Τετάρτη, 08 Μαΐ, 2024

Το τραγούδι στο έργο του Μότσαρτ

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ αναγνωρίζεται από ιστορικούς και άλλους ως ο μεγαλύτερος και πιο παραγωγικός συνθέτης της δυτικής μουσικής. Η οικουμενική ομορφιά της μουσικής του, καθώς και η εκπληκτική πολυμορφία της, συνθέτουν το μοναδικό στυλ του Μότσαρτ.

Παρά τη σύντομη ζωή του (1756-1791), ο Μότσαρτ συνέθεσε πάνω από 600 έργα σε διάφορα είδη και στυλ: συμφωνίες, μουσική δωματίου, ορχηστρικά έργα, όπερες, χορωδιακή μουσική και τραγούδια. Παρόλο που τα τραγούδια του είναι λιγότερο γνωστά και συχνά παραβλέπονται από το ευρύ κοινό, η ομορφιά και η μουσική απόλαυση που προσφέρουν δεν είναι υποδεέστερη των περισσότερο γνωστών έργων του.

Φωνητικές συνθέσεις

Ο Μότσαρτ δημιούργησε την καριέρα του πάνω στις δικές του συνθέσεις σε πολλά μουσικά είδη, περιλαμβανομένου του τραγουδιού. Η μεγάλη του ευελιξία έχει αφετηρία στην παιδική του ηλικία, κατά τη διάρκεια της οποίας περιόδευε ανά την Ευρώπη ως παιδί-θαύμα, ανακαλύπτοντας τα μοναδικά μουσικά είδη και στυλ πολλών χωρών.

The 7-year-old Mozart during his stay at the Versailles Palace. (Public Domain)
Ο 7χρονος Μότσαρτ, κατά την παραμονή του στο παλάτι των Βερσαλλιών. (Public Domain )

 

Αργότερα, συνδύασε διάφορα στυλ, όπως τον ιταλικό λυρισμό, με το μουσικό ύφος της κεντρικής Ευρώπης στις πρωτότυπες συνθέσεις του. Δυστυχώς, εκείνη την εποχή, το κοινό δεν ήταν δεκτικό στις αντιθέσεις, την πολυπλοκότητα και τις αρμονίες του έργου του. Έπρεπε να περάσει ένας αιώνας από τον θάνατό του, για να εκτιμηθεί η ομορφιά και η κομψότητα της μουσικής του, η οποία έφτασε να συμβολίζει την τελειότητα της κλασικής περιόδου (1750-1820).

Ενώ ο Μότσαρτ συνέθεσε πολλά ορχηστρικά έργα, κυρίως εκλεπτυσμένα κοντσέρτα, το κλειδί του ύφους του βρίσκεται στις φωνητικές του συνθέσεις. Ο κλασικός συνθέτης αγαπούσε την ανθρώπινη φωνή και τη χρησιμοποιούσε ως το κυρίαρχο όργανο καλλιτεχνικής έκφρασης στα έργα του.

Ο Μότσαρτ μνημονεύεται ιδιαίτερα για τις όπερές του, βασισμένες στις οπερατικές μεταρρυθμίσεις του Κ.Β. Γκλουκ, όπου τα όρια μεταξύ της «opera seria» («σοβαρό έργο») και της «opera buffa» («κωμικό έργο») θολώνουν και αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής και των σχέσεων. Ο Μότσαρτ συνδύασε αυτή την εκλεπτυσμένη ψυχολογία με λαμπρά φωνητικά, αξέχαστες μελωδίες και μια ζωντανή ορχήστρα.

Ο Μότσαρτ καινοτομούσε με θαυμαστό τρόπο. Συνέθεσε και άλλα φωνητικά έργα, όπως χορωδιακά κομμάτια και τραγούδια τέχνης. Τα καλλιτεχνικά τραγούδια, συνθέσεις για σόλο φωνή και πιάνο βασισμένες σε ένα ποίημα ή κείμενο, προορίζονταν για ένα περιβάλλον συναυλίας ή μια επίσημη κοινωνική περίσταση. Εμφανίστηκαν όταν το είδος βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα.

Πρόδρομος του Lied

Η γερμανική παράδοση του έντεχνου τραγουδιού, γνωστή ως Lied (λιντ = τραγούδι στα γερμανικά), είναι η πιο γνωστή μορφή έντεχνου τραγουδιού και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ρεπερτορίου της ρομαντικής μουσικής (1810-1920). Αν και αυτός ο τύπος έντεχνου τραγουδιού δεν υπήρχε κατά τη διάρκεια της ζωής του Μότσαρτ και επισημοποιήθηκε μόλις το 1798, ο συνθέτης εξερεύνησε τις δυνατότητες του είδους.

This portrait is regarded as the most accurate likeness of Mozart, painted when the composer was 26 years old, 1782, by Joseph Lange. (Public Domain)
Προσωπογραφία του Μότσαρτ, σε ηλικία 26 ετών. Γιόζεφ Λάνγκε, 1782. Θεωρείται η πιο ακριβής απεικόνιση του συνθέτη. (Public Domain)

 

Υπολογίζεται ότι ο Μότσαρτ έγραψε συνολικά 30 καλλιτεχνικά τραγούδια. Πρόκειται για μερικές από τις πρώτες μορφές του γερμανικού Lied στο ρεπερτόριο συναυλιών. Ο συνθέτης είχε μεγάλη ικανότητα να συγχωνεύει τη μουσική με τον ήχο και τον ρυθμό των λέξεων, αντιλαμβανόμενος τους ήχους, τις κλίσεις και τις αλλαγές των λέξεων. Ο Μότσαρτ ήταν επίσης ένας από τους πρώτους συνθέτες που έδωσε στο τραγούδι μια δραματική επεξεργασία, διαμορφώνοντας τη μουσική του σύμφωνα με το κείμενο, προοιωνίζοντας το είδος του ρομαντικού Lied.

Τα πρώτα τραγούδια του Μότσαρτ χρονολογούνται από τα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν μόλις 12 ετών. Έγραψε γερμανικά σύντομα τραγούδια (τραγούδια διάρκειας ενός λεπτού), όπως το «Δάφνη, τα ρόδινά σου μάγουλα» («Daphne, deine Rosenwangen», 1768), «Στη φιλία» («An die Freundschaft», 1722), «Μυστική αγάπη» («Geheime Liebe», 1722), «Η γενναιόδωρη ηρεμία» («Die grossmütige Gelassenheit», 1722) και δύο γαλλικές αριέττες: «Σε ένα μοναχικό δάσος» («Dans un bois solitaire») και «Πουλιά, που κάθε έτος» («Oiseaux, si tous les ans») κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, από το 1781 έως το 1782.

Το 1780, ο Μότσαρτ συνέθεσε μια άλλη σειρά τραγουδιών, με έντονη βορειογερμανική επιρροή, που θυμίζει τον Μπαχ. Δημοσίευσε τέσσερα από αυτά τα τραγούδια το 1789: «Βραδινές σκέψεις» («Abendempfindung»), «Στη Χλόη» («An Chloe»), «Η βιολέτα» («Das Veilchen») και «Το τραγούδι του αποχαιρετισμού» («Das Lied der Trennung»). Αυτά είναι ίσως τα πιο γνωστά τραγούδια του.

Οι αφορμές για τη σύνθεση των τραγουδιών του ήταν ποικίλες: απαιτήσεις από μουσικούς εκδότες, αιτήματα για κοινωνικές εκδηλώσεις, παραγγελίες από την αριστοκρατία, καθώς και αιτήματα από φίλους και γνωστούς. Το «Des kleinen Friedrichs Geburstag» («Τα γενέθλια του μικρού Φρειδερίκου») γράφτηκε για τα γενέθλια του πρίγκιπα Φρειδερίκου φον Άνχαλτ-Ντεσάου και το «Lied beim Auszug in das Feld» («Τραγούδι κατά την αναχώρηση για τη μάχη») γράφτηκε για την τουρκική εκστρατεία της Αυστρίας υπό τον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’.

Συχνά αφιέρωνε τα τραγούδια του σε γυναίκες, αλλά παρέλειπε την αφιέρωση όταν έγραφε για τον εαυτό του. Απλώς του άρεσε να εξερευνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής.

Τραγούδια με μεγάλο συναισθηματικό εύρος

Στα τραγούδια του, ο Μότσαρτ εξερεύνησε την ομορφιά της ανθρώπινης φωνής, συνδυάζοντας τις φωνητικές και πιανιστικές γραμμές με μεγάλη επιδεξιότητα, δημιουργώντας άμεσα αναγνωρίσιμες μελωδίες. Αυτό όμως που κάνει αυτά τα τραγούδια τόσο ξεχωριστά είναι το συναισθηματικό εύρος που διαθέτουν.

"Afternoon Tea at the Temple," 1766, oil on canvas by Michel-Barthélémy Ollivier, depicting W. A. Mozart entertaining the royal court of Louis François, Prince of Conti in the Four-Mirror Salon of the Palais du Temple, Le Marais, Paris. (Public Domain)
Στο «Απογευματινό τσάι στον ναό» (1766), ο Μισέλ-Μπαρτελεμύ Ολιβιέ απεικόνισε τον Β.Α. Μότσαρτ να διασκεδάζει τη βασιλική αυλή του Λουδοβίκου Φρανσουά, πρίγκιπα του Κοντί, στο σαλόνι με τους τέσσερεις καθρέφτες του Παλατιού του Ναού (Λε Μαραί, Παρίσι). (Public Domain)

 

Ενώ τα τραγούδια αυτά μπορεί να φαίνονται και να ακούγονται απατηλά απλά σε σύγκριση με τις όπερες του Μότσαρτ, απαιτούν εξαιρετική φωνητική τεχνική και καλλιτεχνική ευαισθησία. Έχουν επίσης την ίδια φωνητική γραφή και δραματική αίσθηση με τα γνωστά αριστουργήματα του συνθέτη. Για παράδειγμα, οι «Βραδινές σκέψεις» είναι ένας ελεγειακός διαλογισμός για τον θάνατο, καθώς ο συνθέτης υπερβαίνει το κείμενο για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα γαλήνιας ηρεμίας. Αντίθετα, η «Βιολέτα» είναι μια παιχνιδιάρικη μελοποίηση ενός ποιήματος του Γκαίτε, όπου κάθε στίχος προσφέρει μια διαφορετική διάθεση. Και τα δύο αυτά έργα λειτουργούν ως μικροσκοπικές όπερες στο πλαίσιο ενός τραγουδιού.

Τα τραγούδια του Μότσαρτ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ρεπερτορίου του. Τα τραγούδια του αναδεικνύουν το ταλέντο του τόσο στις ορχηστρικές όσο και στις φωνητικές συνθέσεις, καθώς έχουν έναν αδιαμφισβήτητο «μοτσαρτιανό» ήχο. Συνδυάζοντας φωνή και πιάνο και διαμορφώνοντας τη μουσική σύμφωνα με το κείμενο, ο συνθέτης δημιούργησε μια πρόγευση του γερμανικού έντεχνου τραγουδιού, το οποίο αργότερα επηρέασε ρομαντικούς συνθέτες όπως ο Σούμπερτ, ο Σούμαν και ο Μπραμς.

Συνολικά, τα τραγούδια του Μότσαρτ αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα της μουσικής τελειότητας με την κλασική τους αρτιότητα, την καλλιτεχνική τους ομορφιά και την οικουμενική τους σύνδεση. Τα τραγούδια του Μότσαρτ προσφέρουν, επίσης, το ίδιο δραματικό εύρος με τις μεγαλύτερες όπερές του, αλλά με πιο συμπυκνωμένο τρόπο, μεταφέροντας συναισθήματα με τα οποία οι άνθρωποι μπορούν να ταυτιστούν τόσο στις πιο φωτεινές όσο και στις πιο σκοτεινές στιγμές τους.

Της Ariane Triebswetter

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

«Kinderszenen»: Μουσικές σκηνές μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας

Για πολλούς από εμάς, η παιδική ηλικία αντιπροσωπεύει μια εποχή όπου η ζωή είναι απλή, γεμάτη όνειρα και ελπίδες. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να αποτυπώσουν αυτή την ψυχική κατάσταση, αλλά κανείς δεν κατάφερε να την εκφράσει καλύτερα από τον ρομαντικό συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν στο έργο του «Kinderszenen» («Σκηνές από την παιδική ηλικία»), μια συλλογή από 13 σύντομα κομμάτια για πιάνο που θυμίζουν την παιδική ηλικία.

Για τον Σούμαν, η παιδική ηλικία ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του και ατελεύτητη πηγή έμπνευσης. Ο ρομαντικός συνθέτης αγαπούσε τα παιδιά και τον τρόπο σκέψεης τους και το 1833 έγραψε ότι «σε κάθε παιδί βρίσκεται ένα θαυμαστό βάθος».

