Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Ο Ζελένσκι λέει ότι η συνάντηση του Βατικανού με τον Τραμπ ήταν η καλύτερη μέχρι στιγμής

Σημαντική στροφή στις σχέσεις Ουκρανίας–ΗΠΑ σηματοδοτεί η πρόσφατη συνάντηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι με τον Ντόναλντ Τραμπ στο Βατικανό, με τον Ουκρανό πρόεδρο να χαρακτηρίζει την επαφή ως την «πιο ουσιαστική» που έχουν πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα.

Μιλώντας στους δημοσιογράφους στο Κίεβο στις 2 Μαΐου, ο Ζελένσκι τόνισε ότι η συνάντηση με τον Τραμπ—στο περιθώριο της κηδείας του Πάπα Φραγκίσκου στις 26 Απριλίου—άλλαξε το κλίμα μεταξύ των δύο ηγετών, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στην ουσία των ζητημάτων.

«Πιστεύω πως η συνομιλία μας με τον Πρόεδρο Τραμπ ήταν η καλύτερη έως τώρα. Ίσως ήταν η πιο σύντομη, όμως σίγουρα η πιο ουσιαστική. Με απόλυτο σεβασμό προς τις ομάδες μας, η απευθείας συζήτηση απέδωσε τα μέγιστα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ουκρανός πρόεδρος.

Η τετ α τετ συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε ιδιαίτερο χώρο εντός της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, με τους δύο ηγέτες να παραμερίζουν τις διπλωματικές τυπικότητες και να επιτυγχάνουν, όπως είπε ο Ζελένσκι, «την κατάλληλη ατμόσφαιρα για ουσιαστικό διάλογο».

Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του, ανήμερα της υπογραφής της πολυαναμενόμενης συμφωνίας ΗΠΑ–Ουκρανίας για τα στρατηγικά ορυκτά, ο Ζελένσκι συνέχισε να πλέκει το εγκώμιο της συνάντησης με τον Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς τη «σημαντική» και γεμάτη περιεχόμενο.

«Αναμένουμε περαιτέρω απτά αποτελέσματα από την επαφή μας. Η συνάντηση ήταν ουσιαστική — εκμεταλλευτήκαμε και το τελευταίο λεπτό. Τον ευχαριστώ για αυτό, όπως και τις ομάδες μας, τόσο της Ουκρανίας όσο και των ΗΠΑ. Η προετοιμασία της συμφωνίας έγινε με επαγγελματισμό, παρά τις δυσκολίες», σημείωσε.

Υπενθυμίζεται ότι η διαπραγμάτευση για τη συμφωνία ορυκτών μεταξύ ΗΠΑ και Ουκρανίας εξελισσόταν με εντάσεις τις εβδομάδες που ακολούθησαν την επίσκεψη Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο στα τέλη Φεβρουαρίου.

Ο ίδιος ο Ζελένσκι χαρακτήρισε την υπογραφή της συμφωνίας ως το πρώτο συγκεκριμένο αποτέλεσμα της συνάντησης στο Βατικανό, τονίζοντας πως αυτή η εξέλιξη έχει ιστορικό χαρακτήρα για τη χώρα του.

«Είναι το πρώτο χειροπιαστό αποτέλεσμα εκείνης της συνάντησης — κάτι που καθιστά τη στιγμή πραγματικά ιστορική», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Βάσει των όρων της συμφωνίας, θεσπίζεται νέο επενδυτικό ταμείο για την ενίσχυση της ανοικοδόμησης, της βιομηχανικής ανάπτυξης και της αμυντικής υποδομής στην Ουκρανία. Η εποπτεία θα ασκείται από μικτό συμβούλιο με ίσο αριθμό Ουκρανών και Αμερικανών εκπροσώπων.

Ο Ουκρανός πρόεδρος κάλεσε την ουκρανική Βουλή (Βερχόβνα Ράντα) να επικυρώσει άμεσα τη συμφωνία, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για «πραγματική ισότιμη συνεργασία» που θα αποφέρει οικονομικά οφέλη και στις δύο πλευρές, θωρακίζοντας παράλληλα την κυριαρχία της χώρας.

Οι τοποθετήσεις Ζελένσκι έρχονται σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνουν στροφή στη διαμεσολαβητική τους τακτική όσον αφορά τη σύγκρουση Ουκρανίας–Ρωσίας. Όπως ανέφερε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσιγκτον την 1η Μαΐου, η αμερικανική κυβέρνηση εξακολουθεί να στηρίζει την ειρηνευτική διαδικασία, αλλά δεν προτίθεται πλέον να διαδραματίζει τον ρόλο του βασικού μεσολαβητή. «Η προσέγγισή μας πλέον αλλάζει — δεν είμαστε εμείς οι διαμεσολαβητές… Η απόφαση και οι πρωτοβουλίες πλέον βαραίνουν τις δύο πλευρές», υπογράμμισε η Τάμι Μπρους.

«Τώρα είναι η ώρα να παρουσιάσουν και να αναπτύξουν σαφείς ιδέες για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Εναπόκειται πλέον σε αυτούς», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, στην προεκλογική του εκστρατεία για το 2024, είχε θέσει ως βασική προτεραιότητα τη γρήγορη διευθέτηση του ουκρανικού μετώπου, υποσχόμενος ότι θα επιτύχει συμφωνία ειρήνης σε μικρό χρονικό διάστημα. Την περασμένη εβδομάδα, από τη Ρώμη, λίγο πριν τη συνάντησή του με τον Ζελένσκι, δήλωσε ότι Μόσχα και Κίεβο βρίσκονται «πολύ κοντά σε συμφωνία», καθώς τα βασικά ζητήματα έχουν, κατά δήλωσή του, συμφωνηθεί.

«Οι δύο πλευρές είναι πολύ κοντά σε συμφωνία — πρέπει πια να συναντηθούν σε ανώτατο επίπεδο για να κλείσουν τη διαπραγμάτευση», ανέφερε σε ανάρτησή του στο Truth Social.

Παράλληλα, ο Τραμπ έχει αφήσει να εννοηθεί πως μια ειρηνευτική λύση θα περιλαμβάνει εδαφικούς συμβιβασμούς εκ μέρους της Ουκρανίας—κάτι που ο Ζελένσκι εξακολουθεί να απορρίπτει κατηγορηματικά.

Ο δασμός 25% των ΗΠΑ στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων τίθεται σε ισχύ

Ένας δασμός 25% στα εισαγόμενα ανταλλακτικά αυτοκινήτων τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαΐου, σηματοδοτώντας ένα σημαντικό βήμα στην προσπάθεια του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να μειώσει την εξάρτηση των ΗΠΑ από ξένες αλυσίδες εφοδιασμού και να ενισχύσει τις εγχώριες θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό κλάδο.

Οι νέοι δασμοί — που εγκρίθηκαν βάσει διακήρυξης της 26ης Μαρτίου — ισχύουν για βασικά εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται σε επιβατικά οχήματα και ελαφρά φορτηγά, συμπεριλαμβανομένων κινητήρων, κιβωτίων ταχυτήτων και ηλεκτρικών συστημάτων.

Οι δασμοί επηρεάζουν τις εισαγωγές από όλες τις χώρες, αν και τα εξαρτήματα που πληρούν τις απαιτήσεις της Συμφωνίας ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (USMCA) εξαιρούνται, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η στενά συνδεδεμένη αλυσίδα εφοδιασμού αυτοκινήτων της Βόρειας Αμερικής.

Σύμφωνα με τις ενημερωμένες οδηγίες που εξέδωσε η Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των ΗΠΑ (CBP) την Πέμπτη, τα εξαρτήματα που συμμορφώνονται με την USMCA δεν θα υπόκεινται στους νέους δασμούς, εφόσον δεν αποτελούν μέρος κιτ αποσυναρμολόγησης ή συσκευασιών χύμα εξαρτημάτων που προορίζονται για συναρμολόγηση.

Οι δασμοί αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης ατζέντας εμπορικής πολιτικής που περιλαμβάνει προηγούμενους δασμούς σε εισαγόμενα οχήματα και χάλυβα. Ωστόσο, εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ στις 29 Απριλίου απαγορεύει την επικάλυψη δασμών — γνωστή ως «στοίβαξη» — στο ίδιο είδος. Η εντολή αποσκοπεί στην αποτροπή της συσσώρευσης πολλαπλών δασμών και στη μείωση του κόστους για τους κατασκευαστές που δραστηριοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Για να μετριάσει περαιτέρω τον αντίκτυπο στους εγχώριους παραγωγούς, η κυβέρνηση αποκάλυψε επίσης μια «αντιστάθμιση προσαρμογής εισαγωγών». Διαθέσιμο σε αυτοκινητοβιομηχανίες που πραγματοποιούν τελική συναρμολόγηση οχημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πρόγραμμα τούς επιτρέπει να μειώσουν τις δασμολογικές τους υποχρεώσεις σε εισαγόμενα εξαρτήματα ανάλογα με τη συνολική εγχώρια παραγωγή τους.

Συγκεκριμένα, οι κατασκευαστές μπορούν να αντισταθμίσουν το 3,75% της συνολικής αξίας της προτεινόμενης τιμής λιανικής (MSRP) του κατασκευαστή για τα οχήματα που συναρμολογούνται στις ΗΠΑ και παράγονται από τις 3 Απριλίου 2025 έως τις 30 Απριλίου 2026, και το 2,5% για εκείνα που θα συναρμολογούνται το επόμενο έτος. Η αντιστάθμιση αντιστοιχεί περίπου σε εισαγόμενα ανταλλακτικά που αποτελούν το 15% της αξίας ενός οχήματος κατά το πρώτο έτος και στο 10% κατά το δεύτερο έτος.

Σε μια διακήρυξη, ο Τραμπ δήλωσε ότι η αναθεωρημένη δομή των δασμών θα «εξαλείψει πιο αποτελεσματικά την απειλή για την εθνική ασφάλεια» επιταχύνοντας την απομάκρυνση από την παραγωγή στο εξωτερικό και ενισχύοντας την ικανότητα των ΗΠΑ να παράγουν κρίσιμα εξαρτήματα αυτοκινήτων.

Ένα ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου, που συνοδεύει τη διακήρυξη, υπογράμμισε το μέγεθος της πρόκλησης. Το 2024, μόνο το 25% του περιεχομένου των οχημάτων που πωλούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αμερικανικής κατασκευής. Παρόλο που 8 εκατομμύρια οχήματα συναρμολογήθηκαν στη χώρα, το μέσο αμερικανικό περιεχόμενό τους κυμαινόταν μεταξύ 40 και 50%. Η χώρα παρουσίασε επίσης εμπορικό έλλειμμα 93,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ανταλλακτικά αυτοκινήτων.

Ενώ η κυβέρνηση Τραμπ λέει ότι οι δασμοί τελικά θα αναζωογονήσουν την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, οι αναλυτές του κλάδου προειδοποιούν για βραχυπρόθεσμες συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων υψηλότερων τιμών και διαταραχών εφοδιασμού.

Πρόσφατη εκτίμηση του Κέντρου Έρευνας Αυτοκινήτων προέβλεψε ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να αυξήσουν το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ έως και 108 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο φέτος.

Η Στέφανι Μπρίνλεϋ, αναπληρώτρια διευθύντρια αυτοκινητιστικών πληροφοριών στην S&P Global, προειδοποίησε ότι οι πιο σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγή και τις πωλήσεις είναι πιθανό να εμφανιστούν το 2026.

«Με βάση τη δραστηριότητα των τελευταίων τριών μηνών και την πορεία των τελευταίων ενεργειών σε όλο τον κόσμο, ο αντίκτυπος των δασμών ενδέχεται να έχει τεράστιο βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στις παγκόσμιες πωλήσεις και παραγωγή, με τις ΗΠΑ και τη Βόρεια Αμερική να βιώνουν τον χειρότερο αντίκτυπο», έγραψε σε σημείωμα.

Ενώ ο πλήρης αντίκτυπος των δασμών στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων μπορεί να μην γίνει άμεσα αισθητός, η εφαρμογή του στις 3 Μαΐου αποτελεί ένα ακόμη ορόσημο στην επαναφορά της παγκόσμιας εμπορικής πολιτικής του Τραμπ.

Η Microsoft υπόσχεται να αντιταχθεί σε οποιαδήποτε εντολή κράτους για την αναστολή των υπηρεσιών cloud της στην Ευρώπη

Η Microsoft έχει δεσμευτεί να αμφισβητήσει νομικά οποιαδήποτε πιθανή προσπάθεια οποιασδήποτε κυβέρνησης να αναγκάσει την εταιρεία να αναστείλει τις δραστηριότητές της στο cloud στην Ευρώπη, εκδίδοντας μια ευρεία δέσμευση που στοχεύει στον καθησυχασμό των Ευρωπαίων πελατών εν μέσω της αυξανόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και των ανησυχιών για την ψηφιακή κυριαρχία.

Ο πρόεδρος της Microsoft, Μπραντ Σμιθ, αποκάλυψε την κίνηση στις 30 Απριλίου, τόσο με δήλωσή του όσο και κατά τη διάρκεια ομιλιών σε συνέδριο που διοργάνωσε το Ατλαντικό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες. Η ανακοίνωση παρουσιάζει το νέο σχέδιο πέντε σημείων της Microsoft με τίτλο «Ευρωπαϊκές Ψηφιακές Δεσμεύσεις», το οποίο στοχεύει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις υπηρεσίες της εταιρείας εν μέσω τεταμένων διατλαντικών δεσμών.

Στην καρδιά του σχεδίου βρίσκεται μια νομικά δεσμευτική υπόσχεση για αμφισβήτηση στο δικαστήριο οποιασδήποτε οδηγίας  επιδιώκει να αναστείλει τις υπηρεσίες cloud της Microsoft που φιλοξενούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Στην απίθανη περίπτωση που μας διαταχθεί ποτέ από οποιαδήποτε κυβέρνηση οπουδήποτε στον κόσμο να αναστείλουμε ή να διακόψουμε τις λειτουργίες cloud στην Ευρώπη, δεσμευόμαστε ότι η Microsoft θα αμφισβητήσει άμεσα και σθεναρά ένα τέτοιο μέτρο, χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες νομικές οδούς, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο δικαστήριο», δήλωσε ο Σμιθ.

Ο Σμιθ δήλωσε ότι η δέσμευση της Microsoft θα καταγραφεί απευθείας σε συμβάσεις με τις ευρωπαϊκές εθνικές κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναβαθμίζοντας αυτό που διαφορετικά θα μπορούσε να είναι μια εταιρική δέσμευση σε μια επίσημη, νομικά δεσμευτική συμφωνία. Σημείωσε ότι η Microsoft έχει εμπειρία στην αντιμετώπιση αγωγών από την προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ και την κυβέρνηση Ομπάμα.

«Πήγαμε στο δικαστήριο τέσσερις φορές κατά της κυβέρνησης Ομπάμα για την προστασία των δεδομένων πελατών και της ιδιωτικής ζωής, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών δεδομένων. Πήγαμε στο δικαστήριο κατά της κυβέρνησης Τραμπ για να προστατεύσουμε τα δικαιώματα των εργαζομένων που είναι μετανάστες», είπε στο συνέδριο. «Δύο φορές έχουμε φτάσει μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν πηγαίνουμε απλά στο δικαστήριο — τείνουμε να κερδίζουμε τις υποθέσεις που φέρνουμε.»

Σε περίπτωση που η Microsoft χάσει στο δικαστήριο, ωστόσο, υπάρχουν σχέδια έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια των υπηρεσιών, είπε. Αυτά περιλαμβάνουν συμφωνίες με Ευρωπαίους εταίρους και την αποθήκευση κρίσιμου κώδικα λογισμικού σε ασφαλή αποθετήρια στην Ελβετία, τα οποία θα επέτρεπαν στις ευρωπαϊκές οντότητες να διατηρούν λειτουργίες cloud χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ, εάν χρειαστεί.

Ενώ ο Σμιθ σημείωσε ότι ο κίνδυνος μιας τέτοιας εντολής διακοπής είναι «εξαιρετικά απίθανος» και δεν συζητείται επί του παρόντος στην Ουάσιγκτον, είπε ότι η ανησυχία είναι πραγματική και αυξανόμενη μεταξύ των Ευρωπαίων αξιωματούχων.

«Δεν είναι στην πραγματικότητα ένα θέμα για το οποίο συζητούν καν οι άνθρωποι στην Ουάσιγκτον», είπε ο Σμιθ. «Αλλά γνωρίζουμε ότι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και γνωρίζουμε ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να μπορούν να βασίζονται σε εμάς.»

Παράλληλα με τη νομική της δέσμευση, η Microsoft δήλωσε ότι θα αυξήσει το αποτύπωμα cloud στην Ευρώπη κατά 40%, θα θέσει τις τοπικές λειτουργίες υπό ευρωπαϊκή εποπτεία, θα διατηρήσει τα δεδομένα χρηστών αποθηκευμένα και επεξεργασμένα εντός της ΕΕ και θα ενισχύσει τις προσπάθειες για την κυβερνοασφάλεια, με τον Σμιθ να περιγράφει το τελευταίο ως «σταυροφορία».

«Μια σταυροφορία για την προστασία της κυβερνοασφάλειας όλων των χωρών της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων χωρών σε όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Σμιθ, προσθέτοντας ότι η Microsoft έχει παράσχει περισσότερα από 500 εκατομμύρια δολάρια δωρεάν τεχνολογίας και οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος το 2022.

«Δεν έχουμε σταματήσει ποτέ. Έχουμε συμπεριλάβει όχι μόνο πληροφορίες για απειλές, που μοιραζόμαστε ενεργά αδιαλείπτως, αλλά και ενεργό έργο για την παρεμπόδιση των κυβερνοεπιθέσεων κατά της Ουκρανίας», δήλωσε ο Σμιθ. «Θέλουμε οι άνθρωποι στην Ευρώπη να γνωρίζουν ότι μπορούν πάντα να βασίζονται στη Microsoft για την υποστήριξή μας στον κυβερνοχώρο.»

Η ανακοίνωση της Microsoft έρχεται εν μέσω μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής προσπάθειας για την άσκηση μεγαλύτερου ελέγχου στην ψηφιακή της υποδομή.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ έχουν θεσπίσει νομοθεσία όπως ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές, ο οποίος επιβάλλει αυστηρές υποχρεώσεις στις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας. Εξετάζουν επίσης νέες βιομηχανικές στρατηγικές για τη μείωση της εξάρτησης από ξένους τεχνολογικούς γίγαντες όπως η Amazon και η Google.

Ο Σμιθ αναγνώρισε αυτές τις πιέσεις, περιγράφοντας τις δεσμεύσεις της Microsoft όχι ως αντίσταση στο εξελισσόμενο κανονιστικό πλαίσιο της Ευρώπης, αλλά ως ευθυγράμμιση με αυτό.

«Είμαστε δεσμευμένοι όχι μόνο να δημιουργήσουμε ψηφιακές υποδομές σε όλη την Ευρώπη», είπε. «Είμαστε δεσμευμένοι να σεβόμαστε αυτούς τους νόμους και τον ρόλο που παίζει το κράτος δικαίου σε όλη την ήπειρο.»

Αμερικανός που κρατούνταν παράνομα στη Λευκορωσία αφέθηκε ελεύθερος – Επιβεβαιώνει ο Ρούμπιο

Σημαντική εξέλιξη στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Λευκορωσίας σημειώθηκε την Τετάρτη, καθώς ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ανακοίνωσε ότι Αμερικανός πολίτης που κρατούνταν στη Λευκορωσία αφέθηκε ελεύθερος. Η απελευθέρωση θεωρείται ως ένα ακόμη βήμα στις προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να επαναπατρίσει Αμερικανούς που κρατούνται άδικα στο εξωτερικό.

Ο Ρούμπιο, μέσω ανάρτησης στα κοινωνικά δίκτυα, τόνισε: «Κανένας πρόεδρος δεν έχει κάνει τόσο πολλά, τόσο γρήγορα, για να διασφαλίσει την προστασία των Αμερικανών στο εξωτερικό».

Αν και ο Ρούμπιο δεν αποκάλυψε το όνομα του απελευθερωθέντος, η σύζυγός του γνωστοποίησε στα αμερικανικά ΜΜΕ πως πρόκειται για τον Γιούρας Ζιάνκοβιτς, Αμερικανό πολίτη και γνωστό υπέρμαχο της δημοκρατίας, που κρατείτο στη Λευκορωσία από το 2021.

Η σύζυγός του, Αλένα Τζενισαβιέτς, εξέφρασε τη συγκίνησή της δηλώνοντας: «Ήξερα πως αυτή η μέρα θα έρθει. Χρειάστηκαν 1.480 ημέρες, αλλά τα κατάφερε και γυρίζει κοντά μου και στην Αμερική». Ευχαρίστησε τον πρόεδρο Τραμπ, τον Υπουργό Ρούμπιο, καθώς και όλους όσοι συνέβαλαν στην υπόθεση του συζύγου της.

Ο Ζιάνκοβιτς είχε απαχθεί στη Μόσχα τον Απρίλιο του 2021 από άνδρες των λευκορωσικών μυστικών υπηρεσιών και μεταφέρθηκε στη Μινσκ. Εκεί καταδικάστηκε σε έντεκα χρόνια σε σωφρονιστικό κατάστημα μέσης ασφαλείας, μετά από μια δίκη που χαρακτηρίστηκε πολιτικά υποκινούμενη. Εις βάρος του είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για συνωμοσία κατάληψης της εξουσίας και σύσταση εξτρεμιστικής οργάνωσης.

Το «Ίδρυμα Κληρονομιάς James W. Foley», που στήριζε τις προσπάθειες για την απελευθέρωσή του, επισημαίνει ότι η υπόθεση είχε προκαλέσει έντονη ανησυχία τόσο στις αμερικανικές αρχές όσο και σε οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Ζιάνκοβιτς δέχτηκε επίθεση έξω από ξενοδοχείο στη Μόσχα και επέστρεψε βίαια στη Λευκορωσία. Οικογένεια και ακτιβιστές είχαν επανειλημμένως εκφράσει ανησυχίες για την κατάσταση της υγείας του κατά τη διάρκεια της κράτησής του.

Μέχρι τη δημοσίευση του ρεπορτάζ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν είχε επιβεβαιώσει επισήμως αν πρόκειται όντως για τον Ζιάνκοβιτς, ούτε αν η απελευθέρωση έγινε έπειτα από διαπραγμάτευση ή μονομερή απόφαση των αρχών της Λευκορωσίας.

Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη διπλωματική στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ για την αποδέσμευση Αμερικανών που κρατούνται στη Λευκορωσία.

Υπενθυμίζεται ότι τον Φεβρουάριο, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Καρολάιν Λέβιτ ανακοίνωσε πως τρεις κρατούμενοι –μεταξύ τους και ένας Αμερικανός– απελευθερώθηκαν από τη Λευκορωσία μετά από άμεση παρέμβαση του Ντόναλντ Τραμπ, χαρακτηρίζοντας την εξέλιξη ως «εξαιρετική επιτυχία».

Δύο από τα άτομα που αφέθηκαν ελεύθερα επέλεξαν να μην δημοσιοποιήσουν τα στοιχεία τους, ενώ ο τρίτος ήταν ο δημοσιογράφος Αντρέι Κουζνιέτσικ, που είχε καταδικαστεί το 2022 σε εξάχρονη κάθειρξη σε μία ακόμη πολιτικά φορτισμένη δίκη. Ο πρόεδρος του Radio Liberty χαιρέτησε την αποφυλάκισή του και αναγνώρισε τις προσπάθειες του Τραμπ και του Ρούμπιο.

Τα πρόσφατα περιστατικά συλλήψεων και απελευθερώσεων διαδραματίζονται σε ένα τοπίο έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ-Λευκορωσίας, μετά τις εκλογές του Αλεξάντρ Λουκασένκο το 2020 και την καταστολή της αντιπολίτευσης που ακολούθησε.

«Εποικοδομητική και χρήσιμη» η συνάντηση Πούτιν – Γουίτκοφ, σύμφωνα με το Κρεμλίνο

Ο ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, συναντήθηκε στις 25 Απριλίου με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν στη Μόσχα, στο πλαίσιο τρίωρης συνομιλίας με βασικό θέμα το ειρηνευτικό σχέδιο των ΗΠΑ για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Το Κρεμλίνο χαρακτήρισε τη συνάντηση παραγωγική και χρήσιμη για τη γεφύρωση των θέσεων των δύο πλευρών.

Σύμφωνα με το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, ο σύμβουλος του Κρεμλίνου για θέματα εξωτερικής πολιτικής, Γιούρι Ουσακόφ, δήλωσε ότι η συζήτηση ήταν «εποικοδομητική και αρκετά χρήσιμη», προσθέτοντας ότι επέτρεψε σε Ρωσία και Ηνωμένες Πολιτείες να φέρουν τις θέσεις τους πιο κοντά όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για άλλα διεθνή ζητήματα.

Ο Ουσακόφ επιβεβαίωσε επίσης πως εξετάστηκε το ενδεχόμενο επανεκκίνησης των άμεσων συνομιλιών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, οι οποίες έχουν παγώσει από τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, το 2022.

Ο Κιρίλ Ντμιτρίεφ, επικεφαλής του Ρωσικού Ταμείου Άμεσων Επενδύσεων και ειδικός εκπρόσωπος για την οικονομική συνεργασία, χαρακτήρισε και εκείνος τη συνάντηση παραγωγική, σημειώνοντας πως καταγράφεται πρόοδος.

Η συγκεκριμένη συνάντηση ήταν η δεύτερη μέσα σε δύο εβδομάδες και η τέταρτη από την αρχή του έτους για τους Πούτιν και Γουίτκοφ. Η προηγούμενη είχε πραγματοποιηθεί στις 11 Απριλίου στην Αγία Πετρούπολη και διήρκεσε τέσσερις ώρες. Το Κρεμλίνο αντιμετωπίζει τις επισκέψεις Γουίτκοφ ως μέρος μιας ευρύτερης πρωτοβουλίας «διαμεσολαβητικής διπλωματίας», ενώ ο εκπρόσωπος Τύπου Ντμίτρι Πεσκόφ ανέφερε πως οι απευθείας συνομιλίες επιτρέπουν πιο ακριβή ανταλλαγή θέσεων.

Δεν υπήρξε άμεσο σχόλιο από την πλευρά του Γουίτκοφ μετά τις συνομιλίες της Παρασκευής, οι οποίες συνέπεσαν χρονικά με τον θάνατο ανώτατου Ρώσου αξιωματικού σε βομβιστική επίθεση κοντά στη Μόσχα.

Ο Γουίτκοφ διαδραματίζει πλέον κεντρικό ρόλο στις προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ για διαμεσολάβηση υπέρ μιας εκεχειρίας στον πόλεμο Ρωσίας–Ουκρανίας, έναν πόλεμο που εισέρχεται πλέον στον τέταρτο χρόνο του και έχει χαρακτηριστεί ως η φονικότερη σύρραξη στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πρόσφατο ταξίδι του πραγματοποιήθηκε εν μέσω εντεινόμενων αντιδράσεων από ηγεσίες της Ουκρανίας και ευρωπαϊκών χωρών απέναντι σε βασικά σημεία της νέας ειρηνευτικής πρότασης των ΗΠΑ, με αιχμή τις προβλέψεις για το ΝΑΤΟ και το καθεστώς των κατεχόμενων από τη Ρωσία εδαφών.

Παρότι ο Λευκός Οίκος δεν έχει δώσει επίσημα στη δημοσιότητα τις λεπτομέρειες της πρότασης, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς ανέφερε πως αυτή προβλέπει «πάγωμα» των σημερινών γραμμών του μετώπου, διατηρώντας τα υπάρχοντα εδαφικά κέρδη και σταματώντας τις εχθροπραξίες.

Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Time που δημοσιεύθηκε στις 25 Απριλίου, ο Τραμπ επανέλαβε τη θέση ότι η φιλοδοξία της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ήταν βασικός παράγοντας για την έναρξη του πολέμου, ενώ εξέφρασε την άποψη πως η Κριμαία θα πρέπει να παραμείνει υπό ρωσικό έλεγχο. Φέρεται μάλιστα να δήλωσε ότι «η Κριμαία θα παραμείνει στη Ρωσία», προσθέτοντας πως τόσο ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι όσο και «όλοι το καταλαβαίνουν αυτό».

Ο Ουκρανός πρόεδρος, ωστόσο, έχει απορρίψει κατηγορηματικά οποιαδήποτε συμφωνία που θα αναγνώριζε ρωσική κυριαρχία επί της Κριμαίας ή άλλων περιοχών που καταλήφθηκαν μετά το 2014, τονίζοντας ότι τέτοιες υποχωρήσεις είναι αντισυνταγματικές και απαράδεκτες. Σε απάντηση στο σχέδιο των ΗΠΑ, η Ουκρανία και αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παρουσίασαν δική τους πρόταση, ζητώντας πλήρη και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός, σταδιακή άρση κυρώσεων σε συνάρτηση με τη ρωσική συμμόρφωση και αξιοποίηση των δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.

Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Βανς έχουν προειδοποιήσει πως, εάν δεν υπάρξει σύντομα συμφωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να αποσυρθούν από τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Βανς δήλωσε σχετικά, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ινδία στις 23 Απριλίου, ότι «υποβάλαμε μια απολύτως σαφή πρόταση σε Ρώσους και Ουκρανούς, και έχει έρθει η στιγμή να πουν ‘ναι’ — διαφορετικά, οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν από τη διαδικασία».

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, έχει εκφράσει τη δυσαρέσκειά του προς αμφότερες τις πλευρές. Σε ανάρτησή του την 24η Απριλίου, με αφορμή νέες ρωσικές επιθέσεις στο Κίεβο, φέρεται να έγραψε: «Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος με τις ρωσικές επιθέσεις στο Κίεβο. Δεν ήταν απαραίτητες και είναι τρομερά κακή χρονική συγκυρία. Βλαντίμιρ, ΣΤΑΜΑΤΑ! 5.000 στρατιώτες την εβδομάδα χάνουν τη ζωή τους. Ας ΚΑΝΟΥΜΕ αυτή την ειρηνευτική συμφωνία!».

Παράλληλα, επέκρινε τη συνεχιζόμενη άρνηση του Ζελένσκι να αποδεχθεί εδαφικές παραχωρήσεις, χαρακτηρίζοντάς την εμπόδιο για τις διαπραγματεύσεις. Σε σχετική ανάρτηση, σημείωσε ότι «είναι δηλώσεις σαν του Ζελένσκι που δυσκολεύουν αφάνταστα την επίτευξη συμφωνίας για τον τερματισμό του Πολέμου», ενώ πρόσθεσε πως «η κατάσταση για την Ουκρανία είναι κρίσιμη — είτε θα έχει Ειρήνη είτε θα συνεχίσει να πολεμά άλλα τρία χρόνια, μέχρι να χάσει ολόκληρη τη χώρα».

Τραμπ: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι των Μπάιντεν, Πούτιν και Ζελένσκι – Όλοι φέρουν ευθύνη»

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επέρριψε τη Δευτέρα την ευθύνη για τον πόλεμο στην Ουκρανία στον Τζο Μπάιντεν, τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δηλώνοντας πως δεν είναι δικός του πόλεμος και επαναλαμβάνοντας την πρόθεσή του να τον τερματίσει γρήγορα.

Οι δηλώσεις του Τραμπ, στις 14 Απριλίου, δημοσιεύτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διατυπώθηκαν εκ νέου από το Οβάλ Γραφείο, μία ημέρα μετά την εμφάνιση του Ουκρανού προέδρου στην εκπομπή «60 Minutes» του CBS. Ο Ζελένσκι είχε απορρίψει τις θέσεις της κυβέρνησης Τραμπ ότι η Ουκρανία φέρει μερίδιο ευθύνης για τον πόλεμο, κάνοντάς λόγο για «παραποιημένη πραγματικότητα».

«Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι του Μπάιντεν, όχι δικός μου», ανήρτησε ο Τραμπ στην πλατφόρμα Truth Social. «Μόλις ήρθα, και για τέσσερα χρόνια, κατά τη θητεία μου, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα στο να τον αποτρέψω. Ο πρόεδρος Πούτιν και όλοι οι άλλοι σέβονταν τον πρόεδρό σας!»

Ο Τραμπ κατηγόρησε τόσο τον Μπάιντεν όσο και τον Ζελένσκι που επέτρεψαν να ξεσπάσει ο πόλεμος, υποστηρίζοντας πως «υπήρχαν πολλοί τρόποι να αποτραπεί».

Αργότερα, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο, δήλωσε πως και ο Πούτιν φέρει ευθύνη. «Ο Μπάιντεν θα μπορούσε να τον είχε σταματήσει, ο Ζελένσκι θα μπορούσε να τον είχε σταματήσει, και ο Πούτιν δεν θα έπρεπε να τον είχε ξεκινήσει ποτέ. Όλοι φέρουν ευθύνη», ανέφερε.

Ο Τραμπ δήλωσε πως η ομάδα του σημειώνει «πρόοδο» στις προσπάθειες για κατάπαυση του πυρός. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο απεσταλμένος του στη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, συναντήθηκε με τον Πούτιν στην Αγία Πετρούπολη για να συζητήσουν μία ειρηνευτική συμφωνία με αμερικανική διαμεσολάβηση.

Αν και η Ουκρανία υποστηρίζει την πρόταση κατάπαυσης του πυρός, η Ρωσία έχει θέσει εκτεταμένες προϋποθέσεις που ουσιαστικά έχουν αναστείλει τη διαδικασία. Ο Τραμπ κάλεσε τη Ρωσία να «προχωρήσει» με τη συμφωνία ειρήνης, επισημαίνοντας το καταστροφικό ανθρώπινο κόστος ενός «τρομερού και χωρίς νόημα πολέμου».

Ο αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη, Ντμίτρι Πολιάνσκι, δήλωσε τη Δευτέρα στο κρατικό πρακτορείο Tass ότι η επίσκεψη του Γουίτκοφ θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μελλοντική συνάντηση κορυφής μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, αν και επίσημη κατάπαυση του πυρός πριν το Πάσχα θεωρείται απίθανη.

Οι δηλώσεις του Τραμπ έγιναν λίγες μόλις ώρες μετά από ρωσική πυραυλική επίθεση στην πόλη Σούμι της Ουκρανίας, η οποία στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 34 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων δύο παιδιά, και τραυμάτισε περισσότερους από 100, σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους.

Η επίθεση αυτή είναι η τελευταία μίας σειράς αεροπορικών και μη επανδρωμένων επιθέσεων, που έχουν προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι χαρακτήρισαν την επίθεση στο Σούμι ως ακόμη μία απόδειξη της περιφρόνησης του Πούτιν προς τις ειρηνευτικές συνομιλίες. Η υπουργός Εξωτερικών της Φινλανδίας, Ελίνα Βάλτονεν, δήλωσε ότι η επίθεση, η οποία σημειώθηκε λίγο μετά την επίσκεψη του Γουίτκοφ, «καταδεικνύει πως η Ρωσία δείχνει απόλυτη περιφρόνηση για τη διαδικασία ειρήνευσης». Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ζαν-Νοέλ Μπαρό, συμφώνησε με την κριτική της, σχολιάζοντας ότι ο Πούτιν δεν έχει καμία πρόθεση να αποδεχθεί κατάπαυση του πυρός.

Ο Ζελένσκι, στη συνέντευξή του στην εκπομπή «60 Minutes», απάντησε στις κατηγορίες του Τραμπ πως η Ουκρανία δεν μπορεί να προκάλεσε τον πόλεμο, λέγοντας: «Υπάρχει επιτιθέμενος και υπάρχει θύμα. Οι Ρώσοι είναι ο επιτιθέμενος και εμείς είμαστε το θύμα».

Κάλεσε επίσης τον Τραμπ να επισκεφθεί την Ουκρανία για να διαπιστώσει την καταστροφή ιδίοις όμμασι και πρόσθεσε: «Μετά, ας καταρτίσουμε ένα σχέδιο για το πώς να τελειώσει ο πόλεμος».

Πούτιν κηρύσσει εκεχειρία για το Πάσχα – Κυβέρνηση Ζελένσκι: Οι επιθέσεις συνεχίζονται

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν προχώρησε το Σάββατο στην κήρυξη μονομερούς πασχαλινής εκεχειρίας στην Ουκρανία, δίνοντας εντολή στις ρωσικές δυνάμεις να σταματήσουν τις εχθροπραξίες από τις 6 το απόγευμα, ώρα Μόσχας, έως τα μεσάνυχτα της Κυριακής, όπως γνωστοποίησε το Κρεμλίνο.

«Σκεπτόμενοι ανθρωπιστικά, η ρωσική πλευρά προχωρά σε πασχαλινή εκεχειρία», τόνισε ο Πούτιν κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Κρεμλίνο με τον επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου, Βαλέρι Γκερασίμοφ. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι οι ρωσικές δυνάμεις οφείλουν να παραμείνουν σε ετοιμότητα για την αντιμετώπιση πιθανών παραβιάσεων από την ουκρανική πλευρά.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι απέρριψε την εξαγγελία ως προσχηματική, επισημαίνοντας ότι οι ρωσικές επιθέσεις συνεχίζονται. «Στις 17:15, εντοπίστηκαν ρωσικά επιθετικά drones στον ουρανό μας», ανέφερε σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσθέτοντας πως οι ουκρανικές δυνάμεις συνεχίζουν επιχειρήσεις στις ρωσικές περιοχές Κουρσκ και Μπελγκορόντ.

Η ανακοίνωση της εκεχειρίας σημειώνεται σε μια περίοδο που η αμερικανική διπλωματία για την ειρήνευση βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, με την Ουάσιγκτον να εκφράζει έντονη δυσφορία για τη στασιμότητα στις διαπραγματεύσεις.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει δεσμευτεί να μεσολαβήσει για άμεσο τερματισμό της σύρραξης εφόσον εκλεγεί, δήλωσε την Παρασκευή ότι θα αποσύρει εντελώς τις αμερικανικές προσπάθειες διαμεσολάβησης αν και οι δύο πλευρές δεν επιδείξουν ουσιαστική διάθεση για διάλογο μέσα στις επόμενες ημέρες. «Αν για κάποιον λόγο κάποια από τις δύο πλευρές δυσκολεύει υπερβολικά τη διαδικασία, απλώς θα πούμε: “Είστε ανόητοι, είστε απαίσιοι άνθρωποι” και θα την αφήσουμε στην άκρη», ανέφερε κατά τη διάρκεια τελετής στον Λευκό Οίκο. «Ελπίζω να μην χρειαστεί να φτάσουμε εκεί.»

Νωρίτερα την ίδια μέρα, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης από τις συνομιλίες, μετά τις συναντήσεις του στο Παρίσι με Ευρωπαίους και Ουκρανούς αξιωματούχους. «Πρέπει πολύ σύντομα—και μιλώ για μερικές μέρες—να διαπιστώσουμε αν υπάρχει εφικτή λύση τις αμέσως επόμενες εβδομάδες», δήλωσε στους δημοσιογράφους.

Οι δηλώσεις του Ρούμπιο αποτυπώνουν το αυξανόμενο κλίμα απαισιοδοξίας στην κυβέρνηση Τραμπ, που εκτιμά πως η περαιτέρω αμερικανική εμπλοκή ίσως καταστεί μάταιη αν δεν υπάρξει σύντομα πρόοδος.

Παρά το ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ συνεχίζονται τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και μέσω ειδικών απεσταλμένων, απτές συμφωνίες παραμένουν μακρινές. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, παραδέχτηκε την Παρασκευή ότι «οι επαφές είναι αρκετά δύσκολες», τονίζοντας ωστόσο πως η Ρωσία «παραμένει δεσμευμένη στην επίλυση της σύγκρουσης, διασφαλίζοντας παράλληλα τα συμφέροντά της και παραμένει ανοικτή στο διάλογο».

