Στις 17 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ξεκίνησε τη διήμερη επίσημη επίσκεψή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά την οποία θα συναντηθεί με μέλη της βασιλικής οικογένειας στο Κάστρο του Ουίνδσορ.
Ο πρόεδρος και η Πρώτη Κυρία κατέφθασαν στο ιστορικό κάστρο, περίπου 32 χιλιόμετρα δυτικά του κέντρου του Λονδίνου, λίγο μετά το μεσημέρι τοπική ώρα, για μια τελετή με ιδιαίτερη λαμπρότητα και επισημότητα.
Η επίσκεψη πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο επιχειρεί να ενισχύσει τις σχέσεις του με την κυβέρνηση Τραμπ, να επαναδιαπραγματευτεί τη νεοσύναπτη εμπορική συμφωνία τους, να αντιμετωπίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και να διευρύνει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ σε τομείς όπως η πυρηνική ενέργεια και η τεχνητή νοημοσύνη.
Κατά την άφιξή τους, το προεδρικό ζεύγος υποδέχθηκαν ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα της Ουαλίας, Ουίλλιαμ και Κάθριν, προτού τους υποδεχθούν επίσημα ο βασιλιάς Κάρολος και η βασίλισσα Καμίλλα. Βασιλικός χαιρετισμός αποδόθηκε ταυτόχρονα από τους κήπους του Κάστρου του Ουίνδσορ και τον Πύργο του Λονδίνου.
Λίγο πριν αναχωρήσει για το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Τραμπ χαρακτήρισε τον βασιλιά Κάρολο «φίλο του», λέγοντας ότι η σχέση τους «κρατάει χρόνια». Απέδωσε ακόμη τα εύσημα στον βασιλιά, σημειώνοντας: «Είναι ένας τόσο κομψός κύριος και εκπροσωπεί τη χώρα του άριστα».
Η βασίλισσα Καμίλλα συμμετείχε στην υποδοχή μόλις λίγες ημέρες αφού είχε αποσυρθεί προσωρινά από τα δημόσια καθήκοντα για να αναρρώσει από οξεία ιγμορίτιδα.
Λαμπρή τελετή στο Ουίνδσορ
Η επίσημη υποδοχή συνεχίστηκε με τη βασιλική οικογένεια να συνοδεύει τον Τραμπ και την Πρώτη Κυρία σε πομπή με άμαξες εντός του κτήματος του Ουίνδσορ. Ο Τραμπ και ο βασιλιάς Κάρολος επέβαιναν στην πρώτη άμαξα, ενώ η βασίλισσα, η Μελάνια Τραμπ και το πριγκιπικό ζεύγος ακολούθησαν σε ξεχωριστές άμαξες.
Κατά μήκος της διαδρομής είχαν παραταχθεί μέλη των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, ενώ στρατιωτικές μπάντες έπαιξαν τους εθνικούς ύμνους των δύο χωρών, «The Star-Spangled Banner» και «God Save the King». Όπως ανακοίνωσε το Παλάτι του Μπάκιγχαμ: «Οι αυλοί και τα τύμπανα απέδωσαν βασιλικό χαιρετισμό και έπαιξαν και τους δύο εθνικούς ύμνους».
Στην αυλή του Κάστρου του Ουίνδσορ, η αποστολή υποδέχθηκε άγημα τιμής από σώματα Φρουράς των Γρεναδιέρων, Σκώτων και Coldstream.
Ο Τραμπ προσκλήθηκε να επιθεωρήσει το άγημα τιμής, συνοδείᾳ του βασιλιά Καρόλου, ενώ μετά την τελετή, ο βασιλιάς και η βασίλισσα οδήγησαν τους καλεσμένους τους στο εσωτερικό για γεύμα στην επίσημη τραπεζαρία.
Ακολούθησε ξενάγηση σε ειδική έκθεση στο πράσινο σαλόνι, με αντικείμενα της βασιλικής συλλογής σχετικά με τις ΗΠΑ.
Ο βασιλιάς Κάρολος Γ’ και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ μεταβαίνουν με άμαξα στο Κάστρο του Ουίνδσορ, στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ηνωμένο Βασίλειο, 17 Σεπτεμβρίου 2025. ( Toby Melville – WPA Pool/Getty Images)
Το απόγευμα, η αμερικανική αποστολή επισκέφθηκε το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για κατάθεση στεφάνου στον τάφο της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄, η οποία συμπληρώθηκε από σύντομη ξενάγηση και μουσική παρουσίαση από τη χορωδία του παρεκκλησίου.
Αργότερα, ο πρόεδρος και η Πρώτη Κυρία συμμετείχαν μαζί με τον βασιλιά, τη βασίλισσα, τον πρωθυπουργό Κηρ Στάρμερ και τη σύζυγό του, καθώς και οικογένειες στρατιωτικών από ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, σε στρατιωτική επίδειξη στον ανατολικό κήπο, η οποία ολοκληρώθηκε με διέλευση βρετανικών και αμερικανικών μαχητικών F-35 και των Red Arrows της RAF.
Το βράδυ, η βασιλική οικογένεια παρέθεσε επίσημο δείπνο προς τιμήν του προεδρικού ζεύγους στην αίθουσα του κάστρου, με τις ομιλίες του Τραμπ και του βασιλιά Καρόλου να δίνουν το έναυσμα της εκδήλωσης.
Ο πρόεδρος και η Πρώτη Κυρία διανυκτέρευσαν στο Ουίνδσορ. Η προηγούμενη κρατική επίσκεψη του Τραμπ στη Βρετανία είχε πραγματοποιηθεί το 2019, όταν τον υποδέχθηκε η βασίλισσα Ελισάβετ στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ. Λόγω εργασιών ανακαίνισης στο Μπάκιγχαμ, η φετινή φιλοξενία πραγματοποιήθηκε στο Ουίνδσορ.
Η Κάθριν, πριγκίπισσα της Ουαλίας, ο πρίγκιπας Ουίλλιαμ, πρίγκιπας της Ουαλίας, η πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών Μελάνια Τραμπ, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, ο βασιλιάς Κάρολος Γ’ και η βασίλισσα Καμίλλα κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο Κάστρο του Ουίνδσορ. Ηνωμένο Βασίλειο, 17 Σεπτεμβρίου 2025. (Chris Jackson/Getty Images)
Δεύτερη ημέρα της επίσκεψης
Την Πέμπτη, ο Τραμπ είχε προγραμματίσει διμερή συνάντηση με τον Στάρμερ, ακολουθούμενη από επιχειρηματική εκδήλωση και συνέντευξη Τύπου.
Πρόκειται για τη δεύτερη κρατική επίσκεψη που υπογραμμίζει και ανανεώνει την «ειδική σχέση» μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, όπως επεσήμανε ανώτατος Αμερικανός αξιωματούχος, στοχεύοντας παράλληλα και στον εορτασμό της επερχόμενης 250ής επετείου από την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στην αποστολή του προέδρου Τραμπ συμμετείχαν ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ, ο πρεσβευτής Γουώρεν Στήβενς, ο ειδικός απεσταλμένος Στηβ Γουίτκοφ και η προσωπάρχης Σούζι Ουέιλς.
Στο επίκεντρο των συνομιλιών τέθηκαν η ενίσχυση της συνεργασίας στην επιστήμη και την τεχνολογία, την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας, την αμυντική τεχνολογία και τις οικονομικές διασυνδέσεις των δύο χωρών.
Όπως ανέφερε Αμερικανός αξιωματούχος, η συμφωνία πυρηνικής ενέργειας που θα ανακοινωθεί στη διμερή συνάντηση αποσκοπεί στην πλήρη απεξάρτηση από ρωσικά πυρηνικά καύσιμα έως το 2028.
Στις 16 Σεπτεμβρίου, οι δύο χώρες υπέγραψαν τεχνολογικό σύμφωνο που, σύμφωνα με την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, θα φέρει επενδύσεις 42 δισ. δολαρίων από αμερικανικούς κολοσσούς τεχνολογίας στις υποδομές τεχνητής νοημοσύνης της χώρας.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, ΗΠΑ και Βρετανία θα συνεργαστούν στην προώθηση της τεχνητής νοημοσύνης, των κβαντικών υπολογιστών και της πυρηνικής τεχνολογίας.
Λίγο πριν αναχωρήσει, ο Τραμπ ανέφερε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί να τροποποιήσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που έχει συναφθεί στις 16 Ιουνίου, λέγοντας: «Θέλουν να δουν αν μπορούν να βελτιώσουν λίγο τη συμφωνία. Κάναμε μια σπουδαία συμφωνία κι είμαι πρόθυμος να βοηθήσω».
Στο Λονδίνο, σημειώθηκαν μικρές διαδηλώσεις κατά της επίσκεψης Τραμπ. Ο δήμαρχος του Λονδίνου, Σαντίκ Καν, σε άρθρο του, ανέφερε: «Πρέπει επίσης να πούμε στον πρόεδρο Τραμπ και τους υποστηρικτές του να σταματήσουν να δυσφημούν και να υποτιμούν τη σπουδαία πρωτεύουσά μας. Το Λονδίνο είναι παράδειγμα παγκόσμιας επιτυχίας, όσο κι αν ο ίδιος θέλει να δείχνει το αντίθετο. Είναι ανοιχτό, δυναμικό, και πιο ασφαλές σε ό,τι αφορά τους δείκτες ανθρωποκτονιών σε σύγκριση με κάθε πολιτεία των ΗΠΑ».
Τον Ιούλιο, κατά τη διάρκεια προηγούμενης επίσκεψής του, ο Τραμπ είχε επικρίνει σφοδρά τον Καν, λέγοντας ότι έχει αποτύχει στη διαχείριση του Λονδίνου. Τον Ιούνιο του 2019, πριν την πρώτη του κρατική επίσκεψη, ο Τραμπ είχε δηλώσει πως ο δήμαρχος θα έπρεπε να εστιάσει στην εγκληματικότητα κι όχι στο πρόσωπό του.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θα ταξιδέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 16 Σεπτεμβρίου για μια διήμερη κρατική επίσκεψη, κατά τη διάρκεια της οποίας αναμένεται να συναντηθεί με τον βασιλιά Κάρολο, τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ και να επιβλέψει την υπογραφή επενδυτικών και εταιρικών συμφωνιών αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η τελευταία κρατική επίσκεψη του Τραμπ στη Βρετανία πραγματοποιήθηκε το 2019, κατά την πρώτη του θητεία, όταν φιλοξενήθηκε από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ στο παλάτι του Μπάκιγχαμ.
