Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Η ουσία της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν

Η Συμφωνία σε ντο ελάσσονα, έργο 67 του Μπετόβεν έχει την τιμή να είναι, αναμφισβήτητα, η πιο αναγνωρίσιμη συμφωνία και, ενδεχομένως, το πιο αναγνωρίσιμο έργο κλασικής μουσικής που έχει ποτέ γραφτεί. Συχνά αποκαλείται απλώς «Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν», ενώ μερικές φορές αρκεί να πούμε απλώς «Η Πέμπτη Συμφωνία» για να ανακαλέσουμε το χαρακτηριστικό μοτίβο των τεσσάρων νότων που ανοίγει την παρτιτούρα. Κι άλλοι συνθέτες, πριν και μετά από τον Μπετόβεν, έγραψαν πέμπτες συμφωνίες. Αλλά ο Μπετόβεν έγραψε ΤΗΝ Πέμπτη Συμφωνία.

Ο Μπετόβεν συνέθεσε την πέμπτη και την έκτη συμφωνία του κοντά-κοντά, από το 1804 έως το 1808. Και οι δύο πρωτοπαρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, στις 22 Δεκεμβρίου του 1808 στη Βιέννη, μια συναυλία που περιελάμβανε επίσης το Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο του συνθέτη, το «Γκλόρια» από τη Λειτουργία του σε ντο, τη «Χορωδιακή Φαντασία» (η οποία προέβλεπε το φινάλε της Ενάτης Συμφωνίας) και αυτοσχεδιασμούς του Μπετόβεν στο πιάνο. Αν ένας λάτρης της κλασικής μουσικής μπορούσε να παρακολουθήσει οποιαδήποτε συναυλία ήθελε, ανεξάρτητα από τη χρονολογία, εκείνη της 22ας Δεκεμβρίου 1808 θα ήταν από τις πρώτες επιλογές του.

Εξώφυλλο της συμφωνίας, με την αφιέρωση στον πρίγκιπα Φρανκ Μ. Λόμπκοβιτς και τον κόμη Ραζουμόφσκι. (Boris Fernbacher/CCBY-SA 3.0)

 

Η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι περισσότερο γνωστή για το πρώτο μέρος της, το «Allegro con brio», το οποίο συγκεντρώνει τη δύναμη μίας μόνο σύντομης μουσικής ιδέας με τρόπο που δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ στο παρελθόν.

Τρία σολ και ένα μι:

τα-τα-τα-ΤΑΑ…

Όλοι αναγνωρίζουν το εναρκτήριο σάλπισμα, το οποίο ακολουθείται αμέσως από ένα άλλο:

τα-τα-τα-ΤΑΑ… σε διαφορετικό ύψος.

Αυτό το ρυθμικό σχήμα με τις σφιγμένες γροθιές είναι συναρπαστικό και το ακούμε καθ’ όλη τη διάρκεια των επτά περίπου λεπτών του πρώτου μέρους. Όμως τα ίδια τα τονικά ύψη προδίδουν ένα στοιχείο του πρώτου μέρους που δεν αναφέρεται συχνά: την ασάφεια του κλειδιού.

Η πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν ήταν η πρώτη του σε μινόρε. Οι συμφωνίες σε μινόρε δεν ήταν άγνωστες στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά ήταν σπάνιες. Μόνο δύο από τις 41 συμφωνίες του Μότσαρτ, για παράδειγμα, είναι σε μινόρε. Έτσι, όταν οι πρώτες νότες της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν είναι τρία σολ και ένα μι, όχι μόνο είναι δυνατόν να ακούσουμε ένα υπονοούμενο μι ύφεση μείζονα, αλλά θα ήταν αναμενόμενο από το κοινό το 1808, που οι περισσότερες συμφωνίες ήταν σε μείζονα κλειδιά.

Ο λόγος της ασάφειας είναι ο εξής: Το σολ και το μι είναι το πέμπτο και το τρίτο βήμα, αντίστοιχα, της κλίμακας ντο μινόρε. Αλλά είναι επίσης το τρίτο και το πρώτο βήμα, αντίστοιχα, της κλίμακας μι μείζονα. Οι απαντητικές νότες φα και ρε ανήκουν επίσης και στις δύο κλίμακες. Μόνο μετά τις πρώτες οκτώ νότες μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το έργο είναι σε ντο ελάσσονα και, ακόμη και τότε, η εξέλιξη των αρμονιών σε ντο ελάσσονα θα διακοπεί περίπου δύο λεπτά μετά από ένα τολμηρό κάλεσμα κόρνου σε μι ύφεση μείζονα (δείτε το βίντεο και τις σημειώσεις παρακάτω).

Εκτός από ένα σύντομο, αντιθετικό δεύτερο θέμα (σε μι ύφεση μείζονα) και την ξαφνική εισβολή, κοντά στο τέλος, ενός ηχηρού σόλο όμποε, ολόκληρο το πρώτο μέρος έχει εμμονή με την επεξεργασία του εναρκτήριου μοτίβου σε διάφορα κλειδιά. Υπάρχει ένα θέμα κλεισίματος, αλλά η κίνηση επιστρέφει στο «τα-τα-τα-ΤΑΑ» και τελειώνει με αυτό αντί με το θέμα κλεισίματος, όπως θα συνέβαινε κανονικά. Δεν είναι περίεργο ότι το πρώτο μέρος της Συμφωνίας αριθ. 5 του Μπετόβεν έθεσε το πρότυπο για την ανάπτυξη μοτίβων για τις επόμενες συμφωνίες.

Οι χειρόγραφες παρτιτούρες που χρησιμοποιήθηκαν στην πρεμιέρα της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Περιλαμβάνουν διορθώσεις που εισήγαγε με το χέρι ο συνθέτης. Εκτίθενται σήμερα στο μουσείο της οικογένειας Λόμπκοβιτς, στο πρώην παλάτι τους, στην Πράγα. (Opus33/CCBY-SA 4.0)

 

Το δεύτερο μέρος, το «Andante con moto», είναι το τέλειο αντίβαρο σε ό,τι προηγήθηκε. Αν το πρώτο μέρος είναι μια σφιγμένη γροθιά, αυτό το χαλαρό, εκτεταμένο σύνολο θέματος και παραλλαγών σε λα μείζονα, τρέχει στο γρασίδι μίας πράσινης πλαγιάς. Αναπνέει, εκεί που το πρώτο μέρος κρατούσε την αναπνοή του. Υπάρχουν μεγαλειώδεις στιγμές και στιγμές περισυλλογής, και το σύνολο ολοκληρώνεται ειρηνικά με αδιατάρακτη αρμονία.

Το τρίτο μέρος, ένα scherzo με την ένδειξη «Allegro», ανοίγει με μυστηριώδη μπάσα ‘μουρμουρίσματα’ των εγχόρδων, και στη συνέχεια βυθίζεται σε ένα ευγενές, καθοδηγούμενο από χάλκινα πνευστά, θέμα πορείας που χρησιμοποιεί τον ρυθμό τα-τα-τα-ΤΑΑ. Το τρίο, το παραδοσιακό μεσαίο τμήμα ενός scherzo, είναι μια έντονη μίνι φούγκα που θέτει βιρτουόζικες απαιτήσεις στα τσέλα και τα μπάσα. Το θέμα του scherzo επιστρέφει θριαμβευτικά, το τμήμα του τρίο επαναλαμβάνεται, και στη συνέχεια το θέμα του scherzo επιστρέφει και πάλι, παιγμένο ήσυχα από ξύλινα πνευστά και pizzicato έγχορδα, χωρίς όμως να ολοκληρώνεται. Αντιθέτως, σε μια κίνηση καθαρής καινοτομίας, ο Μπετόβεν δεν ολοκληρώνει το scherzo, όπως θα συνέβαινε κανονικά, αλλά δημιουργεί μια φανταστική μουσική γέφυρα από αυτό σε ένα φινάλε που εκρήγνυται με το μεγαλείο της Ντο μείζονας.

Νικηφόρα μουσική και τρία τρομπόνια

Οι αμφισημίες του πρώτου μέρος βρίσκονταν μεταξύ της ντο ελάσσονος και της μι μείζονος, αλλά στο τελευταίο μέρος, ένα «Allegro», νικητής είναι η ντο μείζονα, που ανατέλλει σαν καλοκαιρινή αυγή από το ξεθώριασμα του scherzo. Πρόκειται για μια νίκη χωρίς ψεγάδι, με τολμηρά θέματα που ανεβαίνουν ως τους ουρανούς. Για να ενισχύσει τη δύναμη του μέρους, ο Μπετόβεν εισάγει πέντε όργανα που δεν είχαν ακουστεί μέχρι τώρα: πίκκολο, κοντραμπάσο και τρία τρομπόνια. Αυτή είναι η πρώτη χρήση τρομπονιών από τον Μπετόβεν σε συμφωνία και μία από τις πρώτες εμφανίσεις τρομπονιών σε οποιοδήποτε συμφωνικό έργο.

Περίπου στα μισά του φινάλε, το οποίο διαρκεί γενικά περίπου 10 λεπτά, το θέμα του scherzo επιστρέφει σαν μια μακρινή ανάμνηση, σαν να θέλει να μας θυμίσει τον αγώνα που χρειάστηκε για να φτάσουμε σε έναν τόπο θριάμβου. Τελικά, το φινάλε – και η συμφωνία – φτάνει σε μια βαρυσήμαντη κατάληξη.

Σύμφωνα με τον γραμματέα του, Άντον Σίντλερ, ο Μπετόβεν περιέγραψε το περίφημο εναρκτήριο μοτίβο ως «τη μοίρα που χτυπάει την πόρτα». Ήταν γνωστό ότι ο Σίντλερ ‘εμπλούτιζε’ τα γεγονότα για να τα κάνει πιο ενδιαφέροντα, ωστόσο είναι αλήθεια ότι η μοίρα αποτελούσε εμμονή του συνθέτη. Είτε η Πέμπτη Συμφωνία αφορά τη μοίρα είτε οτιδήποτε άλλο, αποτελεί ορόσημο της εξέλιξης της συμφωνικής φόρμας από ψυχαγωγία σε μουσική μεταφορά, από ευχάριστη διασκέδαση στη δημιουργία αυτοτελών κόσμων σκέψης και συναισθήματος. Της αξίζει ο χαρακτηρισμός του τέλειου μοντέλου της φόρμας.

Άντον Σίντλερ, γραμματέας του Μπετόβεν. (Public Domain)

 

Χρονοσημάνσεις

Παρατίθενται χρονοσημάνσεις για ορισμένες από τις κομβικές στιγμές της Πέμπτης Συμφωνίας που περιγράφηκαν παραπάνω. Αντιστοιχούν σε εκτέλεση της ορχήστρας Gewandhaus της Λειψίας, υπό τη διεύθυνση του Χέρμπερτ Μπλόμστεντ.

0:10 Η συμφωνία αρχίζει, «Allegro con brio».

1:36 Επαναλαμβάνεται η έκθεση – το πρώτο μέρος του πρώτου μέρους του πρώτου μέρους.

2:59 Ένα σάλπισμα κόρνου ανακοινώνει το κλειδί της μι ύφεσης μείζονος.

4:37 Ένα ηχηρό σόλο όμποε διακόπτει για λίγο την ανάπτυξη του μοτίβου.

6:52 Το εναρκτήριο μοτίβο επανεμφανίζεται στο τέλος, κλείνοντας το πρώτο μέρος.

7:45 Αρχίζει το δεύτερο μέρος, «Andante con moto».

17:50 Το τρίτο μέρος, με την ένδειξη «Allegro» και με τη μορφή scherzo, αρχίζει με μπάσα ‘μουρμουρητά’ των εγχόρδων.

18:15 Ξαφνικά η διάθεση αλλάζει με ένα ισχυρό θέμα στα πνευστά.

19:43 Τα τσέλα και τα μπάσα ξεκινούν το μεσαίο τμήμα του μέρους.

24:51 Μετά την επανάληψη των δύο τμημάτων του scherzo, το πρώτο τμήμα επαναλαμβάνεται και πάλι, αλλά με μια φασματική ηχώ, που δημιουργεί μία εξίσου φασματική γέφυρα που οδηγεί απευθείας στο φινάλε.

26:21 Το φινάλε εκρήγνυται με τη λαμπρότητα της Ντο μείζονος.

31:44 Το θέμα του scherzo κάνει μια αιφνιδιαστική εμφάνιση στη μέση του φινάλε.

Του Kenneth LaFave

Η Ευανθία Ρεμπούτσικα για μία συναυλία στο Παλλάς για τα 30 χρόνια της «Μέριμνας»

Μία μεγάλη συναυλία με τη μουσικό Ευανθία Ρεμπούτσικα διοργανώνουν στο Πάλλης, τη Δευτέρα, 7 Απριλίου, για να γιορτάσουν τα 30 χρόνια της κοινωνικής προσφοράς της «Μέριμνας», οι «Φίλοι της Μέριμνας». Η γιορτή είναι αφιερωμένη «στην αξία και το νόημα της ζωής των παιδιών και των οικογενειών τους, που φροντίζει η ‘Μέριμνα’, όταν βιώνουν απώλειες και μεγάλες προκλήσεις στη ζωή τους».

Μαζί με την Ευανθία Ρεμπούτσικα, στη σκηνή του Παλλάς, θα ανέβουν οι μουσικοί και πιστοί φίλοι της «που συμμετέχουν στις μουσικές της περιπέτειες – εντός και εκτός Ελλάδος – καθώς και η σοπράνο Σοφία Ζόβα, μία εκλεκτή καλεσμένη, που θα ντύσει με τη ξεχωριστή της φωνή τις πολυαγαπημένες μελωδίες της Ελληνίδας βιολίστριας», όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση.

«Η διαχρονική στήριξη των παιδιών και των οικογενειών τους είναι ευθύνη όλων μας, όταν θέλουμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο γύρω μας που να διακρίνεται από ενσυναίσθηση και ανθρωπιά», τονίζουν σε κοινή τους δήλωση η πρόεδρος της «Μέριμνας», Δανάη Παπαδάτου, και η πρόεδρος των Φίλων της Μέριμνας, Ζωή Δελατόλα, εκφράζοντας «την ευγνωμοσύνη τους στην Ευανθία Ρεμπούτσικα και τους μουσικούς που συμμετέχουν στη συναυλία».

Όλα τα έσοδα της συναυλίας θα διατεθούν για τη λειτουργία των δύο συμβουλευτικών κέντρων της «Μέριμνας», σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στα οποία, τα τελευταία 30 χρόνια, εξειδικευμένο προσωπικό παρέχει δωρεάν ψυχολογική στήριξη σε παιδιά, εφήβους και τις οικογένειές τους που βιώνουν απώλεια αγαπημένου προσώπου.

«Ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας, δημιουργώντας μία ζεστή αγκαλιά φροντίδας, ώστε κάθε παιδί και οικογένεια να έχει τη στήριξη που χρειάζεται, και ας απολαύσουμε τη μοναδική αυτή βραδιά», καταλήγει η ανακοίνωση.

Περισσότερες πληροφορίες για το έργο της «Μέριμνας» είναι διαθέσιμες εδώ, ενώ πληροφορίες για τη συναυλία μπορείτε να αντλήσετε από αυτό το βίντεο.

Για πρώτη φορά στην Κρήτη η όπερα «Τόσκα» του Τζ. Πουτσίνι

Το Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου (ΠΣΚΗ) έχει επιτύχει να ενταχθεί στον παγκόσμιο χάρτη των μεγάλων καλλιτεχνικών οργανισμών, καταφέρνοντας παράλληλα να κάνει τον κόσμο της Κρήτης να αγκαλιάσει την όπερα.

Όπως ανέφερε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ, αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης, κατά την παρουσίασή τους στην σκηνή του ΠΣΚΗ, σπουδαία έργα όπως Ριγκολέττο, Καβαλερία Ρουστικάνα, Κάρμεν, Ελιξίριο του Έρωτα, Οθέλλος, Ραχμάνινοφ, 9η του Μπετόβεν και Πρωτοχρονιάτικες Συναυλίες, συγκέντρωσαν χιλιάδες θεατές.

«Αν αντιστοιχήσουμε το ποσοστό του κοινού που έρχεται σε παραστάσεις όπερας σε σχέση με το μέγεθος της πόλης ή του νησιού μας θεωρώ ότι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και δίνει ένα θετικό και πολλά υποσχόμενο νούμερο. Το γεγονός ότι το ανέβασμα μίας όπερας στο Ηράκλειο προσελκύει το ενδιαφέρον ενός κοινού που ανέρχεται σε πάνω από 3.000 άτομα, και παράλληλα συγκεντρώνει όχι μόνο πανελλήνιο αλλά και διεθνές ενδιαφέρον καταδεικνύει την επιτυχία του εγχειρήματος», ανέφερε ο κow Μιχαηλίδης.

Το ΠΣΚΗ, εκτός του ότι έχει ενταχθεί στον χάρτη των καλλιτεχνικών οργανισμών, έχει ενταχθεί και στον κατάλογο του Operabase, της ιστοσελίδας που συμπεριλαμβάνει όλες τις παραγωγές που ανεβαίνουν σε ολόκληρο τον κόσμο. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Για παράδειγμα όταν στο ΠΣΚΗ ανεβάσαμε την όπερα ‘Καβαλερία Ρουστικάνα’ με το ίδρυμα Μασκάνι της Ιταλίας, την ημέρα των γενεθλίων του συνθέτη, όλοι αναρωτιόνταν που βρισκόταν το ίδρυμα Μασκάνι, το οποίο ήταν στο Ηράκλειο και στο ΠΣΚΗ για την συγκεκριμένη όπερα», τόνισε ο Μύρων Μιχαηλίδης, επισημαίνοντας ότι η προσπάθεια σύνδεσης με την τοπική κοινωνία γίνεται όχι μόνο μέσα από την απλή παρουσίαση των έργων, αλλά και μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε σχολεία.

«Εξηγούμε τι είναι η όπερα, έτσι ώστε να μην αισθάνονται κάποιοι ότι είναι κάτι ξένο που δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει. Η όπερα είναι κάτι οικείο. Μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησε ως λαϊκό θέαμα, άσχετα αν μετά κλείστηκε στα σαλόνια. Είναι ένα λαϊκό θέαμα που απευθύνεται σε όλους και εκτιμώ πως με τον τρόπο που προβάλλουμε τις παραγωγές, που τις αναλύουμε στα εκπαιδευτικά προγράμματα, ο κόσμος θα αισθάνεται όλο και περισσότερο οικεία.»

Πάντως, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ, η ειδοποιός διαφορά του Πολιτιστικού Συνεδριακού Κέντρου Ηρακλείου από μία απλή δομή παρουσίασης καλλιτεχνικών ακροαμάτων είναι ότι το ίδιο το Πολιτιστικό παράγει πολιτισμό, καθώς κάνει δικές του παραγωγές, δεν φιλοξενεί μόνο παραγωγές στους χώρους του, αφού στον καλλιτεχνικό του σχεδιασμό εντάσσονται παραγωγές που παράγει το ίδιο.

«Αυτό σημαίνει ότι φροντίζουμε να αξιοποιούμε όχι μόνο τη μουσική μας παράδοση, αλλά και τους εντόπιους καλλιτέχνες όπως χορωδίες, μουσικούς, λυρικούς καλλιτέχνες, σύνολα αλλά και όλη αυτή την καλλιτεχνική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στο νησί. Αυτό αποδεικνύεται φέτος από τις πλείστες παραγωγές που έχουμε όπως είναι το ‘Θέατρο τις Δευτέρες’, οι βραδιές με μουσική δωματίου, αλλά και πολλές παραγωγές που προέρχονται από το εντόπιο δυναμικό μας 100%.»

Για τη μέχρι σήμερα πορεία του ΠΣΚΗ και το πώς ο κόσμος υποδέχεται τις παραγωγές, ο κος Μιχαηλίδης ανέφερε πως το κοινό της Κρήτης αλλά και το κοινό που έρχεται πλέον και από άλλα μέρη της Ελλάδας και από το εξωτερικό, δείχνει ότι τιμά τις καλλιτεχνικές επιλογές .

«Θα μπορούσα να ομολογήσω ότι από την πρώτη μας όπερα, τον Ιδομενέα το 2021, μέχρι σήμερα, έχοντας ανεβάσει έναν ικανό αριθμό έργων του λυρικού ρεπερτορίου, χαιρόμαστε γιατί το κοινό όχι μόνο ανταποκρίνεται και βρίσκει ενδιαφέρουσες τις παραγωγές αυτές αλλά κατακλύζει τις αίθουσες και μας οδηγεί σε απανωτά sold out σε αυτές τις παραγωγές. Ήταν κάτι που το νησί μας στερούταν μέχρι σήμερα, λόγω έλλειψης τεχνικών υποδομών για να φιλοξενήσει κάτι τέτοιο, και είμαστε ευτυχείς που και ο Δήμος Ηρακλείου και η ΔΕΠΑΝΑΛ στηρίζουν αυτόν τον σχεδιασμό, την πρωτοβουλία, έτσι ώστε να προσφέρονται στον τόπο μας υψηλού επιπέδου ακροάματα.»

Από τις ξεχωριστές στιγμές για το ΠΣΚΗ είναι η όπερα «Τόσκα» του Τζ. Πουτσίνι, που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο κοινό της Κρήτης στις 3, 4, 5 και 6 Απριλίου.

«Η Τόσκα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα και πιο εντυπωσιακά έργα του λυρικού ρεπερτορίου. Από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε, το 1900, έως τις μέρες μας είναι από τις πιο πολυπαιγμένες όπερες, και είναι ιδιαίτερη η χαρά μας γιατί έχουμε την ευκαιρία να την παρουσιάσουμε για πρώτη φορά στην ιστορία της Κρήτης, για πρώτη φορά στο κοινό της», είπε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ.

«Το έργο αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της εποχής του βερισμού», πρόσθεσε, «όπου δηλαδή απεικονίζονται καταστάσεις βγαλμένες μέσα από την πραγματικότητα και όχι απλώς αναφορές σε μυθολογία ή ιστορία. Διακρίνεται για τον πλούτο των μελωδιών της και τη δεινή της ενορχήστρωση και είναι μία από αυτές τις όπερες που λέμε ότι κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή από την αρχή έως το τέλος με τη δραματικότητα της. Ανεβάζουμε μία παραγωγή που αποτελεί αναβίωση της παραγωγής που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πριν μερικά χρόνια στην Κροατία, στο Εθνικό Θέατρο της Ριέκα, και είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς γιατί πρόκειται για μία δουλειά που ξεχώρισε και έδωσε μία πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική άποψη.»

Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα της φετινής καλλιτεχνικής περιόδου, ολοκληρώνεται στις αρχές Ιουνίου και μέχρι τότε θα παρουσιαστούν στο κοινό, μεταξύ άλλων, μία βραδιά ελληνικής και βιενέζικης οπερέτας στις 11 Απριλίου, και μία μουσικοθεατρική παράσταση για τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη στις 25 και 26 Απριλίου.»

Αναφορικά με την Τόσκα

Πρόκειται για αναβίωση μίας παραγωγής που αρχικά παρουσιάστηκε στην Κροατική Εθνική Λυρική Σκηνή της Ριέκα, μία από τις κορυφαίες και δημοφιλέστερες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Μάριν Μπλάζεβιτς, με καταξιωμένους λυρικούς καλλιτέχνες, τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, το Χορωδιακό Σύνολο Ηρακλείου και τη Νεανική Χορωδία Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου.

Η Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι είναι ένα αριστούργημα του μουσικού βερισμού, τοποθετημένο στη Ρώμη του 1800, με φόντο τους Ναπολεόντειους πολέμους, στο οποίο ο συνθέτης με τη μουσική του σκιαγραφεί ρεαλιστικά όλα τα ανθρώπινα πάθη που έχουν βάλει στο λιμπρέτο οι Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα. Με αυτοαναφορική στην όπερα θεματική, αλλά και πάθος, πολιτικά παιχνίδια, ζήλεια, διαστροφή, βασανιστήρια, πίστη και προδοσία, η ντίβα της όπερας, Φλόρια Τόσκα, ερωτευμένη με τον ζωγράφο και υποστηρικτή της επανάστασης Μάριο Καβαραντόσι, καλείται να αντιμετωπίσει τον μοχθηρό διοικητή της αστυνομίας βαρώνο Σκάρπια, που είναι αποφασισμένος να την κατακτήσει, να παγιδεύσει το ζευγάρι και να την εξαναγκάσει σε μία μοιραία απόφαση.

Οι εννέα πιο δημοφιλείς συνθέτες όπερας

Την εποχή της ακμής τους, οι όπερες ήταν μεγάλες παραγωγές, μεγαλοπρεπή θεάματα που προσέλκυαν τεράστια πλήθη, σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις που ήταν κέντρα της μουσικής της εποχής, όπως η Βενετία και η Βιέννη.

Πολλοί ήταν οι συνθέτες τότε που ευελπιστούσαν σε μία σταδιοδρομία στην όπερα, αλλά το είδος δεν ήταν κατάλληλο για όλους – σπουδαίοι συνθέτες, μεταξύ αυτών και ο Μπετόβεν, απέτυχαν. Τα ονόματα που έλαμψαν, ωστόσο, σε αυτόν τον χώρο, έχουν αφήσει το διαχρονικό αποτύπωμά τους, λαμπρύνοντας ακόμα και σήμερα με τα έργα τους το οπερατικό ρεπερτόριο.

Το παρόν άρθρο παρουσιάζει, με χρονολογική σειρά, εννέα από τους συνθέτες όπερας με τη μεγαλύτερη επιρροή.

Μοντεβέρντι

Ο Κλαούντιο Μοντεβέρντι (1567-1643) έχει επισκιαστεί από τους μεταγενέστερους, αλλά η επίδρασή του στην ιστορία της μουσικής είναι βαθιά. Θεωρούμενος ως ο πρώτος συνθέτης της εποχής του μπαρόκ, επέκτεινε τη χρήση των μπάσων οργάνων, συνδυάζοντας τη γραμμή του μπάσου με την εξέλιξη των χορδών σε μια τεχνική γνωστή ως «μπάσσο κοντίνουο». Η μέθοδος αυτή είναι εμφανής στο έργο του «Ορφέας» (1607), την πρώτη σωζόμενη όπερα.

Το αριστούργημα του Μοντεβέρντι αντλεί το θέμα του από τον ελληνικό μύθο του Ορφέα, που ταξιδεύει στον Κάτω Κόσμο για να επαναφέρει στη ζωή τη γυναίκα του. Ο Μοντεβέρντι συνέδεσε συγκεκριμένα όργανα με συγκεκριμένα συναισθήματα και σκηνές χαρακτήρων, προσθέτοντας, παραδείγματος χάριν, ένα ρεγκάλ (ένα πρώιμο όργανο με χαμηλό ήχο) στην «κολασμένη ορχήστρα», όταν ο Ορφέας εισέρχεται στην Κόλαση. Η επαναστατική προσέγγιση του Μοντεβέρντι στο μουσικό δράμα επηρέασε όλους τους επόμενους συνθέτες.

Χαίντελ

Ο Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (1685-1759) είναι κυρίως γνωστός για τα θρησκευτικά του ορατόρια, όμως στην εποχή του οι όπερές του κυριαρχούσαν στο Λονδίνο.

Συνέθεσε 42 όπερες, με χαρακτηριστικά μεγάλη διάρκεια. Πολλές, όπως ο «Ιούλιος Καίσαρας», διαρκούν πάνω από τρεις ώρες. Παρά τη διάρκειά τους και το υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας τους, τις έγραφε συνήθως σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ο «Ταμερλάνος», με ήρωα τον ομώνυμο Τούρκο κατακτητή, είναι μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια όπερές του και γράφτηκε σε μόλις τρεις εβδομάδες.

Ο Χαίντελ είναι γνωστός για το ύφος των da capo άριές του. Αυτό συμβαίνει όταν μια μελωδία εισάγεται, εμπλουτίζεται και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται. Τα μελίσματα (μονές συλλαβές που τραγουδιούνται σε πολλαπλές νότες) δημιουργούν μια παράσταση που κόβει την ανάσα.

Γκλουκ

 

Όπως και ο Μοντεβέρντι, ο Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ φον Γκλουκ (1714-1787) δεν είναι ευρέως γνωστός. Είναι πιθανό να είναι γνωστός μόνο στους λάτρεις της όπερας. Η σχετική του αφάνεια, ωστόσο, δεν αναιρεί τις σημαντικές καινοτομίες του.

Όπως και ο Μοντεβέρντι, ο Γκλουκ επέλεξε τον Ορφέα ως θέμα του μεγαλύτερου αριστουργήματός του. Στο έργο «Ορφέα και Ευριδίκη», προτίμησε ένα πιο απλουστευμένο ύφος, επαναστατώντας ενάντια στα περίτεχνα στοιχεία του  Χαίντελ, και περιόρισε γενικά τις παραστάσεις στα πιο ουσιώδη στοιχεία τους, εστιάζοντας στα έντονα συναισθήματα. Οι μινιμαλιστικές του μεταρρυθμίσεις είχαν μεγάλη επιρροή στον νεότερο σύγχρονό του Μότσαρτ.

Μότσαρτ

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791) συναγωνίζεται τον Μπετόβεν ως ο δημοφιλέστερος συνθέτης όλων των εποχών. Στον τομέα της όπερας, όμως, δεν υπάρχει σύγκριση: Οι ιστορικοί της μουσικής τον θεωρούν σχεδόν καθολικά ως τη μεγαλύτερη μορφή του είδους. Ενώ οι περισσότεροι συνθέτες όπερας έχουν ένα ή δύο αριστουργήματα, ο Μότσαρτ μπορεί να υπερηφανεύεται για επτά. Όπως ο Σαίξπηρ, και σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον σε αυτόν τον κατάλογο, ήταν δεξιοτέχνης τόσο της τραγωδίας όσο και της κωμωδίας.

Σύμφωνα με την Operabase.com, ο Μότσαρτ έγραψε τρεις από τις δέκα κορυφαίες όπερες με τις περισσότερες παραστάσεις, από τότε που ο ιστότοπος άρχισε να καταρτίζει στατιστικά στοιχεία το 1996. Πρόκειται για τα «Ντον Τζοβάννι», «Ο γάμος του Φίγκαρο» και «Ο μαγικός αυλός». Η τελευταία κατέχει τη δεύτερη θέση, με 21.295 παραστάσεις (ακριβώς πίσω από την «Τραβιάτα» του Βέρντι). Πολλοί, ωστόσο, θεωρούν ότι ο «Φίγκαρο» είναι η «καλύτερη όπερα που γράφτηκε ποτέ».

Και όταν η κατάταξη γίνεται με βάση τον αριθμό των παραγωγών και όχι των παραστάσεων, ο Μότσαρτ είναι μακράν πρώτος, έχοντας ξεπεράσει τις 34.000.

Ροσσίνι

ZoomInImage
Προσωπογραφία του συνθέτη Τζοακίνο Αντόνιο Ροσσίνι (1792-1868), περ. 1830. Βρέθηκε στη συλλογή του Μουσείου Θεάτρου της Σκάλας.  (Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)

 

Ο Τζοακίνο Ροσσίνι (1792-1868) έγραψε 39 όπερες. Η μεγαλύτερη επιτυχία του, «Ο κουρέας της Σεβίλλης», είναι η ένατη όπερα με τις περισσότερες παραστάσεις στη σύγχρονη εποχή. Υπήρξε εμπορική και κριτική επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του Ροσσίνι, αποσπώντας τους επαίνους ακόμη και του διαβόητα ευέξαπτου Μπετόβεν.

Ο Ροσσίνι κατέγραψε τη γνώμη του Γερμανού συνθέτη όταν πήγε στο σπίτι του, «μία σοφίτα τρομερά ακατάστατη και βρώμικη», όπου η βροχή έτρεχε από την οροφή. Εκεί, βρήκε έναν άνδρα να κάθεται σε «απροσδιόριστη θλίψη». Ο Μπετόβεν απευθύνθηκε στον Ροσσίνι με απαλή φωνή: «Αχ, Ροσσίνι, εσύ, ο συνθέτης του ‘Κουρέα της Σεβίλλης’; … Θα παίζεται όσο θα υπάρχει η ιταλική όπερα». Στη συνέχεια, τον συμβούλεψε να μη γράψει ποτέ τίποτα άλλο παρά opera buffa (κωμική όπερα), διαφορετικά «θα πρόδιδε το πεπρωμένου του».

Ο Ροσσίνι έγινε τόσο πλούσιος από τις κωμικές του όπερες, που αποσύρθηκε πριν από την ηλικία των 40 ετών. Έζησε άλλες τέσσερεις δεκαετίες.

Βάγκνερ

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883) έγινε διάσημος για τα μουσικά δράματά του, με θέματα από τους γερμανικούς μύθους. Σε έργα όπως ο τετραμερής «Κύκλος του Δαχτυλιδιού», εξάλειψε τη διάκριση μεταξύ ρετσιτατίβου και άριας, δημιουργώντας συνεχή μουσική. Καινοτομίες του όπως η χρήση του λαϊτμοτίφ και η συσχέτιση μουσικών φράσεων με συγκεκριμένους χαρακτήρες και σημεία της πλοκής έχουν καθιερωθεί στην κινηματογραφική μουσική σήμερα.

Ο Βάγκνερ είναι ο πέμπτος πιο δημοφιλής συνθέτης όπερας, με περισσότερες από 27.000 καταγεγραμμένες παραστάσεις των έργων του.

 Μπιζέ

 

Ο Ζορζ Μπιζέ (1838-1875) έζησε μια τραγικά σύντομη ζωή. Είναι περισσότερο γνωστός για ένα κυρίως έργο, μέσω του οποίου όμως πέτυχε την αθανασία. Η «Κάρμεν» του (1875) είναι η τρίτη όπερα με τις περισσότερες παραστάσεις σήμερα, μετά τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Η απεικόνιση της ζωής της εργατικής τάξης από τον Μπιζέ σηματοδότησε ένα πιο ρεαλιστικό ύφος, διαφοροποιημένο από την οπερατική παράδοση.

Βέρντι

Αν κάποιος μπορεί να ανταγωνιστεί την κυριαρχία του Μότσαρτ στην όπερα, αυτός είναι ο Τζουζέπε Βέρντι (1813-1901). Όπως και ο Μότσαρτ, πολλά από τα έργα του παίζονται συχνά ακόμη και σήμερα. Το πιο δημοφιλές από αυτά, η «Τραβιάτα», παίζεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη όπερα στη σύγχρονη εποχή. Με 21.389 παραστάσεις, προηγείται του «Μαγικού αυλού» του Μότσαρτ. Ο «Ριγκολέττο» βρίσκεται επίσης στη λίστα με τις 10 κορυφαίες όπερες, στο νούμερο 10.

Όσον αφορά τον αριθμό παραστάσεων, ο Βέρντι και ο Μότσαρτ βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, όχι μόνο όσον αφορά τα μεμονωμένα έργα, αλλά συνολικά. Ακολουθά ο Τζάκομο Πουτσίνι.

Πουτσίνι

Ο Πουτσίνι (1858-1924) ενδέχεται να είναι ο τελευταίος μεγάλος συνθέτης όπερας. Αν και γράφτηκαν πολλές όπερες μετά το θάνατό του, το είδος έχασε σταδιακά την απήχηση που είχε στον κόσμο. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι κατοπινοί συνθέτες στράφηκαν σε πειραματισμούς που απευθύνονταν σε ένα εξειδικευμένο και μορφωμένο κοινό και δεν γράφονταν πλέον αξιομνημόνευτες μελωδίες.

Οι όπερες του Πουτσίνι είναι γεμάτες άριες με εξαίσιες, όμορφες μελωδίες που μένουν στο αυτί πολύ μετά το τέλος της παράστασης. Παρά την πληθωρικότητά τους, όμως, ο ακροατής δεν αισθάνεται ποτέ κορεσμένος.

Οι δημοφιλέστερες όπερές του, από τις δέκα που συνέθεσε, είναι τρεις: «Λα Μποέμ», «Τόσκα» και «Μαντάμα Μπατερφλάι» («Madama Butterfly»).

ZoomInImage
Η Σόντρα Ραντβανόφσκι τραγουδά άριες από όπερες του Πουτσίνι, στο «Σόντρα Ραντβανόφσκι: Πουτσίνι». (Robert Kusel)

 

Του Andrew Benson Brown

Μαρία Άννα Μότσαρτ: Το ξεχασμένο παιδί-θαύμα

Όλοι γνωρίζουν την ιδιοφυΐα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Συγκριτικά λίγοι, όμως, γνωρίζουν ότι είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, που ήταν επίσης εξαιρετικά ταλαντούχος μουσικός.

Στα νεανικά τους χρόνια, και τα δύο παιδιά γυρνούσαν μαζί την Ευρώπη και έδιναν παραστάσεις ενώπιον των υψηλών και ισχυρών. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η Μαρία Άννα Μότσαρτ επισκιάστηκε από τον λαμπρό αδελφό της. Το ταλέντο της αγνοήθηκε και, μέχρι πρόσφατα, ήταν σχεδόν ξεχασμένη. Τι συνέβη;

Δύο ταλαντούχα αδέλφια

Ο Λεοπόλδος Μότσαρτ (1719-87) και η σύζυγός του Άννα Μαρία (1720-78) απέκτησαν επτά παιδιά, αλλά τα πέντε πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Από τα δύο επιζώντα παιδιά, η μοίρα του ενός είναι παγκοσμίως γνωστή. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος Βόλφγκανγκ Θεόφιλος Μότσαρτ, πιο γνωστός ως Βόλφγκανγκ Αμαντέους (1756-91), μεγάλωσε και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών.

Πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε γεννηθεί ένα άλλο παιδί: Η Μαρία Άννα Βαλμπούργκα Ιγκνάτια Μότσαρτ (1751-1829) ή, όπως την αποκαλούσε η οικογένειά της, Νάνερλ. Ο Λεοπόλδος, αυλικός συνθέτης, άρχισε να τη διδάσκει τσέμπαλο όταν ήταν 7 ετών και μάλιστα έφτιαξε γι’ αυτή μία συλλογή συνθέσεων, ταξινομημένες κατά σειρά δυσκολίας. Ο νεαρός «Βόλφερλ» (το παιδικό παρατσούκλι του Βόλφγκανγκ) παρακολουθούσε τα μαθήματα από την κούνια του, απορροφώντας το πρότυπο της αδελφής του. Όταν άρχισε και ο ίδιος να επιδεικνύει μουσικό ταλέντο, ο Λεοπόλδος αποφάσισε να αξιοποιήσει την εκπαίδευσή τους.

ZoomInImage
Πορτραίτο της Μαρίας Άννας σε παιδική ηλικία, το 1763. (Public Domain)

 

Περιοδεία στην Ευρώπη

Το καλοκαίρι του 1763, ολόκληρη η οικογένεια Μότσαρτ έκανε μία μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη, με εμφανίσεις σε πολλές μεγάλες πρωτεύουσες. Η Νάνερλ ήταν σχεδόν 12 ετών και ο Βόλφγκανγκ 7 ετών. Για να περνούν την ώρα τους στις μεγάλες διαδρομές με τις άμαξες, τα παιδιά δημιούργησαν ένα φανταστικό βασίλειο που ονόμασαν Das Konigreich Riicken (σε ελεύθερη απόδοση «Το Ανάποδο Βασίλειο» ή «Το Βασίλειο του Πίσω»).

Αυτός ο φανταστικός κόσμος δημιούργησε πολλές ιστορικές εικασίες. Τι ακριβώς ήταν αυτό το Ανάποδο Βασίλειο; Δυστυχώς, λίγες συγκεκριμένες λεπτομέρειες έχουν φτάσει σε εμάς πέρα από ένα ασαφές περίγραμμα. Όπως το περιγράφει η Τζέιν Γκλόβερ στο βιβλίο της «Οι γυναίκες του Μότσαρτ: Η οικογένειά του, οι φίλοι του, η μουσική του», γνωρίζουμε ότι επρόκειτο για ένα βασίλειο το οποίο συγκυβερνούσαν ως βασιλιάς και βασίλισσα ο Βόλφερλ και η Νάνερλ. Ο υπηρέτης τους Σεμπάστιαν έκανε μερικές φορές σχέδια γι’ αυτούς, εμπνευσμένα από όλα τα παλάτια, τα βασιλικά δικαιώματα και τη χλιδή που συναντούσαν στη μεγάλη τους περιοδεία. Προφανώς, ήταν μια διέξοδος για τα παιδιά από το απαιτητικό πρόγραμμα των δημόσιων εμφανίσεών τους.

ZoomInImage
Καρμοντέλ, «Η οικογένεια Μότσαρτ σε περιοδεία: Λεοπόλδος, Βόλφγκανγκ και Νάνερλ», γύρω στο 1763. Υδατογραφία. (Public Domain)

 

Καθώς ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη, τα αδέλφια έπαιζαν μπροστά σε ακροατήρια πλούσιων τραπεζιτών, ευγενών και βασιλιάδων. Έδωσαν παραστάσεις για την αυτοκράτειρα Μαρία Τερέζα της Αυστρίας, τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΕ’  της Γαλλίας και τον βασιλιά Γεώργιο Γ΄ της Μεγάλης Βρετανίας. Στο Λονδίνο, ο πατέρας τους τους διαφήμισε και τους δύο ως «θαύματα της φύσης». Εκεί, έπαιξαν ακόμη και για κοινό της μεσαίας τάξης, στην ταβέρνα του Κόρνχιλ.

Ο Βόλφερλ θαύμαζε τη μεγαλύτερη αδελφή του, αλλά οι ικανότητές του ξεπερνούσαν τις δικές της και ο ίδιος κέρδιζε το πιο ενθουσιώδες χειροκρότημα. Του έβαζαν διάφορες δοκιμασίες, όπως το να παρέχει τη γραμμή του μπάσου σε μια δεδομένη μελωδία ή να αναγνωρίζει τους τόνους των κουδουνιών και των ρολογιών (εκτός από τα πιο συνηθισμένα όργανα). Αν και οι θεατές θαύμαζαν τις ικανότητες της Νάνερλ στα πλήκτρα, μαγεύονταν κυριολεκτικά από τον Βόλφγκανγκ.

Όταν η οικογένεια Μότσαρτ επέστρεψε τελικά στο Σάλτσμπουργκ, τρία χρόνια μετά την αναχώρησή της, η Νάνερλ παρέμεινε εκεί. Ήταν πλέον έφηβη, έχοντας ξεφύγει από την κατηγορία του «παιδιού-θαύματος». Στο Λονδίνο, ο Λεοπόλδος την έκανε να μοιάζει μικρότερη, έτσι ώστε ο κόσμος να εντυπωσιάζεται περισσότερο. Αλλά το παιχνίδι είχε πλέον τελειώσει.

Αποσύρεται από το προσκήνιο

Καθώς η φήμη του Βόλφγκανγκ μεγάλωνε, οι ικανότητες της Νάνερλ περνούσαν στην αφάνεια. Εκείνη και η μητέρα της διάβαζαν με φθόνο τα γράμματα του Λεοπόλδου και του Βόλφγκανγκ.

Στην αλληλογραφία μεταξύ του Βόλφγκανγκ και της Μαρίας Άννα εμφανίζονται περιστασιακά αναφορές στο Βασίλειο του Πίσω. Σε μια επιστολή με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1773, ο Βόλφγκανγκ αποκαλεί τη Νάνερλ «βασίλισσά του».

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, όμως, αυτός ο φανταστικός κόσμος γινόταν όλο και πιο μακρινός για τη Νάνερλ. Η πραγματικότητα είχε εδραιωθεί για τα καλά. Περιορίστηκε να παραδίδει μαθήματα τσέμπαλου, να παίζει και να συνθέτει τα δικά της κομμάτια ιδιωτικά στο Σάλτσμπουργκ. Και όταν ο Βόλφγκανγκ βρήκε νέο σπίτι στη Βιέννη, έχασε το παιδικό της σύντροφο και συγκυβερνήτη του Ανάποδου Βασιλείου.

Όταν η μητέρα τους πέθανε το 1778, ο μόνος της σύντροφος ήταν ο γκρινιάρης Λεοπόλδος. Πάντα ήταν ευερέθιστη, αλλά τώρα ξέσπαγε σε κλάματα και φωνές συνεχώς. Το 1784 παντρεύτηκε έναν μεγαλύτερο της, τον χήρο Ιωάννη Βαπτιστή Φραγκίσκο φον Μπέρχτολντ τσου Ζόνενμπουργκ., ο οποίος είχε ήδη πέντε παιδιά του, και πήγε να ζήσει μαζί τους στο αυστριακό χωριό όπου ο σύζυγος της υπηρετούσε ως νομάρχης. Έτσι, σε ηλικία 33 ετών εξαφανίστηκε από την ιστορία της οικογένειας Μότσαρτ.

ZoomInImage
Πορτραίτο του συζύγου της Νάνερλ, Ιωάννη Βαπτιστή Φραγκίσκου φον Μπέρχτολντ τσου Ζόνενμπουργκ, από άγνωστο καλλιτέχνης, τέλη 18ου αιώνα. Μουσείο του Σάλτσμπουργκ. (Public Domain)

 

Νάνερλ η συνθέτις

Ωστόσο, επανεμφανίστηκε την επόμενη δεκαετία. Όταν πέθανε ο αδερφός της, την πλησίασαν οι βιογράφοι του, για να τους δώσει τις επιστολές και τις καταχωρήσεις ημερολογίου που είχε στην κατοχή της. Είναι χάρη στη Νάνερλ που γνωρίζουμε τόσες λεπτομέρειες για την πρώιμη ζωή του Βόλφγκανγκ , συμπεριλαμβανομένου του μυστηριώδους Βασιλείου του Πίσω.

Γνωρίζουμε επίσης ότι και η ίδια η Νάνερλ έγραψε μουσική, αφού ο Βόλφγκανγκ είχε επαινέσει τις συνθέσεις της σε ορισμένες από τις επιστολές του. Σε ένα γράμμα, με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1770, την ενθάρρυνε, έχοντας λάβει το τραγούδι «Ψέματα» που εκείνη είχε γράψει: «Αγαπητή μου αδερφή! Με έκπληξη ανακαλύπτω ότι μπορείς να συνθέτεις τόσο απολαυστικά. Με μια λέξη, το τραγούδι σου «Ψέματα» είναι πολύ όμορφο. Πρέπει να συνθέτεις πιο συχνά.»

Ούτε αυτό το τραγούδι ούτε καμία άλλη μουσική που έγραψε δεν έχει επιβιώσει. Πρόσφατα, όμως, ένας Αυστραλός καθηγητής μουσικής, ο Μάρτιν Τζάρβις, κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Αφού διεξήγαγε σχολαστικές επιστημονικές αναλύσεις των χειρογράφων του Μότσαρτ, ισχυρίστηκε ότι δύο από τα πέντε κοντσέρτα για βιολί του Βόλφγκανγκ, με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, μπορεί να γράφτηκαν από τη Νάνερλ.

Η Νάνερλ στα μυθιστορήματα

Δυστυχώς, πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ πώς ακουγόταν η μουσική της Νάνερλ. Και ενώ δεν υπάρχουν βιογραφίες της Μαρίας Άννας Μότσαρτ, υπήρξαν αρκετές μυθιστορηματικές μεταφορές της ζωής της, ακόμη και μια ταινία.

Το πιο πρόσφατο από αυτά τα μυθιστορήματα, και το πιο ιδιαίτερο, είναι το «Το Βασίλειο του Πίσω» (The Kingdom of Back) της Μαρί Λου. Γράφοντας από την οπτική του Νάνερλ, η Λου επικεντρώνει την ιστορία της γύρω από τον φανταστικό κόσμο που τα δύο παιδιά-θαύματα δημιούργησαν μαζί:

«Θα πρέπει να δώσουμε ένα όνομα στο βασίλειο», ανακοίνωσε ο Βόλφερλ. […] «Ας το ονομάσουμε «Το Βασίλειο του Πίσω», δήλωσε.

«Τι περίεργο όνομα», ψιθύρισα. «Γιατί;»

Ο  Βόλφερλ φαινόταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Επειδή είναι όλα ανάποδα, έτσι δεν είναι;» απάντησε. «Τα δέντρα στέκονται στα κεφάλια τους, το φεγγάρι βρίσκεται που έπρεπε να έχει ήλιο.»

ZoomInImage
Η ιστορική μυθοπλασία της Μαρί Λου, για την αδερφή του Μότσαρτ, Νάνερλ.

 

Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, πραγματικά ιστορικά γεγονότα συνυφαίνονται με έναν όλο και πιο περίτεχνο κόσμο φαντασίας, «ένα όνειρο με ομίχλη και αστέρια, πρίγκιπες των νεράιδων και βασίλισσες της νύχτας». Καθώς η «άλλη Μότσαρτ» παραγκωνίζεται από το ταλέντο του αδελφού της, το «Βασίλειο του Πίσω» αναλαμβάνει να συμβολίσει τις εσωτερικές της συγκρούσεις, αντανακλώντας τους αγώνες και τις επιθυμίες της.

Οι φανταστικές αφηγήσεις της Λου και άλλων μυθιστοριογράφων είναι η πληρέστερη εικόνα που μπορούμε να έχουμε πιθανότατα για τα επιτεύγματα και τους εσωτερικούς αγώνες της Μαρίας Άννας Μότσαρτ. Αλλά παρόλο που η ιστορία της παραμένει ένα από τα μεγάλα «Και αν…;», τα επιτεύγματα της αναγνωρίζονται επιτέλους στην εποχή μας. Δεν είναι πια ένα ξεχασμένο θαύμα.

Του Andrew Benson Brown

Ο «αστέρας» του πιάνου Λανγκ Λανγκ στο Ηρώδειο με την ΚΟΑ στις 15 Ιουλίου

Ο αδιαμφισβήτητος – όπως τον αποκαλούν οι Times – Κινέζος σούπερ σταρ του πιάνου, Λανγκ Λανγκ, εμφανίζεται στις 15 Ιουλίου στο Ηρώδειο, σε μια βραδιά της ΚΟΑ σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Στην πρώτη εμφάνιση του με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό την διεύθυνση του μυθικού Κρίστοφ Έσενμπαχ, που υπήρξε και δάσκαλός του, ο Λανγκ Λανγκ θα ερμηνεύσει το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Έντβαρντ Γκρηγκ, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η 4η Συμφωνία του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.

Lang Lang: Ο σούπερ σταρ του πιάνου για πρώτη φορά στο Ηρώδειο | Το Κουτί της Πανδώρας
Ο πολυβραβευμένος Κρίστοφ Έσενμπαχ γεννήθηκε στο κατεχόμενο Μπρέσλαου το 1940.

 

Η βραδιά υπόσχεται τεράστιο εύρος συναισθημάτων στα 88 πλήκτρα του πιάνου. Από τη μια η ερμηνεία του Κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα του Γκρηγκ, ενός έργου που όπως λέει «είναι γεμάτο φρεσκάδα, γι’ αυτό και ταιριάζει στο καλοκαίρι». Κι από την άλλη , η 4η Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, δημιουργία για τη μοιραία αναζήτηση της ευτυχίας, για την οποία συμβούλευε ο συνθέτης «αν δεν βρίσκεις στον εαυτό σου, γλέντα με την χαρά των άλλων και μπορείς ακόμα να ζήσεις».

«Ο Λανγκ Λανγκ διαθέτει έναν συνδυασμό ταλέντων και μια μοναδική προσωπικότητα» σχολιάζει ο μαέστρος. «Μουσικότητα, βαθιά κατανόηση της παρτιτούρας, απίστευτη τεχνική. Όλα αυτά, μαζί με τη χαρισματική του προσωπικότητα, τον καθιστούν έναν σπουδαίο καλλιτέχνη».

Από την πλευρά του ο Λανγκ Λανγκ έχει πει για τους ερμηνευτές: «Κατά τη γνώμη μου, ως ερμηνευτές, δεν δημιουργούμε ποτέ κάτι με την πραγματική σημασία της λέξης. Αυτό που κάνουμε, βασικά, είναι να αναδημιουργούμε το κομμάτι. Αλλά πάντα προσπαθώ να βρίσκω μια οπτική γωνία στο έργο που είναι σημαντική για μένα, που δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ της μουσικής και το στάδιο της ζωής μου στο οποίο βρίσκομαι τη συγκεκριμένη στιγμή».

Η συναυλία, πραγματοποιείται 15/7, στις 21.00, στο Ηρώδειο.

«Φινλάντια»: Ένας ύμνος στην ελευθερία και τη νίκη

Τον Δεκέμβριο του 1917, η Φινλανδία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία, έχοντας για χρόνια υπάρξει ένα «Μεγάλο Δουκάτο» της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αγωνιζόμενη να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα και τον πολιτισμό της εν μέσω πολιτικών «ρωσοποίησης». Ήταν η χρονιά που οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν τη Ρωσική Επανάσταση και η Φινλανδία δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτήν.

«Αγωνιστήκαμε 600 χρόνια για την ελευθερία μας και ανήκω στη γενιά που την πέτυχε», έγραψε ο συνθέτης Γιαν Σιμπέλιους. Η Φινλανδία, που βρισκόταν ανάμεσα στη Σουηδία και τη Ρωσία, ήταν επί αιώνες σε κατάσταση υποτέλειας. «Ελευθερία! Η “Φινλάντιά” μου είναι η ιστορία αυτού του αγώνα. Είναι το τραγούδι της μάχης μας, ο ύμνος της νίκης μας», έγραψε ο Σιμπέλιους.

Το «Φινλάντια» είχε γραφτεί ενώ ακόμα η Φινλανδία βρισκόταν υπό ρωσική κυριαρχία και ο συνθέτης Σιμπέλιους προσπάθησε να αποτυπώσει τη φινλανδική φωνή και πολιτισμό χωρίς να καταφύγει στη μίμηση λαϊκών μελωδιών.

Το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και έξω από τη χώρα. Το «Φινλάντια» έβαλε τη Φινλανδία στην παγκόσμια μουσική σκηνή, αναδεικνύοντας την καλλιτεχνική της συμβολή στον κλασικό κανόνα.

Το έργο – αρχικά γραμμένο χωρίς λόγια για ορχήστρα – συγκίνησε τόσο πολύ τους ακροατές του, ώστε έκτοτε έχει διασκευαστεί σε διάφορους ύμνους, όπως τα «Ακόμα είσαι η ψυχή μου», «Στο τραπέζι», «Χώρα των πεύκων» και «Το αποχαιρετιστήριο τραγούδι μας». Έχει θεωρηθεί ύμνος της νίκης και της ελευθερίας και ανεπίσημο εθνικό τραγούδι της Φινλανδίας.

Το θριαμβευτικό συμφωνικό ποίημα, το οποίο διαρκεί περίπου οκτώ λεπτά, εξακολουθεί να είναι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια που εκτελούνται συχνά.

Η φινλανδική ιστορία σε 7 μέρη

Το 1899, ο Γιαν Σιμπέλιους κλήθηκε να συνθέσει μουσική για την εκδήλωση «Εορτασμοί του Τύπου».

Η εκδήλωση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως εκδήλωση για τη συγκέντρωση χρημάτων για τις συντάξεις των εργαζομένων στις εφημερίδες, είχε ως σκοπό να χρηματοδοτήσει έναν ελεύθερο φινλανδικό Τύπο, ως αντίδραση στη ρωσική λογοκρισία.

Ο Σιμπέλιους συνέθεσε ένα έργο επτά μουσικών ταμπλώ που περιέγραφαν την ιστορία του έθνους, με στόχο να γράψει μουσική που οι Φινλανδοί θα αναγνώριζαν ως δική τους, χωρίς να καταφεύγει στη μίμηση της λαϊκής μουσικής.

«Δεν θα ήθελα να πω ψέματα στην τέχνη», έγραψε στη σύζυγό του, Άινο. «Αλλά νομίζω ότι τώρα βρίσκομαι στο σωστό δρόμο. Τώρα αντιλαμβάνομαι αυτές τις φινλανδικές, καθαρά φινλανδικές τάσεις, στη μουσική λιγότερο ρεαλιστικά αλλά πιο αληθινά από ό,τι πριν».

Ξεκίνησε με ένα πρελούδιο και στη συνέχεια με ένα ταμπλώ με τίτλο «Το τραγούδι του Βάιναμοϊνεν», του ημίθεου ήρωα του φινλανδικού έπους Κάλεβαλα. Το δεύτερο ταμπλώ, «Οι Φινλανδοί βαπτίζονται από τον επίσκοπο Ερρίκο», απεικονίζει την εισαγωγή του χριστιανισμού στη Φινλανδία ήδη από τον όγδοο αιώνα. Το τρίτο ταμπλώ, «Σκηνή από την Αυλή του Δούκα Γιόχαν», αναφέρεται στον ηγεμόνα της Φινλανδίας στα τέλη της δεκαετίας του 1500. Η τέταρτη ενότητα, «Οι Φινλανδοί στον τριακονταετή πόλεμο», αναφέρεται σε μία από τις πιο μακροχρόνιες συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία.

Το προτελευταίο κομμάτι, «Η Μεγάλη Εχθρότητα», αναφερόταν στη ρωσική κυριαρχία στη Φινλανδία, πριν από το θριαμβευτικό τέλος, «Η Φινλανδία ξυπνάει».

Το τελευταίο κομμάτι αποδείχθηκε πολύ πατριωτικό για να εμφανιστεί με το όνομα του εκείνη την εποχή και εκτελέστηκε με ονόματα όπως «Σκανδιναβικό χορωδιακό εμβατήριο» και «Αυτοσχεδιασμός», ώστε  να περάσει από τον ρωσικό έλεγχο.

Το έργο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές και έναν χρόνο αργότερα, εμπνευσμένος από ανώνυμες επιστολές θαυμαστών, ο Σιμπέλιους επεξεργάστηκε τα δύο τελευταία μέρη σε ένα ξεχωριστό κομμάτι με τίτλο «Finlandia».

Το τραγούδι του θριάμβου

Το «Φινλάντια» ξεκινά με δυσοίωνη διάθεση, με την πομπή των χαμηλών πνευστών να συμβολίζει τις κακουχίες και την πίεση που είχε υποστεί η Φινλανδία για τόσους αιώνες. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα δίνει σύντομα τη θέση της σε μια πανηγυρική αλλά ελπιδοφόρα μελωδία από τα ξύλινα πνευστά, που αργότερα επαναλαμβάνεται από τα έγχορδα και την υπόλοιπη ορχήστρα, καθώς η μουσική γίνεται όλο και πιο θριαμβευτική, ιδίως στο μεσαίο τμήμα «Μοτίβο της νίκης» όπου θυμίζει φανφάρα.

Λέγεται ότι ο Σιμπέλιους εμπνεύστηκε από τη θέα των δέντρων και της γαλήνιας λίμνης της περιοχής Αουλάνκο. Η μουσική είναι κατά διαστήματα επιβλητική σαν εμβατήριο, ενώ σε άλλες στιγμές γίνεται σχεδόν ιερή. Ακόμα και ακροατές μακριά από τη Φινλανδία συντονίζονται με την αίσθηση πατριωτισμού και ελευθερίας που προκαλεί η μουσική.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τη Φιλαρμονική του Ελσίνκι, με την οποία έκανε περιοδεία σε όλη την Ευρώπη, μέχρι την Παγκόσμια Έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι την ίδια χρονιά.

Το ξεσηκωτικό συμφωνικό ποίημα έχει συγκινήσει πολλούς ακροατές – οι περισσότερες ηχογραφήσεις του «Φινλάντια» περιλαμβάνουν και χορωδία, που χρησιμοποιεί συνήθως τους μελοποιημένους στίχους του ποιητή B.A. Κοσκεννιέμι.

Οι «επίσημοι» στίχοι χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1937, όταν ο τραγουδιστής της όπερας Βάινο Σόλα έβαλε λόγια στο τραγούδι. Ο Κοσκεννιέμι έγραψε μια νέα σειρά στίχων το 1939, μετά τον Χειμερινό Πόλεμο, τον οποίο διεξήγαγε η Ρωσία εναντίον της Φινλανδίας. Ο Σιμπέλιους διασκεύασε τον ύμνο για χορωδία μόλις το 1948.

Ο συνθέτης ήταν λίγο μπερδεμένος από τη δημοτικότητα του έργου του ως ύμνου. «Είναι γραμμένο για ορχήστρα. Αλλά αν ο κόσμος θέλει να το τραγουδήσει, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς», έγραψε αργότερα.

Παρουσίαση από τη Συμφωνική Ορχήστρα Shen Yun

'Finlandia,' a Hymn of Freedom and Victory, to Be Performed by Shen Yun Symphony Orchestra
Η Συμφωνική Ορχήστρα Shen Yun. (ευγενική παραχώρηση της Shen Yun Performing Arts)

 

Τον Οκτώβριο, η Συμφωνική Ορχήστρα Shen Yun (Σεν Γιουν) επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, με δύο συναυλίες στο David Geffen Hall του Κέντρου Λίνκολν.

Στη συναυλία της 22ας Οκτωβρίου, το έργο του Σιμπέλιους θα παρουσιαστεί χωρίς χορωδία – το κοινό θα έχει τη δυνατότητα να το ακούσει στην αρχική του μορφή.

Εκτός από το «Φινλάντια», το πρόγραμμα περιλαμβάνει πρωτότυπες συνθέσεις του Σεν Γιουν καθώς και  τη «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» του Ντβόρακ και το Κοντσέρτο για βιολί «Εραστές Πεταλούδων».

Ο Μίλεν Νάτσεφ θα διευθύνει την ορχήστρα, ενώ η Κάθριν Τζανγκ θα είναι η αρχιμουσικός.

Η Συμφωνική Ορχήστρα Shen Yun αποτελείται από μουσικούς που περιοδεύουν και παίζουν με τις οκτώ ομάδες χορού Shen Yun Performing Arts.

Ο κος Νάτσεφ ολοκλήρωσε τη 10η σεζόν του με το Shen Yun νωρίτερα φέτος. Έχει διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα σε γνωστές αίθουσες συναυλιών όπως το Κάρνεγκι Χολ, το Κέντρο Κένεντι, η Όπερα του Τόκιο και πολλές άλλες.

Περισσότερες πληροφορίες στο ShenYunSymphony.com.

Της Catherine Yang

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Ο Νικολάι Λουγκάνσκι σε έργα Ραχμάνινοφ στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός»

«Γρήγορα δεξιοτεχνικά περάσματα, συναίσθημα και στιβαρή τεχνική αξιοποιούνται όποτε χρειάζεται, εκείνο όμως που καθηλώνει στις ερμηνείες του Λουγκάνσκι είναι ο τρόπος του να εισχωρεί βαθιά στην ουσία, κάτω από την επιφάνεια.»

«Ένας από τους εκπληκτικότερους καλλιτέχνες της εποχής μας.»

«Πιανίστας απίστευτης ευαισθησίας που δίνει έμφαση στη μουσική και όχι στον εαυτό του.»

«Οι τεχνικές του δυνατότητες θα έκαναν την πλειονότητα των συναδέλφων του να χλωμιάσουν.»

Αυτά είναι μερικά μόνο από όσα έχει γράψει ο διεθνής Τύπος για τον βιρτουόζο σολίστ του πιάνου Νικολάι Λουγκάνσκι.

Γεννημένος το 1972 στη Μόσχα, ήταν ένα από τα παιδιά-θαύματα της μουσικής, που έπαιξε μια σονάτα του Μπετόβεν σε ηλικία 5 ετών, την οποία απομνημόνευσε απλώς ακούγοντάς την. Σπούδασε πιάνο στην Κεντρική Μουσική Σχολή της Μόσχας και στο Ωδείο της Μόσχας, με δασκάλους τους Τατιάνα Κέστνερ, Τατιάνα Νικολάιεβα και Σεργκέι Ντορένσκι.

Είναι πολλάκις βραβευμένος σε διαγωνισμούς πιάνου, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με σημαντικότερο το Ασημένιο Μετάλλιο στον Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι το 1994, όπου δεν δόθηκε το πρώτο βραβείο εκείνη τη χρονιά.

Έχει ηχογραφήσει δίσκους με αρκετές δισκογραφικές εταιρείες, με πιο πρόσφατη τη Harmonia Mundi, με την οποία έχει αποκλειστικό συμβόλαιο από το 2018. Επίσης, διδάσκει στο Ωδείο της Μόσχας.

Φέτος, επιστρέφει στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου για ένα ρεσιτάλ με έργα Ραχμάνινοφ στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».

Ο Ρώσος βιρτουόζος, που έχει συνδέσει το όνομα του με τον Σεργκέι Ραχμάνινοφ, καθώς θεωρείται από τους σημαντικότερους ερμηνευτές έργων για πιάνο του μεγάλου συνθέτη, θα ερμηνεύσει τις Παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα του Σοπέν, έργο 22, Études-Tableaux, έργο 33, Σονάτα για πιάνο αρ. 1 σε ρε ελάσσονα, έργο 28.

Το ρεσιτάλ πιάνου του Νικολάι Λουγκάνσκι πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το Έτος Ραχμάνινοφ για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη.

* * * * *

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις 20:30, στην Κεντρική Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», πλατεία Καρύτση 8, τηλ. 210 322 1917 – 5310.

Διάθεση εισιτηρίων:  www.ticketservices.gr
Πανεπιστημίου 39, τηλ. 210 7234567.

 

Ένα «Ταξίδι στον 20ο αιώνα» στο Ωδείο Αθηνών, απόψε, με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών

Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά θα μπορεί το κοινό να παρακολουθήσει τον κύκλο «Συμφωνικές βραδιές», τη σειρά συναυλιών της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών στο Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών.

Η συναυλία με τίτλο «Ταξίδι στον 20ο αιώνα» είναι η πρώτη συναυλία για τη σεζόν 2023-2024 και δίνεται στο πλαίσιο της συνεργασίας της Φιλαρμόνιας με το Ωδείο Αθηνών – συνεργασία που εγκαινιάστηκε στα τέλη του 2022 και έχει ήδη γίνει ένα σημαντικός θεσμός στα μουσικά πράγματα της Πρωτεύουσας.

Η συναυλία πραγματοποιείται απόψε, Παρασκευή 27 Οκτωβρίου, και περιλαμβάνει δύο έργα σημαντικών Ελλήνων συνθετών, του εν ζωή Δημήτρη Τερζάκη και του Πέτρου Πετρίδη (1892-1977). Στο πόντιουμ θα ανέβει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμόνιας, διακεκριμένος και διεθνούς φήμης αρχιμουσικός, Βύρων Φιδετζής. Η μελέτη, η καλλιτεχνική ερμηνεία και η προβολή του έργου των Ελλήνων συνθετών είναι ο κύριος καταστατικός στόχος της Φιλαρμόνιας από την ίδρυσή της και η ειδοποιός της διαφορά από τις άλλες ελληνικές ορχήστρες. Η Φιλαρμόνια και οι άνθρωποί της πιστεύουν ότι το έργο των δημιουργών της πατρίδας μας δεν ακούγεται και δεν προβάλλεται όσο συχνά του αξίζει.

Το 2ο Κοντσέρτο για Πιάνο του Πέτρου Πετρίδη θα ηχογραφηθεί μέσα στον Οκτώβριο στο στούντιο της ορχήστρας και θα εκδοθεί στη σειρά δίσκων ακτίνας της Φιλαρμόνιας, που αριθμεί ήδη πέντε δίσκους και ετοιμάζει άλλους πέντε. Σολίστ η Αλεξάνδρα Νομίδου. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης ένα έργο του Γάλλου συνθέτη Darius Milhaud, το Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο αρ. 1, με σολίστ τον Γιάννη Τσιτσελίκη και την 4η Συμφωνία του Honegger «Deliciae Basilenses». Κοινός παρονομαστής ο 20ος αιώνας, μία εποχή έντονων αναζητήσεων και αλλαγών στη μουσική των προηγούμενων αιώνων.

Σολίστ:

Αλεξάνδρα Νομίδου, πιάνο,

Γιάννης Τσιτσελίκης, βιολοντσέλο

Μουσική Διεύθυνση:

Βύρων Φιδετζής

Πρόγραμμα:

Δημήτρης Τερζάκης, Λάχεσις

Darius Milhaud, Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο no 1

Πέτρος Πετρίδης, Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2

Honegger, Symph. No 4, Deliciae Basilienses

ΩΔΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ

Ρηγίλλης & Βασιλέως Γεωργίου Β΄ 17-19, 106 75 Αθήνα (μετρό <Ευαγγελισμός>)
Τηλέφωνο: 210 7240673 (καθημερινές 11.00-19.00)
Fax: 210 7211530
Email: info@athensconservatoire.gr

Μ. Μπ.

Μια Σουηδή σοπράνο, ένας Αμερικανός θιασάρχης και η μεγαλύτερη περιοδεία όπερας

Σε ηλικία 9 ετών, η Γιοχάννα Μαρία Λιντ [Johanna Maria Lind] τραγούδησε ενώπιον ενός δασκάλου μουσικής για να γίνει δεκτή στο Βασιλικό Θέατρο της Στοκχόλμης, στη Σουηδία. Ο δάσκαλος δάκρυσε από την ομορφιά της νεανικής φωνής και η μικρή Λιντ έλαβε υποτροφία για να γίνει μαθήτρια του Βασιλικού Δραματικού Θεάτρου όπου έμαθε τα στοιχεία της όπερας – ηθοποιία, χορό και τραγούδι.

Το 1833, περίπου τέσσερα χρόνια μετά την αρχική ιδιωτική παράσταση, η Λιντ έδωσε άλλες 22 παραστάσεις. Η πλέον έφηβη πρωτοπόρος φωνή κινούνταν γοργά προς την κεντρική σκηνή. Το 1837, της δόθηκε το πρώτο της ετήσιο συμβόλαιο. Αλλά ήταν το 1838, που υποδύθηκε έναν από τους πρωταγωνιστικούς της ρόλους στο έργο «Der Freischütz» του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ στη Βασιλική Όπερα της Σουηδίας, που το αστέρι της εκτοξεύθηκε και ανακηρύχθηκε η «αγαπημένη του Σουηδικού κοινού».

Σύντομα, όμως, θα ήταν η αγαπημένη ολόκληρης της Ευρώπης.

ZoomInImage
Η Βασιλική Όπερα της Σουηδίας, στη Στοκχόλμη, όπου η Λιντ τραγούδησε κάποιους από τους πρώιμους ρόλους της. (Frankie Fouganthin /CC BY-SA 4.0)

 

Μια παράξενη ευκαιρία

Ενώ η έφηβη Σουηδή έκανε όνομα σε όλη την γενέτειρα χώρα της, μία παράδοξη προσφορά έγινε σε ένα νεαρό Αμερικανό μανάβη, τον Φινέας Τέιλορ Μπάρνουμ. Ένας πελάτης του τού μίλησε σχετικά με μια γυναίκα ονόματι Τζόις Χεθ, η οποία σύμφωνα με τον πελάτη ήταν 161 ετών και ήταν η νοσοκόμα του Τζορτζ Ουάσιγκτον.

ZoomInImage
Τυπωμένο έντυπο που αναφέρεται στην περίπτωση της Τζόις Χεθ.

 

Αμέσως του κίνησε την περιέργεια, έτσι ο Μπάρνουμ έσπευσε στη Μασονική Στοά στη Φιλαδέλφεια όπου η Χεθ εκτίθετο. Όταν την είδε, σκέφτηκε πως από την εμφάνιση της «θα μπορούσε κάλλιστα χαρακτηριστεί ακόμη και χιλίων ετών». Χίλια ήταν επίσης και η τιμή που ζητούσε ο ιδιοκτήτης της Χεθ, Ρ.Ο. Λίντσαιη. Ο Μπάρνουμ ο οποίος είχε μόνο 500 δολάρια, πούλησε το μερίδιο του από το μανάβικο, επέστρεψε και αγόρασε τη Χεθ. Ήταν η αρχή του παράξενου επαγγέλματος του ως «Πρίγκηψ των Αγύρτηδων».

Ισχυριζόμενος πως η Χεθ γεννήθηκε στη Μαδαγασκάρη το 1674, η διαφήμιση του Μπάρνουμ την παρουσίαζε ως «τη δούλα του Ογκουστίν Ουάσιγκτον (τον πατέρα του στρατηγού Ουάσιγκτον) και την πρώτη που έβαλε ρούχα στο νεογέννητο βρέφος, το οποίο τις μεταγενέστερες ημέρες οδήγησε του ηρωικούς πατέρες στην δόξα, τη νίκη και την ελευθερία. Για να χρησιμοποιήσω τα ίδια της τα λόγια όταν μιλούσε για τον ένδοξο Πατέρα της χώρας μας, ‘τον ανέθρεψε’».

Αυτός ο παράλογος ισχυρισμός – ή αγυρτεία – φαίνεται εξωφρενικός, παρόλα αυτά οι ακραίοι ισχυρισμοί του προσέλκυσαν πλήθη και μαζί με αυτά έσοδα, και έτσι ξεκίνησε η συλλογή του Μπάρνουμ με αξιοπερίεργα, η οποία εν συνεχεία θα σαγήνευε τη χώρα και τον κόσμο.

ZoomInImage
Φωτογραφία του Φινέα Τέιλορ Φ.Τ. Μπάρνουμ, 1851.

 

Ο Μπάρνουμ γνώριζε καλά πως τα πράγματα που προκαλούσαν έκπληξη έφερναν επίσης και κέρδη. Το 1841, ο Μπάρνουμ έκανε άλλη μια, πολύ μεγαλύτερη επένδυση, σε ακίνητα αυτή τη φορά. Για 12.000 δολάρια τότε (περίπου 392.000 ευρώ), αγόρασε το Αμερικανικό Μουσείο από τον Δρα Τζον Σκούντερ Τζούνιορ.

Το ανερχόμενο Σουηδικό αστέρι

Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η καριέρα της Λιντ επιταχυνόταν. Το 1840, διορίστηκε τραγουδίστρια της Αυλής από τον Βασιλιά Κάρολο Γιόχαν ΙΕ΄, και έγινε επίσης μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής της Σουηδίας. Η Λιντ μελέτησε υπό την καθοδήγηση του καταξιωμένου Μανουέλ Πατρίθιο Ροντρίγκεζ Γκαρθία στο Ωδείο του Παρισιού και όχι μόνο το τραγούδι της τελειοποιήθηκε, αλλά κατά την διάρκεια των 11 μηνών, πιστεύεται πως ο Γκαρθία έσωσε τη φωνή της από μόνιμη βλάβη.

ZoomInImage
Στην Τζένι Λιντ αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «Σουηδικό Αηδόνι», μετά από την πρώτη της ευρωπαϊκή περιοδεία.

 

Το 1844, της ζητήθηκε να τραγουδήσει για τη στέψη του Όσκαρ Α΄ στον Καθεδρικό Ναό της Στοκχόλμης. Αυτή ήταν επίσης η χρονιά που η νεαρή σοπράνο έκανε περιοδεία έξω από τη Σουηδία. Τα επόμενα χρόνια, έδωσε παραστάσεις στη Γερμανία, την Αυστρία και την Αγγλία, αφιερώνοντας αρκετούς μήνες για να μάθει γερμανικά για τις παραστάσεις της στο Βερολίνο. Είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Νόρμα» του Βινσέντζο Μπελλίνι τον Δεκέμβρη του 1844 στην Όπερα του Βερολίνου και ακολούθησε η παράσταση του Τζακόμο Μάιερμπεερ «Ein Feldlager in Schlesien» με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Βιέλκα. Αυτή την περίοδο, γνώρισε τον Φέλιξ Μέντελσον, έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες, και οι δυο τους ήταν πολύ κοντά έως τον θάνατό του το 1847.

Μετά το βιεννέζικο ντεμπούτο της στη «Νόρμα», το κοινό ήταν τόσο ερωτευμένο με τις παραστάσεις της που έγινε υποχρεωτική η χρήση συνοδείας από έφιππους αστυνομικούς για να φύγει από το θέατρο. Όταν έφτασε στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1847, ήταν πλέον γνωστή στην Ευρώπη ως το «Σουηδικό Αηδόνι». Αποδείχθηκε πολύ ταιριαστό ψευδώνυμο. Όταν έκανε το ντεμπούτο της στο Θέατρο της Αυτού Μεγαλειότητας Της ως Αλίκη στο έργο του Μάιερμπεερ «Robert le Diable», ξεπέρασε κάθε προσδοκία, όπως σημείωσε ένας κριτικός.

«Είναι αδύνατον με τη χρήση της ανθρώπινης γλώσσας να μεταφέρουμε το πώς πραγματικά είναι η φωνή της Τζένι Λιντ, επειδή είναι τόσο υπέρμετρα όμορφη – τόσο ανώτερη από οποιαδήποτε φωνή – καθώς συνδυάζει την τελειότητα όλων των φωνών, δεν υπάρχει κάποιο μέτρο με το οποίο να μπορεί να συγκριθεί», έγραψε ο κριτικός της όπερας. «Στην πραγματικότητα, συνιστά από μόνη της μέτρο σύγκρισης.»

Ήταν η αρχή μιας διετούς καριέρας στο Λονδίνο.

Ένα παλάτι και μια συνταξιοδότηση

Καθώς η Λιντ είχε γίνει το «Σουηδικό Αηδόνι» της Ευρώπης, ο Μπάρνουμ είχε γίνει ο «μεγαλύτερος θιασάρχης» της Αμερικής. Το Αμερικανικό Μουσείο του Μπάρνουμ είχε γίνει, και θα παρέμενε για τα επόμενα χρόνια, η μεγαλύτερη ατραξιόν της Νέας Υόρκης, φτάνοντας να διαθέτει περίπου 850.000 αξιοπερίεργα εκθέματα. Οι ευρωπαϊκές περιοδείες του Μπάρνουμ ενίσχυσαν τη δημοτικότητα των παραστάσεων του, καθώς ταξίδεψε στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Αγγλία το 1844, και συναντήθηκε με τις βασιλικές οικογένειες σε κάθε μια από αυτές τις χώρες.

Η επιχειρηματική του ζωή είχε γίνει ένα πορτραίτο παράξενης υπερβολής, και γιατί όχι και η ζωή του στο σπίτι; Τι καλύτερος τρόπος από το να εκθέσει την παράξενη υπερβολή του από το να αντικατοπτρίσει τις υπερβολές που συνάντησε κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής του περιοδείας; Το 1846, εμπνευσμένος από το Βασιλικό Περίπτερο του Βασιλιά Γεωργίου Δ΄, ο Μπάρνουμ προσέλαβε έναν αρχιτέκτονα για να σχεδιάσει ένα σινο-τουρκικό παλάτι, το οποίο ύστερα από δυο χρόνια θα αποτελούσε την νέα του έπαυλη στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ, επονομαζόμενη Ιρανιστάν. Το σπίτι του θα λειτουργούσε και ως ατραξιόν, καθώς οι άνθρωποι συχνά επισκέπτονταν το σπίτι και τις γύρω περιοχές. «Οι πύλες είναι μόνιμα ανοιχτές και όταν ο καιρός είναι καλός οι επισκέπτες μπορούν, σχεδόν κάθε στιγμή, να οδηγήσουν ή να περπατήσουν στην περιοχή αυτού του επίγειου παραδείσου», ανέφερε ο Νιου Γιορκ Χέραλντ (New York Herald).

ZoomInImage
Χαρακτικό από βιβλίο που απεικονίζει το Ιρανιστάν, κατοικία του Φ.Τ. Μπάρνουμ στο Μπρίτζπορτ, Κονέκτικατ το 1848.

 

Αυτό το «ασιατικό παλάτι της Αμερικής», με το πάρτι εγκαινίων του το Νοέμβρη του 1848, ολοκληρώθηκε ενώ η Λιντ προετοιμαζόταν για την τρίτη σεζόν στο Θέατρο της Αυτού Μεγαλειότητός Της, η οποία θα κορυφώνονταν με την «τελευταία παράσταση όπερας της δεσποινίδος Τζένι Λιντ» στις 10 Μαΐου 1849. Ήταν μετά από αυτή την παράσταση που η Λιντ ανακοίνωσε την απόσυρσή της. Η Βασίλισσα Βικτώρια, η οποία την παρακολούθησε, της χάρισε ένα αηδόνι στολισμένο με πολύτιμους λίθους.

Αν και η Ευρώπη τιμούσε την ένδοξη καριέρα της Λιντ, το όνομα της μετά βίας ακουγόταν στο αμερικάνικο κοινό. Το 1849, ήταν άγνωστη στις ΗΠΑ. Το 1850, όμως, αυτό θα άλλαζε δραματικά.

Η αρχή της ‘λιντομανίας’

Ο Μπάρνουμ, γνωρίζοντας για την απόσυρση της Λιντ, έστειλε έναν αντιπρόσωπο σε αυτήν με μια πρόσκληση. Η εικόνα στο πάνω μέρος του γράμματος ήταν αυτή του Ιρανιστάν. Η εικόνα κέντρισε το ενδιαφέρον της, αλλά ήταν η πρότασή του που την έπεισε να έρθει στην Αμερική. Αντίθετα με τις πολλές άλλες προτάσεις για περιοδείες που είχε λάβει αφού αποσύρθηκε, του Μπάρνουμ ήταν η πιο γενναιόδωρη. Μέσα από διαπραγματεύσεις, ο Μπάρνουμ συμφώνησε να προσλάβει τον διευθυντή της ορχήστρας της, τον συνθέτη της, τον πιανίστα της και την 60μελή της ορχήστρα, καθώς και να πληρώσει τα έξοδα τους για το Α΄ κατηγορίας ταξίδι τους. Η Λιντ θα λάμβανε 1.000 δολάρια για κάθε παράσταση (περίπου 37.000 ευρώ με σημερινά χρήματα). Η Λιντ συμφώνησε με την προσφορά του Μπάρνουμ και υπέγραψε συμβόλαιο διάρκειας 18 μηνών, με τον όρο πως κάθε μέλος της συμφωνίας μπορούσε να λήξει το συμβόλαιο νωρίτερα αν ήθελε.

Ο Μπάρνουμ, όπως ήταν γνωστό, αμέσως άρχισε να διαφημίζει την άφιξη του «Σουηδικού Αηδονιού» στις ακτές της Αμερικής. Δεν διαφήμιζε μονάχα τις ικανότητες της στο τραγούδι και τη φήμη της ως το μεγαλύτερο αστέρι της Ευρώπης, αλλά και το φιλανθρωπικό της πνεύμα, δηλώνοντας πως η Λιντ «θεωρεί της υψηλές καλλιτεχνικές της δυνάμεις ως ένα δώρο από τον ουρανό, για την αγαλλίαση των βασάνων και των δυστυχιών, και πως η κάθε σκέψη και πράξη της είναι φιλάνθρωπη».

ZoomInImage
Η αφίσα του Φ.Τ. Μπάρνουμ για την αμερικανική περιοδεία της Τζένι Λιντ. Από τη συλλογή του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ. (Chemical Engineer /CC BY-SA 4.0)

 

Ο Μπάρνουμ βομβάρδισε τις πόλεις της Αμερικής με συνεχείς διαφημίσεις, περιλαμβανομένου ενός πολύ έξυπνου κόλπου στην εφημερίδα New York Daily Tribune, στην οποία έγραψε ένα γράμμα υποδυόμενος τον συνθέτη της Λιντ, Ιούλιο Μπένεντικτ. Το γράμμα δήλωνε πως «η δεσποινίς Λιντ ανυπομονεί να δώσει ένα καλωσόρισμα στην Αμερική με τη μορφή ενός εθνικού τραγουδιού, το οποίο, αν μπορέσω να αποκτήσω το ποίημα ενός από τους πρώτης τάξεως λογοτέχνες σας, θα το μετατρέψω σε μουσική, την οποία και θα τραγουδήσει». Το έργο του ποιητή της Φιλαδέλφειας Μπάγιαρντ Τέιλορ επιλέχτηκε από 700 συμμετοχές και ως αρχικό μουσικό κομμάτι έγινε το αγαπημένο της περιοδείας.

Τον καιρό που το καράβι της Λιντ έφτασε το λιμάνι της Νέας Υόρκης την 1η Σεπτεμβρίου 1850, η ιδιοφυής διαφημιστική καμπάνια του Μπάρνουμ ήταν σε πλήρη ανάπτυξη και η ‘λιντομανία’ σε πλήρη εξέλιξη. Περίπου 30 με 40 χιλιάδες άτομα έφθασαν στο λιμάνι για να υποδεχθούν τη Λιντ. Η πρώτη της παράσταση προγραμματίστηκε για τις 11 Σεπτεμβρίου στο Castle Garden, και προηγήθηκε της Μεγάλης Δημοπρασίας Εισιτηρίων της Εναρκτήριας Παράστασης της Τζένι Λιντ. Η παράσταση, που ήταν sold-out, ήταν απλά το πρελούδιο για τις σχεδόν 100 παραστάσεις που δόθηκαν σε περισσότερες από 15 πόλεις στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Έδωσε παραστάσεις ακόμα και στην Αβάνα της Κούβας.

ZoomInImage
Το Castle Garden στη Νέα Υόρκη ήταν το μέρος της πρώτης παράστασης της Τζένι Λιντ στην Αμερική.

 

Το μάρκετινγκ του Μπάρνουμ άνοιξε τον δρόμο για την άφιξη της Λιντ σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες συνωστίζονταν σε οποιαδήποτε πόλη σταματούσε το τραίνο της Λιντ. Η εικόνα του Σουηδικού Αηδονιού βρισκόταν σχεδόν παντού, καθώς οι έμποροι κατασκεύαζαν και πουλούσαν «από πούρα Τζένι Λιντ έως σταντ ραπτικής, γάντια, φουλάρια, καπέλα και αρώματα».

Αγάπη και αποχωρισμός

Κατά τη διάρκεια της περιοδείας, ο Μπένεντικτ επέστρεψε στο Λονδίνο και αντικαταστάθηκε από τον Όττο Γκόλντσμιντ, έναν μαθητή του Μέντελσον. Η Λιντ και ο Γκόλντσμιντ έτρεφαν στοργή ο ένας για τον άλλο πολύ πριν την άφιξή του. Καθώς η περιοδεία έφτανε στο τέλος της, ο Γκόλντσμιντ, που ήταν Εβραίος, προσηλυτίστηκε και βαφτίστηκε τον Δεκέμβριο του 1851. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στη Βοστώνη στις 5 Φεβρουαρίου 1852. Αυτό το ρομαντικό τέλος επέδειξε πως η Αμερικανική περιοδεία ήταν επιτυχής με πολλούς τρόπους. Στην πραγματικότητα, ο Μπάρνουμ σιγουρεύτηκε πως η επιτυχία θα απέδιδε περισσότερο κέρδος στη Λιντ παρά σε αυτόν με το να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του συμβολαίου νωρίτερα στην αρχή της περιοδείας ώστε η Λιντ να μπορεί να λαμβάνει μερίδιο από κάθε της παράσταση.

Η περιοδεία απέδωσε περίπου 700.000 δολάρια (περίπου 26 εκατομμύρια ευρώ με σημερινά δεδομένα), με την τελική παράσταση να λαμβάνει χώρα στις 24 Μαΐου 1852 στο Castle Ground. Πέντε ημέρες αργότερα, στις 29 Μαΐου 1852, η Λιντ θα έπλεε από την Νέα Υόρκη πίσω στην Ευρώπη, έχοντας κατακτήσει τις καρδιές των Αμερικανών φιλόμουσων.

Του Dustin Bass

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε