Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, μαζί με 17 πολιτείες, μηνύει τον κολοσσό του διαδικτυακού εμπορίου Amazon για τη διαμόρφωση μονοπωλιακής κατάστασης, κάτι που, όπως ισχυρίζονται, έχει οδηγήσει σε χαμηλότερη ποιότητα προϊόντων και διογκωμένες τιμές.
Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (ΟΕΕ), εκ μέρους της κυβέρνησης, ισχυρίζεται ότι οι πρωτοβουλίες της Amazon εμποδίζουν τους ανταγωνιστές αλλά και τους πωλητές στην πλατφόρμα της να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων, υποβαθμίζουν τη συνολική ποιότητα για τους πελάτες, υπερτιμολογούν τους πωλητές, καταστέλλουν τον ανταγωνισμό και εμποδίζουν τις αντίπαλες εταιρείες από τον θεμιτό ανταγωνισμό.
Καταπνίγοντας τον ανταγωνισμό, «η Amazon διασφαλίζει ότι κανένας σημερινός ή μελλοντικός αντίπαλος δεν μπορεί να απειλήσει την κυριαρχία της», ανέφερε η ΟΕΕ σε δελτίο Τύπου της 26ης Σεπτεμβρίου. «Τα εκτεταμένα συστήματα της Amazon επηρεάζουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε λιανικές πωλήσεις κάθε χρόνο, αγγίζουν εκατοντάδες χιλιάδες προϊόντα που πωλούνται από μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις και αφορούν πάνω από εκατό εκατομμύρια αγοραστές».
Με επίκεντρο τις αντι-ανταγωνιστικές τακτικές, ο Τζον Νιούμαν, αναπληρωτής διευθυντής του Γραφείου Ανταγωνισμού της ΟΕΕ, δήλωσε: «Σπάνια στην ιστορία του Αντιμονοπωλιακού Δικαίου των ΗΠΑ μια υπόθεση είχε τη δυνατότητα να κάνει τόσο καλό για τόσο πολλούς ανθρώπους».
Η Amazon, που ιδρύθηκε από τον Τζεφ Μπέζος, ξεκίνησε τις διαδικτυακές πωλήσεις το 1995 με πωλήσεις βιβλίων. Από εκεί, επεκτάθηκε στην πώληση σχεδόν κάθε είδους προϊόντων και έγινε η μεγαλύτερη πλατφόρμα διαδικτυακού εμπορίου στον πλανήτη.
Η 172 σελίδων καταγγελία (pdf) υποστηρίζει ότι η εταιρεία έχει καταλάβει σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο της οικονομίας του διαδικτυακού λιανικού εμπορίου και έχει εκμεταλλευτεί «τα μονοπώλιά της με τρόπους που πλουτίζουν την Amazon, αλλά βλάπτουν τους πελάτες της».
Η Amazon έχει αυξήσει τις χρεώσεις της τόσο απότομα που «τώρα φέρεται να παίρνει σχεδόν το 50% από έναν μέσο πωλητή που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της».
Σύμφωνα με την καταγγελία, οι πωλητές ισχυρίζονται ότι «έχει γίνει πιο δύσκολο με την πάροδο του χρόνου να είναι [το εμπόριο] κερδοφόρο στην Amazon» λόγω των μεθόδων της εταιρείας. Στην καταγγελία αναφέρεται επίσης ότι οι πωλητές «δεν έχουμε πού αλλού να πάμε και η Amazon το ξέρει».
Η απάντηση της εταιρείας
Σε δήλωση που απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Epoch Times, ο Ντέιβιντ Ζαπόλσκι, ανώτερος αντιπρόεδρος της Amazon για την Παγκόσμια Δημόσια Πολιτική και γενικός νομικός σύμβουλος, δήλωσε: «Η σημερινή μήνυση καθιστά σαφές ότι η εστίαση της ΟΕΕ έχει απομακρυνθεί ριζικά από την αποστολή της να προστατεύει τους καταναλωτές και τον ανταγωνισμό. Οι μέθοδοι που αμφισβητεί η ΟΕΕ έχουν συμβάλει στην τόνωση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας σε ολόκληρο τον κλάδο του λιανικού εμπορίου και έχουν δημιουργήσει μεγαλύτερη ποικιλία, χαμηλότερες τιμές και ταχύτερες ταχύτητες παράδοσης για τους πελάτες της Amazon, καθώς και περισσότερες ευκαιρίες για τις πολλές επιχειρήσεις που πωλούν στο κατάστημα της Amazon.