 

 Portrait of Robert Schumann at a young age, circa 1826. (<a class="new" title="User:Gabe the Pianist (page does not exist)" href="https://commons.wikimedia.org/w/index.php?title=User:Gabe_the_Pianist&action=edit&redlink=1">Gabe the Pianist</a>/<a class="mw-mmv-license" href="https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0" target="_blank" rel="noopener">CC BY-SA 4.0</a>)
Προσωπογραφία του Ρόμπερτ Σούμαν σε νεαρή ηλικία, περίπου το 1826. (Gabe the Pianist/CC BY-SA 4.0)

 

Το 1838, ο Ρόμπερτ Σούμαν συνέθεσε τις «Kinderszenen» (Κίντερζένεν) Op. 15, 13 μεμονωμένα κομμάτια για πιάνο με ποιητικούς τίτλους που παραπέμπουν στην παιδική ηλικία. Αρχικά, ο Σούμαν συνέθεσε 30 κομμάτια, αλλά επέλεξε μόνο 13. Τα υπόλοιπα τα δημοσίευσε στους κύκλους του «Bunte Blätter» («Πολύχρωμα φύλλα») Op. 99 και «Albumblätter» («Φύλλα άλμπουμ») Op. 124.

Οι «Kinderszenen» περιλαμβάνουν σύντομα κομμάτια (συχνά λιγότερο από μια σελίδα) με εύκολα απομνημονεύσιμες μελωδίες. Οι τίτλοι μάς μεταφέρουν στον κόσμο των παιδιών: «Για ξένες χώρες και λαούς», «Μια παράξενη ιστορία», «Πιάσε-έπιασε», «Παιδί που παρακαλεί», «Αρκετά ευτυχισμένος», «Ένα σημαντικό γεγονός», «Ονειρεύομαι», «Δίπλα στο τζάκι», «Ο ιππότης του ξύλινου αλόγου», «Σχεδόν πολύ σοβαρό», «Τρομακτικό», «Παιδί που αποκοιμιέται» και «Ο ποιητής μιλάει».

Ωστόσο, παρά τους παιδικούς τους τίτλους, δεν πρόκειται για συνθέσεις που προορίζονται για παιδιά. Ενώ το λεξιλόγιο μπορεί να φαίνεται απλό, αυτό που μεταφέρεται δεν είναι. Οι συνθέσεις του Σούμαν θυμίζουν τη μακρινή γη της παιδικής ηλικίας από την οπτική γωνία του ενήλικα, όπου μόνο ένας μεγάλος ερμηνευτής μπορεί να μας μεταφέρει.

 “Merrymakers,” 1870, by Carolus-Duran. Detroit Institute of Arts. (Public Domain)
Καρολύς-Ντυράν, «Merrymakers», 1870. Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ. (Public Domain)

 

Μουσική για συναισθηματικά ώριμους ερμηνευτές

Ενώ τα κομμάτια των «Kinderszenen» δεν είναι τεχνικά απαιτητικά, απαιτούν μεγάλη ευαισθησία και συναισθηματική ωριμότητα για να μεταδώσουν αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια και να ανακαλέσουν τον συναισθηματικό κόσμο της παιδικής ηλικίας.

Το πιο γνωστό από τα 13 κομμάτια είναι το Νο 7, τα «Όνειρα». Το κομμάτι δεν είναι μόνο απίστευτα όμορφο και συγκινητικό, αλλά έχει επίσης μια ενήλικη ευαισθησία και μια επικείμενη αίσθηση νοσταλγίας. Ενώ τα παιδιά μπορούν να μάθουν να το παίζουν, δεν μπορούν ακόμη να κατανοήσουν την ονειρική ποιότητα του έργου, ενώ ένας πιο έμπειρος πιανίστας μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μουσικότητα για να μεταδώσει αυτή την ποιότητα. Συχνά, αυτό γίνεται με τη μορφή ενός ρουμπάτο, μιας ελαφριάς επιτάχυνσης ή επιβράδυνσης του ρυθμού. Μια κάποια αβεβαιότητα που υπάρχει σχετικά με το μουσικό τέμπο ορισμένων κομματιών των «Kinderszenen», αφού το πρωτότυπο χειρόγραφο δεν διασώθηκε, επιτρέπει στον ερμηνευτή μια σχετική ελευθερία.

Μια άλλη περίπτωση εισβολής της ευαισθησίας των ενηλίκων είναι το τελευταίο κομμάτι, «Ο ποιητής μιλάει», όπου υπάρχει μια αξιοσημείωτη αλλαγή στον τόνο, που τείνει προς τη νοσταλγία. Τελικά, είναι η φωνή του ποιητή αυτή που κλείνει τον κύκλο αντί για αυτή του συνθέτη, γεγονός που προκαλεί έκπληξη στους ακροατές. Αυτό ανοίγει μια εντελώς νέα διάσταση, όπου η μουσική και η γλώσσα γίνονται ένα – σηματοδοτεί επίσης μια αλλαγή στη ρομαντική μουσική, όπου η μουσική λειτουργεί ως έκφραση του εαυτού και υπάρχει για χάρη της τέχνης και όχι μόνο ως αποτέλεσμα των παραγγελιών και των χορηγών.

Ένα δημοφιλές έργο

Ο Σούμαν σχεδίασε τις «Kinderszenen» ως ένα ισορροπημένο σύνολο. Αν και οι περισσότεροι πιανίστες τείνουν να παίζουν κάποια από τα κομμάτια και όχι ολόκληρο τον κύκλο, τα κομμάτια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα το ένα με το άλλο. Το κύριο μοτίβο ενοποιεί τον κύκλο και υπάρχει σε όλα τα επιμέρους κομμάτια. Αυτό το θέμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στο εναρκτήριο κομμάτι, «Για ξένες χώρες και λαούς», και χρησιμεύει ως κλειδί του έργου.

 Score music sheets for Schumann's "Kinderszenen," 1900, Breitkopf & Härtel. (Public Domain)
Παρτιτούρες των «Kinderszenen» του Σούμαν, 1900, Breitkopf & Härtel. (Public Domain)

 

Κάθε πιανίστας ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο τις «Kinderszenen». Αν και οι τίτλοι των κομματιών μπορεί να χρησιμεύσουν ως ένδειξη για τον ερμηνευτή, εναπόκειται στον πιανίστα να μεταφέρει τη μουσική στο κοινό και να προσπαθήσει να ζωντανέψει τον κόσμο που οραματίστηκε ο Σούμαν, διατηρώντας παράλληλα την ψυχή και την ουσία ενός παιδιού.

Πολλοί από τους σημαντικότερους πιανίστες του 20ού και 21ου αιώνα ερμήνευσαν και ηχογράφησαν αυτόν τον κύκλο. Κάθε μία από αυτές τις ηχογραφήσεις είναι μοναδική και δείχνει πώς τα ίδια κομμάτια μπορούν να αποκτήσουν διαφορετικά νοήματα για διαφορετικά πρόσωπα. Ορισμένες από τις πιο διάσημες ερμηνείες είναι αυτές των Vladimir Horowitz (1950, 1962), Martha Argerich (1984), Ivan Moravec (1987) και Alfred Brendel (1992).

