Τρίτη, 18 Νοέ, 2025

Ιστορική συμφωνία ΗΠΑ–Ελβετίας: Μειώνονται οι δασμοί στα ελβετικά προϊόντα στο 15%

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελβετία κατέληξαν σε εμπορική συμφωνία βάσει της οποίας οι ελβετικές εισαγωγές προς την αμερικανική αγορά θα υπόκεινται πλέον σε μειωμένο δασμό 15%, όπως ανακοίνωσαν αρμόδιοι αξιωματούχοι.

Ο Αμερικανός εκπρόσωπος Εμπορίου, Τζέιμσον Γκριρ, δήλωσε στο CNBC στις 14 Νοεμβρίου ότι η κυβέρνηση κατέληξε ουσιαστικά σε συμφωνία με τη Βέρνη, έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της επαναχάραξης των αμερικανικών εμπορικών σχέσεων που προωθεί ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Σύμφωνα με την έως τώρα πολιτική του Τραμπ, τα ελβετικά προϊόντα επιβαρύνονταν με δασμό 39% — έναν από τους υψηλότερους παγκοσμίως και αισθητά μεγαλύτερο από το 15% που ίσχυε για τα κράτη–μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η νέα συμφωνία, που μειώνει το ελβετικό δασμολόγιο στο επίπεδο της ΕΕ, ενσωματώνει μέτρα που στηρίζουν την επιδίωξη του Τραμπ για ταχεία επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ μετά από δεκαετίες μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό.

«Θα μεταφέρουν σημαντικό μέρος της παραγωγής εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες — φαρμακευτικά προϊόντα, χύτευση χρυσού, εξοπλισμό σιδηροδρόμων. Είμαστε πραγματικά ενθουσιασμένοι για αυτή τη συμφωνία και τι σημαίνει για την αμερικανική βιομηχανία», τόνισε ο Γκριρ, προσθέτοντας πως ο Λευκός Οίκος θα ανακοινώσει αναλυτικά την τελική συμφωνία εντός της ημέρας.

Η ελβετική κυβέρνηση επιβεβαίωσε τη συμφωνία με ανάρτησή της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ευχαριστώντας τον Τραμπ για την εποικοδομητική προσέγγιση και κάνοντας λόγο για μια παραγωγική συνάντηση με τον Γκριρ.

«Η Ελβετία και οι ΗΠΑ βρήκαν επιτυχώς λύση. Οι αμερικανικοί δασμοί περιορίζονται στο 15%», αναφέρει σχετική ανακοίνωση.

Σε λεπτομερέστερη ενημέρωση, η ελβετική γραμματεία οικονομικών υποθέσεων ανέφερε ότι το Βέρνη θα μειώσει τα δικά της δασμολόγια σε σειρά αμερικανικών προϊόντων, καλύπτοντας όλα τα βιομηχανικά αγαθά, τα ψάρια, τα θαλασσινά, καθώς και αμερικανικά γεωργικά προϊόντα που δεν θεωρούνται «ευαίσθητα».

Για ορισμένες κατηγορίες αμερικανικών αγροτικών προϊόντων — λόγω πιθανών αρνητικών επιπτώσεων στην ελβετική αγορά— η Ελβετία θα παρέχει αδασμολόγητες ποσοστώσεις, περιλαμβάνοντας 500 τόνους βοείου και 1.500 τόνους πουλερικών προέλευσης ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τη συμφωνία, ελβετικές επιχειρήσεις θα επενδύσουν επιπλέον 200 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ έως τα τέλη του 2028, μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί στην ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισης. Η ανακοίνωση της μείωσης των πρόσθετων αμερικανικών δασμών στις ελβετικές εισαγωγές εκτιμάται ότι θα σταθεροποιήσει τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, τονίζει η ελβετική κυβέρνηση.

Αν και τα συνολικά δασμολόγια παραμένουν υψηλότερα σε σχέση με την περίοδο πριν τις τελευταίες αυξήσεις του περασμένου Απριλίου, η συμφωνηθείσα μείωση εκτιμάται πως θα ωφελήσει σημαντικά την ελβετική οικονομία.

Η συμφωνία ανακοινώθηκε μία ημέρα μετά τη συνάντηση του Γκριρ με τον Ελβετό υπουργό Οικονομίας, Γκι Παρμελέν, στην Ουάσιγκτον, στην οποία επιτεύχθηκε διευθέτηση των ανοιχτών θεμάτων και οριστικοποίηση της συμφωνίας.

Η συμφωνία σταθεροποιεί το διμερές εμπόριο συνολικής αξίας περίπου 188 δισ. δολαρίων μεταξύ ΗΠΑ και Ελβετίας, οικονομίας η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική ζήτηση για φαρμακευτικά προϊόντα, ακριβείας μηχανήματα και τα περίφημα ελβετικά ρολόγια της.

Πάνω από το ένα πέμπτο των ελβετικών άμεσων ξένων επενδύσεων απορροφάται από τις ΗΠΑ, καθιστώντας την Αμερική τον σημαντικότερο επενδυτικό προορισμό της Ελβετίας.

Η συμφωνία βάζει τέλος σε μήνες αβεβαιότητας για τους Ελβετούς εξαγωγείς, οι οποίοι προειδοποιούσαν ότι ο δασμός του 39% διατάρασσε τις αποστολές και ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να επαναξιολογήσουν τα παραγωγικά τους πλάνα.

Νέος γύρος τεχνικών διαβουλεύσεων θα ακολουθήσει τις επόμενες εβδομάδες για τον καθορισμό των ποσοστώσεων, των δασμολόγιων και των νέων επενδυτικών δεσμεύσεων.

Σχεδόν 1.200 αμερικανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Ελβετία, απασχολώντας περίπου 95.000 εργαζομένους, ενώ οι ελβετικές εταιρείες συγκαταλέγονται στους καλύτερους εργοδότες ξένων επενδύσεων στις ΗΠΑ, με μέσους μισθούς άνω των 130.000 δολαρίων, κατά τα στοιχεία του ελβετικού υπουργείου Εξωτερικών.

Άνοιγμα του κόλπου της Αμερικής στην εξόρυξη υδρογονανθράκων: Οι νέες κινήσεις Τραμπ

Στις 7 Νοεμβρίου, το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε δύο σημαντικά βήματα προς την επέκταση της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε υπεράκτιες περιοχές, στο πλαίσιο του νόμου One Big Beautiful Bill, που προώθησε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Παρουσιάστηκαν τα σχέδια για την πρώτη δημοπρασία μίσθωσης περιοχών στον Κόλπο της Αμερικής, καθώς και για μια δεύτερη επικείμενη στη λιμνοθάλασσα Κουκ της Αλάσκας.

Ο υπηρεσιακός διευθυντής του Γραφείου Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων (ΓΔΕΠ), Ματ, δήλωσε: «Η υπογραφή του νόμου One Big Beautiful Bill από τον πρόεδρο Τραμπ σηματοδότησε μια νέα εποχή για την ανάπτυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Κόλπο της Αμερικής και στη λιμνοθάλασσα Κουκ της Αλάσκας.

Το ΓΔΕΠ εναρμονίζεται πλέον με ένα προβλέψιμο και νομικά κατοχυρωμένο πρόγραμμα μισθώσεων που θα στηρίξει την υπεράκτια εξόρυξη για τις επόμενες δεκαετίες».

Ογδόντα εκατομμύρια στρέμματα στον Κόλπο της Αμερικής

Η πρώτη δημοπρασία, με την ονομασία Big Beautiful Gulf I, θα ανοίξει προς εκμετάλλευση περίπου 80 εκατομμύρια στρέμματα στον Κόλπο της Αμερικής. Η συνολική έκταση ανέρχεται στα 160 εκατομμύρια στρέμματα και εκτιμάται ότι περιλαμβάνει 29,6 δισεκατομμύρια βαρέλια άγνωστων και τεχνικά ανακτήσιμων αποθεμάτων πετρελαίου, καθώς και 54,8 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου.

Το Υπουργείο Εσωτερικών διευκρίνισε ότι η δημοπρασία αυτή συνάδει με τον στόχο του προέδρου για ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας και μείωση της εξάρτησης από ξένους προμηθευτές, υλοποιώντας εντολές του εκτελεστικού διατάγματος «Απελευθέρωση της Αμερικανικής Ενέργειας».

Για την προσέλκυση επενδυτών, το ΓΔΕΠ όρισε συντελεστή δικαιωμάτων 12,5%—τον χαμηλότερο που προβλέπει η νομοθεσία—για τόσο ρηχά όσο και βαθιά θαλάσσια τεμάχια.