«Οι σχέσεις μου με το Ηνωμένο Βασίλειο είναι εξαιρετικές και ο Κάρολος, όπως γνωρίζετε, που είναι πλέον βασιλιάς, είναι φίλος μου. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που κάποιος τιμάται για δεύτερη φορά», δήλωσε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους την Τρίτη πριν την αναχώρησή του.
Πρόσθεσε: «Θέλουν να δουν αν μπορούν να βελτιώσουν λίγο τη εμπορική συμφωνία. Κλείσαμε μια συμφωνία, είναι εξαιρετική, και εγώ θέλω να βοηθήσω».
Η πρόσκληση για αυτή την επίσκεψη διατυπώθηκε επισήμως τον Φεβρουάριο, όταν ο Στάρμερ παρέδωσε επιστολή του βασιλιά Καρόλου στον Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός σημείωσε: «Αυτό είναι κάτι μοναδικό», κρατώντας την επιστολή. «Δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ. Είναι κάτι πρωτοφανές».
Ο Τραμπ απάντησε θετικά: «Η απάντηση είναι ναι. Ανυπομονούμε να βρεθούμε εκεί και να τιμήσουμε τον βασιλιά».
Λίγες ώρες αργότερα, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου, ο Τραμπ υπογράμμισε τη σημασία της πρόσκλησης, χαρακτηρίζοντάς την ιστορική. «Είναι ιδιαίτερη τιμή, γιατί δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ», ανέφερε.
Ο πρόεδρος θα συνοδεύεται από τη σύζυγό του, Μελάνια Τραμπ, και αναμένεται να αφιχθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο περίπου στις 9 μ.μ. τοπική ώρα, την Τρίτη. Το επίσημο πρόγραμμα θα ξεκινήσει το πρωί της Τετάρτης με τελετή υποδοχής στο κάστρο του Ουίνδσορ, όπου η βασιλική οικογένεια θα φιλοξενήσει τους Τραμπ, καθώς το παλάτι του Μπάκιγχαμ τελεί υπό ανακαίνιση, σύμφωνα με ανακοίνωση της βασιλικής αυλής.
Ο πρόεδρος και η πρώτη κυρία θα συναντηθούν αρχικά με τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα της Ουαλίας, Γουίλιαμ και Κάθριν, προτού υποδεχθούν επίσημα ο βασιλιάς Κάρολος και η βασίλισσα. Μετά την τελετή υποδοχής θα ακολουθήσει επίσημο γεύμα στη Μεγάλη Τραπεζαρία.
Αργότερα μέσα στην ημέρα, ο πρόεδρος και η πρώτη κυρία θα καταθέσουν στεφάνι στον τάφο της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄. Το βράδυ, θα παρακαθίσουν σε κρατικό δείπνο που θα παραθέσει η βασιλική οικογένεια στο Ουίνδσορ.
Την Πέμπτη, ο Τραμπ αναμένεται να έχει διμερή συνάντηση με τον Στάρμερ, ενώ θα ακολουθήσουν επιχειρηματική εκδήλωση και συνέντευξη Τύπου.
Η ιστορική αυτή δεύτερη κρατική επίσκεψη έχει στόχο την ανάδειξη και ανανέωση του «ειδικού δεσμού» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, όπως ανέφερε ανώτατος Αμερικανός αξιωματούχος σε ενημερωτική τηλεδιάσκεψη. Παράλληλα, η επίσκεψη εντάσσεται και στον εορτασμό της επικείμενης 250ής επετείου από την ίδρυση των ΗΠΑ.
Στην αποστολή του προέδρου συμμετέχουν ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσαντ, ο πρεσβευτής Γουόρεν Στίβενς, ο ειδικός απεσταλμένος Στιβ Γουίτκοφ και η επιτελάρχης Σούζι Γουάιλς.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό αξιωματούχο, η επίσκεψη επικεντρώνεται στην ενίσχυση της συνεργασίας στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας, της πολιτικής πυρηνικής ενέργειας, της αμυντικής τεχνολογίας και στη σύσφιξη των δεσμών ανάμεσα στα χρηματοοικονομικά κέντρα των δύο χωρών.
Η συμφωνία πυρηνικής ενέργειας που θα ανακοινωθεί στη διάρκεια της διμερούς συνάντησης αποσκοπεί στην πλήρη απεξάρτηση από το ρωσικό πυρηνικό καύσιμο ως το 2028, αποκάλυψε ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος.
Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν ανακοινώσει στις 8 Μαΐου ότι κατέληξαν σε συμφωνία επί των βασικών όρων μιας εμπορικής συμφωνίας, έπειτα από πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων.
Στις 16 Ιουνίου, ο Τραμπ και ο Στάρμερ υπέγραψαν τη συμφωνία στο περιθώριο της συνόδου της G7 στον Καναδά. Η συμφωνία παρέχει αυξημένη πρόσβαση στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου για ορισμένα αμερικανικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων το βοδινό κρέας, η αιθανόλη και κάποια αγροτικά προϊόντα.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, οι ΗΠΑ θα επιτρέπουν την ετήσια εισαγωγή 100.000 αυτοκινήτων από το Ηνωμένο Βασίλειο με δασμό 10%. Επίσης θεσπίζεται ποσοστώση ατελών εισαγωγών για βρετανικά χαλυβουργικά και αλουμινένια προϊόντα, όπως και για συγκεκριμένα παράγωγα αυτών των μετάλλων.
Αμφότερες οι χώρες συμφώνησαν να διαπραγματευτούν σημαντικές προνομιακές ρυθμίσεις για τα βρετανικά φαρμακευτικά προϊόντα και να καθιερώσουν αμοιβαίο εμπόριο χωρίς δασμούς για ορισμένα αεροδιαστημικά προϊόντα.
Αλλαγή τόνου σηματοδοτούν οι πρόσφατες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ που στρέφονται ευθέως κατά της Κίνας και των συμμάχων της.
Έπειτα από μήνες αποφυγής ανοιχτής κριτικής προς τον ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας Σι Τζινπίνγκ, ο Τραμπ πλέον δεν μασά τα λόγια του—μια εξέλιξη που τροφοδοτεί ερωτήματα για το αν χαράσσει νέα στρατηγική απέναντι στον βασικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ.
Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος στράφηκε κατά της Ινδίας και της Ρωσίας, εκφράζοντας την ενόχλησή του για την προσέγγισή τους προς το Πεκίνο. «Μοιάζει να χάσαμε την Ινδία και τη Ρωσία προς την πιο σκοτεινή, βαθιά Κίνα», έγραψε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social. «Τους εύχομαι μακροημέρευση και ευημερία μαζί».
Μια ημέρα νωρίτερα, είχε παροτρύνει τους Ευρωπαίους ηγέτες να σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο και να εντείνουν τις οικονομικές πιέσεις κατά του Πεκίνου, κατηγορώντας παράλληλα την Κίνα ότι στηρίζει τις πολεμικές ενέργειες της Μόσχας.
Ο Τραμπ έχει επανειλημμένως επιτεθεί τόσο στον Σι όσο και στον πρωθυπουργό της Ινδίας για την αγορά ρωσικού πετρελαίου που έχει τεθεί υπό κυρώσεις. Πρόσφατα επέβαλε δασμούς ύψους 50% στα ινδικά προϊόντα και προς το παρόν δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει πίσω, παρά τους ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το Νέο Δελχί.
Ο Άνταμ Σάβιτ, διευθυντής του China Policy Initiative στο America First Policy Institute, επισημαίνει στην Epoch Times ότι η σκλήρυνση της ρητορικής του Τραμπ αποτελεί σαφή απομάκρυνση από την πιο ήπια στάση των προηγούμενων μηνών, όταν η αμερικανική κυβέρνηση προσέγγιζε το Πεκίνο με στόχο νέες εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Ο Σάβιτ, ωστόσο, εκτιμά ότι το φαινόμενο αυτό αποδίδεται κυρίως στην διαπραγματευτική τακτική του Τραμπ, παρά σε ουσιαστική αλλαγή της στρατηγικής του για την Κίνα. Σημειώνει μάλιστα πως η πρόσφατη κριτική του εστιάζει κυρίως στην Ινδία, αντικατοπτρίζοντας την απογοήτευσή του για τη στενότερη προσέγγιση της χώρας αυτής με το Πεκίνο.
Η Ινδία, χώρα που παραδοσιακά διατηρεί τεταμένες σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας λόγω εδαφικών διενέξεων και οικονομικών διαφορών, αποτελεί και μέλος του σχήματος Quad, μιας στρατηγικής συμμαχίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία και την Αυστραλία με στόχο την ανάσχεση της κινεζικής επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό.
Αν το Νέο Δελχί ενισχύσει περαιτέρω τους δεσμούς του με τον Σι Τζινπίνγκ, προειδοποιεί ο Σάβιτ, η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να σηματοδοτήσει διεύρυνση της επιρροής της Κίνας εντός των BRICS—του μπλοκ που αποτελείται από Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική.
Κινέζο-Ρωσικός Άξονας
Κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής του συνέντευξης με τον Σκοτ Τζένινγκς στις 2 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ υποβάθμισε τις ανησυχίες περί διαμόρφωσης άξονα Κίνας-Ρωσίας κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. «Δεν ανησυχώ καθόλου», δήλωσε. «Διαθέτουμε την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο μακράν και δεν θα τολμούσαν ποτέ να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον μας—πιστέψτε με. Αυτό θα ήταν το χειρότερο που θα μπορούσαν να κάνουν».
Την ίδια μέρα, σε δηλώσεις του από το Οβάλ Γραφείο, εμφανίστηκε σίγουρος ότι σε τελική ανάλυση ο Σι θα εξαναγκαστεί να υποχωρήσει στις εμπορικές διαπραγματεύσεις. «Η Κίνα μας έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη απ’ ό,τι εμείς αυτούς», τόνισε.
