Σάββατο, 21 Ιούν, 2025

Πάνω από 55.000 φορητοί φορτιστές από την Κίνα ανακαλούνται λόγω κινδύνου πυρκαγιάς

Η Shenzhen Baseus Technology Co. Ltd. με έδρα την Κίνα ανακαλεί χιλιάδες μονάδες φορητών φορτιστών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η μπαταρία ιόντων λιθίου στο προϊόν μπορεί να υπερθερμανθεί, δημιουργώντας κίνδυνο πυρκαγιάς, ανέφερε η Επιτροπή Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων (CPSC) των ΗΠΑ σε ανακοίνωση ανάκλησης της 1ης Μαΐου.

Η ανάκληση ισχύει για περίπου 55.380 μονάδες φορητών φορτιστών Baseus 65W 30000mAh, με αριθμό μοντέλου BS-30KP365.

Το προϊόν που κατασκευάζεται στην Κίνα πωλήθηκε online μέσω των Baseus, AliExpress, Amazon και Walmart μεταξύ Απριλίου 2020 και Απριλίου 2025 για 39 έως 90 δολάρια.

Η εταιρεία έλαβε 76 αναφορές για περιστατικά ασφαλείας που αφορούσαν τους φορτιστές, συμπεριλαμβανομένων 72 περιπτώσεων στις οποίες τα προϊόντα διογκώθηκαν και τεσσάρων περιπτώσεων πυρκαγιάς. Τρεις από τις αναφορές ανέφεραν υλικές ζημιές.

«Οι καταναλωτές θα πρέπει να σταματήσουν αμέσως να χρησιμοποιούν τους ανακληθέντες φορητούς φορτιστές και να επικοινωνήσουν με την Baseus για να λάβουν έναν δωρεάν φορτιστή αντικατάστασης. Ο φορητός φορτιστής αντικατάστασης θα έχει τον ίδιο αριθμό μοντέλου», ανέφερε η ειδοποίηση.

«Οι καταναλωτές θα πρέπει να υποβάλουν μια φωτογραφία του ανακληθέντος φορητού φορτιστή που να δείχνει τον αριθμό μοντέλου και τον σειριακό αριθμό στη σελίδα εγγραφής ανάκλησης της εταιρείας. Οι καταναλωτές χωρίς αριθμό παραγγελίας θα πρέπει να υποβάλουν μια φωτογραφία του φορητού φορτιστή με το όνομά τους και την ημερομηνία τους γραμμένα στον φορητό φορτιστή με μόνιμο μαρκαδόρο».

Για να λάβουν αντικατάσταση, οι πελάτες πρέπει να επιβεβαιώσουν ότι έχουν απορρίψει τον φορτιστή σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

Η CPSC προειδοποίησε να μην τοποθετούνται μπαταρίες ιόντων λιθίου στον κάδο απορριμμάτων ή σε γενικά συστήματα ανακύκλωσης, όπως κάδους ανακύκλωσης στο πεζοδρόμιο. Οι μπαταρίες ιόντων λιθίου πρέπει να απορρίπτονται με διαφορετικό τρόπο από άλλους τύπους μπαταριών, καθώς ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο πυρκαγιάς.

Πολλά άλλα προϊόντα έχουν ανακληθεί τους τελευταίους μήνες λόγω ελαττωματικών μπαταριών λιθίου.

Τον Απρίλιο, η Casely Inc. με έδρα τη Νέα Υόρκη απέσυρε περίπου 429.200 μονάδες φορητών power bank της, προειδοποιώντας ότι οι μπαταρίες ιόντων λιθίου θα μπορούσαν να «υπερθερμανθούν και να αναφλεγούν, δημιουργώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και εγκαυμάτων για τους καταναλωτές».

Η εταιρεία είχε λάβει 51 αναφορές από πελάτες που παραπονιόντουσαν για υπερθέρμανση ή πυρκαγιά της μπαταρίας κατά τη φόρτιση τηλεφώνων. Αναφέρθηκαν έξι ελαφρά εγκαύματα.

Νωρίτερα στις 20 Μαρτίου, ο όμιλος VC με έδρα τη Νέα Υόρκη ανακάλεσε σχεδόν 90.000 μονάδες φορητών power bank, αναφέροντας ένα παρόμοιο πρόβλημα με τις μπαταρίες λιθίου που θέτουν κίνδυνο εγκαύματος.

Νομοθεσία για την πυρκαγιά λιθίου

Οι νομοθέτες λαμβάνουν μέτρα για την αντιμετώπιση των απειλών πυρκαγιάς που προκαλούν οι μπαταρίες ιόντων λιθίου.

Στις 28 Απριλίου, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ψήφισε τον «Νόμο για τον καθορισμό προτύπων καταναλωτών για μπαταρίες ιόντων λιθίου» με ψήφους 365-42. Το διμερές νομοσχέδιο απαιτεί από την CPSC να «δημοσιεύσει ένα τελικό πρότυπο ασφάλειας καταναλωτικών προϊόντων για τις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες ιόντων λιθίου που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικά ποδήλατα και άλλες συσκευές μικροκινητικότητας για την προστασία από τον κίνδυνο πυρκαγιών που προκαλούνται από τέτοιες μπαταρίες», ανέφερε σε δήλωση της 28ης Απριλίου το γραφείο του βουλευτή Ρίτσι Τόρρες (Δ-ΝΥ), ενός από τους νομοθέτες που εισήγαγαν το νομοσχέδιο.

Το νομοσχέδιο έρχεται σε μια εποχή που οι πυρκαγιές από αυτές τις μπαταρίες έχουν αυξηθεί «εκθετικά» στη Νέα Υόρκη, ανέφερε.

Μια δήλωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της πόλης της Νέας Υόρκης στις 8 Ιανουαρίου ανέφερε ότι 277 πυρκαγιές ξεκίνησαν από μπαταρίες ιόντων λιθίου πέρυσι, με έξι άτομα να χάνουν τη ζωή τους σε αυτά τα περιστατικά. Μια ομάδα εργασίας που συστάθηκε από την υπηρεσία επιθεώρησε 585 καταστήματα ηλεκτρικών ποδηλάτων το 2024, εκδίδοντας αρκετές κλήσεις και εντολές παραβίασης.

Το νομοσχέδιο έχει την υποστήριξη της Διεθνούς Ένωσης Αρχηγών Πυροσβεστικής, με τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ομάδας, Τζος Γουάλντο, να λέει ότι η νομοθεσία είναι το πρώτο βήμα για την προστασία των Αμερικανών από επικίνδυνες πυρκαγιές λιθίου, σύμφωνα με δήλωση της ένωσης στις 14 Απριλίου.

«Για πάρα πολύ καιρό, τα μέλη της πυροσβεστικής υπηρεσίας έπρεπε να αντιμετωπίσουν αυτές τις επικίνδυνες και τοξικές πυρκαγιές. Είναι καιρός να σταματήσει αυτή η βλάβη και η καταστροφή», είπε.

Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ξεπέρασαν τα 2,7 τρισ. δολάρια

Η παγκόσμια στρατιωτική δαπάνη ανήλθε το 2024 στα 2,178 τρισ. δολάρια, συνεχίζοντας την ανοδική της πορεία για δέκατη συνεχή χρονιά, σύμφωνα με ανακοίνωση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (Stockholm International Peace Research Institute-SIPRI) στις 28 Απριλίου.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η δαπάνη αυξήθηκε κατά 9,4% σε πραγματικούς όρους σε σχέση με το 2023, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Οι 15 χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες αύξησαν τις αμυντικές τους προϋπολογισμούς, ενώ το ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ που διατίθεται για στρατιωτικές δαπάνες ανήλθε σε 2,5%.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν 997 δισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 5,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με το SIPRI, σημαντικό μέρος του αμερικανικού προϋπολογισμού για το 2024 αφορούσε στον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνατοτήτων και του πυρηνικού οπλοστασίου, με στόχο τη διατήρηση στρατηγικού πλεονεκτήματος έναντι της Ρωσίας και της Κίνας.

Οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 66% των συνολικών δαπανών του ΝΑΤΟ, ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη δαπάνησαν 454 δισ. δολάρια, ποσοστό 30% του συνόλου της Συμμαχίας. Από τις 32 χώρες του ΝΑΤΟ, μόνο οι 18 κάλυψαν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ για άμυνα, στόχο που έχει τεθεί από το 2014.

Η παρούσα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ζητήσει από τους συμμάχους να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τις δαπάνες τους. Κατά την ομιλία του στις 23 Ιανουαρίου στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε από όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ. Είπε πως αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και χρόνια, καθώς το όριο ήταν μόλις στο 2%, το οποίο οι περισσότερες χώρες δεν τηρούσαν μέχρι που, όπως ανέφερε, ανέλαβε ο ίδιος και απαίτησε την εφαρμογή του.

Την ίδια ημέρα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, δήλωσε πως ο Τραμπ είχε δίκιο να ζητά την αύξηση του στόχου στο 5%.

Όσον αφορά την Ευρώπη, το SIPRI αναφέρει ότι οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 17% το 2024, φθάνοντας τα 693 δισ. δολάρια. Το Ινστιτούτο προσδιόρισε την Ευρώπη ως τον κύριο συντελεστή της παγκόσμιας αύξησης.

Σύμφωνα με τον Λορέντσο Σκαρατσάτο, ερευνητή του SIPRI, για πρώτη φορά από την ενοποίηση της Γερμανίας, η χώρα αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος στρατιωτικός δαπανητής στη Δυτική Ευρώπη, γεγονός που αποδίδεται στο ειδικό ταμείο άμυνας ύψους 100 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε το 2022. Ο ίδιος εκτίμησε ότι οι πρόσφατες πολιτικές στη Γερμανία και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη υποδεικνύουν την έναρξη μιας περιόδου αυξημένων και διαρκώς ενισχυόμενων στρατιωτικών δαπανών.

Οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας

Η Κίνα, σύμφωνα με το SIPRI, αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 7%, φθάνοντας κατ’ εκτίμηση τα 314 δισ. δολάρια, παραμένοντας στη δεύτερη θέση στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως.

Η χώρα αντιπροσωπεύει το 50% των στρατιωτικών δαπανών στην Ασία και την Ωκεανία, επενδύοντας στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, καθώς και στην ενίσχυση του κυβερνοπολέμου και του πυρηνικού οπλοστασίου της.

Αύξηση παρουσίασαν και οι στρατιωτικές δαπάνες άλλων χωρών της περιοχής. Η Ιαπωνία κατέγραψε αύξηση 21%, τη μεγαλύτερη από το 1952. Η Ταϊβάν ενίσχυσε τον προϋπολογισμό της κατά 1,8% και η Ινδία κατά 1,6%.

Ο διευθυντής του προγράμματος στρατιωτικών δαπανών του SIPRI, Ναν Τιάν, σχολίασε ότι οι μεγάλες δυνάμεις της Ασίας-Ειρηνικού επενδύουν ολοένα και περισσότερους πόρους σε προηγμένα στρατιωτικά μέσα. Όπως ανέφερε, ταυτόχρονα με τις άλυτες διαφορές και την αυξανόμενη ένταση στην περιοχή, αυτές οι επενδύσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών.

Η Κίνα συνεχίζει να αυξάνει σημαντικά τις στρατιωτικές της δαπάνες και το 2025. Σχέδιο προϋπολογισμού που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο στις 5 Μαρτίου προβλέπει αύξηση 7,2% στις αμυντικές δαπάνες, ποσοστό μεγαλύτερο από τον στόχο 5% για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Σε άρθρο του στην Epoch Times στις 18 Μαρτίου, ο οικονομολόγος Αντόνιο Γκρατσέφο υποστήριξε ότι, αν και οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας εμφανίζονται μικρότερες από αυτές των ΗΠΑ, η εικόνα αλλάζει όταν συνυπολογιστεί η αγοραστική δύναμη των δύο οικονομιών. Επικαλέστηκε τη μεγάλη διαφορά στους μισθούς, εξηγώντας πως για κάθε έναν εργαζόμενο που μπορεί να προσλάβει ο αμερικανικός στρατός, ο κινεζικός μπορεί να προσλάβει επτά, καθιστώντας τις κινεζικές δαπάνες πιο αποδοτικές.

Παρ’ όλα αυτά, επεσήμανε ότι το Πεκίνο αντιμετωπίζει σημαντικά κόστη, κυρίως για την εισαγωγή τεχνολογίας, εξαρτημάτων και πρώτων υλών που πρέπει να πληρωθούν σε δολάρια, γεγονός που καθιστά αυτά τα αγαθά ακριβότερα για την Κίνα απ’ ό,τι για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Βαρύ πρόστιμο σε Apple και Meta από την Κομισιόν για παραβίαση των ευρωπαϊκών κανονισμών

Σημαντικά πρόστιμα επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στους τεχνολογικούς κολοσσούς Apple και Meta, συνολικού ύψους περίπου 700 εκατομμυρίων ευρώ (500 εκατ. ευρώ στην Apple και 200 εκατ. ευρώ στη Meta), μετά από διαπιστώσεις ότι περιόριζαν τις επιλογές των καταναλωτών, όπως ανακοίνωσε η Κομισιόν στις 22 Απριλίου.

Οι δύο εταιρείες κρίθηκαν ότι παραβίασαν τον Κανονισμό Ψηφιακών Αγορών (Digital Markets Act – DMA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος θεσπίστηκε για να διασφαλίσει ότι οι μεγάλες πλατφόρμες – «πύλες» – λειτουργούν δίκαια και επιτρέπουν τον ανταγωνισμό.

Στο μικροσκόπιο το App Store – Υπόλογη η Apple

Η Apple βρέθηκε να μην τηρεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον DMA αναφορικά με το λεγόμενο «anti-steering», δηλαδή το δικαίωμα των προγραμματιστών που διανέμουν τις εφαρμογές τους μέσω του App Store να ενημερώνουν δωρεάν τους χρήστες για εναλλακτικές προσφορές εκτός App Store, να τους κατευθύνουν και να διευκολύνουν αγορές εκτός του οικοσυστήματος της Apple.

Όπως σημείωσε η Κομισιόν, η Apple επέβαλλε μια σειρά περιορισμών που εμπόδιζαν τους προγραμματιστές εφαρμογών να εκμεταλλεύονται πλήρως άλλα κανάλια διανομής, στερώντας έτσι από τους χρήστες τη δυνατότητα πρόσβασης σε φθηνότερες ή εναλλακτικές προτάσεις.

«Η εταιρεία απέτυχε να αποδείξει πως οι περιορισμοί αυτοί είναι αντικειμενικά αναγκαίοι ή αναλογικοί», ανέφερε η ανακοίνωση της Επιτροπής, ζητώντας από την Apple να άρει κάθε εμπορικό ή τεχνικό περιορισμό που αφορά το steering.

Meta: Στο στόχαστρο λόγω «consent or pay» διαφήμισης

Όσον αφορά τη Meta, το πρόστιμο συνδέεται με το μοντέλο διαφημίσεων που εισήγαγε το Νοέμβριο του 2023, σύμφωνα με το οποίο οι χρήστες Facebook και Instagram στην ΕΕ κλήθηκαν να επιλέξουν αν συναινούν στην αξιοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων με σκοπό την προσωποποιημένη διαφήμιση ή αν θα καταβάλουν μηνιαία συνδρομή για να αποφεύγουν τις διαφημίσεις.

