Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Ο Γάλλος υπουργός ζητεί παράταση της προθεσμίας για εμπορική συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ

Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς η διορία των 90 ημερών που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ λήγει την επόμενη εβδομάδα.

Στις 2 Απριλίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εφάρμοσε νέα, ευρείας κλίμακας δασμολογική πολιτική προς τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, επιβάλλοντας ανταποδοτικούς δασμούς σε χώρες που θεωρούνται πως θέτουν εμπορικά εμπόδια στα αμερικανικά προϊόντα.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο δασμός ορίστηκε στο 20%. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 9 Απριλίου, ο Τραμπ ανακοίνωσε την αναστολή των ανταποδοτικών δασμών για διάστημα 90 ημερών, το οποίο ολοκληρώνεται στις 9 Ιουλίου.

«Πιστεύω πως θα καταλήξουμε σε συμφωνία με τους Αμερικανούς», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Ερίκ Λομπάρ, στη γαλλική εφημερίδα La Tribune de Manche σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε την Κυριακή. «Όσον αφορά την προθεσμία, η επιθυμία μου είναι να υπάρξει νέα αναβολή. Προτιμώ να έχουμε μια καλή συμφωνία παρά μια κακή στις 9 Ιουλίου».

Οι δηλώσεις του Γάλλου υπουργού έγιναν την ώρα που ο Τραμπ, μιλώντας την Κυριακή στο Fox News, ξεκαθάρισε πως δεν εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης της προθεσμίας. «Αυτό που θα κάνω λίγο πριν λήξει [το διάστημα], είναι να στείλω μια επιστολή σε όλες αυτές τις χώρες», ανέφερε. «Προτιμώ να τους στείλω μια πολύ δίκαιη επιστολή, λέγοντάς τους: συγχαρητήρια, θα μπορείτε να κάνετε εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά θα πληρώνετε δασμό 25%, ή 20%, ή 40 ή 50%. Αυτό θα προτιμούσα».

Σύμφωνα με τον Τραμπ, μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ έχουν συνάψει εμπορικές συμφωνίες με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κίνα, ενώ οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, την Ιαπωνία, το Μεξικό και τον Καναδά παραμένουν ανοιχτές.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπορικές σχέσεις με περίπου 200 χώρες, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διαπραγμάτευση με καθεμία ξεχωριστά, πρόσθεσε ο ίδιος.

Σύμφωνα με ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου, η ΕΕ και οι ΗΠΑ διαθέτουν τις ισχυρότερες διμερείς σχέσεις εμπορίου και επενδύσεων διεθνώς. Μαζί αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 30% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών και το 43% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2024, το διμερές εμπόριο έφτασε τα 1,68 τρισ. ευρώ.

Το 2023, η ΕΕ σημείωσε εμπορικό πλεόνασμα ύψους 50 δισ. ευρώ έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, συνυπολογίζοντας αγαθά και υπηρεσίες. Στα αγαθά, το πλεόνασμα της Ευρώπης ανήλθε στα 198 δισ. ευρώ, ενώ στις υπηρεσίες το ισοζύγιο ήταν ελλειμματικό για την ΕΕ κατά περίπου 148 δισ. ευρώ. «Υπό αυτή την έννοια, οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ συμπληρώνουν αρμονικά η μία την άλλη», σημείωσε το Συμβούλιο.

Συμφωνία με την Κίνα

Στις 25 Ιουνίου, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε σε δημοσιογράφους πως οι ΗΠΑ υπέγραψαν εμπορική συμφωνία με την Κίνα, χωρίς όμως να παραθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες.

Η αρχική συμφωνία είχε επιτευχθεί τον προηγούμενο μήνα, οδηγώντας στη μείωση των ασυνήθιστα υψηλών δασμών και από τις δύο πλευρές. Η συμφωνία υπογράφτηκε μία ημέρα αφού ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα επιτρέψει και πάλι στην Κίνα να εισάγει πετρέλαιο από το Ιράν.

Στις 30 Ιουνίου, το Γραφείο Πληροφοριών του Συμβουλίου της Επικρατείας της Κίνας προειδοποίησε τις χώρες που διαπραγματεύονται εμπορικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες να μην το κάνουν εις βάρος των κινεζικών συμφερόντων.

«Εάν προκύψει τέτοια κατάσταση, η Κίνα δεν θα το αποδεχθεί και θα λάβει αποφασιστικά αντίμετρα για την προστασία των νόμιμων δικαιωμάτων και συμφερόντων της», δήλωσε εκπρόσωπος του υπουργείου Εμπορίου της Κίνας.

Συνεχίζονται οι συνομιλίες με την Ινδία

Οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ και Ινδίας για μια αμοιβαία επωφελή εμπορική συμφωνία παραμένουν σε εξέλιξη.

Οι ΗΠΑ ζητούν διευρυμένη πρόσβαση σε αγροτικά προϊόντα και αιθανόλη, επικαλούμενες το σημαντικό εμπορικό έλλειμμα, καθώς και μεγαλύτερο άνοιγμα των αγορών για γαλακτοκομικά, αλκοολούχα ποτά, αυτοκίνητα, φαρμακευτικά προϊόντα και ιατρικές συσκευές.

Από την άλλη, οι ινδικές επιχειρήσεις αυτοκινήτων, φαρμάκων και μικρής κλίμακας πιέζουν για σταδιακό άνοιγμα αυτών των προστατευόμενων τομέων, φοβούμενες τον ανταγωνισμό από τις αμερικανικές εταιρείες.

Υποχώρηση του Καναδά

Εν τω μεταξύ, οι εμπορικές διαπραγματεύσεις ΗΠΑ–Καναδά συνάντησαν εμπόδια όταν η Οτάβα ανακοίνωσε την επιβολή φόρου ψηφιακών υπηρεσιών ο οποίος θα επηρέαζε τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες.

Ο φόρος, ύψους 3% στα έσοδα που προέρχονται από την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών σε Καναδούς χρήστες, επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ τη Δευτέρα και θα έπληττε εταιρείες όπως η Amazon, η Google και η Airbnb.

Σε ανάρτησή του στο Truth Social στις 27 Ιουνίου, ο Τραμπ χαρακτήρισε τον φόρο απευθείας και κατάφωρη επίθεση κατά των ΗΠΑ και ανακοίνωσε την αναστολή όλων των διαπραγματεύσεων με τον Καναδά.

Μετά τις απειλές Τραμπ, ο Καναδάς απέσυρε τη φορολόγηση των ψηφιακών υπηρεσιών, ώστε να μην παγώσουν οι εμπορικές συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Με πληροφορίες από το Reuters

Ο Τραμπ διαψεύδει δημοσιεύματα για προσφορά 30 δισ. δολαρίων στο Ιράν για μη στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, διέψευσε αμερικανικά δημοσιεύματα που ανέφεραν πως η Ουάσιγκτον εξετάζει το ενδεχόμενο να προσφέρει οικονομικά κίνητρα στην Τεχεράνη.

Σε ανάρτησή του στις 27 Ιουνίου στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ απάντησε σε ισχυρισμούς ότι η κυβέρνηση εξετάζει να διαθέσει στο ιρανικό καθεστώς το ποσό των 30 δισ. δολαρίων για την ανάπτυξη ενός πολιτικού πυρηνικού προγράμματος.

«Δεν έχω ακούσει ποτέ αυτή τη γελοία ιδέα. Πρόκειται για ακόμη μια απάτη των ψευδών ειδήσεων με σκοπό τη δυσφήμηση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τραμπ.

Η δήλωση ήρθε εν μέσω έντασης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που κλιμακώθηκε μετά από σημαντικό αμερικανικό πλήγμα σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στις 21-22 Ιουνίου. Νωρίτερα, ο Τραμπ είχε επικρίνει τον Ιρανό ανώτατο ηγέτη, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, για τους θριαμβευτικούς ισχυρισμούς του περί νίκης κατά του Ισραήλ στη συνεχιζόμενη σύγκρουση.