Ωστόσο, ορισμένες περιβαλλοντικά ευαίσθητες ή νομικά προστατευμένες περιοχές, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Θαλάσσιου Καταφυγίου Flower Garden Banks και τεμαχίων εκτός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης των ΗΠΑ, θα παραμείνουν εκτός διαδικασίας.

Παράλληλα με τη δημοπρασία στον Κόλπο της Αμερικής, το ΓΔΕΠ δημοσίευσε προτεινόμενη ανακοίνωση για τη δημοπρασία Big Beautiful Cook Inlet I, με την οποία θα διατεθεί περίπου ένα εκατομμύριο στρέμματα στη λιμνοθάλασσα Κουκ της Αλάσκας.

Η συγκεκριμένη διαδικασία είναι η πρώτη από τις έξι που προβλέπει ο νόμος One Big Beautiful Bill και έχουν προγραμματιστεί ετησίως μεταξύ 2026 και 2028 και ξανά από το 2030 ως το 2032. Οι όροι της δημοπρασίας αυτής είναι συναφείς με αυτούς της πρώτης, συμπεριλαμβάνοντας το ίδιο ποσοστό δικαιωμάτων 12,5%.

Το ΓΔΕΠ επισημαίνει: «Οι υπεράκτιες μισθώσεις θα στηρίξουν θέσεις εργασίας υψηλής αμοιβής, παράκτια έργα υποδομής και διαμοιρασμό εσόδων στο πολιτειακό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν τα ομοσπονδιακά ταμεία». Προστίθεται ότι τα έσοδα από μισθώσεις, ενοίκια και δικαιώματα πηγαίνουν κυρίως στο γενικό ταμείο του Υπουργείου Οικονομικών, συμβάλλοντας στη χρηματοδότηση κυβερνητικών λειτουργιών, ενώ μέρος αυτών στηρίζει τις πολιτείες του Κόλπου για έργα αποκατάστασης και αντιπλημμυρικής προστασίας.

Οι άδειες πετρελαίου συνεχίζονται παρά το shutdown

Οι ανακοινώσεις αυτές έρχονται τη στιγμή που η κυβέρνηση συνεχίζει να δίνει έμφαση στην ανάπτυξη συμβατικών ενεργειακών πηγών, εν μέσω του συνεχιζόμενου ομοσπονδιακού shutdown, που ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου.

Σύμφωνα με τα σχέδια έκτακτης ανάγκης, το Υπουργείο Εσωτερικών εξακολουθεί να επεξεργάζεται αιτήσεις για άδειες πετρελαίου και φυσικού αερίου—κινητικότητα που θεωρείται κρίσιμης σημασίας για την εθνική ενεργειακή ασφάλεια—ενώ έχουν ανασταλεί οι περισσότερες δραστηριότητες σχετικές με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις οποίες ο Τραμπ έχει επικρίνει ως ακριβές και αναποτελεσματικές.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ διατήρησε τη διαδικασία αδειοδότησης για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ακόμη και στη διάρκεια του 34ήμερου shutdown το 2018-2019, ενώ στην αντίστοιχη περίοδο του 2013, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε αναστείλει τη χορήγηση αδειών εξερεύνησης και είχε ακυρώσει τουλάχιστον μία δημοπρασία μίσθωσης.

Ορισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν ασκήσει κριτική στην παρούσα πολιτική της κυβέρνησης να δίνει προτεραιότητα στις άδειες για ορυκτά καύσιμα κατά τη διάρκεια του shutdown, υποστηρίζοντας ότι έτσι ενισχύεται μια μεροληψία υπέρ των συμφερόντων της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ κατηγόρησε τους Δημοκρατικούς για το αδιέξοδο, λόγω της μη στήριξης του προσωρινού χρηματοδοτικού πακέτου των Ρεπουμπλικανών και δήλωσε μέσω κοινωνικών δικτύων: «Το υπουργείο μου παραμένει προσηλωμένο στην παροχή φθηνής, αξιόπιστης και ασφαλούς ενέργειας στον αμερικανικό λαό».

H Nexperia προειδοποιεί για κινδύνους ποιότητας των μικροτσίπ των κινέζικων εργοστασίων

Η ολλανδική εταιρεία ημιαγωγών Nexperia προειδοποίησε τους πελάτες της ότι δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί την ποιότητα ή τη γνησιότητα των τσιπ που παράγονται στις μονάδες της στην Κίνα, καθώς οι εκεί θυγατρικές παρακάμπτουν τις εντολές της διοίκησης από τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στην Ολλανδία.

Σε ανακοίνωσή της στις 5 Νοεμβρίου, η Nexperia επεσήμανε ότι, παρά τις θετικές εξελίξεις όπως το πρόσφατο άνοιγμα εξαγωγών από τα κινεζικά εργοστάσια και την ενός έτους αναστολή εφαρμογής βασικού αμερικανικού περιορισμού στις εξαγωγές, «οι δραστηριότητες της εταιρείας στην Κίνα λειτουργούν πλέον εκτός ελέγχου».

Λόγω της έλλειψης διαφάνειας και εποπτείας στη γραμμή παραγωγής, «δεν μπορούμε να εγγυηθούμε για τη διασφάλιση της πνευματικής ιδιοκτησίας, της τεχνολογίας, της αυθεντικότητας και των προδιαγραφών ποιότητας για προϊόντα που παραδίδονται από τις εγκαταστάσεις της Nexperia στην Κίνα μετά τις 13 Οκτωβρίου», σημειώνει η εταιρεία.

Η αποκάλυψη αυτή αποτελεί την τελευταία εξέλιξη σε μια παρατεταμένη αντιπαράθεση ανάμεσα στη διοίκηση της Nexperia στην Ολλανδία, το κινεζικό της παράρτημα και το Πεκίνο, το οποίο επέβαλε απαγόρευση εξαγωγών έπειτα από την ανάληψη ελέγχου της εταιρείας από τις ολλανδικές αρχές στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Σύγκρουση κεντρικών Ολλανδίας – υποκαταστημάτων Κίνας

Σύμφωνα με τη Nexperia, «η κινεζική θυγατρική αρνήθηκε να πληρώσει για τις παραδοθείσες πλάκες ημιαγωγών και δρα αυτόνομα, παραβιάζοντας τους εταιρικούς κανονισμούς».

Η μητρική εταιρεία στην Ολλανδία ανακοίνωσε ότι έχει διακόψει την αποστολή νέων πλακών προς την Κίνα λόγω της μη καταβολής πληρωμών, καθώς και μιας σειράς παράνομων ενεργειών, όπως «παράνομη χρήση εταιρικών σφραγίδων, άνοιγμα μη εξουσιοδοτημένων τραπεζικών λογαριασμών και αποστολή ψευδών επιστολών σε πελάτες, εργαζόμενους και προμηθευτές».

Η εταιρεία προσθέτει ότι ενώ τα εργοστάσια στην Κίνα συνεχίζουν την παραγωγή, «δεν υπάρχει δυνατότητα επαλήθευσης ούτε του τι παράγεται ούτε για πού κατευθύνονται τα έσοδα». Ως εκ τούτου, «δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε αν και πότε θα παραδοθούν προϊόντα από τις εγκαταστάσεις μας στην Κίνα».

Η Nexperia έχει ενεργοποιήσει επείγοντα μέτρα διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας, μεταφέροντας την παραγωγή σε ευρωπαϊκές και ασιατικές μονάδες που παραμένουν υπό τον πλήρη εταιρικό έλεγχο. «Όλα τα προϊόντα που παράγονται από την Nexperia εκτός Κίνας είναι απολύτως αυθεντικά και συμμορφώνονται με τα καθιερωμένα πρότυπα και τα συστήματα ποιότητας», τονίζει η εταιρεία, διευκρινίζοντας ότι οι λοιπές παραγωγικές μονάδες λειτουργούν κανονικά και οι παραδόσεις συνεχίζονται απρόσκοπτα στους πελάτες.

Το Άμστερνταμ επιχειρεί να διασφαλίσει τη Nexperia

Η κρίση ξέσπασε με την άνευ προηγουμένου απόφαση της ολλανδικής κυβέρνησης, στις 30 Σεπτεμβρίου, να αποκτήσει έλεγχο επί της Nexperia, ενεργοποιώντας τον μεταψυχροπολεμικό Νόμο Εξασφάλισης Διαθεσιμότητας Αγαθών ώστε, όπως ανακοινώθηκε, «να αποτραπεί άμεση και σοβαρή απειλή για τη συνέχεια της εταιρείας και την προστασία κρίσιμης τεχνολογικής γνώσης, παραγωγικής και ερευνητικής ικανότητας στην Ολλανδία και στην Ευρώπη».

