Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Η Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή, η πρώτη γυναίκα ιστορικός

Η Άννα Κομνηνή ήταν η πρωτότοκη κόρη του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας, αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Γεννήθηκε το 1083 στη, Κωνσταντινούπολη, στην Πορφύρα (το δωμάτιο στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης όπου γεννούσαν οι αυτοκράτειρες) και προοριζόταν να διαδεχτεί τον πατέρα της στον θρόνο, ώσπου γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός της, Ιωάννης, το 1087.

Όταν ήταν ακόμα βρέφος, ο πατέρας της την αρραβώνιασε με τον συμβασιλέα του, Κωνσταντίνο Δούκα, που ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερος της. Ο Κωνσταντίνος και η Άννα δεν παντρεύτηκαν ποτέ, καθώς ο Κωνσταντίνος πέθανε το 1095, σε ηλικία 21 ετών. Περίπου δύο χρόνια μετά, η Άννα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο.

Η Άννα διδάχτηκε σε μικρή ηλικία μαθηματικά, φιλοσοφία και φαρμακευτική, ίσως επειδή προοριζόταν για διάδοχος του θρόνου. Ήταν αρκετά παρατηρητική από μικρή ηλικία και πολλές φορές θαύμαζε τον κόσμο γύρω της.

Η Άννα αγαπούσε τη γνώση τόσο, που μάζευε τους διανοούμενους γύρω της και τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν τις έρευνες τους. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ευστράτιος Νικαίας, στον οποίο η Άννα ανέθεσε να συντάξει τα πρώτα σχόλια για τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη.

Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η Άννα προσπάθησε να πάρει τον θρόνο από τον Ιωάννη, αλλά χωρίς τη στήριξη του συζύγου της απέτυχε. Η απόπειρά της είχε ως αποτέλεσμα τον υποχρεωτικό εγκλεισμό της στη Μονή Κεχαριτωμένης Θεοτόκου. Λίγο μετά, ξεκινάει να γράφει το ιστορικό έργο για το οποίο θα μείνει γνωστή, την «Αλεξιάδα».

Η «Αλεξιάδα» αφηγείται τη Βυζαντινή ιστορία από το 1069 έως το 1118, με κύριο πρωταγωνιστή τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και θεωρείται αντιπροσωπευτικό κείμενο της αττικής γλώσσας. Το έργο θα μπορούσε να χωριστεί σε γενικές γραμμές στις ακόλουθες θεματικές ενότητες:

Τα βιβλία I-III καλύπτουν την άνοδο της οικογένειας των Κομνηνών και δικαιολογούν την κατάληψη της εξουσίας από την οικογένεια.

Τα βιβλία IV-IX καλύπτουν διάφορους πολέμους, κατά των Νορμανδών, των Σκυθών, των Τούρκων και των Κουμάνων.

Τα βιβλία X-XI καλύπτουν την Πρώτη Σταυροφορία (1096-1104 μ.Χ.) και την εισβολή των Νορμανδών στο Βυζάντιο το 1105 μ.Χ.

Τα βιβλία XII-XIII καλύπτουν περισσότερες στρατιωτικές περιπέτειες και εσωτερικά ζητήματα, καθώς και τους πιο διαβόητους αιρετικούς της εκκλησίας (π.χ. τους Μανιχαίους και τους Βογομίλους).

Λόγω της κοινωνικής της θέσης, η Άννα υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς πολλών γεγονότων που έλαβαν μέρος στην Κωνσταντινούπολη.

Αυτό που προσθέτει εγκυρότητα στο έργο της είναι η μέθοδος που χρησιμοποιούσε. Δεν δίστασε να συμπεριλάβει επίσημα έγγραφα του πατέρα της, πράγμα που συμφωνούσε απόλυτα με τα διδάγματα και τις μεθόδους της αρχαίας ιστοριογραφίας. Επίσης, υπομνήματα των μαχών των συμπολεμιστών του πατέρα της, καθώς και έγκυρες γραπτές μαρτυρίες του συζύγου της. Επίσης έκανε διασταυρώσεις με γνωστούς ιστορικούς της αυτοκρατορίας όπως ο Ψελλός, ο Ατταλειάτης και ο Σκυλίτζης.

Η περιγραφή της Άννας για το Βυζάντιο του 11ου αιώνα μ.Χ., καλύπτει όχι μόνο σημαντικά γεγονότα, αλλά και πολλές φυσικές περιγραφές και άλλες λεπτομέρειες, όπως πρωτόκολλα και ενδυμασία.

Στο έργο της χρησιμοποιεί τα αρχαία τοπωνύμια των πόλεων στις οποίες αναφέρεται. Επίσης, ενδεικτικό της υψηλής της μόρφωσης είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τους βυζαντινούς ιστοριογράφους της πρώιμης περιόδου, η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί περισσότερο χωρία από αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές και ιστοριογράφους, όπως τον Θουκυδίδη, τον οποίο προσπαθεί να μιμηθεί επαναλαμβάνοντας δικές του στερεοτυπικές φράσεις, καθώς και από τον αγαπημένο της Όμηρο, το έργο του οποίου, συγκεκριμένα η «Ιλιάδα», φαίνεται πως αποτέλεσε την έμπνευση για τον τίτλο του δικού της.

Κριτική

Το έργο της Άννας έχει υποστεί κριτική από την εποχή της μέχρι σήμερα, με ιστορικούς να υποστηρίζουν ότι έχει έλλειψη αντικειμενικότητας, καθώς πρωταγωνιστής είναι ο πατέρας της, για τον οποίο η Άννα τρέφει συναισθήματα αγάπης και σεβασμού. Ως αποτέλεσμα, κατηγορείται ότι κρίνει τις βαρβαρότητες των άλλων, αλλά όχι τις δικές του.

Επίσης, κάποιοι υποστηρίζουν ότι το έργο της προδίδει την πεποίθηση της για την ανωτερότητα του Βυζαντίου.

Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ίδια η Άννα είναι η πρώτη που ασκεί κριτική στον εαυτό της στο έργο της.

Τέλος, οι επικριτές της φαίνεται πως αγνοούν τη γενική υποκειμενικότητα της ιστορίας και είναι ήδη προκατειλημμένοι. Η Άννα υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες ιστορικούς του Βυζαντίου, και χωρίς εκείνη, θα υπήρχε ένα μεγάλο κενό στην ιστορία μας.

Πηγές

  1. Αλεξία Π. Ιωαννίδου, Άννα Κομνηνή: Η βυζαντινή πριγκίπισσα που έγραψε την ιστορία του αυτοκράτορα πατέρα της, Αλεξίου Α’ Κομνηνού, pontosnews.gr, 2022
  2. Peter Frankopan, Anna Komnene – the princess who chronicled Byzantium’s changing fortunes, Engelsberg Ideas, 2020
  3. Mark Cartwright, Anna Komnene, World History Encyclopedia, 2018

Η ζωή του Λέοντα Τολστόι

Ο Μάθιου Άρνολντ είπε κάποτε ότι ένα μυθιστόρημα του Τολστόι δεν είναι έργο τέχνης, αλλά κομμάτι της ζωής. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο έπαινο από αυτόν για έναν μυθιστοριογράφο, του οποίου το δύσκολο έργο είναι να αποστάξει την ανθρώπινη εμπειρία στις σελίδες ενός βιβλίου.

Πολλοί αναγνώστες και κριτικοί συμφωνούν με τον Άρνολντ και θεωρούν ότι ο έπαινος είναι δικαιολογημένος. Πράγματι, πολλοί θεωρούν ότι ο Τολστόι είναι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών. Το «Πόλεμος και Ειρήνη» συχνά ανακηρύσσεται το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ.

Αναζητώντας τις ρίζες της επιτυχίας των έργων του στη ζωή του, ανακαλύπτουμε μια ιστορία απώλειας, ανατροπών και βαθιάς πνευματικότητας. Οι εμπειρίες του από τον πόλεμο, τον έρωτα, την κακία και την αρετή, μαζί με την οξεία παρατήρηση των άλλων, του επέτρεψαν να γράψει έργα που διεισδύουν στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής με τρόπο που έχει παγκόσμια απήχηση.

A close-up of the portrait of Leo Tolstoy, 1882, by Nikolai Ge. (Public Domain)
Προσωπογραφία του Τολστόι από τον Νικολάι Γκε, 1882. (Public Domain)

 

Απώλειες και απολαύσεις

Ο Τολστόι γεννήθηκε το 1828 στο κτήμα της οικογένειάς του στην επαρχία Τούλα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς του πέθαναν όταν το αγόρι ήταν 10 ετών. Οι ατυχίες του όμως δεν τελείωσαν εκεί: Η γιαγιά του πέθανε 11 μήνες μετά τον πατέρα του και η θεία του, Αλεξάνδρα, απεβίωσε λίγο μετά τη γιαγιά του.

Ο Τολστόι και τα τέσσερα αδέλφια του κατέληξαν τελικά σε μια άλλη θεία, στη δυτική Ρωσία. Παρά τις απανωτές απώλειες, ο Τολστόι πέρασε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, την ανάμνηση της οποίας εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε το πρώτο του δημοσιευμένο έργο, η «Παιδική ηλικία», είναι μια μυθιστορηματική περιγραφή αυτών των χρυσών χρόνων.

Ο Τολστόι μορφώθηκε στο σπίτι του από Γερμανούς και Γάλλους δασκάλους, μέχρι που γράφτηκε σε ένα πρόγραμμα ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, το 1843. Ωστόσο, ο νεαρός Τολστόι δεν ήταν βυθίστηκε στις σπουδές του – αντίθετα, διαιώνισε τη φοιτητική παράδοση ανά τον κόσμο και τους αιώνες, περνώντας τον χρόνο του σε απολαύσεις.

Έζησε έτσι για τέσσερα χρόνια, πίνοντας, τζογάροντας και κάνοντας γυναικείες σχέσεις. Οι βαθμοί του ήταν τόσο κακοί που αναγκάστηκε να μετεγγραφεί σε ένα ευκολότερο πρόγραμμα, το οποίο όμως και πάλι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Έφυγε από το πανεπιστήμιο το 1847, χωρίς πτυχίο.

Kazan University, seen here in a depiction from 1832. (Public Domain)
Το Πανεπιστήμιο του Καζάν, σε απεικόνιση του 1832. (Public Domain)

 

Μέχρι τότε, ο Τολστόι είχε αποκτήσει μια προτίμηση για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, απολαμβάνοντας τα έργα του Λώρενς Στερν, του Καρόλου Ντίκενς και του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Επέστρεψε στη Γιασνάγια Πολιάνα, το οικογενειακό κτήμα, προσδοκώντας να μορφωθεί και να αφιερωθεί στη διαχείριση του κτήματος. Ωστόσο, οι ακολασίες του συνεχίζονταν, παρά τις αποφάσεις του να τις σταματήσει. Τα ταξίδια του στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη ανέστειλαν τα σχέδιά του να διαχειριστεί το κτήμα και να βοηθήσει τους δουλοπάροικους.

Περίπου εκείνη την εποχή, άρχισε να κρατά λεπτομερές ημερολόγιο της καθημερινής του ζωής. Αυτό αποδείχθηκε ο σπόρος της μετέπειτα λογοτεχνικής του ιδιοφυΐας. Μεταξύ άλλων, το ημερολόγιο περιελάμβανε περίπλοκα σύνολα κανόνων για την κοινωνική και ηθική ζωή – πολλούς από τους οποίους αποτύγχανε και ο ίδιος να τηρήσει. Τους ξαναέγραφε και πάλι δεν τους ακολουθούσε, με αποτέλεσμα να απογοητεύεται και να μέμφεται τον εαυτό του. Ο Τολστόι κρατούσε το ημερολόγιο σχολαστικά καθ’ όλη τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ζωής του, έτσι μάς παρέχει σημαντικές και εις βάθος πληροφορίες για την καριέρα και την προσωπική του ζωή.

