Παρασκευή, 05 Δεκ, 2025

Πάνω από 80 νεκροί από τις πλημμύρες στη νότια Ταϊλάνδη – Ύφεση των φαινομένων

Ο αριθμός των νεκρών από τις σφοδρές πλημμύρες στη νότια Ταϊλάνδη ξεπέρασε τους ογδόντα (80), την ώρα που τα νερά άρχισαν να υποχωρούν, όπως ανέφεραν οι αρχές.

Το υπουργείο Πρόληψης και Αντιμετώπισης Καταστροφών ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι περίπου ένα εκατομμύριο νοικοκυριά και περισσότεροι από τρία εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πληγεί από τις πλημμύρες, οι οποίες προκλήθηκαν από καταρρακτώδεις βροχές σε δώδεκα νότιες επαρχίες.

Οι πλημμύρες, που ξεκίνησαν το Σαββατοκύριακο, κάλυψαν εκτεταμένες περιοχές και προκάλεσαν θανάτους στις επαρχίες Νακόν Σι Τάμαρατ, Παταλούγκ, Σονγκλά, Τρανγκ, Σατούν, Πατάνι και Γιαλά. Τα νερά είχαν υποχωρήσει σε πολλές από αυτές το πρωί της Πέμπτης, ωστόσο τα επίπεδα παρέμεναν υψηλά σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Πατάνι και στη Νακόν Σι Τάμαρατ.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σιριπόνγκ Ανγκασακούλκιατ ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου στη Μπανγκόκ ότι οι θάνατοι στη Σονγκλά αυξήθηκαν από έξι σε πενήντα πέντε την Πέμπτη, γεγονός που ανεβάζει τον συνολικό αριθμό των νεκρών στις επτά επαρχίες τουλάχιστον σε ογδόντα δύο.

Οι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι η στάθμη του νερού θα υποχωρούσε κάτω από τις όχθες των ποταμών σε όλες τις πληγείσες περιοχές μέχρι το βράδυ.

Ο πρωθυπουργός Ανουτίν Τσαρνβιρακούλ κήρυξε μέσα στην εβδομάδα κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Σονγκλά, όπου βρίσκεται και η μεγαλύτερη πόλη της νότιας Ταϊλάνδης, η Χατ Γιάι, επικαλούμενος την «άνευ προηγουμένου σφοδρότητα» των πλημμυρών.

Οπτικό υλικό έδειχνε ότι τα νερά στη Χατ Γιάι υποχώρησαν χθες Πέμπτη, αποκαλύπτοντας εκτεταμένες ζημιές σε όλη την πόλη.

Οι πλημμύρες προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα, με χιλιάδες ανθρώπους να παγιδεύονται. Σε πολλές περιοχές διακόπηκε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, ενώ οι γραμμές επικοινωνίας υπέστησαν διακοπές.

Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας, δημιουργήθηκαν οκτώ κινητά νοσοκομεία για την ενίσχυση του Νοσοκομείου Χατ Γιάι, το οποίο δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει πλήρως. Το υπουργείο ανέφερε ότι την Πέμπτη μεταφέρθηκαν αεροπορικώς είκοσι σοβαρά ασθενείς, ενώ στάλθηκαν πρόσθετα τρόφιμα στο ιατρικό προσωπικό και στους νοσηλευόμενους.

Ο πρόεδρος της Νιγηρίας ανακοίνωσε τη διάσωση των 24 μαθητριών στην Κέμπι

Ο πρόεδρος της Νιγηρίας ανακοίνωσε την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου ότι και οι 24 μαθήτριες, που κρατούνταν από ενόπλους μετά την ομαδική απαγωγή της προηγούμενης εβδομάδας από σχολείο στα βορειοδυτικά της χώρας, έχουν διασωθεί.

Συνολικά 25 μαθήτριες είχαν απαχθεί στις 17 Νοεμβρίου από το Government Girls Comprehensive Secondary School στην πόλη Μάγκα της πολιτείας Κέμπι, αλλά μία από αυτές κατάφερε να διαφύγει την ίδια ημέρα, όπως ανέφερε η διευθύντρια του σχολείου. Οι υπόλοιπες 24 διασώθηκαν όλες, σύμφωνα με ανακοίνωση του προέδρου Μπόλα Τινούμπου, που δεν αναφέρεται ωστόσο με λεπτομέρειες στον τρόπο της διάσωσης.

Στην ανακοίνωση αναφέρεται και η ανάγκη ενίσχυσης της παρουσίας δυνάμεων ασφαλείας στις ευάλωτες περιοχές ώστε να αποτραπούν νέες απαγωγές, ενώ ο πρόεδρος εκφράζει την ικανοποίησή του για τη διάσωση των κοριτσιών.

Η επίθεση στο σχολείο της Κέμπι είναι μία από τις πολλές που έχουν γίνει σε σχολεία της Νιγηρίας με στόχο την ομαδική απαγωγή παιδιών. Ανάλογο περιστατικό ήταν και η επιδρομή του Σαββάτου 22 Νοεμβρίου στο Saint Mary’s School στην πολιτεία του Νίγηρα, στο κεντρικό τμήμα της χώρας, από όπου περισσότεροι από 200 μαθητές και ορισμένοι εργαζόμενοι του καθολικού σχολείου απήχθησαν. Πενήντα μαθητές κατάφεραν να διαφύγουν μέσα στο σαββατοκύριακο.

Ο Μούσα Ράμπι Μαγκάτζι, διευθυντής του κυρίως μουσουλμανικού σχολείου της Κέμπι, είπε στο Associated Press ότι όλα τα κορίτσια είχαν απελευθερωθεί, αλλά παρέμεναν υπό την ευθύνη των αρχών και δεν είχε άμεση ενημέρωση σχετικά με την κατάστασή τους.

Ο Αμπντουλκαρίμ Αμπντουλάχι, του οποίου οι δύο κόρες, ηλικίας 12 και 13 ετών, ήταν μεταξύ των απαχθέντων, ανέφερε ότι οι αρχές τον ενημέρωσαν πως τα κορίτσια μεταφέρονταν στην πρωτεύουσα της πολιτείας, το Μπίρνιν Κέμπι. Σε τηλεφωνική επικοινωνία είπε ότι ενθουσιάστηκε μαθαίνοντας για την απελευθέρωσή τους, επισημαίνοντας πως οι προηγούμενες ημέρες ήταν πολύ δύσκολες για τον ίδιο και την οικογένειά τους, ειδικά για τη μητέρα τους. Συμπλήρωσε επίσης ότι θα περιμένει ενημέρωση από την κυβέρνηση για την κατάσταση των παιδιών, και ότι ανυπομονεί να τις δει σώες και αβλαβείς.

