Παρασκευή, 18 Ιούλ, 2025

Υπό την πίεση του Τραμπ, το Μεξικό εκδίδει στις ΗΠΑ 29 narcos, ανάμεσά τους καταζητούμενο για 40 χρόνια

Υπό την πίεση του Ντόναλντ Τραμπ, οι αρχές του Μεξικού προχώρησαν στην έκδοση 29 φερόμενων ως διακινητών ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένου βαρόνου καταζητούμενου από την Ουάσιγκτον εδώ και σαράντα χρόνια για τη δολοφονία αμερικανού πράκτορα της δίωξης ναρκωτικών στο Μεξικό το 1985.

Ο Ραφαέλ Κάρο Κιντέρο, 72 ετών, ο οποίος εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, βρισκόταν για τέσσερις δεκαετίες ανάμεσα στους «πλέον καταζητούμενους από τη DEA φυγόδικους», ανέφερε ο υπηρεσιακός επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών (DEA) σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποιήθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ) κι εκφράζει ικανοποίηση για τον νέο συσχετισμό ισχύος που δημιουργεί κατ’ αυτό ο πρόεδρος Τραμπ.

Οι 29 μεξικανοί υπήκοοι που εκδόθηκαν είναι αντιμέτωποι με ποινές ισόβιας κάθειρξης για σειρά κακουργημάτων στις ΗΠΑ (διακίνηση ναρκωτικών, φόνους, οπλοχρησία, ξέπλυμα χρήματος…), σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Ο Κάρο Κιντέρο και ακόμη πέντε πρόσωπα που εκδόθηκαν διατρέχουν κίνδυνο να τους επιβληθεί ως ακόμη και η ποινή του θανάτου, πάντα σύμφωνα με την ανακοίνωση. Ωστόσο, η διμερής συμφωνία έκδοσης απαγορεύει την εκτέλεση της θανατικής ποινής, δυνάμει εγγυήσεων που έχουν δοθεί από τις ΗΠΑ στο Μεξικό.

Ο «Ντον Ράφα» αναμένεται να οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης ιδίως για «τη φερόμενη εμπλοκή του στην απαγωγή και στον φόνο» του ειδικού πράκτορα της DEA Ενρίκε «Κίκι» Καμαρένα το 1985 στο Μεξικό, σύμφωνα με το FBI.

Ο «Κίκι» Καμαρένα, αμερικανός με μεξικανική καταγωγή, απήχθη, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από το καρτέλ στη Γουαδαλαχάρα, όπως εξάλλου παρουσιάζεται στη σειρά «Narcos Mexico» που γυρίστηκε για λογαριασμό της πλατφόρμας Netflix.

Η έκδοσή του αποτελεί «νίκη για την οικογένεια Καμαρένα», αναφέρει η ανακοίνωση του DOJ.

Ο Κάρο Κιντέρο συνελήφθη εκ νέου τη 15η Ιουλίου 2022· είχε απελευθερωθεί το 2013, με απόφαση της μεξικανικής δικαιοσύνης, εξαιτίας διαδικαστικών σφαλμάτων.

Οι μεξικανικές αρχές προχώρησαν ακόμη στην έκδοση του Αντόνιο Οσεγκέρα Σερβάντες, αδελφού του Νεμέσιο Οσεγκέρα Σερβάντες, του ηγέτη του καρτέλ Νέα Γενιά του Χαλίσκο, ενός από τα έξι που πρόσφατα αναγορεύτηκαν με εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου Τραμπ «τρομοκρατικές» οργανώσεις.

Ακόμη εκδόθηκαν τα αδέλφια Μιγκέλ Άνχελ και Όσκαρ Ομάρ Τρεβίνο, του διαβόητου καρτέλ «Ζ», που δρα κατά μήκος των συνόρων με μεθόδους εξαιρετικά βάρβαρες. Το καρτέλ «Σέτας» πιστεύεται πως ίδρυσαν πρώην μέλη των ειδικών δυνάμεων.

Πολλοί από τους φερόμενους ως διακινητές ναρκωτικών που εκδόθηκαν είναι μέλη μεξικανικών καρτέλ που ο Ντόναλντ Τραμπ πρόσθεσε την περασμένη εβδομάδα σε κατάλογο «τρομοκρατικών» οργανώσεων που χαρακτηρίζονται απειλή για τις ΗΠΑ.

«Όπως κατέστησε σαφές ο πρόεδρος Τραμπ, τα καρτέλ είναι τρομοκρατικές οργανώσεις και το υπουργείο Δικαιοσύνης είναι αφοσιωμένη στην καταστροφή των καρτέλ και των διεθνικών συμμοριών», τόνισε στην ανακοίνωση η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι.

Στην ανακοίνωση εκφράζεται ικανοποίηση για το ότι ο Λευκός Οίκος «διαπραγματεύεται από θέση ισχύος».

Η ομαδική έκδοση, σπάνια εξέλιξη, καταγράφεται υπό την πίεση του αμερικανού προέδρου, ο οποίος απειλεί να προχωρήσει στην επιβολή δασμών 25% στα μεξικανικά προϊόντα από την Τρίτη 4η Μαρτίου, κρίνοντας ότι οι αρχές του Μεξικού δεν έχουν κάνει αρκετά στον αγώνα εναντίον της διακίνησης ναρκωτικών και της παράνομης μετανάστευσης.

Πάνω από το 80% των προϊόντων που εξάγονται από το Μεξικό έχουν προορισμό την αγορά των ΗΠΑ.

Η έκδοση εγγράφεται «στο πλαίσιο των συντονισμένων ενεργειών, της συνεργασίας και της διμερούς αμοιβαιότητας, με σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας των δυο εθνών», σημειώνει κοινή ανακοίνωση της εισαγγελίας και της γραμματείας (σ.σ. του υπουργείου) Ασφάλειας.

Στελέχη της μεξικανικής κυβέρνησης βρίσκονταν χθες στην Ουάσιγκτον στο πλαίσιο προσπάθειας να αποφευχθεί να γίνει πραγματικότητα η απειλή του Ντόναλντ Τραμπ πως θα προχωρήσει στην επιβολή δασμών. Είχαν συνομιλίες με τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και άλλα στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ.

Οι μεξικανικές αρχές ανακοίνωσαν με την ευκαιρία «συντονισμένες ενέργειες» για την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών και όπλων.

Σκοπός είναι να «μειωθούν οι θάνατοι και στις δυο χώρες εξαιτίας της χρήσης παράνομης φαιντανύλης» στις ΗΠΑ και «της χρήσης πυροβόλων όπλων που διακινούνται παράνομα» προς το Μεξικό, σύμφωνα με ανακοίνωση της γραμματείας (του υπουργείου) Εξωτερικών της χώρας.

Οι αρχές του Μεξικού, που επικρίνονται συχνά από την Ουάσιγκτον, έχουν καταθέσει προσφυγή στη δικαιοσύνη των ΗΠΑ εναντίον κατασκευαστριών όπλων που κατηγορούν πως τροφοδοτούν τη βία των καρτέλ των ναρκωτικών.

Στις αρχές του Φεβρουαρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ ανέβαλε την επιβολή των τελωνειακών δασμών για έναν μήνα κατόπιν τηλεφωνικής συνδιάλεξης με την ομόλογό του Κλαούδια Σέινμπαουμ, κατά τη διάρκεια της οποίας η αρχηγός του μεξικανικού κράτους συμφώνησε να αναπτύξει 10.000 επιπλέον στρατιωτικούς στην περιοχή των συνόρων με τις ΗΠΑ.

Το Μεξικό δεν θα αποδεχτεί καμιά αμερικανική «εισβολή» στην επικράτειά του με πρόσχημα τον αγώνα εναντίον της διακίνησης ναρκωτικών, προειδοποίησε η πρόεδρος Σέινμπαουμ όταν ο Ντόναλντ Τραμπ αναγόρευσε «τρομοκρατικές» οργανώσεις τα καρτέλ.

Από την πλευρά τους, οι μεξικανικές αρχές ζητούν οι ΗΠΑ να προχωρήσουν στην έκδοση επίσης διαβόητου ηγέτη του υποκόσμου, του Ισμαέλ «Ελ Μάγιο» Σαμπάδα, συνιδρυτή του καρτέλ Σιναλόα, μαζί με τον Χοακίν «Ελ Τσάπο» Γκουσμάν.

Ο Σαμπάδα συνελήφθη την 25η Ιουλίου στο Τέξας, όπου έφθασε με αεροσκάφος που είχε απογειωθεί από το Μεξικό. Κατηγορεί έναν από τους γιους του «Τσάπο» πως οργάνωσε τη σύλληψή του από τις αμερικανικές αρχές. Το γεγονός έχει προκαλέσει εξαιρετικά αιματηρή σύγκρουση φραξιών της συμμορίας στην ομώνυμη μεξικανική πολιτεία.

Ο Οτσαλάν καλεί το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα και δηλώνει ότι αναλαμβάνει την «ιστορική ευθύνη για το κάλεσμα αυτό»

Ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) Αμπντουλάχ Οτσαλάν κάλεσε σήμερα την οργάνωση που ο ίδιος δημιούργησε το 1978 να καταθέσει τα όπλα της και απηύθυνε έκκληση για επίλυση του κουρδικού ζητήματος στην Τουρκία μέσω της «ειρήνης και της δημοκρατίας».

Το μήνυμα του Οτσαλάν ανέγνωσαν σε συνέντευξη στην Κωνσταντινούπολη τα μέλη της διευρυμένης αντιπροσωπείας του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών και Ισότητας (DEM) που τον επισκέφθηκε νωρίτερα στο νησί-φυλακή Ιμραλί της Προποντίδας, όπου κρατείται τα τελευταία 26 χρόνια.

«Συγκαλέστε το συνέδριό σας και αποφασίστε, όπως θα έκανε εθελοντικά κάθε σύγχρονη κοινότητα και κόμμα του οποίου η ύπαρξη δεν έχει καταργηθεί βίαια, ότι όλες οι ομάδες πρέπει να καταθέσουν τα όπλα και το ΡΚΚ πρέπει να διαλυθεί. Στέλνω τους χαιρετισμούς μου σε όλους εκείνους που πιστεύουν στη συνύπαρξη και προσβλέπουν στο κάλεσμά μου: το ΡΚΚ πρέπει να αυτοδιαλυθεί. Όλες οι ομάδες πρέπει να καταθέσουν τα όπλα» αναφέρει ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν.

Ο ίδιος σημειώνει ότι το κάλεσμα του αρχηγού του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) Ντεβλέτ Μπαχτσελί, η βούληση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η θετική ανταπόκριση των άλλων πολιτικών κομμάτων στο κάλεσμα αυτό «δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο κάλεσα να καταθέσουν τα όπλα και αναλαμβάνω την ιστορική ευθύνη για το κάλεσμα αυτό».

Σε άλλο σημείο της ανακοίνωσής του ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν κάνει μία αναδρομή στην ιστορική συνύπαρξη των Κούρδων και των Τούρκων και τους λόγους για τους οποίους η συνύπαρξη αυτή κατέστη εύθραυστη: «Σε περισσότερα από χίλια χρόνια ιστορίας, οι τουρκικές και κουρδικές σχέσεις έχουν καθοριστεί στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνεργασίας και συμμαχίας και οι Τούρκοι και οι Κούρδοι θεώρησαν απαραίτητο να παραμείνουν σε αυτή την εθελοντική συμμαχία προκειμένου να διατηρήσουν την ύπαρξή τους και να επιβιώσουν έναντι ηγεμονικών δυνάμεων».

«Τα τελευταία 200 χρόνια του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού σημαδεύτηκαν κυρίως από τον στόχο της διάλυσης αυτής της συμμαχίας. Οι εμπλεκόμενες δυνάμεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση αυτού του στόχου σύμφωνα με τα ταξικά τους συμφέροντα. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε με τις μονιστικές ερμηνείες της (σ.σ. Τουρκικής) Δημοκρατίας. Σήμερα, το κύριο καθήκον είναι η αναδιάρθρωση της ιστορικής σχέσης, η οποία έχει καταστεί εξαιρετικά εύθραυστη, χωρίς να αποκλείεται το πνεύμα της αδελφοσύνης και του σεβασμού των πεποιθήσεων».

Η αναφορά του Οτσαλάν στις «μονιστικές ερμηνείες της Δημοκρατίας» σχετίζεται με την κυρίαρχη αντίληψη των ιδρυτικών αρχών της Τουρκικής Δημοκρατίας περί ύπαρξης ενός έθνους, του τουρκικού, και της άρνησης της αποδοχής της κουρδικής ταυτότητας.

Στη συνέχεια της ανακοίνωσης ο Οτσαλάν επισημαίνει: «Η ανάγκη για μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναπόφευκτη. Το ΡΚΚ, η μακροβιότερη και πιο εκτεταμένη εξέγερση και ένοπλη δράση στην ιστορία της (σ.σ. Τουρκικής) Δημοκρατίας, βρήκε κοινωνική βάση και υποστήριξη μόνο επειδή οι δίαυλοι της δημοκρατικής πολιτικής ήταν κλειστοί. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των ακραίων εθνικιστικών παρεκκλίσεων, όπως ένα ξεχωριστό έθνος-κράτος, ομοσπονδία, διοικητική αυτονομία ή πολιτισμικές λύσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική συγκρότηση της κοινωνίας. Ο σεβασμός των ταυτοτήτων, η ελεύθερη έκφραση, η δημοκρατική αυτοοργάνωση όλων των τμημάτων της κοινωνίας με βάση τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές δομές τους είναι δυνατές μόνο με την ύπαρξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός δημοκρατικού πολιτικού χώρου», αναφέρει και συνεχίζει.

«Ο δεύτερος αιώνας της Δημοκρατίας μπορεί να εξασφαλίσει μια διαρκή και αδελφική συνέχεια μόνο αν στεφθεί με τη δημοκρατία. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στη δημοκρατία για την αναζήτηση και την υλοποίηση ενός πολιτικού συστήματος. Η δημοκρατική συναίνεση είναι ο θεμελιώδης δρόμος. Η γλώσσα της εποχής της ειρήνης και της δημοκρατικής κοινωνίας πρέπει να αναπτυχθεί σύμφωνα με αυτή την πραγματικότητα».

Στην αρχή του κειμένου που ανέγνωσε η αντιπροσωπεία του DEM, o Οτσαλάν προβαίνει σε μία αναδρομή στα αίτια της δημιουργίας και της πτώσης του ΡΚΚ: «Το ΡΚΚ γεννήθηκε στον 20ό αιώνα, στην πιο βίαιη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, εν μέσω δύο παγκόσμιων πολέμων, στη σκιά της εμπειρίας του πραγματικού σοσιαλισμού και του Ψυχρού Πολέμου ανά τον κόσμο. Η απόλυτη άρνηση της κουρδικής πραγματικότητας και ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών -ιδιαίτερα της ελευθερίας της έκφρασης- διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση και την ανάπτυξη του PKK. Όσον αφορά τη θεωρία, το πρόγραμμα, τη στρατηγική και την τακτική που υιοθέτησε, το PKK βρισκόταν κάτω από τη βαριά πραγματικότητα του αιώνα και του συστήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη δεκαετία του 1990 λόγω εσωτερικών δυναμικών, το τέλος της άρνησης της κουρδικής ταυτότητας στη χώρα και οι εξελίξεις στην ελευθερία της έκφρασης αποδυνάμωσαν της σημασία της ίδρυσης του PKK».

Στις 22 Οκτωβρίου πέρυσι, ο πρόεδρος του υπερεθνικιστικού ΜΗΡ και κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, προς έκπληξη των πάντων, είχε καταθέσει πρόταση για αποφυλάκιση του Οτζαλάν, υπό αυστηρά περιοριστικούς όρους αν αυτός αποκηρύξει δημοσίως στην τουρκική Εθνοσυνέλευση την ένοπλη δράση και καλέσει τα μέλη του ΡΚΚ να διαλύσουν την οργάνωση. Ο Οτσαλάν είχε απευθύνει παρόμοια έκκληση και κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης ειρηνευτικής διαδικασίας πριν από μια δεκαετία.

Διεθνής κατακραυγή: 40 Ουιγούροι στα χέρια του κινεζικού καθεστώτος

Η απέλαση δεκάδων Ουιγούρων από την Ταϊλάνδη στην Κίνα έχει σημάνει συναγερμό στην Ουάσιγκτον, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Αμερικανούς βουλευτές να εκφράζουν έντονο προβληματισμό για τον κίνδυνο διώξεων και βασανιστηρίων που αντιμετωπίζουν οι Ουιγούροι.

Η ομάδα των 40 Ουιγούρων, που κρατούνταν στην Μπανγκόκ για πάνω από μια δεκαετία, στάλθηκε πίσω στην πατρίδα τους στις 27 Φεβρουαρίου. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταδίκασε την ίδια μέρα την απόφαση της Ταϊλάνδης με σκληρά λόγια.

«Καταδικάζουμε με τον πιο έντονο τρόπο την αναγκαστική επιστροφή τουλάχιστον 40 Ουιγούρων στην Κίνα από την Ταϊλάνδη, όπου δεν υπάρχουν εγγυήσεις για δίκαιη δίκη και όπου οι Ουιγούροι έχουν υποστεί διώξεις, καταναγκαστική εργασία και βασανιστήρια», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.

«Η Κίνα, υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), έχει διαπράξει γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με στόχο κυρίως τους μουσουλμάνους Ουιγούρους και άλλες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες στο Σιντζιάνγκ», πρόσθεσε.

Ο Ρούμπιο κάλεσε τις κινεζικές αρχές να «επιτρέψουν πλήρη πρόσβαση για να διασφαλιστεί τακτικά η ευημερία των Ουιγούρων που επέστρεψαν». «Η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης οφείλει να επιμείνει και να ελέγχει συνεχώς ότι οι κινεζικές αρχές σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ουιγούρων», τόνισε.

Ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Φόλκερ Τουρκ, δήλωσε την Πέμπτη ότι η απέλαση αποτελεί «καθαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». «Το γραφείο μου έχει ζητήσει επανειλημμένα από τις αρχές της Ταϊλάνδης να τηρήσουν τις διεθνείς τους υποχρεώσεις απέναντι σε αυτά τα άτομα που χρειάζονται προστασία», είπε. «Είναι βαθιά λυπηρό που επεστράφησαν με τη βία».

Παρότρυνε τις κινεζικές αρχές να αποκαλύψουν πού βρίσκονται οι Ουιγούροι.

Το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε ότι «διαφωνεί κατηγορηματικά» με την απόφαση της Ταϊλάνδης, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφρασε «βαθιά λύπη» για τις απελάσεις.

Μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης, φορτηγά με καλυμμένα παράθυρα αναχώρησαν από το κέντρο κράτησης μεταναστών της Μπανγκόκ προς το αεροδρόμιο. Η κινεζική πρεσβεία ανέφερε ότι οι άνδρες Ουιγούροι μεταφέρθηκαν στο Σιντζιάνγκ με ναυλωμένη πτήση.

Σε επιστολή στα Ουιγουρικά τον Ιανουάριο, οι κρατούμενοι απηύθυναν έκκληση στη διεθνή κοινότητα για βοήθεια. «Αν μας στείλουν πίσω στην Κίνα, δεν θα αντιμετωπίσουμε μόνο φυλάκιση, αλλά κινδυνεύουν και οι οικογένειες και οι φίλοι μας να μπουν στη φυλακή», έγραψαν. Ανέφεραν ότι 43 από αυτούς, που κρατούνταν στο Κέντρο Κράτησης Μεταναστών Σουάν Πλου, κλήθηκαν στις 8 Ιανουαρίου να υπογράψουν συναίνεση για «εθελοντικό επαναπατρισμό στην Κίνα». Όταν αρνήθηκαν, οι αρχές του κέντρου τούς φωτογράφισαν.

Οι ταϊλανδικές αρχές είχαν δώσει αντικρουόμενα μηνύματα, δηλώνοντας έναν μήνα νωρίτερα ότι δεν σχεδίαζαν να απελάσουν τους Ουιγούρους. Ωστόσο, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, Φουμθάμ Βετσαγιατσάι, επιβεβαίωσε την απέλαση στις 27 Φεβρουαρίου, λέγοντας ότι έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών ισχυρίστηκε ότι ο επαναπατρισμός στόχευε στην καταπολέμηση της «λαθρομετανάστευσης».

Η ακτιβίστρια Τζούλι Μίλσαπ από την οργάνωση No Business With Genocide κατηγόρησε το καθεστώς ότι προσπαθεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του. «Όπως οι ίδιοι οι Ουιγούροι έχουν εκφράσει την επιθυμία να μετεγκατασταθούν με ασφάλεια, τα ψέματα του κινεζικού καθεστώτος δεν προκαλούν έκπληξη, αλλά είναι απαράδεκτα και πρέπει να αντιμετωπιστούν με την πιο σκληρή καταδίκη από τη διεθνή κοινότητα», δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times.

Αμερικανοί νομοθέτες εκφράζουν ανησυχία για την «υπερ-πρεσβεία» της Κίνας στο Λονδίνο

Δύο υψηλόβαθμα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με το σχέδιο της Κίνας να κατασκευάσει μια νέα μεγάλη πρεσβεία στο Λονδίνο, σε επιστολή που έστειλαν στις 26 Φεβρουαρίου προς τον Βρετανό πρέσβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, Πίτερ Μάντελσον.

Ο βουλευτής Κρις Σμιθ (Ρ-Νιου Τζέρσεϊ), ανώτερο μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, και ο βουλευτής Τζον Μούλεναρ (Ρ-Μίσιγκαν), πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ), δήλωσαν ότι η έγκριση για την κατασκευή μιας «υπερ-πρεσβείας» στο χώρο του Royal Mint Court στο Λονδίνο θα αποτελούσε «αντιπαραγωγική και αδικαιολόγητη ανταμοιβή».

Οι δύο νομοθέτες ζήτησαν από τον Μάντελσον να μεταφέρει τις ανησυχίες τους στον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, ο οποίος έχει προγραμματίσει συνάντηση με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον στις 27 Φεβρουαρίου.

Το κινεζικό καθεστώς ανακοίνωσε πρώτη φορά το 2018 τα σχέδιά του για μια σχεδόν 65.000 τετραγωνικών μέτρων πρεσβεία στο Royal Mint Court, έναν ιστορικό χώρο κοντά στον Πύργο του Λονδίνου. Τα σχέδια αυτά έλαβαν ώθηση τον Ιανουάριο, όταν οι Βρετανοί υπουργοί Εξωτερικών και Εσωτερικών εξέφρασαν τη υποστήριξή τους στην πρόταση κατασκευής.

Εάν ολοκληρωθεί, η νέα κινεζική πρεσβεία θα είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από το σημερινό κτήριο που έχει στο Λονδίνου και σχεδόν διπλάσια από την κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον. Θα αποτελεί, επίσης, τη μεγαλύτερη διπλωματική αποστολή της Κίνας στην Ευρώπη.

Τα σχέδια του Πεκίνου έχουν προκαλέσει αντιδράσεις και στο βρετανικό κοινοβούλιο. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ στις 17 Φεβρουαρίου, ο Συντηρητικός βουλευτής Ίαν Ντάνκαν Σμιθ δήλωσε ότι η έγκριση του έργου θα αποτελούσε τη «μεγαλύτερη πράξη υποταγής στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου», χαρακτηρίζοντας «εφιάλτη» την υλοποίηση των κινεζικών σχεδίων.

Ο Σμιθ και ο Μούλεναρ έγραψαν στην επιστολή τους ότι η παραχώρηση ενός «τόσο σημαντικού διπλωματικού προπυργίου στο Ηνωμένο Βασίλειο» θα ενίσχυε τις προσπάθειες του κινεζικού καθεστώτος να εκφοβίζει και να παρενοχλεί Βρετανούς πολίτες, και αντιφρονούντες και αναλυτές της Ευρώπης που αντιτίθενται ή επικρίνουν την πολιτική του. «Οι διακρατικές κατασταλτικές επιχειρήσεις της Κίνας είναι καλά εδραιωμένες στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη», σημείωσαν στην επιστολή.

Τον Οκτώβριο του 2022, ο Μπομπ Τσαν, ένας διαδηλωτής υπέρ της δημοκρατίας από το Χονγκ Κονγκ, σύρθηκε κατά τη διάρκεια διαδήλωσης έξω από το Γενικό Προξενείο της Κίνας στο Μάντσεστερ μέσα στο προξενείο, όπου ξυλοκοπήθηκε από μέλη του προσωπικού. Μιλώντας στην Epoch Times τον Μάρτιο του 2023, ο Τσαν δήλωσε ότι νιώθει εξοργισμένος με τη συμπεριφορά των Κινέζων διπλωματών αλλά και «ανήμπορος να τους κάνει να λογοδοτήσουν».

Οι Αμερικανοί νομοθέτες ανέφεραν μια ακόμη περίπτωση διακρατικής καταστολής από το κινεζικό καθεστώς στο Σαν Φρανσίσκο, τον Νοέμβριο του 2023, όταν οργανώσεις που σχετίζονταν με κινεζικά προξενεία βοήθησαν στον συντονισμό ατόμων με στόχο την παρενόχληση των διαδηλωτών υπέρ της δημοκρατίας, που είχαν συγκεντρωθεί κατά την επίσκεψη του ηγέτη του ΚΚΚ, Σι Τζινπίνγκ, στη σύνοδο κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (Asia-Pacific Economic Cooperation-APEC).

