Το Ισραήλ ξεκίνησε νέα χερσαία επιχείρηση στη Λωρίδα της Γάζας, με στόχο την κατάληψη του διαδρόμου Νετζαρίμ, ο οποίος διασχίζει το κέντρο του παλαιστινιακού θύλακα και διαιρεί την περιοχή σε βόρειο και νότιο τμήμα.
Η ηγεσία του ισραηλινού αμυντικού επιτελείου ανακοίνωσε στις 19 Μαρτίου 2025 ότι επιδιώκει να ανακαταλάβει τον διάδρομο Νετζαρίμ, που εκτείνεται νότια της πόλης της Γάζας και χωρίζει τη Λωρίδα σε βόρειο και νότιο τμήμα.
Ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Ισραήλ Κατς, προειδοποίησε ότι η επιχείρηση θα διεξαχθεί «με μία ένταση που δεν έχετε δει ακόμα» και κάλεσε τους Παλαιστινίους της περιοχής να προετοιμαστούν για νέες εντολές εκκένωσης από τις ζώνες μάχης.
Κατάρρευση της εκεχειρίας και επανέναρξη των εχθροπραξιών
Οι ισραηλινές δυνάμεις είχαν καταλάβει τον διάδρομο Νετζαρίμ από το 2023 έως το 2025, αλλά τον εκκένωσαν ως μέρος της συμφωνίας εκεχειρίας που επιτεύχθηκε τον Ιανουάριο με τη Χαμάς.
Η Ιερουσαλήμ έχει πλέον αποσυρθεί από αυτή τη συμφωνία, με τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου να δηλώνει ότι το Ισραήλ δεν μπορεί να αποδεχτεί την άρνηση της Χαμάς να απελευθερώσει επιπλέον ομήρους που απήχθησαν κατά τη διάρκεια των τρομοκρατικών επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Η Χαμάς είχε ζητήσει διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη φάση της συμφωνίας εκεχειρίας, η οποία περιελάμβανε την απελευθέρωση των υπόλοιπων ζωντανών ομήρων με αντάλλαγμα περισσότερους Παλαιστίνιους κρατουμένους, πλήρη απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από τη Γάζα και μόνιμη κατάπαυση του πυρός.
Κατά την πρώτη φάση, που διήρκεσε από τις 19 Ιανουαρίου έως την 1η Μαρτίου, η Χαμάς απελευθέρωσε 25 Ισραηλινούς ομήρους και τις σορούς άλλων 8, με αντάλλαγμα σχεδόν 1.800 Παλαιστίνιους κρατουμένους, συμπεριλαμβανομένων υψηλόβαθμων μαχητών που εξέτιαν ισόβιες ποινές για θανατηφόρες επιθέσεις.
Η Χαμάς εξακολουθεί να κρατά 59 ομήρους στη Γάζα, από τους οποίους οι 24 πιστεύεται ότι είναι ζωντανοί.
Επιχειρήσεις σε πλήρη εξέλιξη – Ανθρώπινες απώλειες
Το υπουργείο Άμυνας του Ισραήλ ανέφερε ότι θα χρησιμοποιήσει τον διάδρομο για να δημιουργήσει μία μερική ζώνη ασφαλείας μεταξύ του βορρά και του νότου της Γάζας, αλλά ο μακροπρόθεσμος στόχος του Ισραήλ παραμένει ασαφής. Δεν έχουν αναφερθεί εκτοξεύσεις ρουκετών από τη Χαμάς ή άλλες επιθέσεις κατά του Ισραήλ από την έναρξη της νέας επίθεσης.
Το υπουργείο Υγείας της Γάζας, που ελέγχεται από τη Χαμάς, ανέφερε ότι οι πρόσφατες ισραηλινές επιδρομές έχουν επιφέρει τον θάνατο περίπου 436 ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ισχυρίζεται ότι ήταν γυναίκες και παιδιά.
Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) υποστηρίζουν ότι στοχεύουν μόνο μαχητές της Χαμάς και ότι τα μέλη της οργάνωσης είναι υπεύθυνα για το γεγονός ότι κρύβονται ανάμεσα σε ομάδες αμάχων. Τα στοιχεία απωλειών του υπουργείου Υγείας της Γάζας δεν κάνουν διάκριση μεταξύ αμάχων και μαχητών.
Ο ισραηλινός στρατός ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι, στο πλαίσιο της νέας επίθεσης, έπληξε δεκάδες μαχητές και θέσεις μαχητών στις 19 Μαρτίου, συμπεριλαμβανομένου του κέντρου διοίκησης ενός τάγματος της Χαμάς.
Διεθνείς αντιδράσεις και διπλωματικές προσπάθειες
Η ανανεωμένη βία έχει καταδικαστεί από την Αίγυπτο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Κατάρ, που πρόσφατα υποστήριξαν σχέδιο που συντάχθηκε από την Αίγυπτο και υιοθετήθηκε από αρκετές αραβικές χώρες. Η πρόταση προβλέπει 53 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανοικοδόμηση της Γάζας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης σε μια περιοχή που έχει καταστραφεί από τον πόλεμο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.
Το σχέδιο απαιτεί η Χαμάς να μην κυβερνά πλέον τη Γάζα ή να αποτελεί απειλή για το Ισραήλ. Επίσης, θα δημιουργούσε μία διοικητική επιτροπή ανεξάρτητων Παλαιστίνιων επαγγελματιών για να επιβλέπει τη Γάζα μετά το τέλος του πολέμου.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, εν τω μεταξύ, πρότεινε στις αρχές Φεβρουαρίου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αναλάβουν τη Γάζα και να μετατρέψουν την περιοχή σε τουριστικό προορισμό που θα μπορούσε να είναι μία «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής».
Η Ντόροθι Σία, υπηρεσιακή πρέσβης των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, δήλωσε στις 18 Μαρτίου ότι η ευθύνη για την επανέναρξη των εχθροπραξιών «βαρύνει αποκλειστικά τη Χαμάς».
Δύο ουκρανικές εταιρείες θα συμμετάσχουν στην κατασκευή πρωτότυπων drone για το Πεντάγωνο, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να ενισχύσουν γρήγορα τις μη επανδρωμένες ικανότητές τους. Η Μονάδα Καινοτομίας Άμυνας (Defense Innovation Unit – DIU), η οποία στοχεύει στην ταχεία ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στο αμερικανικό στρατιωτικό σύστημα, ανακοίνωσε στις 14 Μαρτίου την ανάθεση συμβάσεων σε τέσσερεις εταιρείες για την ανάπτυξη νέων επιθετικών drone μίας χρήσης.
Μεταξύ αυτών, οι αμερικανικές αμυντικές εταιρείες AeroVironment και Dragoon Technologies εξειδικεύονται στην κατασκευή μη επανδρωμένων αεροπορικών συστημάτων (Unmanned Aerial Systems-UAS). Παράλληλα, οι εταιρείες λογισμικού Auterion και Swan, που συνεργάζονται με Ουκρανούς κατασκευαστές drone, θα συμβάλουν στη δημιουργία των πρωτοτύπων. Η επιλογή των αναδόχων έγινε έπειτα από εξέταση 165 προτάσεων από το Πεντάγωνο, το οποίο προχώρησε και σε δοκιμαστικές πτήσεις των προϊόντων που αναπτύχθηκαν από τις εταιρείες που έλαβαν συμβάσεις.
Για λόγους ασφαλείας, η DIU δεν αποκάλυψε τα ονόματα των ουκρανικών εταιρειών.
Ο Τρεντ Εμενέκερ, διαχειριστής προγραμμάτων της DIU, δήλωσε ότι ο οργανισμός ανυπομονεί να αναπτύξει νέες, χαμηλού κόστους τεχνολογίες drone που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στα μελλοντικά πεδία μάχης. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτός ήταν και ο στόχος του Κογκρέσου όταν καθοδήγησε το Πεντάγωνο να επιταχύνει την παροχή δυνατοτήτων στους στρατιώτες με ταχύτερο ρυθμό από τα παραδοσιακά αμυντικά προγράμματα.
Οι συμβάσεις εντάσσονται στο πρόγραμμα Artemis, το οποίο στοχεύει στην ανάπτυξη drone μακράς εμβέλειας, ικανών να λειτουργούν χωρίς πρόσβαση σε δορυφορικά συστήματα πλοήγησης και ανθεκτικών σε ηλεκτρονικά αντίμετρα. Η εμπειρία της Ουκρανίας στην ανάπτυξη drone υπό συνθήκες πολέμου τα τελευταία τρία χρόνια, καθώς και η διατήρηση της αμυντικής της βιομηχανίας παρά την εισβολή, την καθιστούν πολύτιμο εταίρο για τις ΗΠΑ, οι οποίες επιδιώκουν να αξιοποιήσουν αυτήν τη γνώση.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της DIU, οι στόχοι του προγράμματος Artemis βασίζονται σε δεδομένα από τα τρέχοντα πεδία μάχης καθώς και σε ανατροφοδότηση από τους χρήστες του αμερικανικού στρατού σχετικά με τις απαιτούμενες δυνατότητες για την αντιμετώπιση απειλών από προηγμένους αντιπάλους. Οι εταιρείες που έλαβαν συμβάσεις καλούνται να παρουσιάσουν ένα επιτυχημένο πρωτότυπο μέχρι τα τέλη Μαΐου. Τα drone θα πρέπει να είναι εκτοξευόμενα από το έδαφος, χαμηλού κόστους, με εμβέλεια 30 έως 180 μιλίων, ικανότητα πτήσης σε χαμηλό ύψος και δυνατότητα μεταφοράς διαφορετικών φορτίων.
Το αμερικανικό στρατιωτικό επιτελείο έχει ενισχύσει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη drone, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τη σημασία των UAS στις σύγχρονες στρατιωτικές τακτικές. Το 2023, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε την πρωτοβουλία Replicator, η οποία στοχεύει στην ανάπτυξη χιλιάδων αυτόνομων συστημάτων έως το 2025. Την επόμενη χρονιά, παρουσίασε νέα, απόρρητη στρατηγική για τα drone, με στόχο την παρακολούθηση και αντιμετώπιση απειλών UAS σε πραγματικό χρόνο και την ενσωμάτωσή τους στον στρατηγικό σχεδιασμό των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.
Αν και οι ΗΠΑ παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην Ουκρανία, η βασική τους ανησυχία επικεντρώνεται στην Κίνα. Το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας προετοιμάζεται για πόλεμο και έχει επενδύσει μαζικά στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών του, με έμφαση στον πόλεμο μέσω drone, καθιστώντας την τεχνολογία αυτή κρίσιμη για την αμερικανική στρατηγική άμυνας.
Ένα ηγετικό στέλεχος της τρομοκρατικής οργάνωσης ISIS σκοτώθηκε σε κοινή επιχείρηση στο Ιράκ.
Ο Αμπντάλα Μάκι Μοσλέχ αλ Ριφάι, γνωστός και ως Αμπού Χαντίτζα, υπήρξε αναπληρωτής χαλίφης του ISIS και «ένας από τους πιο επικίνδυνους τρομοκράτες στο Ιράκ και τον κόσμο», σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιρακινού πρωθυπουργού Μοχάμεντ Σία αλ-Σουντανί.
«Οι Ιρακινοί συνεχίζουν τις αξιοσημείωτες νίκες τους απέναντι στις δυνάμεις του σκότους και της τρομοκρατίας», έγραψε ο αλ Σουντανί στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ.
Ο αλ Ριφάι σκοτώθηκε στις 15 Μαρτίου σε αεροπορικό πλήγμα στην επαρχία Ανμπάρ, στα δυτικά του Ιράκ, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τις ιρακινές υπηρεσίες πληροφοριών σε συνεργασία με τις δυνάμεις του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ εξήρε την επιχείρηση στην πλατφόρμα Truth Social, χαρακτηρίζοντάς την ως παράδειγμα της εξωτερικής του πολιτικής «ειρήνη μέσω ισχύος».
«Σήμερα, ο φυγάς ηγέτης του ISIS στο Ιράκ εξουδετερώθηκε», έγραψε την Παρασκευή. «Τον καταδιώξαμε αδιάκοπα, με συντονισμό ανάμεσα στους γενναίους μαχητές μας, την ιρακινή κυβέρνηση και την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν.»
Συνεχόμενα πλήγματα στο ISIS
Το πλήγμα αυτό αποτελεί το τρίτο σημαντικό πλήγμα κατά του ISIS τους τελευταίους μήνες, μετά από αμερικανικές επιχειρήσεις εναντίον ανώτερων ηγετών της οργάνωσης στη Σομαλία τον Φεβρουάριο και στη Συρία τον Δεκέμβριο του 2024.
Το ISIS («Ισλαμικό Κράτος Ιράκ και Συρίας»), το οποίο το 2015 και το 2016 είχε υπό τον έλεγχό του τεράστιες εκτάσεις στο Ιράκ και τη Συρία, αναγκάστηκε να στραφεί σε τακτικές ανταρτοπόλεμου μετά τις εδαφικές του απώλειες. Έκτοτε, έχει επεκτείνει την παρουσία του κυρίως στη βόρεια και κεντρική Αφρική, αυξάνοντας το μέγεθος και την επιρροή του.
Παρόλο που η οργάνωση έχει αποδυναμωθεί, παραμένει ένας σημαντικός παίκτης στο δίκτυο ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων που έχουν αναπτυχθεί στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, εκμεταλλευόμενες την αστάθεια των κυβερνήσεων.
Ανησυχία για πιθανή αναζωπύρωση
Η ιρακινή ηγεσία εκφράζει ανησυχία για μια πιθανή αναζωπύρωση του ISIS στη Μέση Ανατολή, εξαιτίας της αβεβαιότητας που επικρατεί στη Συρία και της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράκ ανακοίνωσαν πέρυσι μια συμφωνία για τη σταδιακή λήξη της στρατιωτικής αποστολής του διεθνούς συνασπισμού στο Ιράκ. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, οι αμερικανικές δυνάμεις αναμένεται να αρχίσουν να αποχωρούν από τη χώρα μέχρι τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, τερματίζοντας μια παρουσία που διήρκεσε περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία, η ιρακινή κυβέρνηση εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να εξαλείψει τους εναπομείναντες πυρήνες του ISIS χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ωστόσο, η ραγδαία πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη γειτονική Συρία και η πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα έχουν προκαλέσει νέες ανησυχίες για πιθανή αναβίωση εξτρεμιστικών οργανώσεων στην περιοχή.
Παρόλο που η νέα ηγεσία της Συρίας, υπό την τρομοκρατική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, έχει ξεκινήσει επιχειρήσεις κατά πυρήνων του ISIS από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, υπάρχει διάχυτος φόβος ότι η κατάρρευση της γενικότερης ασφάλειας στη Συρία θα μπορούσε να επιτρέψει στο ISIS να ανασυγκροτηθεί.
Συντονισμένες προσπάθειες συνεργασίας
Η είδηση της εξουδετέρωσης του αλ Ριφάι συνέπεσε με την επίσκεψη του νέου Σύρου υπουργού Εξωτερικών στο Ιράκ, ο οποίος δεσμεύτηκε για συνεργασία με την ιρακινή κυβέρνηση και τις Ηνωμένες Πολιτείες στη μάχη κατά του ISIS.
Ο Σύρος υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών, Άσαντ Χασάν αλ Σιμπανί, τόνισε τους ιστορικούς δεσμούς των δύο χωρών, επισημαίνοντας τη συμβολή τους στον αραβικό και ισλαμικό πολιτισμό και στην οικονομία.
Η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, είπε, θα «συμβάλει στη σταθερότητα της περιοχής, μειώνοντας την εξάρτησή μας από εξωτερικές δυνάμεις και δίνοντάς μας μεγαλύτερο έλεγχο στο μέλλον μας».
Ο Ιρακινός υπουργός Εξωτερικών, Φουάντ Χουσεΐν, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι το ISIS παραμένει «μια κοινή απειλή για τις κοινωνίες της Συρίας και του Ιράκ» και ότι οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να συνεργάζονται για την επιτήρηση και την εξάλειψη της παρουσίας της οργάνωσης στα σύνορά τους.
Ο Χουσεΐν πρόσθεσε ότι μια νέα επιχειρησιακή ομάδα, αποτελούμενη από το Ιράκ, την Ιορδανία, τον Λίβανο, τη Συρία και την Τουρκία, θα αναλάβει την καταπολέμηση του ISIS, μεταφέροντας έτσι την ευθύνη από τον αμερικανικό συνασπισμό σε μια πρωτοβουλία υπό την ηγεσία των περιφερειακών δυνάμεων.
Η κομμουνιστική ηγεσία της Κίνας θα φιλοξενήσει αυτή την εβδομάδα αξιωματούχους από τη Ρωσία και το Ιράν για συνομιλίες σχετικά με ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Η συνάντηση, που θα πραγματοποιηθεί στο Πεκίνο στις 14 Μαρτίου, θα επικεντρωθεί ιδιαίτερα στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας.
Τη συνάντηση θα προεδρεύσει ο Κινέζος υφυπουργός Εξωτερικών Μα Ζαοσού, ο οποίος θα συζητήσει το ζήτημα με τους υφυπουργούς Εξωτερικών της Μόσχας και της Τεχεράνης, όπως ανέφερε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών σε συνέντευξη Τύπου την Τετάρτη.
Η συνάντηση συμπίπτει χρονικά με μια κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, που θα πραγματοποιηθεί την ίδια ημέρα και θα αφορά τα αυξανόμενα αποθέματα ουρανίου του Ιράν, τα οποία πλησιάζουν την ποιότητα που απαιτείται για την κατασκευή όπλων.
Επιπλέον, η συνάντηση ακολουθεί στενά τη δήλωση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιδιώξουν να διαπραγματευτούν μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, αντικαθιστώντας εκείνη από την οποία αποχώρησαν κατά την πρώτη θητεία του.
Ο Τραμπ επανέλαβε τη θέση των ΗΠΑ ότι το Ιράν δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και δήλωσε ότι είναι ανοιχτός σε μια νέα συμφωνία, διαφορετικά ενδέχεται να καταφύγει σε στρατιωτική δράση.
«Έρχονται ενδιαφέρουσες μέρες. Αυτό μόνο μπορώ να σας πω. Είμαστε στα τελικά στάδια με το Ιράν… Δεν μπορούμε να τους επιτρέψουμε να αποκτήσουν πυρηνικό όπλο», δήλωσε ο Τραμπ.
«Τους έχω στείλει επιστολή λέγοντας: “Ελπίζω να διαπραγματευτείτε, γιατί αν χρειαστεί να δράσουμε στρατιωτικά, θα είναι κάτι τρομερό”», πρόσθεσε.
Η Τεχεράνη δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή όπλα μαζικής καταστροφής, ωστόσο συνεχίζει να εμπλουτίζει ουράνιο κοντά στα επίπεδα που απαιτούνται για πυρηνικά όπλα, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη διμερή πυρηνική συμφωνία το 2018, η οποία είχε θέσει περιορισμούς σε αυτές τις δραστηριότητες.
Έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, με έδρα τη Βιέννη, ανέφερε τον περασμένο μήνα ότι το Ιράν διαθέτει περίπου 275 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου έως και 60%.
Αυτό το επίπεδο καθαρότητας απέχει ελάχιστα από το 90% που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικού όπλου και αντιπροσωπεύει αύξηση περίπου 40% στην ποσότητα εμπλουτισμένου ουρανίου του Ιράν από τον περασμένο Αύγουστο.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ποσότητα αυτή θα επέτρεπε στην Τεχεράνη να κατασκευάσει περίπου 6 πυρηνικά όπλα, εάν το επέλεγε.
Από την πλευρά της, η Μόσχα έχει εκφράσει προθυμία να λειτουργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία.
Οι σχέσεις μεταξύ Ιράν και Ρωσίας έχουν εμβαθυνθεί από την έναρξη της ευρείας κλίμακας εισβολής στην Ουκρανία το 2022, με τις δύο χώρες να υπογράφουν στρατηγική συμφωνία συνεργασίας που περιλαμβάνει ανταλλαγές όπλων και στρατιωτικής τεχνογνωσίας.
Αμφότερες διατηρούν επίσης στενές διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με την κομμουνιστική Κίνα.
Η Κίνα, από την πλευρά της, βρίσκεται στη διαδικασία ταχείας ανάπτυξης του πυρηνικού της οπλοστασίου, γεγονός που έχει προκαλέσει αντιδράσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Το Πεντάγωνο εκτιμά ότι η Κίνα θα διαθέτει πάνω από 1.000 πυρηνικές κεφαλές έως το 2030 και ότι ήδη διαθέτει περισσότερους εκτοξευτές διηπειρωτικών πυραύλων από τις ΗΠΑ.
Ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, έχει δηλώσει ότι στηρίζει τις προσπάθειες του Ιράν να διασφαλίσει την ασφάλειά του, ενώ η Κίνα αποτελεί βασικό παράγοντα στις προσπάθειες της Τεχεράνης να παρακάμψει τις διεθνείς κυρώσεις στις πωλήσεις πετρελαίου της.
Η Κίνα άρχισε να εισάγει ρεκόρ ποσοτήτων ιρανικού πετρελαίου μετά την επιβολή διεθνών κυρώσεων το 2022. Την επόμενη χρονιά, κρατικές κινεζικές εταιρείες έκλεισαν συμφωνίες ανταλλαγής με το Ιράν, παρακάμπτοντας έτσι την ανάγκη για συναλλαγές με νόμισμα που θα μπορούσε να υπόκειται σε κυρώσεις. Σε αυτές περιλαμβανόταν και μια επένδυση ύψους 2,64 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο του Ιράν.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν εξέφρασε την Πέμπτη την εκτίμησή του για την εκεχειρία στην Ουκρανία που υποστηρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν προχώρησε στην αποδοχή του πλαισίου της συμφωνίας.
Ο Πούτιν τόνισε ότι οποιαδήποτε εκεχειρία θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις ρίζες της σύγκρουσης και ότι υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να επιλυθούν πριν η Μόσχα συμφωνήσει να σταματήσει την εισβολή της.
«Συμφωνούμε με τις προτάσεις για παύση των εχθροπραξιών» δήλωσε ο Πούτιν στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Κρεμλίνο. «Αλλά θεωρούμε ότι αυτή η παύση θα πρέπει να οδηγήσει σε μια μακροχρόνια ειρήνη και να εξαλείψει τα αρχικά αίτια αυτής της κρίσης».
Ο Ρώσος πρόεδρος δεν διευκρίνισε ποια θεωρεί ως «αρχικά αίτια», αλλά στο παρελθόν έχει απαιτήσει τη μόνιμη απαγόρευση ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την αποτροπή παρουσίας ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της.
Οι θέσεις αυτές αποτελούν υποχώρηση από τους αρχικούς στόχους του Πούτιν, οι οποίοι περιλάμβαναν την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας.
ΗΠΑ και Ουκρανία στηρίζουν την εκεχειρία
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε την Τετάρτη την ελπίδα ότι το Κρεμλίνο θα αποδεχθεί την πρόταση για εκεχειρία 30 ημερών, την οποία χαρακτήρισε ως «τέλος στο λουτρό αίματος» στην Ουκρανία.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει ήδη αποδεχθεί το πλαίσιο της εκεχειρίας, μετά από μια σύντομη διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο.
Η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε την Τρίτη ότι θα συνεχίσει την παροχή όπλων και ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία, αφού το Κίεβο δήλωσε κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων στη Σαουδική Αραβία ότι είναι έτοιμο να στηρίξει την πρόταση για εκεχειρία.
Η αντίδραση της Μόσχας και οι συνεχιζόμενες επιθέσεις
Την ώρα που ο Ζελένσκι αποδέχθηκε την πρόταση του Τραμπ, η Ρωσία ενέτεινε τις επιθέσεις της εναντίον ουκρανικών δυνάμεων στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας.
Η Μόσχα ισχυρίζεται ότι τα στρατεύματά της εκδίωξαν τον ουκρανικό στρατό από μια σημαντική πόλη στο Κουρσκ, όπου επί επτά μήνες προσπαθεί να απωθήσει τις ουκρανικές δυνάμεις.
Αν και οι Ουκρανοί είχαν υπό τον έλεγχό τους ένα μικρό μόνο τμήμα της περιοχής, το Κουρσκ θεωρείται στρατηγικής σημασίας, καθώς μπορεί να αποτελέσει διαπραγματευτικό χαρτί για το Κίεβο στις συνομιλίες με τη Μόσχα για την επιστροφή κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών.
Ο Πούτιν υπογράμμισε ότι υποστηρίζει «την ιδέα της ειρηνικής επίλυσης της σύγκρουσης» και ότι θα συνεχίσει τις συνομιλίες με τους Αμερικανούς διαπραγματευτές.
«Η ίδια η ιδέα είναι σωστή και ασφαλώς τη στηρίζουμε» ανέφερε. «Όμως υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να συζητήσουμε. Και νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε και με τους Αμερικανούς συναδέλφους μας».
Ο ρόλος του Τραμπ και οι απειλές για κυρώσεις
Οι δηλώσεις Πούτιν έγιναν λίγες ώρες μετά την άφιξη του Στιβ Γουίτκοφ, ειδικού απεσταλμένου του Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, στη Μόσχα, όπου θα συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για μια πιθανή εκεχειρία στην Ουκρανία.
Ωστόσο, κορυφαίος σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν δήλωσε στα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ότι η προτεινόμενη εκεχειρία των 30 ημερών από την Ουάσιγκτον απλώς θα δώσει στην Ουκρανία χρόνο να ανασυνταχθεί και να ενισχύσει τις δυνάμεις της.
«Δεν μας προσφέρει τίποτα» ανέφερε ο Γιούρι Ουσάκοφ, πρώην πρεσβευτής της Ρωσίας στην Ουάσιγκτον, που συχνά εκφράζει τις απόψεις του Πούτιν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. «Απλώς δίνει στους Ουκρανούς την ευκαιρία να ανασυνταχθούν, να ενισχυθούν και να συνεχίσουν τα ίδια».
Ο Τραμπ έχει θέσει ως προτεραιότητα την επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία και στο παρελθόν έχει δηλώσει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο από την «πρώτη ημέρα» της προεδρίας του.
Αργότερα την Πέμπτη, ο Τραμπ χαρακτήρισε τις δηλώσεις Πούτιν ως μια «καλή αρχή», αλλά ξεκαθάρισε ότι δεν αρκούν, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο συνάντησης με τον Ρώσο πρόεδρο.
«Θα ήθελα να τον συναντήσω και να μιλήσω μαζί του, αλλά πρέπει να τελειώσει γρήγορα» δήλωσε στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο. «Ελπίζω να κάνουν το σωστό».
Νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να επιβάλει αυστηρότερες οικονομικές κυρώσεις στη Μόσχα, αν η Ρωσία δεν συνεργαστεί σε μια συμφωνία εκεχειρίας.
«Μπορώ να κάνω οικονομικά πράγματα που θα ήταν πολύ άσχημα για τη Ρωσία» προειδοποίησε. «Δεν θέλω να το κάνω, γιατί θέλω να πετύχω ειρήνη. Αλλά οικονομικά, ναι, θα μπορούσαμε να κάνουμε πράγματα που θα ήταν καταστροφικά για τη Ρωσία».
Η πολωνική ηγεσία καλεί τη χώρα να διερευνήσει το ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων, καθώς υπάρχουν φόβοι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να εγκαταλείψουν τη συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ δήλωσε στις 7 Μαρτίου ότι η Βαρσοβία θα εξετάσει πρόταση για την απόκτηση ή τη χρήση γαλλικών πυρηνικών όπλων. «Το λέω αυτό με πλήρη υπευθυνότητα, δεν αρκεί να αγοράζουμε συμβατικά όπλα, τα πιο παραδοσιακά. Το πεδίο της μάχης αλλάζει μπροστά στα μάτια μας από μήνα σε μήνα», ανέφερε ο Τουσκ κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην κάτω βουλή του πολωνικού κοινοβουλίου.
Ο Τουσκ πρόσθεσε ότι η Πολωνία «συνομιλεί σοβαρά με τους Γάλλους για την ιδέα τους περί πυρηνικής ομπρέλας πάνω από την Ευρώπη».
Οι δηλώσεις αυτές έγιναν εν μέσω έντονης δραστηριότητας στον τομέα της άμυνας σε όλη την Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες και ακολουθούν στενά τα σχόλια του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα υπαινίχθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως να μην υπερασπιστούν τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ σε περίπτωση επίθεσης.
Ο Τραμπ, όταν ρωτήθηκε την Πέμπτη αν θα αρνούνταν να υπερασπιστεί συμμάχους του ΝΑΤΟ που δεν πληρούν τις υψηλές προτάσεις της κυβέρνησής του για αμυντικές δαπάνες, είπε ότι μια τέτοια πορεία θα ήταν λογική. «Λοιπόν, νομίζω ότι είναι κοινή λογική, σωστά; Αν δεν πληρώσουν, δεν πρόκειται να τους υπερασπιστώ. Όχι, δεν πρόκειται να τους υπερασπιστώ», δήλωσε.
Ο Τραμπ εξέφρασε επίσης σκεπτικισμό για το αν το ΝΑΤΟ θα υπερασπιζόταν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε περίπτωση επίθεσης, αν οι ρόλοι αντιστρέφονταν. «Πιστεύεις ότι θα έρθουν να μας προστατεύσουν; Υποτίθεται ότι πρέπει. Δεν είμαι τόσο σίγουρος», είπε.
Η ρήτρα συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ, που υποχρεώνει όλους τους συμμάχους να συνδράμουν στην υπεράσπιση ενός άλλου σε περίπτωση επίθεσης, έχει ενεργοποιηθεί μόνο μία φορά: όταν η συμμαχία υπερασπίστηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Η Πολωνία συνεργάζεται με τη Γαλλία για τη δημιουργία νέας πυρηνικής αποτροπής
Τα σχόλια του Τραμπ για το ΝΑΤΟ και η πρόσφατη απόφασή του να ανακαλέσει κάθε στρατιωτική, ανθρωπιστική, κατασκοπευτική και εμπορική υποστήριξη προς την Ουκρανία έχουν προκαλέσει σοκ στην Ευρώπη, καθώς πολλά έθνη εκεί διατηρούν διμερείς συμμαχίες με την Ουάσιγκτον, οι οποίες τους παρέχουν στρατηγική προστασία υπό την πυρηνική ομπρέλα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πολλοί ηγέτες σε όλη την Ευρώπη πιστεύουν πλέον ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να ανακαλέσει και αυτές τις συμφωνίες και έχουν ξεκινήσει συνομιλίες για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής πυρηνικής αποτροπής.
Προς αυτό το σκοπό, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν συμφώνησε να διεξαγάγει συζητήσεις με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες σχετικά με το ενδεχόμενο επέκτασης της πυρηνικής ικανότητας της Γαλλίας, ώστε να παρέχει μια νέα στρατηγική ομπρέλα για την Ευρώπη, σε περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαταλείψουν περαιτέρω τις δεσμεύσεις τους στην περιοχή.
Η Γαλλία είναι το μόνο έθνος στην Ευρωπαϊκή Ένωση που διατηρεί δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, ενώ το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία φιλοξενούν αμερικανικά πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο προγράμματος κοινής χρήσης με την Ουάσιγκτον.
Οι ηγεσίες της Πολωνίας και των βαλτικών χωρών υποδέχτηκαν γρήγορα τη συμφωνία του Μακρόν να ξεκινήσουν πυρηνικές συνομιλίες, φοβούμενες ότι, χωρίς δική τους πυρηνική αποτροπή, μια αδύναμη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός για τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη Ρωσία να εισβάλει σε άλλα έθνη της ανατολικής Ευρώπης.
Ο Τουσκ, του οποίου η χώρα κατέχει αυτή τη στιγμή την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ, δήλωσε ότι η Ευρώπη «πρέπει να εξετάσει σοβαρά αυτή την πρόταση».
Οι μετασοβιετικές χώρες φοβούνται μια νέα εποχή ρωσικού επεκτατισμού
Η Πολωνία, όπως και οι βαλτικές χώρες, βρισκόταν υπό την κυριαρχία κομμουνιστικών δυνάμεων πιστών στη Μόσχα μέχρι να ανακτήσει την ανεξαρτησία της στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Λόγω αυτής της ιστορίας, η χώρα έχει επενδύσει βαθιά στο ΝΑΤΟ, το οποίο ιδρύθηκε για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική επέκταση. Η Πολωνία ξοδεύει πλέον μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της σε αμυντικές δαπάνες από οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ.
Ο Τουσκ δήλωσε τον Ιανουάριο ότι η Ευρώπη πρέπει να εξοπλιστεί για να απελευθερωθεί από την εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, διαφορετικά κινδυνεύει με μια νέα εποχή ρωσικής κυριαρχίας.
«Αν η Ουκρανία χάσει τον πόλεμο ή αν αποδεχτεί όρους ειρήνης, ανακωχής ή συνθηκολόγησης με τρόπο που αποδυναμώνει την κυριαρχία της και διευκολύνει τον [Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ] Πούτιν να αποκτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας, τότε, χωρίς αμφιβολία, η Πολωνία θα βρεθεί σε πολύ πιο δύσκολη γεωπολιτική κατάσταση», είπε ο Τουσκ.
Κατά την ομιλία του στο κοινοβούλιο στις 7 Μαρτίου, ο Τουσκ ανακοίνωσε επίσης σχέδιο για την παροχή στρατιωτικής εκπαίδευσης σε όλους τους Πολωνούς άνδρες ηλικίας 18 ετών και άνω, δημιουργώντας έτσι μια τεράστια εφεδρική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί σε αναδυόμενες απειλές.
Το νέο πρόγραμμα εκπαίδευσης εφέδρων, που θα περιλαμβάνει μεγάλης κλίμακας ασκήσεις με την ενεργό υπηρεσία, αποσκοπεί στο να διπλασιάσει το μέγεθος του πολωνικού στρατού από 220.000 σε 500.000 άτομα τα επόμενα χρόνια.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν για να αντικαταστήσει αυτήν από την οποία είχε αποσυρθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας στην προεδρία.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο στις 7 Μαρτίου, ο Τραμπ ανέφερε ότι η εκτίμηση της κυβέρνησής του για την κατάσταση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν βρίσκεται «σε τελικό στάδιο», υποδηλώνοντας ότι ενδέχεται να υπάρξει είτε συμφωνία για το ιρανικό πετρέλαιο είτε στρατιωτική δράση. Ανέφερε πως το Ιράν δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και ότι κάτι θα συμβεί πολύ σύντομα.
Ο Τραμπ έστειλε μια επιστολή στον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, αυτή την εβδομάδα, ελπίζοντας να δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο για να περιοριστεί η ικανότητα της Τεχεράνης να επιταχύνει το πυρηνικό της πρόγραμμα. Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει επίσημη επιβεβαίωση ότι ο Χαμενεΐ έχει λάβει την επιστολή.
Ο Τραμπ ανέφερε την αποστολή της επιστολής σε ένα απόσπασμα συνέντευξης που παραχώρησε στην Fox Business News αυτή την εβδομάδα, η οποία δεν έχει δημοσιευτεί πλήρως. Στη συνέντευξή του ανέφερε ότι είχε γράψει μια επιστολή λέγοντας ότι ελπίζει να διαπραγματευτούν, γιατί αν πρέπει να επέμβουν στρατιωτικά, θα είναι κάτι φρικτό. Πρόσθεσε ότι θα είναι πολύ καλύτερο για το Ιράν, ενώ η άλλη εναλλακτική είναι να κάνουν κάτι, γιατί δεν μπορούν να τους αφήσουν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.
Ο Τραμπ έκανε τις δηλώσεις αυτές καθώς η ηγεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ εξετάζουν το ενδεχόμενο στρατιωτικής παρέμβασης για να αποτρέψουν το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Ιερουσαλήμ έχουν δηλώσει ότι δεν θα επιτρέψουν ποτέ στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και υπέγραψαν κοινή δήλωση με αυτήν τη δέσμευση υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν το 2022.
Η Τεχεράνη δεν διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής προς το παρόν, αλλά συνεχίζει να εμπλουτίζει ουράνιο σε επίπεδα κοντά σε αυτά που απαιτούνται για πυρηνικά όπλα, από τότε που ο Τραμπ τερμάτισε μονομερώς τη διμερή πυρηνική συμφωνία το 2018, η οποία είχε θέσει περιορισμούς σε τέτοιες δραστηριότητες.
Υπάρχει ανησυχία ότι το καθεστώς της Τεχεράνης θα μπορούσε να επιταχύνει γρήγορα τη δημιουργία πυρηνικής κεφαλής σε σύντομο χρονικό διάστημα, την οποία θα τοποθετήσει σε πύραυλο. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (IAEA), το Ιράν έχει ενισχύσει την παραγωγή ουρανίου κοντά στο όριο που απαιτείται για πυρηνικά όπλα.
Η έκθεση της ΙΑΕΑ αναφέρει ότι το Ιράν διαθέτει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου σε ποσοστό 60%, το οποίο απέχει μόλις ένα βήμα από το 90% που απαιτείται για την παραγωγή πυρηνικών όπλων. Η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει αύξηση περίπου 40% από τον περασμένο Αύγουστο. Η έκθεση αναφέρει ότι απαιτούνται περίπου 42 κιλά εμπλουτισμένου ουρανίου σε αυτό το επίπεδο για την παραγωγή μιας πυρηνικής κεφαλής, κάτι που υποδηλώνει ότι η Τεχεράνη μπορεί να παράγει περίπου έξι πυρηνικές κεφαλές, αν το επιθυμεί.
Οι σχέσεις μεταξύ Τραμπ και Χαμενεΐ είναι τεταμένες εδώ και χρόνια, μετά την αποχώρηση του Αμερικανού προέδρου από τη συμφωνία πυρηνικής συμφωνίας και τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σολεϊμανί το 2020.
Ο Χαμενεΐ απέρριψε την πρώτη πρόταση του Τραμπ για νέα πυρηνική συμφωνία τον περασμένο μήνα, λέγοντας ότι «δεν πρέπει να υπάρξουν διαπραγματεύσεις με μια τέτοια κυβέρνηση». Είπε ότι «οι Αμερικανοί δεν τήρησαν τη συμφωνία» και πρόσθεσε ότι «το άτομο που είναι στην εξουσία την κατέστρεψε. Είπε ότι θα το κάνει και το έκανε.»
Ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε τις δηλώσεις του Τραμπ σχετικά με την επιστολή προς τον Χαμενεΐ αυτή την εβδομάδα, λέγοντας ότι ο Τραμπ έστειλε μια επιστολή στους Ιρανούς ηγέτες ζητώντας να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία. Ο Τραμπ δήλωσε: «Προτιμώ να διαπραγματευτώ μια συμφωνία. Δεν είμαι σίγουρος αν συμφωνούν όλοι μαζί μου, αλλά μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία που θα είναι εξίσου καλή όσο αν την κερδίζαμε στρατιωτικά […] Ο χρόνος λιγοστεύει. Κάτι θα συμβεί, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.»
Η επίσημη θέση του Ιράν είναι ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα έχει ειρηνικούς σκοπούς. Ωστόσο, οι ηγέτες στην Τεχεράνη έχουν απειλήσει ανοιχτά να επιδιώξουν την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων λόγω των υψηλών εντάσεων που σχετίζονται με το καθεστώς κυρώσεων της Ουάσιγκτον και της μάχης της Ιερουσαλήμ κατά των παραστρατιωτικών ομάδων στη Γάζα, το Λίβανο και την Υεμένη, τις οποίες υποστηρίζει το Ιράν.
Δεν είναι γνωστό αν υπάρχει διάθεση για διαπραγματεύσεις στην Τεχεράνη. Ωστόσο, ο Χαμενεΐ είπε σε ομιλία του τον περασμένο Αύγουστο ότι «δεν είναι κακό να συζητάμε με τον εχθρό». Πρόσφατα, όμως, αντέστρεψε αυτές τις δηλώσεις, λέγοντας ότι «δεν είναι έξυπνο, σοφό ή έντιμο» να διαπραγματεύεται κανείς με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ουκρανία σχεδιάζουν συνάντηση στη Σαουδική Αραβία για να συζητήσουν τους αρχικούς όρους ενός πλαισίου εκεχειρίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Ο Στιβ Γουίτκοφ, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, είπε σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο στις 6 Μαρτίου ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε λάβει επιστολή από τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι που εξέφραζε τη διάθεσή του για να δημιουργήσουν τους αρχικούς όρους μιας εκεχειρίας με τη Ρωσία.
«Νομίζω ότι ο πρόεδρος σκέφτηκε πως ήταν μια πραγματικά καλή ιδέα, ένα θετικό πρώτο βήμα, και από εκεί… είμαστε τώρα σε συζήτηση για να συντονίσουμε μια συνάντηση με τους Ουκρανούς … και πιστεύω πως η ιδέα είναι να φτιάξουμε ένα πλαίσιο για μια συμφωνία ειρήνης και μια αρχική εκεχειρία επίσης», είπε ο Γουίτκοφ.
Είχε προηγηθεί η επεισοδιακή συνάντηση των Τραμπ και Ζελένσκι στις 28 Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Τραμπ κατηγόρησε τον Ζελένσκι για έλλειψη ευγνωμοσύνης για την αμερικανική πολεμική βοήθεια, δηλώνοντας πως η Ουκρανία θα πρέπει να θέλει να κάνει ορισμένες εδαφικές υποχωρήσεις προς την Ρωσία προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνη.
Μετά από εκείνη τη συνάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε να σταματήσει την παροχή κάθε βοήθειας προς την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών ασφαλείας, χάρις στις οποίες οι Ουκρανοί εντόπιζαν τις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων.
Ο Γουίτκοφ ανέφερε ότι η επιστολή του Ζελένσκι προς τον Τραμπ ικανοποίησε αρκετά τον ηγέτη των ΗΠΑ και ότι η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να συνεχιστεί μετά τη συνάντηση:
«Υπήρξε μια συγγνώμη, υπήρξε μια αναγνώριση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν πολλά για την Ουκρανία [και υπήρξε] και μια αίσθηση ευγνωμοσύνης», είπε ο Γουίτκοφ. «[…] ελπίζω να επαναφέρουμε τα πράγματα στη σωστή τροχιά με τους Ουκρανούς και όλα να συνεχίσουν.»
Ο Γουίτκοφ είπε ότι η συνάντηση αναμένεται να πραγματοποιηθεί την επόμενη εβδομάδα και ότι ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτς ηγείται επί του παρόντος συζητήσεων σχετικά με το ποιος θα σχηματίσει την κύρια διπλωματική ομάδα για την διεξαγωγή των συνομιλιών.
Οι επίσημοι υποψήφιοι για τη διαχείριση της διπλωματίας με την Ουκρανία και τη Ρωσία καθ’ όλη τη διάρκεια της ειρηνευτικής διαδικασίας θα ανακοινωθούν στη Μόσχα και στο Κίεβο, είπε.
Οι εντάσεις μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι διατηρούνται εδώ και πολύ καιρό, λόγω των διαφορετικών προοπτικών των δύο ηγετών σχετικά με το πώς να τερματιστεί ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας.
Ο Τραμπ πίεσε την Ουκρανία να αποδεχθεί μια κατάπαυση του πυρός χωρίς εγγυήσεις ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και να υπογράψει μια συμφωνία που παρέχει στην Ουάσιγκτον πρόσβαση σε τεράστια αποθέματα σπάνιων γαιών με αντάλλαγμα τη συνέχεια της βοήθειας.
Ο Ζελένσκι είπε ότι το Κίεβο θα χρειαζόταν διαβεβαιώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ότι το μη κατεχόμενο τμήμα της Ουκρανίας θα προστατευόταν κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών συνομιλιών και ότι στη Ρωσία δεν θα δοθεί απλώς χρόνος να ανασυντάξει τις δυνάμεις της προετοιμάζοντας μια ακόμα επίθεση.
Στις 6 Μαρτίου, ο Τραμπ είπε ότι πιστεύει ότι τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία θα συνάψουν τελικά μια ειρηνευτική συμφωνία.
«Νομίζω ότι αυτό που πρόκειται να συμβεί είναι ότι η Ουκρανία θα θελήσει να κάνει μια συμφωνία, γιατί δεν νομίζω ότι έχει άλλη επιλογή», είπε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο.
Η Ρωσία, επίσης, θα θέλει να κάνει μια συμφωνία, είπε ο Τραμπ.
«Με έναν διαφορετικό τρόπο, έναν τρόπο που μόνο εγώ ξέρω… δεν έχουν άλλη επιλογή», είπε.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έκτοτε υπέβαλαν ένα σχέδιο για την αύξηση των αμυντικών δαπαπών τους κατά περισσότερα από 800 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα την επόμενη δεκαετία και πίεσαν τον Ζελένσκι να ομαλοποιήσει τη σχέση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να διασφαλιστεί ότι η Ευρώπη θα διατηρήσει πρόσβαση σε βασικά στοιχεία ασφαλείας που μόνο η Ουάσιγκτον μπορεί να παράσχει.
Για τον σκοπό αυτό, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν υποστηρίξει προσωρινά την πρόσφατη πρόταση του Ζελένσκι για προσωρινή διακοπή των μαχών σε εναέριες και θαλάσσιες περιοχές.
Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση, μετά το τέλος των εχθροπραξιών, βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα θα αναπτυχθούν στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης φάσης κατάπαυσης του πυρός για να διασφαλίσουν την ειρήνη.
Ο Γουίτκοφ είπε σε δημοσιογράφους στις 6 Μαρτίου ότι ο Τραμπ θεωρεί ότι ο Ζελένσκι ειλικρινά επιθυμεί μια ειρηνευτική συμφωνία και ότι θα εργαστεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
«Ο πρόεδρος είπε ότι υπάρχει δρόμος επιστροφής και ο πρόεδρος Ζελένσκι έδειξε καλές προθέσεις», είπε ο Γουίτκοφ. «Ζήτησε συγγνώμη, είπε ότι είναι ευγνώμων. Είπε ότι θέλει να εργαστεί για την ειρήνη.»
Τρία χρόνια μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας, γίνονται τα πρώτα βήματα προς μια πιθανή ειρηνευτική συμφωνία.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι επισκέπτεται τον Λευκό Οίκο στις 28 Φεβρουαρίου για να συζητήσει ένα πλαίσιο μεταξύ Κιέβου και Ουάσιγκτον που θα μπορούσε να ανταλλάξει μεγάλα κέρδη από τα ορυκτά σπάνιων γαιών και το φυσικό αέριο της Ουκρανίας, με πιθανές εγγυήσεις ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Η Ουάσιγκτον και η Μόσχα συμφώνησαν επίσης να αρχίσουν να εργάζονται προς ένα πλαίσιο για τον τερματισμό του πολέμου. Αυτές οι συζητήσεις, αν και βρίσκονται στα αρχικά στάδια, φαίνεται πιθανό να οδηγήσουν σε συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών στο αίτημα της Μόσχας να μην εξετάσει ποτέ την Ουκρανία για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είπε ότι πιστεύει ότι ο Ζελένσκι θα πρέπει να κάνει παραχωρήσεις στη Ρωσία και η αμερικανική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει κανείς ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να διατηρήσει τα προπολεμικά της σύνορα.
Πολλά απομένουν να επιλυθούν πριν τελειώσει η σύγκρουση, αλλά είναι σαφές ότι ο πρώτος ευρωπαϊκός κατακτητικός πόλεμος του 21ου αιώνα έχει αναδιαμορφώσει ριζικά την Ευρώπη, τόσο εντός όσο και εκτός χάρτη.
Από μια λαϊκή εξέγερση μέχρι τη συνεχιζόμενη εισβολή της Ρωσίας, εδώ είναι μια ματιά σε μερικά από τα μεγαλύτερα γεγονότα που διαμόρφωσαν τον πόλεμο.
Euromaidan
Ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων συγκλόνισε τα αστικά κέντρα σε όλη την Ουκρανία τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2013, με τα μεγαλύτερα πλήθη να συγκεντρώνονται στο Maidan Nezalezhnosti (πλατεία Ανεξαρτησίας) στο Κίεβο.
Οι διαμαρτυρίες πυροδοτήθηκαν από την αιφνιδιαστική απόφαση του τότε προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς να μην υπογράψει μια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) που είχε προηγουμένως εγκριθεί από το Κοινοβούλιο.
Αυτή η συμφωνία θα είχε δεσμεύσει την Ουκρανία σε μέτρα κατά της διαφθοράς και πρόσθετες οικονομικές, δικαστικές, και χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις για να αυξήσει τη συμβατότητα της πολιτικής της με τα κράτη της ΕΕ.
Θα είχε επίσης συμμορφώσει σταδιακά τις βιομηχανίες της Ουκρανίας με τα τεχνικά και καταναλωτικά πρότυπα της ΕΕ, ενώ θα είχε αυξήσει την πολιτική και οικονομική υποστήριξη της ΕΕ προς την Ουκρανία.
Αντίθετα, ο Γιανουκόβιτς εγκατέλειψε τη συμφωνία και μονομερώς επέλεξε να επιδιώξει στενότερους δεσμούς με τη Μόσχα υπογράφοντας συμφωνία για την πώληση ευρωομολόγων 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Ρωσία, η οποία περιελάμβανε επίσης τη μείωση του κόστους του φυσικού αερίου.