Την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου, η αστυνομία ανέφερε ότι ένοπλοι απήγαγαν δέκα ανθρώπους σε κοινότητα της πολιτείας Κβάρα, στο κεντρικό τμήμα της Νιγηρίας. Η εκπρόσωπος της αστυνομίας της πολιτείας, Αντετούν Ετζίρε-Αντεγέμι, είπε ότι η επίθεση σημειώθηκε στο χωριό Ισάπα, μόλις 19 χιλιόμετρα από την Ερούκου, όπου 38 πιστοί είχαν απαχθεί την προηγούμενη εβδομάδα κατά τη διάρκεια αιματηρής επίθεσης σε εκκλησία. Οι 38 έχουν πλέον απελευθερωθεί, σύμφωνα με ανακοίνωση του κυβερνήτη της πολιτείας Κβάρα, Αμπντουλραχμάν Αμπντουραζάκ, την Κυριακή 17 Νοεμβρίου.

Καμία οργάνωση δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για τις πρόσφατες απαγωγές, αλλά αναλυτές και κάτοικοι αναφέρουν ότι συμμορίες ληστών στοχεύουν συχνά σχολεία, ταξιδιώτες και απομονωμένα χωριά, απάγοντας κόσμο για να ζητήσουν λύτρα. Οι συμμορίες αυτές χρησιμοποιούν τις απαγωγές ως μέσο επιβολής σε απομακρυσμένες κοινότητες με περιορισμένη παρουσία κρατικών αρχών και δυνάμεων ασφαλείας.

Οι αρχές υποστηρίζουν ότι οι ληστές είναι κυρίως πρώην κτηνοτρόφοι που έχουν στραφεί στο έγκλημα έπειτα από συγκρούσεις με αγροτικές κοινότητες λόγω των περιορισμένων πόρων.

Οι επανειλημμένες απαγωγές μαθητών εντείνουν την ανασφάλεια στην πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής, με τις ένοπλες συμμορίες να θεωρούν τα σχολεία «στρατηγικούς» στόχους που προσελκύουν μεγαλύτερη προσοχή. Τουλάχιστον 1.500 μαθητές έχουν απαχθεί στη Νιγηρία τα τελευταία δέκα χρόνια, μετά το γνωστό περιστατικό με τις μαθήτριες του Τσιμπόκ, και πολλά από τα παιδιά απελευθερώθηκαν μόνο αφού καταβλήθηκαν λύτρα.

Οι επιθέσεις πλήττουν τόσο χριστιανούς όσο και μουσουλμάνους, με τις συλλήψεις να παραμένουν σπάνιες και τα λύτρα συχνό φαινόμενο σε πολλές από τις περιοχές υψηλού κινδύνου στη βόρεια Νιγηρία.

Των Tunde Omolehin, Ope, Adetayo και Mark Banchereau

Ένοπλη ληστεία αρχαίων χρυσών νομισμάτων σε μουσείο της Λωζάνης

Σε αιφνιδιαστική εισβολή που σημειώθηκε σε μουσείο της ρωμαϊκής περιόδου στη Λωζάνη, δύο άγνωστοι κατάφεραν το βράδυ της Τρίτης να αποσπάσουν συλλογή πολύτιμων χρυσών νομισμάτων. Οι ελβετικές αρχές ξεκίνησαν την Παρασκευή εκτεταμένες έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών.

Σύμφωνα με την αστυνομία της πόλης, οι δράστες είχαν αγοράσει εισιτήρια για να μπουν νόμιμα στο μουσείο και παρέμειναν στον χώρο μέχρι να αποχωρήσουν οι υπόλοιποι επισκέπτες, λίγο πριν το κλείσιμο. Τότε, επιτέθηκαν στον φρουρό, τον ακινητοποίησαν και έσπασαν τη βιτρίνα με τα νομίσματα, αποσπώντας το πολύτιμο περιεχόμενο.

«Η οικονομική αξία των νομισμάτων που αφαιρέθηκαν στη ληστεία της Τρίτης δεν αποκαλύφθηκε άμεσα, ωστόσο η αστυνομία ανέφερε ότι έχουν αρχαιολογική σημασία», ανακοίνωσε η αστυνομία της Λωζάνης.

Η κλοπή σημειώθηκε σε περίοδο αυξημένης τιμής του χρυσού στις διεθνείς αγορές, παρά τις τελευταίες διακυμάνσεις. Η πρόσφατη ληστεία στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι έχει εντείνει τους φόβους για κενά και παραλείψεις στην ασφάλεια των μουσείων.

Όπως δήλωσαν οι αρμόδιοι, ο 64χρονος Ελβετός υπάλληλος του μουσείου της Λωζάνης, ο μοναδικός εργαζόμενος εκείνη την ώρα, εξετάστηκε από τις ανακριτικές αρχές και είναι καλά στην υγεία του. Ούτε άλλοι εργαζόμενοι ούτε επισκέπτες βρίσκονταν στον χώρο κατά το συμβάν.

Σε απάντηση, οι εισαγγελικές αρχές του καντονιού έχουν ξεκινήσει σχετική έρευνα. Παράλληλα, οι δημοτικές αρχές της Λωζάνης υπέβαλαν μήνυση για τις ζημιές στο μουσείο, ενώ η περιφερειακή κυβέρνηση που είναι και ιδιοκτήτρια των νομισμάτων, ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε ποινική δίωξη.

Ένοπλοι απαγάγουν 215 παιδιά και 12 δασκάλους από Καθολικό σχολείο της Νιγηρίας

Ένοπλοι εισέβαλαν σε Καθολικό οικοτροφείο στη δυτική Νιγηρία και απήγαγαν περισσότερα από 200 παιδιά, σύμφωνα με τη Χριστιανική Ένωση της Νιγηρίας (Christian Association of Nigeria – CAN), προσθέτοντας ένα ακόμα συμβάν στο κύμα απαγωγών που πλήττει τη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής.

Η επίθεση σημειώθηκε στο Καθολικό σχολείο St. Mary’s, στην κοινότητα Παπίρι της τοπικής αυτοδιοίκησης Αγουάρα. Όπως ανέφερε ο Ντάνιελ Ατόρι, εκπρόσωπος του παραρτήματος της CAN στην πολιτεία Νίγηρα, οι δράστες αιχμαλώτισαν 215 μαθητές και μαθήτριες καθώς και 12 εκπαιδευτικούς.

Σε ανακοίνωσή του, ο Ατόρι μετέφερε δήλωση του προέδρου της CAN στην πολιτεία Νίγηρα, μητροπολίτη Μπούλους Ντάουα, ο οποίος τόνισε ότι είχε μόλις επιστρέψει στο χωριό αφού προηγουμένως επισκέφθηκε το σχολείο και συναντήθηκε με γονείς· ο εκκλησιαστικός αξιωματούχος υπογράμμισε ότι η Ένωση εργάζεται «για την ασφαλή επιστροφή των παιδιών».

Η αστυνομική διοίκηση της πολιτείας Νίγηρα ανέφερε ότι η απαγωγή έγινε νωρίς το πρωί και ότι στρατιωτικές και άλλες δυνάμεις ασφαλείας έχουν ήδη αναπτυχθεί στην κοινότητα. Η Αστυνομία περιέγραψε το St. Mary’s ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο στη Νιγηρία φιλοξενεί συνήθως παιδιά ηλικίας 12 έως 17 ετών.

