Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Δικαστήριο μπλοκάρει την απόφαση που απαγόρευε στην κυβέρνηση Μπάιντεν να απαιτήσει λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Ένα ομοσπονδιακό εφετείο χάρισε στην κυβέρνηση Μπάιντεν μια προσωρινή νίκη, συμφωνώντας να αναστείλει προσωρινά μια προηγούμενη απόφαση περιφερειακού δικαστηρίου που απαγόρευε σε μια σειρά από ομοσπονδιακές υπηρεσίες και το προσωπικό τους να επικοινωνούν με εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης με αιτήματα λογοκρισίας της συνταγματικά προστατευόμενης ελευθερίας του λόγου.

Την Παρασκευή, τριμελής επιτροπή του 5ου Εφετείου της Νέας Ορλεάνης εξέδωσε απόφαση με την οποία έκανε δεκτό το αίτημα της κυβέρνησης Μπάιντεν να αναστείλει την απαγόρευση της λογοκρισίας μέσω αντιπροσώπου.

Η «προσωρινή διοικητική αναστολή» θα ισχύσει έως ότου η υπόθεση παραπεμφθεί σε διαφορετική επιτροπή εφετών, η οποία θα συζητήσει επί της ουσίας της απόφασης που απαγόρευσε στους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν να πιέζουν τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης να λογοκρίνουν την ελευθερία του λόγου.

Το υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε στην Epoch Times με δήλωση που έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι δεν παρέχει κανένα σχόλιο σχετικά με την απόφαση της Παρασκευής.

Η απόφαση της Παρασκευής είναι το τελευταίο κεφάλαιο σε ένα έπος που ξεκίνησε από μια αγωγή λογοκρισίας μέσω αντιπροσώπου που ασκήθηκε από τη Λουιζιάνα και το Μιζούρι εναντίον υπηρεσιών της κυβέρνησης Μπάιντεν και κορυφαίων αξιωματούχων, αφού προέκυψαν στοιχεία ότι διάφορες ομοσπονδιακές υπηρεσίες και ορισμένα από τα ανώτερα στελέχη τους πίεζαν εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να λογοκρίνουν την ελευθερία του λόγου των Αμερικανών.

 

Ιστορική απόφαση

Στις 4 Ιουλίου, ο δικαστής Τέρι Α. Ντότι (Terry A. Doughty) του Περιφερειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη Δυτική Περιφέρεια της Λουιζιάνα εξέδωσε απόφαση (pdf) σύμφωνα με την οποία διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της Υπηρεσίας Κυβερνοασφάλειας και Υποδομών, του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security-DHS), του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Department of Justice-DOJ) και των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, απαγορεύεται να προβαίνουν σε μια σειρά από ενέργειες σχετικά με τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες και τα μέλη του προσωπικού τους απαγορεύεται να συναντώνται ή να επικοινωνούν μέσω τηλεφώνου, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή γραπτού μηνύματος ή «να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε επικοινωνία οποιουδήποτε είδους με εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προτρέποντας, ενθαρρύνοντας, πιέζοντας ή παρακινώντας με οποιονδήποτε τρόπο για την αφαίρεση, διαγραφή, καταστολή ή μείωση του περιεχομένου που περιέχει προστατευόμενη ελευθερία λόγου», σύμφωνα με τα ασφαλιστικά μέτρα.

Απαγορεύεται επίσης στις υπηρεσίες να σημειώνουν περιεχόμενο σε αναρτήσεις σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και να τις προωθούν στις εταιρείες με αιτήματα για ενέργειες όπως η αφαίρεση ή η με άλλο τρόπο καταστολή της εμβέλειάς τους.

Δεν επιτρέπεται επίσης η ενθάρρυνση ή η με άλλο τρόπο υποκίνηση των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης να αλλάξουν τις κατευθυντήριες γραμμές τους για την αφαίρεση, την καταστολή ή τη μείωση του περιεχομένου που περιέχει προστατευόμενη ελευθερία λόγου από την κυβέρνηση.

«Αυτή θα μπορούσε να είναι αναμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες υποθέσεις της Πρώτης Τροποποίησης στη σύγχρονη ιστορία», δήλωσε ο Γενικός Εισαγγελέας της Λουιζιάνα Τζεφ Λάντρι (Jeff Landry), ένας από τους ενάγοντες, στην εκπομπή «American Thought Leaders» του EpochTV σε συνέντευξή του μετά την απόφαση.

«Αν δείτε τη γνώμη που εκθέτει ο δικαστής, ότι ουσιαστικά πρόκειται για ένα από τα πιο μαζικά εγχειρήματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για τον περιορισμό του αμερικανικού λόγου στην ιστορία της χώρας μας», συνέχισε ο Λάντρι. «Τα πράγματα που αποκαλύψαμε, σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να είναι και σοκαριστικά, αποκρουστικά και ανησυχητικά για όλους τους Αμερικανούς».

Ωστόσο, ο Ντότι έκανε κάποιες εξαιρέσεις στη διαταγή του, επιτρέποντας σε κυβερνητικούς αξιωματούχους να επικοινωνούν με εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης για να τις ειδοποιούν για εγκληματικές δραστηριότητες ή απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας.

Επιτρέπονται επίσης οι επαφές που ειδοποιούν τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης για αναρτήσεις που σκοπεύουν να παραπλανήσουν τους ψηφοφόρους σχετικά με τις απαιτήσεις ή τις διαδικασίες ψηφοφορίας, καθώς και η επικοινωνία με τις εταιρείες σχετικά με την καταστολή αναρτήσεων που δεν αποτελούν προστατευόμενη ελευθερία του λόγου.

Τα ασφαλιστικά μέτρα αφορούν διάφορους κατονομαζόμενους οργανισμούς, καθώς και τους πράκτορες, τους αξιωματούχους, τους υπαλλήλους και τους εργολάβους τους.

Η έφεση της κυβέρνησης Μπάιντεν

Μία ημέρα μετά την απόφαση του Ντότι στις 4 Ιουλίου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ) κατέθεσε έφεση, ζητώντας από τα δικαστήρια να ανατρέψουν την απαγόρευση επαφών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας ότι η προσωρινή διαταγή ήταν πολύ ευρεία και δύσκολα εφαρμόσιμη και θα μπορούσε να εμποδίσει τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να συνεργαστούν με εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης για νόμιμους λόγους, όπως η καταπολέμηση του εγκλήματος.

Στις 10 Ιουλίου, ο Ντότι απέρριψε το αίτημα του Υπουργείου Δικαιοσύνης να αναστείλει την προηγούμενη απόφασή του, απορρίπτοντας το επιχείρημα της κυβέρνησης Μπάιντεν ότι η διαταγή θα μπορούσε να βάλει φραγμό στη δραστηριότητα της επιβολής του νόμου στο διαδίκτυο.

«Παρόλο που αυτή η προσωρινή διαταγή αφορά πολυάριθμες υπηρεσίες, δεν είναι τόσο ευρεία όσο φαίνεται», έγραψε ο Ντότι στις 10 Ιουλίου. «Απαγορεύει μόνο κάτι που οι εναγόμενοι δεν έχουν κανένα νομικό δικαίωμα να κάνουν – να επικοινωνούν με εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης με σκοπό να παροτρύνουν, να ενθαρρύνουν, να πιέζουν ή να παρακινούν με οποιονδήποτε τρόπο την αφαίρεση, τη διαγραφή, την καταστολή ή τη μείωση του περιεχομένου που περιέχει προστατευόμενη ελευθερία λόγου και έχει αναρτηθεί σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης».

Ο δικαστής έγραψε επίσης ότι οι Ρεπουμπλικάνοι γενικοί εισαγγελείς που άσκησαν την αγωγή είναι πολύ πιθανό να επικρατήσουν αποδεικνύοντας ότι οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες και οι αξιωματούχοι «ενθάρρυναν σημαντικά», «εξαναγκάστηκαν» ή «συμμετείχαν από κοινού» στην υποτιθέμενη καταστολή αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που περιείχαν πληροφορίες επικριτικές για τα εμβόλια COVID-19 ή αμφισβητούσαν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020.

Σε απάντηση, οι δικηγόροι του Υπουργείου Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Μπάιντεν κατέθεσαν επείγουσα αίτηση αναστολής της προσωρινής διαταγής στο 5ο Περιφερειακό Εφετείο των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση του Ντότι ήταν υπερβολικά ασαφής και ευρεία.

Στη συνέχεια, οι γενικοί εισαγγελείς του Μιζούρι και της Λουιζιάνα υπέβαλαν αίτηση για να αντιταχθούν στην αίτηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναστολή της αρχικής απαγόρευσης του Ντότι σχετικά με τη δυνατότητα της κυβέρνησης Μπάιντεν να επικοινωνεί με εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης με αιτήματα για την αφαίρεση περιεχομένου με συνταγματικά προστατευόμενο λόγο.