Λίγο αργότερα, κατηγόρησε δημοσίως τον Σι, μαζί με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Κιμ Γιονγκ Ουν, για συμπαιγνία κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς οι τρεις ηγέτες συμμετείχαν σε στρατιωτική παρέλαση στο Πεκίνο για την επέτειο της κινεζικής νίκης επί της Ιαπωνίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Παρακαλώ, δώστε τους θερμότερους χαιρετισμούς μου στον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Κιμ Γιονγκ Ουν, καθώς συνωμοτείτε εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής», έγραψε ο Τραμπ σε μήνυμά του προς τον Σι στην Truth Social.
Όταν δημοσιογράφοι του ζήτησαν να διευκρινίσει, ο Τραμπ μείωσε τη σημασία της συνάντησης των τριών ηγετών, αφήνοντας πάντως ανοιχτό το ενδεχόμενο να επανεξετάσει τις σχέσεις τους με την Ουάσινγκτον το αμέσως προσεχές διάστημα.
«Κατάλαβα γιατί το έκαναν, ήλπιζαν να παρακολουθώ—και το έκανα», δήλωσε στις 3 Σεπτεμβρίου για τη στρατιωτική παρέλαση. «Η σχέση μου με όλους τους παραμένει πολύ καλή. Θα διαπιστώσουμε πόσο καλή είναι τις επόμενες μία-δύο εβδομάδες».
Τον τελευταίο καιρό, πριν την αλλαγή στο ύφος και στα μηνύματά του, ο Τραμπ επέμενε συχνά στην καλή του σχέση με τον Σι Τζινπίνγκ, διαμηνύοντας πως σκοπεύει να τον συναντήσει εντός του έτους, χωρίς να ασκεί ευθεία κριτική.
Όπως επισημαίνει ο Μάικλ Γουόλς, ανώτερος επιστημονικός συνεργάτης στο Foreign Policy Research Institute, ο Τραμπ έχει μια μακρά ιστορία δηλώσεων που αλληλοαναιρούνται, γεγονός που κάνει δύσκολη την ερμηνεία των πραγματικών του προθέσεων απέναντι στην Κίνα.
«Εν μέρει μπορεί να πρόκειται για τακτική του στις διαπραγματεύσεις», είπε στην Epoch Times, παρατηρώντας ότι οι εμπορικές συνομιλίες απαιτούσαν χαμηλούς τόνους, ενώ τώρα οι πρόσφατες δηλώσεις πιθανότατα αντανακλούν τις αληθινές του απόψεις για την Κίνα.
Στις 25 Αυγούστου, ο Τραμπ είχε δηλώσει, παρουσία του Νοτιοκορεάτη προέδρου Λι Τζε-μγιούνγκ, πως οι ΗΠΑ διατηρούν «πολύ καλύτερα χαρτιά» από την Κίνα, εκφράζοντας για ακόμη μία φορά τη δυσφορία του για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις—ιδίως μετά την απόφαση του Πεκίνου να περιορίσει τις εξαγωγές σπάνιων γαιών ως μοχλό πίεσης. «Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω αυτά τα χαρτιά», είπε. «Αν το έκανα, θα κατέστρεφα την Κίνα».
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, υποδέχθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου στον Λευκό Οίκο τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Πολωνίας, Κάρολ Ναβρότσκι, στην πρώτη επίσημη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Ο Ναβρότσκι, συντηρητικός πολιτικός και στενός σύμμαχος του Τραμπ, επικράτησε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τον Ιούνιο και ανέλαβε καθήκοντα τον Αύγουστο. Ο Αμερικανός πρόεδρος εξήρε τον Πολωνό ομόλογό του, σημειώνοντας ότι έχει αυξηθεί η δημοτικότητά του μετά την εκλογή του και ότι αποδίδει, όπως είπε, εξαιρετικά στο έργο του. Υπενθύμισε επίσης ότι τον είχε στηρίξει προεκλογικά, κάτι για το οποίο δήλωσε ιδιαίτερα ικανοποιημένος.
Από την πλευρά του, ο Ναβρότσκι υπογράμμισε ότι οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών-Πολωνίας βρίσκονται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, ενώ τόνισε πως ο ίδιος και ο Τραμπ μοιράζονται κοινές αξίες, οι οποίες – όπως εκτίμησε – βρίσκουν απήχηση και στην πολωνοαμερικανική κοινότητα. Οι δύο ηγέτες ανέφεραν ότι οι συνομιλίες τους επικεντρώθηκαν σε ζητήματα εμπορίου, ενέργειας και άμυνας.
Κατά τη συνάντηση, ο Τραμπ διαβεβαίωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα παραμείνουν στην Πολωνία, παρά τη συζήτηση για ελάττωσή τους σε άλλες περιοχές, και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποστολής επιπλέον στρατευμάτων εφόσον ζητηθεί. Επεσήμανε ότι οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν την Πολωνία να προστατεύσει τον εαυτό της, σε μια περίοδο που η ρωσική απειλή προκαλεί έντονη ανησυχία.
Λίγο πριν από τη συνάντηση, τέσσερα F-35 και τέσσερα F-16 πραγματοποίησαν πτήση πάνω από την Ουάσιγκτον προς τιμήν του Πολωνού πιλότου F-16 που έχασε πρόσφατα τη ζωή του σε αεροπορικό δυστύχημα. Ο Ναβρότσκι δήλωσε ότι οι Πολωνοί είναι θετικά διακείμενοι προς την παρουσία των ξένων στρατευμάτων στη χώρα και ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες έχουν γίνει, όπως είπε, κομμάτι της κοινωνίας τους.
Ο 42χρονος πρόεδρος, ιστορικός και πρώην πυγμάχος, εισήλθε πρόσφατα στην πολιτική. Ως υποψήφιος του δεξιού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), διεξήγαγε προεκλογική εκστρατεία εστιάζοντας στην πολωνική κυριαρχία και την επιφυλακτικότητα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει ταχθεί υπέρ της ενίσχυσης της συμμαχίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δηλώνοντας ότι αντλεί έμπνευση από το κίνημα του Τραμπ «Make America Great Again».
Πριν από τις εκλογές, ο Τραμπ είχε εκφράσει δημόσια τη στήριξή του στον Ναβρότσκι, προσκαλώντας τον στον Λευκό Οίκο τον Μάιο και δημοσιεύοντας σχετικές φωτογραφίες. Η κίνηση αυτή έδωσε καθοριστικό πλεονέκτημα σε μια αμφίρροπη αναμέτρηση, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Ο Ναβρότσκι είχε δηλώσει τότε σε τηλεοπτικό δίκτυο ότι ερμήνευσε την ενθάρρυνση του Τραμπ ως ευχή αλλά και ένδειξη της προσοχής που δίνει η Ουάσιγκτον στις εξελίξεις στην Πολωνία.
Στις 6 Αυγούστου, ο Τραμπ είχε αποστείλει αμερικανική αντιπροσωπεία υπό την επικεφαλής της Υπηρεσίας Μικρών Επιχειρήσεων, Κέλλυ Λέφλερ, για να παραστεί στην ορκωμοσία του Ναβρότσκι στη Βαρσοβία.
Ο Πολωνός πρόεδρος ηγούνταν προηγουμένως του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης, το οποίο διερευνά εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τα ναζιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα, έχει ταχθεί υπέρ της αυστηρότερης φύλαξης των συνόρων και της αύξησης των αμυντικών δαπανών, ενώ αντιτίθεται στη φιλελευθεροποίηση, στη γενίκευση του δικαιώματος στην άμβλωση και στην επέκταση των δικαιωμάτων ΛΟΑΤΚΙ.
Η Πολωνία θεωρείται στρατηγικός εταίρος του ΝΑΤΟ, καθώς συνορεύει με την εμπόλεμη Ουκρανία. Σύμφωνα με τον Πωλ Τζόουνς, ερευνητή στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ανάλυσης και πρώην Αμερικανό πρεσβευτή στην Πολωνία, η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Ναβρότσκι στην Ουάσιγκτον μπορεί να έχει σημαντικά οφέλη και για την Ουκρανία, καθώς ο Πολωνός ηγέτης τηρεί σταθερά υποστηρικτική στάση απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα.
Ο Τζόουνς εκτίμησε ότι η πολιτική και το υπόβαθρο του Ναβρότσκι τού επιτρέπουν να ασκεί επιρροή στον Τραμπ με τρόπο που δεν μπορούν να πετύχουν άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Βρετανός πρωθυπουργός, ο Γερμανός καγκελάριος ή ο Γάλλος πρόεδρος. Σημείωσε επίσης ότι η επίσκεψη συμπίπτει με την επικείμενη δημοσιοποίηση της νέας Εθνικής Αμυντικής Στρατηγικής και της αναθεώρησης της αμερικανικής διάταξης δυνάμεων.
Σήμερα, περίπου 10.000 Αμερικανοί στρατιώτες σταθμεύουν στην Πολωνία, με την πολωνική ηγεσία να επιθυμεί τη διατήρηση του αριθμού αυτού.
Η Πολωνία διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και τις τρίτες μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις, με σχεδόν 210.000 προσωπικό. Ο Τραμπ επαίνεσε την πολωνική συνεισφορά, τονίζοντας ότι η χώρα ξεπερνά τις δεσμεύσεις της έναντι της Συμμαχίας. Υπενθύμισε μάλιστα ότι, έπειτα από δική του παρότρυνση, η Πολωνία αύξησε τη συμμετοχή της από το 2% στο 5% του ΑΕΠ.
Για χρόνια, το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας κατηγορείται ότι τροφοδοτεί την επιδημία φεντανύλης στις ΗΠΑ, μια εκτίμηση που επανήλθε στο προσκήνιο όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε δασμούς σε προϊόντα από Κίνα, Μεξικό και Καναδά, επικαλούμενος τον ρόλο τους στην κρίση των ναρκωτικών.