Εκείνη την περίοδο, πολλοί από τους διαδηλωτές υπέρ της δημοκρατίας τραυματίστηκαν λόγω της βίας που άσκησαν υποστηρικτές του ΚΚΚ, γεγονός που ώθησε δύο οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να ζητήσουν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ να ερευνήσει για τις ομάδες του «Ενωμένου Μετώπου» του ΚΚΚ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το «Ενωμένο Μέτωπο» αποτελεί μια πολύπλευρη στρατηγική για την προώθηση της ατζέντας του κινεζικού καθεστώτος στο εξωτερικό.

Οι δύο νομοθέτες υπενθύμισαν στον Μάντελσον ότι η βρετανική κυβέρνηση «είναι πιθανώς πλήρως ενήμερη για τη συστηματική προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας να χειραγωγεί τις κοινωνικές και επιχειρηματικές ελίτ ώστε να προωθεί τους πολιτικούς και οικονομικούς του στόχους μέσω επιβλαβών επιχειρήσεων επιρροής».

Αμερικανικές και βρετανικές αρχές έχουν επίσης αποκαλύψει υποθέσεις κινεζικής κατασκοπείας τα τελευταία χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 2024, πρώην αξιωματούχος της CIA καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση, αφού κρίθηκε ένοχος για την παροχή διαβαθμισμένων πληροφοριών εθνικής άμυνας των ΗΠΑ στην Κίνα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένας ερευνητής του κοινοβουλίου και ένας ακόμη άνδρας κατηγορήθηκαν τον Απρίλιο του περασμένου έτους για κατασκοπεία υπέρ της Κίνας.

Το ιστορικό του ΚΚΚ σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και το Χονγκ Κονγκ αποτελεί έναν ακόμη λόγο για τον οποίο η βρετανική κυβέρνηση θα έπρεπε να επανεξετάσει την έγκριση της κατασκευής της τεράστιας πρεσβείας, ανέφεραν οι Σμιθ και Μούλεναρ στην επιστολή τους. Οι νομοθέτες αναφέρθηκαν στον Βρετανό πολίτη και πρώην μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Τζίμι Λάι, ο οποίος βρίσκεται φυλακισμένος στο Χονγκ Κονγκ από τον Δεκέμβριο του 2020.

«Γνωρίζουμε ότι ο πρωθυπουργός Στάρμερ έχει εκφράσει ανησυχία για τη φυλάκιση του Τζίμι Λάι και έχει υποσχεθεί να κάνει την απελευθέρωσή του ‘προτεραιότητα’ της βρετανικής κυβέρνησης. Τον παροτρύνουμε να χρησιμοποιήσει τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Τραμπ για να συντονίσουν τις προσπάθειές τους  για την άνευ όρων απελευθέρωση του Λάι», έγραψαν οι νομοθέτες.

Οι Σμιθ και Μούλεναρ δήλωσαν ότι θα ήταν «ευτυχείς να συζητήσουν» τις ανησυχίες τους απευθείας με τον Μάντελσον.

Των Frank Fang και Eva Fu

Η Τεχεράνη απορρίπτει την πολιτική μέγιστης πίεσης του Τραμπ κατά την επίσκεψη του Ρώσου Λαβρόφ

Το Ιράν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να πραγματοποιήσει απευθείας συνομιλίες με την Ουάσιγκτον για όσο διάστημα η πολιτική της τελευταίας να ασκεί την «μέγιστη πίεση» στο Ιράν —που αναβίωσε πρόσφατα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ— παραμένει σε ισχύ.

«Η στάση του Ιράν στις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά είναι ξεκάθαρη», δήλωσε ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αράγκτσι σε κοινή συνέντευξη Τύπου στην ιρανική πρωτεύουσα Τεχεράνη με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ στις 25 Φεβρουαρίου.

«Δεν θα διαπραγματευτούμε υπό πίεση, απειλή ή κυρώσεις», είπε ο Αράγκτσι σε δηλώσεις που ανέφερε το Πρακτορείο Ειδήσεων της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

Ως εκ τούτου, δεν θα υπάρχει δυνατότητα άμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ μας και των Ηνωμένων Πολιτειών για το πυρηνικό ζήτημα, εφόσον ασκείται ‘μέγιστη πίεση’ στην τρέχουσα μορφή της».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν στις 24 Φεβρουαρίου νέο γύρο κυρώσεων στην πετρελαϊκή βιομηχανία του Ιράν, την κύρια πηγή εσόδων της χώρας.

Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Τραμπ αναβίωσε την προσέγγισή του για «μέγιστη πίεση» στο Ιράν, την οποία είχε εφαρμόσει σε μεγάλο μέρος της πρώτης του θητείας. Η πολιτική συνεπάγεται μια σειρά μέτρων που στοχεύουν στη μείωση των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου στο μηδέν, με στόχο να σταματήσει το Ιράν από την απόκτηση πυρηνικών όπλων.

«Είναι πολύ απλό. Το Ιράν δεν μπορεί να έχει πυρηνικό όπλο», είπε ο Τραμπ στις 4 Φεβρουαρίου μετά την υπογραφή ενός προεδρικού μνημονίου που επιβάλλει εκ νέου την πολιτική «μέγιστης πίεσης».

Ωστόσο, ο Τραμπ είπε ότι ήταν ακόμα ανοιχτός σε συνομιλίες με την Τεχεράνη, εκφράζοντας την προθυμία του να συναντηθεί με τον Ιρανό πρόεδρο Μασούντ Πεζεσκιάν.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από μια συμφωνία του 2015 που είχε ως στόχο τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων.

Μετά την αποχώρηση από τη συμφωνία για το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης (JCPOA), ο Τραμπ επέβαλε εκ νέου κυρώσεις στο Ιράν, καταφέρνοντας ένα νέο πλήγμα στην οικονομία της χώρας.

Μαζί με το Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το JCPOA υπέγραψαν αρχικά η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία.

Μιλώντας μαζί με τον Λαβρόφ στην Τεχεράνη, ο Αράγκτσι είπε ότι το Ιράν θα «συντονίσει» τη θέση του για τις μελλοντικές πυρηνικές συνομιλίες με τους «φίλους του στη Ρωσία και την Κίνα».

Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, προκαλώντας την οργή των περισσότερων δυτικών πρωτευουσών, πλησιάζει όλο και περισσότερο το Ιράν και την Κίνα.

Στα μέσα Ιανουαρίου, η Μόσχα και η Τεχεράνη υπέγραψαν 20ετή συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης.

Αν και η συμφωνία δεν περιλαμβάνει ρήτρα αμοιβαίας άμυνας, ζητά από τα δύο μέρη να εργαστούν παράλληλα για να αντιμετωπίσουν τις αντιληπτές εξωτερικές στρατιωτικές απειλές.

Ο απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή Στηβ Βίτκοφ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικ Γουόλτς, ο Ρώσος σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής Γιούρι Ουσάκοφ και ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ συναντώνται στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, στις 18 Φεβρουαρίου 2025. (Έβελιν Χόκσταϊν/Pool/AFP μέσω Getty Images)

 

Λαβρόφ: Υπάρχει ακόμα περιθώριο για διπλωματία

Μιλώντας στην Τεχεράνη, ο Λαβρόφ δεν απέκλεισε μια διπλωματική λύση στο ζήτημα της JCPOA, λέγοντας ότι αυτός και ο Αράγκτσι είχαν μιλήσει «εκτενώς» για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι διπλωματικοί πόροι δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί και δεν πρέπει να αγνοηθούν», είπε ο Λαβρόφ στους δημοσιογράφους.

«Πρέπει να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, χωρίς απειλές ή υπαινιγμούς για στρατιωτικές λύσεις», είπε, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Ο Λαβρόφ τόνισε επίσης ότι η Μόσχα και η Τεχεράνη παραμένουν προσηλωμένες «στη συνέχιση των προσπαθειών για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων για την έξοδο από την τρέχουσα κατάσταση».

Στη συνέντευξη Τύπου, ο Λαβρόφ είπε επίσης ότι ενημέρωσε Ιρανούς αξιωματούχους για την έκβαση των συνομιλιών Ρωσίας-ΗΠΑ που πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, Ριάντ, στις 18 Φεβρουαρίου.

«Μοιράστηκα τις εκτιμήσεις μας για τις πρόσφατες επαφές με τους Αμερικανούς συναδέλφους μας, συμπεριλαμβανομένου αυτού του θέματος», είπε, αναφερόμενος στο JCPOA και στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Στις 18 Φεβρουαρίου, κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ρωσίας —συμπεριλαμβανομένου του Λαβρόφ και του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο— είχαν μεγάλης διάρκειας συζητήσεις στη Σαουδική Αραβία.

Οι συνομιλίες αφιερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην εξεύρεση τρόπου τερματισμού του τριετούς πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, και χαρακτηρίστηκαν και από τις δύο πλευρές ως παραγωγικές.

