Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Η Σύνοδος των G7 στον Καναδά αναμένεται να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα

Σχολιασμός

Η συνάντηση των G7 την επόμενη εβδομάδα στο Κανανάσκις, Αλμπέρτα, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια ασυνήθιστα ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα δεδομένα αυτού του ομίλου.

Η πρώτη σύγχρονη σύνοδος κορυφής ηγετών ήταν το Συνέδριο της Βιέννης το 1814–1815 (Μέτερνιχ, Ταλεϊράν, Κάσλρι/Γουέλιγκτον, Νέσελροντ κ.ά.), που σημείωσε σχετική επιτυχία. Το Βερολίνο 63 χρόνια αργότερα (Μπίσμαρκ, Ντίζραελι, Άντρασι κ.ά.) ήταν μια μερική επιτυχία. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1919, ήρθε το Παρίσι και η Βερσαλλίες (Κλεμανσό, Γουίλσον, Λόιντ Τζορτζ, Ορλάντο), που δεν ήταν επιτυχία, ενώ 19 χρόνια μετά, το Μόναχο (Χίτλερ, Τσάμπερλεν, Νταλαδιέ, Μουσολίνι) ήταν καταστροφή.

Υπήρξαν μόνο τρεις συναντήσεις των Αμερικανών, Σοβιετικών και Βρετανών ηγετών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Τεχεράνη, τη Γιάλτα και το Πότσνταμ, οι οποίες όμως γίνονταν όλο και λιγότερο επιτυχείς καθώς ο Στάλιν αθέτησε όλες τις δεσμεύσεις του για την απελευθέρωση της Ευρώπης. Η επόμενη τέτοια συνάντηση, που περιλάμβανε και τον Γάλλο ηγέτη Έντγκαρ Φορ, έγινε στη Γενεύη το 1955. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ άνοιξε τη συνεδρία με απαίτηση να τηρηθούν από την ΕΣΣΔ οι δεσμεύσεις της Γιάλτας και με πρόταση για αμοιβαία ανοχή στην αεροπορική αναγνώριση, γνωστή ως πρόγραμμα «Ανοικτών Ουρανών». Η ρωσική αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από τρεις φατρίες που διεκδικούσαν τη διαδοχή του Στάλιν, αλλά δύο από τους αρχηγούς, ο Νικήτα Χρουστσόφ και ο Νικολάι Μπουλγκάνιν, απέρριψαν την πρόταση με έντονο τρόπο. (Τελικά έγινε αποδεκτή 17 χρόνια αργότερα.)

Η Σύνοδος Κορυφής του Παρισιού το 1960 ήταν φιάσκο, καθώς ο Χρουστσόφ απαίτησε χωρίς αποτέλεσμα συγγνώμη από τον Αϊζενχάουερ για τις πτήσεις αναγνώρισης πάνω από τη Σοβιετική Ένωση. Ο οικοδεσπότης, στρατηγός ντε Γκωλ, απάντησε διάσημα στην απειλή του Ρώσου ηγέτη να αποχωρήσει: «Μην σας καθυστερώ». Η επόμενη συνάντηση μεταξύ του προέδρου Κέννεντυ και του Χρουστσόφ στη Βιέννη το 1961, λίγο μετά την αποτυχημένη εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα, ήταν επίσης αποτυχία λόγω της επιθετικότητας του Χρουστσόφ. Ακολούθησε η συνάντηση μεταξύ του προέδρου Τζόνσον και του σοβιετικού πρωθυπουργού Αλεξέι Κοσυγίν στο Γκλάσμπορο του Νιου Τζέρσεϊ το 1967, που ήταν πολιτισμένη αλλά ασήμαντη.

Η πραγματική ανάπτυξη της κορυφαίας διπλωματίας άρχισε με τον Ρίτσαρντ Νίξον. Ως αντιπρόεδρος, είχε τη διάσημη ανταλλαγή απόψεων με τον Χρουστσόφ στο λεγόμενο «Kitchen Debate» στην Αμερικανική Εθνική Έκθεση στη Μόσχα το 1959. Από το 1945, όταν ο πρόεδρος Τρούμαν αποκάλυψε στον Στάλιν την επιτυχή δοκιμή της πρώτης ατομικής βόμβας στο Αλαμογκόρντο κατά τη διάρκεια της συνόδου στο Πότσνταμ, μέχρι την εντυπωσιακή επίσκεψη του Νίξον στην Κίνα το 1972, δεν σημειώθηκε κάτι σημαντικό στις συναντήσεις, αν και κάθε μία ήταν πολύ δημοσιοποιημένη.

Η επίσκεψη στην Κίνα ξεκίνησε τη διαδικασία ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και την ενσωμάτωση της Κίνας στους διεθνείς θεσμούς. Λίγο μετά, οι Βόρειοι Βιετναμέζοι εισέβαλαν στο Νότο προσπαθώντας να διακόψουν την επικείμενη επίσκεψη Νίξον στη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί επιβεβαίωσαν την πρόσκληση και ο Νίξον, αφήνοντας τον επίγειο πόλεμο στο Βιετνάμ σχεδόν ολοκληρωτικά στους Νοτιοβιετναμέζους και Νοτιοκορεάτες (που νίκησαν τους Βόρειους Βιετναμέζους και το Βιετκόνγκ), διέταξε 1.000 αεροπορικές επιδρομές ημερησίως στο Βόρειο Βιετνάμ, αυξάνοντάς τες στις 1.200 κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Σοβιετική Ένωση. Για πρώτη φορά κυμάτισε η σημαία των ΗΠΑ δίπλα σε αυτή της Σοβιετικής Ένωσης πάνω από το Κρεμλίνο, και ο Νίξον υπέγραψε τη συμφωνία SALT 1, τη μεγαλύτερη συμφωνία ελέγχου των όπλων στην ιστορία του κόσμου, η οποία, παρεμπιπτόντως, αποκατέστησε την αμερικανική πυρηνική στρατιωτική υπεροχή, υπολογίζοντας κάθε αμερικανικό ICBM με 10 ανεξάρτητα στοχευμένες κεφαλές ως ένα μόνο πύραυλο.

Ακολούθησαν ετήσιες συναντήσεις των ηγετών των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, μέχρι την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1979. Η ατμόσφαιρα παρέμεινε ψυχρή μέχρι την ανάδειξη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1983, και ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε το 1991 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του διεθνούς κομμουνισμού. Ήταν η μεγαλύτερη και πλέον αβίαστη στρατηγική νίκη στην ιστορία των εθνών, καθώς ο μοναδικός αντίπαλος της Αμερικής κατέρρευσε χωρίς να χυθεί αίμα.

Οι συναντήσεις των G7 ξεκίνησαν το 1975 ως οικονομικές συζητήσεις μεταξύ των πέντε και αργότερα επτά κορυφαίων δυτικών οικονομικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία συμμετείχε για κάποιο διάστημα, αλλά αποκλείστηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι συμμετείχαν στη δημιουργία μιας εναλλακτικής ομάδας, των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), με την πρώτη επίσημη σύνοδο το 2009.

Οι συναντήσεις των G7 συνήθως δεν παράγουν ιδιαίτερα ειδησεογραφικά αποτελέσματα και έχουν, κατά συνέπεια, μειώσει το ενδιαφέρον του κοινού. Για ένα διάστημα, οι σύνοδοι ήταν αφορμή βίαιων διαδηλώσεων από ακροαριστερούς και χούλιγκαν. Το 2002, ο Ζαν Κρετιέν επέλεξε τον Κανανάσκις ως τόπο συνάντησης, που ήταν σχεδόν απρόσιτος για τους διαδηλωτές, οι οποίοι θα έπρεπε να διασχίσουν δάση με αρκούδες, λύκους και δηλητηριώδη φίδια, εκτός από την αυστηρή ασφάλεια.

Ως θεσμός, ο G7 έχουν αποδειχθεί ανθεκτικός. Φέτος, οι καλεσμένοι περιλαμβάνουν τρεις χώρες των BRICS: Βραζιλία, Ινδία και Νότια Αφρική, καθώς και Αυστραλία, Ινδονησία, Μεξικό, Νότια Κορέα και Ουκρανία. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα ηγετών, από τον Τραμπ ως τον Μόντι, τον Λούλα ντα Σίλβα, την Σέινμπαουμ, τον Ζελένσκι, την Μελόνι και τον Μερτς. Υπάρχει αξία στο να συναντώνται ηγέτες που αντιπροσωπεύουν πάνω από 300 εκατομμύρια ανθρώπους, αν και μακριά από τις ιστορικές μορφές όπως ο Ρούσβελτ, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν που καθόριζαν το μέλλον του κόσμου περιτριγυρισμένοι από στρατιωτικούς αρχηγούς με 40 εκατομμύρια μαχητές.

Φέτος, οι ηγέτες μπορούν να προωθήσουν τις διμερείς συζητήσεις για τους δασμούς με τις ΗΠΑ και την βοήθεια προς την Ουκρανία, ενώ πέντε ή έξι μπορούν να συντονίσουν περαιτέρω στρατηγικές συγκράτησης της Κίνας. Όλοι θα ήταν ευγνώμονες για όποιες πληροφορίες ο πρόεδρος Τραμπ μπορεί να δώσει σχετικά με τις συζητήσεις του με τον Ρώσο πρόεδρο και με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα και την τρομοκρατία. Οι συζητήσεις αυτές κορυφώνονται, κάνοντας τη συνάντηση πολύ επίκαιρη.

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι το σημαντικότερο πρόσωπο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό και την επιρροή των συμμετεχόντων, η συνάντηση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη. Όλοι ευχόμαστε καλή επιτυχία σε μια τόσο σημαντική διεθνή συνάντηση.

Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας αδυνατεί να στηρίξει την κινεζική οικονομία

Σχολιασμός

Κάθε φορά που το Πεκίνο ανακοινώνει μέτρα στήριξης της κινεζικής οικονομίας, περιλαμβάνει στις εξαγγελίες του και τη μείωση των επιτοκίων ή άλλες μορφές νομισματικής χαλάρωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, η οικονομία δεν χρειάζεται μόνο νομισματική ώθηση, ενώ ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (People’s Bank of China – PBOC) φέρεται να μην προσφέρει ουσιαστική συμβολή στην προσπάθεια τόνωσης. Εκτιμάται μάλιστα ότι δεν ανταποκρίνεται επαρκώς ούτε στις προσδοκίες του πολιτικού καθεστώτος.

Αναλυτές επισημαίνουν ότι η εικόνα αυτή επιβεβαιώθηκε και τον Μάιο, όταν η PBOC συμμορφώθηκε με το αίτημα του Πεκίνου για νομισματική χαλάρωση, αλλά με τόσο περιορισμένο τρόπο, ώστε θεωρήθηκε σχεδόν αμελητέα. Η κίνηση στην οποία τελικά προχώρησε η Τράπεζα ήταν μια μείωση της τάξης του 0,1 της μονάδας στα επιτόκια. Ξεκίνησε στις αρχές του μήνα με αυτή τη μικρή μείωση του επιτοκίου των συμφωνιών επαναγοράς διάρκειας επτά ημερών και συνέχισε με μειώσεις ίδιου μεγέθους στο επιτόκιο αναφοράς δανεισμού – το βασικό επιτόκιο δανεισμού ενός έτους – και στις πενταετείς λήξεις.

Για μια οικονομία που, όπως αναγνωρίζει και το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), έχει άμεση ανάγκη τόνωσης της καταναλωτικής ζήτησης και των επενδύσεων από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι αλλαγές αυτές χαρακτηρίζονται ως κατώτερες των περιστάσεων. Πρόκειται, κατά τους ίδιους σχολιαστές, για συνέχεια μιας μακρόχρονης τάσης. Από τον Δεκέμβριο του 2021, όταν η PBOC ξεκίνησε να στηρίζει την πολιτική ώθησης της οικονομίας, οι μειώσεις των επιτοκίων δεν ξεπέρασαν αθροιστικά τις 0,8 ποσοστιαίες μονάδες – από το 3,8% στο 3,0%. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης, δηλαδή, δεν υπερβαίνει τις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.

Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μια τέτοια περιορισμένη μεταβολή θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά τη συμπεριφορά των δανειοληπτών και των τραπεζών ή να ενθαρρύνει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αντιπαραβάλλουν, μάλιστα, τη στάση της PBOC με αυτήν της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), η οποία – αν και αντιμετωπίζει σαφώς ηπιότερες πιέσεις – μείωσε τα αμερικανικά επιτόκια κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα μέσα στο διάστημα Σεπτέμβριος 2024-Φεβρουάριος 2025.

Η αδράνεια της PBOC προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη απορία, αν ληφθεί υπόψη ότι η κινεζική οικονομία παρουσιάζει πλέον τάσεις αποπληθωρισμού. Σε συνθήκες πληθωρισμού, οι δανειολήπτες αποπληρώνουν τα δάνειά τους με χρήματα μικρότερης πραγματικής αξίας από αυτήν που δανείστηκαν. Το 2021, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια νομισματικής χαλάρωσης, ο ετήσιος πληθωρισμός τιμών παραγωγού άγγιζε το 10%, επιτρέποντας στους δανειολήπτες να αποπληρώσουν με χρήμα που είχε χάσει περίπου 10% της αγοραστικής του αξίας. Με το βασικό επιτόκιο στο 3,8%, το πραγματικό κόστος δανεισμού ήταν τότε αρνητικό, περίπου στο -6%.

Σήμερα, όμως, ο πληθωρισμός έχει μετατραπεί σε αποπληθωρισμό – σχεδόν -3% ετησίως – με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να καλούνται να αποπληρώνουν με χρήμα που έχει αυξημένη αγοραστική δύναμη. Ακόμη και μετά τις μειώσεις επιτοκίων, το πραγματικό κόστος δανεισμού υπολογίζεται πλέον κοντά στο 6%.

Η εξέλιξη αυτή αποθαρρύνει σαφώς τη ζήτηση για δανεισμό, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Κατά τους αναλυτές, η PBOC θα έπρεπε να είχε οδηγήσει τα επιτόκια ακόμη και κάτω από το μηδέν, προκειμένου να ανακτήσει τα κίνητρα δανεισμού που υπήρχαν το 2021. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική της κρίνεται ακόμη πιο ανεπαρκής απ’ ό,τι δείχνουν οι αριθμοί.

Με άλλα λόγια, η νομισματική πολιτική στην Κίνα χαρακτηρίζεται σήμερα περισσότερο περιοριστική παρά επεκτατική. Αντί να στηρίξει τις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος να αναζωογονήσει την οικονομία και να αντισταθμίσει την κρίση στον τομέα των ακινήτων και τη συνεπακόλουθη απώλεια εμπιστοσύνης, η PBOC φαίνεται να λειτουργεί ανασταλτικά. Η αποτυχία της αυτή θεωρείται ακόμη πιο ανησυχητική – έως και επικίνδυνη – σε μια περίοδο κατά την οποία οι πιέσεις από τους δασμούς των ΗΠΑ και ο εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός καθιστούν τη στήριξη της οικονομίας πιο επιτακτική από ποτέ.

Του Milton Ezrati

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Διδάγματα από τη φιλοοικογενειακή πολιτική της Ουγγαρίας

Σχολιασμός

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας που  ξεκίνησε το 2020, τα ποσοστά γάμων μειώθηκαν σημαντικά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες πλην μίας. Μόνο μία χώρα κατάφερε να πλεύσει κόντρα στον άνεμο, σημειώνοντας μάλιστα μια μικρή αύξηση στα ποσοστά γάμων εκείνο το έτος, ενώ ορισμένες μεσογειακές χώρες είδαν μείωση μέχρι και 42%. Αυτή η χώρα ήταν η Ουγγαρία.

Η αύξηση των γάμων δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην ισχυρή χριστιανική ταυτότητα της Ουγγαρίας. Ο Άντριου Μπράιτμπαρτ υποστήριξε ότι η πολιτική είναι κατακάθι του πολιτισμού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο πολιτισμός είναι απότοκος της πολιτικής. Αν έπρεπε να στοιχηματίσω ποια πλευρά της ανθρώπινης κοινωνίας οδηγεί σε μεγαλύτερη αλλαγή, θα επέλεγα τον πολιτισμό, ο οποίος ασχολείται με τις πιο θεμελιώδεις πτυχές της ανθρώπινης ζωής και της καθημερινής ύπαρξης (φαγητό, οικογένεια, καλές τέχνες, πίστη), και επομένως τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και πεποίθηση. Αλλά η πραγματικότητα της πολιτικής και της πολιτισμικής αλλαγής αψηφά κάθε απλοϊκή φόρμουλα, και οι δύο σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας ασκούν βαρυτική έλξη η μία στην άλλη.

Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, βλέπουμε ένα παράδειγμα της επιρροής που μπορεί να έχει η πολιτική στον πολιτισμό — κάτι που θα μπορούσε εύκολα να αναπαραχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι νομοθετικές πράξεις της Ουγγαρίας φαίνεται να έχουν αλλάξει σημαντικά τους πολιτιστικούς κανόνες που αφορούν τον γάμο και την οικογένεια, καθιστώντας τον γάμο πιο δημοφιλή και ανατρέποντας την ιδέα του «γάμου-ορόσημο» υπέρ του «γάμου-ακρογωνιαίου λίθου».

Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, εισήγαγε διάφορα προγράμματα που προωθούν τον γάμο και την οικογενειακή ζωή. Για παράδειγμα, τα ζευγάρια που παντρεύονται πριν από τα 41α γενέθλια της νύφης λαμβάνουν δάνειο έως και 10 εκατομμύρια ουγγρικά φιορίνια, ποσό που αντιστοιχεί σε 30.000 ευρώ περίπου. Το ένα τρίτο του δανείου διαγράφεται εάν το ζευγάρι κάνει δύο παιδιά και το υπόλοιπο διαγράφεται εάν έχουν τρία ή περισσότερα. Η απόκτηση παιδιών μειώνει επίσης τους φόρους μιας οικογένειας, φθάνοντας έως και την πλήρη απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εφ’ όρου ζωής για τις γυναίκες με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά. Άλλα οφέλη περιλαμβάνουν στεγαστική υποστήριξη στα παντρεμένα ζευγάρια και επιδόματα 5.000 φιορινιών ανά μήνα για τα πρώτα δύο χρόνια του γάμου.

Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους. Το ποσοστό γάμων στην Ουγγαρία διπλασιάστηκε από το 2010 έως το 2021. Η Ουγγαρία ηγείται πλέον της ΕΕ σε ποσοστά γάμων. Οι γυναίκες στην Ουγγαρία παντρεύονται επίσης σε νεότερη ηλικία από άλλες γυναίκες στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, τα ποσοστά διαζυγίων έχουν μειωθεί στο μισό από το 2010 και τα ποσοστά αμβλώσεων έχουν επίσης μειωθεί στο μισό από το 2003. Αντίστοιχα, και ο αριθμός των αμβλώσεων και των γεννήσεων μεταξύ των εφήβων έχει μειωθεί από το 2016.

Συγκρίνετε αυτό με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, το 2022, το ποσοστό των νοικοκυριών με επικεφαλής ένα παντρεμένο ζευγάρι ήταν το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ — μόλις 46,8%, έναντι του υψηλότερου 78,8% του 1949. Αν και το ποσοστό διαζυγίων στις ΗΠΑ έχει μειωθεί κάπως τα τελευταία χρόνια, παραμένει αλήθεια ότι περίπου το ένα τρίτο των γάμων καταλήγουν σε διαζύγιο, από το 2022. Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και πολλές άλλες χώρες, αντιμετωπίζουν μια κρίση γάμου.

Παράλληλα με την κρίση γάμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες — όπως σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος — αντιμετωπίζουν και μια κρίση γονιμότητας, μια επικείμενη κατάρρευση του πληθυσμού, ο αντίκτυπος της οποίας θα συγκλονίσει τον κόσμο. Οι δημογράφοι συμφωνούν γενικά ότι θα φτάσουμε στο μέγιστο του πληθυσμού αυτόν τον αιώνα, μετά τον οποίο ο αριθμός μας θα μειωθεί σημαντικά. Σε όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες, το ποσοστό γονιμότητας είναι σημαντικά χαμηλότερο από το ποσοστό των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα που απαιτείται για τη διατήρηση των επιπέδων πληθυσμού. Όπως αναφέρει το BBC, «ο κόσμος δεν είναι καλά προετοιμασμένος για την παγκόσμια κατάρρευση των γεννήσεων, η οποία αναμένεται να έχει ‘συγκλονιστικές’ επιπτώσεις στις κοινωνίες».

Η Ουγγαρία ελπίζει να καταπολεμήσει την κατάρρευση γονιμότητας μέσω της πολιτικής της υπέρ της οικογένειας, τα αποτελέσματα της οποίας έχουν αρχίσει να γίνονται ορατά. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, η πολιτική υπέρ της οικογένειας έχει οδηγήσει στη γέννηση 120.000 επιπλέον παιδιών κατά τη διάρκεια 10 ετών. Ενώ η Ουγγαρία δεν έχει ακόμη φτάσει τα ποσοστά γονιμότητας αντικατάστασης, έχει ανακάμψει από την «χαμηλότερη γονιμότητα» , ανεβάζοντας το ποσοστό από κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, σε περίπου 1,6 παιδιά ανά γυναίκα.

Η Ουγγαρία φέρεται να δαπανά το 5% του ΑΕΠ της στις φιλοοικογενειακές πολιτικές της, ποσοστό διόλου αμελητέο. Αλλά η καταστροφή των οικογενειών και η κατάρρευση των ποσοστών γονιμότητας έχουν επίσης κόστος. Χρειαζόμαστε ανθρώπους για μια ακμάζουσα οικονομία. Επιπλέον, τα παιδιά και οι οικογένειες είναι η ψυχή κάθε έθνους και οι εγγυητές του μέλλοντός του. Η προώθηση της οικογένειας — της «πρώτης κοινωνίας», που αποτελεί το δομικό στοιχείο και κύτταρο της ευρύτερης κοινωνίας — θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας προτεραιοτήτων κάθε κυβέρνησης. Και οι ισχυρές οικογένειες εξαρτώνται από ισχυρούς γάμους.

Μέχρι στιγμής, οι προσπάθειες της Ουγγαρίας προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να αποδίδουν. Όπως γράφει η Λώρι Ντε Ρόουζ για το Ινστιτούτο Οικογενειακών Σπουδών: «Κάνοντας τον γάμο οικονομικά επωφελή, η ουγγρική κυβέρνηση μπορεί να έχει βοηθήσει στην αλλαγή της πολιτιστικής εικόνας του γάμου από ένα μέσο επίδειξης ασφάλειας σε ένα μέσο οικοδόμησής της». Πράγματι, τα έθνη σε όλη τη Δύση πρέπει να επιστρέψουν σε μια αντίληψη του έγγαμου βίου ως κάτι φυσικό και προϋπόθεση ασφάλειας, αυτοεκπλήρωσης και ευτυχίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να σημειώσουν τις ουγγρικές επιτυχίες και να τις αναπαράγουν. Το μέλλον μας εξαρτάται από αυτό.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Η σιωπή των διεθνών ΜΜΕ για τις παραβιάσεις στην Κίνα

Μια πολυβραβευμένη σκηνοθέτρια και συγγραφέας έδωσε τη δική της εξήγηση για τη σιωπή που φαίνεται να επικρατεί σε δυτικά μέσα ενημέρωσης αναφορικά με τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.

Όπως επισημαίνουν παρατηρητές των εξελίξεων στην Κίνα, τα μέσα που κάποτε ήταν ιδιαίτερα επικριτικά για θέματα όπως η καταστολή στο Χονγκ Κονγκ, οι διώξεις των ασκουμένων του Φαλούν Γκονγκ και η κατάσταση στο Σιντζιάνγκ, πλέον σπανίως αναφέρονται σε αυτά.

Η Κέι Ρούμπατσεκ, σκηνοθέτρια, συγγραφέας και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με καταγωγή από την Αυστραλία —η οποία έχει στο παρελθόν συλληφθεί για μικρό χρονικό διάστημα από τις κινεζικές αρχές— δήλωσε πως οι δημοσιογράφοι των δυτικών μέσων βρίσκονται σε «εξαιρετικά δύσκολη θέση».

Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο ABC Brisbane, εάν ένας δημοσιογράφος καλύψει ένα θέμα που θεωρείται ευαίσθητο από το καθεστώς, κινδυνεύει να απελαθεί και να του απαγορευτεί η είσοδος στη χώρα, κάτι που έχει συμβεί επανειλημμένως. Η ίδια πρόσθεσε ότι ακόμη και όταν ένα ρεπορτάζ αγγίζει ένα «λάθος» θέμα τη «λάθος» χρονική στιγμή, μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των αρχών. Ειδικοί λόγοι απέλασης, σύμφωνα με τη Ρούμπατσεκ, περιλαμβάνουν την κάλυψη της πνευματικής άσκησης Φάλουν Γκονγκ, της διαφθοράς σε κάποια τοπική κοινότητα, ή ζητημάτων περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Η σκηνοθέτρια υποστήριξε επίσης πως σε κάποιες περιπτώσεις οι κινεζικές αρχές χρησιμοποιούν τους δημοσιογράφους ως «πιόνια» σε ένα παιχνίδι ανταλλαγών, παρακολουθώντας και παρεμποδίζοντας την πορεία ενός ρεπορτάζ από την αρχή ως το τέλος, κάτι που -όπως είπε- συμβαίνει συχνά. Για τον λόγο αυτό, τα μέσα εμφανίζονται εξαιρετικά επιφυλακτικά.

Χαρακτηριστική περίπτωση θεωρείται η αυθαίρετη κράτηση της Αυστραλής δημοσιογράφου Τσενγκ Λέι, η οποία εργαζόταν για το κινεζικό τηλεοπτικό δίκτυο CGTN και συνελήφθη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ως αντίποινα για την έκκληση της αυστραλιανής κυβέρνησης να διεξαχθεί έρευνα για την προέλευση του κορωνοϊού.

Η Αυστραλή δημοσιογράφος Τσενγκ Λέι παρακολουθεί την τελετή υπογραφής της συμφωνίας από τον πρωθυπουργό της Κίνας Λι Τσιανγκ και τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζι στο Κοινοβούλιο της Αυστραλίας. Καμπέρα, στις 17 Ιουνίου 2024. (Lukas Coch/POOL/AFP μέσω Getty Images)

 

Η Ρούμπατσεκ ανέφερε ακόμη έναν λόγο για τη σιωπή των δυτικών μέσων: τη διαφημιστική επιρροή του Πεκίνου. Σύμφωνα με την ίδια, η εφημερίδα China Daily —ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά αγγλόφωνα έντυπα της Κίνας— έχει κατά καιρούς συμπεριλάβει ένθετα σε αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, παρέχοντας σημαντικά ποσά διαφημιστικών εσόδων που προέρχονται άμεσα από το κινεζικό καθεστώς. Όπως σημείωσε, αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί και σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, έντυπο Τύπο και κινηματογράφο.

Κατά την άποψή της, η Κίνα ασκεί ισχυρή επιρροή με τρόπο που στοχεύει όσους ήδη διακατέχονται από φόβο, γνωρίζοντας πώς να «πιέζει τα κατάλληλα κουμπιά».

Το 2024, δύο Αμερικανοί γερουσιαστές κάλεσαν εννέα μεγάλα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης —μεταξύ των οποίων οι Los Angeles Times και USA Today— να διακόψουν κάθε συνεργασία με την China Daily. Στην επιστολή τους κατηγόρησαν την εφημερίδα ότι επιχειρεί να εξωραΐσει τη γενοκτονία των Ουιγούρων στη Σιντζιάνγκ και να δικαιολογήσει τη χρηματοδότηση της Ρωσίας από το Πεκίνο για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Υποστήριξαν επίσης ότι όσα μέσα συνεχίζουν να συνεργάζονται με την εφημερίδα, λειτουργούν ως κανάλια προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας προς το αμερικανικό κοινό.

Το ίδιο έτος, η China Daily επαίνεσε τον Αυστραλό πρωθυπουργό Άντονι Αλμπανέζι για την ικανότητά του να «διατηρεί ισορροπία» μεταξύ της στρατηγικής σχέσης με την Ουάσιγκτον και των οικονομικών συμφερόντων με το Πεκίνο, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις παγκόσμιες πολιτικές ανακατατάξεις που προέκυψαν μετά τη δεύτερη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο ηγέτης του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζε, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Σερ Κιρ Στάρμερ και ο πρόεδρος της Κολομβίας Γκουστάβο Πέτρο με τους ηγέτες των μελών της G20, καθώς ποζάρουν για τη φωτογραφία της Παγκόσμιας Συμμαχίας κατά της Πείνας και της Φτώχειας στη σύνοδο κορυφής της G20. Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, στις 18 Νοεμβρίου 2024. (Stefan Rousseau – WPA Pool/Getty Images)

 

Η Ρούμπατσεκ, τέλος, υπογράμμισε τη σημασία του να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην Κίνα ως χώρα, τον κινεζικό λαό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όπως είπε, η ίδια έχει επισκεφθεί τη χώρα, την οποία περιέγραψε ως έναν υπέροχο τόπο με μακρά ιστορία και έναν λαό γεμάτο καλοσύνη —όπως σε κάθε χώρα, όταν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός. Κατά την άποψή της, όμως, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει εξελιχθεί σε μία «παραβατική οντότητα» με τρόπο λειτουργίας που προκαλεί έντονο προβληματισμό.

Της Cindy Li

Η στροφή του Πεκίνου προς τη Λατινική Αμερική

Παρά την προσωρινή ανάπαυλα στο μέτωπο των δασμών με τις ΗΠΑ, το Πεκίνο αντιλαμβάνεται την ευπάθεια της οικονομίας του σε έναν ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο. Αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις, έχει ξεκινήσει μια διπλωματική εκστρατεία παγκοσμίως, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, την παραδοσιακή «αυλή» της Ουάσιγκτον.

Βασικό εργαλείο αυτής της στρατηγικής είναι το Φόρουμ Κίνας–CELAC (Κοινότητα Κρατών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής), το οποίο το Πεκίνο εγκαινίασε το 2015. Στην πρόσφατη υπουργική σύνοδο του Μαΐου, ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ υπενθύμισε στους αντιπροσώπους των 30 χωρών την εντυπωσιακή αύξηση του εμπορίου μεταξύ Κίνας και CELAC, το οποίο το 2024 έφτασε τα 515 δισ. δολάρια. Αν και το ποσό υπολείπεται του εμπορίου Κίνας-ΗΠΑ, παραμένει ιδιαίτερα σημαντικό.

Ο Σι προώθησε επίσης την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI) και ανακοίνωσε μια νέα πιστωτική γραμμή 66 δισ. γιουάν (περίπου 9,2 δισ. δολάρια) για έργα υποδομής, ποσό ιδιαίτερα ελκυστικό για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της περιοχής. Ωστόσο, σε μια ένδειξη των βαθύτερων οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Κίνα, η νέα αυτή δέσμευση ήταν λιγότερο από το ήμισυ της αντίστοιχης του 2015.

Πέρα από τις γενικές δεσμεύσεις, ο Σι προχώρησε και σε στοχευμένες προσφορές. Υποσχέθηκε τόσο στη Βραζιλία όσο και στην Κολομβία ότι η Κίνα θα αυξήσει τις εισαγωγές των προϊόντων τους, ενθαρρύνοντας παράλληλα τις κινεζικές εταιρείες —κρατικές και ιδιωτικές— να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους εκεί. Η Βραζιλία, ειδικότερα, υποδέχθηκε θερμά τις δεσμεύσεις, καθώς ο πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα επιδιώκει να τοποθετήσει στρατηγικά τη χώρα του ως βασικό προμηθευτή αγροτικών προϊόντων στην Κίνα, σε περίπτωση που ένας εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ αναγκάσει το Πεκίνο να στραφεί αλλού.

Ενισχύοντας αυτή την εμπορική προσέγγιση, ο Σι ανακοίνωσε την παροχή ετήσιας άδειας εισόδου χωρίς βίζα για τους πολίτες πέντε χωρών: της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Χιλής, του Περού και της Ουρουγουάης. Η επιλογή δεν είναι τυχαία, καθώς όλες αποτελούν σημαντικούς εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων.

Αναμφίβολα, μια σημαντική επιτυχία για τον Σι ήταν η ανακοίνωση ότι η Κολομβία προσχωρεί επίσημα στην BRI. Η υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Λάουρα Σαραμπία, χαρακτήρισε την απόφαση «το πιο τολμηρό βήμα της Κολομβίας εδώ και δεκαετίες». Η κίνηση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι η Κίνα είναι ήδη ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κολομβίας. Ωστόσο, η νίκη αυτή για το Πεκίνο μετριάζεται από την πρόσφατη ανακοίνωση του Παναμά ότι προτίθεται να αποχωρήσει από την πρωτοβουλία με τη λήξη της συμμετοχής του σε δύο χρόνια. Ενώ το Πεκίνο αποδίδει την απόφαση σε αμερικανική πίεση, η τάση αυτή αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη απογοήτευση ορισμένων χωρών που διαπιστώνουν ότι οι δεσμεύσεις της BRI συνοδεύονται από επαχθείς όρους.

Σε διπλωματικό επίπεδο, το φόρουμ μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία για το Πεκίνο. Παρότι η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική δεν μπορούν να αναπληρώσουν πλήρως μια ενδεχόμενη απώλεια της αμερικανικής αγοράς, η Κίνα δείχνει να κάνει βήματα για τη μείωση της οικονομικής της εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει αντιδράσει δημόσια ούτε στις κινήσεις της Κίνας, ούτε στη στάση των χωρών της CELAC.

Ωστόσο, από καθαρά οικονομική σκοπιά, το αποτέλεσμα δεν συνιστά θρίαμβο. Οι δεσμεύσεις του Σι επιβαρύνουν μια ήδη πιεσμένη κινεζική οικονομία, ενώ από την άλλη πλευρά, οι αποφάσεις του φόρουμ δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ενδεικτική ήταν η στάση του προέδρου της Βραζιλίας, ο οποίος, ακόμη και από το Πεκίνο, δεν δίστασε να συμβουλεύσει τους ομολόγους του να αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από οποιαδήποτε δύναμη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.

Milton Ezrati


Οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο είναι προσωπικές του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τη θέση της Epoch Times.

Πού πήγαν οι ευγενικοί, ντροπαλοί Κινέζοι φοιτητές;

Σχολιασμός

Διδάσκω οικονομικά σε μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια για πάνω από 40 χρόνια. Συχνά δίδασκα σε υπερπληθείς τάξεις και έτσι πιθανότατα συνάντησα αρκετές χιλιάδες Κινέζους φοιτητές όλα αυτά τα χρόνια. Πολλοί από αυτούς ήταν από τους πιο ευγενικούς φοιτητές που έχω γνωρίσει – άλλοι πάλι από τους λιγότερο ευγενικούς.

Αυτό που μου φαίνεται ανησυχητικό είναι ότι οι αναλογίες αυτών των δύο κατηγοριών στα αμερικανικά πανεπιστήμια μοιάζει να έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον στον προπτυχιακό πληθυσμό. Αυτοί οι εξαιρετικά ευγενικοί Κινέζοι φοιτητές που ήρθαν στις πανεπιστημιουπόλεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980 φαίνεται τώρα να αποτελούν τη μειοψηφία μεταξύ των ομοεθνών τους που φοιτούν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι μπορούν πιθανώς να δώσουν διάφορες εξηγήσεις για αυτό το φαινόμενο — την αξιοσημείωτη οικονομική επιτυχία της Κίνας τα τελευταία χρόνια, η οποία ενισχύει την επιθετική, εθνοκεντρική και ευθυγραμμισμένη με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) στάση των Κινέζων, τα αποτελέσματα των πολιτικών αγώνων που ανταμείβουν τα παιδιά κορυφαίων (και συχνά διεφθαρμένων) στελεχών του ΚΚΚ και πολλούς άλλους πιθανούς λόγους. Εδώ θα περιγράψω απλώς τι παρατήρησα στις εμπειρίες μου με προπτυχιακούς Κινέζους φοιτητές και πώς πιστεύω ότι μπορεί να επηρεάζει ορισμένες πτυχές της αμερικανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Οι πρώτοι Κινέζοι φοιτητές φρόντιζαν πάντα να πειθαρχούν σε όλους τους κανονισμούς και να μην ξεφεύγουν από τα όρια, ώστε να μην θέσουν σε κίνδυνο τη θέση τους ως διεθνείς φοιτητές ή προσβάλουν άθελά τους κάποιους ντόπιους. Αυτό σταδιακά άλλαξε και το πρώτο δείγμα της αλλαγής ήταν η εξαπάτηση. Αν και αυτό παρατηρείται σε όλες τις ομάδες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των ΗΠΑ, εξελίχθηκε σε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα με τους Κινέζους φοιτητές στα μαθήματά μου και έχει συζητηθεί αλλού ως τάση στα κολέγια σε εθνικό επίπεδο (Wall Street Journal, 2015–2016).

Την τελευταία δεκαετία της ενεργού διδασκαλίας μου, σχεδόν όλες οι υποθέσεις αντιγραφής που αντιμετώπισα αφορούσαν Κινέζους φοιτητές. Κινέζοι φοιτητές μού εμπιστεύτηκαν μάλιστα ότι εξεπλάγησαν πολύ όταν ήρθαν στην Αμερική και είδαν πόσο χαλαρή ήταν η παρακολούθηση των φοιτητών κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Είπαν ότι στην Κίνα, όλοι οι φοιτητές έδιναν εξετάσεις κάτω από οθόνες τηλεόρασης, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες βασιζόμασταν στην παρουσία μερικών καθηγητών ή βοηθών μαθημάτων για να κρατάμε την αντιγραφή υπό έλεγχο.

Ορισμένοι Κινέζοι φοιτητές που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω επέδειξαν ακόμη και μια προνομιακή στάση που τους έθετε πάνω από «τον νόμο», όπως συμβαίνει με εκείνους που ανεβαίνουν στις τάξεις του ΚΚΚ. Με τις διδασκαλίες του Κομφούκιου και του ταοϊστή Λάο Τζι να έχουν μείνει για πολύ καιρό στο περιθώριο στην Κίνα, φάνηκε ότι το «σύστημα τιμής» μας σήμαινε λίγα για αυτούς τους νέους Κινέζους που διαπαιδαγωγούνται έτσι ώστε να απορρίπτουν οτιδήποτε θυμίζει θρησκεία ως δεισιδαιμονία, και μαζί και τις ηθικές αξίες που συνήθως συνοδεύουν τη θρησκευτική σκέψη.

Τελικά, εμφανίστηκαν ιστορίες για Κινέζους φοιτητές που παραβίαζαν κι άλλους κανόνες. Για να παρακάμψουν την απαίτηση για τους πρωτοετείς φοιτητές να ζουν σε φοιτητικές εστίες, υπέγραφαν το συμβόλαιο της εστίας, πλήρωναν το δωμάτιο και τη διατροφή και στη συνέχεια μετακόμιζαν σε ένα πολυτελές διαμέρισμα εκτός πανεπιστημιούπολης. Μερικές φορές έπαιρναν θέση στάθμευσης για τα πολύ ακριβά σπορ αυτοκίνητά τους σε γκαράζ που προορίζονταν για καθηγητές και προσωπικό, πληρώνοντας ένα μέλος του προσωπικού για να τους επιτρέψει να καταχωρήσουν το αυτοκίνητο με την ταυτότητά του.

Ακόμα χειρότερα ήταν τα πολιτικά υποκινούμενα αιτήματα που άρχισε να κάνει η Ένωση Κινέζων Φοιτητών και Ακαδημαϊκών, η οποία υποστηρίζεται από το ΚΚΚ, σε ορισμένα πανεπιστήμια. Στο πανεπιστήμιό μου, αυτή η ομάδα προσπάθησε να διακόψει τις κανονικές δραστηριότητες φοιτητικών ομάδων Φάλουν Γκονγκ και Ταϊβανών, απαιτώντας να καταργηθεί η πρόσβασή τους στο email του πανεπιστημίου και να τους απαγορευτεί το δικαίωμά τους να εκθέτουν έργα τέχνης σε μια βιβλιοθήκη. Σε μια περίπτωση, όταν συμμετείχα σε μία παρέλαση με τη φοιτητική ομάδα Φάλουν Γκονγκ, στην οποία υπηρετούσα ως Σύμβουλος Διδακτικού Προσωπικού, ένας Κινέζος φοιτητής με πλησίασε, ήρθε σε απόσταση τριών εκατοστών από το πρόσωπό μου και μου είπε «[βωμολοχία] εσύ!» Και είπε μία  λέξη την οποία παραλείπω εδώ για λόγους ευγένειας.

Πιστεύω ότι αυτές οι ατυχείς συμπεριφορές ενός αυξανόμενου αριθμού Κινέζων προπτυχιακών φοιτητών έχουν αναγνωριστεί ευρέως εδώ και αρκετό καιρό, αλλά όλοι κάνουν τα στραβά μάτια επειδή οι Κινέζοι πληρώνουν καλά και τα πανεπιστήμια θέλουν τα χρήματά τους. Κάποτε, ένας διοικητικός υπάλληλος μού ζήτησε να σταματήσω να εγγράφω Αμερικανούς φοιτητές σε ένα από τα μαθήματά μου, επειδή οι λίγες διαθέσιμες θέσεις «κρατούνταν» για τους Κινέζους. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ μία καλή Αμερικανίδα φοιτήτρια που έκλαιγε στο γραφείο μου επειδή δεν μπορούσε να μπει στο πρόγραμμα λογιστικής που ήταν γεμάτο με Κινέζους, ενώ ο λογιστής πατέρας της την περίμενε να ενταχθεί στην επιχείρησή του.

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μια από τις μεγάλες ιστορίες επιτυχίας της αμερικανικής εργασίας. Μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, κάθε πολιτεία είχε εξαιρετικά ιδρύματα που εξυπηρετούσαν τους πληθυσμούς που είχαν συμβάλει σε αυτό το μεγαλείο μέσω της αφοσιωμένης υπηρεσίας τους, της επιμελούς δημόσιας πολιτικής και των φόρων τους. Όταν οποιοσδήποτε φοιτητής, είτε Αμερικανός είτε Κινέζος, πληρώνει τα δίδακτρα για να φοιτήσει σε ένα κολέγιο, αυτά τα δίδακτρα καλύπτουν ένα πολύ μικρό μέρος των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων που έχουν δαπανηθεί εδώ και πολλά χρόνια για να καταστήσουν αυτό το κολέγιο έναν τόπο πραγματικά ανώτερης μάθησης.

Μέρος του μεγαλείου αυτών των ιδρυμάτων έγκειται στις αξίες — συμπεριλαμβανομένων των ηθικών και πνευματικών αξιών — που οι ιδρυτές και οι υποστηρικτές τους ενσωμάτωσαν σε κάθε πτυχή της εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι έξι από τα οκτώ κολέγια της Ivy League, που θεωρούνται από πολλούς ως η αφρόκρεμα της αμερικανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ιδρύθηκαν από ομάδες με θρησκευτικούς δεσμούς. Για να συνεχίσουμε αυτή την παράδοση, θα πρέπει να επιμείνουμε ότι όλοι οι φοιτητές μας πρέπει να ενεργούν ειλικρινά, να υπακούν στους κανόνες και να φέρονται σε όλα τα μέλη της πανεπιστημιούπολης με σεβασμό, ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα πληρώνουν.

Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες άνοιξαν τις πόρτες τους στους Κινέζους, οι νέοι που άρχισαν να έρχονται στις πανεπιστημιουπόλεις μας μου έλεγαν ότι είχαν παππούδες και γιαγιάδες που εξακολουθούσαν να τους παραθέτουν τον Κομφούκιο ή να καίνε θυμίαμα στον Βούδα. Ήταν γλυκείς, αξιαγάπητοι άνθρωποι που σέβονταν την αμερικανική αίσθηση ηθικής και τον κώδικα δεοντολογίας που έφερνε στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όμως, οι γιαγιάδες έχουν πεθάνει προ πολλού και οι Κινέζοι που έρχονται σήμερα γνωρίζουν μεν καλύτερα Αγγλικά χάρη στο διαδίκτυο, αλλά από τη σοφία του Κομφούκιου γνωρίζουν λιγότερα πράγματα. Η ανατροφή και η στάση τους διαμορφώνονται πλέον από το ΚΚΚ και αυτό είναι εμφανές.

Οι επικριτές της προσπάθειας που γίνεται τώρα να κρατηθούν οι Κινέζοι φοιτητές μακριά από τα αμερικανικά πανεπιστήμια συνήθως επικεντρώνονται στην οικονομική ζημία και στην απώλεια ταλέντων, ενώ οι υποστηρικτές της επικεντρώνονται κυρίως στην κατασκοπεία και την κλοπή τεχνολογίας. Θα έλεγα ότι στην πραγματικότητα αυτές οι συζητήσεις θα πρέπει να εστιάσουν στη ζημιά που θα μπορούσε να προκληθεί στην ηθική στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εάν οι Κινέζοι που έχουν υποστεί κατήχηση από το ΚΚΚ συνεχίσουν να εισρέουν στα κολέγια και τα πανεπιστήμιά μας.

Μακάρι να μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε εκείνες τις αθώες εποχές που οι ευγενείς, ντροπαλοί Κινέζοι με το μυαλό τους γεμάτο από τα λόγια του Κομφούκιου κάθονταν στις τάξεις μας και ταίριαζαν με τις ηθικές μας αντιλήψεις. Είμαι βέβαιη ότι δεν έχουν χαθεί. Αλλά όπως συνήθως συμβαίνει, οι αθώοι πληρώνουν το τίμημα.

Της Lucia Dunn

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Nουάρ σκανδιναβική πολιτική

Σχολιασμός

Για πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές, ιδιαίτερα για τους προοδευτικούς Αμερικανούς, οι σκανδιναβικές χώρες — Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Φινλανδία και Ισλανδία — αντιπροσωπεύουν μια πραγματική ουτοπία. Χαρακτηρισμένες από ένα εγκαλιταριανιστικό ήθος και μεγάλα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, φαίνεται να ενσαρκώνουν ένα συγκεκριμένο όραμα για το τι θα μπορούσε να είναι η Αμερική: κοινωνίες όμορφων, μορφωμένων ανθρώπων που απολαμβάνουν δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, ισχυρά δίκτυα κοινωνικής ασφάλισης και εκτεταμένη ισότητα των φύλων.

Αρχικά, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί το σκανδιναβικό μοντέλο προσελκύει θαυμασμό.

Τα έθνη της περιοχής κατατάσσονται σταθερά μεταξύ των πιο «ίσων» στον κόσμο λόγω της εκτεταμένης κατανομής εισοδήματος μέσω της υψηλής φορολογίας και των εκτεταμένων συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας που περιλαμβάνουν δημόσιες υπηρεσίες όπως η τριτοβάθμια εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη, οι οποίες είναι τεχνικά καθολικές. Επιπλέον, είναι επίσης παγκόσμιοι ηγέτες στην ισότητα των φύλων, προσφέροντας γενναιόδωρη γονική άδεια που βοηθά στη διασφάλιση της συνεχιζόμενης συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Επίσης, δεδομένου ότι η κοινωνική εμπιστοσύνη ιστορικά ήταν υψηλή και η πολιτική διαφθορά χαμηλή, οι σκανδιναβικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ένα αίσθημα ενότητας και κοινωνικής ευθύνης που είναι σπάνιο σε άλλα μέρη του κόσμου.

Ωστόσο, μπείτε στον κόσμο του σκανδιναβικού νουάρ. Αυτό το είδος αστυνομικής λογοτεχνίας προέρχεται από τη Σκανδιναβία και παρουσιάζει, μέσα από μυθιστορήματα και τηλεοπτικές σειρές, μια έντονα αντίθετη, ζοφερή απεικόνιση της ζωής στον Βορρά: μακρινούς, σκοτεινούς χειμώνες, άγονα τοπία και μελαγχολικούς, απογοητευμένους πρωταγωνιστές που μάχονται με εσωτερικούς δαίμονες ενώ λύνουν φρικιαστικά εγκλήματα. Εδώ, οι ψυχρές, σύνθετες πραγματικότητες της ζωής εισβάλλουν στο γραφικό εξωτερικό.

Αυτό το σκοτεινό αφηγηματικό στυλ έχει βαθιές ρίζες, που ανάγονται σε μορφές όπως ο Νορβηγός δραματουργός του 19ου αιώνα Χένρικ Ίψεν, ο Δανός φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκωρ και ο Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.

Πιο πρόσφατα, συγγραφείς όπως ο Στηγκ Λάρσον (συγγραφέας του «Το κορίτσι με το τατουάζ του δράκου») και ο Χέννινγκ Μάνκελ (δημιουργός της σειράς Wallander) έχουν κερδίσει παγκόσμια αναγνώριση για ιστορίες που όχι μόνο απεικονίζουν δολοφονίες αλλά και βαθιά ριζωμένη κοινωνική δυσφορία. Ο μισογυνισμός, ο ρατσισμός, ο βιασμός, η μισανδρία, η βία των συμμοριών και η αποξένωση είναι κεντρικά θέματα σε αφηγήσεις όπου οι επικεφαλής αστυνομικοί ερευνητές κάθε τόσο απέχουν πολύ από το να είναι ηρωικοί. Αντίθετα, είναι κουρασμένα, συναισθηματικά τραυματισμένα άτομα, που συχνά στρέφονται στο αλκοόλ για να αντιμετωπίσουν το σκοτεινό υπογάστριο της κοινωνίας. Και αυτό δεν είναι απλώς μυθοπλασία.

Σήμερα, κάτω από το πέπλο της κοινωνικοοικονομικής ισχύος και της πολιτικής σταθερότητας, οι σκανδιναβικές χώρες χαρακτηρίζονται από αυξανόμενες προκλήσεις. Για παράδειγμα, οι γραφειοκρατίες της χώρας που κάποτε φημίζονταν για την αποτελεσματικότητά τους, όχι μόνο είναι διογκωμένες, αλλά πνίγουν την οικονομική ανάπτυξη, την τεχνολογική καινοτομία και την πολιτική ευελιξία. Η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη, αν και φαινομενικά «δωρεάν» στο σημείο παροχής υπηρεσιών, υποφέρουν από μη ικανοποιητικά αποτελέσματα και μεγάλους χρόνους αναμονής. Επιπλέον, η κοινωνική συνοχή —κάποτε καθοριστικό χαρακτηριστικό της περιοχής— επιδεινώνεται. Και ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι η μετανάστευση, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, έχει δοκιμάσει —και σπάσει— τα όρια της ολοκλήρωσης. Η Σουηδία, ειδικότερα, έχει βιώσει μια ιστορική αύξηση του βίαιου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν καθημερινών πυροβολισμών και βομβιστικών επιθέσεων που προέρχονται από φυλετικές διαμάχες και διαφορές συμμοριών που σχετίζονται με διαμάχες μεταξύ διαφόρων ομάδων μεταναστών.

Έτσι, η αλήθεια για τις σκανδιναβικές χώρες σήμερα βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην εικόνα ενός ουτοπικού μοντέλου και σε αυτήν μιας νουάρ δυστοπίας. Αλλά πώς συμβιβάζουν οι Σκανδιναβοί αυτή την ένταση; Και γιατί ανέχονται την πολιτική που της επιτρέπει να επιμένει; Η απάντηση βρίσκεται στην ιστορία. Συγκεκριμένα, οι σκανδιναβικές χώρες δεν ήταν πάντα πλούσιες και ασφαλείς. Αντιθέτως, τμήματα της περιοχής ήταν απελπιστικά φτωχά μέχρι και τον εικοστό αιώνα. Και επειδή τα σημερινά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που έγιναν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παραμένει μια βαθιά πολιτισμική μνήμη δυσκολιών.

Ως αποτέλεσμα, οι σκανδιναβικές κοινωνίες ασχολούνται περισσότερο με τις επίμονες ατέλειες παρά με τις επιτυχίες που έχουν επιτευχθεί. Έτσι, δεδομένου ότι τα πιο σημαντικά προβλήματα έχουν ήδη αντιμετωπιστεί, οι πολιτικές συζητήσεις δεν επικεντρώνονται στη μεγάλη εικόνα αλλά σε ολοένα και πιο μικρά και περιθωριακά ζητήματα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, για να κερδίσει κανείς ψήφους, πρέπει να διογκώσει αυτά τα ζητήματα — αλλιώς θα κατηγορηθεί για αδιαφορία. Κατά συνέπεια, ο τόνος της σκανδιναβικής πολιτικής είναι δυσανάλογα ζοφερός και θεατρικός, χαρακτηριζόμενος από ατελείωτες συζητήσεις για την αντιμετώπιση των «ανισοτήτων» και προβλημάτων που, με βάση τα παγκόσμια πρότυπα, μόλις που καταγράφονται.

Αυτή η νωθρότητα είναι ιδιαίτερα εμφανής στη Σουηδία, τη μεγαλύτερη και πιο ισχυρή από τις σκανδιναβικές χώρες. Ως «μεγάλος αδελφός» της περιοχής, η χώρα θαυμάζεται και ελέγχεται εξονυχιστικά από άλλους. Οι πολιτιστικές της εξαγωγές —συμπεριλαμβανομένης της αστυνομικής λογοτεχνίας— τείνουν να κυριαρχούν στις παγκόσμιες αντιλήψεις για τον Βορρά. Πρόσφατα, το σουηδικό πολιτικό κλίμα έχει γίνει πιο σκούρο, με αμφότερα τα αριστερά λαϊκιστικά και εθνικιστικά κόμματα να κερδίζουν έδαφος και την παραδοσιακή πολιτική συναίνεση να καταρρέει υπό το βάρος των νέων πραγματικοτήτων.

Επομένως, το παράδοξο της πολιτικής του σκανδιναβικού νουάρ πηγάζει και αντανακλά τη διττή φύση αυτών των κοινωνιών. Σε μια εποχή ραγδαίων παγκόσμιων αλλαγών και προκλήσεων που απαιτούν θεμελιώδεις προσαρμογές, βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα είδος πολιτικού κενού όπου ο εξωτερικός έπαινος και η εσωτερική αυτοαπορρόφηση καθιστούν την απαραίτητη επανεκτίμηση των κοινωνικών, οικονομικών και άλλων πολιτικών του παρελθόντος και του παρόντος εξαιρετικά δύσκολη. Γιατί αν ζεις σε έναν παράδεισο, δεν συνεπάγεται η αλλαγή υποβάθμιση; Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση όπου η λαϊκή δυσαρέσκεια και το πολιτικό άγχος αλληλοτροφοδοτούνται σε καθοδικές σπείρες.

του Anders W. Edwardsson

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Απο-δολαριοποίηση ή μαζική πώληση αμερικανικού χρέους: Τα «όπλα» που δεν θα χρησιμοποιήσει το Πεκίνο

Ανάλυση

Στο πλαίσιο των πιθανών τακτικών που θα μπορούσε να επιστρατεύσει το Πεκίνο απέναντι στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, πολλά μέσα ενημέρωσης, τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, εκφράζουν εικασίες ότι η Κίνα θα μπορούσε να απειλήσει με δύο κινήσεις: πρώτον, να απεξαρτήσει την οικονομία της από το δολάριο — μια διαδικασία γνωστή ως απο-δολαριοποίηση — και δεύτερον, να εκποιήσει τα τεράστια αποθέματά της σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Ωστόσο, καμία από αυτές τις ενέργειες δεν είναι πιθανή, τουλάχιστον όχι ως άμεσος μοχλός πίεσης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Είναι ευνόητο γιατί αναλυτές και σχολιαστές εστιάζουν σε τέτοια σενάρια. Το Πεκίνο επιδιώκει εδώ και χρόνια να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο του γουάν, συχνά εις βάρος του αμερικανικού δολαρίου. Στο πλαίσιο της φιλόδοξης Πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος», για παράδειγμα, επιμένει συχνά οι συμφωνίες να συνάπτονται σε γουάν, αντί για δολάρια που αποτελούν τον κανόνα διεθνώς.

Παράλληλα, το Πεκίνο προωθεί την ιδέα της απεξάρτησης από το δολάριο μεταξύ των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική). Η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών, που τελεί υπό κινεζική ηγεσία, χορηγεί δάνεια και επιχορηγήσεις σε γουάν. Η Κίνα έχει συνάψει σημαντικές συμφωνίες για την αγορά πετρελαίου σε γουάν, ενώ οι εκτενείς εμπορικές συναλλαγές της με τη Ρωσία διεκπεραιώνονται επίσης εκτός του δολαριακού συστήματος. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ενισχύει αυτήν την προσπάθεια και μέσω της προώθησης του ψηφιακού γουάν.

Ωστόσο, το Πεκίνο γνωρίζει άριστα ότι η Κίνα, ως μια κατ’ εξοχήν εξαγωγική οικονομία, εξαρτάται από το δολάριο για να διεκπεραιώνει τις εμπορικές της συναλλαγές με την πλειονότητα των χωρών. Παρά τις προσπάθειες να υποκατασταθεί το δολάριο με το γουάν, το αμερικανικό νόμισμα εξακολουθεί να κυριαρχεί στο 80% του παγκόσμιου εμπορίου, ακόμη και σε συναλλαγές όπου οι ΗΠΑ δεν αποτελούν αντισυμβαλλόμενο μέρος. Επιπλέον, το δολάριο χρησιμοποιείται στο 90% του συνόλου των συναλλαγών στην αγορά συναλλάγματος (forex), έναντι μόλις 4% για το γουάν.

Ακόμη κι αν η Κίνα κατάφερνε να εγκαταλείψει το δολάριο διατηρώντας την πρόσβασή της στις παγκόσμιες αγορές, θα ήταν αναγκασμένη να υιοθετήσει πολύ λιγότερο αποδοτικούς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς συναλλαγών. Με άλλα λόγια, η απο-δολαριοποίηση θα έβλαπτε την ίδια την Κίνα πολύ περισσότερο από ό,τι τις Ηνωμένες Πολιτείες — ένα γεγονός που είναι σαφές τόσο στο Πεκίνο όσο και στην Ουάσινγκτον.

Εξίσου απίθανο είναι το σενάριο η Κίνα να απειλήσει με μαζική πώληση των αμερικανικών κρατικών ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της. Αναμφίβολα, τα κινεζικά αποθέματα είναι τεράστια. Ορισμένες εκτιμήσεις τοποθετούν την αξία τους λίγο κάτω από το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, καθιστώντας την Κίνα τον δεύτερο μεγαλύτερο κάτοχο μετά την Ιαπωνία (1,13 τρισ. δολάρια). Αυτό φαινομενικά προσδίδει στο Πεκίνο σημαντική διαπραγματευτική ισχύ. Όμως, όλοι οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν ότι μια τέτοια κίνηση θα στερούσε από την Κίνα μια εξαιρετικά ρευστή αγορά για να τοποθετεί τα τεράστια συναλλαγματικά της αποθέματα σε δολάρια, τα οποία συσσωρεύει αναγκαστικά από τα εμπορικά της πλεονάσματα.

Επιπλέον, μια μαζική εκποίηση θα κατέρριπτε την τιμή των αμερικανικών ομολόγων, προκαλώντας σημαντικές ζημίες στο ίδιο το Πεκίνο, σε μια περίοδο που τα εγχώρια οικονομικά προβλήματα καθιστούν τέτοιες απώλειες ιδιαίτερα επώδυνες. Αναμφίβολα, μια τέτοια πώληση θα έπληττε και την Ουάσιγκτον, αλλά θα πλήγωνε το Πεκίνο σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό — και αυτό είναι απολύτως κατανοητό και στις δύο πλευρές.

Το Πεκίνο γνωρίζει επίσης ότι τα συμφέροντά του θα ζημιώνονταν αν οι παραπάνω κινήσεις οδηγούσαν σε αποδυνάμωση του δολαρίου και ταυτόχρονη ενίσχυση του γουάν. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η κινεζική ηγεσία θα είχε κάθε συμφέρον να επιδιώξει την αποδυνάμωση του γουάν, ιδίως έναντι του δολαρίου. Μια τέτοια εξέλιξη θα καθιστούσε τα κινεζικά προϊόντα φθηνότερα για τους αγοραστές που πληρώνουν σε δολάρια, αντισταθμίζοντας έτσι μέρος του αρνητικού αντίκτυπου από τους υφιστάμενους και τους σχεδιαζόμενους αμερικανικούς δασμούς.

Αντιθέτως, το τελευταίο διάστημα το γουάν έχει ενισχυθεί έναντι του δολαρίου. Το Πεκίνο θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτή την τάση, διαβεβαιώνοντας δημόσια ότι αποκηρύσσει κάθε σκέψη για απο-δολαριοποίηση ή πώληση αμερικανικών ομολόγων.

Αναμφίβολα, το τοπίο παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο. Οι επόμενες κινήσεις τόσο του Τραμπ όσο και του Πεκίνου είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε με ασφάλεια να απορρίψουμε τα σενάρια της απο-δολαριοποίησης και της μαζικής εκποίησης ομολόγων, όχι μόνο για τους πρακτικούς λόγους που αναλύθηκαν, αλλά και επειδή το Πεκίνο, στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων, δεν έχει κανένα συμφέρον να προκαλέσει περαιτέρω την Ουάσιγκτον.

Milton Ezrati


Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της Epoch Times.

Γάζα: Η ηθική κατάρρευση του πολέμου

Σχολιασμός

Η διπλωματική πίεση που ασκείται στο Ισραήλ λόγω της κατάστασης στη Γάζα εντείνεται και οι εικόνες παιδιών που λιμοκτονούν προκαλούν παγκόσμιες αντιδράσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και ο Καναδάς απειλούν με οικονομικές κυρώσεις, ενώ η Γαλλία φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο πρόωρης αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους.

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ενδέχεται να παρατείνει τον πόλεμο για να διατηρήσει την εξουσία του, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του ισραηλινού πληθυσμού τον θεωρεί υπεύθυνο για την αποτυχία των υπηρεσιών πληροφοριών που επέτρεψε στη Χαμάς να πραγματοποιήσει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023. Όπως επισημαίνεται, χωρίς τον πόλεμο η κυβερνητική του συμμαχία πιθανόν να κατέρρεε.

Παρότι οι θέσεις για τον Νετανιάχου διίστανται, σημειώνεται πως θα ήταν χρήσιμο να θυμάται κανείς την αρχική αιτία της σύγκρουσης: οι επικριτές του Ισραήλ συχνά παραβλέπουν ότι το Ιράν στηρίζει τη Χαμάς, η οποία επιτίθεται με ρουκέτες ή ένοπλες επιδρομές. Η Χαμάς κατηγορείται ότι έχει διαπράξει αντισημιτικού χαρακτήρα δολοφονίες, βιασμούς, δολοφονίες βρεφών, μαζικές απαγωγές και ότι χρησιμοποιεί αμάχους ως ανθρώπινες ασπίδες. Επιπλέον, λέγεται ότι καταχράται την ανθρωπιστική βοήθεια για ίδιον όφελος, αποκομίζοντας εκατομμύρια δολάρια.

Παρά τα παραπάνω, παρατηρείται ότι η Χαμάς φαίνεται να διατηρεί μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη στη Γάζα σε σχέση με την Παλαιστινιακή Αρχή της Δυτικής Όχθης, η οποία θεωρείται πιο μετριοπαθής. Η Χαμάς επικρότησε τη στάση της Βρετανίας, της Γαλλίας και του Καναδά στις 20 Μαΐου, θεωρώντας τις απειλές κατά του Ισραήλ ως ικανό μέσο πίεσης για περισσότερη διεθνή βοήθεια.

Ο πόλεμος οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα σε πλήρη κατάρρευση της ηθικής και από τις δύο πλευρές. Για τον μέσο στρατιώτη, προέχει η προσωπική επιβίωση και η ασφάλεια των συντρόφων του. Οι ζωές αμάχων που βρίσκονται εντός του πεδίου μάχης παραμερίζονται, με αποτέλεσμα οι απώλειες αμάχων στη Γάζα να είναι ολέθριες και υπερβολικά εκτεταμένες. Η δε εκτόπιση των πολιτών συνιστά διαρκές έγκλημα πολέμου.

Μετά τον θάνατο 1.200 Ισραηλινών από την επίθεση της Χαμάς, η αντεπίθεση του Ισραήλ έχει προκαλέσει τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων, ενώ μεγάλο μέρος των υποδομών της Γάζας έχει καταστραφεί. Ο φαύλος κύκλος βίας, μίσους και απανθρωπιάς όλο και μεγαλώνει.

Παρότι η στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ είναι εμφανής, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν ξεκίνησε τη σύγκρουση. Είναι αποτέλεσμα αιώνων αντισημιτικής βίας που περιλαμβάνει τη ρωμαϊκή κατάκτηση του Ισραήλ το 63 π.Χ., τη μετονομασία του σε «Παλαιστίνη» τον 2ο αιώνα μ.Χ., την αραβική κατάκτηση τον 7ο αιώνα, τους άδικους  «ισλαμικούς κεφαλικούς φόρους» που επέβαλαν οι μουσουλμάνοι στους Εβραίους και την άνιση μεταχείρισή τους από τους Οθωμανούς από το 1517.

Μετά το 1917, οι Βρετανοί καλωσόρισαν τους Εβραίους πίσω στην πατρίδα τους ως μια νέα πολυπολιτισμική εντολή της Παλαιστίνης από Εβραίους και Άραβες. Όμως, υπήρξαν Άραβες που επιτέθηκαν στους άρτι αφιχθέντες μετανάστες, τη δεκαετία του 1920, μεταξύ άλλων με επιδρομές σε αγροκτήματα, ταραχές και δολοφονίες. Αυτό συνεπαγόταν καιροσκοπικές λεηλασίες και μπορεί να περιγραφεί ως αντιμεταναστευτική και ρατσιστική βία, παρά ως «αντισιωνισμός».

Καθώς οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να τους προστατεύσουν πλήρως, οι Εβραίοι συγκρότησαν ομάδες αυτοάμυνας. Αυτός ήταν ο πυρήνας του μελλοντικού ισραηλινού κράτους. Προσπάθησαν να αποτρέψουν περαιτέρω επιθέσεις με αντίποινα – συμπεριλαμβανομένης περαιτέρω κατάληψης παλαιστινιακής γης. Ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948 προκάλεσε τη μετανάστευση ή την αναγκαστική απομάκρυνση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και από τις δύο πλευρές. Οι αραβικές και ιρανικές τρομοκρατικές επιθέσεις και οι επιθέσεις μέσω αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένων των αεροπειρατειών που ξεκίνησαν το 1968, έχουν αυξηθεί σε κλίμακα και αποτελεσματικότητα. Τα εβραϊκά αντίποινα με τη μορφή τόσο της βίας όσο και της κατάληψης γης, οδήγησαν στη σταθερή ανάπτυξη του κράτους του Ισραήλ, αλλά με κόστος την αύξηση του αντισημιτισμού σε όλο τον κόσμο.

Η καλύτερη συνταγή για τον τερματισμό της βίας είναι η αποδοχή του status quo. Κρατήστε τα σύνορα εκεί που είναι – αλλά απομακρύνετε τους τρομοκράτες, όπως η Χαμάς, που πυροδοτούν συνεχώς περισσότερη βία, με χρήματα που λαμβάνουν από το εξωτερικό. Η βία εξυπηρετεί τα συμφέροντα των σιιτών μουλάδων του Ιράν, οι οποίοι είναι σύμμαχοι της Ρωσίας και της Κίνας, δικαιολογεί την κυριαρχία και τον αντισιωνισμό τους στα μάτια πολλών μουσουλμάνων και πυροδοτεί τη σύγκρουση μεταξύ των σουνιτών Αράβων και του Ισραήλ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι μουλάδες χρηματοδοτούν τη Χαμάς, μια σουνιτική τρομοκρατική ομάδα, για να ηγείται της επίθεσης κατά του Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο ότι το καθεστώς της Τεχεράνης βάζει τους σουνίτες επικεφαλής αντί της Χεζμπολάχ και των Χούθι, οι οποίοι είναι σιίτες και βρίσκονται στα μετόπισθεν της μάχης. Η Τεχεράνη γνωρίζει ότι μόλις η Χαμάς εγκαταλείψει τα όπλα και τους ομήρους της, ο πόλεμος τελειώνει. Τότε, το Ισραήλ θα μπορεί να κάνει ειρήνη με τη Σαουδική Αραβία.

Σε άρθρο της Jerusalem Post του Απριλίου σημειώθηκε ότι η πιο λογική απάντηση στις αυξανόμενες προκλήσεις του Ισραήλ είναι η στενότερη συνεργασία με περιφερειακούς παράγοντες που έχουν αποδείξει την αξιοπιστία τους: η Σαουδική Αραβία, που συμμετείχε στην κατάρριψη ιρανικών πυραύλων τον Απρίλιο του 2024· η Αίγυπτος και η Ιορδανία, που έχουν διατηρήσει τις συμφωνίες ειρήνης με το Ισραήλ· και η Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία συνεργάζεται σε θέματα ασφαλείας και καταπολεμά την επιρροή του Ιράν, της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ στη Δυτική Όχθη.

Η προοπτική ομαλοποίησης των σχέσεων του Ισραήλ με γειτονικά κράτη είναι ακριβώς ο λόγος που το Ιράν επιδιώκει τη διαιώνιση του πολέμου, χρηματοδοτώντας και εξοπλίζοντας νέους μαχητές της Χαμάς. Την ίδια ώρα, ο παλαιστινιακός πληθυσμός στη Γάζα φαίνεται να έχει υποστεί προπαγανδιστική χειραγώγηση, δυσπιστώντας ακόμα και απέναντι σε αποδεικτικά στοιχεία για τις σφαγές της 7ης Οκτωβρίου. Αυτό οδηγεί σε υποτίμηση της ζωής των Παλαιστινίων από πλευράς του Ισραήλ, καθώς η διάσωση ενός Ισραηλινού στρατιώτη ενδέχεται να θεωρείται σημαντικότερη από τον θάνατο δεκάδων αμάχων.

Η επιστροφή στον αμοιβαίο σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή προϋποθέτει την αποδοχή του δικαιώματος ύπαρξης του άλλου. Το Ισραήλ έχει στο παρελθόν αποφύγει μαζικές απελάσεις Παλαιστινίων και υπήρξαν περίοδοι όπου επιδιώχθηκε η λύση των δύο κρατών, κάτι που οι αραβικές χώρες θεωρούσαν προαπαιτούμενο για διπλωματική αναγνώριση. Ωστόσο, μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, πολλοί Ισραηλινοί φαίνεται πως έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα ενός παλαιστινιακού κράτους να λειτουργήσει ειρηνικά και υπεύθυνα.

Η πρόταση που συζητείται περισσότερο τώρα προβλέπει τη δημιουργία «φρουρούμενων χωριών», όπου οι κάτοικοι θα διαχωρίζονται από τη Χαμάς υπό την επίβλεψη εργολάβων ασφαλείας από τις ΗΠΑ. Η παροχή τροφής και βοήθειας θα εξαρτάται από την αποκήρυξη της τρομοκρατίας. Παρόμοιες τακτικές αντιμετώπισης ανταρτών είχαν εφαρμοστεί στη Μαλαισία και το Βιετνάμ τον 20ό αιώνα. Οι επικριτές του σχεδίου το αποκαλούν «απαρτχάιντ», ενώ κάποιοι φοβούνται ότι μπορεί να εξελιχθεί σε σύστημα αντίστοιχο με εκείνο των ινδιάνικων «καταυλισμών» στις ΗΠΑ.

Παρά τα μειονεκτήματα, το σχέδιο ίσως καταφέρει να διασώσει αμάχους και να μειώσει την επιρροή της Χαμάς. Η ανεξέλεγκτη λειτουργία της Γάζας ως ημιαυτόνομης οντότητας υπό τη Χαμάς αποδείχθηκε καταστροφική για τους Παλαιστινίους. Καμία στρατηγική για το τέλος του πολέμου δεν είναι εύκολη ή τέλεια· όλες απαιτούν ηθικούς συμβιβασμούς. Γι’ αυτό και θα πρέπει να προαχθούν όσες επιφέρουν τις λιγότερες επιπτώσεις στους αμάχους, συμβάλλοντας παράλληλα στην απελευθέρωση της παλαιστινιακής κοινής γνώμης από την προπαγάνδα μίσους της Χαμάς.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Απορρίμματα του ηλιακού χωριού

Ανάλυση ειδήσεων

Ενώ οι υποστηρικτές των οικολογικών μορφών χρησιμοποιούν συνήθως τους όρους ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιώσιμες και μηδενικές καθαρές εκπομπές για να περιγράψουν τις προσπάθειές τους, το βρώμικο μικρό μυστικό είναι ότι μεγάλο μέρος των αποβλήτων από ηλιακούς συλλέκτες και ανεμογεννήτριες καταλήγει σε χώρους υγειονομικής ταφής.

Οι τρέχουσες ποσότητες φάιμπεργκλας, ρητινών, αλουμινίου και άλλων χημικών ουσιών — για να μην αναφέρουμε τις λεπίδες προπέλας από γιγάντιες ανεμογεννήτριες — δεν αποτελούν απειλή για τις τοπικές χωματερές της πόλης, αλλά αυτό το σε μεγάλο βαθμό αγνοημένο πρόβλημα θα γίνει μεγαλύτερη πρόκληση τα επόμενα χρόνια, καθώς τα 500 εκατομμύρια ηλιακά πάνελ και οι 73.000 ανεμογεννήτριες που λειτουργούν τώρα στις ΗΠΑ θα βγουν εκτός λειτουργίας και θα αντικατασταθούν.

Οι Πράσινοι επιμένουν ότι οι μειώσεις στις εκπομπές άνθρακα θα αντισταθμίσουν με το παραπάνω τα αυξημένα επίπεδα δυνητικά τοξικών σκουπιδιών. Άλλοι ανησυχούν ότι οι υποστηρικτές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν έχουν μιλήσει ειλικρινά για την έλλειψη φιλικών προς το περιβάλλον σχεδίων και την τεχνολογία για τη διαχείριση των αποβλήτων.

«Κανείς δεν το σχεδίασε αυτό, κανείς δεν είχε σχέδιο για να τα ξεφορτωθεί, κανείς δεν σχεδίασε το κλείσιμο», δήλωσε ο Ντουάιτ Κλαρκ, του οποίου η εταιρεία, Solar E Waste Solutions, ανακυκλώνει ηλιακούς συλλέκτες. «Κανείς δεν το σκέφτηκε αυτό καλά».

Η συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει με τον φθαρμένο ηλιακό και αιολικό εξοπλισμό είναι ένα άλλο θέμα που συνήθως παραλείπεται στα σχέδια Net Zero, τα οποία συχνά επικεντρώνονται στα υποτιθέμενα οφέλη των έργων, ενώ παράλληλα προεξοφλούν ή αγνοούν το κόστος. Όπως ανέφερε προηγουμένως το RealClearInvestigations σχετικά με την έλλειψη σχεδίων για την απόκτηση των τεράστιων εκτάσεων γης για ηλιακά και αιολικά πάρκα που απαιτούνται για την επίτευξη μηδενικού καθαρού κόστους, τα μαθηματικά μπορεί να γίνουν ασαφή και οι αριθμοί που αναφέρονται πιο συχνά είναι οι πιο αισιόδοξοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

«Ή ήταν σιωπηλοί, είτε ασυνάρτητοι—ή απλώς έκαναν νόημα ότι πρέπει να ανακυκλώσουμε όλα αυτά τα πράγματα χωρίς να μας πουν πώς», δήλωσε ο Μαρκ Μιλς, εκτελεστικός διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Ενεργειακής Ανάλυσης. Στην αδιάκοπη προσπάθεια να κάνουν την ηλιακή και αιολική ενέργεια να φαίνονται όσο το δυνατόν πιο φθηνές, δεν έχουν συμπεριλάβει τέλη που να αντιμετωπίζουν το τελικό κόστος απόρριψης, κάτι που θα μπορούσε να αφήσει τους φορολογούμενους να κουβαλούν το βάρος.

Ορισμένοι υποστηρικτές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναγνωρίζουν το επιχείρημα του Μιλς. Η Συμμαχία για Προσιτή Ενέργεια, η οποία υποστηρίζει την κρατικά χρηματοδοτούμενη έρευνα για την ανακύκλωση πάνελ και στροβίλων, δήλωσε ότι η «κυκλική οικονομία» στην οποία αναφέρθηκε ο Μιλς δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί.

«Με την υπάρχουσα ενεργειακή υποδομή, πολλά ερωτήματα σχετικά με το τέλος του κύκλου ζωής τους δεν έχουν ποτέ αντιμετωπιστεί», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής της Συμμαχίας, Λόγκαν Μπερκ, στο RCI (Real Clear Investigations). «Ίσως αυτά τα κόστη να πρέπει να ενσωματωθούν στο αρχικό στάδιο, αλλά με κάποιο τρόπο πρέπει να κάνουμε την αγορά κυκλική. Πώς μπορούμε να βρούμε αυτήν την αγορά στο τέλος της ωφέλιμης ζωής τους;»

Πόσα πάνελ θα απορρίπτουν ή θα αποσύρουν οι ΗΠΑ κάθε χρόνο είναι επίσης ασαφές. Κανένα γραφείο συμψηφισμού δεν παρακολουθεί τα εθνικά στοιχεία, σύμφωνα με τον Μενγκ Τάο, καθηγητή ενεργειακής μηχανικής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και σύμβουλο σε θέματα ανανεώσιμων αποβλήτων.

Οι εκτιμήσεις μπορεί να ποικίλλουν σημαντικά. Τα ηλιακά πάνελ έχουν γενικά προσδόκιμο ζωής 25 ετών, αλλά παράγοντες όπως οι ζημιές και οι αναβαθμίσεις συστημάτων καθιστούν αδύνατο να διαπιστωθεί ο αριθμός των πάνελ που βγαίνουν από την κυκλοφορία κάθε χρόνο. Το 2021, το Εθνικό Εργαστήριο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (National Renewable Energy Laboratory), το οποίο δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό, εκτίμησε ότι μεταξύ 3.000 και 6.000 πάνελ θα αποσύρονταν ετησίως έως το 2026.

Οι επικριτές λένε ότι ακόμη και το υψηλότερο όριο αυτών των αριθμών φαίνεται ύποπτα χαμηλό, δεδομένων των εκατοντάδων εκατομμυρίων πάνελ που χρησιμοποιούνται τώρα και δεκάδων εκατομμυρίων που πρόκειται να έρθουν.

Το πρόβλημα δεν θα περιοριστεί στις ΗΠΑ. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται πιο κοντά στον δρόμο του NetZero από την Αμερική, και τον Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτίμησε ότι «θα συσσωρεύσει σωρευτικά 6-13 και 21-35 εκατομμύρια τόνους (ηλιακών) αποβλήτων έως το 2040 και το 2050, αντίστοιχα». Τα απόβλητα που προέρχονται από ανεμογεννήτριες θα είναι ακόμη μεγαλύτερα, δήλωσε η ΕΕ, εκφράζοντας την ελπίδα ότι η ανακύκλωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα γίνει πιο σημαντική.

«Τόσο τα ρεύματα αποβλήτων από φωτοβολταϊκά όσο και από αιολικά πάρκα απαιτούν ειδικές μεθόδους χειρισμού και ανακύκλωσης που δεν είναι διαδεδομένες στην Ευρώπη σήμερα», έγραψε η ΕΕ.

Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% των αποβλήτων, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς, και ο Τάο εκτίμησε ότι οι ΗΠΑ θα παράγουν περίπου 2 εκατομμύρια μετρικούς τόνους ηλιακών αποβλήτων ετησίως έως το 2043, αλλά άλλες μελέτες έχουν πολύ υψηλότερο ποσοστό. Μια μελέτη του 2019 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προέβλεψε περίπου 10 εκατομμύρια μετρικούς τόνους ηλιακών αποβλήτων μεταξύ 2030 και 2060.

«Τα ηλιακά απόβλητα θα αυξηθούν εκθετικά τα επόμενα 20 χρόνια», δήλωσε ο Τάο. «Σε παγκόσμιο επίπεδο, παράγαμε 20-25 εκατομμύρια τόνους ηλιακών πάνελ το 2023. Θα τεθούν εκτός λειτουργίας σε περίπου 20 χρόνια. Αυτό αντιστοιχεί σε 20-25 εκατομμύρια τόνους ηλιακών αποβλήτων ετησίως το 2045».

Το Ινστιτούτο Ενεργειακής Έρευνας ανεβάζει το πιθανό βουνό ακόμη ψηλότερα, επισημαίνοντας μελέτες που ανεβάζουν το ποσοστό για το 2050 σε 78 εκατομμύρια τόνους.

Προς το παρόν, το 90% αυτών των υπολειμμάτων καταλήγει σε χώρους υγειονομικής ταφής. Και τα πεδία των πάνελ και οι πανύψηλες τουρμπίνες πρέπει να αποσυναρμολογηθούν, να μεταφερθούν με φορτηγά, συνήθως με οχήματα ντίζελ, και στη συνέχεια να σταλούν σε χώρους υγειονομικής ταφής ή λιμάνια, όπου μεταφέρονται σε φτωχές, αναπτυσσόμενες χώρες. Τα ορυκτά καύσιμα μπορεί να μολύνουν τον αέρα, αλλά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να μολύνουν το έδαφος.

Υπάρχει πολλά υποσχόμενη έρευνα, η οποία χρηματοδοτείται κυρίως από την κυβέρνηση, για την αύξηση της ανακύκλωσης εξαρτημάτων όπως οι λεπίδες των τουρμπίνων, αλλά η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται απίθανο να συνεχίσει τέτοια χρηματοδότηση. Μια τέτοια μετατόπιση υπό τον Τραμπ θα έθετε το βάρος της ανάπτυξης περισσότερου ανακυκλώσιμου, ανανεώσιμου εξοπλισμού στον ιδιωτικό τομέα.

Ωστόσο, η βιομηχανία ανακύκλωσης στο σύνολό της δεν ήταν ποτέ δυναμική. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ευρέως αποδεκτές οι απόψεις ότι η επανάσταση της ανακύκλωσης που οδήγησε τους Αμερικανούς να διαχωρίζουν τα σκουπίδια τους σε διάφορες κατηγορίες έχει αποτύχει.

Η προσπάθεια να καταστούν τα απόβλητα ανανεώσιμα έχει προσκρούσει σε βασικά ζητήματα κερδοφορίας, σύμφωνα με τον Tζέσσι Άουσουμπελ του Πανεπιστημίου Rockefeller.

«Η βιομηχανία ανακύκλωσης συνολικά δεν είναι μια βιομηχανία που έχει ανθίσει τα τελευταία 50 χρόνια. Απλώς δεν είναι μια ακμάζουσα βιομηχανία», είπε. «Θα χρειαστείτε τεράστιες ποσότητες εγκαταστάσεων και αυτά τα πράγματα είναι κατασκευασμένα για να διαρκούν, κατασκευασμένα ανθεκτικά, κάτι που είναι ο εχθρός της ανακύκλωσης. Επομένως, όλα αυτά εξακολουθούν να αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση και νομίζω ότι υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα, αλλιώς θα μείνουμε με πολλά αχρησιμοποίητα περιουσιακά στοιχεία».

Ο Τάο συμφώνησε ότι, ελλείψει μεγαλύτερου κέρδους, το ανακυκλώσιμο μέλλον για τον ανανεώσιμο εξοπλισμό είναι ζοφερό.

«Δεν έχουμε ακόμη μια τελειοποιημένη τεχνολογία για την ανακύκλωσή τους, δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί», είπε. «Προσπαθούμε να δούμε πώς θα προχωρήσει η βιομηχανία, αλλά υπάρχουν πολλές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι δεν είναι κερδοφόρα».

Οι πρωταθλητές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιμένουν ότι όλα αυτά θα σημάνουν μεγάλες επιχειρήσεις, ίσως έως και 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε ανακύκλωση ηλιακής ενέργειας το 2030, σύμφωνα με μια εκτίμηση. Αλλά προς το παρόν, δεν είναι έτσι. Ο Κλαρκ είπε ότι η εταιρεία του κερδίζει περίπου 5 δολάρια από κάθε πάνελ.

Δεν είναι μόνο η υστέρηση στην τεχνολογία και οι πιέσεις της αγοράς. Στη ρίζα τους, δεν υπάρχουν πολλά στο πάνελ που να αξίζουν ανακύκλωση. Υπάρχουν μικροσκοπικές ποσότητες αργύρου και χαλκού, μαζί με κάποιο πυρίτιο, αλλά αυτά τα πλακίδια βρίσκονται βαθιά μέσα σε ένα συμπιεσμένο σάντουιτς από γυαλί και άλλα στοιχεία. Το θρυμματισμένο γυαλί έχει κάποια περιορισμένη αξία στις κατασκευές, αλλά η εξαγωγή των μικρών ποσοτήτων πολύτιμων συστατικών είναι μια εντατική, υψηλής τεχνολογίας διαδικασία, είπε ο Κλαρκ.

Ο Άουσουμπελ είπε ότι πιστεύει ότι η μικρότερη αγορά οικιακής ηλιακής ενέργειας μπορεί πιθανώς να τα βγάλει πέρα ​​μόνη της και ότι η πραγματική δουλειά θα είναι η απόρριψη εκατομμυρίων πάνελ που βρίσκονται σε απέραντα χωράφια. Επειδή η αποσυναρμολόγηση του τσαλακωμένου ‘κόμπου’ του πάνελ είναι δύσκολη και δαπανηρή, έχει νόημα να ανακυκλώνονται χιλιάδες πάνελ, και η αγορά οικιακής ηλιακής ενέργειας παρουσιάζει μικρότερο ενδιαφέρον, είπε ο Κλαρκ.

«Είναι σαν εξόρυξη», είπε για τη διαδικασία. «Ο τρόπος που συναρμολογούνται, στοιβάζονται, με τα κελιά να συνυφαίνονται και να συνδέονται μεταξύ τους ανάμεσα σε φύλλα πλαστικού, ρητίνες, κόλλα και τα συναφή».

Και όλες οι εκπλύσεις δεν μπορούν να αποτραπούν. Ενώ τα επικίνδυνα υλικά που περιέχονται σε κάθε ηλιακό πάνελ, όπως και τα πολύτιμα στοιχεία του, είναι μικρά, θα μπορούσαν να παρουσιάσουν ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα. Ακόμα κι αν ένας χώρος υγειονομικής ταφής τηρεί αυστηρά τους κανονισμούς της EPA, η έκπλυση από δυνητικά εκατομμύρια πάνελ θέτει κινδύνους για την υγεία που ο Τάο συνέκρινε με δηλητηρίαση από υδράργυρο.

Οι νόμοι που επιβάλλουν την ανακύκλωση έχουν αποδειχθεί δύσκολο να επιβληθούν.

«Μέχρι σήμερα, δεν έχει αναπτυχθεί κανένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο που να χρησιμεύει ως Πολικός Αστέρας για τον σχεδιασμό του τέλους του κύκλου ζωής των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αφήνοντας ένα συνονθύλευμα ομοσπονδιακών, πολιτειακών και τοπικών πολιτικών και κανονισμών να εξεταστούν — και αφήνοντας τους ιδιοκτήτες και τους κατασκευαστές έργων, καθώς και τους γαιοκτήμονες και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, να τα βγάλουν πέρα ​​μόνοι τους», κατέληξε μια έκθεση του 2024.
Για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον ψήφισε νόμο που επιβάλλει την ανακύκλωση ηλιακών πάνελ το 2017, αλλά δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί. Προς το παρόν, ο νόμος πρόκειται να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουλίου, αλλά το υπουργείο Οικολογίας αντιτίθεται σε αυτήν την ημερομηνία εν μέρει επειδή οι κατασκευαστές και οι καταναλωτές έχουν αποδειχθεί απρόθυμοι να πληρώσουν το κόστος ανακύκλωσης, περιορίζοντας την αγορά ηλιακής ενέργειας εκεί.

«Η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια της πολιτείας αντιμετωπίζει οπισθοδρόμηση εάν ο νόμος τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2025», ανέφερε το υπουργείο. «Εάν ο νόμος παραμείνει αμετάβλητος, θα διαταράξει την προσφορά και το κόστος των πάνελ που διατίθενται προς πώληση στην Ουάσινγκτον».

Το ερώτημα ποιος θα πληρώσει για την αποσυναρμολόγηση των πάνελ, τη μεταφορά τους σε χώρους υγειονομικής ταφής ή σε κέντρα ανακύκλωσης, ή ακόμη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την αποστολή τους στο εξωτερικό, έχει μείνει αναπάντητο στις περισσότερες πολιτείες. Οι λομπίστες για αιολικά και ηλιακά έργα, πρόθυμοι να διατηρήσουν το κόστος χαμηλό, μαζί με τους νομοθέτες που γοητεύονται από την ιδέα ενός μέλλοντος NetZero, έχουν αφήσει την αγορά πολύ χαλαρά ρυθμιζόμενη, δήλωσε ο Τζέισον Ίσαακ, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Ενέργειας, το οποίο υποστηρίζει «άφθονη, οικονομικά προσιτή και αξιόπιστη ενέργεια».

Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι εταιρείες ενέργειας που υπόκεινται σε αυστηρή ρύθμιση επιδιώκουν να κατασκευάσουν ένα νέο εργοστάσιο, οι νόμοι απαιτούν από αυτές να διαθέσουν χρήματα σε ομόλογα ή λογαριασμούς μεσεγγύησης για να καλύψουν το κόστος απόσυρσης, δήλωσε ο Μιλς. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Ένα πρόσφατα σταματημένο ανθρακωρυχείο στη βόρεια Λουιζιάνα μπορεί να κοστίσει 300 εκατομμύρια δολάρια για να αποσυναρμολογηθεί, σύμφωνα με τη Συμμαχία για Προσιτή Ενέργεια, η οποία αναφέρει ότι αυτό το κόστος πιθανότατα θα βαρύνει τους φορολογούμενους. Αλλά ο Ίσαακ και ο Μιλς πιστεύουν ότι οι οικονομικές απαιτήσεις απόσυρσης είτε έχουν αγνοηθεί είτε δεν έχουν χρηματοδοτηθεί επαρκώς στην αγορά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ορισμένα νομοθετικά σώματα πολιτειών, όπως της Λουιζιάνας, κινούνται για να αντιμετωπίσουν αυτό το κενό και να αποτρέψουν τους φορολογούμενους από το να κολλήσουν με το νομοσχέδιο καθαρισμού.

«Ο στόχος είναι να μην αφήσουμε την πολιτεία ή έναν αγρότη με ένα χωράφι από σπασμένους ηλιακούς συλλέκτες, θέτοντας εγγυήσεις από την αρχή μέχρι το τέλος για τις απαιτήσεις εγγύησης», δήλωσε ο Στέρλινγκ Μπαρνέτ του Heartland Institute, μιας ομάδας που είναι σκεπτική απέναντι στα αποκαλυπτικά σενάρια υπερθέρμανσης του πλανήτη. «Πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε όπως οποιαδήποτε άλλη πηγή ενέργειας».

Τον Απρίλιο, ο Μπαρνέτ κατέθεσε στο Μπατόν Ρουζ για έναν τέτοιο νόμο, που υποκινήθηκε εν μέρει από ένα ηλιακό πεδίο στην ενορία Λίβινγκστον που έχει υποστεί ζημιές με την πάροδο των ετών από τυφώνες. Το 2022, η νομοθετική εξουσία ψήφισε ένα νομοσχέδιο που απαιτούσε εγγύηση από τους κατασκευαστές έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά οι λεπτομέρειες αυτού δεν έχουν δημοσιευτεί, αφήνοντας νέα έργα σε εκκρεμότητα, δήλωσε ο βουλευτής Μπρετ Γκέιμαν, υποστηρικτής του νέου νομοσχεδίου.
«Κανένα υπάρχον έργο εδώ δεν απαιτούσε απόσυρση, εκτός εάν αυτό αποτελεί μέρος ιδιωτικής σύμβασης με έναν ιδιοκτήτη γης», είπε.

Ένας μικρός αριθμός ηλιακών πάνελ βρίσκει ακόμη και δευτερογενή αγορά σε μέρη όπως η Αϊτή, η Ζιμπάμπουε και αλλού, είπε ο Κλαρκ. Ομάδες όπως η Brighten Haiti, η οποία δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό, μεταφέρουν αντικαταστημένα πάνελ που εξακολουθούν να έχουν κάποια ζωή μέσα τους σε αυτό το φτωχό νησί, αν και ορισμένοι είπαν ότι αυτό ισοδυναμεί με λανθασμένη φιλανθρωπία.

«Είναι στην πραγματικότητα ένας ‘ωραίος’ τρόπος απόρριψης», είπε ο Τάο. «Επειδή αυτά τα μέρη δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν με αυτά στο τέλος».

Όλα αυτά τα ζητήματα αντισταθμίζονται από τις μειώσεις εκπομπών άνθρακα που αντιπροσωπεύει η ανανεώσιμη ενέργεια, σύμφωνα με άλλους ειδικούς. Ο Πωλ Γκάιπ, αναλυτής ενέργειας με έδρα την Καλιφόρνια και υποστηρικτής της αιολικής ενέργειας, δήλωσε ότι οι ανησυχίες για τα ανανεώσιμα απόβλητα είναι υπερβολικές και προωθούνται από τους εχθρούς των στόχων NetZero.

«Τα ηλιακά πάνελ είναι ως επί το πλείστον γυαλί, επομένως το γυαλί είναι εύκολο να ανακυκλωθεί», είπε. «Οι ανεμογεννήτριες είναι ως επί το πλείστον μέταλλο. Και πάλι, είναι εύκολο να ανακυκλωθούν. Το μεγαλύτερο μέρος της ανησυχίας για την ανακύκλωση είναι ο φόβος, η αβεβαιότητα και η αμφιβολία από τους συνήθεις υπόπτους».

Είναι αλήθεια ότι οι τουρμπίνες, οι οποίες έχουν διάρκεια ζωής περίπου δύο δεκαετίες, είναι ως επί το πλείστον μεταλλικές, αλλά παρόλα αυτά παρουσιάζουν τα δικά τους προβλήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους μπορεί να είναι ανακυκλώσιμο, η αποσύνθεση και η μεταφορά των γιγαντιαίων κατασκευών στην ξηρά ή στην ανοιχτή θάλασσα απαιτεί τεράστια εργασία — και ενέργεια. Οι χιλιάδες τόνοι σκυροδέματος που αποτελούν τις βάσεις τους πιθανότατα θα παραμείνουν στο έδαφος ή στον πυθμένα του ωκεανού με κάποια μορφή για δεκαετίες, σύμφωνα με τον Μιλς και άλλους.

Οι λεπίδες στις μεγάλες τουρμπίνες σήμερα μπορούν να έχουν μήκος όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, και οι κατασκευές είναι ίσες με 10όροφα κτίρια, με αυτές που βρίσκονται στην ανοιχτή θάλασσα να βρίσκονται σε μια πλάκα του πυθμένα του ωκεανού τόσο μεγάλη όσο ένα οικοδομικό τετράγωνο.

«Αυτά τα υπεράκτια πράγματα δεν είναι ανανεώσιμα και δεν είναι καθαρά — μεταφέρονται φορτία εξοπλισμού με βάρκες στα εργοτάξια για την κατασκευή και τη συντήρησή τους, και θα χρειαστούν φορτία σκαφών για να τα επαναφέρετε όλα πίσω», δήλωσε ο Ρόμπιν Σάφερ της Protect Our Coasts, μιας ομάδας βάσης που άρχισε να αγωνίζεται για ένα υπεράκτιο έργο που έχει ναυαγήσει έκτοτε στο Νιου Τζέρσεϊ.

Επιπλέον, οι πτωχεύσεις μεταξύ ευρωπαϊκών εταιρειών έχουν αρχίσει να αμαυρώνουν το τοπίο των ανανεώσιμων αιολικών πάρκων, όπως σίγουρα και οι πύργοι, μια τάση που θα μπορούσε να συνεχιστεί ή να επιταχυνθεί καθώς η κυβέρνηση Τραμπ θα σταματήσει την ομοσπονδιακή στρόφιγγα.

«Η κυβέρνηση απαλλάχθηκε από την ευθύνη διαμορφώνοντας τις πολιτικές της γύρω από τον ακτιβισμό για το κλίμα», δήλωσε ο Σάφερ. «Δεν καταβάλλουν χρήματα μεσεγγύησης για τον παροπλισμό και κάποιος θα πρέπει να έρθει και να τους αφαιρέσει, αλλιώς θα κοιτάμε αυτούς τους σάπιους πύργους στον ωκεανό».

Τα πτερύγια είναι τόσο μεγάλα που συνήθως σπάνε σε τρία κομμάτια όταν αποσύρονται, και τα γιγάντια κομμάτια από φάιμπεργκλας, ρητίνη και σύνθετα υλικά καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής ή αποθήκες.

Υπάρχουν ήδη ιστορίες τρόμου για δήμους που αντιμετωπίζουν προβλήματα απόσυρσης. Πόλεις όπως το Sweetwater του Τέξας, το οποίο για πολλά χρόνια ήταν η κορυφαία πολιτεία στην αιολική ενέργεια, έχουν δει συμβόλαια ανακύκλωσης ανεμογεννητριών να αγνοούνται. Η Global Fiberglass Solutions, μία από τις εταιρείες που χειρίζονται τέτοιες συμβάσεις, δεν απάντησε σε αιτήματα για σχόλια.

«Δεν μπορείτε να επαναχρησιμοποιήσετε ανεμογεννήτριες, και τώρα υπάρχουν χιλιάδες πτερύγια που απλώς κάθονται εκεί ήδη σε αποθήκες», είπε ο Ίσαακ. «Είναι μια περιβαλλοντική καταστροφή».

Από το RealClearInvestigations

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.