Δορυφορικές εικόνες δείχνουν πως το συγκρότημα του σχολείου γειτνιάζει και συνδέεται με δημοτικό σχολείο και διαθέτει περισσότερα από 50 κτίρια με αίθουσες και κοιτώνες. Βρίσκεται κοντά σε κεντρικό δρόμο που ενώνει τις πόλεις Γέλβα και Μόκβα.

Ο 62χρονος Νταουντά Τσέκουλα ανέφερε ότι τέσσερα από τα εγγόνια του, ηλικίας 7 έως 10 ετών, είναι μεταξύ των παιδιών που απήχθησαν. Τόνισε ότι η οικογένεια δεν έχει καμία ενημέρωση από το πρωί, ενώ τα λίγα παιδιά που κατάφεραν να διαφύγουν έχουν σκορπίσει (κάποια γύρισαν στα σπίτια τους) και οι μόνοι ψίθυροι που φτάνουν στην κοινότητα είναι πως οι δράστες κινούνται ακόμη μέσα στη ζούγκλα με τους υπόλοιπους ανήλικους.

Σε ανακοίνωσή του, ο γραμματέας της πολιτειακής κυβέρνησης της Νίγηρα επεσήμανε ότι η απαγωγή συνέβη παρά το γεγονός ότι υπήρχαν προηγούμενες πληροφορίες για αυξημένη απειλή. Η ανακοίνωση υπογράμμισε ότι το σχολείο «επέλεξε να επαναλειτουργήσει και να ξεκινήσει μαθήματα χωρίς να ενημερώσει ή να ζητήσει άδεια από την πολιτειακή κυβέρνηση, εκθέτοντας έτσι τους μαθητές και το προσωπικό σε περιττό κίνδυνο».

Κάτοικος της Παπίρι, ο Ούμαρ Γιούνους, υποστήριξε ότι την ώρα της επίθεσης υπήρχαν μόνο τοπικές ομάδες ασφαλείας και όχι επίσημες δυνάμεις της Αστυνομίας ή της κυβέρνησης.

Η Καθολική Επισκοπή του Κονταγκόρα ανέφερε ότι ένας φύλακας τραυματίστηκε σοβαρά από πυροβολισμούς.

Παράλληλα, οι Αρχές διέταξαν το κλείσιμο 47 ομοσπονδιακών «σχολείων ενότητας» στη χώρα, τα οποία βρίσκονται κυρίως στις βόρειες πολιτείες που έχουν πληγεί από συγκρούσεις. Τα σχολεία αυτά, που λειτουργούν ως πρότυπα ιδρύματα με μαθητές από όλη τη Νιγηρία, θα κλείσουν άμεσα, σύμφωνα με εγκύκλιο του ομοσπονδιακού υπουργείου Παιδείας.

Οι απαγωγές σημειώθηκαν λίγες ημέρες μετά από ένοπλη επίθεση σε σχολείο στη γειτονική πολιτεία Κέμπι, στην περιοχή Μάγκα, περίπου 170 χιλιόμετρα από την Παπίρι, απαγάγοντας 25 μαθήτριες. Μία από αυτές κατάφερε αργότερα να δραπετεύσει και βρίσκεται ασφαλής, όπως ανέφερε η διευθύντρια του σχολείου.

Σε ξεχωριστή επίθεση τη Δευτέρα στην πολιτεία Κουάρα, στα σύνορα με την πολιτεία Νίγηρα, ένοπλοι επιτέθηκαν σε εκκλησία, σκοτώνοντας δύο άτομα και απαγάγοντας 38 πιστούς. Ο Φέμι Αγκμπαμπιάκα, γραμματέας της Εκκλησίας Christ Apostolic, δήλωσε ότι οι απαγωγείς ζητούν λύτρα 100 εκατ. ναΐρα (60.000 ευρώ) για κάθε όμηρο.

Ο πρόεδρος της Νιγηρίας, Μπόλα Τινούμπου, ακύρωσε το ταξίδι του στη σύνοδο της Ομάδας των 20 στη Νότια Αφρική λόγω των γεγονότων. Όπως ανακοίνωσε η προεδρία στην πλατφόρμα X, τον πρόεδρο θα εκπροσωπήσει ο αντιπρόεδρος Κασίμ Σετίμα.

Κατά την επίσκεψή του στην πολιτεία Κέμπι την Τετάρτη, ο Σετίμα διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει «κάθε διαθέσιμο μέσο του κράτους» ώστε να επιστρέψουν τα κορίτσια και να οδηγηθούν οι δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης.

Κανένας οργανισμός δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για τις επιθέσεις στις πολιτείες Νίγηρα και Κέμπι, ωστόσο αναλυτές και κάτοικοι επισημαίνουν ότι συμμορίες στοχεύουν συχνά σχολεία, ταξιδιώτες και απομονωμένα χωριά με σκοπό την απαγωγή και τα λύτρα. Οι Αρχές αναφέρουν ότι οι ένοπλοι είναι κυρίως πρώην κτηνοτρόφοι που έχουν στραφεί στη βία μετά από συγκρούσεις με αγροτικές κοινότητες για πόρους.

Οι απαγωγές έχουν εξελιχθεί σε πηγή έντονης ανασφάλειας στη Νιγηρία. Τουλάχιστον 1.500 μαθητές έχουν απαχθεί από την περιοχή αφότου οι τζιχαντιστές της Μπόκο Χαράμ άρπαξαν 276 μαθήτριες από το Τσιμπόκ περισσότερο από μία δεκαετία πριν. Εκτός από τους εξτρεμιστές, απαγωγές διαπράττουν και συμμορίες ληστών, οι οποίες συχνά στοχεύουν σχολεία για να προσελκύσουν μεγαλύτερη προσοχή.

Πρόσφατα η Νιγηρία βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανέφερε ότι οι χριστιανοί στη χώρα διώκονται — ισχυρισμός που η κυβέρνηση της Νιγηρίας απέρριψε. Παρότι χριστιανοί περιλαμβάνονται στα θύματα, αναλυτές σημειώνουν ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που πλήττονται από τις ένοπλες ομάδες είναι μουσουλμάνοι, καθώς η βόρεια Νιγηρία — όπου συμβαίνουν οι περισσότερες επιθέσεις — έχει κατά πλειοψηφία μουσουλμανικό πληθυσμό.

Αναλυτές και κάτοικοι αποδίδουν την κατάσταση στην ατιμωρησία (παρόλο που πολλές φορές οι δράστες είναι γνωστοί) και στη διαφθορά, εξαιτίας της οποίας αντί να εξοπλίζονται οι δυνάμεις ασφαλείας, εφοδιάζονται οι συμμορίες.

Η 27χρονη Εζέ Γκλόρια Τσιντίνμα, άτομο επιρροής στα κοινωνικά δίκτυα με έδρα το Λάγος και γνωστή ως «Riaz Kitchen», ανέφερε ότι η αδελφή της κατάφερε να δραπετεύσει από το σχολείο πηδώντας έναν φράχτη. Υπογράμμισε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η οικογένειά της πέφτει θύμα της εγκληματικότητας, καθώς πέρυσι είχαν απαχθεί η μητέρα και ο μεγαλύτερος αδελφός της.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, οι Αρχές είχαν δηλώσει τότε πως δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, με αποτέλεσμα η οικογένεια να πληρώσει ένα «τεράστιο ποσό» για την απελευθέρωσή τους. Η Τσιντίνμα απηύθυνε έκκληση προς τις Αρχές να «σκεφτούν τον λαό», τονίζοντας ότι καθήκον τους είναι η προστασία της ζωής και των περιουσιών των ανθρώπων.