Οι αρχές πάγωσαν τα εταιρικά περιουσιακά στοιχεία, αντικατέστησαν τους Κινέζους διευθυντές και απομάκρυναν τον διευθύνοντα σύμβουλο Τζανγκ Σιεουτζίνγκ, μετά την αποκάλυψη ότι κρίσιμα εταιρικά δεδομένα και λειτουργίες διοχετεύονταν στην Κίνα.

Ο έλεγχος του συνόλου σχεδόν των μετοχών που κατείχε η κινεζική μητρική Wingtech Technology Company Limited μεταβιβάστηκε σε ανεξάρτητο διαχειριστή στην Ολλανδία.

Ως αντίποινα, το Πεκίνο επέβαλε μπλόκο στις εξαγωγές μικροτσίπ της Nexperia, αφήνοντας αυτοκινητοβιομηχανίες όπως οι Volkswagen και BMW να αναζητούν εναγωνίως νέους προμηθευτές.

Στις 30 Οκτωβρίου, μετά από σύσκεψη μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι εξετάζει εξαιρέσεις στην απαγόρευση.

Το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας κατηγόρησε την Ολλανδία για παρέμβαση στις δραστηριότητες της Nexperia και δήλωσε ότι οι ενέργειές της υπονομεύουν τη σταθερότητα της παγκόσμιας παραγωγής και της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Εκπρόσωπος του ολλανδικού Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων δήλωσε ότι «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη» εκφράζοντας την ελπίδα για επίλυση της κρίσης στα μικροτσίπ. «Παραμένουμε σε επαφή με τους Κινέζους και διεθνείς εταίρους μας, ελπίζοντας να βρεθεί μια εποικοδομητική λύση επ’ ωφελεία της Nexperia και των δύο οικονομιών», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαιρέτισε πρόσφατα την πρόοδο προς εκτόνωση της κρίσης. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου και Οικονομικής Ασφάλειας, Μάρο Σέφτσοβιτς, ανέφερε ότι «η Ένωση βρίσκεται σε στενό συντονισμό με την ολλανδική κυβέρνηση και σε εποικοδομητικό διάλογο με την Κίνα, στοχεύοντας σε μακροπρόθεσμη σταθερότητα».

Οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν μέχρι στιγμής αποφύγει τη διακοπή της παραγωγής, ωστόσο ηγετικά στελέχη του κλάδου προειδοποίησαν για επικείμενες διαταραχές στις γραμμές συναρμολόγησης.

Η Χίλντεγκαρντ Μίλερ, επικεφαλής της Ένωσης Αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας (VDA), προειδοποίησε χαρακτηριστικά: «Η κατάσταση ενδέχεται να επιφέρει σημαντικούς περιορισμούς στην παραγωγή το αμέσως επόμενο διάστημα, και ενδεχομένως ακόμη και διακοπή, αν δεν αποκατασταθεί άμεσα η ροή τσιπ της Nexperia».

Στροφή προς την αλυσίδα εφοδιασμού υπό ευρωπαϊκή κυριαρχία

Αναλυτές επισημαίνουν πως η παρέμβαση της ολλανδικής κυβέρνησης σηματοδοτεί σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή στάση έναντι της κινεζικής διείσδυσης στην τεχνολογία.

Ο Σαν Κιουισιάνγκ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Νάνχουα της Ταϊβάν, σημειώνει ότι η παρέμβαση της Ολλανδίας καταδεικνύει πως «η βιομηχανική στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας δεν εγκυμονεί μόνο εμπορικούς αλλά και εθνικούς κινδύνους ασφάλειας».

Όπως εξηγεί: «Αν ένας κρίσιμος κόμβος της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας πέσει υπό τον έλεγχο του ΚΚΚ, διακυβεύεται η ακεραιότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας». Επιπλέον εγείρονται ζητήματα τεχνολογικής αυτονομίας. «Η τεχνογνωσία, οι προδιαγραφές παραγωγής, τα συστήματα ποιότητας και οι ερευνητικές ομάδες που χτίστηκαν επί δεκαετίες από την Ευρώπη δύνανται να μεταβιβαστούν πλήρως σε θυγατρικές στην Κίνα και να ενσωματωθούν στο εκεί βιομηχανικό σύστημα, αφήνοντας πίσω μια ‘αποψιλωμένη’ ευρωπαϊκή βάση».

Ο Φενγκ Τσονγκγί, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Σίδνεϊ, τόνισε ότι η Ευρώπη αντιλαμβάνεται πλέον ότι έχει εισέλθει ντε φάκτο σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με το ΚΚΚ. «Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν πρωτίστως μια σύγκρουση μεταξύ ασύμβατων συστημάτων», σημείωσε, προσθέτοντας: «Η μεταφορά τεχνολογίας στο ΚΚΚ ισοδυναμεί με ενίσχυση του αντιπάλου».

Ο Τραμπ δεσμεύεται για ανεξαρτησία των ΗΠΑ στις σπάνιες γαίες

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μια φιλόδοξη πρωτοβουλία για την απεξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Κίνα όσον αφορά τα μεταλλεύματα σπάνιων γαιών μέσα σε διάστημα 18 μηνών.

Σε συνέντευξή του, στις 2 Νοεμβρίου, στην εκπομπή 60 Minutes του CBS, ο Τραμπ τόνισε την κατεπείγουσα φύση του προγράμματος αυτού, το οποίο χαρακτήρισε ως κρίσιμη προτεραιότητα για την εθνική ασφάλεια.

«Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα έχουμε όλα όσα χρειαζόμαστε. Έχουμε θεσπίσει ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης και μέσα σε έναν-ενάμιση χρόνο, θα έχουμε πλήρη αυτάρκεια, ανεξαρτήτως της απειλής που θα αντιμετωπίσουμε», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Η ανακοίνωση σχετίζεται με τα πρόσφατα περιοριστικά μέτρα στις εξαγωγές των σπάνιων γαιών που επέβαλε το Πεκίνο, τα οποία τόσο ο Τραμπ όσο και η κυβέρνησή του θεωρούν στρατηγική απειλή για τις ΗΠΑ. Η Κίνα ελέγχει σήμερα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής, και ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο στην επεξεργασία τους. Τα συγκεκριμένα μεταλλεύματα είναι απαραίτητα για τεχνολογίες αιχμής, από τα τηλέφωνα με σύνδεση στο διαδίκτυο έως τον αμυντικό εξοπλισμό.

Αναφερόμενος σε παλαιότερες κινήσεις της Κίνας, ο Τραμπ υπενθύμισε ότι το Πεκίνο είχε εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά του, επιβάλλοντας ελέγχους στις εξαγωγές κατά τη διάρκεια διπλωματικής κρίσης με την Ιαπωνία το 2010.

Πρόσθεσε ότι περίπου μια δεκαετία αργότερα, η Κίνα εφάρμοσε ανάλογα μέτρα και κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, περιορίζοντας την πρόσβαση σε βασικά υλικά όπως το αντιμόνιο, το γερμάνιο και το βολφράμιο. «Αυτό συνιστά πραγματικά μια απειλή κατά του κόσμου. Όλος ο κόσμος συσπειρώθηκε, νομίζω, κατόπιν δικής μας πρωτοβουλίας», επεσήμανε ο Τραμπ.

Ο πρόεδρος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι ΗΠΑ μπορούν να υπερβούν αυτές τις προκλήσεις, προβλέποντας ότι «μέσα σε δύο χρόνια το ζήτημα των σπάνιων γαιών θα σταματήσει να υφίσταται ως πρόβλημα». Παρότι η Κίνα συμφώνησε σε προσωρινή αναστολή των περιορισμών στις εξαγωγές σπάνιων γαιών έπειτα από συνεννόηση με τον Τραμπ και τον Σι Τζινπίνγκ, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να εργάζονται εντατικά για την απεξάρτηση των αλυσίδων εφοδιασμού από το κινεζικό μονοπώλιο.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Τραμπ απέδωσε εν μέρει το έδαφος για αυτήν τη στροφή στη δασμολογική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνησή του. «Οι δασμοί μάς προσφέρουν εθνική ασφάλεια και τεράστιο πλούτο. Όταν μας έκοψαν τις σπάνιες γαίες – σε εμάς και στον υπόλοιπο κόσμο – επέβαλα αμέσως δασμό 100% πάνω από τον ήδη υπάρχοντα. Τότε, αμέσως κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», τόνισε.

Σε ξεχωριστή του εμφάνιση στην εκπομπή State of the Union του CNN, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ εξέφρασε τη στήριξή του στη δέσμευση του Τραμπ για ανεξαρτησία των ΗΠΑ από τις σπάνιες γαίες.

