Πέμπτη, 18 Σεπ, 2025

Υποχρεωτικές πλέον οι δοκιμές με εικονικό φάρμακο για νέα εμβόλια στις ΗΠΑ

Το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών (Health and Human Services-HHS) ανακοίνωσε ότι για όλα τα νέα εμβόλια θα απαιτείται πλέον η σύγκριση με εικονικό φάρμακο σε όλες τις κλινικές δοκιμές πριν λάβουν άδεια κυκλοφορίας.

Όπως ανέφεραν αρμόδιοι στις 30 Απριλίου, η απαίτηση αυτή τέθηκε από τον υπουργό Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. και συνιστά «ριζική απομάκρυνση από προηγούμενες πρακτικές», σύμφωνα με δήλωση εκπροσώπου του HHS προς την Epoch Times μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Ο ίδιος εκπρόσωπος σημείωσε ότι, με εξαίρεση το εμβόλιο κατά της COVID-19, κανένα από τα εμβόλια που περιλαμβάνονται στο παιδικό πρόγραμμα εμβολιασμών των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) δεν έχει δοκιμαστεί έναντι ανενεργού εικονικού φαρμάκου, γεγονός που, κατά την άποψή του, περιορίζει τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά προφίλ κινδύνου αυτών των προϊόντων.

Τα CDC ορίζουν το εικονικό φάρμακο ως μια ουσία «χωρίς επίδραση στους ζωντανούς οργανισμούς», ενώ ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) το χαρακτηρίζει ως «ανενεργή παρασκευή». Κανένας από τους δύο φορείς δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα σχολιασμού.

Ήδη από το 2018, το HHS είχε αναγνωρίσει ότι πολλά από τα εμβόλια που έχουν αδειοδοτηθεί στις ΗΠΑ είχαν δοκιμαστεί όχι έναντι εικονικού φαρμάκου αλλά έναντι άλλων εμβολίων, όπως αναφερόταν σε επιστολή προς το  Informed Consent Action Network (Δίκτυο Ενημερωμένης Συναίνεσης).

Κανένα νέο εμβόλιο δεν έχει εγκριθεί από την ομοσπονδιακή ρυθμιστική αρχή, η οποία υπάγεται στο HHS, από την ημέρα που ο Κέννεντυ ανέλαβε καθήκοντα τον Φεβρουάριο.

Πριν διοριστεί υπουργός, ο Κέννεντυ ήταν επικεφαλής του οργανισμού Children’s Health Defense, που έχει εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για σχεδόν όλα τα εμβόλια. Το 2023 είχε δηλώσει στην Epoch Times ότι τα εμβόλια δεν υποβάλλονται σε δοκιμές ασφαλείας με εικονικό φάρμακο στο πλαίσιο λειτουργικών κλινικών δοκιμών πριν εγκριθούν.

Από την πλευρά τους, ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν πως οι δοκιμές με εικονικό φάρμακο για ήδη καθιερωμένα εμβόλια, όπως αυτό για την ιλαρά, την παρωτίτιδα και την ερυθρά (Measles, Mumps, Rubella-MMR), δεν είναι ηθικά αποδεκτές, διότι θα στερούσαν από την ομάδα ελέγχου την προστασία του εμβολίου. Το HHS, σε επιστολή του το 2018, είχε επισημάνει ότι «η ένταξη ομάδων ελέγχου με εικονικό φάρμακο θεωρείται ανήθικη», αν και υπάρχουν επιστήμονες που υποστηρίζουν πως τέτοιες μελέτες μπορούν να δικαιολογηθούν ηθικά.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, Δρ Ντέιβιντ Γουόλ, δήλωσε ότι, κατά την άποψή του, οι δοκιμές με εικονικό φάρμακο δεν είναι ηθικές για μολυσματικές ασθένειες για τις οποίες υπάρχει ήδη διαθέσιμο εμβόλιο. Σε περιπτώσεις λοιμώξεων χωρίς υπάρχον εμβόλιο, όπως είπε, η χρήση εικονικό φάρμακο μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή, αν και όχι ιδανική, δεδομένου ότι τα εμβόλια προκαλούν συνήθως ήπιες παρενέργειες λόγω της ανοσολογικής αντίδρασης του οργανισμού. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η ομάδα ελέγχου θα μπορούσε να λάβει άλλο υπάρχον εμβόλιο, πρόσθεσε ο Δρ Γουόλ, ο οποίος συμμετείχε στις δοκιμές του εμβολίου της Pfizer για την COVID-19.

Κουτιά και φιαλίδια με το εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς (MMR) βρίσκονται σε κλινική του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Λάμποκ στο Τέξας, την 1η Μαρτίου 2025. (Jan Sonnenmair/Getty Images)

 

Ο δικηγόρος Άαρον Σίρι, που εκπροσωπεί το Δίκτυο Ενημερωμένης Συναίνεσης, δήλωσε ότι μια κλινική δοκιμή χωρίς κατάλληλη ομάδα ελέγχου δεν μπορεί να αξιολογήσει επαρκώς την ασφάλεια. Το Δίκτυο έχει δημιουργήσει πίνακα με στοιχεία για τις δοκιμές των εμβολίων που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του CDC. Όπως ανέφερε ο Σίρι, το διακύβευμα των δοκιμών είναι η ασφάλεια ενός προϊόντος που χορηγείται σε εκατομμύρια υγιή βρέφη και παιδιά κάθε χρόνο.

Υπενθύμισε επίσης ότι το Κογκρέσο έχει παραχωρήσει νομική ασυλία στους κατασκευαστές εμβολίων μέσω του Νόμου Εθνικής Ασφάλειας Παιδικών Εμβολίων του 1986, κάτι που χαρακτήρισε ως «τεράστιο ηθικό και ασφαλιστικό ρίσκο».

Καθυστέρηση στην έγκριση νέου εμβολίου

Η ανακοίνωση του HHS έγινε λίγο μετά την απόφαση των ρυθμιστικών αρχών να μην εγκρίνουν εγκαίρως την αίτηση της Novavax για άδεια κυκλοφορίας νέου εμβολίου COVID-19. Οι αρμόδιοι απέδωσαν την απόφαση αυτή στο γεγονός ότι η νέα σύνθεση του εμβολίου διαφέρει από εκείνες που είχαν λάβει παλαιότερα έγκριση υπό καθεστώς επείγουσας χρήσης.

Όπως ανέφερε εκπρόσωπος του HHS, δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν πριν από τέσσερα χρόνια σε άτομα χωρίς φυσική ανοσία δεν επαρκούν πλέον. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι τέτοιες παλιές δοκιμές δεν μπορούν να αποτελούν διαρκή δικαιολογία για νέες εγκρίσεις χωρίς επικαιροποιημένα δεδομένα, σε αντίθεση με το εμβόλιο της γρίπης, το οποίο έχει μελετηθεί επί δεκαετίες.

Το FDA έχει εγκρίνει ετήσιες επικαιροποιήσεις των εμβολίων κατά της γρίπης επί σειρά ετών και από το 2023 ακολουθεί αντίστοιχη πρακτική για τα εμβόλια COVID-19, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της μειούμενης αποτελεσματικότητας. Και τα δύο είδη εμβολίων έχει υπολογιστεί ότι προσφέρουν προστασία που ξεκινά ή υποχωρεί γρήγορα κάτω από το 50%.

Ο επίτροπος του FDA, Δρ Μάρτι Μακέρι, δήλωσε σε συνέντευξή του στο CBS στις 29 Απριλίου ότι ο οργανισμός ενδέχεται να μην εγκρίνει νέα σειρά εμβολίων COVID-19 για την περίοδο 2025–26, προσθέτοντας ότι υπάρχει έλλειψη δεδομένων και πως «αντί να καλυφθεί αυτό το κενό με απόψεις, θα ήταν προτιμότερο να έχουμε αξιόπιστα δεδομένα».

Το 2024, το FDA ενέκρινε επικαιροποιημένα εμβόλια των Pfizer και Moderna χωρίς νέα κλινικά δεδομένα, και στη συνέχεια χορήγησε επείγουσα έγκριση και στο επικαιροποιημένο σκεύασμα της Novavax, βασιζόμενο σε δεδομένα από ζωικά μοντέλα και προηγούμενες κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.

Ο υπουργός Υγείας Χαβιέρ Μπεσέρα σε συνέντευξή του μετά την λήψη ενημερωμένου αναμνηστικού εμβολίου COVID-19 και εμβολίου κατά της γρίπης σε τοπικό φαρμακείο CVS στην Ουάσινγκτον στις 20 Σεπτεμβρίου 2023. (Drew Angerer/Getty Images)

 

Ο Κέννεντυ έχει επίσης εκφράσει την πρόθεση να αφαιρεθεί το εμβόλιο COVID-19 από το πρόγραμμα του CDC, πρόταση που φέρεται να υποστηρίζει και ο Δρ Μακέρι.

Η Δρ Μόνικα Γκάντι, καθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, υποστήριξε ότι δεν είναι απαραίτητες νέες δοκιμές για τις επικαιροποιημένες εκδόσεις των εμβολίων, καθώς οι αρχικές εκδόσεις είχαν ήδη ελεγχθεί κατά την πανδημία. Ανέφερε ότι η προσέγγιση της «ανοσογεφύρωσης»—δηλαδή η απόδειξη πρόκλησης αντισωματικής απόκρισης—θα ήταν επαρκής.

Νέα συστήματα επιτήρησης για την ασφάλεια των εμβολίων

Κατά τη διάρκεια ανοιχτής εκδήλωσης στις 28 Απριλίου, ο Κέννεντυ δήλωσε ότι δεν υπάρχει αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης της ασφάλειας των εμβολίων μετά την έγκρισή τους και την ευρεία χρήση.

Τα υπάρχοντα συστήματα των CDC και FDA περιλαμβάνουν το Σύστημα Αναφοράς Ανεπιθύμητων Συμβάντων Εμβολίων (Vaccine Adverse Event Reporting System-VAERS), όπου οι πολίτες μπορούν να αναφέρουν εθελοντικά περιστατικά, και το Vaccine Safety Datalink, το οποίο συλλέγει δεδομένα από 11 παρόχους υγείας μέσω ηλεκτρονικών φακέλων.

Σύμφωνα με τον ιστότοπο του CDC, ο οργανισμός «δίνει προτεραιότητα στην ποιοτική έρευνα ασφάλειας των εμβολίων και στον εντοπισμό ανεπιθύμητων ενεργειών μέσω δημόσιας επιτήρησης».

Ωστόσο, εκπρόσωπος του HHS επικαλέστηκε μελέτη που δείχνει ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των περιστατικών αναφέρεται στο VAERS, χαρακτηρίζοντας το σύστημα «σχεδιασμένο για να αποτυγχάνει». Περιέγραψε επίσης το Vaccine Safety Datalink ως «ουσιαστικά ακατάλληλο για σοβαρή έρευνα», υποστηρίζοντας ότι και τα δύο συστήματα «έχουν μετατραπεί σε πρότυπα ρυθμιστικής κακοδιαχείρισης».

Κατά τον ίδιο εκπρόσωπο, το υπουργείο αναπτύσσει πλέον νέα συστήματα επιτήρησης, ικανά να μετρούν με ακρίβεια τόσο τους κινδύνους όσο και τα οφέλη των εμβολίων, καθώς, όπως ανέφερε, «η πραγματική επιστήμη απαιτεί διαφάνεια και λογοδοσία».

Ο Δρ Γουόλ υπογράμμισε ότι αναφορές στο VAERS οδήγησαν σε έρευνες για τα εμβόλια COVID-19 και στην προσθήκη προειδοποιήσεων για πιθανά προβλήματα όπως η φλεγμονή της καρδιάς. Εκτίμησε ότι ένας τρόπος βελτίωσης της παρακολούθησης θα ήταν η επέκταση του Vaccine Safety Datalink.

Ανοικτό το ενδεχόμενο για αφαίρεση των εμβολίων COVID-19 από το πρόγραμμα εμβολιασμού παιδιών στις ΗΠΑ

Ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να αφαιρεθούν τα εμβόλια για την COVID-19 από το καθιερωμένο πρόγραμμα παιδικών εμβολιασμών του CDC. Σε τοποθέτησή του στις 23 Απριλίου, ο Κέννεντυ δεν διέψευσε σχετικό δημοσίευμα, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «οφείλουμε να θέτουμε ερωτήματα, να συμβουλευόμαστε τους γονείς και να διασφαλίζουμε ότι οι προτάσεις μας βασίζονται στο συμφέρον της υγείας του πληθυσμού».

Δημοσίευμα του Politico, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές, ανέφερε ότι ο Κέννεντυ εξετάζει σοβαρά την αφαίρεση των εμβολίων COVID-19 από το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού του CDC για τα παιδιά. Ωστόσο, αξιωματούχος του υπουργείου Υγείας, του οποίου προΐσταται ο Κέννεντυ, δήλωσε στους Times πως «δεν έχει ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση», ενώ το ίδιο το CDC απέφυγε να σχολιάσει.

Κατά την εμφάνισή του στο Fox News, ο Κέννεντυ αναφέρθηκε στην ανάγκη για ελεύθερη επιλογή, σημειώνοντας ότι ούτε ο πρώην πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, πιστεύει πως κάποιος πρέπει να υποχρεώνεται να εμβολιαστεί. Υπογράμμισε ακόμη πως «όλα τα εμβόλια ενέχουν ρίσκο», ενώ ειδικά για το εμβόλιο της COVID-19 τόνισε πως η σύσταση εμβολιασμού των παιδιών ήταν εξαρχής αμφισβητήσιμη, αφού οι περισσότεροι ανήλικοι «δεν διέτρεχαν ουσιαστικό κίνδυνο από τον ιό». Όπως ανέφερε, «ο εμβολιασμός ενός τόσο μεγάλου αριθμού παιδιών δεν δικαιολογείται, τη στιγμή που το ίδιο το εμβόλιο συνδέεται με σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες».

Ο Κέννεντυ έκανε λόγο για παρενέργειες όπως η μυοκαρδίτιδα αλλά και ο θάνατος 15 συμμετεχόντων στην κλινική δοκιμή της Pfizer που είχαν λάβει το εμβόλιο, σε σύγκριση με 14 θανάτους στο πλασίμπο γκρουπ.

Σήμερα στις ΗΠΑ διατίθενται τρία εμβόλια κατά της COVID-19 – από τις Pfizer, Moderna και Novavax. Το 2022, οι σύμβουλοι του CDC εισηγήθηκαν να προστεθεί ο εμβολιασμός έναντι της COVID-19 στο εθνικό πρόγραμμα, εκτιμώντας πως τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων. Το CDC το υιοθέτησε επίσημα το 2023.

Το τρέχον πρόγραμμα προβλέπει τουλάχιστον μία δόση για τα παιδιά που δεν έχουν εμβολιαστεί κατά της COVID-19, αναλόγως ηλικίας, ενώ όσα παιδιά έχουν ήδη λάβει εμβόλιο, συνίσταται να κάνουν άλλη μία δόση. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλα εμβόλια, ο εμβολιασμός κατά της COVID-19 δεν έχει καταστεί υποχρεωτικός για τη φοίτηση σε σχολεία.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης επιβεβαίωσης του στην Γερουσία, ο Κέννεντυ είχε δηλώσει: «Συστήνω να ακολουθούν τα παιδιά το πρόγραμμα εμβολιασμών του CDC και, εφ’ όσον επιβεβαιωθώ στη θέση μου, θα το στηρίξω». Ο γερουσιαστής Μπιλ Κάσιντι, γιατρός, ανέφερε στην ομιλία του στη Γερουσία ότι ο Κέννεντυ δεσμεύθηκε να κρατήσει το πρόγραμμα ως έχει, διευκρινίζοντας αργότερα στα κοινωνικά δίκτυα πως αυτό δεν εμποδίζει τον υπουργό να διεξάγει επιστημονική αξιολόγηση και πως είναι βέβαιος ότι κάθε αξιόπιστη μελέτη θα ενισχύσει την καθιερωμένη επιστημονική συναίνεση γύρω από την ασφάλεια των παιδικών εμβολίων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του CDC, μόλις το 13% των παιδιών έχουν εμβολιαστεί με το νέο σχήμα 2024–2025 για την COVID-19. Αν το εμβόλιο αφαιρεθεί από το ημερολόγιο, τα παιδιά θα μπορούν να εμβολιαστούν προαιρετικά, αλλά οι ασφαλιστικές εταιρείες πιθανόν να μην καλύπτουν το κόστος.

Ο γερουσιαστής Άντι Χάρις, επίσης γιατρός, υποστήριξε πως ο Κέννεντυ «θα ήταν απολύτως εντός των αρμοδιοτήτων του να αναιρέσει τη σύσταση του CDC για τον παιδικό εμβολιασμό κατά της Covid-19», εκφράζοντας φόβους ότι οι αποφάσεις αυτές λήφθηκαν με πολιτικά κριτήρια και όχι με βάση την επιστήμη.

Στο μεταξύ, οι επιστημονικοί σύμβουλοι του CDC εξετάζουν το ενδεχόμενο να συστήσουν πιο περιορισμένες οδηγίες για το εμβόλιο κατά της COVID-19 και αναμένεται να επανέλθουν στο θέμα το καλοκαίρι.

Η πρώην αξιωματούχος του FDA, Τζέσικα Άνταμς, τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης των συστάσεων, υπογραμμίζοντας ότι μια επίσημη εισήγηση των συμβούλων θα βοηθούσε την κοινωνία να αποδεχθεί μια τέτοια αλλαγή.

Η γαλακτοβιομηχανία των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα αφαιρέσει τις τεχνητές χρωστικές από τα προϊόντα που πωλούνται στα σχολεία

Οι γαλακτοκομικές εταιρείες των ΗΠΑ δεσμεύονται να αφαιρέσουν τις πιστοποιημένες τεχνητές χρωστικές από προϊόντα που πωλούνται σε σχολεία, στο πλαίσιο μιας νέας εθελοντικής δέσμευσης που αποκαλύφθηκε από τη Διεθνή Ένωση Γαλακτοκομικών Τροφίμων στις 22 Απριλίου.

Η δέσμευση, που υπογράφεται από πολλές εταιρείες, αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις που πωλούν τρόφιμα σε σχολεία για τα εθνικά σχολικά προγράμματα μεσημεριανού γεύματος και πρωινού θα σταματήσουν να προσθέτουν τεχνητές χρωστικές στα προϊόντα έως τον Ιούλιο του 2026 ή την έναρξη του σχολικού έτους 2026-2027.

Η δέσμευση «θα βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στο αγαπημένο τους γάλα, τυρί και γιαούρτι, χωρίς πιστοποιημένα τεχνητά χρώματα», δήλωσε ο Μάικλ Ντάυκς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ένωσης.

Σχεδόν 30 εκατομμύρια παιδιά συμμετέχουν στα προγράμματα σχολικών γευμάτων.

Αξιωματούχοι του κλάδου λένε ότι τα περισσότερα γαλακτοκομικά προϊόντα που πωλούνται στα σχολεία είναι ήδη απαλλαγμένα από τεχνητές χρωστικές, καθώς οι εταιρείες τις έχουν αφαιρέσει ή αντικαταστήσει. Ορισμένα προϊόντα, ωστόσο, περιέχουν κόκκινο 3, κόκκινο 40, πράσινο 3, μπλε 1, μπλε 2, κίτρινο 5 ή κίτρινο 6.

Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ έχει υποστηρίξει στο παρελθόν ότι οι τεχνητές χρωστικές είναι γενικά ασφαλείς. Ωστόσο, ο Μάρτυ Μακάρυ, ο νέος επίτροπος του οργανισμού, ανακοίνωσε στις 22 Απριλίου ότι οι ρυθμιστικές αρχές απαγορεύουν δύο βαφές και συνεργάζονται με εταιρείες για την εξάλειψη των υπόλοιπων εγκεκριμένων χρωστικών.

«Τα παιδιά της Αμερικής ζουν σε μια τοξική σούπα συνθετικών χημικών ουσιών», είπε ο Μακάρυ σε συνέντευξη Τύπου. «Η επιστημονική κοινότητα έχει διεξαγάγει μια σειρά από μελέτες που εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τη συσχέτιση των συνθετικών χρωστικών με βάση το πετρέλαιο και αρκετών παθήσεων υγείας, όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η αντίσταση στην ινσουλίνη, ο καρκίνος, η διαταραχή του γονιδιώματος […] και οι αλλεργικές αντιδράσεις.»

Οι αξιωματούχοι επεσήμαναν ένα έγγραφο του 2012 που τεκμηριώνει ότι ορισμένες χρωστικές βρέθηκαν να είναι καρκινογόνες ή να προκαλούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, και μια μελέτη του 2007 που διαπίστωσε ότι τα πρόσθετα οδηγούν σε έντονη υπερκινητικότητα στα παιδιά.

Αξιωματούχοι της γαλακτοβιομηχανίας σημείωσαν ότι πέντε πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Βιρτζίνια, έχουν ήδη ψηφίσει νόμους που απαγορεύουν τις τεχνητές χρωστικές στα σχολεία. Είπαν ότι πιστεύουν ότι πιθανότατα θα ακολουθήσουν και άλλες πολιτείες.

Όλες οι εταιρείες που είναι μέλη της International Dairy Foods Association, συμπεριλαμβανομένων των Sargento Foods και Turkey Hill Dairy, έχουν υπογράψει τη δέσμευση, σύμφωνα με την ένωση.

Η ανακοίνωση της ένωσης «δείχνει πως η γαλακτοβιομηχανία οδηγεί εθελοντικά την αλλαγή και δίνει στους καταναλωτές αυτό που θέλουν, χωρίς κυβερνητικές εντολές», δήλωσε η Γραμματέας Γεωργίας Μπρουκ Ρόλλινς, επισημαίνοντας ότι προσβλέπει και άλλες βιομηχανίες να συνεργαστούν με την κυβέρνηση στην προσπάθεια της να «κάνει την Αμερική υγιή ξανά».

Ενώ ο FDA απαγόρευσε τη χρήση των Citrus Red No. 2 και Orange B, πέρα ​​από την υπάρχουσα απαγόρευση του Red No. 3, οι αξιωματούχοι επέλεξαν να μην ανακαλέσουν την άδεια για έξι άλλες συνθετικές χρωστικές που χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα και ποτά. Αντίθετα, ο Μακάρυ και ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Κέννεντυ δήλωσαν ότι οι εταιρείες τροφίμων και ποτών έχουν δεσμευτεί να καταργήσουν σταδιακά και τις υπόλοιπες βαφές.

«Πιστεύω στην αγάπη – ας ξεκινήσουμε με φιλικό τρόπο και ας δούμε αν μπορούμε να το κάνουμε αυτό χωρίς καμία νομοθετική ή κανονιστική αλλαγή, αλλά εξερευνώντας κάθε εργαλείο για να βεβαιωθούμε ότι αυτό θα γίνει πολύ γρήγορα», είπε ο Μακάρυ.

