Δευτέρα, 03 Νοέ, 2025

Μπέσσεντ: Μεγάλο λάθος οι κινεζικές απειλές για τις σπάνιες γαίες

Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε πως «η Κίνα διέπραξε σοβαρό σφάλμα απειλώντας με περιορισμό των εξαγωγών σπάνιων γαιών», τονίζοντας ότι η στάση του Πεκίνου έχει αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να συντομεύσουν σε δύο έτη το χρονικό περιθώριο για εξασφάλιση νέων πηγών.

Σε συνέντευξή του στους Financial Times, που δημοσιεύθηκε στις 31 Οκτωβρίου, ο Μπέσσεντ υπογράμμισε: «Η Κίνα γνωστοποίησε σε όλον τον κόσμο τον κίνδυνο. Έκαναν πραγματικά λάθος. Άλλο είναι να βγάζεις το όπλο στο τραπέζι κι άλλο να αρχίζεις να πυροβολείς στον αέρα».

Στις αρχές Οκτωβρίου, η Κίνα επέβαλε νέους ελέγχους στις εξαγωγές τεχνολογιών και υλικών που σχετίζονται με τις σπάνιες γαίες, προκαλώντας αναταραχή στην αγορά και τις αλυσίδες εφοδιασμού και διαταράσσοντας τις εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.

Έπειτα από συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στη Σύνοδο Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στη Νότια Κορέα, η Κίνα ανακοίνωσε πως θα αναστείλει για έναν χρόνο τους περιορισμούς αυτούς. Όπως εκτίμησε ο Μπέσσεντ, «η κινεζική ηγεσία αιφνιδιάστηκε από τις διεθνείς αντιδράσεις στα μέτρα περιορισμού των εξαγωγών».

Ακόμη, επεσήμανε ότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν καταλήξει σε μια αμοιβαία, βραχυπρόθεσμη κατανόηση, εκφράζοντας ωστόσο τη βεβαιότητα ότι «η επιρροή του Πεκίνου στον τομέα των κρίσιμων ορυκτών θα ξεθωριάσει γρήγορα». Όπως παρατήρησε: «Έχει συμφωνηθεί ότι, εφόσον οι συνθήκες παραμείνουν σταθερές, έχουμε φθάσει σε μια ισορροπία την οποία μπορούμε να διατηρήσουμε για τους επόμενους δώδεκα μήνες. Δεν πιστεύω ότι μπορούν να πιέσουν άλλο, καθώς έχουμε λάβει αντισταθμιστικά μέτρα».

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του, η Κίνα δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις σπάνιες γαίες ως μοχλό πίεσης για διάστημα πέραν των δύο ετών, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έχει εστιάσει στην αναδιάρθρωση της αμερικανικής εφοδιαστικής αλυσίδας μέσω νέων εξορυκτικών και κατεργαστικών μονάδων, και νέων συνεργασιών τόσο στη Νοτιοανατολική Ασία όσο και με συμμάχους.

Η αναστολή των κινεζικών περιορισμών έχει επιπτώσεις και στην Ευρώπη. Την 1η Νοεμβρίου, ο Επίτροπος Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μάρος Σέφτσοβιτς, γνωστοποίησε ότι Κινέζοι αξιωματούχοι του υπουργείου Εμπορίου ενημέρωσαν τους Ευρωπαίους ομολόγους πως το «πάγωμα» ισχύει και για την ΕΕ. «Η Κίνα επιβεβαίωσε ότι η αναστολή των εξαγωγικών περιορισμών του Οκτωβρίου εφαρμόζεται και στην ΕΕ», ανέφερε στην πλατφόρμα Χ, προσθέτοντας ότι οι δύο πλευρές επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να εργαστούν για τη βελτίωση της εφαρμογής της πολιτικής εξαγωγικών ελέγχων.

Η Κίνα είχε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά τις σπάνιες γαίες ως μέσο πίεσης στη διένεξή της με την Ιαπωνία το 2010, επιβάλλοντας περιορισμούς που προκάλεσαν σοκ στη διεθνή βιομηχανία. Ο κλάδος αυτός παραμένει από τους πιο συγκεντρωτικούς παγκοσμίως, με την Κίνα να ελέγχει περίπου το 70% της παραγωγής και σαφώς υψηλότερο ποσοστό στην κατεργασίας.

Το 2023, η Κίνα ξεκίνησε επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές στρατηγικών πρώτων υλών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων του αντιμονίου, του γερμανίου και του βολφραμίου. Η Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών για τον Στρατηγικό Ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας συνέταξε έκθεση με την οποία συστήνει στο Κογκρέσο να ενισχύσει οικονομικά την εγχώρια παραγωγή μαγνητών σπανίων γαιών.

Κατά τη δεύτερη προεδρική του θητεία, ο Ντόναλντ Τραμπ επεδίωξε να ενισχύσει την αμερικανική παραγωγή στρατηγικών υλικών – μεταξύ άλλων, επισπεύδοντας την αδειοδότηση εξορυκτικών επενδύσεων και δεσμεύοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για τους παραγωγούς των ΗΠΑ.

Τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, η Κίνα διεύρυνε τη λίστα προϊόντων υπό αυστηρό έλεγχο προσθέτοντας επτά σπάνιες γαίες και μαγνήτες που κατασκευάζονται από τρεις από αυτές, ως απάντηση στους διεθνείς δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ σε κινεζικά προϊόντα, στο πλαίσιο της προσπάθειας εξισορρόπησης των «άνισων εμπορικών σχέσεων».

Παρά τις εντάσεις, ο Μπέσσεντ υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν σημαντικά διαπραγματευτικά όπλα: «Και εκείνοι εξαρτώνται από εμάς για πλήθος προϊόντων, όπως κινητήρες αεροσκαφών, εξαρτήματα, χημικά, πλαστικά και πρώτες ύλες πυριτίου».

Στα μέσα Οκτωβρίου, επανέλαβε πως προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον αποτελεί η συνεργασία με συμμάχους για τη μείωση του ρίσκου και τη γρήγορη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού εκτός Κίνας. Αν και ξεκαθάρισε ότι δεν είναι πρόθεση της κυβέρνησης Τραμπ η πλήρης διακοπή των εμπορικών σχέσεων με το Πεκίνο για τα συγκεκριμένα υλικά, αναγνώρισε πως ΗΠΑ και σύμμαχοι ίσως υποχρεωθούν να το πράξουν, εάν «η Κίνα επιμείνει να είναι ένας αναξιόπιστος εταίρος».

Τέλος στην αλλαγή καθεστώτων: Νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική υπό τον Τραμπ

Η Τάλσι Γκάμπαρντ, διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ, δήλωσε στις 31 Οκτωβρίου ότι η αμερικανική στρατηγική αλλαγής καθεστώτων ή οικοδόμησης κρατών λαμβάνει τέλος υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Χαρακτήρισε μάλιστα την προηγούμενη προσέγγιση ως αντιπαραγωγική και δαπανηρή για τους Αμερικανούς φορολογούμενους.

Η κα Γκάμπαρντ διατύπωσε τις δηλώσεις της στο ετήσιο συνέδριο ασφάλειας Manama Dialogue, που διοργανώνεται στο Μπαχρέιν από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών και συγκεντρώνει διπλωμάτες, αναλυτές και αξιωματούχους άμυνας.

«Για δεκαετίες, η εξωτερική μας πολιτική παγιδεύτηκε σε έναν ατέρμονο και αντιπαραγωγικό κύκλο αλλαγής καθεστώτων ή οικοδόμησης εθνών», τόνισε η Γκάμπαρντ. «Μια κπροσέγγιση κοινή για όλους: ανατροπή καθεστώτων, επιβολή του δικού μας συστήματος διακυβέρνησης, παρέμβαση σε συγκρούσεις που ελάχιστα κατανοούσαμε, αφήνοντας τελικά πίσω μας περισσότερους εχθρούς παρά συμμάχους. Το αποτέλεσμα; Τρισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν, αμέτρητες ζωές χάθηκαν και, πολύ συχνά, μεγαλύτερες απειλές γεννήθηκαν».

Η πρώην βουλευτής της Χαβάης και βετεράνος της Εθνοφρουράς των ΗΠΑ ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην προώθηση του μηνύματος του Τραμπ, ο οποίος ήδη από τις αρχές του έτους στο Ριάντ είχε διακηρύξει το τέλος της αμερικανικής πολιτικής της οικοδόμησης εθνών και της επιβολής του αμερικανικού συστήματος στο εξωτερικό. Εκεί, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε επαινέσει τα κράτη του Κόλπου για τη χάραξη ενός μέλλοντος όπου η Μέση Ανατολή ορίζεται από το εμπόριο και όχι από το χάος, αντιπαραβάλλοντας αυτήν την επιτυχία με τις αποτυχημένες αμερικανικές παρεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ. Παράλληλα, επέκρινε όσους επιχείρησαν την οικοδόμηση εθνών, καθώς και τους νεοσυντηρητικούς που δαπάνησαν τρισεκατομμύρια χωρίς αποτέλεσμα σε πόλεις όπως η Καμπούλ και η Βαγδάτη.

