Οι Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (SDF), που υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κυριαρχούνται από κουρδικά στοιχεία, υπέγραψαν συμφωνία με τη νέα κυβέρνηση της Δαμασκού τη Δευτέρα, επανεντάσσοντας τη βορειοανατολική περιοχή στην υπόλοιπη χώρα.
Ο SDF δημιουργήθηκε το 2015 με την υποστήριξη των ΗΠΑ και συνέβαλε στην ήττα του ISIS στην ανατολική Συρία μέχρι το 2019, δημιουργώντας τελικά μια αυτόνομη περιοχή πλούσια σε πετρέλαιο, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.
Ο προσωρινός πρόεδρος της Συρίας Άχμεντ αλ Σάρα και ο διοικητής του SDF Μαζλούμ Άμπντι επισημοποίησαν τη συμφωνία τη Δευτέρα, ενώ το κείμενο της συμφωνίας δημοσιεύθηκε στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Συρίας SANA.
Η παρούσα κυβέρνηση της Δαμασκού σχηματίστηκε από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μιας σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης που έχει χαρακτηριστεί ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η HTS προήλθε από το Μέτωπο αλ Νούσρα (ANF), τον συριακό κλάδο της αλ Κάιντα.
Σύμφωνα με το SANA, η συμφωνία αναγνωρίζει την κουρδική κοινότητα ως αναπόσπαστο μέρος του συριακού κράτους, με την εγγύηση των πολιτικών και συνταγματικών της δικαιωμάτων. Προβλέπει επίσης την ενσωμάτωση όλων των πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών της βορειοανατολικής Συρίας στη διοίκηση του συριακού κράτους, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών διαβάσεων, των αεροδρομίων και των πετρελαϊκών και ενεργειακών εγκαταστάσεων. Και οι δύο πλευρές στοχεύουν στην πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας έως το τέλος του 2025.
Οικοδομώντας ένα καλύτερο αύριο
Δεν έχει διευκρινιστεί εάν ο SDF θα διαλυθεί πλήρως, παραδίδοντας τα όπλα, ώστε να ενσωματωθεί σε έναν νέο συριακό στρατό. Ο Άμπντι δήλωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο, εργάζονται για να διασφαλίσουν μια μεταβατική φάση που θα αντανακλά τις προσδοκίες του λαού τους για δικαιοσύνη και σταθερότητα. Υπογράμμισε ότι δεσμεύονται να οικοδομήσουν ένα καλύτερο μέλλον που θα εγγυάται τα δικαιώματα όλων των Σύρων και θα εκπληρώνει τις επιδιώξεις τους για ειρήνη και αξιοπρέπεια, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία ως πραγματική ευκαιρία για τη δημιουργία μιας νέας Συρίας που θα αγκαλιάζει όλα τα στοιχεία της και θα διασφαλίζει την καλή γειτονία.
Η συμφωνία αυτή επετεύχθη λίγες ημέρες μετά την έκφραση ανησυχίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τις δολοφονίες μελών της αλαουιτικής μειονότητας στη βορειοδυτική Συρία από τις δυνάμεις της HTS. Στις 9 Μαρτίου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο κάλεσε τις συριακές αρχές να αναγκάσουν τους υπεύθυνους για αυτές τις σφαγές να λογοδοτήσουν, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ στέκονται στο πλευρό των θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών, των Δρούζων, των Αλαουιτών και των Κούρδων.
Στις 10 Μαρτίου, σε συνέντευξή του στο Reuters, ο αλ Σάρα δήλωσε ότι η Συρία είναι ένα κράτος δικαίου και ο νόμος εφαρμόζεται για όλους. Τόνισε ότι αγωνίστηκαν για να υπερασπιστούν τους καταπιεσμένους και δεν θα επιτρέψουν να χυθεί άδικα αίμα χωρίς τιμωρία ή λογοδοσία, ακόμα και μεταξύ των πιο κοντινών τους ανθρώπων.
Τον Δεκέμβριο, η HTS, με την υποστήριξη του SDF και του υποστηριζόμενου από την Τουρκία Εθνικού Στρατού της Συρίας (SNA), ανέτρεψε τον υποστηριζόμενο από τη Ρωσία πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο οποίος ανήκει στη μειονότητα των Αλαουιτών και κατέφυγε στη Μόσχα. Ακολούθησαν συγκρούσεις στον βορρά, με τον SNA να καταλαμβάνει την πόλη Μάνμπιτζ από τον SDF.
Η Τουρκία αντιτίθεται εδώ και καιρό στον SDF, λόγω των στενών δεσμών του με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιγράφει τον SDF ως έναν «πολυεθνικό συνασπισμό Κούρδων, Αράβων και χριστιανών μαχητών», κυριαρχούμενο από τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), οι οποίες ιδρύθηκαν το 2012 από βετεράνους του PKK, συμπεριλαμβανομένου του Μαζλούμ Άμπντι.
Στις 27 Φεβρουαρίου, ο φυλακισμένος ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν απηύθυνε έκκληση στην οργάνωση να καταθέσει τα όπλα, δηλώνοντας ότι κάθε σύγχρονη κοινότητα και πολιτική οντότητα που δεν έχει κατασταλεί δια της βίας πρέπει να ενταχθεί στο κράτος και την κοινωνία με δική της βούληση και να λάβει σχετική απόφαση. Πρόσθεσε επίσης ότι όλες οι ομάδες πρέπει να καταθέσουν τα όπλα και ότι το PKK πρέπει να διαλυθεί.
SDF εναντίον ISIS
Από την ήττα του ISIS, ο SDF διαδραματίζει βασικό ρόλο στη συνεργασία με τις αμερικανικές δυνάμεις για την καταπολέμηση τζιχαντιστικών στοιχείων στην ανατολική Συρία. Στις 6 Μαρτίου, πραγματοποίησε επιδρομή στην πόλη Σαχίλ, όπου συνέλαβε τον Σαλάχ Μοχάμεντ αλ Αμπντουλάχ, που περιγράφηκε από την κεντρική διοίκηση των ΗΠΑ ως «ηγέτης πυρήνα του ISIS». Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, κατασχέθηκαν όπλα και πυρομαχικά. Η Centcom τόνισε ότι η επιχείρηση ήταν μέρος της συνεχιζόμενης εκστρατείας για την εξάλειψη του ISIS, με τις αμερικανικές δυνάμεις να παρέχουν τεχνική υποστήριξη και πληροφορίες στον SDF.
Παρά τη συμφωνία εκεχειρίας που απαιτούσε την πλήρη αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τον Λίβανο εδώ και περισσότερο από έναν μήνα, ο ισραηλινός στρατός παραμένει σε πέντε στρατηγικά σημεία ακριβώς βόρεια των συνόρων. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, οι θέσεις αυτές είναι κρίσιμες για την αποτροπή της επανεγκατάστασης της Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορα Ισραήλ–Λιβάνου.
Η παρουσία του Ισραήλ σε αυτές τις θέσεις προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο του Λιβάνου όσο και τις Σαουδικής Αραβίας, που έχουν ζητήσει από κοινού την αποχώρησή του. Ο νέος πρόεδρος του Λιβάνου δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου, στην εφημερίδα Asharq της Σαουδικής Αραβίας, ότι σχεδιάζει να ζητήσει από το Ριάντ την επανενεργοποίηση ενός πακέτου στρατιωτικής βοήθειας ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τον λιβανέζικο στρατό, το οποίο είχε διακοπεί εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.
Η Γαλλία, που επιβλέπει τη συμφωνία εκεχειρίας μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρότεινε να τοποθετηθούν δικά της στρατεύματα στις συγκεκριμένες θέσεις, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Παράλληλα, έχει προταθεί είτε ο έλεγχος των θέσεων από τον λιβανέζικο στρατό σε συνεργασία με τη Δύναμη Προσωρινής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο (United Nations Interim Force in Lebanon-UNIFIL) είτε η αναβάθμιση της αρμοδιότητας και του εξοπλισμού της UNIFIL, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τις θέσεις μόνη της.
Σύμφωνα με Ισραηλινούς στρατιωτικούς αναλυτές, μια ισραηλινή αποχώρηση δεν φαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον, δεδομένης της ελλιπούς εφαρμογής των όρων της εκεχειρίας από τον Λίβανο και τον ΟΗΕ. Η συμφωνία εκεχειρίας προβλέπει την ανάπτυξη του λιβανέζικου στρατού και της UNIFIL στο νότιο Λίβανο με σκοπό την αποτροπή της Χεζμπολάχ, αλλά, όπως δήλωσε στην Epoch Times ο Ισραηλινός απόστρατος ταγματάρχης του Ισραηλινού Στρατού (IDF), Έλιοτ Τσοντόφ, η ανάπτυξη αυτή δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να εμποδίσει την οργάνωση να επανασυσταθεί κοντά στα σύνορα.