Η απόφαση της Παρασκευής από το εφετείο δεν ανέλυσε το σκεπτικό για τη χορήγηση της προσωρινής διοικητικής αναστολής κατά της αρχικής απαγόρευσης του Ντότι.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Βενεζουέλας ζητά τη σύλληψη του ηγέτη της αντιπολίτευσης Εντμούντο Γκονζάλες

Το γραφείο του γενικού εισαγγελέα της Βενεζουέλας ζήτησε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Εντμούντο Γκονζάλες, λόγω της άρνησής του να ανταποκριθεί σε τρεις κλήσεις για να καταθέσει σχετικά με έναν ιστότοπο της αντιπολίτευσης που δημοσίευσε λεπτομερείς πληροφορίες για τις αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές της χώρας.

Το αίτημα έκδοσης εντάλματος σύλληψης για τον 75χρονο Γκονζάλες από τη Democratic Unity Roundtable (Στρογγυλή Τράπεζα Δημοκρατικής Ενότητας), ηλεκτρονικό αντίγραφο το οποίο είδε η εφημερίδα The Epoch Times, εντάσσεται στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με τον ισχυρισμό του ότι ήταν ο νόμιμος νικητής των προεδρικών εκλογών του Ιουλίου, στις οποίες ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο ανακηρύχθηκε από τους αξιωματούχους ως νικητής.

Οι κατηγορίες που διατυπώνονται εναντίον του Γκονζάλες στο αίτημα έκδοσης εντάλματος σύλληψης περιλαμβάνουν σφετερισμό επίσημων λειτουργιών, πλαστογράφηση δημόσιων εγγράφων, υποκίνηση δημόσιας ανυπακοής, συνωμοσία κατά του κράτους και δολιοφθορά.

Τόσο η εθνική εκλογική αρχή της Βενεζουέλας όσο και το ανώτατο δικαστήριο της χώρας δήλωσαν ότι ο Μαδούρο κέρδισε με βάση την καταμέτρηση λίγο πάνω από τις μισές ψήφους.

Η αντιπολίτευση, η οποία προηγείτο στις δημοσκοπήσεις, το αμφισβήτησε αυτό, δημοσιεύοντας τα δικά της αρχεία ψηφοφορίας στον ιστότοπο. Τα αρχεία, τα οποία βασίζονταν σε καταμετρήσεις ψήφων σε επίπεδο κάλπης, έδειχναν μια συντριπτική νίκη του Γκονζάλες.

«Έχουμε στα χέρια μας τα αρχεία που αποδεικνύουν τον ιστορικό, κατηγορηματικό και μαθηματικά μη αναστρέψιμο θρίαμβό μας», δήλωσε ο Γκονζάλεζ σε συνέντευξη Τύπου στις 29 Ιουλίου ανακοινώνοντας τα αποτελέσματα που εξασφάλισε η αντιπολίτευση και τα οποία αμφισβητούν τη νίκη του Μαδούρο.

Η Μαρία Κορίνα Ματσάδο, επικεφαλής του κόμματος Vente Venezuela, δήλωσε τότε ότι είχαν λάβει πάνω από το 70% των καταμετρήσεων, οι οποίες δείχνουν ότι ο Γκονζάλες κέρδισε πάνω από 6,2 εκατομμύρια ψήφους έναντι 2,7 εκατομμυρίων περίπου του Μαδούρο. Στις αρχές Αυγούστου, η αντιπολίτευση δήλωσε ότι είχε λάβει αντίγραφα των καταμετρήσεων των ψήφων που έδειχναν ότι κέρδισε με πάνω από 7 εκατομμύρια ψήφους, ενώ ο Μαδούρο έλαβε περίπου 3,3 εκατομμύρια, ένα αποτέλεσμα που σε γενικές γραμμές συμφωνούσε με τις προβλέψεις των ανεξάρτητων μεταδημοσκοπήσεων.

Ορισμένες χώρες έχουν επίσης αμφισβητήσει τη νίκη του Μαδούρο, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής και κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρνούμενες να αναγνωρίσουν τη νίκη του χωρίς να δουν πρώτα τα λεπτομερή αποτελέσματα της ψηφοφορίας.

Διαμαρτυρίες ξέσπασαν μετά την ανακήρυξη του Μαδούρο ως νικητή εν μέσω παρατεταμένων αμφιβολιών και της έλλειψης δημοσίευσης λεπτομερών πρακτικών της ψηφοφορίας.

Ο Μαδούρο και άλλοι κυβερνώντες αξιωματούχοι κατηγόρησαν την αντιπολίτευση για υποκίνηση της βίας, με περισσότερους από 27 θανάτους να αποδίδονται στις διαμαρτυρίες για το έντονα αμφισβητούμενο εκλογικό αποτέλεσμα.

Στις αρχές Αυγούστου, ο Μαδούρο δήλωσε ότι περίπου 2.000 πολίτες είχαν συλληφθεί σε σχέση με τις διαδηλώσεις. Κατήγγειλε οποιονδήποτε αμφισβητούσε την κυβέρνησή του.

«Αυτή τη φορά, δεν θα υπάρξει συγχώρεση», δήλωσε κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης των υποστηρικτών του στο Καράκας της Βενεζουέλας. «Έχουμε συλλάβει 2.000 κρατούμενους και από εκεί θα πάνε στις φυλακές Τοκορόν και Τοκουγίτο, μέγιστη τιμωρία, δικαιοσύνη».

Ο Μαδούρο δήλωσε επίσης ότι ο Γκονζάλες ανήκει «πίσω από τα κάγκελα».

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ δήλωσε ότι η ανακήρυξη της νίκης του Μαδούρο «δεν συνοδεύτηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο» και ότι βρήκε «συντριπτικά στοιχεία […] ότι ο Εντμούντο Γκονζάλες Ουρούτια κέρδισε τις περισσότερες ψήφους στις προεδρικές εκλογές της Βενεζουέλας στις 28 Ιουλίου».

Έναν μήνα αργότερα, το υπουργείο ανέφερε σε μια ενημέρωση ότι το καθεστώς Μαδούρο έχει έκτοτε «προβεί σε εκτεταμένη καταστολή για να διατηρήσει την εξουσία» εν μέσω των διαδηλώσεων και των ισχυρισμών για νοθεία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Βενεζουέλας Τάρεκ Σάαμπ έχει ξεκινήσει ποινικές έρευνες για τον Ματσάδο, τον Γκονζάλες και τον ιστότοπο όπου η αντιπολίτευση ανήρτησε τα εκλογικά της αποτελέσματα.

Ο Γκονζάλεζ δεν έχει σχολιάσει δημοσίως το αίτημα έκδοσης εντάλματος σύλληψης της 2ας Σεπτεμβρίου, αν και ανάρτησε δήλωση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την οποία ζητούσε την απελευθέρωση όλων των υπόλοιπων πολιτικών κρατουμένων στη Βενεζουέλα, λέγοντας ότι είναι «καιρός να δοθεί τέλος στις διώξεις και να προχωρήσουμε προς μια ομαλή μετάβαση για ειρηνική αλλαγή».

Εντωμεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέσχεσαν στις 2 Σεπτεμβρίου το αεροπλάνο που χρησιμοποιούσε ο Μαδούρο στη Δομινικανή Δημοκρατία, αφού διαπίστωσαν ότι η αγορά του παραβίαζε τις αμερικανικές κυρώσεις.

 

Ο Jack Phillips και το Reuters συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας διατάσσει το κλείσιμο του X

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας διέταξε την πλήρη αναστολή της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης X του Έλον Μασκ στη χώρα, επειδή αρνήθηκε να ορίσει νομικό εκπρόσωπο στη χώρα.

Ο δικαστής της Βραζιλίας Αλεχάντρε ντε Μοράες εξέδωσε την εντολή στις 30 Αυγούστου, θέτοντας εκατομμύρια χρήστες της πλατφόρμας στη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής σε τροχιά αποκλεισμού.

Η εντολή του ντε Μοράες, η οποία δίνει στους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου και στα καταστήματα εφαρμογών πέντε ημέρες για να αποκλείσουν την πρόσβαση στο X, ανακοίνωσε επίσης ημερήσιο πρόστιμο 8.900 δολαρίων για τους χρήστες στη Βραζιλία που χρησιμοποιούν εικονικό ιδιωτικό δίκτυο για να παρακάμψουν την απαγόρευση.

Στην απόφασή του, ο ντε Μοράες δήλωσε ότι το X θα παραμείνει αποκλεισμένο μέχρι να συμμορφωθεί με τις εντολές του.