Υπογράμμισε πως η απειλή από τους κινεζικούς ελέγχους έχει επιφέρει ταχεία κινητοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους. «Αυτό το σχεδίαζαν εδώ και 25-30 χρόνια. Οι ΗΠΑ είχαν μείνει αδρανείς. Τώρα, όμως, αυτή η κυβέρνηση θα κινηθεί με ταχύτητα αστραπής τα επόμενα ένα με δύο χρόνια», δήλωσε ο Μπέσσεντ.

Σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, η Κίνα ελέγχει περίπου το 70% της παγκόσμιας εξόρυξης σπάνιων γαιών και το 90% των δυνατοτήτων διαχωρισμού και επεξεργασίας. Ο Μπέσσεντ τόνισε τη σημασία συντονισμένης απάντησης από τις συμμαχικές χώρες: «Έχουμε συσπειρώσει τους συμμάχους, και έτσι όλες οι δυτικές δημοκρατίες, οι ασιατικές δημοκρατίες και η Ινδία θα συμμετάσχουν σε αυτή την κοινή προσπάθεια δημιουργίας δικών μας αλυσίδων εφοδιασμού. Δεν επιδιώκουμε αποσύνδεση από την Κίνα, αλλά πρέπει να μειώσουμε τον κίνδυνο. Έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις αναξιόπιστος εταίρος».

Για την ενίσχυση της αμερικανικής επάρκειας στα κρίσιμα αυτά υλικά, η κυβέρνηση Τραμπ προχωρά ταχύτερα στη διαδικασία αδειοδότησης νέων μεταλλευτικών έργων και χρηματοδοτεί μονάδες επεξεργασίας, ενώ καλεί τους συμμάχους της να συντονίσουν τις επενδύσεις τους ώστε να μειωθεί η παγκόσμια εξάρτηση από την Κίνα.

Ο Μπέσσεντ κατέληξε λέγοντας πως αυτές οι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να περιορίσουν την ισχύ που προσφέρει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας η αποκλειστικότητα της παραγωγής και επεξεργασίας των σπάνιων γαιών μέσα σε ένα ή δύο χρόνια.

Μπέσσεντ: Μεγάλο λάθος οι κινεζικές απειλές για τις σπάνιες γαίες

Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε πως «η Κίνα διέπραξε σοβαρό σφάλμα απειλώντας με περιορισμό των εξαγωγών σπάνιων γαιών», τονίζοντας ότι η στάση του Πεκίνου έχει αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να συντομεύσουν σε δύο έτη το χρονικό περιθώριο για εξασφάλιση νέων πηγών.

Σε συνέντευξή του στους Financial Times, που δημοσιεύθηκε στις 31 Οκτωβρίου, ο Μπέσσεντ υπογράμμισε: «Η Κίνα γνωστοποίησε σε όλον τον κόσμο τον κίνδυνο. Έκαναν πραγματικά λάθος. Άλλο είναι να βγάζεις το όπλο στο τραπέζι κι άλλο να αρχίζεις να πυροβολείς στον αέρα».

Στις αρχές Οκτωβρίου, η Κίνα επέβαλε νέους ελέγχους στις εξαγωγές τεχνολογιών και υλικών που σχετίζονται με τις σπάνιες γαίες, προκαλώντας αναταραχή στην αγορά και τις αλυσίδες εφοδιασμού και διαταράσσοντας τις εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.

Έπειτα από συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στη Σύνοδο Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στη Νότια Κορέα, η Κίνα ανακοίνωσε πως θα αναστείλει για έναν χρόνο τους περιορισμούς αυτούς. Όπως εκτίμησε ο Μπέσσεντ, «η κινεζική ηγεσία αιφνιδιάστηκε από τις διεθνείς αντιδράσεις στα μέτρα περιορισμού των εξαγωγών».

Ακόμη, επεσήμανε ότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν καταλήξει σε μια αμοιβαία, βραχυπρόθεσμη κατανόηση, εκφράζοντας ωστόσο τη βεβαιότητα ότι «η επιρροή του Πεκίνου στον τομέα των κρίσιμων ορυκτών θα ξεθωριάσει γρήγορα». Όπως παρατήρησε: «Έχει συμφωνηθεί ότι, εφόσον οι συνθήκες παραμείνουν σταθερές, έχουμε φθάσει σε μια ισορροπία την οποία μπορούμε να διατηρήσουμε για τους επόμενους δώδεκα μήνες. Δεν πιστεύω ότι μπορούν να πιέσουν άλλο, καθώς έχουμε λάβει αντισταθμιστικά μέτρα».

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του, η Κίνα δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις σπάνιες γαίες ως μοχλό πίεσης για διάστημα πέραν των δύο ετών, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έχει εστιάσει στην αναδιάρθρωση της αμερικανικής εφοδιαστικής αλυσίδας μέσω νέων εξορυκτικών και κατεργαστικών μονάδων, και νέων συνεργασιών τόσο στη Νοτιοανατολική Ασία όσο και με συμμάχους.

Η αναστολή των κινεζικών περιορισμών έχει επιπτώσεις και στην Ευρώπη. Την 1η Νοεμβρίου, ο Επίτροπος Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μάρος Σέφτσοβιτς, γνωστοποίησε ότι Κινέζοι αξιωματούχοι του υπουργείου Εμπορίου ενημέρωσαν τους Ευρωπαίους ομολόγους πως το «πάγωμα» ισχύει και για την ΕΕ. «Η Κίνα επιβεβαίωσε ότι η αναστολή των εξαγωγικών περιορισμών του Οκτωβρίου εφαρμόζεται και στην ΕΕ», ανέφερε στην πλατφόρμα Χ, προσθέτοντας ότι οι δύο πλευρές επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να εργαστούν για τη βελτίωση της εφαρμογής της πολιτικής εξαγωγικών ελέγχων.

Η Κίνα είχε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά τις σπάνιες γαίες ως μέσο πίεσης στη διένεξή της με την Ιαπωνία το 2010, επιβάλλοντας περιορισμούς που προκάλεσαν σοκ στη διεθνή βιομηχανία. Ο κλάδος αυτός παραμένει από τους πιο συγκεντρωτικούς παγκοσμίως, με την Κίνα να ελέγχει περίπου το 70% της παραγωγής και σαφώς υψηλότερο ποσοστό στην κατεργασίας.

Το 2023, η Κίνα ξεκίνησε επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές στρατηγικών πρώτων υλών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων του αντιμονίου, του γερμανίου και του βολφραμίου. Η Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών για τον Στρατηγικό Ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας συνέταξε έκθεση με την οποία συστήνει στο Κογκρέσο να ενισχύσει οικονομικά την εγχώρια παραγωγή μαγνητών σπανίων γαιών.

Κατά τη δεύτερη προεδρική του θητεία, ο Ντόναλντ Τραμπ επεδίωξε να ενισχύσει την αμερικανική παραγωγή στρατηγικών υλικών – μεταξύ άλλων, επισπεύδοντας την αδειοδότηση εξορυκτικών επενδύσεων και δεσμεύοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για τους παραγωγούς των ΗΠΑ.

Τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, η Κίνα διεύρυνε τη λίστα προϊόντων υπό αυστηρό έλεγχο προσθέτοντας επτά σπάνιες γαίες και μαγνήτες που κατασκευάζονται από τρεις από αυτές, ως απάντηση στους διεθνείς δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ σε κινεζικά προϊόντα, στο πλαίσιο της προσπάθειας εξισορρόπησης των «άνισων εμπορικών σχέσεων».

Παρά τις εντάσεις, ο Μπέσσεντ υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν σημαντικά διαπραγματευτικά όπλα: «Και εκείνοι εξαρτώνται από εμάς για πλήθος προϊόντων, όπως κινητήρες αεροσκαφών, εξαρτήματα, χημικά, πλαστικά και πρώτες ύλες πυριτίου».

Στα μέσα Οκτωβρίου, επανέλαβε πως προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον αποτελεί η συνεργασία με συμμάχους για τη μείωση του ρίσκου και τη γρήγορη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού εκτός Κίνας. Αν και ξεκαθάρισε ότι δεν είναι πρόθεση της κυβέρνησης Τραμπ η πλήρης διακοπή των εμπορικών σχέσεων με το Πεκίνο για τα συγκεκριμένα υλικά, αναγνώρισε πως ΗΠΑ και σύμμαχοι ίσως υποχρεωθούν να το πράξουν, εάν «η Κίνα επιμείνει να είναι ένας αναξιόπιστος εταίρος».

Τέλος στην αλλαγή καθεστώτων: Νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική υπό τον Τραμπ

Η Τάλσι Γκάμπαρντ, διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ, δήλωσε στις 31 Οκτωβρίου ότι η αμερικανική στρατηγική αλλαγής καθεστώτων ή οικοδόμησης κρατών λαμβάνει τέλος υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Χαρακτήρισε μάλιστα την προηγούμενη προσέγγιση ως αντιπαραγωγική και δαπανηρή για τους Αμερικανούς φορολογούμενους.