Η Κομισιόν έκρινε πως το μοντέλο αυτό δεν συνάδει με το DMA, διότι ο κανονισμός απαιτεί από τις «gatekeeper» πλατφόρμες να προσφέρουν μια εναλλακτική υπηρεσία, ισοδύναμη με αυτή των προσωποποιημένων διαφημίσεων, αλλά με περιορισμένη χρήση προσωπικών δεδομένων αν ο χρήστης δεν δώσει τη συναίνεση του. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η Meta δεν έδωσε επαρκή και συγκεκριμένη επιλογή στους χρήστες για μια παρόμοια υπηρεσία με μικρότερη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

Η απόφαση αφορά τη λειτουργία της Meta στην ΕΕ μέχρι τον Νοέμβριο του 2024. Έκτοτε, η εταιρεία υιοθέτησε νεότερη έκδοση του διαφημιστικού της μοντέλου, την οποία οι ευρωπαϊκές αρχές εξετάζουν αυτή τη στιγμή.

Τα πρώτα πρόστιμα για παράβαση του DMA 

Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα πρόστιμα λαμβάνουν υπ’ όψιν τη «σοβαρότητα και τη διάρκεια της μη συμμόρφωσης». Αυτές είναι οι πρώτες καταδικαστικές αποφάσεις για παραβάσεις του DMA, ένα γεγονός που εκτιμάται ότι μπορεί να καθορίσει τη στάση ΕΕ-ΗΠΑ στον τομέα της τεχνολογίας.

Οι Apple και Meta οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση εντός 60 ημερών, διαφορετικά αναμένεται να τους επιβληθούν και πρόσθετα, περιοδικά πρόστιμα.

Αντιδράσεις από τη Meta 

Εκπρόσωπος της Meta, απαντώντας σε ερώτηση της Epoch Times, τόνισε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να «θέσει σε μειονεκτική θέση τις επιτυχημένες αμερικανικές επιχειρήσεις, επιτρέποντας την ίδια στιγμή σε κινεζικές και ευρωπαϊκές εταιρείες να λειτουργούν υπό διαφορετικούς όρους».

«Το ζήτημα δεν είναι μόνο το πρόστιμο. Η παρέμβαση της Επιτροπής που μας αναγκάζει να αλλάξουμε το επιχειρηματικό μας μοντέλο, λειτουργεί πρακτικά ως δασμός πολλών δισεκατομμυρίων σε βάρος της Meta, ενώ μας υποχρεώνει να παρέχουμε μια υποβαθμισμένη υπηρεσία», σχολίασε ο ίδιος εκπρόσωπος, προσθέτοντας ότι οι περιορισμοί στην προσωποποιημένη διαφήμιση πλήττουν τελικά και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οικονομίες.

Η Apple αρνήθηκε να σχολιάσει, μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης του ρεπορτάζ.

ΗΠΑ–ΕΕ: Σε τροχιά τεχνολογικής σύγκρουσης

Οι εξελίξεις στα πρόστιμα έρχονται τη στιγμή που οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ–Ευρώπης είναι τεταμένες. Η διοίκηση Τραμπ έχει ήδη επιβάλει μια σειρά δασμών στην ΕΕ (25% σε αλουμίνιο, χάλυβα, αυτοκίνητα και 20% σε αντισταθμιστικούς δασμούς, αν και προσωρινά έχουν παγώσει).

Η αμερικανική κυβέρνηση έχει εκφράσει την ανησυχία ότι ξένες κυβερνήσεις στοχοποιούν τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες. Τον Φεβρουάριο, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε μνημόνιο για την προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από αυτό που αποκάλεσε «εκβιασμό από το εξωτερικό».

«Οι κανονισμοί που ορίζουν πώς λειτουργούν οι αμερικανικές εταιρείες στην ΕΕ, όπως ο Κανονισμός Ψηφιακών Αγορών και ο Κανονισμός Ψηφιακών Υπηρεσιών, θα τύχουν ενδελεχούς ελέγχου από την κυβέρνηση», σύμφωνα με σχετικό ενημερωτικό σημείωμα του Λευκού Οίκου.

Η επιβολή φόρων στις ψηφιακές υπηρεσίες, τα πρόστιμα ή η υποχρέωση να υιοθετήσουν οι αμερικανικές εταιρείες συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές μπορεί να συναντήσουν «αντίρροπες ενέργειες, όπως δασμούς».

Πρόσφατα, ο σύμβουλος εμπορικής πολιτικής του Τραμπ, Πήτερ Ναβάρο, κατηγόρησε την ΕΕ για «πόλεμο μέσω νομοθεσίας» κατά των αμερικανικών τεχνολογικών επιχειρήσεων. Η ΕΕ, από την πλευρά της, ξεκαθαρίζει ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει όσον αφορά τους ψηφιακούς κανονισμούς της στο πλαίσιο των εμπορικών διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, ενώ μεγάλες εταιρείες σαν τη Meta και τη Google ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με φόρους επί των διαφημιστικών τους εσόδων στην ευρωπαϊκή αγορά.

Ο Τραμπ εξαιρεί κινητά, υπολογιστές και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές από τους αμοιβαίους δασμούς

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αποφάσισε να εξαιρέσει μια σειρά προϊόντων καθημερινής χρήσης, κυρίως από τον κλάδο των ηλεκτρονικών, από τους αμοιβαίους δασμούς που έχει επιβάλει κατά την εισαγωγή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σύμφωνα με την πρόσφατη οδηγία από την αμερικανική Υπηρεσία Τελωνείων και Συνοριακής Προστασίας που δημοσιοποιήθηκε στις 11 Απριλίου, προϊόντα όπως τα smartphones, οι προσωπικοί υπολογιστές, οι διακομιστές (servers), οι φορητοί υπολογιστές, τα tablets, οι μητρικές πλακέτες, οι επεξεργαστές, οι μονάδες μνήμης, οι συσκευές που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ημιαγωγών, τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, οι επίπεδες οθόνες και ο σχετικός ηλεκτρονικός εξοπλισμός θα απαλλαχθούν από τους δασμούς.

Η συγκεκριμένη απόφαση σημαίνει εξαίρεση από τους γενικευμένους δασμούς που επιβλήθηκαν σε διάφορες χώρες από τον πρόεδρο Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του εξαιρετικά υψηλού ποσοστού 145% που εφαρμόζεται στην Κίνα, τον κορυφαίο κατασκευαστή και προμηθευτή αυτών των προϊόντων και εξαρτημάτων.

Η ελάφρυνση των δασμών αναμένεται να προσφέρει σημαντική στήριξη σε τεχνολογικές εταιρείες όπως η Apple, οι μετοχές της οποίας παρουσίασαν καθίζηση αμέσως μετά την ανακοίνωση των νέων δασμών από τον Τραμπ στις 2 Απριλίου.

Η τιμή της μετοχής της Apple υποχώρησε σχεδόν 23%, από τα 223,89 δολάρια στις 2 Απριλίου στα 172,42 δολάρια στις 8 Απριλίου. Η εταιρεία είδε έτσι την κεφαλαιοποίησή της να μειώνεται σχεδόν κατά 640 δισεκατομμύρια δολάρια. Μετά την ανακοίνωση της εξαίρεσης έχει σημειωθεί κάποια ανάκαμψη, με τη μετοχή να διαπραγματεύεται στην τιμή των 198,15 δολαρίων κατά τη δημοσίευση του άρθρου.

Επιπλέον συσκευές που περιλαμβάνονται στην εξαίρεση είναι οι δρομολογητές (routers), τα modem, οι μονάδες δικτύου (network switches), οι μονάδες δίσκων στερεάς κατάστασης (SSD), τα USB στικάκια, οι κάρτες SD, οι οθόνες τεχνολογίας LCD και OLED, οι οθόνες υπολογιστών, συγκεκριμένοι τύποι τρανζίστορ, οι ηλιακές κυψέλες, τα LED, τα μικροτσίπ, οι μικροεπεξεργαστές, τα τσιπ μνήμης κ.α.

Αντίποινα και κλιμάκωση στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα

Ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε πρόσφατα μια σειρά αμοιβαίων δασμών σε απάντηση των εμπορικών φραγμών που επιβάλλουν στις εισαγωγές των ΗΠΑ διάφορες χώρες. Ως βασική γραμμή τέθηκε παγκόσμιος δασμός 10%, με επιπλέον εξατομικευμένους δασμούς για χώρες βάσει της εμπορικής πολιτικής που ακολουθούν έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, είχε προειδοποιήσει τις χώρες να μη λάβουν αντίμετρα μετά την ανακοίνωση των αμερικανικών δασμών. Ωστόσο η Κίνα αρνήθηκε να συμμορφωθεί και προχώρησε σε δικά της αντίποινα, με αποτέλεσμα να κηρυχτεί εμπορικός πόλεμος που κορυφώθηκε σε έναν δυσβάσταχτο δασμό της τάξης του 145% για κινεζικά προϊόντα. Το Πεκίνο ανταπέδωσε άμεση επιβολή δασμών, φτάνοντας στο 125% για αμερικανικά προϊόντα.

Ταυτόχρονα, ο Τραμπ έχει προσωρινά παγώσει τους δασμούς για τις υπόλοιπες χώρες, επιδιώκοντας τη διαπραγμάτευση ευνοϊκότερων εμπορικών συμφωνιών για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η απόφαση Τραμπ προκάλεσε έντονες αναταράξεις στις παγκόσμιες και αμερικανικές αγορές, επηρεάζοντας σημαντικά τα κρατικά ομόλογα και τις αποδόσεις τους.

Την ίδια στιγμή, το Πεκίνο προσπαθεί να μειώσει τις αρνητικές επιπτώσεις των δασμών μέσω της υποτίμησης του κινεζικού γουάν, όπως δήλωσαν αναλυτές στην Epoch Times. Στις 8 Απριλίου, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας καθόρισε την ισοτιμία του γουάν στις 7,2038 μονάδες ανά δολάριο, ξεπερνώντας το όριο των 7,20 μονάδων για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2023. Στις 11 Απριλίου, η ισοτιμία ήταν περίπου 7,291 γουάν ανά δολάριο.

Η τεχνητή υποτίμηση του γουάν θεωρείται ως ένας από τους βασικούς λόγους που ώθησαν την αμερικανική κυβέρνηση στην αυστηροποίηση των μέτρων κατά της Κίνας, σε συνδυασμό με τις καταγγελίες περί κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, dumping στις αγορές του εξωτερικού, και τη μεγάλη ανισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ.

Με την συμβολή της Σίντι Λι.

Φαρμακευτικές Επενδύσεις άνω των 100 δισ. δολαρίων απειλούν να μετακινηθούν από την Ευρώπη στις ΗΠΑ

Της προειδοποίησης κώδωνα από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Συνδέσμων (EFPIA) για άμεση ανάγκη ριζικών αλλαγών σε ευρωπαϊκές πολιτικές ακολούθησαν δεδομένα τα οποία δείχνουν ότι κεφάλαια άνω των 100 δισ. δολαρίων για έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή ενδέχεται να μεταφερθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη την προηγούμενη εβδομάδα μεταξύ 18 μεγάλων εταιρειών–μελών της EFPIA και δημοσιεύθηκε σε ανακοίνωση της 8ης Απριλίου προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έως και 85% των προγραμματισμένων κεφαλαιακών δαπανών αξίας 50,6 δισ. ευρώ (56 δισ. δολάρια) και έως το 50% των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη ύψους 52,6 δισ. ευρώ (58 δισ. δολάρια), κινδυνεύουν να φύγουν από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ.

Οι συγκεκριμένες επενδύσεις σε κίνδυνο αποτελούν μέρος μιας συνολικής προγραμματισμένης επένδυσης 164,8 δισ. ευρώ (182 δισ. δολάρια) στην ΕΕ των 27 κρατών–μελών για την περίοδο 2025–2029.

Μέσα στους επόμενους τρεις μήνες, η ΕΕ διακινδυνεύει να χάσει το 10% (16,5 δισ. ευρώ ή 18 δισ. δολάρια) αυτών των σχεδιασμένων επενδύσεων, προειδοποιεί η EFPIA.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες πλέον ξεπερνούν την Ευρώπη σε κάθε σημαντικό δείκτη που αφορά τους επενδυτές: από τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων και την πνευματική ιδιοκτησία, έως την ταχύτητα εγκρίσεων και τα κίνητρα για καινοτομία», ανέφερε χαρακτηριστικά η EFPIA, επισημαίνοντας: «Πέρα από την αβεβαιότητα που προκαλεί η απειλή νέων δασμών, δεν υπάρχει επαρκές κίνητρο για επενδύσεις στην ΕΕ, ενώ η προοπτική μετεγκατάστασης στις ΗΠΑ φαντάζει ιδιαίτερα ελκυστική».

Προκειμένου η Ευρώπη να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της φαρμακοβιομηχανίας της, οι επικεφαλής των εταιρειών ζητούν τη δημιουργία μιας αγοράς που να ενισχύει και να επιβραβεύει την καινοτομία, να ισχυροποιεί τους θεσμούς προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και άλλων σχετικών μέτρων.

«Η Ευρώπη θα πρέπει να δεσμευθεί σοβαρά για επένδυση σε ένα φαρμακευτικό οικοσύστημα παγκόσμιας κλάσης, διαφορετικά θα περιοριστεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε απλό καταναλωτή καινοτομιών που παράγονται αλλού», τονίζει η EFPIA.

Η προειδοποίηση της EFPIA έρχεται εν μέσω ανακοινώσεων του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ περί επικείμενων δασμών στις εισαγωγές φαρμάκων. Σε πρόσφατη ομιλία του στο Εθνικό Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο, ο Τραμπ δήλωσε ότι σκοπεύει να επιβάλλει σύντομα σημαντικούς δασμούς στις φαρμακευτικές εισαγωγές, κάτι που κατά την άποψή του θα αναγκάσει τις εταιρείες να μετεγκατασταθούν στις ΗΠΑ λόγω του μεγάλου μεγέθους της αγοράς τους.

«Μόλις τους επιβάλουμε (τους δασμούς), θα επιστρέψουν αμέσως στη χώρα μας, διότι εμείς είμαστε η μεγαλύτερη αγορά», δήλωσε χαρακτηριστικά ο αμερικανός πρόεδρος.

Επιπτώσεις δασμών στο εμπόριο ΗΠΑ–ΕΕ

Πρόσφατη έρευνα της Biotechnology Innovation Organization (BIO) στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι οι δασμοί στις εισαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην ιατρική καινοτομία και να μειώσουν την πρόσβαση των ασθενών σε προσιτές θεραπείες.

«Το 94% των εταιρειών βιοτεχνολογίας προβλέπει αύξηση στο κόστος παραγωγής από πιθανές δασμολογικές επιβαρύνσεις στα εισαγόμενα προϊόντα από την ΕΕ», προειδοποίησε ο οργανισμός. Επίσης, οι μισές από τις εταιρείες ανέφεραν πως θα χρειαστεί να βρουν νέα συνεργατικά σχήματα στον ερευνητικό και παραγωγικό τομέα, ενώ το 50% υπογράμμισε ότι ενδέχεται να καθυστερήσουν σημαντικά οι αιτήσεις εγκρίσεων, επιβραδύνοντας την καινοτομία.

Την προηγούμενη χρονιά, φαρμακευτικά και ιατρικά προϊόντα ήταν η κορυφαία κατηγορία εξαγωγών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, αγγίζοντας σχεδόν 80 δισ. ευρώ, ενώ οι αντίστοιχες αμερικανικές εξαγωγές στην Ευρώπη ξεπέρασαν τα 30 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ING Bank, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατανάλωσαν περίπου 560 δισ. δολάρια σε φαρμακευτικά προϊόντα την περασμένη χρονιά, εκ των οποίων περίπου το 36% (περίπου 200 δισ. δολάρια) είχαν εισαχθεί, με κυριότερους προμηθευτές την Ιρλανδία, τη Γερμανία και την Ελβετία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη αντιμετωπίζει δασμούς 25% σε χάλυβα, αλουμίνιο και οχήματα από τις ΗΠΑ και έχει προτείνει αντίμετρα. Όπως έγινε γνωστό, η ΕΕ προτιμά τη διαπραγμάτευση που θα ωφελεί και τις δύο πλευρές και θα αποτρέπει οικονομική βλάβη.

Παράλληλα, ο Πρόεδρος Τραμπ ζήτησε πρόσφατα από την ΕΕ να αγοράσει αμερικανική ενέργεια, ως προϋπόθεση για ελάφρυνση των δασμών, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Το έλλειμμα των 350 δισ. δολαρίων με την ΕΕ μπορεί να εξαφανιστεί γρήγορα, αν αγοράσουν την ενέργειά μας».

Άνοδος στην παραγωγή ουρανίου των ΗΠΑ – Υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας εξαετίας

Η παραγωγή ουρανίου στις ΗΠΑ σημείωσε σημαντική ανάκαμψη κατά την περυσινή χρονιά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας (EIA).

«Οι αμερικανικές εταιρείες παρήγαγαν μεγαλύτερες ποσότητες συμπυκνωμένου ουρανίου το 2024 σε σχέση με κάθε άλλη χρονιά από το 2018, ως αποτέλεσμα της διατήρησης υψηλών τιμών του ουρανίου που ενθάρρυναν την αύξηση της παραγωγής», αναφέρει η Υπηρεσία σε επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε στις 2 Απριλίου.

«Η παραγωγή του τέταρτου τριμήνου 2024 μόνο της ήταν υψηλότερη από τη συνολική ετήσια παραγωγή καθεμίας από τις χρονιές μεταξύ 2019 και 2023».

Το συμπυκνωμένο ουράνιο χρησιμοποιείται ως καύσιμο στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Ωστόσο, πριν φθάσει σε αυτό το στάδιο, υπόκειται σε επιπλέον διαδικασίες μετατροπής και εμπλουτισμού, ώστε να μετατραπεί σε ράβδους ή σφαιρίδια πυρηνικού καυσίμου.

Η παραγωγή ουρανίου στις ΗΠΑ βίωσε δραματική μείωση την τελευταία δεκαετία. Μεταξύ 2010 και 2014, η ετήσια παραγωγή κυμαινόταν από 3,5 έως 5 εκατομμύρια λίβρες, ενώ μεταξύ 2015 και 2017 έπεσε στα 2 έως 3,5 εκατομμύρια λίβρες.

Το 2018, η παραγωγή κατέληξε ακόμη χαμηλότερα, κάτω από 1,5 εκατομμύριο λίβρες, και από το 2019 και μετά η ετήσια παραγωγή περιορίστηκε κάτω από 500.000 λίβρες. Ωστόσο, η τάση αυτή φαίνεται να αλλάζει, καθώς μέσα στο 2024 ξεπεράστηκε σαφώς το όριο των 500.000 λιβρών.

Η υποχώρηση της παραγωγής του ουρανίου ξεκίνησε τουλάχιστον εδώ και 40 χρόνια. Το 1980, η εγχώρια παραγωγή στις ΗΠΑ είχε κορυφωθεί στις 43,7 εκατομμύρια λίβρες. Ωστόσο, μετά από εκείνη την περίοδο, ακολούθησε μια σταθερή καθοδική πορεία.

Η ΕΙΑ επισημαίνει ότι, πριν από τη δεκαετία του ’80, η χώρα είχε σε ισχύ ευνοϊκές πολιτικές και εμπορικά κίνητρα για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής ουρανίου. Οι πολιτικές αυτές όμως σταμάτησαν στη δεκαετία του ’80 οδηγώντας τη χώρα σε μείωση παραγωγής και αύξηση εισαγωγών.

«Άλλες χώρες, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, διαθέτουν κοιτάσματα ουρανίου υψηλότερης ποιότητας που είναι πιο εύκολα προσβάσιμα, επιτρέποντάς τους να παράγουν ουράνιο με χαμηλότερο κόστος από τις ΗΠΑ», εξηγεί η ανακοίνωση. Από εκεί και έπειτα, οι εισαγωγές ουρανίου προς τις ΗΠΑ παρουσίασαν κατακόρυφη αύξηση.

Η αναζωογόνηση της παραγωγής το 2024 προήλθε σε μεγάλο βαθμό από δύο εγκαταστάσεις ανάκτησης ουρανίου μέσω της μεθόδου “in-situ recovery”, μια στο Τέξας και μια στο Ουαϊόμινγκ, και από την επανέναρξη των εργασιών στο εργοστάσιο White Mesa στη Γιούτα, που είναι σήμερα το μοναδικό ενεργό εργοστάσιο επεξεργασίας ουρανίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προωθεί νομοθετικές δράσεις με στόχο την ενίσχυση των πυρηνικών δυνατοτήτων των ΗΠΑ.

Στις 20 Ιανουαρίου, ο Πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε ένα προεδρικό διάταγμα με τίτλο «Απελευθέρωση της Αμερικανικής Ενέργειας», ζητώντας αναθεώρηση όλων των διαδικασιών που περιορίζουν την ανάπτυξη εγχώριων ενεργειακών πόρων, μεταξύ των οποίων και η πυρηνική ενέργεια.

Στις 14 Φεβρουαρίου, ο Αμερικανός Πρόεδρος προχώρησε στη δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Υπεροχής, το οποίο έχει ως σκοπό να παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη στον Πρόεδρο σχετικά με ενέργειες που μπορούν να αναλάβουν οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης και της αξιοποίησης μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMR).

Ώθηση στη χρήση πυρηνικής ενέργειας

Η αμερικανική Κυβέρνηση έχει ήδη δρομολογήσει δράσεις στην κατεύθυνση της αύξησης της χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Τον Φεβρουάριο, ο Υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ υπέγραψε απόφαση που ζητά άμεσες ενέργειες από την Υπηρεσία για την «απελευθέρωση της αμερικανικής ενέργειας», σύμφωνα με τα προεδρικά διατάγματα του Τραμπ.

Η απόφαση του Υπουργείου τονίζει πως είναι κρίσιμη η άμεση προώθηση της επόμενης γενιάς πυρηνικών τεχνολογιών. «Η πολυαναμενόμενη αναβίωση της αμερικανικής πυρηνικής ενέργειας πρέπει να γίνει πραγματικότητα υπό τη διοίκηση του Προέδρου Τραμπ. Καθώς οι ενεργειακές ανάγκες παγκοσμίως αυξάνονται, οι ΗΠΑ καλούνται να ηγηθούν στην ανάπτυξη μιας ασφαλούς, αξιόπιστης και οικονομικά προσιτής πυρηνικής ενέργειας», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.

Παράλληλα, τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως οι Amazon, Google και Meta, ανακοίνωσαν τα δικά τους σχέδια αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας, με στόχο να καλύψουν τις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες των εγκαταστάσεών τους.

Έκθεση της S&P Global, ωστόσο, επισημαίνει ως πρόκληση για τη βιομηχανία το μεγάλο χρονικό διάστημα κατασκευής μικρών αντιδραστήρων. Παρ’ όλα αυτά, καταδεικνύει και το θετικό σημείο της πυρηνικής ενέργειας—την υψηλή απόδοσή της, η οποία υπερβαίνει κάθε άλλη ενεργειακή πηγή σε σχέση με τη σταθερότητα λειτουργίας.

