Παρασκευή, 18 Ιούλ, 2025

Η Ρωσία εξαπολύει τη μεγαλύτερη αεροπορική επίθεση κατά της Ουκρανίας λίγες ώρες πριν από την τελική ανταλλαγή κρατουμένων

Σε μια από τις πιο σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις από την έναρξη του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, η Μόσχα εξαπέλυσε κατά τη διάρκεια της νύχτας 367 drone και πυραύλους εναντίον ουκρανικών πόλεων, με αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 12 ανθρώπων και τον τραυματισμό δεκάδων, σύμφωνα με τις ουκρανικές αρχές.

Ανάμεσα στα θύματα ήταν και τρία παιδιά στην περιοχή Ζιτομίρ, όπως επιβεβαίωσαν τοπικοί αξιωματούχοι. Η επίθεση σημειώθηκε τις πρώτες ώρες της 25ης Μαΐου, με τη Ρωσία να χρησιμοποιεί 69 πυραύλους και 298 drone, ανάμεσά τους και ιρανικής σχεδίασης τύπου Shahed.

Η επίθεση έλαβε χώρα λίγες ώρες πριν από την τρίτη και τελική φάση της ανταλλαγής αιχμαλώτων μεταξύ Μόσχας και Κιέβου — μια διαδικασία που εντάσσεται στις προσπάθειες αποκλιμάκωσης της σύγκρουσης που ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το 2022.

Στις 24 Μαΐου, οι δύο χώρες αντάλλαξαν 307 αιχμαλώτους, συνεχίζοντας μια πολυήμερη επιχείρηση ανταλλαγής που είχε ξεκινήσει με 390 άτομα την προηγούμενη ημέρα. Η συμφωνία για την απελευθέρωση συνολικά 1.000 αιχμαλώτων από κάθε πλευρά είχε επιτευχθεί μία εβδομάδα νωρίτερα σε διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Τουρκία.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι κάλεσε τις Ηνωμένες Πολιτείες — οι οποίες έχουν ταχθεί υπέρ της κατάπαυσης του πυρός μεταξύ των δύο πλευρών — να καταδικάσουν την επίθεση. Όπως ανέφερε σε ανάρτησή του στο Telegram, η «σιωπή της Αμερικής και άλλων στον κόσμο δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ενθαρρύνει τον [Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ] Πούτιν», υποστηρίζοντας πως κάθε τέτοια ρωσική «τρομοκρατική επίθεση» αποτελεί επαρκή λόγο για την επιβολή νέων κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας.

Από ρωσικής πλευράς δεν υπήρξε άμεσο σχόλιο για την επίθεση, ωστόσο το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας ανακοίνωσε ότι κατά τη διάρκεια της ίδιας νύχτας κατέρριψε 110 ουκρανικά drone.

Σύμφωνα με τον Ζελένσκι, οι ρωσικοί πύραυλοι και drone έπληξαν περισσότερες από 30 πόλεις και χωριά, μεταξύ των οποίων το Κίεβο, η Ζιτομίρ, το Χμελνίτσκι, το Τερνόπιλ, το Τσερνίχιβ, η Σούμι, η Οδησσός, η Πολτάβα, το Ντνίπρο, η Μικολάιφ, το Χάρκοβο και η Τσερκάσι.

Αν και η συγκεκριμένη επίθεση ήταν η μεγαλύτερη σε αριθμό εκτοξευθέντων όπλων, προηγούμενα πλήγματα είχαν οδηγήσει σε μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων.

Όπως δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών της Ουκρανίας, Ίχορ Κλιμένκο, 12 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 60 τραυματίστηκαν. Ο ίδιος έκανε λόγο για μια «συνδυασμένη, ανελέητη επίθεση που είχε ως στόχο αμάχους» και υποστήριξε ότι «ο εχθρός έδειξε ξανά πως στόχος του είναι ο φόβος και ο θάνατος».

Λίγες ώρες μετά την επίθεση, ο Ζελένσκι ανακοίνωσε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X ότι 303 Ουκρανοί αιχμάλωτοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, ολοκληρώνοντας την τρίτη φάση της συμφωνίας ανταλλαγής «1000 προς 1000» που είχε επιτευχθεί στην Τουρκία. Όπως ανέφερε, επρόκειτο για στρατιώτες των Ενόπλων Δυνάμεων, της Εθνοφρουράς, της Συνοριοφυλακής και της Υπηρεσίας Ειδικών Μεταφορών του ουκρανικού κράτους.

Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας επιβεβαίωσε την ανταλλαγή, αναφέροντας ότι και οι δύο πλευρές παρέλαβαν από 303 αιχμαλώτους στις 25 Μαΐου, στο πλαίσιο των διαδοχικών ανταλλαγών των προηγούμενων ημερών.

Η Ουκρανία και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της συνεχίζουν να πιέζουν τη Ρωσία να αποδεχθεί συμφωνία για κατάπαυση του πυρός διάρκειας 30 ημερών, σε μια προσπάθεια να τερματιστεί ο πόλεμος που διαρκεί πλέον πάνω από τρία χρόνια.

Το Κίεβο είχε εκφράσει την επιθυμία του να επιβάλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, πρόσθετες κυρώσεις κατά της Μόσχας, μετά την άρνηση του Πούτιν να συμφωνήσει άμεσα σε παύση των εχθροπραξιών.

Παρά το μέγεθος της επίθεσης, η ουκρανική Πολεμική Αεροπορία ανέφερε ότι κατάφερε να καταρρίψει 266 drone και 45 πυραύλους.

Ήταν η δεύτερη μαζική επίθεση σε διάστημα δύο ημερών, καθώς στις 23 Μαΐου η Ρωσία είχε εκτοξεύσει δεκάδες βαλλιστικούς πυραύλους και drone κατά του Κιέβου.

Ο επικεφαλής του γραφείου του Ζελένσκι, Αντρίι Γέρμακ, υποστήριξε μέσω Telegram ότι «χωρίς πίεση, τίποτα δεν θα αλλάξει, και η Ρωσία με τους συμμάχους της θα συνεχίσουν να ενισχύονται για να διαπράττουν τέτοιου είδους εγκλήματα σε δυτικές χώρες». Σύμφωνα με τον ίδιο, η Μόσχα θα συνεχίσει τον πόλεμο όσο έχει τη δυνατότητα να παράγει όπλα.