»Εάν δικαιωθεί η ΟΕΕ, το αποτέλεσμα θα είναι λιγότερα προϊόντα προς επιλογή, υψηλότερες τιμές, πιο αργές παραδόσεις για τους καταναλωτές και μειωμένες επιλογές για τις μικρές επιχειρήσεις – το αντίθετο από αυτό που έχει σχεδιαστεί να κάνει ο αντιμονοπωλιακός νόμος. Η αγωγή που κατέθεσε σήμερα η ΟΕΕ είναι λανθασμένη βάσει των γεγονότων και του νόμου και ανυπομονούμε να το τεκμηριώσουμε αυτό στο δικαστήριο.»
Οι Πολιτείες που συμμετέχουν στην αγωγή είναι οι: Κονέκτικατ, Ντέλαγουερ, Μαίην, Μαίρυλαντ, Μασσαχουσέτη, Μίσιγκαν, Μιννεσότα, Νιου Τζέρσεϊ, Νιου Χάμσαϊρ, Νέο Μεξικό, Νεβάδα, Νέα Υόρκη, Οκλαχόμα, Όρεγκον, Πενσυλβάνια, Ρόουντ Άιλαντ και Ουισκόνσιν.
Λεπτομέρειες της καταγγελίας
Η ΟΕΕ και οι Πολιτείες ισχυρίζονται ότι οι μονοπωλιακές μέθοδοι της Amazon επικρατούν σε δύο πεδία: στην ψηφιακή πλατφόρμα λιανικής πώλησης και στο τμήμα υπηρεσιών αγοράς που χρησιμοποιείται από τους πωλητές.
Η Amazon απειλεί ουσιαστικά να αποκλείσει τους πωλητές, μερικώς ή πλήρως, εάν διαπιστώσει ότι πωλούν τα προϊόντα τους σε φθηνότερη τιμή «οπουδήποτε αλλού στο διαδίκτυο», αναφέρει η αγωγή.
«Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν οι πωλητές να επιλέγουν την ιδιότητα “Prime” για τα προϊόντα τους – κάτι απαραίτητο ουσιαστικά για τη δραστηριοποίηση στην Amazon- όταν χρησιμοποιούν τη δαπανηρή υπηρεσία της Amazon, καθιστούν τις πωλήσεις σε άλλες πλην της Amazon πλατφόρμες πολύ πιο ακριβές για τους πωλητές. Αυτός ο παράνομος εξαναγκασμός περιόρισε με τη σειρά του την ικανότητα των ανταγωνιστών να ανταγωνίζονται αποτελεσματικά την Amazon», αναφέρεται στο δελτίο Τύπου του εισαγγελέα του Μίσιγκαν.
Η εταιρεία «υποβαθμίζει» την εμπειρία των πελατών, «αντικαθιστώντας τα σχετικά, οργανικά αποτελέσματα αναζήτησης με πληρωμένες διαφημίσεις». Επιπλέον, μέσω της τροποποίησης των αποτελεσμάτων αναζήτησης, η Amazon προωθεί τα δικά της επώνυμα προϊόντα έναντι άλλων «που η Amazon γνωρίζει ότι είναι καλύτερης ποιότητας».
Η εταιρεία κατηγορείται επίσης ότι χρεώνει πολύ υψηλά τέλη στους εκατοντάδες χιλιάδες πωλητές. Οι πωλητές δεν έχουν «άλλη επιλογή» από το να συμμορφωθούν με τους κανονισμούς της Amazon, υποστηρίζει ο οργανισμός.
«Τα τέλη αυτά κυμαίνονται από ένα μηνιαίο τέλος, που πρέπει να πληρώνουν οι πωλητές για κάθε πωλούμενο προϊόν, μέχρι τέλη διαφήμισης που έχουν γίνει σχεδόν απαραίτητα για τους πωλητές για να κάνουν δουλειές. Συνδυαστικά, όλες αυτές οι χρεώσεις αναγκάζουν πολλούς πωλητές να καταβάλλουν σχεδόν στο 50% των συνολικών εσόδων τους στην Amazon.
«Αυτές οι χρεώσεις βλάπτουν όχι μόνο τους πωλητές αλλά και τους αγοραστές, οι οποίοι πληρώνουν υψηλότερες τιμές για χιλιάδες προϊόντα που πωλούνται στην Amazon ή εκτός αυτής».
