Τετάρτη, 30 Απρ, 2025

Danish String Quartet: Σοστακόβιτς, με βλέμμα από τον Βορρά

Με αφετηρία τη Βόρεια Ευρώπη και φήμη που ξεπερνά τα σύνορα της ηπείρου, οι τέσσερις μουσικοί του δανέζικου κουαρτέτου εγχόρδων καταθέτουν μια ερμηνεία βαθιάς ενσυναίσθησης, εκφραστικής ισορροπίας και αυθεντικής δεξιοτεχνίας.

Στην εμφάνισή τους στο Μέγαρο Μουσικής, την Πέμπτη 8 Μαΐου, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, αναμένεται να φωτίσουν τις εσωτερικές αντιφάσεις και την ψυχική ένταση ενός από τους πιο πολυσήμαντους συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως πληροφορούν οι διοργανωτές.

Όλα ξεκίνησαν σε μια παιδική κατασκήνωση στην εξοχή της Δανίας, όπου τρεις νεαροί έφηβοι συνδέθηκαν με δεσμούς φιλίας, χάρη στην κοινή τους αγάπη για τη μουσική και το ποδόσφαιρο. Αρχικά, ξεκίνησαν να παίζουν μαζί μουσική. Αργότερα, όταν πια ήταν συμφοιτητές στη Μουσική Ακαδημία της Κοπεγχάγης, στην παρέα τους προστέθηκε και ένας Νορβηγός βιολοντσελίστας. Χωρίς να το επιδιώξουν, είχαν ήδη γίνει ένα κουαρτέτο που τα επόμενα χρόνια έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο δυναμικά σύνολα μουσικής δωματίου της Ευρώπης.

Εξαιτίας του παρουσιαστικού τους, συχνά τους παρομοιάζουν με τους Βίκινγκς. Το παίξιμό τους, ωστόσο, διαθέτει όλη την ευαισθησία, την τονική ακρίβεια, τη φαντασία και την εκφραστικότητα που απαιτεί το ρεπερτόριο που ερμηνεύουν· κινούνται με την ίδια άνεση από τον Χάυντν στον Σοστακόβιτς, χωρίς να διστάζουν να προτείνουν στο κοινό δικές τους, λόγιες προσεγγίσεις στις μουσικές παραδόσεις της Σκανδιναβίας, κάτι που θα πράξουν και στο Μέγαρο, σε μια συναυλία που αναμένεται με ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Πρόγραμμα

Dmitri Shostakovich

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 3 σε φα μείζονα, έργο 73
Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 4 σε ρε μείζονα, έργο 83
Παραδοσιακή μουσική της Σκανδιναβίας

Danish String Quartet

Βιολί Ι Frederik Øland Rune, Tonsgaard Sørensen
Βιόλα Ι Asbjørn Nørgaard
Βιολοντσέλο Ι Fredrik Schøyen Sjölin

Η συναυλία του Danish String Quartet θα δοθεί την Πέμπτη 8 Μαΐου, ώρα 20:30, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του Μεγάρου.

 

«That’s What I Love About Sunday»: Ένα τραγούδι για την κυριακάτικη ραστώνη και την τέχνη του ευ ζην

Η Κυριακή είναι ίσως η σημαντικότερη ημέρα της εβδομάδας στον αμερικανικό Νότο. Εκφράσεις όπως «πιο αργός κι από την Κυριακή» φανερώνουν την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει ο τόπος στον χαλαρό ρυθμό της συγκεκριμένης ημέρας. Συνήθειες όπως οι κυριακάτικες βόλτες με το αυτοκίνητο έχουν μετατραπεί σε σύμβολα ενός τρόπου ζωής που κινείται με ήπιους ρυθμούς.

Το 2005, ο τραγουδιστής της κάντρι Κραιγκ Μόργκαν κυκλοφόρησε ένα τραγούδι που απέδωσε ιδανικά τη φιλοσοφία χαλάρωσης στο τέλος του σαββατοκύριακου. Το κομμάτι του «That’s What I Love About Sunday» («Αυτό που μου αρέσει στις Κυριακές») βρήκε πλατιά ανταπόκριση, θυμίζοντας στο κοινό ότι μια ανάσα, μια μικρή ανάπαυλα αφιερωμένη στις απλές χαρές, δεν είναι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία.

Μετά από 25 χρόνια επιτυχημένης πορείας, ο Κραιγκ Μόργκαν παραμένει ένας από τους πιο εργατικούς καλλιτέχνες της κάντρι μουσικής βιομηχανίας. Οι ιστορίες που αφηγείται μέσα από τη μουσική του επικεντρώνονται πάντα στις καθημερινές στιγμές και στο πώς αυτές ομορφαίνουν τη ζωή μας.

 Καταρρίπτοντας ρεκόρ

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Billboard το 2013, ο Μόργκαν χαρακτήρισε το «That’s What I Love About Sunday» ως «ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια της καριέρας του». Το ξεκίνημα έγινε το 2000 στην Atlantic Records, όμως λίγο καιρό αργότερα η εταιρεία διέκοψε τις εργασίες της στο Νάσβιλ. Δύο χρόνια μετά, ο Μόργκαν υπέγραψε στην ανεξάρτητη δισκογραφική Broken Bow Records, όπου γνώρισε επιτυχία με πολλά τραγούδια, όπως τη συγκινητική μπαλάντα «Almost Home», μία ιστορία για έναν περαστικό που παρεμβαίνει καθώς ένας άστεγος ζει τις τελευταίες στιγμές του ενθυμούμενος την ανέμελη εποχή της παιδικής του ηλικίας.

Ένθετο από το άλμπουμ του Κραιγκ Μόργκαν «My Kind of Livin’» (2005), και τους στίχους του τραγουδιού «That’s What I Love About Sunday». (Internet Archive/Public Domain)

 

Από όλα τα κομμάτια που κυκλοφόρησε, το «That’s What I Love About Sunday» είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία στη Broken Bow. Ήταν το πρώτο τραγούδι ανεξάρτητης εταιρείας που έφτασε στο Νο.1 μετά το 2000, ενώ ο Μόργκαν έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης της εταιρείας που σημείωσε Νο.1 επιτυχία. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, ήταν το τραγούδι με τις περισσότερες ραδιοφωνικές μεταδόσεις στις ΗΠΑ το 2005.

Οι μικρές στιγμές που μας δίνουν χαρά

Παρότι ο ίδιος ο Μόργκαν γράφει συχνά δικά του τραγούδια, το «That’s What I Love about Sunday» είναι δημιούργημα των στιχουργών Άνταμ Ντόρσεϋ και Μαρκ Νάρμορ, οι οποίοι εμπνεύστηκαν τη γενική ιδέα του τραγουδιού κατά τη διάρκεια ενός γεύματος σε κινέζικο εστιατόριο.

Όπως συμβαίνει συχνά στην κάντρι μουσική, οι στίχοι του τραγουδιού ζωντανεύουν έντονες εικόνες: η κυριακάτικη λειτουργία, οικογενειακά γεύματα και παιχνίδια ποδοσφαίρου μεταξύ φίλων. Μερικοί στίχοι αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα, όπως η «γλυκιά κυρία Μπέττυ» που αν και φάλτσα, σιγοτραγουδά πάντα στην εκκλησία.

Λυσιέν Σάιμον, «Συνομιλία στο λυκόφως», 19ος αιώνας. Nationalmuseum, Στοκχόλμη, Σουηδία. (Public Domain)

 

«Γλυκιά κυρία Μπέττυ, μ’ αρέσει που τραγουδάς φάλτσα απ’ το πίσω στασίδι.»

Άλλοι χαρακτήρες είναι προϊόν φαντασίας, όπως ένα ζημιάρικο παιδί της γειτονιάς που συνοδεύει την οικογένεια Μάρτιν στην εκκλησία.

«Να, οι Μάρτιν φτάνουν ξανά / με ‘κείνο το παλιόπαιδο με τις φακίδες / που ‘σπασε το παράθυρο πριν μία εβδομάδα.»

Ο Μαρκ Νάρμορ, μιλώντας στο μουσικό site Country Music Notes, εξήγησε πως κάποιες λεπτομέρειες της ιστορίας βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά από την παιδική του ηλικία.

«Η μητέρα μου ονομάζεται Μπέττυ… ενώ το παιδί που έσπασε το παράθυρο είναι εμπνευσμένο από ένα επεισόδιο όταν ήμουν περίπου 10 χρονών. Οι καλύτεροί μας οικογενειακοί φίλοι λέγονται πράγματι Μάρτιν, αν και δεν έχουν ένα τέτοιο παιδί!»

Σε συνέντευξη του 2007 στον Κραιγκ Χέηβιγκχερστ του Billboard, ο Μόργκαν εξήγησε γιατί η θεματολογία των τραγουδιών του αφορά συνήθως την καθημερινότητα: «Οι ακροατές λένε πως δίνω μεγάλη σημασία στα μικροπράγματα της ζωής. Και πράγματι, αυτός είμαι εγώ. Αυτές οι απλές στιγμές, όπως το άρωμα του φρεσκοκομμένου γρασιδιού, είναι που με εκφράζουν. Αυτός είναι και ο πυρήνας του ‘Sunday’».

Συναισθηματική σύνδεση με το κοινό

Αν και το τραγούδι του Μόργκαν αναδεικνύει την αξία του ελεύθερου χρόνου, η δημοτικότητά του τον οδήγησε σε ένα πυκνό πρόγραμμα εμφανίσεων. Στην αυτοβιογραφία που εξέδωσε το 2022, ο καλλιτέχνης αφηγείται τις εμπειρίες του ως μουσικός, βετεράνος στρατιωτικός, αλλά και οικογενειάρχης.

Θέματα που απαντούν συχνά στη μουσική του, όπως ο πατριωτισμός και η πίστη, είναι επίσης παρόντα στο βιβλίο. Αφιερώνει μέρος της ιστορίας στη μνήμη του γιου του Τζέρι, ο οποίος έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2016 σε ηλικία μόλις 19 ετών. Παρόλο που η μουσική του είναι ήπια κατά κανόνα, οι θαυμαστές του εκτιμούν εδώ και καιρό την ικανότητά του να αντιμετωπίζει σκληρά θέματα.

Παρά τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και τη δική του εργατικότητα, η επιτυχία του Μόργκαν τονίζει τη σημασία τού να αφιερώνουμε χρόνο σε στιγμές ηρεμίας, καθημερινά ή τουλάχιστον κάθε Κυριακή – μια συμβουλή πολύτιμη σε κάθε περίοδο και σε κάθε τόπο.

 

Οι παθιασμένοι έρωτες του Εκτόρ Μπερλιόζ

Ο Εκτόρ Μπερλιόζ είχε μια αθεράπευτα συναισθηματική προσωπικότητα. Καταθλιπτικός και δοσμένος σε ανεκπλήρωτους έρωτες, ταίριαζε απόλυτα στο στερεότυπο του ρομαντικού καλλιτέχνη. Ο έρωτάς του για μία γυναίκα ενέπνευσε και τη σπουδαιότερη σύνθεσή του, τη «Φανταστική Συμφωνία».

Ο πρώτος έρωτας

Ο Μπερλιόζ ερωτεύτηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 12 ετών μια γειτόνισσα με ροζ παπούτσια, την Εστέλ Ντιμπέφ. Δεκαοκτώ ετών εκείνη, φυσικά τον απέρριψε και παντρεύτηκε κάποιον άλλον. Ο Μπερλιόζ δεν μπορούσε να την ξεχάσει και για παρηγοριά στράφηκε στη μουσική, μαθαίνοντας φλάουτο και μελετώντας αρμονία.

Τα πρώτα έργα του ήταν εμπνευσμένα από την Εστέλ: έγραψε δύο κουιντέτα, τα οποία αργότερα έκαψε. «Σχεδόν όλες οι μελωδίες μου ήταν στην ελάσσονα», έγραψε για το μελαγχολικό του ύφος. «Ένα μαύρο πέπλο κάλυπτε τις σκέψεις μου.»

Η μούσα του Μπερλιόζ

Ο πρώτος έρωτας του Μπερλιόζ μετατράπηκε σε ένα ιδανικό στο μυαλό του. Συνέθεσε και μια όπερα, την «Estelle et Némorin», την οποία επίσης έκαψε. Στη συνέχεια, λίγα χρόνια αργότερα, η προσοχή του στράφηκε αλλού.

Το 1827, ο Μπερλιόζ παρακολούθησε μια παράσταση του «Άμλετ» στο Παρίσι. Αργότερα θα χαρακτήριζε αυτή τη στιγμή ως «το υπέρτατο δράμα της ζωής του». Ο λόγος; Η Ιρλανδή ηθοποιός που έπαιζε την Οφηλία.

ZoomInImage
Η Χάρριετ Σμίθσον ως Οφηλία. (Public Domain)

Η Χάρριετ Κόνστανς Σμίθσον, τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Μπερλιόζ, δεν θεωρούνταν πρώτης τάξεως ηθοποιός. Ξέχασε ακόμη και τα λόγια της κατά τη διάρκεια της σκηνής της τρέλας. Βιώνοντας ένα κενό μνήμης, διέσχισε τη σκηνή ζαλισμένη, ξέσπασε σε δάκρυα αφού ξεκίνησε ένα τραγούδι και έπειτα αποχώρησε.

Ο Μπερλιόζ δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι κάτι γινόταν λάθος – δεν ήξερε καθόλου αγγλικά και δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα από το έργο. Είχε συγκλονιστεί όμως από τη συναισθηματική δύναμη της ερμηνείας της Σμίθσον και από την τρεμάμενη φωνή της.

Παθιασμένος, περιπλανήθηκε στην παρισινή ύπαιθρο μέχρι που έπεσε τόσο εξαντλημένος ώστε αποκοιμήθηκε εκεί που έπεσε. Έστελνε λουλούδια στη Σμίθσον και έγραφε γράμματα στα οποία εκείνη δεν απαντούσε ποτέ. Νοίκιασε μάλιστα ένα διαμέρισμα απέναντι από τη Χάρριετ για να είναι κοντά της.

Η «Φανταστική Συμφωνία»

Αυτή η εμμονή οδήγησε τον Μπερλιόζ να συνθέσει το magnum opus του, τη «Φανταστική Συμφωνία». Ήταν, ουσιαστικά, μια περίτεχνη προσπάθεια να προσεγγίσει τη Σμίθσον. Συνέχισε να της στέλνει επιστολές, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις προτάσεις του και δεν παρευρέθηκε στην πρεμιέρα της συμφωνίας το 1830.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Μπερλιόζ οργάνωσε μια δεύτερη πρεμιέρα στο Παρίσι. Έτυχε, δύο μέρες πριν, να συναντήσει στο κατάστημα του εκδότη του έναν Άγγλο που ήταν στενός φίλος της Σμίθσον. Μέσω αυτής της σχέσης, ο Μπερλιόζ κανόνισε να έρθει η Χάριετ στη συναυλία.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1832, η Σμίθσον πήρε τη θέση της σε ένα θεωρείο δίπλα στην ορχήστρα. Προσπάθησε να αγνοήσει το κοινό που, για κάποιο λόγο, την κοιτούσε συνεχώς και ψιθύριζε. Διάβασε τον τίτλο του προγράμματος: «Φανταστική Συμφωνία: Ένα επεισόδιο στη ζωή ενός καλλιτέχνη» και ήταν προφανώς το μόνο άτομο εκεί που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν η ηρωίδα αυτού του ‘επεισοδίου’. Τότε, ο Μπερλιόζ εμφανίστηκε στο κοίλο της ορχήστρας, λίγα μόλις μέτρα μακριά της. Αν και είχε ξεχάσει το όνομά του, αναγνώρισε το πρόσωπό του.

«Αυτός είναι σίγουρα», αυτός που της έστελνε όλα εκείνα τα γράμματα, σκέφτηκε η Χάρριετ. «Ο καημένος ο νεαρός, σίγουρα θα με έχει ξεχάσει. Το ελπίζω.»

ZoomInImage
Σελίδα από τη χειρόγραφη παρτιτούρα της «Φανταστικής Συμφωνίας». (Public Domain)

Η «Φανταστική Συμφωνία» είναι κεντρική για την ανάπτυξη της «μουσικής προγράμματος» – της οργανικής μουσικής που αφηγείται μια ιστορία. Παρόλο που στο ίδιο το έργο δεν ακούγονται λόγια, ο Μπερλιόζ έγραψε σημειώσεις που έδινε στο κοινό.

Η Χάρριετ πιθανότατα θα διάβαζε το κείμενο που συνοδεύει το πρώτο μέρος: «Ο συγγραφέας φαντάζεται ότι ένας νεαρός μουσικός […] βλέπει για πρώτη φορά μια γυναίκα που ενώνει όλες τις χάρες του ιδανικού προσώπου που ονειρευόταν η φαντασία του και την ερωτεύεται απεγνωσμένα».

Η «idée fixe» – η εμμονή

Τα επόμενα μέρη της «Συμφωνίας» περιγράφουν λεπτομερώς τις μελαγχολικές ονειροπολήσεις και τα οράματα του καλλιτέχνη, που προκύπτουν από τη δηλητηρίαση με όπιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια, η «αγαπημένη εικόνα» επανέρχεται στο μυαλό του καλλιτέχνη ως μουσική ιδέα, ως «idée fixe».

Ουσιαστικά ένα καθοδηγητικό μοτίβο, στο πρώτο μέρος, η «idée fixe» αρχίζει ως μια σαρωτική μελωδία. Στο δεύτερο μέρος, μετατρέπεται σε βαλς με ρυθμούς που υποδηλώνουν την εσωτερική πάλη του καλλιτέχνη. Στο τρίτο μέρος, η εμμονή επιστρέφει σε αργό ρυθμό παιγμένο από σόλο φλάουτο και βιολιά, εκφράζοντας ένα μείγμα ελπίδας και θλίψης. Στο τέταρτο μέρος, ο καλλιτέχνης, ονειρευόμενος ότι έχει σκοτώσει την αγαπημένη του, οδηγείται στο ικρίωμα. Η «idée fixe» εμφανίζεται για λίγο, παιγμένη από σόλο κλαρινέτο, αντιπροσωπεύοντας τις τελευταίες του σκέψεις. Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος, για την κηδεία του συγκεντρώνεται μια ομάδα μαγισσών. Η εμμονή επιστρέφει για μια τελευταία φορά, και πάλι παιγμένη από το κλαρινέτο, αλλά τροποποιημένη ως μια χυδαία χορευτική μελωδία.

Η Χάρριετ πρέπει να αισθανόταν όλο και πιο άβολα καθώς προχωρούσε η εκτέλεση και καθώς σταδιακά συνέδεε τα διάφορα κομμάτια. Ο Μπερλιόζ δεν αρκούνταν στο να υπαινίσσεται απλώς το πάθος του μέσω της μουσικής και των συνοδευτικών σημειώσεων. Μετά το διάλειμμα, εκτελέστηκε ένα άλλο έργο, το «Lélio», που γράφτηκε ως συνέχεια της «Συμφωνίας».

Σε αντίθεση με το προηγούμενο έργο, αυτό είχε λόγια. Ένας ηθοποιός απήγγειλε: «Αχ, μακάρι να μπορούσα να τη βρω, αυτή την Ιουλιέττα, αυτή την Οφηλία που η καρδιά μου πάντα αναζητά!» Ακολουθούσε μια περίτεχνη περιγραφή, η οποία εμβάθυνε στην επιθυμία του Μπερλιόζ να «κοιμηθεί τον τελευταίο του ύπνο στην αγαπημένη της αγκαλιά».

Ο έρωτας της ύστερης ζωής

Την επομένη της παράστασης, ο Μπερλιόζ έλαβε την άδεια να επισκεφθεί τη Χάρριετ. Παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. Όπως συμβαίνει συχνά με τα υψηλά ιδεώδη, η πραγματικότητα τού να είναι με τη Σμίθσον, δεν ανταποκρινόταν στο όνειρο.

Τα προβλήματα άρχισαν πριν από το γάμο. Όταν η Σμίθσον εξέφρασε αμφιβολίες για το γάμο της με τον Μπερλιόζ, εκείνος ήπιε δηλητήριο, αλλά «οι διαμαρτυρίες της για αγάπη και θλίψη επανέφεραν την επιθυμία του για ζωή», όπως έγραψε σε έναν φίλο του. «Πήρα ένα εμετικό, ήμουν άρρωστος τρεις μέρες και είμαι ακόμα ζωντανός!»

Η Χάριετ εγκατέλειψε τον Μπερλιόζ μετά από 10 χρόνια, ύστερα από μια σχέση που είχε με την τραγουδίστρια της όπερας Μαρί Ρέτσιο. Όταν η Σμίθσον πέθανε, ο Μπερλιόζ παντρεύτηκε τη Ρέτσιο, το 1854. Μετά τον θάνατο της Ρέτσιο το 1862, ο Μπερλιόζ προσπάθησε να εντοπίσει την πρώτη του αγάπη, την Εστέλ Ντιμπέφ. Έμαθε ότι ζούσε ακόμη, τώρα χήρα με το επώνυμο Φορνιέ.

ZoomInImage
Πορτρέτο της Μαρί Ρέτσιο, από φωτογραφία που τραβήχτηκε στο Παρίσι. (Public Domain)

Όταν εμφανίστηκε μια μέρα στην πόρτα της Εστέλ, τον υποδέχτηκε «μια γεροδεμένη γριά κυρία ντυμένη στα μαύρα, με ένα λευκό καπέλο δεμένο κάτω από το πηγούνι της». Παρόλο που ο χρόνος δεν είχε σταθεί καλός μαζί της, ο παθιασμένος ιδεαλισμός του Μπερλιόζ παρέμεινε αμείωτος και είδε «την εκθαμβωτική ομορφιά» της προηγούμενης νιότης της.

Η Εστέλ δεν τον αναγνώρισε. Αφού ξαναγνωρίστηκαν, ωστόσο, είπε ότι είχε διαβάσει τη βιογραφία του. Ο Μπερλιόζ απέρριψε τον συγκεκριμένο τόμο και υποσχέθηκε να της στείλει την αυτοβιογραφία που έγραφε. Όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν, την κοίταξε με «πεινασμένα μάτια» και της φίλησε το χέρι. Εκείνη απέρριψε τις ρομαντικές του προτάσεις, αλλά συμφώνησε να την επισκεφθεί ξανά.

Καθώς ο Μπερλιόζ πέθανε έχοντας κάνει περιουσία, στη διαθήκη του άφησε στη φτωχή Εστέλ, την πρώτη και τελευταία του αγάπη, μια πρόσοδο 1.600 φράγκων. Έζησε τα τελευταία της χρόνια με άνεση.

Έτσι, παρόλο που η ζωή του συνθέτη ήταν συναισθηματικά ταραχώδης, έκλεισε με μια υψηλή νότα.

Του Andrew Benson Brown

Ω, Γλυκύ μου Έαρ — Μουσικός Περίπατος με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συνεχίζει τους Μουσικούς Περιπάτους της, αυτή τη φορά με μία ξεχωριστή πασχαλινή στάση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Τη Μεγάλη Δευτέρα, 14 Απριλίου και ώρα 19:30, το κοινό καλείται να βιώσει μία κατανυκτική μουσική εμπειρία, όπου το θρησκευτικό στοιχείο της Μπαρόκ εποχής ζωντανεύει μέσα από αυθεντικά όργανα εποχής και ερμηνείες που αντλούν έμπνευση από το πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Άνοιξης.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει έργα σημαντικών συνθετών της Μπαρόκ περιόδου, τα οποία αναδεικνύουν τη βαθιά πνευματικότητα και την ευαισθησία της εποχής.

Συμμετέχουν οι μουσικοί:

· Βασίλης Σούκας – μπαρόκ βιολί

· Άγγελος Ρεπαπής – βιόλα ντα γκάμπα

· Δημήτρης Βάμβας – μπαρόκ όμποε

· Αλέξανδρος Οικονόμου – μπαρόκ φαγκότο

· Σεβαστιανός Μοτορίνος – τσέμπαλο

 

Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Δευτέρα 14 Απριλίου, ώρα 19:30

Είσοδος ελεύθερη με σειρά προτεραιότητας

Το πάθος και η ομορφιά της μουσικής του Πάσχα

Η μουσική έχει τη δύναμη να εισέρχεται μέχρι τα βάθη της ψυχής μας και να δονεί ακόμη και τα κύτταρά μας, μεταδίδοντας συγκινήσεις και νοήματα που ο λόγος δυσκολεύεται να περιγράψει. Με αυτήν της την ιδιότητα είναι το ιδανικό μέσο να βοηθήσει τους ανθρώπους κάθε εποχής να συναισθανθούν τη σημασία της Μεγάλης Εβδομάδας, των Αγίων Παθών και της Ανάστασης και να έρθουν σε μέθεξη με το θείο.

Στη Δύση, η θρησκευτική μουσική αναπτύχθηκε με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην ανατολική παράδοση, με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται πια εντός των εκκλησιών, αλλά να αφορά μεγάλα σύνολα και χώρους, χωρίς αυτό να μειώνει το βάθος του θρησκευτικού αισθήματος που μπορεί να μεταφέρει, ακόμα και χωρίς την υποστήριξη του κατανυκτικού περιβάλλοντος μίας εκκλησίας.

Εκκινώντας από τις δυνατότητες της φωνής, όπως και οι ψαλμοί της Ορθοδοξίας, προσέθεσε αρχικά το εκκλησιαστικό όργανο και αργότερα πλήθος μουσικών οργάνων που αύξησαν στο μέγιστο τις εκφραστικές της δυνατότητες, με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από τη βαθιά εσωτερική απεύθυνση των Ορθοδόξων.

Η ευσέβεια και η δεξιοτεχνία Καθολικών και Προτεσταντών συνθετών της μπαρόκ και κλασικής περιόδου μάς κληροδότησαν μερικά από τα πιο όμορφα και συγκινητικά κομμάτια για τα Άγια Πάθη και την Ανάσταση, που ξεπερνώντας τα σύνορα του δόγματος μπορούν να αγγίξουν κάθε δεκτικό στο μυστήριο ακροατή.

Ένας συνθέτης αφιερωμένος στον Θεό

Για πολλούς, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι ο κορυφαίος συνθέτης χορωδιακής μουσικής. Ιδίως οι δύο μελοποιήσεις του για τα Άγια Παθη – όπως τα αφηγούνται ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγιος Ιωάννης – αποτελούν μνημειακά έργα του πασχαλινού ρεπερτορίου. Ευσεβής Λουθηρανός, ο Μπαχ αφιέρωσε σχεδόν ολόκληρη την καριέρα του στην υπηρεσία της Εκκλησίας.

Μία από τις πολλές υποχρεώσεις του όταν ήταν Kapellmeister (αρχιμουσικός) στη Λειψία ήταν να συνθέτει μια εβδομαδιαία καντάτα, που θα εκτελούνταν στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Παρασκευή, αυτή η καντάτα έγινε μια μελοποίηση της πασχαλινής ιστορίας που διαρκεί περίπου 2 1/2 ώρες. Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο μεγάλη ήταν η πραγματική λειτουργία, που περιείχε αυτό το αριστούργημα, δεδομένου ότι υπήρχε και ένα κήρυγμα μεταξύ των δύο μερών. Σύμφωνα με τα ιδεώδη του Λουθηρανισμού, τα λιμπρέτα των μελοποιήσεων είναι γραμμένα στη γλώσσα του λαού (στη συγκεκριμένη περίπτωση στα γερμανικά) με απλό, εύληπτο τρόπο και όχι με επιτηδευμένες και απρόσιτες φράσεις. Ο Μπαχ εξασφάλιζε ότι ακόμη και ένας αμόρφωτος άνθρωπος θα μπορούσε να κατανοήσει και να βιώσει πλήρως αυτή την πιο δραματική ιστορία. Τα «Κατά  Ματθαίον Πάθη» έχουν έναν στοχαστικό, μεγαλοπρεπή χαρακτήρα, ενώ τα «Κατά Ιωάννη Πάθη» έχουν μεγαλύτερη δραματική ένταση.

Ο «Μεσσίας» 

Η προσφορά του Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ στην περίοδο του Πάσχα συνίσταται κυρίως στο δεύτερο και τρίτο μέρος του «Μεσσία», του φημισμένου ορατορίου του που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1742. Παραδόξως, ο «Μεσσίας» ακούγεται σήμερα πιο συχνά εν όψει των Χριστουγέννων, παρά το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος του αφορά τα γεγονότα των Παθών του Σωτήρος και της Ανάστασης.

“The Transfiguration,” 1520, by Raphael, in the Pinacoteca Vaticana. (CC BY-SA 4.0)
Ραφαήλ, «Η μεταμόρφωση του Σωτήρος», 1520. Πινακοθήκη του Βατικανού. (CC BY-SA 4.0)

 

Μέχρι τη δεκαετία του 1740, η λαμπρή καριέρα του Χαίντελ ως συνθέτη όπερας είχε αρχίσει να κάμπτεται, με το κοινό να απομακρύνεται από αυτά τα πανάκριβα θεάματα. Ο Χαίντελ ακολούθησε τα σημεία των καιρών και άρχισε να γράφει ορατόρια.

Ο «Μεσσίας» σημείωσε τεράστια επιτυχία ήδη από όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Δουβλίνο, στις 13 Απριλίου 1742. Για την ημέρα της πρεμιέρας, μάλιστα, η προσέλευση αναμενόταν τόσο μεγάλη ώστε ζητήθηκε από το ανδρικό κοινό να παρευρεθεί χωρίς σπαθιά και από το γυναικείο χωρίς κρινολίνο. Αυτό επέτρεψε σε 100 επιπλέον ακροατές να στριμωχτούν στην αίθουσα.

Η χρυσή εποχή

Για τη χρυσή εποχή της θρησκευτικής σύνθεσης στην Αγγλία, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην ταραχώδη ελισαβετιανή περίοδο, όταν η θρησκευτική ένταξη έγινε κυριολεκτικά ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο Τόμας Τάλλις, συνθέτης του περίφημου 40μερούς μοτέτου «Spem in Alium», έγραψε τους «Θρήνους του Ιερεμία» όχι για δημόσια περίλαμπρη εκτέλεση, αλλά για τις ιδιωτικές λατρευτικές ακολουθίες των καθολικών της προτεσταντικής Αγγλίας της περιόδου. Αυτό προσδίδει στην πλούσια πολυφωνία, με τις αναστολές και τις παραφωνίες της, ένα συναισθηματικό βάθος και μια σημασία ακόμη και πέρα από αυτή που παρέχει η λειτουργική περίοδος.

Δίπλα στον Ιησού, πάσχει και η Μαρία. Η αγωνία της μητέρας που εκφράζεται στα λόγια του «Stabat Mater» του 13ου αιώνα έχει εμπνεύσει πολλούς συνθέτες. Ο Βιβάλντι παρουσιάζει μια λιτή μελοποίηση για σόλο άλτο και έγχορδα, ενώ ο Πολωνός συνθέτης Κάρολ Σιμανόφσκι, μας δίνει ένα έργο έξι κινήσεων, μισής ώρας, για σολίστες, χορωδία και πλήρη ορχήστρα, γεμάτο με γήινο χρώμα.

Οι καρποί της ενοχής

Εκτός από τα μεγάλα, λαμπρά αριστουργήματα, υπάρχουν και μερικά έργα λιγότερο γνωστά μεν αλλά εξίσου συγκινητικά.

Αν και το όνομα του Κάρλο Γκεζουάλντο δεν φτάνει στο ευρύ κοινό, η μουσική του τείνει να μένει στον ακροατή μόλις την ανακαλύψει. Η παράξενη γραφή των μερών και οι βασανισμένες διφωνίες μπορεί να οδηγήσουν κάποιον ανυποψίαστο να πιστέψει ότι ακούει ατονική μουσική του 20ού αιώνα. Ωστόσο, ο Γκεζουάλντο ήταν στην πραγματικότητα ένας πρίγκιπας που έζησε από το 1566 έως το 1613. Πηγή των πρωτοποριακών συνθετικών του στιγμών ήταν, όπως λέγεται, η δια βίου αίσθηση ενοχής του για τη βάναυση δολοφονία της συζύγου του και του εραστή της, όταν τους έπιασε επ’ αυτοφώρω να μοιχεύουν.

Όντας πρίγκιπας, κατάφερε να αποφύγει τη δικαιοσύνη για το έγκλημά του, αλλά οι Ερινύες δεν έπαψαν να τον κατατρύχουν, προκαλώντας τις εκπληκτικές αρμονικές ανατροπές και τα άλματα στη μουσική του. Το «Tristis est Anima Mea» είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα του βασανισμένου ύφους του, που ταιριάζει απόλυτα με τις σκοτεινές διαθέσεις της Μεγάλης Εβδομάδας.

Το παιδί-θαύμα και η Miserere

Η μελοποίηση του Ψαλμού 51 από τον Γκρεγκόριο Αλλέγκρι, το «Miserere Mei Deus», είναι άμεσα αναγνωρίσιμη στους περισσότερους ακροατές, με τη σοπράνο σολίστ να ανεβαίνει επανειλημμένα σε μία σπονδυλωτή κορύφωση του Ντο, η οποία αντηχεί απολύτως αιθέρια όταν ακούγεται στην Καπέλα Σιξτίνα – τον χώρο για τον οποίο το έργο γράφτηκε αρχικά, ίσως το 1638.

Όπως αρμόζει σε ένα έργο που γράφτηκε για έναν τόσο συγκεκριμένο και ιδιαίτερο χώρο, περιβάλλεται από πολλά μυστήρια και θρύλους, όπως την ιστορία ότι η διάδοσή του πέρα από το Βατικανό είχε απαγορευτεί με την απειλή αφορισμού. Το ‘εμπάργκο’ έσπασε τελικά – όπως λέγεται – χάρη στον 14χρονο Μότσαρτ, ο οποίος, όταν άκουσε το έργο να εκτελείται, βγήκε από την εκκλησία και το έγραψε αμέσως από μνήμης. Γεγονός είναι ότι το κομμάτι αποτελείται από μια σειρά επαναλήψεων των ίδιων μουσικών στοιχείων, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία του κατορθώματος του νεαρού μουσικού.

Του Thomas Breeze, με τη συμβολή της Αλίας Ζάε

Τα καλύτερα του Μπαχ: 10 υπέροχες μπαρόκ συνθέσεις

«Όταν έχεις αμφιβολίες, διάβασε Γκράουτ», (when in doubt, cite Grout) έλεγε η μητέρα μου. Αναφερόταν στο «A History of Western Music» (Μια ιστορία της Δυτικής Μουσικής) του Ντόναλντ Τζέυ Γκράουτ. Πρώτη έκδοση από τον W.W. Norton το 1960, έχει περάσει από 10 εκδόσεις και θεωρείται το καλύτερο βιβλίο για το θέμα.

Ο Γκράουτ είναι ευαγγέλιο μεταξύ των ιστορικών της μουσικής και, στην όγδοη έκδοση, συναντάμε αυτή τη διακήρυξη: «Οι μεταγενέστεροι ανέβασαν τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685–1750) στην κορυφή των συνθετών όλων των εποχών».

Στην ένατη έκδοση, οι συντάκτες αποφάσισαν να είναι περισσότερο ευαίσθητοι πολιτιστικά: Μετά από «όλων των εποχών», πρόσθεσαν «στην Δυτική παράδοση».

To εξώφυλλο της 10ης έκδοσης του «A History of Western Music», του Ντόναλντ Τζέυ Γκράουτ.

 

Πέρα από την φήμη, πολλοί θεωρούν τον Μπαχ ως τον μεγαλύτερο συνθέτη που έζησε ποτέ. Ήταν επίσης ένας από τους πιο παραγωγικούς. Η Bach-Werke-Verzeichnis, ή Κατάλογος Έργων Μπαχ (BWV), του αποδίδει επί του παρόντος 1.176 μουσικά κομμάτια (τα πιο πρόσφατα 50 από τα οποία προστέθηκαν στον αιώνα μας).

Ανάμεσα σε τόσα έργα, η επιλογή των 10 «καλύτερων» κομματιών είναι δύσκολη. Αλλά μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε.

10. «Τοκάτα και φούγκα σε ρε ελάσσονα» (BWV 565)

Αυτό είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι από όλα όσα έγραψε ο Μπαχ, το οποίο οφείλεται κυρίως στη σχέση του με το Χάλοουιν. Το «Τοκάτα και φούγκα σε ρε ελάσσονα» εμφανίζει τις δεξιοτεχνικές δεξιότητες του Μπαχ στο εκκλησιαστικό όργανο, το όργανο για το οποίο ήταν πιο διάσημος στη ζωή του. Ξεκινά με γρήγορα arpeggios σε ελεύθερο στυλ, μεταβαίνει στην περισσότερο δομημένη Φούγκα, όπου το κύριο θέμα επικαλύπτεται και επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές μελωδίες.

9. «Αέρας σε χορδή σολ» (BWV 1068)

«Αέρας», από την Σουίτα Ορχήστρας No. 3 του Γ.Σ. Μπαχ, χειρόγραφο. (Baroqueviolin/CC BY-SA 4.0)

 

Αυτό είναι ένα από τα πιο γαλήνια και χαλαρωτικά κομμάτια σε ολόκληρο το κλασικό ρεπερτόριο. Η εκδοχή που γνωρίζουν οι περισσότεροι ακροατές είναι η διασκευή του Αούγκουστ Βίλχελμ του 1871. Αρχικά, στο δεύτερο μέρος της Ορχηστικής Σουίτας Νο. 3 του Μπαχ, το βιολί παίζει σε υψηλότερο όργανο. Ο Βίλχελμ έριξε το μέρος του βιολιού στη χαμηλότερη ένταση του οργάνου — τη χορδή σολ.

8. «Καντάτα καφέ» (BWV 211)

Η καφετέρια του Τσίμερμαν, Λειψία. Λεπτομέρεια από το χαρακτικό του Γιόχαν Τζορτζ Σράιμπε. Το μέρος ήταν σημαντικό στη ζωή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ως τόπος συνάντησης του Collegium Musicum του από το 1729. (Public Domain)

 

Η πιο διάσημη κοσμική καντάτα του Μπαχ είναι ίσως το πιο περίεργο από τα έργα του. Είναι ό,τι πιο κοντινό σε όπερα που έγραψε ποτέ. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την ανησυχία ενός πατέρα για τον εθισμό της κόρης του στην καφεΐνη. Τα καφενεία ήταν δημοφιλή σε όλη την Ευρώπη εκείνη την εποχή, οπότε το θέμα θα είχε απήχηση στο κοινό.

Το λιμπρέτο του Κρίστιαν Φρίντριχ Χενρίτσι (πιο γνωστό ως Picander) είναι γεμάτο χιουμοριστικές πινελιές. Ο πατέρας, Σλέντριαν, επιπλήττει την κόρη του Λίσγκεν για την εμμονή της:

Κακό παιδί, άγριο κορίτσι!
Ω! Αν μπορούσα να κάνω αυτό που θέλω:
Θα ξεφορτωνόμουν τον καφέ!

Αφού διαβεβαίωσε τον πατέρα της ότι θα στεγνώσει σαν «κομμάτι ψητό κατσίκι» αν δεν μπορούσε να πιει καφέ τρεις φορές την ημέρα, ξεσπά σε τραγούδι, δηλώνοντας ότι το ρόφημα είναι «πιο αγαπητό από χίλια φιλιά». Η άρια είναι βιρτουόζικη, ενσωματώνοντας ένα μενουέτο και μια τρίο σονάτα που περιλαμβάνει ένα φλάουτο που παίζει μια ανεξάρτητη μελωδία παράλληλα με την σοπράνο.

7. «Σουίτα για τσέλο Νο. 1 σε Σολ μείζονα» (BWV 1007)

Η πρώτη από τις έξι σουίτες με βιολοντσέλο του Μπαχ είναι άλλο ένα αναγνωρίσιμο κομμάτι. Είναι δομημένο ως πρελούδιο, ακολουθούμενο από μια ακολουθία χορευτικών κινήσεων, επιδεικνύοντας τη μαεστρία του στην πολυφωνία. Όπως ο «Αέρας σε χορδή σολ», η σύνθεση είναι γαλήνια, με μια απατηλή απλότητα που συγκαλύπτει την πολυπλοκότητά της.

6. «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» (BWV 988)

Το πορτρέτο του Μπαχ από τον Χάουσμαν τον απεικονίζει να κρατά το χειρόγραφο του BWV 1076, το οποίο είναι επίσης ο 13ος κανόνας στις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». (Public Domain)

 

Σύμφωνα με τον πρώτο βιογράφο του Μπαχ, τον Γιόχαν Φόρκελ, αυτό το έργο προέκυψε επειδή ο Κόμης Κάιζερλινγκ, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Σαξονία, περνούσε άγρυπνες νύχτες. Ο Μπαχ τον άκουσε να ζητά μερικά «ευγενικά και κάπως ζωηρά» κομμάτια πλήκτρων που θα μπορούσε να παίξει ο μουσικός του, Γιόχαν Γκότλιμπ Γκόλντμπεργκ, για να του φτιάξει τη διάθεση. Έτσι, γεννήθηκαν οι «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». Αυτή η σύνθεση, που περιέχει 30 παραλλαγές, κατατάσσεται μεταξύ των σημαντικότερων έργων πλήκτρων του Μπαχ, εξερευνώντας ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων.

5. «Τα κατά Ματθαίον Πάθη» (BWV 244)

Περισσότερες από 200 από τις καντάτες του Μπαχ σώζονται σήμερα, αν και τουλάχιστον εκατό άλλες πιστεύεται ότι έχουν χαθεί. Η μεγαλύτερη από αυτές, τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», είναι μια απόδειξη της ευσεβούς Λουθηρανικής πίστης του. Είναι ένα τεράστιο έργο για δύο χορωδίες. Ο Μπαχ χρησιμοποίησε μια ποικιλία μουσικών τεχνικών για να αφηγηθεί την ιστορία των τελευταίων ημερών του Ιησού, όπως φθίνουσες χρωματικές γραμμές και βασικές αλλαγές για να αναπαραστήσει τη συναισθηματική αντίθεση στα σημεία της σταύρωσης και της ταφής.

4. «Βραδενβούργια Κονσέρτα» (BWV 1046–1051)

Τα «Βραδενβούργια Κονσέρτα» είναι το απόγειο της μπαρόκ ορχηστρικής σύνθεσης. Ο Μπαχ χρησιμοποίησε καινοτόμα όργανα σε αυτά τα έργα, όπως μια τρομπέτα στο δεύτερο κονσέρτο. Αυτή ήταν μια ασυνήθιστη κίνηση για τη μουσική δωματίου εκείνη την εποχή, και υπάρχει κάποια αβεβαιότητα ως προς το είδος της τρομπέτας για το οποίο έγραψε ο Μπαχ το μέρος. Σε αυτό το δεύτερο κονσέρτο, ο συνθέτης δημιουργεί επίσης μια εντυπωσιακή αντίθεση τοποθετώντας ένα απλό πνευστό δίπλα στο όμποε και το βιολί.

3. «Λειτουργία σε Σι ελάσσονα» (BWV 232)

Ένα από τα τελευταία έργα του Μπαχ, η Λειτουργία σε Σι ελάσσονα είναι μια πλούσια σύνθεση μουσικής αντίστιξης και πνευματικού βάθους, που συντάχθηκε από προηγούμενες συνθέσεις. Δομημένη σε τέσσερα μέρη, κυμαίνεται σε διάθεση από την εορταστική ενορχήστρωση της «Γκλόρια» μέχρι την ενδοσκόπηση της «Agnes Dei». Δεν εμφανίστηκε ποτέ στη ζωή του Μπαχ, και είναι πλέον σταθερό κομμάτι στο ρεπερτόριο των χορωδιών σε όλο τον κόσμο.

2. «Καλώς συγκερασμένο κλαβιέ» (BWV 846–893)

Το «clavier» (κλαβιέ) είναι ένας γενικός όρος για ένα όργανο πλήκτρων. Σήμερα, οι περισσότερες παραστάσεις παίζονται σε πιάνο, όπως συμβαίνει με τις περίφημες ηχογραφήσεις του Καναδού πιανίστα Γκλεν Γκουλντ. Στην εποχή του Μπαχ, όμως, θα παιζόταν συνήθως σε τσέμπαλο. Οι μέθοδοι κουρδίσματος των οργάνων πλήκτρων είχαν πρόσφατα εξελιχθεί, επιτρέποντας στον Μπαχ να συνθέσει αυτό το δίτομο έργο με πρελούδια και φούγκα σε κάθε μείζον και δευτερεύον πλήκτρο. Αυτό το έργο είναι τόσο κεντρικό στη μουσική με πλήκτρα που συχνά αποκαλείται «Παλαιά Διαθήκη των Πιανιστών», που χρησιμοποιείται από προχωρημένους μαθητές ως ολοκληρωμένος οδηγός αρμονίας και τεχνικής.

«Η Τέχνη της Φούγκας» (BWV 1080)

Το Fretwork Ensemble ερμηνεύει την Τέχνη της Φούγκας του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685–1750) σε μια συναυλία του ASPECT Foundation for Music and Arts στην Ιταλική Ακαδημία του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη στις 12 Απριλίου 2018. (Benjamin Chasteen/The Epoch Times)

 

Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Μπαχ, συνέθετε για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της στιγμής, δημιουργώντας νέα έργα σε εβδομαδιαία βάση. Στην τελευταία του δεκαετία, όμως, το παράτησε και συγκέντρωσε όλη του την ενέργεια στην παραγωγή μερικών μεγάλων αριστουργημάτων. Αυτά περιλαμβάνουν την «Λειτουργία σε Σι ελάσσονα» και το «Καλώς συγκερασμένο κλαβιέ».

Περιλαμβάνει επίσης το τελευταίο, σπουδαιότερο έργο του, «Η Τέχνη της Φούγκας». Η τελευταία του ενότητα, «Contrapunctus XIV», είναι ημιτελής, υποδηλώνοντας ότι μπορεί να πέθανε ενώ την έγραφε.

Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του Μπαχ από τον γιο του, και είναι ένα από τα κεντρικά έργα της Δυτικής μουσικής. Σε αυτό, ο Μπαχ ανέπτυξε τις ιδέες του σε αντίστιξη στο όριό τους. Το έργο ξεκινά με ένα απατηλά απλό θέμα σε Ρε ελάσσονα, το οποίο ο Μπαχ στη συνέχεια μεταμόρφωσε αριστοτεχνικά με διάφορους τρόπους — αναστρέφοντας, επαυξάνοντας, αλλάζοντας τον ρυθμό και συνεχώς κλιμακώνοντας σε πολυπλοκότητα.

Όταν ο Μπαχ πέθανε, το 1750, το στυλ σύνθεσής του ήταν από καιρό εκτός μόδας. Ωστόσο, ο χρόνος που πέρασε τον είδε με άλλο πρίσμα. Οι μόδες έρχονται και παρέρχονται, αλλά η μουσική του Μπαχ είναι αθάνατη.

Του Andrew Benson Brown

 

«1945: Ογδόντα χρόνια μετά» – Συναυλία μνήμης με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών

Με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Σάββατο 3 Μαΐου, στις 20:30, ένα μουσικό αφιέρωμα μνήμης και στοχασμού, υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου μαέστρου και καλλιτεχνικού διευθυντή της, Βύρωνα Φιδετζή. Συμμετέχει η διεθνούς φήμης υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου.

Όπως αναφέρουν οι διοργανωτές, η συναυλία περιλαμβάνει έργα που γράφτηκαν εν μέσω του πολέμου ή στη σκιά του, μουσικές σελίδες που δεν αφηγούνται απλώς γεγονότα, αλλά αποτυπώνουν τον ανθρώπινο πόνο, την αντίσταση, τη μοναξιά, την απώλεια και τελικά την ελπίδα. Το «Επικό Τραγούδι» του Θεόδωρου Καρυωτάκη, γραμμένο το 1944, αποτελεί μια συμφωνική εικόνα αφιερωμένη «στη μνήμη των ηρωικών νεκρών του ελληνικού λαού», φέρνοντας στο προσκήνιο τη θυσία και την αξιοπρέπεια του αντιστασιακού αγώνα.

Την ίδια περίοδο, το 1943, ο Τσέχος συνθέτης Μπόχουσλαβ Μαρτινού, συγκλονισμένος από την εξόντωση του χωριού Λίντιτσε από τους ναζιστές, συνθέτει το συμφωνικό ποίημα «Μνημείο στο Λίντιτσε», ένα μουσικό κείμενο-προσευχή στη μνήμη των αθώων που εκτελέστηκαν και του πολιτισμού που αφανίστηκε.

Μέσα στην ελληνική Κατοχή, ο Μανώλης Καλομοίρης μελοποιεί ποιήματα του Κωστή Παλαμά, στο κύκλο τραγουδιών «Πολιτεία και Μοναξιά», ο οποίος παρουσιάζεται για πρώτη φορά στις 27 Φεβρουαρίου 1944, ακριβώς έναν χρόνο μετά τον θάνατο του εθνικού ποιητή. Το έργο είναι φορτισμένο με συναισθήματα που συνθέτουν την ψυχολογία ενός λαού παγιδευμένου ανάμεσα στην καταστροφή και στην ανάγκη για πνευματική ανάταση.

Η μουσική μνήμη επεκτείνεται και στην ψυχροπολεμική περίοδο, με τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς να γράφει το 1960 το Κουαρτέτο Εγχόρδων σε ντο ελάσσονα, έργο υπ’ αριθμόν 8, αφιερωμένο «στη μνήμη των θυμάτων του φασισμού και του πολέμου». Το έργο, βαθιά προσωπικό και σπαρακτικό, αποκτά μια νέα διάσταση μέσα από τη μεταγραφή του για μικρό ορχηστρικό σύνολο από τον Κώστα Νικήτα, εκδοχή που θα παρουσιαστεί στη συναυλία.

Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με μια σύνθεση που, παρότι αρχικά είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα, κατέληξε να γίνει σύμβολο ελπίδας και δημιουργίας: οι «Παραλλαγές και Φούγκα πάνω σε ένα θέμα του Πέρσελ» του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, γνωστές και ως The Young Person’s Guide to the Orchestra, γραμμένες το 1945, λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Το έργο ξεπερνά τον διδακτικό του σκοπό, αποτελώντας ένα λαμπρό παράδειγμα τού πώς η μουσική μπορεί να μεταδώσει χαρά και φως σε σκοτεινούς καιρούς.

Μέσα από αυτά τα έργα, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών καλεί το κοινό σε ένα ταξίδι μνήμης και συναισθημάτων, τιμώντας την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος και την ανάγκη για ειρήνη, διαρκή και αδιαπραγμάτευτη.

Περισσότερες πληροφορίες για τη συναυλία στην ανανεωμένη ιστοσελίδα του Μεγάρου.

 

Η ουσία της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν

Η Συμφωνία σε ντο ελάσσονα, έργο 67 του Μπετόβεν έχει την τιμή να είναι, αναμφισβήτητα, η πιο αναγνωρίσιμη συμφωνία και, ενδεχομένως, το πιο αναγνωρίσιμο έργο κλασικής μουσικής που έχει ποτέ γραφτεί. Συχνά αποκαλείται απλώς «Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν», ενώ μερικές φορές αρκεί να πούμε απλώς «Η Πέμπτη Συμφωνία» για να ανακαλέσουμε το χαρακτηριστικό μοτίβο των τεσσάρων νότων που ανοίγει την παρτιτούρα. Κι άλλοι συνθέτες, πριν και μετά από τον Μπετόβεν, έγραψαν πέμπτες συμφωνίες. Αλλά ο Μπετόβεν έγραψε ΤΗΝ Πέμπτη Συμφωνία.

Ο Μπετόβεν συνέθεσε την πέμπτη και την έκτη συμφωνία του κοντά-κοντά, από το 1804 έως το 1808. Και οι δύο πρωτοπαρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, στις 22 Δεκεμβρίου του 1808 στη Βιέννη, μια συναυλία που περιελάμβανε επίσης το Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο του συνθέτη, το «Γκλόρια» από τη Λειτουργία του σε ντο, τη «Χορωδιακή Φαντασία» (η οποία προέβλεπε το φινάλε της Ενάτης Συμφωνίας) και αυτοσχεδιασμούς του Μπετόβεν στο πιάνο. Αν ένας λάτρης της κλασικής μουσικής μπορούσε να παρακολουθήσει οποιαδήποτε συναυλία ήθελε, ανεξάρτητα από τη χρονολογία, εκείνη της 22ας Δεκεμβρίου 1808 θα ήταν από τις πρώτες επιλογές του.

Εξώφυλλο της συμφωνίας, με την αφιέρωση στον πρίγκιπα Φρανκ Μ. Λόμπκοβιτς και τον κόμη Ραζουμόφσκι. (Boris Fernbacher/CCBY-SA 3.0)

 

Η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι περισσότερο γνωστή για το πρώτο μέρος της, το «Allegro con brio», το οποίο συγκεντρώνει τη δύναμη μίας μόνο σύντομης μουσικής ιδέας με τρόπο που δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ στο παρελθόν.

Τρία σολ και ένα μι:

τα-τα-τα-ΤΑΑ…

Όλοι αναγνωρίζουν το εναρκτήριο σάλπισμα, το οποίο ακολουθείται αμέσως από ένα άλλο:

τα-τα-τα-ΤΑΑ… σε διαφορετικό ύψος.

Αυτό το ρυθμικό σχήμα με τις σφιγμένες γροθιές είναι συναρπαστικό και το ακούμε καθ’ όλη τη διάρκεια των επτά περίπου λεπτών του πρώτου μέρους. Όμως τα ίδια τα τονικά ύψη προδίδουν ένα στοιχείο του πρώτου μέρους που δεν αναφέρεται συχνά: την ασάφεια του κλειδιού.

Η πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν ήταν η πρώτη του σε μινόρε. Οι συμφωνίες σε μινόρε δεν ήταν άγνωστες στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά ήταν σπάνιες. Μόνο δύο από τις 41 συμφωνίες του Μότσαρτ, για παράδειγμα, είναι σε μινόρε. Έτσι, όταν οι πρώτες νότες της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν είναι τρία σολ και ένα μι, όχι μόνο είναι δυνατόν να ακούσουμε ένα υπονοούμενο μι ύφεση μείζονα, αλλά θα ήταν αναμενόμενο από το κοινό το 1808, που οι περισσότερες συμφωνίες ήταν σε μείζονα κλειδιά.

Ο λόγος της ασάφειας είναι ο εξής: Το σολ και το μι είναι το πέμπτο και το τρίτο βήμα, αντίστοιχα, της κλίμακας ντο μινόρε. Αλλά είναι επίσης το τρίτο και το πρώτο βήμα, αντίστοιχα, της κλίμακας μι μείζονα. Οι απαντητικές νότες φα και ρε ανήκουν επίσης και στις δύο κλίμακες. Μόνο μετά τις πρώτες οκτώ νότες μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το έργο είναι σε ντο ελάσσονα και, ακόμη και τότε, η εξέλιξη των αρμονιών σε ντο ελάσσονα θα διακοπεί περίπου δύο λεπτά μετά από ένα τολμηρό κάλεσμα κόρνου σε μι ύφεση μείζονα (δείτε το βίντεο και τις σημειώσεις παρακάτω).

Εκτός από ένα σύντομο, αντιθετικό δεύτερο θέμα (σε μι ύφεση μείζονα) και την ξαφνική εισβολή, κοντά στο τέλος, ενός ηχηρού σόλο όμποε, ολόκληρο το πρώτο μέρος έχει εμμονή με την επεξεργασία του εναρκτήριου μοτίβου σε διάφορα κλειδιά. Υπάρχει ένα θέμα κλεισίματος, αλλά η κίνηση επιστρέφει στο «τα-τα-τα-ΤΑΑ» και τελειώνει με αυτό αντί με το θέμα κλεισίματος, όπως θα συνέβαινε κανονικά. Δεν είναι περίεργο ότι το πρώτο μέρος της Συμφωνίας αριθ. 5 του Μπετόβεν έθεσε το πρότυπο για την ανάπτυξη μοτίβων για τις επόμενες συμφωνίες.