Η επιφυλακτική στάση του Ισραήλ σχετίζεται με τα γεγονότα της αποχώρησης του από τον Λίβανο το 2006, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με αντάλλαγμα παρόμοιες δεσμεύσεις. Τότε, η UNIFIL και ο λιβανέζικος στρατός δεν κατάφεραν να παρέμβουν, επιτρέποντας στη Χεζμπολάχ να οχυρώσει τα σύνορα και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο σηράγγων σχεδιασμένο για επιθέσεις στο Ισραήλ – μια τακτική που η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς ακολούθησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Σήμερα, σύμφωνα με τον Τσοντόφ, ο ισραηλινός στρατός ακολουθεί πολιτική «μηδενικής ανοχής», τονίζοντας ότι οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα αποτρέπεται άμεσα, σε αντίθεση με την περίοδο 2006–2023. Ο ίδιος ανέφερε πως η UNIFIL διαθέτει αδύναμη εντολή και είναι μόνο «θεωρητικά ανεπτυγμένη», καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για ουσιαστική επιβολή της τάξης. Τόνισε ότι η αποστολή της UNIFIL είναι ειρηνευτική και όχι κατασταλτική, και επομένως δεν είναι σε θέση να λάβει επιθετικά μέτρα για την επιβολή της συμφωνίας.
Όσον αφορά τον λιβανέζικο στρατό, ο Τσοντόφ σημείωσε πως η δέσμευσή του στο σχέδιο της εκεχειρίας παραμένει αμφίβολη, ενώ περίπου το ένα τρίτο των αξιωματικών του ανήκει στη σιιτική κοινότητα. Αν και δεν είναι όλοι μέλη της Χεζμπολάχ, θεωρούνται ύποπτοι. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στο νότιο Λίβανο, ο οποίος συμμετέχει στην επιτηρούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιτροπή εκεχειρίας, συνελήφθη να παρέχει πληροφορίες στη Χεζμπολάχ, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς τον λιβανέζικο στρατό.
Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Ναουάφ Σαλάμ μαζί με στρατιώτες του λιβανέζικου στρατού, σε επίσκεψή του το νότιο χωριό Κιάμ κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ, στις 28 Φεβρουαρίου 2025. (Rabih Daher/AFP μέσω Getty Images)
Η νέα κυβέρνηση του Λιβάνου
Το Ισραήλ αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τη νέα κυβέρνηση του Λιβάνου, η οποία εξελέγη τον Ιανουάριο και ηγείται από τον πρόεδρο Ζοζέφ Αούν, πρώην αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, και τον πρωθυπουργό Ναουάφ Σαλάμ.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Τσοντόφ, ο Σαλάμ δεν θεωρείται φιλικά διακείμενος προς το Ισραήλ, καθώς το έχει χαρακτηρίσει «εχθρό» και το κατηγορεί συχνά για «γενοκτονία». Πριν την εκλογή του στη θέση του πρωθυπουργού, την οποία το Λίβανο αποδίδει σε σουνίτες μουσουλμάνους, ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και είχε προεδρεύσει σε ακρόαση της αγωγής της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για γενοκτονία.
Στις 28 Φεβρουαρίου, ο Σαλάμ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο, δηλώνοντας ότι ο λιβανέζικος στρατός αποτελεί τη μοναδική δύναμη που επιτρέπεται να υπερασπιστεί τη χώρα σε περίπτωση πολέμου. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη θέση του λιβανέζικου στρατού στις προσπάθειες αφοπλισμού της Χεζμπολάχ, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την οργάνωση, η οποία επί χρόνια υποστηρίζει ότι η διατήρηση του οπλισμού της είναι απαραίτητη για την άμυνα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν ποζάρει για μια φωτογραφία στο προεδρικό μέγαρο στην Μπαάμπντα, ανατολικά της Βηρυτού, στις 9 Ιανουαρίου 2025. (Fadel Itani/AFP μέσω Getty Images)
Την ίδια ημέρα, οι αρχές του αεροδρομίου της Βηρυτού κατάσχεσαν 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, που προορίζονταν για τη Χεζμπολάχ και τα οποία μετέφερε άνδρας που έφτασε από την Τουρκία. Αναφέρεται ότι ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε τέτοια κατάσχεση, η οποία αποτελεί μέρος των προσπαθειών της κυβέρνησης Αούν να περιορίσει τη ροή χρημάτων προς τη Χεζμπολάχ από το Ιράν.
Ο Μοσέ Ελάντ, Ισραηλινός ακαδημαϊκός και απόστρατος συνταγματάρχης του IDF, χαρακτήρισε την προσέγγιση του Αούν ως ενθαρρυντικά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνόδου του Αραβικού Συνδέσμου στο Κάιρο, ο Αούν εξέφρασε την αντίθεσή του στην ιδέα αραβικών επενδύσεων στη Γάζα χωρίς προηγούμενη απομάκρυνση της Χαμάς. Ο Ελάντ σημείωσε ότι ο Αούν αντιλαμβάνεται πως το Ισραήλ, ως νικητής του πολέμου, δεν θα ανεχτεί πλέον τη Χαμάς και θα επέμβει εκ νέου για να την εξουδετερώσει εάν χρειαστεί, ενώ παρόμοια είναι η στάση του Ισραήλ απέναντι και στη Χεζμπολάχ.
Ο Ελάντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός διοικητής της Τύρου μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου τη δεκαετία του 1980, καθώς και ως διοικητής στην περιοχή Μπιντ Τζμπέιλ, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, ανέφερε ότι ο IDF βρίσκεται υπό πίεση από τον ίδιο του τον πληθυσμό.
Προστασία των μεθοριακών κοινοτήτων
Μετά τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ στο πλαίσιο της υποστήριξης προς τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε επίσημα περίπου 60.000 κατοίκους από συνοριακές κοινότητες. Πολλοί ακόμη εγκατέλειψαν περιοχές που βρίσκονταν λίγο πιο μακριά από τη μεθόριο. Περίπου οι μισοί από τους εκτοπισμένους κατοίκους έχουν επιστρέψει, αλλά σύμφωνα με τον Ελάντ, όσοι ζουν δύο ή τρία χιλιόμετρα από τα σύνορα αισθάνονται ανασφάλεια και πιέζουν την κυβέρνηση και τον στρατό να μην αποσυρθούν μέχρι να εξασφαλιστεί πλήρως η περιοχή.
Μια ισραηλινή μονάδα πρώτης αντίδρασης σβήνει τις φλόγες μετά από επίθεση με ρουκέτα από τον Λίβανο, εν μέσω διασυνοριακών συγκρούσεων μεταξύ ισραηλινών στρατευμάτων και μαχητών της τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ στο Κιριάτ Σμονά του Ισραήλ, στις 4 Ιουνίου 2024. (Jalaa Marey/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ, από την πλευρά του, υποβάθμισε τη σημασία των πέντε θέσεων που εξακολουθεί να διατηρεί ο IDF σε λιβανέζικο έδαφος, οι οποίες βρίσκονται το πολύ μερικές εκατοντάδες μέτρα βόρεια της Γαλάζιας Γραμμής – της γραμμής απόσυρσης που καθορίστηκε από τον ΟΗΕ το 2000 – και σε ορισμένες περιπτώσεις μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από αυτήν. Ο ίδιος τις χαρακτήρισε «τακτικές προσαρμογές», μικρές στρατιωτικές μετακινήσεις προς τα εμπρός ή προς τα πίσω για την ενίσχυση της αμυντικής θέσης.
Οι θέσεις αυτές βρίσκονται σε υψώματα που επιτρέπουν στις ισραηλινές δυνάμεις να επιβλέπουν το βόρειο τμήμα του Λιβάνου και να εμποδίζουν τη Χεζμπολάχ να χρησιμοποιήσει αυτά τα σημεία για να κατασκοπεύσει το Ισραήλ. Κατανέμονται κατά μήκος των 120 χιλιομέτρων των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου, από τη Μεσόγειο μέχρι την περιοχή βόρεια της Μετούλα, της βορειότερης κοινότητας του Ισραήλ. Υπάρχει μια θέση σε λόφο απέναντι από τη Μετούλα, ενώ οι άλλες τέσσερεις βρίσκονται βόρεια των ισραηλινών συνοριακών κοινοτήτων Σλόμι, Ζαρίτ, Αβιβίμ και Μαργκαλιότ.
Λιβανέζος στρατιώτης παρακολουθεί τη συνοριακή περιοχή με τη βόρεια ισραηλινή πόλη Μετούλα, στις 8 Οκτωβρίου 2023. (Mahmoud Zayyat/AFP μέσω Getty Images)
Ο Τσοντόφ επεσήμανε ότι το έδαφος του βόρειου Ισραήλ και του νότιου Λιβάνου αποτελεί ένα ενιαίο ορεινό σύμπλεγμα, το οποίο ανυψώνεται σταδιακά προς τον βορρά. Τόνισε επίσης ότι ούτε τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου που χαράχθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε η Γαλάζια Γραμμή λαμβάνουν υπόψη την τοπογραφία της περιοχής. Τα υψώματα που ελέγχει ο IDF επιτρέπουν την προστασία των βόρειων κοινοτήτων του Ισραήλ, οι οποίες περιβάλλονται από υψηλότερους λόφους και βουνά στα βόρεια.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο δηλώνει ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να κατανοήσουν τη θέση της Ουκρανίας για την επίλυση του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων πιθανών παραχωρήσεων που ενδέχεται να είναι διατεθειμένη να κάνει.
Συνάντηση κορυφής στην Τζέντα
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο έφτασαν στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, εν όψει συνομιλιών υψηλού επιπέδου μεταξύ των αντιπροσωπειών τους με στόχο τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Ο Ζελένσκι ανέφερε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι συναντήθηκε με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν τη Δευτέρα για να συζητήσουν «διμερή ζητήματα και τη συνεργασία με άλλους εταίρους».
Ο Ουκρανός ηγέτης δήλωσε ότι είχαν μια «λεπτομερή συζήτηση» σχετικά με τα βήματα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επίλυση του πολέμου και την επίτευξη διαρκούς ειρήνης. Τόνισε ότι η Σαουδική Αραβία διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στη διευκόλυνση της διπλωματίας.
«Έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων και της επιστροφής των παιδιών μας, που θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό βήμα στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στις διπλωματικές προσπάθειες», δήλωσε ο Ζελένσκι. «Σημαντικό μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στις μορφές των εγγυήσεων ασφαλείας.»
Ο Ζελένσκι ανέφερε ότι η ουκρανική αντιπροσωπεία θα παραμείνει στην Τζέντα για συνομιλίες με Αμερικανούς αξιωματούχους που έχουν προγραμματιστεί για την Τρίτη, επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση της Ουκρανίας για εποικοδομητικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι αμερικανικές θέσεις
Ο Ρούμπιο και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μάικ Γουόλτς επίσης συναντήθηκαν με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας και τον ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία των επικείμενων συνομιλιών για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας.
Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Τάμι Μπρους δήλωσε ότι η διμερής συνάντηση επικεντρώθηκε στην απειλή που θέτουν οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης, την κατάσταση στη Συρία και την ανοικοδόμηση στη Γάζα. Ο Ρούμπιο επιβεβαίωσε τη θέση των ΗΠΑ ότι «καμία λύση για την κατάσταση στη Γάζα δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη Χαμάς».
Πριν φτάσει στη Σαουδική Αραβία, ο Ρούμπιο δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να κατανοήσουν τη θέση της Ουκρανίας για την επίλυση του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πιθανών παραχωρήσεων που θα μπορούσε να προσφέρει στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
«Αυτό που θέλουμε να μάθουμε είναι εάν ενδιαφέρονται να ξεκινήσουν κάποιου είδους ειρηνευτική συζήτηση και ποιες είναι οι γενικές γραμμές των πραγμάτων που θα μπορούσαν να εξετάσουν, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας δαπανηρός και αιματηρός πόλεμος για τους Ουκρανούς», δήλωσε ο Ρούμπιο σε στρατιωτικό αεροπλάνο με προορισμό την Τζέντα.
«Έχουν υποφέρει πολύ και ο λαός τους έχει υποφέρει πολύ, και είναι δύσκολο μετά από κάτι τέτοιο να μιλάμε ακόμη και για παραχωρήσεις. Αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να τελειώσει αυτό και να αποτραπεί περισσότερη ταλαιπωρία», τόνισε.
Ο Ρούμπιο τόνισε ότι οι δύο πλευρές θα πρέπει να καταλήξουν σε κατανόηση προτού μπορέσουν να προχωρήσουν προς μια ειρηνευτική συμφωνία.
«Δεν θα θέσω καμία προϋπόθεση για το τι πρέπει ή χρειάζεται να κάνουν. Νομίζω ότι θέλουμε να ακούσουμε μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν και να το συγκρίνουμε με αυτό που θέλουν οι Ρώσοι και στη συνέχεια να δούμε πόσο μακριά είμαστε πραγματικά», είπε.
Η στάση του Τραμπ
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει διακόψει προσωρινά τη στρατιωτική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ουκρανία στο πλαίσιο της προώθησης μίας ειρηνευτικής συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου. Ο διευθυντής της CIA Τζον Ράτκλιφ ανακοίνωσε στις 5 Μαρτίου ότι ο Τραμπ είχε επίσης διατάξει παύση της συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών με την Ουκρανία.
Οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών από αμερικανικούς στρατιωτικούς δορυφόρους, βοηθούσαν την Ουκρανία να παρακολουθεί τις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων και να επιλέγει στόχους. Ο Ράτκλιφ δήλωσε ότι η παύση «στο στρατιωτικό μέτωπο και στο μέτωπο των πληροφοριών» είναι προσωρινή.
Η αναστολή της βοήθειας ήρθε μετά από μια αποτυχημένη συνάντηση στις 28 Φεβρουαρίου στο Οβάλ Γραφείο σχετικά με τη συμφωνία για τα ορυκτά μεταξύ ΗΠΑ-Ουκρανίας, η οποία έμεινε σε εκκρεμότητα. Η συνάντηση αποσκοπούσε στην υπογραφή της συμφωνίας για αμερικανικές επενδύσεις στην Ουκρανία για την από κοινού ανάπτυξη των τεράστιων πόρων σπάνιων γαιών του έθνους, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά τη δημόσια διαφωνία των δύο προέδρων, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους στις 9 Μαρτίου ότι πιστεύει ότι οι συνομιλίες αυτής της εβδομάδας μεταξύ των αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Ουκρανίας για τον τερματισμό της σύγκρουσης με τη Ρωσία θα «σημειώσουν πρόοδο». Όταν ρωτήθηκε αν θα εξέταζε το ενδεχόμενο να τερματίσει την αναστολή της ανταλλαγής πληροφοριών με την Ουκρανία, ο Τραμπ είπε: «Σχεδόν το έχουμε κάνει… Σχεδόν το έχουμε κάνει».
Περισσότεροι από 970 άμαχοι έχουν χάσει τη ζωή τους στα πιο αιματηρά επεισόδια μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, σύμφωνα με στοιχεία διεθνών παρατηρητών. Ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα καταδικάζουν τις σφαγές, ενώ οι μεταβατικές αρχές υπόσχονται διερεύνηση και λογοδοσία.
Βία πρωτοφανούς κλίμακας
Ένα νέο κύμα βίας συγκλονίζει τη Συρία, όπου τουλάχιστον 973 άμαχοι έχουν σκοτωθεί στο δυτικό τμήμα της χώρας τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η μη κυβερνητική οργάνωση κάνει λόγο για «φόνους», «εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες» και επιχειρήσεις «εθνικής εκκαθάρισης» στις περιοχές γύρω από τη Λαττάκεια και την Ταρτούς.
Το κύμα αιματοχυσίας ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη, όταν φερόμενοι ως οπαδοί του ανατραπέντος προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ επιτέθηκαν σε δυνάμεις ασφαλείας στην πόλη Τζάμπλα, κοντά στη Λαττάκεια, η οποία αποτελεί λίκνο της σιιτικής μειονότητας των αλαουιτών. Η οικογένεια του πρώην προέδρου, που ανατράπηκε στις 8 Δεκεμβρίου από συμμαχία ανταρτών και τζιχαντιστών, προέρχεται από αυτή την κοινότητα.
Απολογισμός που συνεχώς αυξάνεται
Ο συνολικός απολογισμός των νεκρών από την έναρξη των συγκρούσεων υπολογίζεται σε περίπου 1.500 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 481 μελών των δυνάμεων ασφαλείας και ένοπλων οπαδών του Άσαντ. Οι προσωρινές αρχές στη Δαμασκό δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιήσει επίσημο απολογισμό.
Κάτοικος της Τζάμπλα, που μίλησε στο Γαλλικό Πρακτορείο υπό τον όρο της ανωνυμίας, ανέφερε ότι «πάνω από πενήντα άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι» του έχουν σκοτωθεί, με τα πτώματά τους να ρίχνονται σε ομαδικούς τάφους ή «να πετάγονται στη θάλασσα».
Η αντίδραση των μεταβατικών αρχών
Ο μεταβατικός πρόεδρος Άχμαντ αλ Σάρα, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε ισλαμικό τέμενος στη Δαμασκό, κάλεσε για την προάσπιση της «εθνικής ενότητας» και της «ειρήνης». Ανακοίνωσε τη συγκρότηση «ανεξάρτητης επιτροπής έρευνας» για τα «εγκλήματα σε βάρος πολιτών», υποσχόμενος ότι οι δράστες θα «οδηγηθούν ενώπιον της δικαιοσύνης».