ΟΕΕ κατά Amazon
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η ΟΕΕ αναλαμβάνει δράση κατά της Amazon φέτος. Τον Ιούνιο, ο οργανισμός κατηγόρησε την Amazon ότι εγγράφει καταναλωτές στην υπηρεσία Amazon Prime χωρίς να λάβει τη συγκατάθεσή τους και στη συνέχεια «σαμποτάρει τις προσπάθειές τους να την ακυρώσουν».
Η ΟΕΕ ισχυρίζεται ότι ο πρωταρχικός στόχος της διαδικασίας ακύρωσης της Amazon Prime δεν είναι να επιτρέπει στους συνδρομητές της να ακυρώσουν την υπηρεσία, αλλά αντίθετα να τους «εμποδίζει”, σύμφωνα με δελτίο Τύπου της 21ης Ιουνίου. Ο οργανισμός ισχυρίστηκε ότι η ηγεσία της εταιρείας επιβράδυνε ή απέρριψε αλλαγές που θα επέτρεπαν στους χρήστες να ακυρώνουν εύκολα την υπηρεσία.
«Η Amazon ξεγέλασε και παγίδευσε ανθρώπους σε επαναλαμβανόμενες συνδρομές χωρίς τη συγκατάθεσή τους, όχι μόνο απογοητεύοντας τους χρήστες αλλά και αποσπώντας τους σημαντικά ποσά», δήλωσε η πρόεδρος της ΟΕΕ Λίνα Μ. Κχαν.
«Αυτές οι τακτικές χειραγώγησης βλάπτουν τόσο τους καταναλωτές όσο και τις νομοταγείς επιχειρήσεις. Η ΟΕΕ θα συνεχίσει να προστατεύει σθεναρά τους Αμερικανούς από τα “σκοτεινά σχέδια” και τις άλλες αθέμιτες ή παραπλανητικές μεθόδους των ψηφιακών αγορών.»
Η ΟΕΕ κατέθεσε μήνυση κατά της Amazon για το θέμα αυτό.
Νωρίτερα τον Μάιο, η ΟΕΕ και το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (DOJ) κατηγόρησαν την Amazon ότι παραβιάζει τους νόμους περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής των παιδιών διατηρώντας τις ηχογραφήσεις της φωνής τους «για πάντα», ενώ παράλληλα υπονομεύει τα αιτήματα διαγραφής που υποβάλλουν οι γονείς.
Η Amazon είχε «διαβεβαιώσει εμφανώς και επανειλημμένα» τους χρήστες της, περιλαμβανομένων των γονέων, ότι μπορούσαν να διαγράψουν τις ηχογραφήσεις φωνής που συλλέγονται από τη φωνητική βοηθό Alexa και τις πληροφορίες γεωγραφικού εντοπισμού που συλλέγονται μέσω της εφαρμογής Alexa, σύμφωνα με δελτίο Τύπου της ΟΕΕ στις 31 Μαΐου.
Ωστόσο, η εταιρεία διατήρησε ορισμένες από αυτές τις πληροφορίες για χρόνια και «χρησιμοποίησε τα δεδομένα που διατήρησε παράνομα για τη βελτίωση του αλγορίθμου της Alexa», ανέφερε η ΟΕΕ.
Το ιστορικό της Amazon στην παραπλάνηση των γονέων, τη διατήρηση των καταγραφών των παιδιών επ’ αόριστον και την περιφρόνηση των αιτημάτων διαγραφής των γονέων παραβίασε τον COPPA και θυσίασε την ιδιωτικότητα για τα κέρδη», δήλωσε ο Σάμιουελ Λεβίν, Διευθυντής του Γραφείου Προστασίας Καταναλωτών της ΟΕΕ. Ο όρος COPPA αναφέρεται στον κανόνα για την Προστασία της Ιδιωτικής Ζωής των Παιδιών στο Διαδίκτυο (COPPA – Children’s Online Privacy Protection Act).
«Ο κανόνας COPPA δεν επιτρέπει στις εταιρείες να διατηρούν για πάντα τα δεδομένα των παιδιών για οποιονδήποτε λόγο και σίγουρα όχι για να εκπαιδεύουν τους αλγορίθμους τους.»
Του Naveen Athrappully
Επιμέλεια: Αλία Ζάε