Το υπουργείο Πολιτισμού προχωρεί στην ολοκληρωμένη προστασία και ανάδειξη του προϊστορικού οικισμού του Σέσκλου Α και Β στην Αισωνία Μαγνησίας. Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του ΥΠΠΟ, ο σχεδιασμός περιλαμβάνει προτάσεις για τη συνολική ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, μέσω επεμβάσεων στερέωσης των αρχαίων καταλοίπων, βελτίωσης της προσβασιμότητας και διαχείρισης των επισκεπτών, αλλά και έργων αντιπλημμυρικής θωράκισης του ιδιαίτερα σημαντικού αρχαιολογικού χώρου.
Ο οικισμός του Σέσκλου έχει υποστεί ζημιές τόσο από την πυρκαγιά του 2023 όσο και από τον Daniel. Τα έργα προστασίας και θωράκισης από τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής στον αρχαιολογικό χώρο χρηματοδοτούνται από τη χορηγία της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών προς το υπουργείο Πολιτισμού για την αποκατάσταση των μνημείων που επλήγησαν από τον Daniel, συνολικού προϋπολογισμού 10.000.000 ευρώ.
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε: «Ο αρχαιολογικός χώρος του Σέσκλου, στη Θεσσαλία, είναι ένας από τους σημαντικότερους και αρχαιότερους νεολιθικούς οικισμούς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αναπτύχθηκε στο λόφο Καστράκι και στη γύρω περιοχή, κοντά στο σημερινό χωριό Σέσκλο και χρονολογείται από την αρχή της Νεολιθικής Εποχής (7η χιλιετία π.Χ.) έως τη Μέση Εποχή του Χαλκού (2η χιλιετία π.Χ.), με ακμή στην 5η χιλιετία π.Χ., κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με το λεγόμενο «πολιτισμό του Σέσκλου» κατά την οποία αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε σημαντικά η τεχνική όπτησης των πήλινων σκευών και η γραπτή διακόσμησή τους. Καθώς αποτελεί το παλαιότερο δείγμα στον ελληνικό χώρο, όπου αναγνωρίζεται η αρχιτεκτονική των κτισμάτων και η οργάνωση ενός οικισμού, κατέχει σημαντική θέση στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής.»
Σύμφωνα με την κα Μενδώνη, «η διατήρηση του εντυπωσιακού Μεγάρου και τμημάτων των περιβόλων, τα οποία αποτελούν τον πυρήνα των οικοδομικών καταλοίπων της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, προσφέρει ένα μοναδικό δείγμα της εξέλιξης των οικισμών και της αρχιτεκτονικής της εποχής. Η προστασία του αρχαιολογικού χώρου, και συγκεκριμένα των τοίχων και των θεμελίων του Σέσκλου Α και Β, αποτελεί ένα δύσκολο και πολύπλευρο αντικείμενο εξαιτίας της σπουδαιότητας των ευρημάτων, της ευπάθειας των οικοδομικών καταλοίπων και της παθογένειας του γηλόφου που καλύπτει τα αρχαία λείψανα. Στο παρελθόν έχουν γίνει εργασίες προστασίας, αλλά μετά την παρέλευση είκοσι και πλέον χρόνων από τις τελευταίες επεμβάσεις, την πυρκαγιά και τις πλημμύρες του 2023, από τις οποίες επλήγη ο αρχαιολογικός χώρος, εντοπίζονται σημαντικά προβλήματα που αφορούν στη διατήρηση των οικοδομικών καταλοίπων, αλλά και στην αναγνωσιμότητα του χώρου. Στόχος μας είναι η όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη διαχείριση των προβλημάτων αυτών, τη βελτίωση της προσβασιμότητας και της αναγνωσιμότητας του προϊστορικού οικισμού καθώς παρουσιάζει σταθερά αυξανόμενη επισκεψιμότητα, τα τελευταία χρόνια. Τα κυριότερα προβλήματα που εντοπίζονται στον αρχαιολογικό χώρο σχετίζονται με την αναλημματική λειτουργία κάποιων τοίχων, την υποσκαφή των θεμελιώσεων, τη μη αντίληψη των χώρων και των οικοδομικών φάσεων, τις νεότερες κατασκευές από σχιστόπλακες που συγχέονται με τις αρχαίες κατασκευές, τη διάβρωση της μαγούλας και τη διαχείριση των ομβρίων. Ευχαριστώ την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, την πρόεδρο Μελίνα Τραυλού και τα μέλη του ΔΣ, για την υποστήριξή τους προς το υπουργείο Πολιτισμού για την αποκατάσταση των πληγέντων μνημείων από τις καταστροφικές πλημμύρες του 2023».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΥΠΠΟ, η αρχιτεκτονική μελέτη στερέωσης, αποκατάστασης και ανάδειξης των οικοδομικών καταλοίπων του προϊστορικού οικισμού Σέσκλου Α και Β είχε συντονιστικό ρόλο στο σύνολο των μελετών, με στόχο τη διαμόρφωση λύσεων για την προστασία και την αποκατάσταση των οικοδομών καταλοίπων, καθώς και την ανάδειξη του χώρου με ήπιες παρεμβάσεις, συμβατές με τον χαρακτήρα του χώρου, ώστε να βελτιωθεί η αναγνωσιμότητα και επισκεψιμότητά του.
Η πρόταση οργάνωσης του χώρου στο Σέσκλο Α αφορά στη διατήρηση της υφιστάμενης πορείας επίσκεψης, η οποία επιβλήθηκε από τη γεωμορφολογία της μαγούλας και τα κατάλοιπά της. Με στόχο να είναι περισσότερο ευανάγνωστος ο χώρος από τους επισκέπτες, διαμορφώνονται δύο διακριτές περιοχές, του μεγάρου και της ομάδας των οικιών, όπου ο επισκέπτης μπορεί να προσλάβει μια χαρακτηριστική εικόνα του μοναδικού οικισμού που αποτελεί την περίοδο του «πολιτισμού του Σέσκλου».
Στην Ακρόπολη προτείνεται η απομάκρυνση των κατασκευών των δεκαετιών του 1970 και 1980 από σχιστόλιθους, οι οποίες συχνά συγχέονται με τις αυθεντικές κατασκευές και η διαμόρφωση νέας διαδρομής περιήγησης που να επιτρέπει και την πρόσβαση αμαξιδίων. Η διαδρομή κατασκευάζεται στην ίδια θέση με την υφισταμένη. Κατά μήκος της νότιας παρειάς κατασκευάζεται τάφρος απομάκρυνσης των ομβρίων υδάτων. Η διαδρομή ανόδου προς τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης καταργείται. Παράλληλα, δρομολογούνται εργασίες συντήρησης των υφιστάμενων κτηρίων (εισόδου, γραφείων και αποθηκών). Εξωτερικά της κεντρικής εισόδου εξελίσσονται οι διαδικασίες που αφορούν στην αλλαγή της κλίσης του δρόμου, αλλά και στη διευθέτηση των υδάτων στην απόληξη του δρόμου.
Με βάση τα συμπεράσματα της στατικής μελέτης στερέωσης, αποκατάστασης και ανάδειξης των οικοδομικών καταλοίπων επεκτείνεται ο υπάρχων τοίχος αντιστήριξης, αποκαθίσταται ο λόφος στη θέση της νότιας κατολίσθησης και η ενισχύεται η υποθεμελίωση κατασκευών. Η μελέτη αποστράγγισης για τη διαχείριση των επιφανειακών υδάτων των οικοδομικών καταλοίπων περιλαμβάνει την προστασία του αρχαιολογικού χώρου από τις πλημμυρικές απορροές, τη διαχείριση των επιφανειακών απορροών στα οικοδομικά κατάλοιπα των προϊστορικών οικισμών καθώς και στους υπόλοιπους χώρους.
Παράλληλα, δρομολογείται η εκπόνηση ειδικής φυτοτεχνικής μελέτης, η οποία περιλαμβάνει σχέδιο διαχείρισης της αυτοφυούς βλάστησης στην περιοχή των οικοδομικών καταλοίπων, με στόχο την αξιοποίηση ειδών που προστατεύουν από την επιφανειακή διάβρωση και αναδεικνύουν τα κατάλοιπα, καθώς και την προσθήκη κατάλληλης καλλωπιστικής βλάστησης που να εξυπηρετεί λειτουργικούς σκοπούς όπως η σκίαση σε κατάλληλα σημεία, η ανάδειξη οδεύσεων και ορίων.
Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης, σήμερα Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025, το Μουσείο Ακρόπολης προσκαλεί τους επισκέπτες στον προαύλιο χώρο του να παρακολουθήσουν μία μαραθώνια συνακρόαση του ομηρικού έπους της Ιλιάδας, την οποία διοργανώνει το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Η εκδήλωση θα μεταδοθεί σε απευθείας σύνδεση από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ και η είσοδος θα είναι ελεύθερη για το κοινό. Από τις 9 το πρωί ως τις 9 το βράδυ, φοιτήτριες και φοιτητές της Κλασικής Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε φιλολογική επιμέλεια του αν. καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Βασίλη Π. Βερτουδάκη, θα απαγγείλουν την Ιλιάδα του Ομήρου – κατ’ επιλογήν δώδεκα ραψωδίες από την Α ως την Ω, σε νεοελληνική μετάφραση. Μέρος της πρώτης ραψωδίας θα απαγγείλει ο γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης.
Το ομηρικό έπος, το αρχαιότερο όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, τοποθετείται γύρω στο 750 π.Χ. και διασώζει τους μύθους, τις αξίες και τα ιδανικά του αρχαίου κόσμου. Από τον ηρωισμό του Αχιλλέα έως τη μοίρα της Τροίας, η Ιλιάδα εξακολουθεί να εμπνέει, να συγκινεί και να θέτει ερωτήματα για τον πόλεμο, τη δόξα και την ανθρώπινη φύση. Λίγα έργα συνδυάζουν με τόσο μοναδικό τρόπο την αγριότητα του πολέμου με το ανθρώπινο συναίσθημα, τους φόβους, τις ελπίδες και τα πάθη των πρωταγωνιστών του.
Η Ιλιάδα εντάσσεται στον κορμό της παραδοσιακής προφορικής ποίησης κι είναι βαθύτατα ακροαματική, μιας και λειτουργούσε ως ακροαματικός λόγος στη μεγάλη γιορτή της Περίκλειας, Αθηναϊκής Δημοκρατίας προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, τα Παναθήναια, αλλά και σε άλλες γιορτές, σε διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου, όπως αναφέρουν οι διοργανωτές.
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι έγραψε κάποτε: «Αν ο ποιητής λέει ότι μπορεί να ανάψει στους άντρες τη φλόγα της αγάπης […] ο ζωγράφος έχει τη δύναμη να κάνει το ίδιο […] βάζοντας μπροστά στον εραστή την εικόνα της αγαπημένης του, τόσο ίδιας με την αληθινή που να τον κάνει να αισθάνεται ότι μπορεί να απλώσει το χέρι του και να τη φιλήσει ή απλά να της μιλήσει».
Έχουν επιβιώσει μονό τέσσερα πορτρέτα γυναικών που ζωγράφισε ο Λεονάρντο. Οι τρεις γνωστές — η Τζινέβρα ντε Μπέντσι, η Τσετσίλια Γκαλλεράνι και η Λίζα ντελ Τζοκόντο — ήταν αντικείμενα θαυμασμού από τους εντολοδόχους των πορτρέτων. Ο Λεονάρντο απέδωσε με εκπληκτική ομοιότητα τα ερώμενα πρόσωπα, για να τα προσφέρει στους θαυμαστές τους.
