Πέμπτη, 17 Ιούλ, 2025

Νέο κύμα ισραηλινών επιθέσεων στην Τεχεράνη

Ισραηλινά μαχητικά εξαπέλυσαν νέες επιθέσεις σε στόχους στην Τεχεράνη τα ξημερώματα της Τετάρτης, στο πλαίσιο επιχειρήσεων που αποσκοπούν στην εξουδετέρωση του πυρηνικού και πυραυλικού προγράμματος του Ιράν. Σύμφωνα με τον ισραηλινό στρατό (IDF), μεταξύ των στόχων ήταν εγκαταστάσεις παραγωγής φυγοκεντρητών που, κατά τις ισραηλινές αρχές, σχετίζονται με την προσπάθεια της Τεχεράνης να αναπτύξει πυρηνικά όπλα.

Περισσότερα από 50 μαχητικά αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας συμμετείχαν στην επιχείρηση, ενώ έγινε λόγος για «στοχευμένες επιθέσεις υψηλής ακρίβειας» καθοδηγούμενες από τις υπηρεσίες πληροφοριών. Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, το πλήγμα σε μονάδα κατασκευής φυγοκεντρητών αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση της διεύρυνσης του ιρανικού προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου.

«Ο εμπλουτισμός σε τόσο υψηλά επίπεδα δεν είναι αναγκαίος για ειρηνική χρήση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο IDF.

Αρκετές μονάδες παραγωγής όπλων στην περιοχή της Τεχεράνης ήταν επίσης στόχος της σειράς επιθέσεων.Μία από τις μονάδες παρήγαγε πρώτες ύλες και εξαρτήματα για τους πυραύλους εδάφους-εδάφους που εκτοξεύονταν κατά του Ισραήλ, ενώ άλλες μονάδες παρήγαγαν συστήματα και εξαρτήματα για πυραύλους εδάφους-αέρος που εκτοξεύονταν κατά των εχθρικών αεροσκαφών.

Ανώτατος ηγέτης Ιράν: «Η μάχη ξεκινά»

Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ ανέφερε, στις 18 Ιουνίου, ότι «στο όνομα του ευγενούς Χάινταρ, η μάχη ξεκινά». Ο Χάινταρ είναι προσωνύμιο του Αλί, τον οποίο οι σιίτες μουσουλμάνοι θεωρούν πρώτο ιμάμη και διάδοχο του προφήτη Μωάμεθ. Ο Αλί θεωρείται, επίσης, εκείνος που νίκησε τις εβραϊκές δυνάμεις στη μάχη της Χάιμπαρ το 629 μ.Χ.

Το Ισραήλ ζητά αμερικανικές «βόμβες διάτρησης» για να πλήξει το Φορντό

Η πυρηνική εγκατάσταση βρίσκεται κάτω από ένα βουνό και πιθανόν να μπορεί να καταστραφεί μόνο με αεροπορική επίθεση που θα χρησιμοποιήσει εξειδικευμένες αμερικανικές βόμβες. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εξετάζει το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης προκειμένου να στηρίξει την τρέχουσα εκστρατεία του Ισραήλ για την καταστροφή των ιρανικών δυνατοτήτων εμπλουτισμού πυρηνικού υλικού.

Αν και ο Τραμπ έχει εκφράσει την επιθυμία να κρατήσει τις αμερικανικές δυνάμεις εκτός της διευρυνόμενης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ δεν διαθέτει τα απαραίτητα στρατιωτικά μέσα για την άμεση καταστροφή ορισμένων από τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις που βρίσκονται βαθιά υπόγεια.

Για να καταστραφεί με επιτυχία η εγκατάσταση εμπλουτισμού Fordo, που είναι κρυμμένη κάτω από ένα βουνό, το Ισραήλ χρειάζεται τις λεγόμενες βόμβες «bunker-buster», οι οποίες έχουν σχεδιαστεί ώστε να διαπερνούν έδαφος και ενισχυμένες κατασκευές πριν εκραγούν στον στόχο τους. Ωστόσο, τα μόνα όπλα που φαίνεται να έχουν την ικανότητα να φτάσουν στις εγκαταστάσεις του Φορντό είναι αμερικανικής κατασκευής και βρίσκονται αποκλειστικά στη διάθεση του στρατού των ΗΠΑ.

Αυτό σημαίνει ότι το Ισραήλ θα χρειαστεί την υποστήριξη των ΗΠΑ για να ολοκληρώσει τον δηλωμένο στόχο του να καταστρέψει πλήρως τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις χωρίς χερσαία επιχείρηση στο Φορντό.

Το πυρηνικό φρούριο του Ιράν

Το Φορντό είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πυρηνική εγκατάσταση του Ιράν και βρίσκεται περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τεχεράνης. Εκεί στεγάζονται προηγμένοι φυγοκεντρητές ουρανίου, οι οποίοι είναι κρίσιμοι για την παραγωγή πυρηνικού καυσίμου. Πολλοί αναλυτές υποψιάζονται εδώ και καιρό ότι στο Φορντό ενδέχεται να κρύβονται και οι πιο απόρρητες προσπάθειες του Ιράν για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.

Κατασκευασμένο την περίοδο 2007–2009, το συγκρότημα έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό βουνού, σε βάθος περίπου 80 μέτρων, και είναι θωρακισμένο με ενισχυμένα εμπόδια. Η εγκατάσταση φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ώστε να αντέχει σε άμεσες αεροπορικές επιθέσεις και προστατεύεται από αντιαεροπορικά συστήματα, τα οποία τις τελευταίες ημέρες έχουν δεχθεί πυρά από το Ισραήλ.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, έχει δηλώσει ότι στόχος των επιθέσεων είναι η εξάλειψη των πυραυλικών και πυρηνικών προγραμμάτων του Ιράν, τα οποία χαρακτήρισε υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ. Η καταστροφή του Φορντό αποτελεί μέρος αυτού του σχεδίου, σύμφωνα με Ισραηλινούς αξιωματούχους.

«Η όλη επιχείρηση… πρέπει πραγματικά να ολοκληρωθεί με την εξουδετέρωση του Φορντό», δήλωσε ο πρέσβης του Ισραήλ στις ΗΠΑ, Γιεχιέλ Λάιτερ, σε συνέντευξή του στο Fox News στις 13 Ιουνίου.

Απαραίτητος οπλισμός για την αεροπορική επιδρομή

Η φυσική και τεχνητή οχύρωση του Φορντό δημιουργεί αυστηρές απαιτήσεις ως προς το είδος των όπλων που θα μπορούσαν να το καταστρέψουν από αέρος. Η μόνη διαθέσιμη βόμβα που μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις είναι η GBU-57A/B Massive Ordnance Penetrator (Μαζικό διατρητικό πυρομαχικό), ένα όπλο ακριβείας που σχεδιάστηκε για την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Κάθε GBU-57A/B ζυγίζει περίπου 13.600 κιλά και μπορεί να διαπεράσει περίπου 60 μέτρα εδάφους και σκυροδέματος πριν εκραγεί. Πολλαπλές βόμβες μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαδοχικά για να φτάσουν ακόμα βαθύτερα, προκειμένου να καταστρέψουν βαριά οχυρωμένα υπόγεια καταφύγια—παρόμοια με εκείνα που είχαν δυσκολέψει τις αμερικανικές δυνάμεις στον Πόλεμο του Ιράκ.

Ωστόσο, το εγχείρημα δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι μόνο ένα αεροσκάφος μπορεί να μεταφέρει και να ρίξει αυτή τη βόμβα: το B-2 Spirit, το κορυφαίο στρατηγικό βομβαρδιστικό stealth των ΗΠΑ. Το B-2 έχει εμβέλεια περίπου 11.000 χιλιομέτρων χωρίς ανεφοδιασμό και ήδη τέσσερα τέτοια αεροσκάφη έχουν αναπτυχθεί στον Ινδικό Ωκεανό—αν και δεν είναι σαφές αν φέρουν τις συγκεκριμένες βόμβες.

Αυτό σημαίνει ότι η χρήση της GBU-57A/B απαιτεί επιχειρησιακή εμπλοκή αμερικανικών δυνάμεων, γεγονός που θα μπορούσε να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.

Μια τέτοια επίθεση ενδέχεται επίσης να προκαλέσει διαρροή εμπλουτισμένου ουρανίου από τις εγκαταστάσεις, με τον κίνδυνο ραδιενεργού καταστροφής. Αν και η ηγεσία του ισραηλινού στρατού έχει αφήσει να εννοηθεί ότι υπάρχουν και άλλες επιλογές για την επίθεση στο Fordo χωρίς τη χρήση τέτοιου οπλισμού, δεν έχει αποκαλύψει ποιες είναι αυτές.

Οι ΗΠΑ εξετάζουν την εμπλοκή στον πόλεμο του Ισραήλ

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ζητήσει από το Ιράν να υποταχθεί άνευ όρων στο Ισραήλ και δήλωσε ότι ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, θα αποτελούσε «εύκολο στόχο» αν οι ΗΠΑ αναλάμβαναν στρατιωτική δράση.

Οι δηλώσεις του Τραμπ ήρθαν μία ημέρα μετά την έκκλησή του για άμεση εκκένωση της Τεχεράνης, επαναλαμβάνοντας ότι το Ιράν δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και προειδοποιώντας ότι η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε καταστροφή αν αρνηθεί να συνάψει συμφωνία για πυρηνικό αφοπλισμό.

Αν και η κυβέρνηση Τραμπ είχε ταχθεί κατά των ξένων στρατιωτικών επεμβάσεων, η επιθυμία εξάλειψης της προοπτικής ενός πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν και η στήριξη του Ισραήλ φαίνεται να μεταβάλλουν αυτή τη στάση.

Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, έγραψε στην πλατφόρμα X στις 17 Ιουνίου ότι ο Τραμπ «ίσως αποφασίσει ότι πρέπει να προχωρήσει σε περαιτέρω δράση για να τερματίσει τον εμπλουτισμό [ουρανίου] από το Ιράν».

Αναγνωρίζοντας την ανησυχία των Αμερικανών για το ενδεχόμενο νέου πολέμου στη Μέση Ανατολή, ο Βανς σημείωσε ότι η απόφαση για επίθεση στο Ιράν ανήκει στον Πρόεδρο:

«Η απόφαση αυτή ανήκει τελικά στον πρόεδρο», έγραψε.

«Πιστεύω, ωστόσο, ότι ο πρόεδρος έχει κερδίσει κάποια εμπιστοσύνη στο συγκεκριμένο ζήτημα».