Από τα ουκρανικά drone που ανέφερε η Ρωσία ότι αναχαιτίστηκαν, τα 12 είχαν στόχο την πρωτεύουσα, σύμφωνα με τον δήμαρχο της Μόσχας, Σεργκέι Σομπιάνιν.

Στις 19 Μαΐου, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, εξέφρασε την εκτίμηση ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν διαθέτει σαφή στρατηγική για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Όπως δήλωσε σε δημοσιογράφους εν πτήσει με το Air Force Two, δεν είναι βέβαιος αν ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει κάποιο σχέδιο για το πώς να απεμπλακεί από τον πόλεμο.

Τόσο ο Βανς όσο και ο Τραμπ εξακολουθούν να πιέζουν για συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και τον οριστικό τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Του Jacob Burg

Με τη συμβολή των Ryan Morgan και Tom Ozimek, και πληροφορίες από Reuters και Associated Press

Ιστορική ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας – Ελπίδες για εκεχειρία στην Τουρκία

Σε μια από τις μεγαλύτερες κινήσεις από την έναρξη του πολέμου, Ρωσία και Ουκρανία προχώρησαν το Σάββατο 24 Μαΐου σε νέα ανταλλαγή 307 αιχμαλώτων πολέμου. Η ανταλλαγή αυτή εντάσσεται σε μια πολυήμερη διαδικασία αποφυλάκισης συνολικά 1.000 αιχμαλώτων από κάθε χώρα — εξέλιξη που επισφραγίστηκε σε πρόσφατη απευθείας συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών στην Τουρκία.

Ήδη μία μέρα πριν, οι δύο πλευρές είχαν ανταλλάξει άλλους 390 κρατουμένους. Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, ανέφερε: «Σήμερα είναι η δεύτερη μέρα της ανταλλαγής 1.000 προς 1.000 που καταφέραμε να διαπραγματευτούμε στην Τουρκία. Μέσα σε δύο μέρες, 697 άνθρωποι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Περιμένουμε η διαδικασία να συνεχιστεί και αύριο», ενώ δημοσίευσε και φωτογραφίες από τον επαναπατρισμό Ουκρανών στρατιωτών.

Σε παράλληλη ανακοίνωση, το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας γνωστοποίησε ότι οι Ρώσοι αιχμάλωτοι που αφέθηκαν ελεύθεροι μεταφέρθηκαν στη Λευκορωσία, όπου υποβάλλονται σε ιατρικό και ψυχολογικό έλεγχο προτού επιστρέψουν στη Ρωσία για περαιτέρω φροντίδα και αποκατάσταση. «Η ευρείας κλίμακας ανταλλαγή που ξεκίνησε η ρωσική πλευρά θα συνεχιστεί», υπογράμμισε το υπουργείο.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανταλλαγή αιχμαλώτων από το ξέσπασμα του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022 και αποτελεί αποτέλεσμα της πρώτης δια ζώσης διαπραγμάτευσης μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών από τον Μάρτιο του 2022.

Η συμφωνία αυτή θεωρείται σημαντικό βήμα προόδου στην προσπάθεια για κατάπαυση του πυρός και δρομολόγηση ειρηνικής επίλυσης της σύγκρουσης, σε μια περίοδο όπου όλα παραμένουν ρευστά και εύθραυστα.

Μετά τις διαβουλεύσεις στην Τουρκία, οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν να προετοιμάσουν προτάσεις για το ενδεχόμενο εκεχειρίας. Ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε, μέσω του ρωσικού πρακτορείου TASS, ότι η Μόσχα θα ολοκληρώσει πρώτα την ανταλλαγή αιχμαλώτων προτού παρουσιάσει τη δική της πρόταση για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία. «Μόλις ολοκληρωθεί η ανταλλαγή των αιχμαλώτων, θα είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε στους Ουκρανούς ένα σχέδιο για αυτό το έγγραφο, το οποίο τώρα οριστικοποιεί η ρωσική πλευρά», ανέφερε ο Λαβρόφ.

Παρά την αμοιβαία διάθεση για αναζήτηση κοινού εδάφους όσον αφορά την εκεχειρία, δεν έχει βρεθεί ακόμη σύγκλιση όσον αφορά τον χρόνο έναρξης ή τη διάρκειά της.

Στο περιθώριο των συζητήσεων στην Κωνσταντινούπολη, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, είχε εκτιμήσει πως δεν θα υπάρξει ουσιαστική πρόοδος αν δεν συνομιλήσουν απευθείας ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν με τον Αμερικανό ομόλογό του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ, σύμφωνα με πληροφορίες, επικοινώνησε τηλεφωνικά τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ζελένσκι στις 19 Μαΐου, κι αργότερα δήλωσε πως οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επανεκκινήσουν άμεσα τις συζητήσεις για την εκεχειρία.

Παράλληλα, λίγο πριν την ανταλλαγή του Σαββάτου, οι ουκρανικές αρχές ανέφεραν σφοδρή ρωσική επίθεση με drones και βαλλιστικούς πυραύλους στη διάρκεια της νύχτας. Ο πρόεδρος Ζελένσκι, σε νέα ανάρτηση, έκανε λόγο για 250 επιθετικά drones και 14 πυραύλους που έπληξαν περιοχές, μεταξύ άλλων, στην Οδησσό, Βίννιτσα, Σούμι, Χάρκοβο, Ντονέτσκ, Κίεβο και Δνίπρο.

«Με κάθε τέτοια επίθεση, ο κόσμος πείθεται ακόμη περισσότερο πως η αιτία που εμποδίζει τον τερματισμό του πολέμου βρίσκεται στη Μόσχα. Η Ουκρανία έχει καταθέσει επανειλημμένα προτάσεις για κατάπαυση — τόσο γενική όσο και για εκεχειρία στον αέρα — αλλά όλες απορρίφθηκαν», σημείωσε ο Ουκρανός πρόεδρος.

Τέλος, ο Ζελένσκι τόνισε πως αναμένει νέα δέσμη κυρώσεων κατά της Ρωσίας από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τους υπόλοιπους διεθνείς συμμάχους του Κιέβου.

