Η Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (U.S. Commission on International Religious Freedom-USCIRF) ανέφερε στην ετήσια έκθεσή της για το 2025, που δημοσιεύθηκε στις 25 Μαρτίου, ότι το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας συνεχίζει να εφαρμόζει την «διαβρωτική πολιτική της σινοποίησης» εις βάρος θρησκευτικών ομάδων. Σύμφωνα με την ανεξάρτητη ομοσπονδιακή επιτροπή, οι συνθήκες θρησκευτικής ελευθερίας στην Κίνα το 2024 παρέμειναν «μεταξύ των χειρότερων παγκοσμίως», καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) εξακολουθεί να επιβάλλει την ιδεολογική του ατζέντα σε κάθε πτυχή της θρησκευτικής ζωής.
Κατά την παρουσίαση της έκθεσης, αρκετοί νομοθέτες εξέφρασαν τις ανησυχίες τους, μεταξύ αυτών και ο Τζον Μούλεναρ (R-Mich.), πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για το ΚΚΚ. Ο ίδιος δήλωσε ότι η πολιτική σινοποίησης της θρησκείας από το Πεκίνο συνιστά μια ολομέτωπη επίθεση στην πίστη και στους πολίτες που επιλέγουν να πιστεύουν σε κάτι ανώτερο από τον κομμουνισμό.
Η έκθεση αναφέρει ότι το ΚΚΚ επιδίδεται επί δεκαετίες σε διώξεις κατά των θρησκευτικών κοινοτήτων, ενώ καταγράφει εγκλήματα όπως η γενοκτονία των Ουιγούρων, οι στρατόπεδα εγκλεισμού, η καταστροφή τζαμιών και η υποχρεωτική στείρωση γυναικών. Γίνεται επίσης αναφορά στην αλλοίωση ιερών κειμένων, συμπεριλαμβανομένης της Βίβλου, με στόχο – σύμφωνα με την έκθεση – τη διαστρέβλωση των θρησκευτικών διδαχών σε κομμουνιστική προπαγάνδα.
Το κινεζικό καθεστώς διεξάγει πόλεμο κατά της πίστης για περισσότερα από 100 χρόνια, με τους διαδοχικούς ηγέτες του Κόμματος να έχουν ξεκινήσει τη μία εκστρατεία μετά την άλλη για την καταστολή και τον έλεγχο των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Κίνα.
Η USCIRF επισημαίνει ότι οι κινεζικές αρχές στοχεύουν συγκεκριμένες θρησκευτικές ομάδες, όπως τους μουσουλμάνους Ουιγούρους, τους Χούι, τους Θιβετιανούς βουδιστές, τους Χριστιανούς και τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ. Αναφέρει επίσης ότι το καθεστώς χρησιμοποιεί τεχνολογίες μαζικής παρακολούθησης, όπως τεχνητή νοημοσύνη, αναγνώριση προσώπου και φωνής, για να επιτηρεί αυτές τις ομάδες.
Υποθέσεις διώξεων
Στην έκθεση κατονομάζονται άτομα που υπέστησαν διώξεις, μεταξύ αυτών ο προτεστάντης πάστορας Καν Σιαογιόνγκ, ο οποίος καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκισης τον Ιανουάριο του 2024 με κατηγορίες που, σύμφωνα με την USCIRF, στερούνται βάσης.
Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η υπόθεση της Σου Να, ασκούμενης του Φάλουν Γκονγκ, η οποία καταδικάστηκε το 2022 σε οκταετή κάθειρξη. Η Σου ήταν μία από τους 11 ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ που φυλακίστηκαν επειδή παρείχαν πληροφορίες στην Epoch Times σχετικά με την αρχική διαχείριση της πανδημίας COVID-19 από την Κίνα.
Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, αποτελεί παραδοσιακή πνευματική πρακτική που περιλαμβάνει διαλογιστικές ασκήσεις και ηθικές διδασκαλίες βασισμένες στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας. Το 1999, το ΚΚΚ αποφάσισε να εξαλείψει την πρακτική, καθώς ο αριθμός των ασκούμενων είχε ξεπεράσει τα μέλη του Κόμματος, φτάνοντας τα 70 εκατομμύρια, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις.
Η καταστολή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με εκατομμύρια άτομα να κρατούνται σε φυλακές, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και άλλες εγκαταστάσεις, ενώ πολλές χιλιάδες έχουν βασανιστεί ή εκτελεστεί, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα.
Συλλήψεις κατασκόπων
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης περιπτώσεις ατόμων που συνελήφθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για συνεργασία με το κινεζικό καθεστώς. Ο μηχανικός Λι Πινγκ, πολιτογραφημένος Αμερικανός πολίτης, καταδικάστηκε τον Νοέμβριο σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης για κατασκοπεία υπέρ της Κίνας, μεταφέροντας πληροφορίες για αντιφρονούντες στις κινεζικές αρχές.
Σε ξεχωριστή υπόθεση, ο Τζον Τσεν καταδικάστηκε σε 20 μήνες φυλάκισης επειδή επιχείρησε να επηρεάσει την Εφορία των ΗΠΑ (IRS) ώστε να αφαιρέσει το μη κερδοσκοπικό καθεστώς του καλλιτεχνικού οργανισμού Shen Yun Performing Arts, που προβάλλει την παραδοσιακή κινεζική κουλτούρα πριν την άνοδο του ΚΚΚ στην εξουσία. Ο συνεργός του Λιν Φενγκ καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 16 μηνών αρκετούς μήνες νωρίτερα.
Η έκθεση επεσήμανε επίσης την υπόθεση κατά της Λίντα Σουν, πρώην αναπληρώτριας προσωπάρχη της κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Κάθι Χόχουλ, για φερόμενη κατασκοπεία υπέρ της Κίνας. Η Σουν φέρεται να «εμπόδισε τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης να ασχοληθεί δημοσίως με τη μαζική φυλάκιση των Ουιγούρων στην Κίνα με βάση τα στοιχεία ενός Κινέζου κυβερνητικού αξιωματούχου», ανέφερε η έκθεση.
Σχόλια
Των Frank Fang και Eva Fu