«Γιατί ο αυτοαποκαλούμενος ανώτατος ηγέτης, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, μιας χώρας που μαστίζεται από τον πόλεμο, να δηλώνει τόσο προκλητικά και ανόητα ότι νίκησε το Ισραήλ, ενώ γνωρίζει ότι είναι ψέμα; Δεν είναι έτσι», ανέφερε ο Τραμπ σε νέα ανάρτησή του στις 27 Ιουνίου.

«Ως άνθρωπος της πίστης, δεν θα έπρεπε να ψεύδεται. Η χώρα του καταστράφηκε, οι τρεις διαβολικές πυρηνικές του εγκαταστάσεις ισοπεδώθηκαν και γνώριζα ακριβώς πού είχε βρει καταφύγιο· δεν θα επέτρεπα στο Ισραήλ ή στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ —τις καλύτερες και ισχυρότερες του κόσμου— να του αφαιρέσουν τη ζωή. Τον έσωσα από έναν πολύ άσχημο και ντροπιαστικό θάνατο».

Πριν από τους βομβαρδισμούς, ο Χαμενεΐ φέρεται να είχε καταφύγει σε υπόγειο καταφύγιο. Ο Τραμπ είχε ήδη τονίσει σε ανάρτησή του στις 17 Ιουνίου ότι γνώριζε την τοποθεσία του Χαμενεΐ, σημειώνοντας: «Είναι εύκολος στόχος, αλλά εκεί είναι ασφαλής. Δεν πρόκειται να τον εξοντώσουμε, τουλάχιστον όχι προς το παρόν».

Μετά την εκεχειρία, ο Χαμενεΐ εμφανίστηκε δημοσίως, εκφωνώντας ομιλία στην οποία διακήρυξε τη νίκη του Ιράν.

«Η Ισλαμική Δημοκρατία χαστούκισε την Αμερική στο πρόσωπο. Εξαπέλυσε επίθεση σε μια από τις σημαντικότερες αμερικανικές βάσεις στην περιοχή», ανέφερε ο Χαμενεΐ, αναφερόμενος σε πυραυλική επίθεση εναντίον αμερικανικών βάσεων στη Ντόχα του Κατάρ.

Υπογράμμισε, ακόμη, ότι οι ΗΠΑ δεν πέτυχαν καμία ουσιαστική επιτυχία μετά τα χτυπήματα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις, αφήνοντας να εννοηθεί πως οι ενέργειες του Τραμπ ήταν εντυπωσιασμοί χωρίς αντίκρισμα.

Αναφορικά με οποιοδήποτε μελλοντικό στρατιωτικό πλήγμα κατά του Ιράν, ο Τραμπ εμφανίστηκε βέβαιος: «Φυσικά, χωρίς καμία αμφιβολία. Δεν νομίζω πως θα επιστρέψουν σύντομα σε πυρηνικά σχέδια. Ξόδεψαν πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε πυρηνικά και δεν κατάφεραν τίποτα —τίποτα δεν μεταφέρθηκε από τον χώρο», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο στις 27 Ιουνίου.

Με την συμβολή του Reuters

Γερμανία: Αντιμέτωπο με απαγόρευση το DeepSeek λόγω παράνομης μεταφοράς δεδομένων στην Κίνα

Η υπηρεσία τεχνητής νοημοσύνης DeepSeek βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ενδεχόμενο αποκλεισμό από τη γερμανική αγορά, καθώς ανεξάρτητη έρευνα κατέληξε ότι η εφαρμογή χρησιμοποιείται ως εργαλείο προώθησης της προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ).

Η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων του Βερολίνου, Μέικε Καμπ, ζήτησε από τα καταστήματα εφαρμογών της Google και της Apple να αφαιρέσουν την εφαρμογή από τις πλατφόρμες τους στη Γερμανία. Όπως δήλωσε σε δελτίο Τύπου στις 27 Ιουνίου, η υπηρεσία παραβιάζει τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Σύμφωνα με την πολιτική απορρήτου του DeepSeek, η εφαρμογή συλλέγει προσωπικά δεδομένα χρηστών, καθώς και πληροφορίες για τη συσκευή και το δίκτυο, τα οποία διαβιβάζονται στην Κίνα για επεξεργασία. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην πολιτική: «Προκειμένου να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας, συλλέγουμε, επεξεργαζόμαστε και αποθηκεύουμε τα προσωπικά σας δεδομένα απευθείας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας», επισημαίνοντας ότι οι διακομιστές της βρίσκονται εντός της κινεζικής επικράτειας.

Η Καμπ υπογράμμισε ότι η μεταφορά δεδομένων χρηστών στην Κίνα από την εν λόγω υπηρεσία είναι παράνομη και ανέφερε πως το DeepSeek δεν κατόρθωσε να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα δεδομένα των Γερμανών χρηστών προστατεύονται στην Κίνα με τρόπο αντίστοιχο με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Όπως τόνισε, οι κινεζικές αρχές διαθέτουν ευρείες εξουσίες πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα που τηρούνται από κινεζικές εταιρείες.

Επιπλέον, παρατήρησε ότι οι χρήστες της εφαρμογής εντός Κίνας δεν διαθέτουν έννομα δικαιώματα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα, όπως προβλέπεται στην ΕΕ. Η επίτροπος δήλωσε πως, έχοντας διαπιστώσει τις παραβάσεις, ενημέρωσε τις εταιρείες Google και Apple και αναμένει την άμεση αξιολόγηση του αιτήματος αποκλεισμού της εφαρμογής.

Η Καμπ επεσήμανε επίσης ότι το DeepSeek παραβιάζει το Άρθρο 46(1) του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), το οποίο επιτρέπει τη μεταφορά δεδομένων εκτός ΕΕ μόνο εφόσον παρέχονται κατάλληλες εγγυήσεις και διασφαλίζονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

Μετά τη διαπίστωση της παραβίασης, το DeepSeek κλήθηκε στις 6 Μαΐου να αποσύρει οικειοθελώς την εφαρμογή από τα καταστήματα εφαρμογών στη Γερμανία. Καθώς η εταιρεία δεν συμμορφώθηκε, η Επίτροπος χαρακτήρισε πλέον την εφαρμογή «παράνομο περιεχόμενο» βάσει του Κανονισμού για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες και εξέδωσε εντολή προς τις Google και Apple για την απομάκρυνσή της στις 27 Ιουνίου.

Η εφημερίδα The Epoch Times επικοινώνησε με το DeepSeek σχετικά με τις δηλώσεις της Επιτρόπου, χωρίς να λάβει απάντηση μέχρι τη δημοσίευση.

Το DeepSeek είχε προκαλέσει αίσθηση στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης φέτος, όταν ανακοίνωσε ότι μπορούσε να επιτυγχάνει αποτελέσματα αντίστοιχα του ChatGPT, χρησιμοποιώντας σημαντικά λιγότερους πόρους. Οι ανακοινώσεις προκάλεσαν αναταραχή στην αγορά, επηρεάζοντας τις μετοχές εταιρειών όπως η Nvidia, πριν αυτές ανακάμψουν πλήρως.

Έκτοτε, αποκαλύφθηκε ότι το DeepSeek λειτουργεί ως εργαλείο του ΚΚΚ, ενώ οι ισχυρισμοί της για απόδοση κρίθηκαν αβάσιμοι. Η εφαρμογή έχει ήδη απαγορευτεί σε αρκετές χώρες, καθώς και σε πολιτείες των ΗΠΑ.

Σχετικά με την Nvidia, η εταιρεία ανέκτησε την αξία της και η μετοχή της καταγράφει πλέον αυξητική πορεία.