Νέο πλήγμα της Ισραηλινής Αεροπορίας

Σε νέα ανακοίνωση στις 2:19 π.μ. (ώρα Ιερουσαλήμ), οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις ανέφεραν ότι βρίσκεται σε εξέλιξη «σειρά αεροπορικών επιθέσεων στην περιοχή της Τεχεράνης». Οι επιθέσεις αυτές, όπως σημειώνεται, αποτελούν απάντηση στις πυραυλικές επιθέσεις που εξαπέλυσε το Ιράν τις τελευταίες ημέρες κατά του Ισραήλ.

Κλείνει η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Ισραήλ

Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, καθώς και τα προξενεία στο Τελ Αβίβ και αλλού, θα παραμείνουν κλειστά από τις 18 έως και τις 20 Ιουνίου, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή. Στη σχετική ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην πλατφόρμα X λίγο μετά τις 6:45 μ.μ. (ώρα Ουάσιγκτον), αναφέρεται ότι το κλείσιμο γίνεται «βάσει των οδηγιών της Διοίκηση Εσωτερικού Μετώπου του Ισραήλ».

Με πληροφορίες από το Associated Press.

Ο Σεργκέι Σοϊγκού πραγματοποιεί νέα επίσκεψη στην Πιονγκγιάνγκ – Συνάντηση με τον Κιμ Γιονγκ Ουν

Ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, Σεργκέι Σοϊγκού, συναντήθηκε σήμερα με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν για δεύτερη φορά μέσα σε λιγότερες από δύο εβδομάδες, στο πλαίσιο νέας επίσκεψής του στην Πιονγκγιάνγκ, σύμφωνα με όσα μετέδωσε το ρωσικό πρακτορείο Interfax.

Όπως ανακοίνωσε το γραφείο Τύπου του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, ο Σοϊγκού αφίχθη στην Πιονγκγιάνγκ κατόπιν ειδικής εντολής του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, προκειμένου να πραγματοποιήσει συνομιλίες με Βορειοκορεάτες αξιωματούχους, στο πλαίσιο των συμφωνιών που είχαν συναφθεί κατά την προηγούμενη επίσκεψή του, στις 4 Ιουνίου.

Η ίδια πηγή ανέφερε ότι οι συνομιλίες μεταξύ του Κιμ και του Σοϊγκού είχαν ήδη ξεκινήσει.

Ο Κιμ και ο Πούτιν είχαν υπογράψει πέρυσι συνθήκη στρατηγικής συνεργασίας, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ρώσου προέδρου στη Βόρεια Κορέα, η οποία περιελάμβανε αμοιβαία αμυντική συμφωνία.

Ο Σοϊγκού, που μέχρι πρόσφατα διατελούσε υπουργός Άμυνας της Ρωσίας, είχε συναντηθεί με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη τόσο στις 21 Μαρτίου όσο και στις 4 Ιουνίου.

Κατά την υποδοχή του Σοϊγκού στην Πιονγκγιάνγκ, στις αρχές Ιουνίου, ο Κιμ είχε εκφράσει την «άνευ όρων» υποστήριξη της χώρας του προς τη Μόσχα στον πόλεμο με την Ουκρανία, ενώ είχε προβλέψει την επιτυχία των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με το βορειοκορεατικό πρακτορείο KCNA, οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει να συνεχίσουν να ενισχύουν σταδιακά τις διμερείς σχέσεις τους.

Η Βόρεια Κορέα φέρεται να έστειλε χιλιάδες στρατιώτες πέρυσι στη Ρωσία, προκειμένου να συνδράμουν τα ρωσικά στρατεύματα στην προσπάθειά τους να απωθήσουν τις ουκρανικές δυνάμεις από την περιφέρεια Κουρσκ. Την ανάπτυξη των στρατιωτών αυτών είχαν επιβεβαιώσει για πρώτη φορά τον Απρίλιο ο Κιμ και ο Πούτιν, χαρακτηρίζοντας τους Βορειοκορεάτες που πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων ως «ήρωες».

Σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση ο υποψήφιος για την προεδρία της Κολομβίας Μιγκέλ Ουρίμπε

Ο υποψήφιος για την προεδρία της Κολομβίας και γερουσιαστής Μιγκέλ Ουρίμπε, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά από σφαίρες στο κεφάλι στις 7 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στην Μπογκοτά, βρίσκεται σε «εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση», όπως προειδοποίησαν χθες, Δευτέρα, οι θεράποντες γιατροί.

Ο Μιγκέλ Ουρίμπε, συντηρητικός πολιτικός 39 ετών, χτυπήθηκε από δύο σφαίρες στο κεφάλι και μία στο πόδι από πληρωμένο εκτελεστή, ηλικίας 14 ή 15 ετών, την ώρα που εκφωνούσε ομιλία στην πρωτεύουσα.

Έκτοτε νοσηλεύεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας, δίνοντας μάχη για τη ζωή του.

Έπειτα από εσπευσμένη χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση εγκεφαλικής αιμορραγίας, που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα χθες, οι γιατροί δήλωσαν ότι η κατάστασή του έχει επιδεινωθεί.

Ο Δρ Αδόλφο Γίνας Βόλπε ανέφερε ότι ο Ουρίμπε βγήκε από το χειρουργείο, ωστόσο η κατάσταση της υγείας του παραμένει εξαιρετικά κρίσιμη. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο ασθενής παρουσιάζει επίμονο εγκεφαλικό οίδημα και ενδοκρανιακές αιμορραγίες, οι οποίες είναι δύσκολο να ελεγχθούν.

Ο γιατρός έκανε λόγο για σαφή επιδείνωση της κατάστασης του γερουσιαστή.

Η σύζυγός του, Μαρία Κλαούδια Ταρασόνα, δήλωσε στον Τύπο, έξω από την κλινική όπου νοσηλεύεται, ότι ο σύζυγός της δίνει «τη δυσκολότερη μάχη» μετά την επίθεση που δέχθηκε.

Την Κυριακή, χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν κατά της βίας, στην Μπογοτά και σε άλλες πόλεις.

Η επίθεση ενέτεινε τις ανησυχίες ότι η Κολομβία βιώνει ξανά μια εποχή κατά την οποία οι πολιτικές δολοφονίες διαδέχονται η μία την άλλη, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του 1980 και του 1990.

Ο έφηβος που κατηγορείται ότι πυροβόλησε τον γερουσιαστή παραμένει υπό κράτηση, όπως και ακόμη δύο πρόσωπα που φέρονται να ενήργησαν ως συνεργοί. Και στους τρεις έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για απόπειρα ανθρωποκτονίας και παράνομη οπλοφορία. Όλοι δήλωσαν αθώοι.

Η έρευνα των αρχών επικεντρώνεται στην ταυτοποίηση του ηθικού αυτουργού της επίθεσης.

Ο δικηγόρος του Μιγκέλ Ουρίμπε, Βίκτορ Μοσκέρα, ανέφερε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως πίσω από την επίθεση βρίσκεται οργάνωση με ιστορικό επιθέσεων εναντίον ηγετών της δεξιάς. Επεσήμανε ότι δεν πρόκειται για οποιαδήποτε εγκληματική οργάνωση, αλλά για μια οργάνωση με σημαντική οικονομική ισχύ, αποφεύγοντας ωστόσο να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες, ώστε να μην επηρεάσει την εν εξελίξει έρευνα.

Ο Μιγκέλ Ουρίμπε έχει εκφράσει επανειλημμένα τη σφοδρή αντίθεσή του προς τη διακίνηση και την κατανάλωση ναρκωτικών, ενώ ένας από τους βασικούς άξονες του πολιτικού του προγράμματος αφορά την καταπολέμηση της πώλησης παράνομων ουσιών στις πόλεις.

Είναι μέλος του κόμματος Δημοκρατικό Κέντρο (Centro Democrático – CD), το οποίο ίδρυσε ο πρώην πρόεδρος Άλβαρο Ουρίμπε. Παρότι φέρουν το ίδιο επώνυμο, δεν έχουν συγγενική σχέση. Ο Μιγκέλ Ουρίμπε είχε ανακοινώσει τον Οκτώβριο ότι σκοπεύει να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2026, επιδιώκοντας να διαδεχθεί τον σοσιαλδημοκράτη πρόεδρο Γουστάβο Πέτρο.

Μητέρα του ήταν η Ντιάνα Τουρμπάι, γνωστή δημοσιογράφος που έχασε τη ζωή της σε αποτυχημένη επιχείρηση διάσωσης, έπειτα από την απαγωγή της από το καρτέλ της Μεδεγίν του Πάμπλο Εσκόμπαρ. Είναι επίσης εγγονός του Χούλιο Σέσαρ Τουρμπάι, προέδρου της Κολομβίας την περίοδο 1978-1982.

Οι πρώτες στρατηγικές νίκες του Ισραήλ επί της Τεχεράνης

Η αιφνιδιαστική στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ κατά του Ιράν αναδιαμόρφωσε το πολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, με τις ισραηλινές δυνάμεις να σημειώνουν σειρά νικών επί του πολιτικού και στρατιωτικού μηχανισμού της Τεχεράνης. Η επιχείρηση, με την κωδική ονομασία «Rising Lion», επεκτάθηκε ταχύτατα: από ένα πρώτο αεροπορικό πλήγμα στις 13 Ιουνίου εξελίχθηκε, εντός λίγων ημερών, σε γενικευμένη απόπειρα καταστροφής των ιρανικών πυρηνικών και βαλλιστικών προγραμμάτων. Στις πρώτες ημέρες, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) προκάλεσαν βαριά πλήγματα στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και σε βασικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, εξασφάλισαν έλεγχο μεγάλου μέρους του ιρανικού εναέριου χώρου και εξόντωσαν αρκετούς ανώτατους αξιωματούχους στην ιρανική κυβέρνηση και τον στρατό. Ωστόσο, οι ραγδαίες επιτυχίες του Ισραήλ είχαν βαρύ τίμημα: εκατοντάδες άμαχοι νεκροί καταγράφονται στο Ιράν, ενώ και το Ισραήλ μετρά εκατοντάδες τραυματίες. Ας δούμε τι κατάφεραν οι ισραηλινές δυνάμεις στις πρώτες ημέρες της επιχείρησης «Rising Lion».