«Θα απαιτήσουμε λογοδοσία χωρίς επιείκεια από οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται στην αιματοχυσία αμάχων ή υπερέβη τις κρατικές εξουσίες», δήλωσε ο αλ Σάρα, που ήταν μέχρι πρόσφατα επικεφαλής της σουνιτικής τρομοκρατικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ ας Σαμ (ΧΤΣ).
Συγκρούσεις και επιχειρήσεις
Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, έχουν σταλεί επιπλέον «ενισχύσεις» στην Κάντμους, στην επαρχία Ταρτούς, όπου οι δυνάμεις ασφαλείας «καταδιώκουν τους τελευταίους πιστούς του παλιού καθεστώτος». Το συριακό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων έκανε επίσης λόγο για «σφοδρές συγκρούσεις» στο Ταανίτα, ορεινό χωριό στον ίδιο τομέα, όπου φέρεται να είχαν καταφύγει πολλοί «εγκληματίες πολέμου» του προηγούμενου καθεστώτος.
Στο χωριό Μπισνάντα, στην επαρχία Λαττάκεια, φωτοειδησεογράφος του AFP κατέγραψε τις δυνάμεις ασφαλείας να πραγματοποιούν έρευνες σε σπίτια.
Διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχίες
Ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες έχουν καταδικάσει τις σφαγές αμάχων και έχουν καλέσει τις de facto συριακές αρχές να θέσουν τέλος σε αυτές. Ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης Ι’ δήλωσε στο κυριακάτικο κήρυγμά του ότι διαπράχθηκαν σφαγές «πολλών αθώων χριστιανών», τονίζοντας ότι τα θύματα ήταν στην πλειονότητά τους «αθώοι και άοπλοι άμαχοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών».
Οι αυτόνομες κουρδικές αρχές της Συρίας, που ελέγχουν μεγάλα τμήματα του ανατολικού και του βόρειου τμήματος της χώρας, καταδίκασαν τις πρακτικές που «μας ξαναγυρίζουν σε μαύρη εποχή την οποία δεν θέλει να ξαναζήσει ο συριακός λαός».
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της ισραηλινής διπλωματίας Γεδεών Σάαρ παρότρυνε την Ευρώπη να σταματήσει να προσφέρει «νομιμοποίηση» στην de facto συριακή κυβέρνηση με «καλώς εγνωσμένο τρομοκρατικό παρελθόν».
Ευάλωτη μεταβατική κυβέρνηση
Σύμφωνα με τον Άρον Λουντ του κέντρου μελετών Century International, η έκρηξη βίας αναδεικνύει πόσο «εύθραυστη» είναι η de facto κυβέρνηση, η οποία βασίζεται σε τζιχαντιστές που «θεωρούν τους αλαουίτες εχθρούς του θεού».
Στη Δαμασκό, οι δυνάμεις ασφαλείας επενέβησαν για να διαλύσουν καθιστική διαμαρτυρία εναντίον των σφαγών αμάχων, μετά από αντιδιαδήλωση με κεντρικό αίτημα «σουνιτικό κράτος» που χαρακτηρίστηκε από συνθήματα εναντίον των αλαουιτών.
Η πρόσκληση του ηγέτη του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) για τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία θα μπορούσε, αν υλοποιηθεί, να έχει σημαντικές συνέπειες για την περιοχή, σύμφωνα με Τούρκους ειδικούς.
Ο Οϊτούν Ορχάν, αναλυτής για τη Μέση Ανατολή στην Άγκυρα, ανέφερε στην Epoch Times ότι για πρώτη φορά ο ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν κάλεσε την οργάνωση να εγκαταλείψει την ιστορική της απαίτηση για κουρδική αυτονομία στην περιοχή. Προσέθεσε επίσης ότι ο Οτσαλάν απέρριψε τη χρήση βίας ως μέσο για την επίτευξη των στόχων της οργάνωσης.
Στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος παραμένει έγκλειστος σε φυλακή της Τουρκίας, εξέδωσε μια πολυαναμενόμενη δήλωση καλώντας τους μαχητές του PKK να παραδώσουν τα όπλα τους. Στη δήλωσή του, ανέφερε ότι «καλεί σε παραίτηση από τα όπλα», ενώ το μήνυμα μεταδόθηκε μέσω του κουρδικού κόμματος DEM.
Ο Αϊχάν Ντογκανέρ, πρώην Τούρκος διπλωμάτης που έχει υπηρετήσει στη Συρία και τον Λίβανο, ανέφερε ότι η δήλωση του Οτσαλάν είχε δημιουργήσει «ένα αίσθημα προσεκτικής αισιοδοξίας». Παρόλο που ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι η ειρηνική διαδικασία υποστηρίζεται από όλα τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις της τουρκικής κοινωνίας, σημείωσε ότι θα απαιτηθούν δύσκολες διαπραγματεύσεις για να γίνει πραγματικότητα.
Από τη δεκαετία του 1980, το PKK του Οτσαλάν διεξάγει ένοπλο αγώνα εναντίον του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον πολιτικών και στρατιωτικών στόχων. Η Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν το PKK τρομοκρατική οργάνωση.
Στις 1 Μαρτίου, η ηγεσία του PKK, που εδρεύει στην περιοχή του Καντίλ στο βόρειο Ιράκ, αντέδρασε θετικά στην πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό. Σε ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι «θα τηρήσουμε τις αναγκαίες συνθήκες της πρόσκλησης και θα την υλοποιήσουμε». Η ιστορική αυτή κίνηση προς τον τερματισμό της σύγκρουσης, σύμφωνα με το PKK, μπορεί να «επιτευχθεί μόνο υπό την πρακτική ηγεσία του Οτσαλάν».
Ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες στην πλευρά του PKK και επεσήμανε ότι η πιο σημαντική παράμετρος είναι η ηγεσία του Καντίλ, η οποία έχει συμφωνήσει με την πρόσκληση του Οτσαλάν. Ανέφερε ότι «μια περιθωριακή ομάδα εντός του PKK μπορεί να προκαλέσει αναταραχές», αλλά τόνισε ότι το 2025 δεν είναι δυνατόν το PKK να συνεχίσει τον αγώνα του με την ίδια φιλοσοφία.
Διαδηλωτές κρατούν φωτογραφία του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, σε συγκέντρωση για την παρακολούθηση ζωντανής ανάγνωσης της δήλωσής του στο Ντιγιάρμπακρ της Τουρκίας, στις 27 Φεβρουαρίου 2025. (Metin Yoksu/AP)
Ιστορικό βήμα
Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που ίδρυσε το PKK το 1978 με σκοπό την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή, είχε στη συνέχεια μετριάσει τις θέσεις του, καλώντας για κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας. Το 1999, ο Οτσαλάν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και έκτοτε κρατείται σε φυλακή κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
Παρά την πολυετή φυλάκισή του, ο Οτσαλάν εξακολουθεί να θεωρείται ο de facto ηγέτης του PKK. Σύμφωνα με τον Ορχάν, ο Οτσαλάν διατηρεί σημαντική «επιρροή και εξουσία» στους υποστηρικτές του κουρδικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων μελών του κόμματος DEM της Τουρκίας, έτσι το μήνυμά του αναμένεται να έχει αντίκτυπο.
Ο Ορχάν ωστόσο εξέφρασε την άποψη ότι είναι υπερβολικά αισιόδοξο να πιστεύει κανείς ότι η πρόσκληση του Οτσαλάν θα οδηγήσει στην πλήρη διάλυση του PKK και τον τερματισμό των ένοπλων δραστηριοτήτων του. Παρόλα αυτά, εκτίμησε ότι η κίνηση του Οτσαλάν θα δημιουργήσει μια σαφή διάκριση μεταξύ εκείνων που εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν τον ένοπλο αγώνα κατά του τουρκικού κράτους και αυτών που θα υποστηρίξουν μια καθαρά πολιτική προσέγγιση.
Η πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ και το Ιράν. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την κίνηση ως μια ευκαιρία για «να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα στην κατεύθυνση […] της κατάρριψης του τείχους της τρομοκρατίας».
Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτης του «Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης» και σύμμαχος του Ερντογάν, εξήρε την θετική ανταπόκριση της ηγεσίας του PKK στην πρόσκληση του Οτσαλάν, υπογραμμίζοντας ότι «σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον […] έχει ανοιχτεί ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία».
Την επόμενη μέρα, ο συνπρόεδρος του κόμματος DEM, Τουντζέρ Μπακιρχάν, δήλωσε ότι η ευκαιρία που δημιουργείται δεν πρέπει να «χαθεί». Αμέσως μετά την έκδοση της πρόσκλησης του Οτσαλάν, η αναπληρώτρια πρόεδρος του κόμματος DEM, Γκιουλιστάν Κιλίτς Κότσιγιτ, ανέφερε ότι ο αφοπλισμός του PKK θα πρέπει να συνοδευτεί από «δημοκρατικοποίηση» εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης. Η Κότσιγιτ τόνισε ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει […] να κάνει βήματα για δημοκρατικοποίηση τώρα», προσθέτοντας ότι «αυτό είναι το αίτημά μας ως πολίτες αυτής της χώρας».
Ο Ορχάν, ωστόσο, σημείωσε ότι η κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας ή κάποιο είδος «ομοσπονδιακού» συστήματος παραμένει «εκτός συζήτησης» για την Τουρκία. Ανέφερε, ωστόσο, ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να «χαλαρώσει την πίεση» προς τα κουρδικά πολιτικά κινήματα στην Τουρκία, εφόσον αυτά αποστασιοποιηθούν από το PKK.
Διαδηλωτές πραγματοποιούν συγκέντρωση που διοργανώνει το DEM κατά της συνεχιζόμενης απομόνωσης του φυλακισμένου ιδρυτή του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στο Ντιγιάρμπακιρ της Τουρκίας, στις 13 Οκτωβρίου 2024. (Ilyas Akengin/AFP μέσω Getty Images)
Επιπτώσεις της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας στην περιοχή
Η ειρηνευτική πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ο Μπαχτσελί, ο οποίος είναι αμετάκλητος εχθρός του ΡΚΚ, κάλεσε τον Οτσαλάν να δώσει εντολή στους υποστηρικτές του να καταθέσουν τα όπλα, αναφέροντας ότι οι τουρκικές αρχές θα εξετάσουν το ενδεχόμενο απελευθέρωσης του Οτσαλάν.
Μία ημέρα μετά την πρόταση του Μπαχτσελί, ένοπλοι του ΡΚΚ επιτέθηκαν στο γραφείο του τουρκικού αμυντικού ομίλου στην Άγκυρα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία αντέδρασε με δύο ημέρες αεροπορικών επιθέσεων σε θέσεις του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, ενώ πραγματοποίησε πλήγματα και σε θέσεις του ΡΚΚ στη βόρεια Συρία, περιοχή όπου το YPG, ο συριακός βραχίονας του ΡΚΚ, διατηρεί σημαντική παρουσία.
Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχει διεξάγει πολλές επιθέσεις στο βόρειο Ιράκ με στόχο την εξουδετέρωση του ΡΚΚ, ενώ έχει επίσης εισβάλει στη βόρεια Συρία, όπου οι τουρκικές δυνάμεις συνεχίζουν τις επιχειρήσεις κατά του YPG, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί ταυτόσημη με το ΡΚΚ.
Το Ιράκ και η Συρία, οι οποίες συνορεύουν με τη νοτιοανατολική Τουρκία, φιλοξενούν μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς. Η Τουρκία κατηγορεί το ΡΚΚ και το YPG ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια αυτόνομη περιοχή στην περιοχή, από την οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξαπολύουν επιθέσεις σε τουρκικούς στόχους.
Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, οι διασυνοριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζονται και στις δύο χώρες, παρά τη θετική αντίδραση του ΡΚΚ στην έκκληση του Οτσαλάν. Εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας δήλωσε στις 6 Μαρτίου ότι συνολικά 26 τρομοκράτες εξουδετερώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, περιλαμβανομένων αυτών στη βόρεια Ιρακ και Συρία.
Ο ίδιος εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα συνεχίσουν τις «δραστηριότητες σάρωσης και εκκαθάρισης στην περιοχή» και ότι θα «επιμείνουν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας μέχρι να μην παραμείνει ούτε ένας τρομοκράτης».
Ο Ντογανέρ σημείωσε ότι η Άγκυρα «φαίνεται να απαιτεί τη μονομερή αποστρατικοποίηση του ΡΚΚ». Πρόσθεσε ωστόσο ότι το ΡΚΚ θα απαιτήσει την απελευθέρωση του Οτσαλάν και άλλων κρατουμένων και ότι θα πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση. Τόνισε επίσης ότι «είναι αδύνατο για όλα τα μέρη να πετύχουν ακριβώς αυτό που θέλουν».
Ο Ορχάν ανέφερε ότι το ΡΚΚ δεν έχει δεσμευτεί πλήρως στην αποστρατικοποίηση, καθώς έχει δηλώσει μόνο κατάπαυση του πυρός. Στρατιωτικά, η Τουρκία θεωρεί ότι το ΡΚΚ βρίσκεται ήδη σε αδιέξοδο. Σημείωσε ότι η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για μια μονομερή κατάπαυση του πυρός και ότι «μέχρι το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα», η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί πίεση στην ομάδα.
Κούρδοι μαχητές του YPG συνομιλούν με μέλη των αμερικανικών δυνάμεων στην πόλη Νταρμπασίγια, στη Συρία, στις 29 Απριλίου 2017. (Rodi Said /Reuters)
Σύνθετες δυναμικές στη Συρία
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς το YPG συνεργάζεται στενά με τις αμερικανικές δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες στη βόρεια Συρία, όπου επιχειρεί υπό την αιγίδα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Το SDF ιδρύθηκε το 2015 με σκοπό να βοηθήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 2.000 στρατιώτες, στον αγώνα κατά του ISIS.
Το SDF είναι εξοπλισμένο, εκπαιδευμένο και υποστηριζόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες το θεωρούν «συνεργάτη αξιόπιστο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Αυτή η συνεργασία έχει προκαλέσει εντάσεις με την Άγκυρα, η οποία έχει επανειλημμένα καλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν να υποστηρίζουν την ομάδα.
Στις 27 Φεβρουαρίου, ο Μαζλούμ Αμπντί, διοικητής του SDF, καλωσόρισε την έκκληση του Οτσαλάν προς το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα, αναφέροντας ότι η κίνηση θα έχει θετικές συνέπειες για την περιοχή. Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι η έκκληση του Οτσαλάν αφορά μόνο το ΡΚΚ και όχι το SDF, επομένως «δεν έχει σχέση με εμάς στη Συρία».
Αντίθετα, στις δηλώσεις τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι όλες οι Κουρδικές ένοπλες ομάδες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του SDF, πρέπει να καταθέσουν τα όπλα. Ένας εκπρόσωπος του κυβερνώντος AKP δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου ότι «ανεξαρτήτως του ονόματος που χρησιμοποιεί, η τρομοκρατική οργάνωση [ΡΚΚ] πρέπει να καταθέσει τα όπλα και να αποστρατικοποιηθεί, μαζί με όλες […] τις παραφυάδες της στο Ιράκ και στη Συρία».
Ο Ορχάν ανέφερε ότι όλες αυτές οι ομάδες θεωρούνται από την Τουρκία «διαφορετικοί κλάδοι του ΡΚΚ». «Η Τουρκία θεωρεί το YPG και το ΡΚΚ ταυτόσημα», είπε. «Το YPG ιδρύθηκε από το ΡΚΚ και οι διοικητές του, συμπεριλαμβανομένου του Αμπντί, είναι κεντρικά μέλη του ΡΚΚ.» Ο Αμπντί, Σύρος Κούρδος, εντάχθηκε στο ΡΚΚ το 1990 και ήταν προσωπικός φίλος του Οτσαλάν πριν από τη σύλληψη του τελευταίου από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας το 1999.
Ο Ντογανέρ ανέφερε ότι η Άγκυρα επιθυμεί το ΡΚΚ και όλες οι συνδεδεμένες με αυτό οργανώσεις να καταθέσουν τα όπλα. Εκτός από το ΡΚΚ, το YPG και το SDF, η Άγκυρα θεωρεί το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης της Συρίας, την Ένωση Κουρδικών Κοινοτήτων και το Ιρανικό Κόμμα Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν ως «μέρη του ίδιου οργανισμού».
Ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου για θέματα ομήρων, Άνταμ Μπόλερ, δήλωσε στις 9 Μαρτίου ότι οι πρόσφατες συνομιλίες με τη Χαμάς σχετικά με την απελευθέρωση των τελευταίων ομήρων ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο περαιτέρω συζητήσεων με την τρομοκρατική οργάνωση.
Σύμφωνα με τον Μπόλερ, οι συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες επικεντρώθηκαν στον στόχο της Χαμάς να επιτευχθεί τερματισμός των εχθροπραξιών. Μιλώντας στην εκπομπή «State of the Union» του CNN, χαρακτήρισε τις συνομιλίες «πολύ χρήσιμες» και επεσήμανε ότι υπήρξε ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων.
Αν και ο Ισραηλινός αξιωματούχος Ρον Ντέρμερ έχει εκφράσει ανησυχίες για την ύπαρξη άμεσων επαφών με τη Χαμάς, ο Μπόλερ διευκρίνισε ότι οι συζητήσεις είχαν σαφή στόχο. Τόνισε δε ότι οι ΗΠΑ δεν δρουν ως αντιπρόσωπος του Ισραήλ, αλλά έχουν δικά τους συμφέροντα που διακυβεύονται, προσθέτοντας ότι υπήρξε επικοινωνία και ανταλλαγή μηνυμάτων με τη Χαμάς.
Ο Μπόλερ υπογράμμισε ότι επεδίωξε να δώσει νέα ώθηση σε διαπραγματεύσεις που βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο και ότι ήθελε να ρωτήσει τη Χαμάς τι επιδιώκει από την πλευρά της.
Η πρωτοβουλία του Μπόλερ να συνομιλήσει με τη Χαμάς έρχεται σε αντίθεση με την πάγια πολιτική της Ουάσιγκτον που αποφεύγει τις διαπραγματεύσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις.
Συνεχίζονται οι συνομιλίες για την κατάπαυση του πυρός
Αυτή την εβδομάδα, Αμερικανοί απεσταλμένοι πρόκειται να ταξιδέψουν στην περιοχή για να συνεχίσουν τις συζητήσεις σχετικά με την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Ο Μπόλερ ανέφερε ότι ενδέχεται να υπάρξουν αποτελέσματα εντός των επόμενων εβδομάδων όσον αφορά την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνται στη Γάζα, χωρίς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες. Παράλληλα, δήλωσε αισιόδοξος ότι μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία για την απελευθέρωση όλων των κρατουμένων και όχι μόνο των Αμερικανών ομήρων.
Αναφερόμενος σε ξεχωριστή υπόθεση, ο Μπόλερ δήλωσε ότι δεν είναι βέβαιος αν ο Αμερικανός δημοσιογράφος Όστιν Τάις είναι ζωντανός στη Συρία. Ωστόσο, τόνισε ότι σκοπεύει να μεταβεί εκεί προκειμένου να διερευνήσει την υπόθεση και, εάν διαπιστωθεί ότι βρίσκεται στη χώρα, να προσπαθήσει να τον φέρει πίσω.
Η θέση της Χαμάς για τις συνομιλίες
Στις 9 Μαρτίου, ο Τάχερ αλ Νόνο, πολιτικός σύμβουλος του ηγέτη της Χαμάς, επιβεβαίωσε ότι πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις με εκπροσώπους των ΗΠΑ, διευκρινίζοντας ότι έλαβαν χώρα στην πρωτεύουσα του Κατάρ την προηγούμενη εβδομάδα. Ανέφερε ότι οι συνομιλίες αφορούσαν την απελευθέρωση ενός Αμερικανοϊσραηλινού πολίτη, τον οποίο η Χαμάς κρατά όμηρο στη Γάζα.
Ο αλ Νόνο δήλωσε ότι μέχρι στιγμής έχουν διεξαχθεί αρκετές συναντήσεις στη Ντόχα και ότι η Χαμάς έχει επιδείξει θετική και ευέλικτη στάση, με γνώμονα τα συμφέροντα του παλαιστινιακού λαού. Επιπλέον, ανέφερε ότι οι δύο πλευρές συζήτησαν τρόπους εφαρμογής της επόμενης φάσης μιας συμφωνίας που θα αποσκοπεί στον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Χαμάς ενημέρωσε την αμερικανική αντιπροσωπεία ότι δεν αντιτίθεται στην απελευθέρωση του συγκεκριμένου ομήρου στο πλαίσιο αυτών των συνομιλιών.
Οι ΗΠΑ πιέζουν για την απελευθέρωση του Ένταν Αλεξάντερ
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Στιβ Γουίτκοφ, ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, δήλωσε σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο ότι ύψιστη προτεραιότητα αποτελεί η απελευθέρωση του Ένταν Αλεξάντερ, ενός 21χρονου άνδρα από το Νιου Τζέρσεϊ, ο οποίος θεωρείται ο τελευταίος εν ζωή Αμερικανός όμηρος που κρατείται από τη Χαμάς στη Γάζα.
Ο Αλεξάντερ είχε υπηρετήσει ως στρατιώτης στον ισραηλινό στρατό.
Στις 8 Μαρτίου, Ισραήλ και Χαμάς δήλωσαν ότι εργάζονται προς την επόμενη φάση της εύθραυστης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός 42 ημερών που ξεκίνησε τον Ιανουάριο. Αντιπροσωπεία της Χαμάς είχε συναντήσεις με Αιγύπτιους διαμεσολαβητές τις τελευταίες ημέρες και δήλωσε έτοιμη να διαπραγματευτεί τη δεύτερη φάση της συμφωνίας.
Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι στέλνει αντιπροσωπεία στο Κατάρ στις 10 Μαρτίου για να προωθήσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την εκεχειρία με τη Χαμάς. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του γραφείου του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, το Ισραήλ «αποδέχθηκε την πρόσκληση των διαμεσολαβητών που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ», χωρίς να παρέχονται επιπλέον λεπτομέρειες. Οι συζητήσεις για τη δεύτερη φάση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός επρόκειτο αρχικά να ξεκινήσουν έναν μήνα νωρίτερα.
Ο αλ Νόνο δήλωσε ότι ο Γουίτκοφ έπαιξε «σημαντικό ρόλο» στην εξασφάλιση της εκεχειρίας της 19ης Ιανουαρίου, η οποία οδήγησε σε προσωρινή παύση των εχθροπραξιών στη Γάζα. Τόνισε, επίσης, ότι υπάρχει ελπίδα ο Γουίτκοφ να συμβάλει στην επιτυχία της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη φάση της συμφωνίας.
Στο πλαίσιο της πρώτης φάσης της συμφωνίας, η Χαμάς έχει μέχρι στιγμής ανταλλάξει 33 Ισραηλινούς ομήρους και πέντε Ταϊλανδούς με περίπου 2.000 Παλαιστίνιους κρατούμενους και υπόπτους. Σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές, από τα 59 άτομα που παραμένουν σε κατάσταση ομηρίας, εκτιμάται ότι λιγότεροι από 30 είναι ζωντανοί.
Στις 5 Μαρτίου, ο Ντόναλντ Τραμπ απηύθυνε «τελευταία προειδοποίηση» προς τη Χαμάς, απαιτώντας την άμεση απελευθέρωση των υπόλοιπων ζωντανών ομήρων και την επιστροφή των νεκρών σωμάτων όσων έχασαν τη ζωή τους στην αιχμαλωσία.
Σε ανάρτησή του στην προσωπική του πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Truth Social, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανέφερε ότι η οργάνωση έχει δύο επιλογές: είτε να απελευθερώσει όλους τους ομήρους άμεσα και να επιστρέψει τα νεκρά σώματα όσων δολοφονήθηκαν είτε να αντιμετωπίσει σοβαρές συνέπειες. Δήλωσε, επίσης, ότι προτίθεται να στείλει στο Ισραήλ «ό,τι χρειάζεται για να ολοκληρώσει τη δουλειά» και ότι κανένα μέλος της Χαμάς δεν θα είναι ασφαλές αν η οργάνωση δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του.
Το Ισραήλ ανακοίνωσε στις 9 Μαρτίου ότι διακόπτει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στη Γάζα, στο πλαίσιο της άσκησης πίεσης στη Χαμάς, προκειμένου η τρομοκρατική οργάνωση να αποδεχθεί τους όρους του για την παράταση της εκεχειρίας.
Η ανακοίνωση αυτή έγινε λίγες ημέρες μετά την αναστολή κάθε ανθρωπιστικής βοήθειας και αποστολής αγαθών στη Λωρίδα της Γάζας, η οποία τελεί υπό τον έλεγχο της Χαμάς. Η απόφαση αυτή είχε ως στόχο να αναγκάσει την οργάνωση να αποδεχθεί την παράταση της πρώτης φάσης της ισχύουσας συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός. Στις 4 Μαρτίου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε δηλώσει ότι ήταν διατεθειμένος να κλιμακώσει την πίεση, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο διακοπής της ηλεκτροδότησης εάν η Χαμάς δεν συμμορφωνόταν.
Η πρώτη φάση της εκεχειρίας έληξε την 1η Μαρτίου και το Ισραήλ έχει προτείνει τη διαπραγμάτευση μιας μόνιμης ανακωχής, υπό την προϋπόθεση ότι η Χαμάς θα απελευθερώσει το ήμισυ των υπόλοιπων ομήρων που κρατούνται ακόμη στη Γάζα από την τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Αντιθέτως, η Χαμάς επιδιώκει την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη, πιο φιλόδοξη φάση της εκεχειρίας, η οποία θα περιλαμβάνει την απελευθέρωση όλων των ομήρων με αντάλλαγμα την πλήρη αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, 24 όμηροι εξακολουθούν να είναι ζωντανοί, ενώ 35 νεκρά σώματα ομήρων παραμένουν στα χέρια της Χαμάς.
Στις 9 Μαρτίου, η τρομοκρατική οργάνωση ανέφερε ότι ολοκλήρωσε έναν γύρο διαπραγματεύσεων με τους Αιγύπτιους μεσολαβητές χωρίς να αλλάξει τη θέση της, και ζήτησε την ταχεία έναρξη της δεύτερης φάσης της εκεχειρίας. Η Χαμάς προειδοποίησε επίσης ότι η διακοπή της ανθρωπιστικής βοήθειας και της ενέργειας στη Γάζα θα έχει επιπτώσεις και στους ομήρους.
Ο Νετανιάχου είχε προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο διακοπής της ηλεκτροδότησης και, σύμφωνα με επιστολή του Ισραηλινού υπουργού Ενέργειας προς την Ισραηλινή Ηλεκτρική Εταιρεία, η εταιρεία διατάχθηκε να σταματήσει την πώληση ενέργειας στη Γάζα.
Η Γάζα, η οποία έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές από τον πόλεμο που ξεκίνησε με την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, διαθέτει ελάχιστες υποδομές, ενώ οι κάτοικοι χρησιμοποιούν γεννήτριες και ηλιακούς συλλέκτες για να καλύψουν μέρος των ενεργειακών τους αναγκών. Μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται από το Ισραήλ χρησιμοποιείται για τις αντλίες αφαλάτωσης, οι οποίες παρέχουν νερό για πόση και υγιεινή.
Το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ καταδίκασε την απόφαση του Ισραήλ στις 7 Μαρτίου, αναφέροντας ότι οποιαδήποτε άρνηση πρόσβασης σε βασικά αγαθά για τον άμαχο πληθυσμό μπορεί να συνιστά συλλογική τιμωρία.
Στις 9 Μαρτίου, ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου για τους ομήρους, Άνταμ Μπόλερ, δήλωσε ότι οι πρόσφατες συνομιλίες με τη Χαμάς, που αποτέλεσαν μια σπάνια εξαίρεση στην πάγια πολιτική της Ουάσιγκτον να μην διαπραγματεύεται με τρομοκρατικές οργανώσεις, ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες. Ο ίδιος σημείωσε ότι, αν και κατανοεί τις επιφυλάξεις του Ισραηλινού αξιωματούχου Ρον Ντέρμερ για την ύπαρξη άμεσων επαφών με τη Χαμάς, οι συνομιλίες αυτές είχαν έναν σαφή στόχο.
Ο Μπόλερ τόνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν λειτουργούν ως αντιπρόσωπος του Ισραήλ, αλλά έχουν δικά τους συμφέροντα στην υπόθεση και ότι οι συζητήσεις είχαν ως στόχο να δώσουν ώθηση στις διαπραγματεύσεις, που βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση. Ο ίδιος ανέφερε ότι ήθελε να κατανοήσει ποιο θα ήταν το επιθυμητό τελικό αποτέλεσμα για τη Χαμάς.
Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε διάστημα μόλις 48 ωρών, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς νέο κύμα συγκρούσεων ξέσπασε στη Συρία μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και υποστηρικτών του πρώην προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ. Το 70% των θυμάτων είναι άμαχοι πολίτες, με την πλειοψηφία τους να ανήκουν στην Αλαουιτική κοινότητα.
Επίκεντρο και χαρακτήρας των συγκρούσεων
Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν το απόγευμα της Πέμπτης 6 Μαρτίου στην περιοχή της Τζαμπλέ στη Λαττάκεια, όταν δυνάμεις πιστές στον πρώην πρόεδρο Άσαντ επιτέθηκαν σε κυβερνητικές μονάδες. Η βία εξαπλώθηκε ταχύτατα στις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου, τα βουνά του Ανσαρίγια και τις πόλεις Χομς και Ταρτούς.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι ανθρώπινες απώλειες ανέρχονται σε 1.018 νεκρούς, εκ των οποίων:
745 άμαχοι πολίτες
125 στρατιώτες
148 μαχητές προσκείμενοι στον Άσαντ
Ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι εκτιμούν ότι ο πραγματικός αριθμός ενδέχεται να ξεπερνά τους 1.200, καθώς πολλά περιστατικά σε απομακρυσμένες περιοχές δεν έχουν καταγραφεί επίσημα.
Η θρησκευτική διάσταση της σύγκρουσης
Οι εξελίξεις φέρνουν στο προσκήνιο τη βαθιά θρησκευτική και εθνοτική διαίρεση που χαρακτηρίζει τη συριακή κοινωνία. Η αλαουίτικη κοινότητα, μια σιιτική μουσουλμανική ομάδα που αποτελεί το 10-12% του πληθυσμού της Συρίας, βρίσκεται στο επίκεντρο των επιθέσεων.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί Αλαουίτες αντιτάχθηκαν στο καθεστώς Άσαντ, η συλλογική τους ταυτότητα έχει συνδεθεί με αυτό λόγω της καταγωγής του πρώην προέδρου. Αυτό έχει καταστήσει την κοινότητα στόχο αντιποίνων, με το 80% των αμάχων θυμάτων να προέρχονται από αυτή.
Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι οι αναφορές για εκτελέσεις γυναικών και παιδιών σε σπίτια και δημόσιους χώρους, καθώς και βίντεο που κυκλοφορούν στα κοινωνικά δίκτυα και δείχνουν μαχητές με κυβερνητικά διακριτικά να εκτελούν αιχμαλώτους.
Ανθρωπιστική κρίση και διεθνείς αντιδράσεις
Ο Ερυθρός Σταυρός έχει εκφράσει σοβαρές ανησυχίες για την κατάρρευση των υγειονομικών δομών στη Λαττάκεια. Τα νοσοκομεία λειτουργούν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και βασικά φάρμακα, ενώ οι δυνάμεις ασφαλείας φέρονται να εμποδίζουν την πρόσβαση ανθρωπιστικών οργανώσεων, αφήνοντας εκατοντάδες τραυματίες χωρίς ιατρική περίθαλψη.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε τις αναφορές «βαθύτατα ανησυχητικές» και ζήτησε άμεση κατάπαυση του πυρός και σεβασμό του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Παράλληλα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ανθρωπιστικής Βοήθειας (ECHO) ανακοίνωσε την αποστολή πέντε ειδικών αεροσκαφών με ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό, αλλά η κυβέρνηση της Δαμασκού αρνείται να χορηγήσει άδεια προσγείωσης.
Η τοποθέτηση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά
Στο πλαίσιο των διεθνών αντιδράσεων, ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Αντώνης Σαμαράς εξέδωσε γραπτή δήλωση με την οποία προειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον ρόλο της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και άμυνας, με αφορμή τις πρόσφατες συγκρούσεις στη Συρία.
Στη δήλωσή του, ο κος Σαμαράς επισημαίνει: «Η ανατροπή του Άσαντ καλωσορίστηκε από την Ευρώπη και τη Δύση, γιατί εκπροσωπούσε ένα αυταρχικό καθεστώς. Όμως, η ΕΕ και η Δύση όφειλε να γνωρίζει ότι όταν αντικαθιστάς το κακό με το χείρον, τον αυταρχικό ηγέτη με ένα ηγετικό στέλεχος της Αλ Κάιντα, ενεργούμενο της Τουρκίας του Ερντογάν και του Φιντάν, τότε νομοτελειακά οδηγούμαστε σε σφαγές χιλιάδων αμάχων και σκηνές βαρβαρότητας που δεν αντέχει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα».
Ο πρώην πρωθυπουργός χαρακτηρίζει τα γεγονότα στη Συρία ως «νεοοθωμανικής εμπνεύσεως» που «υλοποιείται δια χειρός των τρομοκρατών του Αχμέντ αλ-Σάρα», προσθέτοντας πως η Ευρωπαϊκή Ένωση «οφείλει να αντιληφθεί το ρόλο της Τουρκίας του Ερντογάν σε αυτό το εν εξελίξει έγκλημα».
Επιπλέον, ο κος Σαμαράς καλεί την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλία ώστε η ΕΕ να καταδικάσει το νέο καθεστώς της Δαμασκού και να επαναφέρει τις κυρώσεις, τονίζοντας ότι «πρώτα [έρχονται] οι μεταρρυθμίσεις και η τήρησή τους στην πράξη και μετά η άρση των κυρώσεων».
Πολιτικό πλαίσιο και προοπτικές
Η πτώση του Άσαντ τον Δεκέμβριο του 2024, μετά από 13 χρόνια εμφύλιου πολέμου, είχε δημιουργήσει ελπίδες για μια νέα αρχή στη χώρα. Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις αποκαλύπτουν τις βαθιές διαιρέσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν.
Ο νέος πρόεδρος Αχμέντ αλ-Σάρα έχει υποσχεθεί «αυστηρή τιμωρία» σε όσους διαπράττουν εγκλήματα κατά αμάχων. Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι οι ενέργειες των κυβερνητικών δυνάμεων υπονομεύουν αυτήν τη ρητορική, ενώ η συνεχιζόμενη παρουσία ανεξέλεγκτων πολιτοφυλακών – παρά την επίσημη διάλυσή τους – αποτελεί κρίσιμο παράγοντα αστάθειας.
Η διεθνής κοινότητα εκφράζει φόβους ότι η τρέχουσα κλιμάκωση μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύκλο εμφύλιας σύγκρουσης. Ήδη παρατηρείται αυξημένη κινητικότητα στα σύνορα, με την Τουρκία και το Ιράν να ενισχύουν τις στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις, ενώ ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη έχουν εντοπιστεί στον συριακό εναέριο χώρο.
Το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανακοίνωσε σήμερα πως περισσότεροι από 500 άμαχοι αλαουίτες έχουν χάσει τη ζωή τους από την περασμένη Πέμπτη στη δυτική Συρία. Οι θάνατοι αποδίδονται στις συριακές δυνάμεις ασφαλείας και συμμαχικές τους οργανώσεις, στο πλαίσιο επιχειρήσεων και συγκρούσεων με υποστηρικτές του ανατραπέντος προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, «532 άμαχοι αλαουίτες σκοτώθηκαν στις περιφέρειες της συριακής ακτής και των βουνών της Λαττάκειας από τις δυνάμεις ασφαλείας και οργανώσεις που συνδέονται μ’ αυτές».
Ο συνολικός απολογισμός των θυμάτων ανέρχεται σε 745 νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων 213 μελών των δυνάμεων ασφαλείας και μαχητών που παρέμειναν πιστοί στην παράταξη του Άσαντ.
Η κλιμάκωση της βίας στην περιοχή προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στη διεθνή κοινότητα, καθώς οι αλαουίτες, θρησκευτική μειονότητα στην οποία ανήκε και ο Άσαντ, αποτελούν στόχο επιθέσεων μετά την ανατροπή του καθεστώτος.
Η περιοχή της Λαττάκειας και η συριακή ακτή αποτελούσαν παραδοσιακά προπύργια του καθεστώτος Άσαντ, με σημαντική παρουσία της αλαουίτικης κοινότητας. Οι πρόσφατες συγκρούσεις υποδηλώνουν την αυξανόμενη αστάθεια στη χώρα, παρά την αλλαγή καθεστώτος.
Διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις εκφράζουν την ανησυχία τους για πιθανά αντίποινα κατά των αλαουιτών και άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων, καλώντας σε προστασία του άμαχου πληθυσμού και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, παρακολουθεί την κατάσταση στη Συρία από την έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης το 2011, συλλέγοντας πληροφορίες από πηγές σε όλη τη χώρα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν για να αντικαταστήσει αυτήν από την οποία είχε αποσυρθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας στην προεδρία.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο στις 7 Μαρτίου, ο Τραμπ ανέφερε ότι η εκτίμηση της κυβέρνησής του για την κατάσταση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν βρίσκεται «σε τελικό στάδιο», υποδηλώνοντας ότι ενδέχεται να υπάρξει είτε συμφωνία για το ιρανικό πετρέλαιο είτε στρατιωτική δράση. Ανέφερε πως το Ιράν δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και ότι κάτι θα συμβεί πολύ σύντομα.
Ο Τραμπ έστειλε μια επιστολή στον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, αυτή την εβδομάδα, ελπίζοντας να δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο για να περιοριστεί η ικανότητα της Τεχεράνης να επιταχύνει το πυρηνικό της πρόγραμμα. Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει επίσημη επιβεβαίωση ότι ο Χαμενεΐ έχει λάβει την επιστολή.
Ο Τραμπ ανέφερε την αποστολή της επιστολής σε ένα απόσπασμα συνέντευξης που παραχώρησε στην Fox Business News αυτή την εβδομάδα, η οποία δεν έχει δημοσιευτεί πλήρως. Στη συνέντευξή του ανέφερε ότι είχε γράψει μια επιστολή λέγοντας ότι ελπίζει να διαπραγματευτούν, γιατί αν πρέπει να επέμβουν στρατιωτικά, θα είναι κάτι φρικτό. Πρόσθεσε ότι θα είναι πολύ καλύτερο για το Ιράν, ενώ η άλλη εναλλακτική είναι να κάνουν κάτι, γιατί δεν μπορούν να τους αφήσουν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.
Ο Τραμπ έκανε τις δηλώσεις αυτές καθώς η ηγεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ εξετάζουν το ενδεχόμενο στρατιωτικής παρέμβασης για να αποτρέψουν το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Ιερουσαλήμ έχουν δηλώσει ότι δεν θα επιτρέψουν ποτέ στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και υπέγραψαν κοινή δήλωση με αυτήν τη δέσμευση υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν το 2022.
Η Τεχεράνη δεν διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής προς το παρόν, αλλά συνεχίζει να εμπλουτίζει ουράνιο σε επίπεδα κοντά σε αυτά που απαιτούνται για πυρηνικά όπλα, από τότε που ο Τραμπ τερμάτισε μονομερώς τη διμερή πυρηνική συμφωνία το 2018, η οποία είχε θέσει περιορισμούς σε τέτοιες δραστηριότητες.
Υπάρχει ανησυχία ότι το καθεστώς της Τεχεράνης θα μπορούσε να επιταχύνει γρήγορα τη δημιουργία πυρηνικής κεφαλής σε σύντομο χρονικό διάστημα, την οποία θα τοποθετήσει σε πύραυλο. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (IAEA), το Ιράν έχει ενισχύσει την παραγωγή ουρανίου κοντά στο όριο που απαιτείται για πυρηνικά όπλα.
Η έκθεση της ΙΑΕΑ αναφέρει ότι το Ιράν διαθέτει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου σε ποσοστό 60%, το οποίο απέχει μόλις ένα βήμα από το 90% που απαιτείται για την παραγωγή πυρηνικών όπλων. Η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει αύξηση περίπου 40% από τον περασμένο Αύγουστο. Η έκθεση αναφέρει ότι απαιτούνται περίπου 42 κιλά εμπλουτισμένου ουρανίου σε αυτό το επίπεδο για την παραγωγή μιας πυρηνικής κεφαλής, κάτι που υποδηλώνει ότι η Τεχεράνη μπορεί να παράγει περίπου έξι πυρηνικές κεφαλές, αν το επιθυμεί.
Οι σχέσεις μεταξύ Τραμπ και Χαμενεΐ είναι τεταμένες εδώ και χρόνια, μετά την αποχώρηση του Αμερικανού προέδρου από τη συμφωνία πυρηνικής συμφωνίας και τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σολεϊμανί το 2020.
Ο Χαμενεΐ απέρριψε την πρώτη πρόταση του Τραμπ για νέα πυρηνική συμφωνία τον περασμένο μήνα, λέγοντας ότι «δεν πρέπει να υπάρξουν διαπραγματεύσεις με μια τέτοια κυβέρνηση». Είπε ότι «οι Αμερικανοί δεν τήρησαν τη συμφωνία» και πρόσθεσε ότι «το άτομο που είναι στην εξουσία την κατέστρεψε. Είπε ότι θα το κάνει και το έκανε.»
Ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε τις δηλώσεις του Τραμπ σχετικά με την επιστολή προς τον Χαμενεΐ αυτή την εβδομάδα, λέγοντας ότι ο Τραμπ έστειλε μια επιστολή στους Ιρανούς ηγέτες ζητώντας να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία. Ο Τραμπ δήλωσε: «Προτιμώ να διαπραγματευτώ μια συμφωνία. Δεν είμαι σίγουρος αν συμφωνούν όλοι μαζί μου, αλλά μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία που θα είναι εξίσου καλή όσο αν την κερδίζαμε στρατιωτικά […] Ο χρόνος λιγοστεύει. Κάτι θα συμβεί, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.»
Η επίσημη θέση του Ιράν είναι ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα έχει ειρηνικούς σκοπούς. Ωστόσο, οι ηγέτες στην Τεχεράνη έχουν απειλήσει ανοιχτά να επιδιώξουν την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων λόγω των υψηλών εντάσεων που σχετίζονται με το καθεστώς κυρώσεων της Ουάσιγκτον και της μάχης της Ιερουσαλήμ κατά των παραστρατιωτικών ομάδων στη Γάζα, το Λίβανο και την Υεμένη, τις οποίες υποστηρίζει το Ιράν.
Δεν είναι γνωστό αν υπάρχει διάθεση για διαπραγματεύσεις στην Τεχεράνη. Ωστόσο, ο Χαμενεΐ είπε σε ομιλία του τον περασμένο Αύγουστο ότι «δεν είναι κακό να συζητάμε με τον εχθρό». Πρόσφατα, όμως, αντέστρεψε αυτές τις δηλώσεις, λέγοντας ότι «δεν είναι έξυπνο, σοφό ή έντιμο» να διαπραγματεύεται κανείς με τις Ηνωμένες Πολιτείες.