«Ο Έλον Μασκ έδειξε την απόλυτη ασέβειά του για την εθνική κυριαρχία της Βραζιλίας και, ειδικότερα, για το δικαστικό σώμα, θέτοντας τον εαυτό του ως μια πραγματική υπερεθνική οντότητα και με ανοσία στους νόμους κάθε χώρας», έγραψε ο ντε Μοράες.

Η αναστολή ήταν ευρέως αναμενόμενη, καθώς το X δήλωσε στις 29 Αυγούστου ότι αναμενόταν να κλείσει στη Βραζιλία λόγω των «παράνομων εντολών», όπως τις χαρακτήρισε, για λογοκρισία πολιτικών αντιπάλων.

«Σύντομα, αναμένουμε ότι ο δικαστής Αλεχάντρε ντε Μοράες θα διατάξει να κλείσει το X στη Βραζιλία – απλώς και μόνο επειδή δεν θα συμμορφωθούμε με τις παράνομες εντολές του να λογοκρίνει τους πολιτικούς του αντιπάλους», ανέφερε το X σε μια δήλωση, στην οποία η πλατφόρμα ισχυρίζεται ότι ο ντε Μοράες απείλησε με φυλάκιση τη νομική εκπρόσωπο του X στη Βραζιλία και αργότερα πάγωσε όλους τους τραπεζικούς της λογαριασμούς.

Ο Μασκ, ο οποίος έχει κατηγορήσει τη Βραζιλία για λογοκρισία, συμπεριλήφθηκε σε ποινική έρευνα για άτομα που φέρονται να διέδωσαν ψευδείς πληροφορίες σχετικά με τις εκλογές και το δικαστικό σύστημα της Βραζιλίας.

Η εντολή αναστολής στις 30 Αυγούστου ακολουθεί την εντολή του ντε Μοράες στις 28 Αυγούστου, η οποία έδωσε στο X μόλις 24 ώρες για να διορίσει νέο νομικό εκπρόσωπο για τη X Βραζιλίας σε απάντηση σε αίτηση που υποβλήθηκε κατά της εταιρείας. Στην εντολή της 28ης Αυγούστου, ο δικαστής προειδοποίησε ότι η μη συμμόρφωση θα είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της πλατφόρμας.

Εκπρόσωπος της X παρέπεμψε στη δήλωση της 29ης Αυγούστου, απαντώντας σε αίτημα σχολιασμού της διαταγής αναστολής.

Ο Μασκ δεν έχει ακόμη εκδώσει δημόσια δήλωση σχετικά με την αναστολή. Ωστόσο, εξήρε την ανάλυση του δημοσιογράφου Γκλεν Γκρίνγουολντ για την υπόθεση, στην οποία ο Γκρίνγουολντ χαρακτήρισε τις απαιτήσεις του ντε Μοράες ως μέρος μιας ευρύτερης τάσης κατά την οποία τα καθεστώτα ασκούν διαδικτυακές πλατφόρμες για να καταπνίξουν τη αντιγνωμία.

«Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη η έκταση στην οποία όχι μόνο η Βραζιλία, αλλά και χώρες σε ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο είναι πλέον πρόθυμες να φτάσουν για να εμποδίσουν το διαδίκτυο να είναι μια ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, όπου τα ανθρώπινα όντα μπορούν να οργανώνονται ελεύθερα και ιδιωτικά, επειδή αναγνωρίζουν ότι αυτή είναι η μόνη απειλή για την εξουσία του κατεστημένου και τα προνόμια της κυρίαρχης τάξης», ανέφερε ο Γκρίνγουολντ στην ανάλυσή του.

Το X ανέφερε στην ανακοίνωσή της στις 29 Αυγούστου ότι σκοπεύει να δημοσιεύσει όλα τα αιτήματα του ντε Μοράες και όλες τις σχετικές δικαστικές καταθέσεις τις επόμενες ημέρες προς όφελος της διαφάνειας.

«Σε αντίθεση με άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τεχνολογικές πλατφόρμες, δεν θα συμμορφωθούμε κρυφά με παράνομες εντολές», έγραψε το X. «Προς τους χρήστες μας στη Βραζιλία και σε όλο τον κόσμο, το X παραμένει προσηλωμένο στην προστασία της ελευθερίας του λόγου σας».

Ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας Αλεχάντρε ντε Μοράες στο Ανώτατο Δικαστήριο στην Μπραζίλια, Βραζιλία, στις 4 Απριλίου 2018. (Victoria Silva/AFP μέσω Getty Images)

 

Οι αρχές της Βραζιλίας έχουν διατάξει στο παρελθόν τους παρόχους τηλεπικοινωνιών να αποκλείσουν την πρόσβαση σε ορισμένους ιστότοπους ή να αντιμετωπίσουν ημερήσια πρόστιμα.

Ενώ ο Μασκ έχει κατηγορήσει τη Βραζιλία για λογοκρισία, οι βραζιλιάνικες αρχές λένε ότι το X παραβιάζει τους νόμους της χώρας για το διαδίκτυο.

Νωρίτερα φέτος, ο ντε Μοράες διέταξε το X να μπλοκάρει ορισμένους λογαριασμούς εν μέσω ερευνών σχετικά με τις λεγόμενες ψηφιακές πολιτοφυλακές που κατηγορούνται για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και μηνυμάτων μίσους κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρου.

Πέρυσι, ομοσπονδιακός δικαστής στη Βραζιλία διέταξε την προσωρινή αναστολή της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Telegram, επικαλούμενος την υποτιθέμενη αποτυχία της πλατφόρμας κοινωνικών μέσων να παράσχει όλες τις πληροφορίες που ζήτησε η ομοσπονδιακή αστυνομία σχετικά με νεοναζιστικές ομάδες συζήτησης.

Το 2016, ένα δικαστήριο της Βραζιλίας εξέδωσε εθνική απαγόρευση της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp, η οποία είχε περισσότερους από 100 εκατομμύρια χρήστες, για 72 ώρες.

Ο ιδιοκτήτης Meta δεν είχε παράσχει κρυπτογραφημένες πληροφορίες που ζητήθηκαν σε αστυνομική έρευνα, ο τέταρτος αποκλεισμός που διατάχθηκε κατά του WhatsApp στη Βραζιλία από τον Φεβρουάριο του 2015.

Τότε, το δικαστήριο αποφάσισε ότι στους παρόχους που δεν διακόπτουν την πρόσβαση στο WhatsApp θα επιβάλλεται πρόστιμο που αντιστοιχεί σε 15.300 δολάρια την ημέρα μέχρι να συμμορφωθούν.

Σύμφωνα με τον όμιλο ερευνών αγοράς Emarketer, περίπου 40 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι, περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού, συνδέονται στο X τουλάχιστον μία φορά το μήνα.

 

Ο Owen Evans και το Associated Press συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Το Μεξικό απειλεί να μηνύσει την Google για την ονομασία «Κόλπος της Αμερικής»

Η πρόεδρος του Μεξικού Κλαούντια Σέινμπαουμ απείλησε τη Δευτέρα να μηνύσει την Google για την απόφασή της να εμφανίσει την ονομασία «Κόλπος της Αμερικής» σε ολόκληρο το υδάτινο σώμα και όχι μόνο στο τμήμα του Κόλπου που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η επεκτατική ονομασία παραβιάζει τη μεξικανική κυριαρχία.

Η ανακοίνωση της Σέινμπαουμ έρχεται μετά από εβδομάδες κλιμάκωσης των εντάσεων μεταξύ της μεξικανικής κυβέρνησης και του αμερικανικού τεχνολογικού γίγαντα για την επισήμανση του Κόλπου στους χάρτες της Google. Ενώ όσοι χρησιμοποιούν την εφαρμογή στο Μεξικό βλέπουν τον «Κόλπο του Μεξικού», όσοι βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν πλέον τον «Κόλπο της Αμερικής», μετά το διάταγμα που εξέδωσε στις 20 Ιανουαρίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για την αναθεώρηση ορισμένων ονομάτων γεωγραφικών χαρακτηριστικών ώστε να «τιμούν την σπουδαιότητα της Αμερικής».

Σε συνέντευξη Τύπου στις 17 Φεβρουαρίου, η Σέινμπαουμ δήλωσε ότι το Μεξικό ζήτησε επίσημα από την Google να αποκαταστήσει πλήρως το «Κόλπος του Μεξικού» ως την κύρια ονομασία για ολόκληρο το υδάτινο σώμα, υποστηρίζοντας ότι η μετονομασία του Τραμπ ισχύει μόνο για την υφαλοκρηπίδα των ΗΠΑ.

«Δεν συμφωνούμε με αυτό», δήλωσε η Σέινμπαουμ σχετικά με την πολιτική της Google για την ονοματοδοσία του Κόλπου, προσθέτοντας ότι το Μεξικό «θα περιμένει την απάντηση της Google και αν όχι, θα προσφύγουμε στη δικαιοσύνη».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ελέγχουν άμεσα τα ύδατα του Κόλπου σε απόσταση περίπου 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές τους, σύμφωνα με την Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας. Διατηρούν επίσης τη λεγόμενη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) που εκτείνεται σε απόσταση 200 μιλίων στα ανοικτά, από όπου μπορούν να εξορύσσουν φυσικούς πόρους όπως το πετρέλαιο. Το Μεξικό υποστηρίζει ότι η πολιτική χαρτογράφησης παραβιάζει τη μεξικανική κυριαρχία και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δικαιοδοσία μόνο στο μισό περίπου τμήμα του Κόλπου.

Οι μεξικανικές αρχές είχαν ήδη ζητήσει από την Google να αλλάξει την πολιτική ονομασίας για τον Κόλπο και, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η Σέινμπαουμ μοιράστηκε μια γραπτή απάντηση στο αίτημα από τον Κρις Τέρνερ, αντιπρόεδρο κυβερνητικών υποθέσεων και δημόσιας πολιτικής της Google.

Ο Τέρνερ αναφέρει στην επιστολή του της 10ης Φεβρουαρίου ότι η απόφαση της Google να εμφανίζει την ονομασία «Κόλπος της Αμερικής» στους χρήστες με έδρα τις ΗΠΑ βασίζεται στην αμερόληπτη και συνεπή εφαρμογή της πολιτικής της για τους χάρτες σε όλες τις περιοχές, η οποία περιλαμβάνει τη χρήση ονομάτων που προβλέπονται από έγκυρες πηγές:

«Όπως ανακοινώσαμε για πρώτη φορά πριν από δύο εβδομάδες, και σύμφωνα με τις πολιτικές των προϊόντων μας, έχουμε αρχίσει να εφαρμόζουμε αλλαγές στους χάρτες της Google. Θα θέλαμε να επιβεβαιώσουμε ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τους χάρτες στο Μεξικό θα συνεχίσουν να βλέπουν  ‘Κόλπος του Μεξικού’. Το Σύστημα Πληροφοριών Γεωγραφικών Ονομάτων (Geographic Names Information System-GNIS) των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ενημερώσει επίσημα το ‘Gulf of Mexico’ (Κόλπος του Μεξικού) σε ‘Gulf of America’ (Κόλπος της Αμερικής). Για να αντικατοπτρίζει την ενημέρωση που έγινε από το GNIS, από σήμερα οι άνθρωποι στις ΗΠΑ θα βλέπουν το ‘Gulf of America’. Όλοι οι υπόλοιποι θα βλέπουν και τα δύο ονόματα.»

Πρόσθεσε δε ότι οι εκπρόσωποι της Google είναι πρόθυμοι να συναντηθούν προσωπικά με τη μεξικανική κυβέρνηση για να συμμετάσχουν σε «εποικοδομητικό διάλογο» για το θέμα.

Η Google δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού της Epoch Times μέχρι την ώρα δημοσίευσης.

Η μετονομασία προκάλεσε επίσης διαμάχη εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press (AP) επέλεξε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το «Κόλπος του Μεξικού», αν και αναγνώρισε τη μετονομασία του Τραμπ. Η εκδοτική στάση του AP οδήγησε τον Λευκό Οίκο να αποκλείσει τους δημοσιογράφους του από διάφορες εκδηλώσεις και να περιορίσει την πρόσβασή τους στο Οβάλ Γραφείο και στο Air Force One.

«Το Associated Press συνεχίζει να αγνοεί τη νόμιμη γεωγραφική αλλαγή της ονομασίας του Κόλπου της Αμερικής», ανέφερε ο αναπληρωτής προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Τέυλορ Μπάντογουιτς σε δήλωσή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 14 Φεβρουαρίου.

«Η απόφαση αυτή δεν είναι απλώς διχαστική, αλλά αποκαλύπτει επίσης τη δέσμευση του Associated Press στην παραπληροφόρηση», συνέχισε ο Μπάντογουιτς. «Αν και το δικαίωμά τους για ανεύθυνο και ανέντιμο ρεπορτάζ προστατεύεται από την Πρώτη Τροποποίηση [του Συντάγματος των ΗΠΑ], δεν διασφαλίζεται και το προνόμιό τους για απρόσκοπτη πρόσβαση σε περιορισμένους χώρους, όπως το Οβάλ Γραφείο και το Air Force One.»

Οι κινήσεις του Λευκού Οίκου προκάλεσαν τις επικρίσεις του AP και ανησυχία για την ελευθερία του Τύπου στην Ένωση Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου. Η ανώτερη αντιπρόεδρος και εκτελεστική συντάκτρια του AP Τζούλι Πέις καταδίκασε τους περιορισμούς.

«Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα τιμωρήσει το AP για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία του», ανέφερε η Πέις σε δήλωσή της. «Ο περιορισμός της πρόσβασής μας στο Οβάλ Γραφείο με βάση το περιεχόμενο της γραφής του AP όχι μόνο εμποδίζει σοβαρά την πρόσβαση του κοινού σε ανεξάρτητες ειδήσεις, αλλά παραβιάζει ξεκάθαρα την Πρώτη Τροπολογία.»

Ο Γιουτζήν Ντάνιελς, πρόεδρος της Ένωσης Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου, εξέδωσε δήλωση στην οποία κατηγορεί τον Λευκό Οίκο ότι «επιδιώκει να περιορίσει τις ελευθερίες του Τύπου που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμά μας» και ότι επιδιώκει «να τιμωρήσει ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο επειδή δεν προωθεί την προτιμώμενη γλώσσα της κυβέρνησης».

Ο Λευκός Οίκος υπερασπίστηκε την απόφασή του να περιορίσει την πρόσβαση των δημοσιογράφων του AP στο Οβάλ Γραφείο και στο Air Force One, ενώ σημείωσε ότι οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι του AP θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν πρόσβαση στο ευρύτερο συγκρότημα του Λευκού Οίκου.

Ο Ίλον Μασκ ηγείται προσφοράς $97,4 δισεκατομμυρίων για την εξαγορά του OpenAI

Ομάδα επενδυτών με επικεφαλής τον δισεκατομμυριούχο της τεχνολογίας Ίλον Μασκ προσφέρει 97,4 δισεκατομμύρια δολάρια (περ. 94, 4 δισεκ. ευρώ) για την εξαγορά του OpenAI.

Ο δικηγόρος του Μασκ, Μαρκ Τόμπεροφ, επιβεβαίωσε ότι η προσφορά —που υποστηρίζεται από την νεοφυή επιχείρηση τεχνητής νοημοσύνης του Μασκ, xAI, και μια κοινοπραξία επενδυτικών εταιρειών— αποσκοπεί στην ανάληψη του ελέγχου του OpenAI και στην επαναφορά της ιδρυτικής δέσμευσής του να υπηρετεί το δημόσιο καλό και όχι να λειτουργεί ως κερδοσκοπική επιχείρηση.

Ο διευθύνων σύμβουλος του OpenAI, Σαμ Άλτμαν, απέρριψε την προσφορά με μια αιχμηρή απάντηση στην κοινωνική πλατφόρμα X του Μασκ, δηλώνοντας: «όχι ευχαριστώ, αλλά θα αγοράσουμε το Twitter για 9,74 δισεκατομμύρια δολάρια, αν θέλετε».

Ο Μασκ, ο οποίος αγόρασε το Twitter για 44 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 προτού το μετονομάσει σε X, απάντησε με μια μονολεκτική ανάρτηση: «Απατεώνας».

Οι Άλτμαν και Μασκ, οι οποίοι συνίδρυσαν την εταιρεία OpenAI το 2015, διαπληκτίζονται εδώ και χρόνια για την κατεύθυνση της εταιρείας. Ο Μασκ αποχώρησε από το διοικητικό συμβούλιο της OpenAI το 2018, κατηγορώντας αργότερα τη νεοσύστατη επιχείρηση ότι απομακρύνθηκε από τη μη κερδοσκοπική της αποστολή και ευθυγραμμίστηκε πολύ στενά με εταιρικά συμφέροντα, ιδίως με τη Microsoft.

Την περασμένη εβδομάδα, η νομική ομάδα του Μασκ ήρθε αντιμέτωπη με τους δικηγόρους του OpenAI στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για τη Βόρεια Περιφέρεια της Καλιφόρνια, όπου η δικαστής Υβόν Γκονζάλες Ρότζερς εξέτασε το αίτημα του Μασκ για έκδοση δικαστικής εντολής που να εμποδίζει το OpenAI να επισημοποιήσει την κερδοσκοπική του δομή.

Ενώ η δικαστής εξέφρασε σκεπτικισμό σχετικά με τον ισχυρισμό του Μασκ περί ανεπανόρθωτης βλάβης, εξέφρασε επίσης ανησυχίες σχετικά με την σχέση του OpenAI με τη Microsoft και επέτρεψε στην υπόθεση να προχωρήσει σε δίκη με ενόρκους.

Ο Τόμπεροφ, δικηγόρος του Μασκ, υποστήριξε ότι αν η OpenAI επιμένει να γίνει πλήρως κερδοσκοπική εταιρεία, πρέπει να αποζημιώσει δίκαια τη μη κερδοσκοπική της προέλευση.

«Είναι ζωτικής σημασίας να αποζημιωθεί δίκαια το φιλανθρωπικό ίδρυμα για αυτό που η ηγεσία του αφαιρεί από αυτό: τον έλεγχο της πιο μετασχηματιστικής τεχνολογίας της εποχής μας», δήλωσε στο Associated Press σε δήλωσή του.

Επιπλέον, ο Τόμπεροφ αποκάλυψε μια επιστολή που έστειλε τον Ιανουάριο στους γενικούς εισαγγελείς της Καλιφόρνια και του Ντέλαγουερ, καλώντας τους να επιβλέψουν μια ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών για τον προσδιορισμό της δίκαιης αγοραστικής αξίας του OpenAI.

«Καθώς και τα δύο γραφεία σας πρέπει να διασφαλίσουν ότι οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία συναλλαγής σχετικά με τα φιλανθρωπικά περιουσιακά στοιχεία του OpenAI παρέχει τουλάχιστον δίκαιη αγοραστική αξία για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, υποθέτουμε ότι θα παράσχετε μια διαδικασία για ανταγωνιστικές προσφορές για τον πραγματικό προσδιορισμό αυτής της δίκαιης αγοραστικής αξίας», έγραψε ο Τόμπεροφ.

Σε νομικές καταθέσεις, οι δικηγόροι του Άλτμαν περιέγραψαν την αγωγή του Μασκ ως ένα στρατηγικό τέχνασμα για να χρησιμοποιήσει τη δικαστική διαμάχη για ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μετά την αποτυχία του να αποκτήσει τον έλεγχο της εταιρείας.

«Αυτή η αγωγή είναι η τελευταία κίνηση στην ολοένα και πιο θορυβώδη εκστρατεία του Ίλον Μασκ να παρενοχλήσει την OpenAI για το δικό του ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», έγραψαν οι δικηγόροι του Άλτμαν. «Η OpenAI είναι αφιερωμένη στην ασφαλή και επωφελή ανάπτυξη της τεχνητής γενικής νοημοσύνης (AGΙ). Ο Μασκ υποστήριξε κάποτε την OpenAI σε αυτή την αποστολή, αλλά εγκατέλειψε το εγχείρημα όταν η προσπάθειά του να κυριαρχήσει σε αυτό απέτυχε».

Οι δικηγόροι του Άλτμαν υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί του Μασκ στερούνται νομικής και πραγματικής βάσης και η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Με πληροφορίες από το Associated Press

Αλλαγή ισορροπιών: Η BlackRock αναλαμβάνει τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά

Μια κοινοπραξία υπό την ηγεσία της BlackRock κατέληξε σε συμφωνία για την εξαγορά δύο σημαντικών λιμενικών εγκαταστάσεων στη Διώρυγα του Παναμά από την εταιρεία CK Hutchison Holdings Ltd., με έδρα το Χονγκ Κονγκ.

Η συμφωνία, η οποία ανακοινώθηκε στις 4 Μαρτίου, συμπίπτει χρονικά με την αυξημένη ανησυχία της Ουάσιγκτον σχετικά με την κινεζική επιρροή σε στρατηγικές υποδομές παγκοσμίως. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, έχει εκφράσει ανοιχτά την ανησυχία του για την κινεζική παρουσία στην περιοχή και έχει τονίσει την επιθυμία των ΗΠΑ να ανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.

Η BlackRock, σε συνεργασία με την Global Infrastructure Partners (GIP) και την Terminal Investment Ltd., συμφώνησαν με την CK Hutchison για την εξαγορά του 90% της Panama Ports Company, η οποία διαχειρίζεται τα λιμάνια Μπαλμπόα και Κριστόμπαλ, τις κύριες θαλάσσιες πύλες της Διώρυγας στον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό αντίστοιχα.

Εκτός από τα λιμενικά περιουσιακά στοιχεία στον Παναμά, η συμφωνία περιλαμβάνει και το 80% του ελέγχου του παγκόσμιου δικτύου λιμένων της CK Hutchison, που εκτείνεται σε 43 λιμάνια σε 23 χώρες. Ωστόσο, η συμφωνία δεν περιλαμβάνει τη Hutchison Port Holdings Trust, η οποία συνεχίζει να διαχειρίζεται λιμάνια στο Χονγκ Κονγκ, το Σενζέν και τη Νότια Κίνα, διατηρώντας την παρουσία της CK Hutchison στις συγκεκριμένες περιοχές.

Ο διευθύνων σύμβουλος της BlackRock, Λάρι Φινκ, ανέφερε ότι η συμφωνία αποτελεί ένδειξη της ικανότητας της BlackRock και της GIP να προσφέρουν καινοτόμες επενδυτικές λύσεις στους πελάτες τους, υπογραμμίζοντας τη σημασία των λιμένων αυτών για την παγκόσμια ανάπτυξη.

Από την πλευρά του, ο συν-διευθυντής της CK Hutchison, Φρανκ Σιξτ, δήλωσε ότι η συναλλαγή προέκυψε ύστερα από μια ταχεία, διακριτική αλλά ανταγωνιστική διαδικασία, κατά την οποία υπήρξε έντονο ενδιαφέρον και πολλαπλές προσφορές, επεσήμανε δε ότι η αποτίμηση της συμφωνίας είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μετόχων της εταιρείας.

Η αξία της συμφωνίας ανέρχεται στα 22,8 δισεκατομμύρια δολάρια, με την BlackRock και τους εταίρους της να καταβάλλουν περίπου 19 δισ. δολάρια σε μετρητά για το μερίδιό τους. Η εξαγορά τελεί υπό την έγκριση της κυβέρνησης του Παναμά, καθώς και υπό ρυθμιστικούς ελέγχους και διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

Χάρτης και δορυφορική εικόνα του λιμανιού Μπαλμπόα στον Παναμά. (Εικόνα: The Epoch Times, Google Earth, Shutterstock)

 

Χάρτης και δορυφορική εικόνα του λιμανιού Κριστόμπαλ στον Παναμά. (Εικόνα: The Epoch Times, Google Earth, Shutterstock)

 

Παρότι η CK Hutchison χαρακτήρισε τη συναλλαγή αμιγώς εμπορική, η χρονική της συγκυρία συμπίπτει με την εκδήλωση ανησυχίας εκ μέρους των ΗΠΑ για την κινεζική παρουσία σε κρίσιμες υποδομές του παγκόσμιου εμπορίου. Πριν από την ανακοίνωση της συμφωνίας, υπήρχαν δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι η κυβέρνηση του Παναμά εξέταζε το ενδεχόμενο ακύρωσης της σύμβασής της με την CK Hutchison για τη διαχείριση των λιμένων Μπαλμπόα και Κριστόμπαλ.

Η Διώρυγα του Παναμά θεωρείται στρατηγικής σημασίας πέρασμα, καθώς εξυπηρετεί τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, επιτρέποντας τη μεταφορά εμπορευμάτων και πολεμικών πλοίων μεταξύ του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού.

Εμπειρογνώμονες έχουν παρατηρήσει ότι η κινεζική παρουσία στα δύο άκρα της Διώρυγας ενδέχεται να δίνει στο Πεκίνο έναν έμμεσο έλεγχο του θαλάσσιου διαύλου, κάτι που θα μπορούσε να παραβιάζει τη Συνθήκη Ουδετερότητας ΗΠΑ–Παναμά και να αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Ο Αντρές Μαρτίνεζ-Φερνάντεζ, αναλυτής πολιτικής στο Heritage Foundation, έχει προειδοποιήσει ότι η Κίνα δεν χρειάζεται στρατιωτική παρουσία στο έδαφος για να διαταράξει τη λειτουργία της Διώρυγας σε περίπτωση σύγκρουσης, όπως για παράδειγμα σε ένα πιθανό σενάριο έντασης γύρω από την Ταϊβάν. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Διώρυγα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε κάθε είδους δολιοφθορά, χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία κινεζικών πολεμικών πλοίων.

(Εικόνα: The Epoch Times, Google Earth, Shutterstock)

 

Κάθε χρόνο, μέσω της Διώρυγας του Παναμά διακινούνται αγαθά αξίας 270 δισ. δολαρίων, το οποίο αντιστοιχεί στο 5% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου. Πάνω από το 70% αυτής της κίνησης σχετίζεται με λιμάνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Διώρυγα βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ έως το 1999, οπότε και μεταβιβάστηκε στην κυβέρνηση του Παναμά βάσει της Συνθήκης του 1977 που είχε υπογράψει ο τότε πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ.

Η εξαγορά υπό την ηγεσία της BlackRock σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια ιδιοκτησία λιμένων, καθώς αφορά τον έλεγχο δύο κρίσιμων κόμβων, σε μία από τις σημαντικότερες ναυτιλιακές οδούς του κόσμου.

Με τη συμβολή της Darlene McCormick Sanchez

Πούτιν: Η Ρωσία θα συνεχίσει να δοκιμάζει το νέο υπερηχητικό πυραυλικό σύστημα στον πόλεμο

Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, δήλωσε την Παρασκευή ότι ένα νέο υπερυχητικό σύστημα βαλλιστικού πυραύλου μέσου βεληνεκούς, το οποίο δοκιμάστηκε πρόσφατα στον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει επισήμως ενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας και θα συνεχίσει να αξιολογείται σε συνθήκες μάχης.

Ο Πούτιν έκανε την ανακοίνωση κατά τη διάρκεια συνάντησης στις 22 Νοεμβρίου στη Μόσχα με αξιωματούχους άμυνας και αναπτυξιακούς φορείς πυραύλων, σύμφωνα με το κρατικό ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Tass. Αυτό έρχεται μετά την αποκάλυψη από τον Ρώσο ηγέτη ότι το νέο σύστημα υπερυχητικών βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς «Ορέσνικ» χρησιμοποιήθηκε στις 21 Νοεμβρίου για να πλήξει στόχους στην ουκρανική πόλη Ντνίπρο.

«Θα συνεχίσουμε αυτές τις δοκιμές, περιλαμβανομένων και εκείνων σε συνθήκες μάχης, ανάλογα με την κατάσταση και τις απειλές για την ασφάλεια της Ρωσίας», δήλωσε ο Πούτιν, σύμφωνα με το Tass.

Οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας αρχικά εκτίμησαν ότι το βλήμα που στόχευσε το Ντνίπρο ήταν διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος (ICBM), με τον Πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντιμίρ Ζελένσκι, να δηλώνει ότι όλες οι παράμετροι ταίριαζαν με εκείνες ενός ICBM και ότι «ο Πούτιν χρησιμοποιεί την Ουκρανία ως πεδίο δοκιμών» για το νέο σύστημα όπλων.

Οι αναλυτές εκτίμησαν ευρέως ότι η υπερυχητική επίθεση ήταν μια προειδοποίηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, μετά την απόφαση του Προέδρου Τζο Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει τους βαλλιστικούς πυραύλους που προμήθευσαν οι ΗΠΑ για να πλήξουν ρωσικούς στόχους.

Ο Ρώσος ηγέτης δήλωσε στις 21 Νοεμβρίου ότι θεωρεί δίκαιο να πλήξει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις χωρών που επιτρέπουν τη χρήση των όπλων τους για επιθέσεις μέσα στη Ρωσία.

«Θα καθορίσουμε τους στόχους κατά τη διάρκεια των επόμενων δοκιμών των προηγμένων πυραυλικών συστημάτων μας, με βάση τις απειλές για την ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας», δήλωσε ο Πούτιν. «Θεωρούμε ότι έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τα όπλα μας κατά των στρατιωτικών εγκαταστάσεων αυτών των χωρών που επιτρέπουν τη χρήση των όπλων τους κατά των εγκαταστάσεών μας, και σε περίπτωση κλιμάκωσης επιθετικών ενεργειών, θα ανταποκριθούμε αποφασιστικά και αναλόγως.»

Ο Πούτιν ανέφερε επίσης στη συνάντηση της Παρασκευής στο Κρεμλίνο ότι ο πύραυλος Ορέσνικ «δεν είναι διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος ούτε όπλο μαζικής καταστροφής». Τέτοιου είδους στρατηγικά συστήματα όπλων έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές, οι οποίες συνήθως συνδέονται με τη στρατηγική αποτροπή και διέπονται από διεθνείς συνθήκες, όπως η Νέα Συνθήκη Μείωσης Στρατηγικών Όπλων (Strategic Arms Reduction Treaty-START), η οποία πρόκειται να λήξει το 2026. Ο Πούτιν είχε αναστείλει τη συμμετοχή της Ρωσίας στη Νέα START το 2023 λόγω της υποστήριξης των ΗΠΑ στην Ουκρανία, αν και αξιωματούχοι των ΗΠΑ δήλωσαν ότι η Μόσχα συνέχισε να τηρεί τα όρια για τις κεφαλές, τους πυραύλους και τα βομβαρδιστικά που επιβλήθηκαν από τη συνθήκη, όπως και η Ουάσιγκτον.

Άλλες χώρες αναπτύσσουν επίσης υπερυχητικά συστήματα πυραύλων μέσου και μικρότερου βεληνεκούς, σύμφωνα με τον Πούτιν, ο οποίος δήλωσε ότι πιστεύει πως μόνο η Ρωσία τα έχει έτοιμα για ανάπτυξη. Επίσης, ο Ρώσος ηγέτης υποστήριξε ότι, αν και ο νέος πύραυλος δεν είναι στρατηγικό όπλο, η χρήση του θα μπορούσε να έχει παρόμοιο καταστροφικό αντίκτυπο.

«Λόγω της ισχύος της πλήξης του, ειδικά σε περίπτωση μαζικής, ομαδικής εκτόξευσης, και σε συνδυασμό με άλλα ακριβή συστήματα μεγάλου βεληνεκούς, τα οποία διαθέτει επίσης η Ρωσία, το αποτέλεσμα της χρήσης του κατά στόχων του εχθρού θα ήταν συγκρίσιμο με τα στρατηγικά όπλα», δήλωσε ο Πούτιν.

Στη διάρκεια της ίδιας συνάντησης, ο Διοικητής των Στρατηγικών Δυνάμεων Πυραύλων της Ρωσίας, Σεργκέι Καρακαγιέβ, χαρακτήρισε το Ορέσνικ «ασύγκριτο» στον κόσμο και ισχυρίστηκε ότι μπορεί να ξεπεράσει όλα τα υπάρχοντα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας.

«Με βάση τις αποστολές και το βεληνεκές αυτού του όπλου, μπορεί να πλήξει στόχους σε όλη την Ευρώπη, κάτι που το διαφοροποιεί από άλλα ακριβείας μεγάλης εμβέλειας όπλα», δήλωσε ο Καρακαγιέβ, υπονοώντας ότι κανένας από τους ευρωπαϊκούς συμμάχους της Ουκρανίας δεν είναι ασφαλής από την απειλή του.

Επιπλέον, ο CEO της Ροσκόσμος, Γιούρι Μπορίσοφ, δήλωσε στη συνάντηση ότι η ρωσική αμυντική βιομηχανία έχει τη δυνατότητα να εκσυγχρονίσει το 95% των στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων της χώρας και το 82% των αεροδιαστημικών δυνάμεων της με την προηγμένη υπερηχητική δυνατότητα πλήγματος που διαθέτει το σύστημα Ορέσνικ, υποδεικνύοντας ότι στόχοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να στοχοποιηθούν.

Η ανάπτυξη αυτή έρχεται καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν αυξάνει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, εν όψει της παράδοσης της εξουσίας στην κυβέρνηση του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία γρήγορα, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι θα καταφέρει να πείσει τον Πούτιν και τον Ζελένσκι να καταλήξουν σε μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ή σε μία ειρηνική συμφωνία.

Το Κρεμλίνο προειδοποιεί ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης

Το Κρεμλίνο προειδοποιεί ότι οι σχέσεις της Ρωσίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, επιμένοντας ότι πρέπει να ικανοποιηθούν όλοι οι όροι του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν πριν προχωρήσουν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η Μόσχα υιοθετεί μια σκληρή προσέγγιση, ενώ ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να μεσολαβήσει για μια ειρηνευτική συμφωνία.

Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Ριάμπκοφ, βασικό στέλεχος της διπλωματικής δέσμευσης της Ρωσίας με την Ουάσιγκτον, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στη Μόσχα, στις 10 Φεβρουαρίου, ότι το Κρεμλίνο δεν είναι διατεθειμένο να συμβιβαστεί, επαναλαμβάνοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει διευθέτηση στην Ουκρανία χωρίς την πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Πούτιν.

«Η πολιτική λύση, όπως την οραματιζόμαστε, δεν μπορεί να επιτευχθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την πλήρη εφαρμογή όσων διακήρυξε ο πρόεδρος Πούτιν όταν μίλησε στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών τον Ιούνιο», δήλωσε ο Ριάμπκοφ.

«Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν οι ΗΠΑ, η Βρετανία και οι άλλοι τόσο καλύτερα θα είναι και τόσο πιο κοντά θα είναι αυτή η επιθυμητή πολιτική λύση για όλους», πρόσθεσε ο Ρώσος διπλωμάτης.

Στη συνάντηση του Ιουνίου 2024, ο Πούτιν έθεσε τους όρους του για τις ειρηνευτικές συνομιλίες, μεταξύ των οποίων η αποχώρηση των ουκρανικών στρατευμάτων από τις αμφισβητούμενες περιοχές, η ουδετερότητα της Ουκρανίας, η «αποστρατιωτικοποίηση» της χώρας και η άρση των δυτικών κυρώσεων.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι απέρριψε τους όρους αυτούς, δηλώνοντας ότι ισοδυναμούν με παράδοση της Ουκρανίας. Το Κίεβο θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να ανακτήσει τον έλεγχο των εδαφών που πήρε η Ρωσία στον πόλεμο.

Ο Τραμπ, ο οποίος έχει επανειλημμένα ορκιστεί να τερματίσει γρήγορα τον πόλεμο στην Ουκρανία, δήλωσε στις 9 Φεβρουαρίου ότι πιστεύει ότι σημειώνεται πρόοδος στην προσπάθεια για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Ωστόσο, ο Ριάμπκοφ προειδοποίησε ότι η Μόσχα και η Ουάσιγκτον παραμένουν στα πρόθυρα ρήξης, κατηγορώντας για την επιδείνωση των σχέσεων τις πολιτικές «υβριδικού πολέμου» της κυβέρνησης Μπάιντεν και τις προσπάθειες να επιβληθεί στρατηγική ήττα στη Ρωσία, σύμφωνα με το ρωσικό κρατικό μέσο ενημέρωσης Tass. Ο Ρώσος διπλωμάτης πρόσθεσε ότι αυτό έχει επιδεινώσει το «ανταγωνιστικό περιεχόμενο» των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων, καθιστώντας την κατάσταση «πολύ κρίσιμη».

Αν και αναγνώρισε ότι η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο «σημαίνει μια αλλαγή» στην πολιτική των ΗΠΑ, ο Ριάμπκοφ εξέφρασε σκεπτικισμό για οποιαδήποτε σημαντική βελτίωση των διμερών σχέσεων. Επεσήμανε ότι η Ρωσία παραμένει επισήμως χαρακτηρισμένη ως «σημαντικός αντίπαλος» στα έγγραφα πολιτικής των ΗΠΑ, περιορίζοντας τις δυνατότητες διπλωματικής προόδου.

Πρόσθεσε, όμως, ότι αν και η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για επαφές υψηλού επιπέδου, οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ανοιχτοί.

Ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι η Ρωσία είναι έτοιμη για διάλογο με την κυβέρνηση Τραμπ σχετικά με την Ουκρανία και έχει εκδηλώσει τη διάθεση να κάνει κάποιους «συμβιβασμούς». Ωστόσο, οι τελευταίες παρατηρήσεις του Ριάμπκοφ υποδηλώνουν ότι το Κρεμλίνο παραμένει σταθερό στις βασικές απαιτήσεις του, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια ευελιξίας.

Ο Ρώσος πρόεδρος εξέφρασε επίσης την πεποίθηση ότι ο Τραμπ θα μπορέσει να πλοηγηθεί στις πολυπλοκότητες της σύγκρουσης και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια μακροπρόθεσμη ειρηνευτική συμφωνία. Ο Πούτιν δήλωσε ότι μια λύση «δεν θα πρέπει να είναι μια σύντομη κατάπαυση του πυρός, ούτε κάποιου είδους περίοδος ανάπαυλας που θα επιτρέψει την ανασύνταξη και τον επανεξοπλισμό των δυνάμεων, αλλά μια μακροπρόθεσμη ειρήνη».

Ο Ζελένσκι παρουσίασε πέρυσι ένα «σχέδιο νίκης» επικεντρωμένο στην ιδέα της πραγματοποίησης σημαντικών κερδών στο πεδίο της μάχης, το οποίο περιελάμβανε τη χρήση όπλων από τη Δύση για να χτυπήσουν βαθύτερα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Το σχέδιο περιελάμβανε επίσης μια προσφορά σε στρατηγικούς εταίρους όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες για κοινή εξόρυξη κρίσιμων ορυκτών, περιλαμβανομένων σπάνιων γαιών.

Ο Τραμπ δήλωσε πρόσφατα ότι επιδιώκει να συνάψει συμφωνία με την Ουκρανία για την εξασφάλιση σπάνιων γαιών – μια ομάδα 17 βασικών στοιχείων απαραίτητων για την τροφοδοσία πολλών σύγχρονων τεχνολογιών – σε αντάλλαγμα με τη συνεχή οικονομική στήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Ο Ζελένσκι δήλωσε ότι είναι ανοιχτός σε μια τέτοια συμφωνία.

Στις 7 Φεβρουαρίου, ο Τραμπ ανέφερε ότι πιθανότατα θα συναντηθεί με τον Ζελένσκι τις επόμενες εβδομάδες για να συζητήσουν τον τερματισμό του πολέμου.

Με πληροφορίες από το Reuters

Οι Ρώσοι νομοθέτες εγκρίνουν απαγόρευση υιοθεσιών για χώρες που επιτρέπουν αλλαγές φύλου

Ένα νομοσχέδιο που απαγορεύει την υιοθεσία παιδιών από τη Ρωσία σε χώρες που επιτρέπουν την αλλαγή φύλου, πέρασε από τη χαμηλότερη βουλή του ρωσικού κοινοβουλίου και τώρα κατευθύνεται προς την ανώτερη βουλή και στη συνέχεια στον Πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, για υπογραφή και εφαρμογή ως νόμος

Οι νομοθέτες της χαμηλότερης βουλής, που ονομάζεται Κρατική Δούμα, πέρασαν το μέτρο στην τρίτη και τελευταία ανάγνωσή του στις 12 Νοεμβρίου. Η νομοθεσία πρέπει να περάσει τρεις αναγνώσεις στην Κρατική Δούμα—όπως και στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων—πριν αποσταλεί στην ανώτερη βουλή, που ονομάζεται Συμβούλιο Ομοσπονδίας, και στη συνέχεια στον πρόεδρο για τελική έγκριση.

Το νομοσχέδιο κατατέθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο από νομοθέτες υπό την ηγεσία του προέδρου της Δούμας, Βιάτσεσλαβ Βολόντιν, ο οποίος δήλωσε στην εφαρμογή Telegram στις 11 Νοεμβρίου ότι οι ξένοι έχουν υιοθετήσει περισσότερα από 100.000 ρωσικά παιδιά τα τελευταία 30 χρόνια και ότι το μέτρο στοχεύει στην προστασία των παιδιών από πιθανούς κινδύνους.

«Οι δυτικές πολιτικές σχετικά με τα παιδιά είναι επιβλαβείς», έγραψε ο Βολόντιν. «Είναι κρίσιμης σημασίας να αποτραπεί οποιαδήποτε προσπάθεια να αλλάξει το φύλο με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια ξένων υιοθεσιών.»

Ο Βασίλι Πισκάρεφ, νομοθέτης που συνυπογράφει τη νομοθεσία, υποστηρίζει ότι τα ρωσικά παιδιά που υιοθετούνται από γονείς σε δυτικές χώρες διατρέχουν τον κίνδυνο να πιεστούν να αλλάξουν φύλο ή να γίνουν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

Το νομοσχέδιο τροποποιεί τον Κώδικα Οικογένειας της Ρωσίας, απαγορεύοντας την υιοθεσία ρωσικών παιδιών από πολίτες χωρών που επιτρέπουν την αλλαγή φύλου μέσω ιατρικής παρέμβασης ή με την τροποποίηση των εγγράφων ταυτότητας για να αντανακλούν την αλλαγή φύλου χωρίς ιατρικές διαδικασίες.

Ο Βολόντιν ανέφερε τουλάχιστον 15 χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και την Αυστραλία και τον Καναδά, οι οποίες θα επηρεαστούν από τον νόμο. Οι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν αποκλειστεί από το δικαίωμα να υιοθετούν ρωσικά παιδιά από το 2012.

Όταν το μέτρο πέρασε την πρώτη ανάγνωση στην Κρατική Δούμα στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Βολόντιν δήλωσε ότι το μέτρο «στοχεύει στην προστασία της παιδικής ηλικίας και των παραδοσιακών αξιών».

Εκτός από τη νομοθεσία που περιορίζει τις υιοθεσίες σε χώρες που επιτρέπουν την αλλαγή φύλου, η Κρατική Δούμα στις 12 Νοεμβρίου ενέκρινε επίσης ένα μέτρο που απαγορεύει υλικό που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να μην κάνουν παιδιά. Το νομοσχέδιο τροποποιεί έξι υφιστάμενους νόμους που ήδη απαγορεύουν την προώθηση της παιδοφιλίας, των ΛΟΑΤ  τρόπων ζωής και της αλλαγής φύλου.

«Πρόκειται για την προστασία των πολιτών, ειδικά της νεότερης γενιάς, από πληροφορίες στον χώρο των μέσων ενημέρωσης που επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη της προσωπικότητας», έγραψε ο Βολόντιν σε μήνυμά του στο Telegram. «Πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουμε ότι οι μελλοντικές γενιές θα μεγαλώσουν με επίκεντρο τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες.»

Πέρυσι, η Ρωσία ψήφισε έναν νόμο που απαγορεύει τις διαδικασίες αλλαγής φύλου, περιλαμβανομένων των χειρουργείων αλλαγής φύλου και της τροποποίησης του φύλου στα δημόσια αρχεία. Ο νόμος όχι μόνο απαγορεύει τις ενέργειες και τις διαδικασίες αλλαγής φύλου, αλλά εμποδίζει και τα τρανσέξουαλ άτομα να υιοθετούν παιδιά. Επίσης, ακυρώνει αυτόματα τους γάμους αν ο ένας σύντροφος αποφασίσει να αλλάξει τα χαρακτηριστικά φύλου του.

Ο Πούτιν, ο οποίος υπέγραψε το νόμο για την απαγόρευση των διαδικασιών αλλαγής φύλου τον Ιούλιο του 2023, έχει τοποθετήσει τη Ρωσία ως προπύργιο των παραδοσιακών αξιών, εμπλεκόμενη σε μια υπαρξιακή μάχη κατά αυτού που θεωρεί ηθικά διαλυμένο Δύση.

Την εποχή εκείνη, οι επικριτές, όπως η ομάδα υπεράσπισης Open Democracy, χαρακτήρισαν την κίνηση ως μέρος των προσπαθειών του Κρεμλίνου να μετατρέψει τα μέλη της ΛΟΑΤ  κοινότητας σε «αποδιοπομπαίους τράγους στη μάχη του για την προώθηση των ‘παραδοσιακών αξιών’».

Η ομάδα υποστήριξε ότι ένας άλλος λόγος πίσω από τους περιορισμούς είναι ότι τα μέλη της ΛΟΑΤ κοινότητας συχνά ασχολούνται με αντικυβερνητική και αντικρεμλινική δράση.

Πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ καλεί την Ευρώπη να συνεργαστεί με τον Τραμπ για να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία

Ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γιενς Στόλτενμπεργκ, κάλεσε τους Ευρωπαίους ηγέτες να αυξήσουν τις δεσμεύσεις τους για δαπάνες άμυνας ώστε να διατηρηθεί η ισχυρή διατλαντική συμμαχία απέναντι στις απειλές και να υποστηρίξουν τις προσπάθειες του εκλεγμένου Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ο Στόλτενμπεργκ, ο οποίος ηγήθηκε του ΝΑΤΟ από το 2014 έως το 2024, έγραψε σε άρθρο του στις 9 Νοεμβρίου στη Financial Times ότι οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της ακεραιότητας του διατλαντικού αμυντικού συμφώνου, ιδιαίτερα ενόψει των ανανεωμένων εκκλήσεων του Τραμπ για ‘κατανομή του βάρους’» μέσα στη συμμαχία.

«Ο Τραμπ πίστευε ότι οι ΗΠΑ είχαν μια κακή συμφωνία. Πίστευε ότι οι σύμμαχοι δεν καταβάλλουν την απαιτούμενη προσπάθεια και στην αρχή θεωρούσε τη συμμαχία ‘βάρος’ αντί για πλεονέκτημα», έγραψε ο Στόλτενμπεργκ, προσθέτοντας ότι ο Τραμπ είχε δίκιο. «Η Ευρώπη είχε πράγματι αφήσει τις δυνάμεις της να ατροφίσουν και πολλές χώρες είχαν γίνει επικίνδυνα εξαρτημένες από το ρωσικό αέριο. Αυτές οι παραλήψεις θα κόστιζαν ακριβά στους Ευρωπαίους».

Αναφερόμενος στην εξέλιξη του ΝΑΤΟ κατά την πρώτη προεδρία του Τραμπ, ο Στόλτενμπεργκ σημείωσε ότι η συνεργασία μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ ήταν «καλή και αξιόπιστη» υπό τον 45ο Πρόεδρο των ΗΠΑ, παρά τις αρχικές εντάσεις. Πρόσθεσε ότι η συμμαχία βγήκε πιο ισχυρή, με αυξημένες δαπάνες άμυνας και ενισχυμένες δυνατότητες.

Ωστόσο, αν και οι Ευρωπαίοι έγιναν καλύτεροι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, ο Στόλτενμπεργκ προειδοποίησε ότι το τρέχον ασφαλιστικό περιβάλλον απαιτεί ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες από τις ευρωπαϊκές χώρες. Εν μέσω προκλήσεων ασφαλείας, όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η αυξανόμενη στρατηγική ανταγωνιστικότητα με την Κίνα, οι προσδοκίες για το τι πρέπει να κάνουν τα ευρωπαϊκά μέλη της συμμαχίας έχουν αλλάξει.

Αναφερόμενος στη δέσμευση των συμμάχων του ΝΑΤΟ να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ τους για άμυνα ως «κατώφλι, όχι ανώτατο όριο», ο Στόλτενμπεργκ δήλωσε ότι οι ευρωπαϊκοί ηγέτες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους, να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη και να επενδύσουν περισσότερα στην άμυνα.

«Αν η Ευρώπη εκπληρώσει το μέρος της συμφωνίας, είμαι βέβαιος ότι η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θα εκπληρώσει το δικό της», έγραψε, σημειώνοντας ότι ο Τραμπ υποστήριξε μια πολιτική ισχύος κατά τη διάρκεια της θητείας του και ότι ήταν εκείνος που αποφάσισε να στείλει όπλα στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των αντιαρματικών Javelin, που αποδείχθηκαν καθοριστικά όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.

Ο Στόλτενμπεργκ κάλεσε τους ευρωπαϊκούς συμμάχους του ΝΑΤΟ να «αποδείξουν την αξία τους» βοηθώντας την κυβέρνηση Τραμπ στην στρατηγική της εστίαση στον Ινδο-Ειρηνικό, προσφέροντας, για παράδειγμα, συγκεκριμένες δυνατότητες που οι ΗΠΑ μπορεί να χρειάζονται στην περιοχή αυτή.

«Έτσι, μπορούμε να υπενθυμίσουμε στην επερχόμενη κυβέρνηση ότι, αντί να είναι ‘βάρος’, η διατλαντική σχέση είναι ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στην εποχή του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων», έγραψε. «Η επιστροφή του Τραμπ μας προκαλεί να αναλάβουμε δράση και να αποδείξουμε ότι είμαστε πραγματικοί εταίροι και όχι ‘τζαμπατζήδες’».

Ο πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ είπε επίσης ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να είναι έτοιμες να υποστηρίξουν τις προσπάθειες του Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, «εργαζόμενοι με τον Τραμπ για να φέρουν μια διαπραγματευμένη συμφωνία που να είναι αποδεκτή από την Ουκρανία και να μην ανταμείβει την επιθετικότητα».

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα φέρει γρήγορο τέλος στον πόλεμο αν εκλεγεί. Αν και δεν έχει αποκαλύψει ένα λεπτομερές σχέδιο—λέγοντας ότι η δημοσιοποίησή του θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητά του—έχει πει ότι θα χρησιμοποιήσει τις καθιερωμένες του σχέσεις τόσο με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και με τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι για να ενθαρρύνει τους δύο πολεμιστές ηγέτες να καταλήξουν σε συμφωνία.

Τόσο ο Τραμπ όσο και ο υποψήφιός του για αντιπρόεδρος, Τζ. Ντ. Βανς, έχουν καλέσει τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να αναλάβουν μεγαλύτερο μέρος του αμυντικού βάρους.

Μέχρι το τέλος του 2023, 10 από τα 31 μέλη του ΝΑΤΟ είχαν φτάσει τον στόχο των δαπανών άμυνας 2% του ΑΕΠ, αν και οι προβλέψεις δείχνουν ότι αυτός ο αριθμός μπορεί να ανέλθει σε 23 από τα 32 το 2024, μετά την ένταξη της Σουηδίας.

Όταν ο Τραμπ ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2016, πέντε μέλη του ΝΑΤΟ πληρούσαν το ελάχιστο 2%. Αυτός ο αριθμός αυξήθηκε σε εννέα όταν αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο.