Τρίτη, 21 Οκτ, 2025

Η συμφωνία των 100 δισεκατομμυρίων: Nvidia και OpenAI – Υπολογιστική υπεραξία ή φούσκα;

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2025, έγινε η  ανακοίνωση μίας στρατηγικής συνεργασίας που θα μπορούσε να αλλάξει το τοπίο των επενδύσεων στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η Nvidia και η OpenAI ανακοίνωσαν συμφωνία αξίας έως 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με στόχο την ανάπτυξη δυναμικότητας 10 gigawatt για την κατασκευή κέντρων δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης επόμενης γενιάς. Η συμφωνία αυτή, σε συνδυασμό με τη συνεργασία της OpenAI με την Oracle ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σηματοδοτεί τη μετάβαση της βιομηχανίας ΑΙ από πειραματικές εφαρμογές στη δημιουργία μαζικής, βιομηχανικής υποδομής παγκόσμιας κλίμακας.

Η γέννηση μιας στρατηγικής συμμαχίας

Η ιστορική συνεργασία μεταξύ Nvidia και OpenAI δεν είναι προϊόν της στιγμής. Όπως εξήγησε ο CEO της Nvidia Jensen Huang, «η Nvidia και η OpenAI προκαλούσαν η μια την άλλη επί μια δεκαετία, από τον πρώτο υπερυπολογιστή DGX μέχρι την επανάσταση του ChatGPT». Η σχέση αυτή χρονολογείται από το 2016, όταν η OpenAI άρχισε να χρησιμοποιεί τα GPUs της Nvidia για την εκπαίδευση των πρωτοποριακών της μοντέλων AI.

Η νέα συμφωνία προβλέπει την προοδευτική επένδυση έως 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Nvidia στην OpenAI, καθώς κάθε gigawatt δυναμικότητας τίθεται σε λειτουργία. Το πρώτο gigawatt αναμένεται να ξεκινήσει τη λειτουργία του το δεύτερο εξάμηνο του 2026, χρησιμοποιώντας την επερχόμενη πλατφόρμα Vera Rubin της Nvidia.

Η συμφωνία Nvidia-OpenAI έχει προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες για μονοπωλιακά ζητήματα. Η Nvidia ελέγχει περισσότερο από το 80% της αγοράς GPU για AI και πάνω από το 50% της αγοράς τσιπ που τροφοδοτούν τα κέντρα δεδομένων AI. Η OpenAI, από την άλλη, κατέχει περίπου 17% της αγοράς generative AI software και υπηρεσιών.

Ο νομικός σύμβουλος για αντιμονοπωλιακά θέματα Άντριου Μπάρλοου, από την εταιρεία Doyle, Barlow & Mazard, δήλωσε ότι η συμφωνία «προκαλεί σημαντικές ανησυχίες αντιμονοπωλιακού χαρακτήρα». Η καθηγήτρια Αντιμονοπωλιακού Δικαίου στο Vanderbilt, Ρεβέκκα Χάου Άλλενσγουόρθ, εξέφρασε ανησυχίες ότι η Nvidia θα μπορούσε να ευνοεί την OpenAI έναντι άλλων πελατών με καλύτερες τιμές ή ταχύτερους χρόνους παράδοσης.

Η επικεφαλής της αντιμονοπωλιακής διεύθυνσης του υπουργείου Δικαιοσύνης, Γκέιλ Σλέητερ, τόνισε ότι οι αρχές επιβολής πρέπει να επικεντρωθούν στην πρόληψη αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς σχετικά με τους πόρους που απαιτούνται για τη δημιουργία ανταγωνιστικών συστημάτων και προϊόντων τεχνητής νοημοσύνης.

Το πρόγραμμα Stargate και η συνεργασία Oracle

Η συμφωνία Nvidia-OpenAI αποτελεί μέρος του ευρύτερου προγράμματος Stargate, μία επένδυση 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη AI υποδομής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την OpenAI, τη SoftBank, την Oracle και την MGX ως αρχικούς εταίρους.

Παράλληλα με τη συνεργασία με την Nvidia, η OpenAI υπέγραψε συμφωνία 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Oracle για την παροχή υπολογιστικής ισχύος επί πέντε χρόνια, ξεκινώντας το 2027. Η συμφωνία αυτή προβλέπει την ανάπτυξη δυναμικότητας 4,5 gigawatt, που θα απαιτήσει ηλεκτρική ενέργεια ισοδύναμη με την κατανάλωση 4 εκατομμυρίων αμερικανικών νοικοκυριών.

Τον Σεπτέμβριο 2025, οι τρεις εταιρείες ανακοίνωσαν πέντε νέες εγκαταστάσεις κέντρων δεδομένων στις ΗΠΑ, ανεβάζοντας τη συνολική δυναμικότητα του Stargate σε σχεδόν 7 γιγαβάτ και την επένδυση πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια για τα επόμενα τρία χρόνια.

Τεχνολογικές προκλήσεις και καινοτομίες

Η συμφωνία Nvidia-OpenAI οραματίζεται τη δημιουργία των λεγόμενων «AI factories» – εξειδικευμένων κέντρων δεδομένων που θα φιλοξενούν εκατομμύρια GPUs. Ο Τζένσεν Χουάνγκ περιέγραψε το έργο ως «τη μεγαλύτερη υποδομή τεχνητής νοημοσύνης στην ιστορία».

Οι ενεργειακές απαιτήσεις του έργου είναι τεράστιες. Τα 10 γιγαβάτ που προβλέπει η συμφωνία αντιστοιχούν στην ενέργεια που καταναλώνουν πάνω από 8 εκατομμύρια αμερικανικά νοικοκυριά. Αυτό δημιουργεί προβλήματα για τα ηλεκτρικά δίκτυα και θέτει σοβαρά περιβαλλοντικά ερωτηματικά.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε το Stargate ως «το μεγαλύτερο έργο υποδομής ΑΙ στην ιστορία» και ανακοίνωσε ότι θα χρησιμοποιήσει έκτακτες διακηρύξεις για να επιταχύνει την ανάπτυξη του έργου. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ βλέπει την τεχνητή νοημοσύνη ως στρατηγικό πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό με την Κίνα.

Οι εμπορικοί περιορισμοί των ΗΠΑ στην εξαγωγή τσιπ τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου.

Η OpenAI έχει δηλώσει ότι στόχος της συνεργασίας με την Nvidia είναι η ανάπτυξη «superintelligence» – τεχνητής νοημοσύνης που θα ξεπεράσει την ανθρώπινη νοημοσύνη. Ο Σαμ Άλτμαν τόνισε ότι «όλα ξεκινούν από τον υπολογισμό» και ότι η υποδομή υπολογιστών θα είναι η βάση της οικονομίας του μέλλοντος.

Παρά τις φιλόδοξες προβλέψεις, η OpenAI αντιμετωπίζει τεράστιες χρηματοδοτικές προκλήσεις. Η εταιρεία θα χρειαστεί να βρει τρόπους να χρηματοδοτήσει τη συμφωνία των 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Oracle, ενώ τα ετήσια έσοδά της για το 2025 προβλέπεται να είναι μόλις 13 δισεκατομμύρια.

Πολλοί αναλυτές εκφράζουν ανησυχίες για την ύπαρξη φούσκας στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η εκρηκτική ανάπτυξη των αξιολογήσεων και των επενδύσεων, σε συνδυασμό με την απουσία κερδοφορίας σε μεγάλες εταιρείες του τομέα, θυμίζει παλαιότερες τεχνολογικές φούσκες.

Η υπεραξία των μετοχών και η αξιολόγηση της αγοράς

Η πορεία της Nvidia στις δημόσιες αγορές αποτελεί μία από τις πιο εντυπωσιακές ιστορίες επιτυχίας στην ιστορία της Γουώλ Στρητ. Από την εισαγωγή της στο NASDAQ το 1999 με κεφαλαιοποίηση 563 εκατομμυρίων δολαρίων, η εταιρεία έχει φτάσει σήμερα στα 4,34 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή η αύξηση αντιστοιχεί σε σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 39,84% για περίπου 26 χρόνια.

Το καλοκαίρι του 2025, η Nvidia έγινε η πρώτη εταιρεία παγκοσμίως που έφτασε την κεφαλαιοποίηση των 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Η μετοχή της εταιρείας έχει αυξηθεί κατά 71,89% μόνο το τελευταίο έτος, ενώ από το 2023 έως σήμερα η αξία της έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 240%.

Η OpenAI παρουσιάζει ένα εξίσου εντυπωσιακό παράδειγμα εκθετικής αύξησης αξιολόγησης. Από την ίδρυσή της το 2015 , η εταιρεία έφτασε σε αξιολόγηση 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων το 2019. Η πραγματική έκρηξη ήρθε μετά την κυκλοφορία του ChatGPT το 2022:

2021: 14 δισεκατομμύρια δολάρια

Ιανουάριος 2023: 29 δισεκατομμύρια δολάρια

Φεβρουάριος 2024: 86 δισεκατομμύρια δολάρια

Οκτώβριος 2024: 157 δισεκατομμύρια δολάρια

Μάρτιος 2025: 300 δισεκατομμύρια δολάρια

Αύγουστος 2025: Πρόταση αξιολόγησης 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων

Aυτή η πορεία καθιστά την OpenAI υποψήφια για ταχύτερη εταιρεία που φτάνει από το 1 δισεκατομμύριο στα 100 δισεκατομμύρια, σε ετήσια έσοδα.

Παρά την εκρηκτική ανάπτυξη των εσόδων, η OpenAI αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις κερδοφορίας. Η εταιρεία έχασε περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, με έσοδα 3,7 δισεκατομμυρίων. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι η συνολική ‘καύση’ μετρητών από το 2023 έως το 2029 θα φτάσει τα 115 δισεκατομμύρια δολάρια:

2025: –9 δισεκατομμύρια δολάρια

2026: –17 δισεκατομμύρια δολάρια

2027: –35 δισεκατομμύρια δολάρια

2028: –47 δισεκατομμύρια δολάρια

Η εταιρεία αναμένεται να γίνει κερδοφόρα το 2029.

Η εμφάνιση της κινεζικής εταιρείας DeepSeek το 2025 προκάλεσε σεισμικές αλλαγές στο τοπίο της τεχνητής νοημοσύνης. Το μοντέλο R1 της DeepSeek ισχυρίστηκε ότι έφτασε επίδοση συγκρίσιμη με το o1 της OpenAI, ενώ κόστισε μόλις 6 εκατομμύρια δολάρια για εκπαίδευση, έναντι των άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων που ανέφερε ο CEO της OpenAI Σαμ Άλτμαν για το GPT-4. Παρόλο που ο ισχυρισμός δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα, η ανακοίνωση της DeepSeek προκάλεσε πτώση της μετοχής της Nvidia κατά 17% σε μία ημέρα, διαγράφοντας σχεδόν 600 δισεκατομμύρια δολάρια από την κεφαλαιοποίησή της. Το γεγονός αυτό υπογράμμισε τη σημασία της καινοτομίας και της αποτελεσματικότητας έναντι της ακατέργαστης υπολογιστικής ισχύος.

Στον τομέα των τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, η AMD κατέχει λιγότερο από το 10% της αγοράς, αλλά κερδίζει έδαφος με τη σειρά MI300. Η Intel, παρά τις προκλήσεις της, στοχεύει στην προσφορά τσιπ που κοστίζουν 50% λιγότερο από τα H100 της Nvidia.

Τραμπ: Πιθανή άρση κυρώσεων για την Τουρκία 

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υποδέχτηκε τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στον Λευκό Οίκο στις 25 Σεπτεμβρίου για να συζητήσουν μια συμφωνία με την Boeing και άλλα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της μακροχρόνιας διαμάχης για την αγορά από την Τουρκία ενός ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας.

«Κάνουμε πολλές εμπορικές συναλλαγές με την Τουρκία, και θα συνεχίσουμε», δήλωσε ο Τραμπ στην αρχή της διμερούς του συνάντησης με τον Ερντογάν. «Φτιάχνουν εξαιρετικά προϊόντα – πραγματικά φανταστικοί κατασκευαστές», προσθέτοντας ότι θα συζητηθεί και το ενδεχόμενο να αγοράσει η Τουρκία αεροσκάφη F-16 και F-35.

Η απόφαση της Τουρκίας, το 2019, να αγοράσει το ρωσικό σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας S-400 οδήγησε σε αμερικανικές κυρώσεις κατά της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας βάσει του Νόμου για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act) και στην απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα F-35.

Στο ερώτημα για την άρση των κυρώσεων, ο Τραμπ είπε ότι και οι δύο πλευρές είχαν τις δικές τους απαιτήσεις και φάνηκε αισιόδοξος για πιθανή συμφωνία.

Ο Ερντογάν και η αντιπροσωπεία του πέρασαν περίπου δύο ώρες στον Λευκό Οίκο. Μετά τη συνάντηση, ο Τραμπ είπε στους δημοσιογράφους ότι η συνάντηση πήγε «υπέροχα». Αργότερα, στο Οβάλ Γραφείο, κατά την υπογραφή εκτελεστικών διαταγμάτων, ο Τραμπ ανέφερε ότι αυτός και ο Ερντογάν είχαν μια «πολύ καλή συζήτηση» για τις αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, χωρίς όμως να αποκαλύψει λεπτομέρειες.

Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία και ειδικός απεσταλμένος για τη Συρία Τομ Μπάρακ είπε επίσης στους δημοσιογράφους ότι η συμφωνία με την Boeing έχει οριστικοποιηθεί. Σε πρόσφατη συνέντευξη, ο πρόεδρος της Turkish Airlines Αχμέτ Μπολάτ επιβεβαίωσε ότι η αεροπορική εταιρεία εξετάζει την παραγγελία 250 αεροσκαφών Boeing. Η συμφωνία θα σηματοδοτούσε μια σημαντική επέκταση για τον εθνικό αερομεταφορέα της χώρας, ο οποίος σήμερα διαθέτει στόλο 485 αεροπλάνων.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι αυτός και ο Ερντογάν μίλησαν επίσης με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου και άλλους ηγέτες της Μέσης Ανατολής, λέγοντας ότι σύντομα θα μπορούσαν να αναμένονται σημαντικές εξελίξεις.

Ο Τραμπ ανέφερε ότι βρίσκονται κοντά σε συμφωνία για τη Γάζα και ίσως ακόμη και σε μια ειρηνευτική εξέλιξη.

Δυναμική Τραμπ–Ερντογάν

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ σημείωσε ότι ο Ερντογάν παρέμεινε φίλος καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης διοίκησης, ότι ακόμη και όταν ο ίδιος βρισκόταν εκτός εξουσίας, ο Ερντογάν παρέμεινε φίλος του, κάτι που θεωρεί δείγμα αληθινής φιλίας.

«Είμαι πολύ ευχαριστημένος που βρίσκομαι εδώ με τους συναδέλφους και φίλους μου», απάντησε ο Ερντογάν, σημειώνοντας ότι ανυπομονεί για μια «διεξοδική συζήτηση» σχετικά με τα F-35, τα F-16 και την υπόθεση της Halkbank –αναφερόμενος σε απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου που έκρινε ότι η τουρκική τράπεζα μπορεί να διωχθεί επειδή φέρεται να βοήθησε το Ιράν να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Τραμπ αστειεύτηκε ότι ο Τούρκος πρόεδρος είναι «πολύ ισχυρογνώμων».

Ο Τραμπ είπε αστειευόμενος ότι παρότι συνήθως δεν του αρέσουν οι ισχυρογνώμονες άνθρωποι, ο ίδιος πάντα εκτιμά τον Ερντογάν, αν και τον χαρακτήρισε «σκληρό».

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στη συνάντηση με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο Οβάλ Γραφείο. Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, 25 Σεπτεμβρίου 2025. (Saul Loeb/AFP μέσω Getty Images)

 

Η σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν έχει αλλάξει σημαντικά από το 2018, όταν η Ουάσιγκτον πίεσε για την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, μετά από δύο χρόνια κράτησής του στην Τουρκία. Η Τουρκία απελευθέρωσε τον Μπράνσον ύστερα από την απειλή του Τραμπ να επιβάλει σημαντικές κυρώσεις στην Άγκυρα. Έναν χρόνο αργότερα, ο Τραμπ έστειλε στον Ερντογάν μια δημόσια επιστολή προειδοποιώντας ότι θα μπορούσε να «καταστρέψει» την οικονομία της Τουρκίας αν η Άγκυρα δεν σταματούσε την στρατιωτική της επιχείρηση στη βόρεια Συρία. Έκτοτε, οι σχέσεις των δύο ηγετών βελτιώθηκαν σταθερά.

Ο Τραμπ αναφέρθηκε σε εκείνη την υπόθεση κατά τη συνάντηση, σημειώνοντας ότι δεν έχει ξεχάσει ότι ο Ερντογάν απελευθέρωσε τον πάστορα Μπράνσον, ο οποίος σήμερα είναι υγιής και ευτυχισμένος, όπως ανέφερε ο πρόεδρος των ΗΠΑ.

Οι τουρκικές αγορές ρωσικού πετρελαίου 

Ο Τραμπ έχει επικρίνει τους συμμάχους του ΝΑΤΟ επειδή συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, παρά την έντονη αντίθεσή τους στον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία. Τον Αύγουστο, η Τουρκία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικών ορυκτών καυσίμων μετά την Κίνα και την Ινδία, σύμφωνα με το Center for Research on Energy and Clean Air.

Σε ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 22 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ επέκρινε ξανά τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ ότι «χρηματοδοτούν τον πόλεμο εναντίον τους».

Κατά τη συνάντηση, ο Τραμπ υπογράμμισε τους ισχυρούς δεσμούς του Ερντογάν με τη Ρωσία και την Ουκρανία και την επιρροή του σε όλη τη Μέση Ανατολή, σημειώνοντας ότι αυτές οι σχέσεις είναι κρίσιμες για την επίλυση συγκρούσεων στην περιοχή.

Μετά τη συνάντηση, ο Τραμπ εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο Ερντογάν θα πράξει το σωστό και θα μειώσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Αυστηρά μέτρα ασφαλείας

Ο Ερντογάν διέμεινε στο Blair House, την επίσημη κατοικία φιλοξενούμενων του προέδρου, που βρίσκεται απέναντι από τον Λευκό Οίκο. Πριν από την άφιξή του, όλοι οι δρόμοι που οδηγούν στον Λευκό Οίκο αποκλείστηκαν με αυστηρά μέτρα ασφαλείας, παρόμοια με αυτά που είχαν ληφθεί κατά τη συνάντηση Νετανιάχου-Τραμπ τον Ιούλιο. Δεν επιτράπηκαν διαδηλωτές κοντά στον Λευκό Οίκο.

Ο Ερντογάν αντιμετωπίζει αυξανόμενη διεθνή πίεση μετά τη σύλληψη και την αποπομπή του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, γεγονός που προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις στην Τουρκία με δεκάδες χιλιάδες πολίτες να βγαίνουν στους δρόμους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών καταδίκασαν την καταστολή, λέγοντας ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν πρέπει να διεξάγεται μέσω της δικαιοσύνης.

Αν και η Τουρκία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ, το Κογκρέσο των ΗΠΑ «παραμένει εχθρικό προς τους δεσμούς της Τουρκίας με τη Ρωσία και το ιστορικό της σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων», έγραψε η Ασλί Αϊντιντασμπάς, συνεργάτις στο Brookings Institution, σε πρόσφατη έκθεση.

Οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ για τη Γάζα και τη Συρία αποτελούν επίσης πρόκληση για την αμερικανική πολιτική στην περιοχή, πρόσθεσε.

Παρά τις διαφορές τους, η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον επιδιώκουν γενικά παρόμοιους στόχους στη Συρία. Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ τον Δεκέμβριο του 2024, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία έχουν έρθει πιο κοντά στους βασικούς τους στόχους στη Συρία, με τον Μπάρακ να λειτουργεί ως βασικός συντονιστής, σύμφωνα με την Αϊντιντασμπάς.

«Όπως και η Άγκυρα, ο Μπάρακ έχει αποδεχθεί το μετα-Άσαντ καθεστώς στη Δαμασκό, με επικεφαλής τον προσωρινό πρόεδρο Άχμαντ Αλ Σάρα· υποστηρίζει την ιδέα μιας ενωμένης Συρίας· και γενικά αποδέχεται την ενσωμάτωση των Σύρων Κούρδων που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, στον συριακό στρατό – αν και με μεγαλύτερη τοπική αυτονομία απ’ ό,τι θα προτιμούσε η Άγκυρα», ανέφερε.

Εντουάρντο Μπολσονάρου: Χωρίς διεθνή πίεση, η Βραζιλία θα ήταν μια άλλη Βενεζουέλα

Nέος γύρος αμερικανικών κυρώσεων που σχετίζονται με τις βραζιλιάνικες αρχές επιβλήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου – την ίδια ημέρα που ο βουλευτής Εντουάρντο Μπολσονάρου, γιος του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρου, κατηγορήθηκε για εξαναγκασμό. Η δίωξη αποτελεί μέρος των σχετικών δικαστικών υποθέσεων που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχε αποκαλέσει παλαιότερα «κυνήγι μαγισσών».

Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου μίλησε στην εφημερίδα The Epoch Times καθώς συνομιλίες μεταξύ του προέδρου της Βραζιλίας Λουίζ Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα και του Τραμπ αναμένονται εντός ημερών, μετά από μια σύντομη συνάντηση στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 23 Σεπτεμβρίου.

Ο Μπολσονάρου δήλωσε ότι χωρίς τη διεθνή πίεση – που προέρχεται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες – η Βραζιλία θα διολίσθαινε στον αυταρχισμό.

«Δεν μπορώ να επιστρέψω στη χώρα μου, γιατί θα με συλλάβουν. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί μου και της συζύγου μου είναι παγωμένοι. Εφευρίσκουν νέες έρευνες εναντίον μου συνεχώς, και τώρα απειλούν ακόμη και να με καθαιρέσουν από το αξίωμά μου», είπε ο Εντουάρντο Μπολσονάρου, ο οποίος διαμένει στις ΗΠΑ από τις 27 Φεβρουαρίου. Είναι βουλευτής που υπηρετεί την τρίτη του θητεία στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Βραζιλίας, το κάτω σώμα του Εθνικού Κογκρέσου. Ήταν ο βουλευτής με τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία της Βραζιλίας στις εκλογές του 2018.

«Είναι ξεκάθαρο: η Βραζιλία ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με τη Βενεζουέλα», σχολίασε.

Ο Τραμπ κατηγόρησε την κυβέρνηση της Βραζιλίας για πολιτική δίωξη των συντηρητικών φωνών της αντιπολίτευσης και επέβαλε στη χώρα δασμούς έως και 50% – από τους υψηλότερους στον κόσμο.

Στις 11 Σεπτεμβρίου, τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας καταδίκασε τον Ζαΐρ Μπολσονάρου σε 27 χρόνια φυλάκισης, κρίνοντάς τον ένοχο για απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης μετά την ήττα του στις εκλογές του 2022.

Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο σε πέντε κατηγορίες: απόπειρα πραξικοπήματος, συμμετοχή σε ένοπλη εγκληματική οργάνωση, απόπειρα βίαιης κατάργησης του δημοκρατικού κράτους δικαίου, ζημιές που σχετίζονται με βία και σοβαρές απειλές κατά κρατικής περιουσίας και προστατευόμενης κληρονομιάς.

Ο Λούλα έγραψε στις 14 Σεπτεμβρίου σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύθηκε στους New York Times: «Η απόφαση ήταν το αποτέλεσμα διαδικασιών που διεξήχθησαν σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1988 της Βραζιλίας, που θεσπίστηκε μετά από δύο δεκαετίες αγώνα ενάντια σε στρατιωτική δικτατορία. Ακολούθησαν μήνες ερευνών που αποκάλυψαν σχέδια δολοφονίας σε βάρος εμού, του αντιπροέδρου και ενός δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου. Οι Αρχές ανακάλυψαν επίσης ένα προσχέδιο διατάγματος που θα ακύρωνε ουσιαστικά τα αποτελέσματα των εκλογών του 2022.»

Στο μεταξύ, ο Εντουάρντο Μπολσονάρου είπε ότι «ο Λούλα, ο Αλεξάντρ ντε Μοράες και οι συνεργοί τους στο βραζιλιάνικο καθεστώς προσκολλώνται σε κατασκευασμένες αφηγήσεις», αναφερόμενος στον δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας Αλεξάντρ ντε Μοράες, ο οποίος προήδρευσε της δίκης.

«Θέλουν να πιστέψει ο κόσμος ότι 1.500 άοπλοι πολίτες – πολλοί από τους οποίους ήταν ηλικιωμένες γυναίκες στα 70 τους – που συγκεντρώθηκαν μια Κυριακή κατά τη διάρκεια της εορταστικής αργίας στη Μπραζίλια, ήταν ικανοί να πραγματοποιήσουν πραξικόπημα, ακριβώς τη στιγμή που ο πρόεδρος Μπολσονάρου βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε, αναφερόμενος στα επεισόδια της 8ης Ιανουαρίου 2023, όταν όχλος βανδάλισε τα κτήρια του Κογκρέσου, του Ανώτατου Δικαστηρίου και του Προεδρικού Μεγάρου της Βραζιλίας μετά τις εκλογές του 2022, τις οποίες ο Ζαΐρ Μπολσονάρου έχασε με μικρή διαφορά.

Τα επεισόδια της 8ης Ιανουαρίου χαρακτηρίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας ως η ολοκλήρωση της φερόμενης απόπειρας πραξικοπήματος, η οποία, σύμφωνα με το δικαστήριο, περιελάμβανε επίσης σχέδια δολοφονίας αξιωματούχων.

Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου δήλωσε ότι αυτό το αφήγημα είναι «παράλογο, [μία] παραφροσύνη που καταρρέει μέσα σε ένα λεπτό ειλικρινούς εξέτασης».

«Ο Μπολσονάρου, ενώ ήταν ακόμη πρόεδρος, διόρισε τους στρατιωτικούς διοικητές που είχαν προταθεί από τον Λούλα, κάτι που κανένας πραξικοπηματίας δεν θα έκανε ποτέ», είπε ο νεότερος Μπολσονάρου. «Τα γεγονότα της 8ης Ιανουαρίου 2023 ήταν μια διαμαρτυρία που ξέφυγε από τον έλεγχο, όπως στις 6 Ιανουαρίου 2021 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα όμως εργαλειοποιούνται από την αριστερά για να αποκλειστεί ο Μπολσονάρου από τις εκλογές του 2026», παρατήρησε αναφερόμενος στα γεγονότα στο Καπιτώλιο στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας βρίσκεται τώρα σε κατ’ οίκον περιορισμό και δεν μπορεί να είναι υποψήφιος στις εκλογές του 2026.

Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου αρνείται τις κατηγορίες περί εξαναγκασμού. Η πρόσφατη δίωξή του αφορά τη δραστηριότητά του στο εξωτερικό, καθώς προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη σχετικά με την έλλειψη δίκαιης νομικής διαδικασίας στη δίκη του πατέρα του και σε άλλες υποθέσεις που σχετίζονται με την 8η Ιανουαρίου, καθώς και για τη διαδικτυακή λογοκρισία από τις βραζιλιάνικες Αρχές που εμπλέκουν αμερικανικές εταιρείες κοινωνικών μέσων και Αμερικανούς πολίτες.

«Πώς θα μπορούσα να κατηγορηθώ για εξαναγκασμό αν δεν έχω καμία εξουσία να βάλω κάποιον στη λίστα κυρώσεων του [Γραφείου Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων], που διέπεται από τον νόμο Μαγκνίτσκι; Αυτό είναι ένα νόμιμο εργαλείο του αμερικανικού δικαίου, όχι προσωπικό μου εργαλείο», είπε.

Το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (Office of Foreign Assets Control’s – OFAC) είναι τμήμα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών που παρακολουθεί τις οικονομικές κυρώσεις. Ο Νόμος Μαγκνίτσκι είναι νομοθεσία του 2016 που επιτρέπει στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλει κυρώσεις σε άτομα για εκτεταμένη διαφθορά ή παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο Ντε Μοράες, ο κύριος δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας που ήταν υπεύθυνος για τη δίκη του Ζαΐρ Μπολσονάρου και στόχευσε τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες για τον διαδικτυακό λόγο, τιμωρήθηκε με κυρώσεις από το υπουργείο Οικονομικών μέσω αυτού του προγράμματος, στις 30 Ιουλίου 2025. Η σύζυγός του και μια οντότητα που ονομάζεται Lex Institute, εταιρεία συνδεδεμένη με την οικογένειά του, υπέστησαν κυρώσεις στις 22 Σεπτεμβρίου, την ίδια ημέρα που κατηγορήθηκε ο Εντουάρντο Μπολσονάρου.

«Δεν έχω ενεργήσει ποτέ για να παρέμβω σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Αυτό που κάνω, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μου ως βουλευτής, είναι να υπερασπίζομαι την αμνηστία [μια χάρη που προέρχεται από το Κογκρέσο] για όσους διώκονται πολιτικά από τον παραβάτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων Αλεξάντρ ντε Μοράες», είπε ο Μπολσονάρου.

«Η καταγγελία παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι έγκλημα· είναι καθήκον», συνέχισε.

Έχει ζητήσει «ευρεία, γενική και απεριόριστη αμνηστία», που να ανατρέχει σε αμφιλεγόμενες έρευνες που ξεκίνησαν το 2019 από το Ανώτατο Δικαστήριο και συνδέονται με την απόφαση για το πραξικόπημα. Ισχυρίστηκε ότι «διαφορετικά, το Ανώτατο Δικαστήριο θα συνεχίσει να κατασκευάζει υποθέσεις για να καταδικάζει συντηρητικούς και να τους καθιστά μη επιλέξιμους.»

Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου είπε ότι οι αμερικανικές κυρώσεις είχαν τοπικό αντίκτυπο, αναφέροντας μια πρόσφατη ψηφοφορία στο βραζιλιάνικο κοινοβούλιο για την επίσπευση ενός νομοσχεδίου που θα μείωνε τις ποινές των δραστών της 8ης Ιανουαρίου.

«Σήμερα, μετά τις αμερικανικές κυρώσεις […] περάσαμε την πρόταση κατεπείγοντος [στο Κογκρέσο] με 311 ψήφους, περισσότερες από αρκετές για να τροποποιηθεί το Σύνταγμα της Βραζιλίας», είπε. «Χωρίς διεθνή πίεση, η Βραζιλία θα ήταν ήδη μια Βενεζουέλα, μόνο με ψευδοαντιπολίτευση και τη γνήσια δεξιά αποκλεισμένη από τις εκλογές του επόμενου έτους.»

Η Epoch Times επικοινώνησε με το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας και με το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Βραζιλίας για σχόλιο, αλλά δεν έλαβε άμεσα απαντήσεις.

Του Marcos Schotgues

Με τη συμβολή της Emel Akan

Ο Τραμπ υπογράφει υπόμνημα για την αντιμετώπιση της εγχώριας τρομοκρατίας και της οργανωμένης πολιτικής βίας

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε την Πέμπτη υπόμνημα για την καταπολέμηση της εγχώριας τρομοκρατίας και οργανωμένης πολιτικής βίας.

Ο αναπληρωτής προσωπάρχης του Λευκού Οίκου για θέματα πολιτικής, Στήβεν Μίλλερ, παρουσίασε το έγγραφο στον Τραμπ κατά τη διάρκεια εκδήλωσης υπογραφής στο Οβάλ Γραφείο, λέγοντας ότι η εκτελεστική αυτή πράξη σηματοδοτεί «την πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία που υπάρχει μια συνολική κυβερνητική προσπάθεια να εξαρθρωθεί η τρομοκρατία της αριστεράς, να εξαρθρωθεί η Αντίφα».

Η κίνηση αναμένεται να βασιστεί σε εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ στις 22 Σεπτεμβρίου, το οποίο ορίζει την Αντίφα ως εγχώρια τρομοκρατική οργάνωση.

Ο Τραμπ απέδωσε την εκτελεστική πράξη στην αύξηση της βίας της αριστεράς σε όλη τη χώρα, μετά τη δολοφονία του συντηρητικού πολιτικού σχολιαστή Τσάρλι Κερκ στις 10 Σεπτεμβρίου. Οι καταγγελίες κλιμακώθηκαν έπειτα από την ένοπλη επίθεση της 24ης Σεπτεμβρίου σε εγκατάσταση της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) στο Ντάλλας, η οποία άφησε έναν νεκρό και δύο τραυματίες. Σφαίρες που βρέθηκαν στη σκηνή περιείχαν μηνύματα κατά της ICE. Και τα τρία θύματα της επίθεσης ήταν κρατούμενοι της εγκατάστασης, ενώ κανένας αστυνομικός δεν τραυματίστηκε.

Σε ανάρτησή του στο Truth Social μετά την επίθεση, ο Τραμπ έγραψε: «Η συνεχιζόμενη βία από τους ριζοσπαστικούς τρομοκράτες της Αριστεράς, μετά τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, πρέπει να σταματήσει».

Μιλώντας σε δημοσιογράφους κατά την εκδήλωση υπογραφής, η γενική εισαγγελέας Παμ Μπόντι ρωτήθηκε εάν η κυβέρνηση είχε συγκεκριμένο στόχο με αυτήν την ενέργεια.

«Οποιαδήποτε οργανωμένη ομάδα που διαπράττει αυτά τα εγκλήματα», απάντησε εκείνη, προσθέτοντας ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης θα διερευνήσει τα κανάλια χρηματοδότησης σε συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, το υπουργείο Οικονομικών καθώς και με κρατικούς και τοπικούς αξιωματούχους.

Το υπόμνημα της Πέμπτης αναφέρει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια «εθνική στρατηγική για να ερευνούν και να διαλύουν δίκτυα, φορείς και οργανώσεις που υποκινούν πολιτική βία, ώστε οι αρχές επιβολής του νόμου να μπορούν να παρέμβουν σε εγκληματικές συνωμοσίες πριν καταλήξουν σε βίαιες πολιτικές πράξεις».

«Μέσω αυτής της ολοκληρωμένης στρατηγικής, οι αρχές επιβολής του νόμου θα διαλύουν και θα ξεριζώνουν δίκτυα, φορείς και οργανώσεις που προάγουν την οργανωμένη βία, τον βίαιο εκφοβισμό, τις συνωμοσίες κατά των δικαιωμάτων και άλλες προσπάθειες που αποσκοπούν στη διατάραξη της λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας», συνεχίζει το υπόμνημα.

Στο στόχαστρο και Δημοκρατικοί

Αρκετοί Δημοκρατικοί έχουν επίσης αποτελέσει στόχο πράξεων πολιτικής βίας φέτος.

Τον Απρίλιο, η κατοικία του κυβερνήτη της Πενσυλβάνια, Τζος Σαπίρο, δέχθηκε επίθεση με βόμβα μολότοφ ενώ βρισκόταν μέσα. Οι Αρχές συνέλαβαν τον 38χρονο Κόντι Μπάλμερ από το Χάρισμπεργκ ως σχετικό με την επίθεση.

Τον Ιούνιο, η πολιτειακή βουλευτής της Μιννεσότα και πρώην πρόεδρος της Βουλής, Μελίσσα Χόρτμαν, και ο σύζυγός της δολοφονήθηκαν, ενώ ο πολιτειακός γερουσιαστής της Μιννεσότα, Τζον Χόφμαν, και η σύζυγός του τραυματίστηκαν σε μια σειρά επιθέσεων που χαρακτηρίστηκαν ως «στοχευμένη πολιτική βία». Τόσο η Χόρτμαν όσο και ο Χόφμαν είναι Δημοκρατικοί.

Ο ύποπτος, Βανς Μπόελτερ, συνελήφθη στις 15 Ιουνίου, μετά από αυτό που ο αρχηγός της αστυνομίας του Μπρούκλυν Παρκ, Μαρκ Μπρούλεϋ, περιέγραψε ως «το μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό στην ιστορία της πολιτείας».

Του Joseph Lord

Με τη συμβολή των Jack Phillips, Aldgra Fredly και Jacob Burg

Τραμπ: Νέοι δασμοί σε φορτηγά, φάρμακα, ντουλάπια κουζίνας και άλλα προϊόντα

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 25 Σεπτεμβρίου ότι θα επιβάλει μια σειρά νέων δασμών σε εισαγωγές βαρέων φορτηγών, επώνυμων ή πατενταρισμένων φαρμακευτικών προϊόντων, ντουλαπιών κουζίνας, ντουλαπιών μπάνιου και συναφών προϊόντων από τον επόμενο μήνα.

Οποιοδήποτε φορτηγό βαρέως τύπου κατασκευάζεται εκτός Ηνωμένων Πολιτειών θα δει δασμό 25%, ενώ ο Τραμπ θα επιβάλει δασμό 50% σε ντουλάπια κουζίνας, ντουλάπια μπάνιου και συναφή προϊόντα, καθώς και 30% σε έπιπλα με επένδυση. Δήλωσε ότι οποιαδήποτε επώνυμα ή πατενταρισμένα φαρμακευτικά φάρμακα που κατασκευάζονται από εταιρείες οι οποίες δεν χτίζουν το εργοστάσιό τους στις Ηνωμένες Πολιτείες θα δουν δασμό 100% στα προϊόντα τους.

Οι νέοι δασμοί θα επιβληθούν από την 1η Οκτωβρίου, ανέφερε ο πρόεδρος.

«Για να προστατεύσω τους μεγάλους κατασκευαστές βαρέων φορτηγών μας από τον αθέμιτο εξωτερικό ανταγωνισμό, θα επιβάλω, από την 1η Οκτωβρίου 2025, έναν δασμό 25% σε όλα τα ‘βαρέα (μεγάλα!) φορτηγά’ που κατασκευάζονται σε άλλα μέρη του Κόσμου», έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social.

«Επομένως, οι μεγάλες μας εταιρείες κατασκευής φορτηγών, όπως οι Peterbilt, Kenworth, Freightliner, Mack Trucks και άλλες, θα προστατευτούν από τον καταιγισμό των εξωτερικών παρεμβολών».

Ο Τραμπ είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται «τους οδηγούς φορτηγών μας να είναι οικονομικά υγιείς και ισχυροί, για πολλούς λόγους, αλλά πάνω απ’ όλα, για σκοπούς εθνικής ασφάλειας!»

Όσον αφορά τα προϊόντα κουζίνας, μπάνιου και επίπλων, ο Τραμπ επικαλέστηκε μια «μεγάλης κλίμακας ‘ΠΛΗΜΜΥΡΑ’ αυτών των προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες από άλλες ξένες χώρες», κάτι που χαρακτήρισε «πολύ άδικη πρακτική» η οποία απειλεί την εθνική ασφάλεια.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες θα θεωρούνται εγκατεστημένες στην Αμερική εάν το εργοστάσιό τους βρίσκεται αυτή τη στιγμή «υπό θεμελίωση» ή «υπό κατασκευή» στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Δεν θα υπάρξει, επομένως, κανένας δασμός σε αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα αν η κατασκευή έχει ξεκινήσει», είπε ο Τραμπ.

Στήριξη στους αγρότες μέσω δασμών

Νωρίτερα την ίδια μέρα, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα χρησιμοποιήσει έσοδα από τους δασμούς για να προσφέρει βοήθεια στους Αμερικανούς αγρότες που παλεύουν εν μέσω του συνεχιζόμενου εμπορικού πολέμου του με την Κίνα, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα το Πεκίνο να αρνείται να αγοράσει σοδειές σόγιας από τις ΗΠΑ.

«Θα πάρουμε ένα μέρος από αυτά τα χρήματα των δασμών που αποκτήσαμε και θα τα δώσουμε στους αγρότες μας, που για λίγο θα πληγούν μέχρι […] οι δασμοί να αρχίσουν να λειτουργούν προς όφελός τους», είπε ο Τραμπ από τον Λευκό Οίκο στις 25 Σεπτεμβρίου. «Θα διασφαλίσουμε ότι οι αγρότες μας είναι σε εξαιρετική κατάσταση, καθώς συγκεντρώνουμε μεγάλα έσοδα. Τελικά, οι αγρότες θα βγάζουν μια περιουσία. Αλλά είναι μια διαδικασία – πρέπει να μπει σε εφαρμογή».

Κατά τη διάρκεια τελετής υπογραφής στο Οβάλ Γραφείο στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ είπε ότι υπήρξε «μια μικρή υστέρηση με τους αγρότες μέχρι να τεθούν σε ισχύ οι δασμοί», αναφερόμενος σε αυτήν ως «περίοδο μετάβασης». «Θέλω, στην πραγματικότητα, απλώς να στείλω το μήνυμα στους αγρότες, γιατί θα δυσκολευτούν μέχρι να ολοκληρωθεί η μετάβαση. Έπειτα από αυτό, θα τα πάνε, πιστεύω, καλύτερα από ποτέ άλλοτε», δήλωσε.

Όταν ρωτήθηκε αν τα χρήματα θα δοθούν στους αγρότες με τη μορφή άμεσων επιταγών, ο Τραμπ είπε ότι η κυβέρνησή του δεν έχει ακόμη αποφασίσει πώς θα διανεμηθεί η βοήθεια, αλλά ότι συμβουλεύεται την υπουργό Γεωργίας Μπρουκ Ρόλλινς σχετικά με το «πώς να δοθούν τα χρήματα στους αγρότες». Σύμφωνα με δήλωσή της, η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει ένα πρόγραμμα ενίσχυσης παρόμοιο με το πακέτο διάσωσης που είχε δοθεί στους αγρότες κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ.

Η αμερικανική αγροτική οικονομία δυσκολεύεται φέτος λόγω των χαμηλών τιμών των καλλιεργειών και των εμπορικών πολέμων με το Πεκίνο, ιδίως καθώς η Κίνα – ο μεγαλύτερος αγοραστής σόγιας στον κόσμο – έχει σταματήσει να αγοράζει σόγια από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αγοράζει πλέον από τη Νότια Αμερική, ενώ οι διαπραγματεύσεις για τους δασμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζονται.

Αγρόκτημα στην Ομάχα της Νεμπράσκα, στις 2 Οκτωβρίου 2024. (John Fredricks/The Epoch Times)

 

Την περασμένη εβδομάδα, Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες προειδοποίησαν ότι οι Αμερικανοί αγρότες βρίσκονται σε δεινή κατάσταση φέτος και κάλεσαν την κυβέρνηση Τραμπ να υιοθετήσει παρόμοια προσέγγιση με εκείνη της πρώτης θητείας του προέδρου, όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε διαθέσει 23 δισεκατομμύρια δολάρια σε πακέτο διάσωσης για τους αγρότες ώστε να μετριαστεί ο αντίκτυπος από τον προηγούμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ με την Κίνα.

Οι ανταποδοτικοί δασμοί του Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία οδήγησαν σε απώλεια 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αμερικανικές αγροτικές εξαγωγές από τα μέσα του 2018 έως το τέλος του 2019, σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας. Η σόγια αντιπροσώπευε σχεδόν το 71% αυτών των απωλειών, δηλαδή πάνω από 9,7 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Το Ινστιτούτο CATO σημείωσε ότι, παρόλο που μέρος των αμερικανικών εξαγωγών σόγιας προς την Κίνα ανακτήθηκε μετά τη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των δύο χωρών το 2020, «το μερίδιο των Αμερικανών αγροτών στην κινεζική αγορά δεν έχει επανέλθει στα προπολεμικά επίπεδα» λόγω της στροφής του Πεκίνου στη Βραζιλία και σε άλλες χώρες για σόγια.

Του Jacob Burg

Γερμανία: Εισαγγελία ζητά βαρύτατες ποινές για υπόθεση κατασκοπείας υπέρ της Κίνας

Σε μια πολύκροτη υπόθεση κατασκοπείας με επίκεντρο πρώην βοηθό Γερμανού βουλευτή, οι εισαγγελικές αρχές κατηγορούν τον βασικό κατηγορούμενο για συγκέντρωση κι αποστολή πληροφοριών στην Κίνα σχετικά με το Φάλουν Γκονγκ, όπως αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια πρόσφατης ακροαματικής διαδικασίας στο Δρέσδη.

Στις 16 Σεπτεμβρίου, η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Γερμανίας ζήτησε ποινή κάθειρξης επτάμισι ετών για τον Γκουό Τζιάν και δύο ετών και εννέα μηνών για την συγκατηγορούμενή του Γιακί Σιάο, κατά τη συνεδρίαση του Ανώτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Δρέσδης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αμφότεροι λειτούργησαν ως πράκτορες των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών, με τον Γκουό να διαδραματίζει τον ρόλο του εγκέφαλου της σπείρας.

Η εισαγγελία περιέγραψε τον Γκουό ως «πολύπλευρο πράκτορα, πάντα σε ετοιμότητα, υπερήφανο για την πολυετή του δράση ως κατάσκοπος». Ο Φάμπιαν Σέλχαους, εκπρόσωπος της εισαγγελίας, δήλωσε στη γερμανική έκδοση της Epoch Times πως ο Γκουό, ο οποίος απαρνήθηκε την κινεζική υπηκοότητα και πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 2011, υπήρξε «υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, ο οποίος μόνο προσποιήθηκε ότι ανήκει στην αντιπολίτευση για να διεισδύσει στους σχετικούς κύκλους εδώ».

Ο συνήγορος υπεράσπισης του Γκουό χαρακτήρισε υπερβολική την ποινή που πρότεινε η εισαγγελία. Παρότι ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά για τον Κινέζο χειριστή του, η εισαγγελία ανέφερε ότι ο Γκουό μιλούσε γι’ αυτόν με σεβασμό, αποκαλώντας τον «μεγάλο αδελφό» σε συζητήσεις με τη σύζυγό του.

Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, ο Γκουό και ο Κινέζος αξιωματούχος συζήτησαν για το Φάλουν Γκονγκ τουλάχιστον σε μια τηλεφωνική επικοινωνία την οποία υπέκλεψαν οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Σε αυτήν, ο Γκουό αναφέρθηκε σε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέρ του Φάλουν Γκονγκ, χωρίς ωστόσο να αποκαλυφθούν περαιτέρω λεπτομέρειες της συνομιλίας.

Το συγκεκριμένο ψήφισμα, που υιοθετήθηκε τον Ιανουάριο του 2024, καταδίκαζε τις διώξεις του Φάλουν Γκονγκ από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και ζητούσε διεθνή έρευνα για την καταστολή της θρησκευτικής ομάδας.

Επίσης, απαιτούσε την απελευθέρωση του Γιουάντα Ντινγκ, ασκούμενουτου Φάλουν Γκονγκ, ο οποίος κρατείται στην Κίνα από το 2023 και είναι πατέρας μόνιμου κατοίκου Γερμανίας. Κατά την επιμαχή τηλεφωνική συνομιλία, ο Γκουό ανέλυσε τις συζητήσεις γύρω από το ψήφισμα, ενώ οι απαντήσεις του Κινέζου αξιωματούχου παραμένουν αδιευκρίνιστες.

Η εισαγγελία υποστηρίζει ότι ο Γκουό είχε στην κατοχή του εκατοντάδες έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – ορισμένα χαρακτηρίζονται ως «ευαίσθητα»– με πρόθεση να τα διαθέσει στις κινεζικές μυστικές υπηρεσίες. Παράλληλα, φέρεται να κατασκόπευε αντιφρονούντες Κινέζους στη Γερμανία για λογαριασμό των ίδιων αξιωματούχων.

Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, είναι πνευματική άσκηση που βασίζεται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας.

Γνώρισε μεγάλη απήχηση στην Κίνα τη δεκαετία του 1990 και, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, μέχρι το τέλος της δεκαετίας τουλάχιστον 70 εκατομμύρια άνθρωποι το ασκούσαν.

Το 1999, το κινεζικό καθεστώς, θεωρώντας τον μαζικό χαρακτήρα του κινήματος απειλή, εξαπέλυσε εναντίον του εκστρατεία εξόντωσης.

Έκτοτε, εκατομμύρια πιστοί έχουν φυλακιστεί, εκατοντάδες χιλιάδες έχουν βασανιστεί, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός των νεκρών – ανάμεσά τους και θύματα της κρατικά ενορχηστρωμένης εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης Φάλουν Ντάφα.

Η δίωξη τονίζει ότι από το 2002 οι αρχές θεωρούν τον Γκουό ως επιχειρησιακό στέλεχος των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών. Με βάση ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας τον Απρίλιο, από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τη σύλληψή του τον Απρίλιο του 2024, ο Γκουό εκμεταλλεύτηκε τη θέση βοηθού βουλευτή του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για να συλλέγει πληροφορίες για τις διαβουλεύσεις και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς όφελος των κινεζικών υπηρεσιών, αποκτώντας περισσότερα από 500 έγγραφα, εκ των οποίων αρκετά άκρως απόρρητα.

Σύμφωνα με το ίδιο κατηγορητήριο, το διάστημα 2023-2024 ο Γκουό παρακολουθούσε τους Κινέζους αντιφρονούντες στη Γερμανία προσποιούμενος δημοσίως κριτική στάση έναντι του κινεζικού καθεστώτος, κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η Γιακί Σιάο, κινεζικής υπηκοότητας, εργαζόταν στην Port Ground GmbH –θυγατρικής της Mitteldeutsche Flughafen AG– που προσφέρει υπηρεσίες εξυπηρέτησης επιβατών, αεροσκαφών και φορτίων στα αεροδρόμια Λειψίας–Χάλλε και Δρέσδης. Πριν τη σύλληψή της τον Σεπτέμβριο του 2024 κατείχε θέση υπευθύνου εξυπηρέτησης πελατών.

Το αεροδρόμιο της Λειψίας–Χάλλε αποτελεί σημαντικό κόμβο για στρατιωτικές μεταφορές, εξυπηρετώντας τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, το ΝΑΤΟ και ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες, ενώ χρησιμοποιείται και από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ για επιχειρήσεις επ’ αρωγή της Βάσης Ράμσταϊν, μίας εκ των μεγαλύτερων αμερικανικών εγκαταστάσεων στη νοτιοδυτική Γερμανία.

Την περίοδο από τον Αύγουστο του 2023 έως τον Φεβρουάριο του 2024, η εισαγγελία κατηγορεί τη Σιάο ότι συνέδραμε τον Γκουό παρέχοντας του πληροφορίες για πτήσεις, φορτία και επιβάτες σχετικές με το έργο της, οι οποίες στη συνέχεια διαβιβάζονταν στις κινεζικές υπηρεσίες.

Ειδικότερα, η Σιάο φέρεται να αποκάλυψε στοιχεία για τη μεταφορά οπλισμού και εξοπλισμού, καθώς και προσωπικά δεδομένα εργαζομένων στη γερμανική αμυντική βιομηχανία.

Σε πολυάριθμες περιστάσεις, μεταξύ των οποίων οι ημερομηνίες 16 Αυγούστου, 8 Σεπτεμβρίου, 1 και 4 Νοεμβρίου, 15 Νοεμβρίου και 19 Φεβρουαρίου, η Σιάο φέρεται να απέστειλε στον Γκουό φωτογραφίες αεροσκαφών και στρατιωτικών οχημάτων μέσα στο αεροδρόμιο.

Οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν επιπλέον ότι ο Γκουό υπήρξε ο πρωτοστάτης της κατασκοπείας στο αεροδρόμιο και καθοδήγησε τη Σιάο, η οποία πολλές φορές εμφανιζόταν διστακτική και αρνούνταν να υπακούσει στις εντολές του. Παρότι ο Γκουό ήταν παντρεμένος, οι αρχές κάνουν λόγο και για ερωτική σχέση μεταξύ των δύο.

Στον Αύγουστο, οι δύο κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη, ενώ εκπρόσωπος του δικαστηρίου κατονόμασε ως εμπλεκόμενο βουλευτή τον Μαξιμιλιάν Κρα, πρώην ευρωβουλευτή και νυν εκπρόσωπο της AfD στη γερμανική ομοσπονδιακή βουλή.

Με την συμβολή των Έρικ Ρους, Εύα Φου και Reuters

Τραμπ: Tα έσοδα από τους δασμούς θα χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν τους αγρότες

Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αξιοποιήσουν τα έσοδα από τους δασμούς για τη στήριξη των Αμερικανών αγροτών, έως ότου τα μέτρα αυτά αρχίσουν να αποδίδουν άμεσα οφέλη προς αυτούς.

«Θα πάρουμε κάποια από τα χρήματα που συγκεντρώσαμε από τους δασμούς και θα τα διαθέσουμε στους αγρότες μας, οι οποίοι για λίγο ακόμη θα υφίστανται ζημία, μέχρι να αποκομίσουν πλήρως τα οφέλη των δασμών», δήλωσε ο Τραμπ σε ομιλία του στον Λευκό Οίκο την Πέμπτη.

Υπογράμμισε τη σημασία της στήριξης των αγροτών, λέγοντας: «Θα διασφαλίσουμε ότι οι αγρότες μας θα είναι σε εξαιρετική κατάσταση, γιατί μαζεύουμε πολλά χρήματα».

Πρόσθεσε ακόμη ότι, τελικά, «οι αγρότες θα βγάλουν μια περιουσία. Αλλά είναι μια διαδικασία, πρέπει να λειτουργήσει πρώτα».

Η αμερικανική αγροτική οικονομία αντιμετωπίζει φέτος σοβαρές προκλήσεις λόγω των χαμηλών τιμών των αγροτικών προϊόντων και της έντασης στο εμπόριο με το Πεκίνο, ιδίως μετά την παύση αγοράς αμερικανικής σόγιας από την Κίνα.

Αυτή τη στιγμή, η Κίνα —ο μεγαλύτερος αγοραστής σόγιας παγκοσμίως— εισάγει κυρίως προϊόν από τη Νότια Αμερική, καθώς οι διαπραγματεύσεις για τους δασμούς με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε εξέλιξη.

Την περασμένη εβδομάδα, Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές εξέφρασαν έντονη ανησυχία για τη δύσκολη θέση των Αμερικανών αγροτών και κάλεσαν την κυβέρνηση Τραμπ να εφαρμόσει μέτρα παρόμοια με εκείνα της πρώτης του θητείας, όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διέθεσε 23 δισεκατομμύρια δολάρια ως πακέτο στήριξης, προκειμένου να περιοριστούν οι συνέπειες από τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.

Σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, οι αντίμετροι δασμοί που επέβαλε ο Τραμπ από τα μέσα του 2018 μέχρι τα τέλη του 2019 οδήγησαν σε απώλεια 27 δισ. δολαρίων στις εξαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων.

Η σόγια αποτέλεσε σχεδόν το 71% αυτών των απωλειών, που ανέρχονται σε πάνω από 9,7 δισ. δολάρια ετησίως. Το Ινστιτούτο Cato επεσήμανε ότι, αν και οι εξαγωγές αμερικανικής σόγιας προς την Κίνα ανέκαμψαν εν μέρει μετά τη συμφωνία του 2020, το μερίδιο των Αμερικανών αγροτών στην κινεζική αγορά δεν έχει επιστρέψει στα επίπεδα πριν από την εμπορική διαμάχη, καθώς το Πεκίνο αναζητά σόγια από τη Βραζιλία και άλλες χώρες.

Η υπουργός Γεωργίας, Μπρουκ Ρόλινς, ανέφερε ότι η διακυβέρνηση Τραμπ εξετάζει νέο πρόγραμμα ενίσχυσης παρόμοιο με το προηγούμενο πακέτο στήριξης των αγροτών. Την Πέμπτη, ο Τραμπ επανέλαβε την πίστη του στους δασμούς, δηλώνοντας: «Βγάζουμε περισσότερα χρήματα από ποτέ».  

Με την συμβολή του Reuters

Αναφορά Ερντογάν στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης στη συνάντησή του με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποσχέθηκε ότι η Τουρκία θα κάνει ότι της αναλογεί στο θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, κατά τη συνάντησή του στον Λευκό Οίκο με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ. Είπε επίσης ότι θα θέσει στις συνομιλίες που θα ακολουθήσουν και των θέμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και F-16.

«Θα κάνουμε ότι μας αναλογεί» δήλωσε μεταξύ άλλων ο Τούρκος πρόεδρος αναφερόμενος στο θέμα της Σχολής της Χάλκης, τονίζοντας ότι θα συζητήσει το θέμα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. «Θα συζητήσω το θέμα όταν επιστρέψω με τον Βαρθολομαίο» δήλωσε μεταξύ άλλων ο Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον των δημοσιογράφων, λίγο πριν ξεκινήσει η κατ’ ίδιαν συνάντηση των δύο προέδρων. Η απάντηση του Ντόναλντ Τραμπ σε αυτή τη δήλωση του Τούρκου ομολόγου του ήταν: «Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία ήταν εδώ (σ.σ. στον Λευκό Οίκο) και θα ήθελαν πραγματικά να έχουν κάποια βοήθεια».

Ο Τούρκος πρόεδρος αναφέρθηκε και στο θέμα των μαχητικών F-35, από το πρόγραμμα των οποίων η Τουρκία αποβλήθηκε λόγω της αγοράς από τη Ρωσία του συστήματος αεράμυνας S-400, όπως και της προμήθειας νέων και εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου παλαιού στόλου των τουρκικών μαχητικών F-16: «Πιστεύω ότι σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε διεξοδικά το θέμα των F-35 και F-16, καθώς και το θέμα της Halk Bank», της τουρκικής κρατικής τράπεζας που έχει δικαστικές εκκρεμότητες με την αμερικανική Δικαιοσύνη, κατηγορούμενη για παραβίαση των κυρώσεων προς το Ιράν.

Ερωτηθείς αν προτίθεται συμφωνήσει στην πώληση των F-35 στην Τουρκία, ο Ντόναλντ Τραμπ απάντησε : «Νομίζω ότι θα καταφέρει να αγοράσει ό,τι θέλει να αγοράσει». Όπως είπε, (Ο Ερντογάν) «χρειάζεται ορισμένα πράγματα και εμείς χρειαζόμαστε ορισμένα πράγματα και θα καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα. Θα το μάθετε μέχρι το τέλος της ημέρας».

Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε επίσης, απαντώντας και πάλι σε σχετική ερώτηση, ότι αν η συνάντηση με τον κ. Ερντογάν είναι καλή «μπορούμε να άρουμε αμέσως» τις κυρώσεις CAATSA.

Υποδεχόμενος τον Ταγίπ Ερντογάν στο Οβάλ Γραφείο, ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε τον συνομιλητή του «σκληρό άνδρα», που «κάνει καλή δουλειά στη χώρα του», λέγοντας στη συνέχεια: «Έχουμε και οι δύο πολύ καλές σχέσεις. Τόσο το εμπόριο όσο και ο πόλεμος παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μας».

Τόνισε, ωστόσο, ότι θα ήθελε να δει την Τουρκία να σταματήσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου. Η Τουρκία, μαζί με την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, είναι οι κύριοι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου. «Θα ήθελα να σταματήσει να αγοράζει πετρέλαιο από τη Ρωσία, όσο η Ρωσία συνεχίζει την έφοδο εναντίον της Ουκρανίας» είπε ο Τραμπ απευθυνόμενος στον Ερντογάν.

Ο Ντόναλντ Τραμπ παρατήρησε ακόμη ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είναι «πολύ σεβαστός» τόσο από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, όσο και από τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι και «θα μπορούσε να ασκήσει μεγάλη επιρροή αν το ήθελε. Προς το παρόν, διατηρεί μια πολύ ουδέτερη στάση». «Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει είναι να μην αγοράζει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία» προσέθεσε.

Αναφερόμενος στις εξελίξεις στη Συρία, θέμα που θέτει μετ’ επιτάσεως η ‘Αγκυρα, ζητώντας την ενσωμάτωση των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ κουρδικών δυνάμεων στον συριακό στρατό και την υπαγωγή της de facto αυτόνομης κουρδικής διοίκησης υπό την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης της Δαμασκού, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε λόγο για επιτυχία στη Συρία του προέδρου Ερντογάν, λέγοντας ότι «σίγουρα έχει λόγο», διευκρινίζοντας όμως παράλληλα ότι ανάλογα αιτήματα έχουν διατυπώσει και η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. «Μου είπαν να άρω τις κυρώσεις (σ.σ. στη Συρία) και τις ήρα. Ήθελα να τους δώσω την ευκαιρία να πάρουν ανάσα, αλλά ο πρόεδρος Ερντογάν είναι ένας από τους υπεύθυνους εδώ» σημείωσε.

Η επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Λευκό Οίκο είναι η πρώτη από το 2019, κατά την προηγούμενη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, ενώ δεν είχε λάβει πρόσκληση κατά την προεδρία του Τζο Μπάιντεν.

Περικοπή 13.000 θέσεων εργασίας ανακοίνωσε η Bosch

Περίπου 13.000 θέσεις εργασίας σχεδιάζει να περικόψει έως το 2030 η γερμανική Bosch, η οποία πλήττεται από την κρίση στην αυτοκινητοβιομηχανία. Η εταιρία είχε ήδη πέρυσι ανακοινώσει μείωση 10.000 θέσεων εργασίας.

Η Bosch, ο μεγαλύτερος προμηθευτής της αυτοκινητοβιομηχανίας παγκοσμίως, ανακοίνωσε νωρίτερα απόψε σχέδιο εξοικονόμησης πόρων και περικοπής θέσεων εργασίας, κυρίως σε γραμμές παραγωγής εντός Γερμανίας. «Πρέπει επειγόντως να εργαστούμε για την ανταγωνιστικότητά μας στον τομέα της κινητικότητας και να συνεχίσουμε να μειώνουμε σε μόνιμη βάση τα έξοδά μας. Για να το πετύχουμε αυτό χρησιμοποιούμε πολλά μέσα. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να αποφύγουμε περαιτέρω περικοπές θέσεων εργασίας πέρα από το ήδη ανακοινωθέν επίπεδο. Αυτό είναι πολύ οδυνηρό για εμάς, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος να το παρακάμψουμε», δήλωσε ο διευθυντής του τμήματος Εργατικού Δυναμικού της Bosch Στέφαν Γκρος.

Στο τέλος του 2024 η εταιρία απασχολούσε σχεδόν 417.900 εργαζόμενους παγκοσμίως – σχεδόν 11.600 λιγότερους από ό,τι στο τέλος του 2023. Στη Γερμανία, ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε κατά λίγο περισσότερο από 4.500 σε πάνω από 129.600 (-3,4%).

Σλοβακία και Ουγγαρία ενάντια στο σχέδιο Τραμπ για απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο

Η Σλοβακία αντιτέθηκε στις πιέσεις του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για περιορισμό των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου, ευθυγραμμιζόμενη με την Ουγγαρία.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Σλοβακίας, Γιούραϊ Μπλιναρ, δήλωσε στο πρακτορείο Reuters, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 24 Σεπτεμβρίου:

«Δεν έχουμε άλλες επιλογές που να είναι βιώσιμες και ταυτόχρονα λογικές ως προς το κόστος. Χρειάζεται χρόνος για να διαφοροποιήσουμε τις πηγές. Γι’ αυτό ζητάμε μια κάποια κατανόηση».

Ο Μπλιναρ επεσήμανε ότι οι κυρώσεις δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν τη ροή του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, που ξεκίνησε το 2022. Έκτοτε, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε να μειώσει σημαντικά την εξάρτησή της από την ενέργεια της Μόσχας, όμως δεν έχει διακόψει πλήρως τις ροές.

Η Ουγγαρία και η Σλοβακία είναι τα δύο κράτη-μέλη της ΕΕ που παραμένουν κατά κύριο λόγο εξαρτημένα από το ρωσικό πετρέλαιο, το οποίο διακινείται μέσω του αγωγού Ντρουζμπά. Και οι δύο χώρες επιδιώκουν να διατηρήσουν τις ρωσικές προμήθειες, παρά τις προσπάθειες των Βρυξελλών για απεξάρτηση.

Σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο Interfax, το 2024 η Ρωσία προμήθευσε την Ουγγαρία με 4,78 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου μέσω του νότιου κλάδου του αγωγού Ντρουζμπά και με 956.000 τόνους τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2025.

Κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ επέκρινε τα μέλη του ΝΑΤΟ για τη συνέχιση των ενεργειακών συναλλαγών με τη Ρωσία, δηλώνοντας:

«Ασυγχώρητα, ακόμη και χώρες του ΝΑΤΟ δεν έχουν διακόψει σε σημαντικό βαθμό την αγορά ρωσικής ενέργειας και ενεργειακών προϊόντων. Σκεφτείτε το: χρηματοδοτούν τον πόλεμο εναντίον τους».

Σύμφωνα με τον ουγγρικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Telex, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν συνομίλησε τηλεφωνικά με τον Τραμπ στις 25 Σεπτεμβρίου για το ρωσικό πετρέλαιο και άλλα ζητήματα. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας, Πέτερ Σιγιάρτο, δήλωσε στις 24 Σεπτεμβρίου ότι η χώρα του δεν θα σταματήσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο:

«Είμαστε μια περίκλειστη χώρα», ανέφερε ο Σιγιάρτο σε συνέντευξή του στη τηλεόραση ATV το βράδυ της Τρίτης από τη Νέα Υόρκη, όπου παρευρίσκονταν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. «Θα ήταν υπέροχο αν είχαμε πρόσβαση στη θάλασσα. Θα μπορούσαμε να χτίσουμε ένα διυλιστήριο ή ένα τερματικό LNG στις ακτές και να καλύψουμε ολόκληρη την παγκόσμια αγορά. Όμως αυτό δεν ισχύει».

Η ΕΕ δηλώνει αποφασισμένη να επιταχύνει την ενεργειακή της αποδέσμευση από τη Μόσχα. Προηγούμενα σχέδια προέβλεπαν τη σταδιακή διακοπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2028, όμως ο Τραμπ επανειλημμένα καλεί τις Βρυξέλλες να τερματίσουν τις αγορές ρωσικής ενέργειας ακόμη πιο άμεσα.

Η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Κάγια Κάλλας, ανέφερε στις 19 Σεπτεμβρίου στην πλατφόρμα X ότι η νέα πρόταση αποσκοπεί στην επιτάχυνση της απεξάρτησης από το ρωσικό υγροποιημένο φυσικό αέριο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2027.

Την ίδια μέρα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έγραψε ότι η ΕΕ θέλει να βάλει οριστικό τέλος στην ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία: «Έτσι, απαγορεύουμε τις εισαγωγές ρωσικού LNG στις ευρωπαϊκές αγορές. Ήρθε η ώρα να κλείσουμε τελείως τη στρόφιγγα. Είμαστε έτοιμοι. Στο εξής στοχεύουμε όσους τροφοδοτούν τον πολεμικό μηχανισμό της Ρωσίας, αγοράζοντας πετρέλαιο παραβιάζοντας τις κυρώσεις. Στρέφουμε τους ελέγχους σε διυλιστήρια, εμπορικές επιχειρήσεις πετρελαίου, πετροχημικές εταιρείες σε τρίτες χώρες, ακόμη και στην Κίνα».

Ο Αμερικανός υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ ανέφερε στις 24 Σεπτεμβρίου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μακράν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου και είναι απολύτως «υπέρ της ενέργειας»

«Η Ευρώπη υπήρξε ένας μεγάλος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου», είπε. «Όμως περιόρισε την ίδια της την παραγωγή, αύξησε τις τιμές, ώθησε εκτός τις βιομηχανίες της και τελικά εξαρτήθηκε από τη Ρωσία και άλλους για τους δικούς της πόρους. Τουλάχιστον θα έπρεπε να είχε βασιστεί στις ΗΠΑ ή στους συμμάχους. Εμείς στις ΗΠΑ υποστηρίζουμε την αύξηση της ενέργειας, εντός και εκτός της χώρας μας».

Η Epoch Times επικοινώνησε με τις κυβερνήσεις της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας για σχόλια, χωρίς όμως να λάβει απαντήσεις έως τη δημοσίευση του ρεπορτάζ.  

Με την συμβολή των Έμελ Άκαν και Reuters