Η κα Γκάμπαρντ διατύπωσε τις δηλώσεις της στο ετήσιο συνέδριο ασφάλειας Manama Dialogue, που διοργανώνεται στο Μπαχρέιν από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών και συγκεντρώνει διπλωμάτες, αναλυτές και αξιωματούχους άμυνας.

«Για δεκαετίες, η εξωτερική μας πολιτική παγιδεύτηκε σε έναν ατέρμονο και αντιπαραγωγικό κύκλο αλλαγής καθεστώτων ή οικοδόμησης εθνών», τόνισε η Γκάμπαρντ. «Μια κπροσέγγιση κοινή για όλους: ανατροπή καθεστώτων, επιβολή του δικού μας συστήματος διακυβέρνησης, παρέμβαση σε συγκρούσεις που ελάχιστα κατανοούσαμε, αφήνοντας τελικά πίσω μας περισσότερους εχθρούς παρά συμμάχους. Το αποτέλεσμα; Τρισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν, αμέτρητες ζωές χάθηκαν και, πολύ συχνά, μεγαλύτερες απειλές γεννήθηκαν».

Η πρώην βουλευτής της Χαβάης και βετεράνος της Εθνοφρουράς των ΗΠΑ ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην προώθηση του μηνύματος του Τραμπ, ο οποίος ήδη από τις αρχές του έτους στο Ριάντ είχε διακηρύξει το τέλος της αμερικανικής πολιτικής της οικοδόμησης εθνών και της επιβολής του αμερικανικού συστήματος στο εξωτερικό. Εκεί, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε επαινέσει τα κράτη του Κόλπου για τη χάραξη ενός μέλλοντος όπου η Μέση Ανατολή ορίζεται από το εμπόριο και όχι από το χάος, αντιπαραβάλλοντας αυτήν την επιτυχία με τις αποτυχημένες αμερικανικές παρεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ. Παράλληλα, επέκρινε όσους επιχείρησαν την οικοδόμηση εθνών, καθώς και τους νεοσυντηρητικούς που δαπάνησαν τρισεκατομμύρια χωρίς αποτέλεσμα σε πόλεις όπως η Καμπούλ και η Βαγδάτη.

Όπως είχε δήλωσε χαρακτηριστικά: «Στο τέλος, οι λεγόμενοι ‘οικοδόμοι εθνών’ κατέστρεψαν περισσότερα έθνη απ’ όσα έχτισαν, ενώ οι ‘παρεμβατικοί’ αναμείχθηκαν σε κοινωνίες τόσο σύνθετες που ούτε οι ίδιοι δεν κατανοούσαν. Ειρήνη, ευημερία και πρόοδος δεν επιτυγχάνονται απορρίπτοντας ριζικά την εθνική σας κληρονομιά, αλλά αγκαλιάζοντας τις εθνικές σας παραδόσεις. Εσείς επιτύχατε ένα σύγχρονο θαύμα με τον αραβικό σας τρόπο».

Οι παρατηρήσεις της Γκάμπαρντ στο Μπαχρέιν επισφράγισαν μια πολιτική στροφή που διαμορφώνει, πλέον, τον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής Τραμπ στη δεύτερη θητεία του: σαφής απομάκρυνση από τον παρεμβατισμό των προηγούμενων διοικήσεων, έμφαση στη συνεργασία για την οικονομία, ενίσχυση των περιφερειακών εταίρων και επιλεκτική χρήση στρατιωτικής ισχύος.

Σε πρόσφατη ανάλυσή του για το Ινστιτούτο Χούβερ, ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην Τουρκία, Τζέιμς Τζέφρι, επεσήμανε πως η πολιτική Τραμπ για τη Μέση Ανατολή δεν είναι απομονωτιστική, αλλά επικεντρώνεται στην επίλυση σημαντικών διεθνών ζητημάτων. Η περιοχή παραμένει για την Ουάσιγκτον προτεραιότητα, με στόχο την επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ της πρώτης θητείας Τραμπ και την εδραίωση της περιφερειακής σταθερότητας, την ώρα που η επιρροή του Ιράν υποχωρεί.

«Όλες αυτές οι τάσεις αποσκοπούν στη σύμπλευση Ισραήλ και αραβικών κρατών προς την περιφερειακή σταθερότητα – εξέλιξη που απαιτεί αμερικανική παρουσία, όχι όμως μαζική διάθεση πόρων ή πόλεμο», σημείωσε ο Τζέφρι, χαρακτηρίζοντας την ομιλία Τραμπ στο Ριάντ ως ριζική στροφή της αμερικανικής πολιτικής, που στηρίζεται σε τρεις αρχές: απόρριψη της αμερικανικής ανάμειξης στα εσωτερικά άλλων χωρών, εξάρτηση από τοπικούς παράγοντες για την προώθηση της σταθερότητας και προώθηση επιχειρηματικών ευκαιριών που εξυπηρετούν τόσο την Ουάσιγκτον όσο και τα περιφερειακά συμφέροντα.

Κατά τη δεύτερη θητεία Τραμπ, οι αρχές αυτές φαίνεται να καθοδηγούν την αμερικανική προσέγγιση στην επίτευξη κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς στη Γάζα, όπως είχε συμβεί και στη δωδεκαήμερη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, η οποία τερματίστηκε έπειτα από τις αμερικανικές αεροπορικές επιθέσεις κατά ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων.

Κατά την ομιλία της στο Μπαχρέιν, η Γκάμπαρντ επεσήμανε ότι η κατάπαυση πυρός στη Γάζα παραμένει εύθραυστη, ενώ η πυρηνική δραστηριότητα του Ιράν προκαλεί νέες ανησυχίες στον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας.

«Ο δρόμος δεν είναι ούτε απλός ούτε εύκολος, όμως ο πρόεδρος παραμένει απολύτως προσηλωμένος σε αυτή την πορεία», σημείωσε.

Με πληροφορίες από το Associated Press

Η Ταϊβάν εντάσσει τα αμερικανικά άρματα Abrams στο οπλοστάσιό της

Σε επίσημη τελετή σε στρατιωτική βάση στο Σιντσού, η Ταϊβάν παρέλαβε και ενέταξε για πρώτη φορά τα αμερικανικά άρματα μάχης M1A2T Abrams στη στρατιωτική της δύναμη, με τον πρόεδρο Λάι Τσινγκ-τε να χαρακτηρίζει την κίνηση ως σταθμό στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και συμβολικό δείγμα της αποφασιστικότητας της χώρας να προστατεύσει την κυριαρχία της έναντι της αυξανόμενης πίεσης από την κομμουνιστική Κίνα.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Άμυνας της Ταϊβάν στις 31 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Λάι παρέδωσε τα νέα Abrams στην 584η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, που γίνεται η πρώτη μονάδα της χώρας η οποία αντικαθιστά τα παλαιότερα άρματά της με τα αμερικανικά μοντέλα.

Η τελετή περιλάμβανε απονομή τιμών, επιθεώρηση δυνάμεων και την επίσημη παράδοση μεταξύ των παλαιών και των νέων μονάδων αρμάτων.

Κατά την ομιλία του, ο πρόεδρος τόνισε: «Εξοπλιζόμαστε με νέα μέσα και τεχνολογία, αλλά χρειαζόμαστε και νέα εκπαίδευση, νέο τρόπο σκέψης και το πνεύμα του ασύμμετρου πολέμου, προκειμένου να ενισχύσουμε αποτελεσματικά τις επιχειρησιακές μας δυνατότητες».

Η Ταϊβάν προμηθεύτηκε συνολικά 108 άρματα Abrams M1A2T με σύμβαση που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας ενίσχυσης της άμυνάς της.

Ο πρόεδρος Λάι υπογράμμισε ότι η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας, και όχι στην πρόκληση εντάσεων.

Επανέλαβε τη θέση της κυβέρνησής του ενάντια σε κάθε ενδεχόμενο προσάρτησης ή πολιτικού ελέγχου από το Πεκίνο, δηλώνοντας: «Ενισχύουμε την εθνική άμυνα για να προστατέψουμε την πατρίδα και να διατηρήσουμε την ειρήνη και σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν. Μόνο η ισχύς μπορεί να φέρει πραγματική ειρήνη. Ένα σύμφωνο ειρήνης δεν αρκεί, και η υποταγή στις απαιτήσεις επιτιθέμενων ή η παραίτηση από την κυριαρχία μας σίγουρα δεν θα οδηγήσει στην ειρήνη».

Τα Abrams αποτελούν βασικό πυλώνα της πενταεπίπεδης αμυντικής στρατηγικής των ακτών της Ταϊβάν, μαζί με αντιαεροπορικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, συστήματα πυροβολικού και ρουκετοβόλων, ελικόπτερα κρούσης, επίγεια πυραυλικά συγκροτήματα και θωρακισμένα τμήματα αντεπίθεσης. Όλες αυτές οι συνιστώσες συνδυάζονται ώστε να δημιουργούν πολλαπλά πεδία πυρός και να επιβραδύνουν οποιαδήποτε πιθανή απόπειρα αμφίβιας εισβολής από τα Στενά της Ταϊβάν.

Η ένταξη των νέων αρμάτων συμπίπτει με τις δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Πολέμου Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ασία, προειδοποίησε για τη ραγδαία στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας, χαρακτηρίζοντάς την ως μία από τις πιο άμεσες προκλήσεις ασφάλειας της εποχής.

Μιλώντας στο ιαπωνικό Υπουργείο Άμυνας στο Τόκιο μετά τη συνάντησή του με τον ομόλογό του Σιντζίρο Κοϊζούμι, ο Χέγκσεθ ανέφερε: «Το περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή παραμένει εξαιρετικά δύσκολο. Οι απειλές είναι υπαρκτές και επείγουσες. Η άνευ προηγουμένου στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας και οι επιθετικές της ενέργειες στην περιοχή μιλούν από μόνες τους».

Ο Αμερικανός αξιωματούχος καλωσόρισε επίσης τη δέσμευση της Ιαπωνίας για αύξηση των αμυντικών δαπανών, χαρακτηρίζοντάς την ως «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Καμία αμφιβολία – η συμμαχία μας είναι κρίσιμη για την αποτροπή της κινεζικής επιθετικότητας». Πρόσθεσε: «Για να ανταποκριθούμε σε περιφερειακές προκλήσεις και να διατηρήσουμε τη χώρα μας ασφαλή, μαζί με την Ιαπωνία, προσβλέπουμε στη διαρκή ενίσχυση της συμμαχίας μας».

Οι δηλώσεις Χέγκσεθ ακολούθησαν την κοινή επίσκεψη του Ντόναλντ Τραμπ και της Ιαπωνίδας πρωθυπουργού Σαναέ Τακαΐτσι στο αεροπλανοφόρο USS George Washington στη Γιοκοσούκα, όπου υπεγράφη συμφωνία που οι δύο ηγέτες χαρακτήρισαν ως «νέα χρυσή εποχή» για τις αμερικανοϊαπωνικές σχέσεις.

Η Τακαΐτσι, πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιαπωνίας και γνωστή για τη σκληρή της στάση έναντι του Πεκίνου, διαμήνυσε ότι η ειρήνη και η σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν αποτελούν «ύψιστη προτεραιότητα» για την Ιαπωνία και τη διεθνή κοινότητα.

Ανάλογες ανησυχίες έχουν εκφραστεί και σε πρόσφατες εκθέσεις του αμερικανικού Υπουργείου Πολέμου, που καταγράφουν τη διευρυνόμενη στρατιωτική ισχύ του Πεκίνου. Εκτιμάται ότι το ναυτικό της Κίνας διαθέτει πλέον πάνω από 370 πλοία πολεμικών επιχειρήσεων, με προβλεπόμενη αύξηση σε περισσότερα από 435 έως το 2030, καθώς και περίπου 400 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους.

Ο Ρόμπερτ Πίτερς, ανώτερος ερευνητής του Heritage Foundation, δήλωσε στην Epoch Times πως ο τεράστιος κινεζικός στόλος, οι αυξανόμενες ποσότητες πυραύλων και η ενίσχυση των πυρηνικών μέσων συνιστούν «σημαντική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Ανταποκρινόμενος στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πρόσφατα την επανέναρξη των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών και εξασφάλισε νέες επενδύσεις από τη Νότια Κορέα σε ναυπηγικές υποδομές, με στόχο την ενίσχυση του αμερικανικού ναυτικού.

Με την συμβολή της Κρίστι Λι

Η Lukoil πουλά τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία λόγω κυρώσεων Τραμπ

Η ρωσική πετρελαϊκή κολοσσός Lukoil ανακοίνωσε την πρόθεσή της να πουλήσει τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία, ως απάντηση στις κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ με στόχο την άσκηση πίεσης στη Ρωσία για τερματισμό των πολεμικών ενεργειών στην Ουκρανία.

Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στις 27 Οκτωβρίου, έπειτα από τη λήψη αντίστοιχων μέτρων από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι κυρώσεις, που ανακοινώθηκαν στις 22 Οκτωβρίου από το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, οδήγησαν στο «πάγωμα» των περιουσιακών στοιχείων της Lukoil εντός ΗΠΑ και απαγορεύουν σε αμερικανικές εταιρείες κάθε επιχειρηματική συναλλαγή με αυτήν και τις θυγατρικές της. Στη σχετική ανακοίνωση της εταιρείας αναφέρεται:

«Λόγω της επιβολής περιοριστικών μέτρων κατά της εταιρείας και των θυγατρικών της από ορισμένα κράτη, η εταιρεία ανακοινώνει την πρόθεσή της να εκποιήσει τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία».

Η Lukoil σημείωσε επίσης ότι άρχισε ήδη να αξιολογεί προσφορές ενδιαφερομένων επενδυτών, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ζητήσει παράταση της προθεσμίας αποεπένδυσης που θέτει το OFAC, εφόσον δεν ολοκληρωθούν οι συναλλαγές ως τη λήξη της περιόδου χάριτος στις 21 Νοεμβρίου.

Οι κυρώσεις αυτές εντάσσονται στη στρατηγική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να πιέσει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν να διακόψει τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία και να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός. Πρόκειται για την πρώτη σημαντική δέσμη οικονομικών μέτρων κατά της Μόσχας αφότου ο Τραμπ ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του.

Ο Τραμπ, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στο Οβάλ Γραφείο, τόνισε: «Πρόκειται για πρωτοφανείς κυρώσεις. Ελπίζουμε να μην παραμείνουν σε ισχύ για πολύ. Ελπίζουμε ο πόλεμος να τερματιστεί γρήγορα».

Τα μέτρα στοχεύουν τόσο τη Rosneft όσο και τη Lukoil, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου, καθώς και σειρά θυγατρικών τους.

Παράλληλα, ανοίγουν τον δρόμο για δευτερογενείς κυρώσεις κατά ξένων τραπεζών και εταιρειών που εξακολουθούν να συνεργάζονται με τις υπό κυρώσεις επιχειρήσεις, περιορίζοντας δυνητικά την πρόσβασή τους στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσαντ, αρμόδιος για το OFAC, δήλωσε: «Τώρα είναι η στιγμή να σταματήσει η αιματοχυσία και να εφαρμοστεί άμεση κατάπαυση του πυρός. Εφόσον ο πρόεδρος Πούτιν αρνείται να τερματίσει αυτόν τον παράλογο πόλεμο, το Υπουργείο Οικονομικών επιβάλλει κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές που χρηματοδοτούν τη μηχανή πολέμου του Κρεμλίνου».

Με δραστηριότητα σε 11 χώρες —μεταξύ αυτών διυλιστήρια σε Βουλγαρία, Ρουμανία και Ολλανδία καθώς και επενδύσεις σε εξορυκτικά έργα σε Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Ιράκ, Αίγυπτο και αλλού— η Lukoil καλείται τώρα να εγκαταλείψει ουσιαστικά την παρουσία της στη διεθνή αγορά, σηματοδοτώντας μια δραματική μεταστροφή από τη μέχρι πρότινος ήπια και διπλωματική προσέγγιση του Τραμπ.

Στις 15 Οκτωβρίου το Ηνωμένο Βασίλειο προχώρησε επίσης σε περαιτέρω κυρώσεις κατά της Lukoil. Η Βρετανίδα υπουργός Εξωτερικών, Ιβέτ Κούπερ, τόνισε την ανάγκη εντατικοποίησης της πίεσης στη ρωσική ηγεσία ώστε να υπάρξει κατάπαυση του πυρός:

«Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία για την Ουκρανία, η Ευρώπη ενισχύει τις προσπάθειές της. Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι σύμμαχοί μας στοχοποιούμε το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον “σκιώδη” στόλο της Ρωσίας, και δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε έως ότου ο Πούτιν εγκαταλείψει τον αποτυχημένο πόλεμό του και αναζητήσει σοβαρά την ειρήνη».

Ο Πούτιν καταδίκασε τις αμερικανικές κυρώσεις ως εχθρική πράξη που βλάπτει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Είναι αυτονόητο πως τέτοιες ενέργειες δεν ενισχύουν τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις που μόλις άρχισαν να αποκαθίστανται. Αναμφίβολα, η αμερικανική διοίκηση βλάπτει τις σχέσεις των δύο χωρών με αυτές τις ενέργειες».

Ο οικονομικός αντίκτυπος των κυρώσεων αναμένεται να επιβαρύνει σοβαρά τα ρωσικά δημοσιονομικά, αφού τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο αποτελούν σχεδόν το ένα τρίτο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της Μόσχας, χρηματοδοτώντας τόσο τις πολεμικές επιχειρήσεις όσο και κρατικές επιδοτήσεις στο εσωτερικό.

Παρά ταύτα, ο Πούτιν διαβεβαίωσε ότι οι κυρώσεις δεν θα πλήξουν σοβαρά τη ρωσική οικονομία, εκτιμώντας μάλιστα πως ενδέχεται να οδηγήσουν σε αύξηση των διεθνών τιμών ενέργειας, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ καταναλώνουν περισσότερο πετρέλαιο από όσο παράγουν.

Ο Τραμπ θα θέσει ζητήματα Ταϊβάν, Τζίμι Λάι και Ουκρανίας στη συνάντηση με τον Σι Τζινπίνγκ

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι σκοπεύει να θέσει τα θέματα της Ταϊβάν, του φυλακισμένου ακτιβιστή υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, Τζίμι Λάι, καθώς και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατά τη διάρκεια της επικείμενης συνάντησής του με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, στέλνοντας μήνυμα για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων εν μέσω συνεχιζόμενων εντάσεων τόσο σε εμπορικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 24 Οκτωβρίου, αρχικά στο νότιο περίβολο ου Λευκού Οίκου και στη συνέχεια εν πτήσει με το Air Force One κατά την αναχώρησή του για πολυήμερη περιοδεία σε Μαλαισία, Ιαπωνία και Νότια Κορέα, ο Τραμπ περιέγραψε τον ευρύ κατάλογο των ζητημάτων που σκοπεύει να θέσει, με επίκεντρο την αγροτική παραγωγή, το εμπόριο, την περιφερειακή ασφάλεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

«Έχουμε πολλά να συζητήσουμε, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών μας», επεσήμανε από το προεδρικό αεροσκάφος όταν ρωτήθηκε τι περιμένει από τη συνάντηση με τον Σι. «Πολλά θέματα — οι διάφορες εμπορικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο παρελθόν, κάποιες τηρούνται, κάποιες όχι. Πιστεύω ότι θα είναι μια πολύ καλή συνάντηση».

Ο Τραμπ δήλωσε ότι θα τεθεί και το ζήτημα της Ταϊβάν. «Θα μιλήσουμε για την Ταϊβάν. Δεν πρόκειται να πάω εκεί, αλλά θα το συζητήσουμε», ανέφερε στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο. «Δεν θα είμαστε μακριά. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για την Ταϊβάν».

Στο Air Force One, σε ερώτηση για τα προηγούμενα σχόλιά του πως δεν πιστεύει ότι η Κίνα θα κινηθεί εναντίον της Ταϊβάν —την οποία το Πεκίνο θεωρεί επί μακρόν αποσχισθείσα επαρχία που σκοπεύει να επανενώσει με την ηπειρωτική Κίνα— ο Τραμπ απάντησε: «Ελπίζω να μην το κάνουν, αλλά θα δούμε. Ίσως το κάνουν, ίσως όχι. Ελπίζω να μην το κάνουν. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο γι’ αυτούς».

Ο Αμερικανός πρόεδρος πρόσθεσε ότι είναι πεπεισμένος πως η Κίνα θέλει να απολαύσει μια δεκαετία και μπορεί να το καταφέρει, ή μπορεί να βρεθεί προ αντιξοοτήτων, κάτι που σαφώς δεν επιδιώκει.

Δήλωσε επίσης πως σκοπεύει να φέρει στο τραπέζι και την υπόθεση του Τζίμι Λάι, ιδρυτή του Apple Daily, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή από το 2020, βάσει του νόμου εθνικής ασφάλειας του Χονγκ Κονγκ —νομοθέτημα που ερμηνεύεται διεθνώς ως βασικό εργαλείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας  για την περιστολή της αυτονομίας της πόλης και την καταστολή της αντιπολίτευσης. «Είναι στη λίστα μου, θα το ζητήσω», ανέφερε από τον Λευκό Οίκο, επισημαίνοντας πως αντιλαμβάνεται ότι η σχέση Λάι–Σι χαρακτηρίζεται από έντονη αντιπαλότητα, αλλά πρόσθεσε: «Έχει περάσει πολύς καιρός και θα το συμπεριλάβω».

Ο Τραμπ χαρακτήρισε τη διαπραγμάτευση με τον Σι αμφίδρομη, αφήνοντας παράλληλα ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής νέων δασμών. «Πρέπει να γίνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις», είπε. «Είμαστε στο 157% σε δασμούς προς αυτούς. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι βιώσιμο για την Κίνα και θέλουν να το μειώσουν. Εμείς, επίσης, διεκδικούμε ορισμένα πράγματα από εκείνους. Πιστεύω πως θα προκύψει κάτι θετικό».

Σε επίμονες ερωτήσεις για το κατά πόσον θα προχωρήσει στην επιβολή ενός επιπλέον δασμού 100% την 1η Νοεμβρίου εάν δεν υπάρξει συμφωνία, ο Τραμπ εξέφρασε την πεποίθηση πως θα βρεθεί συμβιβαστική λύση: «Δεν θέλω να κάνω προβλέψεις», απάντησε. «Δεν νομίζω πως θα το ήθελαν. Δεν θα ήταν καλό γι’ αυτούς».

Οι Αμερικανοί διαπραγματευτές έχουν επικοινωνήσει με τους Κινέζους ομολόγους τους αφότου το Πεκίνο επέβαλε σαρωτικούς περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών στις αρχές του μήνα, μέτρο στο οποίο η Ουάσιγκτον αντέδρασε με δασμούς 100%.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν τονίσει πως οι κινεζικοί περιορισμοί θα μπορούσαν να διαταράξουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες σε βασικά μέταλλα, ακόμα και σε χώρες που δεν συναλλάσσονται ευθέως με την Κίνα· η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν συνταχθεί με τις ΗΠΑ, καλώντας το Πεκίνο να ανακαλέσει το μέτρο.

Η Κίνα ελέγχει περίπου το 90% της παγκόσμιας επεξεργασίας σπάνιων γαιών, σημείο πάγιας ανησυχίας για τις ΗΠΑ.

Ο Τραμπ σημείωσε ότι οι περιορισμοί αυτοί θα πλήξουν τελικά την κινεζική οικονομία περισσότερο από την αμερικανική. «Κάποια στιγμή, δεν θα μπορούν να κάνουν καμία δουλειά μαζί μας. Αν πληρώσουν αρκετούς δασμούς, είναι σχεδόν σαν να τους λέμε “δεν θέλουμε να συνεργαστούμε”», ανέφερε στις 20 Οκτωβρίου, μετά τη συνάντησή του με τον Αυστραλό πρωθυπουργό Άντονι Αλμπανέζι, όπου ανακοινώθηκε συμφωνία για τα κρίσιμα μέταλλα.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι περιμένει αντίδραση του Πεκίνου που θα περιλαμβάνει χαλάρωση των εξαγωγικών περιορισμών, αυστηροποίηση των ελέγχων στους πρόδρομους χημικών ουσιών για φαιντανύλη και επανέναρξη των εισαγωγών αμερικανικής σόγιας.

Τόνισε επίσης την επιθυμία του για δίκαιους όρους εμπορίου που θα περιορίσουν τη δυσμενή ανισορροπία αμερικανικών επενδύσεων προς την Κίνα.

Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα ζητήσει από τον Σι να συμβάλει στον περιορισμό της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία. «Έχουμε επιβάλει πολύ σκληρές κυρώσεις στη Ρωσία. Είναι αποτελεσματικές, είναι ισχυρές, αλλά θα ήθελα να δω και από την Κίνα να βοηθήσει», ανέφερε εν πτήσει. «Είναι ένα από τα βασικά θέματα που θα θίξω — τη Ρωσία και την Ουκρανία. Χάνουν 7.000 ανθρώπους την εβδομάδα, κυρίως στρατιώτες, και σίγουρα θα το συζητήσουμε. Και ο ίδιος θα ήθελε να δει να τελειώνει αυτό».

Το ταξίδι του Τραμπ στην Ασία περιλαμβάνει σταθμούς στη Μαλαισία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, το πρώτο του στην περιοχή αφότου ανέλαβε για δεύτερη φορά την προεδρία.

Ρωσικές πυρηνικές ασκήσεις εν μέσω διεθνούς κρίσης και διπλωματικών αναταράξεων

Υπό την καθοδήγηση του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, η Ρωσία πραγματοποίησε στις 22 Οκτωβρίου εκτεταμένη άσκηση των στρατηγικών της πυρηνικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων δοκιμαστικών εκτοξεύσεων διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και πυραύλων κρουζ.

Η άσκηση ακολούθησε την ανακοίνωση Πούτιν περί εντατικής ανάπτυξης νέων ρωσικών πυρηνικών όπλων.

Σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, συμμετείχαν όλα τα σκέλη της λεγόμενης πυρηνικής «τριάδας» της Ρωσίας: χερσαίες, θαλάσσιες και εναέριες δυνάμεις.

Οι ασκήσεις συνέπεσαν με την αναβολή της προγραμματισμένης συνόδου κορυφής μεταξύ Πούτιν και του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη Βουδαπέστη.

Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, εκτοξεύθηκε βαλλιστικός πύραυλος Yars από το πεδίο εκτόξευσης του Πλεσέτσκ στη βορειοδυτική Ρωσία, ενώ πύραυλος Sineva εκτοξεύθηκε από το στρατηγικό υποβρύχιο «Bryansk» στη Θάλασσα Μπάρεντς.

Επιπλέον, στρατηγικά βομβαρδιστικά 295MS εξαπέλυσαν πυραύλους κρουζ μεγάλου βεληνεκούς κατά προκαθορισμένων στόχων, σύμφωνα με ανακοίνωση του Κρεμλίνου, το οποίο διευκρίνισε ότι στόχος της άσκησης ήταν η αξιολόγηση της ετοιμότητας των δομών στρατιωτικής διοίκησης, καθώς και της επιχειρησιακής επάρκειας του προσωπικού στη διαχείριση και τον συντονισμό των δυνάμεων.

Όλοι οι επιδιωκόμενοι στόχοι της άσκησης, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές, επιτεύχθηκαν με επιτυχία.

Ο Πούτιν, μιλώντας από το κέντρο διοίκησης του Κρεμλίνου, δήλωσε: «Σήμερα έχουμε προγραμματισμένη άσκηση διοίκησης των στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων, όπως μόλις ανέφερε ο υπουργός Άμυνας. Πάμε να ξεκινήσουμε», σύμφωνα με το πρακτορείο TASS.

Ο ίδιος είχε επιβλέψει παρόμοιες ασκήσεις τον Οκτώβριο τόσο του 2024 όσο και του 2023. Πρόσφατα, τόνισε πως η Ρωσία προχωρά ενεργά στην ανάπτυξη και δοκιμή νέων πυρηνικών όπλων, σημειώνοντας: «Η νεωτερικότητα των μέσων πυρηνικής αποτροπής που διαθέτουμε ξεπερνά κάθε άλλη πυρηνική δύναμη».

Αν και οι ρωσικές Αρχές παρουσίασαν τις πυρηνικές ασκήσεις ως «ρουτίνας», αυτές συνέπεσαν χρονικά με την ανακοίνωση του Τραμπ για αναβολή της συνάντησης με τον Πούτιν στη Βουδαπέστη, όπου επρόκειτο να συζητηθεί μια πιθανή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία.

Ο Τραμπ δικαιολόγησε την αναβολή λέγοντας ότι δεν ήθελε να σπαταλήσει τον χρόνο του. Η απόφαση ελήφθη έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία στις 21 Οκτωβρίου μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάρκο Ρούμπιο, και του Ρώσου ομολόγου του, Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος δήλωσε ότι η Μόσχα αντιτίθεται σε άμεση κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επιθεωρεί μια στρατιωτική άσκηση των πυρηνικών δυνάμεων της χώρας σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, προκειμένου να ελέγξει την ετοιμότητα και τη δομή διοίκησης τους, μέσω βιντεοσύνδεσης από τη Μόσχα, στις 22 Οκτωβρίου 2025. Ευγενική παραχώρηση του Κρεμλίνου.

 

Ο Λαβρόφ υποστήριξε ότι μια τέτοια συμφωνία θα έδινε το περιθώριο στο Κίεβο να επανεξοπλιστεί και θα ενίσχυε, όπως υποστήριξε, τρομοκρατικές ενέργειες, επικαλούμενος τα ουκρανικά πλήγματα σε ρωσικές ενεργειακές υποδομές, όπως μετέδωσε το TASS.

Οι ουκρανικές δυνάμεις εξαπολύουν τελευταία σειρά επιθέσεων με drone μεγάλου βεληνεκούς σε ρωσικό έδαφος, επικεντρώνοντας ιδιαίτερα σε δομές του ενεργειακού τομέα, που αποτελεί βασική πηγή χρηματοδότησης για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Κρεμλίνου.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, κάλεσε τον Τραμπ να παραδώσει στη χώρα του πυραύλους Tomahawk, υποστηρίζοντας ότι η κίνηση αυτή θα ασκούσε ισχυρή πίεση στη Μόσχα για τερματισμό των εχθροπραξιών.

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ καλωσορίζει τον Πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Λευκό Οίκο στις 17 Οκτωβρίου 2025. Tom Brenner/AFP μέσω Getty Images

 

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 22 Οκτωβρίου, ο Ζελένσκι ανέφερε: «Αυτές οι εβδομάδες το επιβεβαίωσαν. Η συζήτηση για τους Tomahawk αποδείχθηκε σημαντική επένδυση στη διπλωματία. Υποχρεώσαμε τη Ρωσία να παραδεχθεί ότι θεωρεί τους Tomahawk ένα χαρτί υψηλής σημασίας. Θα συνεχίσουμε να συντονιζόμαστε με Ευρωπαίους και Αμερικανούς όσον αφορά τις ικανότητες μεγάλου βεληνεκούς».

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δήλωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο αποστολής πυραύλων Tomahawk στην Ουκρανία. Ο Πούτιν ωστόσο προειδοποίησε πως μια τέτοια κίνηση θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις, εάν οι ΗΠΑ χορηγήσουν πυραύλους ικανούς να πλήξουν στόχους στο εσωτερικό της Ρωσίας.

Το σκηνικό των ρωσικών πυρηνικών ασκήσεων διαμορφώνεται περαιτέρω υπό τη σκιά αβεβαιότητας για το μέλλον της Συνθήκης Νέας Μείωσης Στρατηγικών Όπλων (New START), της τελευταίας εναπομείνασας συμφωνίας ελέγχου πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.

Η συνθήκη, που υπεγράφη το 2010 και ανανεώθηκε το 2021, λήγει τον Φεβρουάριο του 2026, περιορίζοντας αμφότερες τις πλευρές σε 700 ανεπτυγμένους διηπειρωτικούς πυραύλους και βομβαρδιστικά, 1.550 ανεπτυγμένες πυρηνικές κεφαλές και 800 εκτοξευτές συνολικά. Εμπίπτουν επίσης στους περιορισμούς και υπερσύγχρονα ρωσικά όπλα, όπως το υπερηχητικό Avangard και ο διηπειρωτικός Sarmat.

Τον Φεβρουάριο του 2023, ο Πούτιν ανακοίνωσε την αναστολή συμμετοχής της Ρωσίας στη συνθήκη, επικαλούμενος «εξαιρετικά εχθρική» πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Η Μόσχα διαμηνύει ότι τηρεί τους βασικούς περιορισμούς σε κεφαλές και συστήματα παράδοσης, αν και παύει να διευκολύνει επιθεωρήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ.

Σε πρόσφατη τοποθέτησή του στο Ρωσικό Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Πούτιν επανέλαβε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επεκτείνει τη συνθήκη κατά έναν ακόμη χρόνο μετά τη λήξη της, εφόσον υπάρξει αμοιβαιότητα από τις ΗΠΑ. «Πιστεύουμε πως η πρόταση αυτή θα έχει ουσία μόνο αν και οι ΗΠΑ ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο και δεν υιοθετήσουν μέτρα που θα διαταράξουν την υπάρχουσα ισορροπία αποτροπής», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο Τραμπ χαιρέτισε την πρόταση της Μόσχας να διατηρηθούν οι περιορισμοί, λέγοντας «Ακούγεται καλή ιδέα», εκφράζοντας την ελπίδα να συμμετάσχουν Ρωσία και Κίνα στις επερχόμενες συνομιλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Ωστόσο, το Πεκίνο έχει απορρίψει την προοπτική τριμερών διαπραγματεύσεων.

Παράλληλα, Βόρεια Κορέα προχώρησε την Τετάρτη σε δοκιμές πολλαπλών βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς. Το Γενικό Επιτελείο της Νότιας Κορέας ανακοίνωσε ότι οι πύραυλοι εκτοξεύθηκαν κοντά στην Πιονγιάνγκ και διένυσαν περίπου 350 χιλιόμετρα προς τα βορειοανατολικά.