Πέμπτη, 26 Δεκ, 2024

Βιβλία δεμένα με ομορφιά: Περίτεχνες και βαρύτιμες βιβλιοδεσίες, από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα

Το ρητό «Μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του»* είναι ένα δημοφιλές ρητό που ταιριάζει σε πολλές περιπτώσεις. Όχι όμως και όταν πρόκειται για πολύτιμες βιβλιοδεσίες.

Οι πολύτιμες βιβλιοδεσίες, γνωστές και ως βιβλιοδεσίες με κοσμήματα, είναι ένα είδος βιβλιοδεσίας όπου τα εξώφυλλα διακοσμούνται με πολυτελή υλικά που μπορεί να περιλαμβάνουν πολύτιμους λίθους, ασήμι, χρυσό, ελεφαντόδοντο και σμάλτο. Αυτό το στυλ εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και συνήθως προανήγγειλε ότι το εσωτερικό του βιβλίου περιείχε σημαντικό και πολύτιμο κείμενο μαζί με όμορφες μικρογραφίες. Έτσι, ο εξωτερικός στολισμός έδειχνε σε μια αρμόζουσα ευσέβεια. Αυτά τα βιβλία προορίζονταν να προβάλλονται όχι από τις ράχες τους, αλλά από τα εξώφυλλά τους.

Με την εφεύρεση της τυπογραφίας, οι βιβλιοδεσίες θησαυρού έγιναν λιγότερο δημοφιλείς, αν και η πρακτική αυτή συνεχίστηκε μέσα στους αιώνες. Αξιοσημείωτες βιβλιοδεσίες έγιναν για την αυλή των Βερσαλλιών και τα περίτεχνα βαρύτιμα σχέδια αναβίωσαν τον 20ό αιώνα, ιδίως από την αγγλική εταιρεία Sangorski & Sutcliffe.

Ιερά Σύνοψις Μπερτόλδου

Εξώφυλλο της «Ιεράς Συνόψεως Μπερτόλδου», 1215-1217, από άγνωστο Γερμανό καλλιτέχνη, επάργυρο, με ένθετους πολύτιμους λίθους και προσαρτημένο σε ξύλινο πλαίσιο. 29 x 20 εκ. Βιβλιοθήκη και Μουσείο Μόργκαν, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Στον Μεσαίωνα, οι βαρύτιμες βιβλιοδεσίες ήταν σύμβολα κύρους που αντιπροσώπευαν τον πλούτο του ιδιοκτήτη – ακόμη και τα απλά βιβλία αποτελούσαν πολυτέλεια. Σε αυτή την περίοδο, κάθε μέρος της επίπονης διαδικασίας κατασκευής βιβλίων γινόταν με το χέρι, από τη δημιουργία των σελίδων περγαμηνής μέχρι την αντιγραφή του κειμένου και την κατασκευή της βιβλιοδεσίας. Πολλά μεσαιωνικά χειρόγραφα – εντελώς εύθραυστα – έχουν χαθεί. Οι σωζόμενες βαρύτιμες βιβλιοδεσίες αποτελούν ακόμη πιο σπάνια κομμάτια, καθώς τα πολύτιμα υλικά τους συχνά ληστεύονταν και επαναχρησιμοποιούνταν.

Η «Ιερά Σύνοψις Μπερτόλδου» του 13ου αιώνα, μέρος της φημισμένης συλλογής μεσαιωνικών εικονογραφημένων χειρογράφων της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου Μόργκαν, είναι το πολυτελέστερο σωζόμενο γερμανικό χειρόγραφο της εποχής του και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της ρωμανικής τέχνης. Περιέχει τα κείμενα που χρησιμοποιούνταν από τον τελετάρχη της μεγάλης λειτουργίας και πήρε το όνομά του από τον κληρικό που το παρήγγειλε: τον Berthold ή Μπερτόλδο, ηγούμενο του αββαείου Weingarten (Βάινγκαρτεν).

Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Μπερτόλδος επικεντρώθηκε στην παραγωγή εξαιρετικών πολιτιστικών αντικειμένων για να ενισχύσει τη φήμη του αββαείου του ως θρησκευτικού ιδρύματος διεθνούς φήμης. Μια καταστροφική πυρκαγιά το 1215 ατσάλωσε την αποφασιστικότητα του Μπερτόλδου, ο οποίος παρήγγειλε μια νέα σειρά φωτισμένων λειτουργικών βιβλίων, στα οποία περιλαμβάνεται αυτό που σήμερα αποκαλείται «Ιερά Σύνοψις Μπερτόλδου».

Η βιβλιοδεσία, η καλλιγραφία και η εικονογράφηση του βιβλίου αντικατοπτρίζουν ένα υψηλότατο επίπεδο καλλιτεχνίας. Το με κοσμήματα διακοσμημένο εξώφυλλο περιλαμβάνει μια κεντρική απεικόνιση της Παναγίας με το Θείο Βρέφος σε επάργυρο ανάγλυφο, ένθετο μέσα σε σταυρό. Αυτή η εσωτερική σύνθεση περιβάλλεται από δώδεκα φιγούρες repoussé (διαμορφωμένες με σφυρηλάτηση στην πίσω πλευρά) που αναγνωρίζονται από τις επιγραφές που τις συνοδέυουν: Ο ηγούμενος Μπερτόλδος, οι προστάτες άγιοι του αββαείου Βάινγκαρτεν Άγιος Μαρτίνος και Άγιος Οσβάλδος, οι τέσσερις Ευαγγελιστές, οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, ο Άγιος Νικόλαος και οι αρετές Παρθενία και Ταπεινοφροσύνη.

Συλλογή Βερσαλλιών Wrightsman

(αριστερά) Βιβλίο από τη συλλογή της κυρίας ντε Πομπαντούρ, περ. 1584, χαραγμένο από τον Τζιρόλαμο Πόρρο. (δεξιά) Απομνημονεύματα από τη βιβλιοθήκη της Μαρίας-Αντουανέτας, 1777, δημοσιευμένα από τον Clousier. Δώρο της Τζέιν Ράιτσμαν, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Η τεχνική της βιβλιοδεσίας από μαροκινό δέρμα με χρυσό (η τεχνική της εφαρμογής φύλλων χρυσού σε δέρμα κατσικίσιου δέρματος φυτικής δέψης) για τυπωμένους τόμους άνθισε στην αυλή των Βερσαλλιών τον 18ο αιώνα. Παρόλο που αυτές οι βιβλιοδεσίες δεν είναι κεκοσμημένες όπως οι παλαιότερες μεσαιωνικές, συνέχισαν να θεωρούνται σύμβολα κύρους και να αντανακλούν το άριστο αισθητικό γούστο του ιδιοκτήτη τους. Εξαιρετικά και σημαντικά δείγματα που δημιουργήθηκαν για τους βασιλείς και τους ανθρώπους του στενότερου κύκλου τους, είναι ιδιαιτέρως πολύτιμα σήμερα.

Μία από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συλλέκτες γαλλικής τέχνης του 18ου αιώνα ήταν η αείμνηστη φιλάνθρωπος Τζέιν Ράιτσμαν [Jayne Wrightsman]. Όπως εξήγησε ο ειδικός του Οίκου Christie’s Ουίλιαμ Στράφορντ στο podcast «The AD Aesthete» («Η ωραιολάτρις μ.Χ.»), «πολύ συχνά, όπως για τόσους πολλούς συλλέκτες του 18ου αιώνα, είναι η γοητεία της προέλευσης, ποιος ήταν ο παραγγελιοδόχος. … Νομίζω ότι η συλλογή βιβλίων της ήταν ένας άλλος τρόπος για να εισέλθει σε αυτούς τους κόσμους που συνέλεγε μέσω των πινάκων και των επίπλων της. … Ήταν μικροσκοπικά κομμάτια ιστορίας.»

Το ενδιαφέρον της για και η αναζήτηση σημαντικών και σπάνιων δειγμάτων διαμόρφωσε καθοριστικά τη διακεκριμένη συλλογή της, η οποία αποτελεί απόδειξη της καλλιτεχνικής και ιστορικής σημασίας των βιβλιοδεσιών. Η Ράιτσμαν δώρισε μεγάλο μέρος αυτού του τμήματος της συλλογής της σε μουσεία, με κυριότερο δικαιούχο το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης.

Χειρόγραφο που ανήκε παλαιότερα στη βιβλιοθήκη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ΄, γύρω στο 1740, δεμένο από τον Παντελού. Σύγχρονο κόκκινο μαροκινό δέρμα, βιβλιοδεσία με χρυσή επένδυση, 25 εκ. Δωρεά της Jayne Wrightsman, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Μεταξύ των βιβλίων που δωρίστηκαν στο The Met είναι και βιβλία που ανήκαν στις βιβλιοθήκες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ και της Μαρίας Αντουανέτας. Ένα από τα βιβλία του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄ είναι δεμένο με κόκκινο μαροκινό δέρμα με χρυσά διακοσμητικά στοιχεία. Τα περιθώρια περιέχουν fleurons, δηλαδή στυλιζαρισμένα μοτίβα λουλουδιών ή φύλλων, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι φύλλα ακάνθου και κλαδιά ελιάς. Τα γωνιακά διακοσμητικά σχέδια παρουσιάζουν fleurs-de-lis, εραλδικά μοτίβα σε σχήμα κρίνου, σύμβολα της γαλλικής μοναρχίας.

Οι γυναίκες της Αυλής ήταν επίσης σημαντικές συλλέκτριες βιβλίων και τα κομμάτια τους αποτελούν σημαντικό μέρος της δωρεάς Wrightsman. Η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ είχε πάνω από 35.000 τόμους στη βιβλιοθήκη της. Και στα δύο – αυτό το δείγμα από τη συλλογή της, το οποίο είναι διακοσμημένο με λουλουδάτα περιγράμματα, και εκείνο από τη συλλογή της Μαρίας Αντουανέτας, το οποίο εμφανίζει βασιλικά fleurs-de-lis, δεσπόζει ένα έμβλημα στο κέντρο, μια εραλδική διακόσμηση που προβάλλει τον ιδιοκτήτη του βιβλίου.

Εξώφυλλο του «Le Calendrier de la Cour» (Το ημερολόγιο του Δικαστηρίου), 1784, τυπωμένο από τον Οίκο La Veuve Hérissant και γραμμένο από τον Ζακ Κολομπά. Σύγχρονο κόκκινο μαροκινό δέρμα, περίτεχνη επίχρυση μπορντούρα και επίχρυσο κεντρικό σχέδιο, 11 εκ. Δωρεά της Jayne Wrightsman στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Τα διακοσμητικά μοτίβα της βιβλιοδεσίας εκείνης της περιόδου αντικατοπτρίζουν και τις σύγχρονες τάσεις και καινοτομίες. Στη δεκαετία του 1780, οι Γάλλοι αδελφοί Μονγκολφιέ υπήρξαν πρωτοπόροι στην εξέλιξη του αερόστατου και πραγματοποίησαν την πρώτη ελεύθερη πτήση στις Βερσαλλίες, ενθουσιάζοντας τον βασιλιά και την Αυλή του. Έτσι, το μοτίβο του αερόστατου έγινε ένα δημοφιλές διακοσμητικό μοτίβο, όπως φαίνεται και από αυτό το γοητευτικό βιβλίο με το επίχρυσο αερόστατο στο εξώφυλλό του.

Sangorski & Sutcliffe

«Fine Binding, Wine, Women, and Song» (Καλή βιβλιοδεσία, κρασί, γυναίκες και τραγούδι), 1907, σχεδιασμένο από τη Σανγκόρσκι και Σάτκλιφ και γραμμένο από τον Τζον Άντινγκτον Σάιμοντς. επεξέργασμένο πράσινο μαροκινό λεβάντ, με στίγματα χρυσού και ενσωματωμένους αμέθυστους. 17 x 11,5 εκ. Cooper Hewitt, Smithsonian Design Museum, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Οι βιβλιοδεσίες μεσαιωνικού στυλ με διακόσμηση από πολύτιμους λίθους γνώρισαν μια αναβίωση κατά τη διάρκεια του κινήματος Arts and Crafts. Αυτό το καλλιτεχνικό κίνημα αναζήτησε έμπνευση στον Μεσαίωνα και απέρριψε τη φθηνή μαζική κατασκευή και εκτύπωση. Μια ξεχωριστή εταιρεία βιβλιοδεσίας που ακολουθούσε αυτές τις αρχές της χειροτεχνίας, της ομορφιάς και της δημιουργικότητας ήταν η Σανγκόρσκι & Σάτκλιφ, η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1901 και εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Οι «θησαυροδεσίες» της Σανγκόρσκι & Σάτκλιφ, όπως και οι ιστορικοί προκάτοχοί τους, συλλέγονται σήμερα από εξέχοντα ιδρύματα και ιδιώτες συλλέκτες. Μια βιβλιοδεσία που αποτελεί σήμερα μέρος της βιβλιοθήκης Κούπερ Χιούιτ, Βιβλιοθήκη Ντηζάιν Σμιθσόνιαν του κειμένου «Wine, Women, and Song» («Κρασί, γυναίκες και τραγούδι») είναι ένα σπάνιο παράδειγμα των πρώιμων έργων της εταιρείας. Αποτελείται από μαροκινό δέρμα με χρυσό stipple (μια επιφάνεια σημαδεμένη με πολυάριθμες μικρές κουκκίδες), περίπλοκα φυλλώδη μοτίβα και ενσωματωμένους αμέθυστους, οι οποίοι αναπαριστούν σταφύλια, όπως αρμόζει στο θέμα του βιβλίου.

Η πιο διάσημη δημιουργία της Σανγκόρσκι & Σάτκλιφ γεννήθηκε το 1909, όταν ανατέθηκε στην εταιρεία να δημιουργήσει μία μοναδική βιβλιοδεσία για το «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ, ένα διάσημο βιβλίο περσικής ποίησης σε αγγλική μετάφραση. Η βιβλιοδεσία αυτή, γνωστή ως «Ο Μέγας Ομάρ», χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί. Το μπροστινό εξώφυλλο ήταν διακοσμημένο με τρία επίχρυσα παγώνια με φτέρωμα από πετράδια μέσα σε ένα περίγραμμα από κλήματα. Συνολικά, ολόκληρο το βιβλίο περιείχε 1.050 πολύτιμους λίθους, όπως τοπάζια, σμαράγδια και ρουμπίνια, καθώς και άφθονες ποσότητες φύλλων χρυσού και δικαίωσε τις προσδοκίες τόσο του δημιουργού όσο και του παραγγελιοδόχου να είναι το πιο έξοχο δείγμα σύγχρονης βιβλιοδεσίας.

Original "The Rubaiyat of Omar" Khayyam bound by Sangorski & Sutcliffe 1909-11
Επιχρωματισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία του πρωτότυπου “Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ», 1909-1911, που βιβλιοδετήθηκε από τη Sangorski & Sutcliffe. (Public Domain)

 

Δυστυχώς, αυτό το έργο είναι γνωστό μόνο από φωτογραφίες. Τον Απρίλιο του 1912, στο δρόμο του προς την Αμερική έχασε το προβλεπόμενο δρομολόγιο. Αντ’ αυτού, επιβιβάστηκε στο επόμενο πλοίο, τον Τιτανικό. Το βιβλίο φαίνεται ότι βυθίστηκε μαζί με το πλοίο και εικάζεται ότι βρίσκεται μέσα στα συντρίμμια του. Τη δεκαετία του 1930, μια δεύτερη εκδοχή αυτής της βιβλιοδεσίας κατασκευάστηκε από τη Σανγκόρσκι & Σάτκλιφ. Κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τοποθετήθηκε σε ένα θησαυροφυλάκιο στο Λονδίνο, για να είναι ασφαλές κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Ωστόσο, εκείνη η περιοχή βομβαρδίστηκε σε μεγάλο βαθμό και το βιβλίο, παρά τα προστατευτικά του καλύμματα, υπέστη μεγάλη ζημιά: το δέρμα του έλιωσε και οι σελίδες του κάηκαν. Το 1945, η εταιρεία ξεκίνησε μια τρίτη έκδοση, χρησιμοποιώντας ορισμένα άθικτα κοσμήματα από την κατεστραμμένη δεύτερη έκδοση, και η εργασία αυτή συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1980. Αυτό το αντίτυπο βρίσκεται τώρα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Η πρόσβαση είναι εξαιρετικά περιορισμένη και, ελπίζουμε, ότι θα παραμείνει ασφαλές για πάντα.

Η αισθητική εμπειρία του ξεφυλλίσματος ενός χάρτινου βιβλίου με μαλακό ή σκληρό εξώφυλλο, πόσο μάλλον ενός ψηφιακού βιβλίου, ωχριά μπροστά σε αυτές τις βιβλιοδεσίες-θησαυρούς. Δυστυχώς, σήμερα θα ήταν δύσκολο να αναδημιουργηθούν αυτά τα αντικείμενα, καθώς η απαιτούμενη δεξιοτεχνία είναι υπό εξαφάνιση. Η ευλάβεια, η εργασία και τα κεφάλαια που αναλώθηκαν σε αυτές τις υπέροχες βιβλιοδεσίες, ωστόσο, συνεχίζουν να εξαίρουν στον σύγχρονο θεατή τη δύναμη και τη σημασία του γραπτού λόγου .

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* «Don’ t judge a book by its cover»: Αγγλική παροιμία που σημαίνει ό,τι και η ελληνική «Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά».

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Παράθυρα που φωτίζουν την ιστορία

Από την αρχαιότητα, τα βιτρώ ή υαλογραφίες παραθύρων εκτιμούνταν για την ομορφιά τους. Με τη δημιουργία ιερών παραθύρων σε οίκους λατρείας, αυτή η μορφή τέχνης έφτασε στο απόγειό της κατά τον Μεσαίωνα, εμπνέοντας τους πιστούς με τις φωτεινές αφηγήσεις τους. Με το πέρασμα των αιώνων, το βιτρώ έγινε στοιχείο ιδιωτικών κατοικιών, αργότερα αναβίωσε και τελικά εντάχθηκε σε μουσειακές συλλογές σε όλο τον κόσμο.

Για την κατασκευή βιτρώ, αναμειγνύονται άμμος και τέφρα ξύλου, τα οποία στη συνέχεια λιώνουν. Το υγρό αυτό, όταν ψύχεται, γίνεται γυαλί. Για να δημιουργηθεί γυαλί με χρώμα, στο μείγμα προστίθενται συγκεκριμένα μέταλλα σε σκόνη, ενώ αυτό βρίσκεται σε λιωμένη κατάσταση. Για τη δημιουργία ενός πίνακα βιτρό, κομμάτια χρωματιστού γυαλιού τοποθετούνται πάνω σε ένα σχέδιο που σχεδιάζεται σε έναν πίνακα. Για την περαιτέρω συναρμολόγηση απαιτείται η τοποθέτηση των άκρων του γυαλιού σε οδηγούς μολύβδου και στη συνέχεια η συγκόλληση μεταξύ τους για την ενίσχυση του παραθύρου.

Τα απομνημονεύματα του Αγίου Γερμανού

«Το όραμα του Αγίου Γερμανού των Παρισίων», 1245-1247, αγνώστου Γάλλου καλλιτέχνη. Οξειδωμένο γυαλί, υαλώδες χρώμα, 63 x 40 εκ. The Cloisters Collection, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Το μεσαιωνικό υαλογράφημα «Το όραμα του Αγίου Γερμανού των Παρισίων» προέρχεται από το Αββαείο του Saint-Germain-des-Prés. Αυτό το ισχυρό παρισινό Αββαείο Βενεδικτίνων ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα και αργότερα ονομάστηκε προς τιμήν του Αγίου Γερμανού. Ο Germain (Ζερμέν) γεννήθηκε στη Βουργουνδία και στη συνέχεια έγινε επίσκοπος του Παρισιού. Ένα από τα μεγάλα επιτεύγματά του ήταν να πείσει τον κοσμικό Μεροβίγγειο βασιλιά Χιλδεβέρτο Α΄ να ακολουθήσει μια πιο χριστιανική ζωή. Ως αποτέλεσμα, ο Ζερμέν βοήθησε τον Χιλδεβέρτο να χρηματοδοτήσει την οικοδόμηση του μεγάλου αβαείου.

Οι τιτουλάριοι άγιοι των αββαείων απεικονίζονται συχνά σε βιτρώ. Αυτός ο πίνακας προέρχεται από έναν κύκλο σκηνών για τη ζωή και τα θαύματα του Αγίου Γερμανού. Δημιουργήθηκε από το 1245 έως το 1247 και στεγαζόταν στο παρεκκλήσι της Θεοτόκου του αββαείου. Ενώ το παρεκκλήσι δεν υπάρχει πλέον, η εκκλησία του αββαείου εξακολουθεί να στέκεται στη διάσημη λεωφόρο Σεν Ζερμέν.

Το «Όραμα του Αγίου Γερμανού των Παρισίων» απεικονίζει ένα μεταθανάτιο θαύμα του Αγίου Γερμανού στο οποίο ο άγιος, η μορφή με το κόκκινο φωτοστέφανο, εμφανίζεται ως όραμα στο όνειρο ενός μοναχού για να τον προειδοποιήσει για μια επικείμενη εισβολή των Νορμανδών στο αββαείο, μαζί με τη διαβεβαίωση ότι τα λείψανά του θα παραμείνουν άθικτα. Ο μοναχός, με σταχτί πρόσωπο, απομακρύνεται από τη μορφή. Η σύνθεση του πίνακα κυριαρχείται από τις δύο μορφές και το πλούσια κορεσμένο μπλε φόντο, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις γραμμές και τις μάζες του κόκκινου. Η υπόλοιπη σκηνή έχει ελάχιστες λεπτομέρειες, κάτι που της προσδίδει έναν απόκοσμο τόνο.

Η εισβολή την οποία ο άγιος προανήγγειλε συνέβη πράγματι, αλλά το Αββαείο του Saint Germain-des-Prés (Σεν Ζερμέν-ντε-Πρε) επέζησε και ήκμασε καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αποτελώντας ένα από τα πλουσιότερα και ισχυρότερα μοναστήρια σε όλη τη Γαλλία μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.

Το 1791, οι Μεροβίγγειοι τάφοι του Αββαείου, μεταξύ των οποίων και ο τάφος του βασιλιά Χιλδεβέρτου, βανδαλίστηκαν από το επαναστατικό καθεστώς. Τα θρησκευτικά κτίρια που γλίτωσαν από τον όχλο χρησιμοποιήθηκαν ως γραφεία του καθεστώτος, φυλακές, στρατώνες ή εκμισθώθηκαν σε επιχειρήσεις. Το Αββαείο του Saint-Germain-des-Prés έκλεισε και μετατράπηκε σε διυλιστήριο για την παρασκευή αλατόνερου, ενός εκρηκτικού χημικού συστατικού της πυρίτιδας.

Ο χώρος αποθήκευσης αυτού του υλικού εξερράγη το 1794, προκαλώντας ζημιές σε αρκετά παράθυρα του παρεκκλησίου της Θεοτόκου. Δεν είναι σαφές αν αυτό το βιτρώ είχε αφαιρεθεί πριν ή μετά την έκρηξη, αλλά σε κάθε περίπτωση επέζησε και μεταφέρθηκε σε μια αποθήκη ειδικά για έργα τέχνης που είχαν αφαιρεθεί από θρησκευτικά κτίρια. Ορισμένα από τα υαλογραφήματα του Αββαείου του Saint Germain-des-Prés επέστρεψαν αργότερα σε εκκλησιαστικό περιβάλλον ή κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία. Αυτό το βιτρώ αποτελεί πλέον μέρος της συλλογής του The Met Cloisters και εκτίθεται μόνιμα σε μια βιτρίνα γοτθικού ρυθμού που θυμίζει εύστοχα την αρχική του παρουσίαση.

Αναγεννησιακά σχέδια εσωτερικών χώρων

«Εραλδικός πίνακας με τα οικόσημα της οικογένειας Εμπερλέ», περ. 1490, αγνώστου καλλιτέχνη. Οξειδωμένο γυαλί, γυαλί με λάμψη και άχρωμο γυαλί, υαλώδες χρώμα και ασημένια κηλίδα, οδηγοί από μόλυβδο. 44 x 31 εκ. Μουσείο J. Paul Getty, Λος Άντζελες. (Public Domain)

 

Τα εκκλησιαστικά υαλογραφήματα στα παράθυρα των ναών συνεχίστηκαν να ανθίζουν στην Ευρώπη της Αναγέννησης. Καθώς το γυαλί έγινε πιο προσιτό στα τέλη της δεκαετίας του 1400, τα γυάλινα παράθυρα άρχισαν να εμφανίζονται συχνότερα και στην ιδωτική αρχιτεκτονική – με το βιτρώ να αποτελεί ένα δημοφιλές διακοσμητικό στοιχείο. Παραδείγματα τέτοιου υαλογραφημάτων διακρίνονται για τη χρήση του χρώματος, του φωτός, ακόμη και του χιούμορ. Τα συνήθη θέματα περιλαμβάνουν σημεία του ζωδιακού κύκλου, ιερές σκηνές, πορτραίτα και εραλδικές εικόνες.

Ο ελβετικός «Εραλδικός πίνακας με τα οικόσημα της οικογένειας Εμπερλέ» από τα τέλη του 15ου αιώνα, που τώρα ανήκει στη συλλογή του Μουσείου J. Paul Getty, κατασκευάστηκε πιθανότατα για ένα ιδιωτικό σπίτι. Ο πίνακας είναι εξαιρετικά εξεζητημένος λόγω των πολύπλοκων τεχνικών δεξιοτήτων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του γυαλιού, καθώς και της εξαιρετικής καλλιτεχνικής εφαρμογής της ασημένιας κηλίδας και του υαλώδους χρώματος. Αυτό το εξειδικευμένο χρώμα αποτελείται από σωματίδια γυαλιού σε ένα υγρό συνδετικό υλικό που λιώνουν και συγχωνεύονται με έναν γυάλινο πίνακα κατά τη διάρκεια του ψησίματος.

Το υαλογράφημα του μουσείου Γκέτι απεικονίζει ένα οικογενειακό οικόσημο μαζί με μια όμορφη κοπέλα οπλισμένη με ένα στιλέτο σε θήκη. Φοράει ένα σκούρο φόρεμα με σχέδια, μακριά γάντια, χρυσή ζώνη, περιδέραιο, δαχτυλίδια και ένα μακρύ λευκό πέπλο προσαρτημένο σε ένα πολυτελές κάλυμμα κεφαλής. Παρόμοια με το «Όραμα του Saint Germain του Παρισιού», η σύνθεση δείχνει μια φιγούρα στραμμένη μακριά από μια άλλη. Σε αυτόν τον πίνακα, όμως, το εικονιζόμενο ζευγάρι αποτελείται από μια κόρη και έναν απειλητικό κόκκινο κάπρο, ένα ζώο που αποτελεί το εραλδικό μοτίβο της οικογένειας Εμπερλέ της Βασιλείας. Βρίσκονται σε στρώσεις πάνω σε ένα φόντο με μοτίβο δαμασκηνού, ένα πολύ πιο λεπτομερές φόντο από τον μεσαιωνικό μινιμαλισμό του βιτρώ του Αγίου Γερμανού.

Το οικόσημο της οικογένειας που απεικονίζεται στο κάτω μέρος του πίνακα περιλαμβάνει μια ασπίδα με το συμβολικό αγριογούρουνο σε χρυσό φόντο, ένα κράνος και την πυκνή διακόσμηση από κόκκινα και χρυσά σγουρά φύλλα. Μια ζωφόρος στο επάνω μέρος του πίνακα απεικονίζει ένα τοπίο με μια ομάδα νεαρών ανδρών και γυναικών που ασχολούνται με τη ιερακοτροφία: ένα άθλημα κυνηγιού με τη χρήση αρπακτικών πτηνών που ήταν μια δραστηριότητα που συνδεόταν με τα αυλικά φλερτ. Διακοσμητικά πουλιά κοσμούν τις πλευρές του πίνακα, συνδέοντας όλα τα σκηνικά τμήματα.

Βικτωριανή γοτθική αναβίωση

«Η Αγία Καικιλία», περ. 1900, του Σερ Έντουαρντ Μπερν-Τζόουνς. Βιτρώ και ζωγραφισμένο γυαλί, 2,1 μ. x 0,75 εκ. Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου Princeton. (Public Domain)

 

Στη βικτωριανή Αγγλία, το ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική και τέχνη αναβίωσε και η αντίστοιχη γοτθική αναβίωση στην αρχιτεκτονική αναζωπύρωσε την αγορά του βιτρώ. Ένας από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές της εποχής σε αυτό το μέσο ήταν ο Σερ Έντουαρντ Μπερν-Τζόουνς, μέλος του κινήματος των Προραφαηλιτών και διακεκριμένος ζωγράφος θρησκευτικών, μυθικών και λογοτεχνικών σκηνών.

Οι Προραφαηλίτες εμπνεύστηκαν από καλλιτέχνες που εργάζονταν πριν από την εποχή του Ραφαήλ, ιδίως από μεσαιωνικούς τεχνίτες και τις εικόνες τους για τη φύση. Ο Γουίλιαμ Μόρις, ηγέτης του αγγλικού κινήματος Arts and Crafts, εφάρμοσε αυτές τις ιδέες στις διακοσμητικές τέχνες, ιδρύοντας μια εταιρεία με τον φίλο του από την Οξφόρδη Μπερν-Τζόουνς για την παραγωγή βιτρώ, ταπισερί, ταπετσαριών και άλλων αντικειμένων.

Ο Μπερν-Τζόουνς δημιούργησε περίπου 750 σχέδια βιτρώ κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το περίφημο σχέδιό του για την Αγία Καικιλία από την περίφημη συνεργασία των Μπερν-Τζόουνς και Μόρις ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές και χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία σχεδόν τριάντα παραθύρων για πολλά χρόνια. Η εκδοχή που βρίσκεται τώρα στη συλλογή του Μουσείου Τέχνης του Πανεπιστημίου Πρίνστον (γύρω στα 1900) μπορεί αρχικά να είχε τοποθετηθεί σε ιδιωτική τραπεζαρία ή χώρο ψυχαγωγίας.

Το τελευταίο θα ήταν ένα ευχάριστο σκηνικό, δεδομένου ότι η Αγία Καικιλία είναι η προστάτιδα της μουσικής και έχει ως χαρακτηριστικό της ένα όργανο. Ήταν μια παλαιοχριστιανή Ρωμαία μάρτυς και ο Μπερν-Τζόουνς την απεικονίζει σε αυτό το παράθυρο να παίζει ένα φορητό εκκλησιαστικό όργανο του 15ου αιώνα. Το Μουσείο σημειώνει στο Εγχειρίδιο Εισόδου του ότι «το επίπεδο, αφαιρετικό, γραμμικό ύφος και η σκυφτή στάση της απίστευτα ψηλής, χαριτωμένης γυναίκας παραπέμπουν στα έργα του Μποτιτσέλι, […] ενώ ο σαν ταπισερί διάκοσμος με τις ροδιές και το πλούσιο μοτίβο μπροκάρ υφάσματος θυμίζουν την πιο πρόσφατη γοτθική φάση της ιταλικής τέχνης». Τα πλούσια χρώματα, τα μοτίβα υφασμάτων και τα φυλλώδη μοτίβα χρησιμοποιούνται με εκθαμβωτικά αποτελέσματα, όπως στον «’Εραλδικό πίνακα με τα οικόσημα της οικογένειας Εμπερλέ». Ο Μπερν-Τζόουνς αναβιώνει αριστοτεχνικά το ύφος των μεσαιωνικών και πρώιμων αναγεννησιακών υαλογραφημάτων με το καινοτόμο στυλ του.

Ο Μπερν-Τζόουνς επαινείται από τους κριτικούς για την εξαιρετική ικανότητά του να μεταφέρει συναισθήματα και προσωπικότητα στο βιτρώ παρά τους περιορισμούς του μέσου. Η Αγία Καικιλία αποδεικνύει την αλήθεια της ρήσης του Μόρις ότι είναι ζωτικής σημασίας για τους καλλιτέχνες να χρησιμοποιούν φωτεινά χρώματα σε όλα τα σχέδια βιτρώ. Το παράθυρο προβάλλει την πεποίθησή του ότι οι συνθέσεις πρέπει να είναι απλές, ώστε να μπορούν να γίνουν κατανοητές και από μεγάλη απόσταση. Το έργο αντικατοπτρίζει επίσης την άποψη του καλλιτέχνη ότι οι οδηγοί μολύβδου συμβάλλουν στη συνολική ομορφιά ενός βιτρώ.

Και τα τρία υαλογραφήματα που παρουσιάσαμε είναι αντιπροσωπευτικά της εποχής παραγωγής τους, καθώς και υποδειγματικά έργα τέχνης. Η εμβάθυνση στις γυάλινες όψεις τους, πέρα από τα πλούσια χρώματα και τις μορφές τους, αποκαλύπτει τις συνδέσεις τους με τη θρησκευτική λατρεία, τις επιστημονικές τεχνικές και καινοτομίες, καθώς και τα καλλιτεχνικά κινήματα. Είναι παράθυρα που φωτίζουν την ιστορία και συνεχίζουν να συναρπάζουν τους θεατές σήμερα με την ομορφιά και τις αφηγήσεις τους.

Επιμέλεια: Αλία Ζάε