Μία από τις σημαντικότερες ήττες της υπέστη η Google, μετά από απόφαση ομοσπονδιακού δικαστηρίου στις ΗΠΑ που έκρινε πως ο αμερικανικός κολοσσός παραβίασε την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία με τις πρακτικές του στη διαδικτυακή διαφημιστική τεχνολογία. Η απόφαση ανοίγει το δρόμο για ενδεχόμενες βαθιές αλλαγές στη λειτουργία της εταιρείας.
Όπως αναφέρεται στη 115σέλιδη απόφαση της δικαστού Λέονι Μπρίνκεμα από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Ανατολικής Βιρτζίνια, η Google καταπάτησε τον νόμο Σέρμαν, «αποκτώντας και διατηρώντας μεθοδικά μονοπωλιακή δύναμη» σε συγκεκριμένες αγορές διαφημιστικής τεχνολογίας, ενώ παράλληλα «προχώρησε σε παράνομη σύζευξη» δύο προϊόντων της.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε μόλις λίγες εβδομάδες πριν το ενδεχόμενο επιβολής ευρείας κλίμακας μέτρων σε βάρος της Google σε άλλη υπόθεση ανταγωνισμού που εκκρεμεί στην Ουάσιγκτον. Εκεί, ο δικαστής Αμίτ Μέχτα είχε ήδη αποφανθεί πέρυσι ότι ο τεχνολογικός κολοσσός είχε παραβιάσει τους νόμους περί ανταγωνισμού στον τομέα των διαδικτυακών αναζητήσεων.
Την ίδια στιγμή, στην Ουάσιγκτον, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FTC) προχωρά σε δικαστική αντιμονοπωλιακή διαμάχη με τη Meta, ιδιοκτήτρια του Facebook και του Instagram, ζητώντας ακόμη και τη διάσπαση της εταιρείας, με πώληση περιουσιακών στοιχείων όπως το Instagram και το WhatsApp.
Στην περίπτωση της Google, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης είχε καταθέσει αγωγή τον Ιανουάριο του 2023 ζητώντας τη διάσπαση της επιχείρησης στον τομέα της διαφημιστικής τεχνολογίας και την απομάκρυνσή της από το σύστημα διαχείρισης διαφημίσεων.
Κατά τη διάρκεια της τριών εβδομάδων ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη πέρυσι, οι δικηγόροι της Google υποστήριξαν πως το Υπουργείο Δικαιοσύνης απέτυχε να προσδιορίσει συγκεκριμένες σχετικές αγορές και βασίστηκε σε νομικά προηγούμενα που δεν έχουν εφαρμογή στην υπόθεση.
Στην πολυσέλιδη απόφασή της, η δικαστής Μπρίνκεμα επισήμανε ότι οι ενάγοντες —το υπουργείο Δικαιοσύνης και πολλές πολιτείες— δεν κατάφεραν να αποδείξουν την ύπαρξη μιας καθορισμένης αγοράς στη διαφήμιση εμφάνισης (display ads). Ωστόσο, σημείωσε ότι επαρκώς αποδείχθηκε η δεσπόζουσα θέση της Google στην τεχνολογική πλατφόρμα διαχείρισης διαφημίσεων για εκδότες (publisher ad server).
«Για πάνω από μία δεκαετία, η Google συνέδεε τη διαχειριστική πλατφόρμα διαφημίσεων για εκδότες με τη δική της ανταλλακτική πλατφόρμα διαφημίσεων, είτε μέσω συμβατικών όρων είτε μέσω τεχνολογικής ενσωμάτωσης. Αυτό επέτρεψε στην εταιρεία να δημιουργήσει και να διασφαλίσει το μονοπώλιό της σε αυτές τις δύο αγορές», δήλωσε η δικαστής. «Η Google παγίωσε ακόμη περισσότερο τη δεσπόζουσα θέση της, επιβάλλοντας αντικανονιστικές πολιτικές στους πελάτες της και αφαιρώντας χαρακτηριστικά που προτιμούσε η αγορά».
Μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου, η Google δεν είχε ανταποκριθεί σε σχετικό αίτημα για σχόλιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δικαστής Μπρίνκεμα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων εις βάρος της Google σχετικά με τη διαχείριση αποδεικτικού υλικού και την επίκληση του απορρήτου μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. «Η συστηματική καταπάτηση των κανόνων για τη διαφύλαξη των αποδεικτικών στοιχείων και η κατάχρηση του προνομίου επικοινωνίας με τους νομικούς συμβούλους θα μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία για την επιβολή κυρώσεων», ανέφερε η δικαστής, προσθέτοντας πως προς το παρόν δεν είναι απαραίτητο να επιβληθούν.
Η Google επανειλημμένα έχει υπερασπιστεί τις πρακτικές της. Σε σχετική ανάρτηση σε εταιρικό ιστολόγιο πέρυσι, υποστήριξε πως στηρίζει τον ανταγωνισμό και πως οι υπηρεσίες της ευνοούν τελικά τους χρήστες.
«Μετά από τρεις εβδομάδες δίκης, είναι σαφές πως το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν κατάλαβε την ουσία: Ο ανταγωνισμός στον τομέα της διαφημιστικής τεχνολογίας είναι έντονος και οι διαφημιστές και οι εκδότες έχουν πλήθος επιλογών», δήλωσε η Λι-Ανν Μαλχόλαντ, Αντιπρόεδρος Ρυθμιστικών Υποθέσεων της Google. «Οι υπηρεσίες της Google έχουν δημιουργήσει οφέλη για εκδότες, διαφημιζόμενους και καταναλωτές».