Ένα δώρο για την Κλάρα

Όπως συμβαίνει με πολλά από τα έργα του της εποχής εκείνης, ο Σούμαν έγραψε αυτήν τη συλλογή για τη σύζυγό του, τη συνθέτρια και πιανίστα Κλάρα Σούμαν. Οι «Kinderszenen» ήταν ένα δώρο για εκείνη, δύο χρόνια πριν από τον γάμο τους. Όταν της έστειλε τα κομμάτια, της είπε ότι ήταν «μια μουσική απάντηση σε αυτό που μου έγραψες κάποτε, ότι μερικές φορές σου φαινόμουν σαν παιδί».

 Robert and Clara Schumann, 1847, by Eduard Kaiser. (Public Domain)
Προσωπογραφία των Ρόμπερτ και Κλάρα Σούμαν, 1847, από τον Έντουαρντ Κάιζερ. (Public Domain)

 

Οι «Kinderszenen» ήταν ένα σύμβολο της αγάπης του Ρόμπερτ για την Κλάρα. Ο συνθέτης τους περιέγραψε αυτόν τον μουσικό κύκλο ως «ανάλαφρο και απαλό και ευτυχισμένο όπως το μέλλον μας», ζητώντας από τη μέλλουσα σύζυγό του να ξεχάσει ότι ήταν δεξιοτέχνις και απλά να απολαύσει τα κομμάτια γι’ αυτό που ήταν. Τόσο ο Ρόμπερτ όσο και η Κλάρα λάτρεψαν αυτήν τη σύνθεση και σε μία επιστολή της το 1838, η Κλάρα έγραψε στον σύζυγό της ότι τα κομμάτια ανήκαν μόνο στους δυο τους, ότι ήταν πάντα στο μυαλό της και ότι ήταν «τόσο απλά, ζεστά, τόσο πολύ σαν εσένα».

Ο Ρόμπερτ και η Κλάρα δεν ήταν οι μόνοι που ενθουσιάστηκαν με αυτά τα κομμάτια. Ο συνθέτης Φραντς Λιστ, φίλος του Σούμαν, λάτρευε επίσης τον κύκλο και τον έπαιζε συχνά στην κόρη του Μπλαντίν. Άλλοι επιφανείς ρομαντικοί μουσικοί θαύμαζαν αυτό το σύνολο έργων, το οποίο συμβόλιζε μια πιο πειραματική και σύνθετη φάση των συνθέσεων του Σούμαν. Ωστόσο, η αντισυμβατική δομή του και ο απροκάλυπτος συναισθηματισμός του μπέρδεψαν το κοινό για μερικά χρόνια προτού το αγαπήσει και το αποδεχτεί ως βασικό στοιχείο του ρομαντικού ρεπερτορίου.

Ο Σούμαν συνέθεσε πολλά έργα για τα παιδιά του αργότερα στην καριέρα του, κυρίως το «Άλμπουμ για τους νέους» Op. 68, τις «Σκηνές χορού» Op. 109 και τις «Τρεις σονάτες για πιάνο για τους νέους» Op. 118, τα οποία, μέχρι σήμερα, αποτελούν από τα πιο ποιητικά και ευφάνταστα έργα για πιάνο αφιερωμένα σε παιδιά. Αλλά ανάμεσα σε όλες αυτές τις συνθέσεις, οι «Kinderszenen» κατέχουν μια ξεχωριστή θέση.

Η παιδική ηλικία ήταν ένα κυρίαρχο θέμα του Ρομαντισμού. Ενσάρκωνε την επιστροφή στις ρίζες του ατόμου και έναν κόσμο γεμάτο φαντασία, ένα τέλειο θέμα για τους ρομαντικούς καλλιτέχνες που ήθελαν να αποτυπώσουν οτιδήποτε ποιητικό και φευγαλέο. Ίσως ο Ρόμπερτ Σούμαν να ήταν από αυτούς που κατόρθωσαν να το αποτυπώσουν με τον καλύτερο τρόπο.

 

Της Ariane Triebswetter

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Αρχιτεκτονική: Η μεσαιωνική γοητεία του καθεδρικού ναού του Έξετερ

Ο καθεδρικός ναός του Έξετερ στέκεται περήφανα στο κέντρο του Έξετερ, στη νοτιοδυτική κομητεία του Ντέβον της Αγγλίας. Με ιστορία που εκτείνεται από τη ρωμαϊκή εποχή έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μεγάλος καθεδρικός ναός προσφέρει μια συναρπαστική εικόνα της μεσαιωνικής Βρετανίας με τα έξοχα γοτθικά χαρακτηριστικά του. Μέχρι σήμερα, ο καθεδρικός ναός του Έξετερ θεωρείται το καλύτερο παράδειγμα του διακοσμημένου γοτθικού αρχιτεκτονικού στυλ (1280-1380), ενός αγγλικού γοτθικού στυλ.

Το 1050, ο βασιλιάς Εδουάρδος ο Ομολογητής (1003-1066) έχτισε τον Καθεδρικό Ναό του Έξετερ σε μια τοποθεσία όπου προηγουμένως υπήρχαν πολλά θρησκευτικά κτίρια, μεταξύ των οποίων μια χριστιανική τοποθεσία του 5ου αιώνα, μια αγγλοσαξονική κατασκευή του 10ου αιώνα και ένας νορμανδικός καθεδρικός ναός που χρονολογείται από το 1180. Το κύριο σώμα του σημερινού καθεδρικού ναού, που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1400, είναι σε γοτθικό ρυθμό που εισήχθη από τη Γαλλία τη δεκαετία του 1240, με πλούσιo στολισμό και διακόσμηση.

Το κτίριο υπέστη ζημιές με το πέρασμα των αιώνων, κυρίως κατά τη διάλυση των μοναστηριών, τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο και τον βομβαρδισμό του Έξετερ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,. Ωστόσο, βελτιώθηκε και ανακαινίστηκε κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα.

Ο καθεδρικός ναός του Έξετερ είναι γνωστός για την πέτρινη κατασκευή του, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής στην θολωτή οροφή του καθεδρικού ναού, η οποία είναι ο μακρύτερος συνεχής μεσαιωνικός πέτρινος θόλος στον κόσμο. Η λαξευτή οροφή διαθέτει όμορφες κεφαλές στήριξης και διακοσμητικά καλύμματα, τα οποία ήταν ευδιάκριτα στη γοτθική αρχιτεκτονική. Αυτά τα στηρίγματα είναι συχνά έντονα χρωματισμένα, δείχνοντας ότι οι μεσαιωνικές εκκλησίες ήταν κάποτε γεμάτες με ζωηρά χρώματα.

Ο καθεδρικός ναός περιλαμβάνει γλυπτά στη στοά του ιεροψάλτη, παράθυρα με σπουδαία βιτρώ και ένα αστρονομικό ρολόι, τα οποία χρονολογούνται από τον 13ο και 14ο αιώνα.

The west façade is dominated by three rows of statues, which represent heaven. The bottom row shows carved angels supporting the figures above. Most of the figures in the middle row represent the kings of Judah. Statues of the apostles, the four evangelists, and prophets of the Old Testament fill the upper row. A representation of God is in the top row. Restorers discovered red paint with flecks of blue, green, and gold at the rear of the statues, confirming that they were highly colored and a most beautiful sight in the Middle Ages. (travellight/Shutterstock)
Στη δυτική πρόσοψη δεσπόζουν τρεις σειρές αγαλμάτων, τα οποία αναπαριστούν τον ουρανό. Στην κάτω σειρά υπάρχουν ξυλόγλυπτοι άγγελοι που υποστηρίζουν τις πάνω μορφές. Οι περισσότερες από τις μορφές στη μεσαία σειρά αναπαριστούν τους βασιλιάδες του Ιούδα. Τα αγάλματα των αποστόλων, των τεσσάρων Ευαγγελιστών και των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης γεμίζουν την επάνω σειρά. Μια αναπαράσταση του Θεού βρίσκεται επίσης στην επάνω σειρά. Οι αναστηλωτές ανακάλυψαν κόκκινο χρώμα με κηλίδες μπλε, πράσινου και χρυσού στο πίσω μέρος των αγαλμάτων, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν έντονα χρωματισμένα ώστε να συνιστούν ένα πολύ όμορφο θέαμα κατά τον Μεσαίωνα. (travellight/Shutterstock)

 

The bright and airy nave of Exeter Cathedral is under a 14th century stone vault. The vault runs from the west wall of the nave to the Great East Window at the end of the quire (choir), and the large organ. Unlike churches in the Romanesque style where ribs were mainly added to support the roof, the ribs here also serve a decorative purpose, creating a beautiful pattern. (travellight/Shutterstock)
Το φωτεινό και ευάερο κεντρικό κλίτος του Καθεδρικού Ναού του Έξετερ βρίσκεται κάτω από έναν πέτρινο θόλο του 14ου αιώνα. Ο θόλος εκτείνεται από τον δυτικό τοίχο του κεντρικού κλίτους μέχρι το Μεγάλο Ανατολικό Παράθυρο στο τέλος της εξέδρας της χορωδίας και το μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο. Σε αντίθεση με τις εκκλησίες του ρωμανικού ρυθμού όπου οι νευρώσεις προστέθηκαν κυρίως για να στηρίξουν την οροφή, οι νευρώσεις εδώ εξυπηρετούν επίσης διακοσμητικό σκοπό, δημιουργώντας ένα όμορφο μοτίβο. (travellight/Shutterstock)

 

A closer look at the magnificent vaulted ceiling of Exeter Cathedral shows how the stone vault is supported by elegant decorative ribs, which are met by round carved bosses at each end. This style of vaulting is known as a tierceron, and Exeter Cathedral is one of the most impressive examples of this style, with over 400 colored bosses, making it one of the most important collections of medieval stone carvings in England.  (DeFacto/CC BY-SA 4.0)
Μια προσεκτική ματιά στη θαυμάσια θολωτή οροφή του Καθεδρικού Ναού του Έξετερ δείχνει ότι ο πέτρινος θόλος στηρίζεται σε κομψές διακοσμητικές νευρώσεις, οι οποίες συναντώνται με στρογγυλά σκαλισμένα εξογκώματα σε κάθε άκρο. Αυτό το στυλ θόλου είναι γνωστό ως tierceron, και ο Καθεδρικός Ναός του Έξετερ είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα αυτού του στυλ, με περισσότερες από 400 χρωματιστές προεξοχές, κάτι που τον καθιστά μια από τις σημαντικότερες συλλογές μεσαιωνικών πέτρινων γλυπτών στην Αγγλία. (DeFacto/CC BY-SA 4.0)

 

At the east end of the cathedral, visitors can admire the beautiful Lady Chapel, displaying an impressive stained-glass window in the Gothic decorated style. The chapel was formerly the cathedral library, which at one time held almost 5,000 volumes. (travellight/Shutterstock)
Στο ανατολικό άκρο του καθεδρικού ναού, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν το όμορφο παρεκκλήσι της Θεοτόκου, με ένα εντυπωσιακό βιτρώ γοτθικού στυλ. Το παρεκκλήσι ήταν παλαιότερα η βιβλιοθήκη του καθεδρικού ναού, η οποία κάποτε περιείχε σχεδόν 5.000 τόμους. (travellight/Shutterstock)

 

The Great East Window is a beautiful display of Medieval stained glass. Situated above the two arches framing the main altar of the Lady Chapel, the window depicts religious figures and prominent noble families. The elaborate window features circles, flower designs, and medieval glass depicting 19 figures and several coats of arms. (DeFacto/CC BY-SA 4.0)
Το Μεγάλο Ανατολικό Παράθυρο είναι ένα υπέροχο δείγμα μεσαιωνικού βιτρώ. Τοποθετημένο πάνω από τις δύο καμάρες που πλαισιώνουν τον κύριο βωμό του παρεκκλησίου της Θεοτόκου, το παράθυρο απεικονίζει θρησκευτικές μορφές και εξέχουσες ευγενείς οικογένειες. Το περίτεχνο παράθυρο διαθέτει κύκλους, σχέδια λουλουδιών και μεσαιωνικό γυαλί που αναπαριστά 19 μορφές και αρκετά οικόσημα. (DeFacto/CC BY-SA 4.0)

 

A balcony that projects from the north side of the nave is known as the Minstrel’s Gallery. This balcony is decorated with 12 carved angels playing musical instruments. While the purpose of this gallery is not known, it is likely to have been used by musicians. (DeFacto/CC BY-SA 4.0)
Ένας εξώστης που προεξέχει από τη βόρεια πλευρά του κυρίως ναού είναι γνωστός ως ο Εξώστης των Μενεστρέλων (μενεστρέλοι=πλανόδιοι μουσικοί). Αυτό το μπαλκονάκι είναι διακοσμημένο με 12 σκαλιστούς αγγέλους που παίζουν μουσικά όργανα. Αν και ο σκοπός αυτού του εξώστη δεν είναι γνωστός, είναι πιθανό να χρησιμοποιήθηκε από μουσικούς. (DeFacto/CC BY-SA 4.0)

 

The Grand Organ, located on the central pulpitum (a massive screen that separates the choir and the main altar) is one of the most distinctive features of Exeter Cathedral. Created by John Loosemore in 1665, the organ contains over 4,000 pipes and has adapted to the continuous musical demands of the cathedral over the last few centuries. (Karl Gruber/CC BY 3.0)
Το Μεγάλο Όργανο, που βρίσκεται στο κεντρικό άμβωνα (ένα τεράστιο παραβάν που χωρίζει τη χορωδία από την κύρια Αγία Τράπεζα), είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά χαρακτηριστικά του Καθεδρικού Ναού του Έξετερ. Κατασκευασμένο από τον Τζον Λούζμορ το 1665, αυτό το εκκλησιαστικό όργανο περιέχει περισσότερους από 4.000 σωλήνες και έχει προσαρμοστεί στις συνεχείς μουσικές απαιτήσεις του καθεδρικού ναού κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων. (Karl Gruber/CC BY 3.0)

 

Dating from 1484, Exeter’s astronomical clock is a working model based on the solar system as it was understood at the time. The earth is in the center, represented by a fixed golden ball, with the moon and sun rotating around it. In the outer circle, a clock hand indicates the day in the lunar month and the hour of the day, as represented by the ball inside the lunar circle and the black fleur-de-lys disk representing the sun. The text below the main dial translates as “The hours pass and are reckoned to our account.” It is said that this clock is the source of the reputed English nursery rhyme “Hickory Dickory Dock.” (DeFacto/CC BY-SA 4.0)
Το αστρονομικό ρολόι του Έξετερ χρονολογείται από το 1484 και είναι ένα λειτουργικό μοντέλο βασισμένο στο ηλιακό σύστημα, όπως το αντιλαμβάνονταν εκείνη την εποχή. Η γη, που αντιπροσωπεύεται από μια χρυσή σφαίρα, βρίσκεται στο κέντρο, με τη σελήνη και τον ήλιο να περιστρέφονται γύρω της. Στον εξωτερικό κύκλο, ένας δείκτης του ρολογιού δείχνει την ημέρα του σεληνιακού μήνα και την ώρα της ημέρας, όπως αντιπροσωπεύεται από τη σφαίρα μέσα στον σεληνιακό κύκλο και τον μαύρο δίσκο με τον χρυσό κρίνο που αντιπροσωπεύει τον ήλιο. Το κείμενο κάτω από το κύριο καντράν μεταφράζεται ως εξής: «Οι ώρες περνούν και υπολογίζονται στον λογαριασμό μας». Λέγεται ότι αυτό το ρολόι είναι η πηγή του πασίγνωστου αγγλικού παιδικού τραγουδιού «Hickory Dickory Dock». (DeFacto/CC BY-SA 4.0)

 

Της Ariane Triebswetter

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Όπερα: Διαφορετικές φωνές για διαφορετικούς ρόλους

Οι διάφοροι φωνητικοί τύποι της όπερας μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση ακόμη και στους επαγγελματίες τραγουδιστές. Για αιώνες, η ευρωπαϊκή παράδοση της κλασικής μουσικής έχει κατατάξει τις διαφορετικές φωνές της όπερας σε επτά κύριες κατηγορίες, που συνήθως ορίζονται από τη φωνητική έκταση του τραγουδιστή.

Εντός αυτών των επτά κατηγοριών φωνής, υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες, όπως λυρική, κολορατούρα ή δραματική, που σχετίζονται με παράγοντες όπως το βάρος ή το ηχόχρωμα. Το φωνητικό βάρος αναφέρεται στο πόσο ελαφριά ή βαριά μπορεί να τραγουδήσει ένας τραγουδιστής, ενώ το φωνητικό ηχόχρωμα αναφέρεται στην ποιότητα του ήχου. Αν και κάθε φωνή είναι μοναδική, αυτές οι φωνητικές κατηγορίες βοηθούν τους τραγουδιστές να επιλέξουν τα σωστά κομμάτια για τον τύπο της φωνής τους. Είναι επίσης ένας τρόπος να σέβονται το πρωτότυπο έργο του συνθέτη, καθώς κάθε συγκεκριμένος ρόλος προορίζεται συνήθως για ένα συγκεκριμένο είδος φωνής.

img_2429-1
O «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ από την Κρατική Όπερα της Βιέννης.

Τύποι γυναικείων φωνών

Η φωνή της σοπράνο είναι ίσως η πιο γνωστή και αναγνωρίσιμη από όλες τις φωνές της όπερας. Οι σοπράνο έχουν την υψηλότερη φωνή τραγουδιού από όλες και μπορούν εύκολα να πετύχουν υψηλές νότες. Δεδομένου ότι η υψηλή περιοχή μπορεί να ακουστεί πάνω από την ορχήστρα, αυτοί οι τύποι φωνών έχουν συχνά τους πιο εξέχοντες ρόλους και, ως εκ τούτου, είναι συχνά οι ηρωίδες, όπως η Βιολέτα στο «Λα Τραβιάτα» του Βέρντι ή η Ιουλιέτα στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Γκουνό.

Ορισμένες από τις πιο διάσημες τραγουδίστριες της όπερας ήταν σοπράνο, όπως η Μαρία Κάλλας και η Ρενάτα Τεμπάλντι, και πολλές από τις σημερινές διάσημες τραγουδίστριες είναι επίσης σοπράνο, όπως η Ρενέ Φλέμινγκ και η Νταϊάνα Νταμράου.

Με εύρος ελαφρώς χαμηλότερο από αυτό της σοπράνο, η μέτζο σοπράνο (μεσόφωνος) έχει πιο πλούσιο ήχο και συνήθως παίζει δευτερεύοντες ρόλους στις όπερες, με λίγες εξαιρέσεις, όπως η Κάρμεν στην «Κάρμεν» του Μπιζέ ή η Ροζίνα στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσσίνι.

Οι μεσόφωνοι συχνά υποδύονται κακοποιούς, μητέρες ή ακόμη και νεαρούς άνδρες (που ονομάζονται «ρόλοι με παντελόνι»), όπως ο Κερουμπίνο στους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Διάσημες μεσόφωνοι είναι οι Τζέσυ Νόρμαν, Σεσίλια Μπαρτολί και Τζόις Ντι Ντονάτο.

Η κοντράλτο Καθλήν Φεριέ στο «Ορφέας και Ευρυδίκη», το 1949. (Daan Noske (ANEFO)/CC0)

 

Η κοντράλτο είναι ο χαμηλότερος τύπος γυναικείας φωνής και επίσης ο σπανιότερος. Οι κοντράλτο συχνά υποδύονται μάγισσες, άνδρες ή σοφότερες ηλικιωμένες γυναίκες, αλλά τις περισσότερες φορές αυτοί οι ρόλοι ερμηνεύονται από μέτζο-σοπράνο με χαμηλότερη έκταση. Διάσημοι ρόλοι κοντράλτο περιλαμβάνουν την Έρντα από τον «Ρινόκερο» του Βάγκνερ και την Ουλρίκα από τον «Χορό με μάσκες» του Βέρντι.

Όσον αφορά τις διάσημες κοντράλτο, μερικές αξιοσημείωτες είναι η Καθλήν Φεριέ και η Νάταλι Στούτζμαν.

Τύποι ανδρικών φωνών

Ο κόντρα-τενόρος είναι ο σπανιότερος τύπος ανδρικής φωνής και ο υψηλότερος σε φωνητικό εύρος, ισοδύναμος με τη μέτζο-σοπράνο σε ύψος. Πολύ δημοφιλής κατά την εποχή του Μπαρόκ (περίπου 1600-1750), οι κόντρα-τενόροι ουσιαστικά εξαφανίστηκαν κατά τη ρομαντική εποχή (περίπου 1830-1900), αλλά επανέκαμψαν τον 20ό αιώνα χάρη σε συνθέτες όπως ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν, ο οποίος έγραψε ειδική μουσική για κόντρα-τενόρους.

Οι κόντρα τενόροι τραγουδούν επίσης ρόλους μπαρόκ, όπως ο Οτόνε στην «Αγριππίνα» του Χαίντελ, ή ρόλους καστράτων, καθώς η πρακτική αυτή έχει ευτυχώς καταργηθεί. Τον 17ο και 18ο αιώνα, ήταν σύνηθες να ευνουχίζονται οι άνδρες τραγουδιστές στον κόσμο της όπερας για να διατηρείται μια φωνή που θα μπορούσε να ανεβαίνει ομαλά από τις χαμηλές στις υψηλές περιοχές. Στις μέρες μας, οι κόντρα τενόροι αντικαθιστούν αυτούς τους τραγουδιστές χρησιμοποιώντας ένα φωνητικό φαλτσέτο, μια μέθοδο που τους επιτρέπει να τραγουδούν υψηλότερες νότες.

Ο λυρικός τενόρος Ενρίκο Καρούζο ως Δούκας στο «Ριγκολέττο», το 1904. (Public Domain)

 

Ο τενόρος έχει την υψηλότερη ανδρική φωνή μετά τον κόντρα τενόρο και είναι η πιο συνηθισμένη ανδρική φωνή στην όπερα. Καθώς οι υψηλότερες φωνές τείνουν να ακούγονται νεότερες, οι τενόροι συνήθως υποδύονται τους νεαρούς ή ρομαντικούς ήρωες της όπερας, όπως ο Ζίγκφριντ στον «Κύκλο του δαχτυλιδιού» του Βάγκνερ ή ο Εντγκάρντο στη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι.

Τρεις είναι οι πιο διάσημοι τενόροι στον κόσμο: ο Λουτσιάνο Παβαρότι, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο και ο Χοσέ Καρέρας. Υπάρχουν, ωστόσο, και πολλοί άλλοι γνωστοί και εξαιρετικοί τενόροι, όπως ο Γιόνας Κάουφμαν και ο Χουάν Ντιέγκο Φλόρες.

Το εύρος του βαρύτονου βρίσκεται στη μέση της φυσικής ανδρικής φωνής. Οι βαρύτονοι τραγουδούν ποικίλους ρόλους, από μη αγαπημένους συζύγους έως κακοποιούς, όπως για παράδειγμα ο κόμης Αλμαβίβα στους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Η βαρύτονη φωνή απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στην όπερα του 19ου αιώνα, καθώς ο Βέρντι χρησιμοποίησε βαρύτονους στις πιο γνωστές όπερές του, συμπεριλαμβανομένων των «Ριγκολέττο», «Ναμπούκο» και «Οθέλλος». Διάσημοι βαρύτονοι είναι ο Ντήτριχ Φίσερ-Ντίσκαου, ο Χέρμαν Πρέι και ο Μπράιν Τέρφελ.

Η μπάσα φωνή είναι η χαμηλότερη ανδρική φωνή της όπερας. Συχνά συνδέεται με μορφές εξουσίας, όπως ο Σάραστρο στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ ή με χιουμοριστικούς χαρακτήρες όπως ο γιατρός Μπάρτολο στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσσίνι. Οι πιο φημισμένοι μπάσοι είναι οι Κουρτ Μολ, Μπόρις Κριστόφ, Ρουτζέρο Ραϊμόντι και Ρενέ Παπέ.

Το γερμανικό σύστημα Fach

Όταν οι κλασικοί τραγουδιστές γνωρίζουν τη φωνητική τους περιοχή και την κατηγορία τους, μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλες υπο-φωνητικές περιοχές εντός της κατηγορίας τους για να τελειοποιήσουν την τέχνη τους. Το σύστημα Fach είναι το πιο γνωστό και αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα από τις γερμανικές εταιρείες όπερας. Το σύστημα αυτό εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα συστήματα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική σήμερα.

Παρά τη δημοτικότητά του, το σύστημα Fach είναι μια από τις πιο συγκεχυμένες έννοιες στην όπερα, καθώς έχει πάνω από 25 υποκατηγορίες που συχνά μπορεί να επικαλύπτονται και οι οποίες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Το σύστημα αυτό κατατάσσει τους διαφορετικούς τύπους φωνών της όπερας ανάλογα με το εύρος, το βάρος (πόσο καλά προβάλλει η φωνή) και το ηχόχρωμα (την ποιότητα του ήχου).

Οι τραγουδιστές μπορεί να έχουν το ίδιο εύρος, αλλά όχι το ίδιο βάρος ή ηχόχρωμα και, ως εκ τούτου, δεν θα είναι κατάλληλοι να τραγουδήσουν τους ίδιους ρόλους. Δεν μπορούν όλες οι σοπράνο να τραγουδήσουν τη Βασίλισσα της Νύχτας στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ, έναν ρόλο κολορατούρας σοπράνο. Ή μάλλον, μπορούν, αλλά δεν θα ταιριάζει με τον τύπο της φωνής τους και αυτό μπορεί να βλάψει τη φωνή τους με την πάροδο του χρόνου.

Η σοπράνο Τζέσυ Νόρμαν ερμηνεύει τη Συμφωνία νούμερο 2 του Μάλερ το 1983. (RINGUIN/AFP μέσω Getty Images)

 

Γενικά, οι σοπράνο εντάσσονται σε μία από τις πέντε αυτές κατηγορίες: soubrette, coloratura, lyric, spinto ή dramatic. Η soubrette ή ελαφριά σοπράνο έχει ελαφρύ και φωτεινό ήχο, ιδανικό για ρόλους που απαιτούν ελαφρότητα στην ερμηνεία τους, όπως η Σουζάνα στο έργο του Μότσαρτ «Οι Γάμοι του Φίγκαρο».

Η ελαφριά σοπράνο διαφέρει πολύ από την κολορατούρα σοπράνο, η οποία μπορεί εύκολα να τραγουδήσει υψηλές και γρήγορες νότες, που αντιπροσωπεύουν ακραία συναισθήματα, σε απαιτητικούς ρόλους όπως η Κονστάνσε στο «Απαγωγή από το σεράι» του Μότσαρτ.

Η λυρική σοπράνο έχει θερμότερο τόνο και ευρύτερο φωνητικό εύρος από την ελαφριά σοπράνο, και συχνά είναι η ηρωίδα, όπως η Μιμί στο «Λα μποέμ» του Πουτσίνι. Η spinto σοπράνο έχει μεγαλύτερη φωνητική κλίμακα από τη λυρική σοπράνο και συχνά ερμηνεύει πιο γενναίες ηρωίδες με μεγάλες κορυφώσεις, όπως η Λεονόρα στο «Ιλ Τροβατόρε» του Βέρντι.

Τέλος, η δραματική σοπράνο είναι ο πιο ισχυρός τύπος της φωνής της σοπράνο, με μεγαλύτερη φωνή και πιο δραματικούς ρόλους, όπως η «Ηλέκτρα» του Στράους.

Οι μεσόφωνοι μπορούν επίσης να είναι κολορατούρες, δραματικές ή λυρικές. Τα γενικά χαρακτηριστικά παραμένουν τα ίδια με αυτά των σοπράνο, αλλά οι μεσόφωνοι έχουν χαμηλότερη έκταση. Διάσημοι ρόλοι μεσόφωνου σε αυτές τις υποκατηγορίες περιλαμβάνουν την Αντζελίνα στο «Λα Τσενερεντόλα» του Ροσίνι (μεσόφωνος κολορατούρα), την Αζουτσένα στο «Ιλ Τροβατόρε» του Βέρντι (δραματική μεσόφωνος) και τον Κερουμπίνο στους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ (λυρική μεσόφωνος).

Όσον αφορά τις κοντράλτο, η διάκριση Fach γίνεται περισσότερο με βάση τον χαρακτήρα παρά τη φωνητική ποιότητα, κάτι που ισχύει και για τους κόντρα τενόρους.

Όσον αφορά τις ανδρικές φωνές, τις περισσότερες υποδιαιρέσεις τις έχουν οι τενόροι, όπως συμβαίνει με τις σοπράνο για τις γυναικείες φωνές. Υπάρχουν συνήθως τέσσερεις κοινοί τύποι τενόρων: λυρικός, spinto, δραματικός και heldentenor. Ο λυρικός τενόρος είναι συνήθως ο νεαρός άνδρας που είναι ερωτευμένος με την ηρωίδα και έχει ζεστή ποιότητα ήχου, όπως ο Αλφρέντο στην «Τραβιάτα» του Βέρντι.

Ο τενόρος spinto είναι παρόμοιος με τον λυρικό τενόρο σε έκταση, αλλά έχει υψηλότερες νότες και συχνά παίζει ηρωικούς ρόλους, όπως ο Δον Χοσέ στην «Κάρμεν» του Μπιζέ. Ο δραματικός τενόρος είναι ισχυρός και μπορεί να παράγει αρκετές υψηλές νότες με πλούσιο ήχο, όπως ακριβώς και η δραματική σοπράνο ή η μέτζο σοπράνο. Τέλος, ο χέλντεν τενόρος, γνωστός και ως τενόρος του Βάγκνερ, υποδύεται βαγκνερικούς ήρωες και έχει πιο ογκώδη φωνή.

Οι βαρύτονοι μπορούν επίσης να είναι λυρικοί ή δραματικοί, όπως ο Παπαγκένο στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ ή ο Σκάρπια στην «Τόσκα» του Πουτσίνι. Μπορούν επίσης να είναι βαρύτονοι χαρακτήρων, γνωστοί και ως «βαρύτονοι του Βέρντι». Πρόκειται για έναν τύπο φωνής που χαρακτηρίζει τις όπερες του Βέρντι και είναι ένας σπάνιος τύπος φωνής, καθώς αυτοί οι ρόλοι απαιτούν από τους τραγουδιστές να τραγουδούν τόσο χαμηλές όσο και υψηλές νότες, ενώ ενσαρκώνουν έναν δραματικό χαρακτήρα, όπως ο «Μάκβεθ» του Βέρντι.

Τέλος, υπάρχουν συνήθως τρεις τύποι μπάσου: μπάσος-βαρύτονος, buffo και basso profundo. Ο μπάσος-βαρύτονος βρίσκεται ανάμεσα στον βαρύτονο και τον μπάσο και είναι ιδανικός για να τραγουδήσει βαγκνερικούς ρόλους, όπως ο Βόταν στο «Δαχτυλίδι». Σε αντίθεση με τον μπάσο-βαρύτονο, ο basso buffo ερμηνεύει κωμικούς ρόλους με εκτεταμένες γλωσσοδέτες, όπως ο Δον Μανίφικο στην «Λα Τσενερεντόλα» του Ροσσίνι. Όσο για τον basso-profundo, είναι ο χαμηλότερος τύπος φωνής στην όπερα, με χαρακτηριστικό ρόλο τον Σαράστρο στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ.

Ορισμένες φωνές είναι τόσο μοναδικές που δεν ταιριάζουν στο σύστημα Fach, ενώ κάποιες άλλες μπορούν να τραγουδήσουν ένα ευρύ φάσμα ρόλων.Αυτή ήταν και η περίπτωση της Μαρίας Κάλλας, μιας από τις πιο εξέχουσες μορφές της όπερας όλων των εποχών.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή τιμά τη Μαρία Κάλλας: Εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Divina
Η «ντίβα»: η μοναδική φωνή της Μαρίας Κάλλας και η ερμηνευτική της δεινότητα την ανέδειξαν σε κορυφαία τραγουδίστρια της όπερας. Φέτος εορτάζονται τα 100 χρόνια από τη γέννησή της με πολλές εκδηλώσεις από τη Λυρική Σκηνή. Επόμενη εκδήλωση αφιερωμένη στη Μαρία Κάλλας είναι η συναυλία στο Ηρώδειο «Η Κάλλας στο Ηρώδειο» στις 16 Σεπτεμβρίου.

 

Ενώ το σύστημα Fach μπορεί να είναι χρήσιμο για ορισμένες ομάδες όπερας και τραγουδιστές, υπάρχει πάντα ένα ισχυρό στοιχείο υποκειμενικότητας. Η φωνή μπορεί να αλλάξει με την ηλικία, και μια λυρική σοπράνο μπορεί να γίνει δραματική σοπράνο ή ακόμη και να μετατραπεί σε μέτζο. Η ταξινόμηση της φωνής δεν είναι μια ακριβής επιστήμη.

Της Ariane Triebswetter

Επιμέλεια: Αλία Ζάε