Η Μόσχα συνεχίζει να προβάλλει σκληρές απαιτήσεις για την επίλυση, μεταξύ των οποίων η αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας σε τέσσερις κατεχόμενες ουκρανικές περιοχές και εγγυήσεις ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ. Το Κίεβο, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του καθώς και υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής διοίκησης απορρίπτουν τους όρους αυτούς ως όροι παράδοσης.

Στις 14 Απριλίου, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ επιβεβαίωσε πως, παρά τη συνέχιση των συνομιλιών με τις ΗΠΑ, δεν έχει υπάρξει συμφωνία ούτε καν για τα βασικά σημεία μιας ενδεχόμενης εκεχειρίας.

Παρά το αδιέξοδο, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος κατά την επίσκεψή του στη Ρώμη την Παρασκευή, λέγοντας πως η Ουάσινγκτον θεωρεί ότι «υπάρχουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις» από το τελευταίο 24ωρο των διαπραγματεύσεων, προσθέτοντας ότι η διακυβέρνηση Τραμπ βλέπει «με θετικό μάτι τη δυνατότητα να φτάσουμε στο τέλος του πολέμου… ίσως και σύντομα».

Την ίδια στιγμή, το Κίεβο επιχειρεί να ενισχύσει τις σχέσεις του με την Ουάσινγκτον μέσω συμφώνου οικονομικής συνεργασίας. Στις 17 Απριλίου, Ουκρανοί αξιωματούχοι ανακοίνωσαν την υπογραφή μνημονίου με τις ΗΠΑ για την από κοινού ανάπτυξη των ορυκτών πόρων της Ουκρανίας—μια συμφωνία που ο Τραμπ χαρακτήρισε «δρόμο προς την ειρήνη», ευθυγραμμίζοντας τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα με την Ουκρανική μεταπολεμική ανασυγκρότηση.

Η επικείμενη συμφωνία αναμένεται να προσφέρει στις ΗΠΑ πρόσβαση στα κρίσιμα ορυκτά της Ουκρανίας, ενώ θα δημιουργήσει επενδυτικό ταμείο για τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας. Ο Ουκρανός πρωθυπουργός Ντένις Σμιχάλ αναμένεται εντός της επόμενης εβδομάδας στην Ουάσινγκτον για να οριστικοποιήσει τη συμφωνία.

Ο πόλεμος, που διανύει πλέον το τέταρτο έτος του, συνεχίζει να αφήνει βαρύτατο αποτύπωμα. Αλληλοκατηγορίες για παραβίαση εκεχειριών –όπως της αμερικανικής μεσολάβησης στη Μαύρη Θάλασσα και της απαγόρευσης επιθέσεων σε ενεργειακές υποδομές– δοκιμάζουν περαιτέρω το ελάχιστο υπόλοιπο εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο πλευρών.

Με την συμβολή του Άνταμ Μόροου.

Η ΕΚΤ μειώνει τα επιτόκια εν μέσω εμπορικών εντάσεων και εξασθένισης του πληθωρισμού

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε τη μείωση των βασικών της επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, επικαλούμενη τη σταθερή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τις εντεινόμενες πιέσεις που απειλούν την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, καθώς οι εμπορικές εντάσεις κλιμακώνονται διεθνώς και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη υποχωρεί.

Συγκεκριμένα, με απόφαση που γνωστοποιήθηκε στις 17 Απριλίου, το επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται πλέον στο 2,25%, αγγίζοντας το ανώτατο όριο της ζώνης που οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν προσδιορίσει ως «ουδέτερη» για την οικονομία – δηλαδή ούτε επεκτατική, ούτε περιοριστική. Ανάλογες μειώσεις ανακοίνωσε η ΕΚΤ και για το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης (στο 2,4%) και το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης (στο 2,65%). Οι νέες ρυθμίσεις θα ισχύσουν από τις 23 Απριλίου.

Όπως υπογράμμισε σε ανακοίνωσή της η ΕΚΤ, οι διαδικασίες αποκλιμάκωσης των τιμών βαίνουν καλώς, με τον γενικό αλλά και τον δομικό πληθωρισμό να σημειώνουν περαιτέρω υποχώρηση τον Μάρτιο. Ακόμη και ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες, που παρέμενε πεισματικά υψηλός, έδειξε σαφή μείωση, ενώ οι αυξήσεις μισθών φαίνεται να επιβραδύνονται, με τις βασικές πληθωριστικές πιέσεις να ευθυγραμμίζονται πλέον με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.

Παρά τα μέτρα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας που ελήφθησαν το προηγούμενο διάστημα, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ σημείωσε ότι η αβεβαιότητα γύρω από το παγκόσμιο εμπόριο βαραίνει σημαντικά τις προοπτικές της οικονομίας της Ευρωζώνης.

«Η αυξημένη αβεβαιότητα τείνει να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων», αναφέρει η ανακοίνωση, προειδοποιώντας πως η αρνητική αντίδραση των αγορών στις εμπορικές εντάσεις μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη πιο αυστηρές συνθήκες χρηματοδότησης και να πιέσει περαιτέρω τις οικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης.

Σε συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επιβεβαίωσε το κλίμα ανησυχίας, σημειώνοντας ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη αυξάνονται λόγω των νέων εμπορικών εμποδίων, των γεωπολιτικών εντάσεων και της επιδείνωσης της επενδυτικής ψυχολογίας.

«Οι προοπτικές της οικονομίας καλύπτονται από εξαίρετη αβεβαιότητα», δήλωσε η κ. Λαγκάρντ. «Οι διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο, οι εντάσεις στις αγορές και το γεωπολιτικό ρίσκο επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Αν οι καταναλωτές γίνουν πιο επιφυλακτικοί για το μέλλον, ενδέχεται να περιορίσουν και τις δαπάνες τους».

Οι καταναλωτικές δαπάνες αποτελούν θεμέλιο της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη – όπως και στις ΗΠΑ, απορροφούν σχεδόν τα δύο τρίτα του ΑΕΠ. Έτσι, ενδεχόμενη κάμψη στη ζήτηση των νοικοκυριών θα μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά την ανάπτυξη του μπλοκ.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ επεσήμανε επίσης ότι, παρά τη σχετική ανθεκτικότητα που επέδειξε η οικονομία της ευρωζώνης – με σύμμαχο τη σταθερή αγορά εργασίας, την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος, και τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της βιομηχανικής παραγωγής – το συνολικό κλίμα παραμένει εύθραυστο. Οι εκτιμήσεις για το πρώτο τρίμηνο παραμένουν θετικές, ωστόσο η γενικότερη εικόνα έχει επιδεινωθεί σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Μαρτίου.

«Οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι πλέον περισσότεροι», τόνισε, προσθέτοντας πως οι εμπορικές εντάσεις και η συνακόλουθη αβεβαιότητα αναμένεται να περιορίσουν τις εξαγωγές και την αναπτυξιακή δυναμική της ευρωζώνης, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Ο ετήσιος πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,2% τον Μάρτιο χάρη στη μείωση των τιμών ενέργειας και τη σχετική πτώση των τιμών υπηρεσιών στο 3,5%, ήτοι μισή ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τα τέλη του 2024. Οι μισθολογικές πιέσεις επίσης χαλαρώνουν, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των αποδοχών να περιορίζεται στο 4,1% στο τελευταίο τρίμηνο του 2024 από 4,5% το προηγούμενο.

Η κ. Λαγκάρντ επεσήμανε ότι εξωγενείς παράγοντες θα μπορούσαν να ωθήσουν τον πληθωρισμό ακόμη χαμηλότερα: μεταξύ αυτών, η ενίσχυση του ευρώ, η αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών ενέργειας και το ενδεχόμενο αύξησης των κινεζικών εξαγωγών στην ευρωπαϊκή αγορά, λόγω των αμερικανικών δασμών, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις τιμές.
Αντιθέτως, επιβάρυνση στον πληθωρισμό θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυξημένες άμυνες δαπάνες, δημόσιες επενδύσεις και η περαιτέρω διάσπαση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, που θα επιβάρυναν το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων.

