Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Η Κίνα ανησυχεί καθώς το ΝΑΤΟ αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ—Καθώς οι επικεφαλής του ΝΑΤΟ στην Ολλανδία αυτήν την εβδομάδα συγκεντρώθηκαν για να αποκαλύψουν μια ιστορική συμφωνία αύξησης στρατιωτικών δαπανών, το Πεκίνο παρακολουθούσε νευρικά από την άλλη πλευρά του κόσμου.

Το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς εξέδωσε μια σειρά δηλώσεων, κατηγορώντας το ΝΑΤΟ για «δημιουργία σύγκρουσης» και επέκρινε τις προθέσεις της συμμαχίας.

Στην σύνοδο αυτού του έτους, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αυξήσουν τους στόχους τους για στρατιωτικές δαπάνες στο 5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), μια σημαντική αύξηση από το 2% που είχε τεθεί κατά την διάρκεια συνόδου στην Ουαλία το 2014.

Κατά την διάρκεια της συνόδου, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, προειδοποίησε για την υποστήριξη της Ρωσίας από το Πεκίνο, την γρηγορότερη στρατιωτική ενίσχυση του Πεκίνου, και την αυξανόμενη απειλή κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν.

Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) επέκρινε την αύξηση αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ.

«Οι χώρες του ΝΑΤΟ ήδη αποτελούν το 55% των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών το 2024. Παρόλα αυτά απαιτείται να αυξήσουν την αμυντική επένδυση στο 5% του ΑΕΠ για να χτίσουν ένα ‘πιο θανάσιμο ΝΑΤΟ’», είπε ένας εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, ο Γκουό Τζιακούν, κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου στις 26 Ιουνίου.

Το καθεστώς εμφανίστηκε να ανησυχεί από την στρατιωτική ενίσχυση του ΝΑΤΟ και τους βαθύτερους δεσμούς με Ινδο-Ειρηνικά έθνη τα πρόσφατα χρόνια, με τον Γκουό να κατηγορεί την συμμαχία για «Ψυχροπολεμική νοοτροπία.»

Το ΝΑΤΟ τα πρόσφατα χρόνια πήρε σκληρή στάση έναντι της αυξανόμενης απειλής της Κίνας.

Κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου στο τέλος της συνόδου του ΝΑΤΟ στις 25 Ιουνίου, ο Ρούτε είπε ότι η αύξηση σε αμυντικές δαπάνες δεν είχε αίτιο μόνο την έκκληση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αλλά επίσης την ανάγκη, αναφέροντας την μακροπρόθεσμη απειλή της Ρωσίας, την εμφάνιση νέων αντιπάλων, και τις αυξανόμενες ανησυχίες για την μεγάλη στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας.

Μιλώντας στο δημόσιο φόρουμ την πρώτη μέρα του συνεδρίου, ο Ρούτε επίσης περιέγραψε το Πεκίνο ως μια αναδυόμενη απειλή για το ΝΑΤΟ.

«Ίσως κάνουν περισσότερα με τις στρατιωτικές ικανότητές τους στο μέλλον. Και γνωρίζουμε τους κινδύνους που διατρέχουμε με την Ταϊβάν», είπε.

Ο Ρούτε πρότεινε ότι αν οι εντάσεις αυξηθούν στον Ειρηνικό της Ασία, ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ ίσως θυμηθεί «τον παλιό του συνάδελφο στο Κρεμλίνο» για την ισχυρή στήριξη της Κίνας από την Ρωσία και αναγκάσει την Ρωσία να κρατά την Δύση απασχολημένη με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Σε απάντηση, ο Γκουό κατηγόρησε το ΝΑΤΟ για «υποκίνηση σύγκρουσης.» Ισχυρίστηκε ότι κάποιοι εντός του ΝΑΤΟ ψάχνουν δικαιολογίες για αύξηση στρατιωτικών δαπανών και επέκταση της παρουσίας της συμμαχίας στην ασιατική περιοχή του Ειρηνικού.

Στην σύνοδο της Χάγης, τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να δώσουν τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ τους ετησίως σε βασικές αμυντικές υποχρεώσεις έως το 2035.

Επίσης, οι χώρες μέλη θα δαπανήσουν ένα επιπλέον 1,5% του ΑΕΠ τους ετησίως για επένδυση σε κρίσιμες υποδομές, διαδικτυακή ασφάλεια, πολιτική ετοιμότητα, και καινοτομία, και για ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας.

Σύμφωνα με τον Τραμπ, η επένδυση σε κρίσιμες υποδομές σημαίνει και δημιουργία ασφαλών αλυσίδων εφοδιασμού για παραγωγή απαιτούμενων ορυκτών, ζωτικών στον αμυντικό τομέα.

«Η κρίση της Ουκρανίας έχει επίσης φέρει στο προσκήνιο την άμεση ανάγκη επανοικοδόμησης της αμυντικής μας βιομηχανίας, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες και μεταξύ των συμμαχικών εθνών. Δεν μπορούμε να εξαρτόμαστε από ξένους αντιπάλους για κρίσιμα ορυκτά», είπε ο Τραμπ σε συνέντευξη τύπου μετά την σύνοδο.

Η Κίνα κυριαρχεί στις αλυσίδες εφοδιασμού σπανίων γαιών, έχοντας το 70% της παγκόσμιας παραγωγής και σχεδόν το 90% της ικανότητας επεξεργασίας, σύμφωνα με έρευνα του 2023 του Ινστιτούτου Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης.

Το κινεζικό καθεστώς έχει μετατρέψει αυτήν την κυριαρχία σε στρατηγικό όπλο κατά άλλων χωρών τα πρόσφατα χρόνια.

Τον Απρίλιο, το Πεκίνο άρχισε περιορισμούς εξαγωγών για κρίσιμα στοιχεία σπανίων γαιών, μέταλλα, και μαγνήτες ως απάντηση στους αμοιβαίους δασμούς του Τραμπ.

Το Πεκίνο έχει εντείνει τους ελέγχους εξαγωγών για επτά στοιχεία σπανίων γαιών—σαμάριο, γαδολίνιο, τέρβιο, δυσπρόσιο, λουτέτιο, σκάνδιο, και ύτριο—δυσκολεύοντας τις αλυσίδες εφοδιασμού που είναι κρίσιμες για την άμυνα της Αμερικής, την διαστημική και την κατασκευή αυτοκινήτων.

Οι τελευταίοι περιορισμοί ακολουθούν μια απαγόρευση εξαγωγών του Δεκεμβρίου 2024 για τρία βασικά στοιχεία—αντιμόνιο, γάλλιο, και γερμάνιο—που τέθηκε ως αντίποινα στους τεχνολογικούς περιορισμούς του προέδρου Τζο Μπάιντεν που στόχευαν το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς.

Ο Τραμπ είπε πως η Κίνα έχει συμφωνήσει να άρει τους περιορισμούς εξαγωγών σε μαγνήτες και αναγκαίες σπάνιες γαίες μετά τον διάλογο στο Λονδίνο στις αρχές Ιουνίου.

Τα βασικά σημεία της παρουσίας Τραμπ στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ολοκλήρωσε στις 25 Ιουνίου μια έντονη, 24ωρη επίσκεψη στην Ολλανδία, με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, εξασφαλίζοντας την αποδοχή της αύξησης των αμυντικών δαπανών από πλευράς των συμμάχων.

Σε αντίθεση με την περσινή σύνοδο στην Ουάσιγκτον – που φιλοξενήθηκε από τον τότε πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, λίγο μετά από την προεκλογική τηλεοπτική του αναμέτρηση με τον Τραμπ – η φετινή συνάντηση ήταν διαφορετική τόσο σε τόνο όσο και σε προτεραιότητες.

Το ενδιαφέρον συγκέντρωσαν, μεταξύ άλλων, οι δηλώσεις Τραμπ για την κατάπαυση πυρός στη Μέση Ανατολή, οι αναφορές σε διαρροή απόρρητης έκθεσης για τις αμερικανικές επιδρομές στο Ιράν, καθώς και η στάση του σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

«Ιστορικό ορόσημο»

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της συνόδου, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν στην αύξηση των αμυντικών δαπανών με στόχο το 5% του ΑΕΠ, πρόταση που ο Τραμπ προωθούσε εδώ και χρόνια.

Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, χαρακτήρισε τη νέα συμφωνία – η οποία έλαβε την ονομασία «Αμυντική Δέσμευση της Χάγης» – ως «ιστορικό ορόσημο», προσθέτοντας ότι πρόκειται για επίτευγμα που «κανείς δεν πίστευε πως ήταν εφικτό».

Η επίσημη δήλωση της συνόδου ανέφερε πως τα μέλη της Συμμαχίας δεσμεύτηκαν να δαπανούν τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ τους σε βασικές αμυντικές ανάγκες έως το 2035, με υποχρέωση υποβολής ετήσιων σχεδίων για την πορεία επίτευξης του στόχου.

Επιπλέον, συμφωνήθηκε η επιπρόσθετη ετήσια διάθεση 1,5% του ΑΕΠ για υποδομές, κυβερνοασφάλεια, πολιτική ετοιμότητα, καινοτομία και ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης.

Ο Τραμπ υποστήριξε ότι η συνολική ενίσχυση των αμυντικών δαπανών θα προσθέσει πάνω από 1 τρισ. δολάρια ετησίως στη συλλογική άμυνα του ΝΑΤΟ. Τόνισε επίσης ότι τα κονδύλια θα πρέπει να διατεθούν για στρατιωτικό εξοπλισμό και όχι για γραφειοκρατικά έξοδα, προσθέτοντας – με αναφορά στη στήριξη της αμερικανικής βιομηχανίας – ότι ελπίζει ο εξοπλισμός αυτός να κατασκευάζεται στις ΗΠΑ, καθώς, όπως είπε, πρόκειται για τον «καλύτερο στον κόσμο».

Το Ιράν στη σκιά της Συνόδου

Αν και η σύνοδος αποτελούσε ιδανική ευκαιρία για την προβολή των πρόσφατων αμερικανικών επιδρομών, οι οποίες, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, κατέστρεψαν τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, μεγάλο μέρος των δηλώσεων του Τραμπ επικεντρώθηκε στη διάψευση των αναφορών που αμφισβητούσαν την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, ο Τραμπ επέκρινε μέσα ενημέρωσης όπως το CNN, τα οποία αναφέρθηκαν σε διαρροή απόρρητης έκθεσης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, σύμφωνα με την οποία οι επιδρομές δεν κατέστρεψαν κρίσιμα τμήματα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Αντίθετα, δήλωση εκπροσώπου του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών, την οποία επικαλέστηκε ο Τραμπ, έκανε λόγο για «σοβαρές ζημιές» στις εγκαταστάσεις.

Κατά τη συνάντησή του με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε, το πρωί της 25ης Ιουνίου, ο Τραμπ φέρεται να υποστήριξε πως οι αμερικανικές επιδρομές συνέβαλαν στον τερματισμό της σύγκρουσης Ισραήλ–Ιράν, συγκρίνοντάς τες μάλιστα με τις ατομικές βομβιστικές επιθέσεις σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι σχέσεις Τραμπ-Ρούττε στο επίκεντρο

Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η ‘χημεία’ μεταξύ του Τραμπ και του νέου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ. Ο Ρούττε εξήρε την ηγεσία του Αμερικανού προέδρου στην ενίσχυση των αμυντικών δαπανών των συμμάχων και χαιρέτισε την, όπως είπε, «αποφασιστική του δράση» έναντι του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, ο Τραμπ παρομοίασε τη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν με «καβγά ανάμεσα σε δύο παιδιά στο προαύλιο σχολείου», λέγοντας πως «τα αφήνεις να παλέψουν για 2-3 λεπτά και μετά τα σταματάς».

Ο Ρούττε φέρεται να απάντησε με χιούμορ ότι «τότε πρέπει να επέμβει ο μπαμπάς με αυστηρή γλώσσα». Η στιχομυθία έγινε γρήγορα ευρέως γνωστή, με αρκετούς να κατηγορούν τον επικεφαλής του ΝΑΤΟ για υπερβολική φιλοφρόνηση προς τον Τραμπ. Ο Ρούττε υπερασπίστηκε τις δηλώσεις του, χαρακτηρίζοντας τον Τραμπ «καλό φίλο» και δηλώνοντας ότι θεωρεί πως «του αξίζουν τα εύσημα».

Συνάντηση με Ζελένσκι

Ένα ακόμη σημείο ενδιαφέροντος της συνόδου αποτέλεσε η κατ’ ιδίαν συνάντηση του Τραμπ με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στις 25 Ιουνίου. Όταν ρωτήθηκε εάν συζητήθηκε ενδεχόμενο κατάπαυσης του πυρός, ο Τραμπ απάντησε ότι ήθελε απλώς να μάθει πώς τα πηγαίνει ο Ουκρανός ηγέτης.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του, η συνάντηση ήταν «πολύ καλή» και, παρά τις δύσκολες στιγμές που υπήρξαν στο παρελθόν, ο Ζελένσκι ήταν «ιδιαίτερα ευγενικός».

Ο Τραμπ εξέφρασε την πρόθεσή του να συνομιλήσει με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, προκειμένου να διερευνηθούν τρόποι διαμεσολάβησης για κατάπαυση του πυρός, χωρίς ωστόσο να κάνει αναφορά στο ενδεχόμενο επιβολής νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας.

Παρότι αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες προσδοκούσαν την υλοποίηση της προηγούμενης υπόσχεσής του για δευτερογενείς κυρώσεις κατά του Κρεμλίνου, το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται να παραμένει προς το παρόν σε εκκρεμότητα.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η διαφοροποίηση στο κοινό ανακοινωθέν της Συνόδου. Η διατύπωση του 2024, «Το μέλλον της Ουκρανίας είναι στο ΝΑΤΟ», αντικαταστάθηκε φέτος από τη φράση: «Οι σύμμαχοι επιβεβαιώνουν τη διαρκή κυριαρχική τους δέσμευση να στηρίζουν την Ουκρανία, της οποίας η ασφάλεια συμβάλλει στη δική μας».

Ο Τραμπ στη Χάγη για κρίσιμη σύνοδο του ΝΑΤΟ – Στόχος η αύξηση αμυντικών δαπανών

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, καταφθάνει στη Χάγη στις 24 Ιουνίου για μια καθοριστική σύνοδο του ΝΑΤΟ με σκοπό τη δέσμευση των συμμάχων για πρωτοφανείς αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες—αίτημα που προωθεί αδιάλειπτα εδώ και χρόνια. Η φετινή σύνοδος αναμένεται να υιοθετήσει έναν φιλόδοξο νέο στόχο: οι χώρες-μέλη να δαπανούν το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα, υπερδιπλασιάζοντας το σημερινό όριο του 2%.

Το ταχύτατο 24ωρο πέρασμά του από την Ολλανδία πραγματοποιείται εν μέσω σφοδρών γεωπολιτικών εντάσεων στην Μέση Ανατολή. Η σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ εισέρχεται στη 10η ημέρα της, ενώ η ένταση κλιμακώθηκε ακόμη περισσότερο μετά από αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο σε τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, με στόχο την ανάσχεση της πυρηνικής φιλοδοξίας της Τεχεράνης. Υπό το βάρος αυτής της κρίσης, ο Αμερικανός πρόεδρος περιορίζει τη συμμετοχή του και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως έκανε και μια εβδομάδα νωρίτερα στη σύντομη εμφάνισή του στη σύνοδο των G7 στον Καναδά.

Παρά τη συμπιεσμένη ατζέντα, αναμένεται να τεθούν επί τάπητος κι άλλα φλέγοντα ζητήματα: ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η μελλοντική αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη. Το ενδιαφέρον εστιάζεται επίσης στις συναντήσεις του Τραμπ με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν—τον οποίο επέκρινε για τις θέσεις του ως προς το Ιράν—και με την πρωθυπουργό της Δανίας Μέτε Φρέντερικσεν, η οποία έχει εκφράσει τις επιφυλάξεις της για το ενδιαφέρον του Τραμπ να αποκτήσει τη Γροιλανδία.

Νέος στόχος αμυντικών δαπανών

Η φετινή σύνοδος στη Χάγη επικεντρώνεται κυρίως στην υιοθέτηση ενός νέου στόχου για τις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών. Ο Τραμπ έχει εδώ και καιρό επικρίνει τους Ευρωπαίους συμμάχους του για το «άδικο μερίδιο» που επωμίζονται εντός της Συμμαχίας. Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, έχει εντείνει την πίεση προς τους εταίρους για σημαντική αύξηση των συνεισφορών.

Σε απάντηση, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, πρότεινε να αυξηθεί ο ελάχιστος στόχος από το 2% στο 5% του ΑΕΠ ετησίως. Η πρότασή του διαρθρώνεται σε δύο σκέλη: το 3,5% να διατίθεται απευθείας σε αμυντικές δαπάνες και το υπόλοιπο 1,5% σε υποδομές και αμυντική βιομηχανία.

Η πρόταση έχει ήδη κερδίσει έδαφος, με όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ—μεταξύ αυτών και η Γερμανία—να τάσσονται υπέρ. Η φετινή σύνοδος αναμένεται να επικυρώσει τον νέο αυτό στόχο, με τις ενστάσεις να επικεντρώνονται στο χρονοδιάγραμμα και τον τρόπο υλοποίησής του. Ανώτατος Αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε σε δημοσιογράφους: «Ο πρόεδρος σκοπεύει να εξασφαλίσει μια ιστορική δέσμευση για το 5% στις αμυντικές δαπάνες από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, που θα ενισχύσει τη στρατιωτική ισχύ της Συμμαχίας και θα διασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα στην Ευρώπη και παγκοσμίως».

Ο ίδιος ανέφερε ακόμη: «Ο Τραμπ θα πιέσει τους συμμάχους στη σύνοδο να ενισχύσουν τις βιομηχανικές δυνατότητες και τις εφοδιαστικές αλυσίδες για την παραγωγή των κρίσιμων ορυκτών, των υποδομών, των οπλικών συστημάτων και των άλλων προϊόντων που είναι απαραίτητα στην άμυνα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους».

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, σήμερα 23 από τις 32 χώρες–μέλη πληρούν το ήδη υπάρχον όριο του 2% (το οποίο θεσπίστηκε το 2014 μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία). Το νέο φιλόδοξο 5% αντανακλά την αυξανόμενη πεποίθηση ότι η Ευρώπη οφείλει να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στην ασφάλειά της. Όπως σημειώνουν οι αναλυτές του Brookings Institution, Τζέιμς Γκολντγκάιερ και Σόφι Ρόουζ: «Οι Ευρωπαίοι έχουν αντιληφθεί πως στο μέλλον θα πρέπει να κρατήσουν οι ίδιοι στα χέρια τους την ασφάλεια και την άμυνά τους. Η παραδοχή αυτή ενισχύει το ΝΑΤΟ και δη έπρεπε να είχε συμβεί και νωρίτερα».

Το χρονοδιάγραμμα παραμένει αμφιλεγόμενο: ορισμένοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ προκρίνουν ως ορίζοντα το 2035, ενώ αρκετές χώρες—λόγω αμεσότερων κινδύνων—ζητούν νωρίτερη υλοποίηση. Όπως επισημαίνει η Σάρα Μάλερ, λέκτορας διεθνών σχέσεων, «Οι Βαλτικές πιέζουν για το 2030, όμως οι περισσότερες χώρες προτιμούν μεταγενέστερο στόχο. Ωστόσο, η ομάδα του Τραμπ δείχνει αποφασισμένη να επιταχύνει τις διαδικασίες».

Η Ισπανία αντιστέκεται στον νέο στόχο του ΝΑΤΟ

Καθώς το ΝΑΤΟ επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ προανήγγειλε την προηγούμενη εβδομάδα πως η χώρα του δεν θα δεσμευτεί στον προτεινόμενο στόχο του 5% επί του ΑΕΠ. Όπως ανέφερε στις 21 Ιουνίου, «Είχα καταλήξει σε συμφωνία με το ΝΑΤΟ για εξαίρεση από τον στόχο του 5%». Η Ισπανία ξόδεψε φέτος σχεδόν 1,3% του ΑΕΠ της για την άμυνα, καταγράφοντας το χαμηλότερο σχετικό ποσοστό μεταξύ των μελών.

Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμμάχων—όπως υπογράμμισε και ο Αμερικανός μόνιμος αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, Μάθιου Γουίτακερ, σε συνέδριο ασφάλειας στην Εσθονία τον Μάιο. Η πρόσφατη πρόταση τοποθέτησης της υποστρατηγού της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, Αλέξης Γκρίνκεβιτς, ως ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη δείχνει παράλληλα τη συνέχιση της αμερικανικής δέσμευσης στις πυρηνικές αποτρεπτικές δυνατότητες της Συμμαχίας.

Την ίδια στιγμή, πλήθος αναλυτών αναμένει μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη το φετινό καλοκαίρι. Αυξάνονται οι φωνές, κυρίως από συντηρητικούς κύκλους, υπέρ ενός περιορισμένου αποτυπώματος και ταυτόχρονης μεταφοράς δυνάμεων και μέσων στην ευρύτερη περιοχή της Ινδο-Ειρηνικής, ως ανάχωμα στην ανερχόμενη ισχύ της Κίνας. Όπως γράφουν οι Γκολντγκάιερ και Ρόουζ: «Οι υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής θεωρούν την Κίνα τη μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και υποστηρίζουν πως οι Ευρωπαίοι οφείλουν να αναλάβουν το κύριο βάρος της αποτροπής της Ρωσίας».

Αμερικανοί αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του Γουίτακερ, έχουν αφήσει να εννοηθεί πως βρίσκεται σε εξέλιξη αξιολόγηση της δύναμης των ΗΠΑ στην Ευρώπη, με πιθανές ανακοινώσεις αποχωρήσεων στρατευμάτων μετά τη σύνοδο. Όπως τονίζει η Μάλερ, «Η επικείμενη ανακοίνωση θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον – όλοι θα περιμένουν να δουν πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί το νέο σχέδιο του Πενταγώνου για την ευρωπαϊκή ήπειρο».

Δανία και Γροιλανδία

Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά στη φετινή σύνοδο η συνάντηση του Τραμπ με την πρωθυπουργό της Δανίας Μέτε Φρέντερικσεν, δεδομένης της έντασης που πυροδότησε το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη Γροιλανδία. Πιθανή επαναφορά στους αμερικανικούς προβληματισμούς για την πιθανή ανεξαρτησία της Γροιλανδίας και την αυξανόμενη επιρροή Ρωσίας και Κίνας στην Αρκτική.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια, τόσο η κυβέρνηση Τραμπ όσο και αυτή του Τζο Μπάιντεν εξέφραζαν ανησυχία για την τάση της αυτόνομης δανικής επικράτειας προς ανεξαρτησία. Οι εξελίξεις στην Αρκτική, με αφορμή την κλιματική αλλαγή, εντείνουν τον ανταγωνισμό και την ένταση ξένων δυνάμεων. Όπως επισημαίνει ο Μπέργκμαν, «Η συνάντηση Φρέντερικσεν-Τραμπ θα πρέπει να παρακολουθηθεί στενά. Η Δανή πρωθυπουργός δεν έχει επισκεφθεί ακόμη την Ουάσιγκτον, ενώ η διμερής σχέση έχει δεχθεί πλήγματα—γεγονός ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς πως η Δανία υπήρξε διαχρονικά μεταξύ των πλέον φιλοαμερικανικών κρατών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Κυρώσεις κατά της Ρωσίας

Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι καλούν τον Τραμπ να υλοποιήσει προηγούμενες απειλές του για αυστηρότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω της συνεχιζόμενης σύρραξης στην Ουκρανία. Αν και πρόσφατα άφησε να διαφανεί μια σκληρότερη στάση, στη σύνοδο των G7 εμφανίστηκε διστακτικός: «Οι κυρώσεις μας κοστίζουν πολλά χρήματα», δήλωσε, ενώ άσκησε κριτική στους ηγέτες των G7 για τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το τότε G8 το 2014: «Ήταν τεράστιο λάθος, δεν θα είχατε αυτόν τον πόλεμο, θα είχατε τον αντίπαλο στο ίδιο τραπέζι».

Την ίδια στιγμή ακύρωσε προγραμματισμένη συνάντηση με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προκειμένου να επικεντρωθεί εκ νέου στην κρίση με το Ιράν. Η Μάλερ σχολιάζει: «Δεν περιμένω να υπάρξουν σημαντικές ανακοινώσεις για την Ουκρανία — προτεραιότητα του προέδρου παραμένει η λήξη του πολέμου μέσω συνομιλιών Μόσχας και Κιέβου».

Ο Τραμπ εξετάζει σχέδια για το Ιράν – Αναμονή για στρατιωτική εμπλοκή

Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 18 Ιουνίου πως εξακολουθεί να εξετάζει επιλογές για την αντιμετώπιση της κλιμακούμενης έντασης με το Ιράν, ωστόσο δεν έχει λάβει ακόμη τελική απόφαση.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους πριν από συνάντηση με την ομάδα εθνικής ασφάλειας στον Λευκό Οίκο, αναφέρθηκε στην εξαήμερη ανταλλαγή πληγμάτων μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, σημειώνοντας ότι έχει ορισμένες ιδέες για το πώς πρέπει να προχωρήσει, αλλά, όπως είπε, του αρέσει να παίρνει τις τελικές αποφάσεις «ένα δευτερόλεπτο πριν την ώρα τους».

Παρατήρησε πως ειδικά σε συνθήκες πολέμου «τα πράγματα αλλάζουν» και ότι «μπορεί να περάσουν από το ένα άκρο στο άλλο», και εκτίμησε ότι το ιρανικό καθεστώς ενδέχεται να καταρρεύσει, προσθέτοντας ωστόσο πως έχει σχέδιο για κάθε ενδεχόμενο: «Έχω σχέδιο για τα πάντα, αλλά θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, εξέφρασε τη λύπη του που η Τεχεράνη καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις και δεν κατέληξε σε συμφωνία εντός 60 ημερών, παρά τις προειδοποιήσεις του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ευκαιρία για μια δίκαιη συμφωνία έχει πλέον χαθεί, κάτι που δυσχεραίνει τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Ο πρόεδρος υποστήριξε επίσης ότι τώρα οι Ιρανοί «μετανιώνουν» και επιθυμούν μία συνάντηση, αλλά πλέον είναι αργά. Θέλουν να έρθουν στον Λευκό Οίκο, είπε, αλλά αμφέβαλε αν οι ηγέτες της Τεχεράνης μπορούν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, λόγω των αναταραχών. «Δεν είναι εύκολο να φύγουν. Δεν μπορούν να βγουν», σχολίασε.

«Λίγες εβδομάδες» 

Στις 13 Ιουνίου, το Ισραήλ εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας αεροπορικές και μη επανδρωμένες επιθέσεις κατά του Ιράν, τις οποίες Ισραηλινοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν ως «προληπτικό πλήγμα» για την αποτροπή της Τεχεράνης από την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Οι επιθέσεις προκάλεσαν ζημιές σε πυρηνικές εγκαταστάσεις και στο πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, με ανώτερους στρατιωτικούς και επιστήμονες να συγκαταλέγονται μεταξύ των νεκρών.

Ως απάντηση, το Ιράν εκτόξευσε βαλλιστικούς πυραύλους και drone κατά του Ισραήλ, με τις επιθέσεις να συνεχίζονται επί έξι ημέρες. Ορισμένα από τα πλήγματα κατάφεραν να διαπεράσουν την ισραηλινή αεράμυνα, με αποτέλεσμα νεκρούς αμάχους, τραυματίες και καταστροφές.

Οι ισραηλινές αρχές εδώ και καιρό υποστηρίζουν ότι το Ιράν εμπλουτίζει ουράνιο με σκοπό την κατασκευή πυρηνικών όπλων, κάτι που θεωρούν υπαρξιακή απειλή.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι, κατά την άποψή του, το Ιράν απείχε μόλις «λίγες εβδομάδες» από την απόκτηση πυρηνικών όπλων και επανέλαβε ότι δεν επιθυμεί οι ΗΠΑ να εμπλακούν σε πόλεμο. Ωστόσο, η προοπτική να αποκτήσει το Ιράν πυρηνικά, ίσως καταστήσει αναγκαία την ανάληψη δράσης. «Θα πρέπει να επιλέξουμε αν θα πολεμήσουμε για να μην αποκτήσουν πυρηνικά», δήλωσε.

Σημειωτέον ότι στις 9 Ιουνίου, ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency – ΙΑΕΑ) είχε εκφράσει σοβαρή ανησυχία για τη ραγδαία συσσώρευση εμπλουτισμένου ουρανίου από το Ιράν.

Αντίδραση στις απειλές Χαμενεΐ

Το πρωί της 18ης Ιουνίου, ο Τραμπ ρωτήθηκε από δημοσιογράφους σχετικά με τη δήλωση του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος προειδοποίησε ότι τυχόν αμερικανικά πλήγματα κατά της χώρας του θα έχουν «ανεπανόρθωτες συνέπειες» για τις ΗΠΑ και δήλωσε ότι η Τεχεράνη δεν θα υποκύψει στις εκκλήσεις για άνευ όρων παράδοση.

Ως απάντηση, ο πρόεδρος ευχήθηκε «Καλή τύχη», ενώ σε ερώτηση για το πότε εξαντλείται η υπομονή του με το Ιράν, απάντησε ότι «έχει ήδη εξαντληθεί. Γι’ αυτό κάνουμε ό,τι κάνουμε».

Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Χαμενεΐ ανέφερε πως «ο πρόεδρος των ΗΠΑ μάς απειλεί με ανοησίες» και ότι «ο ιρανικός λαός δεν τρομάζει από τέτοιες απειλές».

Ο Τραμπ έχει ήδη καλέσει την Τεχεράνη σε παράδοση, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ γνωρίζουν τη θέση του Χαμενεΐ και μπορούν να τον πλήξουν με αεροπορικό χτύπημα.

Επιβεβαιώσεις για τις πυρηνικές εγκαταστάσεις

Ο IAEA επιβεβαίωσε ότι δύο εγκαταστάσεις κατασκευής φυγοκεντρητών στο Ιράν υπέστησαν ζημιές από τις ισραηλινές επιθέσεις, ενώ μία ημέρα νωρίτερα είχε ανακοινώσει ότι επλήγη και η μονάδα εμπλουτισμού στο Νατάνζ.

Πριν από την ισραηλινή επίθεση, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ είχαν πραγματοποιήσει επαφές με Ιρανούς ομολόγους τους, στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Οι ΗΠΑ ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία του 2015 για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, όμως το 2018 ο Τραμπ απέσυρε τη χώρα του, θεωρώντας ότι η συμφωνία δεν κάλυπτε επαρκώς τα ζητήματα ασφάλειας και δεν διασφάλιζε τα αμερικανικά συμφέροντα.

Ο Τραμπ ανέφερε ότι η καταστροφή του υπόγειου εργοστασίου εμπλουτισμού Φορντό δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα συμφωνία, αν και δεν έχει αποφασίσει ακόμη αν θα διατάξει επίθεση κατά της εγκατάστασης. Όπως τόνισε, το πλήγμα θα απαιτούσε βόμβες διάτρησης σκυροδέματος και ειδικά βομβαρδιστικά, μέσα που διαθέτουν μόνο οι ΗΠΑ.

Προετοιμασίες εκκένωσης Αμερικανών πολιτών

Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρέσβης στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι, ανακοίνωσε ότι η αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ εργάζεται για την επιχείρηση εκκένωσης μέσω αέρος και θαλάσσης για Αμερικανούς πολίτες.

Όπως ανέφερε στην πλατφόρμα Χ, όσοι επιθυμούν να αποχωρήσουν από το Ισραήλ θα πρέπει να εγγραφούν στο πρόγραμμα Smart Traveler Enrollment του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Με τη συμβολή των Jack Phillips, Ryan Morgan και Jackson Richman

Ο Τραμπ αφήνει τη Σύνοδο G7 νωρίς για να επικεντρωθεί στη Μέση Ανατολή, ανακοινώνει ο Λευκός Οίκος

Με ανακοίνωση του, τη Δευτέρα, ο Λευκός Οίκος ενημέρωσε για την πρόωρη αποχώρηση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ από τη σύνοδο G7 και την επιστροφή του στην Ουάσιγκτον.

«Ο πρόεδρος Τραμπ τα πήγε καλά στην G7, υπογράφοντας μια μεγάλη εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο και τον πρωθυπουργό Κηρ Στάρμερ. Πολλά επιτεύχθηκαν, αλλά λόγω αυτού που γίνεται στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος Τραμπ θα φύγει σήμερα, μετά το δείπνο με τους ηγέτες των κρατών», έγραψε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ.

Μετά την ομαδική φωτογράφηση της Συνόδου, και ο ίδιος δήλωσε στους δημοισιογράφους ότι πρέπει να επιστρέψει. «Πιθανώς βλέπετε αυτό που βλέπω, και θα πρέπει να είμαι πίσω το συντομότερο δυνατόν», είπε.

Η απόφαση του Τραμπ να αποχωρήσει άμεσα από τη σύνοδο θυμίζει μία παρόμοια περίπτωση κατα την πρώτη του θητεία, όταν έφυγε νωρίς από τη σύνοδο του 2018, στο Σαρλεβουά του Καναδά. Εκείνη η συνάντηση είχε σταματήσει με διαφωνίες για εμπορικές διαφορές, με τον Τραμπ να αρνείται να συμφωνήσει με την τελική απόφαση της συνόδου. Τώρα, ο Λευκός Οίκος αναφέρει τις κλιμακούμενες εντάσεις στη Μέση Ανατολή ως αιτία της πρώιμης αναχώρησης του.

Ο Τραμπ επιδοκίμασε την πρόοδο της συνόδου G7 τη Δευτέρα, λέγοντας ότι οι επικεφαλής «ολοκλήρωσαν πολλά πράγματα».

Σε διαπραγματεύσεις καλεί ο Τραμπ το Ιράν «πριν να είναι πολύ αργά»

Από τον Καναδά, όπου βρισκόταν για τη σύνοδο κορυφής των G7, o πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως η θέση του Ιράν είναι δυσμενής και θα πρέπει να ξαναρχίσει τον διάλογο «πριν να είναι πολύ αργά».