Ο πάστορας Γιοχάννα Μπούρου, επικεφαλής του οργανισμού Peace Revival and Reconciliation Foundation, ο οποίος επικεντρώνεται στον διαθρησκειακό διάλογο, κάλεσε τις Αρχές να ενισχύσουν την ασφάλεια γύρω από τα σχολεία σε περιοχές που πλήττονται από την κρίση. Σημείωσε ότι αν η κυβέρνηση ήταν πιο δραστήρια, θα περιορίζονταν οι απαγωγές, και παρατήρησε ότι φαίνεται σαν οι Αρχές «να μην ενδιαφέρονται για το μέλλον των παιδιών».

Το Ιράν επιβεβαιώνει την κατάσχεση δεξαμενόπλοιου στα Στενά του Ορμούζ

Το Ιράν επιβεβαίωσε το Σάββατο ότι κατέσχεσε δεξαμενόπλοιο με σημαία των Νήσων Μάρσαλ, το οποίο διέσχιζε τα στενά του Ορμούζ, επικαλούμενο παραβιάσεις που περιλαμβάνουν τη μεταφορά «παράνομου φορτίου», όπως μετέδωσαν κρατικά μέσα ενημέρωσης.

Σύμφωνα με το επίσημο πρακτορείο Irna, η ανακοίνωση των Φρουρών της Επανάστασης ανέφερε ότι το δεξαμενόπλοιο οδηγήθηκε σε ιρανικά χωρικά ύδατα. Η ανακοίνωση δεν διευκρίνιζε σε τι συνίστατο το «παράνομο φορτίο» ούτε παρείχε πληροφορίες για το πλήρωμα ή τον τρέχοντα προορισμό του πλοίου.

Οι ιρανικές αρχές υποστήριξαν ότι η κατάσχεση πραγματοποιήθηκε κατόπιν δικαστικής εντολής και ότι η επιχείρηση στόχευε στην «προστασία των εθνικών συμφερόντων και πόρων» της χώρας. Το δεξαμενόπλοιο ταυτοποιήθηκε ως το Talara, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια πηγή, μετέφερε 30.000 τόνους πετροχημικών προϊόντων.

Η κατάσχεση έγινε προχθές, Παρασκευή 14  Νοεμβρίου, ενώ η Τεχεράνη έχει εντείνει τις προειδοποιήσεις τελευταία για την πιθανότητα χρήσης στρατιωτικών μέσων.

Οι ιρανικές δυνάμεις ανέφεραν ότι το πλοίο κατευθυνόταν προς τη Σιγκαπούρη όταν αναχαιτίστηκε. Ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας, η Ambrey, περιέγραψε την επίθεση ως ενέργεια που πραγματοποιήθηκε από τρία μικρά σκάφη.

Σύμφωνα με δεδομένα πτήσης που αναλύθηκαν από το Associated Press, μη επανδρωμένο αεροσκάφος τύπου MQ-4C Triton του Αμερικανικού Ναυτικού πετούσε επί ώρες πάνω από την περιοχή όπου βρισκόταν το Talara, παρακολουθώντας την κατάσχεση.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω του κέντρου United Kingdom Maritime Trade Operations, επιβεβαίωσε επίσης το περιστατικό, αναφέροντας ότι ενδεχόμενη «κρατική ενέργεια» ανάγκασε το Talara να εισέλθει στα ιρανικά χωρικά ύδατα.

Η εταιρεία Columbia Ship Management, με έδρα την Κύπρο, ανέφερε αργότερα ότι «έχασε την επαφή» με το δεξαμενόπλοιο, το οποίο μετέφερε αέριο πετρελαίου υψηλής περιεκτικότητας σε θείο. Η εταιρεία δεν είχε άμεση νεότερη ενημέρωση το Σάββατο.

Το Ιράν είχε κατηγορηθεί και για σειρά επιθέσεων με μαγνητικές νάρκες το 2019, που προκάλεσαν ζημιές σε δεξαμενόπλοια, καθώς και για επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος σε δεξαμενόπλοιο με σχέσεις με το Ισραήλ το 2021, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο Ευρωπαίων μελών του πληρώματος. Οι επιθέσεις ξεκίνησαν μετά την απόφαση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει μονομερώς τη χώρα του από την πυρηνική συμφωνία του 2015.

Το 2022, το Ιράν κατέσχεσε δύο ελληνικά δεξαμενόπλοια και τα κράτησε έως τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Τον Απρίλιο του 2024, κατέσχεσε επίσης το φορτηγό πλοίο MSC Aries, με πορτογαλική σημαία.

Οι πολυετείς εντάσεις ανάμεσα στο Ιράν και τη Δύση, επιβεβαρυμένες από τις εξελίξεις στη Λωρίδα της Γάζας, κορυφώθηκαν τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, με τον δωδεκαήμερο πόλεμο με το Ισραήλ, ο οποίος έληξε με την παρέμβαση των ΗΠΑ, που έπληξαν ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.

Η Τεχεράνη έχει επανειλημμένα απειλήσει ότι θα κλείσει τα Στενά του Ορμούζ — το στενό πέρασμα του Περσικού Κόλπου από όπου διέρχεται το 20% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου. Το αμερικανικό ναυτικό, μέσω του 5ου Στόλου που εδρεύει στο Μπαχρέιν, περιπολεί εδώ και χρόνια στην περιοχή για να διατηρεί ανοιχτές τις θαλάσσιες οδούς.

Εκρήξεις συγκλονίζουν τζαμί σε σχολείο της Ινδονησίας — Τουλάχιστον 54 τραυματίες

Η Ινδονησία συγκλονίστηκε από εκρήξεις που σημειώθηκαν σε τζαμί ενός λυκείου στην πρωτεύουσα Τζακάρτα, τραυματίζοντας τουλάχιστον 54 άτομα, κυρίως μαθητές. Όπως ανακοίνωσαν οι αρχές την Παρασκευή, ο βασικός ύποπτος είναι ένας 17χρονος μαθητής, ο οποίος νοσηλεύεται μετά από επέμβαση.

Μάρτυρες δήλωσαν σε τοπικά τηλεοπτικά δίκτυα ότι άκουσαν τουλάχιστον δύο ισχυρές εκρήξεις γύρω στο μεσημέρι, την ώρα που ξεκινούσε το κήρυγμα της προσευχής της Παρασκευής, τόσο μέσα όσο και έξω από το τζαμί του κρατικού σχολείου SMA 72, που βρίσκεται σε ναυτική εγκατάσταση στη βόρεια συνοικία Κελάπα Γκάντινγκ της Τζακάρτα.

