Ο Αριστοτέλης έζησε το 384 π.Χ. και απεβίωσε το 322 π.Χ. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα έργα του καταπιάνονται με διάφορα θέματα, όπως την πολιτική, την ηθική, την ψυχολογία και τις φυσικές επιστήμες.
Κοινωνικά φαινόμενα όπως αυτά του εγκλήματος και της βίας ανέκαθεν ενδιέφεραν τους κοινωνούς, και αποτελούσαν ιδιαίτερο θέμα συζήτησης για πολλούς φιλοσόφους, του Αριστοτέλη περιλαμβανομένου. Βέβαια, το έργο του Αριστοτέλη δεν είχε ως σκοπό την προσέγγιση της βίας ή του εγκληματικού φαινομένου, γεγονός που πρέπει να διευκρινιστεί από την αρχή.
Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι εμφανίζεται μία αριστοτελική προσέγγιση της βίας (αν και όχι ολοκληρωμένη), μέσα από τις θέσεις του σχετικά με την Πόλη, το Δίκαιο, τη Δικαιοσύνη, το έγκλημα (για τον Αριστοτέλη το έγκλημα είναι ένα κακό που στρέφεται κατά της κοινωνίας) και τον κοινωνικό έλεγχο του εγκλήματος, τα οποία μας δίνουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε έμμεσα τη βία ως κοινωνικό φαινόμενο και ως συστατικό είδος εγκλήματος (βίαια εγκλήματα).
Επίσης, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, σημαντικό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η βία, δηλαδή στην «Πόλη». Διότι εκεί αναπτύσσονται τα δικαιώματα της πολιτείας και παράλληλα του πολίτη. Είναι σύνηθες πολλές φορές να εμφανίζονται συγκρούσεις ή και αντικρουόμενες θέσεις ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Για τον λόγο αυτό και για την επίτευξη της απαιτούμενης κοινωνικής ευταξίας, έγινε αντιληπτή η ανάγκη για θεσμοθέτηση γραπτών νόμων. Κατά τον Αριστοτέλη, οι νόμοι θα πρέπει να επιδιώκουν την ικανοποίηση του κοινού συμφέροντος και ως εγκλήματα θα πρέπει να χαρακτηρίζονται οι πράξεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική ευταξία.
Η αριστοτελική προσέγγιση επηρέασε πολλούς ερευνητές ακόμα και εκατοντάδες χρόνια μετά, μεταξύ των οποίων τον Τσέζαρε Μπεκκαρία (Cesare Beccaria) και τον Τζέρεμυ Μπένθαμ (Jeremy Bentham) της κλασικής σχολής της εγκληματολογίας, αλλά και τον μεσαιωνικό φιλόσοφο και θεολόγο Θωμά Ακινάτη (Thomas Aquinas), ο οποίος συνδύασε τις αριστοτελικές θεωρίες περί ηθικής με τη Χριστιανική Θεολογία και δημιούργησε τη θεωρία του φυσικού δικαίου.
Η προσέγγιση του Αριστοτέλη εξακολουθεί να ασκεί επιρροή μέχρι και σήμερα. Γίνεται αντιληπτή μέσα από θεωρίες, ενώ σχετίζεται άμεσα με την επανορθωτική δικαιοσύνη.
Η διάκριση των εγκλημάτων και των εγκληματιών
Οι απόψεις του Αριστοτέλη σχετικά με την τριμερή διάκριση των εγκλημάτων μπορούν να εφαρμοστούν και για τη βία. Συγκεκριμένα, διακρίνει τη βία η οποία προκαλείται χωρίς να είναι ψυχολογικά αποδεκτή από τον δράστη σε δύο κατηγορίες: α) του ατυχήματος, όπου η βία δεν είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του δράστη ή είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του, αλλά δεν θα μπορούσε να την προβλέψει ή να την αποτρέψει ακόμα και εάν ήθελε. Δηλαδή ο δράστης δεν είχε πρόθεση να προκαλέσει βλάβη και ακόμα και με πλήρη λογική θα είχε βγει το ίδιο αποτέλεσμα. β) Του σφάλματος. Σε αυτή την κατηγορία ενώ η πράξη του δράστη είναι εκούσια, ο ίδιος δεν είχε σκοπό-πρόθεση για το αποτέλεσμα της πράξης. Η πράξη γίνεται με άγνοια κάποιων επιμέρους περιστάσεων. Όμως το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί και αποτραπεί.
Κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με την αριστοτέλεια προσέγγιση, γίνεται διάκριση μεταξύ αδικημάτων και κακουργημάτων, ως προς το αν η βίαιη πράξη είναι αντίθετη προς το δίκαιο αντικειμενικά και υποκειμενικά. Δηλαδή αν ο δράστης έχει γνώση τού τι πράττει και το επιθυμεί, αλλά δεν υπάρχει η πρόθεση, τότε η βία εντάσσεται στα αδικήματα, ενώ εάν ο δράστης έχει επίσης και την πρόθεση, εντάσσεται στα κακουργήματα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η διάκριση των εγκληματιών που κάνει ο Αριστοτέλης. Αναφέρεται στους από πάθος εγκληματίες, στους από συνήθεια, στους ψυχικά ασθενείς, στους υπότροπους, κλπ. Όλα τα παραπάνω είναι ΄τύποι εγκληματιών που μπορούν να διαπράξουν και βίαια εγκλήματα.
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι λογικά όντα που έχουν ελεύθερη βούληση, άρα είναι υπεύθυνα για τις πράξεις τους. Πίστευε ακόμη ότι η βία πηγάζει από τα πάθη και τις επιθυμίες και οφείλεται στη φιλοδοξία και πλεονεξία των ατόμων. Πίστευε στην πολυπαραγοντικότητα του εγκλήματος (βιολογικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικο-πολιτιστικοί παράγοντες) και στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Τέλος, απέδιδε τη βιαιοπραγία και στην οργή.
Βιβλιογραφία
Βίκυ Βλάχου, Η εξέλιξη των εγκληματολογικών θεωριών για τη βία και την επιθετικότητα, Αθήνα, Νομική βιβλιοθήκη, 2008, σελ. 9-11
Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου γεννήθηκε το 1801 στη Ζάκυνθο και θεωρείται μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς. Το γνωστότερο έργο της είναι η «Αυτοβιογραφία» της, καθώς από τα υπόλοιπα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα.
Η μόρφωση της Ελισάβετ
Η Ελισάβετ γεννήθηκε σε μία αριστοκρατικής καταγωγής οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν ο Φραγκίσκος Μουτζάν και η μητέρα της η Αγγελική Συγούρου. Η μητέρα και η γιαγιά της Ελισάβετ στήριξαν τη μόρφωσή της διδάσκοντας της γράμματα από μικρή ηλικία, ώσπου σταδιακά η ίδια η Ελισάβετ άρχισε να επιδιώκει τη γνώση και να αγαπά τη μόρφωση.
Από την άλλη μεριά, ο πατέρας της Ελισάβετ δεν θεωρούσε τη μόρφωση απαραίτητη για τις κόρες του, αν και ο ίδιος ξεκίνησε να διδάσκει την ιταλική γλώσσα στην Ελισάβετ όταν εκείνη ήταν 12 ετών, βάζοντας την το καλοκαίρι να μελετά από την ιταλική γραμματική. Η έλευση ενός νέου παιδιού στην οικογένεια σε συνδυασμό με τις απόψεις του πατέρα της, οδήγησε στο τέλος αυτών των μαθημάτων.
Προσωπογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν σε ηλικία 19 ετών, από τον Νικόλαο Καντούνη, 1820. Βυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου. (Public Domain)
Η Ελισάβετ όμως δεν τα παράτησε. Ξεκίνησε να μελετά μόνη της την ιταλική γλώσσα με το κίνητρο ότι έτσι θα μπορούσε να διαβάζει ιταλικά μυθιστορήματα. Μάλιστα έγινε τόσο καλή στη χρήση της γλώσσας, που έστειλε ένα καλογραμμένο γράμμα στον πατέρα της ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν στην Κέρκυρα για τις εργασίες σύνταξης του νέου Συντάγματος της Ιονίου Πολιτείας. Το γράμμα τον εντυπωσίασε τόσο, που επιστρέφοντας ως νέος έπαρχος της Ζακύνθου πίσω στη γενέτειρα και βλέποντας την πρόοδο της αυτοδίδακτης κόρης του συμφώνησε να στηρίξει την περαιτέρω μόρφωσή της.
Παρόλο που η Ελισάβετ είχε τρεις δασκάλους, τον Γεώργιο Τσουκαλά, τον Θεοδόσιο Δημάδη και τον Βασίλειο Ρομαντζά (όλοι κατώτεροι ορθόδοξοι κληρικοί), οι οποίοι αποτέλεσαν έμπνευση για εκείνη, ήταν η προσωπική μελέτη που τη βοήθησε να αποκτήσει γνώσεις της αρχαίας ελληνικής, της ιταλικής και της γαλλικής. Παράλληλα, άρχισε να γράφει ποιήματα, θεατρικά έργα στα ελληνικά και τα ιταλικά και να κάνει μεταφράσεις από την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Ο Δημάδης είχε αντικατασταθεί από τον Ρομαντζά, όταν για προσωπικούς λόγους εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο. Ο Ρομαντζάς παρέμεινε με την Ελισάβετ για επτά χρόνια, βοηθώντας τη να τελειοποιήσει τα ιταλικά, τα αρχαία ελληνικά και τα γαλλικά της.Το 1821, ο Δημάδης επέστρεψε στο νησί και σε επίσκεψή του στο σπίτι της οικογένειας Μουτζάν, ανακοίνωσε την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Η Ελισάβετ γράφει στο ημερολόγιο της την επιθυμία της να εμπλακεί στον αγώνα, και τον θυμό και τη θλίψη που ένιωσε συνειδητοποιώντας ότι ως γυναίκα δεν μπορούσε.
Γάμος και πρόωρος θάνατος
Η Ελισάβετ βρισκόταν πλέον σε ηλικία γάμου και γνώριζε ότι οι γονείς της δεν θα της επέτρεπαν να μείνει ανύπαντρη και να ασχοληθεί με τα γραπτά της. Παρόλα αυτά, πρότεινε να κλειστεί σε μοναστήρι ή να απομονωθεί σε μία κατοικία της οικογένειας στην ύπαιθρο. Οι γονείς της όμως αρνήθηκαν.
Βλέποντας το ενδεχόμενο να μείνει ανύπαντρη και δεδομένου ότι δεν της επιτρεπόταν να βγαίνει από το σπίτι των γονιών της, αποφάσισε να το σκάσει. Η προσπάθεια της όμως απέτυχε, αν και οι δικοί της αντιλήφθηκαν την απόπειρα, και έτσι αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω και να υποκύψει στην επιθυμία τους να παντρευτεί.
Καθώς η αναζήτηση γαμπρού για την Ελισάβετ στη Ζάκυνθο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, προτάθηκε από έναν θείο της να ταξιδέψουν στην Ιταλία, όπου η εύρεση συζύγου θα ήταν ευκολότερη. Όμως το ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αφού η υγεία του πατέρα της δεν το επέτρεψε.
Τελικά βρέθηκε γαμπρός από τη Ζάκυνθο και η Ελισάβετ παντρεύτηκε το καλοκαίρι του 1831, τον Νικόλαο Μαρτινέγκο, ο οποίος καθυστέρησε για 16 μήνες την επισημοποίηση της γαμήλιας συμφωνίας, με συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ύψος της προίκας.
Η Ελισάβετ πέθανε το 1832, δύο εβδομάδες μετά τη γέννηση του γιου της Ελισαβέτιου, λόγω επιπλοκών στον τοκετό.
Τα γραπτά μένουν
Η Ελισάβετ έγραψε πάνω από 15 θεατρικά έργα, στα ελληνικά και στα ιταλικά. Επίσης μετέφρασε αρχαία κείμενα και συνέθεσε ποιήματα. Η «Αυτοβιογραφία» της εκδόθηκε από τον γιο της το 1881, με κάποιες περικοπές, σε έναν τόμο μαζί με δικά του ποιήματα. Η αξία του έργου βρίσκεται κυρίως στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται. Από τα άλλα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα, μία κωμωδία με τίτλο «Φιλάργυρος», κάποια ιταλικά κείμενα, 20 επιστολές, ο πρόλογος μιας πραγματείας «Περί Οικονομίας», τα ποιήματα «Ωδή εις το πάθος του Ιησού Χριστού» και «Εις την Θεοτόκον» και αποσπάσματα μεταφράσεων από τον Προμηθέα Δεσμώτη, την Οδύσσεια και τις Ικέτιδες.
Μέσα από τα έργα της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, αντλούμε πληροφορίες για την εποχή, αλλά και την κοινωνία στην οποία έζησε. Ταυτόχρονα, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τα πράγματα από την οπτική μίας γυναίκας αριστοκρατικής καταγωγής, στη Ζάκυνθο του 19ου αιώνα.
Ο Λεόνς Πιερ Μανουβριέ (Léonce-Pierre Manouvrier) γεννήθηκε στην πόλη Γκερέ, στη Γαλλία, το 1850. Ο Μανουβριέ (και ο ίδιος ανθρωπολόγος και ανατόμος) υπήρξε μαθητής και βοηθός του αναγνωρισμένου ανθρωπολόγου Πωλ Μπροκά (Pierre Paul Broca) στο εργαστήριο Μπροκά (Broca laboratory).
Ο Μανουβριέ έμεινε γνωστός για την αντίθεση του στη θεωρία του Τσέζαρε Λομπρόζο (Cesare Lombroso) για τον εκ γενετής εγκληματία. Επίσης αναγνωρίστηκε για τη χρήση της επιστημονικής μεθόδου του και για τις πρωτοποριακές του ιδέες, οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τον κλάδο της εγκληματολογίας. Ανάμεσα σε αυτές ήταν η αμφισβήτηση της επικρατούσας άποψης ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες σε ευφυία από τους άνδρες, στηρίζοντας το σε ανθρωπολογικά στοιχεία. Ο Μανουβριέ αναγνωρίστηκε ως ο σπουδαιότερος Ευρωπαίος ανθρωπολόγος της εποχής του.
Οι αντιρρήσεις του Μανουβριέ για τη θεωρία του Λομπρόζο
Παρά το ότι η κριτική του στον Λομπρόζο ξεκινάει το 1886 με τη δημοσίευση μίας μελέτης με θέμα «τα κρανία των εγκληματιών», η συμβολή του Μανουβριέ αρχίζει να φαίνεται στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Εγκληματικής Ανθρωπολογίας στο Παρίσι, το 1889. Επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα εάν υπάρχουν ιδιόμορφα ή ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά στους εγκληματίες, θεωρία που ο Λομπρόζο στήριζε. Με άλλα λόγια, εάν υφίσταται εκ γενετής εγκληματίας ή όχι. Η απάντηση του Μανουβριέ ήταν ότι το έγκλημα συνιστά κοινωνιολογικό ζήτημα και όχι κάτι που σχετίζεται άμεσα με την φυσιολογία.
Σημαντική είναι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η οποία στηριζόταν στη διάκριση των εγκληματιών σε κατηγορίες με βάση τη φυσιολογία. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε κατέρριπταν θεωρίες όπως αυτή του Λομπρόζο και άλλων που υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να υπολείπεται ή να έχει κάτι παραπάνω (φυσικό ή νοητικό) ή ένα διαφορετικό από το σύνηθες μορφολογικό χαρακτηριστικό για να εγκληματήσει.
Τα συμπεράσματα του ήταν τα εξής: το έγκλημα δεν συνδέεται απαραίτητα με ψυχολογικές διαστροφές ή ελαττώματα· ένας υγιής (κανονικός) άνθρωπος δεν στερείται ελαττωμάτων· το ελάττωμα δεν συνιστά ανωμαλία μόνο εάν υπάρχει σε έναν εγκληματία· το ότι ένα ελάττωμα εντοπίζεται σε έναν εγκληματία δεν σημαίνει ότι συνιστά και ανωμαλία· τέλος, δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην ανατομία που να εντοπίζονται αποκλειστικά στους εγκληματίες ή σε μία συγκεκριμένη κατηγορία τους.
Το σημαντικότερο ίσως κείμενο που έγραψε ο Μανουβριέ είναι το Υπόμνημα του 1892. Σε αυτό κατέρριπτε την πεποίθηση ότι η ανατομία και η φυσιολογία κατείχαν κυρίαρχο ρόλο στο έγκλημα, προβάλλοντας το ότι συγχέονταν τρία επίπεδα. Το επίπεδο της εγκληματικότητας που τιμωρείται, της εντιμότητας (που παραπέμπει σε ζητήματα ηθικής τάξεως) και το επίπεδο των ανθρωπολογικών χαρακτήρων (φυσιολογία, ανατομία).
Για να αποδείξει τη θεωρία του εξέτασε τη σύνδεση μεταξύ τους στον καταδικασμένο εγκληματία (την ανηθικότητα του και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του) και έπειτα έκανε το ίδιο με τον μη καταδικασμένο.
Θεωρώντας ότι για να προσεγγιστεί το έγκλημα πρέπει πρώτα να οριστεί εννοιολογικά, και υποστηρίζοντας ότι το έγκλημα συνιστά κοινωνιολογικό ζήτημα, διατύπωσε ότι η εγκληματικότητα είναι αποτέλεσμα κοινωνικής κατασκευής, της εγκληματοποίησης και των προϋποθέσεων ενεργοποίησης του νόμου. Επεσήμανε ότι ο ποινικός νόμος έχει κοινωνική και νομική αφετηρία και οι συμπεριφορές διακρίνονται σε κοινωνικές κατηγορίες.
Άρα, σύμφωνα με τον Μανουβριέ, εάν κάποιος επιχειρήσει μία ανατομική ανάλυση του εγκλήματος, θα πρέπει πρώτα να έχει αποδείξει τη σχέση ανάμεσα στα τρία επίπεδα. Εφόσον δεν μπορεί να το πράξει, η ανατομική προσέγγιση απορρίπτεται.
Ο Μανουβριέ, συμπληρωματικά με το Υπόμνημα του, έθεσε πλήθος άλλων επιστημονικών ζητημάτων, όπως την επιλογή των δειγμάτων του πληθυσμού, τη θεατότητα του σκοτεινού αριθμού της εγκληματικότητας (το μέρος της εγκληματικότητας που δεν φαίνεται), τη σχέση μεταξύ δικαίου και ηθικής, τις προϋποθέσεις για το πέρασμα στην εγκληματική πράξη και τον ρόλο της κοινωνικής αντίδρασης.
Ο Μανουβριέ επεσήμανε τα λάθη του Λομπρόζο σε επίπεδο παρατήρησης και ερμηνείας και τα συνέδεσε με την έλλειψη γνώσεων ανθρωπολογίας.
Αντιπροσωπευτικότητα δείγματος
Προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει όσο πιο πιστά γινόταν το ισχύον επιστημονικό παράδειγμα, αυτό της παρατήρησης και του πειράματος, ο Μανουβριέ επιχείρησε μία σύγκριση πληθυσμιακών ομάδων ανάμεσα στην ομάδα εγκληματιών (πειραματική ομάδα) και στην ομάδα των μη εγκληματιών (ομάδα ελέγχου).
Τη σύγκριση αυτή τη θεωρούσε από την αρχή αδύνατη και δοκιμάζοντάς την αναφέρει ορισμένα προβλήματα που προέκυψαν. Η έρευνα έδειξε να εμφανίζει σημάδια αναξιοπιστίας, αναδεικνύοντας το ζήτημα της αντιπροσωπευτικότητας του πληθυσμού και της θεατότητας της εγκληματικότητας. Επ’ αυτού, ο Μανουβριέ τόνισε ότι είναι δυνατόν, στο δείγμα των μη εγκληματιών, να υπάρχουν εγκληματίες οι οποίοι απλώς δεν έχουν αναδειχθεί, πράγμα το οποίο συνέδεσε με τη θεατότητα της εγκληματικότητας.
Οι τέσσερις προϋποθέσεις του περάσματος στην πράξη και η κοινωνική αντίδραση
Ο Μανουβριέ διέκρινε τέσσερις προϋποθέσεις που θα πρέπει κάποιος να ξεπεράσει προκειμένου να προβεί σε μία εγκληματική ενέργεια. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι: η ηθική (το συναίσθημα ηθικής που διαθέτει), η ποινική (τον φόβο για την τιμωρία της πράξης του), η υλική (οι πρακτικές δυσκολίες που προκύπτουν κατά τη τέλεση του εγκλήματος) και η συγκινησιακή (τα αρνητικά συναισθήματα του παθόντος).
Τέλος, τον προβλημάτισε κυρίως η επίσημη κοινωνική αντίδραση, καθώς παρατήρησε ότι κάποιες συμπεριφορές που βλάπτουν την κοινωνία δεν απασχολούν τον ποινικό νόμο.
Ο Μανουβριέ προσέφερε πολλά στον κλάδο της εγκληματολογίας μέσα από τις έρευνές του και έθεσε τις βάσεις για την Εγκληματολογία του περάσματος στην πράξη. Στις τέσσερις προϋποθέσεις του περάσματος στην πράξη που ανέδειξε ο Μανουβριιέ στηρίχτηκαν άλλοι σπουδαίοι ερευνητές όπως ο Ζαν Πινατέλ (Jean Pinatel), ο Γκιγιόμ ντε Γκρεφ (Guillaume De Greef), και ο Τζορτζ Χέρμπερτ Μηντ (George Herbert Mead).
Βιβλιογραφία
Βίκυ Βλάχου, Ιστορική επισκόπηση των εγκληματολογικών θεωριών κατά τον 19ο αιώνα, Η γένεση της Εγκληματολογίας, Αθήνα, Νομική βιβλιοθήκη 2017, σελ. 199-201
Ηλεκτρονικές πηγές
George Grant MacCurdy, Léonce-Pierre Manouvrier, πηγή: Science, New Series, Vol. 65, No. 1678 (Feb. 25, 1927), pp. 199-200, εκδόθηκε από: American Association for the Advancement of Science στο JSTOR (pdf)
Το 25ο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας (European Society of Criminology – ESC) πραγματοποιήθηκε φέτος στην Αθήνα, από τις 3 έως 6 Σεπτεμβρίου, με τίτλο «Logos of Crime and Punishment», εμπνευσμένο από την κλασική ελληνική σκέψη, όπως αναφέρεται και στην αρχική ιστοσελίδα του Eurocrim 2025.
Η λέξη «logos» (λόγος) αναφέρεται σε μια παγκόσμια – θεϊκή – λογική που περιέχεται στη φύση, αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνει όλες τις αντιθέσεις και τις ατέλειες του κόσμου και της ανθρωπότητας, και έχει χρησιμοποιηθεί ως αρχή για τον ανθρώπινο νόμο και την ηθική. Η λέξη «λόγος» σημαίνει «αυτό που λέγεται», αλλά μπορεί επίσης να σημαίνει λογική, αρχή, κριτήριο, σκέψη, ομιλία ή λογική με την έννοια της διανόησης.
Ο λόγος του εγκλήματος σχετίζεται με την έρευνα γύρω από την αιτία και τους σκοπούς του εγκλήματος και συνδέεται στενά με τον λόγο της ποινής.
Η ευρύτητα του θέματος του συνεδρίου έδωσε σε πολλούς εγκληματολόγους, ιστορικούς, φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, νομικούς και ψυχολόγους, μία ευκαιρία για συζήτηση και παρουσίαση του έργου τους. Η κα Έφη Λαμπροπούλου*, τοπική (εθνική) οργανώτρια του 25ου Συνεδρίου Εγκληματολογίας, μοιράζεται τις απόψεις της για τις σύγχρονες προκλήσεις και προοπτικές του κλάδου σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Epoch Times.
Τι θεωρείτε ότι ξεχώρισε περισσότερο στο 25ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας σε σχέση με προηγούμενα συνέδρια;
Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον σας και να σημειώσω πριν απαντήσω στην ερώτησή σας ότι η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Εγκληματολογίας είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία εγκληματολογίας στον κόσμο μετά την Αμερικανική, με την οποία είναι αδελφές οργανώσεις.
Απαντώντας τώρα στην ερώτησή σας, θεωρώ ότι ξεχώρισαν τα δύο Στρογγυλά Τραπέζια, τόσο ως οργάνωση της συζήτησης όσο και ως θεματικές. Ήταν πρώτη φορά που στη θέση των παραδοσιακών Plenary που πραγματοποιούνταν στα συνέδρια της ESC μπήκαν στρογγυλά τραπέζια και διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ομιλητών και με το κοινό. Επίσης, τα θέματα συζήτησης των στρογγυλών τραπεζιών δεν είχαν θιγεί ποτέ μέχρι τώρα. Και για τα δύο είμαι ευτυχής επειδή τα εισηγήθηκα στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της Εταιρείας, έγιναν δεκτά και πήγαν πολύ καλά.
Η πρώτη θεματική αφορούσε το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων και η δεύτερη τον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης στην ποινική δικαιοσύνη. Φιλοξενήθηκαν τέσσερις -δύο και δύο αντιστοίχως- εξαιρετικοί επιστήμονες στον τομέα τους.
Για το πρώτο θέμα συζήτησε ο καθηγητής Marc Balcells Magrans από το Universitat Oberta de Catalunya (Βαρκελώνη/Ισπανία), ειδικευμένος στα εγκλήματα κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς, με τον Δρα Χρήστο Τσιρογιάννη, αρχαιολόγο και ερευνητή παράνομων αρχαιοτήτων και διεθνών αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων και εμπειρογνώμονα στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Γραφείο Πολιτισμού (Βέρνη/Ελβετία). Το συγκεκριμένο θέμα είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, δεδομένου ότι αποτελεί μία από τις βασικές χώρες προέλευσης κλεμμένων αρχαιοτήτων.
Στο δεύτερο τραπέζι συζήτησαν η Emmanuelle Legrand, εισαγγελέας και δικαστής, πρώην διευθύντρια έργου τεχνητής νοημοσύνης για το υπουργείο Οικονομίας, Οικονομικών, Βιομηχανικής και Ψηφιακής Κυριαρχίας της Γαλλίας, με τον καθηγητή στη Νομική Σχολή Georgetown Marc Rotenberg, Διευθυντή και Ιδρυτή του Κέντρου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Πολιτικής, (Ουάσιγκτον/ΗΠΑ). Συνδυάσαμε, όπως βλέπετε, ακαδημαϊκούς και ανθρώπους της πράξης και το αποτέλεσμα ήταν πολύ ενδιαφέρον.
Παράλληλα, οι συντονιστές της συζήτησης, η Δρ Κατερίνα Παπαδοπούλου και ο Δρ Μάνος Μπίλλης είχαν καλή γνώση του αντικειμένου της συζήτησης που διηύθυναν και αποδείχθηκαν ιδανική επιλογή.
Ξεχώρισε ακόμη η μεγάλη συμμετοχή συναδέλφων με τη στενή και την ευρύτερη έννοια, δηλαδή όχι μόνο εγκληματολόγων, καθώς και η μεγάλη συμμετοχή στο στρογγυλό τραπέζι της τελευταίας ημέρας του συνεδρίου.
Στο βήμα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας Μισέλ Τζέιν Μπέρμαν (Michele Jane Burman). 25ο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας, Αθήνα, 3-6 Σεπτεμβρίου 2025. (Φωτογράφος: Νίκος Ρούσσος/Eurocrim 2025)
Ποιος ήταν ο ρόλος σας στην οργάνωση του συνεδρίου; Ποιες οι απαιτήσεις ενός συνεδρίου;
Ήμουν τοπική (εθνική) οργανώτρια του 25ου συνεδρίου που έγινε στην Αθήνα και πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και επικεφαλής της οργανωτικής επιτροπής. Υπέβαλα την πρόταση διεξαγωγής του συνεδρίου με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές (θέμα του συνεδρίου, η εγκληματολογία στην Ελλάδα, οργανωτική επιτροπή, γιατί η Αθήνα, προτεινόμενος χώρος διεξαγωγής του συνεδρίου, οικονομικές πληροφορίες, άφιξη στην Αθήνα – προσβασιμότητα, μετακινήσεις – τοπικές συγκοινωνίες, διαμονή στην Αθήνα – καταλύματα, κ.ά.) στο Εκτελεστικό Γραφείο της ESC, αξιολογήθηκε η πρόταση, εγκρίθηκε, και μέσω εμού ανατέθηκε η συνδιοργάνωση στο Πάντειο. Διοργανωτής του συνεδρίου είναι (πάντοτε) η ESC και συνδιοργανωτής είναι συνήθως ένα Πανεπιστήμιο της χώρας στην οποία θα πραγματοποιηθεί το συνέδριο – εν προκειμένω το Πάντειο, το οποίο συμφώνησε σ’ αυτό.
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος (American College Greece) στην Αγία Παρασκευή, διότι το Πάντειο είναι μικρό πανεπιστήμιο και δεν έχει τόσες αίθουσες και την υποδομή για να υποδεχτεί έναν τόσο μεγάλο αριθμό συνέδρων. Σε δυόμιση ημέρες πραγματοποιήθηκαν 490 συνεδρίες, με 40 αίθουσες να λειτουργούν ταυτόχρονα από τις 8:00 π.μ. έως τις 19:30. Η διεξαγωγή του συνεδρίου σε ξενοδοχείο, όπως συνηθίζει η Αμερικανική Εταιρεία Εγκληματολογίας, κόστιζε πολύ και η ESC αποφεύγει να χρησιμοποιεί τέτοιους χώρους, προτιμά εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις.
Ένα συνέδριο έχει απίστευτες απαιτήσεις, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκειά του, επιστημονικές και πρακτικές, τις οποίες δεν μπορεί να φανταστεί κάποιος, όσο καλά κι αν είναι προετοιμασμένος και διαβασμένος. Εγώ είχα την υποστήριξη ενός πολύ καλού γραφείου διοργάνωσης συνεδρίων και τριών ατόμων από την ESC, που ασχολούνταν με τις εγγραφές και τον έλεγχο των περιλήψεων/παρουσιάσεων.
Ξεκινάμε από την εύρεση θεματικών (που δεν έχουν θιγεί στο παρελθόν) για τις κεντρικές ομιλίες, όπως και των επιστημόνων (που δεν έχουν μιλήσει στο παρελθόν) που θα προσκληθούν να συμμετάσχουν ως κεντρικοί ομιλητές, εάν μπορούν, εάν θέλουν, κλπ. Στο δεύτερο στρογγυλό τραπέζι χρειάστηκε να αντικαταστήσουμε τρεις φορές την ομιλήτρια, διότι προέκυπταν έκτακτα ζητήματα.
Συνεχίζουμε με τη δημιουργία του λογότυπου, του ιστότοπου της εκδήλωσης και όλων των στοιχείων οπτικής ταυτότητας του συνεδρίου – φωτογραφίες, τίτλοι ομιλητών, ομογενοποίηση των συνεδριών κλπ – φθάνοντας μέχρι την επιλογή εστιατορίου για το αποχαιρετιστήριο δείπνο, την τοποθέτηση των σημαιών με τα κοντάρια τους εντός του χώρου του συνεδρίου και την εύρεση κατάλληλων βάσεων, την ετοιμασία και τον έλεγχο των πιστοποιητικών συμμετοχής των συνέδρων, τη διάθεση καφέ και νερού στους χώρους του συνεδρίου, την ικανοποιητική σήμανση, την εκπαίδευση των φοιτητών-εθελοντών, την ασφάλεια διεξαγωγής του συνεδρίου και των συνέδρων, τη μέριμνα ύπαρξης ασθενοφόρου, νοσηλευτή/τριας για την περίπτωση ατυχήματος και άλλα πολλά.
Κυρίως, όμως, χρειάζεται υπομονή και επιμονή, ιδίως όταν οι συνεργάτες δεν συγχρονίζονται και δεν ανταποκρίνονται.
Η Έφη Λαμπροπούλου (α) κρατά το πανώ της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας, κατά την τελετή λήξης του 25ου συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας. Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 2025. (Φωτογράφος: Νίκος Ρούσσος/Eurocrim 2025)
Πώς αξιολογείτε τη συμμετοχή και το ενδιαφέρον του κοινού φέτος;
Η συμμετοχή ήταν μεγάλη, η δεύτερη μεγαλύτερη στην ιστορία της ESC, με 2.200-2.300 άτομα, και θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη εάν δεν προέκυπταν ορισμένα προβλήματα με μια ομάδα συνέδρων. Επιπλέον, νέοι Έλληνες επιστήμονες, φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες είχαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα να συμμετάσχουν και να παρακολουθήσουν ένα τόσο μεγάλο και πλούσιο σε θεματικές συνέδριο εγκληματολογίας, γιατί μην ξεχνάμε τα συνέδρια είναι κυρίως για τους νέους επιστήμονες.
Τα σχόλια ήταν πολύ θετικά τόσο από συναδέλφους και γνωστούς όσο και από τα μηνύματα που έλαβα από το εξωτερικό και όσα μου μεταφέρθηκαν μέσω τρίτων.
Παραδοσιακοί ελληνικοί χοροί, στην τελετή έναρξης του 25ου συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας. Αθήνα, 3 Σεπτεμβρίου 2025. (Φωτογράφος: Νίκος Ρούσσος/Eurocrim 2025)
Πόσο σημαντική ήταν η συμβολή φοιτητών-εθελοντών στη διεξαγωγή του;
Οι φοιτητές-εθελοντές αποτέλεσαν βασικό στήριγμα για την επιτυχία του συνεδρίου. Ήταν η ψυχή και η δροσιά του συνεδρίου, το πρόσωπο της χώρας και η αποτύπωση της προετοιμασίας που είχαμε κάνει. Οι φοιτητές-εθελοντές υποστήριξαν την οργάνωση και τη ροή του προγράμματος, διευκόλυναν τους ομιλητές και τους συμμετέχοντες, υποστήριξαν τεχνικά και γραμματειακά το συνέδριο, ενίσχυσαν το θετικό κλίμα και την ομαλή διεξαγωγή του συνεδρίου.
Οι φοιτητές-εθελοντές μάς τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και την αυταπάρνηση με την οποία εργάστηκαν, διότι οι ώρες που έπρεπε να είναι στον χώρο του συνεδρίου ήταν πολλές.
Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για τα θέματα «‘The logos of reducing reoffending’: A roundtable organised by the Ιnternational Penal and Penitentiary Foundation (IPPF)» και «Criminology in Greece: A Discipline taught more than practiced» που αναπτύξατε συμμετέχοντας ως ομιλήτρια;
To πρώτο θέμα αφορούσε τη μείωση της υποτροπής και συγκεκριμένα, την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες όταν αναζητούν τρόπους για τη μείωση των ποσοστών υποτροπής μεταξύ των καταδικασθέντων για ποινικά αδικήματα. Παρουσιάστηκαν αποτελέσματα ερευνών, τα οποία είχαν συζητηθεί μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2025 σε τρία διαδικτυακά σεμινάρια της Διεθνούς Ένωσης Ποινικού Δικαίου και Έκτισης των Ποινών (IPPF). Και οι τρεις ομιλητές ήμαστε μέλη της IPPF.
Το δεύτερο θέμα, που αποτέλεσε και την κεντρική ομιλία μου στο συνέδριο, αφορούσε την εξέλιξη της εγκληματολογίας στην Ελλάδα και τη σημερινή της κατάσταση. Ειδικότερα, αφορούσε τη διδασκαλία, την εμπειρική έρευνα και το επίπεδο ερευνών, τις ενδο- και δι-επιστημονικές ανταλλαγές, τις επαγγελματικές προκλήσεις και τα ανοικτά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η εγκληματολογία και οι εγκληματολόγοι στην Ελλάδα. Επίκεντρο ήταν η δυσανάλογη ανάπτυξη της διδασκαλίας της εγκληματολογίας στην Ελλάδα σε σχέση με την εμπειρική έρευνα και το χαμηλό ενδιαφέρον των εγκληματολόγων να ασκήσουν πρακτικό επάγγελμα.
Η κα Έφη Λαμπροπούλου στο βήμα του ομιλητή, στο 25ο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας. Αθήνα, 3-6 Σεπτεμβρίου 2025. (Φωτογράφος: Νίκος Ρούσσος/Eurocrim 2025)
Ποια είναι τα πιο επίκαιρα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την εγκληματολογία στην Ελλάδα και διεθνώς, κατά την άποψή σας;
Στην Ελλάδα, η εγκληματολογία, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει κάποιο σαφές στίγμα για το ποια αντικείμενα την απασχολούν, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια συζήτηση και συγκεκριμένη προτεραιότητα έρευνας. Φαίνεται να υπάρχει μια κινητικότητα στο θέμα του κρατικού-εταιρικού εγκλήματος και της νεανικής παραβατικότητας.
Διεθνώς, την εγκληματολογία απασχολεί ο ρόλος της τεχνητής νοημοσύνης στην ποινική δικαιοσύνη, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην τέλεση εγκλημάτων και το κυβερνο-έγκλημα με όποια μορφή μπορεί να πάρει, από την πορνογραφία μέχρι την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, φαρμάκων, ανθρώπινων οργάνων, έργων τέχνης, κλπ στο σκοτεινό διαδίκτυο.
Ποια θεωρηθείτε πως είναι η σημασία συνεδρίων σαν και αυτό πάνω στον τομέα της εγκληματολογίας;
Τα επιστημονικά συνέδρια είναι σημαντικά γιατί επιτρέπουν τη διάχυση γνώσης, την ανταλλαγή ιδεών, την κριτική και ανατροφοδότηση, τη δικτύωση μεταξύ ερευνητών και τη διαμόρφωση νέων συνεργασιών και τάσεων στην επιστήμη. Τα συνέδρια είναι αφορμή για εντατικοποίηση της επιστημονικής παραγωγής, ώστε να παρουσιαστεί η εργασία στο συνέδριο, άρα συμβάλλουν στην παραγωγή έργου και στην έκθεση του έργου σε κριτική. Από την άλλη πλευρά, τα συνέδρια χρησιμεύουν στην καλλιέργεια δημοσίων σχέσεων και γνωριμιών, κατά τη γνώμη μου όμως οι δημόσιες σχέσεις έχουν μικρότερη σημασία απ’ ό,τι πολλοί θεωρούν.
Υπάρχει κάτι άλλο σχετικά με το συνέδριο που θα θέλατε να αναφερθεί στο άρθρο;
Ναι, θα ήθελα να αναφέρω την άψογη συνεργασία που είχαμε με το Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, καθώς και τη συνεχή και αμέριστη υποστήριξη των στελεχών του, ενώ οι εγκαταστάσεις του Κολλεγίου αποτέλεσαν έναν ιδιαίτερα φιλόξενο χώρο, ήταν πραγματική όαση για τους συνέδρους.
Επίσης, πρέπει να αναφέρω τη βοήθεια και συνδρομή της εταιρείας οργάνωσης συνεδρίων ERASMUS, της οποίας το προσωπικό και η διευθύντριά του προσέφεραν άμεσα τις υπηρεσίες τους σε μικρά και σε μεγάλα ζητήματα ή ανάγκες που προέκυπταν, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Χωρίς την υποστήριξη του Κολλεγίου και της ΕRASMUS δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το συνέδριο.
* * * * *
* Η κα Λαμπροπούλου σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έπειτα συνέχισε τις σπουδές της στη Γερμανία, όπου έκανε μεταπτυχιακό στην κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld και διδακτορικό στην εγκληματολογία στο πανεπιστήμιο του Freiburg i.Br. Επίσης στην ίδια πόλη, από το 1983 μέχρι το 1987 υπήρξε επιστημονική συνεργάτις της ερευνητικής ομάδας εγκληματολογίας του Ινστιτούτου Max Planck για αλλοδαπό και διεθνές ποινικό δίκαιο.
Ασχολήθηκε με διάφορα θέματα, όπως με την αντεγκληματική και σωφρονιστική πολιτική, με την Κοινωνιολογία των οργανώσεων, με ιδρυματικές/εγκληματικές υποκουλτούρες, καθώς επίσης και με θέματα κοινωνιολογίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με την προβολή της βίας και της εγκληματικότητας.
Η κα Λαμπροπούλου εξακολουθεί να συνεισφέρει και να στηρίζει το πεδίο της εγκληματολογίας, όχι μόνο μέσω του ρόλου της ως καθηγήτρια, αλλά και μέσα από την συμμετοχή της ως μέλος επιστημονικών εταιρειών (ευρωπαϊκών, διεθνών και ελληνικών), ως μέλος σε ευρωπαϊκές και διεθνείς συνεργασίες και έρευνες και ως μέλος νομοπαρασκευαστικών και άλλων επιτροπών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, της Προστασίας του Πολίτη και της Παιδείας.
Επίσης, μέσα από τη συμμετοχή της σε πολλά συνέδρια και τη δημοσίευση βιβλίων και άρθρων, ως Reviewer σε ξενόγλωσσα επιστημονικά περιοδικά και εκδοτικούς οίκους και ως μέλος επιστημονικών ή συντακτικών επιτροπών σε ελληνικά περιοδικά.
Η Τελέσιλλα γεννήθηκε στο Άργος περίπου το 520-515 π.Χ., και ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας. Υπήρξε σπουδαία λυρική ποιήτρια και ηρωίδα. Οι αρχαίοι ιστορικοί Παυσανίας, Πλούταρχος, Πολύαινος, Απολλόδωρος, Αθήναιος και Λουκιανός γράφουν με θαυμασμό για το θάρρος της απέναντι στον Σπαρτιάτη Κλεομένη και τον στρατό του. Παράλληλα, άξιο απορίας για τους σύγχρονους μελετητές είναι ότι αυτοί που υπήρξαν πιο κοντά στη χρονική περίοδο των γεγονότων, όπως ο Ηρόδοτος και ο Αριστοτέλης, δεν την αναφέρουν στα γραπτά τους.
Ο χρησμός: «Ποίηση και Μούσες»
Η Τελέσιλλα χαρακτηριζόταν ως λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ιστορικούς που αναφέραμε παραπάνω, ασχολήθηκε με την ποίηση μετά από υπόδειξη του Μαντείου των Δελφών, όταν πήγε να τους συμβουλευτεί για την υγεία της. Σύμφωνα με το μαντείο, για να βελτιώσει την υγεία της θα έπρεπε να υπηρετήσει τις Μούσες. Συγκεκριμένα, σε αρχαίο κείμενο αναφέρεται «Μούσας θεραπεύειν».
Έτσι, η Τελέσιλλα αφοσιώθηκε στη λυρική ποίηση, με τα έργα της να είναι κυρίως θρησκευτικά και πατριωτικά. Πολλά από αυτά ήταν γραμμένα για χορούς νεαρών παρθένων και ήταν γνωστά ως «άσματα», ένα είδος ιδιαίτερα γνωστό και αγαπητό στην αρχαία εποχή. Η λυρική ποίηση κατάφερε να αναδείξει την πνευματική προσωπικότητα της Τελέσιλλας και να δώσει νόημα στη ζωή της. Τα ποιήματα της ήταν γραμμένα στην ιωνική διάλεκτο και ονομάζονταν «μελικά»· αυτό σήμαινε πως ήταν με τέτοιο τρόπο τονισμένα που μπορούσαν να μελοποιηθούν. Ακόμη, η Τελέσιλλα δημιούργησε το δικό της μέτρο, το οποίο αρχικά ονομαζόταν «γλυκόνειο ακέφαλο», αλλά αργότερα πήρε το όνομα της και λεγόταν «τελεσίλλειο». Κύριο γνώρισμα του ήταν ότι παρουσίαζε μία εναλλαγή μακρών και βραχέων συλλαβών.
Δυστυχώς, σήμερα σώζονται μόνο αποσπάσματα από το έργο της, με ορισμένα από αυτά να βρίσκονται στο «Ανθολόγιο» του Στοβαίου, καθώς και ένα ολοκληρωμένο ποίημα 28 στροφών χαραγμένο σε λίθο από κάποιον μεταγενέστερο της.
Το ποίημα βρέθηκε στην Επίδαυρο στον ναό του Ασκληπιού και αναφέρεται στην μητέρα των θεών, Ρέα, και στη διαμάχη της με τον Δία σχετικά με το μοίρασμα του σύμπαντος. Η Τελέσιλλα αποτελεί την μόνη πηγή που αναφέρεται σε αυτή την σύγκρουση μεταξύ των δύο θεών.
Η Τελέσιλλα χαρακτηρίστηκε ως μία από τις σπουδαιότερες ποιήτριες της εποχής της και της δόθηκε το επίθετο «αγακλή» το οποίο είχε τη σημασία της περίφημης, ξακουστής και δοξασμένης. Μάλιστα ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς τη θεωρούσε ως μια από τις εννέα σπουδαίες ποιήτριες της αρχαιότητας.
Η Τελέσιλλα ήταν παντρεμένη με κάποιον Ευξενίδα, ο οποίος της ανήγειρε μνημείο μετά τον θάνατό της, για να την τιμήσει, με το επίγραμμα:
Μνημείο, γλυκιά Τελέσιλλα, έστησε εδώ
ο Ευξενίδας για τη γυναίκα που παντρεύτηκε,
γιατί πάντα ήταν γεμάτη πίστη, εύνοια, αρετή
και αγάπη. Ας μένει και για τους μεταγενέστερους
η φήμη σου αξέχαστη για πάντα.
Τελέσιλλα, η ηρωίδα του Άργους
Παρά τη χαρακτηριζόμενη ως φιλάσθενη φύση της, όταν οι συνθήκες την ανάγκασαν η Τελέσιλλα στάθηκε στο ύψος της και ενέπνευσε και άλλους να κάνουν το ίδιο. Όταν, μετά το τέλος του Β΄ Μεσσηνιακού Πολέμου, η Σπάρτη θέλησε να αποκτήσει την κυριαρχία ολόκληρης της Πελοποννήσου, εμπόδιο στα σχέδια της στάθηκε η πόλη του Άργους.
Με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη Κλεομένη και τη χρήση δόλου και εμπρησμού, ο στρατός των Αργείων έχασε τη μάχη στο ιερό άλσος της Σηπείας, που βρίσκεται μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας, μετρώντας 8.000 στρατιώτες νεκρούς. Έτσι, το Άργος έμεινε ανυπεράσπιστο.
Μη θέλοντας να παραδώσει την πατρίδα της, η Τελέσιλλα όπλισε τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, με ό,τι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο και οργάνωσε την άμυνα της πόλης.
Ο Κλεομένης δεν έδωσε ποτέ τη μάχη. Σύμφωνα με τους ιστορικούς είναι πολύ πιθανό να θεώρησε ταπεινωτικό να στείλει τους άνδρες του να πολεμήσουν τις γυναίκες, ενώ μία ακόμα άποψη που συζητάται είναι ότι εάν έχανε θα ντροπιαζόταν πολύ περισσότερο. Τέλος, άλλη μία ερμηνεία των ιστορικών είναι ότι δεν ήταν ανάγκη να επιτεθεί στο Άργος, εφόσον ήδη είχε δείξει την δύναμη του σκοτώνοντας τους άνδρες του.
Όποιος και αν ήταν ο λόγος, η στάση της Τελέσιλλας θεωρήθηκε, τόσο από τους συγχρόνους της όσο και από τους μετέπειτα ιστορικούς που γράφουν με θαυμασμό για εκείνη, ως ηρωική.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος έζησε περίπου το 625-546 π.Χ. Θεωρείται ένας από τους αρχαιότερους φιλοσόφους του δυτικού κόσμου και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Παρόλο που πολλοί θεωρούν ότι προερχόταν από την Μίλητο, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο είχε φοινικική καταγωγή.
Όπως και πολλοί άλλοι φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου, δεν άφησε πίσω κανένα γραπτό του, υπάρχουν ωστόσο υποψίες ότι κρατούσε προσωπικές σημειώσεις, οι οποίες με το πέρασμα των αιώνων χάθηκαν.
Στον Θαλή αποδίδονται αρκετές μαθηματικές θεωρίες, καθώς επίσης και πρώιμες εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων. Τα κείμενα που έχουμε για τον Θαλή έχουν γραφτεί χρόνια μετά τον θάνατο του, με αποτέλεσμα αρκετά βασικά στοιχεία να αμφισβητούνται.
Το βασικότερο που γνωρίζουμε για εκείνον είναι ότι υπήρξε φυσικός φιλόσοφος, με τις θεωρίες του να χαρακτηρίζονται ως υλιστικές (με τη σημερινή σημασία), καθώς θεωρείται ο πρώτος που προσπάθησε να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα διαχωρίζοντας τα από τα υπερφυσικά που συνυπήρχαν έως τότε στη μυθική παράδοση. Εντούτοις, οι απόψεις του για τη ζωή γενικότερα αντικρούουν την πεποίθηση ότι ήταν υλιστής, αφήνοντας αμφιβολίες ως προς αυτό το σημείο.
Η θεωρία του Θαλή
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Θαλής θεωρούσε ότι υπάρχει μία μόνο πηγή ζωής, η οποία περιβάλλει τα πάντα. Στην αναζήτηση του βρήκε αυτή την πηγή στο νερό. Οι εντυπωσιακές ιδιότητες του νερού, όπως το ότι μετατρέπεται σε ατμό ή σε πάγο, σε συνδυασμό με το ότι το νερό κατέχει επίσης σημαντική θέση στην μυθολογία, τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο φυσικός κόσμος προκύπτει εξελικτικά από μία αρχέγονη κατάσταση κατά την οποία υπήρχε μόνο νερό. Επίσης πίστευε ότι η γη επιπλέει πάνω σε νερό, όπως ένα κομμάτι ξύλο επιπλέει σε μία λίμνη.
Για το κατά πόσο ο Θαλής ήταν αποδεκτός από τους σύγχρονους του οι πηγές διαφωνούν.
Ο Θαλής πραγματοποίησε επιστημονικά ταξίδια στην Αίγυπτο και ίσως και σε άλλες χώρες της Εγγύς Ανατολής, όπου και μελέτησε αστρονομία, μαθηματικά, γεωγραφία και μηχανικά προβλήματα.
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Θαλής χώρισε το έτος σε εποχές και ότι το διαίρεσε σε 365 ημέρες, κάτι που είναι πολύ πιθανό να ισχύει δεδομένου ότι του αποδίδεται ο υπολογισμός των ισημεριών. Επίσης, θεωρείται ότι υπολόγισε την τροχιά και τη διάμετρο του ήλιου και της σελήνης και ότι προέβλεψε την έκλειψη του ηλίου στις 22 Μαΐου του 585 π.Χ, η οποία διέκοψε τη μάχη μεταξύ Μήδων (υπό τον Κυαξάρη) και Λυδών (υπό τον Αλυάττη). Ακόμη, ότι μελέτησε τους ετήσιους ανέμους στην Αίγυπτο και την επίδραση τους στις πλημμύρες του Νείλου, τη σύσταση των άστρων (από γη και πυρακτωμένα) και του ήλιου (από γη), την κίνηση των άστρων, τις φάσεις της σελήνης, τα αίτια των σεισμών (τα οποία συνέδεσε με το ότι η γη επιπλέει στη θάλασσα) και τους κεραυνούς. Μέτρησε το ύψος των πυραμίδων της Αιγύπτου. Υποστήριξε ότι τα ουράνια σώματα έχουν σύσταση όμοια με της γης και ανακάλυψε τη Μικρή Άρκτο. Πολλά ακόμα του αποδίδονται, ενώ παράλληλα υπάρχουν θεωρίες και επιτεύγματα για τα οποία αμφισβητείται εάν οφείλονται σε αυτόν, όπως γεωμετρικές θεωρίες που αργότερα αποκαλύφθηκε πως ανήκαν στον Πυθαγόρα, η άποψη ότι ο κόσμος είναι ενιαίος και σφαιρικός, ότι η ουράνια σφαίρα διαιρείται σε πέντε ζώνες και ότι η σελήνη παίρνει το φως της από τον ήλιο.
Η κοσμοθεωρία του
Ο Θαλής πίστευε ότι ο κόσμος είναι γεμάτος θεούς. Είχε συνδέσει την ψυχή με την κίνηση, θεωρούσε ότι οι ψυχές είναι αθάνατες και ότι ακόμα και τα αντικείμενα που θεωρούνται άψυχα, έχουν ψυχή. Σύμφωνα με τις πηγές, μία επικρατούσα άποψη είναι ότι οι ιδέες του σχετικά με την ψυχή ήταν επηρεασμένες από τις μαγνητικές ικανότητες που εμφανίζουν ο φυσικός μαγνήτης και το ήλεκτρο.
Το περιστατικό των ελαιουργείων
Οι σύγχρονοι του Θαλή συχνά σχολίαζαν ότι παρά τις γνώσεις που κατείχε ήταν φτωχός, όπως μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης. Έτσι θέλοντας να αποδείξει ότι μπορούσε αν ήθελε να αξιοποιήσει τις γνώσεις του για να πλουτίσει, αλλά κάνοντας το σαφές ότι αυτός δεν ήταν ο στόχος του, προέβλεψε πότε η σοδιά της ελιάς θα ήταν πλούσια και με ό,τι χρήματα είχε προμίσθωσε από τον χειμώνα όλα τα ελαιουργεία της Μιλήτου και της Χίου. Ως αποτέλεσμα, την εποχή της σοδειάς ο Θαλής είχε το μονοπώλιο της αγοράς και έβγαλε μεγάλο κέρδος. Το κατά πόσο αυτή η ιστορία αληθεύει είναι επίσης αμφιλεγόμενο, σύμφωνα με τις πηγές.
Η ανάμειξη του Θαλή στην πολιτική
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Θαλής έσωσε τη Μίλητο με τη συμβουλή του να απορρίψουν την πρεσβεία του Κροίσου για συμμαχία εναντία στους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Θαλής εισηγήθηκε την πολιτική ένωση των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, και παρά την αντίθεση του για την συμμαχία, βοήθησε τον Κροίσο και τον στρατό του να διαβεί τον ποταμό Άλυ σκάβοντας ένα ημικύκλιο κανάλι.
Τέλος, ενώ ορισμένες πηγές και ερμηνείες τους θεωρούν τον Θαλή ως το πρώτο άτομο της αρχαίας Ελλάδας που «εκλογίκευσε» τα φυσικά φαινόμενα, αρκετές από τις απόψεις του όπως είδαμε παραπάνω φαίνεται να θέτουν την ιδέα αυτή σε αμφισβήτηση.
Ηλεκτρονικές πηγές
Ζαφειρόπουλος Χρήστος, Θαλής ο Μιλήσιος, Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor, 2008
Βιβλιογραφία
W. K. C. Guthrie, A History of Greek Philosophy, 1, Cambridge 1962, σελ. 45-72, Ε. Ν. Ρούσσος, από το βιβλίο: φιλοσοφικό κοινωνιολογικό λεξικό 2, ΔΑΒΙΔ-ΙΩΣΗΦ-Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Αθήνα 1995, σελ. 248-249
Στο προηγούμενο άρθρο για τον κοινωνιολόγο-εγκληματολόγο Μάρβιν Γιουτζίν Βόλφγκανγκ (Marvin Eugene Wolfgang) εξετάσαμε την πορεία του στον χώρο της εγκληματολογία: είδαμε ότι βραβεύτηκε πολλές φορές για τα επιτεύγματα του στον κλάδο της εγκληματολογίας, ότι συνεργάστηκε με άλλα σπουδαία ονόματα του αντικειμένου, ότι προσκλήθηκε από πανεπιστήμια από όλον τον κόσμο για να διδάξει και, τέλος, ότι οι έρευνες του και τα αποτελέσματα αυτών έθεσαν τις βάσεις για πολλά εγκληματολογικά αντικείμενα που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Ο Βόλφγκανγκ έγραψε πολλά βιβλία και επιστημονικά άρθρα. Τέσσερα από τα βιβλία του θεωρούνται τα σημαντικότερα, με το περιεχόμενο τους να αποτελεί σπουδαία ανακάλυψη της εποχής. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε περιληπτικά αυτά τα έργα.
Μοτίβα στην εγκληματική ανθρωποκτονία (Patterns in criminal homicide)
Ο Βόλφγκανγκ δημιούργησε το πρώτο ολοκληρωμένο σύνολο δεδομένων για τις ανθρωποκτονίες. Ήταν μία μακράς κλίμακας ανάλυση η οποία δημοσιεύτηκε το 1958. Αυτό που την κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι ότι έγινε σε μία περίοδο που δεν υπήρχαν υπολογιστές για ευρεία χρήση.
Στην ανάλυση του, ο Βόλφγκανγκ πήρε 588 ανθρωποκτονίες που διαπράχτηκαν στη Φιλαδέλφεια, ανάμεσα στα έτη 1948 και 1952. Η μελέτη είχε ως σκοπό να εξετάσει τη σχέση μεταξύ δράστη και θύματος πιο σχολαστικά από ό,τι γινόταν μέχρι τότε. Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέρριψαν τη μέχρι τότε ισχύουσα πεποίθηση ότι ο δράστης είναι συνήθως άγνωστος, καθώς σε πάνω από τις μισές υποθέσεις και ο δράστης και το θύμα ανήκαν στον ίδιο οικογενειακό ή φιλικό κύκλο.
Επίσης ανέλυσε τις σχέσεις θύματος και δράστη στο πλαίσιο του φύλου και της φυλής. Διαπίστωσε ότι τα ποσοστά των ανδρών και των Αφροαμερικάνων που είχαν διαπράξει ανθρωποκτονία ήταν αρκετά μεγαλύτερα από των άλλων, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις ο δράστη και το θύμα ανήκαν στην ίδια φυλή. Ακόμα είδε ότι μόνο το 6% των υποθέσεων παρέμενε άλυτο.
Ο Βόλφγκανγκ είναι επίσης ο πρώτος που συστήνει τον όρο «θύμα που προκάλεσε το έγκλημα» (victim precipitation). Το θύμα στη συγκεκριμένη περίπτωση προκαλεί ευθέως μέσα από τις πράξεις του τον δράστη να τελέσει το έγκλημα, δηλαδή παίζει άμεσο ρόλο. Ο ρόλος του σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ είναι ότι πριν τελεστεί η ανθρωποκτονία το θύμα είναι ο πρώτος που άσκησε σωματική βία ενάντια στον δράστη. Διαπίστωσε ότι περίπου στο 25% των υποθέσεων του ήταν το «θύμα που προκάλεσε το έγκλημα» (victim precipitation).
Μέσα από την ανάλυση του, ο Βόλφγκανγκ ήταν ο πρώτος που κατέγραψε εμπειρικά και τον ρόλο της κατανάλωσης αλκοόλ στην ανθρωποκτονία. Στα 2/3 των υποθέσεων που εξέτασε, ο δράστης, το θύμα ή και οι δύο είχαν καταναλώσει αλκοόλ πριν το γεγονός λάβει μέρος.
Η μέτρηση της παραβατικότητας
Ο Βόλφγκανγκ έκρινε τις μέχρι τότε στατιστικές που απλά περιείχαν τα ποσοστά της παραβατικότητας και εγκληματικότητας και τίποτα άλλο ως ανεπαρκή. Αυτό που του κίνησε την περιέργεια ήταν το πώς η κοινωνία αντιλαμβάνεται τα διαφορετικά εγκλήματα και τη σοβαρότητα τους. Έτσι, επιχείρησε ο ίδιος να δημιουργήσει έναν πίνακα κατηγοριοποίησης των διαφορετικών εγκλημάτων από το λιγότερο σοβαρό έως το πιο σοβαρό, με βάση την άποψη της κοινωνίας.
Ο Βόλφγκανγκ ρώτησε 699 άτομα για 141 διαφορετικά αδικήματα και ύστερα πέρασε τα ευρήματα από στατιστική ανάλυση. Η κλίμακα ξεκινούσε από το 1 και έφτανε έως το 26, με το 1 να αντιπροσωπεύει τα λιγότερο σημαντικά αδικήματα, όπως κλοπή χρηματικών ποσών κάτω των είκοσι ευρώ και το 26 την ανθρωποκτονία.
Η ίδια έρευνα εφαρμόστηκε και σε άλλες χώρες. Ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι τα ευρήματα ποίκιλλαν, η οποία οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι πολιτισμικές διαφορές επηρεάζουν την αντίληψη της εκάστοτε κοινωνίας για το έγκλημα και τη σοβαρότητα του. Σε κάποιες χώρες, η κλίμακα μέτρησης έφτανε σε μικρότερους αριθμούς, όπως το 8, πράγμα που σημαίνει ότι η διάκριση μεταξύ των σοβαρών και μη σοβαρών εγκλημάτων γινόταν πιο δύσκολη.
Η υποκουλτούρα της βίας
Το ενδιαφέρον για την υποκουλτούρα της βίας ξεκίνησε με τη συνεργασία του Βόλφγκανγκ και του Φράνκο Φερρακούτι (Franco Ferracuti) σε μία έρευνα στο Πουέρτο Ρίκο. Η θεωρία της υποκουλτούρας της βίας επιχειρεί να εξηγήσει την προέλευση της βίας. Ο Βόλφγκανγκ, επηρεασμένος από τις μελέτες του Τόρστεν Σέλιν, επιχειρεί να συνεχίσει τη θεωρία του μέντορα του.
Η θεωρία των Βόλφγκανγκ και Φερρακούτι προέρχεται από μία κοινωνιολογική ανάλυση του εγκλήματος που ισχυρίζεται πως το έγκλημα μετριάζεται από τους ψυχολογικούς παράγοντες.
Η θεωρία της υποκουλτούρας της βίας μάς λέει ότι μέσα στην κάθε κοινωνία υπάρχουν διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, που παρόλο που είναι επηρεασμένοι όλοι τους από την ίδια κοινωνία, ως ομάδα έχουν κτίσει τα δικά τους ιδανικά και πιστεύω, δηλαδή έχει δημιουργηθεί μια υποκουλτούρα. Όταν ένα άτομο εισάγεται σε μια ομάδα η οποία θεωρεί φυσιολογική τη χρήση της βίας, αυτό το άτομο θα επηρεαστεί και θα αρχίσει να γίνεται και αυτό βίαιο. Παράδειγμα για τα παραπάνω αποτελούν οι διαφορετικές και βίαιες υποκουλτούρες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων.
Οι Βόλφγκανγκ και Φεrρακούτι έγραψαν το βιβλίο «Η υποκουλτούρα της βίας» για το θέμα αυτό, εξηγώντας τη θεωρία και αναφέροντας συγκεκριμένες υποθέσεις.
Μία μακροχρόνια εγκληματολογική μελέτη (Delinquency in a Birth Cohort)
Ο Βόλφγκανγκ διεξήγαγε την πρώτη μακροχρόνια έρευνα της παραβατικότητας και εγκληματικότητας σε μεγάλο επίπεδο. Για την έρευνά του πήρε ως δείγμα 10.000 αγόρια γεννημένα στη Φιλαδέλφεια το 1945 και χρησιμοποιώντας ως πηγές τα σχολεία, την αστυνομία, και τα δικαστήρια, παρακολούθησε την πορεία της ζωής τους ως την ηλικία των δεκαοχτώ ετών. Η μελέτη αυτή υποστηρίχθηκε από τα σχολεία της Φιλαδέλφειας και την αστυνομία, και χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας.
Στην έρευνα συνεισέφεραν δεκαπέντε μεταπτυχιακοί φοιτητές, αρκετοί συνάδελφοι και μέλη από το Κέντρο Σέλιν. Μέχρι τότε οι σχετικές με την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα έρευνες ακολουθούσαν τη μέθοδο της εγκάρσιας μελέτης (cross-sectional study), δηλαδή γίνονταν σε ένα ορισμένο δείγμα μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή .
Τα αποτελέσματα της έρευνάς του ήταν ότι το 67% των αγοριών δεν είχε καμία σύλληψη, το 30% είχε τουλάχιστον μία σύλληψη, ενώ το 6% είχε συλληφθεί περισσότερες από πέντε φορές. Αυτό το μικρό ποσοστό ονομάζεται χρόνιοι παραβάτες (chronic offenders) και είναι αυτοί που γεμίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό της εγκληματικότητας της κάθε περιοχής – στη μελέτη του Βόλφγκανγκ, συγκεκριμένα, το 50%.
Ο Βόλφγκανγκ συνέχισε τη μελέτη αυτή έως τον θάνατο του, το 1998. Πήρε περίπου το 10% των αγοριών που είχε ξεκινήσει αρχικά την έρευνα και ακολούθησε την πορεία τους μέχρι την ηλικία των τριάντα.
Τα τέσσερα έργα που είδαμε παραπάνω ενέπνευσαν πολλούς, όχι μόνο του κλάδου, να τα εφαρμόσουν και να τα αναπτύξουν περαιτέρω σε διάφορες δικές τους μελέτες. Όποιος θελήσει να ασχοληθεί με το ερευνητικό πεδίο, σίγουρα αξίζει να διαβάσει για τον Μάρβιν Γιουτζίν Βόλφγκανγκ.
Ηλεκτρονικές πηγές
Robert A. Silverman, Marvin Eugene Wolfgang, 14 November 1924 · 12 April 1998, πηγή: Proceedings of the American Philosophical Society , Dec., 2004, Vol. 148, No. 4 (Dec., 2004), pp. 547-554, εκδόθηκε από: American Philosophical Society στο JSTOR
Ο Μάρβιν Γιουτζίν Βόλφγκανγκ (Marvin Eugene Wolfgang), πολυβραβευμένος κοινωνιολόγος και εγκληματολόγος, εισήγαγε όρους που χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα στον κλάδο της εγκληματολογίας. Ο Βόλφγκανγκ γεννήθηκε το 1924 στο Μίλερσμπουργκ της Πενσυλβάνια, σε οικογένεια ολλανδικής καταγωγής . Η μητέρα του πέθανε λίγο μετά τη γέννα και έτσι μεγάλωσε με τους παππούδες του οι οποίοι και τον ενθάρρυναν να λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ο Βόλφγκανγκ υπήρξε σθεναρός υποστηρικτής της κατάργησης της θανατικής ποινής και της οπλοφορίας, λάτρης της γνώσης, διακεκριμένος και αναγνωρισμένος ανάμεσα στους σύγχρονους του τομέα του, πρωτοπόρος σε πολλά πάνω στον τομέα της εγκληματολογίας και πηγή έμπνευσης για τους φοιτητές του, οι οποίοι αργότερα ανέπτυξαν δικές τους μελέτες, με πολλούς από αυτούς να βρίσκονται ως παραπομπές στα σύγχρονα βιβλία της εγκληματολογίας.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Βόλφγκανγκ σπούδασε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, αλλά οι σπουδές του διακόπηκαν έναν χρόνο μετά, όταν στρατολογήθηκε για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο αμερικανικός στρατός τον έστειλε στην Βόρεια Αφρική και στην συνέχεια στην Ιταλία. Παρά τις συνθήκες, ο Βόλφγκανγκ ερωτεύτηκε την Ιταλία και την ιστορία της, με αποτέλεσμα μετά τον πόλεμο να την ξαναεπισκεφτεί.
Όταν ο πόλεμος τελείωσε, επέστρεψε στις ΗΠΑ και συνέχισε τις σπουδές του με τη βοήθεια του νομοθετήματος για βετεράνους στρατιώτες «Νόμος περί Αναπροσαρμογής των Στρατιωτικών του 1944» (G.I. Bill ή αλλιώς Servicemen’s Readjustment Act of 1944) στο Κολλέγιο Ντίκινσον, λαμβάνοντας το πτυχίο του το 1948 (στα αγγλικά το Bachelor of Arts είναι προπτυχιακό και επικεντρώνεται στις τέχνες ή στις κοινωνικές επιστήμες ή στις ανθρωπιστικές σπουδές ή σε όλα τα παραπάνω). Ο Βόλφγκανγκ πήρε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα (1950) και το διδακτορικό του (1955) στο ίδιο πεδίο, στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Επιβλέπων του διδακτορικού του ήταν ο κοινωνιολόγος Θόρστεν Σέλιν (Thorsten Sellin), ο οποίος υπήρξε μέντορας και συνεργάτης του Βόλφγκανγκ, με τη σχέση τους να παρομοιάζεται με πατέρα-γιου.
Μετά τις σπουδές του ο Βόλφγκανγκ δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια της Πενσυλβάνια.
Το 1957 παντρεύτηκε την Λενόρα Πόντεν (Lenora Poden), η οποία λίγο αργότερα έγινε καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Λεχάι και μαζί είχαν δύο κόρες.
Ο Βόλφγκανγκ, για τη διδακτορική του διατριβή, ήθελε να μελετήσει την Αναγεννησιακή φυλακή της Φλωρεντίας, Le Stinche, αλλά αποφάσισε να ασχοληθεί αργότερα με αυτό. Το 1957, αφού τελείωσε το βιβλίο του, «Μοτίβα στην εγκληματική ανθρωποκτονία» (Patterns in criminal homicide), και έγινε δεκτή η έκδοσή του, κέρδισε δύο βραβεία, το Fulbright και την Υποτροφία Γκούγκενχαϊμ (Guggenheim Fellowship), και τα δύο με προορισμό την Ιταλία.
Έτσι, χάρη στις υποτροφίες, το νιόπαντρο ζευγάρι κάνει τον μήνα του μέλιτος του στη Φλωρεντία μεταγράφοντας χειρόγραφα και βιβλία από το Κρατικό αρχείο της πόλης σχετικά με το έγκλημα και την τιμωρία στην περίοδο της Αναγέννησης, και για τη φυλακή Le Stinche (Λε Στίνκε). Ο Βόλφγκανγκ έγραψε αρκετά άρθρα γύρω από αυτό το θέμα, με άξονα τη σκέψη ότι στη Φλωρεντία της Αναγέννησης συνέβη και η Αναγέννηση της ποινικής σκέψης. Ο Βόλφγκανγκ είχε σκοπό να γράψει ένα βιβλίο που θα ανέλυε την σύνδεση αυτή περαιτέρω, αλλά εν τω μεταξύ απεβίωσε.
Αναγνώριση και βραβεία
Ο Βόλφγκανγκ αγαπούσε τα ταξίδια, καθώς τού παρείχαν την ευκαιρία να επισκεφτεί πανεπιστήμια και βιβλιοθήκες και να εμβαθύνει τις γνώσεις του γύρω από θέματα που τον ενδιέφεραν. Επίσης, στα ταξίδια του έκανε γνωριμίες με άλλους ενδιαφέροντες επιστήμονες του κλάδου του και αντάλλασσε γνώσεις.
Ο Βόλφγκανγκ πέρασε χρόνο στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου και εξελέγη μέλος του κολεγίου Τσώρτσιλ. Την ίδια περίοδο γνώρισε τον Σερ Λεόν Ρατζίνοβιτς (Sir Leon Radzinowitz) στο Ινστιτούτο Εγκληματολογίας. Επιπλέον, έδινε διαλέξεις για ένα χρονικό διάστημα στο εβραϊκό κολέγιο του Ισραήλ και έλαβε πρόσκληση να πάει στο Πεκίνο ως ερευνητής, όπου δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια. Ακόμα, είχε σχέσεις ανταλλαγής γνώσεων, αλλά και πρόσβασης για έρευνα σε πολλές χώρες (Πουέρτο Ρίκο, Μεξικό, Γιουγκοσλαβία, Νορβηγία , κ.ά), στις οποίες όποτε χρειαζόταν τον καλούσαν και ως σύμβουλο. Τέλος έδωσε διαλέξεις ως επίσημος προσκεκλημένος σε διάφορες πόλεις, εντός και εκτός της Ευρώπης.
O Βόλφγκανγκ χρίστηκε τιμητικός διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και από τη Μεξικανική Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου (Academia Mexicana de Derecho Internacional). Έλαβε βραβεία όπως το βραβείο Χανς φον Χέντιγκ (Hans Von Hentig) από την Παγκόσμια Εταιρεία Θυματολογίας, το βραβείο έρευνας Αύγουστος Βόλμερ – Φθινοπωρινό Βραβείο Έρευνας Βολμερ (August Vollmer Research Autumn Vollmer Research Award) και το βραβείο Έντγουιν Σάδερλαντ (Edwin Sutherland), το οποίο απονέμεται από την αμερικανική εταιρία εγκληματολογίας. Τέλος, του απένειμαν το χρυσό μετάλλιο Μπεκαρία (Beccaria) της Γερμανικής, Αυστριακής και Ελβετικής Εταιρείας Εγκληματολογίας και το πρώτο βραβείο Guardsmark (μία ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά είναι ‘φύλακας’), το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του.
Ο Βόλφγκανγκ, έχοντας τον Σέλιν ως μέντορα, αποφάσισε να ιδρύσει το Κέντρο Εγκληματολογίας και Ποινικού Δικαίου Σέλιν, στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Το κέντρο αυτό προσέλκυσε φοιτητές που επιθυμούσαν να εξελίξουν τις σπουδές τους στην εγκληματολογία από όλον τον κόσμο. Πολλοί από αυτούς, όταν γύρισαν πίσω στη χώρα τους, έγιναν διδάκτορες.
Ο Βόλφγκανγκ εξελέγη πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, και αργότερα της Αμερικανικής Ακαδημίας Πολιτικών και Κοινωνικών σπουδών. Επίσης, υπήρξε διευθυντής έρευνας της επιτροπής του προέδρου σχετικά με τα αίτια πρόληψης της βίας, όπου και δημοσίευσε δεκατέσσερις τόμους με ευρήματα από τις έρευνες του. Κατείχε και άλλες θέσεις σε επιτροπές ως σύμβουλος, όπως για παράδειγμα στην Εθνική Επιτροπή για την Αισχρότητα και την Πορνογραφία, στο ερευνητικό ίδρυμα της Αστυνομίας, στο Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, στο ταμείο εκπαίδευσης και νομικής άμυνας της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ατόμων, και στην επιτροπή του προέδρου για την επιβολή του νόμου και στο υπουργείο δικαιοσύνης.
Συνοψίζοντας, ο Βόλφγκανγκ έγραψε πολλά άρθρα και βιβλία, εκ των οποίων αρκετά από αυτά έδωσαν μία νέα οπτική στον κλάδο της εγκληματολογίας. Πραγματοποίησε έρευνες που δεν είχαν ξαναγίνει και συνέβαλε υπέρμετρα στον κλάδο. Κληρονομιά του οι έρευνες που διεξήγαγε, αλλά και οι φοιτητές που δίδαξε, οι οποίοι συνέχισαν την δική τους πορεία. Στο επόμενο άρθρο, θα εξετάσουμε τα τέσσερα βασικότερα έργα του.
Ηλεκτρονικές πηγές
Robert A. Silverman, Marvin Eugene Wolfgang, 14 November 1924 · 12 April 1998, πηγή: Proceedings of the American Philosophical Society , Dec., 2004, Vol. 148, No. 4 (Dec., 2004), pp. 547-554, εκδόθηκε από: American Philosophical Society στο JSTOR
Η Σοφί Ζερμαίν (Sophie Germain) γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1776 στο Παρίσι. Υπήρξε μαθηματικός και φυσικός, ενώ από κάποιους χαρακτηρίστηκε και φιλόσοφος. Συγκεκριμένα συνέβαλε σημαντικά στον τομέα της ακουστικής (τομέας φυσικής), στη μαθηματική θεωρία της ελαστικότητας και στη θεωρία των αριθμών (κλάδος των θεωρητικών μαθηματικών).
Η Ζερμαίν ξεκίνησε να μελετά μαθηματικά διαβάζοντας σχετικά κείμενα και αλληλογραφώντας υπό αντρικό ψευδώνυμο με σπουδαίους μαθηματικούς της εποχή της, όπως ο Αντριέν-Μαρί Λεζάντρ και ο Καρλ Φρήντριχ Γκάους, στους οποίους αποκάλυψε την αληθινή της ταυτότητα αργότερα.
Το σπουδαιότερο έργο της Ζερμαίν
Για τη Ζερμαίν, ο Λεζάντρ και ο Γκάους αποτέλεσαν έμπνευση για την εμβάθυνση της στον μαθηματικό κλάδο. Επίσης, οι ανωτέρω υπήρξαν και μεγάλοι υποστηρικτές της κατά τη διάρκεια της πορείας της.
Το πρώτο αλλά και σπουδαιότερο έργο της ήταν σχετικό με τη θεωρία των αριθμών. Η μελέτη της ήταν βαθιά επηρεασμένη από το έργο του Λεζάντρ με την ονομασία «Θεωρία των αριθμών» (Théorie des nombres) και του Γκάους «Αριθμητικές Εξετάσεις» (Disquisitiones Arithmeticae, 1801). Η θεωρία αυτή απασχόλησε τη Ζερμαίν μέχρι το τέλος της ζωής της .
Το 1638 περίπου, ο μαθηματικός Πιερ Φερμά διατύπωσε ένα θεώρημα μελετώντας την αριθμητική ενός Έλληνα μαθηματικού του 3ου αιώνα, του Διόφαντου του Αλεξανδρέως, καθώς και άλλα κείμενα. Παρατήρησε ότι σε αντίθεση με το Πυθαγόρειο θεώρημα που λέει ότι «το άθροισμα των τετραγώνων των δύο καθέτων πλευρών ενός ορθογωνίου τριγώνου είναι ίσο με το τετράγωνο της υποτείνουσας», στην εξίσωση xⁿ + yⁿ = zⁿ δεν υπάρχει ακέραιη λύση όταν ο εκθέτης n είναι μεγαλύτερος από 2 (n > 2).
Πολλοί ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν με αυτό το θεώρημα. Ο ίδιος ο Φερμά είχε προσφέρει απόδειξη του θεωρήματος του χρησιμοποιώντας το n = 4. Ο Λεονάρντο Όιλερ απέδειξε το n = 3. Η Ζερμαίν απέδειξε ότι για πρώτους αριθμούς p, εφόσον και ο 2p + 1 είναι επίσης πρώτος, τότε υπό ορισμένες συνθήκες η εξίσωση xᵖ + yᵖ = zᵖ δεν έχει μη μηδενικές ακέραιες λύσεις. Η Ζερμαίν προχώρησε πέρα από τις αποδείξεις των ειδικών περιπτώσεων, σε μια γενική στρατηγική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε πολλές περιπτώσεις. Τα σύγχρονα μαθηματικά τιμούν το επίτευγμά της αναφερόμενα στους πρώτους αριθμούς p, με το 2p + 1 να είναι επίσης πρώτος αριθμός, ως «πρώτους αριθμούς της Σοφί Ζερμαίν».
Η βράβευση της Ζερμαίν
Το 1807 και το 1808 η Ζερμαίν ασχολήθηκε με τον κλάδο των εφαρμοσμένων μαθηματικών. Ένα χρόνο μετά, το 1809 το Ινστιτούτο της Γαλλίας ανακοίνωσε έναν επιστημονικό διαγωνισμό διάρκειας δύο ετών, με αντικείμενο τη συγγραφή μίας εργασίας για τη μαθηματική θεωρία της ελαστικότητας. Η Ζερμαίν ήταν η μόνη που υπέβαλε την συμμετοχή της, όμως και πάλι δεν κέρδισε στον διαγωνισμό. Παρόλο που τα πειράματα της αναγνωρίστηκαν ως έξυπνα, η αυστηρότητα της ανάλυσης της κρίθηκε ως ανεπαρκής.
ΤοΙνστιτούτο επανέλαβε τον διαγωνισμό και η Ζερμαίν, αυτή τη φορά σε συνεργασία με τον Ζοζέφ Λουί Λαγκράνζ, έβαλε και πάλι υποψηφιότητα, το 1813. Παραδόξως, για δεύτερη φορά ήταν η μόνη που δήλωσε συμμετοχή. Αυτή τη φορά το Ινστιτούτο της απένειμε τιμητική διάκριση, αλλά παράλληλα αμφισβήτησε την εξαγωγή των εξισώσεων της από καθιερωμένες αρχές της φυσικής. Μόνο μετά από μία δεύτερη παράταση συμφώνησε το Ινστιτούτο να δώσει στη Ζερμαίν το βραβείο. Κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του βραβείου, η Ζερμαίν δεν εμφανίστηκε, με τις απόψεις για τα αίτια πίσω από την απουσία της να ποικίλουν. Παραμένει όμως η πρώτη γυναίκα που βραβεύτηκε δημόσια στον τομέα των μαθηματικών.
Η Ζερμαίν θεωρείται και η πρώτη γυναίκα που χωρίς να είναι σύζυγος κάποιου μέλους μπόρεσε να παρακολουθήσει διαλέξεις στη γαλλική Ακαδημία των Επιστημών. Αυτό λόγω της φιλίας της με τον μαθηματικό Ζοζέφ Φουριέ.
Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να γράφει για τη φιλοσοφία της επιστήμης. Υποστήριξε, όπως και ο Ωγκύστ Κοντ, ότι όπως οι φυσικές επιστήμες χρησιμοποιούν την παρατήρηση, την καταγραφή και την ομαδοποίηση για να καταλήξουν σε γενικεύσεις, ότι το ίδιο θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στις κοινωνικές επιστήμες. Η Ζερμαίν δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις έρευνες της πάνω στο θέμα αυτό, καθώς πέθανε από καρκίνο μαστού το 1831.
Η Ζερμαίν δεν είχε πτυχίο πανεπιστημίου και κατά τη διάρκεια της ζωής της η αναγνώριση των επιτευγμάτων της γινόταν με μεγάλη δυσκολία. Σήμερα, αν και το όνομα της εμφανίζεται στους δρόμους και στα σχολεία του Παρισιού, παραμένει ακόμη εκτός των σχολικών βιβλίων και της πλειοψηφίας των ιστορικών βιβλίων.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη διαδέχτηκε τη Ρωμαϊκή. Σπουδαίοι αυτοκράτορες, καθώς επίσης και ορισμένοι δικτάτορες διοίκησαν το Βυζάντιο.
Ένας από τους πιο γνωστούς αυτοκράτορες, ο οποίος έβαλε ως στόχο του την επέκταση της αυτοκρατορίας μέσα από στρατιωτικά κινήματα είναι ο Ιουστινιανός Α΄. Ο Ιουστινιανός θεωρείται μία από τις πιο αμφιλεγόμενες ιστορικές φιγούρες. Αυτός και η σύζυγος του, Θεοδώρα, έπαιξαν καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της Βυζαντινής ιστορίας. Ωστόσο, στο παρόν άρθρο, θα εστιάσουμε στην περίοδο που ακολούθησε τη βασιλεία του.
Η διαδοχή του Φωκά
Από τους πιθανούς διάδοχους του Ιουστινιανού, δύο ήταν αυτοί που ξεχώριζαν χάρη στις στρατιωτικές τους ικανότητες: ο Τιβέριος και ο Μαυρίκιος. Μάλιστα, αυτοί ήταν που συνέχισαν τους πολέμους κατά των Περσών και απώθησαν τους Αβάρους, ενώ στη συνέχεια ο Μαυρίκιος διαπραγματεύτηκε ειρήνη με τους τελευταίους.
Παρά τις ικανότητές τους, με τη βοήθεια του αυτοκρατορικού στρατού ανεβαίνει στο θρόνο ο Φωκάς, ο οποίος σύμφωνα με τους ιστορικούς από φόβο και ζήλια θανάτωσε όλους τους στρατιωτικούς του. Παράλληλα, αμέλησε τον στόλο του και τις περιπολίες στον Δούναβη.
Εκείνη την περίοδο ήταν που άρχισε η διείσδυση ενός νέου λαού στην αυτοκρατορία, των Σλάβων. Μπαίνουν κατά μάζες στη Βαλκανική και δημιουργούν τις λεγόμενες «σκλαβηνίες», κάτι που θα είχε αποτραπεί αν ο αυτοκρατορικός στόλος ήλεγχε τα περάσματα του Δούναβη.
Εκτός των άλλων, η αμέλεια του Φωκά φέρνει τους Πέρσες και τον Χοσρόη ως την Κωνσταντινούπολη.
Η πτώση του Φωκά και η βασιλεία του Ηράκλειου
Ο Φωκάς έχει γίνει πλέον μισητός τόσο από τον στόλο όσο και από τους πολίτες· η κατάσταση έχει φτάσει στα άκρα και η αυτοκρατορία κινδυνεύει. Η λύση έρχεται από τον Καρχηδόνιο έξαρχο Ηράκλειο, ο οποίος στέλνει τον συνονόματο γιο του, μαζί με στόλο, εναντίον του Φωκά.
Εκείνος, νομίζοντας πως ο Ηράκλειος θα ερχόταν από ξηρά, αιφνιδιάζεται όταν ο στόλος εμφανίζεται στην Πόλη. Ως αποτέλεσμα, ο Φωκάς κατακρεουργείται από το πλήθος και ο Ηράκλειος παίρνει την εξουσία.
Η ζημιά που είχε προκαλέσει ο πρώην αυτοκράτορας ήταν τόσο μεγάλη που χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια για να επανέλθουν το διαλυμένο κράτος, το ηθικό και ο στόλος.
Παράλληλα, οι Σλάβοι έχουν φτάσει στο σημείο να απειλούν την Θεσσαλονίκη, ενώ οι Πέρσες καταλαμβάνουν την Αντιόχεια και αργότερα, με τη βοήθεια των Εβραίων, την Ιερουσαλήμ. Ο Πέρσης στρατηγός Σάρβαρος πυρπολεί τον ναό του Αγίου Τάφου και παίρνει μαζί του τον Τίμιο Σταυρό, πράξη που ωθεί τον Ηράκλειο να κηρύξει ιερό πόλεμο.
Ο ιερός πόλεμος
Οι Πέρσες βρίσκονται έξω από την Κωνσταντινούπολη και ετοιμάζονται να μπουν στην πόλη. Ο Ηράκλειος καταστρώνει ένα σχέδιο και με τη βοήθεια του στόλου του προκαλεί αντιπερισπασμό. Ο αυτοκρατορικός στρατός μεταφέρεται στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις πύλες της Βιθυνίας, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση στους Πέρσες ότι επρόκειτο να τους επιτεθούν από δύο διαφορετικά μέτωπα. Οι Πέρσες υποχωρούν και ο Ηράκλειος για πρώτη φορά φτάνει ως τα σύνορα της Περσίας.
Η πολιορκία της Πόλης
Το 626, ενώ ο Ηράκλειος ετοιμάζει τις δυνάμεις του για να διεισδύσει στο περσικό κράτος, η Κωνσταντινούπολη δέχεται επίθεση. Ο Χοσρόης Β΄ της Περσίας μαζί με τον χαγάνο (τίτλος παρόμοιος με του αυτοκράτορα) των Αβάρων πολιορκούν την Πόλη.
Ο Ηράκλειος, έχοντας εμπιστοσύνη στον πατριάρχη Σέργιο Α΄ και στον πατρίκιο (αξίωμα στο Βυζάντιο) Βώνο, αφήνει εκείνους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ενώ παράλληλα τους στέλνει περίπου 110.000 με 150.000 άνδρες για να υπερασπιστούν την Πόλη. Το μόνο που ζήτησε ήταν να επισκευαστούν τα τείχη άμεσα.
Οι Πέρσες καταφτάνουν στην όχθη απέναντι από την Πόλη. Ο χαγάνος απειλεί ότι κανείς στην Πόλη δεν θα επιβιώσει· ρίχνει τα σλαβικά μονόξυλα (είδος βάρκας) κοντά στη γέφυρα του Αγίου Καλλινίκου και στις 3 Αυγούστου ρίχνει τα υπόλοιπα στο Χαλές του Βοσπόρου. Ο αυτοκρατορικός στόλος πλέει προς τα εκεί για να τους σταματήσει. Τα σλαβικά μονόξυλα σπεύδουν για τη Χαλκηδόνα για να μεταφέρουν στην ευρωπαϊκή ακτή τους Πέρσες. Ο αυτοκρατορικός στόλος κατάφερε να εμποδίσει τα μονόξυλα να μεταφέρουν τους Πέρσες και επίσης απέτρεψε με επιτυχία την οποιαδήποτε επίθεση μέσω θαλάσσης.
Στις 6 Αυγούστου έγινε η μεγαλύτερη επίθεση προς την Κωνσταντινούπολη, όμως όχι όπως την είχε σχεδιάσει ο χαγάνος. Εκείνος είχε δώσει εντολή στα μονόξυλα να επιτεθούν όταν δουν συνθηματικές φωτιές στο ακραίο θαλάσσιο άκρο των τειχών, που θα άναβαν ως αντιπερισπασμός, ώστε οι Πέρσες να περάσουν ανενόχλητοι τον Βόσπορο. Ο Βώνος όμως είχε στείλει κατασκόπους που τον ενημέρωναν για την κάθε κίνηση του χαγάνου· έτσι άναψε ο ίδιος τις συνθηματικές φωτιές, με τον αυτοκρατορικό στόλο να περιμένει κρυμμένος, έτοιμος να επιτεθεί στα μονόξυλα. Ο στόλος των Σλάβων καταστράφηκε εντελώς. Επίσης, τα μονόξυλα που είχαν πάει στην Χαλκηδόνα βυθίστηκαν και τέλος η αβαρική επίθεση απέτυχε. Τις νίκες και τη σωτηρία της Πόλης την απέδωσαν στην Παναγία, ονομάζοντάς την Υπέρμαχο στρατηγό, με ύμνους να ψέλνονται προς τιμήν της.
Ο Ηράκλειος είχε αρκετές νίκες έκτοτε και το 629 έφερε πίσω στην Ιερουσαλήμ τον Τίμιο Σταυρό.
Βιβλιογραφία
Σαράντος Ί. Καργάκος, Το βυζαντινό ναυτικό. Η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ακμή και την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα, Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, 2007, σελ. 51-56