Παρασκευή, 18 Ιούλ, 2025

Αβέβαιη η ισραηλινή απόσυρση από στρατηγικά σημεία στον Λίβανο

Παρά τη συμφωνία εκεχειρίας που απαιτούσε την πλήρη αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τον Λίβανο εδώ και περισσότερο από έναν μήνα, ο ισραηλινός στρατός παραμένει σε πέντε στρατηγικά σημεία ακριβώς βόρεια των συνόρων. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, οι θέσεις αυτές είναι κρίσιμες για την αποτροπή της επανεγκατάστασης της Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορα Ισραήλ–Λιβάνου.

Η παρουσία του Ισραήλ σε αυτές τις θέσεις προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο του Λιβάνου όσο και τις Σαουδικής Αραβίας, που έχουν ζητήσει από κοινού την αποχώρησή του. Ο νέος πρόεδρος του Λιβάνου δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου, στην εφημερίδα Asharq της Σαουδικής Αραβίας, ότι σχεδιάζει να ζητήσει από το Ριάντ την επανενεργοποίηση ενός πακέτου στρατιωτικής βοήθειας ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τον λιβανέζικο στρατό, το οποίο είχε διακοπεί εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.

Η Γαλλία, που επιβλέπει τη συμφωνία εκεχειρίας μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρότεινε να τοποθετηθούν δικά της στρατεύματα στις συγκεκριμένες θέσεις, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Παράλληλα, έχει προταθεί είτε ο έλεγχος των θέσεων από τον λιβανέζικο στρατό σε συνεργασία με τη Δύναμη Προσωρινής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο (United Nations Interim Force in Lebanon-UNIFIL) είτε η αναβάθμιση της αρμοδιότητας και του εξοπλισμού της UNIFIL, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τις θέσεις μόνη της.

Σύμφωνα με Ισραηλινούς στρατιωτικούς αναλυτές, μια ισραηλινή αποχώρηση δεν φαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον, δεδομένης της ελλιπούς εφαρμογής των όρων της εκεχειρίας από τον Λίβανο και τον ΟΗΕ. Η συμφωνία εκεχειρίας προβλέπει την ανάπτυξη του λιβανέζικου στρατού και της UNIFIL στο νότιο Λίβανο με σκοπό την αποτροπή της Χεζμπολάχ, αλλά, όπως δήλωσε στην Epoch Times ο Ισραηλινός απόστρατος ταγματάρχης του Ισραηλινού Στρατού (IDF), Έλιοτ Τσοντόφ, η ανάπτυξη αυτή δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να εμποδίσει την οργάνωση να επανασυσταθεί κοντά στα σύνορα.

Η επιφυλακτική στάση του Ισραήλ σχετίζεται με τα γεγονότα της αποχώρησης του από τον Λίβανο το 2006, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με αντάλλαγμα παρόμοιες δεσμεύσεις. Τότε, η UNIFIL και ο λιβανέζικος στρατός δεν κατάφεραν να παρέμβουν, επιτρέποντας στη Χεζμπολάχ να οχυρώσει τα σύνορα και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο σηράγγων σχεδιασμένο για επιθέσεις στο Ισραήλ – μια τακτική που η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς ακολούθησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.

Σήμερα, σύμφωνα με τον Τσοντόφ, ο ισραηλινός στρατός ακολουθεί πολιτική «μηδενικής ανοχής», τονίζοντας ότι οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα αποτρέπεται άμεσα, σε αντίθεση με την περίοδο 2006–2023. Ο ίδιος ανέφερε πως η UNIFIL διαθέτει αδύναμη εντολή και είναι μόνο «θεωρητικά ανεπτυγμένη», καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για ουσιαστική επιβολή της τάξης. Τόνισε ότι η αποστολή της UNIFIL είναι ειρηνευτική και όχι κατασταλτική, και επομένως δεν είναι σε θέση να λάβει επιθετικά μέτρα για την επιβολή της συμφωνίας.

Όσον αφορά τον λιβανέζικο στρατό, ο Τσοντόφ σημείωσε πως η δέσμευσή του στο σχέδιο της εκεχειρίας παραμένει αμφίβολη, ενώ περίπου το ένα τρίτο των αξιωματικών του ανήκει στη σιιτική κοινότητα. Αν και δεν είναι όλοι μέλη της Χεζμπολάχ, θεωρούνται ύποπτοι. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στο νότιο Λίβανο, ο οποίος συμμετέχει στην επιτηρούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιτροπή εκεχειρίας, συνελήφθη να παρέχει πληροφορίες στη Χεζμπολάχ, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς τον λιβανέζικο στρατό.

Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Ναουάφ Σαλάμ μαζί με στρατιώτες του λιβανέζικου στρατού, σε επίσκεψή του το νότιο χωριό Κιάμ κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ, στις 28 Φεβρουαρίου 2025. (Rabih Daher/AFP μέσω Getty Images)

 

Η νέα κυβέρνηση του Λιβάνου

Το Ισραήλ αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τη νέα κυβέρνηση του Λιβάνου, η οποία εξελέγη τον Ιανουάριο και ηγείται από τον πρόεδρο Ζοζέφ Αούν, πρώην αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, και τον πρωθυπουργό Ναουάφ Σαλάμ.

Σύμφωνα με τον αναλυτή Τσοντόφ, ο Σαλάμ δεν θεωρείται φιλικά διακείμενος προς το Ισραήλ, καθώς το έχει χαρακτηρίσει «εχθρό» και το κατηγορεί συχνά για «γενοκτονία». Πριν την εκλογή του στη θέση του πρωθυπουργού, την οποία το Λίβανο αποδίδει σε σουνίτες μουσουλμάνους, ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και είχε προεδρεύσει σε ακρόαση της αγωγής της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για γενοκτονία.

Στις 28 Φεβρουαρίου, ο Σαλάμ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο, δηλώνοντας ότι ο λιβανέζικος στρατός αποτελεί τη μοναδική δύναμη που επιτρέπεται να υπερασπιστεί τη χώρα σε περίπτωση πολέμου. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη θέση του λιβανέζικου στρατού στις προσπάθειες αφοπλισμού της Χεζμπολάχ, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την οργάνωση, η οποία επί χρόνια υποστηρίζει ότι η διατήρηση του οπλισμού της είναι απαραίτητη για την άμυνα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.

Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν ποζάρει για μια φωτογραφία στο προεδρικό μέγαρο στην Μπαάμπντα, ανατολικά της Βηρυτού, στις 9 Ιανουαρίου 2025. (Fadel Itani/AFP μέσω Getty Images)

 

Την ίδια ημέρα, οι αρχές του αεροδρομίου της Βηρυτού κατάσχεσαν 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, που προορίζονταν για τη Χεζμπολάχ και τα οποία μετέφερε άνδρας που έφτασε από την Τουρκία. Αναφέρεται ότι ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε τέτοια κατάσχεση, η οποία αποτελεί μέρος των προσπαθειών της κυβέρνησης Αούν να περιορίσει τη ροή χρημάτων προς τη Χεζμπολάχ από το Ιράν.

Ο Μοσέ Ελάντ, Ισραηλινός ακαδημαϊκός και απόστρατος συνταγματάρχης του IDF, χαρακτήρισε την προσέγγιση του Αούν ως ενθαρρυντικά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνόδου του Αραβικού Συνδέσμου στο Κάιρο, ο Αούν εξέφρασε την αντίθεσή του στην ιδέα αραβικών επενδύσεων στη Γάζα χωρίς προηγούμενη απομάκρυνση της Χαμάς. Ο Ελάντ σημείωσε ότι ο Αούν αντιλαμβάνεται πως το Ισραήλ, ως νικητής του πολέμου, δεν θα ανεχτεί πλέον τη Χαμάς και θα επέμβει εκ νέου για να την εξουδετερώσει εάν χρειαστεί, ενώ παρόμοια είναι η στάση του Ισραήλ απέναντι και στη Χεζμπολάχ.

Ο Ελάντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός διοικητής της Τύρου μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου τη δεκαετία του 1980, καθώς και ως διοικητής στην περιοχή Μπιντ Τζμπέιλ, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, ανέφερε ότι ο IDF βρίσκεται υπό πίεση από τον ίδιο του τον πληθυσμό.

Προστασία των μεθοριακών κοινοτήτων

Μετά τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ στο πλαίσιο της υποστήριξης προς τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε επίσημα περίπου 60.000 κατοίκους από συνοριακές κοινότητες. Πολλοί ακόμη εγκατέλειψαν περιοχές που βρίσκονταν λίγο πιο μακριά από τη μεθόριο. Περίπου οι μισοί από τους εκτοπισμένους κατοίκους έχουν επιστρέψει, αλλά σύμφωνα με τον Ελάντ, όσοι ζουν δύο ή τρία χιλιόμετρα από τα σύνορα αισθάνονται ανασφάλεια και πιέζουν την κυβέρνηση και τον στρατό να μην αποσυρθούν μέχρι να εξασφαλιστεί πλήρως η περιοχή.

Μια ισραηλινή μονάδα πρώτης αντίδρασης σβήνει τις φλόγες μετά από επίθεση με ρουκέτα από τον Λίβανο, εν μέσω διασυνοριακών συγκρούσεων μεταξύ ισραηλινών στρατευμάτων και μαχητών της τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ στο Κιριάτ Σμονά του Ισραήλ, στις 4 Ιουνίου 2024. (Jalaa Marey/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο Τσοντόφ, από την πλευρά του, υποβάθμισε τη σημασία των πέντε θέσεων που εξακολουθεί να διατηρεί ο IDF σε λιβανέζικο έδαφος, οι οποίες βρίσκονται το πολύ μερικές εκατοντάδες μέτρα βόρεια της Γαλάζιας Γραμμής – της γραμμής απόσυρσης που καθορίστηκε από τον ΟΗΕ το 2000 – και σε ορισμένες περιπτώσεις μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από αυτήν. Ο ίδιος τις χαρακτήρισε «τακτικές προσαρμογές», μικρές στρατιωτικές μετακινήσεις προς τα εμπρός ή προς τα πίσω για την ενίσχυση της αμυντικής θέσης.

Οι θέσεις αυτές βρίσκονται σε υψώματα που επιτρέπουν στις ισραηλινές δυνάμεις να επιβλέπουν το βόρειο τμήμα του Λιβάνου και να εμποδίζουν τη Χεζμπολάχ να χρησιμοποιήσει αυτά τα σημεία για να κατασκοπεύσει το Ισραήλ. Κατανέμονται κατά μήκος των 120 χιλιομέτρων των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου, από τη Μεσόγειο μέχρι την περιοχή βόρεια της Μετούλα, της βορειότερης κοινότητας του Ισραήλ. Υπάρχει μια θέση σε λόφο απέναντι από τη Μετούλα, ενώ οι άλλες τέσσερεις βρίσκονται βόρεια των ισραηλινών συνοριακών κοινοτήτων Σλόμι, Ζαρίτ, Αβιβίμ και Μαργκαλιότ.

Λιβανέζος στρατιώτης παρακολουθεί τη συνοριακή περιοχή με τη βόρεια ισραηλινή πόλη Μετούλα, στις 8 Οκτωβρίου 2023. (Mahmoud Zayyat/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο Τσοντόφ επεσήμανε ότι το έδαφος του βόρειου Ισραήλ και του νότιου Λιβάνου αποτελεί ένα ενιαίο ορεινό σύμπλεγμα, το οποίο ανυψώνεται σταδιακά προς τον βορρά. Τόνισε επίσης ότι ούτε τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου που χαράχθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε η Γαλάζια Γραμμή λαμβάνουν υπόψη την τοπογραφία της περιοχής. Τα υψώματα που ελέγχει ο IDF επιτρέπουν την προστασία των βόρειων κοινοτήτων του Ισραήλ, οι οποίες περιβάλλονται από υψηλότερους λόφους και βουνά στα βόρεια.

Του Dan M. Berger

Με πληροφορίες από το Associated Press και το Reuters

Ζελένσκι και Ρούμπιο στη Σαουδική Αραβία – Κρίσιμες συνομιλίες για τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο δηλώνει ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να κατανοήσουν τη θέση της Ουκρανίας για την επίλυση του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων πιθανών παραχωρήσεων που ενδέχεται να είναι διατεθειμένη να κάνει.

Συνάντηση κορυφής στην Τζέντα

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο έφτασαν στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, εν όψει συνομιλιών υψηλού επιπέδου μεταξύ των αντιπροσωπειών τους με στόχο τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Ο Ζελένσκι ανέφερε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι συναντήθηκε με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν τη Δευτέρα για να συζητήσουν «διμερή ζητήματα και τη συνεργασία με άλλους εταίρους».

Ο Ουκρανός ηγέτης δήλωσε ότι είχαν μια «λεπτομερή συζήτηση» σχετικά με τα βήματα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επίλυση του πολέμου και την επίτευξη διαρκούς ειρήνης. Τόνισε ότι η Σαουδική Αραβία διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στη διευκόλυνση της διπλωματίας.

«Έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων και της επιστροφής των παιδιών μας, που θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό βήμα στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στις διπλωματικές προσπάθειες», δήλωσε ο Ζελένσκι. «Σημαντικό μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στις μορφές των εγγυήσεων ασφαλείας.»

Ο Ζελένσκι ανέφερε ότι η ουκρανική αντιπροσωπεία θα παραμείνει στην Τζέντα για συνομιλίες με Αμερικανούς αξιωματούχους που έχουν προγραμματιστεί για την Τρίτη, επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση της Ουκρανίας για εποικοδομητικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι αμερικανικές θέσεις

Ο Ρούμπιο και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μάικ Γουόλτς επίσης συναντήθηκαν με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας και τον ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία των επικείμενων συνομιλιών για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας.

Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Τάμι Μπρους δήλωσε ότι η διμερής συνάντηση επικεντρώθηκε στην απειλή που θέτουν οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης, την κατάσταση στη Συρία και την ανοικοδόμηση στη Γάζα. Ο Ρούμπιο επιβεβαίωσε τη θέση των ΗΠΑ ότι «καμία λύση για την κατάσταση στη Γάζα δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη Χαμάς».

Πριν φτάσει στη Σαουδική Αραβία, ο Ρούμπιο δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να κατανοήσουν τη θέση της Ουκρανίας για την επίλυση του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πιθανών παραχωρήσεων που θα μπορούσε να προσφέρει στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

«Αυτό που θέλουμε να μάθουμε είναι εάν ενδιαφέρονται να ξεκινήσουν κάποιου είδους ειρηνευτική συζήτηση και ποιες είναι οι γενικές γραμμές των πραγμάτων που θα μπορούσαν να εξετάσουν, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας δαπανηρός και αιματηρός πόλεμος για τους Ουκρανούς», δήλωσε ο Ρούμπιο σε στρατιωτικό αεροπλάνο με προορισμό την Τζέντα.

«Έχουν υποφέρει πολύ και ο λαός τους έχει υποφέρει πολύ, και είναι δύσκολο μετά από κάτι τέτοιο να μιλάμε ακόμη και για παραχωρήσεις. Αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να τελειώσει αυτό και να αποτραπεί περισσότερη ταλαιπωρία», τόνισε.

Ο Ρούμπιο τόνισε ότι οι δύο πλευρές θα πρέπει να καταλήξουν σε κατανόηση προτού μπορέσουν να προχωρήσουν προς μια ειρηνευτική συμφωνία.

«Δεν θα θέσω καμία προϋπόθεση για το τι πρέπει ή χρειάζεται να κάνουν. Νομίζω ότι θέλουμε να ακούσουμε μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν και να το συγκρίνουμε με αυτό που θέλουν οι Ρώσοι και στη συνέχεια να δούμε πόσο μακριά είμαστε πραγματικά», είπε.

Η στάση του Τραμπ

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει διακόψει προσωρινά τη στρατιωτική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ουκρανία στο πλαίσιο της προώθησης μίας ειρηνευτικής συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου. Ο διευθυντής της CIA Τζον Ράτκλιφ ανακοίνωσε στις 5 Μαρτίου ότι ο Τραμπ είχε επίσης διατάξει παύση της συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών με την Ουκρανία.

Οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών από αμερικανικούς στρατιωτικούς δορυφόρους, βοηθούσαν την Ουκρανία να παρακολουθεί τις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων και να επιλέγει στόχους. Ο Ράτκλιφ δήλωσε ότι η παύση «στο στρατιωτικό μέτωπο και στο μέτωπο των πληροφοριών» είναι προσωρινή.