Η αστυνομία ανέφερε ότι εντόπισε ένα ομοίωμα πολυβόλου που ανήκε στον ύποπτο, στο οποίο ήταν χαραγμένα συνθήματα με σαφείς αναφορές σε υπεροχή της λευκής φυλής. Ωστόσο, οι αρχές απέκλεισαν προσωρινά το ενδεχόμενο τρομοκρατικής ενέργειας.

Ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Σούφμι Ντάσκο Άχμαντ, δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι ο ύποπτος είναι ένας 17χρονος μαθητής που βρισκόταν στο χειρουργείο, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.

Ο διοικητής της αστυνομίας της Ινδονησίας, Λίστιο Σίγκιτ, ανέφερε ότι ο ύποπτος ήταν ένας από τους δύο μαθητές που χειρουργούνταν για τραύματα από τις εκρήξεις.

Σύμφωνα με τον Σίγκιτ, οι δυνάμεις ασφαλείας πραγματοποιούν εις βάθος έρευνα για να εξακριβώσουν την ταυτότητα του υπόπτου και το περιβάλλον του, ερευνώντας το σπίτι του και άλλα σχετικά στοιχεία. Επεσήμανε επίσης ότι οι αρχές συγκεντρώνουν πληροφορίες για το πιθανό κίνητρο και για το πώς ο νεαρός κατάφερε να συναρμολογήσει το ομοίωμα όπλου, στο οποίο ήταν γραμμένες φράσεις όπως «14 λέξεις. Για την Αγκάρθα» και «Μπρέντον Τάραντ: Καλωσήρθες στην κόλαση».

Η φράση «14 λέξεις» αποτελεί γνωστό σύνθημα που χρησιμοποιείται από οπαδούς της λευκής υπεροχής, ενώ ο Μπρέντον Τάραντ ήταν ο δράστης της πολύνεκρης επίθεσης του 2019 σε τζαμί και ισλαμικό κέντρο στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας, όπου σκοτώθηκαν 51 άνθρωποι και τραυματίστηκαν δεκάδες άλλοι.

Ο Σίγκιτ ανέφερε ότι οι αρχές εξετάζουν τα σύμβολα και τις επιγραφές στο ομοίωμα όπλου, προκειμένου να κατανοήσουν αν υπήρξε ιδεολογικό κίνητρο πίσω από την πράξη.

Οι περισσότεροι τραυματίες υπέστησαν εγκαύματα και τραύματα από θραύσματα γυαλιού. Ο αρχηγός της αστυνομίας Τζακάρτας, Άσεπ Έντι Σουχέρι, δήλωσε ότι δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα ο τύπος των εκρηκτικών, αλλά οι εκρήξεις φαίνεται πως προήλθαν από το σημείο κοντά στα μεγάφωνα του τζαμιού. Παράλληλα, προειδοποίησε το κοινό να αποφεύγει πρόωρα συμπεράσματα περί τρομοκρατικής ενέργειας, πριν ολοκληρωθεί η έρευνα.

Η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι εξετάζει δημοσιεύματα που αναφέρουν πως ο ύποπτος ήταν μαθητής της τρίτης λυκείου, ο οποίος είχε πέσει θύμα εκφοβισμού και ενδέχεται να επιχείρησε επίθεση αυτοκτονίας για εκδίκηση.

Ο εκπρόσωπος της αστυνομίας Μπουντί Ερμάντο δήλωσε ότι διερευνάται το ενδεχόμενο ο σχολικός εκφοβισμός να αποτέλεσε παράγοντα κινήτρου. Πρόσθεσε ότι η συλλογή μαρτυριών είναι δύσκολη, καθώς πολλοί μάρτυρες είναι επίσης τραυματίες που χρειάζονται θεραπεία. Οι αρχές παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη σε μαθητές και εκπαιδευτικούς.

Ο Ερμάντο διόρθωσε τον αριθμό των τραυματιών από 55 σε 54, εξηγώντας ότι οι περισσότεροι βρίσκονταν κοντά στα μεγάφωνα και υπέστησαν απώλεια ακοής. Περίπου 33 μαθητές παραμένουν νοσηλευόμενοι σε δύο νοσοκομεία με εγκαύματα και τραύματα από θραύσματα. Διαβεβαίωσε, τέλος, ότι η πρωτεύουσα παραμένει ασφαλής και ότι η κατάσταση τελεί υπό έλεγχο, καλώντας τους πολίτες να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους.

Βίντεο που αναρτήθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνουν δεκάδες μαθητές με σχολική στολή να τρέχουν πανικόβλητοι στο προαύλιο του σχολείου, ορισμένοι με τα χέρια στα αυτιά τους για να προστατευτούν από τις εκρήξεις.

Κάποιοι τραυματίες μεταφέρθηκαν με φορεία σε αυτοκίνητα, ενώ συγγενείς συγκεντρώθηκαν στα νοσοκομεία Yarsi και Cempaka Putih για να μάθουν νέα των παιδιών τους. Γονείς που μίλησαν σε τηλεοπτικά δίκτυα είπαν ότι τα παιδιά τους είχαν τραυματιστεί από καρφιά και κομμάτια μεταλλικών αντικειμένων.

Η Ινδονησία, η πολυπληθέστερη μουσουλμανική χώρα του κόσμου, έχει γνωρίσει στο παρελθόν μεγάλες τρομοκρατικές επιθέσεις. Το 2002, μέλη της Αλ Κάιντα είχαν πραγματοποιήσει βομβιστική επίθεση στο νησί Μπαλί, σκοτώνοντας 202 ανθρώπους, κυρίως ξένους τουρίστες. Έκτοτε, η χώρα έχει δεχθεί μικρότερες, λιγότερο θανατηφόρες επιθέσεις, που στόχευαν κυβερνητικούς και αστυνομικούς φορείς ή άτομα που θεωρούνταν «άπιστοι» από εξτρεμιστικές ομάδες.

Η επίθεση της Παρασκευής δεν ήταν η πρώτη σε τζαμί. Το 2011, μουσουλμάνος εξτρεμιστής ανατινάχθηκε μέσα σε τζαμί σε αστυνομικό συγκρότημα στην πόλη Τσιρέμπον, τραυματίζοντας 30 άτομα.

Τον Δεκέμβριο του 2022, άλλος ισλαμιστής μαχητής και κατασκευαστής βομβών, που είχε πρόσφατα αποφυλακιστεί, αυτοανατινάχθηκε σε αστυνομικό τμήμα στη Δυτική Ιάβα, σκοτώνοντας έναν αξιωματικό και τραυματίζοντας 11 άτομα.

Από το 2023, η χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας βιώνει αυτό που οι αρχές αποκαλούν «φαινόμενο μηδενικών επιθέσεων», με ειδικούς να αποδίδουν τη σταθερότητα στα μέτρα ασφαλείας της κυβέρνησης.

Πολύνεκρη αστυνομική επιχείρηση σε φαβέλα του Ρίο ντε Τζανέιρο

Ο αριθμός των νεκρών από τη μαζική αστυνομική επιχείρηση εναντίον συμμορίας διακίνησης ναρκωτικών στο Ρίο ντε Τζανέιρο αυξήθηκε σε 121 άτομα, όπως ανακοίνωσαν οι αρχές την Πέμπτη.

Η επιχείρηση, που ξεκίνησε την Τρίτη σε δύο φαβέλες της πόλης, προκάλεσε σφοδρές ανταλλαγές πυροβολισμών, με άγνωστο αριθμό τραυματιών και τουλάχιστον τέσσερις νεκρούς αστυνομικούς. Οι αξιωματούχοι αναθεώρησαν τον αριθμό των θυμάτων από 119 σε 121, χωρίς ωστόσο να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες για τους δύο νέους θανάτους.

Η Δημόσια Υπηρεσία Υπεράσπισης της Βραζιλίας υπέβαλε την Πέμπτη αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας πρόσβαση στα ιατροδικαστικά στοιχεία που αφορούν τους νεκρούς αστυνομικούς. Η υπηρεσία αναφέρει ότι ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων ανέρχεται σε 130, περισσότερους από ό,τι δηλώνει επισήμως η αστυνομία.

Η επικεφαλής της μονάδας έρευνας, Ραφαέλα Γκαρσέζ, δήλωσε ότι τα σώματα των θυμάτων «θα αποκαλύψουν τι πραγματικά συνέβη», τονίζοντας πως είναι απαραίτητη η πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία.

Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζήτησαν τη διενέργεια ανεξάρτητων ερευνών για τους θανάτους, χαρακτηρίζοντας την επιχείρηση ως μία από τις πιο βίαιες στη σύγχρονη ιστορία της Βραζιλίας.

Σύμφωνα με την αστυνομία, η επιδρομή πραγματοποιήθηκε έπειτα από έρευνα ενός έτους για τη συμμορία Comando Vermelho, που ελέγχει τη διακίνηση ναρκωτικών και άλλες παράνομες δραστηριότητες στις φτωχογειτονιές Complexo do Alemao και Penha. Η ομάδα αυτή ιδρύθηκε μέσα στις φυλακές του Ρίο και έχει επεκτείνει σημαντικά την επιρροή της τα τελευταία χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, οι αρχές συνέλαβαν 113 άτομα, κατέσχεσαν 118 όπλα και πάνω από έναν τόνο ναρκωτικών.

Η βία παρέλυσε την καθημερινή ζωή στις περιοχές που επλήγησαν: σχολεία έκλεισαν, πανεπιστήμιο ακύρωσε τα μαθήματα, ενώ λεωφορεία χρησιμοποιήθηκαν για να αποκλείσουν δρόμους.

Το Ρίο έχει μακρά ιστορία φονικών αστυνομικών επιχειρήσεων. Τον Μάρτιο του 2005, 29 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην περιοχή Baixada Fluminense, που συνορεύει με το Ρίο, ενώ τον Μάιο του 2021, 28 άτομα έχασαν τη ζωή τους σε επιδρομή στη φαβέλα Jacarezinho.

Ωστόσο, η έκταση της επιχείρησης της Τρίτης θεωρείται άνευ προηγουμένου. Το γεγονός προκάλεσε διαδηλώσεις, κατηγορίες για υπερβολική χρήση βίας και αιτήματα παραίτησης του κυβερνήτη του Ρίο.

Το πρωί της Πέμπτης, κοινοτικοί ηγέτες στην Penha συγκεντρώθηκαν στα γραφεία της οργάνωσης υπεράσπισης δικαιωμάτων φαβελών CUFA, προκειμένου να ετοιμάσουν νομική στήριξη για τις οικογένειες των θυμάτων. Πολλά καταστήματα παρέμειναν κλειστά και το κλίμα στην περιοχή ήταν βαρύ.

Πολιτικές αντιδράσεις

Η επιχείρηση προκάλεσε έντονη πολιτική αντιπαράθεση σε εθνικό επίπεδο. Ο κυβερνήτης του Ρίο ντε Τζανέιρο, Κλαούντιο Κάστρο, κατηγόρησε αρχικά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ότι δεν προσέφερε καμία βοήθεια.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ρικάρντο Λεβαντόφσκι απάντησε ότι δεν είχε λάβει αίτημα συνδρομής, υπερασπιζόμενος παράλληλα την έγκριση ενός νομοσχεδίου που εκκρεμεί στο Κογκρέσο, το οποίο θα ενοποιεί τα συστήματα πληροφοριών των πολιτειακών αστυνομιών. Αναλυτές θεωρούν ότι το μέτρο αυτό θα αποτελέσει ισχυρό όπλο κατά του οργανωμένου εγκλήματος.

Ο Κάστρο ανήκει στο ίδιο κόμμα με τον πρώην πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρου και αποτελεί μέλος της αντιπολίτευσης του προέδρου Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.

Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Λούλα προσπάθησαν να συνδέσουν την κυβέρνησή του με την επιχείρηση. Ο γερουσιαστής Φλάβιο Μπολσονάρου, γιος του πρώην προέδρου, δημοσίευσε βίντεο στο οποίο ισχυριζόταν ότι ο Λούλα έχει εγκαταλείψει το Ρίο ντε Τζανέιρο.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έστειλε εκπροσώπους στο Ρίο την Τετάρτη και ανακοίνωσε τη δημιουργία έκτακτου γραφείου για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην πολιτεία.

Το πρωί της Πέμπτης, ο πρόεδρος Λούλα υπέγραψε νόμο που ενισχύει τη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Ο νόμος προβλέπει ποινικοποίηση της συνωμοσίας και της παρεμπόδισης ενεργειών κατά εγκληματικών ομάδων, ενώ αυξάνει την προστασία για δημόσιους λειτουργούς και τις οικογένειές τους, ακόμη και για συνταξιούχους, εφόσον διατρέχουν κίνδυνο λόγω της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Την ίδια ημέρα, ο πρόεδρος της Γερουσίας, Ντάβι Αλκολούμπρε, ανακοίνωσε ότι επιτροπή της Γερουσίας θα ξεκινήσει έρευνα για τη δομή, την επέκταση και τις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος στη Βραζιλία, αρχής γενησομένης από την επόμενη εβδομάδα.

Των Eleonore Hughes και Gabriela Sa Pessoa

Ισχυρός σεισμός 6,1 Ρίχτερ στη δυτική Τουρκία — Κατέρρευσαν τρία κτίρια, χωρίς νεκρούς

Σεισμός μεγέθους 6,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ σημειώθηκε το βράδυ της Δευτέρας στη δυτική Τουρκία, προκαλώντας την κατάρρευση τουλάχιστον τριών κτιρίων που είχαν ήδη υποστεί ζημιές από προηγούμενη δόνηση. Σύμφωνα με τις αρχές, δεν υπάρχουν άμεσα αναφορές για θύματα.

Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στην κωμόπολη Σιντούρτζι, στην επαρχία Μπαλικεσίρ, και ο σεισμός σημειώθηκε στις 22:48 τοπική ώρα, σε βάθος 5,99 χιλιομέτρων. Η Διεύθυνση Διαχείρισης Καταστροφών και Εκτάκτων Αναγκών (AFAD) ανακοίνωσε πως ακολούθησαν αρκετοί μετασεισμοί, οι οποίοι έγιναν αισθητοί στην Κωνσταντινούπολη και σε γειτονικές επαρχίες, όπως η Προύσα, η Μανίσα και η Σμύρνη.