Ρεκόρ απωλειών στα κρυπτονομίσματα: Πάνω από 1,6 δισ. δολάρια χάθηκαν σε κυβερνοεπιθέσεις το 2025

Οι επενδυτές κρυπτονομισμάτων βρέθηκαν αντιμέτωποι με τεράστιες οικονομικές απώλειες κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, επιβεβαιώνοντας τις προκλήσεις ασφαλείας που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ο ταχέως αναπτυσσόμενος ψηφιακός χρηματοπιστωτικός τομέας. Σύμφωνα μάλιστα με αναφορά της εταιρείας κυβερνοασφάλειας εταιρείας blockchain CertiK, από τις αρχές του έτους περισσότερα από 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν εξαιτίας κυβερνοεπιθέσεων, απατών και exploits.

Κατακόρυφη άνοδος συμβάντων ασφαλείας

Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, καταγράφηκαν συνολικά 197 περιστατικά κυβερνοασφάλειας που κόστισαν σε επενδυτές ψηφιακών νομισμάτων περίπου 1,67 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ποσό αυτό συνιστά άνοδο άνω του 300% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αποτελεί ήδη περισσότερο από τα δύο τρίτα των συνολικά 2,39 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχαν κλαπεί όλο το 2024. Η μέση απώλεια ανά περιστατικό έφτασε τα 9,54 εκατομμύρια δολάρια.

Η κυβερνοεπίθεση στο Bybit

Καταλυτικό ρόλο στην κλιμάκωση των απωλειών έπαιξε η μεγάλη κυβερνοεπίθεση στο ανταλλακτήριο Bybit—το δεύτερο μεγαλύτερο ανταλλακτήριο στον κόσμο—που στις 21 Φεβρουαρίου ανακοίνωσε επίσημα ότι υπέστη σοβαρότατη παραβίαση ασφάλειας. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στη φάση μιας τυπικής μεταφοράς του κρυπτονομίσματος Ethereum (ETH) μεταξύ των ψηφιακών πορτοφολιών της εταιρείας, κλάπηκαν συνολικά κρυπτονομίσματα αξίας 1,45 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η επίθεση πυροδότησε άμεσες ανησυχίες στον κλάδο για την ασφάλεια των κεντρικών ανταλλακτηρίων και ώθησε αρχές και εμπειρογνώμονες να ζητήσουν ενισχυμένα μέτρα προστασίας.

Ethereum: Βασικός στόχος επιθέσεων

Τα στοιχεία της CertiK υποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι το Ethereum αποτελεί τον κύριο στόχο των κυβερνοεπιθέσεων. Το πρώτο τρίμηνο μόνο, η αλυσίδα αυτή έχασε 1,54 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα από 98 περιστατικά. Λόγω της κυριαρχίας του στη Χρηματοοικονομική Τεχνολογία (DeFi) και στις έξυπνες συμβάσεις (smart contracts), το Ethereum προσελκύει εντονότερα το ενδιαφέρον των χάκερς.

Πρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι μόνο το 0,38% των κλεμμένων πόρων επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους αυτό το τρίμηνο, ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με προηγούμενα τρίμηνα.

Πρόκληση οι εξελιγμένες τεχνικές hacking

Σύμφωνα με τη CertiK, οι εξελίξεις στον χώρο της κυβερνοασφάλειας δυσκολεύονται να συμβαδίσουν με τις ολοένα πιο εξελιγμένες τεχνικές των χάκερς. Η χρήση καινοτόμων εργαλείων όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κοινωνική μηχανική (social engineering) και η χειραγώγηση των έξυπνων συμβολαίων, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την προστασία απέναντι σε τέτοιες απειλές.

Καθώς η διείσδυση των κρυπτονομισμάτων συνεχώς αυξάνεται, οι αναλυτές προβλέπουν ότι και οι απώλειες θα συνεχίσουν να αυξάνουν, απαιτώντας από τη βιομηχανία να αποδείξει εμπράκτως την ανθεκτικότητά της στα επόμενα τρίμηνα.

Νέες πρωτοβουλίες από την Αμερικανική κυβέρνηση και τη SEC

Παράλληλα με τις εξελίξεις στις κυβερνοεπιθέσεις, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προχωρά σε καινοτόμες πρωτοβουλίες όπως η δημιουργία εθνικής στρατηγικής δεξαμενής κρυπτονομισμάτων, κατόπιν εντολής από τη διοίκηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει δεσμευτεί για την ανάδειξη των ΗΠΑ ως παγκόσμιας πρωτεύουσας κρυπτονομισμάτων.

Η νέα δεξαμενή (Crypto Strategic Reserve) θα περιλαμβάνει δημοφιλή νομίσματα όπως τα Bitcoin, ETH, XRP, SOL και ADA, και στόχο έχει να στηρίξει στρατηγικά την αμερικανική παρουσία στον κλάδο των κρυπτονομισμάτων.

Εκτός αυτού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) δημιούργησε μια ειδική ομάδα εργασίας που θα εργαστεί για τη σαφήνεια στους κανονισμούς και την ενίσχυση θεσμών προστασίας, αναγνωρίζοντας ότι η ασάφεια των κανόνων και η έλλειψη πρακτικών οδηγιών μέχρι τώρα έχουν συμβάλει σε ένα περιβάλλον ευάλωτο στην απάτη και αφιλόξενο για την καινοτομία.

Συμπέρασμα: Η σημασία της ασφάλειας στον κόσμο των κρυπτονομισμάτων

Με τις επιθέσεις στον κλάδο των κρυπτονομισμάτων να εντείνονται και να γίνονται συνεχώς πιο περίπλοκες και εξελιγμένες, η βελτίωση των μηχανισμών προστασίας και η αυστηροποίηση των κανονισμών είναι απαραίτητος και επείγον στόχος για όλο τον ψηφιακό χρηματοπιστωτικό τομέα, προκειμένου να διασφαλιστεί η μελλοντική βιώσιμη ανάπτυξή του.

Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ στοχεύει το δίκτυο βοήθειας της Χεζμπολάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν

Άτομα και οντότητες που βοηθούν στη χρηματοδότηση της τρομοκρατικής ομάδας Χεζμπολάχ υπέστησαν κυρώσεις από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ στις 28 Μαρτίου.

Το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών (OFAC) των ΗΠΑ «ορίζει πέντε άτομα και τρεις συνδεδεμένες εταιρείες που εμπλέκονται σε ένα δίκτυο αποφυγής κυρώσεων με έδρα τον Λίβανο που υποστηρίζει τη χρηματοοικονομική ομάδα της Χεζμπολάχ», ανέφερε η υπηρεσία σε δήλωση στις 28 Μαρτίου.

Η Χεζμπολάχ, γνωστή και ως Χιζμπολάχ, είναι μια τρομοκρατική ομάδα που υποστηρίζεται από το Ιράν, με έδρα τον Λίβανο. Μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ τον Οκτώβριο του 2023, η Χεζμπολάχ άρχισε να εκτοξεύει χιλιάδες ρουκέτες και όλμους στο Ισραήλ.

Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, «η ομάδα χρηματοδότησης της Χεζμπολάχ χρησιμοποιεί εταιρείες-μέτωπα για να δημιουργήσει έσοδα εκατομμυρίων δολαρίων για τη Χεζμπολάχ και να υποστηρίξει τις τρομοκρατικές δραστηριότητες της ομάδας».

Η ομάδα διαχειρίζεται πολλά εμπορικά έργα και δίκτυα λαθρεμπορίου πετρελαίου για να δημιουργήσει έσοδα, τα οποία τελικά μεταφέρονται στη Χεζμπολάχ, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών. Αυτό γίνεται συνήθως σε συνδυασμό με τη Δύναμη Quds του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν (IRGC-QF).

Τα άτομα και οι εταιρείες που έχει κυρώσει η OFAC διευκολύνουν και αποκρύπτουν τις πωλήσεις πετρελαίου για το IRGC-QF και προσφέρουν στην τρομοκρατική ομάδα πρόσβαση σε επίσημα οικονομικά συστήματα.

