Πέμπτη, 04 Δεκ, 2025

Χονγκ Κονγκ: Ο «Νόμος Εθνικής Ασφάλειας» μετατρέπει το πένθος για τα θύματα της πυρκαγιάς σε έλεγχο και καταστολή

Μετά την καταστροφική φωτιά που στοίχισε τη ζωή τουλάχιστον 151 ανθρώπων και πυροδότησε τη δημόσια οργή, οι αρχές του Χονγκ Κονγκ απαντούν με μαζικές συλλήψεις, ακόμη και εθελοντών και πολιτών που ζητούν διαφάνεια, επικαλούμενες «ασφάλεια» και αποτρέποντας το δημόσιο πένθος και τη διεκδίκηση δικαιοσύνης.

Στις 26 Νοεμβρίου, η φονική πυρκαγιά στο συγκρότημα διαμερισμάτων στην περιοχή Τάι Πο στο Wang Fuk Court κατέστρεψε επτά από τους οκτώ πύργους κατοικιών, κτίρια που βρίσκονταν υπό ανακαίνιση με ξύλινα ή μπαμπού ικριώματα, «πράσινα δίχτυα» ασφαλείας και φθορίζοντα πάνελ γύρω από τα παράθυρα. Η φωτιά εξαπλώθηκε με τρομερή ταχύτητα, αποτέλεσμα, όπως δείχνουν οι πρώτες έρευνες, τόσο των εύφλεκτων υλικών όσο και της πλημμελούς επίβλεψης.

Μέχρι σήμερα, ο επίσημος απολογισμός μιλά για τουλάχιστον 151 νεκρούς, ανάμεσά τους και ένας τουλάχιστον πυροσβέστης, και δεκάδες τραυματίες, ενώ δεκάδες άνθρωποι παραμένουν αγνοούμενοι.

Η οδύνη μετατράπηκε σύντομα σε οργή. Χιλιάδες πολίτες, μετανάστες εργάτες, εθελοντές και οικογένειες θυμάτων παρευρέθηκαν σε μνημόσυνα, άφησαν λουλούδια και σημειώματα, ζητώντας διαφάνεια, δικαιοσύνη και ριζικές μεταρρυθμίσεις για την ασφάλεια των κτιρίων.

Από το πένθος στη δίωξη: Η εφαρμογή του νόμου ασφαλείας

Λίγες μέρες μετά την τραγωδία, τα πράγματα πήραν μια σκληρή στροφή. Οι αρχές του Χονγκ Κονγκ δεν περιορίστηκαν στη δίωξη των υπεύθυνων για την ανακαίνιση, αλλά στράφηκαν εναντίον πολιτών, εθελοντών ακόμη και ακτιβιστών που τόλμησαν να απαιτήσουν λογοδοσία.

Τουλάχιστον δεκατρία (13) άτομα έχουν συλληφθεί για πιθανή ανθρωποκτονία εξ αμελείας, μεταξύ των οποίων διευθυντικά στελέχη και τεχνικοί της εταιρείας που έκανε το έργο. Για πρώτη φορά, συνελήφθησαν και άτομα που δεν έχουν σχέση με την κατασκευή, όπως ένας φοιτητής που ξεκίνησε on line αίτημα (petition) για ανεξάρτητη έρευνα, ένας πρώην δημοτικός σύμβουλος ονόματι Κέννεθ Τσέουνγκ [Kenneth Cheung], αλλά και εθελοντές ή απλοί πολίτες που επιχείρησαν να οργανώσουν διαμαρτυρίες ή παρείχαν βοήθεια στα θύματα, με κατηγορίες για «συνωμοσία», «υπονόμευση», «κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια» κ.ά., βάσει του πλαισίου του νόμου εθνικής ασφάλειας (Safeguarding National Security Ordinance).

Η καταστολή και οι συλλήψεις έχουν προκαλέσει φόβο, αποτρέποντας πολλούς πολίτες από το να συμμετάσχουν σε δημόσιες εκδηλώσεις πένθους ή διαμαρτυρίας, καθώς το μαζικό πένθος φαίνεται να συνδέεται, για τις αρχές, με δυνητικό κίνδυνο για την ασφάλεια.

Το Γραφείο Διαφύλαξης της Εθνικής Ασφάλειας του Χονγκ Κονγκ δήλωσε ότι θα λάβει μέτρα εναντίον οποιουδήποτε επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την πυρκαγιά για να υποκινήσει αναταραχές ή να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Η κυβέρνηση υπογραμμίζει την ευαισθησία της απέναντι σε οποιαδήποτε δημόσια αναταραχή, μια αντίδραση που απορρέει από τις διαμαρτυρίες του 2019 που συγκλόνισαν την πόλη πριν το Πεκίνο επιβάλλει το νόμο περί εθνικής ασφάλειας το 2020, ουσιαστικά φιμώνοντας τη διαφωνία.

Το περιθώριο για διαφωνία είναι περιορισμένο στην πρώην βρετανική αποικία, η οποία τέθηκε υπό κινεζικό έλεγχο το 1997. Η πρόσκληση για δημόσια διαμαρτυρία θεωρείται από τις αρχές ως «πολιτικοποίηση» της τραγωδίας. Σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις, οι αρχές θεωρούν οτιδήποτε συνδέεται με την «πολιτικοποίηση» της τραγωδίας (συλλογή υπογραφών, δημόσιες διαμαρτυρίες, απαιτήσεις για διαφάνεια κ.ά.) ως δυνητική απειλή για την ασφάλεια που πρέπει να κατασταλεί.

Σύμφωνα με διεθνείς οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η χρήση του νόμου εθνικής ασφάλειας κατά πολιτών που απλώς ζητούν δικαιοσύνη μετά από μια τραγωδία αποτελεί σοβαρή καταπάτηση της ελευθερίας της έκφρασης και της συλλογικής μνήμης. Από ό,τι φαίνεται, η καταστολή έχει ήδη αποθαρρύνει πολλούς από το να συμμετάσχουν σε δημόσιες εκδηλώσεις πένθους ή διαμαρτυρίας.

Ο θρήνος και η δημόσια οργή για την τραγωδία άσκησαν πίεση στη διοίκηση της πόλης και στην κεντρική κυβέρνηση. Ως απάντηση, η κυβέρνηση ανακοίνωσε σειρά μέτρων: άμεσες αποζημιώσεις σε οικογένειες, προσωρινή στέγαση για τους αστέγους, διευκόλυνση τραπεζικών/ασφαλιστικών υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, όμως, ο κεντρικός φορέας καταστολής απειλεί με «μηδενική ανοχή» απέναντι σε οποιαδήποτε απόπειρα «πολιτικοποίησης», ειδικά εν όψει των επικείμενων εκλογών στο Χονγκ Κονγκ. Οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν όπως έχει προγραμματιστεί στις 7 Δεκεμβρίου, ανέφεραν τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, αλλά και άτομα που γνωρίζουν το θέμα.

Οι αρχές ανακοίνωσαν τη σύσταση ανεξάρτητης επιτροπής, της οποίας θα ηγείται δικαστής, για να εξετάσει αιτίες, ευθύνες και διαδικασίες που οδήγησαν στην καταστροφή. Η επιλογή να οδηγηθεί η έρευνα υπό δικαστικό έλεγχο και όχι υπό απλή διοικητική προανάκριση, θεωρείται ως προσπάθεια να δείξει η κυβέρνηση ότι αντιμετωπίζει σοβαρά το σκάνδαλο, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη δικαστική εξουσία, η οποία ήδη λειτουργεί στο πλαίσιο του νόμου εθνικής ασφάλειας.

Η πυρκαγιά στο Χονγκ Κονγκ αποκαλύπτει τη βαθιά στεγαστική κρίση και τα προβλήματα του αστικού σχεδιασμού

Η καταστροφική πυρκαγιά στο συγκρότημα κατοικιών του Χονγκ Κονγκ αποκάλυψε την ευθραυστότητα του συστήματος στέγασης της περιοχής. Ο υπερπληθυσμός, τα αμελώς διαχειριζόμενα εργοτάξια και χιλιάδες ηλικιωμένοι και άλλες ευάλωτες ομάδες ζουν παγιδευμένοι σε πολυώροφα κτίρια που είναι δύσκολο να εκκενωθούν.

Στις 26 Νοεμβρίου 2025, μια φονική πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος του συγκροτήματος υψηλών πολυκατοικιών Wang Fuk Court στην περιοχή Τάι Πο, στο βόρειο Χονγκ Κονγκ προκαλώντας τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων και αφήνοντας δεκάδες αγνοούμενους. Η καταστροφή ανέδειξε με δραματικό τρόπο τα προβλήματα του αστικού σχεδιασμού και της πολιτικής στέγασης στην πόλη. Οι συνθήκες μαζικής πυκνότητας κατοίκων, η χρήση εύφλεκτων υλικών κατά τις ανακαινίσεις, καθώς και η χρόνια υποτίμηση των πραγματικών αναγκών των πιο ευάλωτων κατοίκων, έχουν ρίξει φως σε μια κρίση, και κοινωνική και ανθρωπιστική, που μπορεί να πυροδοτήσει νέες εντάσεις.

Θεωρείται η χειρότερη τραγωδία που έχει πλήξει την πόλη μέχρι στιγμής και θα μπορούσε ακόμη και να αναγκάσει τη φιλοκινεζική τοπική κυβέρνηση να αναβάλει τις επερχόμενες εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 7 Δεκεμβρίου.

Το συγκρότημα Wang Fuk Court, το οποίο χτίστηκε το 1983, αποτελείται από οκτώ πολυώροφους πύργους και περίπου 2.000 διαμερίσματα, όπου ζούσαν περί τους 4.800 άνθρωποι.

Η πυρκαγιά ξεκίνησε το μεσημέρι της Τετάρτης, περίπου στις 14:51 τοπική ώρα, σε έναν από τους πύργους που τελούσε υπό ανακαίνιση και μέσα σε λίγα λεπτά εξαπλώθηκε και σε άλλους ορόφους. Σύμφωνα με αναφορές τύλιξε περίπου 32 ορόφους σε μόλις 5 λεπτά.

Μέχρι σήμερα, οι επίσημοι απολογισμοί δείχνουν τουλάχιστον 128 επιβεβαιωμένους νεκρούς και πάνω από 200 αγνοουμένους. Οι τραυματίες είναι δεκάδες, ανάμεσά τους και πυροσβέστες, ενώ εκατοντάδες κάτοικοι έχουν απομακρυνθεί και φιλοξενούνται σε πρόχειρα καταφύγια.

Οι έρευνες και οι αρχικές προκαταρκτικές ανακοινώσεις συγκλίνουν στο ότι η φωτιά φαίνεται να ξεκίνησε από τις σκαλωσιές που περιέβαλλαν τα κτίρια, κατασκευασμένες από μπαμπού και καλυμμένες με δίχτυ, στο πλαίσιο των εργασιών ανακαίνισης. Ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας του Χονγκ Κονγκ, Τζον Λι, δήλωσε ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο επανεξέτασης της χρήσης αυτού του υλικού, προτείνοντας την πιθανή αντικατάστασή του με μεταλλικές κατασκευές. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν — δίχτυ, πλαστικές μεμβράνες, προστατευτικά πλέγματα και πιθανώς αφρώδη/πλαστικά πάνελ (π.χ πολυστυρένιο) — χαρακτηρίστηκαν από τις αρχές ως ‘εύφλεκτα’ και ‘ασυνήθιστα’ για κατοικίες, και κρίθηκαν βασικοί παράγοντες για την ταχεία εξάπλωση της φωτιάς.

Όπως δήλωσαν κλιμάκια διάσωσης και η τοπική κυβέρνηση, πολλά από τα συστήματα ασφαλείας —πυρανίχνευση, συναγερμοί — φαίνεται να μην λειτούργησαν ή να ήταν ανεπαρκή, γεγονός που πιθανώς επέτεινε τον αριθμό των θυμάτων.

Ήδη η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις — διευθυντών και τεχνικών συμβούλων της εταιρείας που είχε αναλάβει τις ανακαινίσεις — απαγγέλοντας κατηγορίες για ανθρωποκτονία από αμέλεια έως και βαριά αμέλεια, που σχετίζονται με την κατασκευαστική εταιρεία που είναι υπεύθυνη για το έργο, τη Hong Yip Construction Engineering, η οποία έχει μακρά ιστορία κακοδιαχείρισης. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής, Γέουνγκ Γιαν-κιν [Yeung Yan-kin], επιβεβαίωσε ότι η χρήση πάνελ πολυστυρενίου για τη σφράγιση παραθύρων, μια πρακτική που χαρακτήρισε «ασυνήθη», ήταν βασικός παράγων για την ταχεία εξάπλωση της φωτιάς, καθώς αυτά τα υλικά είναι εξαιρετικά εύφλεκτα. Οι κάτοικοι είχαν ήδη επικρίνει τη διαχείριση του έργου από τη Hong Yip για ζητήματα όπως τα πεταμένα αποτσίγαρα και η χρήση πάνελ, τα οποία είχαν ήδη τροφοδοτήσει φόβους για πυρκαγιά.

Η τραγωδία επαναφέρει στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος στέγασης στο Χονγκ Κονγκ. Υπερπληθυσμός, πολλοί ένοικοι σε μικρά διαμερίσματα, ανακαινίσεις με ελάχιστο κόστος, και άγνοια ή υποτίμηση θεμελιωδών προδιαγραφών ασφαλείας.

Η διαθεσιμότητα των κατοικιών είναι εξαιρετικά περιορισμένη και τα ενοίκια εξαιρετικά υψηλά. Πολλοί νέοι, για παράδειγμα, ζουν σε λεγόμενα σπίτια-φέρετρα, περίπου 8 τετραγωνικών μέτρων που δημιουργήθηκαν χωρίζοντας μεγαλύτερα διαμερίσματα. Οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρία, ειδικότερα, δεν έχουν κανέναν τρόπο να ξεφύγουν υπό αυτές τις συνθήκες. Σχεδόν το 40% των κατοίκων του Wang Fuk Court είναι 65 ετών και άνω. Συχνά ζουν με αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, οι οποίες βάσει νόμου πρέπει να διαμένουν με τους εργοδότες τους. Πολλές από αυτές τις αλλοδαπές γυναίκες εξακολουθούν να αγνοούνται, ενώ δύο Ινδονήσιες γυναίκες που φρόντιζαν ηλικιωμένες οικογένειες έχουν πεθάνει και δύο άλλες έχουν τραυματιστεί.

Η διάσταση της κοινωνικής κρίσης και της ευαλωτότητας

Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη φωτιά ιδιαίτερα δραματική δεν είναι μόνο οι αριθμοί, είναι οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρίες, αλλοδαπές οικιακές βοηθοί, εργαζόμενοι χαμηλού εισοδήματος. Σε συγκροτήματα όπως το Wang Fuk Court που για δεκαετίες αποτέλεσαν φθηνή λύση στέγασης, η πυκνότητα, η φτώχεια και οι περιορισμένες εναλλακτικές είναι καθημερινή πραγματικότητα. Την ίδια ώρα, οι εργασίες βελτίωσης είναι συχνά πρόχειρες, υπό την πίεση του κόστους, με αποτέλεσμα η ασφάλεια να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.

Η κυβέρνηση εδώ και χρόνια έχει ωθήσει σε πολιτικές που εγκλωβίζουν χιλιάδες κατοίκους σε διαμερίσματα ελάχιστης έκτασης (micro-units ή sub-divided flats), με ανεπαρκείς υποδομές και εξόδους κινδύνου, έναν συνδυασμό που, όπως κατέδειξε με τραγικό τρόπο η προσφατη πυρκαγιά, μπορεί να αποβεί θανατηφόρος.

Το Χονγκ Κονγκ προετοιμαζόταν για τις τοπικές εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί για τις 7 Δεκεμβρίου. Οι εκστρατείες που διεξήγαγε η κυβέρνηση για την ενθάρρυνση της συμμετοχής των ψηφοφόρων έχουν ανασταλεί, αλλά ο πρωθυπουργός Τζον Λι δεν έχει ακόμη αποφασίσει εάν θα τις αναβάλλει.

Πλέον, μετά την καταστροφή, η κοινωνική δυσαρέσκεια αναζωπυρώνεται όχι μόνο λόγω της άμεσης απώλειας, αλλά και γιατί οι κάτοικοι αισθάνονται ότι ζούσαν υπό καθεστώς διαρκούς ρίσκου, και δεν εκπλήσσονται που οι ελλείψεις ασφαλείας μετατράπηκαν σε μαζική τραγωδία. Το θέμα της στέγασης, ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι απλώς ως real estate, επανέρχεται.

Από τότε που το Πεκίνο επέβαλε τον νόμο περί εθνικής ασφάλειας το 2020, έχει δει μια αυξανόμενη επιδείνωση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η φιλοκινεζική τοπική αυτοδιοίκηση, αφού φίμωσε τις δημοκρατικές φωνές, ενέκρινε μόνο «πατριωτικούς» υποψηφίους και γέμισε την πόλη με φυλλάδια για να προωθήσει την ψηφοφορία και να αυξήσει την προσέλευση, η οποία στις τελευταίες εκλογές του 2021 ήταν μόλις 30%. Η πόλη περιμένει επίσης εδώ και μήνες την απόφαση που θα ολοκληρώσει τη δίκη του Τζίμμυ Λάι, του μεγιστάνα φιλοδημοκράτη που βρίσκεται φυλακισμένος εδώ και χρόνια παρά το γεγονός ότι είναι 78 ετών και πάσχει από διαβήτη.

Σε έναν τόπο με τεράστια οικονομική ανισότητα και έντονη πίεση, δεν αποκλείεται η καταστροφή να πυροδοτήσει νέα κοινωνικά κινήματα — κατοίκων, εργαζομένων, αλλοδαπών βοηθών, ηλικιωμένων — για ασφαλή στέγη, δικαίωμα στην αξιοπρεπή ζωή.

Ο αμερικανικός σχεδιασμός πίσω από τη νέα Ελευσίνα

Η νέα νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης, που κατατέθηκε στη Βουλή, επιτρέπει στην ONEX να επεκτείνει τις δραστηριότητές της πέρα από τη ναυπηγοεπισκευή, εντάσσοντας στον σχεδιασμό εμπορική και ενεργειακή λειτουργία, καθώς και λιμενικό έργο σε στρατηγικό επίπεδο. Με το νέο σχέδιο για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, θα μπορούν να μεταφέρονται προϊόντα όπως LNG, containers και χύδην φορτία, ενώ θα υπάρξει και σύνδεση με το Θριάσιο που μετατρέπεται σε κόμβο logistics όπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου.

Αυτό σημαίνει ότι η Ελευσίνα δεν θα είναι πλέον μόνο χώρος συντήρησης πλοίων, αλλά πολυ-τομεακός κόμβος με διεθνείς προεκτάσεις.

Στο πλαίσιο της ρύθμισης παραχωρούνται επιπλέον 400 στρέμματα, ώστε να αναπτυχθούν νέες λιμενικές, εμπορικές και αμυντικές υποδομές. Η κίνηση αυτή ανοίγει χώρο για νέες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ενισχύει τη ναυπηγική δυναμικότητα και επιτρέπει στο λιμάνι να λειτουργήσει ανεξάρτητα και εμπορικά.

Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση δίνεται η δυνατότητα στην Αμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα (DFC) να χρηματοδοτήσει τις επιπλέον εργασίες.

Όπως έχει δηλώσει το υπουργείο Ανάπτυξης, η προσπάθεια αυτή είναι «προς όφελος των εργαζομένων, της ανάπτυξης και της πατρίδας».

Δεύτερος Πειραιάς στη Δυτική Αττική

Η θέση της Ελευσίνας, με άμεση πρόσβαση σε κεντρικούς άξονες, σιδηροδρομικές υποδομές και σε διεθνές δίκτυο εμπορίου, την καθιστά μοναδική πύλη προς την Ευρώπη. Προβάλλεται ως ένας δυτικός εμπορικός πόλος, σε επίπεδο logistics, ενέργειας, αμυντικής βιομηχανίας και ναυτιλιακών υπηρεσιών.

Πηγές του υπουργείου Ανάπτυξης τονίζουν ότι το νέο σχέδιο συμπληρώνει το Λιμάνι του Πειραιά, δεν στοχεύει στην αντικατάστασή του.

Η Ελευσίνα αλλάζει ρόλο. Από μια πόλη με βιομηχανικό παρελθόν και περιβαλλοντική κόπωση, επαναπροσδιορίζεται ως πυλώνας της δυτικής πύλης της Ευρώπης. Η επένδυση του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ για το νέο λιμάνι, σε συνδυασμό με τις αναβαθμίσεις των ναυπηγείων και των σιδηροδρομικών-οδικών υποδομών, αποτελεί τον πυρήνα μιας γεωπολιτικής αναδιάταξης που έχει στραμμένο πάνω της το βλέμμα της Ουάσιγκτον.

Το σχέδιο έχει την ονομασία Διάδρομος Δυτικής Αττικής (Western Attica Corridor), και η σημασία του ξεπερνά κατά πολύ τα ελληνικά σύνορα. Το λιμάνι των 800 στρεμμάτων πρόκειται να αποτελέσει τη νέα θαλάσσια πύλη της Δύσης.

Στην ιδιοκτησία της ONEX, το νέο λιμάνι προσθέτει στην Ελευσίνα: υποδομές εμπορευματοκιβωτίων, ενεργειακές εγκαταστάσεις, κέντρα αποθήκευσης και υποστήριξης, άμεση σύνδεση με το Θριάσιο. Για πρώτη φορά η Ελλάδα αποκτά ενιαίο δίκτυο λιμένα-logistics που μπορεί να ανταγωνιστεί μεγάλες μεσογειακές πύλες μεταφορών.

Το Θριάσιο αναμένεται να αποτελέσει την αποθήκη της Ευρώπης στη Μεσόγειο. Ο εμπορευματικός κόμβος στο Θριάσιο, με 400.000 παλετοθέσεις και σιδηροδρομική πρόσβαση σε βόρειους διαδρόμους αναμένεται να επιταχύνει τη ροή των φορτίων προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη, να μειώσει την εξάρτηση από ενδιάμεσες χώρες και να φέρει την αναβάθμιση της Ελλάδας ως ευρωπαϊκού logistics hub.

Η Ελευσίνα, μαζί με την Αλεξανδρούπολη και τον Πειραιά, σχηματίζουν ένα τρίγωνο ενεργειακής και εμπορικής ισχύος.

Υποδομές που ξεμπλοκάρουν

Το project ενεργοποιεί παγωμένα έργα και την επανεκκίνηση κρίσιμων μεταφορικών δικτύων, όπως η σύνδεση της Λεωφόρου Σχιστού με την Αττική οδό που αφορά την ευρύτερη ζώνη Σκαραμαγκά/Πέραμα/Ναυπηγείων, με στόχο την καλύτερη πρόσβαση στις υποδομές (λιμάνι, logistis hub, σιδηρόδρομος κλπ), η αξιοποίηση υπόγειων σηράγγων στη λίμνη Κουμουνδούρου, που σχεδιάστηκαν για να συνδέσουν την περιοχή Σκαραμαγκά/Πειραιά/Εθνική οδό με την Αττική οδό — ένα σημαντικό οδικό, μεταφορικό δίκτυο, για το οποίο οι εργασίες ξεκίνησαν το 1991 με προβλεπόμενη παράδοση το 2003, αλλά έμειναν στάσιμες και δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Θα ενισχυθεί, επίσης, ένας σιδηροδρομικός σταθμός εντός της ζώνης του λιμένα. Το πρόσφατο νέο νομοθετικό πλαίσιο και οι κινήσεις των διαχειριστών προβλέπουν σιδηροδρομική σύνδεση των ναυπηγείων-λιμένα Ελευσίνας με το δίκτυο του Θριάσιου Εμπορευματικού Κέντρου και μέσω αυτού με το εθνικό σιδηροδρομικό δίκτυο. Δηλαδή , η πρόθεση είναι να μετεξελιχθεί το λιμάνι σε hub με σιδηροδρομική πύλη, ώστε να συνδέεται εμπορευματικά και λογιστικά με το Θριάσιο και πέραν αυτού.