Πάντως, παρά το αβέβαιο κλίμα και το ότι οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη θεωρούνται αυξημένοι, η ΕΚΤ δεν έδωσε σαφώς το στίγμα της για τις επόμενες κινήσεις. Η κ. Λαγκάρντ επανέλαβε τη δέσμευση της Τράπεζας για πολιτική «εξαρτημένη από τα δεδομένα», διαμηνύοντας ότι κάθε απόφαση θα λαμβάνεται συνεδρίαση με συνεδρίαση, χωρίς προκαθορισμένες δεσμεύσεις για την πορεία των επιτοκίων.

Οι αγορές ωστόσο εξακολουθούν να αναμένουν τουλάχιστον δύο περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ εντός του 2025 – κάποιοι αναλυτές μάλιστα εκτιμούν ότι ενδέχεται να γίνει και τρίτη, αν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέψουν. Η Τράπεζα, πάντως, τόνισε ότι οι επόμενες κινήσεις θα εξαρτηθούν από τα οικονομικά στοιχεία που θα συλλέγονται, την πορεία του δομικού πληθωρισμού και τις εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ αποκάλυψε πως κατά τη σημερινή συνεδρίαση εξετάστηκε ακόμη και το ενδεχόμενο μεγαλύτερης μείωσης, κατά 50 μονάδες βάσης, ωστόσο η τελική ομόφωνη απόφαση ήταν υπέρ της πιο ήπιας –κατά 25 μονάδες– κίνησης.

Οι αναλυτές της ING σχολίασαν ότι η επιλογή της περιορισμένης μείωσης αντανακλά, εκτός από την αβεβαιότητα, και την πιθανότητα ανατροπών που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το κλίμα, όπως για παράδειγμα τυχόν εκτόνωση των εμπορικών εντάσεων ή γρηγορότερη υλοποίηση δημοσιονομικών μέτρων στη Γερμανία.

Παράλληλα, σημείωσαν ότι οι τελικές επισημάνσεις της κ. Λαγκάρντ προς τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης – να προχωρήσουν σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις – αποτελούν μια εκ των πραγμάτων παραδοχή ότι τα περιθώρια της ΕΚΤ να στηρίξει την οικονομία χωρίς συνδρομή των κυβερνήσεων είναι περιορισμένα.

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες μειώσεις επιτοκίων», σημείωσαν οι οικονομολόγοι της ING, υποστηρίζοντας πως η ΕΚΤ εμφανίζει σαφώς μεγαλύτερη αίσθηση επείγοντος.

Την ίδια στιγμή, στην Ουάσιγκτον, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανανέωσε τις πιέσεις προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων. Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, ωστόσο, δήλωσε ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται προς το παρόν σε ισορροπία και ότι απαιτείται περισσότερη σαφήνεια σχετικά με την πορεία του πληθωρισμού πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση.

Η Chevron διατάχθηκε να πληρώσει περισσότερα από 740 εκατομμύρια δολάρια σε υπόθεση παράκτιας ζημιάς στη Λουιζιάνα

Ένα δικαστήριο της Λουιζιάνα διέταξε τη Chevron να πληρώσει 744,6 εκατομμύρια δολάρια για περιβαλλοντική ζημιά σε παράκτιους υγροτόπους στην επαρχία Πλακμίν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο προκάτοχος του πετρελαϊκού γίγαντα, Texaco, παραβίασε τους κρατικούς κανονισμούς και συνέβαλε σε απώλεια γης για δεκαετίες.

Η ετυμηγορία, που εκδόθηκε στις 4 Απριλίου από ένορκο σε ένα δικαστήριο της επαρχίας Πλακμίν στο Πουάντ α λα Χας, σηματοδοτεί την πρώτη δίκη σε μια σειρά αγωγών που κατατέθηκαν από επαρχίες της Λουιζιάνα που ζητούν δισεκατομμύρια από εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου για την υποβάθμιση των ακτών.

Η κριτική επιτροπή διαπίστωσε ότι η Texaco, που εξαγοράστηκε από τη Chevron το 2001, δεν τήρησε τον κρατικό νόμο που απαιτούσε από τις εταιρείες να αποκαταστήσουν τους υγροτόπους που είχαν υποστεί ζημιά από γεωτρήσεις και εκβάθυνση καναλιών και απέρριψε ακατάλληλα βιομηχανικά λύματα σε ευάλωτες ελώδεις περιοχές.

Οι ένορκοι έδωσαν 575 εκατομμύρια δολάρια για απώλεια γης, 161 εκατομμύρια δολάρια για μόλυνση και 8,6 εκατομμύρια δολάρια για εγκαταλελειμμένο εξοπλισμό. Το συνολικό ποσό για την αποκατάσταση των ακτών θα μπορούσε να ξεπεράσει το 1,1 δισεκατομμύριο δολάρια με τόκους, σύμφωνα με τους δικηγόρους της επαρχίας. Η επαρχία Πλακμίν, η νοτιοανατολική περιοχή της Λουιζιάνα που άσκησε την αγωγή, ζητούσε αποζημίωση 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η αγωγή υποβλήθηκε βάσει του νόμου διαχείρισης της παράκτιας ζώνης της Λουιζιάνα του 1978, ο οποίος απαιτεί από τους φορείς εκμετάλλευσης να λαμβάνουν άδειες και να αποκαθιστούν τις τοποθεσίες όσο πιο κοντά στην αρχική τους κατάσταση είναι πρακτικό μετά τη χρήση. Οι δικηγόροι της επαρχίας υποστήριξαν ότι η Chevron απέτυχε να εκπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις, αφήνοντας πίσω κανάλια, τοξικά απόβλητα και κατεστραμμένα οικοσυστήματα.

Η Chevron υποστήριξε ότι η διάβρωση των ακτών προκαλείται κυρίως από τα συστήματα αναχωμάτων που εμποδίζουν τον ποταμό Μισισιπή να εναποθέσει ιζήματα που θα αναζωογονούσαν την ακτογραμμή, καθώς και από τις φυσικές δυνάμεις. Οι δικηγόροι του πετρελαϊκού γίγαντα υποστήριξαν επίσης ότι η πρόταση της πολιτείας για την αποκατάσταση των υγροτόπων δεν είναι πρακτική και είναι δαπανηρή.

Το αίτημα για σχολιασμό της ετυμηγορίας από την κυβέρνηση της επαρχίας Πλακμίν δεν επιστράφηκε αμέσως.

Η Chevron έχει υποσχεθεί να ασκήσει έφεση.

«Η Chevron ευχαριστεί την κριτική επιτροπή για τη σκληρή δουλειά της και θα ασκήσει έφεση σε αυτήν την ετυμηγορία για να αντιμετωπίσει τα πολυάριθμα νομικά λάθη που οδήγησαν σε αυτό το άδικο αποτέλεσμα», είπε ο Μάικ Φίλιπς, επικεφαλής δικηγόρος της Chevron, στην Epoch Times σε μια δήλωση που εστάλη μέσω email. «Αυτή η ετυμηγορία είναι μόνο ένα βήμα στη διαδικασία για να διαπιστωθεί ότι ο νόμος του 1980 δεν εφαρμόζεται σε συμπεριφορές που συνέβησαν δεκαετίες πριν από τη θέσπιση του νόμου. Η Chevron δεν είναι η αιτία της απώλειας γης που σημειώθηκε στο Breton Sound.»

Την απόφαση κατήγγειλαν και επιχειρηματικοί όμιλοι. Η Ένωση Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας της Λουιζιάνα (LABI), το μεγαλύτερο επιχειρηματικό λόμπι της πολιτείας, χαρακτήρισε την ετυμηγορία απειλή για την οικονομική σταθερότητα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

«Αυτή η ετυμηγορία – για την οποία πρέπει οπωσδήποτε να ασκηθεί έφεση – όχι μόνο απειλεί αυτά τα οικονομικά οφέλη, αλλά στέλνει επίσης ένα ανατριχιαστικό μήνυμα στις επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη χώρα σχετικά με τους κινδύνους της λειτουργίας στη Λουιζιάνα», δήλωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της LABI, Γουίλ Γκριν, σε δήλωση. Ο ίδιος χαρακτήρισε τις αγωγές «αβάσιμες» και προειδοποίησε ότι θα μπορούσαν να απομακρύνουν τις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας από την πολιτεία.

