Η Αυστραλία δεν θα φιλοξενήσει τελικά την πιο σημαντική παγκόσμια σύνοδο για το κλίμα στην Αδελαΐδα το επόμενο έτος, καθώς υποχώρησε υπέρ της τουρκικής υποψηφιότητας.
Ο συμβιβασμός προβλέπει ότι η Τουρκία θα αναλάβει τη διοργάνωση του COP31 το 2026, ενώ η Αυστραλία θα καθοδηγήσει τη διαπραγματευτική διαδικασία.
Ο υπουργός Κλιματικής Αλλαγής και Ενέργειας, Κρις Μπόουεν, ανέφερε ότι η Αυστραλία εξασφάλισε βασικά στοιχεία του αρχικού της σχεδιασμού. Μεταξύ αυτών συμπεριέλαβε προπαρασκευαστική εκδήλωση (pre-COP) που θα φιλοξενηθεί στον Ειρηνικό και ειδική εκδήλωση για την ενίσχυση του Pacific Resilience Fund, σημειώνοντας ότι και οι δύο πρωτοβουλίες ήταν κρίσιμες για την ενδυνάμωση των φωνών του Ειρηνικού.
Ο Μπόουεν επεσήμανε ότι η επιδίωξη της Αυστραλίας να αναλάβει το COP31 είχε τρεις στόχους: την ανάδειξη των θέσεων και των συμφερόντων των χωρών του Ειρηνικού, τη στήριξη της πολυμέρειας σε μια περίοδο κατά την οποία δέχεται κριτική και, φυσικά, την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Αυστραλίας. Από το Μπελέμ της Βραζιλίας, όπου διεξάγεται το COP30, σημείωσε ότι το αποτέλεσμα συνιστά «σημαντική παραχώρηση», αν και υπογράμμισε ότι και η Τουρκία έκανε υποχωρήσεις αποδεχόμενη την Αυστραλία ως προεδρεύουσα των διαπραγματεύσεων.
Ο Μπόουεν επιβεβαίωσε ότι ως Πρόεδρος των Διαπραγματεύσεων, θα έχει πλήρη αρμοδιότητα επί της διπλωματικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των συντονιστών, της διαχείρισης των διαπραγματεύσεων, της σύνταξης κειμένων και της έκδοσης της τελικής απόφασης. Η Τουρκία, από την πλευρά της, θα αναλάβει τον επιχειρησιακό και οργανωτικό σχεδιασμό της διοργάνωσης.
Δεν υπήρξε βέτο ούτε αντιπαράθεση
Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονυ Αλμπανέζε είχε προϊδεάσει νωρίτερα για έναν τέτοιο συμβιβασμό, προειδοποιώντας ότι μια παρατεταμένη αντιπαράθεση σχετικά με τα δικαιώματα φιλοξενίας του COP31 θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τη διπλωματική συνοχή του Ειρηνικού —ζήτημα υψίστης σημασίας για την Καμπέρα.
Αυστραλία και Τουρκία είχαν καταθέσει υποψηφιότητα από το 2022. Καμία δεν αποσύρθηκε, και σύμφωνα με τους κανόνες του ΟΗΕ, μια και μόνη ένσταση αρκεί για να ακυρωθεί η διαδικασία και να μεταφερθεί η σύνοδος στη Βόννη της Γερμανίας — σενάριο που ο Αλμπανέζε είχε χαρακτηρίσει διπλωματικά επιζήμιο.
Ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι υπήρχαν «σημαντικοί φόβοι» πως η αποτυχία επίτευξης συναίνεσης θα μπορούσε να υπονομεύσει τις προσπάθειες προώθησης μιας ενιαίας διπλωματικής στάσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Συμπλήρωσε ότι, σε περίπτωση που επιλεγόταν η Τουρκία, η Αυστραλία δεν θα προχωρούσε σε βέτο, αλλά θα φρόντιζε να διασφαλίσει ότι οι χώρες του Ειρηνικού θα ωφελούνταν από την τελική απόφαση.
Παρότι η κυβέρνηση Αλμπανέζε επέμενε δημόσια ότι η Αυστραλία δεν είχε αποσυρθεί, κυβερνητικοί αξιωματούχοι παραδέχονταν ιδιωτικά τη δομική πραγματικότητα του συστήματος του ΟΗΕ: μια μόνο ένσταση — ακόμη και από τον αντίπαλο υποψήφιο — αρκεί για να καταρρεύσει η φιλοξενία.
Σύμφωνα με τους κανόνες του ΟΗΕ, η ελάχιστη ένσταση οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση της υποψηφιότητας και επιστροφή του συνεδρίου στη Βόννη. Ο Μπόουεν χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη πρόβλεψη αδυναμία του συστήματος και όχι αποτυχία της στρατηγικής της Αυστραλίας. Σημείωσε ότι, ανεξάρτητα από το αν μια χώρα έχει 190 ή 189 ψήφους, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο —προσθέτοντας ότι δεν θα σχεδίαζε έτσι τη διαδικασία επιλογής αν είχε τη δυνατότητα να την καθορίσει από την αρχή.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
Η αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Σούζαν Λέι, αξιοποίησε τις πληροφορίες περί υπαναχώρησης της Αυστραλίας, παρουσιάζοντάς την ως θετική εξέλιξη για τους φορολογούμενους και πλήγμα για την κυβερνητική κλιματική πολιτική.
Η Λέι, μόλις λίγες ημέρες μετά την επίσημη εγκατάλειψη του στόχου των Φιλελευθέρων για μηδενικές εκπομπές έως το 2050, υποστήριξε ότι οι Αυστραλοί θα έπρεπε να είναι «πολύ ικανοποιημένοι» που τα δικαιώματα φιλοξενίας μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό. Είπε ακόμη ότι το γεγονός πως η κυβέρνηση εξέταζε το ενδεχόμενο δαπάνης 2 δισ. δολαρίων Αυστραλίας για τη διοργάνωση δείχνει ότι «οι προτεραιότητές της είναι λανθασμένες». Επίσης, υποβάθμισε τη σημασία των COP, χαρακτηρίζοντάς τα «σε μεγάλο βαθμό συμβολικά».
Ακόμη πιο επικριτικός παρουσιάστηκε ο ομοσπονδιακός ηγέτης των Εθνικών, Ντέιβιντ Λίτλπραουντ, ο οποίος υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός «αναγκάστηκε να υποχωρήσει» όταν συνειδητοποίησε ότι η διοργάνωση θα κόστιζε 2 δισ. δολάρια για ένα συνέδριο δύο εβδομάδων. Σχολίασε ότι στόχος της κυβέρνησης ήταν απλώς η προβολή του πρωθυπουργού, επισημαίνοντας το βαρύ κόστος που θα είχε για τους φορολογούμενους. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «είναι εκτός πραγματικότητας», αναφερόμενος όχι μόνο στο υψηλό κόστος διαβίωσης, αλλά και στην πολιτική για τη μετάβαση της χώρας στην καθαρή ενέργεια. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ενώ οι Μπόουεν και Αλμπανέζε είχαν υποσχεθεί μείωση 275 δολαρίων στους λογαριασμούς ενέργειας, «αντί για αυτό, έχουν αυξηθεί κατά 800 δολάρια».
Η αντίδραση της Νότιας Αυστραλίας
Την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός της Νότιας Αυστραλίας, Πήτερ Μαλινάουσκας — ο οποίος είχε στηρίξει θερμά την υποψηφιότητα της Αδελαΐδας και είχε αφιερώσει δύο χρόνια για την προετοιμασία της πολιτείας — δήλωσε ότι κατανοεί τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο πρωθυπουργός, παρατηρώντας ότι ο Αλμπανέζε προσπάθησε να πλοηγηθεί σε μια «κατάφωρα προβληματική» διεθνή διαδικασία.
Ο Μαλινάουσκας αναγνώρισε ότι η Νότια Αυστραλία είχε εξασφαλίσει το δικαίωμα φιλοξενίας σε περίπτωση που η χώρα κέρδιζε τη διεθνή υποψηφιότητα, ωστόσο αποδέχθηκε το αποτέλεσμα.
Τόνισε ότι «έκαναν ό,τι μπορούσαν» και πως, παρότι η πολιτεία είχε κερδίσει το δικαίωμα φιλοξενίας εφόσον η Αυστραλία επικρατούσε διεθνώς, «αυτό δεν συνέβη και το αποτέλεσμα γίνεται αποδεκτό».