Πλήγμα στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν

Πρωταρχικός στόχος της ισραηλινής επιχείρησης ήταν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το οποίο, σύμφωνα με έκθεση επιτηρητή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, είχε εμπλουτίσει σημαντικές ποσότητες ουρανίου σε καθαρότητα έως και 60%, πλησιάζοντας επικίνδυνα το 90% το οποίο απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικού όπλου, αν και η ηγεσία της Τεχεράνης εξακολουθεί να αρνείται πως επιδιώκει κάτι τέτοιο. «Το Ιράν κατασκεύαζε πυρηνικά όπλα στα κρυφά, απειλή θανάσιμη για την ύπαρξη του Ισραήλ, που έπρεπε να αποτραπεί με κάθε κόστος», δήλωσε την Παρασκευή ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου. Γι’ αυτό και οι εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ουρανίου στη Νατάνζ αποτέλεσαν το πρώτο μεγάλο χτύπημα της επιχείρησης.

Το συγκρότημα της Νατάνζ αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και το βασικό κέντρο εμπλουτισμού ουρανίου της χώρας. Οι περισσότερες εγκαταστάσεις βρίσκονται σε βαθιά υπόγεια, με θωρακισμένους τσιμεντένιους τοίχους που σχεδιάστηκαν για να αντέχουν σε βομβαρδισμούς. Τα ισραηλινά πλήγματα στόχευσαν το υπέργειο πιλοτικό εργοστάσιο εμπλουτισμού και τους σταθμούς ηλεκτροδότησης, ενώ η κατάσταση των υπόγειων υποδομών παραμένει αβέβαιη. Εκεί διεξάγονται επίσης πειράματα και ανάπτυξη νέων φυγοκεντρητών, που κρίνονται κρίσιμοι για τυχόν μελλοντική απόπειρα κατασκευής πυρηνικών όπλων από το Ιράν.

Καταστροφή αεροπορικών βάσεων και σιλό πυραύλων

Παράλληλα, το Ισραήλ εκμεταλλεύτηκε τη δυναμική της επιχείρησης για να αποδεκατίσει το βαλλιστικό οπλοστάσιο του Ιράν. Μέσα σε λίγες ημέρες καταστράφηκαν δεκάδες υπόγειες εγκαταστάσεις και πάνω από εκατό εκτοξευτές πυραύλων εδάφους-εδάφους. Μέχρι τη Δευτέρα, περίπου το ένα τρίτο των πυραυλικών εκτοξευτών είχε εξολοθρευτεί, ενώ σημαντικά πλήγματα δέχθηκαν ελικόπτερα και αντιαεροπορικά συστήματα σε βάσεις της δυτικής χώρας. Πλήγματα στις βάσεις των Χαμαντάν, Κερμανσάχ, Σαμπασί και Ταμπρίζ οδήγησαν στην καταστροφή δεκάδων αεροσκαφών, πυραυλικών εγκαταστάσεων, drone και ραντάρ. Ο σταθμός ραντάρ στη Σαμπασί αποτελούσε κομβικό σημείο της αεράμυνας του Ιράν και η καταστροφή του αφήνει τη χώρα ευάλωτη από τα δυτικά. Τα ισραηλινά πυρά στόχευσαν επίσης υπόγειες εγκαταστάσεις πυραύλων στην Κερμανσάχ, που διαχειρίζεται το επίλεκτο Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC). Εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκονταν ποικίλες εκδόσεις των ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων Shahab, οι οποίοι βασίζονται σε βορειοκορεατικά πρότυπα.

Εναέρια κυριαρχία 

Για αρκετές ημέρες μετά την έναρξη της επιχείρησης, ο ισραηλινός στρατός ανακοίνωνε πως είχε εξασφαλίσει εναέρια κυριαρχία πάνω από την Τεχεράνη, με τη δυνατότητα υπερπτήσεων δίχως σημαντική ιρανική αντίδραση. Δεν είναι σαφές τι είδους αντίσταση κατάφεραν να προβάλουν τα ιρανικά μαχητικά αεροσκάφη απέναντι στις ισραηλινές επιδρομές. Ο ιρανικός στόλος αποτελείται κατά βάση από αεροσκάφη αμερικανικής και σοβιετικής κατασκευής από τη δεκαετία του 1970, με ορισμένα κινεζικά ή ιρανικής κατασκευής με βάση αντίστοιχα πρότυπα. Από την άλλη, η ισραηλινή αεροπορία διαθέτει ένα σύγχρονο οπλοστάσιο, με αιχμή δόρατος την ειδική έκδοση του αμερικανικού μαχητικού πέμπτης γενιάς F-35 Lightning II. Στο πλαίσιο της επιδίωξης για πλήρη εναέρια κυριαρχία, οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν δέκα κέντρα διοίκησης στην Τεχεράνη, τα οποία χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικές και πληροφοριακές επιχειρήσεις εκτός Ιράν. Αν και η εναέρια υπεροχή του Ισραήλ δεν απέτρεψε πλήρως τις εκτοξεύσεις πυραύλων από το Ιράν, ήταν καθοριστική για τη σχεδόν ανενόχλητη συνέχιση των ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών, περιορίζοντας την ιρανική άμυνα στα επίγεια μέσα.

Αποκεφαλισμός της ιρανικής στρατιωτικής ηγεσίας

Στις πρώτες ημέρες της σύγκρουσης, οι ισραηλινές δυνάμεις πέτυχαν σειρά στοχευμένων εξοντώσεων ανώτατων στελεχών του ιρανικού στρατού μέσω αεροπορικών επιδρομών, τόσο σε στρατιωτικές βάσεις όσο και σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως η Τεχεράνη. Μεταξύ των νεκρών περιλαμβάνονται στρατηγοί και άλλα ηγετικά στελέχη που είχαν διοικητικούς ρόλους σε κεντρικές δομές του Σώματος των Φρουρών και της αεροδιαστημικής του πτέρυγας, όπως οι:

– Χοσεΐν Σαλαμί, αρχηγός του IRGC

– Μοχάμαντ Χοσεΐν Μπεγκερί, αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ιράν

– Γκαλέμ Αλί Ρασίντ, ανώτατος διοικητής IRGC

– Αμίρ Αλί Χατζιζαντέχ, επικεφαλής προγράμματος πυραύλων IRGC

Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγονται κορυφαία στελέχη της ιρανικής στρατιωτικής αντικατασκοπείας, ειδικοί στον χειρισμό πυρηνικών θεμάτων και επικεφαλής ερευνητικών προγραμμάτων. Τα ισραηλινά χτυπήματα κατέστρεψαν και αρκετές εγκαταστάσεις σχετικές με τη δύναμη Κουντς του IRGC, η οποία ειδικεύεται σε άτυπο πόλεμο. Μια βάση στην περιοχή Παρανσάρ, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ, λειτουργούσε ως κόμβος για τη διακίνηση όπλων και προσωπικού προς ένοπλες οργανώσεις-δορυφόρους, όπως η Χαμάς, η Χεζμπολάχ και οι Χούθι. Η εν μια νυκτί απώλεια τόσων επιτελικών προσώπων και μονάδων ελίτ ενδέχεται να αποτελέσει καθοριστικό σημείο καμπής ως προς την ισχύ του Ιράν στην περιοχή τα επόμενα χρόνια.

Πιθανότητα αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, σε δηλώσεις του τη Δευτέρα, εξέφρασε βεβαιότητα ότι το Ισραήλ οδεύει προς επίτευξη των δύο βασικών του στόχων: την εξάλειψη του πυρηνικού προγράμματος και τη συντριβή των βαλλιστικών συστημάτων του Ιράν. Το μέγεθος της καταστροφής είναι τέτοιο, ώστε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός άφησε να εννοηθεί πως ο IDF μπορεί να αξιοποιήσει τη δυναμική αυτή και για μία ευρύτερη αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος στην Τεχεράνη. Ο αιφνίδιος αποκεφαλισμός της στρατιωτικής ηγεσίας και ο μερικός έλεγχος του εναέριου χώρου ίσως αποδειχθούν το μεγαλύτερο τεστ σταθερότητας του ιρανικού καθεστώτος από την ανατροπή της μοναρχίας, το 1979.

Για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, ο Νετανιάχου κάλεσε δημοσίως τον ιρανικό λαό να εξεγερθεί ενάντια στην ανώτατη ηγεσία και να ανατρέψει την παρούσα κυβέρνηση. Ωστόσο, αυτή η ρητορική δεν βρίσκει ανταπόκριση στους περισσότερους εταίρους και συμμάχους του Ισραήλ, καθώς αρκετοί προειδοποιούν πως ένα Ιράν δίχως πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να προκαλέσει χάος σε ολόκληρη την περιφέρεια. Ενδεικτικά, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της G7, εκπρόσωπος του Βρετανού πρωθυπουργού Κηρ Στάρμερ υπογράμμισε ότι η βρετανική ηγεσία «θεωρεί τεράστια αποσταθεροποίηση στην περιοχή ως μία κατάσταση χωρίς νικητή».

Με πληροφορίες από το Associated Press

Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία παροτρύνουν το Ιράν να διαπραγματευτεί «το ταχύτερο δυνατό, χωρίς προϋποθέσεις»

Οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας παρότρυναν το Ιράν να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό, χωρίς προϋποθέσεις, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα, σύμφωνα με γαλλική διπλωματική πηγή.

Ο Ζαν-Νοέλ Μπαρό, ο Ντέιβιντ Λάμι και ο Γιόχαν Βάντεφουλ, οι οποίοι είχαν συνομιλίες το βράδυ της Δευτέρας με την επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάγια Κάλας, κάλεσαν επίσης την Τεχεράνη να αποφύγει οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φυγή προς τα εμπρός εις βάρος των δυτικών συμφερόντων, οποιαδήποτε περιφερειακή επέκταση της σύγκρουσης ή πυρηνική κλιμάκωση – όπως η μη συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ), η αποχώρηση από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Non-Proliferation Treaty – NPT) ή η υπέρβαση των επιτρεπόμενων ορίων εμπλουτισμού ουρανίου.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας, το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι ο επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας -ο οποίος ηγείται και της ομάδας διαπραγμάτευσης για το πυρηνικό πρόγραμμα- είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τους ομολόγους του από τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Γερμανία, καθώς και με την Κάγια Κάλας.

Ο Αμπάς Αραγτσί, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, εξέφρασε την άποψη ότι η ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν εν μέσω διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα «καταφέρει πλήγμα στη διπλωματία».

Η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία, καθώς και η ΕΕ συνολικά, συγκαταλέγονται -μαζί με την Κίνα και τη Ρωσία- στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την οποία οι ΗΠΑ αποχώρησαν μονομερώς το 2018, κατά την πρώτη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.