«Εκτιμούμε ότι η διοίκηση επιβεβαίωσε εκ νέου την ηγετική της θέση ως απάντηση στην κρατική δραστηριότηταςστον τομέα της ρύθμισης των τροφίμων», δήλωσε η Μελίσσα Χόκσταντ, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος του Consumer Brands Association, που εκπροσωπεί τους κατασκευαστές τροφίμων και ποτών. «Ένα κρατικό συνονθύλευμα διαφορετικών νόμων δημιουργεί σύγχυση στους καταναλωτές, περιορίζει την πρόσβαση σε καθημερινά αγαθά, αποτρέπει την καινοτομία και αυξάνει το κόστος στο παντοπωλείο.»

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι αξιωματούχοι θα πρέπει να απαγορεύσουν όλες τις χρωστικές, αντί να βασίζονται σε εθελοντικές δεσμεύσεις.

«Η ιστορία μας λέει ότι το να βασιζόμαστε στην εθελοντική συμμόρφωση της βιομηχανίας τροφίμων έχει αποδειχθεί πολύ συχνά ανοησία», δήλωσε ο Πήτερ Λούρικ, πρόεδρος του Κέντρου για την Επιστήμη στο Δημόσιο Συμφέρον, στις 22 Απριλίου.

Ο επικεφαλής του NIH παρουσιάζει το νέο ερευνητικό πρόγραμμα για τα αίτια του αυτισμού

Ο Δρ Τζέι Μπατατσάρια δήλωσε ότι το έργο θα διαρκέσει περισσότερο απ’ ό,τι είχε αρχικά αναφέρει ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ. Ο επικεφαλής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) ανακοίνωσε στις 22 Απριλίου ότι το φιλόδοξο εγχείρημα εντοπισμού των αιτίων του αυτισμού αναμένεται να βασιστεί σε ιατρικά αρχεία και στη συμβολή εξωτερικών ερευνητών.

«Θα θέλαμε να έχουμε πρόσβαση στα ιατρικά αρχεία ενός μεγάλου ποσοστού του αμερικανικού πληθυσμού», δήλωσε ο Δρ Μπατατσάρια στους δημοσιογράφους στην Ουάσιγκτον. «Για να απαντήσουμε σε ερωτήματα όπως το γιατί αυξάνεται ο αυτισμός, απαιτούνται πολύ μεγάλα δείγματα πληθυσμού.»

Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ιατρικά αρχεία «πρέπει να αποτελέσουν βασικό εργαλείο της έρευνας», καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα να εντοπιστούν συσχετισμοί μεταξύ περιβαλλοντικών παραγόντων και μεταγενέστερων εξελίξεων στην υγεία. Η άντληση δεδομένων ενδέχεται να γίνει από φορείς όπως τα Κέντρα Medicare και Medicaid, καθώς και από άλλες κρατικές δομές, συμπεριλαμβανομένου του στρατού. Όπως διευκρίνισε, οι ασθενείς θα παραμείνουν ανώνυμοι, για την προστασία της ιδιωτικότητας.

Στη διάρκεια συνεδρίασης του NIH την ίδια ημέρα, ο Μπατατσάρια ανέφερε ότι η νέα πλατφόρμα δεδομένων θα συλλέγει πληροφορίες από φαρμακευτικές αλυσίδες, ιατρικά δεδομένα, δεδομένα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και από φορείς υγείας.

Νωρίτερα μέσα στον Απρίλιο, ο υπουργός Υγείας ενημέρωσε τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ ότι έχει ξεκινήσει μια «τεράστια προσπάθεια εξετάσεων και έρευνας» για να εντοπιστούν οι αιτίες της ανόδου των περιστατικών αυτισμού. Σύμφωνα με έκθεση των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) που δημοσιεύθηκε στις 15 Απριλίου, το ποσοστό αυτισμού έχει αυξηθεί σε 1 στα 31 παιδιά στις ΗΠΑ.

Ο Κέννεντυ υποστήριξε σε πρόσφατη ενημέρωση ότι η αύξηση αποδίδεται κυρίως σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, και όχι σε γενετικά αιτία ή βελτιωμένες μεθόδους διάγνωσης. Όπως δήλωσε, θα διερευνηθούν πιθανές αιτίες όπως η μούχλα και η ατμοσφαιρική ρύπανση. Ο Μπατατσάρια τόνισε ότι ο προϋπολογισμός για το έργο, το οποίο θα διεξαχθεί υπό τη διεύθυνσή του, δεν έχει οριστικοποιηθεί, αλλά θα ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια.

Η επιλογή των ερευνητών που θα συμμετάσχουν θα γίνει μέσω της καθιερωμένης διαδικασίας του NIH: υποβολή προτάσεων, αξιολόγηση από τα κέντρα του οργανισμού και τελική κρίση από επιτροπές ομότιμης αξιολόγησης.

«Δεν γνωρίζω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες, αλλά στόχος μας είναι να αξιοποιήσουμε την επιστημονική διαδικασία, όπως πάντα στο NIH, για να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα που μέχρι σήμερα δεν είχε τεθεί επίσημα από τον οργανισμό», δήλωσε ο Μπατατσάρια.

Σε ξεχωριστή ενημέρωση νωρίτερα την Τρίτη, ανέφερε ότι το ερώτημα γιατί αυξάνεται ο αυτισμός «βρίσκεται στο μυαλό πολλών γονιών σε ολόκληρη τη χώρα, όμως η επιστημονική πρόοδος υπήρξε αργή επειδή οι επιστήμονες φοβούνται να το θέσουν». Ο ίδιος διαβεβαίωσε πως το NIH «θα διασφαλίσει ότι αυτά τα ερωτήματα δεν θα θεωρούνται πια ταμπού στον επιστημονικό χώρο».

Ο Κέννεντυ έχει υποστηρίξει ότι τα εμβόλια ίσως σχετίζονται με τον αυτισμό, ωστόσο ο Μπατατσάρια, κατά την ακρόασή του για την ανάληψη της θέσης, δήλωσε ότι δεν βλέπει καμία επιστημονική τεκμηρίωση για μια τέτοια σύνδεση, παρότι στηρίζει τη διερεύνηση των αιτίων της ανόδου των περιστατικών.

Οργανώσεις υπέρ των ατόμων με αυτισμό, με κοινή τους δήλωση στις 17 Απριλίου, τόνισαν ότι «τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό». Το Δίκτυο Αυτοεκπροσώπησης Αυτιστικών Ατόμων επεσήμανε ότι «είναι απλώς αδύνατο μια σοβαρή επιστημονική έρευνα για τις περιβαλλοντικές αιτίες του αυτισμού να ολοκληρωθεί έως τον Σεπτέμβριο — η επιστήμη δεν προχωρά με τέτοιους ρυθμούς».

Ο Κέννεντυ είχε δηλώσει στον πρόεδρο ότι «έως τον Σεπτέμβριο θα γνωρίζουμε τι προκάλεσε την επιδημία αυτισμού», όμως ο Μπατατσάρια ξεκαθάρισε πως το χρονοδιάγραμμα είναι μεγαλύτερο.

Όπως εξήγησε, στόχος είναι να προκηρυχθεί η πρόσκληση υποβολής ερευνητικών προτάσεων έως τον Σεπτέμβριο. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει η αξιολόγηση και η έγκριση των επιχορηγήσεων.

«Θα ήθελα, μέσα στον επόμενο χρόνο, να έχουμε τα πρώτα προκαταρκτικά αποτελέσματα», δήλωσε, προσθέτοντας: «Ο υπουργός Κέννεντυ επιθυμεί να κινηθεί άμεσα η επιστημονική διαδικασία — κι εγώ το ίδιο. Οπότε… εκφράζει με ακρίβεια την πρόθεσή μας να ξεκινήσουμε το ταχύτερο δυνατό.»

Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ: «Αύξηση του αυτισμού λόγω περιβαλλοντικών, όχι γενετικών παραγόντων»

Η δραματική αύξηση των περιπτώσεων αυτισμού στις ΗΠΑ οφείλεται κυρίως σε περιβαλλοντικούς και όχι γενετικούς παράγοντες, υποστήριξε ο Αμερικανός υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε στις 16 Απριλίου.

Ο κ. Κέννεντυ τόνισε ότι ο αυτισμός μπορεί να προληφθεί και αποδίδεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως έκθεση σε μούχλα, ατμοσφαιρική ρύπανση, φάρμακα και η αύξηση της μέσης ηλικίας των γονέων.

«Πλέον διαθέτουμε καλά γενετικά δεδομένα που δείχνουν μια προδιάθεση, όμως αυτοί οι γενετικοί δείκτες από μόνοι τους δεν καθορίζουν το μέλλον σας. Είναι απαραίτητη και η έκθεση σε κάποια περιβαλλοντική τοξίνη», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Υγείας.

Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι εντός των επόμενων δύο έως τριών εβδομάδων αναμένεται η δημοσίευση νέων μελετών για τις περιβαλλοντικές αιτίες που σχετίζονται με την αύξηση του αυτισμού.

«Αυτή η προσπάθεια δεν έχει προηγούμενο», σημείωσε ο κ. Κέννεντυ.

Μόλις την Τρίτη, το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) δημοσιοποίησε έκθεση που υποδεικνύει αύξηση στα ποσοστά αυτισμού του ενός στα 31 παιδιά, από ένα στα 36 το 2020 και ένα στα 150 παιδιά το 2002.

Υποστήριξη στις δηλώσεις του υπουργού Υγείας έδωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Rutgers και συν-συγγραφέας της έκθεσης του CDC, Γουόλτερ Ζαχορόντνι.

«Θα συνιστούσα σε όλους να εξετάσουν σοβαρά την πιθανότητα ότι η αύξηση του αυτισμού, είτε τη χαρακτηρίζετε επιδημία είτε τσουνάμι, είναι πραγματικό φαινόμενο που δεν το κατανοούμε πλήρως και πιθανότατα πυροδοτείται από περιβαλλοντικούς παράγοντες», είπε στη διάρκεια της συνέντευξης.

Ο Ζαχορόντνι χαρακτήρισε την αύξηση αυτή «πραγματική», τονίζοντας ότι «η καλύτερη ενημέρωση για τον αυτισμό δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια αύξηση της τάξης του 300% μέσα σε είκοσι χρόνια».

Ο αυτισμός, γνωστός ως Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), είναι μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει την κοινωνικότητα, την επικοινωνία, την εκμάθηση και τη συμπεριφορά όσων πάσχουν από αυτόν.

Η διάγνωση γίνεται συνήθως στην πρώιμη παιδική ηλικία και τα τυπικά σημάδια περιλαμβάνουν την αποφυγή της οπτικής επαφής καθώς και δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία με άλλα παιδιά.

Το CDC αναγνωρίζει σε ιστοσελίδα του ότι διάφοροι παράγοντες, περιλαμβανομένων περιβαλλοντικών, γενετικών και βιολογικών, μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα εκδήλωσης αυτιστικών συμπεριφορών. Ανάμεσα σε αυτούς αναφέρει την αυξημένη ηλικία των γονέων και συγκεκριμένες κληρονομικές παθήσεις, όπως το σύνδρομο εύθραυστου Χ.

Ο υπουργός Υγείας άσκησε επίσης κριτική σε όσους υποστηρίζουν ότι η αύξηση των διαγνώσεων οφείλεται αποκλειστικά στη διεύρυνση των διαγνωστικών κριτηρίων και τη βελτίωση των μεθόδων διάγνωσης.

«Οι γιατροί και θεραπευτές στο πρόσφατο παρελθόν δεν ήταν αφελείς», ανέφερε. «Δεν είναι δυνατόν να παρέβλεπαν τόσες περιπτώσεις. Η επιδημία είναι υπαρκτή».

Ο κ. Κέννεντυ αναφέρθηκε επίσης σε παλαιότερες έρευνες, όπως μια μελέτη στη Βόρεια Ντακότα που βρήκε τότε ποσοστό διάγνωσης αυτισμού 3,3 ανά 10.000 παιδιά.

«Εάν πιστέψουμε την εκδοχή όσων αρνούνται την επιδημία, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι ερευνητές στη Βόρεια Ντακότα είχαν “χάσει” το 98,8% των παιδιών που έπασχαν από αυτισμό εκείνη την περίοδο», τόνισε χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, σε ανακοίνωσή της η Autism Society of America σημείωσε πως η άνοδος των περιπτώσεων «δεν σηματοδοτεί επιδημία», αλλά αντανακλά τη βελτιωμένη διαγνωστική ικανότητα των σύγχρονων δομών.

Στις αρχές του μήνα, ο Κέννεντυ ανακοίνωσε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ότι οι ΗΠΑ ξεκίνησαν μια μεγάλης κλίμακας έρευνα για τον εντοπισμό αιτίων της αύξησης του αυτισμού. Προς το παρόν, δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα πολλές λεπτομέρειες για αυτή την πρωτοβουλία, πέρα από τη συμμετοχή του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας (NIH).

Εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας τόνισε πρόσφατα σε email ότι το NIH είναι «απολύτως δεσμευμένο να μη μείνει αναπάντητο κανένα ερώτημα γύρω από αυτή τη δραματική επιδημία, χρησιμοποιώντας μόνο εγνωσμένης εγκυρότητας, επιστημονικά δεδομένα και μεθοδολογία».

Όπως δήλωσε ο υπουργός, έως τον Σεπτέμβριο αναμένεται να προκύψουν κάποια πρώτα συμπεράσματα από την έρευνα.

«Θα είναι μια διαδικασία διαρκούς εξέλιξης», είπε. «Θα σπάσουμε το υφιστάμενο ταμπού γύρω από το θέμα. Θα αναδείξουμε την πραγματική επιστήμη και κανείς δεν θα εμποδίζεται στην έρευνά του λόγω φόβου ή προκατάληψης».

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ λέει ότι οι ΗΠΑ καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για να εντοπίσουν την αιτία των αυξανόμενων ποσοστών αυτισμού

Ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ, είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξεκινήσει μια «μαζική» νέα προσπάθεια για να μάθουν τι έχει προκαλέσει την αύξηση των ποσοστών αυτισμού τα τελευταία χρόνια.

«Ξεκινήσαμε μια τεράστια προσπάθεια δοκιμών και έρευνας που θα συμμετάσχουν εκατοντάδες επιστήμονες από όλο τον κόσμο», είπε ο Κέννεντυ στις 10 Απριλίου κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου στην Ουάσιγκτον.

«Μέχρι τον Σεπτέμβριο θα γνωρίζουμε τι προκάλεσε την επιδημία αυτισμού και θα μπορέσουμε να εξαλείψουμε αυτές τις αιτίες».

Δεν είναι σαφές ποιοι ερευνητές εμπλέκονται. Το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS) δεν απάντησε αμέσως σε αίτημα για σχολιασμό.

Τα άτομα στο φάσμα του αυτισμού έχουν αναπτυξιακή αναπηρία και μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα όπως δυσκολία στην επικοινωνία και υποφέρουν από ζητήματα όπως επιληπτικές κρίσεις. Μερικοί μπορεί να επισκεφθούν θεραπευτές για να αναπτύξουν καλύτερες δεξιότητες ζωής.