Οι διαδηλωτές καταδίκασαν την κίνηση ως δολιοφθορά στις προσπάθειες του έθνους να επιδιώξει στενότερους δεσμούς με την Ευρώπη. Το κίνημα Euromaidan αναπτύχθηκε γρήγορα λόγω της δυσαρέσκειας για την κυβερνητική διαφθορά, τις καταχρήσεις εξουσίας, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την επιρροή των ολιγαρχών.
Ο Βιτάλι Ζακαρτσένκο, υπουργός Εσωτερικών της Ουκρανίας, αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη για αυτό που περιέγραψε ως κατάχρηση εξουσίας μετά από ένα περιστατικό στο οποίο μια επίλεκτη μονάδα ΜΑΤ τρομοκράτησε μια ομάδα διαδηλωτών, τραυματίζοντας περίπου 80 πολίτες, πολλοί από τους οποίους δεν συμμετείχαν στις διαδηλώσεις.
Αντικυβερνητικοί διαδηλωτές συγκεντρώνονται στην Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Κίεβο της Ουκρανίας, στις 8 Δεκεμβρίου 2013. Χιλιάδες άνθρωποι διαμαρτύρονται κατά της κυβέρνησης για την απόφαση του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς να αναστείλει μια συμφωνία εμπορίου και εταιρικής σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση υπέρ των κινήτρων από την Ρωσία. (Brendan Hoffman/Getty Images)
Οι νόμοι κατά των διαδηλώσεων πυροδοτούν περαιτέρω εξεγέρσεις
Τον Ιανουάριο του 2014, μέλη του ουκρανικού κοινοβουλίου από το φιλορωσικό Κόμμα των Περιφερειών του Γιανουκόβιτς και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας συγκάλεσαν μια αστραπιαία συνεδρίαση ψηφοφορίας ενώ άλλα μέλη του σώματος έλειπαν και δεν μπορούσαν να καταψηφίσουν τα μέτρα.
Οι νομοθέτες ψήφισαν μια σειρά από 11 νόμους που στόχευαν να καταπνίξουν τη διαφωνία και να περιορίσουν τις δημόσιες διαμαρτυρίες που γρήγορα ονομάστηκαν από τους επικριτές ως «νόμοι δικτατορίας».
Οι νόμοι επέτρεπαν στην κυβέρνηση να φυλακίζει Ουκρανούς για διάδοση παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή συκοφαντία κυβερνητικών αξιωματούχων και όριζε ότι όλα τα μέσα ενημέρωσης και τα κινητά τηλέφωνα με διαδικτυακή πρόσβαση πρέπει να καταχωρούνται στην κυβέρνηση.
Οι νόμοι εισήγαγαν επίσης ποινή φυλάκισης 10 ετών για διαδηλωτές που απέκλεισαν την είσοδο σε κυβερνητικό κτίριο, μια βασική τακτική μεταξύ των διαδηλωτών του Euromaidan.
Η νομιμότητα της ψηφοφορίας τέθηκε υπό αμφισβήτηση, καθώς κάθε μέτρο είχε περάσει με ανάταση του χεριού με προσχεδιασμένο τρόπο που οι επικριτές είπαν ότι είχε προχωρήσει πολύ γρήγορα για να καταμετρηθούν πραγματικά οι ψήφοι.
Η οργή για αυτό προκάλεσε περαιτέρω εξεγέρσεις.
Επανάσταση της αξιοπρέπειας
Χάος και βία εξαπλώθηκαν στο Κίεβο τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2014, καθώς οι κυβερνητικές και αστυνομικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστείλουν το αυξανόμενο κίνημα διαμαρτυρίας.
Οι πιο πολύνεκρες συγκρούσεις σημειώθηκαν από τις 18 έως τις 20 Φεβρουαρίου, όταν χιλιάδες διαδηλωτές προχώρησαν προς το Κοινοβούλιο με επικεφαλής ακτιβιστές με ασπίδες και κράνη.
Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας πυροβόλησαν και σκότωσαν αρκετούς διαδηλωτές προτού ξεσπάσουν συγκρούσεις απευθείας μεταξύ διαδηλωτών και ΜΑΤ, οπότε πολλοί διαδηλωτές ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από την αστυνομία ενώ άλλοι πυροβολήθηκαν αδιακρίτως.
Η βία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 108 πολιτών και 13 αστυνομικών.
Ο Γιανουκόβιτς και η αντιπολίτευση υπέγραψαν συμφωνία για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης ενότητας μετά την παραίτηση της κυβέρνησής του. Η αστυνομία εγκατέλειψε το κέντρο του Κιέβου και οι διαδηλωτές κατέλαβαν τον έλεγχο μεγάλου μέρους της περιοχής, συνεχίζοντας να συντονίζουν τις επιχειρήσεις έξω από ένα φραγμένο στρατόπεδο διαδηλώσεων στην Πλατεία Ανεξαρτησίας.
Οι διαδηλωτές γκρέμισαν και παραμόρφωσαν τα αγάλματα των κομμουνιστών ηγετών της σοβιετικής εποχής, τα οποία είχαν γίνει αντιληπτά ως σύμβολα κακής ρωσικής επιρροής.
Διαδηλωτές προχωρούν σε νέες θέσεις στο Κίεβο της Ουκρανίας, στις 20 Φεβρουαρίου 2014. Ανώτατοι αξιωματούχοι απομακρύνθηκαν από το κεντρικό κυβερνητικό κτίριο της Ουκρανίας κοντά σε συγκρούσεις στην καρδιά της πόλης. (Λουίζα Γουλιαμάκη/AFP μέσω Getty Images)
Ο Γιανουκόβιτς διώχνεται από το Κίεβο, φεύγει στη Ρωσία
Ο Γιανουκόβιτς έφυγε κρυφά από το Κίεβο τη νύχτα της 21ης Φεβρουαρίου. Το κίνημα διαμαρτυρίας χαιρέτισε τη στιγμή ως επαναστατική νίκη ενάντια σε ένα διεφθαρμένο μετασοβιετικό καθεστώς.
Στις 22 Φεβρουαρίου, 328 από τα 450 μέλη του Κοινοβουλίου ψήφισαν υπέρ της απομάκρυνσης του Γιανουκόβιτς από το αξίωμα, λέγοντας ότι είχε εγκαταλείψει τα καθήκοντά του. Κανείς δεν καταψήφισε το μέτρο και 36 μέλη του κόμματος του ίδιου του προέδρου το ψήφισαν.
Το κοινοβούλιο ψήφισε επίσης με 386-0 για να επαναφέρει το σύνταγμα του έθνους του 2004, το οποίο ήταν όρος της προηγούμενης συμφωνίας με την ΕΕ την οποία είχε παραβιάσει ο Γιανουκόβιτς.
Εκείνο το βράδυ, σε μια τηλεοπτική ομιλία από την ανατολική Ουκρανία, ο Γιανουκόβιτς δήλωσε ότι δεν θα παραιτηθεί, λέγοντας ότι ήταν «ο νόμιμος αρχηγός του ουκρανικού κράτους» και ότι η επαναφορά του κοινοβουλίου στο σύνταγμα του 2004 ήταν παράνομη, επειδή δεν είχε υπογράψει τη δράση.
Ο Γιανουκόβιτς και άλλοι στενοί αξιωματούχοι του καθεστώτος του εμποδίστηκαν από Ουκρανούς συνοριοφύλακες να πετάξουν έξω από τη χώρα καθώς η ηγεσία του Κιέβου διατύπωσε κατηγορίες προδοσίας και μαζικής δολοφονίας εναντίον του.
Στη συνέχεια, ο Γιανουκόβιτς ζήτησε και έλαβε υποστήριξη από μυστικούς Ρώσους στρατιωτικούς χειριστές, οι οποίοι τον μετέφεραν λαθραία από την επαρχία Ντόνετσκ στην Κριμαία και τελικά στη Ρωσία, όπου έλαβε άσυλο από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν (δ) κάνει χειραψία με τον Ουκρανό ομόλογό του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, στο Σότσι της Ρωσίας, στις 7 Φεβρουαρίου 2014. (Alexei Nikolsky/RIA-NOVOSTI/AFP μέσω Getty Images)
Ξεσπούν αντεπαναστατικές διαδηλώσεις
Ο Γιανουκόβιτς καταδικάστηκε τον Μάρτιο του 2014 ερήμην για εσχάτη προδοσία κατά της Ουκρανίας και καταζητήθηκε για μαζική δολοφονία λόγω των ενεργειών του εναντίον διαδηλωτών τον προηγούμενο μήνα.
Από τη Μόσχα, συνέχισε να διακηρύσσει ότι είναι ο νόμιμος πρόεδρος της Ουκρανίας και να καλεί τους Ουκρανούς να αντισταθούν σε αυτό που χαρακτήρισε παράνομη κυβέρνηση στο Κίεβο.
Τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης άρχισαν να περιγράφουν την ανατροπή του προέδρου ως πραξικόπημα που οργανώθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ και αντεπαναστατικές διαδηλώσεις ξέσπασαν στη νότια και ανατολική Ουκρανία, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μιλά τα ρωσικά ως πρώτη τους γλώσσα.
Από φόβο ότι οι διαδηλωτές υπέρ του Γιανουκόβιτς στην ανατολική Ουκρανία επηρεάζονταν από τη ρωσική προπαγάνδα, το ουκρανικό κοινοβούλιο ενέκρινε νομοσχέδιο για την ανάκληση του καθεστώτος της ρωσικής ως επίσημης κρατικής γλώσσας.
Το νομοσχέδιο δεν ψηφίστηκε, αλλά προκάλεσε μαζική οργή και φόβο στις ανατολικές και νότιες περιοχές της Ουκρανίας.
Χιλιάδες αντεπαναστάτες διαδηλωτές πραγματοποίησαν πορεία κατά της νέας κυβέρνησης σε πολλές μεγάλες πόλεις.
Στο Χάρκοβο, αντικυβερνητικοί διαδηλωτές φρουρούσαν ένα άγαλμα του κομμουνιστή ηγέτη Βλαντιμίρ Λένιν και εμπόδισαν αξιωματούχους να εισέλθουν στο κτίριο του δημοτικού συμβουλίου.
Δημόσιες έρευνες αποκάλυψαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη ρωσόφωνη ανατολή της Ουκρανίας θεωρούσαν όλα τα επίπεδα της νέας κυβέρνησης παράνομα.
Φιλορώσοι διαδηλωτές φέρουν ρωσικές σημαίες κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, στις 23 Μαρτίου 2014. (Sergey Bobok/AFP μέσω Getty Images)
Η προσάρτηση της Κριμαίας
Στα τέλη Φεβρουαρίου 2014, ο Σεργκέι Ακσιόνοφ, Ρώσος υπήκοος, εξελέγη πρωθυπουργός της Κριμαίας αφού κάλεσε το Κοινοβούλιο σε μια κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση παρουσία ένοπλων Ρώσων στρατιωτών.
Ο διορισμός απαιτούσε την έγκριση του προέδρου, την οποία παρέδωσε ο Γιανουκόβιτς από την Μόσχα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μαρτίου, ο Γιανουκόβιτς συνέχισε να προτρέπει τα μέλη του ουκρανικού στρατού να μην υπακούουν στις εντολές της νέας κυβέρνησης.
Ρωσικά στρατεύματα άρχισαν να διεισδύουν κρυφά στη χερσόνησο της Κριμαίας στη νότια Ουκρανία.
Ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη προκάλεσε ταραχή όταν ενημέρωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι ο Γιανουκόβιτς είχε ζητήσει ρωσική στρατιωτική βοήθεια για την προστασία των ρωσόφωνων πολιτών στην Ουκρανία.
Στις 4 Μαρτίου, ο Πούτιν είπε στους δημοσιογράφους ότι η αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία ήταν νόμιμη επειδή ο Γιανουκόβιτς ήταν ο «νόμιμος πρόεδρος» της Ουκρανίας και το είχε ζητήσει.
Οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις και οι τοπικοί παραστρατιωτικοί κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια στην Κριμαία καθ’ όλη τη διάρκεια του μήνα, υψώνοντας ρωσικές σημαίες όπου κι αν πήγαιναν.
Εκατοντάδες αντικυβερνητικοί διαδηλωτές απέκλεισαν επίσης την πρόσβαση στο Κοινοβούλιο της Κριμαίας, απαιτώντας από τους τοπικούς νομοθέτες να μην αναγνωρίσουν τη νέα κυβέρνηση στο Κίεβο ως νόμιμη και ζητώντας δημοψήφισμα για το καθεστώς της Κριμαίας ως αυτόνομης δημοκρατίας.
Στις 11 Μαρτίου, το Ανώτατο Συμβούλιο της Κριμαίας και το Δημοτικό Συμβούλιο της Σεβαστούπολης εξέδωσαν διακηρύξεις ότι η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας και η πόλη της Σεβαστούπολης ήταν ένα κυρίαρχο κράτος που ονομάζεται Δημοκρατία της Κριμαίας. Η τοπική Βουλή διαλύθηκε.
Η ουκρανική νομοθεσία απαιτεί από το Ανώτατο Συμβούλιο της Κριμαίας να διαβουλεύεται με τον πρόεδρο της Ουκρανίας για να προβεί σε μια τέτοια πορεία.
Σε ένα πλήγμα στη νέα κυβέρνηση στο Κίεβο, οι ηγέτες της Κριμαίας αναγνώρισαν τον Γιανουκόβιτς ως νόμιμο πρόεδρο και έλαβαν την έγκρισή του από τη Μόσχα.
Το δημοψήφισμα για την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Κριμαίας ήταν παράνομο σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ουκρανίας που αναγνωρίστηκε στο Κίεβο και ουσιαστικά έθεσε την Ουκρανία σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου.
Ο Ακσιόνοφ, ως νέος πρωθυπουργός της Κριμαίας, ζήτησε από τον Πούτιν βοήθεια για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Κριμαία και ο Πούτιν ενέκρινε μια άμεση ρωσική στρατιωτική επέμβαση.
Ο πρωθυπουργός της Κριμαίας Σεργκίι Ακσιόνοφ μιλάει κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη Συμφερούπολη, δύο ημέρες πριν από το δημοψήφισμα στην Κριμαία σχετικά με την προσπάθειά της να αποχωριστεί από την Ουκρανία και να ενωθεί με τη Ρωσία, στις 14 Μαρτίου 2014. (Filippo Monteforte/AFP μέσω Getty Images)
Οι πολιτείες του Ντονμπάς αποχωρούν
Καθώς η Ρωσία κατέλαβε και προσάρτησε την Κριμαία, ένοπλοι φιλορώσοι αυτονομιστές άρχισαν να καταλαμβάνουν κυβερνητικά κτίρια στις ανατολικές επαρχίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, γνωστές συλλογικά ως Ντονμπάς.
Οι ηγέτες των ανταρτών ανακοίνωσαν δημοψήφισμα για το εάν το Ντονέτσκ έπρεπε να ενταχθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία και να εκλέξει αρκετούς Ρώσους πολίτες στην κυβέρνηση.
Τον Απρίλιο του 2024, αντάρτες στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, που συνορεύουν με τη Ρωσία, ανακοίνωσαν επίσημα ότι αποσχίζονται από την Ουκρανία για να σχηματίσουν την ανεξάρτητη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ (DPR) και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουχάνσκ (LPR).
Τα δύο αποσχισμένα κράτη χαρακτηρίστηκαν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ως κράτη-μαριονέτα της Μόσχας.
Η Ρωσία δεν αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία τους, αλλά ρωσικά όπλα και μαχητές άρχισαν να ξεχύνονται στα σύνορα για να υποστηρίξουν τους αντάρτες.
Ένας χάρτης που δείχνει τον ρωσικό εδαφικό έλεγχο στην Ουκρανία πριν από την εισβολή του 2022. (Εικόνα: The Epoch Times)
Αρχίζει ο πόλεμος στο Ντονμπάς
Η απόσχιση του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ ξεκίνησε μια δεκαετία εσωτερικής σύγκρουσης που κατέστρεψε την Ουκρανία, με εκείνους στην ευρωκεντρική δυτική χώρα να θεωρούν τους αυτονομιστές τρομοκράτες και εκείνους στη ρωσοκεντρική ανατολή να χαρακτηρίζουν το Κίεβο ως παράνομο.
Δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι πολίτες πέρασαν τα σύνορα στο Ντονμπάς κατά τη διάρκεια του έτους για να βοηθήσουν τους αντάρτες και η Μόσχα άρχισε να στέλνει κρυφά βετεράνους για να εκπαιδεύσουν τους μαχητές εκεί.
Η Ουκρανία έστειλε μια αντιτρομοκρατική στρατιωτική αποστολή στην περιοχή και ανακατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των χαμένων εδαφών της μέχρι τον Αύγουστο του 2014.
Σε απάντηση στα κερδισμένα εδάφη της Ουκρανίας, η Ρωσία άρχισε να στέλνει απευθείας στρατεύματα, άρματα μάχης, και πυροβολικό στο Ντονμπάς. Με τη ρωσική υποστήριξη, οι αντάρτες άρχισαν στη συνέχεια να ανακτούν τα εδάφη από τον ουκρανικό στρατό.
Ουκρανοί στρατιώτες του τάγματος εθελοντών Ντονμπάς συμμετέχουν σε επιχειρήσεις καθαρισμού σε ένα χωριό στην περιοχή Λυσιχάνσκ της περιοχής Λουγκάνσκ, που ελέγχεται από φιλορώσους αυτονομιστές, στις 28 Ιαν. 2015. (-/AFP μέσω Getty Images)
Συμφωνίες του Μινσκ
Το Κίεβο και η Μόσχα προσπάθησαν να καταλήξουν σε μια σειρά από τελικά ανεπιτυχείς συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός ξεκινώντας τον Σεπτέμβριο του 2014.
Στο Μινσκ, την πρωτεύουσα της γειτονικής Λευκορωσίας, εκπρόσωποι από την Ουκρανία, τη Ρωσία, το DPR, και το LPR συμφώνησαν σε όρους που περιλαμβάνουν άμεση κατάπαυση του πυρός, ανταλλαγή αιχμαλώτων, πολιτικές παραχωρήσεις στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, και την επιστροφή του ελέγχου των συνόρων στην Ουκρανία.
Οι μάχες συνεχίστηκαν σποραδικά ανεξάρτητα από τη συμφωνία και η κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη για παραβίαση των όρων.
Περαιτέρω διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη δεύτερη συμφωνία του Μινσκ τον Φεβρουάριο του 2015, μια εκτεταμένη και πιο λεπτομερή έκδοση του αρχικού πρωτοκόλλου, αν και δεν κατάφερε να επιφέρει πλήρως την ειρήνη.
Η σύγκρουση παρέμεινε άλυτη και οι αντάρτικες ενέργειες και από τις δύο πλευρές οδήγησαν τελικά στην πλήρη εγκατάλειψη της κατάπαυσης του πυρός.
(δ–α) Ο Ρώσος πρεσβευτής στην Ουκρανία Μιχαήλ Ζουραμπόφ, ο ηγέτης της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουχάνσκ, Ιγκόρ Πλοτνίτσκι, η απεσταλμένη του OSCE, Χάιντι Ταλιαβίνι, και ο πρώην πρόεδρος της Ουκρανίας, Λεονίντ Κούτσμα, κάνουν επίσημη δήλωση σχετικά με την υπογραφή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, στο Μινσκ της Λευκορωσίας, στις 5 Σεπτεμβρίου 2014.
Έκρηξη σφοδρών μαχών στο Ντονμπάς
Από το 2017 έως το 2019, η Ουκρανία και οι δυνάμεις των ανταρτών που υποστηρίζονται από τη Ρωσία συμφώνησαν και στη συνέχεια εγκατέλειψαν γρήγορα περισσότερες από δώδεκα ρυθμίσεις κατάπαυσης του πυρός.
Ο ουκρανικός στρατός άρχισε να εντείνει τις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών στο Ντονμπάς.
Εν τω μεταξύ, η Ρωσία άρχισε ολοένα και περισσότερο να προτείνει ότι η ανεξαρτησία του DPR και του LPR από την Ουκρανία ήταν νόμιμη, παραχωρώντας πρώτα ρωσικές πινακίδες σε όσους ζουν στις περιοχές και τελικά μοιράζοντας ρωσικά διαβατήρια στους κατοίκους των ανταρτικών περιοχών.
Η ουκρανική κυβέρνηση καταδίκασε τη διανομή διαβατηρίων από τη Ρωσία ως ένα βήμα προς την προσάρτηση της περιοχής.
Φοβούμενο ότι δεν θα μπορέσει να υπερασπιστεί την κυριαρχία του, το ουκρανικό κοινοβούλιο ψήφισε με 334-17 για την τροποποίηση του συντάγματος του έθνους για να δηλώσει ότι ο στρατηγικός του στόχος ήταν η ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, κωδικοποιώντας έναν βασικό στόχο του Κιέβου από τη δεκαετία του 1990.
Η κίνηση χρησίμευσε επίσης για να κατοχυρώσει νομικά την πολιτιστική ρήξη μεταξύ του ευρωπαϊκού Κιέβου και της ευρασιατικής Μόσχας, επιβεβαιώνοντας την ευρωπαϊκή ταυτότητα του ουκρανικού λαού, για τον οποίον ο Πούτιν είχε προτείνει ότι ανήκει στη ρωσική σφαίρα επιρροής.
Κλιμάκωση των εχθροπραξιών, μάζα ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα
Τον Μάρτιο του 2021, ο ρωσικός στρατός άρχισε να μεταφέρει μεγάλες ποσότητες όπλων και εξοπλισμού στα σύνορα της Ουκρανίας.
Στρατεύματα και εξοπλισμός μεταφέρθηκαν στα σύνορα από τη Σιβηρία και αναπτύχθηκαν πέρα από τα σύνορα στην Κριμαία, τη Ρωσία, και τη Λευκορωσία.
Η κίνηση αυτή ήταν η μεγαλύτερη απροειδοποίητη στρατιωτική επιχείρηση από την ανατροπή της Κριμαίας το 2014.
Ο Ζελένσκι συναντήθηκε με την ηγεσία του ΝΑΤΟ, επιβεβαίωσε την επιθυμία του Κιέβου να ενταχθεί στη στρατιωτική συμμαχία, και είπε ότι φοβάται μια ευρείας κλίμακας επίθεση από τη Ρωσία.
Ο αξιωματούχος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Κόζακ απάντησε ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την υπεράσπιση των Ρώσων πολιτών στην Ουκρανία και ότι οποιαδήποτε άμεση σύγκρουση μεταξύ των δύο εθνών θα σήμαινε «την αρχή του τέλους της Ουκρανίας».
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γιενς Στόλτενμπεργκ (Δ) χαιρετίζει τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου μετά τη διμερή συνάντησή τους στα κεντρικά γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, στις 16 Δεκεμβρίου 2021. (John Thys/AFP μέσω Getty Images)
Η Μόσχα αιτείται στο ΝΑΤΟ
Τον Δεκέμβριο του 2021, η Μόσχα εξέδωσε μια σειρά αιτημάτων προς την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, λέγοντάς τους ότι για να αποτρέψουν έναν πόλεμο, πρέπει να απαγορεύσουν στην Ουκρανία να ενταχθεί στη συμμαχία.
Ο Πούτιν ζήτησε επίσης από το ΝΑΤΟ να απομακρύνει όλα τα κοινά στρατεύματα και τα όπλα από τα έθνη της Ανατολικής Ευρώπης που είχαν ενταχθεί στη συμμαχία από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Εκείνη την εποχή, η ηγεσία του ΝΑΤΟ διαβεβαίωσε τη Ρωσία ότι δεν θα επεκταθεί στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας.
Οι συμφωνίες δεν ήταν δεσμευτικές και το ΝΑΤΟ συνέχισε να δέχεται νέα μέλη, συμπεριλαμβανομένων πρώην σοβιετικών κρατών, το οποίο η Μόσχα ισχυρίστηκε ότι ήταν απειλή για την εθνική της ασφάλεια.
Η Ουάσιγκτον απάντησε στα αιτήματα ασφαλείας της Ρωσίας, λέγοντας ότι δεν θα τερματίσει την πολιτική «ανοιχτών θυρών» του ΝΑΤΟ που επιτρέπει σε οποιοδήποτε έθνος να υποβάλει αίτηση για ένταξη, αλλά ότι είναι πρόθυμη να συνεργαστεί με τη Μόσχα για μια «ρεαλιστική αξιολόγηση» των ρωσικών ανησυχιών για την ασφάλεια.
Το ΝΑΤΟ συμφώνησε να μην στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία, αλλά προειδοποίησε για αυστηρές οικονομικές κυρώσεις εάν ο Πούτιν αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Ουκρανίας.
Δύο ημέρες αργότερα, η Μόσχα εξέδωσε ανακοίνωση λέγοντας ότι τα αιτήματά της δεν ικανοποιήθηκαν. Το ΝΑΤΟ έθεσε αρκετές μονάδες σε ετοιμότητα και ενίσχυσε την Ανατολική Ευρώπη με επιπλέον πλοία και αεροσκάφη.