Το 1851, κατατάχθηκε στο στρατό, παρακινούμενος από τον μεγαλύτερο αδελφό του, Νικολάι, αλλά και από τα χρέη του στον τζόγο. Αυτό τοποθέτησε τον Τολστόι κατευθείαν στον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853 έως το 1856. Υπηρέτησε ως αξιωματικός πυροβολικού κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σεβαστούπολης από το 1854 έως το 1855. Αν και επέδειξε θάρρος και ικανότητα ως αξιωματικός, απεχθανόταν τη βία και το αίμα της μάχης και εγκατέλειψε το στρατό αμέσως μόλις τελείωσε ο πόλεμος.

Lev Nikolayevich Tolstoy in 1848, at 20 years old. (Pavel Biryukov) <span style="color: #ff0000;"> </span>
Ο Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι το 1848, σε ηλικία 20 ετών. (Pavel Biryukov)

 

Ωστόσο, η εμπειρία του του παρείχε τροφή για περαιτέρω λογοτεχνικά έργα. Κατάφερε να γράψει τη συνέχεια της «Παιδικής ηλικίας», ενώ απέφευγε τις σφαίρες και τις εκρήξεις του πολέμου. Έγραψε επίσης τις «Ιστορίες της Σεβαστούπολης», έναν στοχασμό πάνω στη φύση του πολέμου, όπου πειραματίστηκε γράφοντας με «ροή συνείδησης». Οι «Ιστορίες της Σεβαστούπολης» περιλαμβάνουν μια από τις πιο διάσημες ρήσεις του Τολστόι : «Ο ήρωας του παραμυθιού μου, τον οποίο αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, τον οποίο προσπάθησα να απεικονίσω σε όλη του την ομορφιά, ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι όμορφος, είναι η Αλήθεια».

Τα έργα αυτά είχαν ήδη αποκτήσει κάποια φήμη όταν ο Τολστόι επέστρεψε στη Ρωσία, μετά τον πόλεμο. Αν και μπήκε στη λογοτεχνική σκηνή της Αγίας Πετρούπολης, σύντομα την απαρνήθηκε – αρνούμενος να ενταχθεί σε οποιοδήποτε δημοφιλές διανοητικό στρατόπεδο της εποχής – υπέρ της σκηνής του τζόγου στο Παρίσι. Αφού σπατάλησε όλα του τα χρήματα εκεί, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Ρωσία, όπου δημοσίευσε το τρίτο μέρος της αυτοβιογραφικής τριλογίας του το 1857.

Οικογένεια και ιδεολογία

Στα 30 του πλέον, ο Τολστόι έστρεψε το βλέμμα του στο γάμο, αφού ο θάνατος ενός από τα αδέλφια του τον έκανε να επανεξετάσει την κατεύθυνση της ζωής του. Ωστόσο, φοβόταν ότι ήταν πολύ γέρος και άσχημος για να τον θέλει κάποια γυναίκα. Παρ’ όλα αυτά, έκανε πρόταση γάμου στη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς, τη μικρότερη κόρη ενός γιατρού της αυλής. Εκείνη ήταν μόλις 18 ετών και εκείνος 34. Εκείνη όμως είπε το ‘ναι’ και παντρεύτηκαν το 1862. Απέκτησαν 13 παιδιά μαζί.

"Sophia Tolstaya, Leo Tolstoy's wife, and their daughter Alexandra Tolstaya," 1886, by Nikolai Ge. Oil on canvas. Leo Tolstoy Memorial Estate, Russia. (Public Domain)
Νικολάι Γκε, «Η Σοφία Τολστάγια, σύζυγος του Λέοντα Τολστόι, και η κόρη τους Αλεξάνδρα Τολστάγια», 1886. Λάδι σε καμβά. Κτήμα Λέοντος Τολστόι, Ρωσία. (Public Domain)

 

Στην αρχή, ο γάμος τους ήταν γεμάτος χαρά και πάθος, αν και η Σόνια αποδοκίμαζε το άγριο παρελθόν του συζύγου της. Ήταν μία αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, που αντέγραψε ακόμη και τον ογκώδη τόμο του συζύγου της «Πόλεμος και Ειρήνη» επτά φορές για να τον βοηθήσει στο έργο του.

Αλλά με την πάροδο του χρόνου, έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένες εντάσεις μεταξύ τους, ιδίως όταν ο Τολστόι άρχισε να αναπτύσσει αντισυμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μεταξύ αυτών, και η πεποίθησή του ότι πρέπει να χαρίσει όλα τα χρήματά του. Η σύζυγός του αντιτάχθηκε σθεναρά στην ιδέα αυτή. Ερχόμενος σε έναν συμβιβασμό, ο Τολστόι τής μεταβίβασε τα δικαιώματα μεγάλου μέρους του λογοτεχνικού του έργου. Τα επόμενα χρόνια του γάμου τους ήταν όλο και πιο δυστυχισμένα.

Τα σπουδαιότερα έργα του

Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο Τολστόι εισήλθε στην περίοδο των μεγαλύτερων λογοτεχνικών επιτευγμάτων του. Μέσα σε δώδεκα χρόνια, έγραψε δύο από τα καλύτερα μυθιστορήματα του κόσμου, το «Πόλεμος και Ειρήνη» και την «Άννα Καρένινα», τους δύο πυλώνες της διαχρονικής κληρονομιάς του.

Το «Πόλεμος και Ειρήνη» περιλαμβάνει ιστορικές περιγραφές των Ναπολεόντειων Πολέμων, δοκίμια για τους νόμους της ιστορίας και ιστορίες με εξαιρετικά ρεαλιστικούς χαρακτήρες. Η «Άννα Καρένινα» αφηγείται τις τραγικές συνέπειες που βιώνει μια γυναίκα που εγκαταλείπει τον άντρα της για να ζήσει τον έρωτα στην αγκαλιά κάποιου άλλου. Και τα δύο έργα έχουν τις ρίζες τους στην κατανόηση ότι η ποιότητα και το νόημα της ζωής μας εξαρτώνται από τη φύση των καθημερινών μας δραστηριοτήτων.

The central conflict in "Anna Karenina" is Anna's extramarital affair with a dashing soldier. (Public Domain)
Το δράμα στην «Άννα Καρένινα» προκύπτει από τον έρωτα της Άννας με έναν όμορφο, νεότερό της στρατιωτικό, και την επικράτηση του συναισθήματος επί του καθήκοντος. (Public Domain)

 

Μετά την ολοκλήρωση της «Άννας Καρένινα», ο Τολστόι βίωσε μια πνευματική κρίση που χαρακτηριζόταν από υπαρξιακή απελπισία, την οποία κατέγραψε στο έργο του «Η εξομολόγησή μου» το 1884. Στα βάθη αυτής της κρίσης, ο θάνατος έμοιαζε να καθιστά τα πάντα χωρίς νόημα. Όμως ο Τολστόι βρήκε παρηγοριά στην απλή πίστη των απλών ανθρώπων και στράφηκε επιτέλους προς τη θρησκεία για να απαλύνει την απελπισία του. Αρχικά, εξερεύνησε τη ρωσική ορθόδοξη εκκλησία, στην οποία είχε γεννηθεί, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από αυτήν. Στην πραγματικότητα, έφτασε να απορρίψει εξ ολοκλήρου την οργανωμένη θρησκεία, πιστεύοντας ότι όλες οι εκκλησίες ήταν διεφθαρμένες.

Αντ’ αυτού, ανέπτυξε μια προσωπική, ετερόδοξη μορφή χριστιανισμού, η οποία οδήγησε στον αφορισμό του από την ορθόδοξη εκκλησία το 1901. Μαζί με τις ανορθόδοξες δογματικές πεποιθήσεις του, δημιούργησε ένα σύνολο ηθικών αρχών, μία από τις πιο αξιοσημείωτες από τις οποίες ήταν η αυστηρή διδαχή της μη βίας. Ο Τολστόι προσέλκυσε οπαδούς ως θρησκευτικός ηγέτης. Ο ειρηνισμός του αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιδραστικός στον Γκάντι. Συνδύασε την ιδέα του για τον χριστιανισμό με αυστηρά ηθικά ιδεώδη, όπως η αποχή από κάθε κυβερνητική δραστηριότητα, η άρνηση υποσχέσεων και η πλήρης σεξουαλική αποχή. Ωστόσο, τα υψηλά του πρότυπα ήταν απρόσιτα ακόμα και για τον ίδιο.

Ο Τολστόι συνέχισε να γράφει μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα όψιμα έργα του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», μια νουβέλα που απεικονίζει με ρεαλισμό την ψυχολογική αναταραχή ενός ανθρώπου που πλησιάζει στο θάνατο και που συνειδητοποιεί ότι η ζωή του έχει πάει χαμένη.

Τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα του Τολστόι περιλαμβάνουν ηθικές ιστορίες ή μύθους που απευθύνονταν σε ένα ευρύτερο φάσμα αναγνωστών. Πολλές από αυτές είναι αρκετά βαθυστόχαστες. Ο Τζέημς Τζόυς μάλιστα εξήρε μία από αυτές τις ιστορίες, το «Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος», ως «τη μεγαλύτερη ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας».

Στην προσπάθειά του να ξεφύγει προσωρινά από τον κακό του γάμο και τη δυσκολία του να τηρήσει τις αρχές του, ο Τολστόι έκανε ένα ταξίδι το 1910 με την κόρη του Αλεξάνδρα και τον γιατρό του. Ήλπιζε να αποφύγει την αδιάκοπη προσοχή του Τύπου ταξιδεύοντας ινκόγκνιτο, αλλά αυτό δεν επετεύχθη στον βαθμό που το ήθελε. Τελικά, εξαντλημένος από τα ταξίδια, ο Τολστόι σταμάτησε στο Αστάποβο της Ρωσίας, στο σπίτι ενός σταθμάρχη. Εκεί πέθανε από πνευμονία και καρδιακή ανεπάρκεια στις 20 Νοεμβρίου 1910. Κηδεύτηκε στο οικογενειακό του κτήμα.

The grave of Leo Tolstoy is well tended in this 2015 photograph. (<a href="https://commons.wikimedia.org/wiki/User:Velbes">Velbes</a>/<a href="https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0/deed.en">CC BY-SA 4.0</a>)
Ο τάφος του Λέοντα Τολστόι, 2015. (Velbes/CCBY-SA 4.0)

 

Η ικανότητά του να περιγράφει την ψυχική ζωή των χαρακτήρων με αξιοσημείωτη λεπτομέρεια και ρεαλισμό ήταν απαράμιλλη. Τα έργα που άφησε πίσω του για την ανθρωπότητα συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων λογοτεχνικών μνημείων. Η εσωτερική του ανησυχία τον βοήθησε να μετατρέψει τη ζωή του από μια ζωή ηδονιστικής αναζήτησης σε εκείνη ενός βαθιά πνευματικού ανθρώπου με πίστη στην αυτοσυγκράτηση και ευαισθησία στην ανάγκη της ανθρωπότητας για το υπερβατικό.

Σίγκριντ Ούντσετ, μία αμφιλεγόμενη Σκανδιναβή συγγραφέας

Η Σίγκριντ Ούντσετ [Sigrid Undset] γεννήθηκε το 1882 στη μικρή πόλη Κάλουντμποργκ της Δανίας και μετακόμισε με την οικογένεια της στη Νορβηγία, συγκεκριμένα στο Όσλο (γνωστό ως Χριστιανία μέχρι το 1925), όταν ήταν μόλις δύο ετών. Το γνωστότερο έργο της είναι το «Kristin Lavransdatter» (Κρίστιν Λάβρανσντάτερ), μία τριλογία στην οποία αφηγείται τη ζωή στον Μεσαίωνα της Νορβηγίας από την οπτική μίας γυναίκας.

Η Ούντσετ ήταν τολμηρή σκεπτικίστρια απέναντι στη σύγχρονη οπτική. Θεωρούσε την εκβιομηχάνιση, τον υλισμό και τον ατομικισμό ως απειλές για την κοινωνική σταθερότητα. Πολλά από τα πρώτα της δοκίμια στράφηκαν ενάντια στη ρητορική του φεμινιστικού κινήματος. Πίστευε ότι το φεμινιστικό κίνημα παρέβλεπε την αξία του ρόλου της γυναίκας στους παραδοσιακούς κύκλους της οικογένειας. Η Ούντσετ υποστήριξε ότι τα δικαιώματα του εκλέγειν, της εργασίας και της απόφασης για την απόκτηση παιδιών πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν στο πλαίσιο της μεγαλύτερης ευθύνης του ατόμου απέναντι στην κοινωνία στο σύνολό της.