Το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο, που συγκροτούν την ομάδα E3, ξεκίνησαν εκ νέου συνομιλίες με την Τεχεράνη πέρυσι, σε μια προσπάθεια επίτευξης νέας συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν έμμεσες διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη στις αρχές του έτους, οι οποίες προσέκρουαν κυρίως στο ζήτημα του εμπλουτισμού ουρανίου.

Ένας νέος γύρος διαπραγματεύσεων επρόκειτο να ξεκινήσει την Κυριακή, πριν από τα ισραηλινά πλήγματα στο ιρανικό έδαφος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυτικοί τους σύμμαχοι, όπως και το Ισραήλ -που θεωρείται από ειδικούς η μόνη πυρηνική δύναμη στη Μέση Ανατολή- κατηγορούν επί μακρόν την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ότι επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο. Η Τεχεράνη έχει επανειλημμένως διαψεύσει αυτούς τους ισχυρισμούς.

Τέλος, σύμφωνα με τη γαλλική διπλωματική πηγή, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας διαβίβασαν μηνύματα στο Ισραήλ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να μην στοχοποιούνται πολιτικές αρχές, πολιτικές υποδομές και άμαχοι πληθυσμοί.

Ιρανός πρέσβης στον ΟΗΕ: Το Ιράν άσκησε το εγγενές του δικαίωμα στην αυτοάμυνα – Καταγγελίες για συνενοχή των ΗΠΑ στην ισραηλινή επίθεση

Μιλώντας στους διαπιστευμένους ανταποκριτές του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, πρέσβης Αμίρ-Σαΐντ Ιραβανί, καταδίκασε τη συνεχιζόμενη, όπως τη χαρακτήρισε, «τρομοκρατική και εγκληματική επίθεση από το ισραηλινό καθεστώς».

Προειδοποίησε ότι τα πλήγματα συνιστούν κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράν, κατηγορώντας το Ισραήλ ότι έχει εξαπολύσει μια συντονισμένη εκστρατεία παράνομης και αδιάκριτης βίας κατά αμάχων και κρίσιμων υποδομών. Τόνισε ότι η εκστρατεία αυτή κατά του ιρανικού λαού συνεχίζεται αδιάκοπα και χωρίς ανάπαυλα.

Σύμφωνα με τον Ιραβανί, οι ενέργειες αυτές αποτελούν σοβαρή παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Επεσήμανε δε ότι οι επιθέσεις υπερβαίνουν κάθε κόκκινη γραμμή, ειδικά καθώς, όπως υποστήριξε, το Ισραήλ έπληξε σκόπιμα μια ειρηνική πυρηνική εγκατάσταση που τελεί υπό την πλήρη επιτήρηση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ).

Ο Ιρανός πρέσβης χαρακτήρισε το πλήγμα αυτό ως επικίνδυνη και παράνομη πράξη, προειδοποιώντας για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις. Τόνισε ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος απελευθέρωσης ραδιενεργών υλικών και σημείωσε πως, αν το Ιράν δεν είχε παρέμβει αμέσως για τον περιορισμό της κατάστασης, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.

Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Ισραήλ περί «χειρουργικών πληγμάτων», ο Ιραβανί υποστήριξε ότι οι σχετικές αξιώσεις είναι ψευδείς και παραπλανητικές. Αντιθέτως, είπε, το Ισραήλ έχει εξαπολύσει μια σειρά από παράνομες και αδιάκριτες επιθέσεις κατά πολιτικών υποδομών στο Ιράν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και άμαχοι.

Παρουσιάζοντας σχετικά στοιχεία, ανέφερε ότι 1.480 Ιρανοί έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί, ανάμεσά τους τουλάχιστον 224 άμαχοι, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά. Επικαλέστηκε μάλιστα επίθεση σε πολυκατοικία στην Τεχεράνη, στην οποία περίπου 20 παιδιά έχασαν τη ζωή τους, αριθμός που, όπως είπε, ενδέχεται να αυξηθεί λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων.

Αναφέρθηκε, επίσης, σε σημαντικές ζημιές σε πολιτικές και οικονομικές υποδομές, κάνοντας λόγο για πλήγματα σε δεξαμενές νερού, αποθήκες καυσίμων, πετροχημικές εγκαταστάσεις — μεταξύ αυτών και το διυλιστήριο Asaduyeh στην επαρχία Μπουσέρ — καθώς και σε νοσοκομεία. Τόνισε ότι δεν πρόκειται για τυχαία πλήγματα, αλλά για εγκλήματα πολέμου.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην επίθεση στα γραφεία του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης, υποστηρίζοντας ότι το ισραηλινό καθεστώς έπληξε σκόπιμα τον εθνικό φορέα ενημέρωσης του Ιράν. Όπως υποστήριξε, η επίθεση αυτή αποτελεί κατάφωρο έγκλημα πολέμου και άμεση επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.

Κατηγόρησε το Ισραήλ ότι αποτελεί τον κυριότερο εχθρό της αλήθειας, προσθέτοντας πως κατέχει, όπως είπε, το ντροπιαστικό ρεκόρ του μεγαλύτερου δράστη βίας κατά δημοσιογράφων και εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αναφερόμενος στην ιρανική απάντηση, δήλωσε ότι το Ιράν άσκησε το εγγενές του δικαίωμα στην αυτοάμυνα, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, σε απάντηση, όπως είπε, στη βάρβαρη επίθεση και επιθετικότητα. Υπογράμμισε ότι η απάντηση του Ιράν ήταν αμυντική, στοχευμένη και αναλογική.

Διευκρίνισε ότι η Τεχεράνη δεν επιδιώκει πόλεμο ή κλιμάκωση, ωστόσο δεν θα διστάσει να υπερασπιστεί τον λαό, το έδαφος και την κυριαρχία της. Ανέφερε ακόμη ότι, σε αντίθεση με το ισραηλινό καθεστώς, το Ιράν σέβεται το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και δεν στοχεύει αμάχους.

Ο Ιραβανί κατηγόρησε ευθέως τις Ηνωμένες Πολιτείες για συνενοχή, υποστηρίζοντας ότι οι αμερικανικές δυνάμεις στήριξαν την ισραηλινή επιθετικότητα. Χωρίς τα όπλα, τις πληροφορίες και την πολιτική κάλυψη των ΗΠΑ, αυτή η επίθεση, κατά την άποψή του, δεν θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί. Προειδοποίησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μοιραστούν την ευθύνη για αυτή την παράνομη πράξη.

Πρόσθεσε, επίσης, ότι η ισραηλινή επίθεση αποσκοπεί στην υπονόμευση των πυρηνικών διαπραγματεύσεων που επρόκειτο να επαναληφθούν στη Μόσχα. Τόνισε ότι το Ιράν προσήλθε στο τραπέζι του διαλόγου με καλή πίστη, παρουσιάζοντας νέα πρόταση για γεφύρωση των διαφορών, ενώ οι ΗΠΑ, όπως είπε, απάντησαν με κακή πίστη. Κατά την εκτίμησή του, αυτή η στάση υπονομεύει την εμπιστοσύνη και τη διπλωματία, ενώ το Ισραήλ προσπαθεί να σαμποτάρει τις διπλωματικές προσπάθειες μέσω της βίας.

Προειδοποίησε ακόμη ότι οι διακοπτόμενες συνομιλίες οδηγούν σε κλιμάκωση και αποσπούν την προσοχή από τα συνεχιζόμενα εγκλήματα του Ισραήλ, με πιο χαρακτηριστικό, όπως είπε, τη γενοκτονία στη Γάζα.

Διευκρίνισε ότι το Ιράν δεν έχει επιτεθεί στο Ισραήλ ούτε έχει ξεκινήσει οποιονδήποτε πόλεμο. Το αφήγημα περί «υπαρξιακής απειλής», σύμφωνα με τον Ιρανό διπλωμάτη, είναι ψευδές, στερείται νομικής βάσης και χρησιμοποιείται μόνο για τη δικαιολόγηση επιθέσεων και την απόκρυψη των ισραηλινών εγκλημάτων πολέμου.

Απηύθυνε, τέλος, προειδοποίηση προς τρίτες χώρες ότι οποιοδήποτε κράτος υποστηρίξει την ισραηλινή επιθετικότητα θα μοιραστεί τη νομική ευθύνη για τις συνέπειες.

Υπενθύμισε ότι το Ιράν έχει ζητήσει επείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας, επισημαίνοντας ότι το σχετικό αίτημα είναι απλό: το Συμβούλιο, είπε, οφείλει να καταδικάσει την επιθετικότητα, να σταματήσει τον επιτιθέμενο και να υπερασπιστεί τον Καταστατικό Χάρτη και το διεθνές δίκαιο.

Καταδίκασε δε τη σιωπή του Συμβουλίου Ασφαλείας, τονίζοντας ότι η αδράνεια και η αδιαφορία του υπονομεύουν την αξιοπιστία του και τα θεμέλια του ίδιου του ΟΗΕ.

Ευχαρίστησε όσους στήριξαν το Ιράν, όπως την Οργάνωση Ισλαμικής Συνεργασίας (Organization of Islamic Cooperation – OIC) και την Ομάδα Φίλων για την Υπεράσπιση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Ανέφερε επίσης ότι έχει ήδη σταλεί νέα επιστολή στον Γενικό Γραμματέα και στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Τέλος, κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να καταδικάσει την πράξη επιθετικότητας, να αποδοθούν ευθύνες στον επιτιθέμενο και στους υποστηρικτές του και να ληφθούν επειγόντως μέτρα για την αποτροπή περαιτέρω επιθέσεων. Προειδοποίησε ότι η αδράνεια απλώς ενθαρρύνει τον επιτιθέμενο και υπονομεύει το κράτος δικαίου, πλήττοντας την αξιοπιστία του Συμβουλίου.

Υπογράμμισε, επίσης, ότι το Ισραήλ είναι το μόνο καθεστώς στην περιοχή που διαθέτει πυρηνικά όπλα, αρνείται να προσχωρήσει στη Συνθήκη Μη Διάδοσης και να θέσει τις εγκαταστάσεις του υπό διεθνή έλεγχο, ενώ έχει επιτεθεί, όπως είπε, σχεδόν σε όλους τους γείτονές του, συνεχίζοντας να διαπράττει θηριωδίες στη Γάζα χωρίς καμία συνέπεια.

Κατέληξε ότι το Ιράν θα συνεχίσει να ενεργεί στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και θα υπερασπίζεται τον εαυτό του νόμιμα και αναλογικά, αλλά επεσήμανε πως αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας να διατηρεί τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Κάλεσε εκ νέου το Συμβούλιο να αναλάβει δράση, προκειμένου να σταματήσει, όπως είπε, ο γενοκτονικός επιτιθέμενος από το να διαπράξει νέα εγκλήματα κατά του ιρανικού λαού.

Του Γ. Γαραντζιώτη

Δημόσιο συμφέρον και προστασία της ιδιωτικής ζωής σε τροχιά σύγκρουσης στη Σουηδία

Ανάλυση ειδήσεων

Ο αυστηρός κώδικας δεοντολογίας που εφαρμόζουν τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης της Σουηδίας, βασισμένος στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, έχει οδηγήσει στο φαινόμενο πολλοί εγκληματίες να μένουν ανώνυμοι στη δημοσιότητα επί χρόνια.

Παράλληλα, η χώρα διακρίνεται για μια έντονη παράδοση διαφάνειας—τη λεγόμενη «offentlighetsprincipen»—βάσει της οποίας όλες οι δικαστικές αποφάσεις είναι προσβάσιμες στο κοινό.

Το χάσμα ανάμεσα στα διαθέσιμα στο δημόσιο τομέα στοιχεία και σε όσα επιλέγουν να δημοσιεύουν τα μέσα ενημέρωσης, οδήγησε στην άνθιση μιας ιδιότυπης βιομηχανίας βάσεων δεδομένων: εταιρείες αντλούν δημόσια ποινικά μητρώα και τα ανεβάζουν σε διαδικτυακές πλατφόρμες, επιτρέποντας, με αντίτιμο, σε όποιον το επιθυμεί να διαπιστώσει αν ένα πρόσωπο —για παράδειγμα ένας νέος σύντροφος ή υποψήφιος συνέταιρος— φέρει ποινικό παρελθόν.

Ωστόσο, τον Φεβρουάριο, το σουηδικό Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις που αναμένεται να επηρεάσουν καθοριστικά τον κλάδο, ενδεχομένως οδηγώντας τον σε οριστικό κλείσιμο.

Έλεγχος του ιστορικού

Ο Γκούνναρ Άξεν, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και εκδότης του πρακτορείου Nyhetsbyrån Verifiera, στο οποίο ανήκουν δύο από τις μεγαλύτερες βάσεις δεδομένων της χώρας, οι Verifiera και Lexbase, δηλώνει ότι ο κόσμος τις χρησιμοποιεί για διάφορους λόγους—μια γυναίκα ελέγχει το παρελθόν ενός άνδρα με τον οποίο βγαίνει, ένας ιδιοκτήτης ακινήτου εξετάζει τον υποψήφιο ενοικιαστή, ή ένας επιχειρηματίας ερευνά ένα πιθανό συνέταιρο. «Αυτή είναι μια θεμιτή χρήση, που στηρίζεται στην αρχή ότι η πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία ενισχύει την εμπιστοσύνη, την ασφάλεια και τη λογοδοσία.»

Ο Άξεν επισημαίνει πως το κοινό πρέπει να διατηρήσει το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να εξετάζει και να αναδημοσιεύει ανεξάρτητα ό,τι είναι νομίμως διαθέσιμο.

Ο Ντάνιελ Βέστμαν, ανεξάρτητος νομικός σύμβουλος και ειδικός στο δίκαιο των μέσων ενημέρωσης, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι ο στόχος της διάταξης για τις βάσεις δεδομένων στον θεμελιώδη νόμο για την ελευθερία της έκφρασης στη Σουηδία δεν ήταν να καθιστά δυνατές τις βάσεις δεδομένων με ποινικά αρχεία, αλλά να παρέχει ίση προστασία στις διαδικτυακές εκδόσεις όπως στα έντυπα μέσα.

Παραδέχεται ωστόσο ότι «ο τρόπος διατύπωσης της διάταξης τις καθιέρωσε στην πράξη».

Ανέφερε πως τα τελευταία δέκα χρόνια υπήρξαν ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες για να κλείσει αυτό το «παραθυράκι», συμπληρώνοντας ότι υπάρχουν κάποιοι στη Σουηδία που υποστηρίζουν τη δημόσια, προσβάσιμη βάση δεδομένων ποινικών μητρώων.

Θυμίζει επίσης πως τον 19ο αιώνα ο Τύπος στη Σουηδία συνήθιζε να αναφέρει το όνομα κάθε συλληφθέντος τη στιγμή της σύλληψης κιόλας, προτού καν ασκηθεί δίωξη ή καταδικαστεί. «Έτσι, για παράδειγμα, ο ξυλουργός Σβένσον που είχε συλληφθεί επειδή χτύπησε τη σύζυγό του, κατονομαζόταν στον Τύπο», εξηγεί.

Με την εξέλιξη της δημοσιογραφίας στη χώρα, σημειώνει ο Βέστμαν, «η κουλτούρα άλλαξε και σταδιακά επικράτησε να μην κατονομάζονται πρόσωπα που απλώς κατηγορούνται, εκτός αν κατέχουν πολιτικό αξίωμα ή αν υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον για την ταυτοποίησή τους».

Τονίζει ακόμη ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, ακολουθούν παρόμοια νομικά και δημοσιογραφικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία αποφεύγεται η πλήρης ταυτοποίηση των υπόπτων, με το σκεπτικό ότι, αν διασυρθεί κάποιος, δεν μπορεί ποτέ να επανενταχθεί πλήρως στην κοινωνία.

Η Σουηδία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει έξαρση εγκληματικότητας, την οποία πολλοί στη δεξιά αποδίδουν στα αυξημένα ποσοστά μετανάστευσης.

Τον Ιανουάριο του 2025, η εφημερίδα Aftonbladet μετέδωσε πως ο πρωθυπουργός Ουλφ Κρίστερσον δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι η Σουηδία βρίσκεται εν μέσω ενός νέου κύματος βίας. «Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουμε τον έλεγχο αυτής της κατάστασης. Διαφορετικά, δεν θα είχαμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο σήμερα.»

Η δημοσιοποίηση του ονόματος κάποιου οδηγεί αυτομάτως και στην αποκάλυψη της εθνικότητάς του. Πολλοί μετανάστες που έφτασαν στη Σουηδία τη δεκαετία του 1990, του 2000 και του 2010 βρήκαν τον δρόμο προς το οργανωμένο έγκλημα.

Πιο διαβόητος εγκληματίας της χώρας θεωρείται ο Ράβα Ματζίντ, γνωστός ως «Κουρδική Αλεπού», αρχηγός του δικτύου Foxtrot. Ο Ματζίντ κατάγεται από το Ιράκ, γεννήθηκε στο Ιράν, ενώ μεγάλωσε στην πόλη Ουψάλα της κεντρικής Σουηδίας. Τον Μάρτιο του 2025, η αμερικανική κυβέρνηση του επέβαλε κυρώσεις, χαρακτηρίζοντας το δίκτυο Foxtrot «διασυνοριακή εγκληματική οργάνωση».

Άνοδος της δυσπιστίας προς τα ΜΜΕ

Ο Άξεν προειδοποιεί ότι υπάρχει ο κίνδυνος η επιλεκτική κάλυψη ή μια υπέρμετρα προσεκτική στάση στην ονοματοδοσία προσώπων ή στην αναφορά συγκεκριμένων τάσεων να καλλιεργήσει την αίσθηση έλλειψης διαφάνειας. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να ενισχύσει τη δυσπιστία προς τα κύρια μέσα ενημέρωσης και τις Αρχές.

Ο Βέστμαν διαπιστώνει ότι η δυσπιστία προς τα παραδοσιακά μέσα αυξάνεται στη Σουηδία, τάση που πιθανόν σχετίζεται με την ισχυροποίηση κομμάτων της ακροδεξιάς, όπως οι Σουηδοί Δημοκράτες, που έχουν στηρίξει την προεκλογική τους εκστρατεία στην αντίθεση προς τη μετανάστευση. «Υπάρχει έρευνα που δείχνει ότι τα επίπεδα εμπιστοσύνης, όχι μόνο απέναντι στα ΜΜΕ αλλά συνολικά και στους θεσμούς, είναι θεαματικά χαμηλότερα στην άκρα δεξιά», σημειώνει.

Η διστακτικότητα των σουηδικών μέσων να ταυτοποιούν κατηγορούμενους για εγκλήματα μπορεί να φαίνεται παράξενη σε όσους μεγάλωσαν στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Βρετανία ή σε χώρες όπου το όνομα του κατηγορουμένου δημοσιοποιείται αμέσως στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα.

Ωστόσο, ο Άξεν τονίζει πως αυτή η αυτορρύθμιση είναι καίρια και ότι προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων χωρίς την ανάγκη λογοκρισίας από το νόμο και αφήνει χώρο στην κρίση των συντακτών.

Ο ενημερωτικός τομέας στη Σουηδία κυριαρχείται από τρεις πυλώνες—τον όμιλο Bonnier, τον Schibsted και τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα SVT—που εδώ και χρόνια έχουν υιοθετήσει κοινό κώδικα δεοντολογίας.

Τα κριτήρια για το τι συνιστά «δημόσιο συμφέρον» στη δημοσίευση καθορίζονται εσωτερικά. Η Bonnier διαθέτει τις εφημερίδες Expressen και Dagens Nyheter (DN), ο νορβηγικών συμφερόντων όμιλος Schibsted τις Aftonbladet  και Svenska Dagbladet, ενώ το SVT ελέγχει τα μεγαλύτερα ραδιοτηλεοπτικά μέσα της χώρας.

Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι μετακινούνται διαρκώς μεταξύ αυτών των τριών εργοδοτών και δεσμεύονται στον ίδιο κώδικα, λειτουργώντας επί της ουσίας ως «θυρωροί» της πληροφορίας που φτάνει στο ευρύ κοινό.

«Στη Σουηδία παραδοσιακά εκτιμούμε την ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία του Τύπου και τη δημοσιογραφική δεοντολογία», εξηγεί ο Άξεν. «Ο νόμος επιτρέπει τη δημοσιοποίηση ταυτοτήτων υπόπτων, όμως ο επαγγελματικός κώδικας συνήθως προτρέπει σε αυτοσυγκράτηση, ιδιαίτερα αν το πρόσωπο δεν έχει καταδικαστεί ή αν η δημοσίευση θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημιά».

Ωστόσο, η ονοματοδοσία υπόπτων από τα μέσα παραμένει εν πολλοίς αυθαίρετη.

Πρόσφατα, τα περισσότερα μέσα ανέφεραν ονομαστικά τον Οσάμα Κράγιεμ όταν κατηγορήθηκε στο Πρωτοδικείο Στοκχόλμης για εγκλήματα πολέμου στη Συρία, μεταξύ των οποίων και η πυρπόληση ενός αιχμαλώτου Ιορδανού πιλότου μαχητικού αεροσκάφους τον Δεκέμβριο του 2014. Αντιθέτως, η 52χρονη Λίνα Ισχάκ αναφερόταν μέχρι πρόσφατα απλώς ως «γυναίκα του ISIS» μέχρι την καταδίκη της για εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία κατά των Γεζίντι της Συρίας, οπότε και αποκαλύφθηκε το όνομά της τον Φεβρουάριο 2025.

Ο Άντζελο Μπράουν, αναπληρωτής καθηγητής εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Άρκανσας, επισήμανε πως ο κώδικας δεοντολογίας που ακολουθούν τα σουηδικά μέσα στη δημοσιοποίηση ταυτοτήτων υπόπτων διαφέρει ριζικά από την πρακτική των ΗΠΑ, όπου κυριαρχεί η αμέριστη δημοσιοποίηση των ονομάτων.

Αναφερόμενος στο νομικό περιβάλλον περί δυσφήμησης στη Σουηδία, ανέφερε ότι ακόμη και ένας καταδικασμένος για έγκλημα, ή οι συγγενείς νεκρού προσώπου, μπορούν να προσφύγουν επιτυχώς κατά μέσου για δυσφήμηση. Υπενθύμισε υπόθεση του 1966 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε εφημερίδα για συκοφαντική δυσφήμηση του Νταγκ Χάμμαρσκελντ,ο οποίος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στην Αφρική, κρίνοντας πως το δημοσίευμα ήταν «βλαβερό για τους ζώντες» και επέβαλε πρόστιμο στον εκδότη.

Το 2021, η πλατφόρμα Netflix απειλήθηκε με αγωγή στη Σουηδία για τη δραματοποιημένη σειρά The Unlikely Murderer, η οποία πραγματεύεται τη δολοφονία του Σουηδού πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε το 1986 — μια υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη.

Το 2020, ο εισαγγελέας Κρίστερ Πέτερσον είχε κατονομάσει ως βασικό ύποπτο τον Στιγκ Ένγκστρεμ, ο οποίος είχε πεθάνει το 2000. Στη σειρά του Netflix, ο Ένγκστρεμ παρουσιάζεται να διαπράττει τη δολοφονία, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση συγγενικού του προσώπου. Ο τελευταίος απείλησε με προσφυγή στη δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για σαφή περίπτωση δυσφήμησης.

Η Σουηδία διαθέτει από τους αυστηρότερους νόμους περί συκοφαντικής δυσφήμησης διεθνώς. Το 2021, η πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, Έμπα Μπους, παραδέχθηκε την ενοχή της για δυσφήμηση, παρότι οι δηλώσεις της ήταν αληθείς.

Η αλήθεια μπορεί να είναι δυσφημιστική

Ο Γιαν Ρόσεν, καθηγητής αστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, είχε δηλώσει τότε ότι ακόμη και η αλήθεια μπορεί να θεωρηθεί δυσφήμηση, σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία.

Μιλώντας στο Sveriges Radio, υπογράμμισε πως «η αλήθεια πρέπει πάντοτε να δικαιολογείται».

Ο Μπράουν επισήμανε ότι, στην εποχή του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας καθιστά ολοένα δυσκολότερο για τη Σουηδία να διατηρήσει τα υφιστάμενα επίπεδα ιδιωτικότητας. «Αν δεν το δημοσιεύσουν τα σουηδικά μέσα, θα το κάνουν τα αμερικανικά ή τα βρετανικά – όλα αυτά τα μέσα που βρίσκονται εκτός Σουηδίας θα δώσουν το όνομα στη δημοσιότητα. Και συχνά αυτό σημαίνει πως το όνομα δεν προστατεύεται ουσιαστικά σε διεθνές επίπεδο», σημείωσε.

Σε ανάλογο τόνο κινήθηκε και ο Άξεν, επισημαίνοντας πως «οι παγκόσμιες πλατφόρμες έχουν ήδη αλλάξει τα δεδομένα στη ροή της πληροφορίας». Σύμφωνα με τον Άξεν, «οι άνθρωποι κοινοποιούν, αναπαράγουν και αποκαλύπτουν πληροφορίες ανεξαρτήτως εθνικής νομοθεσίας ή ηθικών ορίων». Πρόσθεσε δε ότι είναι κρίσιμο η Σουηδία να μην απαντήσει περιορίζοντας τις εσωτερικές της ελευθερίες σε μια μάταιη προσπάθεια να ελέγξει τις διεθνείς πλατφόρμες.

Σε ό,τι αφορά τις βάσεις δεδομένων, η αντιπαράθεση συνεχίζεται.

Ο Άξεν δήλωσε πως διαφωνεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σουηδίας, το οποίο έκρινε ότι η βάση δεδομένων με τα ποινικά μητρώα δεν είναι συμβατή με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation – GDPR) της Ευρωπαϊκής Ένωσης — κανονισμός που τέθηκε σε ισχύ το 2016, με στόχο την «εναρμόνιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Ο Άξεν υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή «θέτει σε κίνδυνο τα θεμέλια του σουηδικού μοντέλου διαφάνειας».

Αναφέρθηκε επίσης σε «ανοικτές νομικές οδούς», όπως ενδεχόμενες προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένης της «έντασης ανάμεσα στο ευρωπαϊκό δίκαιο περί ιδιωτικότητας και στις εθνικές συνταγματικές ελευθερίες».

Ο Γουέστμαν, από την πλευρά του, παρατήρησε ότι η Σουηδία δείχνει έντονη προσήλωση στην προστασία της ελευθερίας του λόγου και της πληροφόρησης, ενώ ταυτόχρονα αποδέχεται περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου όταν πρόκειται για ζητήματα δυσφήμησης. Όπως πρόσθεσε, τόσο ο GDPR όσο και η νομοθεσία περί δυσφήμησης αποσκοπούν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον

Σε ερώτηση για το τι επιφυλάσσει το μέλλον, ο Άξεν ανέφερε ότι δεν πιστεύει ότι η λύση είναι να εγκαταλείψουμε την ηθική. Αντιθέτως, πρέπει να διασφαλίσουμε πλήρη διαφάνεια στα δημόσια αρχεία, ώστε κάθε πολίτης, δημοσιογράφος ή ερευνητής να μπορεί να επαληθεύει τα στοιχεία.

«Όταν οι θεσμοί είναι ανοιχτοί, η εικασία αντικαθίσταται από τεκμήρια. Πιστεύω επίσης στη σημασία ανεξάρτητων βάσεων δεδομένων και δημόσιου ελέγχου, ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη δυσάρεστων αληθειών», πρόσθεσε.

«Σε έναν κόσμο παραπληροφόρησης και πόλωσης, η αλήθεια πρέπει να παραμένει προσβάσιμη. Αυτό δεν σημαίνει την απερίσκεπτη δημοσιοποίηση ονομάτων, αλλά την εμπιστοσύνη στους πολίτες ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία — και όχι την απόκρυψή της.»

Του Chris Summers

Τα ισραηλινά πλήγματα σε ιρανικές στρατιωτικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις

Σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις εξαπέλυσε το Ισραήλ κατά πολλών περιοχών του Ιράν στις 13 Ιουνίου, με στόχους το πυρηνικό του πρόγραμμα, κρίσιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις και, σύμφωνα με αναφορές, ορισμένες κατοικημένες περιοχές.

Κατά τις επιδρομές φέρεται να σκοτώθηκαν ανώτατοι στρατιωτικοί διοικητές και πυρηνικοί επιστήμονες του Ιράν. Η ισραηλινή ηγεσία ανέφερε πως στόχος ήταν να αποτραπεί η απόκτηση πυρηνικού όπλου από την Τεχεράνη.

Σε ομιλία του το βράδυ της Παρασκευής, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου υποστήριξε ότι η επιδίωξη του Ιράν να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο συνιστά «άμεση και υπαρξιακή απειλή για την επιβίωση του Ισραήλ».

Η Τεχεράνη, από την πλευρά της, αρνείται ότι αναπτύσσει πυρηνικά όπλα. Ο πρέσβης του Ιράν στον ΟΗΕ, Αμίρ Σαΐντ, δήλωσε την Παρασκευή ότι οι 78 νεκροί και οι 320 τραυματίες των επιθέσεων ήταν κατά κύριο λόγο άμαχοι.

Η επιχείρηση, με την κωδική ονομασία «Rising Lion» από τις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF), είχε ως αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, καθώς και την καταστροφή συναφών στρατιωτικών υποδομών, όπως προηγμένα βαλλιστικά συστήματα.

Αν και το πλήρες εύρος των ισραηλινών πληγμάτων παραμένει ασαφές, έχουν επιβεβαιωθεί επιθέσεις σε αρκετούς βασικούς στόχους.

Εγκατάσταση εμπλουτισμού ουρανίου Νατάνζ

Το Νατάνζ αποτελεί τον πυρήνα της ιρανικής πυρηνικής υποδομής και την κεντρική εγκατάσταση εμπλουτισμού ουρανίου της χώρας. Το συγκρότημα βρίσκεται βαθιά στο υπέδαφος, προστατευμένο από ενισχυμένο σκυρόδεμα έναντι πυραυλικών επιθέσεων.

Εκεί παράγεται ουράνιο εμπλουτισμένο σε ποσοστό έως και 60% – ένα τεχνικά μικρό βήμα από το 90% που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικού όπλου. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency – ΙΑΕΑ), το Ιράν διαθέτει περίπου 275 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου σε αυτό το επίπεδο, ποσότητα επαρκή για την κατασκευή έως και έξι πυρηνικών κεφαλών.

Οι εγκαταστάσεις στο Νατάνζ διεξάγουν επίσης έρευνα και ανάπτυξη σχετικά με την κατασκευή προηγμένων φυγοκεντρικών μηχανών και, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αλλαγή στις δραστηριότητες του Νατάνζ θα είχε πιθανώς άμεσο αντίκτυπο στον χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή πυρηνικού όπλου από την Τεχεράνη.

Σύμφωνα με δήλωση του επικεφαλής της Διεθνούς Οργάνωσης Ατομικής Ενέργειας, οι επιθέσεις του IDF την Παρασκευή κατέστρεψαν την επιφανειακή πιλοτική μονάδα εμπλουτισμού στο Νατάνζ, αν και η κατάσταση των υπόγειων εγκαταστάσεων παραμένει άγνωστη.

(Εικονογράφηση από την εφημερίδα The Epoch Times)

 

Τεχεράνη

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μελετών Πολέμου, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, οι ισραηλινές δυνάμεις έπληξαν διάφορους στόχους στην ιρανική πρωτεύουσα Τεχεράνη.

Επιβεβαιωμένες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν σε μια τοπική βάση αεροπορικής άμυνας, σε έναν μεγάλο πύργο που περιλαμβάνει εμπορικά και οικιστικά ακίνητα, καθώς και στις συνοικίες Αζγκόλ και Φαρμανιέχ της Τεχεράνης.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων, πιστεύεται ότι σκοτώθηκαν αρκετά μέλη των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και ορισμένοι πυρηνικοί επιστήμονες.

Μεταξύ των επιβεβαιωμένων νεκρών από την ιρανική πλευρά ήταν πολλοί στρατηγοί και άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο γενικό επιτελείο του ιρανικού στρατού, εποπτεύονταν διάφορα αρχηγεία και ηγούνταν του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC) και του αεροδιαστημικού του τμήματος.

Αεροπορική βάση Ταμπρίζ

Η αεροπορική βάση Ταμπρίζ, η οποία συνυπάρχει με το πολιτικό διεθνές αεροδρόμιο της πόλης, περιβάλλεται από ενισχυμένα σιλό πυραύλων και θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την ιρανική πολεμική αεροπορία.

Φιλοξενεί μονάδες ελικοπτέρων και μαχητικών αεροσκαφών, ενώ λειτουργεί ως σημείο εκτόξευσης ισχύος προς τη δυτική περιφέρεια του Ιράν.

Στα γειτονικά σιλό σταθμεύουν όλοι οι γνωστοί τύποι των πυραύλων Shahab – βλήματα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς βασισμένα σε βορειοκορεατικά σχέδια.

Σύμφωνα με ανακοίνωση των IDF, καταστράφηκαν ή τέθηκαν εκτός λειτουργίας εγκαταστάσεις της ιρανικής πολεμικής αεροπορίας σε Ταμπρίζ και Χαμαντάν, περιλαμβανομένων μονάδων αεράμυνας, drone και εκτοξευτών πυραύλων εδάφους-εδάφους.

Αεροπορική βάση Χαμαντάν

Η αεροπορική βάση Χαμαντάν φιλοξενεί τις μοίρες μαχητικών F-4 και F-7 της ιρανικής πολεμικής αεροπορίας. Τα τελευταία χρόνια, η βάση έχει φιλοξενήσει και διεθνείς αεροπορικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων ρωσικών βομβαρδιστικών που χρησιμοποίησαν τη βάση ως σημείο εκκίνησης για επιχειρήσεις στη Συρία.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του IDF, η αεροπορική βάση διέθετε επίσης εγκαταστάσεις αποθήκευσης πυραύλων, υπόγεια υπόστεγα αεροσκαφών και αρκετούς εκτοξευτές πυραύλων εδάφους-αέρος.

Οι ισραηλινές δυνάμεις χτύπησαν επίσης την κοντινή ραντάρ εγκατάσταση Σουμπάσι, την πιο δυτική εγκατάσταση αεροπορικής άμυνας του Ιράν.

Ο ραντάρ σταθμός Σουμπάσι κατασκευάστηκε πριν από μισό αιώνα στο πλαίσιο ενός προγράμματος στρατιωτικής βοήθειας που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ και παρέμεινε ένας κρίσιμος κόμβος στην αρχιτεκτονική της αεροπορικής άμυνας του Ιράν, προσφέροντας συνεχή, μακροπρόθεσμη επιτήρηση των γειτόνων της χώρας προς τα δυτικά.

Στρατιωτική βάση Πιρανσάχρ

Το Πιρανσάχρ βρίσκεται κοντά στα σύνορα Ιράν-Ιράκ και χρησιμεύει ως κόμβος για στοιχεία τόσο του ιρανικού στρατού όσο και του IRGC.

Η βάση και οι συνδεδεμένες φρουρές στην επαρχία Δυτικού Αζερμπαϊτζάν εξυπηρετούν κυρίως λειτουργίες περιφερειακής ασφάλειας και ελέγχου των συνόρων, αλλά έχουν επίσης έμμεσο ρόλο στην ευρύτερη στρατηγική του Ιράν έναντι του Ισραήλ.

Η Δύναμη Κουντς του IRGC, η οποία ειδικεύεται στον μη συμβατικό πόλεμο, έχει προηγουμένως λειτουργήσει από τη βάση, διακινώντας εξοπλισμό και προσωπικό σε ομάδες που υποστηρίζονται από το Ιράν σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στη Συρία και το Λίβανο.

Υπόγεια εγκατάσταση Κερμανσάχ

Η υπόγεια στρατιωτική υποδομή της Κερμανσάχ περιλαμβάνει δεκάδες μικρές εγκαταστάσεις διασυνδεδεμένες με τούνελ και καταφύγια, κρίσιμες για την ιρανική πυραυλική ισχύ.

Αποθηκεύονται εκεί πυραυλικά συστήματα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς τύπου Shahab, καθώς και πιο προηγμένα όπως τα Emad και Qadr. Στις εγκαταστάσεις λειτουργεί αποθήκη πυρομαχικών της IRGC, καθώς και κοντινή δεξαμενή καυσίμων της ιρανικής πολεμικής αεροπορίας.

Ορισμένα καταφύγια ενδέχεται να φιλοξενούσαν κινητούς εκτοξευτές του συστήματος «Missile Shower», σχεδιασμένο για ταχεία μαζική εκτόξευση πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς.

Το προφίλ των τριών Ιρανών στρατηγών που σκοτώθηκαν στις ισραηλινές επιδρομές

Οι πρόσφατες αεροπορικές επιθέσεις του Ισραήλ κατά του Ιράν οδήγησαν στον θάνατο των τριών κορυφαίων στρατιωτικών διοικητών της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι οποίοι θεωρούνταν κεντρικά πρόσωπα τόσο στα ιρανικά δίκτυα πολέμου δι’ αντιπροσώπων όσο και στο πυρηνικό της πρόγραμμα, το οποίο το Τελ Αβίβ χαρακτηρίζει απειλή για την ασφάλειά του.

Οι επιδρομές, που πραγματοποιήθηκαν τη νύχτα της 12ης προς 13η Ιουνίου, είχαν ως στόχο εγκαταστάσεις τις οποίες το Ισραήλ υποστηρίζει ότι σχετίζονται με την παραγωγή πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων, καθώς και ανώτατο επιστημονικό και στρατιωτικό προσωπικό. Αυτό ανέφερε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα που αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στη συνέχεια, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) επιβεβαίωσαν τον θάνατο τριών υψηλόβαθμων Ιρανών στρατηγών, δίνοντας στη δημοσιότητα τους βαθμούς και τα ονόματά τους.

Σε ανακοίνωσή τους, οι IDF χαρακτήρισαν τους τρεις στρατιωτικούς ως «αδίστακτους μαζικούς δολοφόνους με διεθνές αίμα στα χέρια τους», προσθέτοντας ότι «ο κόσμος είναι καλύτερος χωρίς αυτούς».

Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, επιβεβαίωσε επίσης τον θάνατο των τριών μέσω ανάρτησης στα κοινωνικά δίκτυα και δεσμεύτηκε ότι η χώρα θα απαντήσει. Όπως έγραψε, «ο ιρανικός λαός δεν θα επιτρέψει το αίμα των ένδοξων μαρτύρων του να μείνει αδικαίωτο, ούτε και θα ανεχθεί την παραβίαση του εναέριου χώρου του». Ο Χαμενεΐ, που κατέχει τον ανώτατο πολιτειακό και θρησκευτικό τίτλο στο Ιράν από το 1989, υπερέχει ιεραρχικά του εκλεγμένου προέδρου της χώρας, Μασούντ Πεζεσκιάν.

Πρόκειται για τις πιο υψηλόβαθμες δολοφονίες Ιρανών αξιωματούχων που έχει πραγματοποιήσει ποτέ το Ισραήλ. Αντίστοιχο προηγούμενο είχε υπάρξει το 2020, όταν οι ΗΠΑ είχαν σκοτώσει τον αντιστράτηγο Κασέμ Σουλεϊμανί.

Ακολουθεί σύντομο προφίλ των τριών στρατηγών:

Χοσεΐν Σαλαμί

Ο υποστράτηγος Χοσεΐν Σαλαμί ήταν αρχηγός των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (Islamic Revolutionary Guard Corps – IRGC), του κύριου στρατιωτικού σώματος του Ιράν. Ο ρόλος του τον καθιστούσε όχι μόνο στρατιωτικό ηγέτη, αλλά και σημαίνον πολιτικό παράγοντα.

Σε αντίθεση με τον τακτικό στρατό, οι IRGC είναι επιφορτισμένοι τόσο με την εξωτερική ασφάλεια της χώρας όσο και με την προστασία του καθεστώτος στο εσωτερικό. Διαθέτουν δική τους αεροπορία, ναυτικό, μονάδα ειδικών επιχειρήσεων («Δύναμη Κουντς» γνωστή και ως «Δύναμη της Ιερουσαλήμ»), καθώς και τη δύναμη πολιτοφυλακής Μπασίτζ.

Το σώμα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη φύλαξη των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, έχει εκτεταμένη παρουσία στην εθνική οικονομία και θεωρείται κινητήριος δύναμη της ιρανικής πολιτικής σκηνής. Έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες.

Ο Σαλαμί είχε αναλάβει τη διοίκηση των IRGC το 2019, ενώ η στρατιωτική του πορεία ξεκίνησε το 1980, κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ. Πριν αναλάβει την ηγεσία, είχε διατελέσει επικεφαλής της αεροπορικής δύναμης των IRGC για τρία χρόνια.

Είχε συνταχθεί με τη σκληρή ρητορική της Τεχεράνης κατά του Ισραήλ, των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ είχε υποστεί κυρώσεις από τον ΟΗΕ και άλλες χώρες για τον φερόμενο ρόλο του στο πυρηνικό πρόγραμμα.

Ο Σαλαμί σκοτώθηκε όταν ισραηλινός πύραυλος έπληξε το διαμέρισμά του στην Τεχεράνη. Μετά τον θάνατό του, ο Χαμενεΐ τον προήγαγε μεταθανάτια στον βαθμό του αντιστρατήγου και όρισε νέο αρχηγό των IRGC τον υποστράτηγο Μοχάμαντ Πακπούρ.

Μοχαμάντ Χοσεΐν Μπαγκερί

Ο υποστράτηγος Μοχαμάντ Χοσεΐν Μπαγκερί ήταν αρχηγός του γενικού επιτελείου των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων και ως εκ τούτου ο ανώτατος αξιωματικός του τακτικού στρατού της χώρας.

Η θέση του ήταν αντίστοιχη με αυτή του αρχηγού του γενικού επιτελείου και τον καθιστούσε ηγέτη όλων των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων του Ιράν, οι οποίες συγκαταλέγονται στην ένατη θέση παγκοσμίως.

Ο λεγόμενος «Αρτές», δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιλαμβάνει όχι μόνο χερσαίες δυνάμεις αλλά και την κανονική αεροπορία, το ναυτικό και τη δύναμη αεράμυνας που διαχειρίζεται τα ραντάρ και την παρακολούθηση του εναέριου χώρου. Αν και ήταν επικεφαλής του επιτελείου, ο Μπαγκερί δεν είχε αρμοδιότητα επί των IRGC.

Ο Μπαγκερί είχε συμμετάσχει στην κυβέρνηση του Ιράν για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν ένας από τους Ιρανούς φοιτητές που εισέβαλαν στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη το 1979, προκαλώντας μια πολυετή κρίση με ομήρους που αποτέλεσε τη βάση για τις κακές σχέσεις μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Παρότι ξεκίνησε την καριέρα του στους IRGC, ανέλαβε αργότερα υψηλόβαθμες θέσεις στον τακτικό στρατό, γεγονός που θεωρήθηκε ένδειξη υπεροχής των IRGC. Ο αδελφός του, Χασάν Μπαγκερί, θεωρείται ήρωας του πολέμου κατά του Ιράκ και η υστεροφημία του συνέβαλε στην ανέλιξη του Μοχάμαντ Χοσεΐν.

Ο Μπαγκερί σκοτώθηκε από στοχευμένη αεροπορική επίθεση στο σπίτι του. Τη θέση του ανέλαβε ο υποστράτηγος Σαγιέντ Αμπντολραχίμ Μουσαβί.

Γκολάμ Αλί Ρασίντ

Ο υποστράτηγος Γκολάμ Αλί Ρασίντ ήταν επικεφαλής του κεντρικού στρατιωτικού αρχηγείου του Ιράν, που αποτελεί τον επιχειρησιακό κόμβο συντονισμού των ένοπλων δυνάμεων – ένα είδος αντίστοιχου του Κέντρου Εθνικής Στρατιωτικής Διοίκησης.

Ως διοικητής του συγκεκριμένου επιτελείου, ο Ρασίντ είχε την ευθύνη για τον συντονισμό όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων της χώρας και τη μεταφορά εντολών του ανώτατου ηγέτη προς τις IRGC και τον τακτικό στρατό.

Όπως και οι άλλοι δύο στρατηγοί, ο Ρασίντ προερχόταν από τους IRGC και είχε πολεμήσει κατά τη διάρκεια της σύρραξης με το Ιράκ. Είχε διατελέσει επίσης αναπληρωτής αρχηγός του γενικού επιτελείου.

Μετά τον θάνατό του, τη διοίκηση του επιτελείου ανέλαβε ο υποστράτηγος Αλί Σαντμανί.

Του Arjun Singh

Αεροπορικό δυστύχημα στην Ινδία με περισσότερους από 240 νεκρούς, έναν μόνο επιζώντα

Αξιωματούχοι αναφέρουν τουλάχιστον 241 νεκρούς μετά από συντριβή της Air India, η οποία σημειώθηκε στις 12 Ιουνίου κοντά στο Αχμενταμπάντ, μια πόλη στη δυτική Ινδία. Δεν είναι γνωστό πόσοι άνθρωποι στο έδαφος σκοτώθηκαν.

Το αεροπλάνο, ένα Boeing 787 με 242 επιβαίνοντες με προορισμό το Λονδίνο και αναγνωρισμένο ως πτήση AI 171, συνετρίβη σε κατοικημένη περιοχή λίγο μετά την απογείωση, δήλωσε ο Faiz Ahmed Kidwai, γενικός διευθυντής της διεύθυνσης πολιτικής αεροπορίας.

Ένας μόνο επιζών που βρέθηκε μετά την συντριβή αφηγήθηκε την εμπειρία του.

«Τριάντα δευτερόλεπτα μετά την απογείωση, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και μετά το αεροπλάνο συνετρίβη», δήλωσε σε τοπικό μέσο ενημέρωσης ο επιζών, Vishwash Kumar Ramesh, 40 ετών, από το κρεβάτι του στο νοσοκομείο. «Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα».

Ο Ramesh είπε ότι υπέστη τραύματα από πρόσκρουση στο στήθος, τα μάτια και τα πόδια του.

«Όταν σηκώθηκα, υπήρχαν σώματα παντού γύρω μου. Φοβήθηκα. Σηκώθηκα και έτρεξα. Υπήρχαν κομμάτια του αεροπλάνου παντού γύρω μου», είπε.

«Κάποιος με άρπαξε και με έβαλε σε ασθενοφόρο και με μετέφερε στο νοσοκομείο».

Σύμφωνα με τον Vidhi Chaudhary, ανώτερο αξιωματικό της Ινδικής αστυνομίας, ο Ramesh βρισκόταν στη θέση 11Α.

Ο αριθμός των νεκρών αυξήθηκε σταδιακά τις ώρες μετά το συμβάν, καθιστώντας το τη χειρότερη αεροπορική καταστροφή στον κόσμο εδώ και μια δεκαετία.

Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν μια τεράστια πύρινη σφαίρα όταν συνετρίβη το αεροπλάνο.

Εικόνες που δημοσιεύτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ειδησεογραφικά πρακτορεία δείχνουν συντρίμμια να φλέγονται, με πυκνό μαύρο καπνό να υψώνεται στον ουρανό κοντά στο αεροδρόμιο.

Ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο ανέφερε ότι η ρυθμιστική αρχή αεροπορίας της Ινδίας περιέγραψε ένα σήμα «ειδικού κινδύνου» από το αεροπλάνο πριν από τη συντριβή.

Ο πιλότος, Sumeet Sabharwal, φέρεται να είχε 8.200 ώρες εμπειρίας και ο συγκυβερνήτης του είχε 1.100 ώρες χρόνου πτήσης.

Η Air India ανέφερε ότι 169 Ινδοί υπήκοοι, 53 Βρετανοί υπήκοοι, ένας Καναδός υπήκοος και επτά Πορτογάλοι υπήκοοι ήταν μεταξύ των επιβαινόντων.

Σε δήλωση που δημοσιεύτηκε στο X, ο πρόεδρος της Air India, Natarajan Chandrasekaran, επιβεβαίωσε ότι η πτήση 171 της Air India «ενεπλάκη σε ένα τραγικό ατύχημα» στις 12 Ιουνίου.

«Οι σκέψεις μας και τα βαθύτατα συλλυπητήριά μας είναι με τις οικογένειες και τα αγαπημένα πρόσωπα όλων όσων επλήγησαν από αυτό το καταστροφικό συμβάν», είπε.

«Αυτή τη στιγμή, η κύρια εστίασή μας είναι η υποστήριξη όλων των πληγέντων και των οικογενειών τους. Κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να βοηθήσουμε τις ομάδες έκτακτης ανάγκης στο σημείο και να παρέχουμε όλη την απαραίτητη υποστήριξη και φροντίδα σε όσους έχουν πληγεί».

Η μητρική εταιρεία της αεροπορικής εταιρείας, Tata Group, ανακοίνωσε στο X ότι θα παράσχει 10 εκατομμύρια ρουπίες (περίπου 116.800 δολάρια) σε μέλη των οικογενειών των θυμάτων της συντριβής.

Οι αξιωματούχοι δήλωσαν επίσης ότι ο οργανισμός θα καλύψει τα ιατρικά έξοδα των θυμάτων και θα διευκολύνει την ανοικοδόμηση της ιατρικής σχολής που υπέστη ζημιές.

«Είμαστε βαθιά λυπημένοι από το τραγικό συμβάν που αφορά την πτήση 171 της Air India», έγραψε η εταιρεία. «Καμία λέξη δεν μπορεί να εκφράσει επαρκώς τη θλίψη που νιώθουμε αυτή τη στιγμή».

Ο κατασκευαστής του αεροπλάνου εξέφρασε τα συλλυπητήριά του σε όλους τους πληγέντες.

«Είμαστε σε επαφή με την Air India σχετικά με την πτήση 171 και είμαστε έτοιμοι να τους στηρίξουμε. Οι σκέψεις μας είναι με τους επιβάτες, το πλήρωμα, τους πρώτους ανταποκριτές και όλους τους πληγέντες», ανέφεραν στελέχη της Boeing σε ανακοίνωσή τους.

Άνθρωποι στέκονται κοντά σε συντρίμμια στο σημείο της συντριβής αεροπλάνου στην πόλη Αχμενταμπάντ της βορειοδυτικής Ινδίας, στην πολιτεία Γκουτζαράτ, στις 12 Ιουνίου 2025. (Φωτογραφία Ajit Solanki/AP)

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Δικτύου Ασφάλειας της Αεροπορίας, αυτή είναι η πρώτη φορά που συντρίβεται αεροσκάφος Boeing 787-8 Dreamliner.

Ο αεροδιαστημικός γίγαντας έχει αντιμετωπίσει προκλήσεις τα τελευταία χρόνια, μετά από καθυστερήσεις στην παραγωγή, περιστατικά ασφαλείας και καταγγελίες που προκάλεσαν ανησυχία για τη φήμη της εταιρείας.

Οι μετοχές της Boeing μειώθηκαν κατά σχεδόν 5% στις 12 Ιουνίου.
Ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι έγραψε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X ότι η τραγωδία στην Αχμενταμπάντ «μας έχει συγκλονίσει και μας έχει λυπήσει. Είναι σπαρακτική πέρα ​​από κάθε σκέψη».

Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης υπογραφής νομοσχεδίου στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι η καταστροφή ήταν «φρικτή» και «τρομακτική», υποσχόμενος να υποστηρίξει τον Μόντι και την ινδική κυβέρνηση.

Το Βρετανικό Τμήμα Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων δήλωσε ότι αναπτύσσει μια διεπιστημονική ομάδα έρευνας στην Ινδία για να υποστηρίξει την έρευνα υπό την ηγεσία της Ινδίας, επειδή «στο αεροσκάφος επέβαιναν Βρετανοί πολίτες».