Παρασκευή, 14 Νοέ, 2025

Η πώληση των λιμανιών του Παναμά σε αμερικανικά συμφέροντα οξύνει την κινεζική αντίδραση

Η πρόσφατη απόφαση της CK Hutchison Holdings να πουλήσει τα λιμάνια της στον Παναμά σε κοινοπραξία υπό την ηγεσία της αμερικανικής Black Rock έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της κινεζικής κυβέρνησης και των κρατικών μέσων ενημέρωσης, στέλνοντας τις μετοχές της εταιρείας που έχει έδρα στο Χονγκ Κονγκ σε απότομη πτώση. Η συμφωνία, αξίας 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιλαμβάνει την πώληση 43 λιμανιών σε 23 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των δύο στρατηγικών λιμανιών στη Διώρυγα του Παναμά.

Η κινεζική κρατική εφημερίδα Ta Kung Pao και ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός CCTV επέκριναν τη συμφωνία, χαρακτηρίζοντάς την ως «παράδοση μαχαιριού σε αντίπαλο» και κατηγορώντας τη CK Hutchison για «κερδοσκοπία» και «προδοσία» των εθνικών συμφερόντων της Κίνας και του κινεζικού λαού. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύθηκε από επίσημες κινεζικές κυβερνητικές ιστοσελίδες, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα με την οποία το Πεκίνο αντιμετωπίζει την υπόθεση. Ως εταιρεία του Χονγκ Κονγκ, η CK Hutchison θα έπρεπε να είναι προσεκτική σχετικά με το πώς χειρίζεται συμφωνίες που θα μπορούσαν να βλάψουν το εθνικό συμφέρον της Κίνας, ανέφερε η ανάρτηση από τον λογαριασμό Yuyuantantian στην πλατφόρμα κοινωνικών μέσων Weibo.

Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά τη ζωντανή μετάδοση, η ανάρτηση είχε εξαφανιστεί. Όποιος κι αν είναι ο λόγος για τη διαγραφή της ανάρτησης, υπογραμμίζει την κάθετη αντίθεση της Κίνας στη συμφωνία, και τελικά κατάφερε να γίνει επανεξέταση της συναλλαγής.

Επίσης, το Reuters ανέφερε την Παρασκευή ότι η CK Hutchinson έχει καθυστερήσει μέρος της διαδικασίας πώλησης, αν και πηγές ανέφεραν ότι η συμφωνία δεν έχει ακυρωθεί. Στην πρόσφατη δήλωση κερδών της, η CK Hutchison δεν έκανε καμία αναφορά στη συμφωνία για τα λιμάνια, αν και είπε ότι «οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις έχουν αυξηθεί […] σημαντικά».

Η οριστική τεκμηρίωση της συμφωνίας αναμένεται να ανακοινωθεί στις 2 Απριλίου, ωστόσο, η παρεμβολή του Πεκίνου για να αποτρέψει την πώληση έχει δημιουργήσει μία νέα συνθήκη.

Στις 28 Μαρτίου, η Κρατική Διοίκηση για τη Ρύθμιση της Αγοράς της Κίνας ανακοίνωσε την έναρξη έρευνας για πιθανές παραβιάσεις των κινεζικών αντιμονοπωλιακών νόμων.

Η κρατική Cosco Shipping Ports ενδέχεται να αναλάβει την εξαγορά κάποιων από τα λιμάνια που προορίζονταν για την BlackRock. H Hutchison σχεδιάζει να πουλήσει λιμάνια σε περιοχές όπου η Cosco εξετάζει επενδύσεις όπως η Νοτιοανατολική Ασία, η Λατινική Αμερική και η Αφρική.

Η κινεζική κυβέρνηση είναι σαφής στην απαίτησή της να ευθυγραμμιστούν οι επιχειρήσεις του Χονγκ Κόνγκ με το Πεκίνο « το οποίο δεν φαίνεται πια να διατηρεί τον ημιαυτόνομο χαρακτήρα του» όπως επεσήμανε και ο Steve Vickers, CEO της εταιρίας διαχείρισης ρίσκου Steve Vickers Associates. Μια τέτοια στοχοποίηση ενδέχεται να δημιουργήσει ανησυχίες για το μέλλον και άλλων μεγάλων εταιρειών του Χονγκ Κονγκ δεδομένης της στρατηγικής τους σημασίας, που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ Κίνας και Δύσης όπως οι HSBC,Swire, China Light & Power (CLP) και Jardine Matheson.

Η αντίδραση της Κίνας δεν περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη συμφωνία. Αναλυτές εκτιμούν ότι η κινεζική δυσαρέσκεια για την πώληση των λιμανιών του Παναμά μπορεί να επηρεάσει και άλλες επιχειρηματικές συμφωνίες μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η πιθανή πώληση των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων της Tik Tok, που ανήκει στην κινεζική εταιρεία ByteDance. Η κινεζική κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί μια πιο επιθετική στάση απέναντι σε πιέσεις για εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων σε αμερικανικά συμφέροντα, γεγονός που μπορεί να περιπλέξει περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Το Πεκίνο θεωρεί ότι η Ουάσιγκτον επιχειρεί να εξαναγκάσει κινεζικές επιχειρήσεις να αποχωρήσουν από στρατηγικές θέσεις, είτε πρόκειται για λιμάνια είτε για τεχνολογικές πλατφόρμες.

Η σκληρή στάση της Κίνας δείχνει ότι πιθανότατα θα επιχειρήσει να δυσκολέψει αντίστοιχες συμφωνίες στο μέλλον, ασκώντας οικονομικές και πολιτικές πιέσεις για να διατηρήσει τον έλεγχό της σε κρίσιμες υποδομές και αγορές.

Kυρώσεις των ΗΠΑ κατά Κινέζων και αξιωματούχων του Χονγκ Κονγκ: Αντίδραση στην καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων

Σε μια σημαντική διπλωματική κίνηση, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε στις 31 Μαρτίου 2025 την επιβολή κυρώσεων κατά έξι αξιωματούχων από την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ για καταπάτηση των δικαιωμάτων και προσβολή της αυτονομίας της πρώην βρετανικής αποικίας. Πρόκειται για την πρώτη σχετική ενέργεια της νέας διοίκησης υπό την ηγεσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Η ανακοίνωση συνοδεύτηκε από τη δημοσιοποίηση της ετήσιας έκθεσης του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, στην οποία τονίζεται ότι «οι πολιτικές του Πεκίνου υπονομεύουν την αυτονομία και τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χονγκ Κονγκ». Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο σημείωσε ότι «η Κίνα έχει αθετήσει τις υποσχέσεις της προς τον λαό του Χονγκ Κονγκ».

Tα ονόματα στη λίστα των κυρώσεων

Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν βάσει προεδρικού διατάγματος του 2020 και στόχευσαν συγκεκριμένα πρόσωπα που θεωρούνται υπεύθυνα για ενέργειες κατά της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ. Εκ των ονομάτων, ξεχωρίζει ο Ντονγκ Τζινγκγουέι, διευθυντής του Γραφείου Εθνικής Ασφάλειας του Πεκίνου, ο οποίος έχει ιστορικό συμμετοχής σε επιχειρήσεις καταστολής αντιφρονούντων και εξωτερικών επεμβάσεων.

Οι πέντε άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Χονγκ Κονγκ που βρίσκονται στη λίστα κυρώσεων είναι ο Σόνι Άου Τσι Κουόνγκ, ο Ντικ Γουόνγκ Τσανγκ Τσουν, η Μάργκαρετ Τσιού Ουίνγκ Λα, ο Ρέιμοντ Σιου Τσακ Γι, και ο Πολ Λαμ Τινγκ Κουόκ. Σύμφωνα με το υπουργείο, οι εν λόγω αξιωματούχοι συμμετείχαν σε συλλήψεις και διώξεις ατόμων βάσει του εθνικού νόμου ασφάλειας, που ισχύει από το 2020 και επιβάλλει βαριές ποινές με κατηγορίες όπως υπονόμευση και συνεργασία με ξένες δυνάμεις.

Aντιδράσεις του Χονγκ Κονγκ και δηλώσεις διεθνών φορέων

Η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ απάντησε στις κυρώσεις, χαρακτηρίζοντάς τες «απόπειρα εκφοβισμού» και δηλώνοντας ότι οι αρμόδιες αρχές δε θα επηρεαστούν από «τέτοιες αχαρακτήριστες ενέργειες». Από την άλλη πλευρά, οργανισμοί υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το «Committee for Freedom in Hong Kong Foundation», εξήραν την κίνηση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η Φράνσις Χούι, εκπρόσωπος του οργανισμού, δήλωσε πως είναι «ένα ισχυρό μήνυμα ότι η καταστολή δε θα παραμείνει αναπάντητη».

Η Άννα Κουόκ, διευθύντρια του οργανισμού «Hong Kong Democracy Council» στην Ουάσιγκτον, ανέφερε ότι αυτή η δράση «αποτελεί ένα πολυαναμενόμενο βήμα για την αποκατάσταση της ευθύνης». Περαιτέρω πρόσθεσε ότι «η διεθνής κοινότητα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών».

Eνίσχυση των διπλωματικών πιέσεων

Το ζήτημα της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ παραμένει κομβικό σημείο στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Οι ανανεωμένες κυρώσεις αναμένεται να αυξήσουν την ένταση μεταξύ των δύο χωρών, ενώ παράλληλα αντικατοπτρίζουν μια στροφή της αμερικανικής πολιτικής προς μεγαλύτερη υποστήριξη των δημοκρατικών δυνάμεων στην περιοχή.

Η υπόθεση εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η Κίνα θα συνεχίσει στην ίδια πορεία, υπονομεύοντας τις δεσμεύσεις της βάσει της συνθήκης του 1997, που είχε εγγυηθεί την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ μέχρι το 2047. Παράλληλα, οι κυρώσεις προμηνύουν αυστηρότερη στάση των ΗΠΑ απέναντι στις πρακτικές εκτεταμένης καταστολής και εξωτερικής πίεσης που ασκούνται από το Πεκίνο.

ΗΠΑ και Ταϊβάν: Συνεργασία για την αντιμετώπιση της κινεζικής επιρροής

Η Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται να συνεργαστούν στενά για την αντιμετώπιση της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), με κύριο πεδίο εστίασης τις δράσεις του διαβόητου Τμήματος Ενωμένου Μετώπου του Πεκίνου, όπως τονίστηκε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στη Νέα Υόρκη.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 27 Μαρτίου από το Οικονομικό και Πολιτιστικό Γραφείο της Ταϊπέι και επικεντρώθηκε στις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν, καθώς και στην πιθανότητα επίθεσης του ΚΚΚ εναντίον της Ταϊβάν. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Ράσελ Χσιάο, εκτελεστικός διευθυντής του Global Taiwan Institute στην Ουάσιγκτον.

 Διαφάνεια και συνεργασία: Κλειδιά για την αντιμετώπιση

Ο Χσιάο περιέγραψε την επιρροή του ΚΚΚ ως «συλλογική πρόκληση», τονίζοντας την ανάγκη αντιμετώπισής της μέσα από διαφάνεια, συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών. «Η καλύτερη αντιμετώπιση της κακόβουλης επιρροής είναι η μεγαλύτερη διαφάνεια», δήλωσε, προσθέτοντας ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι το κοινό αντιλαμβάνεται καλύτερα το ζήτημα.

Ο Χσιάο επεσήμανε επίσης την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των επιστημόνων, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των υπηρεσιών επιβολής του νόμου. Προτάσεις περιλάμβαναν τη βελτίωση των νομικών συστημάτων για το κλείσιμο «παραθύρων ευκαιρίας» που εκμεταλλεύεται το ΚΚΚ, ενώ αναφέρθηκε και στην ανάγκη βελτίωσης της ικανότητας διώξεων και ενίσχυσης της εφαρμογής του νόμου.

Ο ρόλος του Τμήματος Ενωμένου Μετώπου του ΚΚΚ

Το Τμήμα Ενωμένου Μετώπου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών του Πεκίνου για εξάσκηση πολιτικής επιρροής στο εξωτερικό. Οργανισμοί που υποστηρίζονται από το τμήμα αυτό δραστηριοποιούνται για τη συνδιαμόρφωση πολιτικών περιβαλλόντων, τη συγκέντρωση πληροφοριών και τη μετάδοση τεχνολογιών, συχνά με μη επιτρεπτούς τρόπους.

Σύμφωνα με την Εθνική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας και Ασφάλειας των ΗΠΑ, κύριος σκοπός αυτών των προσπάθειών είναι «η πίεση στην Ουάσιγκτον για πολιτικές πιο ευνοϊκές προς το Πεκίνο». Παρόμοιες τακτικές εφαρμόζονται και στην Ταϊβάν, όπου οι προσπάθειες επηρεασμού αγγίζουν νεολαιίστικες ανταλλαγές, πολιτιστικές δραστηριότητες και εκπαιδευτικά προγράμματα.

Σενάρια εισβολής στην Ταϊβάν

Ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης στην εκδήλωση ήταν οι ανησυχίες για μία πιθανή στρατιωτική εισβολή του Πεκίνου στην Ταϊβάν. Ο Ντέιβιντ Σακς, ειδικός σε θέματα Ασίας στο Council on Foreign Relations, δήλωσε ότι δεν πιστεύει πως μία τέτοια επίθεση είναι πιθανή πριν τη λήξη της θητείας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

«Αν η Ταϊβάν πέσει, αυτό θα γεννήσει υπαρξιακά ερωτήματα για την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τις Φιλιππίνες σχετικά με την αξιοπιστία της αμερικανικής δέσμευσης για άμυνά τους», τόνισε ο Σακς. Σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αποτύχουν να στηρίξουν την Ταϊβάν, πρόσθεσε, οι συμμαχίες τους στην περιοχή θα δεχτούν σοβαρό πλήγμα.

Οι ΗΠΑ διατηρούν παραδοσιακά την πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας», χωρίς να ξεκαθαρίζουν αν θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση επίθεσης.

Χρονικός ορίζοντας 2027: Προετοιμασία για το μέλλον

Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών έχουν προειδοποιήσει για έναν χρονικό ορίζοντα πιθανής εισβολής έως το 2027, εξαιτίας εντολών που έδωσε ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στον στρατό του να είναι έτοιμος για τέτοιο σενάριο. Ωστόσο, ο Χσιάο επισήμανε ότι, αντί να εστιάζουμε αποκλειστικά στις ημερομηνίες, είναι απαραίτητο να ενισχυθούν συλλογικά οι αμυντικές δυνατότητες των συμμάχων στη λεκάνη του Ειρηνικού. «Η συλλογική ενίσχυση των δυνατοτήτων αποτελεί τον καλύτερο τρόπο αποτροπής», δήλωσε.

Η διεθνής διάσταση

Η πιθανή κατάληψη της Ταϊβάν από το ΚΚΚ θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ισορροπία ισχύος, επηρεάζοντας ζωτικά στρατηγικά σημεία, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και ο Ινδο-Ειρηνικός. Ο διάλογος για την πολιτική και στρατιωτική στήριξη της Ταϊβάν αναδεικνύεται ως κεντρικό ζήτημα τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τους συμμάχους τους παγκοσμίως.

Στρατιωτικές επιδείξεις δύναμης από την Κίνα κοντά στην Ταϊβάν

Την Τρίτη, μια μάχιμη ομάδα με αεροπλανοφόρο της Κίνας πήρε θέση κοντά στην Ταϊβάν, στο πλαίσιο των μεγάλης κλίμακας στρατιωτικών ασκήσεων του κομμουνιστικού καθεστώτος στα ύδατα και τον εναέριο χώρο γύρω από το νησί. Ένας εκπρόσωπος του κινεζικού στρατού χαρακτήρισε τις κοινές ασκήσεις των ναυτικών, αεροπορικών, χερσαίων και πυραυλικών δυνάμεων ως «σοβαρή προειδοποίηση και αποφασιστική ανακοπή κατά της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν».

Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ταϊβάν ανέφερε ότι 19 πολεμικά πλοία του κινεζικού ναυτικού εντοπίστηκαν στα ύδατα γύρω από το νησί σε διάστημα 24 ωρών από τις 6 π.μ. της Δευτέρας. Το αεροπλανοφόρο Shandong και η ομάδα του έχουν τεθεί υπό παρακολούθηση από το Σάββατο, με την παρατήρηση ότι η ομάδα εισήλθε στη ζώνη αναγνώρισης αεράμυνας της Ταϊβάν.