Ο αμυντικός βραχίονας

Τα Ναυπηγεία Ελευσίνας αναβαθμίζονται με δυνατότητα ναυπήγησης πολεμικών πλοίων έως 40.000 τόνων, ενισχύοντας αποφασιστικά την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και τις διαταλαντικές συνεργασίες.

Η πιστοποίηση της ONEX από τις ΗΠΑ για υπηρεσίες του 6ου Αμερικανικού Στόλου δείχνει ότι η Ελευσίνα αποκτά ρόλο-κλειδί στον Νατοϊκό σχεδιασμό.

Η χρηματοδότηση των 125 εκατομμυρίων δολαρίων από τη U.S. International Development Finance Corporation εντάσσει το έργο σε μια ευρύτερη στρατηγική: διασφάλιση θαλάσσιων και χερσαίων διαδρομών του ΝΑΤΟ, ενίσχυση ενεργειακής ασφάλειας, νέα πύλη εμπορικής πρόσβασης προς την Ουκρανία και την Ανατολική Ευρώπη. Πρόκειται λοιπόν για γεωπολιτική αναδιάταξη.

Ο Διάδρομος Δυτικής Αττικής δεν περιορίζεται στη Δυτική Αττική. Σχεδιάζεται η προέκτασή του έως την Αλεξανδρούπολη, η οποία αποτελεί κρίσιμο συμφέρον για ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Το δίκτυο μετατρέπεται έτσι σε διάδρομο εμπορίου και στρατιωτικής υποστήριξης από τη Μεσόγειο έως τη Μαύρη Θάλασσα. Η Ελλάδα γίνεται γέφυρα της Δύσης σε μια περιοχή που αναδιαμορφώνεται από πολεμικές συγκρούσεις και μεγάλες δυνάμεις.

Τι σημαίνει για τους πολίτες

Η περιοχή που μέχρι χθές χαρακτηριζόταν περιβαλλοντικά φορτισμένη και υποβαθμισμένη προσελκύει πλέον νέες επενδύσεις, δημιουργεί χιλιάδες θέσεις εργασίας, βλέπει τις υποδομές της να αναβαθμίζονται θεαματικά.

Ταυτόχρονα, όμως, εγείρονται ερωτήματα: Πόσο θα προστατευθεί το περιβάλλον; Πώς θα διασφαλιστεί η διαφάνεια στις συμβάσεις; Θα ωφεληθούν πραγματικά οι τοπικές κοινωνίες ή μόνο οι μεγάλοι όμιλοι;

Τα έργα αναμένεται να ξεκινήσουν εντός του 2026 και να ολοκληρωθούν μέσα σε τρία χρόνια. Η Ελευσίνα από εργατοτεχνικό κέντρο της βαριάς βιομηχανίας περνά στην προηγμένη εποχή της άμυνας και των logistics, αποκτώντας διεθνή ρόλο.

Εάν υλοποιηθεί στον χρόνο και στην κλίμακα που ανακοινώνεται, η Ελλάδα μετατρέπεται σε βασική πύλη εμπορίου και ασφάλειας της Ευρώπης· η Δυτική Αττική θα αλλάξει ταυτότητα και μέλλον και η γεωπολιτική σημασία της χώρας εντός του ΝΑΤΟ θα ενισχυθεί κατακόρυφα.

Το νέο λιμάνι και ο Διάδρομος Δυτικής Αττικής φέρνουν την Ελλάδα στο επίκεντρο ενός σχεδίου όπου εμπόριο, άμυνα και γεωπολιτική ασφάλεια συγκλίνουν σε έναν ενιαίο άξονα, που καθορίζει το μέλλον της περιοχής. Η ανάπτυξη υπόσχεται αναγέννηση, αλλά απαιτεί σύγχρονα συστήματα αντιρρύπανσης και διαφάνειας στα έργα ώστε να διασφαλιστεί ότι η νέα εποχή δεν θα επαναλάβει λάθη του παρελθόντος.

Η Ταϊβάν διακηρύσσει την κυριαρχία της παρά την κινεζική πίεση

Την Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025, ο πρωθυπουργός της Ταϊβάν , Τσο Τζουνγκ-τάι, προέβη σε δηλώσεις που υπογραμμίζουν την ξεκάθαρη άρνηση του νησιού να ενωθεί με την Κίνα υπό τους όρους του Πεκίνου. Όπως σημείωσε, «για τα 23 εκατομμύρια άτομα του έθνους μας, η ‘επιστροφή’ δεν αποτελεί επιλογή· αυτό είναι πολύ σαφές».

Η δήλωση έγινε κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, κατά την οποία ο πρώτος επεσήμανε ότι η επανένωση της Ταϊβάν με την Κίνα αποτελεί μέρος του οράματός του για τη διεθνή τάξη. Η Ταϊβάν είναι ένα νησί που χωρίζεται από την Κίνα από το Στενό της Ταϊβάν. Η Κίνα ισχυρίζεται ότι η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επικράτειάς της, αν και ποτέ δεν έχει κυβερνήσει το νησί.

Η κυβέρνηση της Ταϊβάν, επίσημα γνωστή ως Δημοκρατία της Κίνας (ΔΚ / Republic of China), επιμένει ότι είναι μία πλήρως κυρίαρχη, ανεξάρτητη χώρα, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Κίνα. Ο πρωθυπουργός επανέλαβε τη θέση ότι η «επιστροφή» δεν είναι επιλογή για τον λαό της.

Το πλαίσιο στο οποίο γίνονται αυτές οι δηλώσεις περιλαμβάνει:

1. Τις διεκδικήσεις της Κίνας πως η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς της. Το 1979, η ηγεσία της Κίνας άλλαξε την πολιτική της για την Ταϊβάν από την «ένοπλη απελευθέρωση», προτείνοντας μια νέα εποχή «ειρηνικής συνύπαρξης» και αποσύροντας τις τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις στο στενό της Ταϊβάν. Ωστόσο, η Κίνα δεν αποκήρυξε ποτέ τη χρήση βίας εάν ήταν απαραίτητο για την επίτευξη επανένωσης .

2. Την άρνηση της κυβέρνησης της Ταϊβάν να αποδεχθεί το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα» που η Κίνα προτείνει ως λύση για το νησί.

3. Ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατιωτικής, οικονομικής και διπλωματικής πίεσης από το Πεκίνο προς το νησί.

Η σχέση μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν χαρακτηρίζεται από δεκαετίες πολιτικών, νομικών και εθνικο-ιστορικών διαχωρισμών.

Η Ιαπωνία παρέδωσε το νησί της Ταϊβάν στη Δημοκρατία της Κίνας το 1945. Μετά την ήττα των εθνικιστικών δυνάμεων της χώρας από τους κομμουνιστές το 1949, οι δημοκρατικοί κατέφυγαν στο νησί.

Η Ταϊβάν ή Δημοκρατία της Κίνας, όπως την ορίζει επίσημα το σύνταγμά της, είναι πλέον ένα νησί 24 εκατομμυρίων κατοίκων, με δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Η μετάβασή της στη δημοκρατία είναι αρκετά πρόσφατη. Μεταξύ 1949 και 1987, η Ταϊβάν βρισκόταν υπό στρατιωτικό νόμο, και διεξήγαγε τις πρώτες προεδρικές εκλογές μόλις το 1996. Τελικά, εξελίχθηκε σε πλήρως δημοκρατική πολιτεία με ξεχωριστή πολιτική κουλτούρα.

Για την Κίνα, το ζήτημα της Ταϊβάν αποτελεί θέμα κυριαρχίας και εθνικής ενότητας. Ωστόσο, η πλειονότητα του νησιωτικού πληθυσμού σήμερα δεν εμπιστεύεται τη λύση της επανένωσης υπό τους όρους του Πεκίνου.

Βασικές προκλήσεις που αναδύονται

Καθώς η Κίνα ισχυροποιείται οικονομικά και στρατιωτικά και γίνεται ένας πιο σημαντικός περιφερειακός και παγκόσμιος παράγοντας, το ποιοτικό πλεονέκτημα της Ταιβάν έναντι της ηπειρωτικής χώρας τίθεται σε κίνδυνο. Η Κίνα είναι αποφασισμένη να ανατρέψει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν και να πραγματοποιήσει την ένωση του νησιού με την ηπειρωτική χώρα.

Η στρατιωτική δραστηριότητα της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν έχει ενταθεί, γεγονός που η Ταϊβάν αντιλαμβάνεται ως στρατηγικό ρίσκο για την ασφάλειά της. Ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής της Κίνας παραμένει η «αρχή της μίας Κίνας», που σημαίνει ότι η ηπειρωτική χώρα και η Ταϊβάν αποτελούν μέρος της Κίνας και ότι η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Κίνας δεν μπορούν να διασπαστούν.

Η Κίνα έχει προτείνει στην Ταϊβάν το μοντέλο «Μία χώρα, δύο συστήματα», το οποίο όμως δεν έτυχε υποστήριξης από κανένα κυρίαρχο πολιτικό κόμμα της Ταϊβάν και έχει απορριφθεί από τον πρόεδρο Λάι Τσινγκ-τε.

Η θέση της κυβέρνησης της Ταϊβάν αντανακλά και την άποψη ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας που απορρίπτει την επανένωση και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού της υπογραμμίζουν ότι το νησί δε προτίθεται να εγκαταλείψει την αυτόνομη πορεία του παρά την πίεση του Πεκίνου, ενισχύουν δε το μήνυμα προς το διεθνές περιβάλλον ότι η Ταϊβάν δεν είναι απλώς ένα διαφιλονικούμενο έδαφος, αλλά μια δημοκρατική κοινωνία με δικά της κυριαρχικά δικαιώματα.

Καθώς η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν «την πιο σημαντική και ευαίσθητη διπλωματική της υπόθεση», η ανάγκη για διεθνή παρακολούθηση της κατάστασης στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού εντείνεται. Η στρατηγική επιλογή των μεγάλων δυνάμεων, ειδικά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, στο πώς θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα της Ταϊβάν, αλλά και τη γενικότερη ασφάλεια στο Στενό της Ταϊβάν και την περιοχή, αναμένεται να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντας στις εξελίξεις.

Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού της Ταϊβάν αποτελούν σαφή αποδοκιμασία του μοντέλου «επιστροφής» και μια επίσημη καταγραφή της χώρας ως κυρίαρχης οντότητας στη διεθνή σκηνή — μια θέση που πιθανώς θα δοκιμαστεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.

Κούβα 2025: Η κατάρρευση του τελευταίου μύθου

Η Κούβα βρίσκεται στη σκοτεινότερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της. Η οικονομική κατάρρευση, η εθνική αιμορραγία της μετανάστευσης και η ολοκληρωτική καταστολή οδηγούν τη χώρα σε ένα μέλλον που μοιάζει να έχει προδιαγραφεί από άλλες κομμουνιστικές δικτατορίες.

Πίσω από την κουρασμένη προπαγάνδα περί «σοσιαλιστικών επιτευγμάτων», ένας λαός πεινά, εξαντλείται και σιωπά.

Η Κούβα βιώνει σήμερα μια καθολική κρίση που δεν αφορά μόνο την οικονομία αλλά και την ίδια τη δυνατότητα του λαού να επιβιώσει. Το νησί μοιάζει παγιδευμένο σε ένα σύστημα που απορρίπτει κάθε αλλαγή, ένα σύστημα που οι ίδιοι οι πολίτες χαρακτηρίζουν «αδιόρθωτο».