Η πορεία προς τη συγγραφή

Η Ούντσετ ήταν 16 ετών όταν ξεκίνησε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα με φόντο τη Δανία του Μεσαίωνα, ενώ εργαζόταν ως γραμματέας σε μία εταιρεία μηχανικών στη Χριστιανία. Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε έξι χρόνια αργότερα, αλλά απορρίφθηκε από τον εκδοτικό οίκο στον οποίο το υπέβαλε. Της πρότειναν να γράψει κάτι πιο μοντέρνο.

Έτσι, δύο χρόνια μετά, έγραψε μία ρεαλιστική ιστορία για μία γυναίκα της μεσαίας τάξης, στη Χριστιανία της εποχής της. Αρχικά απορρίφθηκε και αυτό, αλλά στη συνέχεια έγινε δεκτό.

Sigrid Undset (C) with her younger sisters Signe and Ragnhild, in a 1894 photograph. (Public Domain)
Η Σίγκριντ Ούντσετ (κέντρο) με τις μικρότερες αδελφές της Σίγκνε και Ράγκνχιλντ, σε φωτογραφία του 1894. (Public Domain)

 

Σε ηλικία 25 ετών, η Ούντσετ έγραψε ένα σύντομο μυθιστόρημα σχετικό με τη μοιχεία, το οποίο έγινε γρήγορα δημοφιλές και την ανέδειξε ως μία πολλά υποσχόμενη συγγραφέα.

Μέχρι το 1919, είχε ήδη εκδώσει μία σειρά επίκαιρων μυθιστορημάτων που αφορούσαν την πόλη της, με χαρακτήρες με τους οποίους οι σύγχρονοί της μπορούσαν να ταυτιστούν. Τα βιβλία της εξέταζαν τις σχέσεις μεταξύ παιδιών και γονέων, αφηγούνταν τις ιστορίες των εργαζομένων, καθώς και άλλες καθημερινές ιστορίες. Πολλά από τα πρώτα της μυθιστορήματα φαίνεται να πραγματεύονται τη θέση της γυναίκας στην εποχή της.

Συνέχισε να γράφει ακόμα και μετά τον γάμο της, ολοκληρώνοντας τα τελευταία της ρεαλιστικά μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Επίσης συμμετείχε στις δημόσιες συζητήσεις για επίκαιρα θέματα όπως τη χειραφέτηση των γυναικών και την κοινωνική παρακμή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έγραψε ακόμη μία νορβηγική διασκευή του θρύλου του Βασιλιά Αρθούρου. Για τη συγγραφή της μελέτησε αρχαία νορδικά (αρχαία σκανδιναβική γλώσσα) χειρόγραφα και μεσαιωνικά χρονικά και επισκέφτηκε και εξέτασε μεσαιωνικές εκκλησίες και μοναστήρια, τόσο στην πατρίδα της όσο και στο εξωτερικό.

Sigrid Undset, Nobel Laureate in Literature, 1928, by Aage Remfeldt. (PD-US)
Φωτογραφία της Σίγκριντ Ούντσετ από τον Άαγκε Ρέμφελντ, για τη βράβευσή της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1928. (PD-US)

 

Χρόνια μετά, αποφασίζει και γράφει το αριστούργημα για το οποίο θα μείνει γνωστή, το «Kristin Lavransdatter», επιστρέφοντας στην εφηβική της ιδέα, με φόντο όμως τη Νορβηγία αντί για τη Δανία. Το 1928 κέρδισε το Νόμπελ λογοτεχνίας.

Ο ρόλος της πίστης στη ζωή και το έργο της

Η Ούντσετ παντρεύτηκε το 1912 τον Αντερς Κάστους Σβάρσταντ, ένα Νορβηγό ζωγράφο που γνώρισε στην Ιταλία. Ο Σβάρσταντ ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερός της και ήταν ήδη παντρεμένος με τρία παιδιά. Πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα περίπου τρία χρόνια μετά τον γάμο του με την Ούντσετ.

Όμως ούτε ο δικός τους γάμος κράτησε και μετά από τρία παιδιά πήραν διαζύγιο.

Οι γονείς της Ούντσετ ήταν άθεοι, αλλά λόγω της επιρροής του τόπου και της εποχής, μεγάλωσαν αυτήν και τις αδελφές της ως Λουθηρανές (κλάδος του Προτεσταντισμού). Η Ούντσετ πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της δηλώντας αγνωστικίστρια. Όμως, ο γάμος της σε συνδυασμό με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άλλαξαν τη στάση της. Η ανησυχία της ως προς την κατεύθυνση που η κοινωνία όδευε και τα ζητήματα ηθικής που την απασχολούσαν την έσπρωξαν στον Ρωμαιοκαθολικισμό.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά η γραφή της περιελάμβανε δοκίμια για την Καθολική πίστη, τη ζωή των αγίων και τη νορβηγική ιστορία, καθώς και λογοτεχνία πριν από τη Μεταρρύθμιση. Στα ζητήματα της γυναίκας και της θρησκείας έδωσε ιδιαίτερη προσοχή σε συλλογές δοκιμίων όπως το «Et kvindesynspunkt» (Η οπτική μίας γυναίκας, 1919) και το «Katholsk propaganda» (Καθολική Προπαγάνδα, 1927).

Το ενδιαφέρον είναι ότι η Ούντσετ δεν έγραφε από αντίδραση στο ρεύμα της σύγχρονης σκέψης, απλά οι πεποιθήσεις της είχαν τις ρίζες τους στην ιδέα ότι η γνώση του παρελθόντος θα πρέπει να χρησιμοποιείται παραγωγικά ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη των ίδιων ή παρόμοιων λαθών στο παρόν και στο μέλλον.

Το εάν πρέπει να χαρακτηριστεί αντιδραστική ή αντιφεμινίστρια βρίσκεται υπό συζήτηση από την εποχή της μέχρι σήμερα. Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα είναι ότι η ενασχόλησή της με τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής της ήταν η κύρια πηγή των λογοτεχνικών έργων της.

Η Ούντσετ είδε ότι υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα στον κόσμο και πίστεψε ότι μόνο μέσα από την πίστη και την πνευματική καλλιέργεια μπορούμε να έρθουμε πιο κοντά στην αλήθεια. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκε μετά από χρόνια παρατήρησης της κοινωνίας και των μελών της.

Στα μετέπειτα μυθιστορήματά της η επιρροή των θρησκευτικών της πεποιθήσεων γίνεται εμφανής. Όπως στο έργο της «Όλαφ», το οποίο λαμβάνει χώρα όταν η Νορβηγία ήταν ακόμα Καθολική.

"Kristin Lavransdatter" by Sigrid Undset.
Το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου της Ούντσετ «Kristin Lavransdatter».

 

Στην εξορία 

Όταν η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Νορβηγία το 1940, η Ούντσετ, μαζί με τον μικρότερο γιο της αναγκάστηκαν να διαφύγουν στη Σουηδία και από εκεί, λίγο αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Ούντσετ καταφερόταν ανοιχτά ενάντια στον Χίτλερ, ο οποίος απαγόρευσε τα γραπτά της στη Ναζιστική Γερμανία. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ούντσετ ανέδειξε ακούραστα την υπόθεση της κατεχόμενης χώρας της και εκείνη των Εβραίων της Ευρώπης με γραπτά, ομιλίες και συνεντεύξεις.

Μετά την εκτέλεση από τους Γερμανούς του Δανού Λουθηρανού ιερέα Κάι Μουνκ, η δανέζικη αντιστασιακή εφημερίδα De frie Danske δημοσίευσε αρκετά άρθρα από σημαντικούς Σκανδιναβούς, μεταξύ των οποίων και της Ούντσετ.

Η Ούντσετ επέστρεψε στη Νορβηγία όταν η χώρα ελευθερώθηκε από τους κατακτητές, το 1945. Από τότε δεν δημοσίευσε τίποτα καινούργιο και απεβίωσε τέσσερα χρόνια μετά την επιστροφή της.

Πηγές

  1. Sigrid Undset Norwegian author, Britannica
  2. Σίγκριντ Ούντσετ (1882 – 1949) Νορβηγίδα μυθιστοριογράφος, που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1928, Times news, 2023
  3. Sigrid Undset (1882-1949), Gale

Τα έθιμα του Πάσχα γίνονται αξίες ζωής με φόντο το Λεωνίδιο και τη λίμνη Τιβεριάδα

Με λόγο στοχαστικό και γεμάτο συμβολισμούς, που συνδυάζει τη βιωματική προσέγγιση των σύγχρονων παιδιών με την πλούσια πασχαλινή παράδοση κάθε τόπου, στην Ελλάδα και την Κύπρο, το νέο παιδικό βιβλίο του συγγραφέα και πρώην δημάρχου Θάσου Κώστα Χατζηεμμανουήλ είναι μια νουβέλα που μπορεί να απευθύνεται σε παιδιά αλλά διαβάζεται ευχάριστα από κάθε ηλικία.

Ολόκληρο το βιβλίο, από το εξώφυλλο μέχρι την εικονογράφηση και τη συγγραφή των ιστοριών, αποπνέει μια γλυκιά νοσταλγία, είναι γεμάτο παιδικές αναμνήσεις και «μοσχοβολάει» Άνοιξη. Αν και τιτλοφορείται «Στα Ακρογιάλια της Τιβεριάδας», οι μικροί πρωταγωνιστές και οι ιστορίες τους διαδραματίζονται στο Λεωνίδιο, την πανέμορφη κωμόπολη της Αρκαδίας, όπου το Πάσχα γιορτάζεται τόσο ξεχωριστά, με αποκορύφωμα το έθιμο με τα μικρά αερόστατα που αφήνονται στον ουρανό.

Στο καλαίσθητο βιβλίο των 48 σελίδων, που κυκλοφόρησε μόλις πριν από έναν μήνα από τις εκδόσεις «ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ» και προλογίζει ο μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης κ. Γεώργιος, η λίμνη της Τιβεριάδας δεν είναι για τον συγγραφέα ένας γεωγραφικός τόπος, είναι σύμβολο. Είναι το τοπίο, όπου ο Λόγος του Θεού σάρκωσε την Αγάπη, εκεί όπου τα θαύματα νίκησαν την απελπισία. Η πραγματική δράση εκτυλίσσεται στο Λεωνίδιο, συνδυάζοντας τη βιωματική προσέγγιση των παιδιών με την πλούσια πασχαλινή παράδοση, όχι μόνο της συγκεκριμένης περιοχής αλλά κάθε γωνιάς της Ελλάδας, στη Μακεδονία, στη Θράκη, στα νησιά, στην Πελοπόννησο, στην Κύπρο και αλλού.

Ο κος Χατζηεμμανουήλ, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπογραμμίζει εύστοχα πως «τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν πρέπει να αποτελούν στερεότυπες, άνυδρες ιστορικές αναπαραστάσεις που τις περισσότερες φορές μπορεί να κουράζουν. Στόχος μου ήταν μέσα από τις ιστορίες να στείλουμε μηνύματα που τα παιδιά μπορούν να κατανοήσουν και να τα κάνουν βίωμα.»

«Το κάψιμο του Ιούδα που τόσο έχει διχάσει την κοινωνία μας», συνεχίζει ο συγγραφέας από τη Θάσο, «δεν μπορεί να συνεχίζει να αποτελεί ένα απολίθωμα του χρόνου. Ο Ιούδας δεν είναι ο κακός Εβραίος, είναι ο κακός μας εαυτός. Καίγοντας ένα ομοίωμα καίμε όλα όσα μας ενοχλούν και θέλουμε να τα αλλάξουμε. Το έθιμο του Λαζάρου στην Κύπρο αποκτάει άλλο νόημα μετά την επέλαση του Αττίλα και την καταστροφή που σπέρνει στη μεγαλόνησο. Τότε, η ανάσταση του Λαζάρου αντικατοπτρίζει την ανάσταση της Κύπρου και αυτό φαίνεται μέσα από τον τρόπο που βιώνουν το έθιμο οι κάτοικοι. Ακόμα και αυτά τα υπέροχα αερόστατα που στέλνονται στον ουρανό μεταφέρουν ευχές, προσευχές και τα ονόματα παιδιών από όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, θρησκεύματος, που έχασαν πρόωρα τη ζωή τους.»