Ο υπουργός Άμυνας της Ταϊβάν, Γουέλινγκτον Κου, δήλωσε: «Θέλω να πω ότι αυτές οι ενέργειες αντικατοπτρίζουν πλήρως την καταστροφή της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας». Ανέφερε επίσης ότι η Ταϊβάν έχει συστήσει μια κεντρική ομάδα ανταπόκρισης για να παρακολουθεί τις τελευταίες κινεζικές ασκήσεις.

Το Γραφείο Υποθέσεων της Ταϊβάν στην Κίνα εξέδωσε δήλωση την Τρίτη, υποστηρίζοντας ότι ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, «προκαλεί αντικινεζικά συναισθήματα» με την πρόσφατη 17-σημειακή στρατηγική του, που στοχεύει στην ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας της Ταϊβάν. Η δήλωση αναφέρει: «Δεν θα ανεχτούμε ούτε θα δικαιολογήσουμε αυτό με κανέναν τρόπο και πρέπει να αντιταχθούμε και να τιμωρήσουμε αυστηρά αυτές τις ενέργειες».

Η 17-σημειακή στρατηγική, που παρουσιάστηκε από τον Λάι στις 13 Μαρτίου, περιλαμβάνει σχέδια για τη μεταφορά δικών κατασκοπείας σε στρατιωτικά δικαστήρια και την εντατικοποίηση των κανόνων μετανάστευσης για τους Κινέζους πολίτες που αιτούνται μόνιμης διαμονής. Ο Λάι αναφέρθηκε επίσης σε περιπτώσεις όπου μέλη του στρατού είχαν δωροδοκηθεί από την Κίνα, πούλησαν πληροφορίες ή συνδράμουν σε ένοπλες δυνάμεις με σχέδια να βλάψουν το ίδιο τους το έθνος και τους πολίτες.

«Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις όπου καλλιτέχνες ακολούθησαν πρόθυμα τις εντολές του Πεκίνου, δηλώνοντας ότι η πατρίδα τους δεν είναι καν χώρα, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους επαγγελματικά συμφέροντα», πρόσθεσε ο Λάι.

Τον Οκτώβριο του 2023, ένας απόστρατος συνταγματάρχης της Πολεμικής Αεροπορίας, ο Λιου Σενγκ-σού, καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση για κατασκοπεία υπέρ της Κίνας, την περίοδο 2013–2021.

Τον περασμένο μήνα, μια Κινέζα influencer του TikTok, η Λιου Τζενγιά, είδε την άδεια παραμονής της να ανακαλείται.

Η ίδια διατηρεί κανάλι στο TikTok με σχεδόν μισό εκατομμύριο συνδρομητές, όπου δημοσιεύει περιεχόμενο υπέρ της «επανένωσης» της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα.

Η Ταϊβάν, γνωστή και ως Δημοκρατία της Κίνας, αποτελεί τη συνέχεια ενός εξόριστου καθεστώτος που κυβερνούσε την ηπειρωτική Κίνα πριν την κατάληψή της από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) το 1949. Το ΚΚΚ δεν έχει κυβερνήσει ποτέ την Ταϊβάν. Έχει δηλώσει ότι επιδιώκει να την ενσωματώσει με ειρηνικά μέσα, αλλά επανειλημμένα έχει απειλήσει με στρατιωτική προσάρτηση του αυτοδιοικούμενου νησιού.

Η Κίνα στέλνει συχνά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη στη Ζώνη Αναγνώρισης Αεράμυνας της Ταϊβάν, δοκιμάζοντας τις άμυνες του νησιού και στέλνοντας μήνυμα εκφοβισμού προς τους πολιτικούς στην Ταϊπέι.

Ο ρόλος της Κίνας στην κρίση φαιντανύλης καθοδηγείται από τους επικεφαλής του καθεστώτος

Η ένταση σιγοβράζει μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κομμουνιστικής Κίνας καθώς οι δύο χώρες αυξάνουν τους δασμούς στις εισαγωγές αμφοτέρωθεν. Εν τω μεταξύ, η ρητορική του Πεκίνου κλιμακώνεται σε επιθετικότητα.

Στις αρχές Μαρτίου, η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ανήρτησε σε κοινωνικό δίκτυο ένα μήνυμα από το υπουργείο Εξωτερικών της, που έλεγε: «Αν οι ΗΠΑ θέλουν πόλεμο – πόλεμο δασμών, εμπορικό πόλεμο ή όποιο άλλο είδος πολέμου – είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε έως το τέλος».

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε ότι, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναζητούν πόλεμο με την Κίνα, είναι «πολύ καλά εξοπλισμένες για τον διαχειριστούν».

Ο Τραμπ επέβαλε επιπλέον 20% δασμούς σε όλα τα προϊόντα που φτιάχνονται στην Κίνα, λέγοντας ότι η εκτεταμένη διακίνηση φαιντανύλης — του θανατηφόρου οπιοειδούς που είναι 50 έως 100 φορές πιο ισχυρό από την μορφίνη — στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει φτάσει σε επίπεδα έκτακτης εθνικής ανάγκης.

Μέχρι σήμερα, η Κίνα παραμένει η κύρια πηγή πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης, οι οποίες αποστέλλονται στο Μεξικό, όπου παρασκευάζεται το ναρκωτικό. Στη συνέχεια, μεταφέρεται λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως μέσω των νότιων συνόρων.

Το κομμουνιστικό καθεστώς αποκάλεσε την επιδημία της φαιντανύλης «δικό τους πρόβλημα», αναφερόμενο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και χαρακτήρισε τους δασμούς των ΗΠΑ «εκβιασμό». Ως απάντηση, το Πεκίνο επέβαλε επιπλέον δασμούς 15% στον άνθρακα και το φυσικό αέριο των ΗΠΑ και επιπλέον 10% σε γεωργικό εξοπλισμό και φορτηγά.

Ο Γιουάν Χονγκμπίνγκ, πρώην καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου στην Κίνα, ο οποίος τώρα ζει στην Αυστραλία, είπε ότι η αμερικανική κρίση των οπιοειδών απέχει πολύ από μία κατάσταση ‘αυτοτραυματισμού’, όπως υπαινίσσεται το ΚΚΚ, του οποίου ο ρόλος στην επιδημιολογική εξάπλωση της φαιντανύλης στις ΗΠΑ ήταν κρίσιμος.

Ωστόσο, το να επιρρίπτουν την ευθύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πάγια στρατηγική επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), Σι Τζινπίνγκ, είπε ο Γιουάν στο NTD, αδελφό μέσο ενημέρωσης της Epoch Times..

Ο Γιουάν, ο οποίος έχει επαφές με ανώτερα στελέχη του ΚΚΚ, είπε ότι ο Σι έχει δώσει με συνέπεια εσωτερικές οδηγίες κατά τη διάρκεια τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης θητείας του Τραμπ, ότι το Πεκίνο πρέπει να αποφύγει και να αρνηθεί κάθε σύνδεση με τις κρίσεις των ναρκωτικών που λυμαίνονται την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Γιουάν πρόσθεσε ότι το καθεστώς έλαβε οδηγίες από τον Σι να ισχυριστεί ότι η Κίνα κατασκευάζει τις χημικές πρόδρομες ουσίες νόμιμα και ότι η Κίνα δεν ευθύνεται εάν μετατραπούν σε θανατηφόρα ναρκωτικά και μεταφερθούν λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρώπη.

Ο ειδικός αναλυτής δήλωσε περαιτέρω ότι η φαιντανύλη βρίσκεται στον πυρήνα της προσπάθειας του Σι να «εκδικηθεί» τη Δύση, καθώς την κατηγορεί για τους Πολέμους του Οπίου στα μέσα του 19ου αιώνα και τη συνεπακόλουθη ταπείνωση της Κίνας. Κατά τη διάρκεια των 100 περίπου ετών εκείνης της περιόδου, η Κίνα έπρεπε να υπογράψει μια σειρά άνισων συνθηκών που παραχωρούσαν κινεζικό έδαφος και τα κινεζικά λιμάνια σε ξένο έλεγχο.

«Λόγω των οδηγιών του Σι, βλέπουμε τώρα μια δραματική αύξηση τόσο στην παραγωγή πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης στην Κίνα όσο και στην εξαγωγή αυτών των χημικών ουσιών, που τροφοδοτούν την κρίση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Γιουάν.

Οι θάνατοι από υπερβολική δόση φαιντανύλης έχουν γίνει μια εθνική κρίση, αφού αφαιρούν περισσότερες από 200 ζωές Αμερικανών την ημέρα, σύμφωνα με την υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ. Μόνο το 2023, περίπου 75.000 Αμερικανοί πέθαναν από υπερβολική δόση φαιντανύλης, μια 23πλάσια αύξηση σε σχέση με μία δεκαετία πριν.

Η επικεφαλής Εγχώριας Ασφάλειας, Κρίστι Νομ, επιθεωρεί το σημείο εισόδου φαιντανύλης Σαν Ισίντρο, στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Σαν Ντιέγκο, 16 Μαρτίου 2025. (Alex Brandon/Getty Images)

 

Σήμερα, οι ακούσιες υπερβολικές δόσεις είναι η πρώτη αιτία θανάτου Αμερικανών μεταξύ 18-45 ετών. Σε ένα θετικότερο τόνο, ο αριθμός θανάτων από χρήση οπιοειδών μειώθηκε κατά 20% το 2024, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.

Η κρίση φαιντανύλης έχει γίνει βασικό σημείο ανησυχίας για τους Αμερικανούς ψηφοφόρους και σημαντικός παράγοντας στη δυναμική των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, υποστηρίζει ο ειδικός της Κίνας Αλεξάντερ Λιάο, τονίζοντας ότι οι σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον έχουν αλλάξει ριζικά. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι δύο χώρες είχαν περάσει μια διπλωματική «εποχή των παγετώνων», με την επίσημη επικοινωνία ανώτατου επιπέδου να παγώνει για περίπου 10 μήνες, το 2022 και το 2023. Τώρα, ο Λιάο πιστεύει ότι η αντιπαράθεση έχει πλέον κλιμακωθεί και έχει περάσει σε άλλο επίπεδο.

«Είτε πρόκειται για εμπόριο είτε για άλλες πτυχές, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βασικά έχουν στραφεί η μία εναντίον της άλλης», είπε ο Λιάο στην Epoch Times.

«Λίγος θόρυβος αλλά σκληρή δράση» είναι ο τρόπος με τον οποίο κατηγοριοποιεί την τρέχουσα κατάσταση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, σε αντίθεση με τα «πολλά λόγια και λίγα έργα» που συμβαίνουν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης.

«Η πολιτική παίζει διαφορετικά μεταξύ εχθρών και φίλων», είπε.

Οι ΗΠΑ είναι ο τέλειος εχθρός για το κινεζικό καθεστώς

Την τελευταία δεκαετία, η Κίνα σημείωσε σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Το ονομαστικό ΑΕΠ της υπερβαίνει πλέον τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όταν μετράται με βάση την αγοραστική δύναμη, η οικονομία της Κίνας ξεπέρασε αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών το 2016.
Ο Σι ανέβηκε στις τάξεις του ΚΚΚ λίγα χρόνια πριν από αυτό και το 2013 ανέλαβε την ηγεσία του.

Σύμφωνα με τον Γιουάν, η κομμουνιστική ιδεολογία του Σι τον ώθησε να εκμεταλλευτεί αμέσως την οικονομική ισχύ της Κίνας για να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής, την «πρωτοβουλία Belt and Road», με στόχο την επέκταση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού σε όλο τον κόσμο.

Υπό το πρόσχημα της ανάπτυξης υποδομών, η γεωπολιτική πλατφόρμα 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αρπάζει φυσικούς πόρους άλλων χωρών, περιλαμβανομένων κρίσιμων ορυκτών για την παραγωγή τσιπ υπολογιστών, και επεκτείνει τη χρήση των λιμανιών τους για δικούς της πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς.

Μια γυναίκα κάθεται κοντά σε μια διαφημιστική πινακίδα που διαφημίζει το πρόγραμμα της Κίνας Belt and Road στο Σιχάνουκβιλ της Καμπότζης, την 1η Ιουλίου 2024. Μεταμφιεσμένη ως ανάπτυξη υποδομών, η πλατφόρμα του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αρπάζει τους φυσικούς πόρους άλλων χωρών και επεκτείνει τη χρήση των λιμανιών τους για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Valeria Mongelli/Getty Images

 

Το πολιτικό σύνθημα του Σι είναι «η μεγάλη αναζωογόνηση του κινεζικού έθνους». Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, η νίκη δεν έρχεται χωρίς αναποδιές και εμπόδια.

Η φιλοδοξία του Σι έχει τις ρίζες της στην παρακμή της χώρας πριν από 200 χρόνια. Στα βιβλία του ΚΚΚ, η Δύση παρουσιάζεται ως υπαίτιος της πτώσης της Κίνας, με τους Πολέμους του Οπίου να παρουσιάζονται ως η αρχή του «Αιώνα της Ταπείνωσης».

Για την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία, αντίστοιχα, ο Σι δήλωσε ότι «απομάκρυνε την ταπείνωση ενός αιώνα» και ότι το επόμενο βήμα είναι η ενοποίηση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα.

Αν και επιφανειακά φαίνεται να προωθεί τον εθνικισμό, επισημαίνει ο Λιάο, η λογική του Σι παραμένει ριζωμένη στο κομμουνιστικό δόγμα: την παγκόσμια εξάπλωση του κομμουνισμού — ή, κατά τη γλώσσα του Κόμματος, να «υψωθεί η κόκκινη σημαία σε όλο τον κόσμο».

Αυτό φυσικά κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες τον πρώτο εχθρό του ΚΚΚ, εξηγεί. Ως προστάτης της Ταϊβάν και ηγέτης της τρέχουσας παγκόσμιας τάξης, η Αμερική αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδια του Σι.

Το ΚΚΚ έχει χρησιμοποιήσει την απότομη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας των τελευταίων δεκαετιών για να δικαιολογήσει την εξουσία του. Ωστόσο, τα τυραννικά μέτρα για τον COVID-19 του Σι επιδείνωσαν τα μακροχρόνια προβλήματα στη φορτωμένη με χρέος, οδηγούμενη από την παραγωγή οικονομία της. Μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημία, η πτώση της αγοράς ακινήτων και οι χωρίς χρήματα τοπικές κυβερνήσεις έχουν αφήσει την οικονομία να βαλτώσει.

Η υποδαύλιση εχθρικών διαθέσεων εναντίον ενός εξωτερικού παράγοντα είναι μια ακόμα τακτική που το ΚΚΚ χρησιμοποιεί για να ενισχύσει την εξουσία του. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται ο ιδανικός εχθρός και το Κόμμα μπορεί να προπαγανδίζει τις προσπάθειές του να τους αντιστέκεται.

Ο απώτερος στόχος του Σι

Ο απώτερος στόχος του Σι, λέει ο Γιουάν, είναι «να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως δημιουργός και επιβλέπων της παγκόσμιας τάξης.» Ο Γιουάν είπε ότι οι δύο άντρες έπιναν μαζί όταν ο Σι ήταν ακόμα αξιωματούχος στην επαρχία.

Ένα χρόνο αφότου ο Σι έγινε επικεφαλής της Κίνας, οι θάνατοι από υπερβολική δόση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αυξάνονται. Έως το 2017, οι ετήσιοι θάνατοι έφτασαν τους 28.000. Έως το 2023, ο αριθμός είχε αυξηθεί σε 75.000.

Φωτογραφίες θυμάτων φαιντανύλης, όπως εμφανίζονται στο μνημείο The Faces of Fentanyl, στα κεντρικά γραφεία της Διοίκησης Δίωξης Ναρκωτικών στο Άρλινγκτον. ΗΠΑ,  27 Σεπτεμβρίου 2022. (Alex Wong/Getty Images)

 

Το 2017, όταν η Κίνα είχε ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ΑΕΠ εκφρασμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, ο Σι και οι οπαδοί του πίστευαν ότι το «αμερικανικό πρόβλημα» — να πάρει η Κίνα τη θέση των ΗΠΑ ως υπερδύναμη του κόσμου — θα λυνόταν μέσα σε μια δεκαετία, αναφέρει ο Λιάο.

Πηγές εμπιστευτικών πληροφοριών του Λιάο στο Πεκίνο τού είπαν ότι στο ΚΚΚ υπήρχε μια αισιόδοξη διάθεση, με αποτέλεσμα οι κομματικοί επικεφαλής να κρατούν απορριπτική στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Σε αυτό το κλίμα, οι σκληροπυρηνικοί μέσα στο ΚΚΚ ουσιαστικά έθεσαν τους εαυτούς τους σε μια μη αναστρέψιμη πορεία αντιπαράθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε ο Λιάο.

Η αδυναμία της Αμερικής να περιορίσει την εξάπλωση των ναρκωτικών ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του Σι στη δύναμη της Κίνας, είπε ο Γιουάν, προσθέτοντας ότι η κρίση της φαιντανύλης στις ΗΠΑ ερμηνεύεται από τον Κινέζο ηγέτη ως απόδειξη ότι «η Ανατολή ανεβαίνει, η Δύση παρακμάζει».

Σύμφωνα με πηγές του Λιάο, κατά την πρώτη κρατική επίσκεψη του Τραμπ στην Κίνα τον Νοέμβριο του 2017, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΚΚΚ είχε πει στον Τραμπ: «Εσείς [οι Ηνωμένες Πολιτείες] πρέπει απλώς να μας παρέχετε πρώτες ύλες και μια καταναλωτική αγορά για τα προϊόντα μας».

Ένας γνώστης του Πεκίνου είπε στον Λιάο ότι αυτή η συνάντηση ώθησε τον Τραμπ να επιβάλει δασμούς στην Κίνα αμέσως μόλις επέστρεψε στην Ουάσιγκτον. Η πηγή πρόσθεσε ότι η αλαζονεία και ο υπεροπτικός τόνος του Κινέζου αξιωματούχου πιθανότατα προκάλεσαν βαθιά ανησυχία στον Τραμπ για την υπερβολική εξάρτηση των ΗΠΑ από την κινεζική παραγωγή.

Τον Ιανουάριο του 2018, ο Τραμπ άρχισε να θέτει δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές για να μειώσει την εμπορική ανισορροπία και να αναγκάσει την Κίνα να σταματήσει την κλοπή εμπορικών μυστικών και πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ.

Δύο χρόνια αργότερα, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον υπέγραψαν μια εμπορική συμφωνία πρώτης φάσης, βάσει της οποίας η Κίνα υποσχέθηκε να αγοράζει περισσότερα προϊόντα από τις ΗΠΑ.

Δύο μήνες αργότερα, η πανδημία COVID-19 χτύπησε.

Την πρώτη ημέρα της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ διέταξε να διεξαχθεί έρευνα εμπορικής πολιτικής έως την 1η Απριλίου. Η μελέτη ξεχωρίζει την Κίνα για αξιολόγηση της εκπλήρωσης της εμπορικής συμφωνίας πρώτης φάσης και επανεξέταση τυχόν αθέμιτων ή μη ισορροπημένων εμπορικών πρακτικών.

Ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Χε Λιφένγκ (d) δείχνει το δρόμο στον γερουσιαστή Στηβ Νταίηνς (Ρ-Μοντ.) πριν από συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Σιντζιάνγκ στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στο Πεκίνο, στις 22 Μαρτίου 2025. (Ng Han Guan/Getty Images)

 

Ο Τραμπ έχει μιλήσει για τις 2 Απριλίου ως την «ημέρα απελευθέρωσης» της Αμερικής, κατά την οποία θα επιβάλει αμοιβαίους δασμούς για να ισορροπήσει το πεδίο με όλους τους εμπορικούς της εταίρους. Ένα πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι ο Λευκός Οίκος θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές.

Η κινεζική οικονομία είναι πιο αδύναμη από ό,τι ήταν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ και εξαρτάται περισσότερο από τις εξαγωγές.

Ο γερουσιαστής Στηβ Νταίηνς (Ρ-Μοντ.), ο πρώτος αμερικανός πολιτικός που επισκέφτηκε το Πεκίνο κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, μετέφερε το μήνυμα του Τραμπ στους ανώτερους Κινέζους ηγέτες, καλώντας για «αποφασιστική δράση εκ μέρους της Κίνας προκειμένου να σταματήσει η ροή των πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης». Στις 23 Μαρτίου, επανέλαβε το αίτημα των ΗΠΑ σε συνέντευξή του στο Bloomberg: «Θα είναι δύσκολο να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τους δασμούς και τους μη δασμολογικούς φραγμούς μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της πρόδρομης ουσίας της φαιντανύλης».

Ανεξάρτητα από τις παραχωρήσεις που προτείνει το Πεκίνο στον Τραμπ σε μια πιθανή σύνοδο κορυφής Τραμπ-Σι τον Ιούνιο, οι δύο χώρες βρίσκονται σε μία «αναπόφευκτη» πορεία σύγκρουσης, ισχυρίζεται ο Γιουάν.

«Δεν είναι μια προσωρινή σύγκρουση που πυροδοτήθηκε από ένα μεμονωμένο γεγονός, είτε πρόκειται για δασμούς είτε για άλλα συγκεκριμένα ζητήματα», είπε. «Η αντιπαράθεση είναι θεμελιώδης και αναπόφευκτη, καθοδηγούμενη από μεγαλύτερες δυνάμεις.»

Ενισχύονται οι κινεζικές ρυθμίσεις κατά δυτικών κυρώσεων – Ανησυχία για μαζική φυγή επιχειρήσεων

Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε νέους εφαρμοστικούς κανονισμούς του επονομαζόμενου «Νόμου Αντίμετρων κατά Ξένων Κυρώσεων», ο οποίος θεσπίστηκε αρχικά το 2021. Οι κανονισμοί, που τέθηκαν επίσημα σε ισχύ στις 24 Μαρτίου 2025, αποτελούν αντίδραση του Πεκίνου στις επανειλημμένες κυρώσεις που επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε βάρος κινεζικών συμφερόντων.

Η κινεζική κυβέρνηση διευκρίνισε ότι με τους νέους κανονισμούς η χώρα προσπαθεί να προστατεύσει τα συμφέροντά της απέναντι σε «μονομερείς και άδικες κυρώσεις», τονίζοντας πως αποτελούν «μέτρο αυτοπροστασίας» και διασφαλίζουν την κυριαρχία της χώρας.

Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 7 των νέων κανονισμών, το οποίο επιτρέπει την κατάσχεση, δέσμευση ή πάγωμα περιουσιακών στοιχείων ξένων επενδυτών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένης και της πνευματικής ιδιοκτησίας, με απόφαση των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, όπως το υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας και άλλες συναρμόδιες αρχές.

Σύμφωνα με τον δικηγόρο για τα ανθρώπινα δικαιώματα με έδρα τις ΗΠΑ, Γου Σαοπίνγκ, οι νέοι κανονισμοί στοχεύουν ευθέως τις αμερικανικές κυρώσεις και αυξάνουν κατακόρυφα το ρίσκο για ξένες επιχειρήσεις στην Κίνα. «Πολλές ξένες εταιρείες στηρίζονται στην πνευματική ιδιοκτησία που έχουν αναπτύξει και κατοχυρώσει διεθνώς. Με τους νέους κανονισμούς, το κινεζικό κράτος μπορεί απροκάλυπτα να δεσμεύσει ή να κατασχέσει αυτήν την ιδιοκτησία, θέτοντας σοβαρά ζητήματα ασφάλειας για τους επενδυτές», ανέφερε ο κ. Γου σε δηλώσεις του στην Epoch Times.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που προηγήθηκε των νέων ρυθμίσεων αναφέρεται η πρόσφατη απόφαση της πολιτείας Μισούρι να κατασχέσει γεωργικές εκτάσεις κινεζικών εταιρειών ως μέρος αποζημίωσης ύψους 24,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων που επιδικάστηκε από αμερικανικό δικαστήριο, για ζημιές που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19.

Ζημιά στην εμπιστοσύνη των αγορών

Εκτός των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων, παρατηρητές επισημαίνουν πως η εφαρμογή τέτοιων κυρώσεων από την πλευρά του Πεκίνου υπονομεύει τη γενικότερη εμπιστοσύνη των αγορών. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ντέιβιντ Χουάνγκ τόνισε πως η συμπερίληψη της πνευματικής ιδιοκτησίας στα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 7 ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για κατάσχεση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών και λογισμικού όπως η Microsoft, γεγονός καταστροφικό ακόμα και για επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν φυσική παρουσία στην Κίνα.

«Η αβεβαιότητα που προκύπτει καθιστά την Κίνα μια ιδιαίτερα επικίνδυνη αγορά. Οι ξένες επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται πως πλέον τα περιουσιακά τους στοιχεία μπορούν να δεσμευθούν ανά πάσα στιγμή», υπογράμμισε ο Χουάνγκ στην Epoch Times.

Πιθανή φυγή ξένων επιχειρήσεων από την Κίνα

Οι αναλυτές εκτιμούν πως οι κανονισμοί αυτοί θα επιφέρουν μαζική φυγή αλλοδαπών επενδύσεων από την Κίνα προς χώρες με σταθερότερο επενδυτικό περιβάλλον. Ο κ. Γου ανέφερε χαρακτηριστικά πως πολλές ξένες εταιρείες δεν θα μπορούν να αντέξουν το ρίσκο να έρθουν σε αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και συνεπώς θα προτιμήσουν να αποσύρουν τις δραστηριότητές τους από την Κίνα.

Ο οικονομικός αναλυτής κ. Χουάνγκ όμως, εξέφρασε μια συγκρατημένη προσέγγιση: «Η ανταπόκριση των ξένων εταιρειών θα διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τον κλάδο, την κλίμακα των επενδύσεών τους και τον βαθμό εξάρτησής τους από την κινεζική αγορά. Ορισμένες από αυτές θα παραμείνουν στην Κίνα προσπαθώντας όμως να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ρίσκο.»

Πολιτικό μήνυμα και μειωμένη νομική ισχύς

Ο κ. Γου επισημαίνει πάντως και τη μειωμένη νομική ισχύ των νέων ρυθμίσεων συγκριτικά με ένα κανονικό νόμο που θεσπίζεται από το κοινοβούλιο. Η δημοσίευση αυτού του μέτρου μέσω υπουργικών κανονισμών αντί για νομοθετική πράξη μπορεί να υποδηλώνει ότι η Κίνα επιδιώκει κυρίως να στείλει ένα πολιτικό και προπαγανδιστικό μήνυμα τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό κοινό, χωρίς απαραιτήτως να σκοπεύει στην πλήρη εφαρμογή του.

«Πρόκειται κυρίως για εργαλείο προπαγάνδας, που δείχνει ότι η Κίνα διαθέτει πλέον ισχυρό μηχανισμό για την καταπολέμηση των ξένων κυρώσεων», τονίζει ο κ. Γου.

Με τις εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου να επιδεινώνονται συνεχώς, οι συνέπειες αυτών των οξυνόμενων μέτρων αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση τόσο στις οικονομίες των δύο χωρών όσο και στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα, εντείνοντας περαιτέρω την αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές.

Ο Σι Τζινπίνγκ επιχειρεί να καθησυχάσει τους επενδυτές εν μέσω νέων αμερικανικών δασμών

Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ πραγματοποίησε συνάντηση με δεκάδες υψηλόβαθμα στελέχη μεγάλων ξένων επιχειρήσεων στις 28 Μαρτίου στο Πεκίνο, με στόχο να αμβλύνει την ανησυχία των ξένων επενδυτών ενόψει των επερχόμενων εμπορικών δασμών από τις ΗΠΑ. Σε μια περίοδο κατά την οποία η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αντιμετωπίζει σημαντική μείωση ξένων επενδύσεων και αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η κινεζική ηγεσία καταβάλλει προσπάθεια να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα.

Στη συνάντηση, που έλαβε χώρα στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, συμμετείχαν περισσότεροι από 40 κορυφαίοι μάνατζερ από τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των φαρμάκων, της αεροδιαστημικής και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, μεταξύ αυτών και στελέχη των Mercedes-Benz, HSBC και Blackstone Group.

Ο Σι επισήμανε τη σημασία των ξένων επιχειρήσεων για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, υπογραμμίζοντας ότι «οι ξένες εταιρείες συμβάλλουν στο ένα τρίτο των εισαγωγών και των εξαγωγών της Κίνας, στο ένα τέταρτο της βιομηχανικής παραγωγής, και στο ένα έβδομο των φορολογικών εσόδων της χώρας, δημιουργώντας πάνω από 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας».

Ο πρόεδρος Σι δεσμεύθηκε ότι οι κινεζικές αρχές θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, προβάλλοντας την Κίνα ως έναν «ιδανικό, ασφαλή και πολλά υποσχόμενο προορισμό» για τους ξένους επενδυτές, σύμφωνα με το επίσημο κινεζικό πρακτορείο Xinhua.

Η προσπάθεια αυτή έρχεται τη στιγμή που η κινεζική οικονομία βιώνει μια έντονη κάμψη στις ξένες επενδύσεις. Το 2024, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Κίνα μειώθηκαν κατά 82%, φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ χαμηλά τριακονταετίας, στα 33 δισεκατομμύρια δολάρια. Τον Ιανουάριο του 2025, αντίστοιχα, οι ξένες επενδύσεις περιορίστηκαν στα 13 δισ. δολάρια, καταγράφοντας το χειρότερο ξεκίνημα των τελευταίων τριών ετών.

Λίγες ημέρες πριν τη συγκεκριμένη συνάντηση, οι κινεζικές αρχές απελευθέρωσαν το προσωπικό της αμερικανικής εταιρείας Mintz Group, το οποίο κρατείτο από το 2023 με την κατηγορία «παράνομων δραστηριοτήτων». Η κράτηση των εργαζομένων της Mintz είχε συμβάλει στην επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, προκαλώντας έντονη κριτική, με Αμερικανούς επιχειρηματίες να χαρακτηρίζουν την Κίνα ως «χώρα μη επενδύσιμη».

Η κίνηση αυτή των κινεζικών αρχών θεωρείται, από αναλυτές, ως μέρος μιας συνολικότερης προσπάθειας να αποκατασταθεί η εικόνα της χώρας έναντι της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.

Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας προσέγγισης ξένων επενδυτών, Κινέζοι αξιωματούχοι πραγματοποιούν συχνότερες και πιο εντατικές συναντήσεις με ξένους εκπροσώπους εταιρειών, όπως τον διευθύνοντα σύμβουλο της Blackstone, Στίβεν Σβάρτσμαν, και τον πρόεδρο της Boeing Global, Μπρένταν Νέλσον.

Η συνάντηση του προέδρου Σι πραγματοποιείται λίγες μέρες πριν την έναρξη ισχύος των νέων δασμών 20% στις κινεζικές εισαγωγές που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, επικαλούμενος τον έλεγχο της εισροής φαιντανύλης στις ΗΠΑ και την ανάγκη για ίσους όρους εμπορίου. Η Κίνα έχει ήδη προχωρήσει σε αντίμετρα, επιβάλλοντας δασμούς μέχρι 15% σε ορισμένα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα.

Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να θέσουν περαιτέρω προκλήσεις για την κινεζική οικονομία, κάνοντας πιο επιτακτική την ανάγκη για επαναπροσέλκυση των ξένων επιχειρήσεων. Η προσπάθεια του Σι Τζινπίνγκ αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η φυγή του ξένου κεφαλαίου, εν μέσω μιας διεθνούς ατμόσφαιρας εμπορικής αντιπαλότητας και δυσπιστίας.

Με την Κίνα να βρίσκεται σε κρίσιμη φάση οικονομικά και εμπορικά, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αποπειράται να ανατρέψει το κλίμα αρνητισμού που επικρατεί στους κύκλους των διεθνών επενδυτών. Αν και οι κινεζικές αρχές στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα ανοίγματος και εμπιστοσύνης προς τις ξένες επιχειρήσεις, είναι βέβαιο πως η επόμενη περίοδος θα αποτελέσει σημαντική δοκιμασία για τις προοπτικές συνεργασίας και ανάπτυξης τόσο για την Κίνα όσο και για τις ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί.

Βαθαίνει το μυστήριο γύρω από την εξαφάνιση ισχυρού στρατηγού στην Κίνα

Μυστήριο καλύπτει την τύχη του στρατηγού Χε Γουεϊντόνγκ, τρίτου στην ιεραρχία των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς οι κινεζικές αρχές απέφυγαν να δώσουν σαφή απάντηση στις φήμες που τον θέλουν υπό ανάκριση με κατηγορίες διαφθοράς. Κατά τη διάρκεια της μηνιαίας συνέντευξης Τύπου της Τετάρτης στο Πεκίνο, το κινεζικό υπουργείο Άμυνας δήλωσε μόνο πως δεν έχει γνώση του θέματος, δήλωση που πάντως δεν συμπεριλήφθηκε στο επίσημο απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης.

Η τελευταία δημόσια εμφάνιση του στρατηγού ήταν στις 11 Μαρτίου στην τελετή λήξης της ετήσιας συνόδου του κινεζικού Κοινοβουλίου. Οι φήμες για απομάκρυνσή του εμφανίστηκαν λίγες ημέρες αργότερα και ενισχύθηκαν τις τελευταίες μέρες από σχετικά δημοσιεύματα και πληροφορίες από διεθνή μέσα ενημέρωσης και αναλυτές.

Ο Χε Γουεϊντόνγκ κατείχε το αξίωμα του αντιπροέδρου της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, του κορυφαίου οργάνου των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, από τον Οκτώβριο του 2022. Η τοποθέτησή του έγινε στο πλαίσιο της ενίσχυσης της επιρροής του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στον στρατό, ιδιαίτερα μετά το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος όπου ο Σι πέτυχε την επανεκλογή του για τρίτη θητεία.

Διεθνή μέσα, όπως οι Epoch Times και η Washington Times, επικαλούμενα πηγές κοντά στους κύκλους της κινεζικής ηγεσίας αλλά και αμερικανικές πηγές πληροφοριών, μεταδίδουν ότι ο στρατηγός βρίσκεται ήδη υπό κρατικό έλεγχο. Ο ειδικός αναλυτής από το Ινστιτούτο Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, Σεν Μινγκ-Σι, εκτιμά πως η αποφυγή σαφών απαντήσεων από τις αρχές επιβεβαιώνει εμμέσως το ενδεχόμενο απομάκρυνσης του στρατηγού. «Λόγω του βαρυσήμαντου ρόλου του ως αντιπροέδρου της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, αν δεν υπήρχε ζήτημα, οι αρχές θα είχαν ήδη δώσει σαφή απάντηση σχετικά με την τύχη του», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Σεν.

Η πιθανή πτώση του Χε έρχεται να προστεθεί στα πολλά κρούσματα διαφθοράς που έχουν πλήξει υψηλόβαθμα στελέχη του κινεζικού στρατού από το καλοκαίρι του 2023. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο υπουργοί Άμυνας και πάνω από μια ντουζίνα ανώτερων αξιωματικών, οι οποίοι απομακρύνθηκαν κατηγορούμενοι για «σοβαρές παραβιάσεις πειθαρχίας», μια τυπική φράση της κινεζικής ηγεσίας για να περιγράψει υποθέσεις διαφθοράς.

Η περίπτωση του στρατηγού Χε Γουεϊντόνγκ φαίνεται να συνδέεται με την πτώση του στρατηγού Μιάο Χουά, υπευθύνου πολιτικής αφοσίωσης των ενόπλων δυνάμεων μέχρι τον Νοέμβριο του 2024. Όταν ζητήθηκαν την Πέμπτη περαιτέρω πληροφορίες για την υπόθεση Μιάο, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας δήλωσε πως «προς το παρόν δεν υπάρχει κάτι νέο προς ανακοίνωση», χωρίς και πάλι να καταγραφεί αυτή η απάντηση στα επίσημα πρακτικά.

Οι συνεχείς αναταράξεις στο κορυφαίο επίπεδο των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων προκαλούν έντονο ενδιαφέρον από διεθνείς παρατηρητές, οι οποίοι προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τα εσωτερικά τεκταινόμενα στο Πεκίνο. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η σιγή των κινεζικών αρχών, που ενισχύει τις ενδείξεις για βαθύτερες πολιτικές διεργασίες και εσωκομματικές συγκρούσεις εντός του ΚΚΚ.

Η αναταραχή που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Κίνας έχει επίσης επιπτώσεις στην εξωτερική εικόνα της χώρας, καθώς οι πολλές και απότομες αλλαγές στην κορυφή του στρατεύματος ενδέχεται να δείχνουν ευρύτερη αστάθεια στο καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ ή μια προσπάθεια εδραίωσης της εξουσίας του μέσω της εκκαθάρισης «ανεπιθύμητων» στοιχείων.

Η επίσκεψη του γιου του Λι Κα-σινγκ στο Πεκίνο πυροδοτεί εικασίες εν μέσω πώλησης λιμανιών στον Παναμά

Η συμμετοχή του Ρίτσαρντ Λι, γιου του δισεκατομμυριούχου Λι Κα-σινγκ, σε οικονομικό φόρουμ στο Πεκίνο στις 23-24 Μαρτίου έχει πυροδοτήσει έντονες εικασίες και συζητήσεις σχετικά με τις προσπάθειες να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ της εταιρείας του πατέρα του, CK Hutchison, και της κινεζικής κυβέρνησης, μετά την απόφαση του ομίλου να πωλήσει λιμενικές εγκαταστάσεις στρατηγικής σημασίας δίπλα στη Διώρυγα του Παναμά.

Ο Λι συμμετείχε στο Ετήσιο Συνέδριο του Φόρουμ Ανάπτυξης της Κίνας 2025, που διοργανώθηκε από το κέντρο έρευνας ανάπτυξης του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας υπό τον τίτλο «Απελευθερώνοντας την αναπτυξιακή δυναμική για σταθερή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας». Στο φόρουμ, όπου κεντρική ομιλία απηύθυνε ο κινέζος πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ, συμμετείχαν πάνω από 100 ηγέτες και στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, όπως ο Τιμ Κουκ της Apple και ο Κριστιάνο Αμόν της Qualcomm.

Το ταξίδι του Ρίτσαρντ Λι έρχεται στον απόηχο της ανακοίνωσης της CK Hutchison, της εταιρείας συμφερόντων του 96χρονου μεγιστάνα Λι Κα-σινγκ, ότι θα πωλήσει το μεγαλύτερο μέρος των λιμενικών επιχειρήσεών της σε 43 χώρες –συμπεριλαμβανομένων των λιμανιών εκατέρωθεν της Διώρυγας του Παναμά– σε κοινοπραξία υπό την αμερικανική επενδυτική εταιρεία BlackRock έναντι 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η απόφαση αυτή προκάλεσε την έντονη οργή της κινεζικής κυβέρνησης και πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στον φιλοκυβερνητικό Τύπο του Χονγκ Κονγκ. Η φιλοκινεζική εφημερίδα Ta Kung Pao δημοσίευσε περισσότερα από 10 άρθρα που χαρακτήρισαν τον Λι Κα-σινγκ «προδότη που ξεπούλησε τη χώρα και τον κινεζικό λαό», ενώ η υπηρεσία Υποθέσεων Χονγκ Κονγκ και Μακάο της κινεζικής κυβέρνησης αναδημοσίευσε ορισμένα εξ αυτών στην ιστοσελίδα της.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η εμφάνιση του Ρίτσαρντ Λι στο Πεκίνο, μέσω του επενδυτικού του ομίλου Pacific Century Group, πιθανότατα επιχειρεί να κατευνάσει τις εντάσεις που προκάλεσε η πώληση των λιμενικών εγκαταστάσεων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας και ειδικός σε θέματα Κίνας, Φρανκ Τιάν Σιε, δήλωσε: «Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ ήταν καθαρά επιχειρηματική και δεν είχε πιθανώς προηγηθεί επικοινωνία με την κινεζική κυβέρνηση. Το Πεκίνο αντέδρασε έντονα γιατί θεωρεί τέτοιες επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και τις προσεγγίζει υπό το παραδοσιακό δόγμα ‘όλος ο κόσμος ανήκει στον αυτοκράτορα’».

Η διαμάχη αυτή αναδεικνύει και βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την πολιτική «μία χώρα, δύο συστήματα» που υποσχέθηκε το καθεστώς του Πεκίνου μετά την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην κινεζική κυριαρχία το 1997, αλλά έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τον αυξανόμενο έλεγχο του Πεκίνου και την αποδυνάμωση της αυτονομίας της πόλης.

Ο καθηγητής Σιε θεωρεί πάντως ότι το Πεκίνο δεν θα μπορέσει να ανατρέψει την απόφαση για την πώληση, καθώς αυτή φαίνεται άμεσα συνδεδεμένη με τις βλέψεις των ΗΠΑ, και ειδικότερα της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που επιθυμούν να επανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.

«Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ σημαίνει, ουσιαστικά, ότι είτε θα πουλήσει τα λιμάνια και θα ανακτήσει χρήματα είτε, αν αρνηθεί να πουλήσει, μπορεί εν τέλει να χάσει τα πάντα», συμπλήρωσε ο Σιε.

Η πώληση των λιμανιών και οι εξελίξεις που ακολούθησαν αναμένεται να έχουν ευρύτερες συνέπειες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η οικονομική στρατηγική του Πεκίνου, καθώς και οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο έντονης παγκόσμιας προσοχής, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον των κινεζικών επενδύσεων στον δυτικό ημισφαίριο.

Η κινεζική επένδυση στον ΑΔΜΗΕ: Πώς η State Grid απέκτησε το 24% των μετοχών

Το 2016, η ΔΕΗ αποφάσισε να πουλήσει το 24% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), με στόχο την είσοδο στρατηγικού επενδυτή και την ενίσχυση της ρευστότητά της. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, Μάνος Μανουσάκης, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία του ΑΔΜΗΕ το 2017, έχει στραφεί σε μία πολύ δυναμική επενδυτική στρατηγική.

Η κινεζική εταιρεία State Grid International Development (SGID) αναδείχθηκε πλειοδότης, προσφέροντας 320 εκατομμύρια ευρώ για το μερίδιο αυτό. Η συμμετοχή της κινεζικής SGID στον ΑΔΜΗΕ ενισχύει τη συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, με επενδύσεις σε διασυνδέσεις και δίκτυα μεταφοράς.

Η SGID είναι θυγατρική της State Grid Corporation of China, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, με παρουσία σε πολλές χώρες.

Ο τέως πρόεδρος της State Corporation of China, Σου Γινμπάο, έχει χαρακτηρίσει το ελληνικό δίκτυο ως κομβικό δίκτυο διασύνδεσης Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.

Η είσοδος της SGID ως στρατηγικού επενδυτή στον ΑΔΜΗΕ είχε ως στόχο την ενίσχυση της τεχνογνωσίας και της χρηματοοικονομικής θέσης του διαχειριστή, με σκοπό να συμβάλει στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Η συμφωνία αυτή αποτέλεσε μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της Ελλάδας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενίσχυση των υποδομών της χώρας στον τομέα της ενέργειας.

Τον Νοέμβριο του 2024, υπεγράφη και άλλη συμφωνία για την πώληση του 20% των μετοχών της θυγατρικής εταιρείας του ΑΔΜΗΕ, Ariadne Interconnection, στη SGID.

Με αυτή την κίνηση ενισχύθηκε περαιτέρω η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών, με στόχο την υλοποίηση μεγάλων έργων, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Αττικής.

Τη συμφωνία υπέγραψαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διαχειριστή κος Μανούσος Μανουσάκης και ο νυν πρόεδρος της SGID κος Γιου Τζουν.

Η παρουσία κινεζικών συμφερόντων σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα γεννά ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή του Πεκίνου στην ελληνική ενεργειακή στρατηγική.

Η διείσδυση της Κίνας στην Ελλάδα: Από την ενέργεια στις υποδομές και το εμπόριο

Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει καταφέρει να εδραιώσει μία ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, επενδύοντας σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η ενέργεια, οι υποδομές, η ναυτιλία και το εμπόριο. Η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ από τη State Grid International Development Ltd αποτελεί μόνο ένα μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου επέκτασης της κινεζικής επιρροής στη χώρα.

Η κυριαρχία της Κίνας στο λιμάνι του Πειραιά

Ο εξέχων τομέας διείσδυσης της Κίνας στην Ελλάδα είναι η ναυτιλία. Το 2016, η κινεζική εταιρεία Cosco Shipping απέκτησε το 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), μετατρέποντας το λιμάνι σε έναν από τους βασικούς κόμβους του κινεζικού εμπορίου στην Ευρώπη. Η Cosco έχει επενδύσει για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, ενώ η διακίνηση των εμπορευματοκιβωτίων έχει αυξηθεί κατά πολύ.

Ωστόσο, η εξαγορά του Πειραιά έχει προκαλέσει ανησυχίες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς ενισχύει την εξάρτηση της Ελλάδας από την Κίνα και εγείρει ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Επιπλέον, έχουν υπάρξει αντιδράσεις από συνδικάτα και τοπικούς φορείς, που καταγγέλλουν επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Κινεζικές επενδύσεις σε υποδομές και τηλεπικοινωνίες

Η Κίνα έχει επενδύσει και σε άλλους τομείς υποδομών.

Η China State Construction Engineering Corporation (CSCEC), μία από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρίες παγκοσμίως, με παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες, έχει δείξει ενδιαφέρον για μεγάλα κατασκευαστικά έργα.

Επίσης, οι κινεζικές Huawei και ZTE έχουν διευρύνει την παρουσία τους στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, παρέχοντας εξοπλισμό 5G. Να αναφέρουμε ότι η Γερμανία έχει απαγορεύσει τη χρήση ορισμένων εξαρτημάτων που κατασκευάζονται από τους κινέζους προμηθευτές Huawei και ZTE στα δίκτυα 5G της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν επίσης τη Ηuawei και έθεσαν έκτακτους περιορισμούς στην πώληση ημιαγωγών στον κολοσσό των τηλεπικοινωνιών. Αναλυτές και ειδικοί λένε ότι αυτή είναι μία τάση που αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι σχέσεις της Κίνας με τις ΗΠΑ ειδικά αλλά και με τη Δύση γενικότερα επιδεινώνονται σε όλα τα επίπεδα, από το εμπόριο και τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι τη σύγκρουση της Ρωσίας με την Ουκρανία και το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.

Οι επενδύσεις αυτές ακολουθούν τη στρατηγική επέκτασης της κινεζικής επιρροής στην Ευρώπη μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), στοχεύοντας σε βασικούς τομείς υποδομών που εξασφαλίζουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Διατλαντική έρευνα από το German Marshal Fund έδειξε ότι πολλοί από τους Ευρωπαίους ερωτηθέντες υποστηρίζουν μία «σκληρότερη» προσέγγιση έναντι της Κίνας, με σχεδόν τους μισούς να τοποθετούν την Κίνα είτε στην κατηγορία του «ανταγωνιστή» ή του «αντιπάλου».

Αυτή η θεώρηση ήταν επικρατέστερη στη Σουηδία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. «Νομίζω ότι το ρεύμα στην Ευρώπη έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια», υποστηρίζει ο Μάρτιν Χάλα, διευθυντής του Sinopsis, δεξαμενής σκέψης με έδρα την Πράγα που ακολουθεί την Κίνα.

Το μεγάλο ερώτημα: οφέλη ή εξάρτηση;

Η κινεζική παρουσία στην Ελλάδα έχει ενισχύσει τη στρατηγική θέση της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο. Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου εγείρει ανησυχίες για τη διαφάνεια, την πολιτική εξάρτηση και την εθνική ασφάλεια.

Η Ελλάδα, ως πύλη προς την Ευρώπη, έχει εξελιχθεί σε σημαντικό κρίκο του κινεζικού οικονομικού σχεδιασμού, με το Πεκίνο να διαμορφώνει πλέον ενεργά τους όρους του εμπορίου, των επενδύσεων και των στρατηγικών συνεργασιών στη χώρα.

Αν και οι κινεζικές επενδύσεις έχουν τονώσει κάποιους τομείς, τίθενται ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή τους, και το κατά πόσο μπορεί να είναι η Ελλάδα ανεξάρτητη όταν ζωτικοί τομείς της οικονομίας της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κινεζικά κεφάλαια και συμφέροντα. Με την Κίνα να εδραιώνει συνεχώς τη θέση της σε βασικές ελληνικές υποδομές, η επιρροή της στην οικονομική και πολιτική σκηνή της χώρας γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, θέτοντας το δίλημμα: πρόκειται για μία ευκαιρία ανάπτυξης ή για μία νέα μορφή εξάρτησης;