Για παράδειγμα, μία από τις εταιρείες στην οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις είναι η Ravee SARL, μια λιβανέζικη επιχείρηση «που στοχεύει να δημιουργήσει κέρδη για τη Χεζμπολάχ από εμπορικές συμφωνίες που σχετίζονται με κτηνιατρικά προϊόντα», ανέφερε το υπουργείο Οικονομικών.

Ένα άτομο στο οποίο έχουν επιβληθεί κυρώσεις, ο Μαχασίν Μαχμούντ Μουρτάντα, είναι «εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης πολλών εταιρειών που σχετίζονται με εμπορικές επενδύσεις της Χεζμπολάχ», ανέφερε.

Με τις νέες κυρώσεις, όλη η περιουσία των κατονομαζόμενων ατόμων και εταιρειών που βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες «παγώνει και πρέπει να αναφέρεται στην OFAC», ανέφερε η υπηρεσία. Απαγορεύεται στους πολίτες των ΗΠΑ να συμμετέχουν σε οποιεσδήποτε συναλλαγές που αφορούν τα άτομα που υπόκεινται σε κυρώσεις.

«Οι παραβιάσεις των κυρώσεων των ΗΠΑ μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή αστικών ή ποινικών κυρώσεων σε Αμερικανούς και ξένους. Η OFAC μπορεί να επιβάλει αστικές κυρώσεις για παραβιάσεις των κυρώσεων», ανέφερε η υπηρεσία.

Ο αναπληρωτής υφυπουργός Οικονομικών για την Τρομοκρατία και τις Χρηματοοικονομικές Πληροφορίες Μπράντλεϊ Τ. Σμιθ είπε ότι οι τελευταίες ενέργειες της OFAC στοχεύουν «να αποκαλύψουν και να διαταράξουν τα σχέδια που χρηματοδοτούν την τρομοκρατική βία της Χεζμπολάχ εναντίον του λιβανικού λαού και των γειτόνων τους».

«Αυτά τα δίκτυα φοροδιαφυγής ενισχύουν το Ιράν και την αντιπρόσωπό του τη Χεζμπολάχ και υπονομεύουν τις θαρραλέες προσπάθειες του λιβανικού λαού να οικοδομήσει έναν Λίβανο για όλους τους πολίτες του», είπε.

Διατάραξη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε παλαιότερα επιβάλει κυρώσεις σε οντότητες για βοήθεια της Χεζμπολάχ.

Το 2021, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε κυρώσεις σε πολλούς Κινέζους υπηκόους και οντότητες για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατικής ομάδας.

Πολλές από τις εταιρείες είχαν έδρα στο Χονγκ Κονγκ και ανήκαν άμεσα ή έμμεσα στον Μορτέζα Μινάγιε Χασέμι, έναν Ιρανό επιχειρηματία που ζούσε στην Κίνα, ο οποίος ήταν στη λίστα κυρώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και κατηγορήθηκε ότι χρηματοδότησε το IRGC-QF.

Ο Χασέμι ξέπλυνε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια μέσω συναλλάγματος και πωλήσεων χρυσού, μεταφέροντας τα χρήματα στο IRGC-QF και τη Χεζμπολάχ, ανέφερε τότε το υπουργείο.

Πέρυσι, ένας Λιβανέζος ομολόγησε την ενοχή του για παράκαμψη των κυρώσεων των ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση της Χεζμπολάχ.

Το άτομο κατηγορήθηκε ότι εξανάγκασε ένα άτομο να ρευστοποιήσει ακίνητα στο Μίσιγκαν και να μεταφέρει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια στον Λίβανο χωρίς τις απαραίτητες άδειες.

Το Ισραήλ στοχεύει επίσης τα οικονομικά κανάλια της Χεζμπολάχ για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατική ομάδα εν μέσω της σύγκρουσής της με τη Χαμάς.

Τον Οκτώβριο του 2024, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) έπληξαν παρακλάδια της ένωσης Al-Qard Al-Hasan —που έχει υποστεί κυρώσεις των ΗΠΑ— στη Βηρυτό μέσω πολλαπλών επιδρομών.

Αυτή η ομάδα βοήθησε τη Χεζμπολάχ να αποθηκεύσει κεφάλαια δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις τρομοκρατικές της επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον IDF. Η Χεζμπολάχ φέρεται να χρησιμοποίησε την οργάνωση για να αγοράσει όπλα και εγκαταστάσεις αποθήκευσης όπλων, να πληρώσει μισθούς των μελών της και να διεξάγει τρομοκρατικές δραστηριότητες.

Εν τω μεταξύ, η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ εντάθηκε πρόσφατα όταν ο στρατός του εβραϊκού κράτους πραγματοποίησε αεροπορική επιδρομή στη Βηρυτό στις 28 Μαρτίου. Αυτή ήταν η πρώτη επίθεση στην πρωτεύουσα του Λιβάνου αφού το Ισραήλ και η τρομοκρατική ομάδα συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός τον Νοέμβριο.

Το χτύπημα είχε στόχο μια τοποθεσία αποθήκευσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών της Χεζμπολάχ, είπε ο στρατός, προσθέτοντας ότι η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε μετά την εκτόξευση ρουκετών στο Ισραήλ από τον Λίβανο νωρίτερα το πρωί «κατά κατάφωρη παραβίαση των συμφωνιών μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου».

Τσίχλες και μικροπλαστικά: Μια αόρατη απειλή που εισέρχεται στον οργανισμό μας

Τα τελευταία χρόνια, η συζήτηση για τις αρνητικές επιπτώσεις των μικροπλαστικών στον ανθρώπινο οργανισμό έχει γίνει όλο και πιο έντονη. Μια νέα πιλοτική μελέτη έρχεται πλέον να ρίξει φως σε έναν παράγοντα που περνούσε απαρατήρητος μέχρι σήμερα: η συνήθης πρακτική πολλών ανθρώπων να μασούν τσίχλα.

Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας (American Chemical Society – ACS), οι ερευνητές διαπίστωσαν πως κάθε φορά που κάποιος μασά μία τσίχλα, απελευθερώνονται εκατοντάδες έως και χιλιάδες μικροπλαστικά σωματίδια στο σάλιο, με τον μέσο χρήστη τσίχλας να διακινδυνεύει να καταπιεί έως και 30.000 μικροπλαστικά σωματίδια το έτος.

Η έρευνα και οι διαπιστώσεις

Η πιλοτική αυτή μελέτη σύγκρινε πέντε μάρκες τσιχλών με συνθετική βάση, από πολυμερή που προέρχονται από πετρέλαιο, με πέντε φυσικές τσίχλες που χρησιμοποιούν φυτικά πολυμερή ως βάση. Για την ελαχιστοποίηση άλλων παραμέτρων, στην έρευνα συμμετείχε μόνο ένα άτομο που μάσησε τα δείγματα τσίχλας για περιόδους τεσσάρων και είκοσι λεπτών, συλλέγοντας περιοδικά δείγματα σάλιου για ανάλυση.

Οι ερευνητές εντόπισαν κατά μέσο όρο 100 μικροπλαστικά σωματίδια να απελευθερώνονται στο σάλιο ανά γραμμάριο τσίχλας, με ορισμένα δείγματα να φτάνουν έως και 600 σωματίδια ανά γραμμάριο. Μία τυπική τσίχλα ζυγίζει από 2 έως και 6 γραμμάρια, κάτι που σημαίνει ότι μία μεγαλύτερη τσίχλα μπορεί να απελευθερώσει έως και 3.000 σωματίδια πλαστικού. Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, υπολογίστηκε ότι ένα άτομο που μασάει περίπου 160 έως 180 τσίχλες μέσου μεγέθους ετησίως μπορεί να καταναλώνει περίπου 30.000 μικροπλαστικά.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η μελέτη δεν βρήκε ιδιαίτερες διαφορές ανάμεσα στις ποσότητες μικροπλαστικών που απελευθερώνουν οι φυσικές και οι συνθετικές τσίχλες, γεγονός που εξέπληξε τους ερευνητές. Επιπλέον, η έρευνα περιορίστηκε στην ανάλυση μικροπλαστικών μεγέθους άνω των 20 μικρομέτρων, κάτι που σημαίνει ότι μικρότερα σωματίδια πλαστικού είναι πιθανόν να παρέμειναν ακατάγραφα.

Κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία

Τα μικροπλαστικά συσσωρεύονται στον οργανισμό και διάφορες πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την υγεία. Πρόσφατη μεγάλη ανασκόπηση 3.000 μελετών κατέδειξε ότι τα μικροπλαστικά ενδέχεται να σχετίζονται με αύξηση των ποσοστών καρκίνου του πνεύμονα και του παχέος εντέρου, καθώς προκαλούν οξειδωτικό στρες, φλεγμονές και αλλοιώνουν το DNA.

Υπόνοιες υπάρχουν επίσης για πιθανά προβλήματα στην αναπαραγωγή, μεταβολικές ανωμαλίες, αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά και αναπνευστικές παθήσεις. Πρόσφατες μελέτες, μάλιστα, ανίχνευσαν μικροπλαστικά σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος, μεταξύ των οποίων ο εγκέφαλος, το ήπαρ, ο πνεύμονας και ακόμα και στη μήτρα, υποδεικνύοντας μια ιδιαίτερα διεισδυτική παρουσία στον οργανισμό.

Πιθανοί τρόποι αντιμετώπισης

Η συγκεκριμένη μελέτη, που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια του εαρινού συνεδρίου της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας, χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) και το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ.

Σε προηγούμενες έρευνες, προτάθηκαν απλές πρακτικές για τη μείωση της έκθεσης στα μικροπλαστικά, όπως το βράσιμο του πόσιμου νερού της βρύσης για πέντε λεπτά, μια εύκολη διαδικασία που απομακρύνει έως και το 90% των μικροπλαστικών.

Συμπεράσματα και συστάσεις

Το ζήτημα των μικροπλαστικών είναι πλέον σαφές ότι αποτελεί μία ανερχόμενη απειλή για τη δημόσια υγεία. Παρότι η τσίχλα συνήθως θεωρείται αθώα συνήθεια, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι καταναλωτές οφείλουν να ενημερωθούν για τη δυνητική έκθεση σε σημαντικό αριθμό μικροπλαστικών. Παράλληλα, προτείνουν εντατικοποίηση των ερευνών πάνω στις επιπτώσεις των μικροπλαστικών στην υγεία, ώστε να μπορέσουν να ληφθούν περαιτέρω μέτρα προστασίας του κοινού στο μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν σοφό να μειώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την έκθεση μας σε αυτά τα μικροσκοπικά αλλά πανταχού παρόντα σωματίδια, επανεξετάζοντας ακόμη και τις πιο απλές καθημερινές μας συνήθειες, όπως τη μασήση τσίχλας.

Πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη λόγω αβεβαιότητας για τους δασμούς

Η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ευρώπη υποχώρησε αυτόν τον μήνα, καθώς πολλοί πολίτες παραμένουν αβέβαιοι για την πορεία της οικονομίας, εν μέσω των διαπραγματεύσεων για τους δασμούς μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης (Consumer Confidence Indicator-CCI) της ΕΕ μειώθηκε κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, φτάνοντας στο -13,9 τον Μάρτιο, σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 21 Μαρτίου. Η Επιτροπή ανέφερε ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη απομακρύνθηκε περαιτέρω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο της.

Παράλληλα, σε έκθεσή της την ίδια ημέρα, η McKinsey & Company διαπίστωσε υποτονικό καταναλωτικό κλίμα σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με την ανάλυση, το 50% των Ευρωπαίων καταναλωτών είχε ανάμεικτα συναισθήματα για την οικονομία, ενώ το 25% δήλωσε αισιόδοξο και ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό απαισιόδοξο.

Η αύξηση των τιμών και ο πληθωρισμός καταγράφηκαν ως η βασικότερη ανησυχία των καταναλωτών, ενώ άλλοι σημαντικοί παράγοντες ήταν η μετανάστευση και οι διεθνείς συγκρούσεις. Η έκθεση τόνιζε ότι οι εκλογές στη Γερμανία, οι διεθνείς σχέσεις και οι δασμοί ενδέχεται να επηρεάσουν την οικονομική ψυχολογία των πολιτών στις πέντε χώρες που εξετάστηκαν.

Η κλιμάκωση της εμπορικής έντασης

Η μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην ΕΕ συμπίπτει με την εμπορική αντιπαράθεση μεταξύ της Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει απειλήσει να επιβάλει δασμούς 25% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, ενώ στις αρχές του μήνα η αμερικανική κυβέρνηση εφάρμοσε ήδη δασμούς 25% στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα.

Σε απάντηση, η ΕΕ ανακοίνωσε αντίμετρα ύψους 26 δισ. ευρώ σε αμερικανικά προϊόντα.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι η απόφαση για τους δασμούς οφείλεται στο ότι οι χώρες της ΕΕ δεν αγοράζουν αμερικανικά προϊόντα, επισημαίνοντας ότι η Ένωση δεν δέχεται τα αμερικανικά αυτοκίνητα και αγροτικά προϊόντα, ενώ οι ΗΠΑ δέχονται τα ευρωπαϊκά. Υποστήριξε επίσης ότι η ΕΕ δημιουργήθηκε για να εκμεταλλεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες και πως η πολιτική της έχει αποφέρει αποτελέσματα μέχρι τώρα, αλλά η κατάσταση αλλάζει επί της προεδρίας του.

Ενδεικτικά, η ΕΕ επιβάλλει δασμό 10% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, ποσοστό τέσσερεις φορές υψηλότερο από το 2,5% που ισχύει στις ΗΠΑ.

Οι οικονομικές επιπτώσεις

Σε ομιλία της στις 20 Μαρτίου, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι οι αμερικανικοί δασμοί αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομία της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με ανάλυση της ΕΚΤ, ένας δασμός 25% από τις ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές εισαγωγές θα μπορούσε να μειώσει την ανάπτυξη της Ευρωζώνης κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες τον πρώτο χρόνο. Εάν η Ευρώπη απαντήσει με αντίμετρα, η μείωση της ανάπτυξης θα φτάσει τις 0,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Η Λαγκάρντ τόνισε ότι ο μεγαλύτερος αντίκτυπος θα καταγραφεί τον πρώτο χρόνο μετά την επιβολή των δασμών, μειώνοντας σταδιακά τον ρυθμό ανάπτυξης, αλλά αφήνοντας μόνιμο αρνητικό αποτύπωμα στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας. Πρόσθεσε ότι το ενδεχόμενο αυτό θα αυξήσει σημαντικά την αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό, καθώς τα ευρωπαϊκά αντίμετρα και η αποδυνάμωση του ευρώ — λόγω της χαμηλότερης αμερικανικής ζήτησης για ευρωπαϊκά προϊόντα — θα μπορούσαν να αυξήσουν τον πληθωρισμό κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα.

Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι εξέφρασε την ανησυχία της για τις συνέπειες μίας κλιμακούμενης εμπορικής αντιπαράθεσης, δηλώνοντας ότι δεν είναι συνετό να υποκύψει κανείς στον πειρασμό των αντιποίνων, καθώς αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο, που δεν θα ωφελήσει κανέναν. Τόνισε ότι πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εξεύρεσης μίας κοινής βάσης για την αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου, ο οποίος θα έβλαπτε τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και την Ευρώπη.

Η Μελόνι προειδοποίησε επίσης ότι οι δασμοί ενδέχεται να αυξήσουν τον πληθωρισμό, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των ευρωπαϊκών νοικοκυριών και ωθώντας τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη.