Τετάρτη, 10 Σεπ, 2025

Ο Πούτιν επαινεί τις «ενεργητικές και ειλικρινείς» προσπάθειες Τραμπ για την Ουκρανία

Στην προοπτική ευρείας ειρηνευτικής συμφωνίας που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και συμφωνία ελέγχου πυρηνικών όπλων, παρέπεμψε ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος εξήρε την «ενεργητική και ειλικρινή προσπάθεια» της κυβέρνησης Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο Ρώσος πρόεδρος διατύπωσε τις σχετικές δηλώσεις στη διάρκεια σύσκεψης με ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους, στις 14 Αυγούστου, ενόψει των διαπραγματεύσεων με την Ουάσιγκτον και της επικείμενης συνάντησής του με τον Ντόναλντ Τραμπ στο Άνκορατζ της Αλάσκας (15 Αυγούστου).

«Η παρούσα αμερικανική διοίκηση καταβάλλει, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερα ενεργητικές και ειλικρινείς προσπάθειες για να σταματήσει τις εχθροπραξίες, να βάλει τέλος στην κρίση και να υπάρξουν συμφωνίες που να εξυπηρετούν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη», ανέφερε ο Πούτιν σύμφωνα με απομαγνητοφώνηση που έδωσε στη δημοσιότητα το Κρεμλίνο.

Πρόσθεσε ότι στόχος είναι η δημιουργία μακροπρόθεσμων συνθηκών ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών, όσο και στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα – με πιθανές μελλοντικές συμφωνίες στον τομέα του ελέγχου των στρατηγικών επιθετικών όπλων, με σαφή αναφορά στα πυρηνικά.

Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία παραμένουν δεσμευμένες από τη συνθήκη New START, η οποία περιορίζει τα αναπτυγμένα διαηπειρωτικά πυρηνικά όπλα, αλλά η ισχύς της εκπνέει τον Φεβρουάριο του 2026, εκτός εάν ανανεωθεί ή αντικατασταθεί.

Όσον αφορά το πρόγραμμα και τον τόπο της συνόδου, το Κρεμλίνο ανακοίνωσε ότι η συνάντηση θα ξεκινήσει στις 11:30 το πρωί τοπική ώρα της Παρασκευής στη Στρατιωτική Βάση Elmendorf-Richardson της Αλάσκας, αρχικά με κατ’ ιδίαν συνομιλία Πούτιν-Τραμπ και ακολούθως με διευρυμένες διαπραγματεύσεις.

Σύμφωνα με την εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου, Κάρολιν Λέβιτ, ο Τραμπ θα παραχωρήσει από κοινού συνέντευξη Τύπου με τον Πούτιν μετά το πέρας των συναντήσεων, κατά τη διάρκεια της οποίας θα δοθούν περαιτέρω λεπτομέρειες.

Η Λέβιτ δήλωσε χαρακτηριστικά στο Fox News: «Αύριο, νωρίς το πρωί, ο πρόεδρος θα αναχωρήσει από τον Λευκό Οίκο για τη Στρατιωτική μας Βάση στο Άνκορατζ της Αλάσκας, όπου θα έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον πρόεδρο Πούτιν, ενώ θα ακολουθήσει διμερές γεύμα με τις αντίστοιχες αντιπροσωπείες και, τέλος, συνέντευξη Τύπου».

Συμπλήρωσε ότι «η σύνοδος θα δώσει την ευκαιρία στον Τραμπ να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ρώσο πρόεδρο, να δουν κατάματα ο ένας τον άλλον και να διαπιστωθεί ποιες προοπτικές υπάρχουν για να υπάρξει πρόοδος, να σταματήσει ο αιματηρός αυτός πόλεμος και να αποκατασταθεί η ειρήνη».

Η σύνοδος της Αλάσκας συνιστά την πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντηση Τραμπ-Πούτιν από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, τον Ιανουάριο, έπειτα από μήνες εντατικοποιημένων διπλωματικών επαφών ΗΠΑ-Ρωσίας που μέχρι στιγμής δεν απέφεραν λύση στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Ο Τραμπ προειδοποίησε στις 13 Αυγούστου ότι, αν ο Πούτιν αρνηθεί να τερματίσει τις εχθροπραξίες, «θα υπάρξουν πολύ σοβαρές συνέπειες» και εξέφρασε πρόθεση για νέα συνάντηση αμέσως μετά τη σύνοδο της Αλάσκας, αυτή τη φορά με τη συμμετοχή τόσο του Πούτιν όσο και του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Στο πλαίσιο των διπλωματικών ζυμώσεων ενόψει της συνόδου, ο Ζελένσκι συναντήθηκε με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ στην πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ.

Εκπρόσωπος του Στάρμερ ανέφερε ότι οι δύο άνδρες είχαν ιδιωτικό πρόγευμα και εξέφρασαν «σταθερή αποφασιστικότητα για μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη στην Ουκρανία».

Ο Στάρμερ χαρακτήρισε τη σύνοδο της Αλάσκας «υψίστης σημασίας» και εκτίμησε πως χάρη στις προσπάθειες Τραμπ δημιουργείται πλέον προοπτική ουσιαστικής λύσης.

Ο Ζελένσκι βρέθηκε την προηγουμένη στο Βερολίνο, προσκεκλημένος του Γερμανού καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς, και συμμετείχε σε διαδικτυακή σύσκεψη με τον Τραμπ και τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Τζεϊ Ντι Βανς.

Σε σχετική συνέντευξη Τύπου, ο Ζελένσκι κατηγόρησε τον Πούτιν ότι μπλοφάρει όσον αφορά τη δυνατότητα της Ρωσίας να καταλάβει το σύνολο της Ουκρανίας, σημειώνοντας παράλληλα ότι οι κυρώσεις επιβαρύνουν τη ρωσική οικονομία.

Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς (δεξιά) και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι παρευρίσκονται σε κοινή συνέντευξη Τύπου στην Καγκελαρία μετά από μια εικονική συνάντηση που διοργάνωσε ο Μερτς μεταξύ Ευρωπαίων ηγετών και του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στο Βερολίνο, Γερμανία, στις 13 Αυγούστου 2025. Omer Messinger/Getty Images

 

Η Μόσχα αξιώνει συνολική διευθέτηση που να περιλαμβάνει αποχώρηση των ουκρανικών δυνάμεων από τέσσερις μερικώς κατεχόμενες περιοχές – Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Χερσώνα και Ζαπορόζιε – καθώς και αναγνώριση του ελέγχου της Κριμαίας και εγγυήσεις ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.

Η Ουκρανία έχει απορρίψει κάθε εδαφική παραχώρηση, ενώ οι ηγέτες του ΝΑΤΟ διαμηνύουν ότι η Ρωσία δεν μπορεί να ασκεί βέτο στην πορεία ένταξης του Κιέβου.

Ο Τραμπ έχει προτείνει την ανταλλαγή εδαφών στο πλαίσιο μιας πιθανής συμφωνίας, ωστόσο αυτή η προοπτική βρίσκει αντίθετο τόσο το Κίεβο όσο και τους Ευρωπαίους συμμάχους του.

Σε κοινή δήλωση μετά την πρόσφατη διαδικτυακή διάσκεψη, οι Στάρμερ, Μερτς και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επισήμαναν ότι οι διαπραγματεύσεις απαιτούν τουλάχιστον κατάπαυση του πυρός και προειδοποίησαν ότι οι κυρώσεις θα πρέπει να ενταθούν εάν η Ρωσία δεν συμμορφωθεί, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι τα διεθνή σύνορα δεν επιτρέπεται να μεταβάλλονται δια της βίας.

Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, την Τετάρτη, ο Τραμπ χαρακτήρισε τη σύνοδο της Αλάσκας ως πρώτο βήμα για μελλοντική συνάντηση που θα εστιάσει στην επίτευξη κατάπαυσης του πυρός μεταξύ των εμπλεκομένων.

Με την συμβολή του Κρις Σάμερς

Άνοδος-ρεκόρ στις τιμές του χρυσού λόγω αμερικανικών δασμών σε ελβετικές ράβδους

Νέο ρεκόρ κατέγραψαν αργά το βράδυ της Πέμπτης τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης χρυσού, έπειτα από την επιβεβαίωση της αμερικανικής κυβέρνησης ότι οι πλέον διαδεδομένες ράβδοι χρυσού – δηλαδή οι μονόκιλες και οι 100 ουγγιών, που χρησιμοποιούνται για τον διακανονισμό συμβολαίων Comex – θα υπόκεινται πλέον σε δασμούς εισαγωγής.

Στις 7 Αυγούστου, τα συμβόλαια χρυσού στο χρηματιστήριο Comex εκτοξεύθηκαν στιγμιαία πάνω από τα 3.510 δολάρια ανά ουγγιά τροίας, προτού σταθεροποιηθούν την επόμενη ημέρα στα 3.489 δολάρια.

Η άνοδος ακολούθησε σχετική ανταπόκριση των Financial Times και την έκδοση νέων εγγράφων από την Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα οποία οι παραπάνω ράβδοι ταξινομούνται πλέον υπό τον δασμολογικό κωδικό 7108.13.5500.

Η κατηγορία αυτή δεν περιλαμβάνεται στη λίστα εξαιρέσεων των αμερικανικών δασμών, καθιστώντας τις ράβδους υπαγόμενες στους αμοιβαίους δασμούς που επέβαλε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.

Βάσει των νέων κανονισμών, όλες οι ράβδοι χρυσού βάρους ενός κιλού και 100 ουγγιών που εισάγονται στις ΗΠΑ υπάγονται σε δασμούς, με το ποσοστό να ποικίλει ανάλογα με τη χώρα προέλευσης.

Οι εισαγωγές από την Ελβετία επιβαρύνονται με δασμό 39% από τις 7 Αυγούστου, ενώ για προϊόντα από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ράβδων χρυσού, ισχύουν οι δασμοί αναλόγως του εμπορικού καθεστώτος.

Η απόφαση των αμερικανικών τελωνείων αποτελεί μεγάλο πλήγμα για την Ελβετία, κορυφαίο παγκόσμιο κέντρο διύλισης χρυσού, καθώς περίπου το 70% της παγκόσμιας ετήσιας παραγωγής χρυσού εκλεπτύνεται σε μόλις πέντε ελβετικές μονάδες.

Η ελβετική κυβέρνηση ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι βρίσκεται σε επαφή με τις αμερικανικές Αρχές για το νέο δασμό, ενώ ο κλάδος χρυσού της χώρας προειδοποίησε πως τα επίπεδα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή διατάραξη των εξαγωγών ράβδων προς τις ΗΠΑ.

«Ανησυχούμε ιδιαιτέρως για τις επιπτώσεις των δασμών στη βιομηχανία χρυσού και στη φυσική διακίνηση χρυσού με τις ΗΠΑ, παραδοσιακά εταίρο της Ελβετίας», δήλωσε στις 8 Αυγούστου ο Κρίστοφ Βιλντ, πρόεδρος της Ένωσης Πολύτιμων Μετάλλων της Ελβετίας.

Σύμφωνα με την ένωση, οι δασμοί στις χυτές ράβδους καθιστούν ασύμφορη την εξαγωγή τους στις ΗΠΑ, ενώ ήδη βρίσκονται σε διάλογο με βασικούς αμερικανικούς φορείς αναζητώντας λύση.

Η Γραμματεία Οικονομικών της Ελβετίας ανακοίνωσε, στις 7 Αυγούστου, ότι συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, με στόχο τη μείωση του δασμού στις ελβετικές εισαγωγές προς τις ΗΠΑ.

Την ίδια ημερομηνία, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο της Ελβετίας αναγνώρισε πως πλέον εφαρμόζονται πρόσθετοι δασμοί 39% στα προϊόντα της που εισάγονται στις ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας ότι «παραμένει σταθερά προσηλωμένο στη συνέχιση του διαλόγου με τις ΗΠΑ, προκειμένου να περιοριστούν οι δασμοί το ταχύτερο δυνατό».

Αναλυτές εκτιμούν ότι, παρότι οι δασμοί αφορούν κυρίως τις ράβδους 100 ουγγιών και ενός κιλού, ενδέχεται να αυξηθούν τιμολογιακά και οι μικρότερες ράβδοι και τα χρυσά νομίσματα.

«Με τους δασμούς στις 100 ουγγιές και στο κιλό, τα premium για μικρότερες ράβδους και νομίσματα πιθανόν να αυξηθούν, καθώς οι επενδυτές θα τα προτιμούν για να αποφύγουν τους δασμούς», προέβλεψε ο οικονομολόγος Πήτερ Σιφ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X.

Επιστολή της αμερικανικής τελωνειακής υπηρεσίας, με ημερομηνία 31 Ιουλίου, διευκρινίζει ότι η απόφαση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα προϊόντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (διαστάσεις, σύνθεση, σήμανση) που περιγράφονται στο σχετικό αίτημα.

Δεν είναι σαφές εάν η απόφαση έχει ευρύτερη ισχύ για όλες τις μονόκιλες και 100 ουγγιών χυτές ράβδους ανεξαρτήτως προέλευσης ή μάρκας. Η εφημερίδα The Epoch Times ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις από την υπηρεσία.

Η άνοδος στην τιμή του χρυσού αντικατοπτρίζει και την ευρέως διαδεδομένη εκτίμηση μεταξύ των αναλυτών ότι ενδέχεται να ακολουθήσουν νέες ενισχύσεις.

Η ολλανδική ING, μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, αναθεώρησε ανοδικά στις 7 Αυγούστου την πρόβλεψή της για τον χρυσό, επικαλούμενη τη διαρκή ζήτηση από κεντρικές τράπεζες, τις αυξημένες εισροές στα ETF και τις αυξημένες προσδοκίες περί μείωσης των αμερικανικών επιτοκίων από τη Fed.

«Οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν τις αγορές, ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ παραμένει, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι αυξημένοι και τα ETF ενισχύουν τη θέση τους, στηρίζοντας τις τιμές του χρυσού στα σημερινά επίπεδα», εξήγησε η αναλύτρια εμπορευμάτων της ING Άβα Μάνθε.

Οι αναλυτές της ING πλέον αναμένουν μέση τιμή χρυσού στα 3.400 δολάρια ανά ουγγιά για το τρίτο τρίμηνο και 3.450 δολάρια για το τέταρτο, με τον ετήσιο μέσο όρο στα 3.250 δολάρια.

Η αναθεώρηση ακολούθησε στοιχεία που δείχνουν ότι ο χρυσός έχει ήδη ενισχυθεί περισσότερο από 30% από την αρχή του έτους, ξεπερνώντας σχεδόν όλα τα βασικά εμπορεύματα και αφήνοντας κατά πολύ πίσω τον δείκτη S&P 500, ο οποίος κινείται κάτω από το 7% για το ίδιο διάστημα.

Ο Βινς Σταντσιόνε, διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής της First Information, δήλωσε στην Epoch Times ότι βασικός παράγοντας της ανόδου του χρυσού είναι οι συνεχείς αγορές από κεντρικές τράπεζες.

«Ο κύριος λόγος για την εκτίναξη του χρυσού είναι οι αγορές και οι διακρατήσεις χρυσού στα διαθέσιμα των κεντρικών τραπεζών, αντί του δολαρίου ΗΠΑ», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η τάση αυτή επιταχύνθηκε το 2022, όταν οι ΗΠΑ ξεκίνησαν το πάγωμα ρωσικών περιουσιακών στοιχείων σε δολάρια, οδηγώντας πολλές χώρες να αναθεωρήσουν το νόμισμα των αποθεμάτων τους.

Με τη συμβολή του Πάνου Μουρδάκουδα

Η κινεζική κυριαρχία στις εφοδιαστικές αλυσίδες ανησυχεί την ΕΚΤ

Την αυξανόμενη ευαλωτότητα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω της εξάρτησής τους από την Κίνα για βασικά αγαθά επισημαίνει σε πρόσφατη προειδοποίησή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αναφέροντας ότι αμφότερες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού, ιδίως σε τομείς όπως η ενέργεια, η υγεία και οι ψηφιακές τεχνολογίες.

Σε περίληψη δελτίου που δημοσιεύθηκε στις 5 Αυγούστου, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ υπογράμμισαν πως ακόμη και ήπιες διαταραχές σε αυτές τις κρίσιμες εξαρτήσεις μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.

«Παρότι οι κρίσιμες εξαρτήσεις αποτελούν μικρό τμήμα του συνολικού εμπορίου και των εισροών στην παραγωγή, κάθε διαταραχή στον εφοδιασμό τους συνεπάγεται δυσανάλογα υψηλό οικονομικό κόστος λόγω της χαμηλής δυνατότητας υποκατάστασής τους», σημείωσαν χαρακτηριστικά.

Η ανάλυση της ΕΚΤ επισημαίνει πως η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου από τη δεκαετία του 1990, παρότι τόνωσε την αποδοτικότητα, επέτρεψε και σε χώρες όπως η Κίνα να κυριαρχήσουν σε σημαντικά ορυκτά.

Ως συνέπεια αυτού, Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν καταστεί σε υψηλό βαθμό εξαρτημένες από εισαγόμενες πρώτες ύλες, κάτι που οδηγεί σε στρατηγικές αδυναμίες.

«Αυτές οι εξαρτήσεις εγκυμονούν στρατηγικές ευπάθειες, καθώς ενδεχόμενη διατάραξή τους από γεωπολιτικούς αντιπάλους μπορεί να επιφέρει σημαντικά οικονομικά πλήγματα», αναφέρουν οι οικονομολόγοι.

Το δελτίο αναφέρει πως περίπου το 30% των κρίσιμων εισαγωγών της Ευρώπης από την Κίνα – συμπεριλαμβανομένων των σπανίων γαιών, των αντιβιοτικών και των ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης – ανήκει στην κατηγορία των «μοναδικών σημείων αποτυχίας», δηλαδή προϊόντων για τα οποία υπάρχουν ελάχιστοι ή καθόλου εναλλακτικοί προμηθευτές. Η εξάρτηση είναι ακόμη μεγαλύτερη στις ΗΠΑ, όπου περίπου το 40% των κρίσιμων εισροών προέρχεται από την Κίνα.

Σε αντιδιαστολή με τη Δύση, η Κίνα έχει μειώσει δραστικά τη δική της εξάρτηση από εισαγόμενα δυτικά προϊόντα, μέσω σειράς βιομηχανικών πολιτικών, μεταξύ των οποίων και η πρωτοβουλία «Made in China 2025». Παράλληλα, υλοποιεί στρατηγική «οικονομικού οχυρού» για να αντέξει τυχόν εξωτερικούς κραδασμούς.

Η κυριαρχία της Κίνας εντοπίζεται κυρίως στις στρατηγικές πρώτες ύλες, αφού ραφινάρει περίπου το 73% του παγκόσμιου κοβαλτίου και το 40% του λιθίου, ενώ ελέγχει πάνω από το 95% της παγκόσμιας παραγωγής σπανίων γαιών – υλικά ζωτικά για τα ηλεκτρικά οχήματα, τα συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τις τεχνολογίες άμυνας αιχμής.

Η ΕΚΤ εκφράζει έντονη ανησυχία για το πλήγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει οποιοσδήποτε «σοκ» στον εφοδιασμό, παρά το ότι τα αντίστοιχα αγαθά αντιπροσωπεύουν μικρό μόνο μέρος του συνολικού εμπορίου.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, οι απώλειες τελικής ζήτησης στη ζώνη του ευρώ έχουν δεκαπλασιαστεί από το 1995, φθάνοντας σήμερα το 0,41%, ενώ αντίστοιχα στις ΗΠΑ ανέρχονται σε 0,32%.

Όπως διευκρινίζουν οι συντάκτες, «απώλειες τελικής ζήτησης σημαίνουν αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική δαπάνη νοικοκυριών, επιχειρήσεων και Δημοσίου, με την πτώση να αποτυπώνει συνολικό πλήγμα στην παραγωγή και την κατανάλωση».

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής βρίσκονται αντιμέτωποι με το δίλημμα μεταξύ ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των εφοδιαστικών αλυσίδων και διατήρησης των πλεονεκτημάτων του οικονομικού ανοίγματος.

Η έκθεση εισηγείται στοχευμένες και συντονισμένες στρατηγικές «μείωσης κινδύνου» (de-risking) αντί για οριζόντιο προστατευτισμό, ώστε να αντιμετωπίζονται συγκεκριμένες ευπάθειες χωρίς να θυσιάζονται τα οφέλη της διεθνούς ολοκλήρωσης.

Απαντώντας στις προκλήσεις αυτές, οι ΗΠΑ έχουν ήδη ξεκινήσει να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση της εξάρτησής τους από κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες, σε μια διαδικασία που ξεκίνησε επί της πρώτης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ.

Ένας φορτωτής μεταφέρει χώμα που περιέχει ορυκτά σπάνιων γαιών σε λιμάνι στο Λιανγιουνγκάνγκ, στην επαρχία Τζιανγκσού. Κίνα, 5 Σεπτεμβρίου 2010. (AFP μέσω Getty Images)

 

Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Τραμπ υπέγραψε προεδρική εντολή με την οποία κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την εθνική εξάρτηση από κρίσιμα ορυκτά, περιλαμβανομένων των σπανίων γαιών, του γαλλίου και του γραφίτη, εγκαινιάζοντας ταχύτερες διαδικασίες αδειοδότησης, ενδεχόμενη επιβολή δασμών ή ποσοστώσεων, αλλά και ενίσχυση των εγχώριων δυνατοτήτων εξόρυξης και επεξεργασίας.

Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν και επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν, ο οποίος το 2022 υπέγραψε τον νόμο Chips and Science Act, σηματοδοτώντας σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας ημιαγωγών, μέσω χορήγησης 52 δισ. δολαρίων σε επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής και έρευνας, με απώτερο στόχο τη μείωση της εξάρτησης από ξένους κατασκευαστές, κυρίως στην Κίνα και την Ταϊβάν.

Περαιτέρω πρωτοβουλίες ελήφθησαν και με νέα προεδρική εντολή, τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, που ενεργοποίησε τον Νόμο για την Αμυντική Παραγωγή (Defense Production Act), προσφέροντας ώθηση στην εγχώρια παραγωγή λιθίου, κοβαλτίου και άλλων κρίσιμων μεταλλευμάτων που χρησιμοποιούνται σε μπαταρίες και προηγμένα οπλικά συστήματα.

Το Πεντάγωνο. Βιρτζίνια, ΗΠΑ, 2 Απριλίου 2025. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)

 

Το Πεντάγωνο έχει επίσης δρομολογήσει νέες χρηματοδοτήσεις και σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την ανάπτυξη εγκαταστάσεων παραγωγής μαγνητών σπανίων γαιών και τη διεύρυνση εναλλακτικών προμηθευτών για εξαρτήματα πυραύλων και αεροναυπηγικής.

Παρ’ όλες τις ενισχυμένες προσπάθειες για την επανατοποθέτηση των αμυντικών αλυσίδων εφοδιασμού εκτός Κίνας, αναλυτές προειδοποιούν ότι ο ευρύς έλεγχος που ασκεί το Πεκίνο στη διύλιση και επεξεργασία κρίσιμων υλικών εξακολουθεί να συνιστά σοβαρή πρόκληση.

Ιταλική αστυνομία εναντίον κινέζικης μαφίας: Δεκατρείς συλλήψεις και μαζικές κατασχέσεις

Ευρείας κλίμακας επιχείρηση πραγματοποίησε η ιταλική αστυνομία κατά του οργανωμένου εγκλήματος με κινεζική προέλευση, συλλαμβάνοντας 13 άτομα σε συντονισμένες επεμβάσεις που εκτείνονταν σε όλη τη χώρα.

Οι δράσεις αυτές, χαρακτήρισαν οι αρχές ως «διπλό πλήγμα» στις εγκληματικές οργανώσεις που κατηγορούνται για διακίνηση ναρκωτικών, εργασιακή και σεξουαλική εκμετάλλευση και ξέπλυμα χρήματος.

Η μεγάλη επιχείρηση διενεργήθηκε σε 25 επαρχίες, μεταξύ των οποίων το Μιλάνο, η Ρώμη, η Φλωρεντία, το Πράτο και η Κατάνια, με στόχο κινεζικές μαφιόζικες συμμορίες που δρούσαν με μεθόδους εκφοβισμού και έλεγχο περιοχών στα πρότυπα της ιταλικής μαφίας, σύμφωνα με ανακοίνωση του ιταλικού Υπουργείου Εσωτερικών και δηλώσεις του επικεφαλής της Διοίκησης Καταπολέμησης της Οργανωμένης Εγκληματικότητας, Αντρέα Ολιβίντες.

Η αστυνομία σημείωσε ακόμη ότι σε 24 επαρχίες, ομάδες εγκληματιών κινεζικής καταγωγής είχαν εδραιώσει παρουσία τους στον χώρο της παράνομης διακίνησης, της εμπορίας ναρκωτικών, της εκμετάλλευσης εργαζομένων και εκδιδόμενων γυναικών, της παραποίησης προϊόντων και του διεθνούς ξεπλύματος χρήματος.

«Ελέγχθηκαν εκατοντάδες εμπορικές επιχειρήσεις και οχήματα, με περισσότερα από 1.900 άτομα να ταυτοποιούνται ως πιθανοί ύποπτοι», σημειώνεται στην επίσημη ανακοίνωση.

Παράλληλα με τις συλλήψεις, οι Αρχές κατέσχεσαν 550 γραμμάρια (περίπου 5.500 δόσεις) κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης —γνωστή τοπικά ως shabu— καθώς και όπλα και χρηματικά ποσά, όπως ανέφερε ο Ολιβίντες. «Άλλα 31 άτομα καταγγέλθηκαν στις δικαστικές αρχές, χωρίς να τεθούν υπό κράτηση».

Σε άλλη παράλληλη επιχείρηση, η Οικονομική Αστυνομία (Guardia di Finanza) εξάρθρωσε κύκλωμα φοροδιαφυγής ύψους 3,9 δισ. δολαρίων, προχωρώντας σε κατασχέσεις 858 εκατ. δολαρίων, κλείσιμο 266 εικονικών εταιρειών και δέσμευση 400 τραπεζικών λογαριασμών στις περιφέρειες Μάρκε, Λομβαρδίας και Πεδεμοντίου, σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών.

«Οι συντονισμένες αυτές επιχειρήσεις αποδεικνύουν πως η κινεζική μαφία δεν αποτελεί πλέον τοπικό, αλλά διακρατικό φαινόμενο, με ικανότητα μετακίνησης δισεκατομμυρίων και διείσδυσης στον οικονομικό ιστό της χώρας», τόνισε ο υπουργός Εσωτερικών, Ματέο Πιανταντόζι, στην ανακοίνωση του Υπουργείου, εκφράζοντας την «υποδειγματική επαγγελματικότητα και αποφασιστικότητα» των διωκτικών αρχών στην προστασία των έντιμων πολιτών και της οικονομικής ευρωστίας της Ιταλίας.

Η ευρεία καταστολή έρχεται ως απάντηση και σε εντεινόμενες ανησυχίες για την κινεζική επιρροή στη χώρα, ανάμεσά τους και οι έρευνες για αποκαλούμενους «υπεράκτιους αστυνομικούς σταθμούς» τους οποίους λειτουργούν οι κινεζικές αρχές σε ιταλικό έδαφος.

Η οργάνωση Safeguard Defenders κατέγραψε το 2022 ότι η Ιταλία φιλοξενεί τους περισσότερους τέτοιους παράνομους σταθμούς στην Ευρώπη—έντεκα συνολικά—σε Ρώμη, Μιλάνο, Βενετία, Φλωρεντία, Σικελία και Πράτο.

Οι ιταλικές αρχές έχουν διαψεύσει ότι έχουν δώσει άδεια για τη λειτουργία αυτών των κέντρων και δεσμεύονται για αυξημένη επιτήρηση, με τον Πιανταντόζι να δηλώνει το Δεκέμβριο του 2022 πως «θα επιβληθούν κυρώσεις σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν παράνομες ενέργειες».

Στο παρελθόν, η Ιταλία μετείχε σε κοινές περιπολίες με Κινέζους αστυνομικούς, αλλά αυτές διακόπηκαν το 2022 λόγω ανησυχιών για το ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας και τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τέτοιες υπηρεσίες για την παρακολούθηση διαφωνούντων με το κινεζικό καθεστώς.

Η Αντιμαφική Επιτροπή του ιταλικού κοινοβουλίου έχει επεκτείνει το πεδίο της ώστε να διερευνήσει τόσο το κινεζικό οργανωμένο έγκλημα όσο και πιθανές διασυνδέσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας.

Αναλυτές, όπως ο πρώην διευθυντής του NATO Defense College Foundation, Τζουζέπε Μοριμπίτο, σημειώνουν ότι οι κινεζικές συμμορίες στην Ευρώπη συχνά λειτουργούν σε συνεργασία με κρατικούς παράγοντες, θολώνοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και ξένης επιρροής.

Οι ιταλικές επιχειρήσεις έρχονται ως επιστέγασμα πολυετών ερευνών σε υπόγεια κινεζικά χρηματοοικονομικά δίκτυα, τα οποία κατηγορούνται για μεταφορά δισεκατομμυρίων ευρώ που προέρχονται από παραεμπόριο, πορνεία και φοροδιαφυγή πίσω στην Κίνα.

Διεθνή δημοσιεύματα έχουν επίσης αναδείξει τη δράση της κινεζικής μαφίας πέραν της Ευρώπης. Έρευνα των ProPublica και The Frontier το 2024 περιέγραψε δεσμούς μεταξύ Κινέζων διπλωματών και προσώπων του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ, ενώ άλλες μελέτες έχουν αναδείξει το ρόλο των κινεζικών τριάδων στην προμήθεια με πρόδρομες χημικές ουσίες για φαιντανύλη σε μεξικανικά καρτέλ.

Με την συμβολή των Μπεν Λεόνγκ, Ολίβια Λι και Reuters

Αποκαλύφθηκε μεγάλο κύκλωμα δωροδοκίας στον τομέα των στρατιωτικών drone στην Ουκρανία

Οι ουκρανικές αρχές καταπολέμησης της διαφθοράς ανακοίνωσαν στις 2 Αυγούστου την αποκάλυψη εκτεταμένου κυκλώματος δωροδοκίας που σχετίζεται με την προμήθεια στρατιωτικών drone και εξοπλισμού ηλεκτρονικού πολέμου.

Η εξέλιξη αυτή έρχεται αφότου αποκαταστάθηκε η ανεξαρτησία των αρμόδιων υπηρεσιών, μετά από μαζικές διαδηλώσεις κατά των κυβερνητικών παρεμβάσεων.

Το Εθνικό Γραφείο Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Ουκρανίας (ΝΑΒU) και η Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς (SAPO) ανέφεραν πως η υπόθεση εμπλέκει νυν βουλευτή, τωρινούς και πρώην τοπικούς αξιωματούχους, προσωπικό της Εθνικής Φρουράς και στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι ύποπτοι οργάνωναν επί διετία τρόπο υπεξαίρεσης κονδυλίων που προορίζονταν για την άμυνα, εξασφαλίζοντας παράνομα οφέλη μεγάλου ύψους μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η «Ουκραϊνσκά Πράβντα», επικαλούμενη ανώνυμες πηγές της αστυνομίας, κατονομάζει τον βουλευτή ως τον Ολεξίι Κουζνέτσοφ του κόμματος Υπηρέτης του Λαού του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας, Ντέιβιντ Εραχάμια, ανακοίνωσε μέσω Telegram πως αναστέλλεται η συμμετοχή του Κουζνέτσοφ στην κοινοβουλευτική ομάδα εν αναμονή των ερευνών, ενώ εξετάζεται απόπειρα οριστικής διαγραφής του.

Το κόμμα εξέδωσε ξεχωριστή ανακοίνωση στηρίζοντας το έργο των ΝΑΒU και SAPO και τονίζοντας πως η λογοδοσία για τη διαφθορά πρέπει να είναι καθολική και ανεξαρτήτως θέσης ή πολιτικής ταυτότητας. Υπογράμμισαν ότι ο πρόσφατος νόμος που αποκαθιστά την ανεξαρτησία των υπηρεσιών δίνει επιπλέον εγγυήσεις για αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς.

Ο Ζελένσκι, επίσης μέσω Telegram, δήλωσε ότι ενημερώθηκε από τους επικεφαλής των ΝΑΒU και SAPO για την πορεία της έρευνας. «Ευχαριστώ τις υπηρεσίες κατά της διαφθοράς για το έργο τους.

Μηδενική ανοχή στη διαφθορά, συντονισμένη αποκάλυψη και, τελικά, δίκαιη τιμωρία. Είναι κρίσιμο οι θεσμοί να λειτουργούν ανεξάρτητα και ο νόμος που ψηφίστηκε την Πέμπτη τους παρέχει όλα τα απαραίτητα μέσα για πραγματικό αγώνα κατά της διαφθοράς», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο νόμος τον οποίο επικαλέστηκε ο Ζελένσκι σηματοδοτεί αλλαγή γραμμής εκ μέρους της κυβέρνησής του. Στις 22 Ιουλίου, ο Ζελένσκι υπέγραψε νόμο που παραχωρούσε στον Γενικό Εισαγγελέα ειδικές αρμοδιότητες πάνω στα ΝΑΒU και SAPO, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος μετακίνησης εισαγγελέων και αφαίρεσης δικογραφιών.

Ο ίδιος υπερασπίστηκε την απόφαση λέγοντας ότι στόχος ήταν η αποβολή της ρωσικής επιρροής από τις διωκτικές αρχές και η επιτάχυνση των διερευνήσεων. «Η υποδομή κατά της διαφθοράς θα λειτουργήσει μόνο χωρίς ρωσική επιρροή· οφείλει να καθαριστεί από αυτήν. Η Ουκρανία πρέπει να διασφαλίζει την αναπόφευκτη τιμωρία για όσους παραβαίνουν τον νόμο», είχε αναφέρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η εξέλιξη πυροδότησε εκτεταμένες αντιδράσεις, με χιλιάδες να διαδηλώνουν στο Κίεβο και άλλες πόλεις απέναντι σε αυτό που εκλάμβαναν ως υπονόμευση των εγγυημένων μηχανισμών κατά της διαφθοράς.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει χορηγήσει στην Ουκρανία καθεστώς υποψηφιότητας από το 2022, προειδοποίησε ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αντίκειται στις βασικές προϋποθέσεις προσχώρησης που αφορούν την ανεξαρτησία των υπηρεσιών κατά της διαφθοράς.

Η επίτροπος Διεύρυνσης της Ε.Ε., Μάρτα Κος, χαρακτήρισε τον νόμο της 22ας Ιουλίου ως σοβαρή οπισθοδρόμηση, ενώ η αντιπροσωπεία της Ε.Ε. στην Ουκρανία προειδοποίησε πως η διάβρωση των εγγυήσεων του ΝΑΒU θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη στις μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες του Κιέβου.

Η ΥΠΕΞ της Γερμανίας σημείωσε ότι ο περιορισμός της ισχύος των υπηρεσιών θα έπληττε και τις ελπίδες ένταξης στην Ε.Ε.

Η έντονη δυσαρέσκεια εντάθηκε από ταυτόχρονη επιχείρηση ασφαλείας, κατά την οποία η Υπηρεσία Ασφαλείας της Ουκρανίας πραγματοποίησε περίπου 70 ελέγχους σε στελέχη του ΝΑΒU, με μια σύλληψη για φερόμενη κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας και μία ακόμη για επιχειρηματικές σχέσεις με τη συγκεκριμένη χώρα.

Αν και οι περισσότερες κατηγορίες αφορούσαν διοικητικές παραβάσεις, το ΝΑΒU προειδοποίησε ότι κάποια μέτρα ξεπερνούσαν τα επιτρεπτά όρια, καταγγέλλοντας προσπάθεια εκφοβισμού των εποπτικών αρχών.

Υπό το βάρος μαζικών διαδηλώσεων και αυξανόμενης δυτικής πίεσης, ο Ζελένσκι ανακάλεσε την προηγούμενη ρύθμιση. Στις 24 Ιουλίου κατέθεσε νέο νομοσχέδιο που επανέφερε την ανεξαρτησία των θεσμών, κάνοντας λόγο για «ισορροπημένη λύση» χωρίς ρωσικές διασυνδέσεις, η οποία διασφαλίζει την προστασία των ουκρανικών διωκτικών αρχών από ξένες επιρροές.

Το ουκρανικό κοινοβούλιο ενέκρινε ομόφωνα το νέο νόμο στις 31 Ιουλίου και ο πρόεδρος Ζελένσκι τον υπέγραψε την ίδια μέρα, δηλώνοντας πως ήταν η ορθή κίνηση. «Είναι ύψιστης σημασίας το κράτος να αφουγκράζεται την κοινωνία. Να ακούει τους πολίτες του. Η Ουκρανία είναι αδιαμφισβήτητα δημοκρατία», τόνισε.

Η νέα νομοθεσία απαγορεύει στον Γενικό Εισαγγελέα να διατάσσει το ΝΑΒU ή το SAPO ή να παρεμβαίνει στις έρευνές τους, επαναφέροντας παράλληλα σημαντικές δικονομικές εγγυήσεις που είχαν χαθεί με τον προηγούμενο νόμο.

Η ανάπτυξη της ευρωζώνης έμεινε στάσιμη στο 0,1% καθώς η οικονομία των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 3% στο 2ο τρίμηνο

Η οικονομία της ευρωζώνης αναπτύχθηκε ελάχιστα το δεύτερο τρίμηνο του 2025, υπογραμμίζοντας την ασθενή δυναμική σε ολόκληρο το μπλοκ των 20 εθνών, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέγραψαν απότομη ανάκαμψη κατά την ίδια περίοδο.

Η Eurostat δήλωσε στις 30 Ιουλίου ότι το εποχικά προσαρμοσμένο ΑΕΠ στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 0,1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ η παραγωγή στην ευρύτερη Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) των 27 μελών αυξήθηκε κατά 0,2%. Και οι δύο μετρήσεις σηματοδότησαν μια απότομη επιβράδυνση από το πρώτο τρίμηνο, όταν η ανάπτυξη έφτασε το 0,6% και το 0,5% αντίστοιχα. Μεταξύ των μεγάλων οικονομιών, η Ισπανία ηγήθηκε με ανάπτυξη 0,7%, ακολουθούμενη από τη Γαλλία με 0,3%. Η Γερμανία και η Ιταλία συρρικνώθηκαν η καθεμία κατά 0,1%, υπογραμμίζοντας τη συνεχιζόμενη απόκλιση εντός του μπλοκ.

Πέρα από τον Ατλαντικό, τα στοιχεία των ΗΠΑ έδειξαν μια πολύ πιο φωτεινή εικόνα. Το Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης ανέφερε ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 3% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο-Ιούνιο, αντιστρέφοντας μια συρρίκνωση 0,5% στο πρώτο τρίμηνο και ξεπερνώντας τις προσδοκίες των οικονομολόγων για 2,4%. Η ανάκαμψη οφείλεται στην πτώση των εισαγωγών κατά 30% — μια αντιστροφή της προηγούμενης συσσώρευσης αποθεμάτων που σχετίζεται με τους δασμούς — και στην αύξηση των καταναλωτικών δαπανών κατά 1,4%.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ κατέληξαν πρόσφατα σε εμπορική συμφωνία που μείωσε τις άμεσες εντάσεις, αλλά επέβαλε δασμούς 15% στις εξαγωγές της ΕΕ προς την αγορά των ΗΠΑ — ένα μέτρο που είναι πιθανό να επηρεάσει την ανάπτυξη της ευρωζώνης. Η συμφωνία δεν έχει ακόμη επικυρωθεί από τα μέλη της ΕΕ και οι ανεπίλυτες λεπτομέρειες σημαίνουν ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες ενδέχεται να εξακολουθούν να διστάζουν να επενδύσουν.

Εν τω μεταξύ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αναβάθμισε την Τρίτη τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη στο σύνολο του έτους για την ευρωζώνη, επικαλούμενο ισχυρότερη από την αναμενόμενη δραστηριότητα στο πρώτο τρίμηνο, κυρίως λόγω της αύξησης των ιρλανδικών φαρμακευτικών εξαγωγών. Ωστόσο, το Ταμείο προειδοποίησε ότι η ευρύτερη ζήτηση στην ευρωζώνη παραμένει υποτονική και ότι οι κίνδυνοι από τους δασμούς και τις δημοσιονομικές πιέσεις επιμένουν.

Στην ενημέρωση του Ιουλίου για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές, το ΔΝΤ προέβλεψε ότι το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ θα αυξηθεί κατά 1% το 2025 και κατά 1,2% το 2026, μια αναβάθμιση 0,2 ποσοστιαίων μονάδων για το 2025 από την πρόβλεψη του Απριλίου. Η αναθεώρηση αντικατοπτρίζει αυτό που το ΔΝΤ χαρακτήρισε «ιστορικά μεγάλη» αύξηση στις ιρλανδικές φαρμακευτικές αποστολές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την προκαταρκτική εμπορική προώθηση και τις νέες εγκαταστάσεις παραγωγής. Χωρίς τη συνεισφορά της Ιρλανδίας, η αναβάθμιση της ζώνης του ευρώ θα ήταν μόλις 0,1 μονάδα.

Το ΔΝΤ αναμένει ότι ο πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ θα παραμείνει συγκρατημένος σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τη βοήθεια της ανατίμησης του νομίσματος και των προσωρινών δημοσιονομικών μέτρων. Για την ευρύτερη ΕΕ, η ανάπτυξη προβλέπεται στο 1,3% το 2025 και στο 1,4% το 2026, σχεδόν αμετάβλητη από τον Απρίλιο.

Σε πρόσφατη δήλωση μετά την ετήσια διαβούλευσή του με την ευρωζώνη, το ΔΝΤ δήλωσε ότι η περιοχή αντιμετωπίζει διαρθρωτικές προκλήσεις που περιορίζουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές και προέτρεψε τις κυβερνήσεις να ανοικοδομήσουν δημοσιονομικά αποθέματα, να προστατεύσουν την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και να επιδιώξουν μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της παραγωγικότητας. «Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι καθοδικοί», προειδοποίησε το ΔΝΤ, επικαλούμενο πιθανή κλιμάκωση των δασμών, γεωπολιτικές εντάσεις και δημοσιονομικές πιέσεις που θα μπορούσαν να επισκιάσουν τυχόν οφέλη από την απροσδόκητη δημοσιονομική χαλάρωση.

Το ΔΝΤ αναβάθμισε επίσης την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη των ΗΠΑ στο 1,9% για το 2025 και στο 2% για το 2026, επικαλούμενο χαμηλότερους από τους αναμενόμενους δασμούς, ένα ασθενέστερο δολάριο και εταιρικά επενδυτικά κίνητρα από τον νόμο One Big Beautiful Bill. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αύξησε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη του 2025 στο 3% από 2,8% τον Απρίλιο, προειδοποιώντας παράλληλα ότι τα υψηλά εμπορικά εμπόδια και οι γεωπολιτικοί κραδασμοί εξακολουθούν να θέτουν σημαντικούς κινδύνους.

«Η επίμονη αβεβαιότητα μπορεί να επηρεάσει τις επενδύσεις, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι δημοσιονομικές ευπάθειες θέτουν πρόσθετες απειλές», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Πιέρ Ολιβιέ Γκουρινκά, προσθέτοντας ότι οι σημαντικές εξελίξεις στις εμπορικές συνομιλίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν τη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα.

Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης στην Ταϊβάν υπερασπίστηκαν με επιτυχία τις έδρες τους

Με επιτυχία αντιμετώπισαν την πρόκληση της πρότασης ανάκλησης 24 βουλευτές της αντιπολίτευσης και ένας δήμαρχος, κατά τη σχετική ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου στην Ταϊβάν.

Όπως ανακοίνωσε η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, το αποτέλεσμα αυτό διασφαλίζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ), συνιστώντας ταυτόχρονα πλήγμα για το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (ΔΠΚ) του προέδρου Λάι Τσινγκ-τε.

Το τεστ της ανάκλησης παρακολουθήθηκε στενά, καθώς εκτιμάται ότι επηρεάζει σημαντικά το πολιτικό τοπίο της χώρας. Οι πρωτοβουλίες εναντίον βουλευτών του ΚΜΤ παρουσιάστηκαν ως «αντικομμουνιστικές» ενέργειες, με στόχο όσους θεωρούνται φιλο-Κινέζοι και ευθυγραμμισμένοι με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ).

Το Πεκίνο επιμένει πως η Ταϊβάν αποτελεί αποσχισμένο έδαφός του και έχει κατ’ επανάληψη απειλήσει ακόμα και με χρήση βίας για την επίτευξη επανένωσης. Η άνοδος του ΔΠΚ στην εξουσία έφερε ρήξη στις σχέσεις των δύο πλευρών και διακοπή κάθε επίσημου διαύλου επικοινωνίας μεταξύ Ταϊπέι και Πεκίνου.

Ο πρόεδρος του ΚΜΤ, Έρικ Τσιου, χαιρέτισε την απόρριψη όλων των εκστρατειών ανάκλησης κατά των βουλευτών του κόμματός του, χαρακτηρίζοντάς τη «σημαντική νίκη για τον λαό της Ταϊβάν». «Ο λαός επέλεξε τη σταθερότητα και επιθυμεί η κυβέρνηση να επικεντρωθεί στο έργο της, αντί για ατέρμονες πολιτικές διαμάχες», δήλωσε ο Τσιου σε συνέντευξη Τύπου στην έδρα του ΚΜΤ, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Focus Taiwan.

Το ΔΠΚ, καθώς και διάφορες κοινωνικές οργανώσεις που στήριζαν την ανάκληση, επιδίωκαν την απομάκρυνση βουλευτών του ΚΜΤ σε εννέα πόλεις και περιφέρειες της χώρας.

Επτά ακόμη βουλευτές του ΚΜΤ αναμένεται να αντιμετωπίσουν αντίστοιχες διαδικασίες προς τα τέλη Αυγούστου. Παρά την επικράτηση του ΔΠΚ στις προεδρικές εκλογές του περασμένου έτους, το ΚΜΤ, σε συνεργασία με το μικρότερο Κόμμα του Λαού της Ταϊβάν (TPP), διατηρεί επαρκή κοινοβουλευτική δύναμη ώστε να ορίζει την πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση.

Ο πρόεδρος του TPP, Χουάνγκ Κούο-τσάνγκ, επέκρινε τον πρόεδρο Λάι για τη στήριξη που παρείχε στις προσπάθειες ανάκλησης και ζήτησε δημόσια συγγνώμη. Χαρακτήρισε τη σχετική πρωτοβουλία διχαστική.

Η ψηφοφορία ανάκλησης πραγματοποιείται σε μια περίοδο όπου η Ταϊβάν πολλαπλασιάζει τις προσπάθειές της να θωρακιστεί απέναντι στην αυξανόμενη επιθετικότητα του Πεκίνου.

Ο πρόεδρος Λάι, που στα μάτια της Κίνας θεωρείται αυτονομιστής, έχει καλέσει επανειλημμένα τους πολίτες να συσπειρωθούν ενόψει των πιέσεων του ΚΚΚ. Σε διαδοχικές πανεθνικές ομιλίες στα τέλη Ιουνίου, προειδοποίησε ότι η πολύπλευρη διείσδυση της Κίνας απειλεί όχι μόνο την κυριαρχία της Ταϊβάν, αλλά και τα θεμέλια της δημοκρατίας της.

Η Meta αναστέλλει τις πολιτικές διαφημίσεις στην ΕΕ λόγω «ανέφικτων» νέων κανονισμών

Η Meta, μητρική εταιρεία των Facebook, Instagram και WhatsApp, ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει όλες τις πολιτικές διαφημίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως τον Οκτώβριο, επικαλούμενη ως αιτία «μη εφαρμόσιμες» απαιτήσεις που επιβάλλονται από τον νέο κανονισμό της ΕΕ για την διαδικτυακή προεκλογική εκστρατεία.

Η ανακοίνωση, που έγινε στις 25 Ιουλίου, προηγήθηκε της εφαρμογής του κανονισμού για τη Διαφάνεια και τη Στόχευση Πολιτικών Διαφημίσεων (Transparency and Targeting of Political Advertising – TTPA), ο οποίος θέτει αυστηρούς περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο οι πλατφόρμες και οι διαφημιστές μπορούν να στοχεύουν τους ψηφοφόρους. Ο νόμος, που θα τεθεί σε ισχύ πριν από αρκετές εθνικές εκλογές και τις ευρωεκλογές του 2026, απαιτεί σαφή επισήμανση και δημόσια αρχειοθέτηση των πολιτικών διαφημίσεων και απαγορεύει τις εκστρατείες χρηματοδοτούμενες από το εξωτερικό εν όψει εκλογών.

Η Meta υποστήριξε ότι ο TTPA δημιουργεί «σημαντικές λειτουργικές προκλήσεις και νομικές αβεβαιότητες» που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της παροχής υπηρεσιών πολιτικής διαφήμισης στην ΕΕ Επιπλέον, τόνισε πως οι νέοι περιορισμοί θα μειώσουν τη σχετικότητα των διαφημίσεων και θα υπονομεύσουν το μοντέλο προσωποποιημένης διαφήμισης που στηρίζει μεγάλο μέρος της επιχειρηματικής της δραστηριότητας.

Η εταιρεία επεσήμανε ότι θεωρεί τα προσωποποιημένα διαφημιστικά μηνύματα κρίσιμα για μεγάλο εύρος διαφημιστών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιούν εκστρατείες ενημέρωσης των ψηφοφόρων για σημαντικά κοινωνικά ζητήματα που διαμορφώνουν τη δημόσια συζήτηση. Πρόσθεσε ότι κανονισμοί όπως ο TTPA υπονομεύουν σημαντικά την ικανότητά της να παρέχει αυτές τις υπηρεσίες, επηρεάζοντας όχι μόνο την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας των διαφημιστών αλλά και την πρόσβαση των ψηφοφόρων σε ολοκληρωμένες πληροφορίες.

Η Meta δήλωσε πως αντιμετωπίζει μια «ανέφικτη επιλογή» ανάμεσα στην παροχή ενός διαφημιστικού προϊόντος που δεν επιθυμούν ούτε οι χρήστες ούτε οι διαφημιστές και στη διακοπή των πολιτικών και κοινωνικών διαφημίσεων στο σύνολό τους, επιλέγοντας τελικά το δεύτερο.

Σε σχετική δήλωση, η εταιρεία σημείωσε ότι για άλλη μια φορά οι κανονιστικές υποχρεώσεις έχουν ως αποτέλεσμα την αφαίρεση δημοφιλών προϊόντων και υπηρεσιών από την αγορά, περιορίζοντας την επιλογή και τον ανταγωνισμό.

Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με την Meta, δεν ισχύει εκτός Ευρώπης και δεν θα εμποδίσει τους πολιτικούς, τους υποψηφίους ή τους χρήστες στην ΕΕ να αναρτούν πολιτικό περιεχόμενο.

Από την πλευρά τους, αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν δηλώσει ότι οι νέοι κανονισμοί κρίνονται απαραίτητοι για την αντιμετώπιση κρυφών εκστρατειών επιρροής και την προστασία των εκλογών από «παραπληροφόρηση».

Το 2024, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο και τον απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την τελική έγκριση, ο εισηγητής Σάντρο Γκόζι είχε χαρακτηρίσει τον TTPA βασικό εργαλείο προστασίας των δημοκρατικών και εκλογικών διαδικασιών της Ένωσης. Είχε τονίσει πως οι ψηφιακές τεχνολογίες καθιστούν τους πολίτες πιο ευάλωτους σε παραπληροφόρηση και ξένη παρέμβαση και ότι οι κανόνες αυτοί βοηθούν τους πολίτες να αναγνωρίζουν ποιος βρίσκεται πίσω από ένα πολιτικό μήνυμα και να κάνουν ενημερωμένες επιλογές στις κάλπες.

Ο Γκόζι σχολίασε αρνητικά την ανακοίνωση της Meta για την αναστολή των πολιτικών διαφημίσεων στην ΕΕ, χαρακτηρίζοντάς την ως ένδειξη άρνησης της εταιρείας να συμμορφωθεί με βασικά πρότυπα διαφάνειας. Συγκεκριμένα, έγραψε σε ανάρτησή του στο X ότι η απόφαση της Meta αποκαλύπτει «βαθιά αλλεργία στη διαφάνεια, την προστασία δεδομένων και τη δημοκρατική λογοδοσία».

Πρόσθεσε ότι η εταιρεία ισχυρίζεται πως μάχεται την παραπληροφόρηση ενώ ταυτόχρονα κερδίζει από αυτήν, και ότι η αποχώρησή της ανοίγει το δρόμο σε άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες που συμμορφώνονται με τους κανόνες.

Τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, και η Google είχε ανακοινώσει παρόμοια απόφαση, δηλώνοντας ότι θα διακόψει τις πολιτικές διαφημίσεις στην Ένωση ενόψει της εφαρμογής του TTPA. Τότε, η εταιρεία είχε εξηγήσει ότι το ευρύ πεδίο εφαρμογής και η ασαφής διατύπωση του νόμου την έκαναν αδύνατη τη συμμόρφωση, παρά τις επενδύσεις ετών σε εργαλεία διαφάνειας.

Κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, η Google είχε εκφράσει στους ευρωβουλευτές ανησυχίες, περιλαμβάνοντας προειδοποιήσεις ότι οι ευρείες ορισμοί των «πολιτικών διαφημίσεων» ενδέχεται να περιλάβουν κανονικό περιεχόμενο κοινωνικού ενδιαφέροντος, ότι οι τεχνικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να καθιστούν τη συμμόρφωση αδύνατη και ότι τα συστήματα σηματοδότησης από χρήστες θα μπορούσαν να καταχρηστούν για να φιμώσουν νόμιμο λόγο.

Παρόμοιες ανησυχίες διατύπωσε και η Civil Liberties Union for Europe (Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες στην Ευρώπη), μια οργάνωση υπεράσπισης δικαιωμάτων, που υποστήριξε ότι η αόριστη διατύπωση του νόμου ενδέχεται να περιορίσει την ελευθερία έκφρασης, ιδιαίτερα σε θέματα κοινωνικά και δημόσιας συζήτησης. Η οργάνωση τόνισε σε σχετική ανακοίνωση ότι ο πολύ ευρύς ορισμός θα μπορούσε να εμποδίσει τον πολιτικό διάλογο και το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης πολιτικών απόψεων και συμμετοχής στη δημόσια πολιτική συζήτηση.

Παράλληλα, κάλεσε την Επιτροπή να περιορίσει την ερμηνεία της πολιτικής διαφήμισης σε επερχόμενες κατευθυντήριες οδηγίες, ώστε να διαφυλαχθεί ένας υγιής δημόσιος χώρος και να υποστηριχθεί η κοινωνία των πολιτών σε ένα όλο και πιο περιοριστικό περιβάλλον.

Η ΕΚΤ διατηρεί αμετάβλητα τα επιτόκια καθώς ο πληθωρισμός σταθεροποιείται στο 2%

Αμετάβλητα διατήρησε τα βασικά της επιτόκια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 24 Ιουλίου, παγώνοντας τον κύκλο χαλάρωσης που διαρκεί εδώ και ένα έτος, καθώς ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε στον στόχο του 2% και εμφανίστηκαν ενδείξεις ανθεκτικότητας της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ.

Το επιτόκιο καταθέσεων παρέμεινε στο 2%, το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 2,15% και το επιτόκιο οριακής χορήγησης στο 2,4%.

Όπως ανέφερε η ΕΚΤ σε ανακοίνωσή της μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, «η απόφαση ήταν ευρέως αναμενόμενη από τις αγορές μετά από τέσσερις διαδοχικές μειώσεις από το περασμένο καλοκαίρι, που μείωσαν το κόστος δανεισμού από τα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας».

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, ο πληθωρισμός διαμορφώνεται πλέον στοn μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, με τις εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις να υποχωρούν και την αύξηση των μισθών να παρουσιάζει σημάδια μετριασμού.

Η Τράπεζα δεσμεύτηκε να συνεχίσει να λαμβάνει αποφάσεις με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και συνεδρίαση προς συνεδρίαση, χωρίς να προκαταλαμβάνει το μελλοντικό ύψος των επιτοκίων.

Στη συνέντευξη Τύπου, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε: «Οι πρόσφατες ενδείξεις μάς ενθαρρύνουν, καθώς η οικονομία αντέχει παρά τους διεθνείς αντίθετους ανέμους. Η ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο αποδείχθηκε ισχυρότερη του αναμενόμενου», υπογράμμισε, «καθώς οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε πρόωρες εξαγωγές εν όψει των επικείμενων αυξήσεων δασμών, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις παρέμειναν στιβαρές».

«Νεότερες έρευνες καταγράφουν ήπια επέκταση τόσο στη βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες», πρόσθεσε, ενώ παράλληλα προειδοποίησε: «Η αύξηση των υφιστάμενων και αναμενόμενων δασμών, η ενίσχυση του ευρώ και η παρατεταμένη γεωπολιτική αβεβαιότητα καθιστούν τις εταιρείες πιο απρόθυμες να επενδύσουν», παραπέμποντας στους κινδύνους από την κλιμάκωση των διεθνών εντάσεων, τις μεταβολές στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις συγκρούσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.

Παρ’ όλα αυτά, η επικεφαλής της ΕΚΤ χαρακτήρισε τους θεμελιώδεις παράγοντες της ζήτησης εν γένει ευνοϊκούς, τονίζοντας: «Η ανεργία τον Μάιο διαμορφώθηκε στο 6,3%, κοντά στο ιστορικό χαμηλό από την καθιέρωση του ευρώ, ενώ η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων και η στιβαρή χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών συνεχίζουν να στηρίζουν την κατανάλωση».

«Ηπιότεροι όροι χρηματοδότησης, όπως τα χαμηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων, τροφοδοτούν την αγορά ακινήτων, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις στην άμυνα και τις υποδομές αναμένεται να προσφέρουν περαιτέρω στήριξη τους επόμενους μήνες», εξήγησε.

Συνολικά, σημείωσε, «οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη παραμένουν πτωτικοί». Στους βασικούς κινδύνους συγκαταλέγονται η πιθανή επιδείνωση των εμπορικών εντάσεων, που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το κλίμα στις αγορές, καθώς και οι γεωπολιτικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή που ενδέχεται να πλήξουν τις επενδύσεις και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.

Η κα Λαγκάρντ επεσήμανε ακόμη: «Η δυναμική του πληθωρισμού έχει πλέον αλλάξει». Ο γενικός πληθωρισμός αυξήθηκε ελαφρά στο 2% τον Ιούνιο από 1,9% τον Μάιο, κυρίως λόγω της ενέργειας. Η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα υποχώρησε στο 3,1%, στα προϊόντα διαμορφώνεται στο 0,5%, ενώ στις υπηρεσίες σημειώθηκε άνοδος στο 3,3%. «Οι δείκτες υποκείμενου πληθωρισμού παραμένουν συμβατοί με τον στόχο, ενώ οι προπορευόμενες ενδείξεις δείχνουν περαιτέρω επιβράδυνση της αύξησης των μισθών και του βραχυπρόθεσμου πληθωρισμού», συμπλήρωσε.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ κάλεσε τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να πλαισιώσουν τη νομισματική πολιτική με διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, χαρακτηρίζοντάς το «καίριας σημασίας για την άμεση ενίσχυση της ζώνης του ευρώ και της οικονομίας της στη σημερινή γεωπολιτική συγκυρία».

Συνέστησε την ταχεία ολοκλήρωση των ενώσεων τραπεζών και κεφαλαιαγορών, καθώς και σαφές χρονοδιάγραμμα για τη θεσμοθέτηση του ψηφιακού ευρώ.

Η απόφαση της Πέμπτης ακολούθησε τη δημοσιοποίηση της τραπεζικής έρευνας που έγινε αυτή την εβδομάδα, η οποία έδειξε ότι η ζήτηση επιχειρηματικών δανείων παραμένει συγκρατημένη, ενώ τα στεγαστικά δάνεια καταγράφουν σημαντική άνοδο.

Τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς επιχειρήσεις παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα κατά το δεύτερο τρίμηνο, ωστόσο οι τράπεζες έσφιξαν περαιτέρω τη στρόφιγγα προς τα νοικοκυριά, κυρίως στα καταναλωτικά δάνεια, υπό το βάρος κανονιστικών πιέσεων και διαρκών οικονομικών κινδύνων.

Της επιλογής της ΕΚΤ να διατηρήσει τα επιτόκια στο 2% είχαν προηγηθέι επτά διαδοχικές μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης και συνολική μείωση 200 μονάδων από τον Σεπτέμβριο του 2023, σύμφωνα με ανάλυση της ING.

Την ίδια ώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έχει κρατήσει το βασικό επιτόκιο γύρω στο 4,3% μετά από τρεις μειώσεις πέρυσι.

Ο Τζερόμ Πάουελ, επικεφαλής της Fed, δήλωσε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θέλουν να εκτιμήσουν πώς θα αντιδράσει η οικονομία στις δασμολογικές πολιτικές του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ – ειδικά εάν αυτές οδηγήσουν σε αύξηση του πληθωρισμού.

Η επιφυλακτικότητα του Πάουελ έχει προκαλέσει έντονες επικρίσεις από τον Τραμπ, ο οποίος τον έχει κατηγορήσει για πολιτικά παιχνίδια στη νομισματική πολιτική. Ο Τραμπ απαιτεί χαμηλότερα επιτόκια τόσο για να δοθεί ώθηση στην οικονομία όσο και για να μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του αμερικανικού δημόσιου χρέους.

Οι ΗΠΑ αποχωρούν από την UNESCO

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δρομολογούν την αποχώρησή τους από την Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (U.N. Educational, Scientific, and Cultural Organization – UNESCO), η οποία θα έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 2026, όπως επιβεβαίωσε στις 22 Ιουλίου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η απόφαση συνδέεται με ιδεολογικές διαφωνίες, ανησυχία για προκατάληψη κατά του Ισραήλ και με αυτό που η Ουάσιγκτον χαρακτηρίζει «ατζέντα παγκοσμιοποίησης», που θεωρείται ασύμβατη με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Η Τάμμυ Μπρους, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δήλωσε πως η παραμονή των ΗΠΑ στην UNESCO δεν εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Σύμφωνα με την ίδια, ο οργανισμός προωθεί «διχαστικά κοινωνικά και πολιτιστικά ζητήματα» και δίνει προτεραιότητα στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, τους οποίους χαρακτήρισε ως μέρος μιας ατζέντας «παγκοσμιοποίησης» που βρίσκεται σε αντίθεση με τη στρατηγική «Πρώτα η Αμερική» της κυβέρνησης Τραμπ.

Όπως έγινε γνωστό, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέδωσαν επίσημη ειδοποίηση αποχώρησης στη γενική διευθύντρια της UNESCO, Ωντρέ Αζουλέ, στις 22 Ιουλίου. Η κίνηση αυτή βασίζεται στο Άρθρο ΙΙ(6) του καταστατικού του οργανισμού και θα τεθεί σε ισχύ την 31η Δεκεμβρίου 2026. Μέχρι τότε, οι ΗΠΑ θα είναι πλήρες μέλος.

Πρόκειται για την τρίτη αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τον οργανισμό με έδρα το Παρίσι και τη δεύτερη υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Η προηγούμενη είχε πραγματοποιηθεί το 2017, κατά την πρώτη θητεία του, με κύριο επιχείρημα την αντι-ισραηλινή στάση της UNESCO. Οι ΗΠΑ επανήλθαν το 2023, επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν, ο οποίος είχε υποστηρίξει τότε ότι η επανένταξη ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας εντός του οργανισμού.

Ωστόσο, μια έκθεση του 2023 από το Uyghur Human Rights Project (Πρόγραμμα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Ουιγούρων) με έδρα την Ουάσιγκτον διαπίστωσε ότι η UNESCO υπήρξε «συνένοχη» στις αυθαιρεσίες του κινεζικού καθεστώτος εις βάρος των Ουιγούρων και του πολιτισμού τους, σιωπώντας και ενίοτε καλύπτοντας, σύμφωνα με την έκθεση, τις ενέργειες του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ).

Η αναπληρώτρια εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Άννα Κέλλυ, ανέφερε ότι η αποχώρηση εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο επανεξέτασης της συμμετοχής των Ηνωμένων Πολιτειών σε διεθνείς οργανισμούς με γνώμονα τα εθνικά τους συμφέροντα. Σύμφωνα με την ίδια, ο πρόεδρος Τραμπ πήρε την απόφαση αποχώρησης διότι θεωρεί πως η UNESCO υποστηρίζει πολιτιστικές και κοινωνικές θέσεις που χαρακτηρίζονται ως «διχαστικές» και «woke». Υποστήριξε επίσης ότι κάθε διεθνής συμμετοχή πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα της χώρας.

Η Μπρους επανέλαβε την αντίθεση της Ουάσιγκτον στην απόφαση του 2011 να γίνει δεκτό το μερικώς αναγνωρισμένο κράτος της Παλαιστίνης ως μέλος της UNESCO, χαρακτηρίζοντάς την «ιδιαίτερα προβληματική» και παράγοντα ενίσχυσης της ρητορικής κατά του Ισραήλ εντός του οργανισμού.

Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη αποχώρηση των ΗΠΑ από την UNESCO είχε γίνει το 1984 επί κυβέρνησης Ρόναλντ Ρήγκαν, λόγω καταγγελιών για κακοδιαχείριση και φιλοσοβιετική προκατάληψη. Η Ουάσιγκτον επανεντάχθηκε το 2003 υπό τον Τζορτζ Μπους, αλλά ανέστειλε εκ νέου τη χρηματοδότηση το 2011, μετά την αποδοχή της Παλαιστίνης.

Η διοίκηση Μπάιντεν είχε προτείνει κονδύλι 150 εκατομμυρίων δολαρίων στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2024, με σκοπό την αποπληρωμή καθυστερούμενων οφειλών ύψους άνω των 600 εκατ. δολαρίων. Στο παρελθόν, οι ΗΠΑ κάλυπταν περίπου το 22% του λειτουργικού προϋπολογισμού της UNESCO.

Το 2020, ο δημοσιογράφος Αλεξ Νιούμαν είχε επισημάνει σε άρθρο του στην εφημερίδα The Epoch Times ότι αρκετοί Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές εξέφραζαν έντονες ανησυχίες για αυτό που χαρακτήριζαν «διείσδυση» του ΚΚΚ στον ΟΗΕ και στους οργανισμούς του, συμπεριλαμβανομένης της UNESCO.

Ο Κέβιν Μόλεϋ, πρώην βοηθός υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για διεθνείς οργανισμούς, είχε δηλώσει στην Epoch Times πως η πολιτική του οργανισμού είχε «σε μεγάλο βαθμό περάσει στον έλεγχο του ΚΚΚ και των συμμάχων του», ενώ είχε χαρακτηρίσει την κινεζική επιρροή στα Ηνωμένα Έθνη ως «τη μεγαλύτερη υπαρξιακή απειλή για τη δημοκρατία των ΗΠΑ από την ίδρυσή τους».