διεθνών δυνάμεων. Πρόσφατη δήλωση της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι από το Καζακστάν, όπου χαρακτήρισε την περιοχή ως «κομβικό σταυροδρόμι» Ανατολής και Δύσης με «στρατηγικό ρόλο στο παγκόσμιο σκηνικό», έρχεται να υπογραμμίσει την αυξανόμενη σημασία της Κεντρικής Ασίας όχι μόνο ως πηγή πρώτων υλών, αλλά και ως διαμετακομιστικός κόμβος που ενδέχεται να αναμορφώσει τις εμπορικές σχέσεις Ασίας-Ευρώπης.

Στις 4 Απριλίου 2025, στο Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, έλαβε χώρα η Σύνοδος ΕΕ-Κεντρικής Ασίας, αποτυπώνοντας το αυξημένο ενδιαφέρον των Βρυξελλών για τις εξελίξεις στην περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία σημαντικών πολιτικών ηγετών όπως ο πρόεδρος του Κιργιστάν Σαντίρ Τζαπάροφ, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο πρόεδρος του Καζακστάν Κασίμ-Τζομάρτ Τοκάγιεφ. Τα ζητήματα που συζητήθηκαν αφορούσαν τόσο την ενεργειακή ασφάλεια, όσο και τις νέες προοπτικές εμπορικών διαδρόμων που θα συνδέουν πιο αποτελεσματικά την Ασία με τη Δύση, παρακάμπτοντας παραδοσιακά σημεία συμφόρησης.

Η ΕΕ, επιδιώκοντας να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, εντατικοποιεί τις επαφές με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας. Το Καζακστάν, για παράδειγμα, είναι ήδη ο βασικός εμπορικός εταίρος της Ευρώπης στην περιοχή, διαθέτοντας τεράστια αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου και ουρανίου. Την ίδια στιγμή, οι Βρυξέλλες επενδύουν στη δημιουργία και διεύρυνση διαδρόμων όπως ο «Μεσαίος Διάδρομος» (Middle Corridor), που φιλοδοξεί να αποτελέσει εναλλακτική των παραδοσιακών ρωσικών και κινεζικών δρομολογίων.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη Σαμαρκάνδη στις 3 Απριλίου 2025, ενόψει της Συνόδου Κορυφής ΕΕ-Κεντρικής Ασίας. Vyacheslav Oseledko/AFP via Getty Images

 

Η Κίνα, μέσω του φιλόδοξου προγράμματος Belt and Road Initiative, έχει ήδη υλοποιήσει μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές εντός της Κεντρικής Ασίας και διατηρεί σημαντικές εμπορικές και ενεργειακές συμφωνίες με όλες σχεδόν τις χώρες της περιοχής. Το Πεκίνο, αναγνωρίζοντας επίσης τη στρατηγική γεωγραφική θέση της Κεντρικής Ασίας, επιδιώκει να διασφαλίσει την ομαλή διοχέτευση κινεζικών εμπορευμάτων προς την Ευρώπη, όπως και την απρόσκοπτη πρόσβαση σε ορυκτούς πόρους και ενέργεια.

Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και με περιορισμένο ιστορικά διπλωματικό και οικονομικό αποτύπωμα στην περιοχή σε σχέση με την ΕΕ και την Κίνα, επανεξετάζουν τη στρατηγική τους. Η Ουάσιγκτον εστιάζει στην ενίσχυση των διμερών σχέσεων και προωθεί προγράμματα συνεργασίας (κυρίως στους τομείς της ασφάλειας και της τεχνολογίας), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διαφοροποίηση των ενεργειακών ροών και την αποτροπή μονομερούς κινεζικής ή ρωσικής επιρροής.

Τα κράτη της Κεντρικής Ασίας επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων προς όφελός τους, διατηρώντας ίσες αποστάσεις και αποκομίζοντας ωφέλη από τις εξωτερικές επενδύσεις. Παράλληλα, θέματα όπως η διαφάνεια, η βιώσιμη ανάπτυξη και η σταθερότητα απασχολούν τις ηγεσίες της περιοχής, οι οποίες προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων των τρίτων χωρών.

Η αναβαθμισμένη γεωπολιτική σημασία της Κεντρικής Ασίας δημιουργεί νέες ευκαιρίες αλλά και σύνθετες προκλήσεις τόσο για τις ίδιες τις χώρες όσο και για τους διεθνείς παίκτες. Με την παγκόσμια προσπάθεια ενεργειακής μετάβασης, τα πλούσια ορυκτά και ενεργειακά αποθέματα της περιοχής καθίστανται καθοριστικά στην ευρωπαϊκή και κινεζική στρατηγική, ενώ η διασφάλιση των νέων διαδρόμων μεταφορών αποκτά διαστάσεις που υπερβαίνουν την απλή οικονομική συνεργασία.

Αυτή η φωτογραφία αρχείου δείχνει το ξηρό λιμάνι KTZE-Khorgos Gateway, έναν κόμβο logistics στην πλευρά του Καζακστάν των συνόρων Καζακστάν-Κίνας, στις 15 Απριλίου 2019. Abduaziz Madyarov/AFP via Getty Images

 

Τελικά, το κατά πόσον θα καταφέρουν οι χώρες της Κεντρικής Ασίας να διαχειριστούν αυτόν τον πολυδιάστατο ανταγωνισμό προς δικό τους όφελος, παραμένοντας ταυτόχρονα παράγοντες σταθερότητας στο περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο, παραμένει ανοικτό ερώτημα. Η εξέλιξη των σχέσεών τους με ΕΕ, ΗΠΑ και Κίνα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την μελλοντική ισορροπία δυνάμεων στην καρδιά της ευρασιατικής ηπείρου.

Νέο γύρο συνομιλιών ΗΠΑ-Ρωσίας στη Μόσχα, ανακοινώνει ο Ρώσος πρέσβης

Ο Ρώσος πρέσβης στις Ηνωμένες Πολιτείες, Αλεξάντρ Νταρτσίεφ, ανακοίνωσε ότι ο επόμενος γύρος διπλωματικών συνομιλιών μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Μόσχας και της Ουάσιγκτον θα πραγματοποιηθεί στη ρωσική πρωτεύουσα. Πρόκειται για τη συνέχεια της προσπάθειας των δύο πλευρών να άρουν τα εμπόδια που παρακωλύουν τη λειτουργία των διπλωματικών τους αποστολών, εν μέσω παρατεταμένης έντασης στις διμερείς σχέσεις.

Οι δύο προηγούμενοι γύροι διαπραγματεύσεων έχουν ήδη διεξαχθεί φέτος, στην Κωνσταντινούπολη, σηματοδοτώντας μια σπάνια ευκαιρία διαλόγου μετά από χρόνια ψυχροπολεμικής ατμόσφαιρας. Όπως υπογραμμίζουν αμφότερες οι πλευρές, οι συναντήσεις επικεντρώνονται στη βελτίωση της καθημερινής λειτουργίας των ρωσικών και αμερικανικών πρεσβειών σε Μόσχα και Ουάσιγκτον, σε μια περίοδο κατά την οποία διαδοχικές κυρώσεις, απομάκρυνση διπλωματών και περιοριστικά μέτρα έχουν διαβρώσει τις γραμμές επικοινωνίας.

Η λειτουργία των πρεσβειών ΗΠΑ και Ρωσίας τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί σοβαρές πιέσεις, με εκατέρωθεν απελάσεις προσωπικού, περιορισμούς στη χορήγηση βίζας και νομικά εμπόδια στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και κτιρίων. Παράλληλα, το κλίμα δυσπιστίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας έχει παρεμποδίσει όχι μόνο την παροχή προξενικών υπηρεσιών προς πολίτες, αλλά και βασικές λειτουργίες επικοινωνίας σε επίπεδο κυβερνήσεων.

Οι εκπρόσωποι και των δύο χωρών διαβεβαιώνουν ότι ο στόχος των συνομιλιών δεν είναι η συζήτηση θεμάτων στρατηγικής και ασφάλειας – πεδίο εύφλεκτο λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία – αλλά η διευθέτηση πρακτικών ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργικότητα των διπλωματικών αρχών.

Ρώσοι διπλωμάτες αποχωρούν από την κατοικία του Γενικού Προξένου των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, μετά τον πρώτο γύρο συνομιλιών ΗΠΑ-Ρωσίας, στις 27 Φεβρουαρίου 2025. (Francisco Seco/AP Photo)

 

Όπως τονίζει ο Αλεξάντρ Νταρτσίεφ, «οι συνομιλίες επικεντρώνονται αποκλειστικά στη δημιουργία συνθηκών για την απρόσκοπτη λειτουργία των πρεσβειών μας», επισημαίνοντας την ανάγκη για «ομαλοποίηση» του καναλιού επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Από αμερικανικής πλευράς, αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν αναγνωρίσει τη σημασία της διατήρησης «λειτουργικής διπλωματικής παρουσίας και στους δύο προορισμούς», ιδιαίτερα υπό το φως των γεωπολιτικών εντάσεων.

Η συγκυρία των συνομιλιών κρίνεται ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται στο ναδίρ των τελευταίων δεκαετιών, με φόντο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία και τις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας. Ενδεικτικό της σύγχυσης και της πολυπλοκότητας της κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι οι προηγούμενοι διπλωματικοί γύροι πραγματοποιήθηκαν εκτός Ρωσίας και ΗΠΑ, στην Κωνσταντινούπολη, πράγμα που υπογραμμίζει τόσο την έλλειψη εμπιστοσύνης όσο και τη σημασία ουδέτερου εδάφους.

Η επιστροφή των συνομιλιών στη Μόσχα σηματοδοτεί, κατά αναλυτές, διστακτικά βήματα προς την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των διπλωματικών μηχανισμών, έστω σε τεχνικό επίπεδο, χωρίς να συνεπάγεται ευρύτερη γεωπολιτική προσέγγιση. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ατζέντα συζήτησης, σύμφωνα με όλες τις πλευρές, παραμένει εστιασμένη σε διαδικαστικά και πρακτικά θέματα, αποφεύγοντας την εμπλοκή πιο σύνθετων ζητημάτων ασφαλείας ή πολιτικής.

Η ομαλοποίηση των συνθηκών εργασίας των πρεσβειών είναι ζωτικής σημασίας τόσο για τη ρωσική όσο και για την αμερικανική πλευρά, όχι μόνο επειδή διευκολύνει τη διπλωματική επαφή σε στιγμές κρίσης, αλλά και επειδή συμβάλλει στην προστασία και την εξυπηρέτηση των πολιτών που διαμένουν ή ταξιδεύουν στις δύο χώρες. Επιπλέον, η τήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας ακόμη και στα πιο δύσκολα διπλωματικά περιβάλλοντα θεωρείται προϋπόθεση για την αποφυγή παρεξηγήσεων και περαιτέρω κλιμάκωσης.

Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν αυτή η περιορισμένη διπλωματική δίαυλος μπορεί, μεσοπρόθεσμα, να αποτελέσει γέφυρα περαιτέρω βελτίωσης ή αν πρόκειται αποκλειστικά για διαχείριση αναγκαίων λειτουργιών σε ένα γενικευμένο κλίμα αντιπαλότητας.

Η προσεχής συνάντηση στη Μόσχα αποτελεί ένδειξη συγκρατημένης διάθεσης διαλόγου μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, με επίκεντρο τη διευκόλυνση των διπλωματικών τους αποστολών εν καιρώ έντασης. Αν και δεν προβλέπεται να επιλύσει βαθύτερες διαφορές, επιβεβαιώνει ότι, ακόμη και στο αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης, υφίσταται ανάγκη λειτουργικής επικοινωνίας — στοιχείο απαραίτητο για τη διαχείριση κρίσεων.

Προσωρινή διακοπή πτήσεων στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη μετά από ουκρανικές επιθέσεις με drone

Η Ρωσία ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία των πολιτικών αεροδρομίων στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Ιουνίου, μετά από σειρά επιθέσεων από ουκρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drone) σε ρωσικό έδαφος, σύμφωνα με ανακοίνωση της ρωσικής πολιτικής αεροπορίας.

Συγκεκριμένα, λίγο μετά την έναρξη των αεροπορικών επιθέσεων, διακόπηκαν οι πτήσεις στα τέσσερα βασικά αεροδρόμια της Μόσχας (Σερεμέτιεβο, Ντομοντέντοβο, Βνούκοβο, και Ζουκόφσκι), καθώς και στο αεροδρόμιο Πούλκοβο της Αγίας Πετρούπολης, τη δεύτερη μεγαλύτερη ρωσική πόλη. Η αναστολή εναέριων μεταφορών έγινε άμεσα, με τις ρωσικές αρχές να επικαλούνται λόγους ασφάλειας και να ενημερώνουν ότι τα μέτρα ήταν προσωρινά, με τα αεροδρόμια να επαναλειτουργούν λίγες ώρες αργότερα.

Οι ουκρανικές επιθέσεις με drone σημειώθηκαν ως απάντηση σε ρωσικό αεροπορικό πλήγμα στη δυτική Ουκρανία, το οποίο σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους, προκάλεσε ζημιές σε στρατιωτικό αεροδρόμιο. Το νέο κύμα επιθέσεων εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική του Κιέβου να πλήξει κρίσιμες στρατιωτικές και υποδομές στο ρωσικό έδαφος, επιδιώκοντας να μειώσει τις ρωσικές δυνατότητες αεροπορικών επιχειρήσεων και να μετατοπίσει το βάρος του πολέμου κοντύτερα στα μετόπισθεν της Ρωσίας.

Η ρωσική αντίδραση υπήρξε άμεση, με τις αρχές να λαμβάνουν ενισχυμένα μέτρα ασφάλειας στα αεροδρόμια και ταυτόχρονα να επιχειρούν να διατηρήσουν την ομαλή λειτουργία των υπολοίπων μεταφορικών υποδομών. Η ρωσική πολιτική αεροπορία σε επίσημη ανακοίνωση ανέφερε: «Η προσωρινή αναστολή των πτήσεων στα αεροδρόμια της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης ελήφθη για προληπτικούς λόγους και η κατάσταση τέθηκε γρήγορα υπό έλεγχο».

Οι ρωσικές αρχές, ωστόσο, δεν ανακοίνωσαν λεπτομέρειες για πιθανές υλικές ζημιές ή τραυματισμούς από τις επιθέσεις. Παράλληλα, ουκρανικές πηγές επιβεβαίωσαν πως οι δικές τους επιχειρήσεις αποσκοπούσαν στην παρεμπόδιση της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας, που εντείνει τις ενέργειές της απέναντι σε ουκρανικούς στόχους.

Η προσωρινή αναστολή των εναέριων μεταφορών στη ρωσική πρωτεύουσα και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας καταδεικνύει την αυξανόμενη ικανότητα της Ουκρανίας να προχωρά σε επιθετικές επιχειρήσεις βαθιά στο ρωσικό έδαφος. Τα συχνά πλήγματα σε μη στρατιωτικές υποδομές επιβεβαιώνουν τη μετατόπιση της στρατηγικής εξίσωσης, ενώ παράλληλα αναδεικνύουν και τα αυξανόμενα ρίσκα για τη ρωσική εσωτερική ασφάλεια.

Για τους Ρώσους πολίτες, η νέα πραγματικότητα των διακοπών στις μεταφορές προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο ανησυχίας στη διαχείριση της καθημερινής ζωής, καθώς οι αεροπορικές συνδέσεις Μόσχας και Αγίας Πετρούπολης αποτελούν τον κορμό της εθνικής εναέριας μεταφοράς. Από πολιτικής πλευράς, το Κρεμλίνο ενδέχεται να αξιοποιήσει τα περιστατικά για να εντείνει τα θέματα ασφάλειας εντός της Ρωσίας και να δικαιολογήσει αυξημένες στρατιωτικές και αμυντικές δαπάνες.

Το επεισόδιο της 10ης Ιουνίου επιβεβαιώνει την όξυνση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου με τη σταδιακή εισαγωγή νέων τακτικών, όπως οι στοχευμένες επιθέσεις με drone σε βάθος ρωσικού εδάφους. Ενώ οι πτήσεις στα αεροδρόμια της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης επανήλθαν γρήγορα σε κανονικούς ρυθμούς, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα της ασφάλειας των μεταφορών και της προστασίας κρίσιμων υποδομών στον απόηχο ενός διαρκώς εξελισσόμενου πολέμου.