Οι χειρόγραφες παρτιτούρες που χρησιμοποιήθηκαν στην πρεμιέρα της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Περιλαμβάνουν διορθώσεις που εισήγαγε με το χέρι ο συνθέτης. Εκτίθενται σήμερα στο μουσείο της οικογένειας Λόμπκοβιτς, στο πρώην παλάτι τους, στην Πράγα. (Opus33/CCBY-SA 4.0)

 

Το δεύτερο μέρος, το «Andante con moto», είναι το τέλειο αντίβαρο σε ό,τι προηγήθηκε. Αν το πρώτο μέρος είναι μια σφιγμένη γροθιά, αυτό το χαλαρό, εκτεταμένο σύνολο θέματος και παραλλαγών σε λα μείζονα, τρέχει στο γρασίδι μίας πράσινης πλαγιάς. Αναπνέει, εκεί που το πρώτο μέρος κρατούσε την αναπνοή του. Υπάρχουν μεγαλειώδεις στιγμές και στιγμές περισυλλογής, και το σύνολο ολοκληρώνεται ειρηνικά με αδιατάρακτη αρμονία.

Το τρίτο μέρος, ένα scherzo με την ένδειξη «Allegro», ανοίγει με μυστηριώδη μπάσα ‘μουρμουρίσματα’ των εγχόρδων, και στη συνέχεια βυθίζεται σε ένα ευγενές, καθοδηγούμενο από χάλκινα πνευστά, θέμα πορείας που χρησιμοποιεί τον ρυθμό τα-τα-τα-ΤΑΑ. Το τρίο, το παραδοσιακό μεσαίο τμήμα ενός scherzo, είναι μια έντονη μίνι φούγκα που θέτει βιρτουόζικες απαιτήσεις στα τσέλα και τα μπάσα. Το θέμα του scherzo επιστρέφει θριαμβευτικά, το τμήμα του τρίο επαναλαμβάνεται, και στη συνέχεια το θέμα του scherzo επιστρέφει και πάλι, παιγμένο ήσυχα από ξύλινα πνευστά και pizzicato έγχορδα, χωρίς όμως να ολοκληρώνεται. Αντιθέτως, σε μια κίνηση καθαρής καινοτομίας, ο Μπετόβεν δεν ολοκληρώνει το scherzo, όπως θα συνέβαινε κανονικά, αλλά δημιουργεί μια φανταστική μουσική γέφυρα από αυτό σε ένα φινάλε που εκρήγνυται με το μεγαλείο της Ντο μείζονας.

Νικηφόρα μουσική και τρία τρομπόνια

Οι αμφισημίες του πρώτου μέρος βρίσκονταν μεταξύ της ντο ελάσσονος και της μι μείζονος, αλλά στο τελευταίο μέρος, ένα «Allegro», νικητής είναι η ντο μείζονα, που ανατέλλει σαν καλοκαιρινή αυγή από το ξεθώριασμα του scherzo. Πρόκειται για μια νίκη χωρίς ψεγάδι, με τολμηρά θέματα που ανεβαίνουν ως τους ουρανούς. Για να ενισχύσει τη δύναμη του μέρους, ο Μπετόβεν εισάγει πέντε όργανα που δεν είχαν ακουστεί μέχρι τώρα: πίκκολο, κοντραμπάσο και τρία τρομπόνια. Αυτή είναι η πρώτη χρήση τρομπονιών από τον Μπετόβεν σε συμφωνία και μία από τις πρώτες εμφανίσεις τρομπονιών σε οποιοδήποτε συμφωνικό έργο.

Περίπου στα μισά του φινάλε, το οποίο διαρκεί γενικά περίπου 10 λεπτά, το θέμα του scherzo επιστρέφει σαν μια μακρινή ανάμνηση, σαν να θέλει να μας θυμίσει τον αγώνα που χρειάστηκε για να φτάσουμε σε έναν τόπο θριάμβου. Τελικά, το φινάλε – και η συμφωνία – φτάνει σε μια βαρυσήμαντη κατάληξη.

Σύμφωνα με τον γραμματέα του, Άντον Σίντλερ, ο Μπετόβεν περιέγραψε το περίφημο εναρκτήριο μοτίβο ως «τη μοίρα που χτυπάει την πόρτα». Ήταν γνωστό ότι ο Σίντλερ ‘εμπλούτιζε’ τα γεγονότα για να τα κάνει πιο ενδιαφέροντα, ωστόσο είναι αλήθεια ότι η μοίρα αποτελούσε εμμονή του συνθέτη. Είτε η Πέμπτη Συμφωνία αφορά τη μοίρα είτε οτιδήποτε άλλο, αποτελεί ορόσημο της εξέλιξης της συμφωνικής φόρμας από ψυχαγωγία σε μουσική μεταφορά, από ευχάριστη διασκέδαση στη δημιουργία αυτοτελών κόσμων σκέψης και συναισθήματος. Της αξίζει ο χαρακτηρισμός του τέλειου μοντέλου της φόρμας.

Άντον Σίντλερ, γραμματέας του Μπετόβεν. (Public Domain)

 

Χρονοσημάνσεις

Παρατίθενται χρονοσημάνσεις για ορισμένες από τις κομβικές στιγμές της Πέμπτης Συμφωνίας που περιγράφηκαν παραπάνω. Αντιστοιχούν σε εκτέλεση της ορχήστρας Gewandhaus της Λειψίας, υπό τη διεύθυνση του Χέρμπερτ Μπλόμστεντ.

0:10 Η συμφωνία αρχίζει, «Allegro con brio».

1:36 Επαναλαμβάνεται η έκθεση – το πρώτο μέρος του πρώτου μέρους του πρώτου μέρους.

2:59 Ένα σάλπισμα κόρνου ανακοινώνει το κλειδί της μι ύφεσης μείζονος.

4:37 Ένα ηχηρό σόλο όμποε διακόπτει για λίγο την ανάπτυξη του μοτίβου.

6:52 Το εναρκτήριο μοτίβο επανεμφανίζεται στο τέλος, κλείνοντας το πρώτο μέρος.

7:45 Αρχίζει το δεύτερο μέρος, «Andante con moto».

17:50 Το τρίτο μέρος, με την ένδειξη «Allegro» και με τη μορφή scherzo, αρχίζει με μπάσα ‘μουρμουρητά’ των εγχόρδων.

18:15 Ξαφνικά η διάθεση αλλάζει με ένα ισχυρό θέμα στα πνευστά.

19:43 Τα τσέλα και τα μπάσα ξεκινούν το μεσαίο τμήμα του μέρους.

24:51 Μετά την επανάληψη των δύο τμημάτων του scherzo, το πρώτο τμήμα επαναλαμβάνεται και πάλι, αλλά με μια φασματική ηχώ, που δημιουργεί μία εξίσου φασματική γέφυρα που οδηγεί απευθείας στο φινάλε.

26:21 Το φινάλε εκρήγνυται με τη λαμπρότητα της Ντο μείζονος.

31:44 Το θέμα του scherzo κάνει μια αιφνιδιαστική εμφάνιση στη μέση του φινάλε.

Του Kenneth LaFave

Η Ευανθία Ρεμπούτσικα για μία συναυλία στο Παλλάς για τα 30 χρόνια της «Μέριμνας»

Μία μεγάλη συναυλία με τη μουσικό Ευανθία Ρεμπούτσικα διοργανώνουν στο Πάλλης, τη Δευτέρα, 7 Απριλίου, για να γιορτάσουν τα 30 χρόνια της κοινωνικής προσφοράς της «Μέριμνας», οι «Φίλοι της Μέριμνας». Η γιορτή είναι αφιερωμένη «στην αξία και το νόημα της ζωής των παιδιών και των οικογενειών τους, που φροντίζει η ‘Μέριμνα’, όταν βιώνουν απώλειες και μεγάλες προκλήσεις στη ζωή τους».

Μαζί με την Ευανθία Ρεμπούτσικα, στη σκηνή του Παλλάς, θα ανέβουν οι μουσικοί και πιστοί φίλοι της «που συμμετέχουν στις μουσικές της περιπέτειες – εντός και εκτός Ελλάδος – καθώς και η σοπράνο Σοφία Ζόβα, μία εκλεκτή καλεσμένη, που θα ντύσει με τη ξεχωριστή της φωνή τις πολυαγαπημένες μελωδίες της Ελληνίδας βιολίστριας», όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση.

«Η διαχρονική στήριξη των παιδιών και των οικογενειών τους είναι ευθύνη όλων μας, όταν θέλουμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο γύρω μας που να διακρίνεται από ενσυναίσθηση και ανθρωπιά», τονίζουν σε κοινή τους δήλωση η πρόεδρος της «Μέριμνας», Δανάη Παπαδάτου, και η πρόεδρος των Φίλων της Μέριμνας, Ζωή Δελατόλα, εκφράζοντας «την ευγνωμοσύνη τους στην Ευανθία Ρεμπούτσικα και τους μουσικούς που συμμετέχουν στη συναυλία».

Όλα τα έσοδα της συναυλίας θα διατεθούν για τη λειτουργία των δύο συμβουλευτικών κέντρων της «Μέριμνας», σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στα οποία, τα τελευταία 30 χρόνια, εξειδικευμένο προσωπικό παρέχει δωρεάν ψυχολογική στήριξη σε παιδιά, εφήβους και τις οικογένειές τους που βιώνουν απώλεια αγαπημένου προσώπου.

«Ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας, δημιουργώντας μία ζεστή αγκαλιά φροντίδας, ώστε κάθε παιδί και οικογένεια να έχει τη στήριξη που χρειάζεται, και ας απολαύσουμε τη μοναδική αυτή βραδιά», καταλήγει η ανακοίνωση.

Περισσότερες πληροφορίες για το έργο της «Μέριμνας» είναι διαθέσιμες εδώ, ενώ πληροφορίες για τη συναυλία μπορείτε να αντλήσετε από αυτό το βίντεο.

Για πρώτη φορά στην Κρήτη η όπερα «Τόσκα» του Τζ. Πουτσίνι

Το Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου (ΠΣΚΗ) έχει επιτύχει να ενταχθεί στον παγκόσμιο χάρτη των μεγάλων καλλιτεχνικών οργανισμών, καταφέρνοντας παράλληλα να κάνει τον κόσμο της Κρήτης να αγκαλιάσει την όπερα.

Όπως ανέφερε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ, αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης, κατά την παρουσίασή τους στην σκηνή του ΠΣΚΗ, σπουδαία έργα όπως Ριγκολέττο, Καβαλερία Ρουστικάνα, Κάρμεν, Ελιξίριο του Έρωτα, Οθέλλος, Ραχμάνινοφ, 9η του Μπετόβεν και Πρωτοχρονιάτικες Συναυλίες, συγκέντρωσαν χιλιάδες θεατές.

«Αν αντιστοιχήσουμε το ποσοστό του κοινού που έρχεται σε παραστάσεις όπερας σε σχέση με το μέγεθος της πόλης ή του νησιού μας θεωρώ ότι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και δίνει ένα θετικό και πολλά υποσχόμενο νούμερο. Το γεγονός ότι το ανέβασμα μίας όπερας στο Ηράκλειο προσελκύει το ενδιαφέρον ενός κοινού που ανέρχεται σε πάνω από 3.000 άτομα, και παράλληλα συγκεντρώνει όχι μόνο πανελλήνιο αλλά και διεθνές ενδιαφέρον καταδεικνύει την επιτυχία του εγχειρήματος», ανέφερε ο κow Μιχαηλίδης.

Το ΠΣΚΗ, εκτός του ότι έχει ενταχθεί στον χάρτη των καλλιτεχνικών οργανισμών, έχει ενταχθεί και στον κατάλογο του Operabase, της ιστοσελίδας που συμπεριλαμβάνει όλες τις παραγωγές που ανεβαίνουν σε ολόκληρο τον κόσμο. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Για παράδειγμα όταν στο ΠΣΚΗ ανεβάσαμε την όπερα ‘Καβαλερία Ρουστικάνα’ με το ίδρυμα Μασκάνι της Ιταλίας, την ημέρα των γενεθλίων του συνθέτη, όλοι αναρωτιόνταν που βρισκόταν το ίδρυμα Μασκάνι, το οποίο ήταν στο Ηράκλειο και στο ΠΣΚΗ για την συγκεκριμένη όπερα», τόνισε ο Μύρων Μιχαηλίδης, επισημαίνοντας ότι η προσπάθεια σύνδεσης με την τοπική κοινωνία γίνεται όχι μόνο μέσα από την απλή παρουσίαση των έργων, αλλά και μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε σχολεία.

«Εξηγούμε τι είναι η όπερα, έτσι ώστε να μην αισθάνονται κάποιοι ότι είναι κάτι ξένο που δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει. Η όπερα είναι κάτι οικείο. Μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησε ως λαϊκό θέαμα, άσχετα αν μετά κλείστηκε στα σαλόνια. Είναι ένα λαϊκό θέαμα που απευθύνεται σε όλους και εκτιμώ πως με τον τρόπο που προβάλλουμε τις παραγωγές, που τις αναλύουμε στα εκπαιδευτικά προγράμματα, ο κόσμος θα αισθάνεται όλο και περισσότερο οικεία.»

Πάντως, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ, η ειδοποιός διαφορά του Πολιτιστικού Συνεδριακού Κέντρου Ηρακλείου από μία απλή δομή παρουσίασης καλλιτεχνικών ακροαμάτων είναι ότι το ίδιο το Πολιτιστικό παράγει πολιτισμό, καθώς κάνει δικές του παραγωγές, δεν φιλοξενεί μόνο παραγωγές στους χώρους του, αφού στον καλλιτεχνικό του σχεδιασμό εντάσσονται παραγωγές που παράγει το ίδιο.

«Αυτό σημαίνει ότι φροντίζουμε να αξιοποιούμε όχι μόνο τη μουσική μας παράδοση, αλλά και τους εντόπιους καλλιτέχνες όπως χορωδίες, μουσικούς, λυρικούς καλλιτέχνες, σύνολα αλλά και όλη αυτή την καλλιτεχνική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στο νησί. Αυτό αποδεικνύεται φέτος από τις πλείστες παραγωγές που έχουμε όπως είναι το ‘Θέατρο τις Δευτέρες’, οι βραδιές με μουσική δωματίου, αλλά και πολλές παραγωγές που προέρχονται από το εντόπιο δυναμικό μας 100%.»

Για τη μέχρι σήμερα πορεία του ΠΣΚΗ και το πώς ο κόσμος υποδέχεται τις παραγωγές, ο κος Μιχαηλίδης ανέφερε πως το κοινό της Κρήτης αλλά και το κοινό που έρχεται πλέον και από άλλα μέρη της Ελλάδας και από το εξωτερικό, δείχνει ότι τιμά τις καλλιτεχνικές επιλογές .

«Θα μπορούσα να ομολογήσω ότι από την πρώτη μας όπερα, τον Ιδομενέα το 2021, μέχρι σήμερα, έχοντας ανεβάσει έναν ικανό αριθμό έργων του λυρικού ρεπερτορίου, χαιρόμαστε γιατί το κοινό όχι μόνο ανταποκρίνεται και βρίσκει ενδιαφέρουσες τις παραγωγές αυτές αλλά κατακλύζει τις αίθουσες και μας οδηγεί σε απανωτά sold out σε αυτές τις παραγωγές. Ήταν κάτι που το νησί μας στερούταν μέχρι σήμερα, λόγω έλλειψης τεχνικών υποδομών για να φιλοξενήσει κάτι τέτοιο, και είμαστε ευτυχείς που και ο Δήμος Ηρακλείου και η ΔΕΠΑΝΑΛ στηρίζουν αυτόν τον σχεδιασμό, την πρωτοβουλία, έτσι ώστε να προσφέρονται στον τόπο μας υψηλού επιπέδου ακροάματα.»

Από τις ξεχωριστές στιγμές για το ΠΣΚΗ είναι η όπερα «Τόσκα» του Τζ. Πουτσίνι, που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο κοινό της Κρήτης στις 3, 4, 5 και 6 Απριλίου.

«Η Τόσκα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα και πιο εντυπωσιακά έργα του λυρικού ρεπερτορίου. Από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε, το 1900, έως τις μέρες μας είναι από τις πιο πολυπαιγμένες όπερες, και είναι ιδιαίτερη η χαρά μας γιατί έχουμε την ευκαιρία να την παρουσιάσουμε για πρώτη φορά στην ιστορία της Κρήτης, για πρώτη φορά στο κοινό της», είπε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ.

«Το έργο αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της εποχής του βερισμού», πρόσθεσε, «όπου δηλαδή απεικονίζονται καταστάσεις βγαλμένες μέσα από την πραγματικότητα και όχι απλώς αναφορές σε μυθολογία ή ιστορία. Διακρίνεται για τον πλούτο των μελωδιών της και τη δεινή της ενορχήστρωση και είναι μία από αυτές τις όπερες που λέμε ότι κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή από την αρχή έως το τέλος με τη δραματικότητα της. Ανεβάζουμε μία παραγωγή που αποτελεί αναβίωση της παραγωγής που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πριν μερικά χρόνια στην Κροατία, στο Εθνικό Θέατρο της Ριέκα, και είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς γιατί πρόκειται για μία δουλειά που ξεχώρισε και έδωσε μία πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική άποψη.»

Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα της φετινής καλλιτεχνικής περιόδου, ολοκληρώνεται στις αρχές Ιουνίου και μέχρι τότε θα παρουσιαστούν στο κοινό, μεταξύ άλλων, μία βραδιά ελληνικής και βιενέζικης οπερέτας στις 11 Απριλίου, και μία μουσικοθεατρική παράσταση για τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη στις 25 και 26 Απριλίου.»

Αναφορικά με την Τόσκα

Πρόκειται για αναβίωση μίας παραγωγής που αρχικά παρουσιάστηκε στην Κροατική Εθνική Λυρική Σκηνή της Ριέκα, μία από τις κορυφαίες και δημοφιλέστερες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Μάριν Μπλάζεβιτς, με καταξιωμένους λυρικούς καλλιτέχνες, τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, το Χορωδιακό Σύνολο Ηρακλείου και τη Νεανική Χορωδία Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου.

Η Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι είναι ένα αριστούργημα του μουσικού βερισμού, τοποθετημένο στη Ρώμη του 1800, με φόντο τους Ναπολεόντειους πολέμους, στο οποίο ο συνθέτης με τη μουσική του σκιαγραφεί ρεαλιστικά όλα τα ανθρώπινα πάθη που έχουν βάλει στο λιμπρέτο οι Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα. Με αυτοαναφορική στην όπερα θεματική, αλλά και πάθος, πολιτικά παιχνίδια, ζήλεια, διαστροφή, βασανιστήρια, πίστη και προδοσία, η ντίβα της όπερας, Φλόρια Τόσκα, ερωτευμένη με τον ζωγράφο και υποστηρικτή της επανάστασης Μάριο Καβαραντόσι, καλείται να αντιμετωπίσει τον μοχθηρό διοικητή της αστυνομίας βαρώνο Σκάρπια, που είναι αποφασισμένος να την κατακτήσει, να παγιδεύσει το ζευγάρι και να την εξαναγκάσει σε μία μοιραία απόφαση.