Ο υπουργός Εσωτερικών, Αλί Γερλικαγιά, δήλωσε: «Τρία ακατοίκητα κτίρια και ένα διώροφο κατάστημα κατέρρευσαν στη Σιντούρτζι. Τα κτίσματα είχαν ήδη πληγεί από προηγούμενο σεισμό».

Ο νομάρχης Μπαλικεσίρ, Ισμαήλ Ισταγιόγλου, ανακοίνωσε ότι «συνολικά 22 άτομα τραυματίστηκαν λόγω πτώσεων από πανικό, φαινόμενο συχνό λόγω των φυσικών και ψυχολογικών επιπτώσεων των σεισμών».

Ο διοικητής της Σιντούρτζι, Ντογκουκάν Κογιάνκου, δήλωσε στο κρατικό πρακτορείο Anadolu: «Μέχρι στιγμής δεν έχουμε διαπιστώσει απώλεια ανθρώπινης ζωής, αλλά οι έλεγχοι συνεχίζονται».

Με την έναρξη της βροχής, ο Ισταγιόγλου υπογράμμισε ότι τζαμιά, σχολεία και αθλητικές αίθουσες παραμένουν ανοιχτά ώστε να φιλοξενήσουν όσους διστάζουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πολλοί κάτοικοι παραμένουν έξω, φοβούμενοι νέους μετασεισμούς.

Η Σιντούρτζι είχε πληγεί και τον Αύγουστο από σεισμό 6,1 Ρίχτερ, τότε με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες. Έκτοτε, η περιοχή γύρω από τη Μπαλικεσίρ δοκιμάζεται από σειρά μικρότερων σεισμικών δονήσεων.

Η Τουρκία βρίσκεται σε περιοχή μεγάλων ρηγμάτων και οι σεισμοί είναι συχνό φαινόμενο. Νωρίτερα φέτος, σεισμός 7,8 Ρίχτερ προκάλεσε πάνω από 53.000 θανάτους στη χώρα και τεράστιες ζημιές σε εκατοντάδες χιλιάδες κτίρια σε 11 επαρχίες της νότιας και νοτιοανατολικής Τουρκίας, ενώ περίπου 6.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και στα βόρεια της γειτονικής Συρίας εξαιτίας του ίδιου σεισμού.

Σύλληψη τριών Κινέζων στην Τιφλίδα για παράνομη αγορά ουρανίου

Αρχές της Γεωργίας προχώρησαν στη σύλληψη τριών πολιτών της Κίνας στην πρωτεύουσα Τιφλίδα, την ώρα που επιχειρούσαν να αγοράσουν παράνομα δύο κιλά ουρανίου, όπως ανακοίνωσε το Σάββατο η Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας της χώρας.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, «οι ύποπτοι σχεδίαζαν να μεταφέρουν το πυρηνικό υλικό στην Κίνα μέσω Ρωσίας» ενώ δόθηκαν στη δημοσιότητα και πλάνα από την επιχείρηση σύλληψης.

Η υπηρεσία πρόσθεσε ότι «τρεις Κινέζοι πολίτες συνελήφθησαν στην Τιφλίδα την ώρα που προσπαθούσαν να αγοράσουν παράνομα δύο κιλά πυρηνικού υλικού, ουρανίου», συμπληρώνοντας πως τα μέλη της εγκληματικής ομάδας επρόκειτο να καταβάλουν 400.000 δολάρια για το ραδιενεργό υλικό.

Σύμφωνα με τις αρχές, «υπήκοος Κίνας που βρισκόταν ήδη στη Γεωργία και παραβίαζε τους κανονισμούς βίζας της χώρας έφερε ειδικούς στην Γεωργία, οι οποίοι αναζητούσαν ουράνιο σε όλη την επικράτεια». Στην επιχείρηση, όπως επισημαίνεται, συμμετείχαν και άλλα μέλη του κυκλώματος που συντόνιζαν τις ενέργειες από την Κίνα.

Οι δράστες ταυτοποιήθηκαν και συνελήφθησαν ενώ διαπραγματεύονταν τις λεπτομέρειες της παράνομης συναλλαγής, επιβεβαίωσε η υπηρεσία ασφαλείας.

Ωστόσο, οι αρχές δεν διευκρίνισαν πότε έγιναν οι συλλήψεις, ούτε έδωσαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία των υπόπτων.

Νόμπελ Οικονομίας σε τρεις ερευνητές για την εξήγηση της καινοτομίας ως κινητήριας δύναμης της οικονομικής ανάπτυξης

Τρεις ερευνητές που μελέτησαν σε βάθος τη διαδικασία της επιχειρηματικής καινοτομίας τιμήθηκαν τη Δευτέρα με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας, για το έργο τους που εξηγεί πώς τα νέα προϊόντα και οι εφευρέσεις προωθούν την οικονομική ανάπτυξη και την ανθρώπινη ευημερία, παρότι ταυτόχρονα αφήνουν πίσω τους παλαιότερες επιχειρήσεις.

Το έργο τους αναγνωρίστηκε ως θεμελιώδες για την καλύτερη κατανόηση, από την πλευρά των οικονομολόγων, του τρόπου με τον οποίο οι ιδέες και η τεχνολογία επικρατούν των καθιερωμένων πρακτικών — μια διαδικασία τόσο παλιά όσο και η αντικατάσταση των ιππήλατων αμαξών από τις ατμομηχανές, αλλά και τόσο σύγχρονη όσο το ηλεκτρονικό εμπόριο που οδήγησε στο κλείσιμο εμπορικών κέντρων.

Το βραβείο μοιράστηκαν ο ολλανδικής καταγωγής Τζόελ Μόκυρ (Joel Mokyr), 79 ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Northwestern· ο Φιλίπ Αγκιόν (Philippe Aghion), 69 ετών, που διδάσκει στο Collège de France και στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου· και ο καναδικής καταγωγής Πήτερ Χάουιτ (Peter Howitt), 79 ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Brown.

Πιο σαφής κατανόηση της «δημιουργικής καταστροφής»

Οι νικητές αναγνωρίστηκαν για τη συμβολή τους στην καλύτερη εξήγηση και ποσοτικοποίηση της έννοιας της «δημιουργικής καταστροφής» — μιας κεντρικής ιδέας στην οικονομική θεωρία που περιγράφει τη διαδικασία μέσω της οποίας οι νέες καινοτομίες αντικαθιστούν τις παλαιότερες τεχνολογίες και επιχειρήσεις.

Η έννοια αυτή συνδέεται κυρίως με τον οικονομολόγο Γιόζεφ Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter), ο οποίος την παρουσίασε στο έργο του Capitalism, Socialism and Democracy («Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», 1942), χαρακτηρίζοντάς την ως «το ουσιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλισμού».

Η επιτροπή των Νόμπελ επεσήμανε ότι ο Μόκυρ έδειξε πως για να επιτυγχάνονται οι καινοτομίες με έναν αυτοτροφοδοτούμενο τρόπο, δεν αρκεί να γνωρίζουμε ότι κάτι «δουλεύει», αλλά πρέπει να έχουμε και επιστημονικές εξηγήσεις για το «γιατί» λειτουργεί.