Η χαρά του να βιώνεις το Πάσχα ως παιδί

Σε αυτό το διαφορετικό θεματικό βιβλίο για το Πάσχα, η παρέα του Λουκά και του Χριστόφορου περνούν τις διακοπές τους μέσα σε ένα μοναδικής ομορφιάς φυσικό περιβάλλον που ευωδιάζει πασχαλιές. Ακούνε μοναδικές ιστορίες ανθρώπων, από κάθε μεριά της Ελλάδας, που μεταμορφώνουν τα έθιμα και τις παραδόσεις σε αξίες ζωής, σε έμπνευση για ένα καλύτερο αύριο.

Και σε αυτό το τελευταίο του βιβλίο, ο άνθρωπος στον οποίο οι Θάσιοι οφείλουν το μεγάλο έργο της αναστήλωσης του αρχαίου θεάτρου που ντύθηκε με το ολόλευκο φημισμένο μάρμαρο του νησιού, ο πολιτισμός παραμένει ένα δυνατό στοιχείο. Το Πάσχα στην Ελλάδα, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Κώστα Χατζηεμμανουήλ, είναι ένας πολύχρωμος χάρτης από φωνές, μυρωδιές, ήχους και εικόνες που υφαίνουν τον ιστό μιας κοινής πολιτιστικής και θρησκευτικής ταυτότητας.

Το Λεωνίδιο, φωλιασμένο ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα της Αρκαδίας, γίνεται το φυσικό σκηνικό μιας απρόσμενης συνάντησης πολιτιστικών παραδόσεων. Με τα έντονα πασχαλινά του έθιμα, δεν είναι απλώς μια όμορφη κωμόπολη αλλά ένας ζωντανός φορέας πολιτισμού. Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και όλα τα έθιμα που τις συνοδεύουν είναι πράξεις μνήμης και ελπίδας. Μέσα από τα μάτια των παιδιών, που βλέπουν χωρίς προκατάληψη και αισθάνονται χωρίς φραγμούς, αποκαλύπτεται η βαθύτερη αλήθεια των εθίμων που δεν είναι απλώς αναπαραστάσεις, αλλά τρόποι να διατηρήσουν ζωντανή την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση, την αγάπη για τον εαυτό τους και τους άλλους.

(ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Αυτό το βιβλίο, επομένως, δεν επιχειρεί να καταγράψει απλώς έθιμα ούτε να εξηγήσει τον πασχαλινό κύκλο με εθνογραφική ακρίβεια. Επιχειρεί κάτι πιο ουσιαστικό, να εστιάσει στον τρόπο που το Πάσχα βιώνεται από εκείνους που δεν έχουν ακόμη φθαρεί από τη ρουτίνα της ενηλικίωσης. Γι’ αυτό, στο τέλος του βιβλίου, υπάρχουν οδηγίες προς «αεροναυπηγούς», ώστε τα παιδιά, με τη βοήθεια ενός μεγάλου, να μπορέσουν να κατασκευάσουν το δικό τους αερόστατο, με την προτροπή του συγγραφέα να μην ξεχάσουν να γράψουν ευχές και προσευχές πριν το αφήσουν να ανέβει στον νυχτερινό ουρανό.

Του Β. Λωλίδη

Το πρόγραμμα της Ιταλίας για την 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

Η παρουσία της Ιταλίας στην 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (8-11 Μαΐου) αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς το πρόγραμμα που έχει προετοιμάσει ως τιμώμενη χώρα είναι ιδιαίτερα πλούσιο, όπως  ανακοινώθηκε στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στο Ιταλικό Ινστιτούτο, στις 7 Απριλίου.

Αυτό περιλαμβάνει περισσότερους από 50 ομιλητές και 16 εκδότες, τρεις πρωτότυπες εκθέσεις (από τις οποίες ξεχωρίζουν για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του διαλεχτού συγγραφέα Αντρέα Καμιλλέρι και εκείνη που αφιερώνεται στον μεγάλο Ιταλό δημιουργό κόμικ Hugo Prat), ομιλίες και πολιτιστικά δρώμενα.

Το θέμα δε που επέλεξε για τη συμμετοχή της, οι «Κοντινοί Ορίζοντες», υπογραμμίζει την πολιτισμική και φυσική εγγύτητα των δύο χωρών

Όπως δήλωσε ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Πάολο Κούκουλι, η Έκθεση Βιβλίου αποτελεί μίας πρώτης τάξεως «ευκαιρία για μία εξαιρετική προβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα, που επιτρέπει να τιμηθούν οι έντονες πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες, που ανέκαθεν κατάφερναν να μετατρέψουν τη λογοτεχνία σε ισχυρό μέσο προβολής και διαλόγου προς τα έξω».

Πρόσθεσε δε πως η παρουσία πλήθους σημαντικών εκδοτών στην Έκθεση «αποδεικνύει την έκταση του αμοιβαίου ενδιαφέροντος των δύο χωρών στον τομέα του πολιτισμού και της εκδοτικής βιομηχανίας».

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ Νίκος Μπακουνάκης αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη φιλοδοξία του ΕΛΙΒΙΠ μέσω του προγράμματος GreekLit να συμβάλλει στην αύξηση του αριθμού των μεταφρασμένων στα ιταλικά ελληνικών βιβλίων, τονίζοντας τους διμερείς δεσμούς κουλτούρας που συνδέουν τις δύο χώρες.

Τέσσερις θεματικές

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τις εξής τέσσερις θεματικές ενότητες: «Μία κοινή ματιά», «Πέρα από τον Ορίζοντα», «Περιπέτειες της στεριάς και της Θάλασσας» και ένα «Επαγγελματικό Πρόγραμμα».

Η πρώτη αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα, ενώ η δεύτερη περιγράφει τους πολλαπλούς δρόμους (συλλογικούς κι ατομικούς) που έχει ακολουθήσει στις διάφορες εκφάνσεις και τροπισμούς της η ιταλική λογοτεχνία και η εκδοτική βιομηχανία. Η τρίτη περιλαμβάνει δύο αφιερώματα: αφ’ ενός στον  δημιουργό του διάσημου «Επιθεωρητή Μονταλμπάνο», τον Σικελό συγγραφέα Αντρέα Καμιλλέρι (για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του) και αφ’ ετέρου στον Hugo Pratt (για τα 30 χρόνια από τον θάνατό του). Η τελευταία ενότητα απευθύνεται στους ανθρώπους των εκδόσεων και τους επαγγελματίες.

Καλεσμένοι

Πόλλα είναι τα ονόματα σημαντικών συγγραφέων κι ανθρώπων της δημιουργίας, αλλά και των εκδόσεων, ένθεν κι ένθεν του Ιονίου και της Αδριατικής, που θα παρελάσουν από το βήμα των εκδηλώσεων της ιταλικής συμμετοχής στη διάρκεια της Έκθεσης της Θεσσαλονίκης: από την Αντρέα Μαρκολόνγκο (της πιο ‘ελληνίδας’ σύγχρονης Ιταλίδας συγγραφέως) και τη Μελάνια Ματσούκο μέχρι τον συνεργάτη του Καμιλλέρι, Αντόνιο Μαντσίνι (δημιουργό του λογοτεχνικού ήρωα «Ρόκο Σκιαβόνε»), και τον Ματέο Στρούκουλ, του συγγραφέα που αναδεικνύει με την πένα του τη μοναδικότητα της Βενετίας και των προσωπικοτήτων της, όπως ο Τζάκομο Καζανόβα.

Από ελληνικής πλευράς θα συμμετέχουν πλήθος μεταφραστές που θα συνομιλήσουν με τους Ιταλούς συγγραφείς, η εκδότρια Άννα Πατάκη, ο Πέτρος Μάρκαρης που θα συμμετέχει στην εκδήλωση για τον Καμιλλέρι κι ο Κώστας Βαρώτσος, ο οποίος μόλις δημιούργησε ακόμη ένα εκλεκτό και πρωτότυπο έργο για το Λέτσε της Απουλήιας και θα συμμετέχει στην πρωτότυπη εκδήλωση για την βιβλιοπαραγωγή στην ιταλική περιφέρεια, για την οποία επελέγη ακριβώς η νότια τούτη ιταλική Περιφέρεια, όπου βρίσκονται και ελληνόφωνοι πυρήνες.

Στα 200 τ.μ. του ιταλικού περιπτέρου στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, που θα πραγματοποιηθεί στο εκθεσιακό κέντρο ΔΕΘ-Helexpo από τις 8-11 Μαΐου, οι επισκέπτες θα μπορέσουν να ενημερωθούν για τις νέες εκδοτικές τάσεις και τους τίτλους των βιβλίων που κυκλοφορούν, αλλά και για τις μεταφραστικές μεταφορές τους. Ωστόσο, στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων, θα μπορέσουν επίσης να γευθούν και την άλλη μεγάλη κουλτούρα της ιταλικής χερσονήσου, τη γαστρονομική της πλευρά, καθώς τρία ιταλικά εστιατόρια της Θεσσαλονίκης θα παρουσιάσουν γαστριμαργικές πανδαισίες από την κουζίνα της χώρας, καθώς παραλλάσσοντας τη ρήση «ουχί μόνον πνευματικώς ζήσεται άνθωπος, αλλά και επ’ άρτω».

Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ

Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ, «Σονέτο 14»

Αν πρέπει να μ’ αγαπάς, ας είναι για το τίποτα,
Παρά μόνο για την ίδια την αγάπη.
Μη λες,
«Την αγαπώ για το χαμόγελό της — το βλέμμα της — τον τρόπο
που μιλάει απαλά — για έναν τρόπο σκέψης
που ταιριάζει με τον δικό μου και μου χάρισε
μια αίσθηση γαλήνης εκείνη την ημέρα» —
Γιατί αυτά, αγάπη μου, μπορούν να αλλάξουν,
ή να αλλάξεις εσύ — κι έτσι μια τέτοια αγάπη
μπορεί να ξεχαστεί και να χαθεί.

Ούτε να μ’ αγαπάς από λύπηση,
γιατί στέγνωσες τα δάκρυά μου:
Ένα πλάσμα που έπαψε να κλαίει,
ίσως να μην έχει πια την ανάγκη σου,
κι έτσι να χάσεις την αγάπη σου για μένα.

Αλλά αγάπα με για την ίδια την αγάπη,
για να μπορείς να μ’ αγαπάς αιώνια,
μες στην αιωνιότητα της αγάπης.

If thou must love me, let it be for nought
Except for love’s sake only. Do not say,
I love her for her smile—her look—her way
Of speaking gently,—for a trick of thought
That falls in well with mine, and certes brought
A sense of pleasant ease on such a day”—
For these things in themselves, Belovèd, may
Be changed, or change for thee—and love, so wrought,
May be unwrought so. Neither love me for
Thine own dear pity’s wiping my cheeks dry:
A creature might forget to weep, who bore
Thy comfort long, and lose thy love thereby!
But love me for love’s sake, that evermore
Thou mayst love on, through love’s eternity.

Η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ ήταν 40 ετών όταν παντρεύτηκε τον επίσης βικτωριανό ποιητή Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Δεν διέθετε ούτε νεότητα ούτε ιδιαίτερη ομορφιά και η υγεία της ήταν εύθραυστη, αλλά μέσω της αλληλογραφίας τους βίωσαν μία πνευματική ταύτιση. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Ρόμπερτ της έγραψε για να εκφράσει τον θαυμασμό του για τα ποιήματά της.

Portraits of Elizabeth Barrett Browning and Robert Browning, 1853, by Thomas Buchanan Read. (Public Domain)
Τόμας Μπιουκάναν Ρηντ, πορτρέτα της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ και του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, 1853. (Public Domain)

 

Η Ελίζαμπεθ είχε πολλές επιφυλάξεις σχετικά με τον γάμο. Φοβόταν ότι ένας έρωτας που γεννήθηκε τόσο γρήγορα, θα ξεθώριαζε γρήγορα, ότι το χάσμα ηλικίας μεταξύ τους θα αποτελούσε εμπόδιο και ότι ίσως ήταν απλώς ο οίκτος που ενέπνεε την αγάπη του Ρόμπερτ.

Η ανασφάλεια της Ελίζαμπεθ ανακουφίστηκε από τη σταθερότητα της αγάπης του Ρόμπερτ. Έγραφε σε ένα από τα γράμματά της: «Αγαπώ την αγάπη σου πάρα πολύ. Και αυτό είναι το χειρότερο ελάττωμα, αγαπημένε μου, που μπορώ να βρω στην αγάπη μου για σένα». Η ιστορία τους έμελλε να γίνει ένα από τα πιο διάσημα ρομάντζα της λογοτεχνικής ιστορίας.

Πολλές από τις αρχικές ανησυχίες που είχε κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας της με τον Ρόμπερτ είναι οι ίδιες με αυτές που εκφράζονται στο «Σονέτο 14» από τα «Σονέτα από τα πορτογαλικά». Το «Σονέτα από τα πορτογαλικά», που εκδόθηκε το 1850, είναι μια συλλογή 44 ερωτικών σονέτων. Το πιο γνωστό από αυτά, το «Σονέτο 42», αρχίζει με τον διάσημο στίχο: «Πώς σ’ αγαπώ, άσε με να μετρήσω τους τρόπους» («How do I love thee? Let me count the ways»).

Elizabeth Barrett Browning's "Sonnet 42," printed here in an 1886 edition of "Sonnets from the Portuguese," is one of her most famous works.
Το «Σονέτο 42» της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ περιλαμβάνεται στη συλλογή της «Σονέτα από τα πορτογαλικά». Εδώ, σε μια έκδοση των  του 1886.

 

«Σονέτο 14»

Κατά μία έννοια, το «Σονέτο 14» είναι ένα υψηλό αίτημα μεταμφιεσμένο σε ρομαντικό ποίημα. Είναι η απαίτηση για μόνιμη αγάπη, μια δήλωση ότι ο ομιλητής θα προτιμούσε να έχει αιώνια αγάπη ή καθόλου.

Γραμμένο ως πετραρχικό ή ιταλικό σονέτο (ένα οκτάστιχο και ένα σεστέτο στο ομοιοκατάληκτο σχήμα ABBA ABBA CDCDCD), το ποίημα αποτελείται από τέσσερις επιτακτικές δηλώσεις: δύο αρνητικές και δύο θετικές εντολές.

Η ίδια εντολή ανοίγει και κλείνει το ποίημα: αγάπη μόνο για την αγάπη. Η χρήση της λέξης «πρέπει» αντί για «θα» ή «θα γίνει» δηλώνει την αναγκαιότητα: Δεν υπάρχει μόνο ο όρος ότι η αγάπη του αγαπημένου πρέπει να είναι αιώνια, αλλά πρέπει επίσης να πηγάζει από την ανάγκη και όχι από την επιθυμία. Η δεύτερη φορά που εμφανίζεται η εντολή, στο τέλος του ποιήματος, δίνει τον λόγο της εντολής: «Αλλά αγάπα με για χάρη της αγάπης, για να αγαπάς για πάντα / να μπορείς να αγαπάς, μέσα από την αιωνιότητα της αγάπης».

Η ποιήτρια ζητά το αντικείμενο της αγάπης να είναι η ίδια η αγάπη και όχι εκείνη. Με αυτόν τον φαινομενικά έμμεσο τρόπο, η αγάπη ενισχύεται και φτάνει στην υψηλότερη μορφή της.

Η πρώτη από τις δύο αρνητικές εντολές αρχίζει σαν να απαγορεύει στον αγαπημένο να αγαπά τις επιφανειακές λεπτομέρειες (όπως η εμφάνιση) και όχι την ουσία ενός προσώπου. Η Μπράουνινγκ έγραψε: «Μη λες / ‘Την αγαπώ για το χαμόγελό της – το βλέμμα της – τον τρόπο της / να μιλάει απαλά’. Αυτοί οι στίχοι δημιουργούν στον αναγνώστη την εντύπωση ότι το ποίημα θα παροτρύνει τον ακροατή να την αγαπήσει για την ουσία του χαρακτήρα της.

Ωστόσο, η ποιήτρια απαγορεύει στον αγαπημένο της να την αγαπήσει ακόμη και για το μυαλό της:

«Για ένα τέχνασμα της σκέψης / Που ταιριάζει καλά με τη δική μου, και σίγουρα έφερε / Μια αίσθηση ευχάριστης άνεσης σε μια τέτοια μέρα». Όλες αυτές οι ιδιότητες, τόσο η ουσία όσο και τα επιφανειακά χαρακτηριστικά, μπορούν να αλλάξουν, έγραψε η Ελίζαμπεθ, οπότε η αγάπη δεν πρέπει να εξαρτάται από αυτές.

Η δεύτερη αρνητική εντολή απαγορεύει στον αγαπημένο να αγαπά για χάρη του οίκτου. Ακόμα κι αν πηγάζει από την ανιδιοτελή επιθυμία να δώσει παρηγοριά σε κάποιον άλλο, μια τέτοια αγάπη μπορεί επίσης να χαθεί όταν η παρηγοριά δεν είναι πλέον απαραίτητη. Ούτε οι επιφανειακές ιδιότητες ούτε ο τρόπος σκέψης κάποιου συνθέτουν την ουσία ενός ατόμου, επειδή όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν, και γι’ αυτό η Μπράουνινγκ λέει ότι η αγάπη δεν πρέπει να εξαρτάται από αυτά.

A title page from the 1886 edition of "Sonnets from the Portuguese," by Elizabeth Barrett Browning. (Public Domain)
Η σελίδα τίτλου από την έκδοση του 1886 των «Σονέτων από τα πορτογαλικά» της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ.(Public Domain)

 

Μια γνήσια αγάπη

Οι επιστολές μεταξύ της Ελίζαμπεθ και του Ρόμπερτ αποκαλύπτουν τη φύση της αγάπης ως λογικής και συνάμα ανεξήγητης. Αποσπάσματα από τις επιστολές τους, όπως το «Σ’ αγαπώ επειδή σ’ αγαπώ» του Ρόμπερτ ή τα λόγια της Ελίζαμπεθ «Δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για να μ’ αγαπάς, σίγουρα, και η ειλικρινής επιθυμία μου (όπως έχω πει ξανά και ξανά) είναι να μην υπάρχει με καμία δήλωση κανένας λόγος» απηχούν την ιδέα που εκφράζεται στο «Σονέτο 14». Όταν αγαπάμε ένα άτομο πραγματικά, δεν το αγαπάμε για ένα σύνολο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών – το χαμόγελό του, την εμφάνισή του ή την ομιλία του. Ούτε το αγαπάμε ως σύνθεση διαφόρων ιδιοτήτων.

"The Love Letter," 1904, by Nina Hardy. Bourne Gallery, Surrey, Great Britain. Elizabeth Barrett Browning desired a love that wouldn't change if she did, and she found that in her husband, Robert Browning. (Public Domain)
Νίνα Χάρντυ, «Το ερωτικό γράμμα», 1904. Γκαλερί Μπουρν, Σάρρεϋ, Μεγάλη Βρετανία. Η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ επιθυμούσε μια αγάπη που θα παρέμενε αναλλοίωτη, όπως κι αν άλλαζε η ίδια, και τη βρήκε στο πρόσωπο του συζύγου της, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. (Public Domain)

 

Η αυθεντική αγάπη στοχεύει στην ουσία ενός προσώπου και όχι στο πρόσωπο ως άθροισμα των μερών του. Το να αγαπάς το σύνολο ενός ατόμου σημαίνει να αποδέχεσαι ότι μπορεί να αλλάξει. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται η αγάπη της ίδιας της αγάπης. Η αιώνια ποιότητα αυτής της αγάπης, όπως προτείνει η Μπράουνινγκ, μας ωθεί να αναζητούμε διαρκώς να μάθουμε τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον αγαπημένο μας από όλους τους άλλους, τι είναι αυτό που τον κάνει το δικό μας ερώμενο πρόσωπο.

Της Marlena Figge

Ex Libris: Μαρκ Τουέιν

Το γεγονός ότι ο Σάμιουελ Κλέμενς (1835-1910) έγινε ένα εμβληματικό αμερικανικό, λογοτεχνικό είδωλο δεν στερείται ειρωνείας. Περιφρονούσε την επίσημη σχολική εκπαίδευση και αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του το 1847, εγκατέλειψε ευχαρίστως την τάξη. Για τα επόμενα 20 χρόνια ταξίδευε, δοκιμάζοντας διάφορες δουλειές, όπως τυπογράφος, πιλότος ποταμόπλοιου (εξ ου και το ψευδώνυμό του, Μαρκ Τουέιν) και δημοσιογράφος εφημερίδας. Έχοντας κερδίσει κάποια φήμη για τις ιστορίες και τις διαλέξεις του, ακολούθησε τελικά αυτό που αργότερα περιέγραψε ως «κάλεσμά» του στη λογοτεχνία.

Αν και εγκατέλειψε το σχολείο, ο Τουέιν είχε άλλα πολύτιμα προσόντα. Στις ταραχώδεις περιπλανήσεις του, η παρατηρητικότητα και η οξυδέρκειά του τον προμήθευσαν με πλήθος λεπτομέρειες, καταστάσεις και ιστορίες, από τις οποίες αντλούσε αργότερα. Η αίσθηση του του παράλογου, το χιούμορ του και η δεινότητά του στις δημόσιες ομιλίες κατέκτησαν το αναγνωστικό κοινό τόσο στην Αμερική όσο και στο εξωτερικό.

«Μαρκ Τουέιν, ο καλύτερος χιουμορίστας της Αμερικής», του Τζ. Kέπλερ. Εικονογράφηση στο περιοδικό Puckographs. Ο συγγραφέας ήταν επίσης δεινός δημόσιος ομιλητής. (Public Domain)

 

Οι Ευρωπαίοι

Στο βιβλίο «Ο πρίγκιπας και ο φτωχός», ο Τουέιν έγραφε: «Όταν θα γίνω βασιλιάς, δεν θα έχουν μόνο ψωμί και στέγη, αλλά και διδασκαλίες από βιβλία, γιατί μια γεμάτη κοιλιά δεν έχει μεγάλη αξία όταν το μυαλό λιμοκτονεί».

Παρά την απέχθειά του για την επίσημη εκπαίδευση ή ίσως εξαιτίας αυτής, ο Τουέιν είχε τα βιβλία για δάσκαλό του, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Ευρωπαίους συγγραφείς. Στο άρθρο του του 1922 «Ο Μαρκ Τουέιν και ο Δον Κιχώτης», ο Όλιν Χάρις Μουρ έγραψε:

«Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι ο Μαρκ Τουέιν, περισσότερο από όλους τους άλλους συγγραφείς, έσκαψε στο παρθένο έδαφος της πατρίδας του και έβγαλε πλούσιους θησαυρούς που δεν μπορούσαν να βρεθούν πουθενά αλλού. Μας αρέσει να λέμε: ‘Τι γνήσιο αμερικανικό χιούμορ! Τι αληθινή εικόνα της αμερικανικής παιδικής ηλικίας! Τίποτα από την Ευρώπη στον Μαρκ Τουέιν! Ο Τομ Σόγιερ και ο Χάκλμπερι Φιν είναι πραγματικοί Αμερικανοί!’»

Ωστόσο, όπως συνεχίζει ο Μουρ, ο Τουέιν και η γραφή του επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από Ευρωπαίους συγγραφείς. Μας λέει, για παράδειγμα, ότι ο συγγραφέας του «Χάκλμπερι Φιν» διάβασε τα «Απομνημονεύματα» του Αγίου Σιμόν 20 φορές, πράγμα απίθανο δεδομένης της έκτασης τους, και ότι ήταν ένθερμος θαυμαστής της «Ιστορίας των ευρωπαϊκών ηθών» του Ουίλιαμ Λέκι.

Από το σύνολο των Ευρωπαίων συγγραφέων, δύο ήταν αυτοί που συγκίνησαν περισσότερο τον Τουέιν.