Απαγορεύσεις και διεθνείς ανησυχίες

Το DeepSeek έχει τεθεί υπό αυστηρή επιτήρηση τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη για ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων.

Η Ιταλία προχώρησε ήδη στον αποκλεισμό της εφαρμογής από τα καταστήματα εφαρμογών, επικαλούμενη έλλειψη διαφάνειας για τη χρήση των προσωπικών δεδομένων, ενώ η Ολλανδία την έχει απαγορεύσει σε κρατικές συσκευές. Το Βέλγιο, από την πλευρά του, έχει συστήσει στους δημόσιους λειτουργούς να μην τη χρησιμοποιούν, ενώ — όπως ανέφερε κυβερνητικός εκπρόσωπος — βρίσκονται σε εξέλιξη περαιτέρω αξιολογήσεις.

Τον Φεβρουάριο, η ισπανική οργάνωση καταναλωτών OCU ζήτησε από την εθνική αρχή προστασίας δεδομένων να διερευνήσει πιθανές απειλές που θέτει το DeepSeek, χωρίς ωστόσο να έχει επιβληθεί ακόμη επίσημη απαγόρευση.

Η Νότια Κορέα έχει απαγορεύσει τη λήψη της εφαρμογής από νέους χρήστες, ενώ η Ινδία, η Αυστραλία και η Ταϊβάν — χώρες με ισχυρές βιομηχανίες ημιαγωγών — την έχουν αποκλείσει από όλες τις κρατικές συσκευές.

Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Νότιας Κορέας ανέφερε ότι, σε αντίθεση με άλλες πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης, το DeepSeek έχει δυνατότητα μεταφοράς ιστορικού συνομιλιών, ενώ περιλαμβάνει λειτουργία συλλογής προτύπων πληκτρολόγησης που μπορεί να ταυτοποιήσει άτομα και να διαβιβάσει τα δεδομένα σε διακομιστές κινεζικών εταιρειών.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πολιτείες της Νέας Υόρκης και του Τέξας έχουν απαγορεύσει τη χρήση της εφαρμογής σε κρατικά δίκτυα και συσκευές. Ο κυβερνήτης του Τέξας, Γκρεγκ Άμποτ, ανέφερε ότι το Τέξας δεν θα επιτρέψει στο ΚΚΚ να διεισδύσει στις κρίσιμες υποδομές της Πολιτείας μέσω εφαρμογών που συλλέγουν δεδομένα.

Ο Οικονομικός Επόπτης της Φλόριντα, Τζίμμυ Πατρώνης, απαγόρευσε την εφαρμογή στο υπουργείο Οικονομικών της Πολιτείας στις 20 Φεβρουαρίου. Τον Απρίλιο, το Κάνσας επιχείρησε να νομοθετήσει την απαγόρευσή της μέσω του Νομοσχεδίου 2313, το οποίο προβλέπει ότι κρατικοί φορείς πρέπει να αποκλείσουν πρόσβαση σε πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης που ελέγχονται από χώρες όπως η Κίνα, η Κούβα, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, η Ρωσία και η Βενεζουέλα.

Έρευνα της Epoch Times στις αρχές του έτους κατέληξε ότι το DeepSeek περιλαμβάνει κώδικα ενσωματωμένης λογοκρισίας και προπαγάνδας του ΚΚΚ. Όπως επεσήμανε ο Ντάνιελ Κάστρο, αντιπρόεδρος του Information Technology and Innovation Foundation, οι κινεζικές εταιρείες υποχρεούνται να παραδίδουν πληροφορίες — συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων πελατών — στο Πεκίνο, εφόσον τους ζητηθεί για λόγους «εθνικής ασφάλειας».

Σύμφωνα με τον ίδιο, η μεταφορά πληροφοριών σε μια τέτοια εταιρεία ισοδυναμεί με μεταφορά τους στο ίδιο το ΚΚΚ.

Τέλος, αυτό που διαφοροποιεί το DeepSeek από άλλες κινεζικές εφαρμογές είναι ότι διανέμεται υπό την ιδιαίτερα ελαστική άδεια χρήσης λογισμικού του Massachusetts Institute of Technology (MIT), γεγονός που ενθαρρύνει τη μαζική ενσωμάτωσή της από νεοφυείς επιχειρήσεις διεθνώς.

Με τη συμβολή των Andrew Thornebrooke και Eva Fu και πληροφορίες από το Reuters

Διαμάχη μεταξύ Apple και ΕΕ: Η ένσταση για τη συμβατότητα στο iOS

Η Apple κατέθεσε προσφυγή κατά της εντολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαιτεί να αυξήσει τη συμβατότητα των δημοφιλέστερων προϊόντων της με εκείνα ανταγωνιστικών εταιρειών.

Στις 30 Μαΐου, η Apple κατέθεσε επίσημη έφεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, αμφισβητώντας την απόφαση του Μαρτίου να διευρύνει τη διαλειτουργικότητα των συσκευών της με προϊόντα ανταγωνιστών.

Σε δήλωσή της προς τα μέσα ενημέρωσης, η εταιρεία σημείωσε: «Σχεδιάζουμε την τεχνολογία μας ώστε να λειτουργεί απρόσκοπτα, προσφέροντας τη μοναδική εμπειρία που αγαπούν και περιμένουν οι χρήστες μας. Οι απαιτήσεις διαλειτουργικότητας της ΕΕ απειλούν αυτό το θεμέλιο, δημιουργώντας παράλληλα μια διαδικασία παράλογη, δαπανηρή και ανασταλτική για την καινοτομία.»

Πρόσθεσε, επίσης, ότι «οι απαιτήσεις αυτές θα δώσουν σε εταιρείες που διψούν για δεδομένα πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες, γεγονός που ενέχει τεράστιους κινδύνους για την ιδιωτικότητα και την ασφάλεια των χρηστών μας στην ΕΕ».

Η Apple δεν απάντησε άμεσα σε αίτημα για σχολιασμό από την Epoch Times. Η απόφαση του Μαρτίου, που εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του Νόμου για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA), επιβάλλει στην Apple να κάνει το λειτουργικό σύστημα iOS των φορητών συσκευών της πιο συμβατό με αντίστοιχα προϊόντα άλλων κατασκευαστών.

Αυτό περιλαμβάνει την υποχρέωση να διευκολύνει την πρόσβαση προγραμματιστών λογισμικού και εταιρειών κατασκευής συσκευών στο iOS, καθώς και να επιτρέπει την απεικόνιση ειδοποιήσεων του iOS σε φορητές συσκευές τρίτων, κάτι που μέχρι σήμερα ίσχυε μόνο για δικά της προϊόντα.

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Apple μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με έρευνα και στη συνέχεια με πρόστιμο που μπορεί να φτάσει έως και το 10% του ετήσιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών της.

Η Επιτροπή ξεκίνησε τη σχετική εφαρμογή του DMA το 2023. Ο νόμος αυτός, που ψηφίστηκε το 2022, αποτελεί ένα εκτενές ρυθμιστικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην αποτροπή καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσης και στον περιορισμό εμποδίων εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά.

Ως ηγέτιδα εταιρεία, η Apple χαρακτηρίζεται από το DMA ως «θυροφύλακας», δηλαδή ελέγχει μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα σε επιχειρήσεις και χρήστες. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Επιτροπής, εταιρείες όπως η Apple ασκούν υπέρμετρη επιρροή στον τρόπο πρόσβασης των επιχειρήσεων σε πελάτες.

Η Google (μέσω της μητρικής Alphabet), η Amazon, η Meta (μητρική του Facebook) και η Microsoft έχουν λάβει επίσης τον χαρακτηρισμό του «θυροφύλακα» από την ΕΕ. Η Apple, με έδρα το Κουπερτίνο της Καλιφόρνια, βρίσκεται εδώ και χρόνια στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών.

Ήδη από τον Μάρτιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε έρευνα εις βάρος της για μη συμμόρφωση με το DMA, με το αιτιολογικό πως το App Store της Apple δεν προσφέρει στους καταναλωτές επαρκή ελευθερία επιλογών.

Τον Απρίλιο, η Επιτροπή έκρινε ότι η Apple παραβίασε την υποχρέωση μη παρεμπόδισης εναλλακτικών προσφορών (anti-steering) που επιβάλλει ο DMA και επέβαλε πρόστιμο 500 εκατ. ευρώ.

Όπως ανέφερε σε σχετική ανακοίνωση στις 22 Απριλίου, οι προγραμματιστές που διανέμουν εφαρμογές μέσω του App Store θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν τους καταναλωτές, χωρίς κόστος, για εναλλακτικές προσφορές εκτός του App Store, να τους κατευθύνουν σε αυτές και να τους επιτρέπουν να πραγματοποιούν αγορές, κάτι που, κατά την Επιτροπή, η Apple παραλείπει να πράττει.

Παρότι η Apple δεν έχει τοποθετηθεί επισήμως έναντι της απόφασης και του προστίμου, σε ανακοίνωση που εξέδωσε στις 29 Μαΐου ανέφερε πως το App Store διευκόλυνε χρεώσεις και πωλήσεις άνω των 400 δισ. δολαρίων για προγραμματιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2024. «Για πάνω από το 90% των χρεώσεων και πωλήσεων που διεκπεραιώνονται μέσω του App Store, οι προγραμματιστές δεν καταβάλλουν καμία προμήθεια στην Apple», αναφέρει η ανακοίνωση.

Η Nestlé αφαιρεί τα συνθετικά χρώματα από τα προϊόντα των ΗΠΑ

Η Nestle USA σχεδιάζει να αφαιρέσει πλήρως τα συνθετικά χρώματα από το χαρτοφυλάκιο τροφίμων και ποτών της στις Ηνωμένες Πολιτείες έως τα μέσα του επόμενου έτους, όπως ανακοίνωσε η εταιρεία σε δήλωσή της στις 25 Ιουνίου.

Την τελευταία δεκαετία, η Nestle έχει προχωρήσει στην απομάκρυνση συνθετικών χρωμάτων από τα προϊόντα της και εργάζεται για την εύρεση εναλλακτικών λύσεων στις συνταγές όπου αυτά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται. Σύμφωνα με την ίδια, πάνω από το 90% των προϊόντων που διανέμει σήμερα στις ΗΠΑ δεν περιέχουν τέτοιου είδους χρώματα.

Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται στη δέσμευση της εταιρείας να προσφέρει στους καταναλωτές μια ποικιλία ποιοτικών και θρεπτικών τροφίμων και ποτών, που αντανακλούν τις σύγχρονες επιλογές και προτιμήσεις τους.

Συγκεκριμένα, η Nestle καταργεί τη χρήση των χρωστικών FD&C, δηλαδή τα επτά πρόσθετα χρώματος που έχουν εγκριθεί για τρόφιμα από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA). H ονομασία FD&C αναφέρεται στον Ομοσπονδιακό Νόμο Τροφίμων, Φαρμάκων και Καλλυντικών του 1938.

Εκτός από τη Nestle, η ConAgra Brands Incorporated—μία από τις σημαντικότερες εταιρείες επώνυμων τροφίμων στη Βόρεια Αμερική—ανακοίνωσε στις 25 Ιουνίου ότι θα ολοκληρώσει την αφαίρεση των χρωστικών ουσιών από τα κατεψυγμένα προϊόντα της στις ΗΠΑ μέχρι το τέλος του έτους. Δημοφιλή εμπορικά σήματα της ConAgra είναι μεταξύ άλλων τα Bird’s Eye, Healthy Choice και Marie Calendars.

«Η μετάβασή μας μακριά από τα χρώματα FD&C αποτελεί μόνο μία πτυχή της ευρύτερης στρατηγικής μας να εκσυγχρονίσουμε το χαρτοφυλάκιό μας ώστε να ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις των καταναλωτών», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της ConAgra, Τομ ΜακΓκο.

Η εταιρεία ανακοίνωσε ότι δεν θα προσφέρει προϊόντα με χρώματα FD&C στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από την αρχή της σχολικής χρονιάς 2026-27 και δεσμεύεται να διακόψει πλήρως τη χρήση τους στο λιανικό της χαρτοφυλάκιο στις ΗΠΑ έως το τέλος του 2027.

Ο υπουργός Υγείας, Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, χαιρέτισε με ανάρτησή του στην πλατφόρμα X στις 26 Ιουνίου την απόφαση των δύο εταιρειών, αναφέροντας: «Χαίρομαι που βλέπω περισσότερες εταιρείες όπως η Nestle και η ConAgra Brands να αναλαμβάνουν δράση για να αφαιρέσουν τα τεχνητά χρώματα από τα τρόφιμα. Προτρέπω και άλλες εταιρείες να ακολουθήσουν και να συμβάλουν στην αποκατάσταση της υγείας των Αμερικανών».

Επιπλέον, σημείωσε ότι οι αποφάσεις της Nestle και της ConAgra ακολουθούν την ανακοίνωση του Υπουργείου Υγείας και του FDA, στις 22 Απριλίου, σχετικά με τη σταδιακή απόσυρση χρωστικών ουσιών που προέρχονται από πετρέλαιο από την αμερικανική αγορά τροφίμων.

Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 24 Ιουνίου στο περιοδικό Journal of the Academy of Nutrition and Dietetics, ερευνητές διαπίστωσαν ότι συνθετικές χρωστικές υπήρχαν στο 19% των συσκευασμένων τροφίμων στις ΗΠΑ.

Περίπου ένα στα πέντε συσκευασμένα προϊόντα και ποτά που πωλούνται στις ΗΠΑ περιείχε χρώματα τροφίμων, αντιπροσωπεύοντας πωλήσεις άνω των 46 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2020.

Η δρ Ελίζαμπεθ Ντάνφορντ, επιστημονική συνεργάτις στο Ινστιτούτο George και επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Διατροφής του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, σχολίασε: «Δεδομένης της συσσωρευμένης επιστημονικής τεκμηρίωσης τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες για τους κινδύνους των συνθετικών βαφών στην υγεία, είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι συνεχίζουν να είναι τόσο διαδεδομένες στο διατροφικό μας σύστημα, ειδικά σε προϊόντα που απευθύνονται σε παιδιά».

Συνέχισε λέγοντας: «Τα υψηλά επίπεδα ζάχαρης σε αυτά τα έντονα χρωματισμένα προϊόντα δείχνουν ότι οι εταιρείες χρησιμοποιούν συνθετικές βαφές για να προωθήσουν γλυκά τρόφιμα και ποτά, με τα δύο συστατικά να συνδέονται με αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία».

Ο FDA έχει ξεκινήσει διαδικασία ανάκλησης της έγκρισης για δύο χρωστικές τροφίμων—το citrus red number two και το orange B—και έχει ζητήσει από τις εταιρείες να αποσύρουν το FD&C red number three νωρίτερα από το προηγούμενο χρονοδιάγραμμα 2027-28. Ο Οργανισμός συνεργάζεται επίσης με τη βιομηχανία για την εξάλειψη έξι συνθετικών χρωμάτων από την αγορά μέχρι το τέλος του 2026.

Όπως είχε αναφέρει τότε ο Κέννεντυ: «Για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, ορισμένοι παραγωγοί τροφίμων τάιζαν τους Αμερικανούς με χημικά προερχόμενα από πετρέλαιο, εν αγνοία ή χωρίς τη συναίνεσή τους. Αυτές οι τοξικές ενώσεις δεν προσφέρουν καμία διατροφική αξία και ενέχουν πραγματικούς, μετρήσιμους κινδύνους για την υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών μας. Αυτή η εποχή τελειώνει. Επαναφέρουμε την επιστημονική τεκμηρίωση, εφαρμόζουμε κοινή λογική και αρχίζουμε να ανακτούμε την εμπιστοσύνη του κοινού. Και το πετυχαίνουμε σε συνεργασία με τη βιομηχανία, απομακρύνοντας τις τοξικές βαφές από τα τρόφιμα που καταναλώνουν καθημερινά οι οικογένειές μας».

Επιπλέον, και άλλες εταιρείες τροφίμων έχουν ανακοινώσει πρόσφατα την αφαίρεση των συνθετικών χρωμάτων από τα προϊόντα τους. Στις αρχές του μήνα, η Sam’s Club γνωστοποίησε ότι έως το τέλος του έτους θα εξαλείψει πάνω από 40 συστατικά—μεταξύ αυτών και τα τεχνητά χρώματα—από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας Member’s Mark. Στις 17 Ιουνίου, και η Kraft Heinz ανακοίνωσε πως προτίθεται να αποσύρει τα τεχνητά χρώματα από το χαρτοφυλάκιό της μέχρι το τέλος του 2027.

Η Βόρεια Κορέα στέλνει 6.000 στρατιωτικούς στη Ρωσία

Η Βόρεια Κορέα πρόκειται να αποστείλει 6.000 μέλη των ενόπλων δυνάμεών της στη Ρωσία, σύμφωνα με ανακοίνωση του Κρεμλίνου. Ο Κιμ Γιονγκ-ουν, ηγέτης της Βόρειας Κορέας, έχει δεσμευθεί να διαθέσει περίπου 6.000 μηχανικούς και οικοδόμους στην περιοχή του Κουρσκ, όπως ανέφερε στις 17 Ιουνίου το κρατικό ειδησεογραφικό πρακτορείο TASS.

Το Κουρσκ, παραμεθόρια περιοχή, παραμένει σημείο σφοδρών συγκρούσεων ανάμεσα σε ρωσικές και ουκρανικές δυνάμεις. Στα τέλη Απριλίου, η Ρωσία ανακοίνωσε πως ανακατέλαβε την περιοχή, η οποία είχε βρεθεί εν μέρει υπό ουκρανικό έλεγχο στα μέσα του 2024.

Σύμφωνα με τον γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, Σεργκέι Σοϊγκού, ο Κιμ Γιονγκ-ουν έλαβε την απόφαση να στείλει 1.000 σαπέρ (στρατιωτικοί μηχανικοί εξουδετέρωσης ναρκών) στη Ρωσία για εκκαθαρίσεις ναρκοπεδίων, όπως και 5.000 στρατιωτικούς οικοδόμους για την αποκατάσταση υποδομών που καταστράφηκαν από τους «κατακτητές», όπως χαρακτήρισε το Κρεμλίνο τις ουκρανικές δυνάμεις. Ο Σοϊγκού, ο οποίος έφθασε στην Πιονγκγιάνγκ εκ μέρους του Βλαντιμίρ Πούτιν, συζήτησε διμερείς συνεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της ανοικοδόμησης του Κουρσκ, σύμφωνα με το TASS.

Σχεδιάζεται, επίσης, η ανέγερση μνημείων τιμής για τους Κορεάτες στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο Ρωσίας–Ουκρανίας, στην περιοχή Κουρσκ. «Συζητήθηκε η κατασκευή μουσείου στην Πιονγκγιάνγκ με τη συμμετοχή της ρωσικής πλευράς», ανέφερε χαρακτηριστικά η ανακοίνωση.

Η πρώτη αναφορά για αποστολή Βορειοκορεατών στρατιωτών στη Ρωσία έγινε στις 28 Απριλίου. Η αποστολή εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρείας στρατηγικής εταιρικής σχέσης που υπέγραψαν ο Κιμ και ο Πούτιν εντός του 2024.

Ο πόλεμος που εξαπέλυσε η Ρωσία κατά της Ουκρανίας ξεκίνησε με εισβολή στα τέλη Φεβρουαρίου 2022. Η Μόσχα έχει παραδεχτεί την παρουσία Βορειοκορεατών μαχητών στο πλευρό του ρωσικού στρατού στο Κουρσκ.

Όταν η Ρωσία ανακοίνωσε την υποτιθέμενη ανακατάληψη της περιοχής τον Απρίλιο, το ουκρανικό γενικό επιτελείο διέψευσε τις ρωσικές δηλώσεις σημειώνοντας πως Ουκρανοί στρατιώτες εξακολουθούν να δρουν εντός ρωσικού εδάφους. Το Κουρσκ χαρακτηρίζεται ως μία ιδιαίτερα κρίσιμη πολιτικά περιοχή· ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε στο παρελθόν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αξιοποίησής της ως διαπραγματευτικό ατού για την επιστροφή άλλων περιοχών που έχει προσαρτήσει η Ρωσία.

Στρατηγικός άξονας Ρωσίας–Βορείου Κορέας

Ουδέποτε έχουν ανακοινώσει Ρωσία και Βόρεια Κορέα τον ακριβή αριθμό Βορειοκορεατών στρατιωτών που επιχειρούν στη ρωσική επικράτεια ή τις απώλειές τους. Ωστόσο, εκτιμήσεις από τη Νότια Κορέα, τις ΗΠΑ και την Ουκρανία κάνουν λόγο για τουλάχιστον 15.000 στρατιώτες σε ρωσικό έδαφος. Η νοτιοκορεατική υπηρεσία πληροφοριών, τον Απρίλιο, υπολόγισε σε περίπου 600 τους Βορειοκορεάτες που έχασαν τη ζωή τους στα μέτωπα του πολέμου. Οι όλο και βαθύτερες σχέσεις Ρωσίας–Βορείου Κορέας έχουν προκαλέσει νέες ανησυχίες στις ΗΠΑ, τη Νότια Κορέα και τους συμμάχους τους, που φοβούνται πως ο Πούτιν θα προσφέρει στον Κιμ προηγμένες τεχνολογίες κρίσιμες για το πυρηνικό και βαλλιστικό του πρόγραμμα.

Σύμφωνα με το TASS, αυτή είναι η τρίτη επίσκεψη του Σοϊγκού στην Πιονγκγιάνγκ μέσα σε διάστημα τριών μηνών. «Βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες για ενίσχυση των επαφών και της συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Αναμένεται η επανέναρξη πτήσεων και σιδηροδρομικών συνδέσεων Ρωσίας–Βορείου Κορέας. Ελπίζω σύντομα να απογειωθεί το πρώτο αεροσκάφος μετά από περισσότερο από 30 χρόνια», δήλωσε ο Σοϊγκού.

Ένοπλοι προς ενοικίαση

Το κορεατικό πρακτορείο Yonhap μετέδωσε αναφορές του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών που χαρακτηρίζουν «ιδιαίτερα ανησυχητική» τη νέα αυτή εξέλιξη και τη διαρκή παρουσία βορειοκορεατικών στρατευμάτων και εργαζόμενων στις ρωσικές επιχειρήσεις κατά της Ουκρανίας. Η αποκόμιση εσόδων από τη Βόρεια Κορέα μέσω ενοικίασης στρατιωτικού προσωπικού στη Ρωσία και σε άλλες χώρες συνιστά παραβίαση απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, υπογράμμισε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σύμφωνα με τη Yonhap. Η Epoch Times ζήτησε σχόλιο από το αμερικανικό ΥΠΕΞ, χωρίς να λάβει απάντηση μέχρι στιγμής.