Όπως είχε δήλωσε χαρακτηριστικά: «Στο τέλος, οι λεγόμενοι ‘οικοδόμοι εθνών’ κατέστρεψαν περισσότερα έθνη απ’ όσα έχτισαν, ενώ οι ‘παρεμβατικοί’ αναμείχθηκαν σε κοινωνίες τόσο σύνθετες που ούτε οι ίδιοι δεν κατανοούσαν. Ειρήνη, ευημερία και πρόοδος δεν επιτυγχάνονται απορρίπτοντας ριζικά την εθνική σας κληρονομιά, αλλά αγκαλιάζοντας τις εθνικές σας παραδόσεις. Εσείς επιτύχατε ένα σύγχρονο θαύμα με τον αραβικό σας τρόπο».

Οι παρατηρήσεις της Γκάμπαρντ στο Μπαχρέιν επισφράγισαν μια πολιτική στροφή που διαμορφώνει, πλέον, τον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής Τραμπ στη δεύτερη θητεία του: σαφής απομάκρυνση από τον παρεμβατισμό των προηγούμενων διοικήσεων, έμφαση στη συνεργασία για την οικονομία, ενίσχυση των περιφερειακών εταίρων και επιλεκτική χρήση στρατιωτικής ισχύος.

Σε πρόσφατη ανάλυσή του για το Ινστιτούτο Χούβερ, ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην Τουρκία, Τζέιμς Τζέφρι, επεσήμανε πως η πολιτική Τραμπ για τη Μέση Ανατολή δεν είναι απομονωτιστική, αλλά επικεντρώνεται στην επίλυση σημαντικών διεθνών ζητημάτων. Η περιοχή παραμένει για την Ουάσιγκτον προτεραιότητα, με στόχο την επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ της πρώτης θητείας Τραμπ και την εδραίωση της περιφερειακής σταθερότητας, την ώρα που η επιρροή του Ιράν υποχωρεί.

«Όλες αυτές οι τάσεις αποσκοπούν στη σύμπλευση Ισραήλ και αραβικών κρατών προς την περιφερειακή σταθερότητα – εξέλιξη που απαιτεί αμερικανική παρουσία, όχι όμως μαζική διάθεση πόρων ή πόλεμο», σημείωσε ο Τζέφρι, χαρακτηρίζοντας την ομιλία Τραμπ στο Ριάντ ως ριζική στροφή της αμερικανικής πολιτικής, που στηρίζεται σε τρεις αρχές: απόρριψη της αμερικανικής ανάμειξης στα εσωτερικά άλλων χωρών, εξάρτηση από τοπικούς παράγοντες για την προώθηση της σταθερότητας και προώθηση επιχειρηματικών ευκαιριών που εξυπηρετούν τόσο την Ουάσιγκτον όσο και τα περιφερειακά συμφέροντα.

Κατά τη δεύτερη θητεία Τραμπ, οι αρχές αυτές φαίνεται να καθοδηγούν την αμερικανική προσέγγιση στην επίτευξη κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς στη Γάζα, όπως είχε συμβεί και στη δωδεκαήμερη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, η οποία τερματίστηκε έπειτα από τις αμερικανικές αεροπορικές επιθέσεις κατά ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων.

Κατά την ομιλία της στο Μπαχρέιν, η Γκάμπαρντ επεσήμανε ότι η κατάπαυση πυρός στη Γάζα παραμένει εύθραυστη, ενώ η πυρηνική δραστηριότητα του Ιράν προκαλεί νέες ανησυχίες στον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας.

«Ο δρόμος δεν είναι ούτε απλός ούτε εύκολος, όμως ο πρόεδρος παραμένει απολύτως προσηλωμένος σε αυτή την πορεία», σημείωσε.

Με πληροφορίες από το Associated Press

Η Ταϊβάν εντάσσει τα αμερικανικά άρματα Abrams στο οπλοστάσιό της

Σε επίσημη τελετή σε στρατιωτική βάση στο Σιντσού, η Ταϊβάν παρέλαβε και ενέταξε για πρώτη φορά τα αμερικανικά άρματα μάχης M1A2T Abrams στη στρατιωτική της δύναμη, με τον πρόεδρο Λάι Τσινγκ-τε να χαρακτηρίζει την κίνηση ως σταθμό στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και συμβολικό δείγμα της αποφασιστικότητας της χώρας να προστατεύσει την κυριαρχία της έναντι της αυξανόμενης πίεσης από την κομμουνιστική Κίνα.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Άμυνας της Ταϊβάν στις 31 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Λάι παρέδωσε τα νέα Abrams στην 584η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, που γίνεται η πρώτη μονάδα της χώρας η οποία αντικαθιστά τα παλαιότερα άρματά της με τα αμερικανικά μοντέλα.

Η τελετή περιλάμβανε απονομή τιμών, επιθεώρηση δυνάμεων και την επίσημη παράδοση μεταξύ των παλαιών και των νέων μονάδων αρμάτων.

Κατά την ομιλία του, ο πρόεδρος τόνισε: «Εξοπλιζόμαστε με νέα μέσα και τεχνολογία, αλλά χρειαζόμαστε και νέα εκπαίδευση, νέο τρόπο σκέψης και το πνεύμα του ασύμμετρου πολέμου, προκειμένου να ενισχύσουμε αποτελεσματικά τις επιχειρησιακές μας δυνατότητες».

Η Ταϊβάν προμηθεύτηκε συνολικά 108 άρματα Abrams M1A2T με σύμβαση που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας ενίσχυσης της άμυνάς της.

Ο πρόεδρος Λάι υπογράμμισε ότι η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας, και όχι στην πρόκληση εντάσεων.

Επανέλαβε τη θέση της κυβέρνησής του ενάντια σε κάθε ενδεχόμενο προσάρτησης ή πολιτικού ελέγχου από το Πεκίνο, δηλώνοντας: «Ενισχύουμε την εθνική άμυνα για να προστατέψουμε την πατρίδα και να διατηρήσουμε την ειρήνη και σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν. Μόνο η ισχύς μπορεί να φέρει πραγματική ειρήνη. Ένα σύμφωνο ειρήνης δεν αρκεί, και η υποταγή στις απαιτήσεις επιτιθέμενων ή η παραίτηση από την κυριαρχία μας σίγουρα δεν θα οδηγήσει στην ειρήνη».

Τα Abrams αποτελούν βασικό πυλώνα της πενταεπίπεδης αμυντικής στρατηγικής των ακτών της Ταϊβάν, μαζί με αντιαεροπορικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, συστήματα πυροβολικού και ρουκετοβόλων, ελικόπτερα κρούσης, επίγεια πυραυλικά συγκροτήματα και θωρακισμένα τμήματα αντεπίθεσης. Όλες αυτές οι συνιστώσες συνδυάζονται ώστε να δημιουργούν πολλαπλά πεδία πυρός και να επιβραδύνουν οποιαδήποτε πιθανή απόπειρα αμφίβιας εισβολής από τα Στενά της Ταϊβάν.

Η ένταξη των νέων αρμάτων συμπίπτει με τις δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Πολέμου Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ασία, προειδοποίησε για τη ραγδαία στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας, χαρακτηρίζοντάς την ως μία από τις πιο άμεσες προκλήσεις ασφάλειας της εποχής.

Μιλώντας στο ιαπωνικό Υπουργείο Άμυνας στο Τόκιο μετά τη συνάντησή του με τον ομόλογό του Σιντζίρο Κοϊζούμι, ο Χέγκσεθ ανέφερε: «Το περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή παραμένει εξαιρετικά δύσκολο. Οι απειλές είναι υπαρκτές και επείγουσες. Η άνευ προηγουμένου στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας και οι επιθετικές της ενέργειες στην περιοχή μιλούν από μόνες τους».

Ο Αμερικανός αξιωματούχος καλωσόρισε επίσης τη δέσμευση της Ιαπωνίας για αύξηση των αμυντικών δαπανών, χαρακτηρίζοντάς την ως «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Καμία αμφιβολία – η συμμαχία μας είναι κρίσιμη για την αποτροπή της κινεζικής επιθετικότητας». Πρόσθεσε: «Για να ανταποκριθούμε σε περιφερειακές προκλήσεις και να διατηρήσουμε τη χώρα μας ασφαλή, μαζί με την Ιαπωνία, προσβλέπουμε στη διαρκή ενίσχυση της συμμαχίας μας».

Οι δηλώσεις Χέγκσεθ ακολούθησαν την κοινή επίσκεψη του Ντόναλντ Τραμπ και της Ιαπωνίδας πρωθυπουργού Σαναέ Τακαΐτσι στο αεροπλανοφόρο USS George Washington στη Γιοκοσούκα, όπου υπεγράφη συμφωνία που οι δύο ηγέτες χαρακτήρισαν ως «νέα χρυσή εποχή» για τις αμερικανοϊαπωνικές σχέσεις.

Η Τακαΐτσι, πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιαπωνίας και γνωστή για τη σκληρή της στάση έναντι του Πεκίνου, διαμήνυσε ότι η ειρήνη και η σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν αποτελούν «ύψιστη προτεραιότητα» για την Ιαπωνία και τη διεθνή κοινότητα.

Ανάλογες ανησυχίες έχουν εκφραστεί και σε πρόσφατες εκθέσεις του αμερικανικού Υπουργείου Πολέμου, που καταγράφουν τη διευρυνόμενη στρατιωτική ισχύ του Πεκίνου. Εκτιμάται ότι το ναυτικό της Κίνας διαθέτει πλέον πάνω από 370 πλοία πολεμικών επιχειρήσεων, με προβλεπόμενη αύξηση σε περισσότερα από 435 έως το 2030, καθώς και περίπου 400 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους.

Ο Ρόμπερτ Πίτερς, ανώτερος ερευνητής του Heritage Foundation, δήλωσε στην Epoch Times πως ο τεράστιος κινεζικός στόλος, οι αυξανόμενες ποσότητες πυραύλων και η ενίσχυση των πυρηνικών μέσων συνιστούν «σημαντική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Ανταποκρινόμενος στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πρόσφατα την επανέναρξη των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών και εξασφάλισε νέες επενδύσεις από τη Νότια Κορέα σε ναυπηγικές υποδομές, με στόχο την ενίσχυση του αμερικανικού ναυτικού.

Με την συμβολή της Κρίστι Λι

Η Lukoil πουλά τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία λόγω κυρώσεων Τραμπ

Η ρωσική πετρελαϊκή κολοσσός Lukoil ανακοίνωσε την πρόθεσή της να πουλήσει τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία, ως απάντηση στις κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ με στόχο την άσκηση πίεσης στη Ρωσία για τερματισμό των πολεμικών ενεργειών στην Ουκρανία.

Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στις 27 Οκτωβρίου, έπειτα από τη λήψη αντίστοιχων μέτρων από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι κυρώσεις, που ανακοινώθηκαν στις 22 Οκτωβρίου από το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, οδήγησαν στο «πάγωμα» των περιουσιακών στοιχείων της Lukoil εντός ΗΠΑ και απαγορεύουν σε αμερικανικές εταιρείες κάθε επιχειρηματική συναλλαγή με αυτήν και τις θυγατρικές της. Στη σχετική ανακοίνωση της εταιρείας αναφέρεται:

«Λόγω της επιβολής περιοριστικών μέτρων κατά της εταιρείας και των θυγατρικών της από ορισμένα κράτη, η εταιρεία ανακοινώνει την πρόθεσή της να εκποιήσει τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία».

Η Lukoil σημείωσε επίσης ότι άρχισε ήδη να αξιολογεί προσφορές ενδιαφερομένων επενδυτών, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ζητήσει παράταση της προθεσμίας αποεπένδυσης που θέτει το OFAC, εφόσον δεν ολοκληρωθούν οι συναλλαγές ως τη λήξη της περιόδου χάριτος στις 21 Νοεμβρίου.

Οι κυρώσεις αυτές εντάσσονται στη στρατηγική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να πιέσει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν να διακόψει τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία και να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός. Πρόκειται για την πρώτη σημαντική δέσμη οικονομικών μέτρων κατά της Μόσχας αφότου ο Τραμπ ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του.

Ο Τραμπ, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στο Οβάλ Γραφείο, τόνισε: «Πρόκειται για πρωτοφανείς κυρώσεις. Ελπίζουμε να μην παραμείνουν σε ισχύ για πολύ. Ελπίζουμε ο πόλεμος να τερματιστεί γρήγορα».

Τα μέτρα στοχεύουν τόσο τη Rosneft όσο και τη Lukoil, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου, καθώς και σειρά θυγατρικών τους.

Παράλληλα, ανοίγουν τον δρόμο για δευτερογενείς κυρώσεις κατά ξένων τραπεζών και εταιρειών που εξακολουθούν να συνεργάζονται με τις υπό κυρώσεις επιχειρήσεις, περιορίζοντας δυνητικά την πρόσβασή τους στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσαντ, αρμόδιος για το OFAC, δήλωσε: «Τώρα είναι η στιγμή να σταματήσει η αιματοχυσία και να εφαρμοστεί άμεση κατάπαυση του πυρός. Εφόσον ο πρόεδρος Πούτιν αρνείται να τερματίσει αυτόν τον παράλογο πόλεμο, το Υπουργείο Οικονομικών επιβάλλει κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές που χρηματοδοτούν τη μηχανή πολέμου του Κρεμλίνου».

Με δραστηριότητα σε 11 χώρες —μεταξύ αυτών διυλιστήρια σε Βουλγαρία, Ρουμανία και Ολλανδία καθώς και επενδύσεις σε εξορυκτικά έργα σε Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Ιράκ, Αίγυπτο και αλλού— η Lukoil καλείται τώρα να εγκαταλείψει ουσιαστικά την παρουσία της στη διεθνή αγορά, σηματοδοτώντας μια δραματική μεταστροφή από τη μέχρι πρότινος ήπια και διπλωματική προσέγγιση του Τραμπ.

Στις 15 Οκτωβρίου το Ηνωμένο Βασίλειο προχώρησε επίσης σε περαιτέρω κυρώσεις κατά της Lukoil. Η Βρετανίδα υπουργός Εξωτερικών, Ιβέτ Κούπερ, τόνισε την ανάγκη εντατικοποίησης της πίεσης στη ρωσική ηγεσία ώστε να υπάρξει κατάπαυση του πυρός:

«Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία για την Ουκρανία, η Ευρώπη ενισχύει τις προσπάθειές της. Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι σύμμαχοί μας στοχοποιούμε το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον “σκιώδη” στόλο της Ρωσίας, και δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε έως ότου ο Πούτιν εγκαταλείψει τον αποτυχημένο πόλεμό του και αναζητήσει σοβαρά την ειρήνη».

Ο Πούτιν καταδίκασε τις αμερικανικές κυρώσεις ως εχθρική πράξη που βλάπτει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Είναι αυτονόητο πως τέτοιες ενέργειες δεν ενισχύουν τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις που μόλις άρχισαν να αποκαθίστανται. Αναμφίβολα, η αμερικανική διοίκηση βλάπτει τις σχέσεις των δύο χωρών με αυτές τις ενέργειες».

Ο οικονομικός αντίκτυπος των κυρώσεων αναμένεται να επιβαρύνει σοβαρά τα ρωσικά δημοσιονομικά, αφού τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο αποτελούν σχεδόν το ένα τρίτο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της Μόσχας, χρηματοδοτώντας τόσο τις πολεμικές επιχειρήσεις όσο και κρατικές επιδοτήσεις στο εσωτερικό.

Παρά ταύτα, ο Πούτιν διαβεβαίωσε ότι οι κυρώσεις δεν θα πλήξουν σοβαρά τη ρωσική οικονομία, εκτιμώντας μάλιστα πως ενδέχεται να οδηγήσουν σε αύξηση των διεθνών τιμών ενέργειας, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ καταναλώνουν περισσότερο πετρέλαιο από όσο παράγουν.

Ο Τραμπ θα θέσει ζητήματα Ταϊβάν, Τζίμι Λάι και Ουκρανίας στη συνάντηση με τον Σι Τζινπίνγκ

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι σκοπεύει να θέσει τα θέματα της Ταϊβάν, του φυλακισμένου ακτιβιστή υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, Τζίμι Λάι, καθώς και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατά τη διάρκεια της επικείμενης συνάντησής του με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, στέλνοντας μήνυμα για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων εν μέσω συνεχιζόμενων εντάσεων τόσο σε εμπορικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 24 Οκτωβρίου, αρχικά στο νότιο περίβολο ου Λευκού Οίκου και στη συνέχεια εν πτήσει με το Air Force One κατά την αναχώρησή του για πολυήμερη περιοδεία σε Μαλαισία, Ιαπωνία και Νότια Κορέα, ο Τραμπ περιέγραψε τον ευρύ κατάλογο των ζητημάτων που σκοπεύει να θέσει, με επίκεντρο την αγροτική παραγωγή, το εμπόριο, την περιφερειακή ασφάλεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

«Έχουμε πολλά να συζητήσουμε, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών μας», επεσήμανε από το προεδρικό αεροσκάφος όταν ρωτήθηκε τι περιμένει από τη συνάντηση με τον Σι. «Πολλά θέματα — οι διάφορες εμπορικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο παρελθόν, κάποιες τηρούνται, κάποιες όχι. Πιστεύω ότι θα είναι μια πολύ καλή συνάντηση».