Ένας συγγραφέας του Κοννέκτικατ στην Αυλή του βασιλιά Αρθούρου

Στο «Ζωή στον Μισσισσιππή», ο Τουέιν κατηγορεί τα πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του Σερ Γουόλτερ Σκοτ για «μεσαιωνική ιπποτική ανοησία». Υποστηρίζει μάλιστα ότι τα ιστορικά ρομάντζα του Σκοτ ήταν μία από τις αιτίες του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου: «Ο σερ Γουόλτερ είχε τόσο μεγάλο μερίδιο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Νότου, όπως ήταν πριν από τον πόλεμο, ώστε είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τον εμφύλιο».

Παρόλα αυτά, κάποτε ο Τουέιν γοητεύτηκε από ένα μεσαιωνικό ρομάντζο. Το 1884, σε ένα βιβλιοπωλείο του Ρότσεστερ, ο συγγραφέας Τζορτζ Ουάσιγκτον Κέιμπλ σύστησε στον Τουέιν το βιβλίο «Η ζωή του Αρθούρου» του Τόμας Μάλορι. Όπως είπε αργότερα ο Κέιμπλ, «το διάβαζε για μία ή δύο ημέρες, όταν είδα να εμφανίζονται στα μάγουλά του εκείνες οι ζωηρές ροζ κηλίδες, κάτι που σήμαινε, όπως κάθε ένας που τον γνώριζε καλά ήξερε, ότι το μυαλό του δούλευε εντατικά».

Το μυθιστόρημα του Τουέιν «Ένας Γιάνκης του Κοννέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου» του 1880 σατιρίζει τις δεισιδαιμονίες και την οπισθοδρομική σκέψη της αυλής του Αρθούρου του Μάλορι, ωστόσο εξυμνεί και τις αρετές του Αρθούρου και των ιπποτών του, όπως ο Λάνσελοτ. Γοητευμένος από το βιβλίο, σπάνια ταξίδευε χωρίς ένα αντίτυπο του Μάλορι. Το ότι ο Τουέιν είχε μια μακροχρόνια αγάπη για τον Μεσαίωνα αποκαλύπτεται σε δύο άλλα ιστορικά μυθιστορήματα, το « Ο πρίγκιπας και ο φτωχός» και το «Προσωπικές αναμνήσεις της Ιωάννας της Λωρραίνης». Η ιστορία του για την Ιωάννα που δημοσιεύτηκε το 1896 δεν έτυχε καλής υποδοχής από το κοινό, το οποίο ήθελε χιούμορ από τον βασιλιά της λογοτεχνικής κωμωδίας. Για τον ίδιο όμως ήταν το αγαπημένο του από τα βιβλία του. Σε ένα άρθρο του 1904 για το περιοδικό Harper’s, περιέγραψε την Ιωάννα ως «μακράν το πιο εξαιρετικό πρόσωπο που παρήγαγε ποτέ η ανθρώπινη φυλή».

Εικονογράφηση του Ντάνιελ Μπηρντ για το εξώφυλλο του βιβλίου του Μάρκ Τουέιν «Ένας Γιάνκης του Κοννέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου». (Public Domain)

 

Ο δον Κιχώτης στον Μισσισσιππή

Με τη σατιρική του άποψη για τον ιπποτισμό και την ιπποσύνη, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Τουέιν απολάμβανε και μελετούσε τον «Δον Κιχώτη» του Μιγκέλ Θερβάντες. Στην πραγματικότητα, του άρεσε τόσο πολύ η ιστορία του παραπλανημένου περιπλανώμενου ιππότη που συνοδεύεται από έναν πραγματιστή βοηθό, ώστε χρησιμοποίησε την ιδέα αυτής της συντροφικότητας στον Τομ Σόγιερ και τον Χακ Φιν.

Όπως και ο δον Κιχώτης, ο Τομ είναι ο ρομαντικός που ζει μέσα στις φαντασιώσεις που του εμπνέουν τα βιβλία – ο Ρομπέν των Δασών, οι πειρατές και άλλοι ευφάνταστοι χαρακτήρες στο Μιζούρι του 19ου αιώνα. Ο πεζός Χακ, με την κοινή λογική του λειτουργεί ως το αντίπαλο δέος του Τομ, όπως ο Σάντσο Πάντσα είναι ο αντίποδας του δον Κιχώτη. Και στα δύο βιβλία, η σύγκρουση μεταξύ της ρομαντικής φαντασίας και του γειωμένου, πρακτικού πνεύματος αποτελεί σημαντικό παράγοντα ενδιαφέροντος.

(από αριστερά) Ο Χακ, ο Χαμένος Δελφίνος, όπως αποκαλεί τον εαυτό του, ο Δούκας, και ο Τζιμ, σε εικονογράφηση του Αχιλλέα Σιρουί. (Public Domain)

 

Στο τέλος του βιβλίου «Χάκλμπερι Φιν», ο Χακ αποφασίζει να κατευθυνθεί προς τη Δύση. Όμως ο Τουέιν, δημιουργώντας  τον Τομ και τον Χακ, πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, στην Ισπανία και τον κόσμο του Μιγκέλ ντε Θερβάντες.

Γι’ αυτό, εμείς οι αναγνώστες δεν μπορούμε παρά να είμαστε ευγνώμονες.

Δημήτρης Κ. Ψυχογιός: «Η πολιτική ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα»

Γεννημένος το 1865 στα Λεχαινά, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες και χρονογραφήματα, συνεργάστηκε με εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, έγινε γνωστός με τη συλλογή διηγημάτων «Τα λόγια της πλώρης» (1896) και με το μυθιστόρημα «Ο ζητιάνος» (1897), δημοσίευσε έργα κριτικής ηθογραφίας, συνδέθηκε με τον ρεαλισμό και με τον νατουραλισμό, υπήρξε δημοτικιστής, ξεκινώντας από την καθαρεύουσα, ήταν βασιλικός και αντιβενιζελικός, πίστεψε στη Μεγάλη Ιδέα και με τη λογοτεχνία του προσανατολίστηκε σε πλήθος κοινωνικά ζητήματα, εστιάζοντας εκ παραλλήλου την προσοχή του σε θέματα της λαϊκής παράδοσης.

Με το βιβλίο του «Η πολιτική ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Επίκεντρο, ο Δημήτρης Κ. Ψυχογιός, συμπατριώτης του Καρκαβίτσα, κοινωνιολόγος, δημοσιογράφος, καθηγητής στο Τμήμα Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και ερευνητής στο Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, αποτίει φόρο τιμής στον πολυπράγμονα συγγραφέα, αναδεικνύοντας εκ παραλλήλου την αντιφατική πολιτική του προσωπικότητα, η οποία γίνεται αφορμή για μια ενδελεχή έρευνα της λειτουργίας τόσο του πολιτικού και κομματικού συστήματος όσο και των κοινωνικών θεσμών την εποχή του Καρκαβίτσα.

Ο Καρκαβίτσας σπούδασε Ιατρική και μεγάλωσε σε έναν τόπο που δοκιμάστηκε από την κρίση της σταφίδας. Η οικογένεια τον απομάκρυνε από έναν νεανικό έρωτα και τον έχτισε μέσα στον άτεγκτο κανόνα που θέσπιζε – επί ποινή ροπάλου – πως πριν από τα αρσενικά έπρεπε να προικοδοτηθούν και να παντρευτούν οι αδελφές. Ο Ψυχογιός εξετάζει εξαντλητικά την πρακτική της προικοδοσίας και του προξενιού σε σχέση με τις παραγωγικές σχέσεις της ελληνικής οικονομίας, με τη χρεοκοπία του 1893, αλλά και με τις ανάγκες που ωθούν στη μετανάστευση, στρέφοντας τον Καρκαβίτσα στα καράβια και στον κόσμο της θάλασσας, ο οποίος αποτυπώθηκε ανάγλυφα στα γραπτά του.

Ο πολιτικός Καρκαβίτσας, όπως τον βλέπουμε να διαμορφώνεται τα επόμενα χρόνια, μετατρέπεται σε αντικείμενο έρευνας του κοινωνικού επιστήμονα. Ο Καρκαβίτσας συστρατεύτηκε με την Εθνική Εταιρεία και με τον μεγαλοϊδεατισμό ο οποίος οδήγησε στον ταπεινωτικό πόλεμο του 1897, ενώ κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού τα πράγματα αποδείχθηκαν περιπλοκότερα για την πολιτική του τύχη. Ο Καρκαβίτσας θα διωχθεί και θα αποστρατευτεί από τους βενιζελικούς ως βασιλικός, ενώ οι βασιλικοί θα κάψουν τα γραμμένα στη δημοτική σχολικά του βιβλία. Εδώ, ο Ψυχογιός βάζει κάτω από τον αναλυτικό του φακό τις διαβόητες πελατειακές σχέσεις, που ταλαιπωρούν την πολιτική στην Ελλάδα από τις απαρχές του κράτους τον 19ο αιώνα. Ο όρος των πελατειακών σχέσεων έχει επικριθεί δικαίως για ανακρίβεια στην ελληνική του εκδοχή, διότι η συναλλαγή την οποία υπονοεί δεν είναι για τα ελληνικά δεδομένα δεσμός μεταξύ πελατών, μα όπως προκύπτει από την ιστορική πραγματικότητα, χρονικό πολιτικής βίας. Βουλευτές, Βουλή, Αυλή, ψηφοφόροι, διορισμοί, κρατικές συμβάσεις, κόμματα και κομματάρχες εντάσσονται σε ένα καθεστώς που βασίζεται λιγότερο στα ρουσφέτια και πρωτίστως στο κρατικό μονοπώλιο της βίας, με συλλήψεις, αδιάκοπες νοθείες στην κάλπη και ανεξέλεγκτη διαφθορά. Αυτά θα ευνοήσουν τη σύμπλευση του Καρκαβίτσα, που δεν χάνει ποτέ την οξύτητα της ματιάς του, με το κίνημα στο Γουδί το 1909, πιστοποιώντας τον ιδανισμό του και την απόστασή του από πολιτικά, κομματικά και ιδεολογικά στεγανά.

 Β. Χατζηβασιλείου

Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου

Στις 2 Απριλίου γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, η οποία καθιερώθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (International Board on Books for Young People – IBBY), το 1966, προς τιμήν του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του μεγάλου Δανού παραμυθά, που είχε γεννηθεί στις 2 Απριλίου 1805.

Είναι μία ημέρα αφιερωμένη στη φιλαναγνωσία, δεδομένης της σημασίας που έχει η επαφή με τη λογοτεχνία κατά την παιδική ηλικία. Στην Ελλάδα όπως και στο εξωτερικό, φορείς οργανώνουν εκδηλώσεις και δράσεις με στόχο την καλλιέργεια της αγάπης για το διάβασμα και τον κόσμο των βιβλίων.

Τι προσφέρει η λογοτεχνία στα παιδιά

Η ανάγνωση θεωρούνταν ύψιστης σημασίας για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου και την εκλέπτυνση του πνεύματος και της ψυχής του ήδη από τα αρχαία χρόνια, με τον Αριστοτέλη να την εντάσσει στους τέσσερις πυλώνες της εκπαίδευσης, μαζί με τη γυμναστική, τη ζωγραφική και τη μουσική.

Πέραν της ευχαρίστησης, που μπορεί να είναι βαθύτατη όπως γνωρίζουν καλά οι λάτρεις των βιβλίων, η ανάγνωση παρέχει το θεμέλιο για μία στέρεη ανάπτυξη της προσωπικότητας σε πολλαπλά επίπεδα και σε βαθμό υψηλό. Είναι ένα εργαλείο θαυμαστό που μας βοηθά να γνωρίσουμε τον εαυτό μας αλλά και τον κόσμο, και να δομήσουμε δημιουργικές και γόνιμες σχέσεις με την κοινωνία και τους άλλους.

Αντίληψη

Εκτός από την όξυνση του πνεύματος, με την πρακτική εξάσκηση της αναγνώρισης των συμβόλων και της αντιστοίχισής τους με τους σωστούς φθόγγους, ο παιδικός νους διδάσκεται να συγκροτείται, οργανώνοντας τις πληροφορίες που λαμβάνει από το περιβάλλον σε ένα συνεκτικό σύνολο. Αυτή η διαδικασία είναι ουσιώδης για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της κριτικής σκέψης, και συνεπακόλουθα της αντίληψης και της συνειδητότητας σε προσωπικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο.