Η αναστολή της βοήθειας ήρθε μετά από μια αποτυχημένη συνάντηση στις 28 Φεβρουαρίου στο Οβάλ Γραφείο σχετικά με τη συμφωνία για τα ορυκτά μεταξύ ΗΠΑ-Ουκρανίας, η οποία έμεινε σε εκκρεμότητα. Η συνάντηση αποσκοπούσε στην υπογραφή της συμφωνίας για αμερικανικές επενδύσεις στην Ουκρανία για την από κοινού ανάπτυξη των τεράστιων πόρων σπάνιων γαιών του έθνους, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Μετά τη δημόσια διαφωνία των δύο προέδρων, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους στις 9 Μαρτίου ότι πιστεύει ότι οι συνομιλίες αυτής της εβδομάδας μεταξύ των αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Ουκρανίας για τον τερματισμό της σύγκρουσης με τη Ρωσία θα «σημειώσουν πρόοδο». Όταν ρωτήθηκε αν θα εξέταζε το ενδεχόμενο να τερματίσει την αναστολή της ανταλλαγής πληροφοριών με την Ουκρανία, ο Τραμπ είπε: «Σχεδόν το έχουμε κάνει… Σχεδόν το έχουμε κάνει».

Η Ευρώπη παραμένει εξαρτημένη από τις εξαγωγές αμερικανικών όπλων

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο όπλων, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες αύξησαν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές ξένων όπλων την περίοδο 2020-2024, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Διεθνούς Ινστιτούτου Ειρηνευτικών Ερευνών της Στοκχόλμης (SIPRI), που δημοσιεύθηκε στις 10 Μαρτίου.

Σύμφωνα με την έκθεση του SIPRI, οι εισαγωγές όπλων στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 155% μέσα στα τέσσερα αυτά χρόνια. Μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής προέκυψε μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ως απάντηση στη ρωσική επίθεση, η Ουκρανία αύξησε τις εισαγωγές ξένων όπλων σχεδόν 100 φορές, καταγράφοντας αύξηση 9.627% από το 2020 έως το 2024.

Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν καταβάλει προσπάθειες τα τελευταία χρόνια να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και να ενισχύσουν τη βιομηχανία όπλων της ηπείρου. Ωστόσο, αν η Ευρώπη επιδιώκει να μειώσει την εξάρτησή της από την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, θα πρέπει να αναστρέψει μια τάση που τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει ευνοήσει κυρίως τους Αμερικανούς κατασκευαστές όπλων.

Κατά την περίοδο αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές όπλων από 35% σε 43%. Αν και η Σαουδική Αραβία παρέμεινε ο μεγαλύτερος μεμονωμένος αποδέκτης των αμερικανικών όπλων, για πρώτη φορά εδώ και δύο δεκαετίες το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών εξαγωγών όπλων κατευθύνθηκε προς την Ευρώπη. Συνολικά, οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων προς την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 233% μεταξύ 2020 και 2024, με την Ουκρανία να αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο αποδέκτη αμερικανικών όπλων αυτή την περίοδο.

Ο ανώτερος ερευνητής του SIPRI Πίτερ Βέζεμαν επεσήμανε ότι, αν και τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν λάβει μέτρα για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές όπλων και να ενισχύσουν τη βιομηχανία όπλων της ηπείρου, η διατλαντική σχέση προμήθειας όπλων έχει βαθιές ρίζες. Πρόσθεσε ότι οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ έχουν ακόμα σε παραγγελία σχεδόν 500 μαχητικά αεροσκάφη και πολλά άλλα οπλικά συστήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Γαλλία βρίσκεται στη δεύτερη θέση των παγκόσμιων εξαγωγέων όπλων, αλλά το μερίδιό της στην αγορά παραμένει στο ένα τέταρτο αυτού των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πτώση των ρωσικών εξαγωγών όπλων

Πριν από την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία το 2022, η Ρωσία ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο. Έκτοτε, έχει χάσει σημαντικούς πελάτες, ενώ η ρωσική αμυντική βιομηχανία έχει αναγκαστεί να αφιερώνει μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στην υποστήριξη των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με την ανάλυση του SIPRI σχετικά με τις τετραετείς τάσεις στις πωλήσεις όπλων που έληξαν το 2021 – τον τελευταίο πλήρη χρόνο πριν από τη ρωσική εισβολή – η Ρωσία είχε συναλλαγές με 45 χώρες. Ωστόσο, τα νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι μεταξύ 2020 και 2024, οι κύριοι πελάτες της μειώθηκαν σε 33.

Ο Βέζεμαν σημείωσε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία επιτάχυνε περαιτέρω την πτώση των ρωσικών εξαγωγών όπλων, καθώς η Ρωσία χρειάζεται περισσότερα όπλα για το μέτωπο, οι εμπορικές κυρώσεις δυσχεραίνουν την παραγωγή και την πώληση όπλων, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ασκούν πιέσεις σε χώρες ώστε να μην αγοράζουν ρωσικά όπλα.

Η πτώση των ρωσικών εξαγωγών είχε ξεκινήσει πριν από την εισβολή του 2022. Σύμφωνα με το SIPRI, οι ρωσικές εξαγωγές όπλων τα έτη 2020 και 2021 ήταν σημαντικά μικρότερες από οποιοδήποτε άλλο έτος των δύο προηγούμενων δεκαετιών. Οι τρεις μεγαλύτεροι πελάτες της Ρωσίας είναι η Ινδία, η Κίνα και το Καζακστάν, οι οποίοι πλέον αντιπροσωπεύουν περίπου τα δύο τρίτα των ρωσικών εξαγωγών όπλων.

Περισσότερο αυτάρκες το Πεκίνο

Η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού υπήρξε και παραμένει μια σημαντική αγορά για τις πωλήσεις όπλων, με την Ασία και την Ωκεανία να αποτελούν τη μεγαλύτερη εισαγωγική περιοχή. Ωστόσο, η γενική τάση παρουσιάζει πτωτική πορεία. Συνολικά, το ποσοστό των εξαγωγών όπλων προς τα κράτη της περιοχής μειώθηκε από 41% την περίοδο 2015-2019 σε 33% την περίοδο 2020-2024.

Το Ινστιτούτο Διεθνών Ερευνών της Στοκχόλμης (SIPRI) διαπίστωσε ότι η Κίνα υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη μείωση των πωλήσεων όπλων στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει οδηγήσει τη χώρα στη μείωση των εισαγωγών ξένων όπλων κατά 64% από το 2015. Σύμφωνα με ανακοίνωση του SIPRI, η Κίνα βρέθηκε εκτός της δεκάδας των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων για πρώτη φορά από την περίοδο 1990-1994. Το Ινστιτούτο εκτίμησε ότι οι εισαγωγές όπλων της Κίνας πιθανότατα θα συνεχίσουν να μειώνονται, καθώς βελτιώνονται οι δυνατότητες εγχώριας στρατιωτικής παραγωγής.

Την περίοδο 2015-2019, η Κίνα ήταν ταυτόχρονα ο πέμπτος μεγαλύτερος εισαγωγέας και ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων. Στην τελευταία τετραετή περίοδο αναφοράς, το SIPRI κατέγραψε την Κίνα ως τον 16ο μεγαλύτερο εισαγωγέα ξένων όπλων και τον τέταρτο μεγαλύτερο εξαγωγέα. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων, κατατάχθηκαν επίσης ως ο ένατος μεγαλύτερος εισαγωγέας στην πιο πρόσφατη τετραετία.

Το Πακιστάν αναδείχθηκε ως ο κορυφαίος πελάτης για τις κινεζικές εξαγωγές όπλων, απορροφώντας περίπου το 63% των ξένων μεταφορών όπλων της Κίνας. Η Σερβία και η Ταϊλάνδη κατέλαβαν τη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα, αντιπροσωπεύοντας το 6,8% και το 4,6% των κινεζικών εξαγωγών όπλων. Το SIPRI διαπίστωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το 37% των συνολικών πωλήσεων όπλων στην Ασία και την Ωκεανία, ενώ η Ρωσία προμήθευσε το 17% και η Κίνα το 14%.

Παρότι η αυξανόμενη εγχώρια στρατιωτική παραγωγή της Κίνας μειώνει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ξένων όπλων, το SIPRI αξιολόγησε την άποψη ότι η αντίληψη περί αυξανόμενης κινεζικής απειλής επηρεάζει τις αποφάσεις εξοπλιστικών προμηθειών πολλών κρατών στην Ασία και την Ωκεανία.

Συμφωνία Συρίας-SDF: Ενσωμάτωση κουρδικών θεσμών στο κράτος

Η συριακή προεδρία ανακοίνωσε ότι επετεύχθη συμφωνία με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) για την ενσωμάτωση των πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών της κουρδικής αυτόνομης διοίκησης στις κρατικές δομές της Συρίας.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η συμφωνία, που υπογράφεται από τον μεταβατικό πρόεδρο της Συρίας Άχμεντ αλ Σάρα και τον στρατιωτικό διοικητή των SDF Μαζλούμ Άμπντι, προβλέπει ότι το συριακό κράτος θα αναλάβει τον έλεγχο των συνόρων, των αεροδρομίων και των ενεργειακών εγκαταστάσεων στη βορειοανατολική Συρία.

Οι SDF, που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ και διατηρούσαν έλεγχο σε μεγάλο μέρος των περιοχών αυτών, συμφώνησαν να υποστηρίξουν τη νέα κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των υπολειμμάτων του προηγούμενου καθεστώτος, καθώς και κάθε απειλής για την ασφάλεια και την ενότητα της χώρας. Η εφαρμογή της συμφωνίας αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους.

Μετά την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ τον Δεκέμβριο από ισλαμιστικές δυνάμεις που υποστηρίζονταν από την Τουρκία, υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ των SDF και των φιλοτουρκικών οργανώσεων. Η Άγκυρα θεωρεί τις SDF και την κουρδική πολιτοφυλακή YPG παρακλάδι του PKK και τις χαρακτηρίζει «τρομοκρατικές οργανώσεις», αν και οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη.

Η Δαμασκός επιδίωκε να εντάξει τις SDF στις νέες συριακές δυνάμεις ασφαλείας, ενώ ο Άμπντι είχε ζητήσει την ενσωμάτωσή τους ως ενιαίο σώμα στο υπουργείο Άμυνας, πρόταση που απορρίφθηκε από την κυβέρνηση.

Στο κείμενο της συμφωνίας τονίζεται ότι «η κουρδική κοινότητα αποτελεί βασικό στοιχείο του συριακού κράτους» και της διασφαλίζονται πλήρη συνταγματικά δικαιώματα, ενώ απορρίπτεται κάθε προσπάθεια διαμελισμού της χώρας ή προώθησης εθνοτικών εντάσεων.

Η αυτόνομη κουρδική διοίκηση ελέγχει σημαντικές εκτάσεις στη βόρεια και ανατολική Συρία, πλούσιες σε ενεργειακούς και αγροτικούς πόρους, κρίσιμης σημασίας για τη νέα κυβέρνηση. Οι SDF είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκδίωξη του Ισλαμικού Κράτους το 2019.

Σύμφωνα με τον ερευνητή Φαμπρίς Μπαλάνς, το 60% του πληθυσμού των περιοχών αυτών είναι Άραβες. Επί καθεστώτος Άσαντ, οι Κούρδοι είχαν περιορισμένα δικαιώματα και πολλοί δεν είχαν καν συριακή υπηκοότητα. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, δημιούργησαν δική τους διοίκηση με εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς και στρατιωτικούς θεσμούς.

Αφού ανέλαβαν την εξουσία οι νέες αρχές τον Δεκέμβριο, οι Κούρδοι θεώρησαν ότι υπήρχε μια σημαντική ευκαιρία για την οικοδόμηση μιας νέας Συρίας, η οποία θα διασφάλιζε τα δικαιώματα όλων των πολιτών της, ανεξαρτήτως εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας. Οι Κούρδοι, έχοντας διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και στη σταθεροποίηση της βόρειας Συρίας, πίστευαν ότι θα είχαν λόγο στη διαδικασία πολιτικής μετάβασης.

Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική. Παρά τις ελπίδες τους, οι Κούρδοι αποκλείστηκαν από τον «εθνικό διάλογο», την πρωτοβουλία που στόχευε στη χάραξη των βασικών γραμμών για το μέλλον της χώρας. Ο αποκλεισμός αυτός αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τις φιλοδοξίες τους, καθώς σήμαινε ότι δεν θα είχαν θεσμικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής Συρίας.

Ο αποκλεισμός των Κούρδων από τις συνομιλίες πιθανότατα οφείλεται σε διάφορους πολιτικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Αφενός, η τουρκική επιρροή στις εξελίξεις της Συρίας αποτελεί βασικό εμπόδιο για την ενσωμάτωσή τους στις διαπραγματεύσεις, δεδομένης της μακροχρόνιας αντιπαράθεσης της Άγκυρας με τις κουρδικές οργανώσεις. Αφετέρου, το καθεστώς της Δαμασκού εξακολουθεί να διατηρεί μια επιφυλακτική στάση απέναντι στις αυτόνομες κουρδικές διοικήσεις, θεωρώντας τις ως απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.

Η απουσία των Κούρδων από τον εθνικό διάλογο δημιουργεί ανησυχίες για το μέλλον της Συρίας, καθώς αποκλείει μια σημαντική συνιστώσα της κοινωνίας από τη λήψη αποφάσεων. Η διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας απαιτεί έναν πραγματικά περιεκτικό διάλογο, όπου όλες οι εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες θα έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν ισότιμα στη διαμόρφωση του νέου πολιτικού συστήματος της χώρας. Επομένως, η διεθνής κοινότητα καλείται να διαδραματίσει έναν πιο ενεργό ρόλο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η πολιτική μετάβαση στη Συρία δεν θα αποκλείσει καμία ομάδα που έχει συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του σημερινού τοπίου.

Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Συρία: Θρηνούν πάνω από 970 αμάχους στο νέο κύκλο βίας μετά την ανατροπή Άσαντ

Περισσότεροι από 970 άμαχοι έχουν χάσει τη ζωή τους στα πιο αιματηρά επεισόδια μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, σύμφωνα με στοιχεία διεθνών παρατηρητών. Ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα καταδικάζουν τις σφαγές, ενώ οι μεταβατικές αρχές υπόσχονται διερεύνηση και λογοδοσία.

Βία πρωτοφανούς κλίμακας

Ένα νέο κύμα βίας συγκλονίζει τη Συρία, όπου τουλάχιστον 973 άμαχοι έχουν σκοτωθεί στο δυτικό τμήμα της χώρας τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η μη κυβερνητική οργάνωση κάνει λόγο για «φόνους», «εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες» και επιχειρήσεις «εθνικής εκκαθάρισης» στις περιοχές γύρω από τη Λαττάκεια και την Ταρτούς.

Το κύμα αιματοχυσίας ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη, όταν φερόμενοι ως οπαδοί του ανατραπέντος προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ επιτέθηκαν σε δυνάμεις ασφαλείας στην πόλη Τζάμπλα, κοντά στη Λαττάκεια, η οποία αποτελεί λίκνο της σιιτικής μειονότητας των αλαουιτών. Η οικογένεια του πρώην προέδρου, που ανατράπηκε στις 8 Δεκεμβρίου από συμμαχία ανταρτών και τζιχαντιστών, προέρχεται από αυτή την κοινότητα.

Απολογισμός που συνεχώς αυξάνεται

Ο συνολικός απολογισμός των νεκρών από την έναρξη των συγκρούσεων υπολογίζεται σε περίπου 1.500 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 481 μελών των δυνάμεων ασφαλείας και ένοπλων οπαδών του Άσαντ. Οι προσωρινές αρχές στη Δαμασκό δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιήσει επίσημο απολογισμό.

Κάτοικος της Τζάμπλα, που μίλησε στο Γαλλικό Πρακτορείο υπό τον όρο της ανωνυμίας, ανέφερε ότι «πάνω από πενήντα άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι» του έχουν σκοτωθεί, με τα πτώματά τους να ρίχνονται σε ομαδικούς τάφους ή «να πετάγονται στη θάλασσα».

Η αντίδραση των μεταβατικών αρχών

Ο μεταβατικός πρόεδρος Άχμαντ αλ Σάρα, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε ισλαμικό τέμενος στη Δαμασκό, κάλεσε για την προάσπιση της «εθνικής ενότητας» και της «ειρήνης». Ανακοίνωσε τη συγκρότηση «ανεξάρτητης επιτροπής έρευνας» για τα «εγκλήματα σε βάρος πολιτών», υποσχόμενος ότι οι δράστες θα «οδηγηθούν ενώπιον της δικαιοσύνης».

«Θα απαιτήσουμε λογοδοσία χωρίς επιείκεια από οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται στην αιματοχυσία αμάχων ή υπερέβη τις κρατικές εξουσίες», δήλωσε ο αλ Σάρα, που ήταν μέχρι πρόσφατα επικεφαλής της σουνιτικής τρομοκρατικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ ας Σαμ (ΧΤΣ).

Συγκρούσεις και επιχειρήσεις

Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, έχουν σταλεί επιπλέον «ενισχύσεις» στην Κάντμους, στην επαρχία Ταρτούς, όπου οι δυνάμεις ασφαλείας «καταδιώκουν τους τελευταίους πιστούς του παλιού καθεστώτος». Το συριακό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων έκανε επίσης λόγο για «σφοδρές συγκρούσεις» στο Ταανίτα, ορεινό χωριό στον ίδιο τομέα, όπου φέρεται να είχαν καταφύγει πολλοί «εγκληματίες πολέμου» του προηγούμενου καθεστώτος.

Στο χωριό Μπισνάντα, στην επαρχία Λαττάκεια, φωτοειδησεογράφος του AFP κατέγραψε τις δυνάμεις ασφαλείας να πραγματοποιούν έρευνες σε σπίτια.

Διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχίες

Ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες έχουν καταδικάσει τις σφαγές αμάχων και έχουν καλέσει τις de facto συριακές αρχές να θέσουν τέλος σε αυτές. Ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης Ι’ δήλωσε στο κυριακάτικο κήρυγμά του ότι διαπράχθηκαν σφαγές «πολλών αθώων χριστιανών», τονίζοντας ότι τα θύματα ήταν στην πλειονότητά τους «αθώοι και άοπλοι άμαχοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών».

Οι αυτόνομες κουρδικές αρχές της Συρίας, που ελέγχουν μεγάλα τμήματα του ανατολικού και του βόρειου τμήματος της χώρας, καταδίκασαν τις πρακτικές που «μας ξαναγυρίζουν σε μαύρη εποχή την οποία δεν θέλει να ξαναζήσει ο συριακός λαός».

Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της ισραηλινής διπλωματίας Γεδεών Σάαρ παρότρυνε την Ευρώπη να σταματήσει να προσφέρει «νομιμοποίηση» στην de facto συριακή κυβέρνηση με «καλώς εγνωσμένο τρομοκρατικό παρελθόν».

Ευάλωτη μεταβατική κυβέρνηση

Σύμφωνα με τον Άρον Λουντ του κέντρου μελετών Century International, η έκρηξη βίας αναδεικνύει πόσο «εύθραυστη» είναι η de facto κυβέρνηση, η οποία βασίζεται σε τζιχαντιστές που «θεωρούν τους αλαουίτες εχθρούς του θεού».

Στη Δαμασκό, οι δυνάμεις ασφαλείας επενέβησαν για να διαλύσουν καθιστική διαμαρτυρία εναντίον των σφαγών αμάχων, μετά από αντιδιαδήλωση με κεντρικό αίτημα «σουνιτικό κράτος» που χαρακτηρίστηκε από συνθήματα εναντίον των αλαουιτών.

Στρατηγικές διαβουλεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία: Η επίσκεψη Ζελένσκι στη Σαουδική Αραβία

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι βρίσκεται σήμερα στη Σαουδική Αραβία, προκειμένου να συναντηθεί με τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Η συνάντηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών της Ουκρανίας να ενισχύσει τη διεθνή διπλωματική στήριξη για τον τερματισμό της σύγκρουσης με τη Ρωσία και να αναζητήσει στρατηγικές για τη διαχείριση του πολέμου. Αυτή η συνάντηση πραγματοποιείται μία ημέρα πριν από τις συνομιλίες μεταξύ Ουκρανών και Αμερικανών αξιωματούχων για το ίδιο ζήτημα, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στην Τζέντα.

Η αυριανή συνάντηση θα είναι η πρώτη μεταξύ Ουκρανών και Αμερικανών αξιωματούχων μετά την επίσκεψη Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο στα τέλη Φεβρουαρίου, η οποία χαρακτηρίστηκε από εντάσεις και επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Από την επίσκεψη εκείνη, οι ΗΠΑ, άλλοτε ο πιο σημαντικός σύμμαχος της Ουκρανίας, ανέστειλαν τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο και πάγωσαν την ανταλλαγή πληροφοριών, ενώ οι διαφωνίες έχουν ενταθεί, εν μέσω νέων πολιτικών δυναμικών που διαμορφώνονται στις ΗΠΑ.

Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν στην Τζέντα, ο Ζελένσκι τόνισε τη σημασία του «εποικοδομητικού διαλόγου» για την επίτευξη μιας ειρηνικής συμφωνίας και προέτρεψε για ταχεία και αποτελεσματική δράση. «Στο τραπέζι βρίσκονται ρεαλιστικές προτάσεις. Το κλειδί είναι να κινηθούμε γρήγορα και αποτελεσματικά», δήλωσε, αφήνοντας να εννοηθεί η αναγκαιότητα επίτευξης μιας πρώιμης συμφωνίας για εκεχειρία και ανταλλαγή κρατουμένων, προκειμένου να εξεταστεί η δέσμευση της Ρωσίας για τερματισμό του πολέμου.

Οι αντιφάσεις παραμένουν, όμως, σε ό,τι αφορά τη στάση της Ρωσίας. Η Μόσχα έχει απορρίψει την ιδέα μιας προσωρινής εκεχειρίας, εμμένοντας στη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η κατάσταση στο πεδίο παραμένει τεταμένη, με τη Ρωσία να ανακοινώνει πρόσφατα σημαντικές προόδους στις περιοχές Κουρσκ και Σούμι, ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται σε διάφορα μέτωπα. Η Ουκρανία, αντιμέτωπη με τη ρωσική προέλαση, έχει προσπαθήσει να ενισχύσει τη στρατηγική της, τόσο με διπλωματικά βήματα όσο και με στρατιωτική αντίσταση.

Επιπλέον, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο προσκήνιο της αμερικανικής πολιτικής σκηνής έχει προσθέσει έναν νέο παράγοντα στις σχέσεις μεταξύ Ουκρανίας και ΗΠΑ. Ο Τραμπ άσκησε σφοδρή κριτική στον Ζελένσκι, κατηγορώντας τον για «δικτατορική» συμπεριφορά και για έλλειψη ευγνωμοσύνης προς τις ΗΠΑ, ενώ θεωρεί ότι η Ουκρανία δεν είναι έτοιμη να επιδιώξει «ειρήνη» με τη Ρωσία. Παρά τις αντιπαραθέσεις, ο Τραμπ, δήλωσε ότι πιστεύει πως θα σημειωθούν σημαντικές προόδους ήδη από αυτήν την εβδομάδα, μιλώντας σε δημοσιογράφους που βρίσκονταν στο προεδρικό αεροσκάφος.

Η συμφωνία για τα ουκρανικά ορυκτά, η οποία είχε προγραμματιστεί να υπογραφεί, παραμένει σε εκκρεμότητα, με τις ΗΠΑ να εκτιμούν ότι θα μπορούσε να προσφέρει έσοδα για την αποζημίωση της βοήθειάς τους προς την Ουκρανία. Αν και ο Ζελένσκι το πρότεινε στη Σαουδική Αραβία, παραμένει ασαφές αν θα προχωρήσει η υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας. Η διπλωματική συζήτηση αναμένεται να συνεχιστεί, με τον Γουίτκοφ να αναφέρει ότι είναι «πολύ νωρίς» για να γίνει οποιαδήποτε εκτίμηση σχετικά με την εξέλιξη αυτών των συνομιλιών.

Η σημερινή συνάντηση του Ζελένσκι με τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και οι αυριανές συζητήσεις με τους Αμερικανούς αξιωματούχους στην Τζέντα καταδεικνύουν την αδιάλειπτη προσπάθεια της Ουκρανίας να κερδίσει διπλωματική στήριξη και να αναζητήσει διεξόδους από τον πόλεμο, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η πίεση για μια ειρηνική συμφωνία που θα τερματίσει τη σύγκρουση και θα αποκαταστήσει τη σταθερότητα στην περιοχή.

Ένταση στη Ρουμανία μετά την απαγόρευση της υποψηφιότητας του Καλίν Γκεοργκέσκου για την προεδρία

Κλίμα έντασης επικρατεί στη Ρουμανία μετά την απόφαση του Κεντρικού Εκλογικού Γραφείου να απαγορεύσει τη συμμετοχή του Καλίν Γκεοργκέσκου στις επαναληπτικές προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για τον Μάιο. Ο Γκεοργκέσκου αποκλείστηκε από την εκλογική διαδικασία, προκαλώντας αντιδράσεις τόσο από τους υποστηρικτές του όσο και από ηγέτες δεξιών κομμάτων, που χαρακτήρισαν την απόφαση ως «αντιδημοκρατική».

Η είδηση της απαγόρευσης, που μεταδόθηκε από τα ρουμανικά μέσα ενημέρωσης, προκάλεσε την αγανάκτηση των οπαδών του Γκεοργκέσκου, οι οποίοι κατέβηκαν στους δρόμους του Βουκουρεστίου για να διαμαρτυρηθούν. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο όταν διαδηλωτές κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό των χωροφυλάκων και προσπάθησαν να εισβάλουν στο κτήριο του Εκλογικού Γραφείου. Οι δυνάμεις ασφαλείας έκαναν χρήση δακρυγόνων για να διαλύσουν το πλήθος, ενώ οι αρχές δήλωσαν ότι η κατάσταση είναι πλέον «υπό έλεγχο».

Ο Καλίν Γκεοργκέσκου έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να αμφισβητήσει την απόφαση του Εκλογικού Γραφείου. Σύμφωνα με συνεργάτες του, ο Γκεοργκέσκου εξετάζει ήδη το ενδεχόμενο αυτό, καθώς αναφέρει ότι η απόφαση να του απαγορευτεί η συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί προσπάθεια φίμωσης της αντίθετης φωνής και καταγγέλλει το ότι η διαδικασία αυτή παραβιάζει τις δημοκρατικές αξίες και το δικαίωμα του κάθε πολίτη να συμμετέχει σε εκλογές. Παράλληλα, κάλεσε τους υποστηρικτές του σε όλη τη χώρα να παραμείνουν ψύχραιμοι και να μην αντιδράσουν βίαια, παρά την απογοήτευση που προκάλεσε η απόφαση του Εκλογικού Γραφείου. Πρόσθεσε ότι η νομική του ομάδα ήδη εργάζεται για να καταθέσει την προσφυγή, και αν η απόφαση παραμείνει, θα ακολουθήσει μια συντονισμένη προσπάθεια για να προασπιστεί τα δικαιώματα των υποστηρικτών του και της παράταξής του.

Η επόμενη κίνηση του Γκεοργκέσκου θα μπορούσε να είναι καθοριστική για την πολιτική κατάσταση στη χώρα και αναμένεται να προκαλέσει περαιτέρω αναταράξεις, ενώ η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά, καθώς η Ρουμανία, ως μέλος της ΕΕ, βρίσκεται υπό το βλέμμα των διεθνών οργανισμών όσον αφορά την προάσπιση των δημοκρατικών διαδικασιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αναλυτές επισημαίνουν ότι η υπόθεση αυτή ενδέχεται να επιδεινώσει περαιτέρω το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα στη Ρουμανία, ενώ η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, εκφράζοντας ανησυχία για τον σεβασμό των δημοκρατικών διαδικασιών στη χώρα. Οι επόμενες ημέρες θεωρούνται κρίσιμες, καθώς αναμένεται η επίσημη αντίδραση του Γκεοργκέσκου και η πιθανή παρέμβαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ο Καναδάς απορρίπτει τον ισχυρισμό της Κίνας για άδικες εμπορικές στρατηγικές, αποκαλεί τους νέους δασμούς τροφίμων «αδικαιολόγητους»

Οι τελευταίοι δασμοί της Κίνας σε καναδικές εισαγωγές είναι αδικαιολόγητοι, λέει η Οττάβα, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει βάση στους ισχυρισμούς του Πεκίνου για άδικες καναδικές εμπορικές πρακτικές.

«Ο Καναδάς δεν αποδέχεται τη βάση της έρευνας της Κίνας ούτε τα ευρήματά της», δήλωσε η Καναδή υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Μέρυ Νγκ στις 8 Μαρτίου σε κοινή δήλωση με τον υπουργό Γεωργίας Λώρενς ΜακΟλέυ και την υπουργό Αλιείας Νταϊάν Λεμπουτιλιέ.

«Ως εμπορικός εταίρος, ο Καναδάς έχει επιδείξει τη δέσμευσή του για τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τις καναδικές επιχειρήσεις και υποστήριξη για δίκαιο εμπόριο που βασίζεται σε κανόνες. Αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των μη εμπορευματικών πολιτικών και πρακτικών της Κίνας που μειώνουν τεχνητά το κόστος παραγωγής και στρεβλώνουν τις αγορές.»

Η δήλωση των υπουργών εκδόθηκε λίγες ώρες αφότου το κινεζικό καθεστώς ανακοίνωσε δασμούς σε καναδικά γεωργικά και τρόφιμα αξίας άνω των 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Κίνα θα εφαρμόσει δασμούς 100% σε μόλις πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια καναδικού λαδιού κάνολα, κέικ λαδιού και μπιζελιών, και δασμούς 25% σε καναδικά ψάρια, θαλασσινά και χοιρινό κρέας αξίας 1,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Οι εισφορές, που θα τεθούν σε ισχύ στις 20 Μαρτίου, αποτελούν αντίποινα στους εισαγωγικούς δασμούς του Καναδά στην Κίνα που ανακοινώθηκαν τον περασμένο Αύγουστο, συγκεκριμένα δασμούς 100% σε ηλεκτρικά οχήματα κινεζικής κατασκευής από την 1η Οκτωβρίου 2024 και δασμούς 25% σε κινεζικά προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου από τις 15 Οκτωβρίου 2024.

Ενώ το κινεζικό καθεστώς σε ανακοίνωσή του κατηγόρησε τους δασμούς της Οττάβα ως «μέτρα που εισάγουν διακρίσεις που βλάπτουν σοβαρά τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα της Κίνας», ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τρυντό είπε τον περασμένο Αύγουστο ότι η Κίνα είχε δώσει στον εαυτό της «άδικο πλεονέκτημα» σε αυτούς τους τομείς, «θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των κρίσιμων βιομηχανιών μας και εκτοπίζοντας αφοσιωμένους Καναδούς εργάτες αυτοκινήτων και μετάλλων».

Η Κίνα απάντησε τον περασμένο Σεπτέμβριο ξεκινώντας μια έρευνα «αντι-ντάμπινγκ» στις εισαγωγές καναδικού λαδιού κάνολα. Αυτό οδήγησε στους τελευταίους δασμούς της στο καναδικό κάνολα και άλλα προϊόντα, τα οποία η Οττάβα περιέγραψε ως «αδικαιολόγητους δασμούς» στην κοινή δήλωση των υπουργών στις 8 Μαρτίου.

Αντιστοίχιση των δασμών των ΗΠΑ στην Κίνα

Μια συμβουλευτική εταιρεία πολιτικών κινδύνων θεωρεί ότι η τελευταία κίνηση της Κίνας θα μπορούσε να είναι μια προειδοποίηση στον Καναδά ότι οι προσπάθειές του να ενισχύσει τις εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τις σχέσεις Καναδά-Κίνας.

«Ο συγχρονισμός μπορεί να χρησιμεύσει ως προειδοποιητικό πλάνο», είπε ο Νταν Γουάνγκ, διευθυντής θεμάτων Κίνας στο Eurasia Group, σε συνέντευξη στο Reuters που δημοσιεύθηκε στις 8 Μαρτίου.

Η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Καναδά, υστερώντας πολύ πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Καναδάς εξήγαγε αγαθά αξίας 47 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου το 2024, σύμφωνα με στοιχεία των κινεζικών τελωνείων.

Μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα, η υπουργός Εξωτερικών Μέλανι Τζόλυ είχε πει σε δημοσιογράφους στο Βανκούβερ ότι ο Καναδάς είναι «ανοιχτός» σε συνομιλίες σχετικά με τους δασμούς των ΗΠΑ στην Κίνα.

«Όταν πρόκειται για τις ΗΠΑ και τις δικές τους ανησυχίες, μπορούμε να έχουμε συνομιλίες», είπε στις 28 Φεβρουαρίου. «Είμαστε πολύ ανοιχτοί στο να έχουμε συνομιλίες σχετικά με το εμπόριο, ακόμη και όταν πρόκειται για την Κίνα».

Το σχόλιο της Τζόλυ ήρθε αφού ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ ​​Μπέσεντ είπε στο Bloomberg νωρίτερα εκείνη την ημέρα ότι το Μεξικό είχε προτείνει να βάλει αντίστοιχους των ΗΠΑ δασμούς στην Κίνα και ότι ο Καναδάς θα μπορούσε να βοηθήσει στην οικοδόμηση ενός «φρουρίου στη Βόρεια Αμερική» από την πλημμύρα των κινεζικών εισαγωγών κάνοντας το ίδιο. Η μεξικανική κυβέρνηση δεν έχει επιβεβαιώσει την πρόταση.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Μαρτίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που αυξάνει τους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές στο 20 τοις εκατό, από 10 τοις εκατό που ήταν αρχικά στις 4 Φεβρουαρίου. Ο πρόεδρος κατηγόρησε το καθεστώς για τη διακίνηση φεντανύλης στη χώρα του.

Η Κίνα απάντησε στις 4 Μαρτίου λέγοντας ότι θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς έως και 15 τοις εκατό σε ορισμένα αγροτικά προϊόντα των ΗΠΑ, με ισχύ από τις 10 Μαρτίου. Ο νέος δασμός είναι πέραν του υπάρχοντος 15 τοις εκατό που ήδη ισχύει. Το Πεκίνο είπε επίσης ότι είναι «έτοιμο να πολεμήσει μέχρι τέλους» με τις Ηνωμένες Πολιτείες, «είτε είναι πόλεμος δασμών, εμπορικός πόλεμος ή οποιοδήποτε άλλο είδος πολέμου».

Σε συνέντευξή του στο Bloomberg στις 7 Μαρτίου, ο υπουργός Οικονομικών Ντομινίκ ΛεΜπλανκ είπε ότι ο Καναδάς είναι πρόθυμος να πραγματοποιήσει έγκαιρες συνομιλίες με την κυβέρνηση Τραμπ για τη Συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά (USMCA), ένα εμπορικό σύμφωνο που έχει προγραμματιστεί για κοινή αναθεώρηση το 2026.

Ο ΛεΜπλαν πρόσθεσε ότι η Οττάβα θέλει να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον για να σταματήσει το Πεκίνο από την υποτίμηση των αγορών της Βόρειας Αμερικής με επιθετικές τιμές.

Τα σχόλια του υπουργού ήρθαν αφού ο Τραμπ στις 4 Μαρτίου προχώρησε στην επιβολή δασμών 25 τοις εκατό σε αγαθά από τον Καναδά και το Μεξικό, με τους δασμούς να έχουν μειωθεί στο 10% στα καναδικά ενεργειακά προϊόντα. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει επανειλημμένα πει ότι οι δασμοί συνδέονται με την ασφάλεια των συνόρων για να σταματήσει η ροή παράνομων μεταναστών και ναρκωτικών όπως η φεντανύλη στις Ηνωμένες Πολιτείες από τους βόρειους και νότιους γείτονές της.

Ο Τρυντό απάντησε την ίδια μέρα επιβάλλοντας δασμούς 25% σε αμερικανικά αγαθά 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, λέγοντας ότι αυτά τα αντίμετρα θα παραμείνουν σε ισχύ έως ότου οι Ηνωμένες Πολιτείες ακυρώσουν τους δασμούς εναντίον καναδικών προϊόντων.

Στη συνέχεια, ο Τραμπ στις 6 Μαρτίου διέκοψε τους δασμούς σε καναδικά και μεξικάνικα προϊόντα που υπάγονται στο USMCA μέχρι τις 2 Απριλίου.

Εκτός από τους δασμούς που σχετίζονται με τα σύνορα και την φεντανύλη, ο Καναδάς εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την απειλή δασμών 25 τοις εκατό στον χάλυβα και το αλουμίνιό του, για τους οποίους ο Τραμπ είπε ότι θα επιβληθούν σε όλες τις χώρες στις 12 Μαρτίου, ενώ αρχικά είχε προγραμματιστεί να τεθούν σε ισχύ στις 4 Μαρτίου.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επίσης δηλώσει ότι σχεδιάζει να επιβάλει αμοιβαίους δασμούς σε όλα τα κράτη από τις 2 Απριλίου, την ίδια ημέρα που θα λήξει η δασμολογική εξαίρεση για αγαθά που συμμορφώνονται με το USMCA.

Του Isaac Teo

Με τη συμβολή των Chandra Philip, Lily Zhou, Matthew Horwood και Noé Chartier, και πληροφορίες από το Reuters 

Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν: Οι 100 πρώτες ημέρες στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παραχώρησε σήμερα συνέντευξη για τις 100 πρώτες ημέρες στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ δέχτηκε καταιγισμό ερωτήσεων για θέματα της επικαιρότητας, για τις σχέσεις της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, αλλά και για το νέο σχέδιο για την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης.

Η πρόεδρος στην ομιλία της αναφέρθηκε σε όλα όσα έχουν γίνει αυτούς τους μήνες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εστιάζοντας στον ορισμό του πρώτου Επιτρόπου Άμυνας, στην Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας, την Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία, το Σχέδιο Δράσης για προσιτή ενέργεια, τους δύο στρατηγικούς διαλόγους στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και στον τομέα του χάλυβα.

Όπως είπε στην έναρξη της ομιλίας της, «οι γεωπολιτικές μετατοπίσεις κλονίζουν συμμαχίες, βεβαιότητες δεκαετιών καταρρέουν και εξακολουθούμε να έχουμε έναν κτηνώδη πόλεμο που μαίνεται στα σύνορά μας. Δηλώνουμε την πορεία που είχαμε χαράξει στους πολιτικούς προσανατολισμούς, στηριζόμενοι πάντα στους τρεις πυλώνες: την ευημερία, την ασφάλεια και τη δημοκρατία.»

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρθηκε και στην οικοδόμηση νέων εταιρικών σχέσεων και την ενίσχυση των παλαιών με χώρες και περιοχές μικρές και μεγάλες. «Η σύναψη αυτών των συνεργασιών είναι απαραίτητη, επειδή μάθαμε με τον πολύ σκληρό τρόπο ότι η προμήθεια προϊόντων που χρειαζόμαστε από εταίρους που εμπιστευόμαστε είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγουμε τις υπερβολικές εξαρτήσεις ή να αποφύγουμε τα τρωτά σημεία και τους εκβιασμούς.»

Το σχέδιο «Rearm Europe», η Ιταλία και οι εκτός ΕΕ χώρες

Η φον ντερ Λάιεν εξήγησε ότι η ιδέα πίσω από το σχέδιο «Rearm Europe» είναι «ότι πρέπει να απελευθερώσουμε το πλήρες δυναμικό μας μπροστά σε συγκεκριμένες απειλές και αν μπορέσουμε να συνεργαστούμε με άλλες χώρες με παρόμοιο πνεύμα, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία ή ο Καναδάς, το δυναμικό θα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Θα δρομολογήσουμε νέες δέσμες μέτρων για την περαιτέρω απλούστευση των κανόνων και τη μείωση της γραφειοκρατίας, μεταξύ άλλων και στον τομέα της άμυνας.»

Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι μέσα στο Μάρτιο «θα παρουσιάσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, διότι μόνο μια αποτελεσματική, βαθιά και ρευστή κεφαλαιαγορά μπορεί να μετατρέψει τις αποταμιεύσεις σε επενδύσεις που τόσο πολύ χρειάζονται».

Το επόμενο διάστημα αναμένεται να συγκαλέσει και το πρώτο Κολλέγιο Ασφαλείας. «Αυτό θα διασφαλίσει ότι τα μέλη του σώματος θα λαμβάνουν τακτικές ενημερώσεις σχετικά με τις εξελίξεις στον τομέα της ασφάλειας, είτε πρόκειται για την εσωτερική είτε για την εξωτερική ασφάλεια, αλλά και για την ενέργεια, την αμυντική έρευνα, σκεφτείτε το εμπόριο στον κυβερνοχώρο και τις ξένες παρεμβάσεις», είπε χαρακτηριστικά.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ρωτήθηκε και για τη δήλωση της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι ότι διαφωνεί με το όνομα «Rearm Europe» που δόθηκε στο σχέδιο για τον «Επανεξοπλισμό» της Ευρώπης λέγοντας ότι «το όνομα περιγράφει αυτό που συμβαίνει, την ιστορία της ανάπτυξης της άμυνας των επενδύσεων και των δαπανών», ενώ θα υπάρξει και σχέδιο που θα ονομάζεται « Security Action For Europe», τονίζοντας την ανάγκη για μια πιο προσεκτική διαχείριση της δημόσιας εικόνας αυτών των πρωτοβουλιών.

Η ίδια έδωσε και εξηγήσεις για το τι περιλαμβάνει το «αγοράστε ευρωπαϊκά» στην άμυνα, λέγοντας ότι «πρέπει να σκεφτούμε έξυπνα πώς θα το διαμορφώσουμε, χρειαζόμαστε επειγόντως να το κάνουμε πράξη», τονίζοντας ότι δεν υπάρχει χρόνος για την Ευρώπη, δείχνοντας το παράδειγμα της Ουκρανίας και την παραγωγή drone εν μέσω πολέμου, λέγοντας ότι θα πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους.

Σχέσεις Ευρώπης-ΗΠΑ

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δέχτηκε καταιγισμό ερωτήσεων για τις σχέσεις της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, για το γεγονός ότι δεν υπήρξε συνάντηση Τραμπ με φον ντερ Λάιεν, με την ίδια να μιλάει για διαφωνίες, αλλά και να εστιάζει στην ιστορικά στενή σχέση των δυο πλευρών. Πιο συγκεκριμένα, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου για τις σχέσεις Ευρώπης και ΗΠΑ δήλωσε πως «οι ΗΠΑ είναι σύμμαχός μας, περισσότερα από 80 χρόνια είναι ο πιο στενός σύμμαχός μας και στις δύσκολες στιγμές. Υπάρχουν διαφορές για κάποια θέματα, θα πρέπει να βρούμε κοινά σημεία. Προφανώς, το μοντέλο που είχαμε για 25-30 χρόνια, ίσως και περισσότερα, δεν ήταν σωστό. Ο όγκος της ευθύνης για την άμυνα πρέπει να είναι στους ώμους μας. Αυτός είναι ο στόχος του σχεδίου για την άμυνα. Είμαστε σύμμαχοι, αλλά οι σύμμαχοι πρέπει να αναλάβουν ευθύνες.»

Για τη συνάντησή της με τον Αμερικανό πρόεδρο, δήλωσε ότι «η προσωπική συνάντηση θα γίνει όταν έρθει η ώρα».

«Σαφώς διαφορετική η σχέση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, από τη σχέση της Ευρώπης με την Κίνα», ήταν η απάντησή της σε σχετική ερώτηση.

Σε εφαρμογή το ευρωπαϊκό σύστημα για τις επιστροφές

Ένας ακόμα πυλώνας πάνω στον οποίο εργάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι το ευρωπαϊκό σύστημα για τις επιστροφές, με την ίδια να δηλώνει ότι «οι επιστροφές αποτελούν βασικό στοιχείο του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου.

»Θα προτείνουμε κοινούς κανόνες για τις επιστροφές με τη νέα ευρωπαϊκή εντολή επιστροφής και την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων επιστροφής από τα κράτη-μέλη. Θέλουμε λοιπόν να θέσουμε σε εφαρμογή ένα πραγματικά ευρωπαϊκό σύστημα για τις επιστροφές, προτείνοντας έναν κανονισμό με απλούστερους και σαφέστερους κανόνες, αποτρέποντας τη διαφυγή και διευκολύνοντας την επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών χωρίς δικαίωμα παραμονής», τονίζοντας ότι για «όσους επιστρέφονται με τη βία θα εκδοθεί απαγόρευση εισόδου και θα είμαστε πιο αυστηροί».

Ο Τραμπ απειλεί με κυρώσεις και δασμούς τη Ρωσία

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απείλησε με κυρώσεις και δασμούς τη Ρωσία στις 7 Μαρτίου με αφορμή τα τελευταία πλήγματα που κατάφερε κατά της Ουκρανίας.

«Βάσει του ότι η Ρωσία ‘χτυπά βαριά’ την Ουκρανία στο πεδίο της μάχης τώρα, σκέφτομαι σοβαρά μεγάλης κλίμακας τραπεζικές κυρώσεις, κυρώσεις και δασμούς στη Ρωσία, έως ότου επιτευχθεί μια εκεχειρία και μια τελική συμφωνία ειρήνης. Προς τη Ρωσία και την Ουκρανία: Πηγαίνετε στο τραπέζι τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Σας ευχαριστώ!!!» έγραψε στο Truth Social.

Ο Τραμπ δεν είπε τι άλλου είδους κυρώσεις ή τι ύψος δασμών θα επιβάλει στη Ρωσία.

Η ανακοίνωση έγινε μία εβδομάδα μετά τη διαμάχη στο Οβάλ Γραφείο μεταξύ του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, του Τραμπ και του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζ. Ν. Βανς.

Ο Ζελένσκι απώθησε τις εκκλήσεις των ΗΠΑ για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αναγκάζοντας τον Βανς να κατηγορήσει τον Ζελένσκι ότι δεν ήταν ευγνώμων στις Ηνωμένες Πολιτείες για την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία εν μέσω του αγώνα της εναντίον της Ρωσίας από την εισβολή της Μόσχας τον Φεβρουάριο του 2022.

Ο Ζελένσκι προσπάθησε έκτοτε να εξομαλύνει τα πράγματα με μια επιστολή στον Τραμπ, επαναλαμβάνοντας ότι η Ουκρανία είναι προσηλωμένη στην ειρήνη.

«Κανείς από εμάς δεν θέλει έναν ατελείωτο πόλεμο. Η Ουκρανία είναι έτοιμη να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το συντομότερο δυνατό για να φέρει πιο κοντά τη διαρκή ειρήνη», ανάρτησε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X στις 4 Μαρτίου.

«Κανείς δεν θέλει την ειρήνη περισσότερο από τους Ουκρανούς», συνέχισε. «Η ομάδα μου και εγώ είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε υπό την ισχυρή ηγεσία του προέδρου Τραμπ για να επιτύχουμε μια ειρήνη που θα διαρκέσει».

Ο Τραμπ διάβασε την επιστολή κατά τη διάρκεια της ομιλίας του πριν από μια κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου στις 4 Μαρτίου. Είπε ότι εκτιμά την επιστολή.

«Ταυτόχρονα, είχαμε σοβαρές συζητήσεις με τη Ρωσία και λάβαμε ισχυρά μηνύματα ότι είναι έτοιμη για ειρήνη. Δεν θα ήταν όμορφο;» είπε.

«Ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτή η τρέλα», πρόσθεσε ο Τραμπ. «Είναι ώρα να σταματήσουμε τη δολοφονία. Είναι καιρός να τελειώσει αυτός ο παράλογος πόλεμος. Αν θέλετε να τερματίσετε τους πολέμους, πρέπει να μιλήσετε και με τις δύο πλευρές».

Ο Τραμπ και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μάικ Γουόλτς δήλωσαν στο Οβάλ Γραφείο, στις 7 Μαρτίου, ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να σταματήσουν τις μάχες

Ο πρόεδρος επανέλαβε ότι εάν δεν υπάρξει διευθέτηση, «τα πράγματα θα μπορούσαν πραγματικά να καταλήξουν σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο».

Ο Τραμπ είπε επίσης ότι πιστεύει ότι ο Πούτιν θέλει ειρήνη, παρά τις ρωσικές επιθέσεις στην Ουκρανία.

Η κυβέρνηση επιδιώκει να συναντηθεί με την Ουκρανία την επόμενη εβδομάδα στη Σαουδική Αραβία σε μια προσπάθεια να διαπραγματευτεί ένα σχέδιο κατάπαυσης του πυρός, δήλωσε στους δημοσιογράφους στις 6 Μαρτίου ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ.

«Είμαστε τώρα σε συζήτηση για να συντονίσουμε μια συνάντηση με τους Ουκρανούς στο Ριάντ ή ακόμη και ενδεχομένως στην Τζέντα», είπε.

«Έτσι, η πόλη αλλάζει λίγο, αλλά θα είναι η Σαουδική Αραβία», συνέχισε. «Και νομίζω ότι η ιδέα είναι να τεθεί ένα πλαίσιο για μια ειρηνευτική συμφωνία και μια αρχική κατάπαυση του πυρός επίσης».

Ο Γουίτκοφ, μαζί με τον Γουάλτς και τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, συναντήθηκαν με τη Ρωσία στη Σαουδική Αραβία στις 18 Φεβρουαρίου. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε διαπραγματεύσεις υψηλού επιπέδου εκτός από την επιστροφή του προσωπικού της πρεσβείας τους σε πλήρη επίπεδα η μία στη χώρα της άλλης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία έθεσαν επίσης τις βάσεις «για μελλοντική συνεργασία σε θέματα αμοιβαίου γεωπολιτικού ενδιαφέροντος και ιστορικών οικονομικών και επενδυτικών ευκαιριών που θα προκύψουν από τον επιτυχή τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία», σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η Ουκρανία δεν ήταν παρούσα στη συνάντηση.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ παρέτεινε τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που επρόκειτο να λήξουν, για έναν ακόμη χρόνο. Αυτές οι κυρώσεις προέρχονται από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και τέθηκαν σε ισχύ υπό την κυβέρνηση Ομπάμα.

Επίσης, την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ είπε ότι οι κυρώσεις στη Ρωσία θα παραμείνουν, αλλά πιθανότατα θα αρθούν «κάποια στιγμή».

Του Τζάκσον Ρίτσμαν