Ο Τραμπ δήλωσε ότι θα τεθεί και το ζήτημα της Ταϊβάν. «Θα μιλήσουμε για την Ταϊβάν. Δεν πρόκειται να πάω εκεί, αλλά θα το συζητήσουμε», ανέφερε στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο. «Δεν θα είμαστε μακριά. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για την Ταϊβάν».

Στο Air Force One, σε ερώτηση για τα προηγούμενα σχόλιά του πως δεν πιστεύει ότι η Κίνα θα κινηθεί εναντίον της Ταϊβάν —την οποία το Πεκίνο θεωρεί επί μακρόν αποσχισθείσα επαρχία που σκοπεύει να επανενώσει με την ηπειρωτική Κίνα— ο Τραμπ απάντησε: «Ελπίζω να μην το κάνουν, αλλά θα δούμε. Ίσως το κάνουν, ίσως όχι. Ελπίζω να μην το κάνουν. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο γι’ αυτούς».

Ο Αμερικανός πρόεδρος πρόσθεσε ότι είναι πεπεισμένος πως η Κίνα θέλει να απολαύσει μια δεκαετία και μπορεί να το καταφέρει, ή μπορεί να βρεθεί προ αντιξοοτήτων, κάτι που σαφώς δεν επιδιώκει.

Δήλωσε επίσης πως σκοπεύει να φέρει στο τραπέζι και την υπόθεση του Τζίμι Λάι, ιδρυτή του Apple Daily, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή από το 2020, βάσει του νόμου εθνικής ασφάλειας του Χονγκ Κονγκ —νομοθέτημα που ερμηνεύεται διεθνώς ως βασικό εργαλείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας  για την περιστολή της αυτονομίας της πόλης και την καταστολή της αντιπολίτευσης. «Είναι στη λίστα μου, θα το ζητήσω», ανέφερε από τον Λευκό Οίκο, επισημαίνοντας πως αντιλαμβάνεται ότι η σχέση Λάι–Σι χαρακτηρίζεται από έντονη αντιπαλότητα, αλλά πρόσθεσε: «Έχει περάσει πολύς καιρός και θα το συμπεριλάβω».

Ο Τραμπ χαρακτήρισε τη διαπραγμάτευση με τον Σι αμφίδρομη, αφήνοντας παράλληλα ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής νέων δασμών. «Πρέπει να γίνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις», είπε. «Είμαστε στο 157% σε δασμούς προς αυτούς. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι βιώσιμο για την Κίνα και θέλουν να το μειώσουν. Εμείς, επίσης, διεκδικούμε ορισμένα πράγματα από εκείνους. Πιστεύω πως θα προκύψει κάτι θετικό».

Σε επίμονες ερωτήσεις για το κατά πόσον θα προχωρήσει στην επιβολή ενός επιπλέον δασμού 100% την 1η Νοεμβρίου εάν δεν υπάρξει συμφωνία, ο Τραμπ εξέφρασε την πεποίθηση πως θα βρεθεί συμβιβαστική λύση: «Δεν θέλω να κάνω προβλέψεις», απάντησε. «Δεν νομίζω πως θα το ήθελαν. Δεν θα ήταν καλό γι’ αυτούς».

Οι Αμερικανοί διαπραγματευτές έχουν επικοινωνήσει με τους Κινέζους ομολόγους τους αφότου το Πεκίνο επέβαλε σαρωτικούς περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών στις αρχές του μήνα, μέτρο στο οποίο η Ουάσιγκτον αντέδρασε με δασμούς 100%.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν τονίσει πως οι κινεζικοί περιορισμοί θα μπορούσαν να διαταράξουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες σε βασικά μέταλλα, ακόμα και σε χώρες που δεν συναλλάσσονται ευθέως με την Κίνα· η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν συνταχθεί με τις ΗΠΑ, καλώντας το Πεκίνο να ανακαλέσει το μέτρο.

Η Κίνα ελέγχει περίπου το 90% της παγκόσμιας επεξεργασίας σπάνιων γαιών, σημείο πάγιας ανησυχίας για τις ΗΠΑ.

Ο Τραμπ σημείωσε ότι οι περιορισμοί αυτοί θα πλήξουν τελικά την κινεζική οικονομία περισσότερο από την αμερικανική. «Κάποια στιγμή, δεν θα μπορούν να κάνουν καμία δουλειά μαζί μας. Αν πληρώσουν αρκετούς δασμούς, είναι σχεδόν σαν να τους λέμε “δεν θέλουμε να συνεργαστούμε”», ανέφερε στις 20 Οκτωβρίου, μετά τη συνάντησή του με τον Αυστραλό πρωθυπουργό Άντονι Αλμπανέζι, όπου ανακοινώθηκε συμφωνία για τα κρίσιμα μέταλλα.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι περιμένει αντίδραση του Πεκίνου που θα περιλαμβάνει χαλάρωση των εξαγωγικών περιορισμών, αυστηροποίηση των ελέγχων στους πρόδρομους χημικών ουσιών για φαιντανύλη και επανέναρξη των εισαγωγών αμερικανικής σόγιας.

Τόνισε επίσης την επιθυμία του για δίκαιους όρους εμπορίου που θα περιορίσουν τη δυσμενή ανισορροπία αμερικανικών επενδύσεων προς την Κίνα.

Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα ζητήσει από τον Σι να συμβάλει στον περιορισμό της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία. «Έχουμε επιβάλει πολύ σκληρές κυρώσεις στη Ρωσία. Είναι αποτελεσματικές, είναι ισχυρές, αλλά θα ήθελα να δω και από την Κίνα να βοηθήσει», ανέφερε εν πτήσει. «Είναι ένα από τα βασικά θέματα που θα θίξω — τη Ρωσία και την Ουκρανία. Χάνουν 7.000 ανθρώπους την εβδομάδα, κυρίως στρατιώτες, και σίγουρα θα το συζητήσουμε. Και ο ίδιος θα ήθελε να δει να τελειώνει αυτό».

Το ταξίδι του Τραμπ στην Ασία περιλαμβάνει σταθμούς στη Μαλαισία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, το πρώτο του στην περιοχή αφότου ανέλαβε για δεύτερη φορά την προεδρία.

Ρωσικές πυρηνικές ασκήσεις εν μέσω διεθνούς κρίσης και διπλωματικών αναταράξεων

Υπό την καθοδήγηση του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, η Ρωσία πραγματοποίησε στις 22 Οκτωβρίου εκτεταμένη άσκηση των στρατηγικών της πυρηνικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων δοκιμαστικών εκτοξεύσεων διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και πυραύλων κρουζ.

Η άσκηση ακολούθησε την ανακοίνωση Πούτιν περί εντατικής ανάπτυξης νέων ρωσικών πυρηνικών όπλων.

Σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, συμμετείχαν όλα τα σκέλη της λεγόμενης πυρηνικής «τριάδας» της Ρωσίας: χερσαίες, θαλάσσιες και εναέριες δυνάμεις.

Οι ασκήσεις συνέπεσαν με την αναβολή της προγραμματισμένης συνόδου κορυφής μεταξύ Πούτιν και του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη Βουδαπέστη.

Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, εκτοξεύθηκε βαλλιστικός πύραυλος Yars από το πεδίο εκτόξευσης του Πλεσέτσκ στη βορειοδυτική Ρωσία, ενώ πύραυλος Sineva εκτοξεύθηκε από το στρατηγικό υποβρύχιο «Bryansk» στη Θάλασσα Μπάρεντς.

Επιπλέον, στρατηγικά βομβαρδιστικά 295MS εξαπέλυσαν πυραύλους κρουζ μεγάλου βεληνεκούς κατά προκαθορισμένων στόχων, σύμφωνα με ανακοίνωση του Κρεμλίνου, το οποίο διευκρίνισε ότι στόχος της άσκησης ήταν η αξιολόγηση της ετοιμότητας των δομών στρατιωτικής διοίκησης, καθώς και της επιχειρησιακής επάρκειας του προσωπικού στη διαχείριση και τον συντονισμό των δυνάμεων.

Όλοι οι επιδιωκόμενοι στόχοι της άσκησης, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές, επιτεύχθηκαν με επιτυχία.

Ο Πούτιν, μιλώντας από το κέντρο διοίκησης του Κρεμλίνου, δήλωσε: «Σήμερα έχουμε προγραμματισμένη άσκηση διοίκησης των στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων, όπως μόλις ανέφερε ο υπουργός Άμυνας. Πάμε να ξεκινήσουμε», σύμφωνα με το πρακτορείο TASS.

Ο ίδιος είχε επιβλέψει παρόμοιες ασκήσεις τον Οκτώβριο τόσο του 2024 όσο και του 2023. Πρόσφατα, τόνισε πως η Ρωσία προχωρά ενεργά στην ανάπτυξη και δοκιμή νέων πυρηνικών όπλων, σημειώνοντας: «Η νεωτερικότητα των μέσων πυρηνικής αποτροπής που διαθέτουμε ξεπερνά κάθε άλλη πυρηνική δύναμη».

Αν και οι ρωσικές Αρχές παρουσίασαν τις πυρηνικές ασκήσεις ως «ρουτίνας», αυτές συνέπεσαν χρονικά με την ανακοίνωση του Τραμπ για αναβολή της συνάντησης με τον Πούτιν στη Βουδαπέστη, όπου επρόκειτο να συζητηθεί μια πιθανή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία.

Ο Τραμπ δικαιολόγησε την αναβολή λέγοντας ότι δεν ήθελε να σπαταλήσει τον χρόνο του. Η απόφαση ελήφθη έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία στις 21 Οκτωβρίου μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάρκο Ρούμπιο, και του Ρώσου ομολόγου του, Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος δήλωσε ότι η Μόσχα αντιτίθεται σε άμεση κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επιθεωρεί μια στρατιωτική άσκηση των πυρηνικών δυνάμεων της χώρας σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, προκειμένου να ελέγξει την ετοιμότητα και τη δομή διοίκησης τους, μέσω βιντεοσύνδεσης από τη Μόσχα, στις 22 Οκτωβρίου 2025. Ευγενική παραχώρηση του Κρεμλίνου.

 

Ο Λαβρόφ υποστήριξε ότι μια τέτοια συμφωνία θα έδινε το περιθώριο στο Κίεβο να επανεξοπλιστεί και θα ενίσχυε, όπως υποστήριξε, τρομοκρατικές ενέργειες, επικαλούμενος τα ουκρανικά πλήγματα σε ρωσικές ενεργειακές υποδομές, όπως μετέδωσε το TASS.

Οι ουκρανικές δυνάμεις εξαπολύουν τελευταία σειρά επιθέσεων με drone μεγάλου βεληνεκούς σε ρωσικό έδαφος, επικεντρώνοντας ιδιαίτερα σε δομές του ενεργειακού τομέα, που αποτελεί βασική πηγή χρηματοδότησης για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Κρεμλίνου.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, κάλεσε τον Τραμπ να παραδώσει στη χώρα του πυραύλους Tomahawk, υποστηρίζοντας ότι η κίνηση αυτή θα ασκούσε ισχυρή πίεση στη Μόσχα για τερματισμό των εχθροπραξιών.

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ καλωσορίζει τον Πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Λευκό Οίκο στις 17 Οκτωβρίου 2025. Tom Brenner/AFP μέσω Getty Images

 

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 22 Οκτωβρίου, ο Ζελένσκι ανέφερε: «Αυτές οι εβδομάδες το επιβεβαίωσαν. Η συζήτηση για τους Tomahawk αποδείχθηκε σημαντική επένδυση στη διπλωματία. Υποχρεώσαμε τη Ρωσία να παραδεχθεί ότι θεωρεί τους Tomahawk ένα χαρτί υψηλής σημασίας. Θα συνεχίσουμε να συντονιζόμαστε με Ευρωπαίους και Αμερικανούς όσον αφορά τις ικανότητες μεγάλου βεληνεκούς».

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δήλωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο αποστολής πυραύλων Tomahawk στην Ουκρανία. Ο Πούτιν ωστόσο προειδοποίησε πως μια τέτοια κίνηση θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις, εάν οι ΗΠΑ χορηγήσουν πυραύλους ικανούς να πλήξουν στόχους στο εσωτερικό της Ρωσίας.

Το σκηνικό των ρωσικών πυρηνικών ασκήσεων διαμορφώνεται περαιτέρω υπό τη σκιά αβεβαιότητας για το μέλλον της Συνθήκης Νέας Μείωσης Στρατηγικών Όπλων (New START), της τελευταίας εναπομείνασας συμφωνίας ελέγχου πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.

Η συνθήκη, που υπεγράφη το 2010 και ανανεώθηκε το 2021, λήγει τον Φεβρουάριο του 2026, περιορίζοντας αμφότερες τις πλευρές σε 700 ανεπτυγμένους διηπειρωτικούς πυραύλους και βομβαρδιστικά, 1.550 ανεπτυγμένες πυρηνικές κεφαλές και 800 εκτοξευτές συνολικά. Εμπίπτουν επίσης στους περιορισμούς και υπερσύγχρονα ρωσικά όπλα, όπως το υπερηχητικό Avangard και ο διηπειρωτικός Sarmat.

Τον Φεβρουάριο του 2023, ο Πούτιν ανακοίνωσε την αναστολή συμμετοχής της Ρωσίας στη συνθήκη, επικαλούμενος «εξαιρετικά εχθρική» πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Η Μόσχα διαμηνύει ότι τηρεί τους βασικούς περιορισμούς σε κεφαλές και συστήματα παράδοσης, αν και παύει να διευκολύνει επιθεωρήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ.

Σε πρόσφατη τοποθέτησή του στο Ρωσικό Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Πούτιν επανέλαβε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επεκτείνει τη συνθήκη κατά έναν ακόμη χρόνο μετά τη λήξη της, εφόσον υπάρξει αμοιβαιότητα από τις ΗΠΑ. «Πιστεύουμε πως η πρόταση αυτή θα έχει ουσία μόνο αν και οι ΗΠΑ ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο και δεν υιοθετήσουν μέτρα που θα διαταράξουν την υπάρχουσα ισορροπία αποτροπής», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο Τραμπ χαιρέτισε την πρόταση της Μόσχας να διατηρηθούν οι περιορισμοί, λέγοντας «Ακούγεται καλή ιδέα», εκφράζοντας την ελπίδα να συμμετάσχουν Ρωσία και Κίνα στις επερχόμενες συνομιλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Ωστόσο, το Πεκίνο έχει απορρίψει την προοπτική τριμερών διαπραγματεύσεων.

Παράλληλα, Βόρεια Κορέα προχώρησε την Τετάρτη σε δοκιμές πολλαπλών βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς. Το Γενικό Επιτελείο της Νότιας Κορέας ανακοίνωσε ότι οι πύραυλοι εκτοξεύθηκαν κοντά στην Πιονγιάνγκ και διένυσαν περίπου 350 χιλιόμετρα προς τα βορειοανατολικά.

Αποσύνδεση ΗΠΑ–Κίνας; Οι εξελίξεις στις σπάνιες γαίες και οι επιπτώσεις για τη βιομηχανία

Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπεσάν σχολίασε τη συνεχιζόμενη διαμάχη ΗΠΑ–Κίνας για τις εξαγωγές σπανίων γαιών κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 15 Οκτωβρίου, δηλώνοντας: «Εάν το Πεκίνο αρνείται να λειτουργήσει ως αξιόπιστος εμπορικός εταίρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ενδέχεται να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να αποσυνδεθούν.»

Παρότι τόνισε ότι η αποσύνδεση – η πλήρης ή σχεδόν πλήρης διακοπή εμπορικών συναλλαγών – δεν είναι ο στόχος της Ουάσιγκτον, ο Μπεσάν πρόσθεσε: «Ενδέχεται όμως να καταστεί αναπόφευκτη, δεδομένης της στάσης της Κίνας στην παρούσα αντιπαράθεση για τις σπάνιες γαίες.»

Ο υπουργός σημείωσε ότι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν καταγράψει πρόσφατα καθυστερήσεις στις παραδόσεις μαγνητών από την Κίνα που περιέχουν σπάνιες γαίες, με τους Κινέζους αξιωματούχους να προσφέρουν μη αξιόπιστες εξηγήσεις για τις καθυστερήσεις.

Προειδοποίησε: «Αν η Κίνα επιθυμεί να παραμένει ένας αναξιόπιστος εταίρος για τον υπόλοιπο κόσμο, ο κόσμος θα υποχρεωθεί να αποσυνδεθεί. Ο κόσμος δεν θέλει την αποσύνδεση· επιδιώκουμε τη μείωση του κινδύνου. Όμως τέτοια μηνύματα συνιστούν ενδείξεις αποσύνδεσης, κάτι που δεν πιστεύουμε ότι επιδιώκει η Κίνα.»

Επανέλαβε: «Ξεκαθαρίζουμε ότι δεν επιθυμούμε την αποσύνδεση. Οφείλουμε να συνεργαστούμε για να μειώσουμε τους κινδύνους και να διαφοροποιήσουμε τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ώστε να απομακρυνθούμε όσο το δυνατόν ταχύτερα από την εξάρτηση από την Κίνα.»

Τον Απρίλιο, το Πεκίνο επέκτεινε τη λίστα ελέγχου εξαγωγών, συμπεριλαμβάνοντας επτά σπάνιες γαίες και μαγνήτες κατασκευασμένους από τρεις εξ αυτών – μία κίνηση με επιπτώσεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες των κλάδων άμυνας, ηλεκτρονικών και αυτοκινητοβιομηχανίας.

Η απόφαση αυτή ακολούθησε τους υψηλούς δασμούς που επέβαλε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στα κινεζικά προϊόντα, με στόχο, όπως τόνισε η κυβέρνησή του, την επαναφορά ισορροπίας σε αθέμιτες εμπορικές σχέσεις και τον περιορισμό των εισόδων φαιντανύλης στις ΗΠΑ.

Όπως σημείωσε ο Μπεσάν: «Έκτοτε, οι εξαγωγές σπανίων γαιών γνώρισαν έντονες διακυμάνσεις.»

Τον Ιούλιο, Ουάσιγκτον και Πεκίνο κατέληξαν σε ένα πλαίσιο διευκόλυνσης μεταφορών, παγώνοντας το μεγαλύτερο μέρος των υψηλών δασμών για 90 ημέρες. Ωστόσο, οι διακοπές στις παραδόσεις συνεχίστηκαν και στις 9 Οκτωβρίου η Κίνα προσέθεσε πέντε νέες σπάνιες γαίες και δεκάδες τεχνολογίες επεξεργασίας στη λίστα των περιορισμένων εξαγωγών, γεγονός που προκάλεσε ανησυχία στην Ουάσιγκτον.

Ο Τραμπ κατηγόρησε το Πεκίνο για: «Δόλιες και εχθρικές ενέργειες» και απείλησε με νέους δασμούς 100% στα κινεζικά προϊόντα.

Ο Μπεσάν διευκρίνισε την Τετάρτη ότι οι συνομιλίες με τους Κινέζους ομολόγους του συνεχίζονται και επανέλαβε την πρόθεση της κυβέρνησης να αποφύγει την κλιμάκωση: «Όπως δήλωσε ο πρόεδρος, στόχος μας είναι να βοηθήσουμε την Κίνα, όχι να της προκαλέσουμε ζημιά. Αν ορισμένοι στην κινεζική κυβέρνηση επιχειρούν να επιβραδύνουν την παγκόσμια οικονομία μέσα από απογοητευτικές ενέργειες και οικονομικούς εξαναγκασμούς, η Κίνα θα υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες. Κι ας μην υπάρχει αμφιβολία: πρόκειται για την Κίνα απέναντι στον κόσμο. Επέβαλαν απαράδεκτους περιορισμούς εξαγωγών σε ολόκληρο τον κόσμο.»

Εργάτες χρησιμοποιούν μηχανήματα για να σκάψουν σε ένα ορυχείο σπάνιων γαιών στην κομητεία Ganxian, στην επαρχία Jiangxi της Κίνας, στις 30 Δεκεμβρίου 2010. Chinatopix μέσω AP

 

Σε ξεχωριστή παρέμβαση σε εκδήλωση του CNBC, ο Μπεσάν υπογράμμισε ότι οι νέοι περιορισμοί της Κίνας στις σπάνιες γαίες αναδεικνύουν την ανάγκη οι ΗΠΑ να δημιουργήσουν δικές τους αλυσίδες εφοδιασμού κρίσιμων ορυκτών: «Όταν γίνονται ανακοινώσεις σαν της τρέχουσας εβδομάδας για τις σπάνιες γαίες από την Κίνα, γίνεται σαφές ότι πρέπει είτε να αποκτήσουμε αυτάρκεια είτε να στηριχθούμε στους συμμάχους μας.»

Τόνισε την ανάγκη για: «Βιομηχανική πολιτική» και επιμονή ότι απέναντι σε μια μη-αγοραία οικονομία όπως η κινεζική, απαιτούνται ιδιαίτερα μέτρα.

Ο Μπεσάν ανέφερε χαρακτηριστικά: «Για είκοσι χρόνια, κάθε φορά που κάποιος σε μια οικονομία της αγοράς προσπαθούσε να δημιουργήσει μονάδα επεξεργασίας ή διύλισης, η Κίνα επενέβαινε, έριχνε τις τιμές και τους οδηγούσε σε λουκέτο. Θα ορίσουμε, λοιπόν, ελάχιστες τιμές και θα κάνουμε προαγορές ώστε να μη ξανασυμβεί αυτό. Και θα εφαρμόσουμε τέτοια μέτρα σε διάφορους κλάδους.»

Ερωτηθείς αν ενδέχεται η κυβέρνηση να αποκτήσει μερίδια σε φαρμακευτικές ή αμυντικές εταιρείες στο πλαίσιο της βιομηχανικής της πολιτικής, ο Μπεσάν απάντησε: «Δεν χρειάζεται να φτάσουμε τόσο μακριά. Ίσως χρειαστεί, ως ο μεγαλύτερός τους πελάτης, να τους ενθαρρύνουμε να επενδύσουν περισσότερα στην έρευνα και να μειώσουν τις επαναγορές μετοχών.»

Απαντώντας στους επικριτές που χαρακτηρίζουν τέτοια μέτρα σοσιαλιστικά ή κατηγορούν την κυβέρνηση για επιλογή «νικητών και ηττημένων», ο Μπεσάν τόνισε την ανάγκη αυτοσυγκράτησης: «Πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί ώστε να μην το παρακάνουμε. Οφείλουμε να επανεξετάζουμε διαρκώς: Έχουμε επιτύχει τον στόχο μας; Κι αν ναι, προχωρούμε παρακάτω.»

Προειδοποίησε δε ότι τα χρόνια έλλειψης βιομηχανικής πολιτικής επέτρεψαν στην Κίνα να κυριαρχήσει στις σπάνιες γαίες, αφήνοντας τις ΗΠΑ ευάλωτες: «Οφείλουμε να είμαστε σε διαρκή επαγρύπνηση. Εδώ και 20–25 χρόνια, δεν ήμασταν αρκετά προσεκτικοί.»

Αναφέρθηκε και στο ιστορικό της υπόθεσης: «Η κορυφαία κινεζική εταιρεία σπανίων γαιών ανήκε κάποτε στη General Motors. Οι Κινέζοι την αγόρασαν το 1995. Η CFUS, την οποία προεδρεύω, η Επιτροπή για Ξένες Επενδύσεις στις ΗΠΑ, είχε θέσει ως όρο να παραμείνει η εταιρεία πέντε χρόνια στις ΗΠΑ. Ξέρετε τι έγινε; Μετά από πέντε χρόνια και μία μέρα, επέστρεψε στην Κίνα. Αυτό συνέβη γιατί κανείς δεν πρόσεχε, όλοι κοιμούνταν στο τιμόνι.»

Κατέληξε με σαφή αποφασιστικότητα: «Δεν πρόκειται να πιαστούμε ξανά στον ύπνο.»

Η Τακάιτσι νέα αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος της Ιαπωνίας – Οδεύει προς την πρωθυπουργία

Το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP) της Ιαπωνίας εξέλεξε στις 4 Οκτωβρίου την πρώην υπουργό Οικονομικής Ασφάλειας Σανάε Τακάιτσι ως νέα του αρχηγό, ανοίγοντάς της τον δρόμο για να γίνει η επόμενη πρωθυπουργός της χώρας, σε κοινοβουλευτική ψηφοφορία που αναμένεται στα μέσα Οκτωβρίου.

Η 64χρονη Τακάιτσι, γνωστή για τον έντονα συντηρητικό της προσανατολισμό και τη σκληρή της στάση απέναντι στην Κίνα, επικράτησε του μετριοπαθούς αντιπάλου της, Σιντζίρο Κοϊζούμι, με 185 ψήφους έναντι 156, σε δεύτερο γύρο ψηφοφορίας που διεξήχθη στα κεντρικά γραφεία του LDP στο Τόκιο. Η νίκη της την καθιστά την πρώτη γυναίκα πρόεδρο κόμματος στην Ιαπωνία και, σχεδόν βέβαια, την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό της χώρας, καθώς το LDP εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης παραμένουν κατακερματισμένα και αδύναμα να διαμορφώσουν κοινό μέτωπο.

Κάλεσμα για ενότητα και ανασυγκρότηση

Λίγο μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, η Τακάιτσι κάλεσε σε ενότητα και ανανέωση στο εσωτερικό του κόμματος, το οποίο έχει πληγεί από σκάνδαλα και εκλογικές ήττες. Τόνισε ότι, περισσότερο από χαρά, αισθάνεται το βάρος των προκλήσεων που βρίσκονται μπροστά, υπογραμμίζοντας πως όλα τα μέλη του κόμματος πρέπει να συνεργαστούν ενωμένα, πέρα από γενιές, για να αναδομήσουν το LDP. Επεσήμανε ότι «όλοι θα πρέπει να εργαστούν ακούραστα», δίνοντας έμφαση στην ανάγκη συλλογικής προσπάθειας.

Η εσωκομματική αναμέτρηση ήρθε μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Σιγκερού Ισίμπα στις αρχές Σεπτεμβρίου, ύστερα από μόλις έναν χρόνο στην εξουσία και δύο εκλογικές ήττες. Η αλλαγή ηγεσίας πραγματοποιείται σε μια περίοδο οικονομικής αβεβαιότητας, κοινωνικών μετασχηματισμών και εντεινόμενων γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή Ασίας–Ειρηνικού.

Θαυμάστρια της πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου Μάργκαρετ Θάτσερ και προστατευόμενη του αείμνηστου Σίνζο Άμπε, η Τακάιτσι έχει υπερασπιστεί με συνέπεια τη συντηρητική πολιτική γραμμή του Άμπε και έχει επισκεφθεί επανειλημμένα τον Ναό Γιασουκούνι – σημείο τριβής στις σχέσεις της Ιαπωνίας με τους ασιατικούς της γείτονες. Η νίκη της αναμένεται να καθησυχάσει τη συντηρητική βάση του LDP, αλλά ενδέχεται να περιπλέξει τη διπλωματία της χώρας με την Κίνα και τη Νότια Κορέα.

Οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας

Σε πρόσφατο άρθρο της στην εφημερίδα The Epoch Times, η διεθνής αναλύτρια Σάσα Χάννιγκ επεσήμανε ότι ο επόμενος ηγέτης της Ιαπωνίας αναλαμβάνει την εξουσία σε μια περιοχή γεμάτη κινδύνους, όπου η επιθετική στάση της Κίνας και η αστάθεια γύρω από την Ταϊβάν, τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα αναδιαμορφώνουν τα δεδομένα ασφάλειας. Η Χάννιγκ τόνισε ότι ο διπλασιασμός του αμυντικού προϋπολογισμού της Ιαπωνίας στο 2% του ΑΕΠ και η εθνική στρατηγική ασφάλειας του 2022 σηματοδοτούν μια μετα-ειρηνιστική στροφή, που απαιτεί από τον νέο ηγέτη να εξισορροπήσει την αποτροπή με τη διπλωματία.

Η αναλύτρια προσέθεσε ότι οι επιλογές της νέας πρωθυπουργού θα είναι καθοριστικές για τον ρόλο της Ιαπωνίας στη διαμόρφωση του μέλλοντος της περιοχής, απαιτώντας συνδυασμό στρατηγικής διορατικότητας, διπλωματικής ευελιξίας και εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να μπορέσει να κινηθεί αποτελεσματικά σε ένα ολοένα και πιο ταραχώδες διεθνές περιβάλλον.

Αν επιβεβαιωθεί από το κοινοβούλιο, η Τακάιτσι θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπη με την πρώτη της διπλωματική δοκιμασία: μια πιθανή συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στα τέλη Οκτωβρίου, πριν από τη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας–Ειρηνικού (APEC) στη Νότια Κορέα. Η ίδια έχει δηλώσει ότι θα καταστήσει τη συμμαχία Ιαπωνίας–Ηνωμένων Πολιτειών θεμέλιο της εξωτερικής της πολιτικής, τονίζοντας πως είναι ζωτικής σημασίας να επιβεβαιωθεί η ενίσχυσή της. Παράλληλα, έχει επισημάνει ότι η Ιαπωνία πρέπει να εμβαθύνει τη συνεργασία της με χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και οι Φιλιππίνες, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο Ινδο–Ειρηνικός θα παραμείνει ελεύθερος και ανοικτός.

Οι διεθνείς αντιδράσεις

Η εκλογή της Τακάιτσι προκάλεσε άμεσες διεθνείς αντιδράσεις. Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ιαπωνία, Τζορτζ Γκλας, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία συνεχάρη την Τακάιτσι για την εκλογή της ως 29ης προέδρου του LDP και πρώτης γυναίκας ηγέτιδας του κόμματος, εκφράζοντας την προσδοκία να συνεργαστεί στενά μαζί της για την ενίσχυση και ανάπτυξη της διμερούς συνεργασίας σε όλους τους τομείς.

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, εξέφρασε μέσω της πλατφόρμας X τα «θερμότερα και ειλικρινέστερα συγχαρητήριά του», χαρακτηρίζοντας την Τακάιτσι «σταθερή φίλη της Ταϊβάν» και εκφράζοντας την ελπίδα ότι η ηγεσία της θα ανοίξει ένα «νέο στάδιο συνεργασίας» στους τομείς του εμπορίου, της ασφάλειας και της τεχνολογίας.

Αντίθετα, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας αντέδρασε συγκρατημένα, χαρακτηρίζοντας το αποτέλεσμα «εσωτερική υπόθεση της Ιαπωνίας». Σε δήλωσή του, το γραφείο του εκπροσώπου Τύπου τόνισε ότι το Πεκίνο ελπίζει ότι η ιαπωνική κυβέρνηση θα προωθήσει μια «στρατηγική και αμοιβαία επωφελή σχέση».

Η επιλογή της Τακάιτσι ενισχύει τη συντηρητική εικόνα του LDP στο εσωτερικό, ωστόσο μεγάλο μέρος της προσοχής της αναμένεται να στραφεί στο διεθνές πεδίο, όπου η Ιαπωνία καλείται να κινηθεί ανάμεσα στην όλο και πιο τεταμένη σχέση ΗΠΑ–Κίνας και στις μεταβαλλόμενες περιφερειακές συμμαχίες.

Προειδοποίηση Πούτιν για επικίνδυνη κλιμάκωση με αποστολή Tomahawk στην Ουκρανία

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προειδοποίησε ότι η ενδεχόμενη αποστολή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς Tomahawk από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία θα συνιστούσε σοβαρή κλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης.

Μιλώντας στις 2 Οκτωβρίου στο φόρουμ Valdai στο Σότσι, ο Πούτιν τόνισε: «Οποιαδήποτε απόφαση των ΗΠΑ να προμηθεύσουν την Ουκρανία με πυραύλους Tomahawk μακράς εμβέλειας θα σημάνει επικίνδυνη κλιμάκωση της σύγκρουσης και θα προκαλέσει μακρόχρονες βλάβες στις σχέσεις Μόσχας-Ουάσιγκτον».

Υπογράμμισε μάλιστα: «Αυτό θα ήταν ένα εντελώς νέο, ποιοτικά νέο στάδιο κλιμάκωσης, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών», αναφερόμενος στην εμβέλεια των πυραύλων που φθάνει τα 2.500 χιλιόμετρα και θα μπορούσαν να πλήξουν ακόμη και τη Μόσχα σε περίπτωση εκτόξευσης από το ουκρανικό έδαφος.

Αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που συνιστούν οι Tomahawk, ο Πούτιν διαβεβαίωσε ότι η ρωσική αεράμυνα θα προσαρμοστεί γρήγορα, προσθέτοντας: «Αυτό σίγουρα δεν θα αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στο πεδίο της μάχης» και υπογραμμίζοντας πως οι ρωσικές δυνάμεις εξακολουθούν να σημειώνουν πρόοδο στην Ουκρανία.

Σε απάντηση στο ουκρανικό αίτημα για Tomahawk, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς επιβεβαίωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση εξετάζει το σχετικό αίτημα, συμπληρώνοντας: «Εξετάζουμε πολλά αιτήματα από Ευρωπαίους συμμάχους», ενώ σημείωσε ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα αποφασίσει με γνώμονα το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Πούτιν απάντησε και στην πρόσφατη κριτική του προέδρου Τραμπ, ο οποίος χαρακτήρισε τη Ρωσία «χάρτινη τίγρη» λόγω της αδυναμίας της να νικήσει την Ουκρανία ύστερα από χρόνια πολέμου. «Αντιμετωπίζουμε ολόκληρο το μπλοκ του ΝΑΤΟ και προχωρούμε, σημειώνουμε επιτυχίες και νιώθουμε αυτοπεποίθηση. Αν η Ρωσία είναι μια χάρτινη τίγρη, τότε τι είναι το ΝΑΤΟ; Επίσης χάρτινη τίγρη; Ασχοληθείτε λοιπόν με αυτήν τη χάρτινη τίγρη», σχολίασε ο Ρώσος πρόεδρος.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και αξιωματούχοι του Κρεμλίνου. Ο εκπρόσωπος Τύπου Ντμίτρι Πεσκόφ, σχολιάζοντας το ενδεχόμενο μεταφοράς Tomahawk, δήλωσε: «Οποιαδήποτε μεταφορά Tomahawk αποτελεί επικίνδυνη ενέργεια που δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη».

Ο Πεσκόφ σημείωσε ακόμη ότι η αμερικανική ηγεσία έχει αναφερθεί σε πιθανά πλήγματα βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος, προσθέτοντας: «Πρόκειται σαφώς για ανησυχητική εξέλιξη την οποία η Μόσχα δεν μπορεί να αγνοήσει».

Επιπλέον, κατηγόρησε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους πως επιτρέπουν στην Ουκρανία να πλήττει ρωσικούς στόχους, επισημαίνοντας ότι το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ ήδη παρέχουν πληροφορίες στο πεδίο της μάχης. «Η αξιοποίηση και παροχή ολόκληρης της υποδομής του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Πολιτειών για τη συλλογή και μεταβίβαση πληροφοριών στους Ουκρανούς είναι προφανής», υπογράμμισε ο Πεσκόφ.

Μέχρι στιγμής, ο Λευκός Οίκος δεν έχει σχολιάσει τις δηλώσεις Πεσκόφ ούτε έχει επιβεβαιώσει αν εξετάζει την παροχή πληροφοριών για πλήγματα βαθιά στο ρωσικό έδαφος.

Το Κρεμλίνο κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι καθοδηγούν επιθέσεις βαθιά στη Ρωσία

Το Κρεμλίνο δήλωσε στις 2 Οκτωβρίου ότι θεωρεί πως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ παρέχουν ήδη στην Ουκρανία τακτική πληροφοριακή υποστήριξη στο πεδίο της μάχης, αντιδρώντας σε δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου σύμφωνα με τα οποία η Ουάσιγκτον ετοιμάζεται να μοιραστεί πιο συγκεκριμένα δεδομένα στόχευσης για επιθέσεις βαθιά στο ρωσικό έδαφος.

Σύμφωνα με τη Wall Street Journal και το Reuters, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν το ενδεχόμενο να δώσουν στο Κίεβο πληροφορίες για τη ρωσική ενεργειακή υποδομή, όπως διυλιστήρια, αγωγούς και μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Τα ίδια δημοσιεύματα ανέφεραν ότι η Ουάσιγκτον έχει ζητήσει και από τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ να παρέχουν παρόμοια στήριξη, ενώ ταυτόχρονα σταθμίζει το αν θα στείλει στην Ουκρανία πυραύλους μεγαλύτερης εμβέλειας.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, υποστήριξε ενώπιον δημοσιογράφων στη Μόσχα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μεταδίδουν τακτικά πληροφορίες στην Ουκρανία σε διαδικτυακή βάση, τονίζοντας ότι η χρήση ολόκληρης της υποδομής του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ για τη συλλογή και μεταφορά πληροφοριών προς το Κίεβο είναι προφανής.

Ο Λευκός Οίκος δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού για τις δηλώσεις του Πεσκόφ ούτε επιβεβαίωσε αν πράγματι η κυβέρνηση Τραμπ σκοπεύει να παράσχει πληροφορίες για στόχους που σχετίζονται με την ενεργειακή υποδομή μεγάλης εμβέλειας εντός της Ρωσίας.

Οι ρωσικοί πύραυλοι υπερισχύουν των αμυντικών συστημάτων

Όλο και πιο δύσκολη γίνεται η άμυνα για την Ουκρανία, που αντιμετωπίζει τώρα αναβαθμισμένες τακτικές των ρωσικών πυραύλων.

Σύμφωνα με αναφορά της Financial Times, τον Ιούλιο οι ουκρανικές δυνάμεις αναχαίτισαν το 37% των ρωσικών βαλλιστικών πυραύλων, ποσοστό που τον Σεπτέμβριο κατέρρευσε μόλις στο 6%. Η εφημερίδα απέδωσε την πτώση αυτή σε βελτιώσεις στα ρωσικά συστήματα, οι οποίες καθιστούν τις επιθέσεις των πυραύλων πιο αποτελεσματικές.

Οι πύραυλοι πλέον δεν ακολουθούν προβλέψιμη τροχιά, αλλά ελίσσονται απότομα στο τελικό στάδιο – είτε βυθίζονται κάθετα είτε αλλάζουν κατεύθυνση – ώστε να παρακάμψουν τα αμερικανικά συστήματα Patriot. Ένας Ουκρανός αξιωματούχος που επικαλείται το ρεπορτάζ χαρακτήρισε την εξέλιξη αυτή ως «παράγοντα που αλλάζει το παιχνίδι» υπέρ της Ρωσίας.

Ανάλογη εκτίμηση παρουσίασε και η αμερικανική Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών (Defense Intelligence Agency – DIA), η οποία ανέφερε ότι η Ουκρανία δυσκολεύεται να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τα Patriot εξαιτίας των νέων ρωσικών τακτικών, όπως οι ελιγμοί αλλαγής πορείας αντί της παραδοσιακής βαλλιστικής τροχιάς.

Η ίδια εκτίμηση σημείωσε ότι η Ρωσία έχει βελτιώσει και την τακτική χρήσης πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών, συνδυάζοντας αλλαγές ύψους και επιθέσεις περικύκλωσης, ιδιαίτερα γύρω από το Κίεβο, με σκοπό να κατακλύζει τα ραντάρ από πολλαπλές κατευθύνσεις.

Εκτός από πυραύλους, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν επεκτείνει τη χρήση μη επανδρωμένων οχημάτων με οπτική ίνα που δεν επηρεάζονται από παρεμβολές, ενώ έχουν αναπτύξει και μη επανδρωμένα οχημάτα (τα λεγόμενα «sleep and shoot»), τα οποία παραμένουν ανενεργά στο πεδίο μάχης μέχρι να ενεργοποιηθούν και να πλήξουν ουκρανικά οχήματα.

Η DIA υπογράμμισε ότι αυτές οι προσαρμογές αντανακλούν μια συνεχή προσπάθεια της Μόσχας να εντοπίζει αδυναμίες στην ουκρανική αεράμυνα και να προσαρμόζεται ταχύτερα απ’ ό,τι μπορούν να ανταποκριθούν το Κίεβο και οι δυτικοί εταίροι του με τα συστήματα Patriot και άλλα μέσα αναχαίτησης.

Το αίτημα της Ουκρανίας για Tomahawk

Οι εξελίξεις αυτές συμπίπτουν με το αίτημα της Ουκρανίας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για την απόκτηση πυραύλων Tomahawk, με εμβέλεια 1.550 μιλίων, αρκετή ώστε να πλήξουν τη Μόσχα και το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ρωσίας αν εκτοξευτούν από ουκρανικό έδαφος.

Η Ουκρανία έχει αναπτύξει και δικό της πύραυλο μεγάλης εμβέλειας με την ονομασία Flamingo, ωστόσο η ποσότητα παραγωγής του παραμένει άγνωστη καθώς βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο.

Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Ντ. Βανς επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση εξετάζει το αίτημα του Κιέβου, ενώ η τελική απόφαση αναμένεται από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Ο Βανς ανέφερε σε συνέντευξή του στο Fox News ότι η κυβέρνηση μελετά το αίτημα και γενικότερα διάφορες προτάσεις από τους Ευρωπαίους, διευκρινίζοντας πως οι αποφάσεις του προέδρου καθοδηγούνται αποκλειστικά με γνώμονα το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ρωσική προειδοποίηση για κλιμάκωση

Η Μόσχα έχει προειδοποιήσει ότι οποιαδήποτε αμερικανική μεταβίβαση πυραύλων Tomahawk θα συνιστούσε «επικίνδυνη» κλιμάκωση. Ο Πεσκόφ ανέφερε στις 2 Οκτωβρίου, σύμφωνα με το ρωσικό κρατικό πρακτορείο Tass, ότι μια τέτοια κίνηση θα απαιτούσε απάντηση από τη Ρωσία.

Τόνισε ότι αξιωματούχοι της αμερικανικής ηγεσίας έχουν μιλήσει δημόσια το τελευταίο διάστημα για πιθανές προμήθειες τέτοιων πυραύλων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν αποκλείουν επιθέσεις βαθιά εντός ρωσικού εδάφους. Κατέληξε ότι αυτό αποτελεί «επικίνδυνο σύμπτωμα» που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τη Μόσχα και προειδοποίησε πως, αν υλοποιηθεί, θα σημαίνει νέα σοβαρή κλιμάκωση της έντασης που θα απαιτήσει ανάλογη ρωσική αντίδραση.