Η πλειονότητα της φεντανύλης που διακινείται στις ΗΠΑ παράγεται στο Μεξικό με χρήση χημικών προδρόμων που εισάγονται από την Κίνα. Σύμφωνα με δελτίο Τύπου του Λευκού Οίκου τον Φεβρουάριο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) υποστηρίζει ενεργά αυτές τις επιχειρήσεις μέσω φορολογικών επιστροφών και επιδοτήσεων, ενώ διατηρεί μερίδια σε εταιρείες που εμπλέκονται στη διακίνηση φεντανύλης και των προδρόμων της.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται αύξηση της διακίνησης φεντανύλης προς τις ΗΠΑ και μέσω του βόρειου συνόρου με τον Καναδά. Παρά το γεγονός ότι πολλοί Αμερικανοί γνωρίζουν ότι η φεντανύλη εισάγεται παράνομα, λίγοι κατανοούν πώς χρηματοδοτείται αυτή η διακίνηση και πώς τα παράνομα κέρδη κυκλοφορούν στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Πρόσφατη έκθεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι Κινέζοι διακινητές παράνομων κεφαλαίων μετέφεραν πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω αμερικανικών τραπεζών τα τελευταία πέντε χρόνια, βοηθώντας τα μεξικανικά καρτέλ να αποκρύψουν τα κέρδη τους.
Πώς η Κίνα διευκολύνει τη νομιμοποίηση χρημάτων
Οι αυξανόμενοι δεσμοί μεταξύ Κινέζων διακινητών παράνομων κεφαλαίων και μεξικανικών καρτέλ ή άλλων εγκληματικών ομάδων οφείλονται εν μέρει σε νόμους του Μεξικού και της Κίνας που περιορίζουν τις χρηματοοικονομικές ροές, σύμφωνα με έκθεση του Δικτύου Επιβολής Χρηματοοικονομικών Εγκλημάτων (Financial Crimes Enforcement Network – FinCEN) του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.
Στο Μεξικό, οι ισχύουσες διατάξεις απαγορεύουν την κατάθεση μεγάλων ποσών σε δολάρια σε μεξικανικές τράπεζες, γεγονός που δυσχεραίνει την κίνηση δολαρίων των καρτέλ μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας, οδηγώντας τα στη χρήση επαγγελματιών διακινητών παράνομων κεφαλαίων στις ΗΠΑ.
Στην Κίνα, οι αυστηροί έλεγχοι συναλλάγματος περιορίζουν την ποσότητα ξένου νόμισματος που μπορούν να αγοράσουν οι πολίτες και απαγορεύουν απευθείας μεταφορές γουάν στο εξωτερικό χωρίς έγκριση, δημιουργώντας μεγάλη ζήτηση για δολάρια εκτός επίσημων καναλιών.
Υπάλληλος κινεζικής τράπεζας μετράει χαρτονομίσματα των 100 γουάν και των 100 δολαρίων ΗΠΑ σε ένα γκισέ τράπεζας στη Ναντόνγκ, στην επαρχία Τζιανγκσού της Κίνας, στις 6 Αυγούστου 2019. (STR/AFP μέσω Getty Images)
Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση των Κινέζων για δολάρια και η ανάγκη των καρτέλ να νομιμοποιήσουν μετρητά δημιούργησαν αυτή την εγκληματική συμμαχία. Τα καρτέλ πωλούν τα δολάρια τους σε κινεζικά δίκτυα νομιμοποίησης χρημάτων, τα οποία στη συνέχεια τα διαθέτουν σε Κινέζους πολίτες που θέλουν να παρακάμψουν τους περιορισμούς συναλλάγματος.
Σύμφωνα με την έκθεση του FinCEN, τα δίκτυα αυτά προτιμώνται από τα μεγαλύτερα καρτέλ, όπως τα μεξικανικά Jalisco New Generation και Σιναλόα, λόγω της ταχύτητας, της αποτελεσματικότητας και της προθυμίας τους να αναλάβουν οικονομικές απώλειες ή κινδύνους εκ μέρους των καρτέλ.
Κινέζοι φοιτητές ως «μεσάζοντες»
Τα δίκτυα νομιμοποίησης χρημάτων περιλαμβάνουν Κινέζους υπηκόους που δραστηριοποιούνται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό και συχνά στρατολογούν μέλη της κινεζικής ή άλλων διασπορών για να λειτουργούν ως μεταφορείς μετρητών, «μεσάζοντες» ή διαμεσολαβητές. Τα τελευταία χρόνια, ολοένα περισσότερο στρατολογούνται Κινέζοι φοιτητές που ζουν στις ΗΠΑ.
Καθώς οι ξένοι φοιτητές συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση νόμιμης εργασίας, είναι πιο ευάλωτοι στο να συμμετάσχουν σε τέτοιες δραστηριότητες, μερικοί χωρίς να συνειδητοποιούν ότι παραβαίνουν τον νόμο, θεωρώντας ότι απλώς βοηθούν άλλους Κινέζους να αποκτήσουν δολάρια και ταυτόχρονα να βγάλουν κάποια χρήματα, σύμφωνα με την έκθεση. Ορισμένοι συνεχίζουν να συμμετέχουν στις επιχειρήσεις νομιμοποίησης χρημάτων ακόμη και μετά την αποφοίτησή τους.
Καρτέλ Σινάλοα: Παράδειγμα νομιμοποίησης χρημάτων
Τα κινεζικά δίκτυα χρησιμοποιούν ποικίλα σχήματα για να αποκρύψουν τα παράνομα κεφάλαια. Μία συνηθισμένη μέθοδος είναι οι «καθρεφτικές συναλλαγές», όπου τα καρτέλ παραδίδουν δολάρια στις ΗΠΑ και οι συνεργάτες στο Μεξικό μεταφέρουν άμεσα το ισοδύναμο σε πέσος στους λογαριασμούς των καρτέλ, κρατώντας μια μικρή προμήθεια. Καμιά φορά χρησιμοποιείται και κρυπτονόμισμα αντί μετρητών.
Χρησιμοποιούνται επίσης «μεσάζοντες», όπως φοιτητές, για να ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς και να καταθέτουν παράνομα κεφάλαια, καλύπτοντας τη δραστηριότητά τους με κοινά επαγγέλματα όπως «φοιτητής» και καταθέτοντας τακτικά μετρητά ή μεταφορές με την ένδειξη «δίδακτρα» ή «διαβίωση».
Μια άλλη μέθοδος είναι η «νομιμοποίηση μέσω εμπορίου», όπου οι «μεσάζοντες» αγοράζουν ηλεκτρονικά είδη και άλλα προϊόντα πολυτελείας στις ΗΠΑ και τα πωλούν μέσω διαδικτυακών πλατφορμών ή τα εξάγουν σε άλλες χώρες, νομιμοποιώντας έτσι τα παράνομα κεφάλαια των καρτέλ.
Μεξικανοί πεζοναύτες παρουσιάζουν στον Τύπο τον φερόμενο ως μέλος του καρτέλ ναρκωτικών Zetas, Έρικ Χοβάν Λοσάνο Ντίαζ, γνωστό και ως «Cucho», καθώς και χρήματα που κατασχέθηκαν κατά τη σύλληψή του στο Νουέβο Λαρέντο, στις 15 Ιουνίου 2012. (Ronaldo Schemidt/AFP/GettyImages)
Τον Ιούνιο του 2024, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατηγόρησε συνεργάτες του καρτέλ Σιναλόα στο Λος Άντζελες ότι συνωμότησαν με κινεζικά δίκτυα νομιμοποίησης χρημάτων για να νομιμοποιήσουν πάνω από 50 εκατομμύρια δολάρια από ναρκωτικά. Μεταξύ Οκτωβρίου 2019 και Οκτωβρίου 2023, μέλη του καρτέλ εισήγαγαν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, όπως φεντανύλη, κοκαΐνη και μεθαμφεταμίνη, στις ΗΠΑ, παράγοντας τεράστια έσοδα σε δολάρια.
Οι κατηγορούμενοι φέρονται να χρησιμοποίησαν πολλαπλές μεθόδους νομιμοποίησης, συμπεριλαμβανομένων αγορών πολυτελών προϊόντων ή αυτοκινήτων, επενδύσεων σε κρυπτονόμισμα και καταθέσεων μικρών ποσών σε πολλούς λογαριασμούς ώστε οι τράπεζες να μην αναφέρουν μεγάλες καταθέσεις στην κυβέρνηση.
Δίκτυα συνδεδεμένα με το ΚΚΚ
Έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης υποδεικνύουν ότι τα κινεζικά δίκτυα νομιμοποίησης χρημάτων έχουν στενούς δεσμούς με το Πεκίνο και προωθούν τους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους του. Έκθεση του 2024 από τη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ αναφέρει ότι το ΚΚΚ τροφοδοτεί την κρίση φεντανύλης στις ΗΠΑ μέσω επιδοτήσεων, προστατεύει διακινητές φεντανύλης και επωφελείται άμεσα από τη διακίνηση. Επιπλέον, στην έκθεση παρατίθεται ότι «κινεζικές οργανωμένες εγκληματικές ομάδες με δεσμούς στο ΚΚΚ έχουν γίνει οι κορυφαίοι νομιμοποιητές χρημάτων στον κόσμο».
Οι αρχές επιβολής του νόμου κατάσχεσαν περισσότερα από 65 εκατομμύρια δολάρια σε τραπεζικές καταθέσεις και μετρητά κατά τη διάρκεια επιχείρησης. (Ευγενική παραχώρηση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων)
Ο ειδικός σε θέματα νομιμοποίησης χρημάτων και χρηματοδότησης τρομοκρατίας Τζον Κασσάρα δήλωσε ενώπιον του Κογκρέσου το 2023 ότι το ΚΚΚ είναι ο «μεγαλύτερος φορέας νομιμοποίησης χρημάτων στον κόσμο». Στο βιβλίο του, «China – Specified Unlawful Activities: CCP Inc., Transnational Crime and Money Laundering» («Κίνα – Καθορισμένες Παράνομες Δραστηριότητες: ΚΚΚ Α.Ε., Διακρατικό Έγκλημα και Νομιμοποίηση Χρημάτων»), αποκαλύπτει τις μεθόδους νομιμοποίησης χρημάτων του κομμουνιστικού καθεστώτος, σημειώνοντας ότι η διεθνής κοινότητα και η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχουν παραμείνει σιωπηλές για την έκταση της συμμετοχής της Κίνας σε διακρατικό έγκλημα και νομιμοποίηση χρημάτων.