Η σύγκρουση με το Ισραήλ ξεκίνησε όταν ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν εναέρια χτυπήματα με πυραύλους και με μη επανδρωμένα οχήματα κατά του Ιράν στις 13 Ιουνίου, με την αιτιολογία της αποτροπής παραγωγής πυρηνικών όπλων στο Ιράν. Η ισραηλινές απρόσμενες επιθέσεις χάλασαν πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και τμήματα του προγράμματος βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, και σκότωσαν κορυφαίους Ιρανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους και επικεφαλής Ιρανούς πυρηνικούς επιστήμονες.

Το Ιράν ανταπέδωσε, στοχεύοντας το Ισραήλ με βαλλιστικούς πυραύλους και μη επανδρωμένα οχήματα. Τα πυρά συνεχίστηκαν για τέσσερις ημέρες, και κάποια έσπασαν το δίκτυο της ισραηλινής αεράμυνας, προκαλώντας καταστροφές, θανάτους, και τραυματισμούς.

«Είναι οδυνηρό και για τα δύο μέρη, αλλά το Ιράν δεν θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, και θα πρέπει να μιλήσουν – θα πρέπει να μιλήσουν άμεσα, πριν να είναι πολύ αργά,» είπε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στην αρχή της ετήσιας συνόδου G7.

Πριν την απρόσμενη επίθεση του Ισραήλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εμπλακεί σε γύρους ομιλιών με Ιρανούς αξιωματούχους για την επίτευξη συμφωνίας για τον περιορισμό της πυρηνικής ανάπτυξης του Ιράν. Ο Τραμπ είχε αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την προηγούμενη συμφωνία το 2018, λέγοντας ότι δεν αντιμετώπιζε επαρκώς θέματα ασφαλείας και δεν προστάτευε τα αμερικανικά συμφέροντα.

Ιρανοί επικεφαλής είπαν επανειλημμένα ότι διατηρούν ένα ειρηνικό πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, αλλά συνέχισαν να παράγουν ουράνιο εμπλουτισμένο σε υψηλό βαθμό από το 2018.

Τον Φεβρουάριο, η Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας των Ηνωμένων Εθνών αξιολόγησε ότι το Ιράν είχε συσσωρεύσει περίπου 275 χιλιοστόγραμμα ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%. Για την παραγωγή πυρηνικών όπλων, χρειάζεται ουράνιο εμπλουτισμένο κατά 90%.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των πρόσφατων συνομιλιών, Αμερικανοί και Ιρανοί αξιωματούχοι εμφανίζονταν σε ασυμφωνία για το αν το Ιράν θα συνέχιζε να εμπλουτίζει ουράνιο.

Τις ώρες πριν το ισραηλινό χτύπημα στο Ιράν, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει ότι μια συμφωνία διαφαινόταν «στον ορίζοντα», προσθέτοντας: «Όσο πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει μια συμφωνία, δεν θέλω να μπει [το Ισραήλ]».

Είπε ακόμη σε δημοσιογράφους, τη Δευτέρα, ότι το Ιράν καθυστέρησε πολύ στο ζήτημα της συμφωνίας.

«Θα ήθελαν να μιλήσουν, αλλά θα έπρεπε να το κάνουν αυτό πριν. Είχα 60 μέρες, και αυτοί είχαν 60 μέρες, και την 61η μέρα, είπα: ‘Δεν έχουμε συμφωνία’», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Ο έκτος κύκλος ομιλιών ΗΠΑ-Ιράν, που είχε προγραμματιστεί να διεξαχθεί στο Ομάν στις 14 Ιουνίου, ακυρώθηκε μετά το απρόσμενο χτύπημα του Ισραήλ.

Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλέκονται στην επίθεση.

Όταν ρωτήθηκε ο Τραμπ για το τι θα ανάγκαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν στρατιωτικά στη σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ, αρνήθηκε να απαντήσει.

G7: Σύνοδος Κορυφής στη σκιά γεωπολιτικών εντάσεων και οικονομικών προκλήσεων

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μετέβη την Κυριακή 15 Ιουνίου στην Αλμπέρτα του Καναδά για τη Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας των Επτά (G7), στην πρώτη του μεγάλη διεθνή συνάντηση ηγετών αφότου ανέλαβε τη δεύτερη θητεία του τον Ιανουάριο. Κατά τη διάρκεια της τριήμερης συνόδου, ο Τραμπ θα έχει επαφές με τους ηγέτες των επτά ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, με στόχο την αντιμετώπιση σοβαρών οικονομικών προκλήσεων και την κλιμακούμενη γεωπολιτική κρίση, κυρίως στη Μέση Ανατολή, όπου η πρόσφατη σύγκρουση έχει περάσει πλέον σε άμεση αντιπαράθεση.

Στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Κάλγκαρυ, στον Καναδά, υποδέχθηκε τον Αμερικανό πρόεδρο η Ντανιέλ Σμιθ, κυβερνήτης της Αλμπέρτα. Η συντηρητική και πλούσια σε πετρέλαιο επαρχία αποτελεί ενδιαφέρουσα επιλογή για τη διεξαγωγή της συνόδου, εν όψει του δημοψηφίσματος του 2026 για ενδεχόμενη απόσχισή της από τον Καναδά. Η σύνοδος των ηγετών, που φέτος σηματοδοτεί την 50ή επέτειο των G7, θα πραγματοποιηθεί στο Κανανάσκις, στα Βραχώδη Όρη του Καναδά, από τις 15 έως τις 17 Ιουνίου. Η ομάδα αποτελείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκεντρώνοντας πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Η φετινή συνάντηση πραγματοποιείται στη σκιά της ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που ανταλλάσσουν πυραυλικές επιθέσεις για τρίτη συνεχόμενη ημέρα έως και τις 15 Ιουνίου. Η τελευταία φάση της κρίσης εκτυλίχθηκε στις 12 Ιουνίου, μετά την ισραηλινή αεροπορική επίθεση σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, ανώτερα στελέχη της Τεχεράνης, στρατιωτικούς αξιωματούχους και πυρηνικούς επιστήμονες. Οι επιθέσεις ξεκίνησαν λίγο μετά την προειδοποίηση του γενικού διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας στις 9 Ιουνίου, σχετικά με την ταχύτατη συσσώρευση ουρανίου εμπλουτισμένου σε υψηλό βαθμό από το Ιράν. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, υποστήριξε πως τους τελευταίους μήνες το Ιράν έχει προβεί σε ενέργειες που συνιστούν κλιμάκωση προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων και ότι, εάν δεν ανακοπεί, θα μπορούσε να τα κατασκευάσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ως αντίποινα στις αεροπορικές επιδρομές, το Ιράν εκτόξευσε πυραύλους οι οποίοι διέσπασαν την αντιαεροπορική άμυνα του Ισραήλ και έπληξαν και αστικές περιοχές, περιλαμβανομένης της πρωτεύουσας Τελ Αβίβ. Η ισραηλινή κυβέρνηση προειδοποίησε για σκληρή απάντηση.

Η κρίση Ιράν-Ισραήλ στο προσκήνιο

Ο Ντόναλντ Τραμπ καλεί την Τεχεράνη να αποδεχθεί μια νέα πυρηνική συμφωνία, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω καταστροφή. «Το Ιράν και το Ισραήλ πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία, και θα το κάνουν», έγραψε την Κυριακή στην πλατφόρμα Truth Social. «Οι γραμμές έχουν ανοίξει και διεξάγονται συνομιλίες», προσέθεσε. Ωστόσο, δεν διαφαίνονται ακόμη σημάδια αποκλιμάκωσης, με το Ισραήλ να εκδίδει προειδοποιήσεις εκκένωσης για Ιρανούς πολίτες κοντά σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Πριν την αναχώρησή του για τον Καναδά, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τις εντάσεις Ιράν-Ισραήλ, δήλωσε ότι «ήρθε η ώρα για μια συμφωνία», τόνισε, προσθέτοντας: «Καμιά φορά, πρέπει να τα βρουν μέσω σύγκρουσης». Σε ερώτηση εάν κάλεσε το Ισραήλ να σταματήσει τις αεροπορικές επιδρομές κατά του Ιράν, είπε πως μάλλον όχι, αλλά επιβεβαίωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να στηρίζουν την άμυνα του Ισραήλ.

Εάν η κρίση συνεχιστεί, η Μέση Ανατολή αναμένεται να μονοπωλήσει τις συζητήσεις στη Σύνοδο των G7. Σημαντικό ζήτημα είναι και η ένταση στο παγκόσμιο εμπόριο λόγω των νέων αμερικανικών δασμών. Ο Τραμπ έχει ανακοινώσει δασμούς που αφορούν όλες τις χώρες της G7 – συμπεριλαμβανομένης της χώρας υποδοχής, του Καναδά – καθώς και επιπλέον επιβαρύνσεις στις εισαγωγές αυτοκινήτων, και μεγάλη αύξηση στους δασμούς χάλυβα και αλουμινίου στο 50%. Πέραν του εμπορίου, ο Τραμπ έχει εντείνει τις πιέσεις σε Καναδά και Μεξικό για την καταπολέμηση της διακίνησης φαιντανύλης. Η πρόεδρος του Μεξικού, Κλαούντια Σέινμπαουμ, συμμετέχει επίσης στη φετινή σύνοδο.

Οι προτεραιότητες του Καναδά 

Ο Καναδάς έχει θέσει τρεις βασικές προτεραιότητες για τη φετινή σύνοδο. Πρώτη είναι η προστασία των τοπικών κοινοτήτων και της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας μέσω της αντιμετώπισης ξένων παρεμβάσεων, διακρατικού εγκλήματος, αλλά και της βελτίωσης των μηχανισμών άμεσης αντίδρασης σε φυσικές καταστροφές, όπως οι πυρκαγιές. Δεύτερος στόχος είναι η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και η επιτάχυνση της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής τεχνολογίας, με ταυτόχρονη ενδυνάμωση των αλυσίδων εφοδιασμού στρατηγικών ορυκτών. Τέλος, ο Καναδάς επιδιώκει τη συζήτηση για μελλοντικές συνεργασίες με επίκεντρο την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων σε υποδομές, τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και το άνοιγμα νέων, δυναμικών αγορών.

Σημαντική θέση θα έχουν και ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, αλλά και η σύγκρουση στη Γάζα. Αναμένεται να παραστεί στη Σύνοδο και ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, με προγραμματισμένη κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Τραμπ. Επιπλέον, σε προτεραιότητα βρίσκεται και το ζήτημα της Κίνας και του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος, με τους ηγέτες να αναμένεται να εκφράσουν ανησυχίες για την κλιμάκωση στην Ανατολική και Νότια Σινική Θάλασσα, την αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων του Πεκίνου και την ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν, παρά τις πιέσεις του Πεκίνου για επανένωση της ηπειρωτικής χώρας με το αυτοδιοικούμενο νησί.

Το ζήτημα των κρίσιμων ορυκτών, απαραίτητων για βιομηχανίες αιχμής όπως οι μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων και οι ημιαγωγοί, απασχολεί ιδιαίτερα τις οικονομίες της G7, με την κυριαρχία του Πεκίνου στην αγορά να προβληματίζει ΗΠΑ και συμμάχους. «Διαπιστώνεται σύγκλιση απόψεων σχετικά με τα στρατηγικής σημασίας ορυκτά», δήλωσε ο Ναβίν Γκιρισανκάρ, πρόεδρος του τμήματος Οικονομικής Ασφάλειας και Τεχνολογίας του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies – CSIS), σε συνέντευξη Τύπου. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους στη G7 επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού, δεδομένης της κινεζικής κυριαρχίας, κυρίως στην επεξεργασία πρώτων υλών», εξήγησε. «Ακόμη κι αν υπάρξει συμφωνία με το Πεκίνο για τον περιορισμό των εξαγωγών σπάνιων γαιών, το μακροπρόθεσμο συμφέρον των κρατών της G7 είναι να επενδύσουν περισσότερο για να εντοπίζουν, να εξορύσσουν και να επεξεργάζονται τα ορυκτά αυτά εντός των εδαφών τους.»

Ανατροπή ατζέντας στη Σύνοδο G7: Εκτός κλιματική δράση και ισότητα φύλων

Με μία σημαντικά διαφοροποιημένη ατζέντα σε σχέση με τα προηγούμενα έτη ξεκινά στις 15 Ιουνίου, στον Καναδά, η ετήσια σύνοδος κορυφής της Ομάδας των Επτά (G7), παρουσίᾳ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Σε μια κίνηση που ήδη προκαλεί έντονες συζητήσεις, η κυβέρνηση του Καναδά, ως διοργανώτρια χώρα, αποφάσισε να παρακάμψει φέτος τα ζητήματα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της ισότητας φύλων, τα οποία ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων τα περασμένα χρόνια.

Η φετινή θεματολογία περιστρέφεται κυρίως γύρω από την ενεργειακή ασφάλεια, τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (AI), την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων κρίσιμων μετάλλων όπως το λίθιο και τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Η προτεραιότητα αυτών των θεμάτων αντανακλά, σύμφωνα με ειδικούς, την επίδραση της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και την εκ νέου εστίαση στις αρχικές αξίες και στον ρόλο της G7.

Ο Καναδός πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϋ, υποδεχόμενος τον πρόεδρο Τραμπ στον Λευκό Οίκο στις 6 Μαΐου 2025, τόνισε την ανάγκη για «ρεαλιστικές προσεγγίσεις σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας και βελτίωσης της συνεργασίας στον τεχνολογικό τομέα», χωρίς να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην παλαιότερη ατζέντα περί κλιματικών μεταρρυθμίσεων ή ισότητας.

«Η φετινή συνάντηση αντανακλά μια επιστροφή στον πυρήνα της G7, ο οποίος ήταν πάντα η διασφάλιση της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας και ασφάλειας, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζουμε προκλήσεις όπως οι νέες τεχνολογίες και η γεωπολιτική ρευστότητα», αναφέρουν ειδικοί που παρακολουθούν στενά τις εργασίες της Συνόδου.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει πως προτεραιότητά του, κατά τη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο, είναι η ενεργειακή ανεξαρτησία των ΗΠΑ και η προστασία των στρατηγικών αμερικανικών συμφερόντων. Η στάση του ως προς την κλιματική αλλαγή, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία των Παρισίων κατά την πρώτη προεδρική του θητεία, δείχνει σαφώς τον προσανατολισμό της φετινής Συνόδου.

Ταυτόχρονα, οι συζητήσεις αναμένονται να επικεντρωθούν στα μέτρα που πρέπει να λάβουν τα κράτη-μέλη για τη θωράκιση των εφοδιαστικών αλυσίδων, στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας (όπου το ζήτημα των σπάνιων γαιών παραμένει στο προσκήνιο), καθώς και στην ικανότητα της Δύσης να ρυθμίσει ανθεκτικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης της τεχνητής νοημοσύνης. Οι δηλώσεις του Τραμπ περί επίλυσης του προβλήματος των εξαγωγών σπάνιων γαιών «μετά από συνομιλίες με τον Κινέζο πρόεδρο», όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενα ρεπορτάζ, ενισχύουν την εικόνα της στροφής προς τις «σκληρές» προτεραιότητες.

Η απομάκρυνση από τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα δεν έμεινε ασχολίαστη από χώρες-μέλη, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που διαχρονικά ηγούνται των προσπαθειών για ενίσχυση της παγκόσμιας κλιματικής πολιτικής και προαγωγής των δικαιωμάτων των γυναικών. Σύμφωνα με πηγές κοντά στη γερμανική αντιπροσωπεία, ο καγκελάριος Φρήντριχ Μερτς αναμένεται να τονίσει στην Ολομέλεια τη σημασία της διατήρησης των ανθρωπιστικών και περιβαλλοντικών διαστάσεων στη σύγχρονη διεθνή διακυβέρνηση: «Δεν πρέπει να χάσουμε από το οπτικό μας πεδίο την ανάγκη για παγκόσμια οικολογική και κοινωνική μεταρρύθμιση», φέρεται να υποστηρίζει στενός του συνεργάτης.

Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ μιλάει στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ παρουσίᾳ άλλων παγκόσμιων ηγετών, στο Charlevoix του Καναδά, κατά τη σύνοδο κορυφής της G7 στις 9 Ιουνίου 2018. (Jesco Denzel /Bundesregierung μέσω Getty Images)

 

Ωστόσο, οι περισσότερες χώρες-μέλη επέλεξαν να προσαρμοστούν στη νέα τάξη πραγμάτων, την οποία υπαγορεύει η συσσωρευμένη πίεση των γεωπολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, αλλά και οι διακηρυγμένες προτεραιότητες της ηγεσίας των ΗΠΑ.

Η φετινή αλλαγή προσανατολισμού της συνόδου κορυφής της G7 αντικατοπτρίζει μια βαθύτερη αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ παραδοσιακών οικονομικών συμφερόντων και των νέων προκλήσεων που φέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες, η ενεργειακή μετάβαση και οι παγκόσμιες κρίσεις εφοδιασμού. Ο παραγκωνισμός της κλιματικής και κοινωνικής ατζέντας δεν σημαίνει απαραίτητα την οριστική παύση τους ως ζητήματα διεθνούς διακυβέρνησης, ωστόσο ενδέχεται να οδηγήσει σε βραχυπρόθεσμη επιβράδυνση των σχετικών πρωτοβουλιών σε διεθνές επίπεδο.

Η νέα αυτή πραγματικότητα αναγκάζει τις χώρες της G7 να επαναδιαπραγματευθούν το εύρος και το χαρακτήρα της συνεργασίας τους, χωρίς να αποκλείεται η σταδιακή επιστροφή σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, εφόσον το επιβάλλουν οι διεθνείς εξελίξεις ή οι εσωτερικές πιέσεις των συμμετεχουσών χωρών. Οι εξελίξεις των επόμενων μηνών θα δείξουν αν αυτή η μετατόπιση της συζήτησης για το κλίμα και την ισότητα σε δεύτερο πλάνο είναι παροδική και κατά πόσο θα διαμορφώσει το πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας στη νέα εποχή.

Η Σύνοδος της G7 στον Καναδά το 2025 ενσαρκώνει την επιστροφή στη «ρεαλιστική» ατζέντα του παρελθόντος και μια νέα φάση γεωπολιτικής αναπροσαρμογής, με έμφαση στα κρίσιμα ζητήματα ασφάλειας και τεχνολογίας.

Ο Μερτς ζήτησε από τον Τραμπ αυστηρότερη στάση έναντι της Ρωσίας στη συνάντηση στον Λευκό Οίκο

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υποδέχθηκε τον Γερμανό καγκελάριο Φρήντριχ Μερτς στον Λευκό Οίκο στις 5 Ιουνίου, σε μια συνάντηση που επικεντρώθηκε σε κρίσιμα ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι εμπορικές εντάσεις και οι αμυντικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ.

Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους στο Οβάλ Γραφείο, ο Μερτς εμφανίστηκε βέβαιος ότι ο Τραμπ μπορεί να συμβάλει στην επίλυση της σύρραξης και τον προέτρεψε να σκληρύνει τη στάση του απέναντι στο Κρεμλίνο. Σύμφωνα με πηγές της συνάντησης, ο καγκελάριος ανέφερε ότι όλοι αναζητούν τρόπους και μέσα για να τερματιστεί ο πόλεμος και σημείωσε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη ασκήσει πίεση στη Μόσχα, προσθέτοντας ότι χρειάζονται περαιτέρω μέτρα.

Αναφερόμενος στην επικείμενη επέτειο της Απόβασης στη Νορμανδία (6 Ιουνίου), ο Μερτς φέρεται να εξήρε τον ιστορικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην απελευθέρωση της Γερμανίας από τη ναζιστική κυριαρχία, δηλώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν τι οφείλουν και ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται ξανά σε θέση ισχύος για να συμβάλουν στον τερματισμό ενός ακόμη πολέμου στην Ευρώπη.

Από την πλευρά του, ο Τραμπ προειδοποίησε ότι εάν Ρωσία και Ουκρανία δεν φθάσουν σε συμφωνία ειρήνης, τότε ο ίδιος σκοπεύει να υιοθετήσει μια «πολύ σκληρή» στάση, που ενδεχομένως —όπως είπε— να αφορά και τις δύο πλευρές. Παρομοίασε την κατάσταση με δύο παιδιά που τσακώνονται και δεν θέλουν να χωρίσουν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ενίοτε είναι προτιμότερο να εξαντλήσουν πρώτα τον θυμό τους.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ πιέζει εδώ και μήνες για την επίτευξη μόνιμης ειρήνης. Την προηγούμενη ημέρα της συνάντησης, αποκάλυψε μέσω ανάρτησης στο Truth Social ότι είχε μακρά τηλεφωνική συνομιλία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, χαρακτηρίζοντάς την «καλή», αν και —όπως διευκρίνισε— δεν θα οδηγούσε σε άμεση επίλυση. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Πούτιν τον διαβεβαίωσε ότι σκοπεύει να απαντήσει δυναμικά στη μεγάλη επίθεση με drone που πραγματοποίησε πρόσφατα η Ουκρανία εναντίον ρωσικών βάσεων.

Ο Λευκός Οίκος διευκρίνισε ότι ο Τραμπ δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για την ουκρανική επίθεση. Νωρίτερα, στις 2 Ιουνίου, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης Στέφαν Κορνέλιους είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους ότι ο καγκελάριος θα έκανε «ό,τι είναι δυνατό» για να πείσει τον Τραμπ να στηρίξει μια δίκαιη κατάπαυση του πυρός και νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Σημεία τριβής

Ήταν η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Μερτς στην Ουάσιγκτον μετά τη νίκη του στις γερμανικές εκλογές τον Μάιο. Ο Τραμπ τον χαρακτήρισε «καλό συνομιλητή», προσθέτοντας με χιούμορ ότι «είναι δύσκολος».

Ο καγκελάριος είχε εκφράσει στο παρελθόν ενόχληση για την τεταμένη συνάντηση του Τραμπ με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, τον Μάρτιο. Επίσης, είχε επικρίνει τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, για τις δηλώσεις του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, τις οποίες χαρακτήρισε υπερβολικές, καθώς ο Αμερικανός αξιωματούχος κατηγορήσε Ευρωπαίους ηγέτες ότι υπονομεύουν τη δημοκρατία.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επίσης επικρίνει τη γερμανική υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας για την απόφασή της να χαρακτηρίσει το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) ως ακροδεξιό εξτρεμιστικό σχηματισμό. Το AfD είχε συγκεντρώσει 20,8% στις εκλογές του Φεβρουαρίου, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση.

Σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, ο Μερτς είχε δηλώσει ότι η Ουάσιγκτον οφείλει να αφήσει έξω από τη συζήτηση τα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Γερμανίας.

Παρόλα αυτά, επεδίωξε να βρει κοινό έδαφος με τον Τραμπ σε κρίσιμα θέματα όπως η Ουκρανία, το εμπόριο και οι αμυντικές δαπάνες. Μιλώντας στον δημόσιο γερμανικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα WDR, ο Μερτς ανέφερε ότι στις συνομιλίες του με τον Τραμπ προσπαθεί να είναι σύντομος και να του δίνει χώρο να εκφραστεί. Όπως είπε, «πρέπει να προσαρμόζεις τον τρόπο προσέγγισης, χωρίς όμως να μειώνεις το κύρος σου — δεν είμαστε ικέτες».

Σε συμβολική κίνηση, που παραπέμπει σε ανάλογη χειρονομία της Άνγκελα Μέρκελ, ο καγκελάριος προσκάλεσε τον Τραμπ στο Κάλσταντ, το γερμανικό χωριό από όπου καταγόταν ο παππούς του Τραμπ. Μάλιστα, του προσέφερε το αυθεντικό πιστοποιητικό γέννησης του προγόνου του.

Εμπόριο και δασμοί

Βασικό ζήτημα στη συνάντηση αποτέλεσε και το εμπόριο, καθώς συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την αποφυγή της επιβολής αυξημένων αμερικανικών δασμών πριν από την καταληκτική ημερομηνία του Ιουλίου. Επί του παρόντος, τα περισσότερα προϊόντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόκεινται σε δασμούς 10%.

Ο Τραμπ είχε ανακοινώσει την επιβολή δασμών ύψους 50% σε εισαγωγές από την ΕΕ, με ισχύ από την 1η Ιουνίου. Ωστόσο, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, συμφώνησε να μεταθέσει την εφαρμογή τους για τις 9 Ιουλίου.

Η Γερμανία, ως μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, αναμένεται να επηρεαστεί ιδιαίτερα από την επιβολή καθολικών δασμών. Ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν οι ειδικοί δασμοί σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, το ατσάλι, τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα ημιαγωγικά και τα αεροσκάφη. Οι δασμοί για τα αυτοκίνητα ανέρχονται στο 25%, ενώ πρόσφατα αυξήθηκαν και οι επιβαρύνσεις για τον χάλυβα και το αλουμίνιο από 25% σε 50%.

Παρότι ο Μερτς έθεσε το ζήτημα ψηλά στην ατζέντα του, δεν διέθετε εντολή από την ΕΕ για διαπραγματεύσεις. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου, Μάρος Σέφτσοβιτς, συναντήθηκε στις 4 Ιουνίου στο Παρίσι με τον Αμερικανό εμπορικό εκπρόσωπο, Τζέημι Γκρηρ. Η συνάντηση χαρακτηρίστηκε εποικοδομητική, ωστόσο ο Σέφτσοβιτς εξέφρασε ανησυχία για τη διπλή αύξηση των δασμών σε μεταλλεύματα.

Αμυντικές δαπάνες 

Ο Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, έχει εντείνει τις πιέσεις για την επίτευξη υψηλότερων στόχων.

Στην υπουργική σύνοδο του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία τον Μάιο, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γιόχαν Βάντεπουλ, συντάχθηκε με την άποψη Τραμπ, ζητώντας σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών. Πρότεινε την καθιέρωση στόχου στο 5% του ΑΕΠ, έναντι του σημερινού 2%, ή εναλλακτικά 3,5% για άμυνα και επιπλέον 1,5% για συναφείς υποδομές, σύμφωνα με πρόταση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε.

Τραμπ και Μασκ σε ανοιχτή διαφωνία για το νομοσχέδιο-ορόσημο: Ο Τραμπ δεσμεύεται για οικονομική σταθερότητα

Η σχέση μεταξύ του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και του διευθύνοντος συμβούλου της Tesla, Έλον Μασκ, κατέρρευσε δημόσια και σε πραγματικό χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αφορμή τη διαφωνία τους σχετικά με τις δημοσιονομικές επιπτώσεις ενός βασικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης Τραμπ.

Το πρωί της 5ης Ιουνίου, στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ εξέφρασε την απογοήτευσή του για τον Μασκ, κατηγορώντας τον ότι επιτίθεται στο νομοσχέδιο επειδή προβλέπει κατάργηση φορολογικών ελαφρύνσεων για την καθαρή ενέργεια. Ο Μασκ απάντησε άμεσα μέσω του X, δηλώνοντας ότι εξετάζει ακόμα και το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και να υποστηρίξει τη δημιουργία ενός νέου, τρίτου κόμματος.

Ο Τραμπ ανταπάντησε από το Truth Social, απειλώντας να ακυρώσει τα κυβερνητικά συμβόλαια με τις εταιρείες του Μασκ. Η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε ταχύτατα, με εκατέρωθεν βαριές εκφράσεις και επικρίσεις.

Η ρήξη αυτή συνέβη λίγες μόλις ημέρες αφότου ο Μασκ αποχώρησε από τον ρόλο του ειδικού συμβούλου στο υπουργείο Αποδοτικότητας της Κυβέρνησης (DOGE), θέση που είχε αναλάβει ως ένδειξη συνεργασίας με την κυβέρνηση. Μέχρι πρότινος, οι δύο άνδρες διατηρούσαν στενή σχέση, η οποία ξεκίνησε το 2024, μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ στο Μπάτλερ της Πενσυλβάνια.

Η διάσπαση γύρω από το νομοσχέδιο «One Big Beautiful Bill Act»

Το ρήγμα φάνηκε να βαθαίνει τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς ο Μασκ εξέφραζε όλο και πιο έντονα τη διαφωνία του για το νομοσχέδιο που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων με τίτλο «One Big Beautiful Bill Act» – μια φιλόδοξη δέσμη μέτρων για την υλοποίηση της ατζέντας Τραμπ. Αν και το νομοσχέδιο στηρίζεται ευρέως από τους Ρεπουμπλικανούς, επικρίθηκε από τον Μασκ και ορισμένα άλλα στελέχη του κόμματος για τις πιθανές επιπτώσεις του στο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Ο Τραμπ, σε συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο, τόνισε πως είναι απογοητευμένος από τη στάση του Μασκ: «Είχαμε μια εξαιρετική σχέση. Δεν ξέρω αν θα εξακολουθήσουμε να έχουμε.»

Ο Μασκ απάντησε σχεδόν άμεσα, γράφοντας στο X ότι η στήριξή του ήταν καθοριστική για τη νίκη του Τραμπ το 2024: «Χωρίς εμένα, ο Τραμπ θα είχε χάσει, οι Δημοκρατικοί θα ήλεγχαν τη Βουλή και η Γερουσία θα ήταν 51-49 υπέρ τους. Τόση αχαριστία.»

Στις εκλογές του 2024, ο Μασκ είχε προσφέρει 300 εκατομμύρια δολάρια για την προεκλογική καμπάνια του Τραμπ. Ο ίδιος ο Τραμπ δήλωσε ότι έμεινε άναυδος από την αντίθεση του Μασκ στο νομοσχέδιο, επισημαίνοντας ότι ο επιχειρηματίας γνώριζε πολύ καλά το περιεχόμενό του.

Ο Τραμπ υπαινίχθηκε ότι η αντίδραση του Μασκ οφείλεται εν μέρει στην πρόβλεψη του νομοσχεδίου για κατάργηση των φορολογικών κινήτρων για ηλεκτρικά οχήματα, τα οποία είχαν θεσπιστεί με τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού του 2022. Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση του κινήτρου, ύψους $7.500, για EV μέχρι το τέλος του 2026 και ταχύτερη κατάργηση άλλων φοροαπαλλαγών καθαρής ενέργειας.

Ο Μασκ, ωστόσο, αρνήθηκε ότι αυτός είναι ο λόγος της αντίθεσής του: «Ό,τι να ‘ναι. Κρατήστε τις περικοπές στα EV/solar, παρόλο που δεν αγγίζετε καθόλου τις επιδοτήσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο (εντελώς άδικο!!), αλλά πετάξτε το ΒΟΥΝΟ ΤΩΝ ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ από το νομοσχέδιο.»

Απειλές Τραμπ για κρατικά συμβόλαια της SpaceX

Ο Τραμπ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, απειλώντας ότι θα ακυρώσει τα κρατικά συμβόλαια της SpaceX ως μέτρο εξοικονόμησης πόρων: «Ο πιο εύκολος τρόπος να εξοικονομήσουμε δισεκατομμύρια από τον προϋπολογισμό είναι να τερματίσουμε τις κρατικές επιδοτήσεις και τα συμβόλαια του Έλον».

Ο Μασκ ανταπάντησε ότι η SpaceX «θα ξεκινήσει άμεσα την απόσυρση του διαστημόπλοιου Dragon», το οποίο χρησιμοποιείται από τη NASA για τη μεταφορά πληρωμάτων και φορτίου στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. Η εταιρεία του έχει συνάψει συμβόλαια αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων με τη NASA και το Πεντάγωνο.

Η αντιπαράθεση για το έλλειμμα

Η ρίζα της διαφωνίας φαίνεται να είναι η εκτίμηση για τον αντίκτυπο του νομοσχεδίου στο ομοσπονδιακό έλλειμμα. Η Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) εκτίμησε, στις 4 Ιουνίου, ότι το νομοσχέδιο θα αυξήσει το έλλειμμα κατά 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία. Ο Τραμπ, ωστόσο, υποστήριξε ότι η ανάλυση δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις αναπτυξιακές επιπτώσεις του σχεδίου.

Ο διευθυντής του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού, Ρας Βόουτ, υποστήριξε ότι οι υπολογισμοί του CBO είναι «θεμελιωδώς παραπλανητικοί». Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, δήλωσε ότι το CBO χρησιμοποιεί «ιστορικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» στις προβλέψεις του.

Ο Λευκός Οίκος επισημαίνει επιπλέον ότι τα έσοδα από τους τελωνειακούς δασμούς του Τραμπ αναμένεται να μειώσουν το έλλειμμα κατά 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία. Σύμφωνα με τον αναπληρωτή διευθυντή επικοινωνίας του Λευκού Οίκου, Άλεξ Φάιφερ, ο συνδυασμός των μέτρων αυτών οδηγεί τελικά σε μείωση του ελλείμματος κατά 500 δισεκατομμύρια δολάρια.

Σε ανάρτησή του στο Truth Social, ο Τραμπ χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «ένα από τα σπουδαιότερα που έχουν παρουσιαστεί στο Κογκρέσο». «Πρόκειται για ιστορική μείωση δαπανών ύψους 1,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και για τη μεγαλύτερη φορολογική ελάφρυνση που έχει δοθεί ποτέ», έγραψε.

Ο Μασκ από την πλευρά του χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «αηδιαστική ντροπή», αμφισβητώντας ότι μπορεί να είναι και «μεγάλο» και «όμορφο». Κάλεσε τους υποστηρικτές του να πιέσουν τους νομοθέτες να «ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ».

Αβέβαιο το μέλλον του νομοσχεδίου στη Γερουσία

Παραμένει άγνωστο το πώς θα επηρεάσει η διαμάχη τη μοίρα του νομοσχεδίου στη Γερουσία. Ο Τραμπ επιδιώκει την ψήφισή του έως τις αρχές Ιουλίου. Ωστόσο, αρκετοί Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές – μεταξύ αυτών οι Ραντ Πολ (Κεντάκι), Ρον Τζόνσον (Ουισκόνσιν) και Μάικ Λι (Γιούτα) – έχουν εκφράσει παρόμοιες ανησυχίες για τις επιπτώσεις του στην οικονομία.

Ο Τραμπ θα πρέπει να περιορίσει τις διαρροές σε τρεις γερουσιαστές το πολύ για να περάσει το νομοσχέδιο. Με δεδομένη τη ρευστότητα της κατάστασης και τις εντεινόμενες εσωκομματικές εντάσεις, αναμένονται ουσιαστικές τροποποιήσεις στο κείμενο του νομοσχεδίου στη Γερουσία.

Ρεπορτάζ: T.J. Muscaro