Επικοινωνία

Η ανάγνωση είναι μία πράξη επικοινωνίας, αν και αυτό ίσως δεν είναι φανερό με την πρώτη ματιά.

Κατ’ αρχάς, υπάρχει η επικοινωνία με τον συγγραφέα του έργου που διαβάζουμε, ανώνυμο ή επώνυμο. Δεν έχει σημασία αν γνωρίζουμε ή όχι το όνομα και το βιογραφικό του. Το μήνυμα που μας στέλνει με την ιστορία του που κρατάμε στα χέρια μας είναι ζωντανό και ενσταλάζεται μέσα μας. Ίσως γίνεται κατανοητό μόνο εν μέρει, αλλά αυτό είναι και μέρος της γοητείας ενός βιβλίου: είναι πάντα στη διάθεσή μας να το φυλλομετρήσουμε, να επανέλθουμε, να διαβάσουμε μία παράγραφο που μας συγκίνησε εκατό φορές, να το ανακαλύψουμε εκ νέου όταν θα έχουμε αποκτήσει περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις και κατανοούμε τα πράγματα διαφορετικά. Ακόμα και η σκέψη ότι πάντα κάτι θα κρύβει, πάντα κάτι θα μας διαφεύγει, προσθέτει στη γοητεία του βιβλίου…

Ειδικά για το παιδικό βιβλίο, η ανάγνωση στις μικρές ηλικίες προσφέρει και την ευκαιρία για την ξεχωριστή εμπειρία που μοιράζεται το παιδί με τον γονιό που του διαβάζει όταν εκείνο δεν έχει μάθει ακόμα καλά. Γονείς, μην χάσετε αυτή την ευκαιρία! Αγκαλιά με το μικρό σας και το βιβλίο με τα παραμύθια στα γόνατα, θα ζήσετε θαυμάσιες στιγμές, που μπορεί να σταθούν αφορμή και για πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Βοηθήστε το παιδί σας να μάθει να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές, να συμπληρώνει τα κενά με τη φαντασία του, να συνδέει τον φανταστικό κόσμο της ιστορίας με την πραγματικότητα και να αντλεί καλά διδάγματα σε κάθε περίπτωση.

Αυτή είναι μία διαδικασία που όταν τη διδαχθεί το παιδί και την αγαπήσει, θα μπορεί να την αναπαράγει με φίλους, μέσα στη σχολική τάξη και αλλού, χρησιμοποιώντας το βιβλίο ως γέφυρα που το συνδέει με τους άλλους, ως κοινή εμπειρία όπου συναντά τους άλλους, και όχι ως μία εμπειρία αυστηρά προσωπική που απομονώνει.

Κοινωνική ένταξη

Τα παιδικά βιβλία είναι φορείς ιδεών, σκέψεων και απόψεων που αντικατοπτρίζουν τις εκάστοτε αξίες και αρχές της κοινωνίας, της εκπαίδευσης και γενικότερα της Πολιτείας. Μέσω της επαφής με τη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία, το παιδί συνδέεται με το κοινωνικό του περιβάλλον και τα ζητήματα που απασχολούν και χαρακτηρίζουν την κοινότητα και την εποχή του. Διαπλάθεται από αυτά και μαθαίνει να τα αναγνωρίζει, με συνέπεια την πιο ομαλή ενσωμάτωσή του στην κοινότητα.

Φορέας ταυτότητας και πολιτισμικής κληρονομιάς

Η ανάπτυξη ενός ανθρώπου, αλλά και ενός λαού συνολικά, κάθε καινοτομία και κάθε βήμα προς τα εμπρός, χρειάζεται τη δύναμη και τη σοφία της παράδοσης.

Η σημασία του παιδικού βιβλίου εκτείνεται και στη μετάδοση του υλικού εκείνου που υφαίνει μία πολιτιστική και εθνική ταυτότητα. Συγκρατώντας στις σελίδες τους τις παραδόσεις και τις γνώσεις των προγόνων, ώστε να τις παραλάβουν οι επόμενες γενιές, τα βιβλία αποτελούν τον συνδετικό ιστό με το παρελθόν ενός λαού, την ιστορία και τους μύθους του, τα οποία μπορεί να μεταφέρει σε τεράστιο χωρικό και χρονικό βάθος.

Για να ψηλώσει και να αναπτύξει πλούσιο φύλλωμα ένα δέντρο, πρέπει να έχει βαθιές ρίζες, λένε. Αυτές τις ρίζες τρέφουν τα βιβλία.

Η ανάπτυξη του παιδικού βιβλίου

Από τους πιο γνωστούς και παλιούς συγγραφείς παιδικών παραμυθιών είναι οι αδελφοί Γκριμ (Γιάκομπ και Λούντβιχ), οι οποίοι έζησαν στα τέλη του 18ου αιώνα, στη Γερμανία. Το έργο τους βασίστηκε κυρίως στη συλλογή λαϊκών παραδοσιακών παραμυθιών και στη λογοτεχνική μεταγραφή και έκδοση τους.

Έναν αιώνα πριν, το 1697, στη Γαλλία, ο Σαρλ Περρώ είχε εκδώσει το δικό του βιβλίο με παραμύθια, με τίτλο «Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας» (Contes de ma mère l’Oye). Λίγο πριν, το 1668, ο Ζαν ντε Λα Φονταίν, επίσης Γάλλος, είχε εκδώσει τους γνωστούς «Μύθους» του, αντλώντας το υλικό του κυρίως από τους μύθους του Αισώπου. Ωστόσο, είναι γραμμένοι με τέτοια θαυμαστή ποικιλία ύφους και ψυχολογικό βάθος, με τόσο ζωντανούς χαρακτήρες και εύστοχα ηθικά διδάγματα, που έχουν κερδίσει τη δική τους θέση στην ιστορία και τις καρδιές των αναγνωστών.

Ο ίδιος ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έζησε τον 19ο αιώνα και άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο πίσω του, ιδίως παραμύθια. Χαρακτηρίζονται από τρυφερότητα, συμπόνια, οξυδέρκεια και βαθιά θρησκευτική πίστη. Για τον Άντερσεν το υψηλό, το καλό, το θεϊκό είναι στοιχεία απτά και πάντα παρόντα στα έργα του.

Ως είδος, η παιδική λογοτεχνία  άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, και κατά τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα.

Κινητήριος δύναμη ήταν κυρίως η σημασία που άρχισε να αποδίδεται στην παιδική ηλικία και η αναγνώριση της σπουδαιότητάς της στη διαμόρφωση της κατοπινής ζωής του ανθρώπου. Η στάση της κοινωνίας και η σταδιακή αλλαγή του κοινωνικού ρόλου του παιδιού συνέτειναν προς την ανάπτυξη του τομέα του παιδικού βιβλίου, μέχρι τη σημερινή του εξέλιξη σε ανθηρή ‘βιομηχανία’.

Ψυχολόγοι όπως ο Έριχ Φρομ και ο Βίλχελμ Ράιχ, ο Πιαζέ και ο Βιγκότσκι, έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην εμβάθυνση της αντίληψής μας για την παιδική ηλικία, τις ανάγκες της και τον καθοριστικό της ρόλο στη διαμόρφωση της ενήλικης προσωπικότητας.

Φορείς

Το 1994, ιδρύθηκε στην Ελλάδα το ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου), με σκοπό να συμβάλει στην ενίσχυση και την προώθηση του βιβλίου στην Ελλάδα.

Το ΕΚΕΒΙ απορροφήθηκε από το ΕΙΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού), το 2014, με το πρώτο να διατηρεί την ευθύνη για την εφαρμογή της εθνικής πολιτικής για την προώθηση του βιβλίου, και να αναλαμβάνει τη διοργάνωση της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ).

Τον Απρίλιο του 2024, το  ΕΙΠ καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το ΕΛΙΒΙΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Βιβλίου και Πολιτισμού), Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου που εποπτεύεται από τον υπουργό Πολιτισμού και λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος.

Η Αλία Ζάε εικονογραφεί παιδικά βιβλία από το 1998.

 

Μαθήματα ζωής από τον «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς»

«Η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς ήταν η πιο απλή και συνηθισμένη, και η πιο τρομερή.»

Αυτά τα λόγια από τη νουβέλα του Λέοντος Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» του 1886 ξεπηδούν από τη σελίδα. Τι μπορεί να είναι τόσο τρομερό σε μια απλή και συνηθισμένη ζωή; Τι εννοεί ο Τολστόι με αυτή την αινιγματική φράση; Δεν είναι γνωστό ότι μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τολστόι εξυμνούν την ομορφιά μιας συνηθισμένης ζωής;

Αυτό εξαρτάται από το τι εννοούμε με τη λέξη «συνηθισμένη». Η ζωή του Ιβάν Ιλίτς είναι συνηθισμένη με την έννοια ότι είναι μη αυθεντική, παραγωγική και ρηχή. Ζει μια ζωή παραδομένη στις απόψεις και τις συμβάσεις της κοινωνίας – μιας κοινωνίας που έχει εμμονή με το τετριμμένο και το τεχνητό, με τη ματαιοδοξία και την άνεση. Ο Ιβάν Ιλίτς ζει με τα πιο πιεστικά ερωτήματα στη ζωή του, αν θα λάβει την αναμενόμενη προαγωγή και αν οι καλεσμένοι του θα εντυπωσιαστούν από το σαλόνι του. Σπαταλάει τη ζωή του μέχρι που τον σταματά το ξαφνικό φάσμα της θνητότητάς του.

Σε αυτό το έργο, ο Τολστόι έθεσε στον εαυτό του ένα συναρπαστικό ερώτημα: Τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει ζήσει μια ζωή καθοδηγούμενος εξ ολοκλήρου από τις επιταγές της υψηλής κοινωνίας, που έχει κάνει τα πάντα απολύτως σωστά, που έχει επιτύχει κάθε κοσμική επιτυχία και άνεση, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι πεθαίνει και ότι η ζωή του ήταν χωρίς νόημα;

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το πορτρέτο του Λέοντος Τολστόι από τον Νικολάι Γκε, 1882. (Public Domain)

 

Η νουβέλα του Τολστόι είναι ένα έντονο, συμπιεσμένο όραμα μιας ζωής ιδωμένης από την οπτική γωνία του θανάτου. Μέσα από τη διαυγή πρόζα, τη συμπυκνωμένη συγκίνηση και τη συντομία του έργου, ο Τολστόι επιβάλλει στον αναγνώστη να συγκεντρώσει την προσοχή του στην πραγματικότητα της ζωής και του θανάτου, στο τι σημαίνει να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά – ακριβώς σε αυτά τα ερωτήματα που ο Ιβάν Ιλίτς αγνοούσε όλη του τη ζωή.

Μια κοσμική ζωή

Η νουβέλα αρχίζει με τον πρωταγωνιστή ήδη νεκρό. Μαθαίνουμε για τον θάνατό του από τους συναδέλφους του στη δουλειά, οι οποίοι τον βλέπουν κυρίως μέσα τη σημασία που έχει για την επαγγελματική τους ανέλιξη. Έτσι, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Τολστόι θέτει το θέμα των ασήμαντων ενασχολήσεων της κοινωνίας: την επιδίωξη μίας προαγωγής, τη συσσώρευση χρημάτων, την επίδειξη στους γείτονες, την ηδονή των απολαύσεων, τη διατήρηση των προσχημάτων.

Η θλίψη των συναδέλφων για τον θάνατο του «φίλου» τους είναι εντελώς ψεύτικη – όπως, άλλωστε, σχεδόν τα πάντα στη ζωή τους. Με αυτόν τον τρόπο, χρησιμεύουν ως αντιπρόσωποι του Ιβάν Ιλίτς. Μέσα από την εγωιστική και επιφανειακή αντίδρασή τους στο θάνατό του, αντανακλούν στον νεκρό τις αξίες με τις οποίες ζούσε. Τα πρώτα τμήματα της ιστορίας διαβάζονται σχεδόν σαν σάτιρα, καθώς ο Τολστόι εκθέτει ανελέητα την ψευτιά της κοινωνικής σφαίρας στην οποία κινούνταν ο ήρωας όταν ήταν ζωντανός.

Ύστερα, ο Τολστόι αφηγείται την ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς, από τα νεανικά του χρόνια, όταν κέρδιζε φίλους και κύρος με τη γοητευτική, χαλαρή του φύση. Μαζί με τον συγγραφέα, ακολουθούμε τα βήματά του στη νομική σχολή και τον παρακολουθούμε να ανεβαίνει στις βαθμίδες του ρωσικού νομικού συστήματος, ενώ διασκεδάζει με το ποτό, το χαρτοπαίγνιο και τις ερωτοτροπίες.

Οδηγός του Ιλίτς δεν είναι η αρετή ή τα υψηλά ιδανικά, αλλά η συμπεριφορά των «υψηλά ιστάμενων ανθρώπων». Η κοινή γνώμη είναι η πυξίδα του. «Στη νομική σχολή είχε διαπράξει πράξεις που του είχαν προηγουμένως φανεί πολύ κακές και του είχαν εμπνεύσει ένα αίσθημα αυτοαποστροφής τη στιγμή που τις διέπραξε – αλλά στη συνέχεια, βλέποντας ότι τέτοιες πράξεις διαπράττονταν και από ανθρώπους με υψηλή θέση και δεν θεωρούνταν κακές, χωρίς να τις θεωρεί πραγματικά καλές, τις ξέχασε εντελώς και σταμάτησε να προβληματίζεται.»

ZoomInImage
Ουίλλιαμ Χηθ, «Ένας Ρώσος δανδής», 1818. Ινστιτούτο Τέχνης Σικάγο. (Public Domain)

 

Ο Ιβάν Ιλίτς διασκεδάζει με μια νεαρή γυναίκα, την Πρασκόβια Φιοντόροβνα, χωρίς να σκέφτεται ότι εκείνη μπορεί να τον ερωτευτεί – πράγμα που όντως συμβαίνει. Με χαρακτηριστική επιπολαιότητα, αποφασίζει ότι μπορεί κάλλιστα να την παντρευτεί, παρόλο που η σχέση τους δεν έχει ουσία. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι ο γάμος παρεμβαίνει στον τρόπο που πιστεύει ότι πρέπει να είναι η ζωή: «εύκολη, ευχάριστη, χαρούμενη και πάντα αξιοπρεπής και εγκεκριμένη από την κοινωνία».

Όπως είναι αναμενόμενο, ο γάμος του Ιλίτς παραπαίει, καθώς παραμελεί τις ευθύνες του συζύγου και του πατέρα. Η σχέση του Ιλίτς και της συζύγου του επιδεινώνεται σε σημείο ελάχιστα κεκαλυμμένης εχθρότητας, ακόμη και μίσους.

Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα συνεχίζονται αρκετά ευχάριστα, όσο ο Ιβάν Ιλίτς βρίσκει τρόπους να αποφεύγει τη γυναίκα του και να προστατεύει τον προσεκτικά κατασκευασμένο τρόπο ζωής του, που χαρακτηρίζεται από ευχαρίστηση, άνεση και αξιοπρέπεια. «Οι επίσημες χαρές ήταν οι χαρές της αυτοεκτίμησης – οι κοινωνικές χαρές ήταν οι χαρές της ματαιοδοξίας – αλλά η πραγματική χαρά του Ιβάν Ιλίτς βρισκόταν στο χαρτοπαίγνιο.»

Από μία άποψη, τα έχει όλα: εξουσία, χρήματα, σεβαστή θέση, σύζυγο, παιδιά. Αλλά από μία άλλη οπτική γωνία, δεν έχει τίποτα, γιατί η εγωκεντρική του ζωή στερείται νοήματος. Ο Τολστόι στήνει αριστοτεχνικά αυτή τη διπλή προοπτική, προετοιμάζοντάς μας για τον απολογισμό που ξέρουμε ότι θα έρθει.

Η κατάρρευση του οικοδομήματος 

Οι ρωγμές στην ιδανική ζωή του Ιλίτς αρχίζουν να φαίνονται. Η επιφανειακή του ζωή αρχίζει να τον κουράζει, καθώς βιώνει το κενό της ύπαρξής του: «Ο Ιβάν Ιλίτς ένιωσε για πρώτη φορά όχι απλώς πλήξη, αλλά μια αφόρητη αγωνία».

Στη συνέχεια, η ψευδαίσθηση του ελέγχου της ζωής του καταρρέει όταν αρχίζει να υποφέρει από μια μυστηριώδη ασθένεια. Ο προσεκτικά διατηρούμενος τρόπος ζωής του, η «ευχάριστη ζωή», αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά, αφήνοντάς τον οξύθυμο και φοβισμένο. Τελικά, γίνεται σαφές ότι πεθαίνει και ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της άνεσής του αποδεικνύεται ότι είναι φτιαγμένος από άμμο.

Σιγά-σιγά, η ασθένεια του Ιβάν Ιλίτς, του αφαιρεί τις ανέσεις και τις απολαύσεις του – και μαζί με αυτές, το επίχρισμα της αξιοπρέπειας και της καλοσύνης που διατηρούσε τόσα χρόνια. «Ήταν αδύνατο να εξαπατήσει τον εαυτό του: κάτι φοβερό, καινούργιο και τόσο σημαντικό, που τίποτα πιο σημαντικό δεν είχε συμβεί ποτέ στη ζωή του, συντελούνταν στον Ιβάν Ιλίτς». Αυτές οι λέξεις έχουν τόσο κυριολεκτικό όσο και μεταφορικό νόημα: κυριολεκτικά, μια παράξενη ασθένεια κατατρώει τον Ιβάν Ιλίτς, ενώ μεταφορικά, μια μεγάλη πνευματική μεταμόρφωση βρίσκεται σε εξέλιξη μέσα του.

Το πρόβλημα του Ιβάν Ιλίτς είναι ότι έχει ζήσει όλη του τη ζωή σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνει, σαν οι μικρές απολαύσεις ενός χορού ή ενός δείπνου ή της χαρτοπαιξίας να μην τελειώνουν ποτέ, και σαν η ψυχή του ανθρώπου να μπορεί να συντηρηθεί μόνο από την ευχαρίστηση και το κέρδος. Όταν όλα αυτά χάνονται, ο Ιβάν Ιλίτς αναγκάζεται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα της θνητότητάς του, μπροστά στην οποία όλες οι προηγούμενες αναζητήσεις του αποδεικνύονται εύθραυστα δοχεία ευτυχίας και νοήματος.

Σε αυτό το σημείο, ο Ιβάν Ιλίτς βιώνει μια βαθιά απομόνωση. «Έπρεπε να ζήσει μόνος του στο χείλος της καταστροφής, έτσι, χωρίς ούτε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να τον καταλάβει και να τον λυπηθεί». Θερίζει αυτό που έσπειρε: επειδή δεν επένδυσε ποτέ σε καμία ανθρώπινη σχέση όταν ήταν καλά και δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό του, τώρα που είναι άρρωστος βρίσκεται μόνος του. Στον τεχνητό κόσμο που έφτιαξε για τον εαυτό του, ακόμη και ο οίκτος των άλλων αποδεικνύεται ως επί το πλείστον τεχνητός. Ο Ιβάν Ιλίτς αρχίζει να βασανίζεται από τα ψέματα που τον περιβάλλουν, ιδιαίτερα από το ψέμα ότι θα γίνει καλά, το οποίο όλοι προσποιούνται ότι πιστεύουν.

Η κοινή γνώμη και η αξιοπρέπεια αποδεικνύονται σκληροί και αχάριστοι αφέντες για τον Ιβάν Ιλίτς. Η ανέντιμη συμπεριφορά των άλλων κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Ο Τολστόι γράφει: «Η φοβερή, τρομερή πράξη του θανάτου του, όπως έβλεπε, υποβιβαζόταν από όλους τους γύρω του στο επίπεδο μιας τυχαίας δυσάρεστης κατάστασης, εν μέρει μιας απρέπειας (κάτι σαν να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο που μπαίνει στο σαλόνι σκορπίζοντας άσχημη μυρωδιά), στο όνομα αυτής ακριβώς της ‘αξιοπρέπειας’ που υπηρετούσε σε όλη του τη ζωή –  έβλεπε ότι κανείς δεν θα τον λυπόταν, γιατί κανείς δεν ήθελε καν να καταλάβει την κατάστασή του.»

Η ζωογόνος ανάσα της τελευταίας στιγμής

ZoomInImage
Λάντισλαβ Μεντνιάνσκι, «Ο θάνατος του γέρου, ο θάνατος του πατέρα του ζωγράφου». Εθνική Πινακοθήκη της Σλοβακίας. (Public Domain)

 

Ωστόσο, υπάρχει μια εξαίρεση. Ένας νεαρός υπηρέτης, ο Γκεράσιμ, ο οποίος τον φροντίζει και είναι «πάντα χαρούμενος, φωτεινός». Όμως, παρά την ευθυκρισία του, ο Γκεράσιμ δεν συμμερίζεται τη γενική ανεντιμότητα σχετικά με την κατάσταση του Ιβάν Ιλίτς. Το έντιμο, αυθεντικό παλικάρι της επαρχίας, αντιπαραβάλλεται με τους γιατρούς, τους δικηγόρους και τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, που δεν παύουν να υποκρίνονται. Ο Γκεράσιµ δεν προσποιείται ότι ο αφέντης του δεν πεθαίνει, αλλά αντίθετα τον φροντίζει µε γνήσιο ενδιαφέρον, γενναιοδωρία, καλοσύνη και συµπόνια. Ο Γκεράσιμ είναι ο πρώτος ανιδιοτελής χαρακτήρας που συναντάμε στην ιστορία.

Η καλοσύνη του Γκεράσιμ, εμπνέει μια αμοιβαία αντίδραση στον Ιβάν Ιλίτς. Για πρώτη φορά σκέφτεται κάποιον άλλον: «Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να είναι δυσάρεστο για σένα. Με συγχωρείς. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», λέει στον υπηρέτη που πρέπει να βοηθήσει τον κύριό του ακόμη και σε βασικές καθημερινές λειτουργίες. Αυτό σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην πορεία του χαρακτήρα του Ιβάν Ιλίτς. Αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι, αν και ο Γκεράσιμ είναι ένα τίποτα με βάση τα κοινωνικά πρότυπα, η ανιδιοτέλειά του τον έχει οδηγήσει σε μια πολύ πιο ουσιαστική ζωή από εκείνη του Ιβάν Ιλίτς.

Ο Ιβάν Ιλίτς αναλογίζεται τη ζωή του. Για ένα διάστημα, συνεχίζει να επιμένει ότι έζησε όπως έπρεπε. Αλλά τελικά παραδέχεται την αλήθεια: «Όλα όσα  έμοιαζαν με χαρές, έλιωσαν και μετατράπηκαν σε κάτι άχρηστο και συχνά άθλιο». Συνειδητοποιεί ότι «όσο ανέβαινα στην κοινή γνώμη τόσο ακριβώς γλιστρούσε η ζωή κάτω από τα πόδια μου».

Παραδέχεται ότι σπατάλησε τη ζωή του. Ταυτόχρονα, μια εσωτερική φωνή του λέει ότι δεν είναι πολύ αργά για να διορθώσει τα πράγματα. Στις τελευταίες του στιγμές, ο Ιλίτς στρέφεται τελικά προς τα έξω, προς τους άλλους. Λυπάται τον γιο του και ακόμη και τη γυναίκα του. «Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον γιο του. Τον λυπήθηκε. Η γυναίκα του ήρθε κοντά του. Την κοίταξε. Τον κοίταζε με απελπισμένη έκφραση, με ανοιχτό το στόμα και δάκρυα στα μάγουλά της. Τη λυπήθηκε». Ζήτησε τη συγχώρεσή τους. Και μέσα από αυτό, το φως εισέβαλε ξαφνικά στο σκοτάδι.

Με αυτό το δυνατό συμπέρασμα, ο Τολστόι μάς υπενθυμίζει ότι τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής δεν αφορούν την επίτευξη της φήμης ή του πλούτου, τις απολαύσεις και τη φήμη, αλλά αντίθετα διαδραματίζονται στην ψυχή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας και έχουν να κάνουν με την απάντηση στο ερώτημα: Θα ζήσω για τον εαυτό μου ή για τους άλλους;