Ο Ντάνιελ Έρσπαμερ, Διευθύνων Σύμβουλος του Pelican Institute for Public Policy, επανέλαβε αυτές τις ανησυχίες, λέγοντας ότι η απόφαση των 745 εκατομμυρίων δολαρίων θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην παραγωγή ενέργειας και τις επενδύσεις.

«Για περισσότερο από μια δεκαετία, παράκτιες αγωγές όπως αυτή στοχεύουν άδικα παραγωγούς ενέργειας για δραστηριότητες που διεξήχθησαν νόμιμα πριν από δεκαετίες», είπε ο Έρσπαμερ. «Ας είμαστε ξεκάθαροι—οι παράκτιες προκλήσεις της Λουιζιάνα είναι πραγματικές. Αλλά η μετατροπή των δικαστικών αιθουσών μας σε πεδία μάχης για αγωγές με πολιτικά κίνητρα δεν είναι η απάντηση.»

Η Λουιζιάνα έχει χάσει πάνω από 2.000 τετραγωνικά μίλια παράκτιας γης τον περασμένο αιώνα και οι ειδικοί προειδοποιούν ότι χιλιάδες άλλα θα μπορούσαν να εξαφανιστούν τις επόμενες δεκαετίες χωρίς μεγάλης κλίμακας προσπάθειες που στοχεύουν στην προστασία και την αποκατάσταση.

Η πολιτεία δεν έχει πλέον πολλά χρήματα για χρηματοδότηση για τα σχέδια αποκατάστασης των ακτών, καθώς τα χρήματα του οικισμού Deepwater Horizon εξαντλούνται και οι υποστηρικτές των δικαστικών διαδικασιών λένε ότι οι πληρωμές ετυμηγορίας θα μπορούσαν να προσφέρουν κρίσιμους νέους πόρους.

Η απόφαση θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για περισσότερες από 40 παρόμοιες αγωγές που εξακολουθούν να εκκρεμούν σε όλη τη Λουιζιάνα, πολλές με επικεφαλής την ίδια νομική ομάδα.

Το Associated Press συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Η Jaguar Land Rover αναστέλλει εξαγωγές στις ΗΠΑ λόγω νέων δασμών 25% στα οχήματα

Η βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία Jaguar Land Rover (JLR) ανακοίνωσε προσωρινή παύση στις εξαγωγές οχημάτων προς την αγορά των ΗΠΑ, επισημαίνοντας την ανάγκη επαναξιολόγησης των εμπορικών δραστηριοτήτων της εν μέσω της απόφασης της κυβέρνησης Τραμπ για επιβολή δασμού 25% στις εισαγωγές αυτοκινήτων.

«Οι ΗΠΑ αποτελούν σημαντική αγορά για τις πολυτελείς μάρκες της JLR», ανέφερε η εταιρεία σε δήλωσή της που έστειλε μέσω email στην Epoch Times. «Καθώς εργαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τους νέους εμπορικούς όρους μαζί με τους συνεργάτες μας, έχουμε αποφασίσει να προβούμε σε ορισμένα βραχυπρόθεσμα μέτρα, μεταξύ των οποίων και τη διακοπή των αποστολών για τον Απρίλιο. Συγχρόνως, επεξεργαζόμαστε σχέδια σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα».

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι Βρετανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένης της Jaguar, εξήγαγαν οχήματα αξίας 10,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα στους τελευταίους 12 μήνες έως τον περασμένο Σεπτέμβριο. Με τον τρόπο αυτό, τα αυτοκίνητα αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη κατηγορία εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου προς τις ΗΠΑ.

Η απόφαση της Jaguar ήρθε ως απάντηση στα νέα εμπορικά μέτρα που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που περιλαμβάνουν δασμούς 25% σε όλα τα εισαγόμενα οχήματα και εξαρτήματά τους. Στις 2 Απριλίου, σε διάγγελμα που πραγματοποίησε στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ κήρυξε κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης και επέβαλε επιπλέον γενικό δασμό 10% στις περισσότερες εισαγωγές, με ακόμη υψηλότερους δασμούς περίπου σε 60 χώρες που χαρακτηρίστηκαν από την Ουάσινγκτον ως «οι μεγαλύτεροι παραβάτες» στο εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ. Την κορυφή της λίστας καταλαμβάνει η Κίνα.

Οι δασμοί στον τομέα του αυτοκινήτου τέθηκαν σε ισχύ από τις 3 Απριλίου και ήδη έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία παγκοσμίως.

Ο όμιλος Stellantis ανακοίνωσε την αναστολή παραγωγής σε δύο μονάδες συναρμολόγησης σε Καναδά και Μεξικό, προκαλώντας προσωρινές αναστολές εργασίας σε εγκαταστάσεις στην Ιντιάνα και το Μίσιγκαν των ΗΠΑ.

«Οι νέοι δασμοί στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας απαιτούν από όλους μας εξαιρετική αντοχή και πειθαρχία προκειμένου να ξεπεράσουμε αυτές τις δύσκολες στιγμές», δήλωσε μέσω email στους εργαζομένους ο επικεφαλής λειτουργιών Βόρειας Αμερικής της Stellantis, Αντόνιο Φιλόζα. «Δεν πρόκειται για αποφάσεις που λαμβάνουμε ελαφρά τη καρδία, είναι όμως απαραίτητες λόγω των σημερινών συνθηκών στην αγορά».

Η Ford από την πλευρά της κινήθηκε επίσης γρήγορα, ανακοινώνοντας στις 3 Απριλίου μία νέα προωθητική εκστρατεία στις ΗΠΑ, προσφέροντας σε όλους τους καταναλωτές τις ίδιες εκπτώσεις που συνήθως ισχύουν για τους εργαζομένους της. Η εταιρεία χαρακτήρισε την πρωτοβουλία της ως μία κίνηση αλληλεγγύης εν μέσω οικονομικής αβεβαιότητας.

«Εδώ και 121 χρόνια στηρίζουμε έμπρακτα την αμερικανική αγορά, κατασκευάζοντας οχήματα που εμπιστεύονται οι πολίτες και στηρίζοντας θέσεις εργασίας στην Αμερική», ανέφερε η Ford στην ανακοίνωσή της. «Σήμερα, είμαστε υπερήφανοι που ανακοινώνουμε μία νέα πρωτοβουλία για τις ΗΠΑ, η οποία δεν είναι απλώς άλλη μία προωθητική ενέργεια. Είναι μια χειραψία με κάθε Αμερικανό πολίτη ξεχωριστά».

Μετά την ανακοίνωση των νέων δασμών από τον Τραμπ, οι δείκτες του χρηματιστηρίου της Wall Street κατέγραψαν σημαντικές απώλειες την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή. Στις 4 Απριλίου, ο δείκτης S&P 500 υποχώρησε κατά 6%, ο Dow Jones κατέγραψε πτώση 5,5% και ο Nasdaq υποχώρησε 5,8%.

Κληθείς να σχολιάσει αυτές τις εξελίξεις, ο Τραμπ παρομοίωσε στην οικονομία με έναν ασθενή που υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση.

«Πιστεύω πως όλα πάνε πολύ καλά. Είναι μία χειρουργική επέμβαση, όπως όταν ένας ασθενής υποβάλλεται σε θεραπεία, και πρόκειται για κάτι σημαντικό. Είχα ήδη πει ότι τα πράγματα θα είναι ακριβώς έτσι», δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους έξω από τον Λευκό Οίκο την Πέμπτη.

Σε δημοσίευσή του στο Truth Social το Σάββατο, ο πρώην πρόεδρος υπερασπίστηκε την απόφαση για τους δασμούς και κάλεσε τους Αμερικανούς «να παραμείνουν δυνατοί», περιγράφοντας αυτή την οικονομική μετάβαση ως ένα απαραίτητο -αν και δύσκολο- βήμα για την αποκατάσταση δεκαετιών αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, το οποίο πέρυσι έφτασε τα 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, καταδεικνύει πόσο επείγουσα είναι μια δομική αναδιάρθρωση των εμπορικών σχέσεων της χώρας.