Υπάλληλοι ξεφορτώνουν ένα αεροπλάνο μεταφοράς στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ στο αεροδρόμιο Μπορυσπίλ στο Κίεβο, Ουκρανία, στις 5 Φεβ. 2022. (Genya Savilov/AFP μέσω Getty Images)
Η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία
Σε μια μεταμεσονύκτια ομιλία στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ο Πούτιν αναγνώρισε επισήμως την ανεξαρτησία του DPR και του LPR και ανακοίνωσε μια Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας με τα δύο κράτη.
Στη συνέχεια, ο Πούτιν δήλωσε ότι η ίδια η Ουκρανία ήταν «αναφαίρετο μέρος της [ρωσικής] ιστορίας» και περιέγραψε την ανατροπή του Γιανουκόβιτς 10 χρόνια πριν ως παράνομο πραξικόπημα που ενορχηστρώθηκε από τις δυτικές δυνάμεις.
Υποστήριξε επίσης ότι το Κίεβο αναπτύσσει πυρηνικά όπλα για να τα χρησιμοποιήσει κατά της Ρωσίας.
Στη συνέχεια, ο Ρώσος ηγέτης ανακοίνωσε την έναρξη «ειδικών στρατιωτικών επιχειρήσεων» στην Ουκρανία με στόχο την πλήρη «αποστρατιωτικοποίηση» της Ουκρανίας και τη μετατροπή της σε ένα ουδέτερο κράτος που δεν θα ήταν μέρος ούτε της ΕΕ ούτε του ΝΑΤΟ.
Οι δυτικοί σύμμαχοι ανακοίνωσαν νέες οικονομικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών στην κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, αλλά δεν ανέλαβαν καμία άμεση στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο.
Το Κίεβο υπό πολιορκία
Αμέσως μετά την ομιλία του Πούτιν, εκρήξεις συγκλόνισαν κάθε επαρχία και μεγάλη πόλη της Ουκρανίας, καθώς η Ρωσία εξαπέλυσε επιθέσεις με πυραύλους και drone εναντίον βασικών αεροδρομίων, στρατιωτικών βάσεων, και αποθηκών.
Ρώσοι αλεξιπτωτιστές έπεσαν σε πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου, και οι Ηνωμένες Πολιτείες είπαν ότι πίστευαν ότι η Μόσχα προσπαθούσε να «αποκεφαλίσει» την κυβέρνηση της Ουκρανίας για να εγκαταστήσει ένα καθεστώς ανδρείκελου και ότι περίμενε ότι το Κίεβο θα πέσει μέσα σε 96 ώρες.
Ουκρανικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ο Γιανουκόβιτς είχε εντοπιστεί στο Μινσκ και ότι η Ρωσία σκόπευε να ανακηρύξει τον Γιανουκόβιτς πρόεδρο της Ουκρανίας μετά την ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης.
Μονάδες της Ουκρανικής Εθνικής Φρουράς απέκρουσαν με επιτυχία την πρώτη μεγάλη προσπάθεια της Ρωσίας να καταλάβει το αεροδρόμιο Χοστομέλ του Κιέβου και κατέρριψαν τρία από τα 34 ρωσικά ελικόπτερα.
Ρώσοι σαμποτέρ πραγματοποίησαν τρομοκρατικές επιθέσεις σε όλο το Κίεβο. Έγιναν πολλές απόπειρες δολοφονίας κατά της ουκρανικής πολιτικής ηγεσίας, αλλά καμία δεν ήταν επιτυχής.
Στρατιώτες της Ουκρανίας σε μια τοποθεσία μάχης με ρωσική ομάδα επιδρομών στο Κίεβο της Ουκρανίας, στις 26 Φεβ. 2022. (Sergei Supinsky/AFP μέσω Getty Images)
Η Ομάδα Βάγκνερ, μια ρωσική ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία, μετέφερε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της από την Αφρική στην Ουκρανία. Η ομάδα καταδικάστηκε για τις θηριωδίες της, συμπεριλαμβανομένης της βιντεοσκόπησης των βασανιστηρίων και της εκτέλεσης αιχμαλώτων εχθρών με βαριοπούλες.
Ο ρωσικός στρατός εισήλθε στην Ουκρανία σε τρία μέτωπα: από τα βόρεια στη Λευκορωσία, από τα νότια στο Κίεβο, και από τα ανατολικά μέσω του Ντονμπάς.
Η ουκρανική ηγεσία επέζησε της αρχικής επίθεσης και ένας συνδυασμός ουκρανικής επιμονής και ρωσικού κακού σχεδιασμού ακρωτηρίασαν τελικά την ταχύτητα των προελεύσεων της Ρωσίας σε βορρά και νότο. Ωστόσο, το Πεντάγωνο προειδοποίησε ότι η Ρωσία είχε στείλει μόνο το 30 τοις εκατό των 150.000 στρατιωτών που είχε συγκεντρώσει στα σύνορα με την Ουκρανία.
Σε μια πρώτη νίκη, η Ουκρανία εμπόδισε τα ρωσικά μαχητικά να αποκτήσουν αεροπορική κυριαρχία σε ολόκληρη τη χώρα, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για να διασφαλιστεί ότι θα μπορούσε να διεξάγει χερσαίες επιχειρήσεις κατά των ρωσικών δυνάμεων χωρίς να καταστραφεί από ρωσικά αεροπορικά στοιχεία.
Οι συνομιλίες μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων εκπροσώπων στη Λευκορωσία έληξαν χωρίς πρόοδο, με το Κίεβο να απορρίπτει το αίτημα της Μόσχας να αναγνωρίσει την Κριμαία ως ρωσικό έδαφος.
Η πρώτη ουκρανική αντεπίθεση
Οι ουκρανικές δυνάμεις ξεκίνησαν την πρώτη τους αντεπίθεση σε μια προσπάθεια να εκδιώξουν τις ρωσικές δυνάμεις από τις νότιες επαρχίες Κέρσον και Μυκολάιβ. Είχαν μέτρια επιτυχία μέχρι τον Αύγουστο του 2022, σε μεγάλο βαθμό χωρίς διεθνή υποστήριξη.
Τον Απρίλιο του 2022, 41 διεθνείς εταίροι συγκάλεσαν την πρώτη συνάντηση της Ομάδας Επαφής για την Άμυνα της Ουκρανίας για να συντονίσουν την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία.
Την ίδια περίπου εποχή, το Ιράν άρχισε να προμηθεύει την Ρωσία με μονόδρομα επιθετικά drone.
Η Ουκρανία πέτυχε μια σημαντική νίκη στην απώθηση των ρωσικών δυνάμεων από την πόλη Κέρσον τον Νοέμβριο του 2022 προτού οι δύο πλευρές βρεθούν σε αδιέξοδο που κράτησε και τον επόμενο χρόνο.
Η δεύτερη ουκρανική αντεπίθεση
Η Ουκρανία εξαπέλυσε αντεπίθεση στο Ντόνετσκ και τη Ζαπορίζια καθώς μια σκληρή μάχη για την πόλη Μπαχμούτ αποδεκάτισε και τις δύο πλευρές. Περιγραφόμενη ως «μύλος κρέατος», η μάχη για το Μπαχμούτ συγκρίθηκε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο για τον βίαιο πόλεμο χαρακωμάτων και το υψηλό ποσοστό απωλειών.
Οι δυνάμεις της ομάδας Βάγκνερ εξασφάλισαν την τελική νίκη στο Μπαχμούτ με μεγάλο κόστος τον Μάιο του 2023.
Επίγειες επιδρομές Ρωσίας και Ουκρανίας από τον Φεβρουάριο του 2022 έως τον Μάιο του 2023. (Εικόνα: The Epoch Times)
Την ίδια περίπου περίοδο, η Μόσχα και η Τεχεράνη άρχισαν να διαμορφώνουν μια συμφωνία για όπλα, στην οποία το Ιράν θα λάμβανε προηγμένα στρατιωτικά συστήματα από τη Ρωσία σε αντάλλαγμα για επιπλέον πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Τον επόμενο μήνα, το φράγμα Κράκοβκα στον ποταμό Δνείπερο καταστράφηκε από άγνωστους σαμποτέρ, πλημμυρίζοντας τεράστιες περιοχές και μειώνοντας την παροχή νερού στην Κριμαία.
Οι πλημμύρες εμπόδισαν την τεθωρακισμένη αντεπίθεση της Ουκρανίας να προχωρήσει στην Κριμαία.
Ανταρσία Βάγκνερ
Ο αρχηγός της ομάδας Βάγκνερ και έμπιστος του Πούτιν Γεβγκένι Πριγκότζιν κήρυξε ανταρσία κατά του ρωσικού αμυντικού κατεστημένου τον Ιούνιο του 2023.
Ο Πριγκότζιν είπε ότι αναζητούσε εκδίκηση εναντίον των Ρώσων στρατιωτικών ηγετών για την ανικανότητά τους και για ένα υποτιθέμενο περιστατικό στο οποίο οι ρωσικές δυνάμεις βομβάρδισαν μια θέση της Βάγκνερ.
Χαρακτηρίζοντας την ανταρσία του ως «πορεία δικαιοσύνης», ο Πριγκότζιν είπε στις τακτικές στρατιωτικές μονάδες να μείνουν μακριά ή να διακινδυνεύσουν θάνατο. Ο Πούτιν πρότεινε ότι οι δραστηριότητες θα μπορούσαν να αποτελέσουν υποκίνηση εμφυλίου πολέμου.
Ο Πριγκότζιν, με περίπου 25.000 στρατιώτες Βάγκνερ υπό τις διαταγές του, κατέρριψε ένα ρωσικό ελικόπτερο και κατέλαβε την πόλη Ροστόφ-στον-Ντον προτού ανακοινώσει ξαφνικά ότι θα σταματήσει την πορεία του και η Βάγκνερ θα διασκορπιστεί σε στρατόπεδα.
Μετά από συνομιλίες με τον Λευκορώσο πρόεδρο Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο Πριγκότζιν αποδέχτηκε μια συμφωνία από το Κρεμλίνο να εξοριστεί στη Λευκορωσία και να υπαχθεί η ομάδα Βάγκνερ στον ρωσικό στρατό.
Ο Πριγκότζιν πέθανε τον Αύγουστο του 2023 όταν ένα αεροπλάνο που μετέφερε τον ίδιο και αρκετούς άλλους αξιωματικούς της Βάγκνερ εξερράγη και συνετρίβη, σκοτώνοντας όλους τους επιβαίνοντες.
Η ομάδα Βάγκνερ τον Ιούνιο του 2023 κατέρριψε ένα ρωσικό ελικόπτερο και κατέλαβε την πόλη Ρoστόφ-στον-Ντον προτού ανακοινώσει ξαφνικά ότι θα σταματήσει την πορεία της και θα διασκορπιστεί σε στρατόπεδα. (Εικόνα: The Epoch Times)
Οι διεθνείς αποστολές όπλων οδηγούν τον πόλεμο
Η Ουκρανία και η Ρωσία πάλεψαν να κερδίσουν ή να κρατήσουν έδαφος σε διάφορα μέτωπα κατά μήκος μιας γραμμής μάχης που διέσχιζε εκατοντάδες χιλιόμετρα της ουκρανικής επικράτειας. Και οι δύο πλευρές άρχισαν να υποφέρουν από ελλείψεις όπλων και ανθρώπινου δυναμικού, και αμφότερες βασίζονταν όλο και περισσότερο σε διεθνή υποστήριξη από το 2023 έως το 2024.
Το Κίεβο συνέχισε να λαμβάνει υποστήριξη συντονιζόμενη μέσω της Ομάδας Επαφής για την Άμυνα της Ουκρανίας, με τους διεθνείς εταίρους να δίνουν περίπου 380 δισεκατομμύρια δολάρια από την αρχή του πολέμου έως τα μέσα του 2024.
Ωστόσο, τα μέλη του ΝΑΤΟ απέφυγαν να στείλουν πολλά από τα καλύτερα οπλικά τους συστήματα στην Ουκρανία από φόβο μήπως πυροδοτήσουν κλιμάκωση από τη Μόσχα. Μόλις στα τέλη του 2024 οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτρεψαν τη μεταφορά βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς στην Ουκρανία.
Η Μόσχα στράφηκε επίσης όλο και περισσότερο σε διεθνείς εταίρους για να τροφοδοτήσει την εκστρατεία της.
Η κομμουνιστική Βόρεια Κορέα άρχισε να στέλνει χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια με πυρομαχικά στη Ρωσία, πιστεύοντας ότι υποστηρίζει έναν έμμεσο πόλεμο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ισλαμιστική ηγεσία στο Ιράν, εν τω μεταξύ, συνέχισε να στέλνει drone και πυραύλους στη Ρωσία.
Η Ουκρανία καταλαμβάνει ρωσικό έδαφος
Η Ουκρανία εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση στη ρωσική επαρχία Κουρσκ τον Αύγουστο του 2024, σηματοδοτώντας την πρώτη μεγάλη διασυνοριακή στρατιωτική επιχείρηση από ουκρανικές δυνάμεις από την έναρξη της σύγκρουσης.
Περίπου 11.000 Ουκρανοί στρατιώτες προέλασαν στην περιοχή, κατέλαβαν 400 τετραγωνικά μίλια ρωσικού εδάφους και κατέλαβαν τον έλεγχο δεκάδων χωριών πριν χάσουν μερικά από αυτά σε ρωσικές δυνάμεις.
Ένα κατεστραμμένο ρωσικό τανκ έξω από την ελεγχόμενη από την Ουκρανία ρωσική πόλη Σούντζα, εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, στις 16 Αυγούστου 2024. (Yan Dobronosov/AFP μέσω Getty Images)
Η κίνηση παρείχε στην Ουκρανία ένα διαπραγματευτικό χαρτί για διαπραγματεύσεις κατάπαυσης του πυρός και ο Ζελένσκι είπε αργότερα ότι σκόπευε να ανταλλάξει το Κουρσκ στη Μόσχα σε αντάλλαγμα για ορισμένα από τα κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας στο τέλος του πολέμου.
Η Ρωσία ανέπτυξε 50.000 στρατιώτες για να αντιμετωπίσει την ουκρανική προέλαση, με την υποστήριξη αεροπορίας και πυροβολικού, και σύμφωνα με πληροφορίες άρχισε να μετακινεί 10.000 στρατιώτες της Βόρειας Κορέας στην περιοχή, στην πρώτη και μοναδική περίπτωση άμεσης ξένης στρατιωτικής ανάμειξης στον πόλεμο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα, η Ουκρανία έδωσε προτεραιότητα στις ενισχύσεις και τις αντεπιθέσεις στο Κουρσκ, παρόλο που έχασε έδαφος στα νότια και ανατολικά της χώρας από τις ρωσικές δυνάμεις.
Οι ΗΠΑ ζητούν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για κατάπαυση πυρός
Ο Τραμπ κάλεσε τη Μόσχα και το Κίεβο να αρχίσουν να επιδιώκουν τον τερματισμό του πολέμου μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τον Ιανουάριο του 2025.
Ο επικεφαλής των ΗΠΑ άνοιξε ξανά τους διπλωματικούς διαύλους με τη Μόσχα που είχαν κλείσει από το 2022 και άρχισε να πιέζει το Κίεβο να παραχωρήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσβαση σε ορυκτά σπάνιων γαιών με αντάλλαγμα τη συνεχιζόμενη στρατιωτική υποστήριξη.
Χάρτης που δείχνει τον εδαφικό έλεγχο κατά μήκος των συνόρων Ουκρανίας-Ρωσίας από τις 26 Φεβρουαρίου 2025. (Εικόνα: The Epoch Times)
Ο Τραμπ δήλωσε μονομερώς ότι η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και ότι η ασφάλεια του έθνους θα ήταν εγγυημένη από στρατεύματα ευρωπαϊκών δυνάμεων, αν και η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει συζητήσει καμία τέτοια συμφωνία με την Ευρώπη ή το ΝΑΤΟ.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ αναγνώρισαν επίσης δημόσια ότι μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων θα απαιτούσε πιθανότατα η Ουκρανία να παραχωρήσει κάποια κατεχόμενα εδάφη στη Ρωσία.
Τον Φεβρουάριο, Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν στη Σαουδική Αραβία για να ξεκινήσουν τη διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων. Συζήτησαν τους όρους τερματισμού του πολέμου χωρίς την παρουσία αξιωματούχων από την Ουκρανία ή την Ευρώπη.
Η ηγεσία της Γερμανίας, της Σουηδίας, και του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε ότι είναι ανοιχτή στην αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, ενώ η πολωνική ηγεσία δήλωσε ότι δεν θα στείλει στρατεύματα αλλά θα παράσχει υλικοτεχνική και επιχειρησιακή υποστήριξη στις ειρηνευτικές δυνάμεις.
(Α-Δ) Ο απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή Στηβ Βίτκοφ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Μάικ Γουόλτς, ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν αλ-Σαούντ, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Μοσάντ μπιν Μοχάμεντ αλ-Αϊμπαν, ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Ρώσου προέδρου Γιούρι Ουσάκοφ και ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ παρευρίσκονται σε συνάντηση στο παλάτι Ριγιάντ Ντιρίγια, στην Ντιρίγια, Σαουδική Αραβία, στις 18 Φεβ. 2025. (Evelyn Hockstein/POOL/AFP μέσω Getty Images)
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – Η πρώην βουλευτής Τούλσι Γκάμπαρντ επικυρώθηκε από τη Γερουσία για τη θέση του διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Η Γκάμπαρντ επιβεβαιώθηκε με ψήφους 52-48 την Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου και ορκίστηκε στο Οβάλ Γραφείο. Θα αναλάβει αμέσως τα καθήκοντά της στον κορυφαίο ρόλο των μυστικών υπηρεσιών της χώρας. Η επιβεβαίωση ακολούθησε μια αμφιλεγόμενη συζήτηση λίγων εβδομάδων σχετικά με τα προσόντα και την κρίση της Γκάμπαρντ, κατά την οποία νομοθέτες και από τις δύο πλευρές αμφισβήτησαν την ικανότητά της να ηγηθεί της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών, προτού ψηφίσουν με κομματικές γραμμές.
Κορυφαίοι Δημοκρατικοί των υπηρεσιών πληροφοριών ψήφισαν κατά του διορισμού της Γκάμπαρντ, λέγοντας ότι το ιστορικό της πρώην βουλευτού που μιλούσε ευνοϊκά για εχθρικές ξένες δυνάμεις εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητά της να διακρίνει βασικά θέματα των υπηρεσιών πληροφοριών. Οι επικρίσεις αυτές επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στο ιστορικό της Γκάμπαντ, η οποία πρότεινε ότι το ΝΑΤΟ ευθύνεται για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και στην αμφισβήτηση του κατά πόσον χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.
Ο γερουσιαστής Μάικλ Μπένετ (D-Colo.) δήλωσε ότι, αν και εκτιμά την προσφορά της Γκάμπαρντ, πιστεύει ότι έχει επιδείξει κακή κρίση σε θέματα πολιτικής και εθνικής ασφάλειας και ότι ο διορισμός της θα αποδυναμώσει τελικά την κοινότητα πληροφοριών της χώρας. «Ξανά και ξανά και ξανά, όταν έχει την ευκαιρία να υποστηρίξει τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών […] έναντι εκείνων των αντιπάλων μας, ξανά και ξανά επιλέγει τους αντιπάλους μας», δήλωσε ο Μπένετ από το βήμα της Γερουσίας.
Αντίθετα, οι Ρεπουμπλικάνοι της Γερουσίας υπεραμύνθηκαν της προθυμίας της Γκάμπαρντ να τα βάλει με αυτό που θεωρούν ως μια παγιωμένη γραφειοκρατική τάξη εντός της Κοινότητας Πληροφοριών που δεν εργάζεται πάντα με γνώμονα τα συμφέροντα των Αμερικανών. «Ξέρω ότι η Τούλσι θα δεσμευτεί για την προστασία όλων των Αμερικανών σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της αμερικανικής ιστορίας», δήλωσε ο γερουσιαστής Τζον Θουν (R-S.D.). «Η κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών πρέπει να επικεντρωθεί εκ νέου στην κύρια αποστολή της: τη συλλογή πληροφοριών και την παροχή αμερόληπτης ανάλυσης αυτών των πληροφοριών.»
Η Γκάμπαρντ έχει επικρίνει συχνά τις διάφορες υπηρεσίες πληροφοριών που θα εποπτεύει πλέον, κατηγορώντας την Κοινότητα Πληροφοριών για «γραφειοκρατικά ανεξέλεγκτη επέκταση του στόχου [της Υπηρεσίας Πληροφοριών] και δημιουργία αυτοκρατορίας» κατά την πρώτη ακρόαση για την επικύρωσή της.
Η υποψηφιότητα της Γκάμπαρντ ελέγχθηκε εξονυχιστικά τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι εξέφρασαν ανησυχία για την επιθυμία της Γκάμπαρντ να καταργήσει τους αμφιλεγόμενους νόμους περί παρακολούθησης, όπως και για τον έπαινό της προς τον Έντουαρντ Σνόουντεν, έναν πρώην συμβασιούχο υπάλληλο των υπηρεσιών πληροφοριών που κοινοποίησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αρχεία από διακομιστές των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών και άμυνας προτού διαφύγει στη Ρωσία. Τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής της Γερουσίας για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών χαρακτήρισαν τον Σνόουντεν «προδότη» και δήλωσαν ότι οι νόμοι περί επιτήρησης αποτελούν ευλογία για την εθνική ασφάλεια, παρά τον κίνδυνο που ενέχουν για τις αμερικανικές πολιτικές ελευθερίες.
Η Γκάμπαρντ διαβεβαίωσε την επιτροπή ότι δεν θα απονείμει χάρη στον Σνόουντεν, εκτός αν ο πρόεδρος της δώσει σχετική εντολή, αλλά αισθάνθηκε άβολα με την περιγραφή «προδότης», δεδομένου ότι και η ίδια η Γκάμπαρντ είχε κατηγορηθεί για προδοσία από ορισμένους πρώην αξιωματούχους, περιλαμβανομένης της πρώην υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον. Αντ’ αυτού, η Γκάμπαρντ δήλωσε ότι υποστηρίζει την επιτυχία του Σνόουντεν να αποκαλύψει άγνωστα προηγουμένως προγράμματα μέσω των οποίων η κυβέρνηση ζητούσε τη συνδρομή εταιρειών τεχνολογίας για να κατασκοπεύει μαζικά Αμερικανούς πολίτες. «Οι παλαιότερες δηλώσεις μου αντανακλούσαν τα σκανδαλώδη και παράνομα προγράμματα που αποκαλύφθηκαν με αυτή τη διαρροή», είπε.
Ομοίως, όταν πιέστηκε σχετικά με την άποψή της υπέρ της κατάργησης της παραγράφου 702 του Νόμου περί παρακολούθησης των ξένων μυστικών υπηρεσιών (Foreign Intelligence Surveillance Act-FISA), η Γκάμπαρντ δήλωσε ότι έχει επανεξετάσει το ζήτημα και τώρα θεωρεί ότι ο νόμος είναι «απαραίτητος» για την εθνική ασφάλεια. Η παράγραφος 702 της FISA έγινε πασίγνωστη λόγω της κατάχρησης από το FBI για να ζητήσει δεδομένα για Αμερικανούς περισσότερες από 3,4 εκατομμύρια φορές χωρίς ένταλμα, από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Νοέμβριο του 2021. Τον περασμένο μήνα, ομοσπονδιακός δικαστής έκρινε ότι η χωρίς ένταλμα αναζήτηση πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν από το πρόγραμμα ήταν αντισυνταγματική.
Ως εκ τούτου, αν και η Γκάμπαρντ δήλωσε ότι πιστεύει πλέον ότι η παράγραφος 702 της FISA είναι ένα ουσιαστικό εργαλείο για την εθνική ασφάλεια, διευκρίνισε ότι η Κοινότητα Πληροφοριών έχει «πολύ μακρύ λουρί» και ότι οι ενέργειές της έχουν λειτουργήσει σε μεγάλο βαθμό αντίθετα προς την αποστολή της. «Για πάρα πολύ καιρό, οι λανθασμένες, ανεπαρκείς ή εργαλειοποιημένες πληροφορίες οδήγησαν σε δαπανηρές αποτυχίες και στην υπονόμευση της εθνικής μας ασφάλειας και των θεόσταλτων ελευθεριών που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα», δήλωσε η Γκάμπαντ κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της στην επιτροπή τον περασμένο μήνα.
«Η διασφάλιση της ασφάλειας, της προστασίας και της ελευθερίας του αμερικανικού λαού αποτελεί εντολή της ηγεσίας που υψώνεται πάνω από την κομματική πολιτική.»