Ο Κασσάρα επισήμανε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει σιωπή για το θέμα.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ φιλοξένησε την Τετάρτη στον Λευκό Οίκο ευρεία σύσκεψη με αντικείμενο ένα συνολικό σχέδιο για το μέλλον της Γάζας, την ώρα που οι ισραηλινές δυνάμεις προετοιμάζονται να καταλάβουν την Πόλη της Γάζας, την οποία θεωρούν τελευταίο προπύργιο της Χαμάς.
Αξιωματούχος του Λευκού Οίκου ανέφερε πριν από τη συνάντηση ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές πως επιθυμεί τον τερματισμό του πολέμου και την προώθηση της ειρήνης και της ευημερίας στην περιοχή. Ο Λευκός Οίκος δεν παρείχε λεπτομέρειες για τη σύσκεψη.
Στις 27 Αυγούστου, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο συναντήθηκε στην Ουάσινγκτον με τον Ισραηλινό ομόλογό του, Γκίντεον Σάαρ. Η προγραμματισμένη σύσκεψη στον Λευκό Οίκο είχε ανακοινωθεί μία ημέρα νωρίτερα από τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, σε συνέντευξή του στο Fox News. Ο ίδιος είχε μιλήσει για «ένα μεγάλο και συνολικό σχέδιο» σχετικά με το μέλλον μετά τον πόλεμο, χωρίς να αποκαλύψει ποιοι θα συμμετάσχουν.
Η συνάντηση δεν είχε καταχωρηθεί στο επίσημο πρόγραμμα του προέδρου για τις 27 Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου στις 26 Αυγούστου, ο Τραμπ είχε επισημάνει ότι στόχος του είναι η απελευθέρωση των 20 ομήρων που εξακολουθούν να κρατούνται από τη Χαμάς, σημειώνοντας ότι υπάρχουν φόβοι πως ορισμένοι μπορεί να έχουν χάσει τη ζωή τους.
Ο Γουίτκοφ υποστήριξε ότι μόνο η Χαμάς εμποδίζει τον τερματισμό του πολέμου, αναφέροντας πως υπήρχε επί εβδομάδες πρόταση που προέβλεπε την απελευθέρωση 10 ομήρων, την οποία η οργάνωση καθυστερούσε να αποδεχθεί. Εκτίμησε ωστόσο ότι η έντονη ισραηλινή στρατιωτική πίεση την οδήγησε να αλλάξει στάση.
Παράλληλα, εξέφρασε την εκτίμηση ότι ο πόλεμος θα τερματιστεί σύντομα, «σίγουρα πριν από το τέλος του έτους». Όπως σημείωσε, η Χαμάς έχει δείξει διάθεση για διαπραγμάτευση, ενώ το Ισραήλ ανακοίνωσε πακέτο ανθρωπιστικής βοήθειας ύψους 600 εκατ. δολαρίων και προθυμία να συνεχίσει τον διάλογο.
Στις 21 Αυγούστου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε δώσει την τελική έγκριση για την επιχείρηση κατάληψης της Πόλης της Γάζας, εξουσιοδοτώντας παράλληλα την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση όλων των Ισραηλινών ομήρων και τον τερματισμό της σύγκρουσης.
Στις 27 Αυγούστου, ο ισραηλινός στρατός κάλεσε τους Παλαιστίνιους να εγκαταλείψουν την Πόλη της Γάζας, ανακοινώνοντας ότι οι οικογένειες που θα μετακινηθούν προς τον νότο θα λάβουν εκτεταμένη ανθρωπιστική βοήθεια. Ο εκπρόσωπος του στρατού, Αβιχάι Αντράι, ανέφερε ότι ήδη διανέμονται σκηνές και ανθρωπιστική βοήθεια.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε την Παρασκευή ότι δίνει περιθώριο δύο εβδομάδων στη Ρωσία και την Ουκρανία να προχωρήσουν σε συνομιλίες με στόχο τον τερματισμό του πολέμου, προειδοποιώντας ότι σε περίπτωση απουσίας προόδου θα λάβει απόφαση για τα επόμενα βήματα, τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνουν βαριές κυρώσεις ή δασμούς.
Ο Τραμπ ανέφερε ότι σκοπεύει να παρακολουθήσει τη στάση των δύο πλευρών στο διάστημα αυτό, προτού καθορίσει την πορεία που θα ακολουθήσει. Μίλησε για μια «πολύ σημαντική απόφαση», σημειώνοντας ότι εξετάζει το ενδεχόμενο σκληρών κυρώσεων, υψηλών δασμών ή ακόμη και το να αφήσει τις δύο χώρες να συνεχίσουν τη σύγκρουση χωρίς αμερικανική παρέμβαση.
Οι δηλώσεις έγιναν στο Οβάλ Γραφείο, στο πλαίσιο εκδήλωσης για την ανακοίνωση ότι η κλήρωση του Μουντιάλ 2026 θα πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο στο Kennedy Center της Ουάσιγκτον. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Τραμπ παρουσίασε φωτογραφία του με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν από τη σύνοδο στην Αλάσκα την περασμένη εβδομάδα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επίσκεψης του Πούτιν στις ΗΠΑ για το Παγκόσμιο Κύπελλο το ερχόμενο καλοκαίρι.
Παράλληλα, εξέφρασε την απογοήτευσή του για τις τελευταίες ρωσικές επιθέσεις που έπληξαν αμερικανικό εργοστάσιο στην Ουκρανία, δηλώνοντας ότι «δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτα σχετικά με αυτόν τον πόλεμο».
Την περασμένη εβδομάδα, ο αμερικανός πρόεδρος είχε φιλοξενήσει συνομιλίες υψηλού ρίσκου με τον Πούτιν στην Αλάσκα, οι οποίες ολοκληρώθηκαν χωρίς συμφωνία για κατάπαυση πυρός. Στις 18 Αυγούστου συναντήθηκε με τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι και ευρωπαίους ηγέτες στον Λευκό Οίκο, με αντικείμενο τα αποτελέσματα της συνόδου και τα επόμενα βήματα. Μετά τις επαφές αυτές, ξεκίνησε τις διαδικασίες για διμερή συνάντηση Πούτιν–Ζελένσκι, η οποία θα ακολουθηθεί από τριμερή διάσκεψη, χωρίς ωστόσο να έχει οριστεί ακόμη ημερομηνία ή τόπος διεξαγωγής.
Ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, δήλωσε σε συνέντευξή του στο NBC ότι δεν υπάρχει ακόμη ατζέντα για ενδεχόμενη σύνοδο κορυφής. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Πούτιν είναι έτοιμος να συναντηθεί με τον Ζελένσκι όταν υπάρξει προετοιμασμένη ατζέντα, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί.
Κατά τη σύνοδο στην Αλάσκα, ο ρώσος πρόεδρος είχε συμφωνήσει να αποδεχθεί εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία μετά τον πόλεμο. Ο Τραμπ ανακοίνωσε στη συνέχεια ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα αναλάβουν τον ρόλο αυτό σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και υποστήριξε ότι οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν να αποστείλουν στρατεύματα στο ουκρανικό έδαφος για την αποτροπή μελλοντικών επιθέσεων.
Ο Λαβρόφ, ωστόσο, προειδοποίησε στις 20 Αυγούστου ότι μια τέτοια κίνηση θα συνιστούσε «ξένη παρέμβαση», η οποία δεν είναι αποδεκτή από τη Μόσχα. Πρόσθεσε ότι η Ρωσία δεν θα συμφωνήσει σε συλλογικές εγγυήσεις ασφαλείας που θα διαπραγματευτούν χωρίς τη συμμετοχή της, χαρακτηρίζοντας το ενδεχόμενο αυτό «δρόμο χωρίς διέξοδο».
Στις 22 Αυγούστου, ο Ζελένσκι επέκρινε τη Μόσχα, λέγοντας ότι δεν επιθυμεί να τερματίσει τον πόλεμο, αλλά να θέτει τελεσίγραφα ώστε να καθυστερεί τη διαδικασία.
Σε ανάρτησή του στις 21 Αυγούστου, ο Τραμπ τόνισε ότι η Ουκρανία δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο χωρίς να εξαπολύσει επιθέσεις στο έδαφος της Ρωσίας, επικρίνοντας την πολιτική των προηγούμενων ΗΠΑ που, όπως είπε, επέτρεπε μόνο την άμυνα και όχι την αντεπίθεση. Παραλλήλισε την κατάσταση με μια αθλητική ομάδα που έχει εξαιρετική άμυνα αλλά δεν της επιτρέπεται να επιτεθεί, υποστηρίζοντας ότι έτσι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα νίκης.
Ο αμερικανός πρόεδρος άσκησε επίσης σκληρή κριτική στην προηγούμενη κυβέρνηση, κατηγορώντας τον Τζο Μπάιντεν ότι δεν άφησε το Κίεβο να «αντεπιτεθεί, αλλά μόνο να αμυνθεί», κάτι που, όπως είπε, απέτυχε. Πρόσθεσε ότι ο πόλεμος δεν θα είχε ξεσπάσει ποτέ αν ήταν ο ίδιος πρόεδρος, κάνοντας λόγο για «μηδενική πιθανότητα».
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 21 Αυγούστου μέσω της πλατφόρμας Truth Social: «Η Ουκρανία δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμό της αν δεν εξαπολύσει επιθέσεις κατά της Ρωσίας», ασκώντας έντονη κριτική στην προηγούμενη αμερικανική πολιτική που επέτρεπε στο Κίεβο μόνο την άμυνα και όχι την αντεπίθεση.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να κερδίσεις έναν πόλεμο χωρίς να επιτεθείς στη χώρα του εισβολέα. Είναι σαν μια σπουδαία ομάδα σε κάποιο άθλημα, που έχει φανταστική άμυνα, αλλά δεν της επιτρέπεται να παίξει επίθεση. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα για νίκη. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα για την Ουκρανία και τη Ρωσία».
Ο Τραμπ φάνηκε διατεθειμένος να δώσει το «πράσινο φως» για περισσότερες ουκρανικές επιθέσεις στη Ρωσία, ασκώντας ταυτόχρονα δριμεία κριτική στην προηγούμενη διακυβέρνηση: «Ο τέως πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν άφησε την Ουκρανία να αντεπιτεθεί, μόνο να αμυνθεί. Πώς τους βγήκε αυτό; Όπως και να ‘χει, αυτός ο πόλεμος δεν θα είχε ποτέ ξεκινήσει αν ήμουν εγώ πρόεδρος [τότε], μηδενική πιθανότητα. Ενδιαφέρουσες εποχές μπροστά μας», πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις αυτές έγιναν μετά τις ειρηνευτικές συνομιλίες που διεξήχθησαν την περασμένη εβδομάδα στην Αλάσκα, παρουσίᾳ του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν και συζητήσεων του Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, καθώς και Ευρωπαίους ηγέτες στον Λευκό Οίκο, στις 18 Αυγούστου.
Σε άλλη ανάρτηση, την ίδια ημέρα, ο Τραμπ δημοσίευσε δύο φωτογραφίες: στη μία απαθανατίζεται ο ίδιος να δείχνει απειλητικά το δάχτυλό του στο στήθος του Πούτιν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ιδιωτικής τους συζήτησης σε στρατιωτική βάση της Αλάσκας· στη δεύτερη, τραβηγμένη το 1959, διακρίνεται ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον να κάνει παρόμοια κίνηση προς τον τότε ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσόφ.
Ο Τραμπ είχε επικρίνει παλιότερα τη διοίκηση Μπάιντεν επειδή επέτρεψε στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς σε στόχους εντός της Ρωσίας, υποστηρίζοντας πως αυτή η κλιμάκωση είναι επιζήμια.
Τότε είχε δηλώσει: «Διαφωνώ απόλυτα με το να στέλνουμε πυραύλους σε βάθος εκατοντάδων μιλίων στη Ρωσία. Γιατί το κάνουμε αυτό; Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να κλιμακώνουμε τον πόλεμο και να τον κάνουμε χειρότερο», όπως ανέφερε σε συνέντευξή του στο περιοδικό Time δημοσιευμένη τον Δεκέμβριο του 2024, σχεδόν έναν μήνα μετά την εκλογική του επικράτηση. «Αυτό δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε επιτραπεί. Τώρα δεν μιλάμε μόνο για πυραύλους, αλλά και για άλλα οπλικά συστήματα. Και θεωρώ ότι πρόκειται για τεράστιο σφάλμα, τεράστιο σφάλμα».
Στις συνομιλίες με Ευρωπαίους ηγέτες αυτής της εβδομάδας, ο Τραμπ τόνισε πως σημειώθηκε πρόοδος στη σύνοδο της Αλάσκας όταν ο Πούτιν συμφώνησε να δεχθεί εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία.
Εξήγησε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα συντονιστούν με τις ΗΠΑ για την παροχή αυτών των εγγυήσεων και πρότεινε την ανάπτυξη ευρωπαϊκών δυνάμεων στο ουκρανικό έδαφος για την αποτροπή μελλοντικών επιθέσεων.
Παράλληλα, κινήθηκε η διαδικασία διμερούς συνάντησης – σε τοποθεσία που ακόμη δεν έχει οριστεί – μεταξύ Πούτιν και Ζελένσκι. Μετά τη συνάντηση αυτή, προανήγγειλε πως θα ακολουθήσει τριμερής σύνοδος κορυφής.
Από την πλευρά της Ρωσίας, ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ σχολίασε στις 20 Αυγούστου ότι οι ευρωπαϊκές προτάσεις για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία μετά τον πόλεμο συνιστούν ξένη παρέμβαση, την οποία η Μόσχα δεν μπορεί να αποδεχθεί.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο Λαβρόφ τόνισε: «Η Μόσχα δεν θα συναινέσει σε συλλογικές εγγυήσεις ασφαλείας που θα συζητηθούν χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Πρόκειται για αδιέξοδο».
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – Κατά τη δεύτερη θητεία του, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αναδιαμόρφωσε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας τους δασμούς όχι μόνο ως οικονομικό μέσο πίεσης, αλλά και ως βασικό εργαλείο διπλωματίας.
Η κυβέρνησή του άσκησε οικονομική πίεση για να αντιμετωπίσει παγκόσμιες συγκρούσεις και να εξασφαλίσει παραχωρήσεις από άλλες χώρες, σηματοδοτώντας μία από τις σημαντικότερες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο Τραμπ κατέστησε σαφείς τις φιλοδοξίες του μόλις λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, δηλώνοντας ότι η δεύτερη θητεία του θα είναι πολύ διαφορετική από την πρώτη.
«Την πρώτη φορά είχα δύο πράγματα να κάνω: να διοικήσω τη χώρα και να επιβιώσω. Είχα να αντιμετωπίσω όλους αυτούς τους διεφθαρμένους τύπους. Τη δεύτερη φορά, διοικώ τη χώρα και τον κόσμο», δήλωσε στο περιοδικό The Atlantic σε συνέντευξή του τον Απρίλιο.
Ο Τραμπ έχει υπογραμμίσει ότι η στρατηγική του για τους δασμούς – η οποία οδήγησε σε εμπορικές παραχωρήσεις συμμάχων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Νότια Κορέα, καθώς και σε σημαντικές εξελίξεις σε συγκρούσεις – είναι απόδειξη ότι η νέα προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική αποφέρει αποτελέσματα.
Οι εμπορικές απειλές του έχουν ήδη συμβάλει στον τερματισμό αρκετών συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης συνοριακής σύγκρουσης μεταξύ Ταϊλάνδης και Καμπότζης και της κρίσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν.
Στις 27 Ιουνίου, ο Τραμπ υποδέχτηκε τους υπουργούς Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και της Ρουάντα στον Λευκό Οίκο, όπου υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία για τον τερματισμό του τριακονταετούς πολέμου μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Μάικλ Γουόλς, ανώτερος ερευνητής στο πρόγραμμα για την Αφρική του Ινστιτούτου Ερευνών Εξωτερικής Πολιτικής, δήλωσε ότι ο Λευκός Οίκος έχει αποδείξει ότι μπορεί να προωθήσει την περιφερειακή σταθερότητα χρησιμοποιώντας οικονομικά κίνητρα.
«Πιστεύουν ακράδαντα ότι αν μπορείς να δείξεις στις χώρες ότι έχουν οικονομικό κίνητρο να μην πολεμούν μεταξύ τους, αλλά να συνεργάζονται μεταξύ τους και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε μπορείς να επιλύσεις πολλές συγκρούσεις στον κόσμο», δήλωσε ο Γουόλς στην εφημερίδα The Epoch Times.
Παρατήρησε δε ότι η προσέγγιση του Τραμπ στην Αφρική, η οποία δίνει προτεραιότητα στο εμπόριο έναντι της βοήθειας, έχει αποδειχθεί πιο αποτελεσματική από τη στρατηγική που ακολουθούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση Τραμπ συνεχίζει την εμπλοκή της στην Αφρική, στρέφοντας τώρα την προσοχή της στη σύγκρουση στο Σουδάν, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται ως «ξεχασμένος πόλεμος» και στην οποία έχουν χάσει τη ζωή τους περίπου 150.000 άνθρωποι, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.
Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί καμία σημαντική πρόοδος, ο Γουόλς δήλωσε ότι το Σουδάν και άλλες περιοχές της Αφρικής παραμένουν προτεραιότητα για τις ειρηνευτικές προσπάθειες των ΗΠΑ.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών και Συνεργασίας της Ρουάντα Ολιβιέ Ντουχουνγκιρέ (α) και την υπουργό Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, Τερέζ Καγικουάμπα Βάγκνερ (δ), στο Οβάλ Γραφείο, στις 27 Ιουνίου 2025. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε μετά από μια ειρηνευτική συμφωνία που επιτεύχθηκε με διαμεσολάβηση του Λευκού Οίκου και υπογράφηκε από αξιωματούχους και των δύο χωρών με σκοπό τον τερματισμό της σύγκρουσης στο ανατολικό Κονγκό. Η κυβέρνησηπροσβλέπει στην προώθηση της περιφερειακής σταθερότητας μέσω οικονομικών κινήτρων. (Joe Raedle/Getty Images)
Οι δασμοί ενδέχεται να αποδυναμώσουν τη Ρωσία και τις λοιπές χώρες των BRICS
Πρόσφατα, ο Τραμπ άρχισε να ασκεί πιέσεις στην Κίνα και την Ινδία να σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο που υπόκειται σε κυρώσεις, στο πλαίσιο των προσπαθειών του να αποδυναμώσει το Κρεμλίνο ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Την 1η Αυγούστου, ο Τραμπ επέκρινε τη Μόσχα μέσω του Truth Social για τον μεγάλο αριθμό θυμάτων τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία.
«Αυτός είναι ένας πόλεμος που δεν έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ», έγραψε. «Είμαι εδώ για να δω αν μπορώ να τον σταματήσω!»
Η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποιεί τους δασμούς στις διαπραγματεύσεις με την Κίνα και την Ινδία για να απομονώσει τη Ρωσία, σύμφωνα με τον Κρις Τανγκ, καθηγητή στο Anderson School of Management του UCLA, ο οποίος χαρακτήρισε την εξέλιξη ως «μια πολύ ενδιαφέρουσα δυναμική».
Εάν η στρατηγική πετύχει, θα μπορούσε να οδηγήσει τη Ρωσία σε οικονομική κατάρρευση, δήλωσε στην Epoch Times.
Τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ έβαλε στο στόχαστρο τη συμμαχία BRICS – με σημαντικότερους εταίρους τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική – και τις προσπάθειές τους να αμφισβητήσουν την παγκόσμια κυριαρχία του αμερικανικού δολαρίου.
Ένας στρατιώτης της 24ης Μηχανοκίνητης Ταξιαρχίας της Ουκρανίας πυροβολεί με ολμοβόλο τις ρωσικές δυνάμεις κοντά στο Χασίβ Γιαρ της Ουκρανίας, στις 18 Νοεμβρίου 2024. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να ασκεί πίεση στην Κίνα και την Ινδία για να σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο που υπόκειται σε κυρώσεις, σε μια προσπάθεια να τερματιστεί ο ρωσοουκρανικός πόλεμος. (Oleg Petrasiuk/24η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία King Danylo των Ουκρανικών Ένοπλων Δυνάμεων/Αρχείο Φωτογραφίας/Δελτίο Τ)
Τον Φεβρουάριο, λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ επέβαλε δασμούς 25% σε προϊόντα από τον Καναδά και το Μεξικό και πρόσθεσε φόρο 10% στις κινεζικές εισαγωγές, προκειμένου να πιέσει αυτές τις χώρες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της διακίνησης φαιντανύλης.
Πρόσφατα, απείλησε τη Βραζιλία με δασμούς 50% στις εξαγωγές της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, δημοσιεύοντας στο Truth Social μια επιστολή προς τον πρόεδρο της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Στην επιστολή, ο Τραμπ κατηγορεί τη Βραζιλία ότι «εξευτελίζεται διεθνώς» λόγω της συνεχιζόμενης δίκης του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο, στενού συμμάχου του Τραμπ.
Η στρατηγική του Τραμπ για τους δασμούς έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Τον Ιούνιο, ο Καναδάς απέσυρε το σχέδιό του να επιβάλει φόρο 3% στις ψηφιακές υπηρεσίες των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας, μετά την αναστολή των εμπορικών διαπραγματεύσεων από τον Τραμπ και την απειλή του να επιβάλει υψηλότερους δασμούς στις καναδικές εισαγωγές.
Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, η αμερικανική κυβέρνηση έχει εισπράξει περισσότερα από 150 δισεκατομμύρια δολάρια από δασμούς τους τελευταίους έξι μήνες. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προέβλεψε τον Ιούνιο ότι το ποσό αυτό θα μπορούσε να αυξηθεί σε 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία.
Ο Κηθ Κραχ, ο οποίος υπηρέτησε ως υφυπουργός Εξωτερικών για την οικονομική ανάπτυξη, την ενέργεια και το περιβάλλον στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, δήλωσε ότι ο Τραμπ χρησιμοποιεί τους δασμούς ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για να αναδιαμορφώσει το παγκόσμιο εμπόριο και να εξασφαλίσει την κυριαρχία της Αμερικής στη διεθνή σκηνή.
«Ο πρόεδρος Τραμπ πάντα θεωρούσε τους δασμούς ως στρατηγικό εργαλείο», δήλωσε ο Κραχ στην Epoch Times. «Στην πρώτη θητεία του, τους χρησιμοποίησε σαν νυστέρι, στοχεύοντας τον χάλυβα, το αλουμίνιο και συγκεκριμένα εμπορικά κενά. Τώρα, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής πολιτικής του».
Βασικές παραχωρήσεις
Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η δύναμη της στρατηγικής του Τραμπ σε θέματα δασμών πηγάζει από την οικονομική και στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως μεγαλύτερη οικονομία και καταναλωτική αγορά στον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ασκήσουν πίεση με τρόπο που άλλες χώρες δεν μπορούν.
Αυτή η επιρροή ήταν εμφανής στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά από την αρχική ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου για δασμούς 30%, η ΕΕ και οι ΗΠΑ τελικά συμφώνησαν στο 15%, ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο από τον προηγούμενο μέσο όρο του 4,8%, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ο Λευκός Οίκος δήλωσε ότι οι νέοι δασμοί στα ευρωπαϊκά προϊόντα θα «αποφέρουν ετήσια έσοδα δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων».
Επιπλέον, η ΕΕ συμφώνησε να επενδύσει 600 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ και να αγοράσει αμερικανική ενέργεια αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε διάστημα τριών ετών.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανταλλάσσουν χειραψία μετά την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας, στο γήπεδο γκολφ Trump Turnberry στο Τέρνμπερρυ της Σκωτίας, στις 27 Ιουλίου 2025. Σύμφωνα με τη συμφωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν δασμούς 15% στις εξαγωγές της ΕΕ, ενώ η Ένωση θα αγοράσει αμερικανική ενέργεια αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων και θα επενδύσει 600 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες έως το 2028. (Jacquelyn Martin/AP Photo)
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, τη χαρακτήρισε ως «συμφωνία του αιώνα», ενώ η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, την αποκάλεσε «τεράστια συμφωνία».
«Θα φέρει σταθερότητα, θα φέρει προβλεψιμότητα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τις επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν.
Ωστόσο, άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες αντέδρασαν επέκριναν τη συμφωνία.
Μεταξύ αυτών ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος δήλωσε στο X ότι η εμπορική συμφωνία ήταν «μια μαύρη μέρα» για την ΕΕ και «υποταγή» στον Τραμπ.
Η Μαρίν Λε Πεν, ηγέτης του δεξιού κόμματος Εθνική Συμμαχία της Γαλλίας, καταδίκασε επίσης τη συμφωνία ως «πολιτικό, οικονομικό και ηθικό φιάσκο».
Από την πλευρά του, ο Γερμανός καγκελάριος Φρήντριχ Μερτς προειδοποίησε ότι «η γερμανική οικονομία θα υποστεί σημαντική ζημιά εξαιτίας αυτών των δασμών».
Στην Ασία, η Ιαπωνία συμφώνησε επίσης σε δασμούς 15% και δεσμεύτηκε να επενδύσει 550 δισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία των ΗΠΑ, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να λαμβάνουν το 90% των κερδών από αυτά τα έργα.
Σύμφωνα με την τελευταία συμφωνία με τη Νότια Κορέα, οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες θα υπόκεινται σε δασμό 15%, ενώ τα αμερικανικά προϊόντα που εισέρχονται στη Νότια Κορέα θα απαλλάσσονται από οποιονδήποτε δασμό.
Επιπλέον, η Σεούλ δεσμεύτηκε να επενδύσει 350 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες και να αγοράσει αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο, αργό πετρέλαιο και άνθρακα αξίας 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στις 31 Ιουλίου, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που καθιερώνει αμοιβαία δασμολογικά ποσοστά για δεκάδες χώρες. Ωστόσο, αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων το Μεξικό, ο Καναδάς, η Ινδία και η Κίνα, δεν έχουν ακόμη οριστικοποιήσει τις συμφωνίες τους με την κυβέρνηση Τραμπ.
Ο Κέβιν Χάσσετ, διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, δήλωσε ότι η κυβέρνηση έχει ήδη εξασφαλίσει εμπορικές συμφωνίες με οκτώ βασικούς εμπορικούς εταίρους, που καλύπτουν «περίπου το 55% του παγκόσμιου ΑΕΠ».
Ο Κέβιν Χάσσετ, διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, στις 30 Ιουνίου 2025. Ο Χάσσετ δήλωσε ότι το Πεκίνο εξακολουθεί να μην τηρεί τις δεσμεύσεις του σχετικά με τις αποστολές σπάνιων γαιών, παρά τις πρόσφατες αυξήσεις. (Andrew Caballero-Reynolds/AFP μέσω Getty Images)
Αυτές οι εμπορικές συμφωνίες έχουν σε μεγάλο βαθμό οριστικοποιηθεί, αν και ενδέχεται να υπάρχουν ακόμη κάποιες «αμφιταλαντεύσεις» σχετικά με συγκεκριμένους όρους, δήλωσε ο Χάσσετ στο πρόγραμμα «Meet the Press» του NBC News στις 3 Αυγούστου.
Οι χώρες που δεν έχουν οριστικοποιήσει τις συμφωνίες τους θα αντιμετωπίσουν σύντομα «αμοιβαίους δασμούς», ενώ αναμένεται να συνεχιστούν οι περαιτέρω διαπραγματεύσεις, σημείωσε.
Η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε επίσης ένα νέο δασμό 40% στις μεταφορτώσεις, μια τακτική αποφυγής δασμών που αφορά κυρίως κινεζικά προϊόντα που τροποποιούνται ελάχιστα ή απλώς ξανασυσκευάζονται σε άλλες χώρες, πριν αποσταλλούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη εξασφαλίσει τη δέσμευση ορισμένων χωρών, συμπεριλαμβανομένου του Βιετνάμ, να εμποδίσουν την εισροή φθηνών κινεζικών προϊόντων στις αγορές τους για μεταφόρτωση.
Μέχρι στιγμής, αυτή η αναθεώρηση της αμερικανικής δασμολογικής πολιτικής δεν έχει προκαλέσει ευρεία αντίδραση από τους κύριους εμπορικούς εταίρους, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα εξακολουθούν να διαπραγματεύονται μετά την αναστολή των αμοιβαίων δασμών.
«Ο πρόεδρος Τραμπ εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Του δίνω υψηλή βαθμολογία. Η στρατηγική του έχει ήδη αποφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα», δήλωσε ο Κραχ. «Κανείς δεν έχει εκμεταλλευτεί τη γενναιοδωρία μας περισσότερο από την Κίνα».
Ο Φίλιπ Λακ, διευθυντής του προγράμματος οικονομικών στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, δήλωσε ότι ο Τραμπ κατάφερε να εφαρμόσει τη στρατηγική του «χωρίς να προκαλέσει ευρεία αντίδραση από τους εμπορικούς εταίρους».
«Αυτή η επιτυχία στην αποφυγή αντιποίνων πιθανώς οφείλεται στην ‘κυριαρχία της κλιμάκωσης’ – ουσιαστικά, όταν οι εταίροι πείθονται ότι η είσοδος σε έναν κύκλο οικονομικών αντιποίνων θα ήταν πιο δαπανηρή για αυτούς παρά για τις Ηνωμένες Πολιτείες», έγραψε ο Λακ σε πρόσφατη έκθεση που συνέταξε μαζί με την Ίνα Σιμόνοβσκα.
Οι δασμοί αναδιαμορφώνουν τις αλυσίδες εφοδιασμού
Ο Τραμπ προωθεί εδώ και καιρό την επιβολή δασμών έχοντας ως στόχο την αναβίωση της αμερικανικής βιομηχανίας και την ενίσχυση των εγχώριων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Τανγκ, ο επαναπατρισμός θέσεων εργασίας στη χώρα παραμένει δύσκολος μετά από δεκαετίες βιομηχανικής παρακμής, έλλειψης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και ποικίλων εμποδίων σε επίπεδο υποδομών και κανονιστικών ρυθμίσεων.
Υπάλληλος της Independent Can Company στη γραμμή παραγωγής στο Μπελκάμπ του Μέρυλαντ, στις 25 Ιουνίου 2025. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζει εδώ και καιρό την επιβολή δασμών για την αναβίωση της αμερικανικής βιομηχανίας και την ενίσχυση της εγχώριας απασχόλησης. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ο επαναπατρισμός της παραγωγής παραμένει δύσκολος μετά από δεκαετίες βιομηχανικής παρακμής, έλλειψης εργατικού δυναμικού και διαφόρων ρυθμιστικών προκλήσεων. (Ryan Collerd/AFP μέσω Getty Images)
Ορισμένες εταιρείες αποφάσισαν να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αποφύγουν τους δασμούς και να εξυπηρετήσουν την εγχώρια αγορά. Ωστόσο, πολλές εξακολουθούν να εξαρτώνται από το φθηνότερο εργατικό δυναμικό στο εξωτερικό για τις διεθνείς πωλήσεις, δημιουργώντας ένα χάσμα στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
«Για τα αγαθά εγχώριας κατανάλωσης, πολλές εταιρείες θα αυξήσουν σταδιακά την παραγωγή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Τανγκ. «Ωστόσο, για τη διεθνή αγορά, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να εξαρτώνται από αναδυόμενες αγορές με χαμηλότερο κόστος εργασίας».
Ο Τανγκ έφερε την περίπτωση της Eli Lilly ως παράδειγμα, σημειώνοντας ότι ο φαρμακευτικός γίγαντας σχεδιάζει να παράγει περισσότερα φάρμακα απώλειας βάρους στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή η εγχώρια αγορά είναι η μεγαλύτερη.
«Είναι λογικό, λοιπόν, για την εταιρεία να παράγει εδώ», σημείωσε.
Βιομηχανίες όπως η φαρμακευτική και αυτή των ημιαγωγών ηγούνται της τάσης επαναπατρισμού λόγω των υψηλά αυτοματοποιημένων διαδικασιών παραγωγής τους, οι οποίες μειώνουν τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό. Αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Volkswagen αυξάνουν επίσης τις επενδύσεις τους στις ΗΠΑ για να αποφύγουν τους δασμούς του Τραμπ. Ωστόσο, η μεταφορά ολόκληρων αλυσίδων εφοδιασμού της αυτοκινητοβιομηχανίας στην Αμερική παραμένει πρόκληση.
Ακόμη και με τους δασμούς, το υψηλό κόστος εργασίας καθιστά χώρες όπως το Μεξικό και η Κίνα πιο ελκυστικές για ορισμένα τμήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, παρατήρησε ο Τανγκ.
Παρά τις πρόσφατες εμπορικές επιτυχίες, ο Τραμπ έχει αρκετές ακόμη μάχες μπροστά του, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα, καθώς και τη μεταξύ τους αντιπαράθεση για τα ορυκτά σπάνιων γαιών. Ενώ οι αποστολές σπάνιων γαιών από την Κίνα έχουν αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες, το Πεκίνο εξακολουθεί να μην τηρεί τις δεσμεύσεις του, σύμφωνα με τον Χάσσετ.
«Τον τελευταίο μήνα, υπήρξε μια πολύ μεγάλη αύξηση, αλλά νομίζω ότι όλοι εξακολουθούμε να ελπίζουμε για περισσότερα», σχολίασε ο Χάσσετ στην Epoch Times στις 30 Ιουλίου.
Οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου συνεχίζουν να πιέζουν για τη μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από τα επεξεργασμένα σπάνια μέταλλα από την Κίνα, υποστηρίζοντας τις εγχώριες επενδύσεις, αλλά «θα χρειαστούν μερικά χρόνια για να φτάσουμε εκεί», δήλωσε ο Τανγκ.
Κοντέινερ στο λιμάνι του Λος Άντζελες, στο Σαν Πέδρο της Καλιφόρνιας, στις 15 Απριλίου 2025. Η κυβέρνηση Τραμπ αντιμετωπίζει συνεχείς εμπορικές αντιδικίες και εντάσεις με την Κίνα σχετικά με τα ορυκτά σπάνιων γαιών και όχι μόνο, και πιέζει για τη μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από την κινεζική αλυσίδα μέσω εγχώριων επενδύσεων. (Patrick T. Fallon/AFP μέσω Getty Images)
Η αβεβαιότητα παραμένει
Παρόλο που ο Τραμπ έχει εξασφαλίσει μια σειρά από εμπορικές νίκες, παραμένουν ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητά τους μακροπρόθεσμα.
Πολλά από τα μέτρα δασμολογικού χαρακτήρα βασίζονται στην εκτελεστική εξουσία και θα μπορούσαν να ανατραπούν από μελλοντικές κυβερνήσεις. Επιπλέον, η εφαρμογή σημαντικών επενδυτικών δεσμεύσεων από τους εμπορικούς εταίρους παραμένει ασαφής.
Ένα παράδειγμα είναι η εμπορική συμφωνία του Τραμπ με την ΕΕ, η οποία περιλαμβάνει τη δέσμευση των Βρυξελλών να αγοράσουν ενέργεια από τις ΗΠΑ αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε διάστημα τριών ετών. Ωστόσο, οι αναλυτές είναι επιφυλακτικοί. Το 2024, οι εξαγωγές ενέργειας των ΗΠΑ προς την ΕΕ ανήλθαν συνολικά σε 78,5 δισεκατομμύρια δολάρια, πολύ κάτω από το ποσό που θα χρειαζόταν για την εκπλήρωση της δέσμευσης.
Η μεγαλύτερη πρόκληση, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του επενδυτή και ερευνητή ορυκτών Τζον Ζαντέχ, είναι να καταφέρουν οι ΗΠΑ να αυξήσουν τις εξαγωγές σε περίπου 250 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μεταξύ 2025 και 2028.
«Ο κρίσιμος περιορισμός που αντιμετωπίζουν οι εξαγωγείς των ΗΠΑ δεν είναι η παραγωγική ικανότητα, αλλά μάλλον η εξαγωγική υποδομή», εξήγησε ο Ζαντέχ. «Ιδιαίτερα για το φυσικό αέριο, η διαδικασία υγροποίησης και φόρτωσης σε θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς δημιουργεί εμπόδια που δεν μπορούν να ξεπεραστούν γρήγορα, ανεξάρτητα από την ποσότητα αερίου που παράγεται στο εσωτερικό της χώρας».
Η φον ντερ Λάιεν υποστήριξε τη συμφωνία, δηλώνοντας ότι η ΕΕ θα «αντικαταστήσει το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο με σημαντικές αγορές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), πετρελαίου και πυρηνικών καυσίμων».
Οι ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου υποστηρίζουν επίσης με επιφύλαξη τις εμπορικές συμφωνίες του Τραμπ. Η Business Roundtable, μια ένωση που συγκεντρώνει περισσότερους από 200 διευθύνοντες συμβούλους κορυφαίων αμερικανικών εταιρειών, εξήρε μεν την προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να αποκαταστήσει την ισορροπία στο εμπόριο και να υποστηρίξει την αμερικανική βιομηχανία, αλλά προειδοποίησε και για τους κινδύνους.
«Ανησυχούμε ότι οι επίμονα υψηλοί δασμολογικοί συντελεστές ίσως βλάψουν την αμερικανική οικονομία, ειδικά τον μεταποιητικό τομέα», δήλωσε η ομάδα, προτρέποντας τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τη μείωση των δασμών και των μη εμπορικών φραγμών.
Εν τω μεταξύ, η αντίδραση της αγοράς στους δασμούς 15% που επιβλήθηκαν σε βασικούς εμπορικούς εταίρους, όπως η ΕΕ και η Ιαπωνία, ήταν σε μεγάλο βαθμό συγκρατημένη. Μέχρι στιγμής, οι επενδυτές έχουν αγνοήσει τις ανησυχίες σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο των δασμών στην αμερικανική οικονομία και τον πληθωρισμό. Ο δείκτης S&P 500 έχει ανακάμψει περισσότερο από 25% από το χαμηλό του στις 8 Απριλίου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πρώτη αντίδραση των αγορών στην ανακοίνωση των δασμών, στις 2 Απριλίου, ίσως ήταν υπερβολική.
Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε στις 30 Ιουλίου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν δασμούς ύψους 50% στις εισαγωγές ημιτελών προϊόντων χαλκού και παράγωγων με υψηλή περιεκτικότητα σε χαλκό, αρχής γενομένης από την 1η Αυγούστου. Από τους νέους δασμούς εξαιρούνται τα προϊόντα καθαρής μεταλλικής μορφής.
Οι τιμές του χαλκού στις ΗΠΑ παρουσίασαν απότομη πτώση μετά τη σχετική εξαίρεση των καθαρών μετάλλων από τους νέους δασμούς που ανακοίνωσε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Τα νέα μέτρα στοχεύουν σε ημιτελή προϊόντα, όπως σωλήνες, σύρματα, ράβδους, ελάσματα και σωλήνες χαλκού, καθώς και σε παράγωγα με υψηλή περιεκτικότητα σε χαλκό, μεταξύ των οποίων εξαρτήματα σωληνώσεων, καλώδια, συνδετήρες και ηλεκτρικά μέρη, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου.
Παράλληλα, ο Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα που προβλέπει την επιβολή πρόσθετου δασμού 40% στις εισαγωγές από τη Βραζιλία, ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό στο 50%. Η κίνηση αυτή αποσκοπεί, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, στην αντιμετώπιση των «ασυνήθιστων και εξαιρετικών πολιτικών και ενεργειών της κυβέρνησης της Βραζιλίας που βλάπτουν αμερικανικές εταιρείες, τα δικαιώματα ελεύθερης έκφρασης Αμερικανών πολιτών, την εξωτερική πολιτική και την οικονομία των ΗΠΑ».
Το διάταγμα στοχεύει επίσης στην άσκηση πίεσης προς τη βραζιλιάνικη κυβέρνηση για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως «η πολιτική δίωξη του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρου και των υποστηρικτών του», πρακτικές που, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, υποσκάπτουν το κράτος δικαίου στη Βραζιλία.