Μελέτες έχουν εντοπίσει πιθανές αιτίες για τον αυτισμό, συμπεριλαμβανομένης της προγεννητικής χρήσης στεροειδών, του φθορίου και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

«Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί παράγοντες που έχουν εντοπιστεί που μπορεί να κάνουν ένα παιδί πιο πιθανό να έχει διαταραχή του φάσματος αυτισμού, συμπεριλαμβανομένων περιβαλλοντικών, βιολογικών και γενετικών παραγόντων», αναφέρει ο ιστότοπος του HHS.

Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) δήλωσαν ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό, αν και ο Κέννεντυ είπε ότι μπορεί να υπάρχει σύνδεση.

Ένα στα 36 παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει διαταραχή του φάσματος αυτισμού, σύμφωνα με το CDC. Αυτό είναι αυξημένο από ένα στα 150 το 2002.

Ορισμένοι ερευνητές λένε ότι η αύξηση του αυτισμού οφείλεται εν μέρει σε καλύτερες δυνατότητες διάγνωσης των επαγγελματιών υγείας.

Ο Κέννεντυ έκανε εκστρατεία για θέματα υγείας και περιβάλλοντος ως ανεξάρτητος υποψήφιος για πρόεδρος το 2024, αλλά αργότερα αποχώρησε από τον αγώνα. Αφού ο τότε πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έλαβε την έγκριση του Κέννεντυ, επέλεξε τον Κέννεντυ ως υποψήφιο για να ηγηθεί του HHS και να διερευνήσει την πιθανή σχέση μεταξύ εμβολίων και αυτισμού, με στόχο να κάνει την Αμερική ξανά υγιή (MAHA). Ο Κέννεντυ είπε στην Epoch Times στα τέλη του 2024 ότι θα ανανεώσει τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, τα οποία αποτελούν μέρος του HHS, για να διερευνήσουν τα αίτια του αυτισμού και των ασθενειών.

«Μαζί θα τερματίσουμε την επιδημία χρόνιων ασθενειών και θα κρατήσουμε τα παιδιά μας ασφαλή, υγιή και απαλλαγμένα από ασθένειες», είπε ο Τραμπ κατά την εναρκτήρια ομιλία του.

Τον Φεβρουάριο, αφότου η Γερουσία επιβεβαίωσε τον Κέννεντυ ως υπουργό Υγείας, ο Τραμπ ίδρυσε την Επιτροπή MAHA, η οποία δήλωσε ότι ο Λευκός Οίκος θα ερευνούσε τα «πρωταρχικά αίτια της κλιμακούμενης κρίσης υγείας στην Αμερική».

Ο Τραμπ είπε στις 10 Απριλίου ότι το γεγονός ότι τόσα πολλά παιδιά έχουν αυτισμό «είναι ένα φρικτό στατιστικό στοιχείο και πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί έξω που το κάνει αυτό».

Μιλώντας στον Κέννεντυ, είπε: «Λοιπόν, πιστεύετε ότι θα έχετε μια πολύ καλή ιδέα; Δεν θα υπάρξει μεγαλύτερη συνέντευξη Τύπου από αυτήν.»

Αλλαγές στη Δημόσια Υγεία των ΗΠΑ: Μαζικές περικοπές από τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ

Σε μια σαρωτική αναδιάρθρωση προχωράει το αμερικανικό υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS), όπως ανακοίνωσε στις 27 Μαρτίου ο νέος υπουργός Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ.

Η πρωτοβουλία προβλέπει συγχώνευση υπηρεσιών και σημαντική μείωση προσωπικού της τάξεως του 25%, με τον αριθμό των εργαζομένων να μειώνεται από 82.000 σε περίπου 62.000. Ο στόχος της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τον κ. Κέννεντυ, είναι η «αποτελεσματικότερη λειτουργία» του υπουργείου καθώς και η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών προς τους Αμερικανούς πολίτες.

«Θα εκσυγχρονίσουμε το υπουργείο, ώστε να γίνει πιο παραγωγικό και πιο αποτελεσματικό», τόνισε ο κ. Κέννεντυ στο μήνυμά του. Αναγνωρίζοντας πως «η μετάβαση αυτή θα είναι επώδυνη», πρόσθεσε ότι το HHS καλείται να «πετύχει περισσότερα, με λιγότερους πόρους».

Μείωση προσωπικού στις βασικές υπηρεσίες

Η νέα δομή προβλέπει δραματικές αλλαγές στις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες. Η Διοίκηση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) θα υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση προσωπικού, με περικοπή 3.500 θέσεων. Παράλληλα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) θα μειώσουν το δυναμικό τους κατά 2.400 εργαζόμενους, ενώ τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) κατά 1.200 και τα Κέντρα Υπηρεσιών Medicare και Medicaid κατά 300.

Σύμφωνα με τη διοίκηση του HHS, πολλές από τις προς κατάργηση θέσεις χαρακτηρίστηκαν «πλεονάζουσες» ή «διπλές αρμοδιότητες». Η αναδιάρθρωση συνεπάγεται επίσης συγχώνευση των 28 υφιστάμενων υπηρεσιών σε 15. Η νέα δομή εκτιμάται ότι θα εξοικονομήσει 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Αντικρουόμενες αντιδράσεις

Ο εκπρόσωπος των Δημοκρατικών Τζέραλντ Κόνολι εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις των περικοπών. «Πρόκειται για σοβαρό λάθος. Ανησυχώ βαθύτατα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία και την ευημερία των Αμερικανών», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά της, η Ντορίν Γκρίνγουολντ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Δημόσιο Τομέα, προειδοποίησε ότι οι περικοπές θα έχουν «καταστροφική επίπτωση» στις διαδικασίες δημόσιας υγείας, χαρακτηρίζοντας «εξωπραγματικό» τον ισχυρισμό ότι τέτοιου βαθμού μειώσεις δεν θα επηρεάσουν κρίσιμες υπηρεσίες προς τους πολίτες.

Ωστόσο, υπήρξαν και θετικότερες αντιδράσεις, όπως του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Μπιλ Κάσιντι, ο οποίος εκτίμησε ότι η αναδιοργάνωση μπορεί να βελτιώσει σημαντικές διαδικασίες, όπως η ταχύτερη έγκριση φαρμάκων και η καλύτερη παροχή υπηρεσιών Medicare. «Αναμένω πως θα δω πρακτικά πώς αυτή η αναδιάρθρωση θα φέρει αυτά τα αποτελέσματα», πρόσθεσε.

Τα κίνητρα πίσω από την αναδιάρθρωση

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προκύπτει μετά από εντολή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για ένα ευρύ φάσμα περικοπών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που ζητούσε από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις και περιορισμό των εξόδων τους.

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ τόνισε επίσης την αναποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, παρά τη σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού του HHS κατά 38% μεταξύ 2021 και 2025, αναφέροντας ως παραδείγματα την αύξηση των χρόνιων νοσημάτων, την άνοδο των περιστατικών καρκίνου και το χαμηλό προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών σε σχέση με τους Ευρωπαίους. «Το υπουργείο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα απομονωμένα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι υπηρεσίες ενεργούν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους», σημείωσε καταγγελτικά ο υπουργός.

Οι επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης

Το εύρος των αλλαγών στο HHS είναι τέτοιο που, σύμφωνα με αναλυτές, εκτιμάται πως θα πυροδοτήσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Παράλληλα, παραμένει έντονη η ανησυχία για το εάν οι μαζικές απολύσεις θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ποιότητα της δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ και την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μελλοντικές κρίσεις δημόσιας υγείας.

Ανεξαρτήτως από πολιτικές ή συνδικαλιστικές αντιδράσεις, είναι βέβαιο πως η αναδιάρθρωση του γιγαντιαίου υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών θα αποτελέσει ένα μεγάλο «στοίχημα» για τη νέα κυβέρνηση Τραμπ και τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, η επιτυχία ή αποτυχία του οποίου θα έχει άμεσο αντίκτυπο για τους πολίτες.

Κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ενώπιον δικαιοσύνης για συνομιλίες στο Signal

Μήνυση κατατέθηκε στις 25 Μαρτίου από την αμερικανική ομάδα διαφάνειας «American Oversight» κατά των κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, για την πρόσφατη χρήση της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal. Σύμφωνα με το κείμενο της προσφυγής που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, οι εν λόγω αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη εφαρμογή για μηνύματα επιχειρησιακού περιεχομένου, τα οποία στη συνέχεια διαγράφηκαν, παραβαίνοντας έτσι την Ομοσπονδιακή Νομοθεσία περί Αρχείων (Federal Records Act).

Η «American Oversight» είχε υποβάλει νωρίτερα εφέτος στην κυβέρνηση αιτήματα βάσει του Νόμου για την Ελευθερία πρόσβασης στην Πληροφόρηση (Freedom of Information Act), ζητώντας από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες – μεταξύ των οποίων το Πεντάγωνο – πρόσβαση στα αρχεία των συνομιλιών μέσω Signal. Ωστόσο, λόγω της φύσης της εφαρμογής, που δεν μεταφέρει μηνύματα σε επίσημα κανάλια επικοινωνίας και αρχειοθέτησης, η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα θεωρείται αδύνατη.

Σε ξεχωριστό αίτημα προς το δικαστήριο, η οργάνωση ζητά την άμεση διακοπή κάθε ενέργειας που αφορά καταστροφή αρχείων του Signal, καθώς και την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να προχωρήσουν στην ανάκτηση των ήδη διαγραμμένων μηνυμάτων και στην ενημέρωση της υπηρεσίας Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ (National Archives).

Η επίμαχη συνομιλία περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, τον υπουργό Εξωτερικών και αναπληρωτή αρχειονόμο Μάρκο Ρούμπιο, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, καθώς και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες, με κεντρικό θέμα τις αμερικανικές επιχειρήσεις ενάντια σε Χούτι τρομοκράτες στη Μέση Ανατολή.

Η αποκάλυψη αυτών των συνομιλιών έγινε μετά την εισαγωγή στο chat του επικεφαλής σύνταξης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός για το οποίο ανέλαβε την ευθύνη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ. Για την έρευνα της διαρροής αποτελεί κεντρικό πρόσωπο και ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου Έλον Μασκ, ενώ εν μέσω των αντιδράσεων, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ήδη ότι πιθανότατα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα σταματήσουν τη χρήση του Signal.

Οι κυβερνητικοί δικηγόροι από την πλευρά τους αντέτειναν, σύμφωνα με έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί της «American Oversight» πως οι αξιωματούχοι δεν έπραξαν τα δέοντα για να αποτρέψουν τη διαγραφή των μηνυμάτων από το Signal «δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο» και ότι ήδη έχουν γίνει βήματα για ανάκτηση μέρους αυτών των μηνυμάτων.

Η υπόθεση ανατέθηκε στον ομοσπονδιακό δικαστή Τζέιμς Μπόσμπεργκ, ο οποίος πρόσφατα απασχόλησε την επικαιρότητα μέσω άλλων δικαστικών αποφάσεων εις βάρος της κυβέρνησης Τραμπ. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ, σχολιάζοντας την ανάθεση, ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση για τον πιθανό μεροληπτικό τρόπο επιλογής των δικαστών στην Ουάσινγκτον και ζήτησε την απομάκρυνση του δικαστή. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Τζον Ρόμπερτς, απάντησε ωστόσο πως «η απομάκρυνση δεν είναι αρμόδια απάντηση σε διαφωνίες σχετικά με δικαστικές αποφάσεις».

Η παραπάνω νομική διαμάχη έχει ήδη τη δυναμική να προκαλέσει περαιτέρω πολιτικές και νομικές επιπλοκές για την κυβέρνηση Τραμπ εν όψει των προεδρικών εκλογών, αναδεικνύοντας το σοβαρό ζήτημα διαφάνειας και διαχείρισης ευαίσθητων πληροφοριών. Ο τρόπος χειρισμού της από το δικαστήριο αναμένεται να έχει σημαντικές συνέπειες τόσο για την κυβερνητική λειτουργία, όσο και για τις πρακτικές διαχείρισης επικοινωνιών των κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων στο μέλλον.

Σε έναν κόσμο όπου αυτά τα ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας κατέχουν κεντρικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση, η τελική έκβαση αυτής της δίκης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις διαχειρίζονται ευαίσθητα δεδομένα και επικοινωνιακές πρακτικές. Μέχρι τότε, η αμερικανική κοινή γνώμη θα παρακολουθεί τις εξελίξεις με έντονο ενδιαφέρον.

Το Atlantic δημοσιεύει νέα μηνύματα αξιωματούχων των ΗΠΑ από το Signal

Στις 26 Μαρτίου, το The Atlantic δημοσίευσε νέα μηνύματα από την ομαδική συνομιλία στο Signal, στην οποία συμμετείχαν κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων ο Αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο Υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ.

Στην ομάδα αυτή προστέθηκε και ο αρχισυντάκτης του The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός που –σύμφωνα με αξιωματούχους– αποτελεί αντικείμενο έρευνας, καθώς στις συνομιλίες γινόταν αναφορά σε επίθεση κατά των τρομοκρατών Χούθι στη Μέση Ανατολή. Το μέσο ενημέρωσης είχε αρχικά αρνηθεί να δημοσιεύσει όλα τα μηνύματα, υποστηρίζοντας ότι ορισμένα από αυτά, αν διαβάζονταν από εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών, θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια Αμερικανών στρατιωτικών και μυστικών υπηρεσιών.

Ωστόσο, μετά τις δηλώσεις του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και άλλων αξιωματούχων –συμπεριλαμβανομένης της Διευθύντριας Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τούλσι Γκάμπαρντ και του Διευθυντή της CIA Τζον Ράτκλιφ– ότι η ομάδα δεν είχε ανταλλάξει πολεμικά σχέδια ή διαβαθμισμένες πληροφορίες, το μέσο δημοσίευσε τελικά το σύνολο των φερόμενων μηνυμάτων. Το άρθρο έφερε τον τίτλο «Εδώ είναι τα σχέδια επίθεσης που οι σύμβουλοι του Τραμπ μοιράστηκαν στο Signal».

Τα μηνύματα περιλάμβαναν –μεταξύ άλλων– τον ισχυρισμό ότι ο Πιτ Χέγκσεθ ανέφερε την ακριβή ώρα πραγματοποίησης επιθέσεων με drone, καθώς και τη στιγμή απογείωσης των μαχητικών F-18.

«Οι δηλώσεις των Χέγκσεθ, Γκάμπαρντ, Ράτκλιφ και Τραμπ –σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς πολλών αξιωματούχων της κυβέρνησης ότι ψευδώς παρουσιάσαμε το περιεχόμενο των μηνυμάτων– μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το κοινό πρέπει να δει τα μηνύματα και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα», ανέφεραν ο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ και ο συν-συγγραφέας του άρθρου. «Υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που οι σύμβουλοι του Τραμπ αντάλλασσαν μέσω μη ασφαλών καναλιών επικοινωνίας, ιδιαίτερα τη στιγμή που ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη σημασία τους».

Αντιδράσεις από τον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο

Μετά τη δημοσίευση των μηνυμάτων, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολιν Λέβιτ, έγραψε στην πλατφόρμα X ότι «Το The Atlantic παραδέχθηκε: αυτά ΔΕΝ ήταν ‘πολεμικά σχέδια’». Παράλληλα, το Υπουργείο Άμυνας, υπό την ηγεσία του Πιτ Χέγκσεθ, δήλωσε ότι το μέσο «αναδιπλώθηκε γρήγορα» στο θέμα των πολεμικών σχεδίων.

Σημειώνεται ότι στο αρχικό άρθρο του The Atlantic αναφερόταν ότι η συνομιλία αφορούσε «πολεμικά σχέδια», ωστόσο η νέα έκδοση του ρεπορτάζ δεν περιλαμβάνει πλέον αυτή τη φράση.

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, από την πλευρά του, τόνισε ότι στο μέλλον η κυβέρνησή του πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιεί την εφαρμογή Signal για επικοινωνίες. «Μπορεί να βρεθούμε σε κατάσταση όπου θα είναι αναγκαία η ταχύτητα αντί για απόλυτη ασφάλεια, αλλά γενικά πιστεύω πως δεν θα τη χρησιμοποιούμε συχνά», ανέφερε στους δημοσιογράφους από τον Λευκό Οίκο στις 25 Μαρτίου.

Επιπλέον, ο Τραμπ δήλωσε ότι εξακολουθεί να στηρίζει τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Ουόλτζ, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη για την προσθήκη του Τζέφρι Γκόλντμπεργκ στη συνομιλία και δέχεται πιέσεις να παραιτηθεί.

«Εξετάζουμε πώς ακριβώς μπήκε σε αυτή την ομάδα», δήλωσε ο Μάικλ Ουόλτζ στους δημοσιογράφους, ενώ αργότερα, μιλώντας στο Fox News, ανέφερε ότι η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική του και όχι κάποιου συνεργάτη του.

Δημοκρατικοί: Απαραίτητη η διερεύνηση της υπόθεσης

Από την πλευρά τους, οι Δημοκρατικοί ζητούν έρευνα για τη χρήση του Signal από κυβερνητικούς αξιωματούχους για τη συζήτηση σχεδίων επίθεσης.

Ο ηγέτης της μειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ (D-N.Y.), δήλωσε στις 25 Μαρτίου από το βήμα της Γερουσίας ότι «ο υπουργός Άμυνας συντόνιζε πολεμικά σχέδια με έναν τόσο πρόχειρο και επικίνδυνο τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική μας ασφάλεια, τους στρατιώτες μας και κάθε Αμερικανό πολίτη».

«Έβαλαν σκόπιμα εξαιρετικά απόρρητες πληροφορίες σε μια μη διαβαθμισμένη συσκευή», πρόσθεσε.

Ο Τσακ Σούμερ κάλεσε τη Γερουσία να ερευνήσει το ζήτημα, ενώ ζήτησε και από το Γραφείο Γενικού Επιθεωρητή του Υπουργείου Άμυνας να διεξαγάγει ανεξάρτητη έρευνα.

«Είναι πολύ σοβαρό για να μην μάθουμε ακριβώς τι συνέβη, γιατί συνέβη και πώς θα το αποτρέψουμε στο μέλλον», κατέληξε.

Ετοιμάζει απολύσεις μεγάλης κλίμακας το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ

Σε σχέδιο ευρείας κλίμακας απολύσεων προχωρά το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, στο πλαίσιο εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος που υπογράφηκε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 11 Φεβρουαρίου, με σκοπό τη «βελτιστοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού στον δημόσιο τομέα».

Το σχέδιο αυτό επιβεβαίωσε με επίσημη δήλωσή του στις 25 Μαρτίου ο Τρέβορ Νόρρις, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην κατάθεσή του ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου του Μέριλαντ, «οι μειώσεις προσωπικού που σχεδιάζονται θα αφορούν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και θα υλοποιηθούν μέσω της επίσημης διαδικασίας μείωσης προσωπικού (reductions in force – RIFs)».

Η κίνηση έρχεται σε συνέχεια της αρχικής απόλυσης 25.000 εργαζομένων που βρίσκονταν ακόμα σε δοκιμαστική περίοδο, οι 7.600 από τους οποίους ανήκαν στο υπουργείο Οικονομικών. Δικαστική απόφαση που εκδόθηκε πρόσφατα, ωστόσο, έκρινε παράνομες τις αρχικές αυτές απολύσεις, αιτιολογώντας ότι δεν δόθηκε η απαραίτητη προειδοποίηση στα πολιτειακά όργανα και δεν πραγματοποιήθηκε ατομική αξιολόγηση για κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά.

Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης, ο δικαστής Τζέημς Μπρένταρ, από το ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μέριλαντ, υποχρέωσε πρόσφατα τις κυβερνητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Οικονομικών, να επαναπροσλάβουν τους απολυθέντες υπαλλήλους και να απέχουν από επιπλέον μαζικές απολύσεις έως ότου τηρήσουν όλες τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες, μεταξύ των οποίων και η έγκαιρη προειδοποίηση στους ενδιαφερομένους.

Ο αξιωματούχος Νόρρις ξεκαθάρισε ότι οι νέες μειώσεις προσωπικού θα βασιστούν στο κριτήριο της αρχαιότητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα απολυθούν και πάλι, κυρίως οι εργαζόμενοι που μόλις επαναπροσλήφθηκαν λόγω της δικαστικής εντολής, σημειώνοντας ότι σε κάποιες περιπτώσεις η επιστροφή αυτών των εργαζομένων στα καθήκοντά τους μπορεί να αποδειχθεί «ιδιαίτερα προβληματική, τόσο για τους ίδιους όσο και για τον αντίστοιχο οργανισμό».

Παράλληλα, εκπρόσωποι άλλων υπηρεσιών δήλωσαν ότι πολλοί εργαζόμενοι που προσκλήθηκαν για επαναπρόσληψη είτε αρνήθηκαν είτε δεν απάντησαν στην πρόσκληση, ενώ άλλοι ενδέχεται να απολυθούν εκ νέου λόγω χαμηλών επιδόσεων.

Η νομική διαμάχη αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς οι γενικοί εισαγγελείς διαφόρων Πολιτειών ζητούν από το δικαστήριο τη λήψη προληπτικών μέτρων, προκειμένου να εμποδιστεί η κυβερνητική στρατηγική, την οποία χαρακτήρισαν ως «παραβίαση των νόμιμων διαδικασιών που πρέπει να τηρούνται στις μαζικές απολύσεις εργαζομένων».

Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αντέκρουσαν αυτούς τους ισχυρισμούς, αναφέροντας πως οι Πολιτείες δεν έχουν επαρκή νομική βάση για τα αιτήματα αυτά και υποστηρίζοντας ότι οι διαδικασίες μείωσης προσωπικού της κυβέρνησης έγιναν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νομοθετικές διατάξεις.

Η υπόθεση αυτή έχει φέρει στο προσκήνιο ένα θέμα κρίσιμης σημασίας για τη δημόσια διοίκηση στις ΗΠΑ, προμηνύοντας περαιτέρω πολιτικές και νομικές αντιπαραθέσεις.

Αναλυτές εκτιμούν πως η υλοποίηση των μειώσεων προσωπικού θα δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις, τόσο ανάμεσα στους εργαζόμενους όσο και στα συνδικάτα, καθώς και σε πολιτικό επίπεδο, με την αντιπολίτευση να θεωρεί αυτά τα μέτρα νομικά και ηθικά αμφισβητήσιμα.

Όπως αναμένεται, η διαμάχη στα δικαστήρια αναμένεται να συνεχιστεί με ένταση το επόμενο διάστημα, καθώς εκκρεμούν περισσότερες αποφάσεις που θα κρίνουν οριστικά την τύχη χιλιάδων ομοσπονδιακών εργαζομένων.