Μιλώντας στην Τεχεράνη, ο Λαβρόφ είπε ότι αυτός και ο Ιρανός ομόλογός του «άγγιξαν επίσης την κατάσταση στην Ουκρανία».

Ευχαρίστησε επίσης το Ιράν για αυτό που περιέγραψε ως «ουδέτερη θέση» σχετικά με τη σύγκρουση — μια θέση που απέδωσε στην «κατανόηση της Τεχεράνης για τα βαθύτερα αίτια της κρίσης».

Της μονοήμερης επίσκεψης του Λαβρόφ στην ιρανική πρωτεύουσα είχε προηγηθεί ένα παρόμοιο ταξίδι στην Τουρκία και ακολούθησε επίσκεψη στο Κατάρ στις 26 Φεβρουαρίου.

του Adam Morrow

Με πληροφορίες από το Reuters 

ΗΠΑ: Απειλεί με κυρώσεις την Ταϊλάνδη αν απελάσει Ουιγούρους στην Κίνα

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Νομοθέτες και από τα δύο κόμματα της Επιτροπής της Βουλής για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας εκφράζουν έντονη ανησυχία για τη μοίρα 48 Ουιγούρων που κρατούνται στην Ταϊλάνδη για περισσότερο από μία δεκαετία, προειδοποιώντας τις αρχές να μην τους στείλουν πίσω στην Κίνα, λόγω των άμεσων κινδύνων που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν.

«Οι αναφορές ότι οι αρχές της Ταϊλάνδης σχεδιάζουν να απελάσουν 48 Ουιγούρους πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τη στιγμή που τρίτες χώρες είναι πρόθυμες να τους αναλάβουν, μας προκαλούν βαθιά ανησυχία», δήλωσαν στις 25 Φεβρουαρίου στην Epoch Times οι Τζον Μούλεναρ (Ρ-Μίσιγκαν) και Ράτζα Κρισναμούρτι (Δ-Ιλινόι), πρόεδρος και επικεφαλής μέλος της Επιτροπής. Ανέφεραν ότι μια τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε σαφή παραβίαση των διεθνών κανόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

«Αυτά τα άτομα διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο φυλάκισης, βασανιστηρίων ή θανάτου εάν επιστρέψουν σε ένα καθεστώς που συστηματικά διώκει τους Ουιγούρους με μαζικούς εγκλεισμούς, καταναγκαστική εργασία και άλλες σοβαρές καταπατήσεις [ανθρωπίνων δικαιωμάτων]», δήλωσαν οι δύο νομοθέτες, καλώντας την κυβέρνηση της Ταϊλάνδης να «σταματήσει αμέσως αυτές τις απελάσεις και να επιτρέψει στους Ουιγούρους να επανεγκατασταθούν σε χώρες όπου θα είναι ελεύθεροι από διώξεις».

Οι 48 Ουιγούροι ανήκαν σε μία ομάδα 300 ατόμων περίπου που διέφυγαν από την Κίνα και συνελήφθησαν από τις ταϊλανδικές αρχές κοντά στα σύνορα με τη Μαλαισία, το 2014. Την επόμενη χρονιά, η Ταϊλάνδη απέλασε περισσότερους από 100 στην Κίνα και έστειλε μια άλλη ομάδα, κυρίως γυναίκες και παιδιά, στην Τουρκία. Από τους υπόλοιπους 53, πέντε πέθαναν ενώ κρατούνταν από την υπηρεσία μετανάστευσης, προσπαθώντας να αποκτήσουν καθεστώς πρόσφυγα – ανάμεσά τους δύο παιδιά.

Οι Ουιγούροι και άλλες μουσουλμανικές μειονότητες της επαρχία Σιντζιάνγκ, στη βορειοδυτική Κίνα, αντιμετωπίζουν αυξημένη καταστολή, με ένα εκατομμύριο άτομα κατ’ εκτίμηση να κρατούνται σε στρατόπεδα αναμόρφωσης. Το κινεζικό καθεστώς ισχυρίζεται ότι η εκστρατεία αυτή στοχεύει στην καταπολέμηση του εξτρεμισμού. Πρώην κρατούμενοι έχουν περιγράψει σεξουαλικές κακοποιήσεις, ηλεκτροσόκ και άλλα βασανιστήρια. Το 2021, οι Ηνωμένες Πολιτείες χαρακτήρισαν τις κινεζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σιντζιάνγκ ως γενοκτονία και θέσπισαν νόμο που απαγορεύει τις εισαγωγές από την περιοχή λόγω ανησυχιών για καταναγκαστική εργασία.

Τον Ιανουάριο, οι ταϊλανδικές αρχές μετανάστευσης ζήτησαν από τους κρατουμένους να υπογράψουν εθελοντικά έγγραφα απέλασης και εκείνοι αρνήθηκαν. Οι φόβοι για την πιθανή επιστροφή τους έχουν ενταθεί. Εκπρόσωπος της Επιτροπής της Βουλής για την Κίνα δήλωσε ότι η απέλαση μπορεί να γίνει σε δύο ημέρες.

Οι νομοθέτες προειδοποίησαν τις ταϊλανδικές αρχές να μην προχωρήσουν σε αυτήν την ενέργεια. «Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊλάνδης και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξετάσουν όλα τα διαθέσιμα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων, για να καταστήσουν υπόλογους όσους διευκολύνουν τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα», ανέφεραν. Πρόσθεσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «παραμένουν ακλόνητες στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Ουιγούρων και θεωρούν συνυπεύθυνους όσους συμβάλλουν στη δίωξή τους».

Το τακτικό μέλος της Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και του ΚΚΚ Ράτζα Κρισναμούρτι (D-Ill.) και ο πρόεδρος της επιτροπής Τζον Μούλεναρ (R-Mich.) μιλούν στο American Enterprise Institute. Ουάσιγκτον, 25 Σεπτεμβρίου 2024. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)

 

Η Επιτροπή ήταν ο τελευταίος φορέας από το Κογκρέσο των ΗΠΑ και τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξέφρασε ανησυχίες για το ζήτημα. Στις 24 Φεβρουαρίου, οι επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας και αρκετά μέλη της χαρακτήρισαν τις αναφορές για την επικείμενη απέλαση της ομάδας «βαθιά ανησυχητικές».

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προτείνει πρακτικές λύσεις για την επίλυση αυτού του ζητήματος με τρόπο που να διατηρεί τη δέσμευσή μας στα διεθνώς αναγνωρισμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Προτρέπουμε τους Ταϊλανδούς ηγέτες να συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντί να λάβουν αυτό το εσφαλμένο μέτρο», ανέφεραν σε δήλωσή τους.

Οι Μούλεναρ και Κρισναμούρτι συμφώνησαν, προτρέποντας τους Ταϊλανδούς αξιωματούχους να βρουν μια «ανθρώπινη και νόμιμη λύση για αυτούς τους πρόσφυγες». Ο τρόπος που μεταχειρίζεται η Ταϊλάνδη τους Ουιγούρους κρατούμενους ενδέχεται να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, δήλωσαν ειδικοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα του ΟΗΕ, τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με αναφορά τους, σχεδόν οι μισοί κρατούμενοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως διαβήτη, νεφρική δυσλειτουργία, παράλυση στα κάτω άκρα, δερματικές ασθένειες, γαστρεντερικές παθήσεις και καρδιοπνευμονικά προβλήματα. Οι ειδικοί κάλεσαν την Ταϊλάνδη να διασφαλίσει ότι οι κρατούμενοι θα λάβουν κατάλληλη ιατρική περίθαλψη και νομική βοήθεια.

Η εξαναγκαστική επιστροφή Κινέζων υπηκόων είναι ένα επίμονο παγκόσμιο ζήτημα, με τις κινεζικές αρχές να υπερηφανεύονται ότι έχουν επαναπατρίσει δεκάδες χιλιάδες άτομα. Η Epoch Times γνωρίζει επίσης πολλές περιπτώσεις Κινέζων προσφύγων που ανήκουν στη διωκόμενη στην Κίνα πνευματική πειθαρχία Φάλουν Γκονγκ, οι οποίοι αντιμετωπίζουν άμεση απέλαση από την Ταϊλάνδη λόγω της κινεζικής πίεσης.

Η Λόρα Χαρθ, διευθύντρια εκστρατείας της ομάδας υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Safeguard Defenders, δήλωσε ότι θεωρεί την περίπτωση των Ουιγούρων της Ταϊλάνδης «δραματική». «Δέκα χρόνια κράτησης υπό την απειλή μιας επικείμενης απέλασης […] Η ανησυχία προφανώς δεν θα μπορούσε να είναι σοβαρότερη», δήλωσε η Χαρθ στην Epoch Times. «Εάν αυτά τα 48 άτομα επιστρέψουν, μεταξύ άλλων κινδύνων αντιμετωπίζουν απαγωγή, αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και άλλες απάνθρωπες και εξευτελιστικές καταστάσεις.»

Το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, σε μια έκθεση του Αυγούστου του 2022, κάλεσε τα κράτη να μην στέλνουν πίσω στην Κίνα τους Ουιγούρους που έχουν διαφύγει από τη χώρα. Η Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων τον περασμένο Ιούλιο καταδίκασε την απόφαση του Μαρόκου να απελάσει έναν Ουιγούρο ακτιβιστή τον οποίο αναζητούσε το Πεκίνο. Ο άνδρας, ο οποίος απελευθερώθηκε τον Φεβρουάριο, έφτασε τελικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Χαρθ κάλεσε τις αρχές της Ταϊλάνδης να «επανεξετάσουν επειγόντως την απόφασή τους» και να τηρήσουν τις διεθνείς δεσμεύσεις τους για την προστασία μιας ομάδας που, όπως είπε, «έχει ήδη περάσει πάρα πολλά».

Αντιδράσεις για τις δηλώσεις γερουσιαστή σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών στο Ιράν

Αυστραλή ακαδημαϊκός που πέρασε 804 ημέρες φυλακισμένη στο Ιράν επέκρινε τη γερουσιαστή Φατίμα Πέιμαν, η οποία χαρακτήρισε το Ιράν «υπέροχο μέρος» για τις γυναίκες.

Η Πέιμαν, πρώην μέλος του Εργατικού Κόμματος και γερουσιαστής της Δυτικής Αυστραλίας, συμμετείχε σε εκδήλωση στο Σίδνεϊ που φέρεται να είχε στόχο να αντικρούσει τους δυτικούς ισχυρισμούς για τη διακυβέρνηση του Ιράν. Σε βίντεο από την εκδήλωση, η γερουσιαστής ανέφερε ότι η κατάσταση των γυναικών στο Ιράν είναι θετική, χαρακτηρίζοντας τις αντίθετες πληροφορίες ως προπαγάνδα. Σύμφωνα με την ίδια, το Ιράν επιτρέπει στις γυναίκες να εργάζονται και να συμμετέχουν στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Οι δηλώσεις της προκάλεσαν την αντίδραση της Κάιλι Μουρ-Γκίλμπερτ, πρώην λέκτορα Ισλαμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, η οποία είχε φυλακιστεί στο Ιράν για πάνω από δύο χρόνια με την κατηγορία της κατασκοπείας. Μέσω των κοινωνικών δικτύων, απάντησε στη γερουσιαστή ότι το Ιράν δεν διαθέτει «δημοκρατικές διαδικασίες» και ότι οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά. Υπενθύμισε, επίσης, ότι η Πέιμαν είχε παραστεί σε έρευνα της Γερουσίας σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν πριν από δύο χρόνια.

Η Μουρ-Γκίλμπερτ κατηγόρησε την Πέιμαν και για συνέντευξη που έδωσε στο Press TV, χαρακτηρίζοντάς το ως «προπαγανδιστικό όργανο της Ισλαμικής Δημοκρατίας», και υπενθύμισε ότι το συγκεκριμένο κανάλι έχει απαγορευτεί σε ορισμένες δυτικές χώρες. Τόνισε την ειρωνεία του γεγονότος ότι η Πέιμαν, η οποία είναι πρόσφυγας από το Αφγανιστάν και γνωρίζει τις διακρίσεις κατά των γυναικών εκεί, αρνείται τις αντίστοιχες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο Ιράν. Αναρωτήθηκε, επίσης, ποιο θα μπορούσε να είναι το όφελος από την υιοθέτηση μιας τόσο θετικής προς το ιρανικό καθεστώς στάσης .

Κάιλι Μουρ-Γκίλμπερτ. (AAP Image/Παροχή από το Υπουργείο Εξωτερικών και Εμπορίου)

 

Σφοδρή ήταν και η αντίδραση της Βρετανό-Ιρανής δικηγόρου και ακτιβίστριας Ελίσια Λε Μπον, η οποία συνέκρινε τις δηλώσεις της Πέιμαν με τον ισχυρισμό ότι η ναζιστική Γερμανία αντιμετώπιζε ευνοϊκά τις γυναίκες, επειδή τους επέτρεπε να συμμετέχουν στο καθεστώς. Σύμφωνα με την ίδια, ο ρόλος των γυναικών στην Ιρανική Επαναστατική Φρουρά (Islamic Revolutionary Guard Corps – IRGC) αφορά την επιβολή της υποχρεωτικής μαντίλας, με στόχο τη σύλληψη και την τιμωρία όσων δεν συμμορφώνονται.

Η Λε Μπον τόνισε ότι στο Ιράν δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία, καθώς το σύστημα Βελαγιάτ-ι Φακίχ δίνει απόλυτη εξουσία στον Ανώτατο Ηγέτη., και αναρωτήθηκε γιατί – αν οι συνθήκες για τις γυναίκες στο Ιράν είναι τόσο ευνοϊκές – γιατί οι ίδιες οι Ιρανές αγωνίζονται για την ανατροπή του καθεστώτος.

Επιδείνωση της κατάστασης

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Ιράν (Center for Human Rights in Iran – CHRI), η ενδοοικογενειακή βία και τα «εγκλήματα τιμής» στη χώρα αυξάνονται ραγδαία. Ο εκτελεστικός διευθυντής του οργανισμού, Χαντί Γκάεμι, επεσήμανε ότι το ιρανικό κράτος δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη αυτών των εγκλημάτων και ότι η δικαστική εξουσία της χώρας συχνά δεν επιβάλλει επαρκείς ή και καθόλου ποινές στους δράστες.

Η συζήτηση για τα δικαιώματα των γυναικών στο Ιράν αναζωπυρώθηκε το 2022, μετά τον θάνατο της 22χρονης Μαχσά Αμινί, η οποία συνελήφθη από την αστυνομία ηθών και πέθανε υπό κράτηση, επειδή δεν φορούσε σωστά τη μαντίλα της. Ο θάνατός της πυροδότησε εκτεταμένες διαδηλώσεις, με γυναίκες να διαμαρτύρονται δημόσια, ακόμη και αφαιρώντας τα ρούχα τους.

Το 2024, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ ανέφεραν ότι οι διαδηλώσεις στο Ιράν προκάλεσαν τουλάχιστον 551 θανάτους, εκ των οποίων 49 γυναικών και 68 παιδιών.

Το γραφείο της γερουσιαστή Πέιμαν κλήθηκε να σχολιάσει τις δηλώσεις της.

Της Crystal-Rose Jones

Η ηγεσία της Συρίας μετά τον Άσαντ πραγματοποιεί Σύνοδο Εθνικού Διαλόγου στη Δαμασκό

Η ηγεσία της Συρίας μετά τον Άσαντ συγκάλεσε μια σύνοδο «εθνικού διαλόγου» στη Δαμασκό στις 25 Φεβρουαρίου, στην οποία λέγεται ότι συμμετείχαν εκατοντάδες άνθρωποι από όλη τη χώρα.

«Η Συρία απελευθερώθηκε μόνη της και της ταιριάζει να οικοδομηθεί μόνη της», είπε ο προσωρινός επικεφαλής Αχμέντ αλ-Σαράα στην εναρκτήρια ομιλία του.

«Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια εξαιρετική, ιστορική, και σπάνια ευκαιρία. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε κάθε στιγμή για να υπηρετήσουμε τα συμφέροντα του λαού μας και της χώρας μας».

Σύμφωνα με τους διοργανωτές, η μονοήμερη εκδήλωση στοχεύει στη χάραξη του πολιτικού μέλλοντος της Συρίας δυόμισι μήνες μετά την κατάρρευση του μακροχρόνιου καθεστώτος του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ που έγινε δυνατή από επίθεση ανταρτών που υποστηρίζει η Τουρκία.

Οι παρευρισκόμενοι αναμένεται ότι συζήτησαν συστάσεις για ένα νέο εθνικό οικονομικό πλαίσιο και τα σχέδια της μεταβατικής κυβέρνησης για θεσμική μεταρρύθμιση.

Σε προηγούμενες παρατηρήσεις, ο αλ-Σαράα είχε πει ότι η σύνοδος κορυφής θα δώσει μια τελική δήλωση στην οποία θα μπορούσε τελικά να βασιστεί μια συνταγματική διακήρυξη.

Ο Χασάν αλ-Ντουγκαΐμ, εκπρόσωπος της προπαρασκευαστικής επιτροπής της συνόδου κορυφής, είπε ότι οι συστάσεις της διάσκεψης θα εξεταστούν από μια επερχόμενη μεταβατική κυβέρνηση που θα αναλάβει εξουσία την 1η Μαρτίου.

Μια ημέρα πριν από τη διάσκεψη, αξιωματούχοι δήλωσαν ότι εκατοντάδες άνθρωποι από όλη τη Συρία είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν σε αυτό που ο αλ-Ντουγκαΐμ χαιρέτισε ως «ιστορικό γεγονός».

Τον περασμένο Δεκέμβριο, το καθεστώς Άσαντ, που διοικούσε για πολλά χρόνια την χώρα, ανατράπηκε από μια επίθεση ανταρτών που υποστηρίζονταν από την Τουρκία υπό την ηγεσία της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), μιας τρομοκρατικής ομάδας με παλιότερες διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα.

Στα τέλη του περασμένου μήνα, οι διοικητές των ανταρτών συναντήθηκαν στη Δαμασκό, όπου ο αρχηγός του HTS αλ-Σαράα (παλιότερα γνωστός ως Μοχάμεντ αλ-Γκολάνι) ανακηρύχθηκε προσωρινός αρχηγός για μια απροσδιόριστη «μεταβατική φάση».

Το κοινοβούλιο της Συρίας διαλύθηκε επίσης, το σύνταγμά της από την εποχή του Άσαντ καταργήθηκε, και ο αλ-Σαράα εξουσιοδοτήθηκε να σχηματίσει ένα προσωρινό νομοθετικό συμβούλιο.

Στην πρώτη δημόσια ομιλία του ως επικεφαλής στις 30 Ιανουαρίου, ο αλ-Σαράα, 43 ετών, δεσμεύτηκε να συγκαλέσει μια σύνοδο εθνικού διαλόγου για να ακούσει «διαφορετικές απόψεις για το μελλοντικό πολιτικό μας πρόγραμμα».

Σε τηλεοπτικά σχόλια λίγο αργότερα, είπε ότι η σύνοδος κορυφής θα αντιμετωπίσει τα περισσότερο επείγοντα προβλήματα της χώρας και θα παράγει ένα τελικό έγγραφο στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί μια «συνταγματική διακήρυξη».

Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στις αρχές Δεκεμβρίου, ο αλ-Σαράα είχε αρχικά δηλώσει ότι η διαμόρφωση ενός νέου συντάγματος θα μπορούσε να διαρκέσει έως και τρία χρόνια.

Δυνάμεις των ΗΠΑ στη βορειοανατολική πόλη Καμισλί, που ελέγχεται κυρίως από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις υπό την ηγεσία των Κούρδων, στην επαρχία Χασάκα της Συρίας, στις 9 Ιανουαρίου 2025. (Delil Souleiman/AFP μέσω Getty Images)

 

Ομάδες καλούνται σε αφοπλισμό

Σύμφωνα με τον αλ-Ντουγκαΐμ, τον εκπρόσωπο της επιτροπής, από 400 έως 1.000 άτομα από όλη τη Συρία επρόκειτο να παρευρεθούν στη σύνοδο εθνικού διαλόγου.

Στα μέσα Φεβρουαρίου, η επιτροπή δήλωσε ότι οι ένοπλες ομάδες που αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα τους και να υποταχθούν στην αρχή της διοίκησης υπό την ηγεσία του HTS δεν θα προσκληθούν στην εκδήλωση.

«Όποιος δεν καταθέσει τα όπλα… δεν θα έχει κανένα ρόλο στον εθνικό διάλογο», είπε ο αλ-Ντουγκαΐμ στους δημοσιογράφους τότε.

Τις ημέρες πριν από τη σύνοδο, η προπαρασκευαστική επιτροπή πραγματοποίησε συναντήσεις και στις 14 επαρχίες της Συρίας για να αποφασίσει ποιος θα προσκληθεί να συμμετάσχει.

Η επταμελής επιτροπή φέρεται να περιλαμβάνει πέντε άτομα που είτε είναι μέλη του HTS είτε είναι γνωστό ότι είναι κοντά στην ομάδα. Δεν περιλαμβάνει Αλαουίτες —την ομάδα από την οποία προέρχεται η οικογένεια Άσαντ— ή μέλη της μεγάλης κοινότητας των Δρούζων της Συρίας.

Οι Δρούζοι και οι Αλαουίτες είναι από τις σημαντικότερες θρησκευτικές μειονότητες της χώρας.

Ο Σεΐχης Χικμάτ αλ-Χατζρί, πνευματικός ηγέτης της κοινότητας των Δρούζων της Συρίας, αμφισβήτησε την ικανότητα της διοίκησης υπό την ηγεσία του HTS να διαχειρίζεται τη χώρα ή να επιλύει τα μυριάδες προβλήματά της.

«Σεβόμαστε όλες τις απόψεις», είπε ο αλ-Χατζρί σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Reuters. «Αλλά δεν έχουμε δει την ικανότητα να καθοδηγήσουν τη χώρα ή να διαμορφώσουν ένα κράτος με τον σωστό τρόπο.»

«Συμβιώνουμε με αυτό, ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα οργανωθούν ή ότι κάτι νέο θα συμβεί μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου».

Ούτε κάποιος από την αυτόνομη περιοχή της Συρίας υπό την ηγεσία των Κούρδων, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της χώρας, ή από τις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) προσκλήθηκε να παραστεί στη σύνοδο, είπαν στο Reuters αξιωματούχοι και από τις δύο ομάδες.

Σε προηγούμενες δηλώσεις, η διοίκηση υπό την ηγεσία του HTS ζήτησε την ενσωμάτωση των μελών των SDF στον ανασυσταθέντα εθνικό στρατό της Συρίας.

Οπλισμένος, υποστηριζόμενος και εκπαιδευμένος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο SDF υπό την ηγεσία των Κούρδων δημιουργήθηκε το 2015.

Συνεργάζεται στενά με περίπου 2.000 στρατιώτες των ΗΠΑ που εξακολουθούν να βρίσκονται στη βορειοανατολική Συρία ως μέρος ενός διεθνούς συνασπισμού που έχει ως αποστολή την καταπολέμηση της τρομοκρατικής ομάδας ISIS.

του Άντριου Μόροου

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Ο Καναδάς χρησιμοποιεί «έντονη» διπλωματία εν μέσω γεωπολιτικών ανακατατάξεων που εκκινούν οι ΗΠΑ: Υπουργός Εξωτερικών

Η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά Μέλανι Τζόλυ λέει ότι ο Καναδάς εντείνει τις διπλωματικές του προσπάθειες με άλλες χώρες εν όψει της αλλαγής της θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών για τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.

«Είμαι υπουργός Εξωτερικών εδώ και τρεισήμισι χρόνια και η κατάσταση δεν ήταν ποτέ τόσο έντονη, όσον αφορά τη διπλωματική δραστηριότητα τουλάχιστον», είπε η Τζόλυ κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συνέντευξης Τύπου στις 24 Φεβρουαρίου, από το Ηνωμένο Βασίλειο όπου βρισκόταν σε διήμερη επίσκεψη.

Εκείνη την ημέρα οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταψηφίσει ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών που καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ζητεί ειρηνική επίλυση, κάτι που προκάλεσε την ανησυχία της Καναδής υπουργού. Η Ουάσιγκτον είχε υποστηρίξει ένα παρόμοιο ψήφισμα πέρυσι υπό την προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Στις 21 Φεβρουαρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέβαλαν ξεχωριστό σχέδιο ψηφίσματος , το οποίο καλεί για «ταχύ τερματισμό της σύγκρουσης και προτρέπει περαιτέρω για μια διαρκή ειρήνη μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας», χωρίς να καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει εντείνει τις διπλωματικές προσπάθειες για τον τερματισμό της σύγκρουσης, όπως είχε δεσμευτεί να κάνει στην προεκλογική του εκστρατεία – ωστόσο, χρησιμοποιεί μεθόδους που παρακάμπτουν την Ουκρανία και τους Ευρωπαίους συμμάχους.

Ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ρωσίας έχουν αυξήσει τη διπλωματική δραστηριότητα πρόσφατα, συμπεριλαμβανομένης μίας συνάντησης την περασμένη εβδομάδα μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο και του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στη Σαουδική Αραβία.

«Η αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ στις διεθνείς σχέσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά την Ουκρανία, επηρεάζει τις σχέσεις τους με πολλές χώρες», είπε η Τζόλυ, προσθέτοντας ότι καθώς ο κόσμος γίνεται «πολύ πιο επικίνδυνος και περίπλοκος», ορισμένες χώρες που δεν είναι τυπικά σύμμαχοι έχουν αρχίσει να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη «δημιουργία νέων συνασπισμών». Η υπουργός ανέφερε ότι συναντήθηκε με εκπροσώπους χωρών όπως η Νότια Αφρική, η Σαουδική Αραβία, η Ινδία, καθώς «και με άλλων χωρών, με τις οποίες πρέπει να έχουμε μια λειτουργική σχέση».

Όσον αφορά τις σχέσεις του Καναδά με την Ινδία, είναι αρκετά τεταμένες επί του παρόντος, αφότου η Οτάβα κατηγόρησε πέρυσι Ινδούς διπλωμάτες ότι συνδέονται με βίαιη εγκληματική δραστηριότητα στον Καναδά. Η Ινδία αρνήθηκε τους ισχυρισμούς.

Η ενίσχυση των δεσμών ασφαλείας με το Ηνωμένο Βασίλειο και τους Ευρωπαίους συμμάχους είναι επίσης κάτι που θα επιδιώξει ο Καναδάς.

«Πρέπει να είμαστε κοντά στο Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, και αυτό είναι σίγουρα μέρος των συνομιλιών — το να μπορούμε να έχουμε μια ισχυρή συνεργασία ασφάλειας και πληροφοριών μεταξύ του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου», είπε η υπουργός Εξωτερικών.

Ο Καναδάς είναι εισαγωγέας πληροφοριών ασφαλείας, όπως είπε ο Καναδός υπουργός Οικονομικών Ντομινίκ ΛεΜπλανκ στην Επιτροπή Εξωτερικών Παρεμβάσεων στις αρχές του περασμένου έτους, όταν ήταν υπεύθυνος για το χαρτοφυλάκιο δημοσίας ασφαλείας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο κυριότερος πάροχος πληροφοριών ασφαλείας στην ένωση διαμοιρασμού πληροφοριών Five Eyes, η οποία περιλαμβάνει επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

Η αλλαγή της στάσης της Ουάσιγκτον στο ζήτημα της Ουκρανίας εξηγήθηκε από τον υπουργό Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, Πιτ Χέγκσεθ, στις Βρυξέλλες στις 12 Φεβρουαρίου, στην εναρκτήρια ομιλία στην 26η συνεδρίαση της Ομάδας Επικοινωνίας για την Άμυνα της Ουκρανίας, ο οποίος αναφέρθηκε «στις σκληρές στρατηγικές καταστάσεις» που εμποδίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στην υπεράσπιση της Ευρώπης και κάλεσε τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να ηγηθούν της ασφάλειας της περιοχής. Σημείωσε ότι η αλλαγή της θέσης της κυβέρνησης Τραμπ για την Ουκρανία είναι μέρος της ευρύτερης εστίασης των ΗΠΑ στην αντιμετώπιση των αυξανόμενων απειλών από την Κίνα.

«Πρέπει να επικεντρωθούμε στην ασφάλεια των δικών μας συνόρων, και το πράττουμε.[…] Η πρόθεση και η δυνατότητα της Κίνας να απειλήσει την πατρίδα μας και τα βασικά εθνικά μας συμφέροντα στον Ινδο-Ειρηνικό, αναγκάζει τις ΗΠΑ να δώσουν προτεραιότητα στην αποτροπή του πολέμου με την Κίνα στον Ειρηνικό», δήλωσε ο Χέγκσεθ.

Ο Καναδάς εξακολουθεί να προσφέρει την υποστήριξή του στην Ουκρανία, με τον πρωθυπουργό Τζάστιν Τρυντό να επισκέπτεται το Κίεβο αυτή την εβδομάδα για να συμμετάσχει σε μια σύνοδο κορυφής με Ευρωπαίους επικεφαλής, για την μνήμη της τρίτης επετείου της εισβολής της Ρωσίας. Ο Τρυντό ανακοίνωσε την προσφορά πρόσθετης στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία στη σύνοδο κορυφής, χωρίς να αποκλείει την πιθανότητα αποστολής καναδικών στρατευμάτων σε μελλοντικές ειρηνευτικές αποστολές.

Του Άντριου Τσεν

Η στρατηγική Τραμπ: Ανατροπή ισορροπιών σε Ουκρανία, Γάζα και Ευρώπη

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο πολιτικό προσκήνιο των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ήδη αρχίσει να αναδιαμορφώνει το παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό. Με μια προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από σκληρές διαπραγματεύσεις, οικονομικό ρεαλισμό και σαφείς προτεραιότητες, ο Αμερικανός πρόεδρος φέρνει αλλαγές που επηρεάζουν την Ευρώπη, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.

Ουκρανία: Προς συμφωνία ή εγκατάλειψη;

Η Ουκρανία αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες της νέας εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ. Σε αντίθεση με την προηγούμενη αμερικανική διοίκηση, που διατηρούσε ανοιχτή τη ροή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς το Κίεβο, ο Τραμπ δείχνει διάθεση να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της Ουάσινγκτον. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η αμερικανική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο διακοπής της αδιάλειπτης υποστήριξης προς την Ουκρανία, θέτοντας το Κίεβο μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα: ή θα βρεθεί μια πολιτική λύση ή ο πόλεμος θα εξελιχθεί σε μια καταστροφική ήττα.

Η διαχείριση του Ζελένσκι από τον Τραμπ είναι ξεκάθαρη: ζητά λογοδοσία για τα τεράστια ποσά που έχουν δαπανηθεί και απαιτεί ανταλλάγματα, όπως η παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης σπάνιων γαιών προς όφελος των ΗΠΑ. Παράλληλα, οι συζητήσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας φαίνεται να εντατικοποιούνται, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας που θα μπορούσε να αλλάξει τη δυναμική της σύγκρουσης.

Η Μέση Ανατολή και το παλαιστινιακό ζήτημα

Στον πυρήνα της νέας στρατηγικής του Τραμπ βρίσκεται η ανάγκη για σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, όχι όμως με όρους παραδοσιακής διπλωματίας, αλλά με την επιβολή σκληρών επιλογών στους εμπλεκόμενους. Η προσέγγισή του στην κρίση της Γάζας είναι ξεκάθαρη: η Χαμάς πρέπει να εκλείψει από το πολιτικό σκηνικό, ενώ η λύση των δύο κρατών θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο αν η παλαιστινιακή ηγεσία απομακρύνει τα ριζοσπαστικά στοιχεία από τις περιοχές της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας.

Ένα από τα πλέον ριζοσπαστικά σενάρια που φέρεται να εξετάζεται είναι η μετακίνηση πληθυσμών με τη συνεργασία της Αιγύπτου και της Ιορδανίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια στην περιοχή. Παράλληλα, η οικονομική διπλωματία των ΗΠΑ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως εργαλείο για να πιεστούν τα αραβικά κράτη να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στην εξεύρεση λύσης.

Η σχέση με την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ

Η νέα πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ευρώπη απομακρύνεται από τις παλαιότερες στρατηγικές που στηρίζονταν στην αμερικανική προστασία και οικονομική στήριξη. Ο Τραμπ θέτει αυστηρούς όρους και απαιτεί από τους Ευρωπαίους εταίρους να αναλάβουν το δικό τους μερίδιο στις αμυντικές δαπάνες, ανεβάζοντας τη συμβολή τους στο ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ.

Ουσιαστικά, ο Αμερικανός πρόεδρος μεταφέρει το βάρος της ευρωπαϊκής ασφάλειας στους ίδιους τους Ευρωπαίους, κάνοντας σαφές ότι η εποχή της αμερικανικής επιδότησης της άμυνας της Ευρώπης έχει τελειώσει. Παράλληλα, οι σχέσεις με την Κίνα μπαίνουν στο επίκεντρο, με την Ουάσινγκτον να πιέζει τους Ευρωπαίους να περιορίσουν τις οικονομικές τους συναλλαγές με το Πεκίνο, κάτι που αποτελεί σημείο τριβής για πολλές χώρες της ΕΕ.

Το μεγάλο γεωπολιτικό παζλ

Το συνολικό σχέδιο του Τραμπ μοιάζει να επιδιώκει μια συνολική αναδιάρθρωση της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων. Από τη μια, στοχεύει στην επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης με τη Ρωσία, προκειμένου να βρεθεί λύση στην Ουκρανία, ενώ από την άλλη επιδιώκει να περιορίσει την επιρροή της Κίνας μέσω της σύναψης ισχυρότερων δεσμών με συμμάχους της Δύσης.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες θα καθορίσουν το μέλλον όχι μόνο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και της παγκόσμιας γεωπολιτικής σταθερότητας. Ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα φάση, όπου οι παλιές συμμαχίες και ισορροπίες αναθεωρούνται και νέες στρατηγικές αναδύονται. Το μόνο βέβαιο είναι πως η προσέγγιση του Τραμπ διαφέρει ριζικά από όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.