Φέτος συμπληρώνονται ενενήντα χρόνια από τον Τραπεζικό Νόμο του 1935, τον νόμο που έδωσε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) τη σημερινή της δομή. Συχνά επισκιάζεται από τον Νόμο του 1933, που θέσπισε την ασφάλιση καταθέσεων και διαχώρισε την εμπορική από την επενδυτική τραπεζική, αλλά ο Νόμος του 1935 υπήρξε εξίσου καθοριστικός. Μεταφέροντας την εξουσία στην Ουάσινγκτον και επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο της Fed, έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης αμερικανικής νομισματικής πολιτικής.
Τα πρώτα χρόνια της Fed
Η Fed, που ιδρύθηκε το 1913 όταν ο Πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον υπέγραψε τον Νόμο περί Federal Reserve, είχε πολύ διαφορετική μορφή στα πρώτα της χρόνια.
Κάθε περιφερειακή Τράπεζα της Federal Reserve πραγματοποιούσε αυτόνομα πράξεις ανοικτής αγοράς, αποφασίζοντας ποια αξιόγραφα θα αγοράσει και σε ποια τιμή. Επειδή οι αμερικανικές αγορές ήταν στενά συνδεδεμένες, οι ενέργειες μιας τράπεζας επηρέαζαν τις υπόλοιπες, με αποτέλεσμα η νομισματική πολιτική να κινείται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτό δεν θεωρούνταν αδυναμία αλλά χαρακτηριστικό του αποκεντρωμένου σχεδιασμού του συστήματος. Στην πράξη όμως, το σύστημα αυτό αποδείχθηκε προβληματικό.
Για να επιβληθεί κάποια τάξη, πέντε Τράπεζες—της Βοστώνης, του Σικάγο, του Κλίβελαντ, της Νέας Υόρκης και της Φιλαδέλφειας—συγκρότησαν το 1922 μια επιτροπή για τον συντονισμό των συναλλαγών τους. Ένα χρόνο αργότερα, αυτή εξελίχθηκε στην Επιτροπή Επενδύσεων Ανοικτής Αγοράς (Open Market Investment Committee – OMIC), υπό την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου στην Ουάσινγκτον. Ωστόσο, η συμμετοχή παρέμενε εθελοντική. Οι υπόλοιπες τράπεζες μπορούσαν ακόμη να ακολουθούν τη δική τους πορεία, αν και σπάνια το έκαναν.
Το 1930, η OMIC αντικαταστάθηκε από τη Διάσκεψη Πολιτικής Ανοικτής Αγοράς (Open Market Policy Conference – OMPC), που περιλάμβανε και τους 12 διοικητές των Τραπεζών (οι οποίοι μετονομάστηκαν σε «προέδρους» με τον Νόμο του 1935). Ένα μικρότερο πενταμελές σώμα, με τα αρχικά μέλη της OMIC, διεξήγαγε τις συναλλαγές. Και πάλι όμως η συμμετοχή ήταν εθελοντική και οι τράπεζες διατηρούσαν το δικαίωμα να ενεργούν ανεξάρτητα.
Αυτή η ελευθερία αποδείχθηκε μειονέκτημα το καλοκαίρι του 1932, όταν οι διαφωνίες μεταξύ των Τραπεζών οδήγησαν σε κατάρρευση της συνεργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν να βαθύνει η «Μεγάλη Συστολή» της προσφοράς χρήματος που είχε ξεκινήσει το 1929. Ο Νόμος του 1933 αντιμετώπισε το ζήτημα δημιουργώντας την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (Federal Open Market Committee – FOMC). Όπως και η OMPC, περιλάμβανε και τους 12 διοικητές. Σε αντίθεση όμως με εκείνη, οι αποφάσεις της FOMC ήταν πλέον δεσμευτικές.
Η μεταμόρφωση με τον Νόμο του 1935
Σήμερα η FOMC έχει πολύ διαφορετική μορφή. Αντί για 12 προέδρους περιφερειακών τραπεζών, περιλαμβάνει τα επτά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου στην Ουάσινγκτον και πέντε προέδρους Τραπεζών: τον πρόεδρο της Fed Νέας Υόρκης και τέσσερις από τους υπόλοιπους έντεκα σε εναλλασσόμενη βάση. Ο Νόμος του 1935 καθιέρωσε αυτή τη δομή, δίνοντας στο Διοικητικό Συμβούλιο την πλειοψηφία στην επιτροπή για πρώτη φορά. Αυτή η αλλαγή αποτελεί μία από τις σημαντικότερες κληρονομιές του: τη συγκέντρωση της νομισματικής πολιτικής στην Ουάσινγκτον.
Ο Νόμος του 1935 προχώρησε ακόμη περισσότερο. Παραχώρησε στο Διοικητικό Συμβούλιο άμεση εξουσία σε άλλα βασικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής. Πλέον μπορούσε να καθορίζει τις απαιτήσεις αποθεματικών, να ρυθμίζει τα επιτόκια καταθέσεων των τραπεζών-μελών και να εγκρίνει τα προεξοφλητικά επιτόκια που χρέωναν οι Τράπεζες στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Προηγουμένως, κάθε Τράπεζα όριζε αυτόνομα το προεξοφλητικό επιτόκιο. Το Συμβούλιο μπορούσε να εγκρίνει ή να απορρίψει, αλλά δεν είχε την εξουσία να επιβάλει αλλαγές ή να θεσπίσει ενιαίο εθνικό επιτόκιο. Ο Νόμος του 1935 άλλαξε αυτή την κατάσταση. Έκτοτε, το Συμβούλιο μπορούσε να επιβάλλει αλλαγές και, εφόσον το έκρινε σκόπιμο, να θεσπίσει ένα ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο για ολόκληρη τη χώρα.
Τέλος, ο Νόμος ενίσχυσε την ανεξαρτησία της Fed. Πριν το 1935, ο Υπουργός Οικονομικών και ο Επόπτης Νομισματικής Κυκλοφορίας συμμετείχαν στο Διοικητικό Συμβούλιο, με τον Υπουργό Οικονομικών να προεδρεύει. Ο Νόμος τους απομάκρυνε, δημιουργώντας ένα νέο Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται αποκλειστικά από διορισμένους του Προέδρου των ΗΠΑ με μακροχρόνιες, κλιμακωτές θητείες και ξεχωριστό πρόεδρο που ορίζεται από τον Πρόεδρο. Την ίδια περίπου εποχή, η Fed μετακόμισε από το Υπουργείο Οικονομικών στη δική της έδρα στη Λεωφόρο Συντάγματος (Constitution Avenue). Η μετακίνηση αυτή αποτέλεσε τόσο συμβολικό όσο και πρακτικό δείγμα ανεξαρτησίας.
Κληρονομιά και συνέπειες
Ενενήντα χρόνια αργότερα, κάθε απόφαση της Fed εξακολουθεί να διαμορφώνεται μέσα από το πλαίσιο που καθιέρωσε ο Νόμος του 1935. Με τον ανασχεδιασμό της FOMC, τη συγκέντρωση ελέγχου των νομισματικών εργαλείων και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας από το Υπουργείο Οικονομικών, ο νόμος διαμόρφωσε τη σύγχρονη Federal Reserve.
Ωστόσο, η συγκέντρωση εξουσίας έχει και τα μειονεκτήματά της.
Ο Νόμος περιόρισε την επιρροή των περιφερειακών τραπεζών, έδωσε στη Νέα Υόρκη προνομιακή θέση και συγκέντρωσε την εξουσία στην Ουάσινγκτον—μια τάση που συνεχίστηκε με μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις όπως ο νόμος Dodd-Frank, που περιόρισε τον ρόλο του τραπεζικού τομέα στην επιλογή των προέδρων των Τραπεζών. Η συγκέντρωση εξουσίας απομάκρυνε τη Fed από τη Wall Street και το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά συγκέντρωσε την ισχύ στην Ουάσινγκτον, όπου οι πολιτικές πιέσεις είναι πάντα παρούσες—μια αντίφαση που εξακολουθεί να επηρεάζει τη νομισματική πολιτική μέχρι σήμερα.
Του Bryan Cutsinger
Πηγή: American Institute for Economic Research (AIER)
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.