Λεονάρντο ντα Βίντσι, «Τζινέβρα ντε Μπέντσι», περ. 1474–1478. Λάδι σε πάνελ, 38 x 35 εκ. Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης, Ουάσιγκτον.(Public Domain)
Τζινέβρα ντε Μπέντσι
Ο Λεονάρντο ήταν 21 ετών όταν ζωγράφισε το πορτρέτο της 16χρονης Φλωρεντινής αριστοκράτισσας Τζινέβρα ντε Μπέντσι. Η παραγγελία του πορτρέτου της έγινε με αφορμή τον αρραβώνα της με τον Λουίτζι Νικκολίνι, τον οποίο παντρεύτηκε το 1474. Ο Λεονάρντο ήταν ένας ικανός παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης, με μία απίστευτη ικανότητα να αποτυπώνει όλες τις αποχρώσεις της προσωπικότητας του μοντέλου του. Η έκφραση της Τζινέβρα στον πίνακα είναι συγκρατημένη — όπως θα περίμενε κανείς σε έναν κόσμο με κανονισμένους γάμους και ανεκπλήρωτους έρωτες. Ο πίνακας αντικατοπτρίζει την αναγεννησιακή πλατωνική αγάπη μεταξύ ανδρών και γυναικών, που συχνά εκφράζεται με την ποίηση, το τραγούδι και τη ζωγραφική.
Λέγεται ότι ο Βενετός διπλωμάτης Μπερνάρντο Μπέμπο ήταν θαυμαστής της Τζινέρβα και πιστεύεται ότι εκείνη ενέπνευσε το ποίημα του Αλεσσάντρο Μπρατσέσσι. Οι μελετητές πιστεύουν ότι αυτό το ποίημα αναφέρεται στην αποχώρηση του Μπέμπο, ο οποίος, ως διπλωμάτης και ανθρωπιστής από τη Βενετία, ταξίδευε στη Φλωρεντία πολλές φορές κατά τη διάρκεια της καριέρας του, αλλά ποτέ δεν έμεινε. Η Τζινέβρα και ο Μπέμπο είχαν μια στενή, πλατωνική σχέση. Πιστεύεται ότι ήταν ο Μπεμπο που παρήγγειλε το ποίημα.
Είθε η Τζινέρβα να χύνει δάκρυα όταν φεύγεις, Μπέμπο.
Είθε να επιθυμεί μεγάλες καθυστερήσεις και
να παρακαλεί τους ουράνιους Θεούς για
κάθε δυσκολία που μπορεί να εμποδίσει το ταξίδι σου.
Και μακάρι να εύχεται ότι τα ευγενικά αστέρια
Με δυσμενείς ανέμους και καταιγίδες δυνατές
Την αναχώρησή σου θα εμποδίσουν.
Το πορτρέτο, που δημιουργήθηκε με ελαιοχρώματα, ένα νέο για την εποχή μέσο, δείχνει πώς ο Λεονάρντο πειραματίστηκε με τις δυνατότητες του χρώματος για να αποδώσει πιο φωτεινούς του τόνους του δέρματος. Πρωτοστάτησε στη χρήση του σφουμάτο (sfumato), μία μέθοδο που συνίσταται στην ανάμειξη λεπτών στρωμάτων αραιωμένου χρώματος. Οι πινελιές που προκύπτουν είναι τόσο λεπτές που δεν μπορούν να εντοπιστούν ούτε με μικροσκόπιο.
Η ιδιοφυΐα του Λεονάρντο στην ακριβή αποτύπωση της Τζινέβρα φαίνεται τόσο στη σύνθεση όσο και στην τεχνική. Κατ’ αρχάς, τοποθέτησε τη φιγούρα σε γωνία τριών τετάρτων, αντί της πιο συμβατικής μετωπικής όψης που υπερίσχυε στην εποχή του. Αυτός ο νέος νατουραλισμός μεταμόρφωσε την αναγεννησιακή ζωγραφική. Οι σύγχρονοι του Λεονάρντο – συμπεριλαμβανομένου του Μιχαήλ Αγγέλου – θεώρησαν την πόζα και την τεχνική του επαναστατικές.
Το έργο «Τζινέβρα ντε Μπέντσι» είναι ζωγραφισμένο με φόντο ένα φυσικό τοπίο, το οποίο θεωρούταν μία ακόμη απόκλιση από το καθιερωμένο πρότυπο της εποχής, που ήταν οι εσωτερικοί χώροι. Η μορφή της Τζινέβρας πλαισιώνεται από έναν άρκευθο ή κεδρόμηλο – η ιταλική λέξη για τον άρκευθο είναι ginepro.
Επιπλέον, στο πίσω μέρος του πίνακα, ο Λεονάρντο ζωγράφισε ένα «Στεφάνι από δάφνη, φοίνικα και άρκευθο, με έναν πάπυρο στη μέση όπου αναγράφεται Virtutem Forma Decorat (Η ομορφιά κοσμεί την αρετή)». Η δάφνη και ο φοίνικας ήταν το προσωπικό έμβλημα του Μπερνάρντο Μπέμπο, του όχι και τόσο μυστικού θαυμαστή της. Στη περίπτωση αυτή είναι τοποθετημένα αριστερά και δεξιά του αρκεύθου.
Λεονάρντο ντα Βίντσι, «Στεφάνι από δάφνη, φοίνικα και άρκευθο, με πάπυρο όπου αναγράφεται Virtutem Forma Decorat», περ. 1474–1478. Τέμπερα σε πάνελ. 38 x 35 εκ. Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης, Ουάσιγκτον. (Public Domain)
Τσετσίλια Γκαλλεράνι
Το μοντέλο στον πίνακα του Λεονάρντο «Η Κυρία με την ερμίνα» ήταν η Τσετσίλια Γκαλλεράνι, ερωμένη του Λουδοβίκου Σφόρτσα, δούκα του Μιλάνου. Το πορτρέτο ζωγραφίστηκε γύρω στα 1489 με 1490, όταν ο Λεονάρντο προσελήφθη από τον δούκα. Όπως και η Τζινέβρα, η Γκαλλεράνι ποζάρε στην αγαπημένη του πόζα των τριών τετάρτων. Οι αποχρώσεις του δέρματος της γυναίκας όπως και η γούνα της ερμίνας που κρατάει είναι ζωγραφισμένες με το φίνο και απαλό σφουμάτο του Λεονάρντο.
Λεονάρντο ντα Βίντσι, «Η Κυρία με την ερμίνα», περ. 1489. Λάδι και τέμπερα σε πάνελ, 54 x 40 εκ. Εθνικό Μουσείο Κρακοβίας, Πολωνία. (Public Domain)
Το σκούρο φόντο του καμβά δεν ήταν αρχικά ζωγραφισμένο από τον Λεονάρντο. Τον 17ο αιώνα, κάποιος ζωγράφισε πάνω στο πρωτότυπο του, το οποίο ήταν κατά κύριο λόγο ένα γκριζωπό μπλε. Οι συντηρητές δεν είναι σίγουροι για το πώς ήταν το αρχικό φόντο και η απεικόνιση με ακτίνες Χ απέτυχε να δώσει μία πειστική απάντηση. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αρχική παλέτα του Λεονάρντο ήταν πιο ζωντανή και ότι ο καμβάς έγινε πιο θολός μετά από μία σειρά μικροαλλαγών.
Ο πίνακας μεταφέρθηκε στην Πολωνία γύρω στα 1800. Ο πρίγκιπας Άνταμ Τσαρτορίσκι τον χάρισε στη μητέρα του, την ιδρύτρια του Μουσείου Czartoryski. Ο θρύλος λέει ότι εκείνη ζήτησε την προσθήκη του μαύρου φόντου – η Ιζαμπέλα Τσαρτορίσκι, όπως φαίνεται, δεν είχε την ευαισθησία των σύγχρονων επιμελητών. Όσον αφορά την ερμίνα, παρατήρησε: «Αν είναι σκύλος, είναι πολύ άσχημος». Ευτυχώς που δεν ζήτησε να καλυφθεί και αυτή με χρώμα.
Είναι πιθανό η ερμίνα να συμβολίζει τον Λουδοβίκο Σφόρτσα. Καθώς το 1488 του απενεμήθη το παράσημο της Ερμίνας από τον βασιλιά της Νάπολης, ήταν γνωστός ως «η Λευκή Ερμίνα». Άλλη μία ερμηνεία για την παρουσία του ζώου στον πίνακα είναι η σύνδεση της ονομασίας του ζώου – ερμίνα ή γαλή (;) – με το όνομα της γυναίκας – Γκαλλερίνα. Ή, ίσως η ερμίνα αναφέρεται στη σχέση των εραστών. Στην αναγεννησιακή παράδοση, οι ερμίνες θεωρούνταν προστάτιδες των εγκύων. Το 1491, η Σεσίλια γέννησε έναν γιο και σύντομα έπρεπε να εγκαταλείψει την αυλή. Πήρε τον πίνακα, ο οποίος μπορεί να ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο του δούκα.
Λίζα Γκεραρντίνι
Λεονάρντο ντα Βίντσι, «Μόνα Λίζα», μεταξύ 1503–1505. Λάδι σε ξύλο λεύκας, 76 x 51 εκ. Μουσείο του Λούβρου, Γαλλία. (Public Domain)
Προς το τέλος της ζωής του ο Λεονάρντο δημιούργησε ένα πραγματικά αξιοσημείωτο πορτρέτο. Το όνομα της γυναίκας ήταν Λίζα Γκεραρντίνι. Σε ηλικία 16 ετών, παντρεύτηκε έναν έμπορο μετάξης ονόματι Φραντσέσκο ντι Μπαρτολομέο ντι Ζανόμπι ντελ Τζοκόντο, ο οποίος ανέθεσε στον Λεονάρντο να ζωγραφίσει το πορτρέτο της γυναίκας του γύρω στο 1503.
Ζωγραφισμένος με λάδι σε πάνελ από ξύλο λεύκας, ο καμβάς φαίνεται να έχει τροποποιηθεί πολλές φορές από τον καλλιτέχνη. Το πορτρέτο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της τεχνικής σφουμάτο Το φόντο, παρόμοιο με αυτό του πίνακα «Τζινέβρα ντε Μπέντσι», παρασύρει τους θεατές σε ένα τοπίο της Τοσκάνης από εναέρια προοπτική. Ο Λεονάρντο ήταν ένας από τους πρώτους ζωγράφους που ενσωμάτωσε αυτή την ατμοσφαιρική τεχνική στους πίνακές του. Σήμερα, η «Τζοκόντα», γνωστή και ως «Μόνα Λίζα», είναι ο πιο διάσημος πίνακας παγκοσμίως. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι.
Ο πίνακας βρισκόταν στο Λούβρο από το 1797, μέχρι που κλάπηκε το 1911 από τον Βιντσέντσο Περούτζα έναν Ιταλό μπογιατζή και τεχνίτη υαλοπινάκων. Έχοντας προσληφθεί στο Λούβρο για να τοποθετήσει προστατευτικά τζάμια πάνω σε πίνακες ανεκτίμητης αξίας, σκεπτόταν την ιταλική τέχνη που λεηλατήθηκε από τον Ναπολέοντα – και αποφάσισε να πάει πίσω ένα μέρος της.
Ειρωνικά, έκλεψε το μοναδικό κομμάτι που είχε δοθεί νόμιμα στον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας από τον Λεονάρντο στο τέλος της ζωής του. Η κλοπή και η επακόλουθη επιστροφή της «Μόνα Λίζα» έκαναν τον πίνακα διάσημο. Εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο μυστηρίου, με πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Αρχικά αν επρόκειτο για έργο κατά παραγγελία, γιατί ο Λεονάρντο δεν τον παρέδωσε; Γιατί συνέχισε να τον δουλεύει; Γιατί, στο τέλος της ζωής του, τον έδωσε (ή τον πούλησε) στον βασιλιά της Γαλλίας;
Είναι πιθανό ο πίνακας αυτός να έγινε για τον Λεονάρντο η ενσάρκωση του αναγεννησιακού ιδεώδους της γυναικείας ομορφιάς. Ίσως θα μπορούσε να ήταν ένας πλατωνικός έρωτας, όπως εκείνος του Δάντη για τη Βεατρίκη, το είδος που εμπνέει τον ποιητή της «Θείας Κωμωδίας». Αποτέλεσε και η Λίζα παρόμοια έμπνευση για τον Λεονάρντο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα…
Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς υποδέχεται τη διακεκριμένη ιστορικό και ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Ευθυμίου σε μουσεία του δικτύου του, για έναν κύκλο ομιλιών με στόχο την ανάδειξη κεντρικών σημείων της ιστορίας του Ελληνισμού.
Με το μοναδικό αφηγηματικό της ύφος, η κa Ευθυμίου θα ξετυλίξει κομβικά σημεία της ελληνικής ιστορίας, φωτίζοντας τομές και φαινόμενα που διαμόρφωσαν την πορεία του Ελληνισμού, από τα μυκηναϊκά χρόνια έως τις ημέρες μας, όπως αναφέρουν οι διοργανωτές. Κάθε ομιλία θα έχει διάρκεια τεσσάρων ωρών. Η αρχή θα γίνει στο Σουφλί και το Μουσείο Μετάξης, την Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025. Στη συνέχεια, η κα Ευθυμίου θα ταξιδέψει και σε άλλες περιοχές όπου λειτουργούν μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος.
Το αναλυτικό πρόγραμμα έχει ως εξής:
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025 (ώρα 17:00) | Σουφλί, στο Μουσείο Μετάξης. Για κρατήσεις, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο τηλέφωνο 25540 23700 (καθημερινά, εκτός Τρίτης, 10:00-18:00).
Κυριακή 6 Απριλίου 2025 (ώρα 9:30) | Βόλος, στο κινηματοθέατρο Αχίλλειον. Για κρατήσεις, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο τηλέφωνο 210 3256922 (Δευτέρα-Παρασκευή 10:00-17:00).
Κυριακή 4 Μαΐου 2025 (ώρα 10:30) | Δημητσάνα, στο Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. Για κρατήσεις, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο τηλέφωνο 27950 31630 (καθημερινά, εκτός Τρίτης, 10:00-18:00).
Σάββατο 10 Μαΐου 2025 (ώρα 10:30) | Κορινθία, στο Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας. Για κρατήσεις, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο τηλέφωνο 27470 22296 (καθημερινά, εκτός Τρίτης, 10:00-18:00).
Κυριακή 11 Μαΐου 2025 (ώρα 10:30) | Σπάρτη, στο Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού. Για κρατήσεις, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο τηλέφωνο 27310 89315 (καθημερινά, εκτός Τρίτης, 10:00-18:00).
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό. Απαραίτητη η κράτηση θέσης.
Τι είναι το ψηφιδωτό; Από πού πηγάζει η ονομασία του;* Ποια είναι η τεχνική αλλά και η ιστορική του διαδρομή στη διαρκή πορεία του; Ερωτήματα των οποίων την απάντηση ελπίζουμε ότι θα βρει ο αναγνώστης ακολουθώντας τη σειρά άρθρων του ψηφιδογράφου και συγγραφέα Γιάννη Λουκιανού.
Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται ψηφιδωτά της ελληνιστικής περιόδου. Στο δεύτερο της ρωμαϊκής, στο τρίτο της βυζαντινής και στο τέταρτο σύγχρονα ψηφιδωτά στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Σε ξεχωριστά άρθρα, θα παρουσιαστούν τεχνικές της ψηφιδογραφίας.
Βυζάντιο
Τι να σκεφτεί κανείς γι’ αυτούς τους τεχνίτες του ψηφιδωτού που ανεβασμένοι πάνω στις σκαλωσιές ενός βυζαντινού ναού, μιας βασιλικής, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και επιδεξιότητας, ψηφοθετούσαν ασταμάτητα; Επρόκειτο για ανθρώπους γεμάτους ζήλο, με ιδιαίτερες ικανότητες, μύστες ενός άξιου θαύματος.
Έπρεπε εκεί ψηλά να ισορροπούν το σώμα τους, να κόβουν με δύναμη τις ψηφίδες και να τις τοποθετούν με περίσσια επιμέλεια. Με τέτοιο ρυθμό ώστε αφ’ ενός μεν να προχωρά το έργο και αφ’ ετέρου να διατηρείται η υψηλή αισθητική του.
Έπρεπε να γίνουν όλα πριν στεγνώσει το κονίαμα. Τοποθετημένο στη γωνία της κόγχης, στο κοίλο του τρούλου, θα δεχόταν τις ψηφίδες για να τις συγκρατήσει και να τις συγκολλήσει. Και κάτω, στο καθολικό του ναού, ο υπεύθυνος της σύνθεσης καθοδηγούσε το συνεργείο σαν αρχιμουσικός μιας παράξενης ορχήστρας, που ακροβατούσε πάνω ψηλά. Κάτω αριστερά το πράσινο του μαλαχίτη, πιο κάτω το ερυθροκίτρινο του σιδήρου, δεξιά το αιματώδες κυανό.
«Κι ακόμα πιο ψηλά, ο αρχάγγελος με το βαθύ του βλέμμα όλο συγχώρεση.»
Η τέχνη των βυζαντινών ψηφιδωτών είναι ένα θέμα που απασχόλησε σε πανευρωπαϊκό – και όχι μόνο – επίπεδο τους ανθρώπους της τέχνης και της αρχιτεκτονικής στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα βυζαντινά ψηφιδωτά μελετήθηκαν και πολλά από αυτά αποκαταστάθηκαν, προκαλώντας και πάλι το ενδιαφέρον, που παρέμεινε ζωντανό για αρκετές δεκαετίες. Ήταν κάτι που ενδιέφερε άπαντες, μιας και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τον μνημειακό χαρακτήρα αυτής της τέχνης.
Εξπρεσιονισμός της Ιουστινιάνειας τέχνης. Λεπτομέρεια από τη «Μεταμόρφωση του Χριστού», Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Αίγυπτος 6ος αι. μ.Χ.
Ψηφιδωτά όπως αυτά του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία, της Μονής Δαφνίου στην Αττική αλλά και της Μονής της Χώρας (Καχριέ τζαμί) στην Κωνσταντινούπολη, ήταν αδύνατο να μην συγκινήσουν τους μελετητές από χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Ρωσία), αλλά και της Αμερικής.
Η πηγή από την οποία άντλησαν οι Βυζαντινοί τα μυστικά και τις ιδιαιτερότητες της τέχνης αυτής εντοπίζεται στα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά ψηφιδωτά. Από αυτά πήραν αρκετά μυθολογικά θέματα, αλλά και διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, που απέκτησαν πλέον έναν νέο, χριστιανικό συμβολισμό.
Ένας από τους λόγους που συνέτειναν στη διάδοσή τους θα πρέπει να είναι η «μεταφορά» αυτού του είδους διακόσμησης από τα δάπεδα στους τοίχους. Βέβαια, η επίστρωση των δαπέδων δεν ξεχάστηκε εντελώς. Αντίθετα, εκεί που κρινόταν αναγκαίο συνεχίστηκε. Αυτό αποδεικνύεται από ένα τεράστιο έργο που καλύπτει επιφάνεια περίπου χιλίων τετραγωνικών μέτρων και κοσμούσε το δάπεδο ανακτόρου στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας ως θέματα μάχες αγρίων θηρίων με ανθρώπους, μυθολογικά όντα, χίμαιρες, γρύπες κ.ά.
Στην περιοχή της Συρίας και της Ιορδανίας η επίστρωση των δαπέδων συνεχίστηκε μέχρι τον 8ο αιώνα.
Όπως είναι φυσικό, οι εικόνες του Θεού και των αγίων που φιλοτεχνούνταν δεν θα μπορούσαν να είναι στο πάτωμα. Έτσι, ο πιστός που ζούσε στο Βυζάντιο είχε πλέον απέναντί του, στους τοίχους του ναού, ένα διακοσμητικό είδος ιδιαίτερης σημασίας. Αυτή η λαμπρότητα αποπνέει παράλληλα τη δύναμη και την αίγλη των βυζαντινών αυτοκρατόρων και αρχηγών του κράτους, αλλά και εκπροσωπεί τον Θεό στη γη.
Όσο ζυμώνονται οι νέες τάσεις και γεννιούνται τα νέα έργα, και καθώς αυτή η τέχνη εξακοντίζεται, πλησιέστεροι δέκτες της γίνονται πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Ρώμη, η Ραβέννα, το Μιλάνο, η Φλωρεντία, το Κίεβο κ.ά.
Οι ψηφίδες που κατασκευάζονταν κατά πρώτον από υλικά όπως μάρμαρα ή φυσικές πέτρες, τώρα εμπλουτίζονται με καινούργια χρωματιστά γυαλιά και χρυσές ή ασημένιες ψηφίδες. Η κατασκευή των «μεταλλικών» ψηφίδων επιτυγχάνεται με την επίστρωση στο γυαλί φύλλου χρυσού ή αργύρου και επακόλουθη εφυάλωσή του για λόγους προστασίας. Αυτού του είδους οι ψηφίδες χρησιμοποιούνται κυρίως για να στολίσουν τα ενδύματα και τους θρόνους, αλλά και για να επενδύσουν τον κάμπο των παραστάσεων. Για τα πρόσωπα χρησιμοποιούνται κυρίως μικρές μαρμάρινες ψηφίδες σε αρκετούς τόνους, με αποτέλεσμα να θεωρείται πως οι ψηφοθέτες του Βυζαντίου είχαν πια την ικανότητα να «ζωγραφίζουν» το πρόσωπο.
«Το υλικό και οι τρόποι κατασκευής του ψηφιδωτού είναι συνυφασμένο με τη δομή και την εκφραστικότητα των εικόνων», γράφει η Ελένη Βακαλό. «Ενταγμένο στην αρχιτεκτονική επιφάνεια αποτελεί ακόμα ένα στρώμα χτίσματος. Η κάθε ψηφίδα ενσωματώνεται σαν υλικό στον τοίχο. Σαν μονάδα χρώματος αποτελεί κι εκείνη ένα επίπεδο. Έτσι, από επίπεδο ξεκινάει και σε επίπεδο καταλήγει μία μορφή. Ο όγκος της σχεδιάζεται και αποδίδεται όχι να χτίζεται κατά επάλληλα επίπεδα. Μια τέτοια αντίληψη κατασκευής ανταποκρίνεται και στην έννοια, τη μεταφυσική του Χριστιανισμού για τις μορφές. Είναι ‘κτίση’.»
Σε αρκετές εκκλησίες των μεγάλων πόλεων, όπως στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, σώζεται σήμερα ένα μεγάλο πλήθος ψηφιδωτών παραστάσεων.
«Ζωή, σύζυγος του Κωνσταντίνου του Μονομάχου»΄. Ανατολικός τοίχος, νότιο κλείτος Αγίας Σοφίας. Κωνσταντινούπολη, 11ος αι. μ.Χ.
Δυστυχώς, διασώθηκαν λίγα τμήματα από την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, και αυτά από τον ανεικονικό διάκοσμο του 6ου αιώνα. Σε αυτά προστέθηκαν τα ψηφιδωτά της ανάκαμψης, της εποχής δηλαδή μετά την Εικονομαχία και την κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους (13ος αιώνας). Τη διακόσμηση αυτής της μεγάλης εκκλησίας – της μεγαλύτερης του Χριστιανισμού της Ανατολής – ίσως να επιμελήθηκε ο ίδιος ο Ιουστινιανός, σε έναν αγώνα άμιλλας προς τον λαμπρό για την εποχή Ναό του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ.
Ψηφιδωτά σώζονται στην Παμμακάριστο (Φετιχέ τζαμί), στους Αγίους Θεοδώρους (Κιλιτζέ τζαμί) και στη Μονή της Χώρας (Καχριέ τζαμί). Στο Μουσείο Μπενάκη, στην Αθήνα, βρίσκεται ένα τμήμα αποτοιχισμένου ψηφιδωτού παράστασης της Υπαπαντής, του 9ου αιώνα, από το καθολικό της Μονής του Χριστού Ακαταλήπτου.
Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη μεγάλη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε, όπως και η Ραβέννα της Ιταλίας, το άδυτο της βυζαντινής ψηφιδωτής τέχνης. Η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, η Ροτόντα, η μονή του Οσίου Δαβίδ, η Αχειροποίητος, είναι μνημεία των οποίων η διακόσμηση έγινε πριν από την περίοδο της Εικονομαχίας, αφού χρονολογούνται από τον 4ο, 5ο και 6ο αιώνα. Από τον 8ο, 9ο και 11ο αιώνα σημαντικό μνημείο είναι η Αγία Σοφία, ενώ στους Αγίους Αποστόλους διατηρείται ψηφιδωτό του 14ου αιώνα.
Ο Άγιος Δημήτριος, έχοντας στο πλάι του τον ιδρυτή επίσκοπο. Βασιλική Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη.
Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης, κτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα. Ύστερα από την πυρκαγιά που συνέβη μεταξύ 629-634 ανοικοδομήθηκε. Από τη σημερινή κατάσταση του διακόσμου διαφαίνεται ο αποσπασματικός της χαρακτήρας. Όταν τα οικονομικά το επέτρεπαν, η διακόσμηση γινόταν με ψηφιδωτά, ενώ οι τοιχογραφίες ήταν λιγότερο δαπανηρή λύση, αφού το οικοδόμημα πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Ο σχεδιασμός της διακόσμησης έχει χαρακτήρα αναθηματικών πινάκων. Ξεχωρίζουν έργα του Αγίου Δημητρίου που δέχεται δύο παιδιά, καθώς και του Επισκόπου Ιωάννη, ιδρυτή του ναού, όπως επίσης οι φιγούρες των γονέων που παρουσιάζουν το τέκνο τους στον Άγιο Δημήτριο. Τα θαυμάσια σχέδια με υδατοχρώματα του Άγγλου αρχιτέκτονα και μελετητή W. S. George μάς κάνουν γνωστή τη διακόσμηση που υπήρχε πριν τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος του ναού και της διακόσμησής του.
Εξαιρετικά ψηφιδωτά έργα, που φανερώνουν την υψηλή κατάρτιση των εργαστηρίων του 5ου αιώνα, βρίσκονται στην κόγχη του ιερού της Μονής του Οσίου Δαβίδ του Λατόμου. Ιερός πράγματι ο τοίχος που απέκρυψε τα ψηφιδωτά, και έτσι γλίτωσαν από την καταστροφή την περίοδο της Εικονομαχίας. Ένα λιοντάρι που συμβολίζει τον Ευαγγελιστή Μάρκο, και αντίστοιχα άλλα των υπόλοιπων τριών Ευαγγελιστών πλαισιώνουν τον Χριστό σε μια ιδιότυπη σύνθεση, ενώ τα ενυπάρχοντα τέσσερα ποτάμια του Παραδείσου αποδίδουν το όραμα του Ιεζεκιήλ. Χρώματα, αρμονικοί συνδυασμοί, τοπία με αίσθηση της ελληνιστικής περιόδου είναι χαρακτηριστικά του χαρισματικού αυτού έργου.
Σημαντικό μνημείο του 5ου αιώνα είναι η βασιλική της Σάντα Μαρία Ματζόρε της Ρώμης. Σε αυτήν είναι έκδηλη η επιρροή της αυτοκρατορικής τέχνης της Κωνσταντινούπολης. Τα ψηφιδωτά αυτής της πολύ μεγάλης εκκλησίας – από τις μεγαλύτερες στη Ρώμη – αποτελεί ένα καλό δείγμα από αυτό που αποκαλούμε «λειτουργικό χρώμα» (functional coloring). Η λαμπρότητα και τα πλούσια χρώματα των συνθέσεων του ψηφιδωτού συμβάλουν στο «να έρθει πιο κοντά» το εκκλησίασμα.
Ο Μωυσής στην Ερυθρά Θάλασσα (λεπτομέρεια). Santa Maria Maggiore, Ρώμη, 5ος αι. μ.Χ.
Ο Αβραάμ υποδέχεται τους αγγέλους. Santa Maria Maggiore, Ρώμη, 5ος αι. μ.Χ.
Ο Άρνολντ Χάουζερ [Arnold Hauser, 1892-1978] στο βιβλίο του «Κοινωνική ιστορία της τέχνης» ( εκδ. Κάλβος 1978) αναφέρει: «Η βυζαντινή αυλική τέχνη δεν θα μπορούσε να γίνει η κατ’ εξοχήν χριστιανική τέχνη αν η Εκκλησία δεν είχε γίνει η απόλυτη εξουσία και δεν είχε αισθανθεί τον εαυτό της κύριο του κόσμου».
Το τυπικό αυτό βρήκε παραδειγματική έκφραση στα αφιερωματικά μωσαϊκά του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα, τα οποία από την άποψη αυτή δεν ξεπεράστηκαν στους μεταγενέστερους χρόνους. Κανένα κλασικό ή κλασικιστικό κίνημα, καμιά ιδεαλιστική ή αφηρημένη τέχνη δεν μπόρεσε να εκφράσει τη μορφή και το ρυθμό τόσο άμεσα και τόσο καθαρά.
Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα με την ακολουθία της. Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ με την ακολουθία του. Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα.
Ένα συμπυκνωμένο σε έκφραση και περιεχόμενο έργο είναι τα ψηφιδωτά που στολίζουν το καθολικό στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Το ανοικοδόμησε ο Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα, και, για την ψηφιδωτή του διακόσμηση, θα πρέπει να έστειλε ένα υψηλών δυνατοτήτων συνεργείο.
«Η Μεταμόρφωση του Χριστού». Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Αίγυπτος 6ος αι. μ.Χ.
Στην κεντρική σύνθεση της Μεταμόρφωσης το φως αντανακλάται στις χρυσές και ασημένιες ψηφίδες έτσι που να μοιάζει πως οι ακτίνες έρχονται απ’ έξω, διαπερνώντας τα τοιχώματα του κτίσματος. Εδώ, η ιδιαίτερη τεχνική των Βυζαντινών να γωνιάζουν τις χρυσές ψηφίδες ώστε το αντανακλών φως να φτάνει στο ύψος των ματιών των εισερχομένων αποδίδει και αποδίδεται εξαιρετικά.
Η λεπτότητα της βυζαντινής τέχνης και τα δυναμικά στοιχεία της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου είναι χαρακτηριστικά αυτού του έργου της πρώιμης περιόδου του 6ου αιώνα.
Ψηφιδωτά του 11ου αιώνα
Η Μονή Δαφνίου στην Αθήνα, η Μονή Οσίου Λουκά στη Βοιωτία και η Νέα Μονή της Χίου είναι σημαντικά μνημεία της ψηφιδωτής τέχνης του 11ου αιώνα. Κτίστηκαν από διαφορετικούς δωρητές και η διακόσμησή τους αφ’ ενός εκφράζει τις νέες τάσεις και τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, αφ’ ετέρου διατηρεί η κάθε μία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Λεπτομέρεια από την «Ψηλάφιση». Μονή Δαφνίου.
Η Μονή Δαφνίου κτίστηκε περίπου στα τέλη του 11ου αιώνα και τα ψηφιδωτά της παραμένουν στην πλειοψηφία τους σε καλή κατάσταση. Θα ήταν καλύτερα αν κατά καιρούς δεν πλήττονταν από τους σεισμούς, όπως συνέβη πρόσφατα με αυτούς της Αττικής το 1999.
«Η ψηλάφιση». Ο Θωμάς με τρόμο πλησιάζει το δάχτυλο του «εις τον τύπον των ήλω». Μονή Δαφνίου, 11ος αι. μ.Χ.
Η Νέα Μονή της Χίου είναι ένα αυτοκρατορικό κτίσμα των μέσων του 11ου αιώνα, όπως βεβαιώνεται από διάφορα χρυσόβουλα. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος έχει αποκατασταθεί από τις φθορές που προκάλεσαν οι τρομεροί σεισμοί που έγιναν στο νησί το 1881 και το 1948. Τα θέματα του διακόσμου αναφέρονται κυρίως στις μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές του έτους. Ξεκινούν με τον Ευαγγελισμό και τελειώνουν με την εις Άδου Κάθοδον, παρουσιάζοντας τις μεγάλες στιγμές του Χριστού στη γη. Τα απλά χρώματα και το ύφος των μορφών παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη ενότητα, ενώ η ομοιογένεια και η από τεχνικής πλευράς απόδοση των προσώπων δείχνουν ότι η ολοκλήρωση του ψηφιδωτού διακόσμου και στα τρία τμήματα του καθολικού έγινε από το ίδιο ικανότατο συνεργείο, που ήρθε, βέβαια, από την πρωτεύουσα, αφού χορηγός αυτού του θαυμάσιου έργου ήταν ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος.
Σκηνή της βάπτισης του Χριστού. Νέα Μονή Χίου, 11ος αι. μ.Χ
Ένα άλλο μνημείο του 11ου αιώνα είναι αυτό του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία. Το καθολικό της μονής οικοδομήθηκε το 1011 από τον ηγούμενο Φιλόθεο και τους συνασκητές του, όπου και τοποθετήθηκε η λειψανοθήκη του Οσίου Λουκά.
Ο Χριστός πλένει τα πόδια του Πέτρου. Όσιος Λουκάς, 11ος αι. μ.Χ.
Τα θέματα που κοσμούν το καθολικό είναι εμπνευσμένα από τη ζωή του Θεανθρώπου στη γη: Ευαγγελισμός, Γέννηση, Υπαπαντή και Βάπτιση, ενώ άλλες τέσσερεις παραστάσεις από τον κύκλο του Πάθους κοσμούν το νάρθηκα. Στην κόγχη του ιερού, στα σταυροθόλια, στο νάρθηκα, υπάρχουν αρκετές παραστάσεις της Παναγίας Πλατυτέρας Βρεφοκρατούσας, των αγίων, ενώ στο διακοσμητικό διατηρούνται δύο θέματα από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων και οι τρεις παίδες εν καμίνω με έναν άγγελο άνωθεν τους να τους προστατεύει.
Μέσα από αυτά τα έργα διαφαίνεται ένας συντηρητικός χαρακτήρας, που ανταποκρίνεται στο θεολογικό κλίμα της εποχής του πρώτου μισού του 11ου αιώνα. Έντονο περίγραμμα για την απόδοση του ανθρώπινου σώματος και κυρίως της Μορφής, καθώς και λιτά χρώματα που ισορροπούν τη λειτουργικότητα της αρχιτεκτονικής είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτής της διακόσμησης, που, μαζί με τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής της Χίου και αυτής του Δαφνίου, αποτελούν την τριάδα των εξαιρετικών μνημείων αυτής της τέχνης του 11ου αιώνα στην Ελλάδα.
Εκτός των εντοίχιων ψηφιδωτών, σώζονται και εικόνες, μια τεχνική πάνω σε ξύλο με συνεκτικό υλικό κερί και ρητίνες. Είναι περίφημη η εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας από τον Άγιο Βασίλειο της Βιθυνίας, του 14ου αιώνα, διαστάσεων 95 x 62 εκατοστών, η οποία βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο. Μία αρχαιότερη (11ος αιώνας) είναι του Αγίου Νικολάου και βρίσκεται στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου στην Πάτμο, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας (τέλη 13ου αιώνα).
Παναγία η Γλυκοφιλούσα, τέλη 13ου αιώνα. Βυζαντινό Μουσείο.
Κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά για τα βυζαντινά ψηφιδωτά, και με αφορμή τα έργα του 14ου και 15ου αιώνα, θα θέλαμε να αναφέρουμε στον επίλογο μιας σχετικής εργασίας του μελετητή Περ Γιόνας Νορντχάγκεν [Per Jonas Nordhagen, γεν. 1929], ο οποίος γράφει:
«Η αναγέννηση των Παλαιολόγων (μετά τη δυναστεία 1261-1453) επέφερε μια ανανέωση στη βυζαντινή τέχνη του ψηφιδωτού. Ανατράπηκε από ένα ζωτικό ανθρωπισμό, ο οποίος διαδόθηκε στη Δύση και τροφοδότησε την ιταλική Αναγέννηση ζωγραφίζοντας πρόσωπα με την ανάγκη να επιτύχει τριών διαστάσεων εφέ και καλλιέργησε το περίπλοκο στα ανθρώπινα αισθήματα και τη δράση. Μία νευρώδης ζωτικότητα εισήλθε στη θρησκευτική τέχνη με μια αίσθηση πάθους και τραγωδίας.»
Στην τέχνη του ψηφιδωτού αυτό έδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα με ανανεωμένες τεχνικές. Οι ψηφίδες έγιναν μικρότερες και τα περιγράμματα έχασαν την έντασή τους, έγιναν πιο απαλά και μερικές φορές αφανή. Τα χρώματα έγιναν για άλλη μια φορά σχεδόν ομότιμα, ανακαλώντας τις πρώιμες χριστιανικές περιόδους, και συχνά χρησιμοποιήθηκαν και στο πορφυρό. Ανανεώθηκε το ενδιαφέρον στο οπτικό εφέ του χρυσού και παραμερίστηκε η τεχνική των γωνιασμένων ψηφίδων.
Το χρυσό υπόβαθρο στους τοίχους μερικές φορές εξελάμβανε τη φόρμα ενός κοχυλιού – το δίχως άλλο για να μοιάζει ότι παίζει με το επιφανειακό φως και παράλληλα να το αποδίδει ομοιόμορφα και λαμπερά.
Του Γιάννη Λουκιανού
Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Γιάννη Λουκιανού «Η τέχνη του ψηφιδωτού και η τεχνική του», Αθήνα 2011, εκδόσεις βότσαλο, β΄ έκδοση. Από το ίδιο βιβλίο προέρχονται και οι εικόνες, εκτός από εκείνες των οποίων αναφέρεται η πηγή τους.
Ο Γιάννης Λουκιανός γεννήθηκε στην Ίο των Κυκλάδων, πήρε μαθήματα σχεδίου και χρώματος και επιδόθηκε στην τέχνη του ψηφιδωτού και του βοτσαλωτού, κοσμώντας κτίρια και αυλές, μεταξύ των οποίων κατοικία στη Βέρνη της Ελβετίας και η αποκατάσταση του βοτσαλωτού διάκοσμου της ιστορικής αυλής της Μητρόπολης της Σύρου και άλλων εκκλησιών.
Για την τέχνη του ψηφιδωτού και του βοτσαλωτού έχει μιλήσει σε πολλά σχολεία, σε Διεθνή Συνέδρια (Αθήνα 2010-Κύπρος 2012) καθώς και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, και έχει γράψει σε περιοδικά και σε τοπικές εφημερίδες. Έχει γράψει ακόμη αρκετά δικά του βιβλία, με σημαντικότερα τα:
«Οι βοτσαλωτές αυλές των Κυκλάδων», Αθήνα 1998, αυτοέκδοση (3 εκδόσεις) «Οι βοτσαλωτές Αυλές του Αιγαίου», Αθήνα 1999, αυτοέκδοση (εξαντλημένο) «Η τέχνη του ψηφιδωτού και η τεχνική του», Αθήνα 2002 και 20011 Έχει διδάξει την τέχνη του ψηφιδωτού σε επιδοτούμενα σεμινάρια (Σύρος, Ίος κ.ά.), καθώς και στα παιδιά του ΚΔΑΠ στην Ίο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ο όρος ‘ψηφιδωτό’ προέρχεται από το ψηφίο, τη μικρή πέτρα. Ο όρος ‘μωσαϊκό’ προέρχεται από τις Μούσες.
Αναφορές γύρω από τις έννοιες της «δικαιοσύνης» και του «δικαιώματος» εμφανίζονται από την απαρχή της ιστορίας. Φιλόσοφοι του μακρινού παρελθόντος καταπιάστηκαν με θέματα που απασχολούσαν την κοινωνία και διαπίστωσαν ότι για τη διατήρηση της, θα έπρεπε να υπάρχουν κάποιοι κοινοί κανόνες που να ακολουθούνται από όλους και να τιμωρείται όποιος δεν συμμορφώνεται με αυτούς. Αργότερα, αρκετοί από αυτούς τους κανόνες ονομάστηκαν νόμοι και όποιος τους παραβίαζε θεωρούνταν «παραβάτης του νόμου».
Το φαινόμενο της εγκληματικότητας, ανεξαρτήτως της εποχής και της κοινωνίας, παραμένει αντικείμενο ανησυχίας και μελέτης. Αυτό που αλλάζει είναι το τι ορίζουν οι διαφορετικές κοινωνίες, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ως έγκλημα και τι τρόπους χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση του. Η απονομή της δικαιοσύνης πήρε διάφορες μορφές ανά την ιστορία.
Στην ομηρική εποχή, την αποκαλούμενη «χρυσή εποχή» του θύματος, η ποινή είχε περισσότερο ανταποδοτικό χαρακτήρα και η οικογένεια και οι φορείς της πολιτείας είχαν καθοριστικό ρόλο στην επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, (χωρίς την έλλειψη, βέβαια, άλλων συμφιλιωτικών και εναλλακτικών λύσεων). Προχωρώντας στα χρόνια του Μεσαίωνα, οι έννοιες αμαρτία και εγκληματική συμπεριφορά χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμες, αντιμετωπίζονταν «στη βάση των «επιτιμίων» και σε κάθε μία εγκληματική πράξη αντιστοιχούσε μία ποινή ανάλογα με τη βαρύτητα της».
Περνώντας στην Αναγέννηση, το βλέμμα στρέφεται στον εγκληματία. Μελέτες γύρω από την εξωτερική εμφάνιση του εγκληματία έρχονται στην επιφάνεια. Την ίδια περίοδο (16ος αιώνας), ο Τόμας Μορ [Thomas More, 1478-1535], μέσα από το έργο του «Ουτοπία», «αφ’ ενός αναδεικνύει τον κοινωνικό και τον οικονομικό παράγοντα ως εγκληματογόνους και αφ’ ετέρου ασκεί κριτική στην αγγλική δικαιοσύνη της εποχής του».
«Σε επίπεδο δικαιοσύνης, κατά την Αναγέννηση, τίθενται σε ισχύ σε διάφορες χώρες ποικίλοι ποινικοί νόμοι και διατάξεις με χαρακτηριστικότερη την Constitutio Criminalis Carolina, που προβλέπει τη δημόσια τιμωρία όλων των εγκλημάτων – για την ακρίβεια, την επαναφέρει – και θέτει απάνθρωπες ποινές».
Τέλος, φτάνοντας στον Διαφωτισμό, τον 18ο αιώνα, «έρχονται στο προσκήνιο αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα των φορέων της κρατικής εξουσίας (με χαρακτηριστικότερο το δικαίωμα της τιμωρίας)». Παρακάτω, θα μιλήσουμε για την κλασική σχολή του ποινικού δικαίου των Τσέζαρε Μπεκαρία [Cesare Beccaria, 1738-1794] και Τζέρεμι Μπένθαμ [Jeremy Bentham, 1748-1832], και πιο συγκεκριμένα για τις ιδέες που ανέπτυξε ο Τσέζαρε Μπεκαρία και το κατά πόσο η επιρροή του διαρκεί μέχρι σήμερα.
Οι ποινές την εποχή του Διαφωτισμού είχαν κυρίως τιμωρητικό χαρακτήρα και τα βασανιστήρια ως μέσο για την απόσπαση ομολογίας. Η θανατική ποινή χρησιμοποιούταν συχνά, ενώ το κράτος και οι φορείς του είχαν την εξουσία να δώσουν αυθαίρετα όποια ποινή ήθελαν. Χαρακτηριστικό της εποχής αυτής, πέρα από την βιαιότητα των ποινών και την κρατική αυθαιρεσία, ήταν η αοριστία που διέκρινε τους νόμους. Οι δικαστές καλούνταν όχι μόνο να τους εφαρμόσουν, αλλά και να τους ερμηνεύσουν.
Ο Μπεκαρία, μελετητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολέμιος της θανατικής ποινής, έκρινε ως υποκρισία του κράτους να ισχυρίζεται ότι νοιάζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ώρα που παραβιάζει το βασικότερο, «το δικαίωμα της ζωής», και χρησιμοποιεί τον βασανισμό για να αποσπάσει μία ομολογία από τον κατηγορούμενο. Οι απόψεις του είχαν απήχηση κυρίως στην τότε ανερχόμενη αστική τάξη.
Επηρεασμένος από την εποχή την οποία έζησε, θεωρούσε τον άνθρωπο ως ένα ορθολογικό ον με ελεύθερη βούληση. Άρα, ως κάποιον που μπορεί να κάνει συνειδητές επιλογές βάσει του προσωπικού του συμφέροντος και ο οποίος φέρει ευθύνη για τις επιλογές αυτές. Ακόμη, επηρεασμένος από το «κοινωνικό συμβόλαιο» του Ρουσώ, μίλησε για την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου στην κοινωνία και για το δικαίωμα της να απαντάει αναλόγως στις πράξεις που απειλούν να βλάψουν την ύπαρξη της. Τόνισε επίσης το ότι η ποινή θα πρέπει να είναι ανάλογη του εγκλήματος που διαπράχτηκε (δίκαιη), να είναι ταχεία, να υπάρχει συγκεκριμένη ποινή για το κάθε έγκλημα, να δίνεται η μικρότερη δυνατή ποινή που μπορεί να δοθεί και, τέλος, ότι για να είναι κατασταλτική θα πρέπει να έχει διάρκεια και όχι ένταση. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η ποινή μπορεί να έχει αποτρεπτική λειτουργία τόσο για τον εγκληματία (σωφρονισμός) όσο και για την ίδια την κοινωνία (γενική και ειδική πρόληψη).
Ο Μπεκαρία έθεσε επίσης ως θέμα το ότι «οι δικαστές δεν θα πρέπει να ερμηνεύουν αλλά να εφαρμόζουν τον νόμο» και το ότι οι νόμοι πρέπει να είναι ακριβείς, κατανοητοί και δημόσιοι. Σημαντικό είναι να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι μέχρι εκείνη την εποχή το ίδιο δικαστήριο μπορούσε να τιμωρήσει το ίδιο ακριβώς έγκλημα με διαφορετικό τρόπο και ότι θα ήταν δύσκολο για κάποιον να κατανοήσει εάν μία πράξη θεωρείτο εγκληματική ή όχι. Το να είναι γνωστοί και κατανοητοί οι κανόνες μιας κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της πρόληψης του εγκλήματος.
Η επιρροή του Τσέζαρε Μπεκαρία στο ποινικό σύστημα δικαιοσύνης φτάνει μέχρι σήμερα, με την κατάργηση της θανατικής ποινής και των βασανιστηρίων σε πολλές χώρες, με τους «κανόνες εξέτασης μάρτυρα», με το δικαίωμα δίκης από ενόρκους στα λαϊκά δικαστήρια, με την «ταχεία απονομή της δικαιοσύνης», με τη δημοσιότητα των νόμων, με την αρχή της επιείκειας κ.ά.
Ως προς το εάν όλα όσα είπε ο Μπεκαρία είναι εφαρμόσιμα στη σύγχρονη κοινωνία, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η εποχή στην οποία έζησε ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας και προβλήματα όπως η πολυνομία, η οποία καθιστά αναγκαία την ερμηνεία των νόμων από τον δικαστή (το ποινικό σύστημα προβλέπει κάποιες «δικλίδες ασφαλείας» για την αποφυγή ερμηνευτικών λαθών) δεν απασχολούσαν την εποχή του.
Η φηγός ή δρυς, η βελανιδιά, υπήρξε το ιερό δέντρο της αρχαίας Δωδώνης, που συμβόλιζε την ένωση γης και ουρανού, τη γαμήλια στέγη της Διώνης και του Δία. Το μαντείο της Δωδώνης αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως το αρχαιότερο των Ελλήνων. Η Δωδώνη της Ηπείρου, με τα ακίνητα και κινητά αρχαία ευρήματα, προκαλεί σήμερα εικόνες από τη ζωή και τη δράση ανθρώπων του παρελθόντος, εντυπώσεις, ερμηνείες, αναζητήσεις σχετικά με τις ανησυχίες και τις σκέψεις αυτών που υπήρξαν στους ίδιους τόπους.
Ο Κώστας Σουέρεφ, αρχαιολόγος και διδάκτορας Φιλοσοφίας, θα μεταφέρει μέσα από τρεις διαλέξεις – στις 5, 12 και 20 Μαρτίου – τις υπάρχουσες γνώσεις για τον χώρο της Δωδώνης, το μαντείο και τη σχέση του με τον αρχαίο κόσμο.
Αρχαίοι χρόνοι της Δωδώνης και τρόποι χρησμοδότησης
Τετάρτη 5 Μαρτίου, ώρα 18:00
Η Δωδώνη υπήρξε θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο, όπως οι Δελφοί και η Ολυμπία. Ο συνδυασμός θρησκευτικών και πολιτικών παραμέτρων με επίκεντρο τη Δωδώνη οδήγησε στην ακτινοβολία της και στη συσπείρωση γύρω από αυτήν όλων των Ηπειρωτών. Θεσπρωτοί, Μολοσσοί, η Ολυμπιάδα, ο Πύρρος, το Κοινό των Ηπειρωτών σφράγισαν με την παρουσία τους την ιστορική διαδρομή της Δωδώνης. Μεταξύ του τέλους του 3ου και των αρχών του 2ου αι. π.Χ. τα Νάια, αγώνες για τον Δία Νάιο, αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο των πανελλήνιων αγώνων, με βραβείο το στεφάνι από κλαδί της δρυός. Τα Νάια γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια, τον επόμενο χρόνο από τους Ολυμπιακούς, τον ίδιο χρόνο με τα Ίσθμια και τα Νέμεα, όπως μας πληροφορεί ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων (μέσα 2ου αι. π.Χ.). Όσα σχετίζονταν με το δέντρο της Δωδώνης, όπως οι μεταλλικοί ήχοι χάλκινων λεβήτων και τριπόδων γύρω από τη δρυ, κουδουνιών και άλλων δώρων κρεμασμένων στα κλαδιά, που προκαλούνταν με το φύσημα του ανέμου, θεωρούνταν ότι εξέπεμπαν συμβουλευτικά μηνύματα των θεών. Το μαντείο της Δωδώνης έδινε χρησμό σε άτομα, ομάδες και εκπροσώπους από διάφορες προελεύσεις, όπως γνωρίζουμε από τα αναθήματα και τα γραπτά ερωτήματα στα μολύβδινα ελάσματα. Το μαντείο λειτούργησε για 2.000 χρόνια (μεταξύ της 2ης χιλιετίας π.Χ. και του 4ου αιώνα μ.Χ.).
Περιήγηση στην αρχαία Δωδώνη και ευρήματα σχετικά με το μαντείο
Τετάρτη 12 Μαρτίου, ώρα 18:00
Το τοπίο της Δωδώνης, μεταξύ του όρους Τόμαρος, της κοιλάδας και των γύρω λόφων, περικλείει την αρχαία θέση με ορατά κατάλοιπα αρχιτεκτονικής: το ιερό του Δία και της Διώνης, το πρυτανείο, το βουλευτήριο, το θέατρο, το στάδιο και την ακρόπολη. Εξάλλου, η απόκεντρη Δωδώνη υπήρξε συχνά σημείο αναφοράς του αρχαίου κόσμου. Η φήμη του μαντείου και ο ιδιότυπος λατρευτικός συμβολισμός του Δία Ναΐου και της Διώνης, πέρα από τα όρια της Ηπείρου, όπως στην Αθήνα, τη Ρόδο και τις Συρακούσες, επιβεβαιώνεται από τα αρχαία κείμενα, τα αφιερώματα και τα ενεπίγραφα χρησμοδοτικά μολύβδινα ελάσματα των επισκεπτών, που σώθηκαν στη Δωδώνη.
Τα ενεπίγραφα μολύβδινα ελάσματα των χρησμών
Πέμπτη 20 Μαρτίου, ώρα 18:00
Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον προκαλεί διεθνώς η μοναδικότητα των χρησμοδοτικών μολύβδινων ενεπίγραφων ελασμάτων, άνω των 3.000, από τη Δωδώνη, τα οποία, καθώς μελετώνται από ειδικούς διαφόρων ειδικοτήτων, διαφωτίζουν σχετικά με λειτουργίες του μαντείου, του πολιτικού οργανισμού που το ήλεγχε, αλλά κυρίως σχετικά με αγωνίες και διλήμματα των αρχαίων επισκεπτών.
Οι ερωτήσεις, απλές και ευθείς, έθιγαν διάφορα θέματα, υγείας, οικογενειακά, οικονομικά, δικαίου, επαγγελματικά, συναισθηματικά. Παράλληλα, μαρτυρούνται επαφές με άλλες κοινωνικές ομάδες: Κορινθίων, Αμβρακιωτών, Κερκυραίων, Ταραντίνων. Μερικές απαντήσεις αναγράφονταν στο πίσω μέρος του ελάσματος, αλλά οι περισσότερες δίδονταν προφορικά. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, λειτουργούσε στη Δωδώνη η κληρομαντεία. Τα μοναδικά στην υφήλιο μολύβδινα ελάσματα των χρησμών της Δωδώνης, μαρτυρίες ύπαρξης χιλιάδων ανθρώπων, ενεγράφησαν το 2023 στη «Μνήμη του Κόσμου» της UNESCO.
* * * * * *
Ο ομιλητής, Κώστας Σουέρεφ, γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία στην Ελλάδα και την Ιταλία. Απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Scuola Normale Superiore της Πίζας και διδακτορικό στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Εργάστηκε ως αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης και ως Προϊστάμενος Διεύθυνσης στις Εφορείες Αρχαιοτήτων Φλώρινας, Καστοριάς και Ιωαννίνων.
Διεξήγαγε ανασκαφές στην Τούμπα και τη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Επιμελήθηκε περιοδικές εκθέσεις, αξιοποιώντας νέες τάσεις της Μουσειολογίας. Δίδαξε ως Ειδικός Επιστήμονας στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων, Δυτικής Μακεδονίας και Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Συμμετείχε σε συνέδρια στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γερμανία.
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ιστορία και την Αρχαιολογία του Βορειοελλαδικού χώρου και την Αρχαιολογία της Τέχνης. Εξέδωσε μονογραφίες και συμμετείχε σε συλλογικούς τόμους. Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων από το 2020. Εξάλλου, συνεργάτης του περιοδικού Πόρφυρας από την ίδρυσή του (1980) με σχόλια θεωρίας για τον κινηματογράφο, μεταφράσεις, ποιήματα και δοκίμια. Είναι μέλος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών–Μουσείου Σολωμού, της Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας, της Εταιρείας Συγγραφέων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Περίπλους, Η λέξη, Φηγός, Εντευκτήριο, Φιλόλογος, Γραφή, Ακτή κ.ά.
* * * * * *
Η παρακολούθηση όλων των διαλέξεων είναι δωρεάν. Απαιτείται η κράτηση θέσεων. Για δηλώσεις συμμετοχής θα πρέπει να επικοινωνείτε με τη συντονίστρια των διαλέξεων κα Αγγελική Στρατηγοπούλου στην ηλεκτρονική διεύθυνση a.stratigopoulou@yahoo.gr. Σε περίπτωση συμπλήρωσης των θέσεων, θα λάβετε αρνητική απάντηση μέσω email. Διαφορετικά η συμμετοχή σας γίνεται δεκτή.
Υπήρξαν ένα καθοριστικής σημασίας μέσο εμψύχωσης, για τους στρατιώτες του Αλβανικού Έπους. Τα δέματα και τα γράμματα προς τους στρατιώτες, που λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1940 βρίσκονταν ήδη στα χιονισμένα βουνά, ήταν μια οδηγία που είχε δοθεί από το υπουργείο Εσωτερικών και το υπουργείο Στρατιωτικών, με στόχο να τους κρατήσει συναισθηματικά ακμαίους, αν και οι συνθήκες που βίωναν μακριά από τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους ήταν δύσκολες.
Γυναίκες και άνδρες από όλη τη χώρα έστελναν στα βουνά δέματα που περιείχαν τσιγάρα, χαρτζιλίκι, μια φανέλα, ένα κασκόλ ή ένα ζευγάρι γάντια και ένα γράμμα, χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη, αφού αυτά έφταναν με φορτηγά και μουλάρια στα βουνά και αφήνονταν για να τα παραλάβουν τυχαία οι φαντάροι μας, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός- ερευνητής Κωστής Μαμαλάκης.
«Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα του 1940, με το κρύο και τις κακουχίες να έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ τις συνθήκες, η αποστολή τέτοιων δεμάτων ήταν πολύ σημαντική. Ακόμη και αν δεν υπήρχε συγκεκριμένη σύνδεση είτε οικογενειακή είτε φιλική, ένα γράμμα μπορούσε να δώσει ελπίδα σε έναν στρατιώτη στο μέτωπο. Ότι κάποιος τον σκέφτεται, ότι ένας συμπατριώτης του ή μια συμπατριώτισσα προσεύχεται για να είναι καλά», ανέφερε ο κος Μαμαλάκης.
Από τις αξιομνημόνευτες και περίεργες μικρές ανθρώπινες ιστορίες, τμήματα της μεγάλης ιστορίας του Αλβανικού Έπους, είναι και αυτή του στρατιώτη Εμμανουήλ Ασημιανάκη στα χιονισμένα βουνά, που παρέλαβε ένα τέτοιο δέμα, στις 14-12-1940.
Η αποστολέας έγραφε μεταξύ άλλων: «Αγαπητέ στρατιώτη. Φθάνουν Χρηστούγεννα. Όλλοι οι άνθρωποι μένουν στα σπίτια τους για να εορτάσουν….Εσείς οι ήρωές μας θα τα επεράσετε εις τα βουνά της Ηπείρου…Έχετε τη βοήθειαν του Θεού και νικάται τον αιμοβόρο εχθρό… Πρέπει να έχετε θάρρος και επιμονή… Θα νικήσετε όμως και έτσι θα γυρίσετε εις τα σπίτια σας νικηταί…».
Η νεαρή γυναίκα ζητούσε από τον στρατιώτη να της απαντήσει στο γράμμα της, όπως και έπραξε.
Ο στρατιώτης, διαβάζοντας το γράμμα, αναγνώρισε στην αποστολέα την ίδια του την αδελφή, τη Σοφία Ασημιανάκη, που ζώντας μέσα στο ίδιο της το σπίτι την αγωνία του αδελφού στο μέτωπο του πολέμου, είχε την ευαισθησία να στείλει σε έναν οποιοδήποτε στρατιώτη ένα δέμα που περιελάμβανε μεταξύ άλλων το γράμμα, τσιγάρα και 50 δραχμές και που ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα ήταν ο ίδιος της ο αδελφός.
Την επιστολή της νεαρής γυναίκας και την απαντητική επιστολή του αδελφού της έχει στο αρχείο του ο ιστορικός – ερευνητής Κωστής Μαμαλάκης, ο οποίος αναφέρθηκε στην απίστευτη αυτή σύμπτωση, την οποία, όπως τόνισε, είχε συμπεριλάβει στο ημερολόγιό του ως ιστορία και ο αξιωματικός Γεώργιος Καβός, που είχε τον Εμμανουήλ Ασημιανάκη, στην μονάδα του.
Όπως είπε ο κος Μαμαλάκης, στην απάντησή του ο Εμμανουήλ Ασημιανάκης αρχικά δεν αποκαλύφθηκε.
«Αγαπημένη πατριώτισσα… Η σημερινή ημέρα είναι χωρίς υπερβολήν μια από τις ποιο ευτηχησμένες της ζωής μου… Εις εμέ λοιπόν κατά την διανομήν επεφύλαξε η τύχη να κληρωθή το δικό σας δέμα… Εκπληρών λοιπόν την επιθυμίαν σας, σας γράφω και σας απαντώ… Να είσθαι βεβαία ηρωική πατριώτισσα ότι ο Έλλην στρατιώτης θα εκτελέση το καθήκον του παντού και πάντοτε. Πολύ δε περισσότερον όταν σκέπτετε ότι πίσω από αυτόν ευρίσκεται η σεμνή Ελληνοπούλα που περιμένη από αυτόν την ελευθερίαν και την σωτηρίαν της τιμής της…».
Πιο κάτω στην απάντησή του, ο Εμμανουήλ Ασημιανάκης αναφέρεται σε «μυθιστορηματικές» συμπτώσεις, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ούτε εγώ λοιπόν δεν πίστεβα εις αυταίς μέχρι της στιγμής όπου έλαβα το δέμα σας. Γιαυτό και θα φυλάξω τα δύο τσιγάρα όπου μου έστειλες και όταν γυρίσω νικητής, θα τα φουμάρουμε μαζί. Γιατί γλυκιά μου αδελφή Σοφία, ο στρατιώτης όπου έλλαβε το δέμα και την επιστολήν σας είμαι εγώ ο Αδελφός σου Ασημιανάκης Εμμ. Τα σέβη μου εις την Μητέρα και τα φιλιά μου εις την συσηγό μου Καλιόπη και αδελφή μας Μαρίκα, θείο Μηχάλη και εις όλους τους συνγγενείς. Σε φιλώ και ευχαριστό διά το ευγεναίς έσθιμα σου υπέρ της Αγαπημένης μας πατρίδος Ελλάδος. Σε φιλό και μένω υπόχρεος ο Αδελφός σου Ε. Ασημιανάκης».
Οι στρατιώτες στο μέτωπο είχαν την ανάγκη να γράφουν συχνά, είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κος Μαμαλάκης, ο οποίος συμπλήρωσε ότι αυτή η συνήθεια, συνδεόταν και με το φόβο του θανάτου.
«Έγραφαν και συνδέονταν με την πατρίδα, σκηνοθετούσαν στο μυαλό τους μια μητέρα, μια αδελφή που τους περίμενε. Έχει υπάρξει καταγραφή, ότι στρατιώτης έγραφε σχεδόν κάθε δύο ημέρες. Μια τέτοια επαναλαμβανόμενη ανάγκη να επικοινωνήσει, ίσως να σχετιζόταν και με το φόβο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ότι το κάθε γράμμα τους μπορεί και να ήταν το τελευταίο», εξήγησε ο κος Μαμαλάκης.
Σε «καταφύγιο» ιστορικής μνήμης και γνώσης έχει μετατραπεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο καταφύγιο που ξεκίνησε να λειτουργεί στην Πάτρα με την έναρξη του πολέμου του 1940, αφού η αχαϊκή πρωτεύουσα ήταν πρώτη μεγάλη πόλη που βομβαρδίστηκε στις 28 Οκτωβρίου από τα ιταλικά αεροπλάνα.
Με πρωτοβουλία του πολιτιστικού τομέα του Δήμου Πατρέων, ‘αποτυπώνονται’, μέσα από την έκθεση που λειτουργεί στο καταφύγιο, μοναδικής αξίας αρχειακού και ιστορικού υλικού στιγμές, από την κήρυξη του πολέμου, τους πρώτους βομβαρδισμούς της Πάτρας, την κατοχή της από τα ναζιστικά στρατεύματα, την αντίσταση και την απελευθέρωση της πόλης.
Ο ιστορικός χώρος του καταφυγίου, κάτω από την πλατεία Υψηλών Αλωνίων, ήταν γνωστός σε πολλούς κατοίκους της ευρύτερης περιοχής και όχι μόνο, αλλά παρέμενε αναξιοποίητος.
Τον Οκτώβριο του 2014, το περιφερειακό τμήμα του ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας οργάνωσε την παρουσίαση της ομάδας εργασίας, με θέμα τους τρόπους αξιοποίησης του καταφυγίου, στο πλαίσιο των παράλληλων δράσεων της έκθεσης «Φαντάσου την πόλη: Πάτρα 2014».
Στη συνέχεια, με πρωτοβουλίες του Δήμου Πατρέων, το καταφύγιο αξιοποιήθηκε και αποδόθηκε ως χώρος ιστορικής μνήμης το 2020, στο πλαίσιο των εορτασμών για την απελευθέρωση της Πάτρας από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, στις 4 Οκτωβρίου του 1944.
Σύμφωνα με τον δήμο, ο χώρος του καταφυγίου είναι επισκέψιμος σε ετήσια βάση και πλέον έχει μετατραπεί σε πόλο έλξης για σχολεία, φορείς και συλλογικότητες από πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Το ιστορικό του καταφυγίου περιγράφεται σε μία από τις εισόδους, όπου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Το καταφύγιο των Υψηλών Αλωνίων έχει κατασκευαστεί κάτω από την πλατεία και τα δύο σημεία πρόσβασης βρίσκονται στο πρανές που αρχίζει από το πάνω μέρος του πεζόδρομου της Τριών Ναυάρχων, συνεχίζει βορειοανατολικά, παράλληλα με την οδό Αθανασίου Διάκου και αποτελεί μέρος του Ρωμαϊκού αναλημματικού τοίχου. Ο συγκεκριμένος τοίχος έχει μήκος περίπου 70 μέτρων και πιθανότατα κτίστηκε στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα και έκτοτε – ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα – υπέστη αρκετές προσθήκες με αποτέλεσμα να έχει την σημερινή μορφή.»
»Αν και δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία ή έγγραφες μαρτυρίες για την κατασκευή του καταφυγίου, εικάζεται ότι κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1930 για να επιτελέσει τον σκοπό της προφύλαξης των αμάχων σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής μαζί με τους υπόγειους χώρους ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων της Πάτρας.
»Πρόκειται για το παλαιότερο και μεγαλύτερο καταφύγιο το οποίο υπήρχε στην Πάτρα και έσωσε αρκετό κόσμο τόσο κατά τη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών των Ιταλών το 1940 όσο και στη συνέχεια, έπειτα από αρκετούς μήνες, από τα αεροσκάφη της γερμανικής αεροπορίας.
»Να σημειωθεί ότι η Πάτρα ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη της Ελλάδας που βομβαρδίστηκε από τα αεροπλάνα των Ιταλών το 1940. Μάλιστα, τα καταφύγια λειτουργούσαν βάσει κανονισμού, τον οποίο έπρεπε να τηρούν οι πολίτες.
»Μέσα στο καταφύγιο μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς τους πέντε μικρούς θαλάμους που αποτελούν και τους χώρους εκείνους που φιλοξενούσαν για ώρες τους Πατρινούς, οι οποίοι έτρεχαν να σωθούν, όταν άκουγαν τις σειρήνες.
»Το καταφύγιο αποτελείται από τρεις διαδρόμους-στοές που συνδέονται μεταξύ τους σε σχήμα «Π» μήκους 39,13 μέτρων, 30,10 μέτρων και 39,50 μέτρων αντίστοιχα και πλάτους δύο μέτρων. Τα άκρα των δύο μεγαλύτερων και παράλληλων στοών αποτελούν τις εισόδους από τον δρόμο.
»Εσωτερικά σε διάφορα σημεία παραπλεύρως των στοών υπάρχουν πέντε μικροί θάλαμοι από 5 τ.μ. έως 8 τ.μ. ο καθένας. Το συνολικό εμβαδόν του καταφυγίου είναι 210 τ.μ., ενώ το μέγιστο ύψος είναι 2,10 μέτρα.
»Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από πέτρα, οι τοξωτές οροφές από κεραμικά στοιχεία (συμπαγή τούβλα) και οι δύο είσοδοί του έχουν σιδερένιες πόρτες με καμάρα σε ημικυκλικό τόξο.
»Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για ένα από τα πιο ιστορικά και σημαντικά – ίσως το σημαντικότερο – καταφύγιο που έχει κατασκευαστεί και συνέβαλε στην προστασία των Πατρινών από τις αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής. Ωστόσο δεν είναι το μόνο, καθώς με βάση μαρτυρίες και πηγές συνολικά μέχρι τον Δεκέμβριο του 1940 είχαν διαμορφωθεί περισσότερα από 30 καταφύγια στην πόλη της Πάτρας, τα περισσότερα από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα.»
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μαρτυρίες και καταγραφές, ως καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν υπόγεια μεγάλων κτιρίων, που εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να υπάρχουν μέσα στο κέντρο της πόλης.
Στη διασταύρωση της οδού Παναχαϊκού με την περιμετρική οδό της πλατείας των Υψηλών Αλωνίων, λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα από το προαναφερόμενο καταφύγιο, υπάρχει ακόμα – αλλά ανακατασκευασμένο – το κτίριο του οποίου το μεγάλο υπόγειο χρησιμοποιείτο για να προστατευθούν οι κάτοικοι από τις βόμβες.
Στη γειτονική λεωφόρο Δ. Γούναρη και στη διασταύρωσή της με την οδό Κορίνθου υπάρχει το δικαστικό μέγαρο, το υπόγειο του οποίου χρησιμοποιήθηκε και αυτό ως καταφύγιο.
Ακριβώς απέναντι, βρίσκεται το παλιό τριώροφο κτίριο, όπου σήμερα στεγάζεται η «Πολυφωνική» χορωδία της Πάτρας. Το υπόγειο του τριώροφου κτιρίου χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο, με τις εισόδους να είναι και σήμερα ορατές.
Εκεί κοντά, στη διασταύρωση των οδών Κανακάρη και Βότση, το υπόγειο της κλινικής χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο, όπως και το υπόγειο του κτιρίου, στη διασταύρωση των οδών Μαιζώνος και Ερμού, κοντά στην κεντρική πλατεία Γεωργίου.
Στον ίδιο δρόμο, την οδό Μαιζώνος, υπάρχει το μεγάλο κτίριο, όπου μέχρι πριν από λίγα χρόνια στεγάζονταν τα Αρσάκεια σχολεία και τώρα πρόκειται να στεγάσει το δημαρχείο της πόλης. Στο υπόγειό του έβρισκαν προσωρινή ασφάλεια πολλοί Πατρινοί, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως νοσοκομείο. Μάλιστα, οι μεγάλοι κόκκινοι σταυροί που υπήρχαν στους εξωτερικούς τοίχους συντηρήθηκαν στο πλαίσιο εργασιών ανακαίνισης του κτιρίου.
Ως καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν επίσης το υπόγειο του ιστορικού ιερού ναού της Παντάνασσας, το υπόγειο του γειτονικού κτιρίου της πρώην κλινικής «Λάζαρη», αλλά και το υπόγειο του επιβλητικού κτιρίου, γνωστότερου ως οικία Γαλανόπουλου, όπου βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το Ρωμαϊκό Ωδείο.
Μια έκθεση ζωγραφικής κι ένας πολύτιμος συλλογικός τόμος που εκκινούν από ντοκουμέντα του ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και του Ολοκαυτώματος εγκαινιάστηκαν την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου στην ΕΣΗΕΑ, στο χώρο της Βιβλιοθήκης της «Δημήτρης Ι. Πουρνάρας», όπου και θα παραμείνουν μέχρι τις 14 Νοεμβρίου.
Πρόκειται για διπλή παραγωγή του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, που φέρνει στο φως άγνωστες πηγές της περιόδου, από την πολύτιμη Βιβλιοθήκη Πουρνάρα της ΕΣΗΕΑ και το ιστορικό αρχείο της Ενώσεως, το οποίο ερευνά ο ιστορικός Δημήτρης Σκλαβενίτης. Και, πάνω απ’ όλα, αποτίει φόρο τιμής στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που ύψωσαν το ανάστημα τους στον φασισμό την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τιμά τους δημοσιογράφους που αντιστάθηκαν και αγωνίστηκαν για την ελευθερία.
Η έκδοση «Η Αντίσταση και ο Αγώνας των δημοσιογράφων για την Ελευθερία» αφιερώνεται στον Κωστή Παπαδάκη, τον πρώτο νεκρό δημοσιογράφο του μετώπου.
Η αφήγηση της έκθεσης ξεκινά με το πηλίκιο του 23χρονου Κωστή Παπαδάκη, δημοσιογράφου στο «Ελεύθερον Βήμα» (μετέπειτα «Το Βήμα»). «ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΣΩΜΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ», έγραφε στην τελευταία του ανταπόκριση, στις 3 Νοεμβρίου 1940, παραμονή του θανάτου του. Σκοτώθηκε σε μάχη στον λόφο Νεστορίου Καστοριάς.
Στην ίδια προθήκη, η δημοσιογραφική του ταυτότητα και τα τρία τελευταία του γράμματα στην οικογένεια του, συγκινούν, δημιουργούν αναστοχασμό και περισυλλογή για την περίοδο της ναζιστικής κατοχής που ακολούθησε, οδηγώντας τη χώρα στην εξαθλίωση.
«Υποκλινόμαστε ενώπιον αυτών που θυσιάστηκαν, ιδίως στους δημοσιογράφους που με την γραφίδα τους αφύπνισαν τους Έλληνες» χαιρέτησε στην παρουσίαση του διπλού αφιερώματος η πρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ , Μαρία Αντωνιάδου. Στους δημοσιογράφους που επιχείρησαν μέσω των παράνομων εφημερίδων και την επισιτική δράση του συλλογικού τους οργάνου, της ΕΣΗΕΑ, να αντισταθούν στον κατακτητή και να αντιμετωπίσουν τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες που έπλητταν τον κλάδο τους
Το «Δελτίο Απόντων» της Χριστίνας Κάλμπαρη
Συνεχίζοντας την περιήγηση, διάσπαρτα στον όροφο της Βιβλιοθήκης είναι τα έργα ζωγραφικής και τα σχέδια της Χριστίνας Κάλμπαρη με γενικό τίτλο «Δελτίο Απόντων». Δημιουργήθηκαν ειδικά για τον χώρο της Βιβλιοθήκης, με αφετηρία φωτογραφίες και κινηματογραφικά ντοκουμέντα από την Κατοχή και το Ολοκαύτωμα. Συνομιλούν με τα έργα της ενότητας «H εκδρομή» και σκιαγραφούν τη γαλήνη μιας μονοήμερης εκδρομής στη φύση, καθώς αυτή επισκιάζεται από την αδιόρατη απειλή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ενότητα των έργων – εμπνευσμένη από τη νουβέλα της ‘Αννα Ζέγκερς «Η εκδρομή των κοριτσιών που χάθηκαν» – είχε πρωτοπαρουσιαστεί στην ομώνυμη ατομική της έκθεση στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, την άνοιξη του 2023.
«Η Κάλμπαρη δεν μας ανασυνδέει μόνο με μία από τις ένδοξες σελίδες ηρωισμού και τον βαρύ φόρο αίματος που κατέβαλε ο λαός μας. Μας παραπέμπει και στο σήμερα όπου μαίνονται κι άλλοι πόλεμοι, ο ένας στην καρδιά της Ευρώπης και μάλιστα σε τόπους όπου οκτώ δεκαετίες νωρίτερα σημειώθηκαν μερικές από τις πιο επιφανείς νίκες κατά του ναζισμού . Όπως και τότε έτσι και σήμερα , ο αναθεωρητισμός και η απόπειρα επιβολής των όπλων σπέρνουν θάνατο και δεν μπορούν παρά να αποκρουστούν από τη Δύση», είπε η υπουργός Πολιτισμού χαιρετίζοντας τα εγκαίνια της έκθεσης.
Έκδοση: «Η αντίσταση και ο Αγώνας των δημοσιογράφων για την Ελευθερία»
Στο άλλο σκέλος του αφιερώματος, η πολύτιμη έκδοση «Η αντίσταση και ο Αγώνας των δημοσιογράφων για την Ελευθερία» (εκδ. Μέλισσα) του Μορφωτικού ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ σε συνεργασία με τα Εκπαιδευτήρια Ελληνογερμανική Αγωγή, αντλεί υλικό από το Αρχείο Εφημερίδων της Βιβλιοθήκης της ΕΣΗΕΑ «Δημήτρης Ι. Πουρνάρας» και το Ιστορικό Αρχείο της Ένωσης.
Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει κείμενα δημοσιογράφων-μελών της Ένωσης σχετικά με την περίοδο 1940-1944, όπως προκύπτουν μέσα από την επεξεργασία του αρχειακού υλικού. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται εφημερίδες της περιόδου του ελληνοϊταλικού πολέμου και της Κατοχής.
Η συλλεκτική έκδοση περιλαμβάνει κείμενα επτά δημοσιογράφων, μελών της Ένωσης:
Αλέξης Παπαχελάς – «Κοινό μέτωπο κατά του εχθρού»
Μαρία Καρχιλάκη – «Οι γενναίοι της κατοχικής Αθήνας»
Γιώτα Αντωνοπούλου – «Σχολεία στη δίνη του πολέμου και ο ρόλος του Τύπου»
Αντώνης Σρόιτερ – «Η Απελευθέρωση μέσα από τις σελίδες του Τύπου»
Χρήστος Νικολαΐδης – «Η Κλεισούρα του μετώπου»
Στρατής Αγγελής – «Η επισιτιστική δράση της ΕΣΗΕΑ στην Κατοχή»
Νίκος Κιάος – «Ο πρώτος νεκρός δημοσιογράφος του μετώπου και η διαιώνιση των ιδανικών της Αντίστασης από τους δημοσιογράφους»
Τον γενικό συντονισμό της έκδοσης είχε η Κατερίνα Λυμπεροπούλου, μέλος του ΔΣ του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «ΜΕΛΙΣΣΑ» και πραγματοποιήθηκε με τις χορηγίες του υπουργείου Πολιτισμού, της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης και του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Εκτός από τους συγγραφείς του τόμου, την παρουσίαση χαιρέτησαν επίσης ο Σταύρος Σάββας, γενικός διευθυντής της Ελληνογερμανικής Αγωγής και ο Μάνος Αλχανάτης, Α΄Αντιπρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος.
* * * * *
Πληροφορίες
Έκθεση «Δελτίο Απόντων» της Χριστίνας Κάλμπαρη
Εγκαίνια έκθεσης: Τετάρτη 25 Οκτωβρίου, 12:00 και 19:00-21:00
Διάρκεια έκθεσης: 25 Οκτωβρίου – 14 Νοεμβρίου 2023