Σύμφωνα με τα ψηφίσματα 1718, 1874 και 2270 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, απαγορεύεται στα κράτη–μέλη να προμηθεύουν τη Βόρεια Κορέα ή να λαμβάνουν από αυτήν οπλισμό, στρατιωτική τεχνογνωσία ή βοήθεια οποιασδήποτε μορφής. Την ίδια ώρα, ο πόλεμος στην Ουκρανία οξύνεται με επιθέσεις σε νευραλγικές υποδομές. Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ για επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας, η σύγκρουση συνεχίζεται.

Με την συμβολή του Associated Press

Οι ΗΠΑ κλείνουν την πρεσβεία στο Ισραήλ

Ελαφρές ζημιές υπέστη το παράρτημα της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Τελ Αβίβ, έπειτα από επίθεση του Ιράν, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρέσβη στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X στις 16 Ιουνίου, ο Χάκαμπι ανέφερε: «Μικρές ζημιές από τις εκρήξεις ιρανικών πυραύλων κοντά στο παράρτημα της πρεσβείας στο Τελ Αβίβ, χωρίς τραυματισμούς προσωπικού.»

Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ θα παραμείνει επίσημα κλειστή τη Δευτέρα, λόγω της συνεχιζόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης με το Ιράν. Η απόφαση ακολουθεί σχετική οδηγία του Ισραηλινού Στρατού, όπως αναφέρεται σε μήνυμα ασφαλείας της πρεσβείας, που εκδόθηκε στις 15 Ιουνίου: «Το κλείσιμο περιλαμβάνει τη διακοπή λειτουργίας των προξενικών τμημάτων σε Ιερουσαλήμ και Τελ Αβίβ. Δεν θα εξυπηρετούνται διαβατήρια ούτε έκδοση βεβαιώσεων γέννησης στο εξωτερικό.»

Επιπλέον, η πρεσβεία σημειώνει: «Η πρεσβεία των ΗΠΑ δεν έχει επί του παρόντος τη δυνατότητα να εκκενώσει ή να βοηθήσει άμεσα Αμερικανούς πολίτες να αναχωρήσουν από το Ισραήλ.»

Σύμφωνα με την ειδοποίηση, που αφορά περιοχές στο Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, το αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν παραμένει κλειστό, ενώ όλες οι πτήσεις έχουν ακυρωθεί μέχρι νεωτέρας. Οι ταξιδιώτες έχουν ενημερωθεί: «Παρακαλούμε να μην μεταβείτε στο αεροδρόμιο.»

Περιορισμένα οδικά περάσματα από το Ισραήλ προς την Ιορδανία θα λειτουργήσουν, με συγκεκριμένες ώρες: «Η διέλευση Allenby-Γέφυρα Βασιλιάς Χουσεΐν θα είναι ανοιχτή για έξιμισι ώρες, το βόρειο πέρασμα για έξι ώρες και το νότιο πέρασμα για δώδεκα ώρες.»

Η ειδοποίηση επίσης προτρέπει: «Πριν την προσέλευση στα σύνορα, οι Αμερικανοί πολίτες οφείλουν να συμβουλεύονται τις οδηγίες της Ισραηλινής Διοίκησης Εσωτερικού.»

Ενδέχεται να καταστεί εφικτή η αναχώρηση από την Ιορδανία υπό περιορισμούς. Η πρεσβεία καλεί τους πολίτες να παραμένουν σε εγρήγορση και: «Να αυξήσουν τα μέτρα προσωπικής ασφάλειας, μεταξύ άλλων γνωρίζοντας τα πλησιέστερα καταφύγια.»

Με περίπου 700.000 Αμερικανούς να βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο Ισραήλ, ο Χάκαμπι υπενθυμίζει: «Ελέγχετε τακτικά την ιστοσελίδα της πρεσβείας για νεότερες ανακοινώσεις.»

Στο πλαίσιο της κρίσης, η πρεσβεία ζήτησε από το προσωπικό της αμερικανικής κυβέρνησης και τις οικογένειές τους: «Να παραμείνουν στα καταλύματα ή κοντά στις οικίες τους.»

Υπογραμμίζεται ακόμη ότι ενδέχεται να επιβληθούν επιπρόσθετοι περιορισμοί στις μετακινήσεις του αμερικανικού προσωπικού χωρίς προειδοποίηση.

Η σύγκρουση κλιμακώθηκε μετά την ισραηλινή επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Λιοντάρι που Ορθώνεται», την οποία ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, χαρακτήρισε ως: «προληπτικά πλήγματα σε πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και επιστήμονες, στρατιωτικούς ηγέτες και κορυφαία στελέχη του καθεστώτος.»

Το Ιράν απάντησε με ομοβροντία πυραύλων κατά του Ισραήλ, επιτυγχάνοντας διαρροές στην αντιαεροπορική άμυνα του Τελ Αβίβ και χτυπώντας κατοικημένα κτίρια. Ο Νετανιάχου, σε δηλώσεις του, έκανε λόγο ακόμη και για πυρηνική απειλή: «Το Ιράν διαθέτει πλέον αρκετό εμπλουτισμένο ουράνιο για την κατασκευή εννέα ατομικών βομβών, με τη δυνατότητα να παράξει την πρώτη μέσα σε λίγους μήνες.»

Για τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, τόνισε επίσης: «Η επιδίωξη πυρηνικών όπλων από το Ιράν συνιστά άμεση και υπαρκτή απειλή για την επιβίωση του Ισραήλ.»

Οι αρχικές ισραηλινές επιθέσεις είχαν ως στόχο νευραλγικές πυρηνικές κι στρατιωτικές υποδομές, ενώ το Ιράν διαψεύδει σταθερά ότι έχει σκοπό να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα.

Στις 12 Ιουνίου, το διοικητικό συμβούλιο του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας υιοθέτησε ψήφισμα με το οποίο καταδικάζει το Ιράν για παραβιάσεις των δεσμεύσεών του βάσει της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, με τη στήριξη των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ο Ραφαέλ Γκρόσι, γενικός διευθυντής του Οργανισμού, εξέφρασε την ανησυχία του: «Ανησυχώ ιδιαίτερα για τη ραγδαία συσσώρευση υψηλά εμπλουτισμένου ουρανίου από την Τεχεράνη.»

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τοποθετήθηκε επίσης στην υπόθεση, δηλώνοντας: «Οι ΗΠΑ δεν είχαν καμία εμπλοκή στην επίθεση κατά του Ιράν… αν όμως δεχθούμε οποιαδήποτε επίθεση από το Ιράν, η πλήρης ισχύς των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων θα πέσει πάνω σας όπως ποτέ ξανά.»

Ωστόσο πρόσθεσε: «Μπορούμε εύκολα να επιτύχουμε μια συμφωνία μεταξύ Ιράν και Ισραήλ και να τερματίσουμε αυτή τη ματωμένη σύγκρουση.»

Το απόγευμα της Κυριακής, ο Τραμπ ανέφερε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για την επίλυση της στρατιωτικής κρίσης.

Αφγανός υπήκοος παραδέχεται την ενοχή του για σχεδιασμό τρομοκρατικής επίθεσης στις αμερικανικές εκλογές

Ένας Αφγανός υπήκοος παραδέχθηκε την ενοχή του ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου στην Οκλαχόμα Σίτι για τον σχεδιασμό τρομοκρατικής επίθεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες ανήμερα των εκλογών, στις 5 Νοεμβρίου 2024, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (DOJ) στις 13 Ιουνίου.

Ειδικότερα, ο 27χρονος Ναζίρ Αχμάντ Ταουχεντί κατηγορείται για συνωμοσία και απόπειρα παροχής υλικής υποστήριξης και πόρων στην τρομοκρατική οργάνωση ISIS, καθώς και για λήψη, απόπειρα λήψης και συνωμοσία για τη λήψη πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών με σκοπό την προώθηση τρομοκρατικών ενεργειών.

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του DOJ, ο Ταουχεντί παραδέχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι σχεδίαζε να πραγματοποιήσει «επίθεση με μαζικές απώλειες» για λογαριασμό του ISIS κατά την Ημέρα των Εκλογών. Οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο κατηγορούμενος επιδίωξε να ενισχύσει τη φιλοτρομοκρατική του δραστηριότητα προμηθευόμενος και διανέμοντας παράνομα όπλα και πυρομαχικά, με στόχο τη διευκόλυνση τρομοκρατικής ενέργειας εντός των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με πληροφορίες που παρατέθηκαν στη δικογραφία, ο Ταουχεντί είχε προσπαθήσει να συγκροτήσει δίκτυο και να εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα για τη διαπραγμάτευση της τρομοκρατικής επίθεσης, η οποία, κατά τις αρχές, θα είχε τη μορφή χτυπήματος με μεγάλο αριθμό θυμάτων σε εξέχοντα στόχο, την ημέρα των προεδρικών εκλογών.

Οι Αρχές των ΗΠΑ στελέχωσαν την έρευνα με τη συνδρομή διαφόρων υπηρεσιών ασφαλείας, περιλαμβανομένου του FBI, ενώ τα ευρήματα κατέστησαν δυνατό να απαγγελθούν δύο βασικές κατηγορίες: πρώτον, η συνωμοσία και η απόπειρα παροχής υλικής υποστήριξης σε τρομοκρατική οργάνωση (ISIS), και δεύτερον, η λήψη, απόπειρα λήψης και συνωμοσία για απόκτηση όπλων με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών ενεργειών.

Σε επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Δικαιοσύνης αναφέρεται: «Η παραδοχή ενοχής από τον κατηγορούμενο απηχεί την αποφασιστικότητα των αμερικανικών αρχών να αντιμετωπίσουν απειλές τρομοκρατίας πριν φτάσουν στην υλοποίησή τους, ιδιαιτέρως όταν αυτές στοχεύουν κρίσιμες δημοκρατικές διαδικασίες».

Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν αναφορές για συνεργούς ή ευρύτερο δίκτυο που να έδρασε εντός των ΗΠΑ στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης. Ο Ταουχεντί παραμένει υπό κράτηση, ενώ η ακριβής ποινή θα οριστεί από το ομοσπονδιακό δικαστήριο σε μεταγενέστερη συνεδρίαση, με τις προβλεπόμενες ποινές, σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία για τρομοκρατικά αδικήματα, να περιλαμβάνουν πολυετή κάθειρξη.

Η υπόθεση Ταουχεντί επαναφέρει στο προσκήνιο τις ανησυχίες των αμερικανικών αρχών σχετικά με απόπειρες τρομοκρατικών χτυπημάτων σε χρονικά ορόσημα όπως οι εθνικές εκλογές, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού και υφίστανται αυξημένα μέτρα ασφάλειας. Παράλληλα, πέραν της διάστασης της διεθνούς τρομοκρατίας και της διείσδυσης του ISIS στην αμερικανική ενδοχώρα, η υπόθεση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα του δικτύου ριζοσπαστικοποίησης και διακίνησης όπλων.

Από την άλλη πλευρά, εκπρόσωποι οργανώσεων πολιτικών δικαιωμάτων συχνά επισημαίνουν την ανάγκη για αυστηρή τήρηση δικαστικών διαδικασιών και προστασίας των ατομικών ελευθεριών ακόμη και όταν πρόκειται για βαριά αδικήματα όπως αυτά της τρομοκρατίας, ενώ δεν λείπουν και οι συζητήσεις για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό υπό τη σκιά τέτοιων υποθέσεων.

Η σύλληψη και ομολογία ενοχής του Ναζίρ Αχμάντ Ταουχεντί καταγράφει επιτυχία ως προς την πρόληψη πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη χρονική στιγμή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα υπενθυμίζει την πρόκληση που εξακολουθεί να θέτει η διεθνής τρομοκρατία και την αναγκαιότητα διαρκούς επαγρύπνησης των αρχών για την προστασία θεμελιωδών δημοκρατικών διαδικασιών και της δημόσιας ασφάλειας.

Συμφωνίες «μαμούθ» ΗΠΑ–Ιαπωνίας για υγροποιημένο φυσικό αέριο ύψους 200 δισ. δολαρίων

Τη σύναψη τεσσάρων μακροπρόθεσμων συμφωνιών συνολικής αξίας άνω των 200 δισ. δολαρίων για την προμήθεια αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ανακοίνωσε στις 11 Ιουνίου το υπουργείο Εσωτερικών των ΗΠΑ, σηματοδοτώντας μια νέα σελίδα στη στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιαπωνίας στον ενεργειακό τομέα. Η σύμβαση αυτή προβλέπει εξαγωγές έως και 5,5 εκατ. τόνων LNG ετησίως στην ιαπωνική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας JERA Co. Inc., στα πλαίσια τεσσάρων 20ετών συμβολαίων που, σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου, εκτιμάται ότι θα προσθέσουν περισσότερα από 200 δισ. δολάρια στο αμερικανικό ΑΕΠ και θα υποστηρίξουν πάνω από 50.000 θέσεις εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με ανάλυση της S&P Global.

Οι συμφωνίες αυτές έρχονται την ώρα που στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη οι εφοδιαστικές αλυσίδες ενέργειας αναβαθμίζονται λόγω νέων γεωπολιτικών δεδομένων, αλλά και μετά την προσδοκώμενη αύξηση της αμερικανικής παραγωγικής ικανότητας LNG κατά 50% χάρη στην κατασκευή τριών νέων εγκαταστάσεων εξαγωγής την προσεχή περίοδο. Η JERA, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG παγκοσμίως, παίζει στρατηγικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της Ιαπωνίας, μιας χώρας άκρως εξαρτημένης από εισαγόμενα καύσιμα μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα το 2011.

Σύμφωνα με την επίσημη τοποθέτηση του υπουργείου Εσωτερικών, «οι συμφωνίες αυτές υπογραμμίζουν τις προσπάθειες του προέδρου Τραμπ να απελευθερώσει την αμερικανική παραγωγή LNG και το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η βιομηχανία LNG στην ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας και τη διασφάλιση της παγκόσμιας ενεργειακής ασφάλειας». Επικαλούμενο στοιχεία της S&P Global, το αμερικανικό υπουργείο Εσωτερικών επισημαίνει τη συμβολή των νέων συμφωνιών στην απασχόληση και το ΑΕΠ της χώρας, ενισχύοντας περαιτέρω τη θέση των ΗΠΑ ως βασικής παγκόσμιας δύναμης στις ενεργειακές εξαγωγές.

Από την πλευρά της, η Ιαπωνία προσεγγίζει τη συμφωνία ως αποφασιστικό βήμα προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα του εφοδιασμού της με φυσικό αέριο μακροπρόθεσμα. Ο ρόλος της JERA, που λειτουργεί ως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG διεθνώς και συμμετέχει στη διαμόρφωση τιμών στην Ασία, ενδυναμώνεται περαιτέρω με την πρόσβαση σε αμερικανικές προμήθειες, εν μέσω έντονου διεθνούς ανταγωνισμού και γεωπολιτικής αβεβαιότητας όσον αφορά στις πηγές ενέργειας.

Ένα δεξαμενόπλοιο υγροποιημένου φυσικού αερίου καθοδηγείται από ρυμουλκά σκάφη στη μονάδα εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου Sabine Pass της Cheniere στην περιοχή Cameron Parish της Λουιζιάνα, στις 14 Απριλίου 2022. Marcy de Luna/Reuters

 

Η συμφωνία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αμερικανικής στρατηγικής για την ανάδειξη του LNG ως κυρίαρχης εξαγωγικής δραστηριότητας και μέσου άσκησης οικονομικής και διπλωματικής ισχύος. Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν καταστεί ένας από τους τρεις μεγαλύτερους εξαγωγείς LNG παγκοσμίως, συμβάλλοντας στη διαφοροποίηση των διεθνών ενεργειακών ροών ιδίως μετά την κρίση στην Ουκρανία και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Για τις ΗΠΑ, η επέκταση των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου λειτουργεί ως μοχλός στήριξης τόσο της βιομηχανικής απασχόλησης όσο και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, καθιστά την Ουάσιγκτον καθοριστική για την ενεργειακή αυτάρκεια των συμμάχων της στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, εκτοπίζοντας παραδοσιακούς προμηθευτές και ενισχύοντας τις διατλαντικές ενεργειακές συμμαχίες. Για την Ιαπωνία, η μακροπρόθεσμη εξασφάλιση αμερικανικού LNG μειώνει την εξάρτηση από λιγότερο σταθερές ή πολιτικώς φορτισμένες αγορές, όπως η Μέση Ανατολή ή η Ρωσία.

Ωστόσο, περιβαλλοντικές ανησυχίες για τη ραγδαία αύξηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων και εξαγωγών LNG παραμένουν σημαντικές, τόσο εσωτερικά στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, με τα κινήματα για την κλιματική αλλαγή να απαιτούν πιο φιλόδοξες ενεργειακές μεταρρυθμίσεις.

Η ιστορική συμφωνία ΗΠΑ–Ιαπωνίας για το LNG αντανακλά τη σημασία της ενεργειακής ασφάλειας στην εποχή των γεωπολιτικών μετασχηματισμών, ενισχύοντας ταυτοχρόνως την οικονομική και διπλωματική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η μακροχρόνια σταθερότητα εφοδιασμού που εξασφαλίζεται για την Ιαπωνία —και εν γένει για την Ασία— υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο των ενεργειακών συνεργασιών στο νέο διεθνές περιβάλλον, θέτοντας ταυτόχρονα νέα ερωτήματα ως προς τη βιώσιμη ενεργειακή ανάπτυξη και την ισορροπία μεταξύ οικονομικών, περιβαλλοντικών και γεωστρατηγικών προτεραιοτήτων.

Τεχνολογία «βλέπει» μέσα από τοίχους: Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ παρουσιάζει το DePLife

Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών (DHS) εργάζεται πάνω σε μια πρωτοποριακή τεχνολογία με την ονομασία DePLife, η οποία υπόσχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι δυνάμεις ασφαλείας διαχειρίζονται επικίνδυνες καταστάσεις. Το DePLife αξιοποιεί συστήματα ραντάρ προκειμένου να «βλέπει» μέσα από τοίχους, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες και επιχειρησιακή επίγνωση χωρίς να απαιτείται η φυσική προσέγγιση στον χώρο του κινδύνου. Η σχετική ανακοίνωση έγινε από τη διεύθυνση Επιστήμης και Τεχνολογίας (S&T) του υπουργείου, στις 10 Ιουνίου.

Στόχος του DePLife είναι να εξοπλίσει αστυνομικές και πυροσβεστικές υπηρεσίες με τεχνολογικά μέσα που τους επιτρέπουν να εκτιμούν καταστάσεις υψηλού ρίσκου από ασφαλή απόσταση. Η τεχνολογία αυτή έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στις επιχειρησιακές τους δυνατότητες, καθώς σε πληθώρα περιπτώσεων οι αρχές καλούνται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις χωρίς σαφή εικόνα του τι συμβαίνει εντός ενός χώρου.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, το DePLife βασίζεται στη χρήση ραντάρ για τον εντοπισμό αντικειμένων ή ατόμων πίσω από φυσικά εμπόδια – κυρίως τοίχους. Μια τέτοια δυνατότητα μπορεί να αποβεί καθοριστική σε επιχειρήσεις διάσωσης, σε επεμβάσεις κατά ομηριών, αλλά και στην κατάσβεση πυρκαγιών, όπου συχνά οι πυροσβέστες χρειάζεται να γνωρίζουν εάν υπάρχουν επιζώντες ή επικίνδυνες υλικές συνθήκες πίσω από φραγμένους ή φλεγόμενους τοίχους.

Η συσκευή υπό ανάπτυξη έχει τη δυνατότητα να μεταδώσει σε πραγματικό χρόνο πληροφορίες για την κίνηση και την παρουσία ατόμων, επιτρέποντας στις ομάδες παρέμβασης να διαμορφώσουν σαφή εικόνα, να αποφεύγουν αχρείαστους κινδύνους και να διαχειρίζονται καλύτερα το ανθρώπινο δυναμικό τους.

Όπως σημειώνεται στη σχετική ενημέρωση του S&T, «στόχος του DePLife είναι να προσφέρει χρήσιμη επιχειρησιακή πληροφόρηση και επίγνωση κατάστασης σε συνθήκες που συχνά χαρακτηρίζονται από αυξημένη επικινδυνότητα». Οι πρώτες πρακτικές δοκιμές αναμένεται να δρομολογηθούν εντός του έτους, με έμφαση στη συνεργασία με σώματα ασφαλείας και διασώστες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας της τεχνολογίας.

Η συστηματική χρήση τέτοιας τεχνολογίας ανοίγει νέους ορίζοντες για τις αμερικανικές και διεθνείς αρχές ασφαλείας, καθώς ενισχύει τον βαθμό προστασίας τόσο των ίδιων των επαγγελματιών όσο και του πληθυσμού. Το DePLife μπορεί να αποτελέσει εργαλείο-«κλειδί» για την πρόληψη απωλειών σε επιχειρήσεις υψηλής δυσκολίας, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα των επαγγελματιών του χώρου.

Ωστόσο, η δημόσια συζήτηση γύρω από τέτοιου είδους τεχνολογίες αφορά και το ζήτημα της ιδιωτικότητας και των ατομικών ελευθεριών. Η ικανότητα «όρασης» μέσα στα σπίτια ή σε ιδιωτικούς χώρους γεννά εύλογους προβληματισμούς για ενδεχόμενες καταχρήσεις ή παραβιάσεις δεδομένων. Μέχρι στιγμής, η διεύθυνση Επιστήμης και Τεχνολογίας του υπουργείου έχει δεσμευτεί ότι το DePLife θα χρησιμοποιείται αυστηρά στο πλαίσιο νόμιμων επιχειρήσεων, ενώ αναμένεται και η θέσπιση κανονιστικού πλαισίου για τη διαφύλαξη των πολιτικών δικαιωμάτων.

Η επίσημη έναρξη του DePLife σηματοδοτεί μια σημαντική επένδυση των αρχών των ΗΠΑ σε τεχνολογίες προστασίας ζωής και αποτελεσματικότερης διαχείρισης κρίσεων. Εάν αποδειχθεί λειτουργική και ασφαλής, η νέα τεχνολογία μπορεί να ενσωματωθεί ευρέως όχι μόνο στα αμερικανικά, αλλά και στα διεθνή πρότυπα αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών.

Από την άλλη πλευρά, επιταχύνεται η ανάγκη για διαφανή κανονιστικά πλαίσια προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τέτοια μέσα δεν θα καταλήξουν εργαλείο παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικότητας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την αποδοχή ή απόρριψη τέτοιων καινοτομιών από το κοινό.

Η παρουσίαση του DePLife από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ αποτελεί άλλη μια ένδειξη της στροφής των αρχών προς λύσεις υψηλής τεχνολογίας στην αντιμετώπιση κρίσιμων – και συχνά επικίνδυνων – επιχειρησιακών σεναρίων. Ενώ οι δυνατότητες που προσφέρει στην αστυνομία και στην πυροσβεστική είναι εμφανείς, η ευρύτερη υιοθέτησή του θα εξαρτηθεί από την τεχνολογική του ωριμότητα και το νομικό πλαίσιο που θα διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ατομικών ελευθεριών.