Στο άρθρο συνέβαλε ο Κρις Σάμερς

Aπομάκρυνση των κινεζικών συσκευών από τα αμερικανικά δίκτυα, αλλά οι κίνδυνοι από το ΚΚΚ παραμένουν

Συνεχίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες οι προσπάθειες απομάκρυνσης κινεζικού τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ωστόσο οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) παραμένουν έντονοι, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), Μπρένταν Καρ.

Καταθέτοντας στις 21 Μαΐου σε υποεπιτροπή της Βουλής για τα δημόσια οικονομικά, ο κ. Καρ τόνισε πως, παρά τις εν εξελίξει ενέργειες για την απομάκρυνση του κινεζικού εξοπλισμού από τα αμερικανικά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, ο δρόμος μέχρι την οριστική θωράκιση απέχει πολύ ακόμη.

Ο επικεφαλής της FCC αναφέρθηκε ειδικότερα στην πορεία υλοποίησης του προγράμματος «Rip and Replace», δηλαδή την απόσυρση και αντικατάσταση εξοπλισμού κινεζικών εταιρειών όπως οι Huawei και ZTE από κρίσιμες αμερικανικές υποδομές. Παρά τις χρηματοδοτικές δυσκολίες που επέφεραν καθυστερήσεις, ο Καρ εκτίμησε ότι το έργο ενδέχεται να ολοκληρωθεί εντός του έτους.

Rip and Replace: Η μεγάλη «εκκαθάριση»

Με την έναρξη του προγράμματος το 2021, διατέθηκαν 1,9 δισ. δολάρια για να αποζημιωθούν αμερικανικές τηλεπικοινωνιακές εταιρείες που θα απομάκρυναν και θα αντικαθιστούσαν κινεζικό εξοπλισμό δικτύων.

Ήδη από τότε, τόσο η Huawei όσο και η ZTE χαρακτηρίστηκαν απειλές για την εθνική ασφάλεια και απαγορεύτηκε η χρήση κρατικών πόρων για αγορά εξοπλισμού των συγκεκριμένων εταιρειών.

Όπως είχε δηλώσει ο πρώην πρόεδρος της FCC, «και οι δύο εταιρείες διατηρούν στενούς δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας, ενώ υπόκεινται στη νομοθεσία που τις υποχρεώνει να συνεργάζονται με τις κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την εκμετάλλευση τρωτών σημείων των δικτύων μας και την υπονόμευση κρίσιμων επικοινωνιακών υποδομών από το ΚΚΚ».

Το ίδιο έτος, η FCC αποφάσισε ομόφωνα να απαγορεύσει την αδειοδότηση εξοπλισμού των κινεζικών εταιρειών που θεωρούνται απειλές για την εθνική ασφάλεια, όπως οι Huawei και ZTE.

Λίγους μήνες αργότερα, η Επιτροπή αφαίρεσε επίσης την άδεια λειτουργίας της China Telecom Americas, θυγατρικής της China Telecom, στερώντας της το δικαίωμα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στις ΗΠΑ.

Όπως υπογράμμιζε τότε η ρυθμιστική αρχή, η εταιρεία «υπόκειται σε επιρροή και έλεγχο από την κινεζική κυβέρνηση και είναι εξαιρετικά πιθανό να υπακούσει σε εντολές από το Πεκίνο».

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης επεσήμανε στις τότε έρευνές του ότι η China Telecom παραπλάνησε τις αρχές σχετικά με το πού τηρούσε αρχεία Αμερικανών χρηστών, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την πρόσβαση στα δεδομένα. Παράλληλα, διαπιστώθηκαν ανακριβείς δηλώσεις για τις πρακτικές κυβερνοασφάλειας της εταιρείας, φέρνοντας στο προσκήνιο το ζήτημα συμμόρφωσης με τους αμερικανικούς νόμους προστασίας δεδομένων και ασφάλειας.

Νομοθετικές παρεμβάσεις

Το 2021, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε τον νόμο «Secure Equipment Act», ενισχύοντας το πλέγμα προστασίας των αμερικανικών τηλεπικοινωνιών. Πρόκειται για νομοθέτημα που απαγορεύει τη χορήγηση νέων αδειών εισαγωγής εξοπλισμού σε εταιρείες χωρών που θεωρούνται εχθρικές.

Στα τέλη της θητείας της, η τότε πρόεδρος της FCC, Τζέσικα Ρόζενγουορσελ, υπογράμμισε τη σημασία της απρόσκοπτης χρηματοδότησης του «Rip and Replace», καθώς πάνω από 100 πάροχοι εργάζονταν για την εκκαθάριση του δικτύου τους από εξοπλισμό κινεζικών εταιρειών.

Προς τα τέλη του προηγούμενου έτους, τα αμερικανικά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα βρέθηκαν ξανά στο προσκήνιο, όταν αποκαλύφθηκε η δραστηριοποίηση Κινέζων κρατικά ελεγχόμενων χάκερ σε δίκτυα αμερικανικών εταιρειών.

Σύμφωνα με την αρμόδια αναπληρώτρια σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, Άνι Νιούμπεργκερ, η ομάδα «Salt Typhoon», με διασυνδέσεις στο κινεζικό κράτος, είχε καταφέρει να διεισδύσει σε τουλάχιστον οκτώ αμερικανικές τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις.

Οι προκλήσεις δεν περιορίζονται στον εξοπλισμό

Ο Μπρένταν Καρ επισήμανε στο Κογκρέσο πως οι απειλές του ΚΚΚ παραμένουν πολυεπίπεδες και δεν περιορίζονται μόνο στον φυσικό εξοπλισμό. «Δεν επιδιώκουν την πρόσβαση μόνο μέσω μίας τεχνολογικής οδού», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ο πρόεδρος της FCC υπενθύμισε πως πέρα από τον αποκλεισμό εταιρειών όπως η China Mobile και η China Telecom, η απειλή που συνιστά το κινεζικό κυβερνοέγκλημα —με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ομάδα “Volt Typhoon”— παραμένει υπαρκτή και απαιτεί αυξημένη εγρήγορση σε όλα τα επίπεδα.

Εκτός από το «Rip and Replace», η FCC λαμβάνει επιπρόσθετα μέτρα για την αποτροπή νέων απειλών από ανταγωνίστριες χώρες. Ενδεικτικά, ο Καρ ανέφερε τη μεταρρύθμιση του προγράμματος αδειοδότησης εξοπλισμού, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι νεοεισερχόμενες τεχνολογίες στις ΗΠΑ πληρούν αυστηρότατα πρότυπα σε θέματα φάσματος και ενεργειακής συμβατότητας.

Δίνοντας έμφαση στη διαφάνεια, ο πρόεδρος της FCC ξεκαθάρισε ότι οι εργαστηριακοί έλεγχοι στις συσκευές που εισάγονται πλέον απαιτούν και πιστοποίηση ως προς την αξιοπιστία των ίδιων των εργαστηρίων, ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε εξάρτησή τους από ξένες δυνάμεις.

«Υιοθετούμε ένα νέο, ακόμα πιο αυστηρό πρωτόκολλο, για να διασφαλίσουμε ότι τα εργαστήρια που διενεργούν τους ελέγχους για αμερικανικές συσκευές είναι απολύτως ανεξάρτητα από κάθε είδους ξένη επιρροή», τόνισε χαρακτηριστικά.

Στη διεθνή έκθεση NAFSA των ΗΠΑ τα ελληνικά ΑΕΙ

Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια συμμετέχουν στη NAFSA (National Association of Foreign Student Advisers), μία από τις σημαντικότερες διεθνείς εκθέσεις για την ανώτατη εκπαίδευση παγκοσμίως.

Η φετινή διοργάνωση της NAFSA, η οποία αποτελεί σημείο συνάντησης όλων των εμπλεκόμενων φορέων στο παγκόσμιο οικοσύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης, θα πραγματοποιηθεί στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, από τις 27 έως τις 30 Μαΐου 2025. Την Ελλάδα θα εκπροσωπήσει η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία των ελληνικών δημοσίων ΑΕΙ, «Study in Greece» (SiG), μαζί με εκπροσώπους από δέκα πανεπιστήμια.

Στην αποστολή συμμετέχουν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της «Study in Greece», Χρήστος Μιχαλακέλης, η σταθερή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς διοργανώσεις έχει ενισχύσει σημαντικά την αναγνωρισιμότητα των ελληνικών πανεπιστημίων και την παρουσία τους στον διεθνή ακαδημαϊκό χώρο. Υπογράμμισε επίσης ότι η ενιαία, εθνική παρουσία των ελληνικών ΑΕΙ μέσω του φορέα SiG έχει συμβάλει ουσιαστικά στην ποιοτική ανάπτυξη της διεθνοποίησης της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης.

Οι εκπρόσωποι της αποστολής θα συμμετάσχουν στις εργασίες της έκθεσης από την Τρίτη 27 έως και την Παρασκευή 30 Μαΐου. Στο εθνικό περίπτερο θα παρουσιαστεί το τοπίο της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ θα αναδειχθούν οι ακαδημαϊκές ευκαιρίες που προσφέρουν τα ελληνικά πανεπιστήμια. Παράλληλα, θα διερευνηθούν δυνατότητες νέων συνεργασιών και εμβάθυνσης υφιστάμενων σχέσεων με διεθνή ιδρύματα.

Κατά τη διάρκεια της έκθεσης, οι συμμετέχοντες από την ελληνική αποστολή θα παρακολουθήσουν σεμινάρια και εργαστήρια, τα οποία αναμένεται να συμβάλουν στη διαμόρφωση της στρατηγικής τους για την ενίσχυση των διεθνών ακαδημαϊκών δεσμών.

Ο κ. Μιχαλακέλης εξέφρασε την πεποίθηση ότι η πρόοδος που έχει σημειωθεί στην κατεύθυνση της διεθνοποίησης θα έχει συνέχεια, προσθέτοντας ότι η εφαρμογή μιας στρατηγικής ήπιας ισχύος, όπως η εξωστρέφεια των πανεπιστημίων, μπορεί να επιφέρει ουσιαστικές θετικές αλλαγές στο ελληνικό ακαδημαϊκό τοπίο.

Της Αθηνάς Καστρινάκη

Ο Τραμπ λέει ότι θα επιβληθούν δασμοί 50% στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1 Ιουνίου

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 23 Μαΐου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν σύντομα δασμούς 50% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία σχηματίστηκε με κύριο σκοπό την εκμετάλλευση των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΕΜΠΟΡΙΟ, ήταν πολύ δύσκολη στην αντιμετώπιση», έγραψε ο Τραμπ στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Truth Social.

Πρόσθεσε αργότερα ότι «οι συζητήσεις μας μαζί τους δεν οδηγούν πουθενά» και ότι ένας δασμός 50% έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει την 1 Ιουνίου.

Ο δασμός δεν θα ισχύει για προϊόντα που κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τον Τραμπ.

Το θέμα βρίσκεται σε εξέλιξη και θα ενημερώνεται.

ΥΠΕΞ της Ταϊβάν: «Δεν αποφασίζει η Κίνα αν είμαστε χώρα»

Η Κίνα δεν έχει το δικαίωμα να καθορίσει αν η Ταϊβάν είναι χώρα, καθώς το νησί επιλέγει μόνο του την κυβέρνησή του, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Λιν Τζια-λούνγκ την Τετάρτη. Παράλληλα, εξέφρασε την πρόθεσή του να ανταλλάξει χειραψία φιλίας με τον Κινέζο ομόλογό του, εφόσον υπάρξει σχετική ευκαιρία.

Το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας εξακολουθεί να θεωρεί την Ταϊβάν, η οποία κυβερνάται δημοκρατικά, ως δικό του έδαφος, παρότι στην πράξη πρόκειται για ένα ανεξάρτητο κράτος, με δικό του στρατό, σύνταγμα και εκλεγμένη κυβέρνηση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) έχει εντείνει τις στρατιωτικές και πολιτικές πιέσεις προκειμένου να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις του, αυξάνοντας μεταξύ άλλων την ένταση των στρατιωτικών ασκήσεων και επιμένοντας ότι το νησί αποτελεί επαρχία του χωρίς δικαίωμα αναγνώρισης ως κράτος.

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, και η κυβέρνησή του απορρίπτουν κατηγορηματικά αυτήν τη θέση, ενώ έχουν επανειλημμένως προσκαλέσει το Πεκίνο σε διάλογο — προσκλήσεις που έχουν απορριφθεί. Ερωτηθείς από το Reuters τι θα έλεγε στον υπουργό Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι, σε περίπτωση συνάντησης, ο Λιν σημείωσε ότι θα ήταν διατεθειμένος να του σφίξει το χέρι.

Όπως επεσήμανε σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την ανάληψη καθηκόντων της κυβέρνησης Λάι, οι διακρατικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές του Στενού της Ταϊβάν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης, ωστόσο, όπως είπε, πάνω απ’ όλα είναι όλοι άνθρωποι και η φιλική προσέγγιση αποτελεί το πρώτο βήμα. Αν, όπως είπε χαρακτηριστικά, του σφίξει το χέρι, αυτό θα ήταν μια καλή αρχή — αν όχι, το πρόβλημα θα είναι του ίδιου του Γουάνγκ.

Η επίσημη ονομασία της Ταϊβάν είναι «Δημοκρατία της Κίνας» — η κυβέρνηση που κατέφυγε στο νησί το 1949, έπειτα από τον εμφύλιο πόλεμο με τους κομμουνιστές του Μάο Τσετούνγκ, οι οποίοι ίδρυσαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Σύμφωνα με τον Λιν, το αν η Ταϊβάν είναι χώρα δεν είναι ζήτημα που αφορά ούτε τον Γουάνγκ Γι, ούτε τη ΛΔΚ, ενώ πρόσθεσε ότι η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει την Ταϊβάν ως χώρα και ότι οι κυβερνήσεις στο νησί εκλέγονται δημοκρατικά — κάτι που, όπως είπε, αφορά αποκλειστικά τον ίδιο τον λαό της Ταϊβάν.

Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών δεν απάντησε άμεσα σε αίτημα σχολιασμού.

Οι πιθανότητες να συναντηθούν οι δύο υπουργοί θεωρούνται περιορισμένες. Οι κυβερνήσεις τους δεν αναγνωρίζουν η μία την άλλη, οι αξιωματούχοι τους δεν ανταλλάσσουν επισκέψεις, ενώ η Ταϊβάν δεν συμμετέχει στα περισσότερα διεθνή φόρουμ λόγω των κινεζικών αντιρρήσεων.

Ο πρόεδρος Λάι επανέλαβε την Τρίτη την πρόθεση της κυβέρνησής του να ξεκινήσει διάλογο με το Πεκίνο, σημειώνοντας ότι επιδιώκει την ειρήνη, αλλά ταυτόχρονα υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας του νησιού.

Η κυβέρνηση της Ταϊβάν έχει προειδοποιήσει ότι το Πεκίνο ενδέχεται να σηματοδοτήσει την επέτειο με νέες στρατιωτικές ασκήσεις.

Οι Νήσοι Κουκ απέρριψαν πρόταση για συνταγματική κατοχύρωση του χριστιανισμού

Η ύπαρξη του τεμένους, το οποίο λειτουργούσε διακριτικά επί επτά χρόνια, άνοιξε δημόσια συζήτηση για τον θρησκευτικό χαρακτήρα της χώρας, με επίκεντρο το ερώτημα αν οι Νήσοι Κουκ θα πρέπει να θεωρούνται «χριστιανικό έθνος».

Η διαδικασία κορυφώθηκε αυτή την εβδομάδα με την απόρριψη της πρότασης από κοινοβουλευτική επιτροπή, η οποία απέρριψε την τροποποίηση του συντάγματος για την επίσημη κατοχύρωση του χριστιανικού χαρακτήρα του κράτους.

Το τέμενος Masjid Fatimah Rarotonga άνοιξε το 2018 σε οικία στην περιοχή Τιτικαβέκα, στη νοτιοανατολική πλευρά της Ραροτόνγκα. Λειτουργούσε χωρίς προβλήματα, μέχρι τη δημοσιοποίηση της ύπαρξής του το προηγούμενο έτος, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και εκκλήσεις για απαγόρευση των μη αναγνωρισμένων θρησκειών μέσω συνταγματικής αναθεώρησης.

Από το 1975, ο Νόμος περί Περιορισμού Θρησκευτικών Οργανώσεων επιτρέπει την εισαγωγή νέων θρησκειών μόνο εφόσον ανήκουν σε τέσσερις αναγνωρισμένες εκκλησίες: τη Χριστιανική Εκκλησία των Νήσων Κουκ, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, την Εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας και την Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών.

Το σύνταγμα επιτρέπει την ατομική άσκηση της θρησκευτικής πίστης, ωστόσο η ίδρυση επίσημου θρησκευτικού οργανισμού απαιτεί έγκριση από το Συμβούλιο Θρησκευτικής Αρχής. Αυτή τη στιγμή, τρεις σχετικές αιτήσεις εκκρεμούν.

Ο επικεφαλής της μουσουλμανικής κοινότητας στη Ραροτόνγκα, Μοχάμεντ Αζάμ, είχε δηλώσει πέρυσι στην εφημερίδα Cook Islands News ότι το τέμενος εξυπηρετεί εκατοντάδες μουσουλμάνους του νησιού, ανάμεσά τους Ινδονήσιους, Φιλιππινέζους, Ινδούς και μερικούς κατοίκους των Νήσων Κουκ, καθώς και μουσουλμάνους τουρίστες. Είχε επισημάνει ότι «οι προσευχές γίνονται πέντε φορές την ημέρα, κάθε μέρα, και δεν πραγματοποιείται καμία άλλη δραστηριότητα».

Οι εκκλησίες έχουν σημαντική επιρροή

Ωστόσο, εκκλησίες της χώρας αντέδρασαν έντονα και ξεκίνησαν εκστρατεία ώστε οι Νήσοι Κουκ να ανακηρυχθούν επίσημα χριστιανικό έθνος, ενώ πρότειναν την απαγόρευση άλλων θρησκειών. Η επιρροή των εκκλησιών οδήγησε το Κοινοβούλιο στη σύσταση Ειδικής Επιτροπής Θρησκευτικών Οργανώσεων, η οποία συγκέντρωσε απόψεις και πραγματοποίησε επισκέψεις σε νησιά πέραν της Ραροτόνγκα.

Η Χριστιανική Εκκλησία των Νήσων Κουκ ηγήθηκε της προσπάθειας, προτείνοντας συνταγματική τροποποίηση ώστε να διασφαλίζεται η «προστασία και προώθηση της χριστιανικής πίστης ως θεμελίου του νομικού και διοικητικού συστήματος».

Κατά τη διάρκεια των δημόσιων διαβουλεύσεων, προτάθηκε επίσης η ανατροπή νόμου του 2023 που νομιμοποιούσε τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Ο προσωρινός γραμματέας του Χριστιανικού Κινήματος των Νήσων Κουκ, Ουίλλιαμ Φράμχαϊμ, ανέφερε ότι επρόκειτο για μια «δυτική έννοια» που μπορεί να είναι αποδεκτή αλλού, αλλά όχι στις Νήσους Κουκ.

Η Τατιάνα Κάουταϊ, εκπρόσωπος της μουσουλμανικής κοινότητας, αμφισβήτησε μέσω επιστολής στην εφημερίδα την «αγάπη και συμπόνια» που επικαλείται το Χριστιανικό Κίνημα, σχολιάζοντας δηλώσεις του αντιπροέδρου του, πάστορα Κλερκ Τουρούα, ο οποίος είχε πει πως σκοπός του κινήματος είναι να ενώσει τους πιστούς και να υπηρετεί την κοινότητα με αγάπη και συμπόνια.

Η κυβέρνηση, ήδη από την έναρξη της διαμάχης, φαινόταν απρόθυμη να επιβάλει περιορισμούς στην ελευθερία πίστης, επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε διεθνείς συμβάσεις στις οποίες συμμετέχουν οι Νήσοι Κουκ. Ωστόσο, βουλευτές της αντιπολίτευσης είχαν ταχθεί υπέρ αυστηρότερων περιορισμών.

Απόρριψη λόγω διακρίσεων

Η επιτροπή τελικά απέρριψε την πρόταση, κρίνοντας ότι θα αποτελούσε διάκριση και παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και του ίδιου του συντάγματος της χώρας. Πρότεινε μάλιστα την κατάργηση του Νόμου περί Περιορισμού Θρησκευτικών Οργανώσεων, κάτι που αναμένεται να προκαλέσει νέες αντιδράσεις από τις καθιερωμένες εκκλησίες.

Στην έκθεσή της, η επιτροπή συμφώνησε με την Ένωση Δικηγόρων των Νήσων Κουκ ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Τόνισε ότι είναι υποχρεωμένη να προτείνει μέτρα που προάγουν την ένταξη, την ισότητα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ώστε να διασφαλίζεται η εναρμόνιση με τα εσωτερικά και διεθνή πρότυπα.

Η έκθεση επεσήμανε ακόμη ότι το Συμβούλιο Θρησκευτικής Συμβουλευτικής (Religious Advisory Council – RAC), το οποίο θεωρείτο ότι έχει συμβουλευτικό ρόλο απέναντι στην κυβέρνηση για θέματα όπως η ίδρυση εκκλησιών, η μετανάστευση ή η εκμετάλλευση θαλάσσιων πόρων, δεν είναι νομικά κατοχυρωμένος φορέας και, κατά συνέπεια, δεν διαθέτει επίσημο ή νομικό κύρος.

Η επιτροπή κατέληξε ότι το προοίμιο του Συντάγματος αποτυπώνει ήδη επαρκώς τη σημασία των χριστιανικών αρχών για τη χώρα. Το προοίμιο αναφέρει:

«Εν τω Αγίω Ονόματι του Θεού, του Παντοδύναμου, του Πανάγαθου και του Αιωνίου. Εμείς, ο λαός των Νήσων Κουκ, αναγνωρίζοντας την κληρονομιά των χριστιανικών αρχών, των εθίμων των Νήσων Κουκ και του κράτους δικαίου, ενθυμούμαστε να τηρούμε άγια την Ημέρα του Σαββάτου, κατά την πεποίθηση και τη συνείδηση του κάθε ατόμου, ως ημέρα του Κυρίου.»

Αισιοδοξία του Γερμανού υπουργού Οικονομικών για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ μετά τη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του

Θετικά μηνύματα για τη συνεργασία μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον μετέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, έπειτα από συνάντησή του με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, κατά τη διάρκεια του υπουργικού συνεδρίου της G7 που πραγματοποιήθηκε στο Μπάνφ του Καναδά.

Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους στις 21 Μαΐου, ο κ. Κλίνγκμπαϊλ τόνισε: «Διέκρινα θετικά σήματα και θεωρώ ότι μπορούμε να χτίσουμε πάνω σε αυτά», αναφερόμενος στις συνομιλίες που είχε με τον κ. Μπέσεντ.

Κεντρικό θέμα των διαβουλεύσεων αποτέλεσαν οι αμερικανικοί δασμοί στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Οι υπουργοί των κρατών-μελών της G7 επιδίωξαν να διαπραγματευθούν σχετικά με τους δασμούς, δεδομένου ότι αυτοί έχουν προκαλέσει ένταση στις διατλαντικές σχέσεις αλλά και ανησυχίες για το παγκόσμιο εμπόριο.

Η συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της G7 στο Μπάνφ πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που το διεθνές οικονομικό κλίμα χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, καθώς παρατηρείται αύξηση προστατευτικών μέτρων από μεγάλες οικονομίες και εντεινόμενη συζήτηση για τα όρια του ελεύθερου εμπορίου.

Ο κ. Κλίνγκμπαϊλ, παρά τις διεθνείς ανησυχίες, επεσήμανε ότι οι συνομιλίες με την αμερικανική πλευρά κατέδειξαν προθυμία για συνεννόηση και περαιτέρω συνεργασία. Παράλληλα, τόνισε τη σημασία που αποδίδει η Γερμανία στη σταθερότητα και προβλεψιμότητα του διατλαντικού εμπορίου.

Στη φετινή συνάντηση της G7, βασικό σημείο αναφοράς υπήρξε η ανάγκη αναζήτησης ισορροπημένης λύσης μεταξύ των συμφερόντων της κάθε πλευράς και του συλλογικού σκοπού για οικονομική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας δεν έδωσε στη δημοσιότητα περαιτέρω λεπτομέρειες για τις επιμέρους θεματικές των συνομιλιών. Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι η διατήρηση ανοιχτών διαύλων με τις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά υπό το φως των ανακατατάξεων που παρατηρούνται στην παγκόσμια οικονομία.

Η G7 αποτελείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και λειτουργεί ως βασικό φόρουμ συντονισμού των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη σε ζητήματα δημοσιονομικής, εμπορικής και πολιτικής πολιτικής.

Η προσεχής περίοδος αναμένεται να κρίνει την πορεία των συνομιλιών, καθώς τα μέλη της G7 καλούνται να διαχειριστούν πολύπλοκα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, με ευρύτερες συνέπειες για τις διεθνείς αγορές και τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Με την συμβολή του Reuters

Πολωνικό πολεμικό ναυτικό αποτρέπει ρωσικό πλοίο της «σκιώδους αρμάδας» κοντά σε καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας στη Βαλτική

Αυξημένη ανησυχία για την ασφάλεια κρίσιμων ευρωπαϊκών υποδομών προκαλεί το πρόσφατο περιστατικό στη Βαλτική Θάλασσα, κατά το οποίο πλοίο, που φέρεται να ανήκει στη ρωσική αποκαλούμενη «σκιώδη αρμάδα», εντοπίστηκε σε ύποπτη εγγύτητα προς το υποθαλάσσιο καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Πολωνίας και Σουηδίας.

Ο υπουργός Άμυνας της Πολωνίας ανακοίνωσε ότι περιπολικό αεροσκάφος του πολωνικού πολεμικού ναυτικού εκτέλεσε επιχείρηση αποτροπής κατά του ρωσικού σκάφους, το οποίο εντοπίστηκε να πραγματοποιεί ύποπτους ελιγμούς πλησίον του στρατηγικής σημασίας καλωδίου ηλεκτρικής ενέργειας. Το εν λόγω καλώδιο εξασφαλίζει την απρόσκοπτη διασύνδεση των ενεργειακών συστημάτων Πολωνίας και Σουηδίας, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής.

Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ, αναφερόμενος στη σοβαρότητα του επεισοδίου, δήλωσε: «Ρωσικό πλοίο από τη ‘σκιώδη αρμάδα’, υποκείμενο σε κυρώσεις, πραγματοποίησε ύποπτους ελιγμούς κοντά στο καλώδιο που συνδέει την Πολωνία με τη Σουηδία». Παράλληλα, κυβερνητικές πηγές της Πολωνίας υπογράμμισαν ότι η έγκαιρη κινητοποίηση των πολωνικών δυνάμεων απέτρεψε την περαιτέρω δραστηριοποίηση του συγκεκριμένου σκάφους στην περιοχή.

Το περιστατικό καταγράφεται σε μία συγκυρία αυξημένων εντάσεων στη Βαλτική Θάλασσα, όπου τα τελευταία έτη έχει διαπιστωθεί σημαντική δραστηριοποίηση ρωσικών πλοίων στα χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Η «σκιώδης αρμάδα» και η σημασία της για τη Ρωσία

Η λεγόμενη «σκιώδης αρμάδα» αναφέρεται σε πλοία, πολλά εκ των οποίων καταγράφονται σε διεθνείς ναυτιλιακές λίστες ως αλλαγής σημαίας («flag of convenience»), τα οποία, σύμφωνα με ευρωπαϊκές και αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας, χρησιμοποιούνται από τη Ρωσία για τη μεταφορά υπό καθεστώς κυρώσεων εμπορευμάτων, αλλά και για την παρακολούθηση ή/και πιθανή δολιοφθορά κρίσιμων ναυτικών και ενεργειακών υποδομών.

Η λειτουργία αυτών των πλοίων έχει προκαλέσει ανησυχία στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, ειδικά μετά σειρά περιστατικών σαμποτάζ ή καταγραφής εικονικού ενδιαφέροντος κοντά σε καλώδια, αγωγούς και άλλο εξοπλισμό υποδομής που διασχίζει τη Βαλτική.

Πολωνική αντίδραση και ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφαλείας

Η Βαρσοβία, σε συνεργασία με συμμάχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, έχει ενισχύσει τα τελευταία χρόνια τα μέτρα επιτήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης στο Μεγάλο Σχέδιο Προστασίας Κρίσιμων Υποδομών. Το συγκεκριμένο επεισόδιο αναδεικνύει, σύμφωνα με Πολωνούς αξιωματούχους, τη διαρκή απειλή που αντιμετωπίζουν αναγκαίες ενεργειακές διασυνδέσεις από εξωτερικές παρεμβολές.

Πηγές του πολωνικού υπουργείου Άμυνας ανέφεραν ότι «οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας παραμένουν σε διαρκή επιφυλακή και θα συνεχίσουν να προστατεύουν αποφασιστικά όλες τις στρατηγικές υποδομές που υπάγονται στην ευθύνη της Πολωνίας».

Το θέμα της ασφάλειας των υποθαλάσσιων καλωδίων και των ενεργειακών αγωγών βρίσκεται ήδη στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας, ιδίως μετά τα περιστατικά βανδαλισμού στο φυσικό αέριο North Stream το 2022. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ενισχύσει τη συνεργασία των κρατών-μελών για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συντονισμένη θαλάσσια επιτήρηση, προκειμένου να αποτραπούν ενδεχόμενες επιθέσεις ή επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε κρίσιμες υποδομές.

Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη επιτυχής αποτροπή του πολωνικού ναυτικού αναδεικνύει τόσο τα αυξημένα μέτρα αστυνόμευσης που εφαρμόζονται, όσο και την ευαισθησία της περιοχής της Βαλτικής σε θέματα ασφαλείας, υπό το πρίσμα της ρωσο-ευρωπαϊκής αντιπαράθεσης.

Ανοιχτός ο κίνδυνος για το μέλλον

Παρά την άμεση και επιτυχή αντίδραση των πολωνικών αρχών, ειδικοί προειδοποιούν ότι η απειλή κατά των ευρωπαϊκών ενεργειακών διασυνδέσεων στη Βαλτική και αλλού παραμένει. Η συνεχιζόμενη δραστηριότητα της ρωσικής «σκιώδους αρμάδας», είτε για παρακολούθηση είτε για άλλες επιθετικές ενέργειες, καθιστά επιτακτική την ενίσχυση της επιτήρησης και της διακρατικής συνεργασίας στην περιοχή.

Η Πολωνία, καθώς και οι βαλτικές και βόρειες χώρες, επαναλαμβάνουν την ανάγκη για διαρκή επαγρύπνηση, ξεκαθαρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια παρενόχλησης υποδομών θα αντιμετωπίζεται με αποφασιστικότητα, στο πλαίσιο τόσο της εθνικής όσο και της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Τι γνωρίζουμε για δολοφονική επίθεση σε βάρος δύο υπαλλήλων της ισραηλινής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον

Δύο υπάλληλοι της ισραηλινής πρεσβείας στις Ηνωμένες Πολιτείες δολοφονήθηκαν το βράδυ της Τρίτης, 21 Μαΐου, στην Ουάσιγκτον, κατά την αποχώρησή τους από εκδήλωση που φιλοξενήθηκε σε εβραϊκό μουσείο της πόλης. Το περιστατικό σημειώθηκε λίγο μετά τις 21:00 τοπική ώρα, προκαλώντας σοκ στην τοπική κοινότητα, ενώ οι ομοσπονδιακές αρχές διερευνούν την υπόθεση ως πιθανή «τρομοκρατική ενέργεια».

Τα θύματα ταυτοποιήθηκαν, σύμφωνα με τον ισραηλινό υπουργό Εξωτερικών Γκιντεόν Σαάρ, ως ο Γιάρον Λισίνσκυ, βοηθός ερευνητής στην πρεσβεία, και η Σάρα Μίλγκριμ, υπεύθυνη σχεδιασμού αποστολών και επισκέψεων του Ισραήλ. Όπως αναφέρει ο ισραηλινός πρέσβης στις ΗΠΑ, Γεχιέλ Λάιτερ, οι δυο τους ήταν αρραβωνιασμένοι και επρόκειτο να παντρευτούν την επόμενη εβδομάδα στην Ιερουσαλήμ. Η αστυνομία της Ουάσιγκτον ανακοίνωσε τη σύλληψη ενός υπόπτου, χωρίς να δοθούν στη δημοσιότητα τα στοιχεία ή τα πιθανά κίνητρα.

Η έρευνα των αρχών

Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ερευνών (FBI) δήλωσε ότι προσεγγίζει το περιστατικό ως πιθανό «τρομοκρατικό χτύπημα». Υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ και τοπικά σώματα ασφαλείας συνεργάζονται στενά ώστε να διερευνηθούν τα αίτια και οι τυχόν διασυνδέσεις του υπόπτου, ο οποίος έχει ήδη τεθεί υπό κράτηση. «Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας κάθε ενδεχόμενο τρομοκρατικής ενέργειας, ειδικά όταν εμπλέκονται διπλωματικοί υπάλληλοι σε ξένο έδαφος», ανέφερε εκπρόσωπος του FBI.

Η χρονική στιγμή της επίθεσης και η τοποθεσία του συμβάντος εντείνουν τις ανησυχίες στις αστυνομικές αρχές, καθώς επιλέχθηκε μια περίοδος αυξημένης έντασης που αφορά τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και σε περιστατικά αντισημιτικής βίας στην αμερικανική επικράτεια τα τελευταία χρόνια.

Αντιδράσεις από τον Ισραήλ και τις ΗΠΑ

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Γκιντεόν Σαάρ, καταδίκασε με σφοδρότητα τη δολοφονική επίθεση, ζητώντας άμεση και πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και προστασία της διπλωματικής αποστολής του Ισραήλ στην Ουάσιγκτον. Ο πρέσβης του Ισραήλ στις ΗΠΑ, Γεχιέλ Λάιτερ, εξέφρασε συλλυπητήρια στις οικογένειες των θυμάτων, σημειώνοντας ότι «η ανείπωτη αυτή τραγωδία συνέβη λίγες μόλις μέρες πριν από τον γάμο τους στην Ιερουσαλήμ».

Από πλευράς ΗΠΑ, το υπουργείο Εξωτερικών διαβεβαίωσε πως έχει ήδη κινητοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για την προστασία των ξένων διπλωματικών αντιπροσωπειών και πως οι αρχές παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις.

Πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο

Το τραγικό περιστατικό έρχεται εν μέσω αυξημένων εντάσεων στις διμερείς σχέσεις Ισραήλ–Ηνωμένων Πολιτειών, με τις ΗΠΑ να έχουν καταστήσει σαφές πως θα εντείνουν τα μέτρα προστασίας των διπλωματών. Παράλληλα, η αμερικανική κοινωνία αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια αυξανόμενα περιστατικά στοχευμένης βίας με πολιτικά, θρησκευτικά ή φυλετικά κίνητρα, θέτοντας περαιτέρω το ζήτημα της ασφάλειας ξένων αποστολών σε πρώτο πλάνο.

Επιπτώσεις για το διπλωματικό σώμα και το αίσθημα ασφάλειας

Η δολοφονία δύο μελών πρεσβείας σε αμερικανικό έδαφος δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για το επίπεδο προστασίας που μπορούν να απολαμβάνουν διπλωμάτες και υπάλληλοι ξένων κρατών στην Ουάσιγκτον. Το γεγονός ότι οι αρχές εξετάζουν την υπόθεση ως τρομοκρατική επίθεση υπογραμμίζει τους επαυξημένους κινδύνους που συνδέονται με τη γεωπολιτική συγκυρία. Η ταχύτητα αντίδρασης των αμερικανικών αρχών αλλά και η διαφάνεια στην επικοινωνία τους με το Ισραήλ και τη διεθνή κοινότητα θα αποτελέσουν κρίσιμους παράγοντες για την αποτροπή περαιτέρω επεισοδίων και τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης στις διμερείς σχέσεις.

Η υπόθεση αυτή αναμένεται να επηρεάσει τόσο την ασφάλεια διπλωματικών υπηρεσιών όσο και το δημόσιο αίσθημα για τη συνολική ασφάλεια στη χώρα, ειδικά υπό το πρίσμα της ανόδου της ρητορικής μίσους και των επιθέσεων με θρησκευτικό ή εθνοτικό υπόβαθρο.

Συμπέρασμα

Καθώς η έρευνα για τη διπλή δολοφονία βρίσκεται σε εξέλιξη και τα κίνητρα του δράστη παραμένουν ακόμα αδιευκρίνιστα, η τραγική αυτή υπόθεση υπενθυμίζει τη διαρκή πρόκληση προστασίας διπλωματών και το προσωπικού τους διεθνώς, καθώς και την αναγκαιότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης φαινομένων στοχευμένης βίας. Η κοινή δράση των αμερικανικών και ισραηλινών αρχών αναμένεται να ρίξει φως στα αίτια του περιστατικού και να ενισχύσει τα μέτρα ασφάλειας για την αποτροπή αντίστοιχων εγκλημάτων στο μέλλον.