Πίσω από την επίσημη αφήγηση περί «σοσιαλιστικής ανθεκτικότητας» και «λαϊκής κυριαρχίας», η πραγματικότητα είναι μια: η χώρα καταρρέει.

Για δεκαετίες, η κουβανική κυβέρνηση θεμελίωσε την εξουσία της πάνω σε τρεις βασικούς άξονες προπαγάνδας: τον μύθο της οικονομικής πολιορκίας, τον μύθο της κορυφαίας κοινωνικής πρόνοιας και τον μύθο της εθνικής αξιοπρέπειας.

Ο μύθος της οικονομικής πολιορκίας

Το καθεστώς επιρρίπτει όλες τις ευθύνες στο αμερικανικό εμπάργκο. Όμως σήμερα η ίδια η κυβέρνηση εισάγει σχεδόν όλα τα αγαθά, εμποδίζει ιδιωτικές επενδύσεις, κρατά τον πληθυσμό δέσμιο σε κρατικά μονοπώλια.

Η «πολιορκία» λειτουργεί κυρίως στο εσωτερικό. Η οικονομική ελευθερία θεωρείται απειλή για το καθεστώς.

Από τη δεκαετία του 1960, η κουβανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η οικονομική δυσπραγία και η φτώχεια είναι αποτέλεσμα κυρίως των κυρώσεων των ΗΠΑ. Η αφήγηση παρουσιάζει τις ΗΠΑ ως μόνιμο εχθρό, υπεύθυνο για την έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και τεχνολογίας, και την Κούβα ως αμυνόμενο έθνος που θυσιάζει την ευημερία της για την «ανεξαρτησία» και την «αντιιμπεριαλιστική αντίσταση», με τη φτώχεια ως ηρωικό μέτρο.

Όμως ποια είναι η πραγματικότητα της οικονομίας; Ανίκανη πολιτική διαχείριση, διαφθορά και γραφειοκρατία, περιορισμοί στον ιδιωτικό τομέα.

Η Κούβα ακολουθεί μια κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία, όπου η κρατική παραγωγή δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πληθυσμού. Για παράδειγμα, η παραγωγή ζάχαρης έχει καταρρεύσει από 8 εκατομμύρια τόνους το 1989 σε 150.000 τόνους σήμερα, με τις εισαγωγές να αντικαθιστούν σχεδόν όλη την εγχώρια ζάχαρη.

Τα κρατικά καταστήματα συχνά έχουν άδεια ράφια, ενώ η διανομή βασικών αγαθών είναι αναποτελεσματική. Η αναποτελεσματικότητα δεν είναι συνέπεια αποκλειστικά των κυρώσεων αλλά κυρίως εσωτερικής κακοδιαχείρισης.

Μέχρι πρόσφατα οι ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν απαγορευμένες. Η μικρή άνοδος του ιδιωτικού τομέα δείχνει ότι η οικονομία μπορεί να ξαναζωντανέψει αν οι πολίτες έχουν χώρο για επιχειρηματική δράση.

Ο μύθος της κορυφαίας κοινωνικής πρόνοιας

Η επίσημη αφήγηση μιλά για δωρεάν υγεία και παιδεία. Όμως ποια είναι η πραγματικότητα;

Το 70% των πολιτών πεινάει, το 89% ζει σε ακραία φτώχεια. Τα φαρμακεία είναι άδεια, τα νοσοκομεία εγκαταλελειμμένα. Οι γιατροί μεταναστεύουν κατά χιλιάδες ή στέλνονται σε χώρες-συμμάχους ως «εξαγώγιμο πολιτικό κεφάλαιο».

Το κοινωνικό κράτος έχει μετατραπεί σε κέλυφος προπαγάνδας. Η κυβέρνηση παρουσιάζει κάθε διαφωνία ως «πράξη προδοσίας» και «εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων».

Η κρατική τηλεόραση επιτίθεται καθημερινά σε όσους ζητούν μεταρρυθμίσεις. Το μήνυμα είναι σαφές: «Ελευθερία σημαίνει χάος, το καθεστώς σημαίνει ασφάλεια». Η κυβέρνηση παρουσιάζει την έλλειψη ως επιτυχία, πείθοντας τον λαό πως θυσιάζεται για το «υψηλό ιδανικό του σοσιαλισμού». Η Κούβα εμφανίζεται ως «ηθικά ανώτερη από τις καπιταλιστικές κοινωνίες», παρόλο που οι πολίτες υποφέρουν καθημερινά.

Ο μύθος αυτός ενισχύει τη νομιμοποίηση του καθεστώτος και μειώνει την αντίδραση της κοινωνίας: «Υποφέρουμε, αλλά για το κοινό καλό».

Ο μύθος της εθνικής αξιοπρέπειας

Η κουβανική κυβέρνηση παρουσιάζει την Κούβα ως «ανεξάρτητο και ηθικά ανώτερο κράτος» που αντιστέκεται στον ιμπεριαλισμό, κυρίως των ΗΠΑ.

Η φτώχεια, οι ελλείψεις και οι δυσκολίες παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα «αξιοπρεπούς αντίστασης» και όχι κακής διακυβέρνησης. Ο λαός εμφανίζεται ως ήρωας που θυσιάζεται για την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας.

Οι πολίτες καλούνται να αντέχουν διακοπές ρεύματος, έλλειψη τροφίμων και χαμηλούς μισθούς με το σκεπτικό ότι «οι θυσίες μας κάνουν τη χώρα ισχυρή».

Η εθνική αξιοπρέπεια συνδέεται άρρηκτα με την πίστη στο καθεστώς. Η αμφισβήτηση του κράτους θεωρείται προδοσία διότι υπονομεύει την εθνική τιμή.

Ο μύθος χρησιμοποιείται για να καλλιεργήσει την υποταγή και την αδράνεια. Οι πολίτες αποθαρρύνονται να αμφισβητήσουν τις πολιτικές ή να απαιτήσουν αλλαγή, γιατί κάθε αντίσταση θεωρείται επίθεση κατά της εθνικής τιμής.

Το αφήγημα είναι: « Η Κούβα είναι περήφανη επειδή επιβιώνει παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ».

Αριθμοί που σοκάρουν

Η καθημερινότητα των πολιτών έχει γίνει ένας ατελείωτος αγώνας επιβίωσης. Ο επίσημος μέσος μισθός είναι 6.506 πέσος (περίπου 14 δολάρια στη μαύρη αγορά). Οι μισθοί σε κρατικές υπηρεσίες (καθαριστές, φύλακες, κλπ) είναι 2.500 πέσος, λιγότερο από 5 δολάρια. Μια καρτέλα 30 αυγών κοστίζει 2.800 πέσος δηλαδή περισσότερο από έναν μηνιαίο μισθό. Ένα κιλό ρύζι και ένα κιλό φασόλια κοστίζουν όσο σχεδόν δέκα ημερομίσθια.

Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ έχει πλέον ενεργοποιηθεί για να αποτρέψει την παιδική πείνα, μια πραγματικότητα που μέχρι πρόσφατα θα έμοιαζε αδιανόητη.

Ρεύμα και νερό λειτουργούν με μεγάλη αστάθεια. Στις περισσότερες περιοχές, όπου τα μπλακ-άουτ διαρκούν πάνω από 4 ώρες ημερησίως και οι διακοπές νερού είναι επίσης συχνές, ακόμη και το μαγείρεμα γίνεται μια πολυτέλεια.

Η δημόσια συγκοινωνία βρίσκεται σε αποσύνθεση. Τα λεωφορεία είναι ελάχιστα, τα καύσιμα δυσεύρετα και πανάκριβα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν ωτοστόπ, ενώ όσοι διαθέτουν αυτοκίνητα συχνά δεν βρίσκουν καύσιμα ή απλώς δεν μπορούν να τα πληρώσουν. Τα πρατήρια δεν λειτουργούν τακτικά και οι οδηγοί περιμένουν ακόμη και μια εβδομάδα για να πάρουν μια μικρή ποσότητα βενζίνης, την οποία πληρώνουν σε τιμή πολλαπλάσια του μισθού τους. Η εικόνα των άδειων δρόμων, ακόμη και σε κεντρικούς αυτοκινητοδρόμους, μαρτυρά το μέγεθος της κρίσης.

Για πολλούς Κουβανούς, σύμφωνα με τον Economist, η μόνη διέξοδος για την επιβίωσή τους είναι τα εμβάσματα που λαμβάνουν από συγγενείς που έχουν στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με ανεξάρτητες κοινωνικές έρευνες, το 89% των νοικοκυριών ζει σε ακραία φτώχεια, ενώ το 70% των πολιτών παραλείπει τουλάχιστον ένα γεύμα την ημέρα. Μόλις το 3% βρίσκει τα απαραίτητα φάρμακα. Χιλιάδες ηλικιωμένοι ζουν ωριαία με συντάξεις των 4.500 πέσος (γύρω στα 10 δολάρια), ενώ αναγκάζονται να επιλέγουν ανάμεσα σε φαγητό και φάρμακα.

Η μετανάστευση έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Από το 2020, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα περίπου 2,75 εκατομμύρια άνθρωποι. Περίπου, δηλαδή, το ¼ του πληθυσμού τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο δείκτης των γεννήσεων κατρακύλησε στο 1,29 παιδί ανά γυναίκα.

Το αποτέλεσμα; Έλλειψη γιατρών, δασκάλων, τεχνικών, ακόμη και χορευτών στο διάσημο μπαλέτο της Αβάνας.

Μια οικονομία σε αποσύνθεση

Σύμφωνα με στοιχεία που παρέχει ο Economist, το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει κατά 11% από το 2019. Ο πληθωρισμός αγγίζει το 15%. Το πέσο έχασε σχεδόν όλη του την αξία, πέφτοντας από 20 σε 450 πέσος/δολάριο

Ο τουρισμός που υποτίθεται πως θα αποτελούσε σανίδα σωτηρίας μετά την πανδημία, παραμένει στάσιμος. Στο κέντρο της Αβάνας, εγκαταλελειμμένα κτίρια γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια των ντόπιων.

Από το 2021 επιτρέπονται ιδιωτικές μικρές και μεσαίες (ΜμΕ) επιχειρήσεις, οι οποίες καλύπτουν πάνω από το 50% του λιανεμπορίου και απασχολούν πάνω από το ⅓ των εργαζομένων. Τα τελευταία χρόνια, η Κούβα αναγκάστηκε να επιτρέψει έναν μικρό αριθμό ιδιωτικών ΜμΕ, γιατί το κράτος δεν μπορεί πια να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού.

Αυτός ο ιδιωτικός τομέας είναι τώρα η μόνη ζωντανή πηγή ανάπτυξης στη χώρα.

Όμως η κυβέρνηση επιβάλλει συνεχώς ασαφείς κανόνες και μπλοκάρει επενδύσεις με τον φόβο ότι η οικονομική ελευθερία θα οδηγήσει σε πολιτική αλλαγή.

Ο Ραούλ Κάστρο, αν κι έχει αποσυρθεί, ασκεί ακόμα μεγάλη επιρροή και εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις. Ο πρόεδρος Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ θεωρείται αδύναμος και παθητικός, εγκλωβισμένος σε ένα μοντέλο που δεν λειτουργεί πλέον ούτε θεωρητικά.

Οι μαζικές διαδηλώσεις του 2021 και του 2024, που έδειξαν ότι οι πολίτες επιθυμούν αλλαγή, καταπνίγηκαν βίαια. Η απάντηση του καθεστώτος: μαζικές συλλήψεις, στρατιωτικοποίηση των πόλεων, λογοκρισία του διαδικτύου, εξόντωση της αντιπολίτευσης.

Η οργανωμένη αντιπολίτευση έχει αποδεκατιστεί, ενώ η κοινωνική κόπωση έχει παγώσει τη διάθεση για διεκδίκηση αλλαγής.

Τι αποκαλύπτει η καθημερινότητα

«Δεν έχω δει ποτέ τόσους ανθρώπους να φεύγουν όπως τώρα», λέει η Βάλια Ροντρίγκεζ, ετών 42, κάτοικος Αβάνας. «Φυσικά, οποιοσδήποτε Κουβανός θα ήθελε να φύγει. Σε αυτή τη χώρα με αυτή την κυβέρνηση δεν μπορείς να ζήσεις… Αν δεν είχα γεννήσει, θα είχα ήδη φύγει, επειδή η κατάσταση είναι μη βιώσιμη».

Η Ντανιέλλα Καστίγιο, 18 ετών, φοιτήτρια, περιγράφει την καθημερινότητα στην Αβάνα: «Η κατάσταση με τις διακοπές ρεύματος είναι τραγική… Φτάνουμε στο σπίτι εξαντλημένοι, δεν υπάρχει ρεύμα, και πολλές φορές πρέπει να περιμένουμε να ξανάρθει — αν ξανάρθει — για να μπορέσουμε να φάμε, για να μπορέσουμε να διαβάσουμε».

«Είναι τρελό για τον καθένα», αναφέρει ο Ραούλ Ερνέστο Γκουτιέρρες για το μαζικό μπλακ-άουτ .Στην επαρχία πρέπει να μαγειρεύουμε με κάρβουνο και με ξύλα. Είναι πολύ αγχωτικό και επίσης απογοητευτικό».

Υπάρχουν παραλληλισμοί που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Η κουβανική κρίση δεν είναι μοναδική. Μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με άλλα καθεστώτα που υποσχέθηκαν «λαϊκό παράδεισο».

Σοβιετική Ένωση (προ του 1991)

  • Οικονομική στασιμότητα
  • Λογοκρισία και καταστολή
  • Έλλειψη βασικών αγαθών
  • Μαζική αδυναμία του κράτους να διατηρήσει παραγωγή
  • Τελικό αποτέλεσμα: κατάρρευση του συστήματος

Βόρεια Κορέα

  • Η μαζική φτώχεια μεταμφιέζεται σε «ηρωική αντίσταση» και παρουσιάζεται ως απόδειξη πατριωτισμού.
  • Η ελίτ ζει απομονωμένη, ενώ ο λαός βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης.

Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό πολλών ολοκληρωτικών καθεστώτων, αντί να διορθώσουν τα λάθη τους, ζητούν από τον λαό να τα θεωρήσει προτέρημα.

Μια τέτοια ρητορική έχει αναπτυχθεί και στην Κούβα. «Αν το τίμημα αυτής της στάσης της χώρας μας ήταν […] να εξαφανιστεί ολόκληρος ο πληθυσμός από προσώπου γης — αν αυτό ήταν δυνατό — θα προτιμούσαμε αυτό από το να αποδεχτούμε εκείνη την τάξη πραγμάτων και εκείνους τους νόμους που ο ιμπεριαλισμός επιθυμεί να επιβάλει στον κόσμο», είχε αναφέρει ο Φιντέλ Κάστρο σε ομιλία του το 1967.

Η Κούβα μοιάζει να πλησιάζει επικίνδυνα αυτό το πρότυπο.

Βενεζουέλα

  • Υπερπληθωρισμός
  • Μαζική έξοδος ανθρώπων
  • Κατάρρευση παραγωγής.

Η Κούβα πλέον καταγράφει μεγαλύτερες μαζικές μεταναστευτικές ροές από πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Το τέλος της αυταπάτης

Ο ιδιωτικός τομέας — η μικρή σπίθα ελευθερίας — κινείται με δυσκολία. Παρ’ όλα αυτά, ήδη καλύπτει μεγάλο μέρος της απασχόλησης και του λιανεμπορίου. Χρειάζεται η αυτονομία, η οικονομική συλλογική δράση, η αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο μικροεπιχειρηματίας της Αβάνας το θέτει καθαρά: «Πληρώνουμε φόρους, δημιουργούμε θέσεις εργασίας, αποτελούμε μέρος της οικονομίας της χώρας […] Χωρίς ιδιωτικό τομέα σήμερα η μετανάστευση θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερη, η φυγή των ικανών και ταλαντούχων ανθρώπων το ίδιο, οι άστεγοι ακόμη περισσότεροι».

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Λευκός οίκος: Υπόμνημα ισχυρίζεται ότι η Alibaba βοηθά τον κινεζικό στρατό να στοχεύει τις ΗΠΑ

Σύμφωνα με ρεπορτάζ των Financial Times που επικαλείται εσωτερικό υπόμνημα εθνικής ασφάλειας της αμερικανικής κυβέρνησης, η Alibaba Group φέρεται να έχει παράσχει στην Κίνα, και ειδικότερα στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΛΑΣ), τεχνολογικές ικανότητες και δεδομένα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να στοχεύσουν αμερικανικούς στόχους. Η πληροφορία έχει προκαλέσει ευρύτερη ανησυχία στην Ουάσιγκτον, αρνητικές κινήσεις στις μετοχές της Alibaba και σφοδρές διαψεύσεις από την ίδια την εταιρεία και το Πεκίνο. Τα στοιχεία στο υπόμνημα δεν έχουν, κατά την αναφορά των FT, ελεγχθεί ανεξάρτητα από το ίδιο το δημοσίευμα.

Τι αναφέρει το υπόμνημα

Το υπόμνημα, που σύμφωνα με ρεπορτάζ, φέρει ημερομηνία 1η Νοεμβρίου 2025 και παρουσιάστηκε στην Ουάσιγκτον άμεσα μετά τη συνάντηση των προέδρων Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ, αναφέρει ότι η Alibaba έχει παράσχει στον ΛΑΣ πρόσβαση σε στοιχεία πελατών (συμπεριλαμβανομένων διευθύνσεων IP, δηλ. μοναδικών αριθμών που χρησιμοποιούνται για να αναγνωρίζονται συσκευές όταν συνδέονται στο διαδίκτυο ή σε ένα δίκτυο για να φτάνουν τα δεδομένα σε αυτήν, πληροφοριών Wi-Fi και αρχείων πληρωμών) καθώς και υπηρεσίες που σχετίζονται με τεχνητή νοημοσύνη και αναφορές για τρωτά σημεία λογισμικού (π.χ. zero-day εκμεταλλεύσεις). Το υπόμνημα χαρακτηρίζεται στην αναφορά ως «εθνικής ασφάλειας» και φέρεται να περιέχει αποχαρακτηρισμένες άκρως απόρρητες πληροφορίες που, κατά την εκτίμηση της κυβέρνησης, συνιστούν απειλή για τις ΗΠΑ.

Το υπόμνημα δεν παρείχε σαφείς λεπτομέρειες για τις συγκεκριμένες δυνατότητες ή επιχειρήσεις που ενδέχεται να εμπλέκονται, ούτε ανέφερε αν οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να αντιδράσουν με κάποιο τρόπο. Οι μετοχές της Alibaba σημείωσαν πτώση της τάξης του 4,2% μετά τη δημοσίευση της είδησης. Σε ανακοίνωσή της η εταιρεία υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί και τα υπονοούμενα του άρθρου είναι απολύτως αναληθή. «Αμφισβητούμε το κίνητρο της ανώνυμης διαρροής η οποία όπως παραδέχονται οι Financial Times, δεν μπόρεσε να επαληθευτεί –  πρόκειται ξεκάθαρα για μια κακόβουλη εκστρατεία δημοσίων σχέσεων με στόχο την αποδυνάμωση της πρόσφατης εμπορικής συμφωνίας μεταξύ του προέδρου Τραμπ και της Κίνας».

Η Alibaba δεν απάντησε αμέσως σε αίτημα να σχολιάσει τη σχέση της με τον ΛΑΣ, σύμφωνα με την εφημερίδα. Ο Λευκός οίκος και η CIA αρνήθηκαν να σχολιάσουν το δημοσίευμα των Financial Times.

H Alibaba και άλλες κινεζικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Huawei Technologies Co. και της μητρικής εταιρείας του TikTok, ByteDance Ltd., αντιμετωπίζουν αυξανόμενο έλεγχο από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εν λόγω εταιρείες ελέγχονται από την κυβέρνηση του Πεκίνου και ως εκ τούτου συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η Huawei έχει συμπεριληφθεί στη μαύρη λίστα των ΗΠΑ, ενώ το ΤiκΤοκ διατρέχει τον κίνδυνο απαγόρευσης από την αμερικανική αγορά βάσει νόμου του 2024, εκτός εάν η ByteDance εκποιήσει τις δραστηριότητες της δημοφιλούς εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης στις ΗΠΑ.

Αμερικανοί βουλευτές έχουν επανειλημμένα εκφράσει επιφυλάξεις σχετικά με τη σταθερή συνεργασία της Alibaba με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή υποστηρίζοντας ότι ενδέχεται να δημιουργήσει κινδύνους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2028 στο Λος Άντζελες.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι Ρεπουμπλικανοί πρόεδροι των επιτροπών της βουλής για θέματα Κίνας και εσωτερικής ασφάλειας, κάλεσαν τις αρμόδιες αρχές να εμποδίσουν την πρόσβαση της Alibaba σε κρίσιμες τοπικές υποδομές κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Υποστήριξαν ότι η εταιρεία λειτουργεί ως «βασικός μοχλός» για τις δραστηριότητες παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών του κινεζικού κράτους, κάτι που κατά την άποψή τους, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της διοργάνωσης.

«Η παροχή από την Alibaba Group υπηρεσιών όπως υποδομές cloud, ηλεκτρονικό εμπόριο, σύστημα έκδοσης εισιτηρίων και ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις σε παλαιότερους Ολυμπιακούς Αγώνες έχει ήδη δώσει στην εταιρεία πρόσβαση σε συστήματα και προσωπικό», ανέφεραν οι βουλευτές Τζον Μούλενααρ και Άντριου Γκαμπαρίνο σε επιστολή τους προς την υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Κρίστι Νόεμ. « Ο κίνδυνος ενισχύεται από τη φύση της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας επί εταιρειών με έδρα την Κίνα και από την αυξανόμενη γεωπολιτική ένταση γύρω από κρίσιμες πλατφόρμες», επεσήμαναν.

Ο Μούλενααρ έχει την προεδρία της Επιτροπής Επιλογής της Βουλής για την Κίνα, ενώ ο Γκαμπαρίνο ηγείται της επιτροπής εσωτερικής ασφάλειας.

Αν η Alibaba αποκλειστεί από τις αμερικανικές κεφαλαιαγορές, θα αντιμετωπίσει σοβαρούς περιορισμούς στην παγκόσμια ανάπτυξή της και στη δυνατότητά της να αντλεί κεφάλαια διεθνώς. Προς το παρόν, Αμερικανοί επενδυτές κατέχουν περίπου το ένα τρίτο του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική έκθεση των αμερικανικών χαρτοφυλακίων σε περίπτωση που εξεταστεί η διαγραφή της εταιρείας από το χρηματιστήριο.

Τα ρεπορτάζ σχετικά με το υπόμνημα του Λευκού Οίκου έχουν βάλει την Alibaba και τις κινεζικές τεχνολογίες στο επίκεντρο μιας νέας αντιπαράθεσης γύρω από την εθνική ασφάλεια .

Λιμάνια σε αναβρασμό: Πειραιάς και Ελευσίνα αλλάζουν τον χάρτη των logistics

Η ελληνική λιμενική αγορά διανύει ένα σημαντικό σταυροδρόμι, με τον Λιμένα Πειραιά να λειτουργεί ήδη στα όρια της δυναμικότητάς του, και τον Λιμένα Ελευσίνας να εμφανίζεται ως δυναμικό «next gen» logistics hub. Η κρίσιμη αυτή μετακίνηση εντάσσεται στον ευρύτερο γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με άμεσες πρακτικές συνέπειες για τη χώρα μας.

Η Ελλάδα μεταβαίνει από μια φάση όπου η συνεργασία με την Cosco Shipping Lines και η εμβάθυνση των σχέσεών της με την Κίνα θεωρήθηκαν ως ευκαιρία κατά τα χρόνια της κρίσης, σε μια φάση ανασύνταξης και επανατοποθέτησης, με έμφαση σε συμμαχίες με τη U.S. International Development Finance Corporation (DFC) και άλλους δυτικούς εταίρους.

Η απόκτηση από την Cosco της πλειοψηφίας στο λιμάνι του Πειραιά, και η μετατροπή του σε ευρωπαϊκό κόμβο της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt & Road Initiative – BRI), το έθεσε στο επίκεντρο των κινεζικών θαλάσσιων και logistics στρατηγικών.

Ωστόσο, η διεθνής γεωπολιτική έχει αλλάξει. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τα λιμάνια της Ελλάδας, και ειδικά για την Ελευσίνα, ως αντίβαρο στον Πειραιά, δείχνει ότι η Ελλάδα θεωρείται κρίσιμος κόμβος μεταφορών, ενέργειας και ασφάλειας στη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο.

Η Κίνα, μέσω της Cosco και του Πειραιά, έχει κλειδώσει ένα ευρωπαϊκό παράθυρο στο θαλάσσιο εμπόριο προς την Ευρώπη.

Στο λιμάνι του Πειραιά διακινούνται περίπου 5,5 εκατομμύρια TEU (twenty-foot equivalent units), γεγονός που φέρνει σε οριακή κατάσταση τα όρια υποδομών και λειτουργιών. Με δεδομένη τη συνεχή αύξηση των μεταφορών, ήδη υπάρχει μελέτη για κατασκευή της 4ης προβλήτας μεταξύ του car terminal και της προβλήτας Ι, με στόχο να αυξηθεί η χωρητικότητα κοντέινερ σε άνω των 10 εκατομμυρίων TEU, συγκρίσιμη με τα μεγαλύτερα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης. Ωστόσο δεν έχει δοθεί ακόμη η τελική έγκριση από τις ελληνικές αρχές.

Αν τεθεί σε λειτουργία, η νέα προβλήτα θα επιτρέψει στην Cosco Shippping Lines να αυξήσει περαιτέρω τον έλεγχο και τη δυναμικότητα του Πειραιά, ενισχύοντας τον ρόλο του λιμένα ως βασικής πύλης για τις εμπορευματικές ροές προς την Ευρώπη.

Παράλληλα, στην περιοχή της Δυτικής Αττικής, η επένδυση στο ναυπηγείο της Ελευσίνας μέσω της ONEX Elefsis Shipyards and industries και ένα εν δυνάμει logistics hub, σε συνεργασία με τη U.S. International Development Finance Corporation (DFC) προσελκύουν το διεθνές ενδιαφέρον. Η εν λόγω ανάπτυξη δημιουργεί δυναμική που ενδέχεται να μετατοπίσει μέρος της εμπορικής δραστηριότητας από τον Πειραιά στην Ελευσίνα, μοχλός που μπορεί να αναθεωρήσει τη λογική των εγχώριων και διεθνών logistics.

Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η αυξανόμενη κινεζική παρουσία σε ευρωπαϊκές υποδομές μεταφορών και λιμένων ενέχει κινδύνους ασφαλείας και επιρροής, γι’ αυτό και το σχέδιο για την Ελευσίνα παρουσιάζεται ως στρατηγικό αντίβαρο προς τον Πειραιά.

Η Cosco, ως βασικός επενδυτής και διαχειριστής των εμπορευματικών προβλητών του Πειραιά, βλέπει την ενίσχυση της Ελευσίνας ως πιθανή μετατόπιση εμπορικού ενδιαφέροντος που θα χαλάσει το μονοπώλιο.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα προχωρεί με νομοθετικές ρυθμίσεις για τη χρήση της Ελευσίνας ως λιμανιού-hub, με αμερικανική στήριξη, υποδηλώνει αλλαγή πλεύσης.

Γεωπολιτικές διαστάσεις

Η επένδυση της αμερικανικής πλευράς στην Ελευσίνα λαμβάνει χώρα σε περίοδο εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Η Cosco παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τις εξελίξεις, καθώς τυχόν υποχώρηση της μισής αγοράς θα μπορούσε να απειλήσει το στρατηγικό της αποτύπωμα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η ελληνική επιλογή, είτε προς την Κίνα μέσω επέκτασης του Πειραιά είτε προς τις ΗΠΑ μέσω της αναβάθμισης της Ελευσίνας, γίνεται πλέον μέρος ενός γεωστρατηγικού παιχνιδιού, όπου το λιμάνι δεν είναι απλώς υποδομή αλλά στοιχείο ισχύος.

Στην περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, η βιομηχανοποίηση και η ναυπηγική δραστηριότητα έχουν οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα ρύπανσης, Για παράδειγμα, μελέτες δείχνουν σημαντική επιβάρυνση των ιζημάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον.

Για το λιμάνι του Πειραιά έχουν καταγραφεί πάμπολες καταγγελίες ότι η Cosco Shiping Lines, διαχειρίστρια εταιρεία, έριξε εκατοντάδες χιλιάδες τόνους απόβλητα από εκβάθυνση σε παρακείμενους αλιευτικούς χώρους, κάτι που θίγει την αλιεία και την οικολογία της περιοχής.

Οι επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία, κυρίως μέσω της ρύπανσης του περιβάλλοντος, της ατμόσφαιρας και πιθανώς του εδάφους, δεν φαίνεται να έχουν ερευνηθεί επαρκώς.

Υπάρχουν καταγγελίες ότι η Cosco μέσω της διαχείρισης του λιμένα Πειραιά, ενδέχεται να περιορίζει τον ανταγωνισμό στην αγορά φορτίου διακίνησης, διεκδικώντας υπερβολική επιρροή σε υποδομές που θεωρούνται στρατηγικές. Έχουν διατυπωθεί επίσης κατηγορίες ότι ο έλεγχος της Cosco επί του λιμένα του Πειραιά έχει οδηγήσει σε μονοπωλιακές πρακτικές στη Ελλάδα. Η σημαντική επιρροή της Cosco στις λειτουργίες του λιμένα και στα σχέδια επέκτασής του έχει περιορίσει τον ανταγωνισμό και έχει δώσει στην εταιρεία αδικαιολόγητο έλεγχο στο θαλάσσιο εμπόριο στην περιοχή.

Αυτά τα ζητήματα εντάσσονται σε μια ευρύτερη διεθνή συζήτηση σχετικά με τον ρόλο των ξένων επενδύσεων σε υποδομές στρατηγικής σημασίας και το πώς εξισορροπούνται τα οικονομικά οφέλη με την ανάγκη προστασίας των εθνικών συμφερόντων.

Η Κίνα έχει βαφτίσει τον Πειραιά «πύλη της Ευρώπης» και έχει προχωρήσει σε τεράστια οικονομική διείσδυση, προσφέροντας αφ’ ενός ανάπτυξη και θέσεις εργασίας  αφ’ ετέρου αποκτώντας στρατηγικό αποτύπωμα σε μια χώρα με σαφώς μικρότερη διαπραγματευτική ισχύ. Η οικονομική εξάρτηση όταν εδραιώνεται, δύσκολα αναστρέφεται.

Δεν αποκλείεται η Ελλάδα να βρεθεί αντικείμενο διπλωματικών και οικονομικών πιέσεων από διαφορετικές κατευθύνσεις, επενδυτές, κράτη, πολυεθνικούς οργανισμούς, εξαιτίας της γεωστρτηγικής της θέσης.

Ρίσκα ασφαλείας

Η Κίνα, μέσω της Cosco, έχει σημαντικό μερίδιο στον Πειραιά, γεγονός που εγείρει ζητήματα ασφάλειας και στρατηγικής. Οι ΗΠΑ έχουν αναφέρει την πιθανότητα ότι κινεζικές επενδύσεις σε λιμένες μπορεί να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτική επιρροή ή για έλεγχο κρίσιμων εμπορικών διαδρόμων.

Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει ως στόχο της να αποδυναμώσει το παγκόσμιο δίκτυο λιμένων της Κίνας και να θέσει περισσότερους στρατηγικούς τερματικούς σταθμούς υπό δυτικό έλεγχο, σύμφωνα με το Reuters, και πηγές που γνωρίζουν το σχέδιο.

Εκτός από τον Παναμά, Αμερικανοί αξιωματούχοι και νομοθέτες ανησυχούν για τις κινεζικές ναυτιλιακές υποδομές που κατέχει η Κίνα σε μέρη όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, η Καραϊβική και τα λιμάνια της Δυτικής ακτής των ΗΠΑ, σύμφωνα με τις πηγές.

«Η ανησυχία είναι ότι η Κίνα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τον έλεγχό της επί αυτών των περιουσιακών στοιχείων για κατασκοπεία, στρατιωτικό πλεονέκτημα ή για να διαταράξει τις αλυσίδες εφοδιασμού κατά τη διάρκεια γεωπολιτικών κρίσεων» δήλωσε ο Στούαρτ Πουλ-Ρομπ [Stuart Poole-Robb], ιδρυτής της KCS Group, συμβουλευτικής εταιρείας για θέματα κινδύνου και πληροφοριών, επικαλούμενος συνομιλίες με ομολόγους του στον τομέα της ασφάλειας των ΗΠΑ.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Cosco εντάχθηκε στη μαύρη λίστα των ΗΠΑ ως εταιρεία που συνεργάζεται με τον κινεζικό στρατό. Η Ελλάδα παρακολουθεί την κατάσταση και έχει συζητήσει το ζήτημα με ομολόγους της στην ΕΕ, δήλωσε Έλληνας αξιωματούχος.

Η στρατηγική σημασία των ξένων επενδύσεων τοποθετεί την Ελλάδα στη μέση συμφερόντων και την εκθέτει στον κίνδυνο πολιτικών ή οικονομικών πιέσεων, γεγονός που απαιτεί ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς.

Διαφθορά, αδιαφάνεια και παράνομες πρακτικές

Στο λιμάνι του Πειραιά εντοπίστηκε πρόσφατα μεγάλη επιχείρηση της European Public Prosecutor’s Office (EPPO) για παράνομες εισαγωγές από την Κίνα, με τεράστιες απώλειες για τα κρατικά έσοδα λόγω αποφυγής απόδοσης τελών και ΦΠΑ.

Τέτοιου είδους γεγονότα δημιουργούν κίνδυνο υπονόμευσης της εμπιστοσύνης στο σύστημα ελέγχου, αλλά και οικονομικών επιπτώσεων για τη χώρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν αρκεί η κατασκευή υποδομών, πρέπει και η διαχείρισή τους να είναι αξιόπιστη, διαφανής και βιώσιμη. Η επιλογή επενδυτών και η κατανομή ελέγχου σε κρίσιμες υποδομές χρειάζεται να λαμβάνει υπ’ όψιν εθνικά συμφέροντα, ασφάλεια και κοινωνική δικαιοσύνη. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να επιβαρύνει υπέρμετρα το περιβάλλον ή να οδηγεί σε εξαρτήσεις που τελικά περιορίζουν την εθνική αυτονομία. Το hub στην Ελευσίνα απαιτεί συνδυασμό με άλλες υποδομές (σιδηροδρομικές, οδικές, logistics), ώστε να ανταποκριθεί στον ρόλο που του αποδίδεται.

Οι τοπικές κοινωνίες στη Δυτική Αττική και στον Πειραιά αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις όπως ο θόρυβος, η κυκλοφοριακή επιβάρυνση, η απώλεια πρόσβασης στη θάλασσα και η υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος.

Εάν οι τοπικές κοινότητες δεν συμμετέχουν ενεργά ή δεν έχουν διαφανείς διαδικασίες αποζημίωσης και ενημέρωσης, η αντίδρασή τους μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις ή κοινωνικές εντάσεις.

Ελευσίνα: Το νέο λιμάνι ως αντίβαρο στον κινεζικό Πειραιά

Ραγδαίες εξελίξεις συμβαίνουν στο λιμάνι της Ελευσίνας, το οποίο πλέον προορίζεται να αποτελέσει στρατηγικό πυλώνα ανάπτυξης, ασφάλειας και ενεργειακής αυτονομίας για Δυτική Αττική και ολόκληρη τη χώρα.

Ως κόμβος του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου, η Ελλάδα είναι κρίσιμη για τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Thriasio.gr και επίσημα στοιχεία της αμερικανικής Development Finance Corporation (DFC), προωθείται ένα φιλόδοξο σχέδιο επέκτασης 400 στρεμμάτων από τα Ναυπηγεία Ελευσίνας έως το κυρίως λιμάνι, συνοδευόμενο από επένδυση ύψους 125 εκατομμυρίων δολαρίων.

Η συμμετοχή της DFC στα Ναυπηγεία Ελευσίνας είχε ήδη σηματοδοτήσει την είσοδο αμερικανικών κεφαλαίων στη βαριά βιομηχανία της χώρας. Τώρα, η επέκταση του λιμανιού εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλάνο ενεργειακών και διαμετακομιστικών κόμβων που καλύπτουν το Θριάσιο Εμπορευματικό Κέντρο, τις σιδηροδρομικές συνδέσεις και τα logistics. Στόχος είναι η δημιουργία ενός λιμανιού πολλαπλών χρήσεων, ικανού να εξυπηρετεί πολεμικά και εμπορικά πλοία, χύδην φορτία (bulk cargo), αλλά και εμπορευματοκιβώτια. Ένα τέτοιο έργο όχι μόνο θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια και την αμυντική υποδομή της Ελλάδας, αλλά θα δημιουργήσει και νέες θέσεις εργασίας σε έναν ιστορικά βιομηχανικό άξονα της Αττικής.

Η DFC έχει ήδη εγκρίνει δάνειο 125 εκατ. δολαρίων προς την εταιρεία ONEX Elefsis Shipyards and Industries, για την ανακαίνιση, επέκταση και εκσυγχρονισμό των Ναυπηγείων. Η επένδυση αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ναυπηγικού συγκροτήματος διεθνούς επιπέδου, ικανού να εξυπηρετεί έως 200 πλοία ετησίως, συμπεριλαμβανομένων και πλοίων που μεταφέρουν LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο).

Παράλληλα, προβλέπεται η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού πάρκου 30 MW για την ενεργειακή αυτονομία του ναυπηγείου και την παροχή καθαρής ενέργειας στο τοπικό δίκτυο. Η ίδια η DFC, σε ανακοίνωσή της, τονίζει ότι το έργο «ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας και αντιμετωπίζει τις επεκτατικές κινήσεις της Κίνας στην περιοχή».

Επέκταση 400 στρεμμάτων και νέο Master Plan του Οργανισμού Λιμένος Ελευσίνας (ΟΛΕ)

Η Ελευσίνα, με τη βαριά βιομηχανική της ιστορία και την εγγύτητα προς το Θριάσιο, μετατρέπεται σταδιακά σε νέο ενεργειακό και ναυτιλιακό κόμβο της χώρας. Το λιμάνι και τα ναυπηγεία αναμένεται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά, δημιουργώντας ένα οικοσύστημα καινοτομίας, τεχνολογίας και παραγωγής, το οποίο μπορεί να αλλάξει ριζικά τον οικονομικό χάρτη της Δυτικής Αττικής.

Το νέο Master Plan του ΟΛΕ προβλέπει ριζικό επανασχεδιασμό του παραθαλάσσιου μετώπου και επέκταση του λιμανιού προς τη βιομηχανική ζώνη των ναυπηγείων.

Η νέα ζώνη των 400 στρεμμάτων θα αναπτυχθεί εξ ολοκλήρου από μηδενική βάση, με λιμενικές εγκαταστάσεις πολλαπλών χρήσεων: εμπορικές, ενεργειακές και στρατιωτικές.

Το σχέδιο περιλαμβάνει:

  • Μετεγκατάσταση του εμπορικού λιμανιού στη θέση «Βλύχα»
  • Αναβάθμιση των υποδομών logistics και αποθήκευσης
  • Ανάπλαση του παλαιού λιμανιού για τουριστικές και πολιτιστικές χρήσεις
  • Ενοποίηση με το Θριάσιο Εμπορευματικό Κέντρο και το σιδηροδρομικό δίκτυο

Ο ΟΛΕ προωθεί επίσης την ιδέα μιας «Πράσινης Λιμενικής Ζώνης», με στόχο η Ελευσίνα να γίνει το πρώτο βιώσιμο, ενεργειακά αυτόνομο λιμάνι της Αττικής.

Ένα «δυτικό αντίβαρο» στον Πειραιά της Cosco

Η Ελευσίνα δεν αναπτύσσεται απλώς ως βιομηχανική υποδομή. Αναπτύσσεται ως στρατηγικό αντίβαρο στην κινεζική παρουσία της Cosco Shipping στον Πειραιά, όπου η εταιρεία-κολοσσός του Πεκίνου ελέγχει το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, και έχει δείξει την πρόθεσή της να πραγματοποιήσει περαιτέρω εξαγορές στην περιοχή.

Όταν η Cosco απέκτησε το 67% του ΟΛΠ, το 2021, ο Πειραιάς κατέστη ένα από τα ισχυρότερα κινεζικά ερείσματα στην Ευρώπη.

Η ενίσχυση του δυτικού θαλάσσιου διαδρόμου με αμερικανική υποστήριξη αναμένεται να επαναφέρει ισορροπία στις γεωοικονομικές σχέσεις της Ελλάδας, μειώνοντας την εξάρτηση από την Κίνα και προσδίδοντας μεγαλύτερο ρόλο στη Δύση στη ναυτιλιακή και ενεργειακή ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου. Η περιοχή απαιτεί επενδύσεις στον ναυτιλιακό τομέα και για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση. Η Μεσόγειος αντιπροσωπεύει περίπου το 20% της παγκόσμιας ναυτιλιακής δραστηριότητας και αναμένεται να αυξήσει τους μεταφορείς LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου), καθώς μεγάλο μέρος της Ευρώπης εγκαταλείπει από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Το ναυπηγείο της Ελευσίνας βρίσκεται κοντά στο Αιγαίο Πέλαγος και κοντά σε περιφερειακές ναυτιλιακές οδούς μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου, και εξυπηρετεί έναν αυξανόμενο όγκο ναυτιλιακής κίνησης στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων πλοίων του ενεργειακού τομέα που επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν τον χρόνο εξυπηρέτησης μεταξύ των διαμετακομίσεων.

Η Ελευσίνα, μαζί με την Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα και το Θριάσιο Logistics Center, εντάσσεται τώρα σε ένα δίκτυο υποδομών που υποστηρίζεται από ΗΠΑ και ΕΕ, ένα «δυτικό τόξο ανάπτυξης και ασφάλειας» που στοχεύει στη διασφάλιση ενεργειακών και εμπορικών ροών της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελώντας μέρος μιας ευρύτερης αμερικανικής στρατηγικής, όπως επισημαίνουν αναλυτές.

Η DFC δηλώνει ρητά πως η ελληνική επένδυση «προωθεί τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους». Αντίστοιχα η ONEX (ελληνοαμερικανικός βιομηχανικός και τεχνολογικός όμιλος με έδρα τη Νέα Υόρκη και θυγατρικές στην Ελλάδα που ειδικεύεται σε ναυπηγεία, ναυπηγοεπισκευές, αμυντική βιομηχανία, κυβερνοασφάλεια και ενεργειακές τεχνολογίες) υπογραμμίζει ότι η Ελευσίνα θα αποτελέσει ευρωπαϊκό κέντρο επισκευής και υποστήριξης πλοίων του ΝΑΤΟ.

Η αναβίωση των ναυπηγείων και η ανάπτυξη του λιμανιού εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει πάνω από 2.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, με εξειδικευμένο προσωπικό να επιστρέφει στην περιοχή μετά από δεκαετίες.

Παράλληλα, η σύνδεση με το Θριάσιο Εμπορευματικό Κέντρο θα καταστήσει τη Δυτική Αττική τον νέο κόμβο logistics της Ελλάδας, συνδέοντας σιδηροδρομικά, οδικά και θαλάσσια δίκτυα. Η περιοχή, που επί δεκαετίες φέρει το στίγμα της βιομηχανικής υποβάθμισης, αποκτά ξανά προοπτική και αυτοπεποίθηση.

Η Ελευσίνα του 2030 φιλοδοξεί να είναι μια πόλη-λιμάνι καθαρής ενέργειας, τεχνολογίας και ναυπηγικής αριστείας. Η επένδυση της DFC και η επέκταση του λιμανιού της Ελευσίνας επανατοποθετεί την Ελλάδα στον γεωοικονομικό χάρτη της Μεσογείου, εξισορροπώντας την επιρροή Ανατολής και Δύσης και αναβαθμίζοντας τη χώρα σε κόμβο ασφάλειας, ενέργειας και εμπορίου.

Αν το σχέδιο ευοδωθεί, η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί στο επίκεντρο μιας νέας ισορροπίας δυνάμεων στη Μεσόγειο, όχι ως παθητικός παρατηρητής, αλλά ως ενεργός παράγοντας σταθερότητας και ανάπτυξης.

Επιστροφή στις ρίζες: Εισάγεται μάθημα υφαντικής, κεντήματος, πλεξίματος και κεραμικής στα Δημοτικά Σχολεία

Η παιδεία συναντά την παράδοση, καθώς επιστρέφουν στα σχολεία οι τέχνες που άνθισαν στις αυλές των γιαγιάδων μας

Μια νέα πνοή ελληνικής παράδοσης πρόκειται να φυσήξει στις σχολικές αίθουσες, καθώς το υπουργείο Παιδείας ανακοινώνει την εισαγωγή του προγράμματος «Πολιτιστική Παιδεία – Εργαστήρια Δημιουργίας και Χειροτεχνίας» στα Δημοτικά Σχολεία όλης της χώρας. Η πρωτοβουλία, με απόφαση της υπουργού Παιδείας Σοφίας Ζαχαράκη, στοχεύει στην επανασύνδεση των παιδιών με τις παραδοσιακές τέχνες – την υφαντική, το κέντημα, το πλέξιμο και την κεραμική.

Για την υλοποίηση του προγράμματος εγκρίθηκε κονδύλι 4 εκατομμυρίων ευρώ, που θα διατεθεί για την προμήθεια εξοπλισμού και υλικών, καθώς και για τη δημιουργία ειδικών γωνιών χειροτεχνίας στο σχολείο.

Στην εποχή της ταχύτητας και της ψηφιακής απομόνωσης, το νέο μάθημα έρχεται να φέρει μια ισορροπία. Μέσα από την εκμάθηση των παραδοσιακών τεχνών, τα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία να καλλιεργήσουν τη δημιουργικότητά τους, να αναπτύξουν δεξιότητες συνεργασίας και να συνδεθούν βιωματικά με την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας.

Όπως επισημαίνει το υπουργείο Παιδείας, «η παραδοσιακή χειροτεχνία αποτελεί βασικό στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, όμως η μετάδοσή της στις νεότερες γενιές έχει σχεδόν εκλείψει».

Το πρόγραμμα φιλοδοξεί να αναζωογονήσει αυτήν τη γνώση και να τη μετατρέψει σε πολύτιμο εκπαιδευτικό εργαλείο, ευθυγραμμισμένο με τους στόχους της UNESCO για την προώθηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας.

Ένα μάθημα με ψυχή

Οι μαθητές, μέσα από τη βιωματική μάθηση, θα ασκηθούν στην υπομονή, την παρατήρηση, την επιμονή και την ομαδικότητα. Παράλληλα, θα καλλιεργούν την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή τους, θα μαθαίνουν να εκφράζουν συναισθήματα και να απομακρύνονται δημιουργικά από τον κόσμο των οθονών και των τάμπλετ.

Η υφαντική και το κέντημα δεν είναι απλώς τεχνικές. Είναι ιστορίες γραμμένες με νήμα και χρώμα, που περνούν από γενιά σε γενιά. Το πλέξιμο και η κεραμική, διδάσκουν τη χαρά της δημιουργίας, τη σύνδεση με τη φύση και τον χρόνο. Αυτές οι τέχνες, που κάποτε γέμιζαν τις αυλές των χωριών και τις καρδιές των ανθρώπων, επιστρέφουν τώρα στα σχολεία για να εμπνεύσουν τις νέες γενιές.

Η εισαγωγή του μαθήματος δεν αφορά μόνο την αναβίωση των τεχνών, αλλά και την παιδαγωγική αναγέννηση. Μέσα από τα εργαστήρια χειροτεχνίας, τα παιδιά θα μαθαίνουν να δημιουργούν, να συνεργάζονται, να εκτιμούν την παράδοση και να αντιλαμβάνονται τη σημασία της διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας.

Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας, αυτή η κίνηση του υπουργείου Παιδείας δίνει ένα ουσιαστικό μήνυμα ισορροπίας, ότι η πρόοδος δεν αναιρεί τις ρίζες, αλλά χτίζεται πάνω σε αυτές.

Μόνο όταν γνωρίζουμε από πού ερχόμαστε, μπορούμε να βαδίσουμε με σιγουριά προς το μέλλον. Η τεχνολογία, οι επιστήμες και η καινοτομία αποκτούν ουσιαστική αξία όταν συνοδεύονται από σεβασμό στην παράδοση και επίγνωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Οι τέχνες της υφαντικής, του κεντήματος, του πλεξίματος και της κεραμικής δεν είναι μόνο μνήμες του παρελθόντος, είναι ζωντανές εκφράσεις της ελληνικής ψυχής, που μπορούν να εμπνεύσουν δημιουργικότητα, υπομονή και ευγένεια στις νέες γενιές.

Έτσι, η εκπαίδευση δεν περιορίζεται στη μετάδοση γνώσεων, αλλά γίνεται γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο.

Πειραιάς: Το λιμάνι στο κέντρο του νέου γεωοικονομικού ανταγωνισμού

Το λιμάνι του Πειραιά, ιστορική πύλη της Ελλάδας προς τον κόσμο και στρατηγικός κόμβος της Ανατολικής Μεσογείου, έχει μετατραπεί σε πεδίο γεωοικονομικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, με τις ΗΠΑ να επιχειρούν να ανακόψουν την κινεζική επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω στοχευμένων επενδύσεων σε υποδομές, ενέργεια και ναυτιλία.

Οι συζητήσεις που διεξάγονται τις τελευταίες εβδομάδες στην Αθήνα επαναφέρουν στο προσκήνιο το ενδεχόμενο αμερικανικών επενδύσεων ως αντιστάθμισμα στην κινεζική επιρροή, τόσο στον Πειραιά όσο και σε κρίσιμες ενεργειακές υποδομές της χώρας. Οι πρόσφατες κινήσεις της Ουάσιγκτον υποδηλώνουν μια σαφή πρόθεση να ενισχύσει την παρουσία της στην ελληνική οικονομία, με στόχο τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής που έχει παγιωθεί μέσω της Cosco Shiping Ports.

H Cosco, κρατικός κινεζικός ναυτιλιακός κολοσσός, απέκτησε το 2016 το 51% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), αυξάνοντας στη συνέχεια τη συμμετοχή της στο 67%. Η επένδυση αυτή μετέτρεψε τον Πειραιά σε βασικό πυλώνα της κινεζικής πρωτοβουλίας «Μια ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and road initiative – BRI).

Έτσι, ο Πειραιάς λειτουργεί πλέον ως κύρια είσοδος κινεζικών εμπορευμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά, προσφέροντας στην Κίνα ένα στρατηγικό σημείο επιρροής στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο, παρά τη θεαματική αύξηση της εμπορευματικής κίνησης, αρκετές από τις συμφωνημένες επενδύσεις της Cosco παραμένουν σε εκκρεμότητα, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση. Μετά από δύο πενταετείς παρατάσεις στα έργα που αφορούν την αναβάθμιση της προβλήτας Ι και τις επεκτάσεις του επιβατικού λιμένα, η Αθήνα φέρεται αποφασισμένη να ζητήσει πλήρη συμμόρφωση με τις συμβατικές δεσμεύσεις.

Η αμερικανική στρατηγική : Από την πίεση στην επένδυση

Την ίδια στιγμή, η Ουάσιγκτον εντείνει τις κινήσεις της για να περιορίσει τη διείσδυση κινεζικών εταιρειών σε ευρωπαϊκές υποδομές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία, έχουν υιοθετήσει πιο επιθετική πολιτική έναντι της κινεζικής διείσδυσης στη Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον δεν περιορίζεται πλέον σε διπλωματικές προειδοποιήσεις ή εκκλήσεις για απεξάρτηση από την Κίνα. Επιχειρεί να αντικαταστήσει την επιρροή του Πεκίνου με κεφάλαια και παρουσία αμερικανικών κρατικών ή ιδιωτικών ομίλων.

Σενάρια που κυκλοφορούν στην Αθήνα αναφέρουν πως οι ΗΠΑ εξετάζουν την ανάπτυξη ανταγωνιστικών λιμενικών υποδομών εντός Αττικής, ως εναλλακτική λύση έναντι του Πειραιά, που ελέγχεται από τους Κινέζους.

Η Αμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα (DFC) έχει ήδη αναλάβει ενεργό ρόλο στην αναβίωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας, ενώ έχει εκφράσει ενδιαφέρον για συμμετοχή στο εμπορευματικό κέντρο του Θριασίου Πεδίου, ένα έργο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εναλλακτική πύλη μεταφορών και logistics στην Αττική. Παράλληλα η DFC έχει δείξει ενδιαφέρον και για την Great Sea Interconnector, το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου που θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου.

Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ επεκτείνεται και στον ΑΔΜΗΕ, τον Διαχειριστή του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, όπου η κινεζική State Grid κατέχει το 24% των μετοχών. Από το 2027, όταν εκπνέει το δικαίωμα πρώτης άρνησης της State Grid σε νέες συμβάσεις, ενδέχεται να ανοίξει το πεδίο για μερική ή ολική αντικατάσταση του κινεζικού μεριδίου από δυτικά κεφάλαια.

Το θέμα αναμένεται να τεθεί στο τραπέζι κατά την 6η Σύνοδο για Διατλαντική Ενεργειακή Συνεργασία (P-TEC), όπου η Ουάσιγκτον θα επιδιώξει να ευθυγραμμίσει τις ευρωπαϊκές πολιτικές με τη στρατηγική της για τον περιορισμό του κινεζικού αποτυπώματος στις κρίσιμες υποδομές.

Η Κίνα και το δίκτυο των λιμανιών της

Η Κίνα ελέγχει ή συμμετέχει σε περισσότερα από 100 λιμάνια σε 60 χώρες, μέσα από κρατικούς ομίλους όπως η Cosco Shipping Ports και η China Merchants Port. Από τον Πειραιά και το Αμβούργο έως τη Βαλένθια και το Ρόττερνταμ, οι κινεζικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει ένα παγκόσμιο δίκτυο εμπορικών κόμβων που συνδέει την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη.

Στην Αφρική, η China Merchant Port διαχειρίζεται το στρατηγικό λιμάνι του Τζιμπουτί, ενώ έχει ισχυρή παρουσία σε λιμένες της Νιγηρίας, του Καμερούν και της Κένυας, κεντρικά σημεία στην κινεζική στρατηγική των θαλάσσιων δρόμων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί με ανησυχία αυτή την επέκταση, καθώς τα κινεζικά συμφέροντα σε κρίσιμες υποδομές μπορεί να δημιουργήσουν εξάρτηση σε τομείς που άπτονται της ασφάλειας εφοδιασμού και της ενεργειακής αυτονομίας.

Για την Ουάσιγκτον, η εκτεταμένη κινεζική παρουσία ισοδυναμεί με γεωστρατηγικό προγεφύρωμα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εμπορικούς, ενεργειακούς, αλλά και πολιτικούς σκοπούς.

Στην περίπτωση της Κίνας, η απόκτηση του ελέγχου λιμένων όπως του Πειραιά, λειτουργεί όχι μόνο εμπορικά, αλλά και στρατηγικά. Δημιουργεί δηλαδή ένα δίκτυο σημείων παρουσίας που επιτρέπει στο Πεκίνο να ελέγχει ή να επηρεάζει κρίσιμες θαλάσσιες οδούς, να προβάλει ισχύ μέσω οικονομίας και εφοδιασμού, και να εδραιώνει πολιτική επιρροή στις χώρες όπου δραστηριοποιούνται κινεζικές κρατικές εταιρείες.

Ο Πειραιάς θεωρείται ένα τέτοιο γεωστρατηγικό προγεφύρωμα επειδή συνδέει την Ασία με την ευρωπαϊκή ενδοχώρα μέσω των θαλάσσιων και χερσαίων διαδρομών της Πρωτοβουλίας «Μια ζώνη, ένας δρόμος».

Από αυτό το σημείο, η Κίνα έχει άμεση επιχειρησιακή παρουσία σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με δυνατότητα να επηρεάζει εμπορικές και ενεργειακές ροές σε όλη τη Μεσόγειο.

Ο Πειραιάς ως καθρέφτης του νέου Ψυχρού Πολέμου

Ο Πειραιάς αποτελεί σήμερα σύμβολο την νέας εποχής γεωοικονομικού ανταγωνισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να ανακόψουν τη διείσδυση της Κίνας όχι μόνο για εμπορικούς λόγους, αλλά και για να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός κινεζικού ζωντανού διαδρόμου που συνδέει την Ανατολική Ασία με την καρδιά της Ευρώπης.

Για την Ελλάδα το διακύβευμα είναι διπλό: αφ’ ενός να προσελκύσει πραγματικές επενδύσεις που θα αναβαθμίσουν τις υποδομές και θα ενισχύσουν την οικονομία αφετέρου να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις που επιδιώκουν να αυξήσουν την επιρροή τους στην περιοχή, μη θέλοντας να διαταραχθούν οι διπλωματικές ισορροπίες.

Ο Πειραιάς, ως το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης, βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων γεωπολιτικών εξελίξεων. Η εξέλιξη του λιμανιού του Πειραιά είναι αντανάκλαση των μεταβαλλόμενων παγκόσμιων ισορροπιών και όχι απλώς ένα οικονομικό ή εμπορικό ζήτημα.

Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο της αναμέτρησης δύο μοντέλων παγκοσμιοποίησης. Του κινεζικού, που βασίζεται σε κρατικά ελεγχόμενες επενδύσεις και γεωοικονομική επιρροή, και του αμερικανικού που επιδιώκει να συνδυάσει στρατηγική ασφάλεια με επιχειρηματική συνεργασία.

Η αναζήτηση αμερικανικών κεφαλαίων ως αντίβαρο στην κινεζική επιρροή μπορεί να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο για την ελληνική ναυτιλιακή οικονομία, αλλά και να δοκιμάσει τα όρια της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις που ανταγωνίζονται όχι απλώς για επενδύσεις, αλλά για τον έλεγχο των πυλών του παγκόσμιου εμπορίου.

Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η ‘ναυμαχία’ των επενδύσεων θα καθορίσει όχι μόνο το μέλλον του Πειραιά, αλλά και τη θέση της Ελλάδας στο νέο διεθνές τοπίο του 21ου αιώνα.