Οι Αγκιόν και Χάουιτ μελέτησαν τους μηχανισμούς πίσω από τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, παρουσιάζοντας, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του 1992, ένα περίπλοκο μαθηματικό μοντέλο για τη δημιουργική καταστροφή, το οποίο εισήγαγε νέες παραμέτρους που δεν υπήρχαν σε προηγούμενα μοντέλα.

Παραδείγματα της δημιουργικής καταστροφής περιλαμβάνουν το ηλεκτρονικό εμπόριο που ανατρέπει το λιανεμπόριο, τις υπηρεσίες ροής που αντικατέστησαν τις βιντεοκασέτες και τα DVD, και τη διαδικτυακή διαφήμιση που υπονόμευσε τις παραδοσιακές διαφημίσεις στις εφημερίδες. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι οι κατασκευαστές μαστιγίων για ιππήλατα κάρα, οι οποίοι εξαφανίστηκαν με την έλευση του αυτοκινήτου.

Η διαδικασία-κλειδί για την ανάπτυξη και την ευημερία

Ο πρόεδρος της επιτροπής του Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών, Τζον Χάσλερ (John Hassler), δήλωσε ότι το έργο των βραβευμένων δείχνει πως η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Επεσήμανε ότι πρέπει να διατηρούνται οι μηχανισμοί που στηρίζουν τη δημιουργική καταστροφή, ώστε να αποφευχθεί η στασιμότητα.

Το μοντέλο των Χάουιτ και Αγκιόν έδειξε επίσης ότι οι αγορές με ελάχιστες κυρίαρχες εταιρείες μπορούν να εμποδίσουν την καινοτομία και την ανάπτυξη — ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και οι αεροπορικές εταιρείες.

Οι ερευνητές υπογράμμισαν τη σημασία της υποστήριξης των ανθρώπων που πλήττονται από τις αλλαγές, τονίζοντας πως είναι απαραίτητο να διευκολύνεται η μετάβαση των εργαζομένων σε πιο παραγωγικούς τομείς, προστατεύοντας τους ίδιους και όχι τις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας. Επίσης, τόνισαν τη σημασία της κοινωνικής κινητικότητας, όπου το επάγγελμα ενός ανθρώπου δεν καθορίζεται από την οικογενειακή του προέλευση.

Ο Μόκυρ είναι γνωστός για την αισιοδοξία του σχετικά με την τεχνολογική καινοτομία. Περίπου μια δεκαετία πριν, πολλοί οικονομολόγοι είχαν εκφράσει πιο απαισιόδοξες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι εφευρέσεις όπως τα «έξυπνα» κινητά ή ακόμη και το διαδίκτυο είχαν μικρότερο οικονομικό αντίκτυπο σε σύγκριση με παλαιότερες ανακαλύψεις, όπως το αεροπλάνο ή το αυτοκίνητο.

Ο Μόκυρ αντέτεινε ότι, επειδή πολλές νέες υπηρεσίες είναι είτε φθηνές είτε δωρεάν, η επίδρασή τους δεν αποτυπώνεται στα οικονομικά δεδομένα, αλλά παραμένει τεράστια ως προς τα οφέλη που προσφέρουν.

Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2015 στο Associated Press, είχε αναφέρει ως παράδειγμα το Spotify, το οποίο χαρακτήρισε εντυπωσιακή καινοτομία που οι οικονομολόγοι δυσκολεύονται να μετρήσουν. Είχε σημειώσει ότι κάποτε διέθετε περισσότερα από 1.000 CD και πολλά βινύλια, ενώ πλέον μπορούσε να έχει πρόσβαση σε μια τεράστια μουσική βιβλιοθήκη με μια μικρή μηνιαία συνδρομή.

Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι οι νέες εφευρέσεις συχνά προκαλούν βραχυπρόθεσμη απώλεια θέσεων εργασίας ή μείωση εισοδημάτων. Όπως εξήγησε, οι καινοτομίες δημιουργούν παράλληλα και απρόβλεπτες νέες ευκαιρίες απασχόλησης.

Η επιτροπή του Νόμπελ υπενθύμισε ότι για μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, η οικονομική στασιμότητα ήταν ο κανόνας. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα και έπειτα, οι ευρωπαϊκές και κατόπιν άλλες οικονομίες άρχισαν να αναπτύσσονται σταθερά.

Το ζήτημα της καινοτομίας και των τρόπων ενίσχυσής της θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμο στην Ευρώπη, όπου, σύμφωνα με έκθεση του πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi), η ήπειρος αντιμετωπίζει αυξανόμενο χάσμα παραγωγικότητας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας. Ο Αγκιόν δήλωσε ότι η πρόκληση για την Ευρώπη είναι να μπει στον ρυθμό των ΗΠΑ και της Κίνας, ενισχύοντας την έρευνα και τη χρηματοδότηση επιχειρηματικού κινδύνου που μετατρέπει τις ιδέες σε επιχειρήσεις.

Τόνισε χαρακτηριστικά ότι η Ευρώπη πρέπει «να ξυπνήσει», εξηγώντας πως «σε αυτόν τον αγώνα θα κερδίσουν όσοι καινοτομούν».

Οι λεπτομέρειες του φετινού βραβείου Νόμπελ Οικονομίας

Το ήμισυ του βραβείου, ύψους 11 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (περίπου 1 εκατομμυρίου ευρώ), απονεμήθηκε στον Μόκυρ, ενώ το υπόλοιπο μοιράστηκαν ο Αγκιόν και ο Χάουιτ. Οι νικητές λαμβάνουν επίσης ένα χρυσό μετάλλιο 18 καρατίων και ένα δίπλωμα.

Το βραβείο Οικονομίας είναι επισήμως γνωστό ως «Βραβείο της Τράπεζας της Σουηδίας στις Οικονομικές Επιστήμες εις μνήμην του Άλφρεντ Νόμπελ». Θεσπίστηκε το 1968 από την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας, προς τιμήν του Άλφρεντ Νόμπελ, του Σουηδού επιχειρηματία και χημικού του 19ου αιώνα που ανακάλυψε τη δυναμίτιδα και καθιέρωσε τα πέντε αρχικά βραβεία Νόμπελ.

Έκτοτε, έχει απονεμηθεί 57 φορές σε συνολικά 99 επιστήμονες, εκ των οποίων μόνο τρεις ήταν γυναίκες.

Οι υποστηρικτές των λεγόμενων «καθαρών» βραβείων Νόμπελ τονίζουν ότι το βραβείο Οικονομίας δεν αποτελεί τεχνικά ένα από τα αρχικά Νόμπελ. Ωστόσο, απονέμεται πάντα μαζί με τα υπόλοιπα στις 10 Δεκεμβρίου, επέτειο του θανάτου του Νόμπελ το 1896.

Τα υπόλοιπα φετινά βραβεία Νόμπελ (Ιατρικής, Φυσικής, Χημείας, Λογοτεχνίας και Ειρήνης) ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα.